ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ζηλωτικά
Από τα μεγαλύτερα πνευματικά κατορθώματα του Γερόντων μας ήταν η τοποθέτησή τους στο θέμα του ζηλωτισμού, που εκείνον τον καιρό ήταν σε έξαρση, σαν νέο ζήτημα που ήταν.
Από το 1924 και ύστερα μπήκε στη ζωή της Εκκλησίας το νέο ημερολόγιο. Το Άγιον Όρος για λόγους παράδοσης διατήρησε τη χρήση του παλαιού ημερολογίου, χωρίς όμως να σταματήσει την πνευματική επικοινωνία και εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και κατά συνέπεια απ’ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικοί Αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι Ζηλωτές, εξαιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματική τους επικοινωνία με το Πατριαρχείο και το υπόλοιπο Άγιον Όρος, μη συμμετέχοντες ούτε σε λειτουργίες ούτε σε πανηγύρεις, και μη επικοινωνούντες εκκλησιαστικώς με τους υπόλοιπους πατέρες. Τα Κατουνάκια ήταν ένα από τα κέντρα των Ζηλωτών. Ο Γέροντας, προερχόμενος από την παλαιοημερολογητική οικογένεια, κοινοβίασε στην καλύβα του Αγίου Εφραίμ, όπου οι γέροντες ήταν ζηλωτές.
Όταν γνώρισε τον γερο-Ιωσήφ κινούμενοι και οι δύο από πνευματικό ζήλο, προσχώρησαν στην ακραία παράταξη των Ματθαιϊκών. Ο λόγος ήταν ότι ο αρχηγός της μετριοπαθούς παρατάξεως των Φλωρινικών, επίσκοπος Χρυσόστομος Καβουρίδης, αποδεχόταν τα μυστήρια των νεοημερολογιτών. Του έστειλαν λοιπόν γραπτό λίβελλο, με τον οποίο τον απεκήρυσσαν κατηγορώντας τον ότι, αφού αποδέχεται τα μυστήρια των νεοημερολογιτών (της επισήμου δηλαδή Εκκλησίας), είναι ίδιος με αυτούς.
Κάποια μέρα επισκέφτηκε τον γερο-Ιωσήφ ο ιερομόναχος Βαρθολομαίος και προσπάθησε να συζητήσει μαζί του ζηλωτικά θέματα, όντας ο ίδιος Φλωρινικός. Ο γερο-Ιωσήφ δεν δεχόταν, λέγοντας: «Άστο, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στεναχωρηθούμε!» Ο άλλος μοναχός επέμενε, οπότε και ο γερο-Ιωσήφ, αφού εκνευρίστηκε, χρησιμοποίησε οξύτατους χαρακτηρισμούς και φράσεις εναντίον τους.
Όταν κατόπιν πήγε στο κελλάκι να ησυχάσει, αντιλήφθηκε ότι ο διάβολος είχε αποκτήσει κάποια εξουσία απέναντί του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Αγωνίσθηκε με την προσευχή, και όταν ειρήνευσε, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Στον ύπνο του είδε ένα σημαδιακό όνειρο: Καθόταν τάχα πάνω σ’ ένα μικρό βράχο μέσα στη θάλασσα. Τα κύματα τον κουνούσαν. Απορούσε, πώς βρέθηκε σε αυτό το επικίνδυνο σημείο τη στιγμή που λίγο πιο εκεί ήταν το αιωνόβιο βουνό. Σκέφθηκε λοιπόν, μόλις το βραχάκι πλησιάσει λίγο το βουνό, να πηδήσει σ’ αυτό και να γλιτώσει, αφού αργά ή γρήγορα τα κύματα θα παρέσυραν το βραχάκι και τον ίδιο. Πράγματι, με την πρώτη ευκαιρία έδωσε μια και βρέθηκε στο στερεό έδαφος. «Δόξα σοι ο Θεός», είπε και ξύπνησε.
Αλλά και ο παπα-Εφραίμ προσευχόμενος για την υπόθεση αυτήν άκουσε φωνή: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες όλην την Εκκλησίαν». Έτσι γύρισαν πάλι με τους Φλωρινικούς ζητώντας συγγνώμη.
Αργότερα προσευχόμενος πάλι άκουσε: «Υπάγεσαι στο Πατριαρχείο, δεν υπάγεσαι στον Φλωρίνης». Αυτό τον άφησε ενεό. Δεν το πίστεψε. Το θεώρησε πλάνη. Αργότερα νεύσει Θεού επέστρεψαν στην Εκκλησία και αναπαύθηκε η ψυχή τους.
Ο παπα-Νικηφόρος αντέδρασε λίγο, αλλά ο Γέροντας, μην αντέχοντας να αποχωρισθεί τον γερο-Ιωσήφ, τον επίεσε και έτσι γύρισαν με την Εκκλησία όλοι. Το Πάσχα (1952) πήγαν να το κάνουν στους γείτονες Δανιηλαίους. «Καλώς ορίσατε, καλώς ορίσατε. Γέροντα, ορίστε στο γεροντικό στασίδι. Παπα-Εφραίμ, ορίστε να μας εφημερέψετε», τους καλοδέχτηκαν γεμάτοι αγάπη οι πατέρες. «Έψαλλαν έξω οι Δανιηλαίοι το "Θεοτόκε Παρθένε" κι εγώ μέσα στο ιερό μόνο την Παναγία δεν έβλεπα∙ τόση χάρη αισθανόμουνα», ομολογούσε νοσταλγικά ο Γέροντας.
Όμως ο παπα-Νικηφόρος, μαθημένος μια ζωή με τους γείτονες Ζηλωτές, άρχισε να γκρινιάζει και να στεναχωριέται υπερβολικά. Ο Γέροντας ήρθε σε δύσκολη θέση. Έκανε προσευχή, βρήκε και τον Θεό αντιμέτωπο. Τότε τα χρειάσθηκε. Συμβουλεύτηκε τον γερο-Γαβριήλ, τον ηγούμενο της Μονής Διονυσίου, καθώς και τον π. Γεράσιμο, τον υμνογράφο. Του είπαν: «Παπά μου, να αναπαύσεις τον γέροντά σου». Στην προσευχή ακόμα δυσκολότερα. Αισθανόταν ότι ο Θεός του έβαλε κανόνα. Το δίλημμα: την υπακοή ή την Εκκλησία θα ακολουθήσει; Αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ακολουθήσει το πρώτο. Κι εμείς καταλαβαίναμε ότι η υπακοή είναι θεμέλιο της Εκκλησίας. Αφού και ο θείος δομήτωρ της Εκκλησίας έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. 2,8).
Έπεσε όμως σε κρίση συνειδήσεως άλλης μορφής. Αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι ανήκει στο Πατριαρχείο, αυτός που είχε πληροφορηθεί ότι Εκκλησία σημαίνει αγάπη και το διαπίστωσε στους Δανιηλαίους με τη θερμή συμπεριφορά τους, αυτός που έλεγε Εκκλησία και η καρδιά του σκιρτούσε σαν το παιδί που καθυστέρησε να αγκαλιάσει τη μητέρα του, αυτός που θεωρούσε τον γερο-Ιωσήφ και τη συνοδία του ανθρώπους του, λατρευτούς του, τώρα έπρεπε να τους εγκαταλείψει! Λίγες ευτυχώς μέρες κράτησαν οι "αμφίβολοι" λογισμοί. Σκέφτηκε: «Με την ψυχή θα είμαι πάντοτε με την Εκκλησία. Με το σώμα για λίγο με τους Ζηλωτές, μέχρι να κλείσει τα μάτια του ο γέροντάς μου». Έτσι ειρήνευσε. Έκανε υπομονή μέχρι το 1975, δηλαδή 23 χρόνια. Τυπικός, δεν έδωσε το δικαίωμα σε κανέναν. Με κάθε αξιοπρέπεια εγκατέλειψε για πάντα τους Ζηλωτές, όταν απέκτησε πλέον συνοδία.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Πειρασμοί
Απ’ την άλλη όμως μεριά και οι πειρασμοί δεν ήταν μικροί. Ο γερο-Ιωσήφ δίδασκε: «Σου δόθηκε χαριτωμένη κατάστασις; Σύντομα περίμενε πειρασμό. Έχεις πειρασμούς και στεναχώριες; Κοντά είναι η παράκλησις από τον Θεό».
---------------------
Του είχαν φέρει μερικά κεραμίδια για τις ανάγκες του σπιτιού. Ήταν όμως τόσο βρώμικα, που ο περήφανος και εκλεκτικός παπα-Εφραίμ δυσανασχέτησε. Δεν πρόσβαλε αυτούς που τα έφεραν, αλλά τα πήρε, πήγε στα Καρούλια και τα έριξε από τα βράχια χαμηλά στη θάλασσα. Αυτό ήταν. Όλη τη νύχτα τον έφαγαν οι λογισμοί: «Αν εκεί που τα έριξες ήταν από κάτω βαρκάρηδες; Δεν φαίνεται η θάλασσα καλά∙ μπορεί να σκότωσες κανέναν∙ αν είναι οικογενειάρχες; Σίγουρα θα μπλέξεις με την αστυνομία». Το πρωί μια και δυο πάει στο γερο-Ιωσήφ. «Αυτό κι αυτό έπαθα», του λέει. Κι εκείνος ο σοφός: «Τι κατάσταση είχες αυτές τις μέρες στην προσευχή», ρώτησε ερευνητικά. «Πολύ καλή κατάσταση, γέροντα». Κούνησε τότε το κεφάλι αποφαντικά: «Εμ, μην περιμένουμε μόνο τα γλυκά. Να περιμένουμε και τα πικρά».
---------------------
Τον καιρό της Κατοχής προσβλήθηκε από φυματίωση. Ο γερο-Ιωσήφ τον περιέθαλψε πολύ πατρικά. Με άφθονες δυναμωτικές τροφές (κυρίως τυρί) κατόρθωσε να ξεπεράσει το πρόβλημα.
---------------------
Για ένα διάστημα ο πειρασμός τον χτύπησε στη σχέση του με τον παπα-Νικηφόρο, τον γέροντά του. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τα νεύρα του ερεθίστηκαν. Προσπάθησε για πολύ καιρό. Τέλος κάμφθηκε. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. Μια μέρα ενώ εργοχειρούσε, αισθανόμενος τον εαυτό του σ΄ αυτήν την αθλία κατάσταση, κραύγασε προς τον Θεό. Και ο Θεός έλυσε το πρόβλημα αμέσως. Βαθιά γαλήνη έπεσε στην ψυχή του και στο σώμα του.
---------------------
Ο αγώνας με το κομποσχοίνι και τη μονολόγιστη ευχή είχε και τις δυσκολίες του. Ήταν φορές που κουρασμένος και απογοητευμένος ζητούσε από τον δάσκαλο την άδεια να επιστρέψει στα διαβάσματα της ακολουθίας, όπως όλοι οι πατέρες. Τότε πιο πολύ η παρηγοριά, η ενίσχυση, η ειρήνευση του γερο-Ιωσήφ τον κρατούσαν αλύγιστο. Μας έλεγε εξομολογητικά: «Κάθε τέσσερα- πέντε χρόνια επιτρέπει ο Θεός να περάσω ένα κύμα θλίψεως. Λογισμοί απογοητεύσεως, απόγνωσις, κυκλώνουν την ψυχή. Τότε χρειάζεται υπομονή μέχρι να περάσει το κύμα. Κανείς μη σε πάρει είδηση. Και στη χαρά και στη λύπη ήρεμος και κόσμιος εξωτερικά, συγκρατημένος εσωτερικά. Χόρτασα από τα γλυκύτατα νάματα του Παραδείσου και φρόντισα να μην το πάρω επάνω μου. Ήπια από τα πικρότατα ύδατα της κολάσεως, αλλά φρόντισα να μην καταποθώ από την απόγνωση».
------------------------
Κάποτε ο γερο-Ιωσήφ άρχισε να του εφιστά την προσοχή λέγοντας ότι στην κατάσταση που βρισκόταν τότε, θα έπρεπε να περιμένει κάποιον πειρασμό. Τον συμβούλευε να προσέχει, μήπως δεχθεί κάποια φαντασία δαιμονική ή κάτι παρόμοιο. «Όμως εγώ», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «την έπαθα σαν το μονόφθαλμο ελάφι, που στάθηκε στην ακροθαλασσιά έχοντας τραμμένο το υγιές μάτι προς το βουνό και το δάσος, απ΄ όπου περίμενε τους κυνηγούς∙ και δεν τους είδε που πλησίασαν με μία βαρκούλα από τη θάλασσα και το σκότωσαν. Έτσι κι εγώ από αλλού περίμενα τον πειρασμό και από αλλού μου ήρθε: Με πήραν στρατιώτη».
Αυτό συνέβη πριν το 1940. Η Λαύρα είχε αποφασίσει να σβήσει τον Γέροντα από το μοναχολόγιο,* επειδή είχε χειροτονηθεί από παλαιοημερολογίτες επισκόπους χωρίς την άδεια της. Αυτό για κάθε Αγιορείτη συνεπάγεται κίνηση των διαδικασιών προς στράτευσή του. Οι χωροφύλακες της Αγίας Άννας άρχισαν να τον ψάχνουν. Ο γερο-Ιωσήφ τον έκρυβε στη Μικρή Αγία Άννα για ένα μικρό διάστημα, προσπαθώντας να πετύχει την επανεγγραφή τους στο μοναχολόγιο της Λαύρας. Όμως το μοναστήρι ήταν ανένδοτο.
Έτσι με τη συνοδία ενός ένοπλου χωροφύλακα ο Γέροντας ξεκίνησε για Ουρανούπολη-Ιερισσό- Θεσσαλονίκη. Καθώς περπατούσε προς Ιερισσό, γυρνούσε και κοιτούσε τον Άθωνα να χάνεται στο βάθος και σκεφτόταν με παράπονο: «Παναγία μου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα αφήσεις ένα προβατάκι σου να το απομακρύνει ο εχθρός από το περιβόλι σου». Και συνέχιζε κάνοντας κομποσχοινάκι στον δρόμο. Ο χωροφύλακας λοιδορώντας του έλεγε: «Ε, παπά, πάει το Άγιον Όρος τώρα!» «Έχει η Παναγία, κυρ-Γιάννη», του απαντούσε ο Γέροντας. Άλλα εκείνος κουνούσε δύσπιστα το κεφάλι του και τραγουδούσε: «Εμείς τον λοχαγό τον έχουμε πατέρα και θα τον δούμε στρατηγό στην Πόλη μία μέρα».
Έφτασαν στην Ιερισσό, έκοψαν δύο εισιτήρια για το λεωφορείο και περίμεναν να επιβιβαστούν. Λίγα λεπτά πριν την επιβίβαση καταφθάνει κάποιος χωροφύλακας της Ιερισσού στη στάση κρατώντας ένα τηλεγράφημα για τον χωροφύλακα Ιωάννη τάδε, τον συνοδό του Γέροντα, και αναγγέλλοντας: «Τηλεγραφική διαταγή να επιστρέψετε πάραυτα εις Καρυάς μετά της συνοδίας σας». «Ε, μπαρμπα-Γιάννη, η Παναγία δεν με άφησε, το είδες;» «Ε, όλα γίνονται, παπά!» απάντησε μουδιασμένος ο χωροφύλακας και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Να τι συνέβη: Φεύγοντας ο Γέροντας, ο π. Προκόπιος πήρε το ομόλογο του σπιτιού (συμβόλαιο που παρέχουν στα Ησυχαστήρια οι κυρίαρχες Μονές) και πήγε στον πολιτικό Διοικητή του Αγίου Όρους, στις Καρυές. Το όνομα του Γέροντα συνέχιζε να είναι γραμμένο στο ομόλογο και πιστοποιούσε την ιδιότητά του ως μοναχού. Έτσι ο Διοικητής ζήτησε από τον αστυνομικό διευθυντή Καρυών να ανακαλέσει τον Γέροντα, απειλώντας του να τον μηνύσει για άγνοια νόμου, καθότι οι Αγιορείτες δεν στρατεύονται. Επιπλέον βρήκε ο Διοικητής την ευκαιρία να ταπεινώσει τον αστυνομικό, με τον οποίο είχε παλιότερες προστριβές.
Η πιο μεγάλη δυσκολία που πέρασε αυτά τα χαριτωμένα χρόνια ήταν μία παρακοή που έκανε, απ΄ ό,τι έλεγε, στον γερο-Ιωσήφ. Μετανόησε βέβαια, και ο πατρικότατος γερο-Ιωσήφ τον συγχώρεσε. Αλλά ο Θεός του έβαλε κανόνα. Τι ακριβώς έγινε δεν το έλεγε. Ήταν το μόνο μυστικό που κρατούσε. «Όταν ο Θεός μου λύσει τον κανόνα, τότε θα σας τα πω καταλεπτώς», έλεγε και περίμενε χρόνο τον χρόνο. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 συμπλήρωνε επτά εβδομάδες χρόνων, όσο και ο κανονισμένος ασκητής που αναφέρεται στον Συναξαριστή (19 Ιουλίου, Βίος αγ. Θεοδώρου Εδέσσης) και με τον οποίο παραλλήλιζε κάπως την υπόθεσή του. Τελικά κάτι είπε, αλλά όχι καταλεπτώς. Ίσως μέσα στον βρασμό της χάριτος και τον ενθουσιασμό από του δημιουργούσε να σκέφτηκε κάτι ελαφρώς υποτιμητικό για τον γερο-Ιωσήφ. Πάντως βρήκε έναν πολύ καλό τρόπο να διεγείρει την ψυχή του σε διαρκή αναζήτηση του ελέους του Θεού, όπερ εστίν «ευρείν τον Θεό» κατά τους αγίους Πατέρες.
Ομολογούσε: «Επί πενήντα χρόνια πάω κάθε φορά και βάζω μετάνοια στον γερο-Ιωσήφ, εκεί που πρωτοέβαλα μετάνοια για το θέμα της παρακοής μου σ’ αυτόν. Εκεί δηλαδή στη Μικρή Αγία Άννα, μεταξύ της στέρνας και των τριών σκαλοπατιών που οδηγούν στα δωμάτια».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Καταστάσεις χάριτος
Ο γέροντας τον προθυμοποιούσε, τον συμβούλευε, τον στήριζε με έργα και λόγια, τον γαλήνευε με την χαριτωμένη ύπαρξή του, αλλά ποτέ δεν του υποδείκνυε τον πνευματικό δρόμο της ψυχής του. Του έλεγε: «Προχώρα κι εγώ θα σε ακολουθώ και θα σε προσέχω∙ με τα δάκρυα βρήκες τη χάρη, με τα δάκρυα συνέχισε». Ο ίδιος, δόκιμος εργάτης της νοεράς προσευχής, δεν την επέβαλε στον μαθητή του. Γι’ αυτό ο Γέροντας βεβαίωνε ότι δεν εξάσκησε τη νοερά προσευχή, αν και είχε κάποτε εμπειρία της.
Βρισκόταν στη Μικρή Αγία Άννα, στα καλυβάκια του γερο-Ιωσήφ, ως φιλοξενούμενος. Κατά το πρόγραμμα του γερο-Ιωσήφ άρχιζαν την αγρυπνία με το κομποσχοίνι τις απογευματινές ώρες, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Την ώρα που έκανε τον κανόνα του, έτυχε να ακούγονται διάφοροι θόρυβοι από τις εργασίες των πατέρων της Αγίας Άννας που είναι απέναντι. Ο Γέροντας, καθώς έλεγε, στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί και να αποφύγει τον περισπασμό του νου του από τους θορύβους, αισθάνθηκε ότι ο νους εισήλθε στην καρδιά του και συνέχισε τον κανόνα του απερίσπαστος. Όταν τελείωσε ο κανόνας και συνήλθε, αντιλήφθηκε πάλι τους θορύβους που συνεχίζονταν, και διδάχθηκε από τα πράγματα τι είναι νοερά προσευχή.
-------------
Οι υψηλές πνευματικές καταστάσεις, όπως ήδη σημειώσαμε, άρχισαν σύντομα. Πλούσια η χάρις του Θεού σκέπαζε τον παπα-Εφραίμ και διαρκώς τον ανέβαζε εκεί που μόνο όσοι έχουν γευθεί μπορούν να καταλάβουν: «Γεύσασθε και ίδετε» (Ψαλμ. 33,9). Ο γερο-Ιωσήφ συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, εσύ όπως προχωρούσες, και μόνος σου θα έβρισκες τη χάρη, αλλά δεν θα μπορούσες να τη διατηρήσεις». Και άλλοτε γεμάτος αγαλλίαση αλλά και περίσκεψη: «Πολύ τρέχεις και σε φοβάμαι∙ άλλοι τρώνε μιαν ολόκληρη ζωή στην άσκηση και δεν γεύονται αυτές τις καταστάσεις!» Και ο μαθητής αντέτεινε με απλότητα: «Γέροντα, αν ο Θεός μου δίνει να φάω κρέας, εγώ να του πω ότι θέλω φασόλια;»
----------------------
«Το Πνεύμα το Άγιο δεν οράται, αλλά η χάρις του οράται», δίδασκε ο Γέροντας. Τη χάρη τη βλέπανε ολοζώντανη, ψηλαφητή, να γεμίζει το δωμάτιο και αργότερα την εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν ποταμηδόν, η χάρις πλημμύριζε τις καρδιές και τον ναό∙ πολλές φορές πάνω στο άγιο δισκάριο φαινόταν το Θείο Βρέφος. Κάποτε, την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, πληροφορήθηκε: «Υιός Θεού και συγκληρονόμος Χριστού». Φοβερή ζέση πνεύματος. Ο δάσκαλος τον ταπείνωνε με γλυκό σκεπτικισμό: «Πολύ τρέχεις, παπά», όμως και καυχιόταν: «Δεν πιστεύω να γίνεται σε όλο το Άγιο Όρος καλύτερη Θ. Λειτουργία». Το εγκαταλελειμμένο ερημοκκλησάκι της σπηλιάς στη Μικρή Αγία Άννα ακόμα τώρα ευωδιάζει.
---------------------
Εκείνην την εποχή ήταν που μέσα στη σιγαλιά της μυστικοπαθούς Κατουνακιώτικης νύχτας, καθισμένος στο ναυτικό σκαμνάκι του, βυθισμένος στον έρωτα της προσευχής, άκουσε να ξεπηγάζει μέσ’ απ’ την ψυχή του το του Ησαΐου 62,5: «Καθώς ευφραίνεται νυμφίος επί νύμφην, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σέ». Τότε εγκατέλειψε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για να κραυγάζει εν Πνεύματι: «Ιησού, νυμφίε μου, ελέησόν με». «Εκείνον τον καιρό πετούσα» -και πράγματι στα όνειρά του έβλεπε συχνά ότι πετούσε εθελουσίως σαν πουλί- έλεγε στα τελευταία του, «ήμουν άγγελος. Πού λογισμός πονηρός να πλησιάσει, ούτε και να ήθελα∙ τον πετούσε η χάρις μακριά. Μέσα μου είχα ένα φως. Μερικές φορές έλεγα στον γέροντα αστειευόμενος: «Μα γέροντα, γιατί να κάνω την ακολουθία μου, αφού την έκανα στον ύπνο μου;» Ο ενδιάθετος λόγος συνέχιζε να εκφωνεί την ευχή και στην ώρα του ύπνου. «Εγώ καθεύδω και η καρδιά μου αγρυπνεί» (Άσμα 5,2). Τόσο πλούσια χάρη προσευχής είχε.
--------------------
Κάποτε έβλεπε στην προσευχή κάτι διαφορετικό. Κάτι καλό διαισθανόταν ότι επρόκειτο να του έλθει. Αυτό για πολύν καιρό. Ωρίμαζε σχεδόν ένα εξάμηνο. Τέλος γεμάτος χάρη αισθάνθηκε ότι η ψυχή του ήθελε να βγει, να πετάξει ψηλά. Γαντζώθηκε με τα χέρια του στα γύρω αντικείμενα, σφίχτηκε φοβούμενος, τελικά συνήλθε. Την άλλη μέρα τα ίδια σε πολύ εντονότερο βαθμό. Προσπάθησε πάλι να συγκρατηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. «Τώρα πλανηθήκαμε που πλανηθήκαμε, σκέφτηκε με παραίτηση, πήγαινε όπου θέλεις». «Η ψυχή μου ανέβηκε σε δυσθεώρητα ύψη και άρχισε να δοξολογεί τον Θεό», μας έλεγε βαθιά συγκινημένος από την ανάμνηση και τον μυστικό παλμό που του δημιουργούσε. «Τι αισθάνθηκα δεν λέγεται», συνέχιζε με αχνή από τη μέθεξη φωνή. Άραγε ξαναζούσε με την μνήμη τα άρρητα;
------------------
Παρ’ όλα αυτά, επεκτεινόταν στην προσευχή ακόμα περισσότερο. Μας θύμιζε: «Οι τρώγοντές με έτι πεινάσουσι και οι πίνοντές με έτι διψήσουσι» (Σοφ. Σειράχ 24,21). Το συνειδητό και υποσυνείδητο αίτημά του ήταν προσευχή. Πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον απελευθερωτή της Μακεδονίας, και τη βασιλική οικογένεια. Κάποτε η βασίλισσα, την οποία πλησίασε με πολύ σεβασμό, του πρόσφερε ένα κομμάτι σοκολάτα. Εκείνος την ευχαρίστησε και της παρατήρησε ότι τη σοκολάτα θα τη φάει και τέλειωσε. Και συνέχισε παρακλητικά: «Προσευχή θέλω να μου δώσεις», για να ακούσει τη συγκαταβατική φωνή της βασίλισσας: «Θα σου δώσω, θα σου δώσω!» Δεν θεωρούσε τυχαία τέτοια όνειρα.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
«Να θεωρείς μέγιστο θησαυρό το να μπορέσεις να διασώσεις τον αδελφό σου. Διότι τίποτε δεν θα μπορούσε ποτέ να εξισωθεί με αυτό σε αναλογία αρετής. Εάν δηλαδή σκεφθείς μόνο, ότι αυτός, τον οποίο περιφρονείς και προσπερνάς εσύ, έχει αξιωθεί από τον Κύριό σου τόσο μεγάλης τιμής, ώστε προς χάρι του να μη διστάσει και το αίμα του να χύση» (εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4,σελ. 69-73)
«Και αν χρειασθεί να υπηρετήσουμε κάποιον, είτε είναι μικρός, είτε είναι ευτελής αυτός υπέρ του οποίου γίνεται, και αν ακόμη είναι κοπιαστική η πράξη αυτή, και αν ακόμη χρειασθεί όρη και γκρεμούς να διαβούμε, όλα ας θεωρούνται ανεκτά για τη σωτηρία του αδελφού μας. Διότι τόσο μεγάλη αξία έχει η ψυχή για τον Θεό, ώστε να μη λυπηθεί ούτε και τον Υιό του. Δια τούτο παρακαλώ, μόλις ξημερώσει, εξερχόμενοι αμέσως από το σπίτι μας, ας έχουμε αυτόν ως μοναδικό σκοπό και αυτήν ως την μεγαλύτερή μας φροντίδα, το να σώσουμε δηλαδή τον αδελφό μας που κινδυνεύει· δεν εννοώ αυτόν μόνον τον φυσικό κίνδυνο, διότι αυτός δεν είναι ούτε καν κίνδυνος, αλλά τον κίνδυνο της ψυχής, τον οποίο δημιουργεί στους ανθρώπους ο διάβολος» (11Α,105-113)
«Διότι «αν κάποιος βγάλει κάτι το πολύτιμο από ανάξιο πράγμα, θα είναι σαν στόμα του Θεού», εκείνος που τόσες ψυχές ωφελεί και αναζωογονεί και αυτές που υπάρχουν τώρα, και αυτές που θα έλθουν μετά μέχρι την παρουσία του Χριστού, πόση εύνοια δεν θα απολαύσει από το Θεό; Φρούριο κατασκεύασε εναντίον του διαβόλου [χτίζοντας μια εκκλησία στον αγρό σου], διότι αυτό είναι η εκκλησία…. Να θεωρείς το έργο αυτό ανώτερο από όλα τα αλλά. Τι είναι μεγαλύτερο από αυτό το κέρδος, το να οδηγήσεις τις ψυχές στο αλώνι του ουρανού; Αλλοίμονο! διότι δεν γνωρίζετε πόσο σπουδαίο είναι το να κερδίζετε ψυχές…. Εάν εκείνος που σκανδαλίζει και μόνο έναν άνθρωπο, απειλείται να πάθει τέτοια τιμωρία, εκείνος που σώζει τόσους ανθρώπους, πες μου, δεν θα σωθεί; Είναι ολοφάνερο ότι θα σωθεί. Διότι ποια αμαρτία θα έχει στο εξής ή και αν έχει, δεν θα εξαλείψει αυτήν; Από την τιμωρία εκείνου που σκανδαλίζει, μάθε την ανταμοιβή εκείνου που σώζει. Εάν δεν ήταν σημαντικό για το Θεό η σωτηρία και μιας ψυχής, δεν θα προκαλούσε τόση οργή σ’ Αυτόν η απώλειά της. Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, ας καταπιασθούμε πλέον με το έργο αυτό το πνευματικό» (15, 535-537)
«Ας φροντίζουμε για τη σωτηρία των αδελφών. Αυτό δεν είναι κατώτερο από το μαρτύριο, το να μη αποφεύγουμε να πάθουμε οτιδήποτε για τη σωτηρία των πολλών. Τίποτε δεν ευχαριστεί τόσο το Θεό. … Τίποτε δεν είναι ελεεινότερο του χριστιανού εκείνου, που δεν σώζει άλλους…. Πώς είναι χριστιανός αυτός;» (15, 591-595)
«Κανένα κατόρθωμα δεν θα ήτο πολύ μέγα, όταν δεν μεταδίδει το κέρδος και εις άλλους. Και γίνεται φανερό αυτό από εκείνον ο οποίος επέστρεψε το τάλαντο ακέραιο και τιμωρήθηκε επειδή δεν το αύξησε. Λοιπόν και συ, αδελφέ, και αν ακόμη δεν τρως καθόλου, και αν κοιμάσαι στη γη, και αν τρως στάχτη και θρηνείς παντοτινά και δεν ωφελήσεις κανένα άλλον, τίποτε σπουδαίο δεν θα κάνεις. Διότι και στην αρχαία εποχή στους μεγάλους και γενναίους εκείνους άνδρες αυτό ήταν περισσότερο ποθητό από κάθε τι. Γνώρισε με ακρίβεια το βίο τους και θα δεις σαφώς, ότι κανείς από αυτούς δεν επεδίωξε ποτέ τα δικά του, αλλ’ ο καθένας το συμφέρον του πλησίον· δια τούτο και έλαμψαν περισσότερο» (18Α,123)
«Διότι αυτοί που παραμελούν τη σωτηρία των αδελφών, αμαρτάνουν έναντι του ιδίου του Χριστού και καταστρέφουν εκ θεμελίων το οικοδόμημα [της Εκκλησίας]… Ώστε και αν ακόμη είναι τακτοποιημένα όλα όσα αφορούν τη δική μας ζωή, δεν ωφελούμαστε καθόλου, διότι αυτή η αμαρτία είναι αρκετή να μας καταποντίσει στο πέλαγος του πυρός. Διότι, εάν αυτούς που δεν θέλησαν να βοηθήσουν σωματικά τους πλησίον, δεν τους σώζει καμμία δικαιολογία, και, ακόμη και αν έχουν ζήσει με παρθενία, θα ριφθούν έξω από τον νυμφώνα, αυτός που παρέλειψε το πολύ σπουδαιότερο (διότι η προστασία της ψυχής είναι πολύ σπουδαιότερη), πώς δεν θα υποστεί ευλόγως όλες τις τιμωρίες; Άλλωστε, ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να εξυπηρετεί μόνον τον εαυτό του, αλλά και πολλούς άλλους. Γι’ αυτό και ο Παύλος ονομάζει τους πιστούς αστέρας φωτεινούς, θέλοντας ν’ αποδείξει ότι πρέπει να είναι χρήσιμοι και εις άλλους. Διότι ο αστήρ, εάν φώτιζε μόνον τον εαυτόν του, δεν θα ήταν αστήρ. Γι’ αυτά και είναι χειρότεροι, λέγει, από τους ειδωλολάτρες, αυτοί που αμελούν τους πλησίον, λέγων τα εξής. «Εάν κάποιος δεν προνοεί χάριν των δικών του, και μάλιστα των συγγενών, έχει αρνηθεί την πίστη και είναι χειρότερος από άπιστο». Τι νομίζεις ότι εννοεί με την πρόνοια; Άραγε την προμήθεια των αναγκαίων για τη ζωή; Εγώ τουλάχιστον έχω τη γνώμη ότι εννοεί την φροντίδα της ψυχής. Εάν εσύ αντιταχθείς, και έτσι η δική μου γνώμη θα σταθεροποιηθεί καλύτερα. Διότι, εάν τα λέγει αυτά περί του σώματος, και εις αυτόν που δεν δίδει την εφήμερη αυτή τροφή επεφύλαξε τέτοια τιμωρία, και είπε ότι είναι χειρότερος από τον ειδωλολάτρη, που θα σταθεί αυτός που παραβλέπει το σπουδαιότερο και αναγκαιότερο;» (28,449-451)
«Όταν δηλαδή βγαίνοντας από εδώ θέσεις σαν έργο τη σωτηρία του αδελφού και δεν τον κατηγορήσεις μόνο ούτε και τον επιτιμήσεις, αλλά και τον συμβουλεύσεις και τον παρακαλέσεις και δείξεις τη βλάβη της κοσμικής διασκεδάσεως καθώς και το κέρδος και την ωφέλεια της εδώ διδασκαλίας, έκανες το παν για τη δόξα του Θεού και ετοίμασες διπλό το μισθό για τον εαυτό σου, και για εκείνα που έκαμες προς όφελος της δικής σου σωτηρίας, και για τη φροντίδα που έδειξες για τη θεραπεία του δικού σου μέλους. Αυτό είναι της Eκκλησίας το καύχημα, αυτό το παράγγελμα του Σωτήρα, το να μη φροντίζομε δηλαδή μόνο για τα δικά μας, αλλά και για του πλησίον μας. Πραγματικά σκέψου σε πόσο μεγάλο αξίωμα ανεβάζει τον εαυτό του εκείνος που δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη σωτηρία του αδελφού του· ο άνθρωπος αυτός μιμείται, κατά δύναμη ανθρώπινη, το Θεό. Γιατί άκουε τι λέγει μέσω του προφήτη· «εκείνος που ξεχωρίζει τον αληθινό λόγο από τον ψευδή, θα είναι σαν στόμα μου». Εκείνος, λέγει, που φροντίζει να σώσει τον αδιάφορο αδελφό και να τον αρπάξει από τον φάρυγγα του διαβόλου, μιμείται, όσο είναι ανθρώπινα δυνατό, εμένα. Τι θα μπορούσε να εξισωθεί μ’ αυτό; Αυτό είναι μεγαλύτερο από όλα τα κατορθώματα, αυτό είναι το αποκορύφωμα όλης της αρετής» (30,467-469)
«Τιμωρούνται όμοια όχι μόνον οι ασεβείς, αλλά και όσοι μπορούν ν’ απομακρύνουν από την ασέβεια, αλλά δεν θέλουν να το κάνουν, ή από οκνηρία ή από νωθρότητα. Γιατί και εκείνος που απέκρυψε στη γη το τάλαντο, το επέστρεψε ολόκληρο στον κύριό του, αλλά τιμωρήθηκε, γιατί δεν το πολλαπλασίασε. Και συ λοιπόν, αν παραμείνεις καθαρός και ακέραιος, δεν πολλαπλασιάσεις όμως το τάλαντό σου, ούτε και οδηγήσεις αδελφό που χάνεται στη σωτηρία, θα πάθεις τα ίδια με εκείνον. Τι μεγάλο πράγμα ζητώ από σας, αγαπητοί μου; Ο καθένας σας για χάρη μου ας σώσει κάποιον από τους αδελφούς, ας ενδιαφερθεί κι ας φροντίσει, ώστε στην επόμενη σύναξή μας να συναντηθούμε με πολλή παρρησία, προσφέροντας στον Θεό δώρα, που είναι τιμιότερα από όλα, επαναφέροντας στη σωτηρία τις ψυχές των πλανημένων αδελφών μας» (34,223-225)
««Εκείνος που θα κάνει κάποιον τίμιο από ανάξιος που είναι, θα είναι σαν το στόμα μου». Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτό; Εκείνο που δεν μπορεί να το επιτύχει ούτε η νηστεία ούτε ο ύπνος πάνω στο χώμα ούτε οι ολονύκτιες προσευχές ούτε τίποτε άλλο, αυτό το κατορθώνει η σωτηρία του αδελφού μας. Σκέψου πόσα πολλές φορές αμαρτήματα έκαμε το στόμα σου, πόσα αισχρά λόγια είπε, πόσες βλασφημίες, πόσες κακολογίες έβγαλε, και οπωσδήποτε θα επιδείξεις φροντίδα για τον πεσμένο αδελφό σου. Γιατί με αυτό το ένα κατόρθωμα θα μπορέσεις να καθαρίσεις όλη εκείνη τη βρωμιά. Και γιατί λέγω θα την καθαρίσεις; Σαν στόμα του Θεού θα κάνεις το στόμα σου. Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με αυτήν την τιμή; Γιατί, μήπως τα λέγω αυτά εγώ; Ο ίδιος ο Θεός το είπε αυτό· ότι δηλαδή αν οδηγήσεις έστω και έναν άνθρωπο στη σωτηρία», λέγει, «το στόμα σου θα γίνει σαν το στόμα μου, καθαρό και άγιο» (34,383-385)
«Αυτό, αγαπητέ, κάμε και συ, γνωρίζοντας ότι η παρούσα ζωή είναι σύντομη, και αν δεν κερδίσουμε τα κέρδη αυτά, δεν θα έχουμε εκεί καμμιά σωτηρία. Μια κερδισμένη ψυχή μπορεί να εξαλείψει όγκο απείρων αμαρτημάτων και να αποβεί αντίλυτρο για μας κατά την ημέρα εκείνη» (34,409-411)[συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας]
«Διότι όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο μεγαλύτερη αμοιβή αξιώνονται από εκείνους, που βοηθούν όσους έχουν ανάγκην με χρήματα, αυτοί, οι οποίοι με συμβουλές και συνεχή διδασκαλία οδηγούν τους αδιάφορους και τους αποθαρρυνομένους στον ευθύ δρόμο και δείχνουν αφ’ ενός μεν την ασχήμια της κακίας, αφ' ετέρου δε τη μεγάλη ομορφιά της κατά Θεόν αρετής. Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας συζητούμε με τους άλλους, αντί όλων των άλλων των βιοτικών πραγμάτων, για την σωτηρία της ψυχής, οδηγώντας αυτούς εις αυτήν την φροντίδα» (εκδ. ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 67-69)
«Ας δείχνουμε λοιπόν μεγάλη φροντίδα για τους αδελφούς μας. Αυτό είναι το σπουδαιότερο πράγμα του δικού μας χριστιανικού τρόπου ζωής, αυτό είναι το γνώρισμα αυτής, το να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα, αλλά και να διορθώνουμε και να θεραπεύουμε τα αρρωστημένα μέλη μας· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστης μας. Διότι λέγει, «Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη αναμεταξύ σας». Αγάπη όμως γνήσια δείχνει, όχι η συμμετοχή σε τράπεζα φαγητών, ούτε ο απλός χαιρετισμός, ούτε τα κολακευτικά λόγια, αλλά το να διορθώσουμε τον πλησίον και να φροντίσουμε για το συμφέρον του, το να ανορθώσουμε τον αμαρτωλό, το να βοηθήσουμε αυτόν που είναι πεσμένος και έδειξε αδιαφορία για τη σωτηρία του, και να επιζητούμε πριν από τα δικά μας τα αγαθά του πλησίον μας. Αυτό είναι δείγμα γνήσιας αγάπης. «Διότι η αγάπη δεν προσέχει τα δικά της», αλλά φροντίζει πριν από τα δικά της για τα του πλησίον, φροντίζοντας έτσι για τα δικά της» (8,165)
«Εμπρός, λοιπόν, ας αναφέρουμε τώρα όλα τα είδη της ελεημοσύνης. Μπορείς να βοηθήσεις με χρήματα; Μη διστάζεις. Μπορείς με προστασία; Μην πεις, αφού δεν υπάρχουν χρήματα, αυτό δεν είναι τίποτε· και αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο· σαν ακριβώς να έχεις δώσει χρήματα, έτσι να αισθάνεσαι. Μπορείς με θεραπεία; Και αυτό κάνε το. Για παράδειγμα, είσαι γιατρός ως προς την επιστήμη; Φρόντισε ασθενείς· και αυτό είναι σπουδαίο.
Μπορείς με συμβουλή; Αυτό είναι πολύ πιο ανώτερο από όλα· αυτή είναι σπουδαιότερη από όλα, ή και τόσο μεγαλύτερη, όσο και μεγαλύτερο είναι το κέρδος που έχει· διότι δεν απαλλάσσεις από πείνα, αλλά από θάνατο φοβερό. Από αυτό το είδος ελεημοσύνης ήταν γεμάτοι με υπεραφθονία και οι Απόστολοι· γι’ αυτό τη διανομή των χρημάτων την ανέθεσαν σ’ αυτούς που τους συνόδευαν, ενώ αυτοί οι ίδιοι πρόσφεραν τη βοήθεια με τους λόγους τους. Ή νομίζεις ότι είναι μικρή ελεημοσύνη, το να μπορέσεις ν’ απαλλάξεις από την ασθένεια ψυχή που βρίσκεται σε δυσχέρεια, που διατρέχει τον μέχρι θανάτου κίνδυνο, και κατακαίγεται ολόκληρη; Για παράδειγμα, βλέπεις φίλο που είναι κυριευμένος από φιλαργυρία; Βοήθησε αυτόν τον άνθρωπο. Κινδυνεύει να καταστραφεί από το πάθος του; Σβήσε τη φλόγα αυτού. Τι λοιπόν να κάνω αν δεν πείθεται; Συ κάνε ό,τι εξαρτάται από σένα, και μη δείξεις αδιαφορία. Είδες αυτόν να συσφίγγεται από δεσμά; (διότι δεσμά πράγματι είναι τα χρήματα). Πήγαινε σ’ αυτόν, επισκέψου τον, παρηγόρησέ τον, προσπάθησε να τον ελευθερώσεις από τα δεσμά· αν δεν θέλει, αυτός θα είναι αίτιος. Είδες γυμνό και ξένο; (διότι γυμνός πράγματι και ξένος των ουρανών είναι εκείνος που δεν φροντίζει για ορθό τρόπο ζωής). Οδήγησέ τον στο δικό σου κατάλυμα, ένδυσέ τον με τα ενδύματα της αρετής, δώσε του την πόλη που βρίσκεται στον ουρανό» (16Α,67-69).
«Ο Παύλος αφού έγινε από την αγάπη σαν κάποιο πουλί, περιφερόταν συνεχώς σε όλους, χωρίς να μένει πουθενά ούτε να στέκεται. Επειδή λοιπόν άκουσε το Χριστό που έλεγε, «Πέτρε, μ’ αγαπάς; βόσκε τα πρόβατά μου», και παρουσίαζε αυτόν μέγιστο κανόνα αγάπης, φανέρωνε αυτόν με υπερβολικό τρόπο. Αυτόν λοιπόν και εμείς αφού μιμηθούμε, ο καθένας ας διορθώνει, αν όχι την οικουμένη, ούτε ολόκληρες πόλεις και έθνη, αλλά το σπίτι του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους φίλους του, τους γείτονες» (16Β, 315-317)
«Ας θηρεύσουμε λοιπόν αυτούς μέσω της ζωής μας και με τις ψυχές αυτών ας οικοδομούμε την Εκκλησία και αυτόν τον πλούτο ας συγκεντρώσουμε. Τίποτε δεν είναι ισάξιο της ψυχής, ούτε ο κόσμος όλος. Ώστε και αν δώσεις άπειρα χρήματα εις τους πτωχούς, δεν κάμνεις τίποτε ισάξιο αυτού που κάμνει κάποιος, που συντελεί στην επιστροφή μίας ψυχής. «Εκείνος που από ανάξιο κάμνει κάποιον πολύτιμο, θα είναι σαν το στόμα μου»(Ιερεμίου 15,19), λέγει. Είναι μεν μεγάλη αρετή η ελεημοσύνη προς τους πτωχούς, αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο με το να απαλλάσσει κάποιος τους ανθρώπους από την πλάνη· διότι οποίος κάνει τούτο, μοιάζει με τον Παύλο και τον Πέτρο… Είναι δυνατόν να μένουμε στην οικία και συγχρόνως να αλιεύουμε ψυχές. Όποιος έχει φίλο, συγγενή και γνωστόν, έτσι ας ενεργή, αυτά ας τους λέγει και θα είναι με τον Πέτρο και τον Παύλο. Και τι λέγω με τον Πέτρο και τον Παύλο; θα είναι στόμα του Χριστού. «Διότι εκείνος που από ανάξιο κάμνει κάποιον πολύτιμο θα είναι ως το στόμα μου», λέγει» (18,81)
«Διότι, εάν επιφυλάσσεται τιμωρία για εκείνον που έχει χρήματα και δεν βοηθάει τους άλλους, αυτός που μπορεί να συμβουλεύσει και δεν το κάνει πώς δεν θα υποστεί μεγαλύτερη τιμωρία; Εκεί τρέφεται σώμα, εδώ ψυχή· εκεί εμποδίζεις τον προσωρινό θάνατο, εδώ τον αιώνιο. Αλλά, λέγει, δεν έχω το χάρισμα του λόγου. Δεν χρειάζεται ικανότητα λόγου, ούτε ευγλωττία» (25,303-305)
«Διότι, εάν αυτούς που δεν θέλησαν να βοηθήσουν σωματικά τους πλησίον, δεν τους σώζει καμία δικαιολογία, και ακόμη αν έχουν ζήσει με παρθενία θα ριφθούν έξω από τον νυμφώνα, αυτός που παρέλειψε το πολύ σπουδαιότερο (διότι η προστασία της ψυχής είναι πολύ σπουδαιότερη), πώς δεν θα υποστεί εύλογα όλες τις τιμωρίες;» (28,449-451)
«Και όπως βλέποντας φτωχούς δεν θα μπορούσατε εύκολα να τους παραβλέψετε, έτσι κι όταν βλέπεις να τρέχει κάποιος [Χριστιανός] στη συναγωγή [των Ιουδαίων] μη τον παραβλέψεις, αλλά με τον λόγο σαν με χαλινάρι συγκράτησέ τον, επανάφερέ τον στην Εκκλησία.
Η ελεημοσύνη αυτή είναι μεγαλύτερη από εκείνη και το κέρδος ανώτερο από μύρια τάλαντα. Και τι λέω από μύρια τάλαντα; Και από όλον τον κόσμο τον ορατό, καθ’ όσον ο άνθρωπος είναι απ’ όλο τον κόσμο τιμιότερος. Γιατί για τον άνθρωπο έγιναν και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και ο ήλιος και τα αστέρια. Σκέψου λοιπόν την αξία του ανθρώπου που σώζεται και μην αδιαφορήσεις για τη φροντίδα αυτού. Γιατί, κι αν ακόμη ξοδέψει κανείς αμέτρητα λεφτά, δεν κάμνει τίποτε το τόσο μεγάλο, όσο όταν κανείς σώζει ψυχή, την απομακρύνει από την πλάνη και την οδηγεί προς την ευσέβεια. Eκείνος που έδωσε στον φτωχό τον λύτρωσε από την πείνα, εκείνος όμως που διόρθωσε τον Ιουδαΐζοντα [Χριστιανό], κατέστρεψε την ασέβεια. Εκείνος πρόσφερε ανακούφιση στη φτώχεια, ενώ αυτός σταμάτησε την παρανομία. Eκείνος απάλλαξε το σώμα από την οδύνη, ενώ αυτός άρπαξε την ψυχή από την γέεννα. Σας έδειξα τον θησαυρό· μην προδώσετε το κέρδος. Δεν μπορείτε στην περίπτωση αυτή να προβάλετε σαν δικαιολογία την πενία, δεν μπορείτε να προβάλετε τη φτώχεια. Η δαπάνη συνίσταται σε λόγια, το έξοδο είναι λόγια. Ας μη δείξουμε λοιπόν οκνηρία, αλλά με όλη την προσπάθεια και την προθυμία ας θηρεύσουμε τους αδελφούς μας» (34,327-329)
«Γιατί, αν, δίνοντας δύο δραχμές και ξοδεύοντας λίγα χρήματα στους φτωχούς, δοκιμάζουμε χαρά, πόση ευχαρίστηση θα καρπωθούμε, αν μπορέσουμε να σώσουμε ψυχές; και πόση αμοιβή θα απολαύσουμε στη μέλλουσα ζωή; … Βλέπεις ότι μεγάλη θα είναι η παρρησία μας τότε από εκείνους που τώρα ευεργετούνται από εμάς; αν όμως, όπου γίνεται δαπάνη χρημάτων, επιφυλάσσονται τόσα πολλά στεφάνια, τόσος μεγάλος μισθός, τόσο μεγάλη αμοιβή, όπου συμβαίνει να ωφεληθεί ψυχή από εμάς, πώς δεν θα είναι για μας πολλά και μεγάλα τα αγαθά; Γιατί, αν η Ταβιθά εκείνη, που ένδυσε χήρες και ανακούφισε φτώχεια, επέστρεψε πάλι από τον θάνατο στη ζωή, και τα δάκρυα εκείνων που ευεργετήθηκαν επανέφεραν ξανά στο σώμα την ψυχή που είχε φύγει, και μάλιστα πριν ακόμη έλθει η ανάσταση, τι δεν θα κατορθώσουν τα δάκρυα των ανθρώπων εκείνων, που θα συμβεί να σωθούν από σένα; γιατί, όπως αυτήν οι χήρες με την παρουσία τους εκεί την επανέφεραν στη ζωή, ενώ ήταν νεκρή, έτσι και σένα τότε η παρουσία όλων εκείνων που τώρα έχουν διασωθεί, θα σε κάμουν ν’ απολαύσεις μεγάλη φιλανθρωπία και θα σε σώσουν από τη φλόγα της γέεννας» (34,361-363)
«Άνθρωπος, για μας, δεν είναι αυτός που τρέφεται μόνο με άρτο, αλλά εκείνος που γεύεται, πριν από την τροφή του αυτή, τα θεία και πνευματικά λόγια. Και ότι αυτό είναι ο άνθρωπος, άκουσε το Χριστό που λέγει: «Δε θα ζήσει μόνο με άρτο ο άνθρωπος, αλλά με κάθε λόγο που θα βγει από το στόμα του Θεού». Συνεπώς είναι διπλή η τροφή της ζωής μας, η μία κατώτερη και η άλλη καλύτερη. Αυτήν πρέπει να επιζητεί κανείς ιδιαίτερα, ώστε και την ψυχή του να διατρέφει και να μην ανέχεται να καταστρέφεται από την πείνα. Είναι στο χέρι σας λοιπόν να γεμίσετε την πόλη μας από ανθρώπους. Επειδή όμως αυτή η μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη είναι έρημη από ανθρώπους, αν είστε δίκαιοι, πρέπει να προσφέρετε αυτή την προσφορά στην πατρίδα και να προσελκύσετε τους αδελφούς σας, αν τους μεταφέρετε αυτά που γίνονται εδώ» (36,543). [συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας]
3,10. «και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν»
Ο «παλαιός άνθρωπος» με τα έργα της κακίας του «αμαύρωσε», επισκότισε και παραμόρφωσε, ότι ήταν θεοειδές σε αυτόν: και την συνείδηση και την ψυχή και το θέλημα.
Και όλα αυτά, με τα πάθη και τις επιθυμίες, έγιναν «λυμφατικά», ανήμπορα, αδύνατα, ασθενικά και γερασμένα.
Για να ανανεωθεί ο άνθρωπος και να γίνει νέος, είναι απαραίτητο να «απεκδυθεί», να αποβάλει τον «παλαιό άνθρωπο», ο οποίος είχε επιβληθεί στην θεοειδή ψυχή. Είχε επιβληθεί στην συνείδηση και στο θέλημα του ανθρώπου, τον οποίον είχε περιβάλλει σαν ένα σώμα και τείχος.
Πώς μπορεί να αποβληθεί ο «παλαιός άνθρωπος»; Αυτό μπορεί να γίνει, όταν απορριφθούν τα κακά έργα που τον αποτελούν: θυμός, οργή, κακία, τα λοιπά πάθη και οι λοιπές αμαρτίες.
Αν απορριφθούν όλα αυτά, ο παλαιός άνθρωπος «πλήρως» αποβάλλεται, «πλήρως» εξαφανίζεται. Όλος ο παλαιός άνθρωπος, με όλη την κακία του, εκβάλλεται από την θεοειδή ψυχή, την συνείδηση και το θέλημα και μετά ο άνθρωπος «διαρκώς» ανανεώνεται δια του Χριστού Θεού, O Oποίος και τον δημιούργησε θεοειδή και Χριστοειδή.
Αυτή η ανανέωση θεωρείται φυσική, γιατί γίνεται και στηρίζεται αρχικά στην θεοειδή ανθρώπινη φύση. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. 1,15). Σ’ αυτό το πρότυπο και σ’ αυτή την αιώνια εικόνα στηρίζεται και υπάρχει η δική μας ανανέωση.
Δι’ Αυτού εμείς «αποκαθιστούμε» την θεοειδή υπόσταση της ψυχής μας, και όχι μόνο την αποκαθιστούμε, αλλά και «περαιτέρω αναπτυσσόμεθα» προς την «ατελεύτητη», προς την ατέλειωτη ένθεη τελειότητα, «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Έφ. 4,13).
Έτσι, αυτή η ανανέωση, αυτή η ανακαίνιση, δεν είναι τίποτε άλλο από την «εν Χριστώ» δημιουργία μας, από την εν Χριστοποίησή μας.
Για τον λόγο αυτό είμαστε δημιουργημένοι, για να μοιάσουμε στον Δημιουργό και Σωτήρα μας Κύριο Ιησού Χριστό και έτσι να σωθούμε.
Και πραγματικά μοιάζουμε με τον Κύριο, όταν ζούμε και υπάρχουμε «δι’ Αυτού» και με Αυτόν. Το ιδεώδες μας, που πρέπει να θεωρείται «απολύτως και πλήρως» φυσικό, είναι η «Χριστοειδότητα», γιατί είμαστε δημιουργημένοι με Χριστοειδή ψυχή.
Αυτή μεταφέρει όλη της την Θεανθρώπινη Χριστοειδότητα σε «σπόρους» και γενεσιουργός δυναμικές ενέργειες.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός «κατέστη» άνθρωπος και κατέδειξε «επί του εαυτού του» και στον εαυτό του, σε τέλειο βαθμό, τον Χριστοειδή άνθρωπο.
Και σαν Θεάνθρωπος, κατέχει τις ένθεες δυνάμεις και τις δίνει στους δικούς του Χριστοεπιθυμητές ακολούθους, για να αυξήσουν σταδιακά την Χριστοειδότητά τους, μέχρι την πλήρη της τελειότητα.
Αυτές τις Χριστοποιούσες και ενχριστοποιούσες δυνάμεις, ο Θεάνθρωπος τις δίνει στον καθένα και σε όλους, μέσα στο δικό του Θεανθρώπινο σώμα, την Εκκλησία.
Ο Κύριος απαιτεί από όλους τους ακολούθους του την ένθεη τελειότητα. «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός έστιν» (Μτ. 5,48).
Αυτή η ενχρίστωσή μας, αυτή η δική μας Χριστοομοίωση, είναι ταυτόχρονα και η επίτευξη της αληθινής Θεοεπίγνωσης. Στον γήινο κόσμο μας, μόνο η Χριστοεπίγνωση δίνει στους ανθρώπους την μοναδική και αληθινή Θεοεπίγνωση.
Όποιος δεν βρίσκει τον αληθινό Θεό και Κύριο στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, δεν θα τον βρει σ’ όλους τους υπάρχοντες κόσμους, δεν θα τον βρει δηλαδή πουθενά, και πάντοτε θα παραμένει φτωχός δούλος ψεύτικων θεοτήτων, φτωχός δούλος ψευδογνώσεων και ψευτοεπιγνώσεων.
«O «καινός άνθρωπος» είναι άνθρωπος κατά Θεόν. Αυτός ποτέ δεν «γερνά», αλλά πάντοτε ανθίζει στην επίγνωση του ένθεου, στην επίγνωση του Θεού. Και διαρκώς καθίσταται όλο πιο νέος και πιο δυνατός, όσο περισσότερο φτάνει στην επίγνωση αυτή και όσο περισσότερο αξιώνεται μεγαλυτέρων πραγμάτων» (Θεοφύλακτος).
«Μη περιμένετε ποτέ να γεράσει ο καινός, ο καινούργιος άνθρωπος. Αντίθετα όσο περισσότερο ζει, τόσο περισσότερο πλησιάζει όχι στα γηρατειά αλλά στην νεότητα, η οποία όλο και περισσότερο αυξάνεται, όλο και πιο πολύ γίνεται καλύτερη. Γιατί, όσο περισσότερο φτάνει στην θεία γνώση ο άνθρωπος και αξιώνεται μεγαλυτέρων πραγμάτων, τόσο περισσότερο αποκτά δυνάμεις όχι μόνο από την νεότητα αλλά και από την εικόνα Εκείνου που πλησιάζει. Ιδού, η αληθινή ζωή ονομάζεται και δημιουργία «κατ’ εικόνα Χριστού» και αυτό σημαίνει: «κατ’ εικόνα Αυτού εκ του Οποίου δημιουργήθηκε», επειδή ο Χριστός πέθανε όχι σε γηρατειά, αλλά όταν ήταν στο άνθος τέτοιας ομορφιάς, που ούτε να λεχθεί ούτε και να περιγράφει μπορεί (Χρυσόστομος).
«Τέτοια ζωή, είναι η ιδιαίτερη ζωή που στηρίζεται στις ευαγγελικές αρετές. Ο καινούργιος άνθρωπος, με το πέρασμα των καιρών «αεί νεάζει» και αν ακόμη φαίνεται ότι σωματικά γερνά, αυτός διαρκώς ψυχικά ανθίζει» (Οικουμένιος).
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 127-130)
Η συντροφιά του πνευματικού και του σαρκικού ανθρώπου είναι κατά ελάχιστα πιο ευχάριστη και μακροχρόνια απ’ ότι η συντροφιά του πρόβατου και του τσακαλιού.
Εάν είσαι πνευματικός άνθρωπος, κανείς δεν μπορεί να είναι πιο βαρετός σύντροφος για εσένα από τον άνθρωπο, ο οποίος προτιμά περισσότερο να μιλά για την απόκτηση του πλούτου και των σαρκικών απολαύσεων.
Εάν είσαι πλούσιος και προτιμάς περισσότερο να μιλάς για τον πλούτο και τις σαρκικές απολαύσεις, κανείς δεν μπορεί να είναι πιο βαρετός σύντροφος για εσένα από τον πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος μιλά για τον Θεό και την ψυχή.
Ο πνευματικός άνθρωπος ποτέ, ούτε στη ζωή ούτε πλησίον του θανάτου δεν θα επιθυμήσει την παρέα του σαρκικού ανθρώπου, ούτε ποτέ θα μετανιώσει που δεν ακολούθησε τις συμβουλές του. Ενώ ο σαρκικός άνθρωπος θα επιθυμήσει, αν όχι πιο πριν, την ώρα του θανάτου την παρέα του πνευματικού ανθρώπου και θα μετανιώσει που δεν ακολούθησε τις συμβουλές του.
("Στοχασμοί περί καλού και κακού", Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σ. 128)
3,9 «μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν τοις πράξεσιν αυτού»
Αν «ψεύδεσθε», τότε ψυχικά έχετε γεννηθεί απ’ αυτόν, ο οποίος είναι όλος ψέμα και «πατέρας του ψεύδους» και «καθίστασθε», αυτόματα «γίνεσθε» ψυχικά του τέκνα (Ιω. 8,44. Α' Ιω. 3,8.10).
Το ψέμα, το κάθε ψέμα, με όλη του την υπόσταση, είναι «συνδεδεμένο» με τον «πατέρα του ψεύδους».
Ο διάβολος έναν και μόνο σκοπό έχει: να φαντάζεται «διαρκώς», και επίμονα να χρησιμοποιεί και να διαδίδει ψέματα εναντίον του Θεού. Αυτό είναι φυσικό για τον διάβολο, γιατί σε αυτόν δεν υπάρχει αλήθεια- και δεν υπάρχει αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει ο Θεός, ο οποίος είναι η Αλήθεια (Ιω. 8,44. 1,6).
Όταν λέει το ψέμα ο διάβολος, από τον εαυτό του το λέει, (Ιω. 8,44), και αυτό αποτελεί την ουσία του «όντος» του, αυτό είναι που τον κάνει διάβολο, και με αυτό ακριβώς διαβολοποιεί όλα τα λογικά και ελεύθερα όντα, τα οποία τελικά και τον υπηρετούν.
Γιατί οι άνθρωποι, που είναι θεοειδής δημιουργία, όταν ψεύδονται ο ένας στον άλλο, στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να εκτελούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, το θέλημα του διαβόλου στον κόσμο.
Όλες οι αμαρτίες, όλα τα πάθη, όλες οι ηδονές, οι επιθυμίες και τα ψέματα, τόσο έγιναν ένα με τον άνθρωπο που είναι «μακράν» του Χριστού, τόσο έγιναν ένα με τα «οστά» του, με την μορφή του, με την όλη υπόστασή του, ώστε τελικά να διαμορφώσουν τον δικό τους άνθρωπο, που δεν είναι άλλος από τον «παλαιό άνθρωπο».
Ενώ ο άνθρωπος του Χριστού είναι «ο καινός άνθρωπος», είναι όλος καινούργιος άνθρωπος, «και ενδύσασθαι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφ. 4,24).
Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος «εντέλλεται»:
3,10. «και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν».
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 126-127)
Εκείνος που επιτίθεται περισσότερο, κατακτά ελάχιστα.
Σ’ εκείνον που αντιστέκεται ελάχιστα, του επιτίθενται ελάχιστα.
Εκείνος που λαχταρά και διψά για τη δόξα και τον πλούτο περισσότερο επιτίθεται σ’ αυτόν τον κόσμο, γι’ αυτό και κατακτά ελάχιστες αξίες αυτού του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα χάνει την ίδια την αξία του.
Ο ταπεινός άνθρωπος αντιστέκεται ελάχιστα, γι’ αυτό ελάχιστα του επιτίθενται.
Η φύση δεν αγαπά εξεγέρσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τους τιμωρεί με αφανισμούς και λιμούς.
Ο μονομάχος στον δρόμο έχει εχθρούς όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τη φύση. Ακόμα και αν αστοχήσει το βέλος καθώς θα περνά δίπλα από ένα θάμνο, δεν θα αστοχήσει και ο κεραυνός από τον ουρανό.
(“Στοχασμοί περί καλού και κακού”, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σ. 127)
Καταστάσεις χάριτος
Ο γέροντας τον προθυμοποιούσε, τον συμβούλευε, τον στήριζε με έργα και λόγια, τον γαλήνευε με την χαριτωμένη ύπαρξή του, αλλά ποτέ δεν του υποδείκνυε τον πνευματικό δρόμο της ψυχής του. Του έλεγε: «Προχώρα κι εγώ θα σε ακολουθώ και θα σε προσέχω∙ με τα δάκρυα βρήκες τη χάρη, με τα δάκρυα συνέχισε». Ο ίδιος, δόκιμος εργάτης της νοεράς προσευχής, δεν την επέβαλε στον μαθητή του. Γι’ αυτό ο Γέροντας βεβαίωνε ότι δεν εξάσκησε τη νοερά προσευχή, αν και είχε κάποτε εμπειρία της.
Βρισκόταν στη Μικρή Αγία Άννα, στα καλυβάκια του γερο-Ιωσήφ, ως φιλοξενούμενος. Κατά το πρόγραμμα του γερο-Ιωσήφ άρχιζαν την αγρυπνία με το κομποσχοίνι τις απογευματινές ώρες, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Την ώρα που έκανε τον κανόνα του, έτυχε να ακούγονται διάφοροι θόρυβοι από τις εργασίες των πατέρων της Αγίας Άννας που είναι απέναντι. Ο Γέροντας, καθώς έλεγε, στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί και να αποφύγει τον περισπασμό του νου του από τους θορύβους, αισθάνθηκε ότι ο νους εισήλθε στην καρδιά του και συνέχισε τον κανόνα του απερίσπαστος. Όταν τελείωσε ο κανόνας και συνήλθε, αντιλήφθηκε πάλι τους θορύβους που συνεχίζονταν, και διδάχθηκε από τα πράγματα τι είναι νοερά προσευχή.
-------------
Οι υψηλές πνευματικές καταστάσεις, όπως ήδη σημειώσαμε, άρχισαν σύντομα. Πλούσια η χάρις του Θεού σκέπαζε τον παπα-Εφραίμ και διαρκώς τον ανέβαζε εκεί που μόνο όσοι έχουν γευθεί μπορούν να καταλάβουν: «Γεύσασθε και ίδετε» (Ψαλμ. 33,9). Ο γερο-Ιωσήφ συχνά του έλεγε: «Παιδί μου, εσύ όπως προχωρούσες, και μόνος σου θα έβρισκες τη χάρη, αλλά δεν θα μπορούσες να τη διατηρήσεις». Και άλλοτε γεμάτος αγαλλίαση αλλά και περίσκεψη: «Πολύ τρέχεις και σε φοβάμαι∙ άλλοι τρώνε μιαν ολόκληρη ζωή στην άσκηση και δεν γεύονται αυτές τις καταστάσεις!» Και ο μαθητής αντέτεινε με απλότητα: «Γέροντα, αν ο Θεός μου δίνει να φάω κρέας, εγώ να του πω ότι θέλω φασόλια;»
----------------------
«Το Πνεύμα το Άγιο δεν οράται, αλλά η χάρις του οράται», δίδασκε ο Γέροντας. Τη χάρη τη βλέπανε ολοζώντανη, ψηλαφητή, να γεμίζει το δωμάτιο και αργότερα την εκκλησία. Τα δάκρυα έτρεχαν ποταμηδόν, η χάρις πλημμύριζε τις καρδιές και τον ναό∙ πολλές φορές πάνω στο άγιο δισκάριο φαινόταν το Θείο Βρέφος. Κάποτε, την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, πληροφορήθηκε: «Υιός Θεού και συγκληρονόμος Χριστού». Φοβερή ζέση πνεύματος. Ο δάσκαλος τον ταπείνωνε με γλυκό σκεπτικισμό: «Πολύ τρέχεις, παπά», όμως και καυχιόταν: «Δεν πιστεύω να γίνεται σε όλο το Άγιο Όρος καλύτερη Θ. Λειτουργία». Το εγκαταλελειμμένο ερημοκκλησάκι της σπηλιάς στη Μικρή Αγία Άννα ακόμα τώρα ευωδιάζει.
---------------------
Εκείνην την εποχή ήταν που μέσα στη σιγαλιά της μυστικοπαθούς Κατουνακιώτικης νύχτας, καθισμένος στο ναυτικό σκαμνάκι του, βυθισμένος στον έρωτα της προσευχής, άκουσε να ξεπηγάζει μέσ’ απ’ την ψυχή του το του Ησαΐου 62,5: «Καθώς ευφραίνεται νυμφίος επί νύμφην, ούτως ευφρανθήσεται Κύριος επί σέ». Τότε εγκατέλειψε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για να κραυγάζει εν Πνεύματι: «Ιησού, νυμφίε μου, ελέησόν με». «Εκείνον τον καιρό πετούσα» -και πράγματι στα όνειρά του έβλεπε συχνά ότι πετούσε εθελουσίως σαν πουλί- έλεγε στα τελευταία του, «ήμουν άγγελος. Πού λογισμός πονηρός να πλησιάσει, ούτε και να ήθελα∙ τον πετούσε η χάρις μακριά. Μέσα μου είχα ένα φως. Μερικές φορές έλεγα στον γέροντα αστειευόμενος: «Μα γέροντα, γιατί να κάνω την ακολουθία μου, αφού την έκανα στον ύπνο μου;» Ο ενδιάθετος λόγος συνέχιζε να εκφωνεί την ευχή και στην ώρα του ύπνου. «Εγώ καθεύδω και η καρδιά μου αγρυπνεί» (Άσμα 5,2). Τόσο πλούσια χάρη προσευχής είχε.
--------------------
Κάποτε έβλεπε στην προσευχή κάτι διαφορετικό. Κάτι καλό διαισθανόταν ότι επρόκειτο να του έλθει. Αυτό για πολύν καιρό. Ωρίμαζε σχεδόν ένα εξάμηνο. Τέλος γεμάτος χάρη αισθάνθηκε ότι η ψυχή του ήθελε να βγει, να πετάξει ψηλά. Γαντζώθηκε με τα χέρια του στα γύρω αντικείμενα, σφίχτηκε φοβούμενος, τελικά συνήλθε. Την άλλη μέρα τα ίδια σε πολύ εντονότερο βαθμό. Προσπάθησε πάλι να συγκρατηθεί, αλλά δεν μπόρεσε. «Τώρα πλανηθήκαμε που πλανηθήκαμε, σκέφτηκε με παραίτηση, πήγαινε όπου θέλεις». «Η ψυχή μου ανέβηκε σε δυσθεώρητα ύψη και άρχισε να δοξολογεί τον Θεό», μας έλεγε βαθιά συγκινημένος από την ανάμνηση και τον μυστικό παλμό που του δημιουργούσε. «Τι αισθάνθηκα δεν λέγεται», συνέχιζε με αχνή από τη μέθεξη φωνή. Άραγε ξαναζούσε με την μνήμη τα άρρητα;
------------------
Παρ’ όλα αυτά, επεκτεινόταν στην προσευχή ακόμα περισσότερο. Μας θύμιζε: «Οι τρώγοντές με έτι πεινάσουσι και οι πίνοντές με έτι διψήσουσι» (Σοφ. Σειράχ 24,21). Το συνειδητό και υποσυνείδητο αίτημά του ήταν προσευχή. Πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον απελευθερωτή της Μακεδονίας, και τη βασιλική οικογένεια. Κάποτε η βασίλισσα, την οποία πλησίασε με πολύ σεβασμό, του πρόσφερε ένα κομμάτι σοκολάτα. Εκείνος την ευχαρίστησε και της παρατήρησε ότι τη σοκολάτα θα τη φάει και τέλειωσε. Και συνέχισε παρακλητικά: «Προσευχή θέλω να μου δώσεις», για να ακούσει τη συγκαταβατική φωνή της βασίλισσας: «Θα σου δώσω, θα σου δώσω!» Δεν θεωρούσε τυχαία τέτοια όνειρα.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000