ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ,ΤΡΙΤΗ, ΠΕΜΠΤΗΑπόγευμα: Μέγα Απόδειπνο 6:00 - 6:45.
ΤΕΤΑΡΤΗ απόγευμα:
Εσπερινός & Λειτουργία Προηγιασμένων &
ΟΜΙΛΙΑ (μετάδοση & στο youtube: agios sostis).
Θ.Λειτουργία: 6:40 - 8, Ομιλία: 8 - 8:30 μ.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ πρωί:
Εσπερινός-Λειτουργία Προηγιασμένων 7– 9 π.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ απόγευμα:
Χαιρετισμοί 5:30 – 7:00 μ.μ.
Χαιρετισμοί 7:30 – 9:00 μ.μ.
Χαιρετισμοί για εργαζομένους 9:00 – 10:00 μ.μ
ΣΑΒΒΑΤΟ 7-9 π.μ. Θ.Λειτουργία, 6-7 μ.μ. Εσπερινός.
ΚΥΡΙΑΚΗ πρωί: Α΄ Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 8.30-10,
Β΄Θ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 10.30-11.40.
ΚΥΡΙΑΚΗ απόγευμα: Κατανυκτικός Εσπερινός &
ΟΜΙΛΙΑ (μετάδοση & στο youtube: agios sostis)
Εσπερινός: 6:00 - 7, Ομιλία: 7 - 7:30 μ.μ.
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
Ο αγιώτατος Πέτρος, ο από Σχολαρίων, επειδή ήτο γνωστικός και σοφός ανήρ, εστάλη υπό του Βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως με στρατεύματα εις τον πόλεμον, εις τα μέρη της Συρίας όμως εξ επιθυμίας του Θεού ενίκησαν οι βάρβαροι και ο Πέτρος ο Αθωνίτης ηχμαλωτίσθη και ερρίφθη εις βρωμεράν φυλακήν.
Τότε εγένετο μόνος του εξεταστής εις τον εαυτόν του και έλεγε: «Δικαίως έπαθα ταύτην την συμφοράν, διότι πολλάς φοράς έταξα να γίνω Καλόγηρος και δεν εξετέλεσα ότι υπεσχέθην εις τον Θεόν». Μετά παρέλευσιν καιρού, ενεθυμήθη τον Άγιον Νικόλαον και ήρχισε μετά δακρύων να λέγη: «Άγιε Νικόλαε, αν και είμαι ανάξιος να τύχω παρά του Θεού συγχωρήσεως και ελευθερίας, διότι υποσχέθην να γίνω Καλόγηρος και δεν έγινα, δια τούτο και δε τολμώ να τον παρακαλέσω δια να μη οργισθή περισσότερον, δέομαί σοι, πανάγιε Νικόλαε, και βάζω εσένα μεσίτην και εγγυητήν μου εις τον Θεόν, εάν ελευθερωθώ, ουδέ εις την πατρίδα μου την Κωνσταντινούπολιν να επιστρέψω, αλλά κατ’ ευθείαν να υπάγω εις την Ρώμην και εις την εκκλησίαν του Αποστόλου Πέτρου να γίνω Καλόγηρος».
Και ιδού ο Άγιος Νικόλαος επεφάνη εις αυτόν και λέγει: «Αδελφέ Πέτρε, την παράκλησίν σου ήκουσα και την θλίψιν σου γιγνώσκω και υπέρ σου εδεήθην, αλλ’ επειδή σύ ήργησας να εκπληρώσης την υπόσχεσίν σου δια τούτο δεν θέλει να σε ελευθερώση όμως επειδή ιδική του είναι η εντολή, η οποία λέγει «αιτείτε και δοθήσετε υμίν», δια τούτο ας συνεχίσωμεν παρακαλούντες την φιλανθρωπίαν Του και ας πάρωμεν και συμβοηθόν μας, ίνα μεσιτεύση,και τον Θεοδόχον Συμεών, διότι αυτός παραστέκεται εις τον Θρόνον τον Δεσπατικόν μετά του Προδρόμου και της Θεοτόκου. Και πρόσεχε να μη φανώμεν ψεύσται εις εκείνα που τάζομεν και ετάξαμεν».
Τότε ο Όσιος Πέτρος ήρχισε θερμότερον τας παρακλήσεις και ιδού ο Άγιος Νικόλαος λέγει εις αυτόν: «Έχε θάρρος, αδελφέ Πέτρε, ότι εισηκούσθη η δέησις» ο δε Όσιος Πέτρος εκύταξε και είδε τον μέγαν Συμεών φοβερόν εις το είδος του.
Ούτος εφόρει ιερατικήν στολήν και εκράτει εις την χείραν του χρυσήν ράβδον. Λέγει δε προς τον Όσιον Πέτρον: «Εσύ είσαι που πειράζεις τον αδελφόν μας Νικόλαον, που έβαλες και ημάς μεσίτας δια την παράκλησίν σου προς τον Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν να σε ελευθερώση από την καταδίκην ταύτην;».
Ο δε Όσιος Πέτρος μετά βίας είπε: «Ναι, άγιε του Θεού, εγώ είμαι ο ταλαίπωρος». Και πάλιν λέγει ο Άγιος Συμεών: «Και επειδή έτσι μας έβαλες εγγυητάς σου εις τον Θεόν, θα φυλάσσης από τώρα και εις το εξής αυτά που τάζεις, ότι δηλαδή θα γίνεις καλόγηρος και θα περάσης την ζωήν σου ασκητικά;».
Και προθύμως απεκρίθη και λέγει ο Όσιος εν αληθεία αξιοπίστους μάρτυρας σας θέτω έμπροσθεν του Θεού, ότι θα κάμω, ο δούλος σας και πάλιν λέγει ο δίκαιος Συμεών: «εφ’ όσον ούτως ωμολογήσας, έβγα από την φυλακήν ταύτην ανεμποδίστως».
Τότε άπλωσε το χέρι του με το ραβδί και ήγγισε τα σίδηρα με τα οποία ήσαν καρφωμένα τα πόδια εις το ξύλον και παρ’ ευθύς διελύθησαν όπως το κερί εις την φωτιάν και έγιναν άφαντα ο δε Άγιος Νικόλαος του έδειχνε τον δρόμον, τον ωδήγησεν έως τα σύνορα της παλαιάς Ρώμης και ανεχώρησεν αφού του είπε τούτο μόνον «Αδελφέ Πέτρε, καιρός είναι να εκπληρώσης γρήγορα την υπόσχεσιν που έταξες τω Θεώ διότι εάν αργήσης και πάλιν γνώριζε μετά βεβαιόητος, ότι θέλουν σε υπάγει δεμένον εκ νέου εις του Σαμαρά την φυλακήν».
Τότε ο Άγιος Νικόλαος επεφάνη εις τον ύπνον του Πάπα κρατών τον Όσιον Πέτρον εκ της χειρός και του διηγήθη καταλεπτώς όσα έπαθε και του είπε να μην αργήση να τον κουρεύση καλόγηρον ο δε Πάπας μόλις εξύπνησε και επειδή ήτο Κυριακή, επήγεν εις την εκκλησίαν και έμπροσθεν εις όλον το πλήθος του λαού τον έκαμε καλόγηρον και τον αφιέρωσε τω Θεώ.
Όθεν και μετ’ ολίγον καιρόν, με την ευχήν και ευλογίαν του Πάπα, ανεχώρησε και μετ’ ολίγας ημέρας έφθασε με πλοίον εις ένα ήσυχον καλόν λιμένα και ήραξαν εκεί ο δε Όσιος Πέτρος αποκοιμηθείς ολίγον βλέπει την υπεραγίαν Θεοτόκον με πολλήν δόξαν και τιμήν και λαμπρότητα και πλησίον της ιστάμενον τον Άγιον Νικόλαον με πολύν φόβον και ευλάβειαν, να την παρακαλή και να λέγη: "Ω Δέσποινα Θεοτόκε και Κυρία του κόσμου, επειδή τούτον τον δούλον σου ηλευθέρωσας από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν με τον πανάγιον θέλημα του Σου Υιού και Θεού ημών, δείξε και τόπον ήσυχον δια να κάμη του Θεού το θέλημα εις όλην του την ζωήν, καθώς και μόνος του το έταξεν".
Η δε Κυρία Θεοτόκος εστράφη και είπεν εις τον Άγιον Νικόλαον: «Η κατοίκησις και η ανάπαυσις αυτού αλλού δεν είναι παρά μόνον εις το του Άθωνος όρος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν μου και Θεόν εις κληρονομίαν ιδικήν μου, ίνα όσοι θέλουν να αναχωρήσουν από τας κοσμικάς φροντίδας και συγχύσεις του κόσμου, έρχωνται να δουλεύουν τω Θεώ απερισπάστως και χωρίς σύγχυσιν, και από του νυν λέγεται «Άγιον Όρος», και περιβόλιον ιδικόν μου, και πολλά αγαπώ και βοηθώ εκείνους, οι οποίοι έρχονται εις αυτό να δουλεύουν ολοψύχως τω Θεώ, και θέλει έλθει καιρός να πληρωθή από άκρου εις άκρον με πλήθος Μοναχών. Δια τούτο χαίρεται και αγαλλιάται το Πνεύμα μου εις αυτούς, διότι δια παντός αινούν και δοξολογούν το όνομα του εμού Υιού και Θεού, δεν θέλω δε χωρισθή από αυτούς, αληθώς, εάν κάμουν και αυτοί τας εντολάς Αυτού, και θα μεγαλύνω αυτό εις Ανατολήν και Δύσιν, Νότον και Βορράν, και ακουστόν ποιήσω το όνομα αυτού εις όλον τον κόσμον και τους υπομένοντας εις αυτό θλίψιν και στενοχωρίαν, μεγάλων χαρισμάτων αξιώσω εν τη μεγάλην βοήθειαν με το να ελαφρύνω τους πόνους και κόπους αυτών και να εκδιώκω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς των εχθρών αυτών».
(από τον βίο του οσίου Πέτρου τού Αθωνίτου, γραφέντα υπό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.23 καὶ ενέγκαντες(1) τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν(2),
θύσατε(3) καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
23 Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε,
(1) Υπάρχει και η γραφή: και φέρετε…
(2) Δεν λέει: φέρτε ένα μοσχάρι, αλλά το μοσχάρι, το οποίο τρέφουν και παχαίνουν,
για να το έχουν έτοιμο για κάποιο χαρμόσυνο και πανηγυρικό γεγονός του σπιτιού (g).
Σαν να έλεγε: Καμία άλλη περίσταση δεν μπορεί να είναι περισσότερο χαρμόσυνη
από την παρούσα. Δες Α Βασ. κη 24, Κριτ. στ 25,Ιερεμ. κστ 21 (p).
(3) Με την έννοια του σφάξτε για φαγητό. Δες Πράξ. ι 13,ια 7,Ιω ι 10.
Αξιόλογη και η αλληγορική ερμηνεία: «Αλλά ποιο είναι το μοσχάρι το σιτευτό,
αν όχι οπωσδήποτε ο Χριστός, το ακηλίδωτο σφάγιο, αυτός που κουβαλά την αμαρτία
του κόσμου, αυτός που θυσιάζεται και τρώγεται; Διότι, εφόσον ντύθηκε τη σάρκα
που από τη φύση της δεν έχει λογική και είναι κτηνώδης, έστω και αν την γέμισε
αυτήν με την δική του δόξα, θεωρείται μοσχάρι, που δεν έχει, από τη μία,
πείρα του ζυγού του νόμου της αμαρτίας, και είναι σιτευτό, από την άλλη,
διότι το μυστήριο του Χριστού είχε προοριστεί πριν δημιουργηθεί ο κόσμος,
η φρικώδης και μεγάλη δηλαδή θυσία, στην οποία θέλει να μετέχουν αυτοί που επιστρέφουν
από την αμαρτία» (Κ). «Καθένας λοιπόν… που καθαρίζεται από την αμαρτία,
κοινωνεί αυτό το μοσχάρι το σιτευτό και γίνεται αίτιος ευφροσύνης και στον Πατέρα
και στους δούλους του» (Θφ). Ο ίδιος ο Χριστός είπε, ότι είναι ο άρτος της ζωής
και ότι η σάρκα του είναι αληθινά τροφή και το αίμα του αληθινά ποτό.
Κοντά στο Χριστό υπάρχει δείπνο για τις ψυχές, δείπνο πλούσιο.
-Γέροντα, όταν κάνω μια διανοητική εργασία, δεν μπορώ να λέω την ευχή.
-Όταν την ώρα που εργάζεσαι έχεις τον νου σου στον Θεό, είναι
σαν να λες την ευχή. Γιατί, και αν λες την ευχή και ο νους σου δεν είναι στον Θεό,
τι ωφελεί; Και όταν κουράζεται κανείς στην ευχή, αν φέρη στον νου του τον Χριστό
ή την Παναγία, πάλι ευχή είναι.
-Γέροντα, μπορεί κανείς να διατηρεί μέσα του την μνήμη του Θεού, χωρίς να λέει την ευχή;
-Αν λέει με τον λογισμό του: «Πόσο μακριά βρίσκομαι από τον Θεό!
Τι πρέπει να κάνω, για να πάω πιο κοντά του;», από αυτό έρχεται και η μνήμη του Θεού,
έρχεται και η ευχή. Να προσπαθήσεις να αισθάνεσαι πάντοτε την παρουσία του Χριστού,
της Παναγίας, των Αγίων, και να κινείσαι σαν να είναι παρόντες.
Γιατί πράγματι είναι παρόντες, άσχετα αν εμείς δεν τους βλέπουμε με τα σωματικά μάτια.
Να τα ανάγεις όλα στον Θεό και να λες: «Ο Θεός με παρακολουθεί.
Άραγε αυτό που κάνω τώρα είναι αρεστό στον Θεό; Τι να κάνω, για να Τον ευαρεστήσω;
Τι πρέπει να αποφύγω, για να μην Τον στενοχωρήσω;».
Σιγά σιγά αυτό θα γίνη κατάσταση μέσα σου. Θα σκέφτεσαι τον Θεό και θα κάνης το παν,
για να Τον ευχαριστήσεις. Έτσι αναπτύσσεται και αυξάνει η αγάπη προς τον Θεό,
γλυκαίνεται ο νους και η καρδιά, και μένουν συνεχώς στην ευχή χωρίς κόπο.
-Γέροντα, τι σημαίνει: «Μνήμη, Θεού, όρασις Θεού»;
- Μνήμη Θεού σημαίνει ότι ο νους είναι στον Θεό, ζει ο άνθρωπος τον Θεό, οπότε βλέπει
παντού τον Θεό. Αυτός που κατορθώνει να έχη συνέχεια τον νου του
στον Θεό, αισθάνεται συνέχεια την παρουσία του Θεού κα συγκλονίζεται από ευγνωμοσύνη,
γιατί όλα τα βλέπει ως ευλογία του Θεού. Μια ματιά να ρίξει γύρω του, καταλαβαίνει
ότι ο Θεός παρακολουθεί όχι μόνον τον άνθρωπο, αλλά και όλο το σύμπαν,
και στις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειες. Όπου να κοιτάξει, βλέπει τα μεγαλεία του Θεού.
Ρίχνει μια ματιά στον ουρανό και αλλοιώνεται από την παρουσία του Θεού.
Ρίχνει μια ματιά στην γη, βλέπει τα πουλιά, τα δένδρα, κα βλέπει τον Θεό, τον Δημιουργό τους.
Αυτό είναι και προσευχή, είναι και μνήμη του Θεού.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.185-186)
Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Διαβάζουμε συνεχώς για τα θαύματα του Χριστού στα Ευαγγέλια και αναρωτιόμαστε: "Γιατί ήταν τότε δυνατά. Γιατί γίνονταν τέτοια πράγματα εκείνες τις ημέρες, ενώ εμείς σήμερα βλέπουμε τόσα λίγα θαύματα;" Νομίζω ότι υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις.
Πρώτον ότι εμείς δεν βλέπουμε τα θαύματα που συμβαίνουν γύρω μας, θεωρούμε τα πάντα δεδομένα, σαν απόλυτα φυσικά. Δεχόμαστε όλα τα αγαθά από τα χέρια του Θεού σαν να ήταν φυσιολογικά και δεν βλέπουμε πια ότι η ζωή είναι ένα θαυμάσιο θαύμα, ότι δηλαδή ο Θεός ήθελε να μας δημιουργήσει, ότι μας κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη εναποθέτοντας μπροστά μας ολόκληρο το θαύμα της ύπαρξης.
Ούτε περιόρισε τον εαυτό του σ' αυτό. Μας κάλεσε για να είμαστε παντοτινά φίλοι του και να βιώσουμε ατελεύτητα την αιώνια θεία ζωή. Αποκάλυψε σ' εμάς τον Εαυτό του. Γνωρίζουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός και τον αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του Χριστού ως Θεό, του οποίου η αγάπη δεν ταλαντεύεται μπροστά στο δικό του θάνατο που ήταν να σώσει αυτούς που αγαπούσε.
Και τι γίνεται μ' εκείνα τα θαύματα που είναι λιγότερο φανερά σ' εμάς, όπως η υγεία, η ειρήνη, η φιλία, η αγάπη; Είναι όλα θαύματα- δεν μπορείς να τα εξαγοράσεις, δεν μπορείς ν' αναγκάσεις κανένα να σου δώσει την καρδιά του. Και παρ' όλα αυτά γύρω μας υπάρχουν τόσες πολλές καρδιές ανοιχτές η μία απέναντι στην άλλη, τόση πολλή φιλία, τόση πολλή αγάπη. Και η φυσική μας ύπαρξη, την οποία θεωρούμε τόσο δεδομένη, δεν είναι ένα θαύμα;
Αυτό είναι το πρώτο σημείο που ήθελα ν' αναφέρω, ότι δηλαδή ολόκληρη η ζωή είναι ένα θαύμα. Ξέρω, φυσικά, ότι υπάρχει πολύς, πάρα πολύς πόνος και τρόμος σ' αυτό, αλλά την ίδια στιγμή ένα τόσο σιωπηλό, σταθερό φως λάμπει στο σκοτάδι: Μακάρι να μπορούσαμε να πιστέψουμε στο φως και να γίνουμε παιδιά του φωτός, όπως λέει ο Κύριος. Να γίνουμε οι κομιστές του φωτός;
Θα ήθελα να κάνω ακόμη δύο σχόλια. Σήμερα διαβάζουμε ότι οι άνθρωποι είχαν ανάγκη, ότι οι απόστολοι πρόσεξαν αυτή την ανάγκη και μίλησαν στον Κύριο γι' αυτή. Και ο Θεός είπε: «Από σας εξαρτάται αν θ' ανακουφιστεί αυτή η ανάγκη, να ταΐσετε αυτούς τους πεινασμένους ανθρώπους», όταν αυτοί του είπαν, «μόνο δύο ψάρια και πέντε ψωμιά μπορεί να φτάσουν για τόσο πλήθος;» Και ο Χριστός ευλόγησε εκείνα τα ψάρια και τα ψωμιά και ήταν αρκετά για το πλήθος.
Λοιπόν τι περιμένει ο Θεός από μας για να κάνει θαύματα ελεύθερα με την θεϊκή του δύναμη στη γη; Πρώτα, ότι πρέπει να προσέξουμε την ανάγκη του άλλου. Περνάμε τόσο συχνά κοντά απ’ αυτή και δεν ανοίγουμε την πόρτα στο Θεό για να του επιτρέψουμε να μπει και να κάνει εκείνο που είναι αδύνατο να κάνουμε εμείς. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας για να δούμε τις ανάγκες των ανθρώπων γύρω μας- υλικές, ψυχολογικές, πνευματικές, τη μοναξιά και τους πόθους του και αμέτρητες άλλες ανάγκες.
Υπάρχει ακόμη ένα πράγμα στο οποίο ο Κύριος παροτρύνει τους μαθητές του. «Δώστε ό,τι έχετε και θα μπορέσουμε να τους ταΐσουμε όλους». Οι Απόστολοι δεν άφησαν στην άκρη μερικά ψάρια και ψωμιά για τους εαυτούς τους, τα έδωσαν όλα στον Κύριο. Κι επειδή αυτοί έδωσαν τα πάντα, η Βασιλεία του Θεού, το βασίλειο της αγάπης, το βασίλειο, όπου ο Θεός μπορούσε να δράσει ελεύθερα και απερίσπαστα, εγκαθιδρύθηκε και όλοι ήταν ικανοποιημένοι.
Αυτή η κλήση απευθύνεται και σε μας: όταν βλέπουμε ανάγκη, ας δώσουμε τα πάντα και τα πάντα θα είναι καλά.
Τώρα ένα τελευταίο σχόλιο: Όταν ο παραλυτικός, για τον οποίο διαβάσαμε μερικές εβδομάδες πριν, πήγε στον Χριστό, ο Κύριος είδε την πίστη των ανθρώπων και θεράπευσε τον άρρωστο άνδρα. Μπορούμε να παράσχουμε την πίστη που στερεύει σε κείνους που μας περιτριγυρίζουν, μπορούμε να τους κουβαλήσουμε με την πίστη μας πάνω σ' ένα φορείο. Αλλά η πίστη δεν είναι αρκετή. Στην περίπτωση του παραλυτικού δεν ήταν μόνο η πίστη που έκανε το Θεό να τον θεραπεύσει, αλλά ήταν και η αγάπη για τον άρρωστο άνδρα. Αν υπήρχε μόνο τόση αγάπη μεταξύ μας, τότε η Βασιλεία του Θεού θα εγκαθιδρυόταν στην εποχή μας και ο Θεός θα δρούσε ελεύθερα.
Ας σκεφτούμε αυτό, ότι δηλαδή ο Θεός έκανε τα θαύματά του, με τη συμμετοχή του ανθρώπου. Από μας εξαρτάται, αν η Βασιλεία για την οποία προσευχόμαστε και την οποία περιμένουμε, θα εγκαθιδρυθεί στη γη, εκείνη η Βασιλεία την οποία καλούμαστε να εγκαθιδρύσουμε μαζί με το Θεό και στο Όνομα Αυτού. Αμήν.
(Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom †)
[Γράφει ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός]:
Στα μισά του καλοκαιριού -δεν θυμάμαι με ποιο τρόπο- ο Κύριος με προειδοποίησε, ότι η εξορία μου θα τελείωνε σύντομα.
Περίμενα με ανυπομονησία να εκπληρωθεί αυτή η υπόσχεση αλλά οι εβδομάδες περνούσαν και τίποτα δεν άλλαζε.
Έπεσα σε απόγνωση. Απογοητεύτηκα.
Κάποια μέρα πήγα στην εκκλησία, γονάτισα μέσα στο ιερό και άρχισα να προσεύχομαι με δάκρυα στον Ιησού. Η προσευχή μου είχε και ένα παράπονο, γιατί καθυστερεί ο Κύριος και δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή του.
Ξαφνικά βλέπω στην εικόνα τον Ιησού Χριστό, ολοζώντανα, να αποστρέφει το πρόσωπό του από μένα. Δεν με κοιτούσε πια. Τρόμαξα. Δεν μπορούσα και δεν τολμούσα να ξανακοιτάξω την εικόνα.
Βγήκα σαν βρεγμένη γάτα από το ιερό στον εξωνάρθηκα. Εκεί βρήκα τις «Πράξεις των Αποστόλων». Το άνοιξα μηχανικά και διάβασα το πρώτο κείμενο που έπεσε στα μάτια μου.
Δεν θυμάμαι, δυστυχώς, ποιο ήταν το κείμενο που διάβασα αλλά μου έκανε εντύπωση, διότι κατέκρινε τους ανθρώπους που δεν έχουν υπομονή, βιάζονται και δεν περιμένουν την ώρα που ήρεμα θα εκπληρωθεί η υπόσχεση του Κυρίου.
Αυτό το κείμενο με επηρέασε κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Αποκάλυπτε την απερισκεψία μου και το θράσος μου, ενώ συνάμα επιβεβαίωνε την υπόσχεση της απελευθέρωσης μου, την οποία περίμενα να εκπληρωθεί τόσο ανυπόμονα.
Επέστρεψα τότε πάλι στο Ιερό και με χαρά είδα, πως πάλι στην εικόνα ο Κύριος με κοίταξε με το φωτεινό και ήρεμο βλέμμα του.
["Αγάπησα το μαρτύριο, Αυτοβιογραφία, Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας", έκδ. Πορφύρα. Επιμέλεια Μητροπολίτη Αργολίδος, κ. Νεκταρίου (Αντωνόπουλου)]
Όποιος έχει την ταπεινοφροσύνη, δεν έχει γλώσσα να κάνει παρατήρηση σε κάποιον που δείχνει αμέλεια ή σε άλλον που ζει με αδιαφορία. Ούτε μάτια έχει να κοιτάζει ελαττώματα άλλου, ούτε αυτιά έχει να ακούσει αυτά που δεν ωφελούν την ψυχή του. Δεν ασχολείται με κανέναν, παρά μόνο με τις αμαρτίες του, αλλά είναι ειρηνικός προς όλους τους ανθρώπους, για χάρη της εντολής του Θεού και όχι για λόγους φιλίας. Αν τώρα κάποιος νηστεύει όλη την εβδομάδα και επιδίδεται σε μεγάλους κόπους έξω από αυτόν τον δρόμο, όλοι οι κόποι του πηγαίνουν χαμένοι.
Αδελφέ, συνήθισε τη γλώσσα σου να λέει το «συγχώρησέ με», και θα έρθει μέσα σου η ταπείνωση. Αγάπησε την ταπείνωση, και αυτή θα σε σκεπάσει από τις αμαρτίες σου.
Ποτέ μη βαρεθείς εξαιτίας κάποιου κόπου, γιατί ο κόπος, η φτώχεια, η ξενιτεία, η κακοπάθεια και η σιωπή γεννούν την ταπείνωση, και η ταπείνωση συγχωρεί κάθε αμαρτία. Να ξέρεις μάλιστα τούτο: όσο ο άνθρωπος ζει με αμέλεια, νομίζει μέσα του ότι είναι φίλος του Θεού. Αν όμως ελευθερωθεί από τα πάθη, ντρέπεται να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό μπροστά στον Θεό· γιατί τότε βλέπει τον εαυτό του πολύ απομακρυσμένο από τον Θεό.
Κάποιος άνθρωπος είχε δύο δούλους και τους έστειλε στο χωράφι του να θερίσουν ορισμένη έκταση την ημέρα ο καθένας. Ο ένας από αυτούς έβαλε τα δυνατά του να κάνει όλο όσο τον πρόσταξε ο κύριός του, αλλά δεν μπόρεσε να το τελειώσει, γιατί η δουλειά ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Ο άλλος βαρέθηκε και είπε μέσα του: «Ποιος μπορεί να κάνει τόση δουλειά σε μια μέρα;» Αδιαφόρησε λοιπόν και δεν φρόντισε, αλλά έπεσε για ύπνο· τη μια ώρα κοιμόταν, την άλλη χασμουριόταν, την άλλη στριφογύριζε σαν την πόρτα γύρω από τον άξονά της (Παροιμ. 26:14), και πέρασε όλη τη μέρα στα χαμένα.
Όταν ήρθε το βράδυ, πήγαν και οι δύο στον κύριό τους. Αυτός τους εξέτασε και, αφού έμαθε τη δουλειά του πρόθυμου, έστω και αν δεν πρόλαβε να κάνει όσο προστάχτηκε, εκτίμησε την προθυμία του και τον τίμησε. Τον τεμπέλη όμως, επειδή φάνηκε αδιάφορος, τον έδιωξε από το σπίτι του.
Και εμείς λοιπόν ας μην αποθαρρυνθούμε μπροστά σε οποιονδήποτε κόπο και δυσκολία, αλλά ας βάλουμε τα δυνατά μας με όλη μας την ψυχή να εργαζόμαστε με ταπείνωση, και πιστεύω ότι ο Θεός θα μας δεχτεί μαζί με τους αγίους του που κοπίασαν πάρα πολύ.
Το να μην πληγώσεις τη συνείδηση του συνανθρώπου γεννά την ταπεινοφροσύνη· η ταπείνωση γεννά τη διάκριση, και η διάκριση εξουδετερώνει όλα τα πάθη, χωρίζοντάς τα το ένα από το άλλο. Είναι λοιπόν αδύνατο να σου έρθει η διάκριση, αν προηγουμένως δεν κάνεις σαν τον γεωργό την απαραίτητη εργασία. Πρώτα πρώτα να ησυχάσεις από όσα είναι αλλότρια των μοναχών, πράγμα που γεννά την άσκηση. Η άσκηση γεννά το κλάμα· το κλάμα γεννά τον φόβο του Θεού· ο φόβος γεννά την ταπείνωση· η ταπείνωση γεννά τη διάκριση. Αυτή γεννά την προόραση, και η προόραση την αγάπη, ενώ η αγάπη θεραπεύει την ψυχή από νόσους και πάθη. Τότε –μετά από όλα αυτά– καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι είναι μακριά από τον Θεό.
Το να μην πιστεύεις ότι ο κόπος σου είναι αρεστός στον Θεό κάνει τη βοήθεια του Θεού να σε φυλάει. Γιατί εκείνος που έδωσε την καρδιά του στον Θεό με ευσέβεια και ειλικρίνεια, δεν μπορεί να έχει την ιδέα ότι άρεσε στον Θεό. Όσο δηλαδή τον ελέγχει η συνείδηση για κάποιες εκδηλώσεις της αμαρτίας, είναι ξένος προς την ελευθερία. Γιατί όσο υπάρχει αυτός που ελέγχει, υπάρχει και αυτός που κατηγορεί· και όσο υπάρχει κατηγορία, δεν υπάρχει ελευθερία.
(από το βιβλίο: "ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ", τόμος Α’, Υπόθεση ΜΕ’ (45), σ. 450, εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001)
[...] «Οι "Βίοι των Αγίων" δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Χριστού, η επαναλαμβανόμενη σε κάθε άγιο, λίγο ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον. Ή ακριβέστερα, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινόμενη δια των αγίων… Η ζωή των αγίων είναι στην πραγματικότητα αυτή η ζωή του Θεανθρώπου Χριστού, η οποία διοχετεύεται εις τους ακολουθούντας Αυτόν και βιούται από αυτούς εν τη Εκκλησία Του…».
[...] «Πράξεις των αγίων Αποστόλων». Αυτές περιέχουν ό,τι δίδαξε ο Χριστός και η βίωση της ζωής Του από τους Αποστόλους, η οποία μεταδόθηκε μέσα στην Εκκλησία. Οι δε "Βίοι των Αγίων" είναι συνεπώς συνέχιση των "Πράξεων των Αποστόλων"… «Μέσα σ’ αυτούς συναντά κανείς το ίδιο το Ευαγγέλιο, την ίδια τη ζωή, την ίδια αλήθεια, την ίδια δικαιοσύνη, την ίδια αγάπη, την ίδια πίστη, την ίδια αιωνιότητα, την ίδια "δύναμιν εξ ύψους", τον ίδιον Θεόν και Κύριον». Αυτή είναι και η Παράδοση της Εκκλησίας.
«Οι "Βίοι των Αγίων" δεν είναι άλλο, παρά οι ευαγγελικές θείες αλήθειες, που μεταφέρθηκαν στην ανθρώπινη ζωή μας διά της χάριτος και των ασκήσεων. Δεν υπάρχει ευαγγελική αλήθεια, η οποία να μην μπορεί να μεταβληθεί σε ζωή. Όλες οι αλήθειες αυτές δόθηκαν από το Χριστό για ένα σκοπό: για να γίνουν ζωή μας, πραγματικότητά μας, κτήμα δικό μας, χαρά μας. Και οι άγιοι, όλοι τους μέχρις ενός, ζουν αυτές τις θείες αλήθειες ως κέντρο της ζωής τους και ως την ουσία του είναι τους. Ακριβώς γι` αυτό "Βίοι των Αγίων" αποτελούν απόδειξη και μαρτυρία ότι η καταγωγή μας είναι από τον ουρανό. Ότι εμείς δεν είμαστε απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά από τον άλλο. Ότι ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνο "εν τω Θεώ". Ότι ζούμε επάνω στη γη διά του ουρανού. Ότι «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. 3,20) και ότι ο σκοπός μας είναι να ουρανώσουμε τον εαυτό μας, τρεφόμενοι με τον "ουράνιον άρτον" τον καταβάντα εκ του ουρανού εις την γην…».
(απὸ τὸ βιβλίο: "ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ", Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς)
-Γέροντα, επειδή ακόμη ζω στον κόσμο, αν είναι ευλογημένο, να μου πείτε
πώς θα προφυλαχθώ από τον περισπασμό του κόσμου.
-Σχετικά με αυτό το θέμα θα βρής στον Αββά Ισαάκ. Μελέτησε τις τέσσερις πρώτες
σειρές του Α' Κεφαλαίου, με τις οποίες και να ασχοληθείς.
Λέει ο Άγιος: φόβος του Θεού είναι αρχή της αρετής, ο οποίος φόβος, ως λέγουσι,
γεννάται από την πίστιν και σπείρεται εις την καρδίαν του ανθρώπου, όταν ο νους αυτού,
αφού αποχωρισθεί από τον περισπασμόν του
κόσμου και συνάξει τους συλλογισμούς αυτού τους
περιπλανώμενους τήδε κακείσε, καταγίνηται εις την μελέτην της
μελλούσης αποκαταστάσεως της ψυχής». Είναι αλήθεια ότι για την πνευματική
αυτήν εργασία χρειάζονται και οι κατάλληλες προϋποθέσεις, τις όποιες
δεν έχεις προς το παρόν. Μία ανάλογη όμως πνευματική εργασία, που μπορείς
να κάνης τώρα που βρίσκεσαι ακόμη στον κόσμο, είναι η εξής: Όταν ο νους σου
είναι αργός και δεν λέει την ευχή ή όταν θέλης να ξεκουραστείς λίγο από αυτή
διότι η ευχή είναι λιγάκι κουραστική στην αρχή, επειδή υπάρχουν ακόμη πάθη μέσα μας,
να προσπαθείς να δίνης εργασία στον νου σου, για να μη βρίσκει ευκαιρία ο διάβολος
να σπέρνει τα δικά του. Μια εργασία που μπορεί να δώση κανείς στον νου του,
για να τον συμμαζέψει, είναι η μνήμη του θανάτου. Αλλά, επειδή εσείς οι γυναίκες
αφορμή θέλετε, για να σας πιάση η απελπισία, η λεγάμενη κακομοιριά,
γι’ αυτό καλύτερα είναι να ζής συνέχεια τα
γεγονότα της Καινής Διαθήκης. Να αρχίζεις από τον Ευαγγελισμό και να τελειώνεις
στην Σταύρωση, και ο νους σου να περιστρέφεται γύρω από αυτά.
Όταν κατορθώσεις ο νους σου να περιστρέφεται μόνο γύρω από αυτά τα θεία γεγονότα,
τότε θα σου γίνη η εσωτερική αλλοίωση και αυτό θα είναι η ανάστασή σου.
-Γέροντα, με συγκινεί το απόστιχο: «Νυγείσης σου της πλευράς, Ζωοδότα,
κρουνούς αφέσεως πάσιν εξέβλυσας ζωής και σωτηρίας».
-Είναι να μη σε συγκινεί; Όταν ο νους είναι στον Σταυρό, στην «τετρωμένην πλευράν»
του Χριστού, στα καρφιά, στην χολή, στο όξος, και γενικά σε όσα έπαθε ο Χριστός για μας,
καρφώνεται εκεί και δεν γυρίζει. Τότε η ψυχή προσεύχεται απερίσπαστη στον Εσταυρωμένο Χριστό
για τον εαυτό της και για όλες τις ψυχές ζώντων και κεκοιμημένων, για να τις ελεήσει ο Χριστός,
ο Οποίος πληγώθηκε για όλους μας. Ο νους είναι ένα αναρχικό παιδί,
ένα άτακτο και αδέσποτο παιδί, που θέλει να γυρίζει συνεχώς εδώ κα εκεί και να αλητεύει.
Από αυτόν όμως εξαρτάται η ζωή και η σωτηρία μας. Αν τον συμμαζέψουμε κα τον παιδαγωγήσουμε,
ησυχάζει, γίνεται καλό παιδί και νοικοκυρεύεται. Γι’ αυτό, όσο μπορείτε,
να μην αφήνετε τον νου σας να γυρίζει. Να τον εκπαιδεύσετε πνευματικά, να τον μάθετε
να συχνάζει στο σπίτι του, στον Παράδεισο, κοντά στον Πατέρα του, τον Θεό.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.183-184)
-Ο νους μου, Γέροντα, τρέχει εδώ και εκεί.
-Όταν ήμουν μικρός, τα παιδιά έπιαναν σπουργίτια, τα έδεναν από το πόδι
με μια κλωστή και αυτό το είχαν σαν παιχνίδι. Τα άφηναν λίγο και πετούσαν
τα καημένα νόμιζαν ότι ήταν ελεύθερα και υστέρα μάζευαν το κουβάρι
και τα σπουργίτια έρχονταν πίσω. Και ο δικός σου νους μπορεί να τρέχει,
αλλά, αν το κουβάρι το κρατά ο Χριστός, και να πετάξη λίγο, που θα πάη;
Θα μαζευτεί πίσω στον Χριστό.
-Γέροντα, μόλις συγκεντρωθώ στην ευχή, σε κλάσματα δευτερολέπτου,
ο νους μου μπορεί να φθάση μέχρι την Αμερική. Πώς γίνεται αυτό;
-Πόσα χρήματα θέλεις για να πας από εδώ στην Αμερική και να γυρίσεις;
Έχεις να πλήρωσής τα ναύλα; Και βλέπεις, τώρα με τον νου φθάνεις αμέσως εκεί!
Κοίταξε να συμμαζέψεις τον νου σου, γιατί στο τέλος θα χρεοκοπήσεις
και θα μου «κλείσεις» τον συνεταιρισμό, επειδή δεν θα έχω να πληρώσω τα χρέη σου.
Να λες την ευχή με την καρδιά, ταπεινά, για να μη σε κλέβει το ταγκαλάκι
με την συζήτηση των λογισμών. Πολύ θα σε βοηθήσει σ’ αυτήν την προσπάθεια
να σκέφτεσαι τον θάνατο. αν σκεφτείς: «Ο Θεός μου έδωσε διορία αυτήν την ώρα,
για να προετοιμασθώ και να με πάρη», δεν μπορεί να σταθή κανένας λογισμός.
Όταν μπαίνη ο θάνατος στην μέση, ο νους κάθεται στην μέση και δεν φεύγει
στις άκρες και στην άκρη του κόσμου.
-Γέροντα, στενοχωριέμαι που φεύγει ο νους μου την ώρα της προσευχής.
-Εγώ, όταν φεύγη ο νους μου σε διάφορα θέματα αν και θέλω να είναι
πάντοτε κοντά στον Θεό , λέω: «Θεέ μου, τέτοιος νους τι δουλειά έχει κοντά Σου;
Είναι αναίδεια να θέλω να βρίσκεται κοντά Σου!». Με έναν ταπεινό λογισμό
έρχεται η Χάρις του Θεού και επανέρχεται ο νους στον Θεό.
Κι εσύ να λες: «Καλά κάνεις,Θεέ μου, που δεν με βοηθάς να συγκεντρωθεί
ο νους μου κοντά Σου, γιατί είμαι ελεεινή». Όταν το πιστέψεις αυτό,
ο Θεός θα σε βοηθήσει αμέσως να συγκεντρωθείς.
-Πολλές φορές, Γέροντα, όταν κάνω κομποσχοίνι, ενώ στην αρχή είμαι συγκεντρωμένη,
έπειτα φεύγει ο νους μου. Κάνω μια προσπάθεια, συγκεντρώνομαι, αλλά πάλι φεύγει.
-Σκέψου, τι κρίμα είναι να φθάνη στον θρόνο του Θεού η μισή προσευχή ή το ένα τρίτο,
και η άλλη να χάνεται στον δρόμο! Επιμονή και υπομονή χρειάζεται.
Όταν φεύγει ο νους, να τον επαναφέρεις. Πάλι έφυγε; Πάλι να τον επαναφέρεις.
-Γιατί όμως, Γέροντα, δεν μπορώ εύκολα να συγκεντρωθώ;
-Γιατί είσαι ακόμη στο πρώτο στάδιο του αγώνος και, αν γινόταν αυτό,
θα ήταν αφύσικο θα ήταν σαν να είχε γεννηθεί ένα παιδί με δόντια.
Ο νους μοιάζει με ένα μικρό πουλαράκι, το οποίο στην αρχή τρέχει για λίγο
πίσω από την μάνα του, αλλά αμέσως ξεχνιέται και τρέχει μακριά παίζει, τρώει χορταράκια,
δοκιμάζει ό,τι βρή, ώσπου σε μια στιγμή συνέρχεται και βλέπει ότι έχασε την μάνα του.
Τρέχει τότε να την βρή, αλλά σε λίγο και πάλι ξεχνιέται. Όταν μεγαλώσει λίγο, το πιάνουν
και το δένουν πίσω από την μάνα του, και έτσι παραμένει κοντά της. Θέλω να πω ότι
και ο νους στις αρχές είναι φυσιολογικό να φεύγει την ώρα της προσευχής.
Με την επιμονή όμως θα δεθεί από τον Θεό και δεν θα Τον αποχωρίζεται θα θέλη
να προσεύχεται συνεχώς. Ύστερα από αυτό, έρχεται μια τέλεια νέκρα κανένας
λογισμός δεν πλησιάζει την ώρα της προσευχής και ο νους μένει άδειος από λογισμούς.
Μετά και από αυτό το στάδιο έρχεται η θεωρία.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.180-182)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ, ἐξενέγκατε(1) την στολὴν(2)
την πρώτην(3) καὶ ἐνδύσατε(4) αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον(5) εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ ὑποδήματα(6) εἰς τοὺς πόδας(7),
22 Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε:
“βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι
στο χέρι και δώστε του υποδήματα.
(1) Υπάρχει και η γραφή: ταχύ εξενέγκατε στολήν την πρώτην=Γρήγορα φέρτε
έξω από την ιματιοθήκη.
(2) Η στολή ήταν μία μακριά και μεγαλοπρεπής εσθήτα, όπως την ήθελαν οι γραμματείς,
για να περπατούν ντυμένοι με αυτήν (Λουκ. κ 46), που ονομαζόταν talar.
Δες Μαρκ. ιβ 38,ιστ 5, Αποκ. στ 11,ζ 9,13,Εσθήρ στ 8,11,Α Μακ. ι 21,ιδ 9 (p).
(3) «Την πιο τίμια» (Ζ), την καλύτερη από όσες έχουμε στο σπίτι (p).
Αξιόλογη και η: την οποία είχε πριν την απομάκρυνση και πτώση (δ),
«την οποία φορούσε πριν αμαρτήσει» (Θφ). Την δεύτερη αυτή εκδοχή κάνει λιγότερο
πιθανή η έλλειψη του «αυτού» (=την στολή του την πρώτη») (p).
(4) Μόνος του θα ντραπεί να την φορέσει, βλέποντας τι άθλια ενδυμασία φορά τώρα
και σε ποια κατάσταση ήλθε. Αλλά φορέστε του την εσείς. «Ντύστε εσείς αυτόν που
έγδυσε τον εαυτό του» (Σχ.).
(5) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Πιθανώς δαχτυλίδι που έχει και σφραγίδα,
από το οποίο θα δηλωνόταν, ότι ήταν πρόσωπο περιωπής και ίσως εξουσίας στο σπίτι
(Εσθήρ γ 10,η 2,Γεν. μα 42) (p). Το δόσιμο λοιπόν δαχτυλιδιού στον άσωτο γιο είναι
γεμάτο σημασία και έδειχνε ότι αποκαθίστατο εκείνη τη στιγμή στις τιμές
και τα προνόμια του γνήσιου γιου, από τα οποία αποξενώθηκε με τον άσωτο
και αχαλίνωτο βίο του (ο). Ο νεότερος γιος ασφαλώς είχε πουλήσει το πρώτο δαχτυλίδι του (g).
(6) Τα υποδήματα ήταν σημάδι ελεύθερων ανδρών, διότι οι δούλοι περπατούσαν ανυπόδητοι.
(7) Έχουμε στα λόγια του πατέρα κλιμακωτό σχήμα: Πρώτον στολή σε αντίθεση
με την γυμνότητα του γιου που επέστρεψε· έπειτα δαχτυλίδι και τέλος υποδήματα,
των οποίων στερούνταν ο νεότερος που έφτασε σε κατάσταση δούλου (g).
Τίποτα από τα 3 αυτά δεν ήταν από τα απαραίτητα αναγκαία όπως είναι το ψωμί.
Ο πατέρας προμηθεύει όχι απλώς καθετί το αναγκαίο στο γιο, που γύρισε με άθλια
και πενιχρή περιβολή, αλλά τον τιμά (p). Στα τιμητικά λοιπόν αυτά εμβλήματα
πρέπει γενικώς να διακρίνουμε την τέλεια αποκατάσταση του αμαρτωλού στη θέση του γιου (g),
χωρίς να αναζητούμε στη στολή, το δαχτυλίδι και τα υποδήματα συγκεκριμένες
και ξεχωριστές μεταξύ τους πνευματικές δωρεές (p). Είναι αξιοσημείωτο,
ότι ο Ιερώνυμος εισηγήθηκε ότι η μεν στολή σημαίνει την δικαιοσύνη του Θεού,
ενώ το δαχτυλίδι την σφραγίδα του Πνεύματος και τα υποδήματα την ικανότητα να πορεύεται
κάποιος στους δρόμους του Θεού (g). Ή στολή «είναι η κάθαρση ή η χάρη που φρουρεί» (Ζ),
«δαχτυλίδι θα μπορούσες να εννοήσεις τον αρραβώνα του Πνεύματος… και υποδήματα στα πόδια,
για να φυλάγονται από τους σκορπιούς, τα μικρά… αμαρτήματα και κρυφά» (Θφ).
Όλα αυτά δεν είναι ακατάλληλα για την πρακτική ερμηνεία (δ). Και πλατύτερα:
Η δικαιοσύνη του Χριστού είναι η στολή, η λαμπρή και κύρια ενδυμασία, την οποία
ενδύονται αυτοί που επιστρέφουν με τη μετάνοια. Ενδύονται τον Ιησού Χριστό,
διότι και η μετάνοια δεύτερο βάπτισμα είναι και στο βάπτισμα ντυνόμαστε τον Ιησού Χριστό,
τον ήλιο της δικαιοσύνης που αστράπτει. Καινούργια κτίση, νέα φύση παρέχεται
σε μας και με τη μετάνοια, όπως και με το βάπτισμα και η στολή αυτή είναι
«ιμάτιο σωτηρίας και χιτώνας ευφροσύνης», με τα οποία «σαν νύφη στολίζει»
ο Κύριος αυτούς που επιστρέφουν σε αυτόν (Ησ. κα 10). Ο αρραβώνας του Πνεύματος,
«με τον οποίο σφραγιστήκαμε την ημέρα της απολύτρωσής μας (βάπτισμα) είναι
το δαχτυλίδι του χεριού. Όσοι αγιάστηκαν στολίζονται και αξιοποιούνται.
Δίνεται σε αυτούς εξουσία και δύναμη όπως άλλοτε στον Ιωσήφ έδωσε ο Φαραώ
δίνοντάς του δαχτυλίδι. Και υποδήματα στα πόδια όχι μόνο ώστε αυτός να περπατά
ανεμπόδιστα στην οδό της αρετής, αλλά και για να καθοδηγεί και άλλους σε αυτήν
με την ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης (Εφεσ. στ 15) με το να γίνεται παράδειγμα
ενθάρρυνσης και επιστροφής και στους άλλους. Αυτούς που μετανοούν και αληθινά
επιστρέφουν χρησιμοποιεί ο Θεός και για διδασκαλία άλλων. Ο Δαβίδ όταν συγχωρέθηκε
«διδάσκει τους παράνομους τους δρόμους» του Κυρίου «και ασεβείς μέσω αυτού θα επιστρέψουν»
ενώ ο Πέτρος όταν επέστρεψε στήριξε τους αδελφούς του.