ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
[Βιβλίο: Αντιχιλιαστικό Εγχειρίδιο] ΕΙΚΟΝΕΣ.
Οι Χιλιασται είναι εικονομάχοι. Δεν χρησιμοποιούν και δεν τιμούν τας ιεράς εικόνας. Ταράσσονται προ αυτών ως δαιμονισμένοι, χλευάζουν και καταπατούν αυτάς, και χαρακτηρίζουν την χρήσιν και τιμήν των ως ειδωλολατρίαν.
Διαφορά εικόνων και ειδώλων
Οι Χιλιασται παραπέμπουν ήμας εις Το χωρίον Έξόδ. κ' 4-5: «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»[Μετάφραση:Βιβλική Εταιρεία. Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει ο,τιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, κάτω απ’ τη γη. Δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου].
Το χωρίον τουτο απαγορεύει να κατακευάζη τις ομοίωμα ως είδωλον και να λατρεύη αυτό. Καταδικάζει δηλαδή την ειδωλολατρίαν. Αλλ’ οι Χιλιασται, χαρακτηρίζοντες την χρήσιν και τιμήν προς τας εικόνας ως ειδωλολατρίαν, διαπράττουν κολοσσιαίον σφάλμα αγραμματωσύνης. Συγχέουν την απλήν εικόνα προς το είδωλον και την σχετικήν τιμήν προς την απόλυτον. Ειδωλολατρία, όπως η λέξις αφ’ εαυτης φανερώνει, είνε η λατρεία των ειδώλων. Τα δε είδωλα είνε ομοιώματα ψευδών θεοτήτων, τα οποία ο άνθρωπος κατηντησε να ταυτίζη προς τας θεότητας! Οι ειδωλολάτραι δηλαδή ενόμιζον, ότι το άγαλμα ενός θεού έχει ζωήν, αισθάνεται, άκούει, βλέπει, τρώγει, πίνει κ.λπ., έχει δύναμιν και είναι αυτός ο ίδιος ο θεός! Οι Ισραηλίται εις την έρημον κατεσκεύασαν χρυσούν μόσχον ως ομοίωμα ψευδών θεών, διά να προπορεύεται αυτων και να τους οδηγή (Έξόδ. λβ'). Και οι Βαβυλώνιοι εγέμιζον την κοιλίαν του τεραστίου αγάλματος του θεού Βηλ με μεγάλας ποσότητας τροφών, διότι ενόμιζον ότι το άγαλμα είνε θεός ζων και τρώγει. Ο δε Ησαΐας λέγει, ότι ο ειδωλολάτρης μέρος μεν του ξύλου καίει δια νά θερμαινεται και ψήνη άρτον, και μέρος αυτόυ χρησιμοποιεί δια να κατασκευάζη θεόν, είδωλον. Και προσκυνεί το γλυπτον και προσεύχεται εις αυτό λέγων: «Λύτρωσέ με, διότι σύ είσαι Θεός μου» (Δες Ήσ. μδ' 9-20, ιδίως δε τους στίχ. 10 και 15-17. Δες και Δευτ. δ' 28- Δαν. ε' 23 κ.ά.).
Αι χριστιανικαί εικόνες διαφέρουν των ειδώλων όσον ο ουρανός διαφέρει της γης. Διότι αι χριστιανικαι εικόνες ούτε ομοιώματα ψευδών θεοτήτων είνε, ούτε ταυτίζονται προς την Θεότητα. Ημεις οι χριστιανοι δεν πιστεύομεν, ότι τα ξύλα και τα χρώματα αισθάνονται, ακούουν, βλέπουν κ.λπ., έχουν δύναμιν αφ’ εαυτών και είνε η ιδία η Θεότης. Άπαγε της βλασφημίας! Ημεις έχομεν τας εικόνας ως παραστασεις και φωτογραφίας, αι οποίαι υπενθυμίζουν εις ημας ζωηρως τον Θεόν και Χριστόν, την Παναγίαν, τους Αγίους, τους Αγγέλους και γεγονότα της ιεράς και εκκλησιαστικής ιστορίας. Επειδή δεν είμεθα μόνον πνεύμα, αλλά και σώμα, αισθανόμεθα την ανάγκην και αισθητών πραγμάτων. Βλέποντες δε τας εικόνας, βοηθούμεθα ν’ ανέλθωμεν πνευματικως. Ενθυμούμεθα, διδασκόμεθα, συγκινούμεθα. Δια τους αγραμμάτους μάλιστα αι εικόνες είνε βιβλία.
Η δε τιμή, την οποίαν δεικνύομεν προς τας εικόνας, είναι σχετική· Δεν αναφέρεται εις τας εικόνας αυτάς καθ’ εαυτάς, αλλ’ εις τα εικονιζόμενα προσωπα. «Η της εικόνος τιμή επι το πρωτότυπον διαβαινει».
Όπως γενικως οι άνθρωποι, και μάλιστα και αυτοί οι Χιλιασται, έχουν φωτογραφίας προσφιλών προσώπων των, και τηρούν αυτάς εις τα θυλάκιά των, και αναρτουν εις περίοπτον θέσιν της οικίας των, και βλέπουν και συγκινούνται και ασπάζονται ενίοτε μετά δακρύων, και θεωρούν ασέβειαν νά καταπατηση τις τας φωτογραφίας των προσφιλών προσώπων των, ούτω και ημεις έχομεν τας εικόνας των κατά πολύ προσφιλεστέρων προσώπων της Πίστεώς μας. Και όπως δεν είναι ειδωλολάτραι οι χρησιμοποιούντες φωτογραφίας, ούτω δεν είμεθα ειδωλολάτραι και ημείς, οι οποίοι χρησιμοποιούμεν ιεράς εικόνας. Είναι βεβαιως αληθές, ότι παρατηρούνται υπερβολαί τινές και καταχρήσεις σχετικώς με τας εικόνας. Αλλ’ η κατάχρησις δεν καταργεί την χρήσιν. Ποιου άλλωστε πράγματος δεν γίνεται κατάχρησις;Η χρήσις των εικόνων και η προς αυτάς τιμή έχουν ερείσματα εις την Γραφήν.
Χρήσις εικόνων
«εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ. καὶ Σεραφὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ καὶ ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καὶ ταῖς μὲν δυσὶ κατεκάλυπτον τὸ πρόσωπον, ταῖς δὲ δυσὶ κατεκάλυπτον τοὺς πόδας καὶ ταῖς δυσὶν ἐπέταντο»[είδα τον Κύριο να κάθεται πάνω σε θρόνο μεγαλόπρεπο και υπερυψωμένο. Οι άκρες του μανδύα του γέμιζαν το ναό. Μπροστά του στέκονταν σεραφίμ, που καθένα τους είχε έξι φτερούγες: δύο για να σκεπάζουν το πρόσωπό τους, δύο για να σκεπάζουν το σώμα τους και τις άλλες δυο για να πετάνε] (Ήσ. στ' 1-2).
Τον Θεόν όπως είναι, ως πνεύμα, ουδείς είδε ποτέ (Ιωάν. α' 18- Α' Τιμ. στ' 16· Α' Ίωάν. δ' 12). Και όχι μόνον τον Θεόν, αλλά και τον άγγελον ως πνεύμα δεν δύναται ο άνθρωπος να δει. Εν τουτοις και τους αγγέλους και τον Θεόν δύναται ο άνθρωπος να δει, όταν παρουσιάζωνται με αισθητήν μορφήν. Ούτως ό Ησαΐας είδε τον Κύριον ως βασιλέα επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και κύκλω αυτού είδε Σεραφίμ με εξι πτέρυγας έκαστον. Ό προφήτης δηλαδή είδε και περιέγραψε τον Κύριον και τους αγγέλους εν εικονική μορφή. Αλλ’ ό,τι παρουσιάσθη και περιεγράφη εν εικονική μορφή, διατί δεν θα ηδύνατο και να ζωγραφισθή; Διατί επιτρέπονται εικόνες εις ορά¬ματα και δια του λόγου, και δεν θα επετρέποντο εικόνες δια του χρωστήρος;
Αι διάφοροι εικονικαί παραστάσεις της Γραφής διδάσκουν υψηλάς δογματικός και ηθικάς αληθείας. Ούτω και αι ιεραί εικόνες της Εκκλησίας.
«καὶ ποιήσεις δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτὰ καὶ ἐπιθήσεις αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου»[θα κατασκευάσουν δύο χερουβίμ από χρυσάφι σφυρηλατημένο και θα τα τοποθετήσουν, ένα σώμα με το ιλαστήριο στις δύο άκρες του, ένα σε κάθε άκρη] (Έξόδ. κε' 17 [18]).
Ό Θεός διέταξε τον Μωυσήν νά κατασκευάση δύο χρυσά Χερουβίμ, και να τοποθετηςη αυτά εις τα δύο άκρα του ίλαστηρίου επιθήματος της κιβωτου.
«καὶ ἐποίησεν (ο Σολομών) ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἁγίῳ τῶν ἁγίων Χερουβὶμ δύο, ἔργον ἐκ ξύλων καὶ ἐχρύσωσεν αὐτὰ χρυσίῳ» [Κατασκεύασε δύο χερουβίμ, έργο σκαλιστό, ντυμένο με χρυσάφι, και τα τοποθέτησε στα άγια των αγίων] (Β' Παρ. [Β' Χρον.] γ' 10).
«Σε όλους τους τοίχους του ναού τόσο του εξωτερικού τμήματος όσο και του ενδότερου, υπήρχαν ολόγυρα σκαλιστά σχήματα που παρίσταναν χερουβίμ, φοίνικες και ανοιχτά λουλούδια» (Α' Βασιλέων στ' 29 κατά Το Εβραϊκόν, προς ό πρβλ. Γ' Βασιλειών στ' 29 κατά τους θ'. Δες και Γ' Βασιλ. στ' 32, 35).
«καὶ ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀνὰ μέσον τῶν ἐξεχομένων λέοντες καὶ βόες καὶ Χερουβίμ»[Πάνω στα πλαίσια και στα υποστηρίγματα υπήρχαν διακοσμήσεις από λιοντάρια, βόδια και χερουβίμ] (Γ' Βασ. ζ' 16 [Α' Βασιλέων ζ' 29]).
Όπως ο Μωϋσής, ούτω και ο Σολομών κατεσκεύασε τα δύο Χερουβίμ διά το ιλαστήριον και πολλά άλλα Χερουβίμ, δια των οποίων εκόσμησε τον υπ’ αυτου κτισθέντα περίφημον ναόν. Τον ναόν εκόσμησεν επίσης με γλυπτάς παραστασεις φοινίκων, ανθέων, λεόντων και βοών. Άρα δεν άπαγορεύονται τα ομοιώματα γενικώς, αλλά μόνον ειδικώς όταν είνε είδωλα, όταν δηλαδή νομίζωνται θεοί. Οι γλυπτοί βόες του ναού του Σολομώντος δεν ήσαν αξιοκατάκριτοι, ο χρυσούς μό¬σχος εις την έρημον ήτο αξιοκατάκριτος, διότι ήτο είδωλον, ενομίζετο δηλαδή θεός.
«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» [Ο Λόγος έγινε άνθρωπος
κι έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα](Ίωάν. α' 14).
Αφού ο Θεός Λόγος έλαβε σάρκα και είδομεν αυτόν, δυνάμεθα κάλλιστα να εξεικονίζωμεν αυτόν, όπως πάντα άνθρωπον. Ο αρνούμενος την εξεικόνισιν του Χριστού είναι ως εάν ηρνείτο την σάρκωσιν αυτού.
«Ος [ο Χριστός] εστίν εικών του Θεού τον αοράτου»[ Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού] (Κολ. α' 15).
Ο Θεός όπως είναι, ως πνεύμα, είνε αόρατος. Δεν παρουσιάζει ορατήν μορφήν ή εικόνα. Αλλ’ εν τω Χριστώ ο αόρατος Θεός, ολόκληρος η Θεότης (Κολ. α' 19, β' 9), αποκτά ορατήν μορφήν ή εικόνα. Λόγω δηλαδή της σαρκός, ο Χριστός είναι ορατή εμφάνισις (=εικών) του αοράτου Θεού (Πρβλ. Ίωάν. ιδ' 9). Αφού δε ό αόρατος Θεός απέκτησεν εικόνα, και μάλιστα όχι σκιώδη όπως κατά τας εμφανίσεις της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά πραγματικήν σωματικήν εικόνα, κάλλιστα δυνάμεθα νά εικονίζωμεν τον Θεόν-Χριστόν, όπως πάντα άνθρωπον. Ο αόρατος και ανείκαστος ωράθη και εικονίζεται. Το Άγιον Πνεύμα φιλοτέχνησε την εικόνα του δια σαρκός και αίματος, και ημείς δυνάμεθα να φιλοτε¬χνώμεν την εικόνα του δια ξύλου ασήπτου, χρωμάτων, αργύρου, χρυσού, πολυτίμων λίθων και παντός πολυτίμου πράγματος. Αν υπήρχον φωτογράφοι την εποχήν του Χριστού, ασφαλώς θα εφωτογράφουν τον Κύριον και ό Κύριος δεν θα τους κατέκρινεν. Ως εκ περισσού τέλος αναφέρομεν, ότι εικονικαί παραστασεις εχρησιμοποιούντο υπό της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων και ευρίσκονται εις τας κατακόμβας.
Θαύματα εικόνων
Ο Θεός θαυματουργεί όχι μόνον απ’ ευθείας ή δια μέσου προσώπων, αλλά και δια μέσου διαφόρων αντικειμένων. Ιδού σχετικά χωρία της Γραφής:
«εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ῥάβδος. καὶ εἶπε· ῥίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις»[Τότε ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;» Αυτός απάντησε: «Ραβδί».«Ρίξ’ το στη γη», του είπε ο Κύριος. Ο Μωυσής το έριξε στη γη, και το ραβδί μεταμορφώθηκε σε φίδι](Έξόδ. δ' 2-3). '
Η ράβδος του Μωϋσέως έγινεν όφις. Έπειτα ο όφις έγινε πάλιν ράβδος (στίχ. 4). Μετά ταύτα η ράβδος εθαυματουργησε πολλάκις. Έπληξε π.χ. την Ερυθράν Θάλασσαν και εσχίσθη το ύδωρ (Έξόδ. ιδ' 16, 21), έπληξε τον βράχον και έρρευσαν ύδατα](Έξόδ. ιζ' 5-6- Άριθ. κ' 11). Θαυματουργός ράβδος. Όχι ότι είχε την δύναμιν να θαυματουργή αφ’ εαυτής, Αλλ’ εθαυματούργει με την δύναμιν του Θεού.
«ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν εἰς οἶκον Λευὶ καὶ ἐξήνεγκε βλαστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα»[ το ραβδί του Ααρών, της φυλής Λευί, είχε ανθίσει. Είχαν ανοίξει τα μπουμπούκια, είχαν σχηματιστεί λουλούδια και είχαν δέσει μύγδαλα] (Άριθ. ιζ' 23 κατά τους Ο΄, 8 κατά Το Εβραϊκόν).
Ο Θεός εδωσεν εις την ράβδον του Ααρών την δύναμιν νά βλαστήση, ανθήση και καρποφορήση.
«ὡς δὲ εἰσεπορεύοντο οἱ ἱερεῖς οἱ αἴροντες τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην καὶ οἱ πόδες τῶν ἱερέων τῶν αἰρόντων τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐβάφησαν εἰς μέρος τοῦ ὕδατος τοῦ Ἰορδάνου…καὶ ἔστη τὰ ὕδατα τὰ καταβαίνοντα ἄνωθεν, …καὶ ὁ λαὸς εἱστήκει ἀπέναντι Ἱεριχώ.καὶ ἔστησαν οἱ ἱερεῖς οἱ αἴροντες τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐπὶ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τοῦ Ἰορδάνου· καὶ πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ διέβαινον διὰ ξηρᾶς, ἕως συνετέλεσε πᾶς ὁ λαὸς διαβαίνων τὸν Ἰορδάνην» [Όταν οι ιερείς με την κιβωτό έφτασαν στο ποτάμι και τα πόδια τους βράχηκαν στην άκρη του νερού, τότε, τα νερά που κατέβαιναν από πάνω στάθηκαν και μαζεύτηκαν σ’ ένα σωρό,…Οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου σταμάτησαν στο στεγνό έδαφος στη μέση του ποταμού, ώσπου πέρασε από ’κει όλος ο λαός Ισραήλ και διάβηκαν τον Ιορδάνη (Ίησ. γ' 15-17).
Μόλις οι ιερείς πάτησαν εις τα ύδατα του Ιορδάνου κρατούντες την κιβωτόν της διαθήκης, τα άνωθεν κατερχόμενα ύδατα του Ιορδάνου εστάθησαν και ούτως ο λαός διήλθε τον Ιορδάνην επί ξηρας. Η δε κιβωτός παρέμεινεν εν τω Ιορδάνη, μέχρις ότου διήλθεν όλος ο λαός. Όπως δηλαδή εν τη Ερυθρά Θαλάσση έγινε θαύμα δια της ράβδου, ούτως εν τω Ιορδάνη έγινε θαύμα δια της κιβωτού.
«καὶ ἔλαβεν Ἠλιοὺ τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ καὶ εἵλησε καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ, καὶ διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβησαν ἀμφότεροι ἐν ἐρήμῳ»[Τότε ο Ηλίας πήρε το μανδύα του, τον δίπλωσε και χτύπησε μ’ αυτόν τα νερά. Αυτά άνοιξαν στα δυο και πέρασαν ανάμεσα οι δύο άντρες πατώντας σε ξηρά] (Δ' Βασ. β' 8).
Ο Ηλίας εκτύπησε με την μηλωτήν του τον Ιορδάνην και τα ύδατα του Ίορδάνου εσχίσθησαν και ο Ηλίας και ό Ελισαίος διέβησαν ούτω τον ποταμόν ως δια ξηρας. Οπως δηλαδή άλλοτε έγινε θαύμα εν τω Ιορδάνη δια της κιβωτου, ούτω τώρα γίνεται θαύμα δια του ενδύματος του Προφήτου.
«Δυνάμεις τε οὐ τὰς τυχούσας ἐποίει ὁ Θεὸς διὰ τῶν χειρῶν Παύλου, ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς νόσους, τά τε πνεύματα τὰ πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν»[Ο Θεός έκαμνε με τα χέρια του Παύλου θαύματα όχι συνηθισμένα. Οι άνθρωποι έπαιρναν ακόμη και τα μαντίλια της κεφαλής ή του λαιμού, που τα είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος και τα έβαζαν πάνω στους ασθενείς. Αυτοί τότε γιατρεύονταν από τις αρρώστιες τους, και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν απ’ αυτούς](Πράξ. ιθ' 11-12).
Μεγάλα θαύματα εκανεν ο Θεός δια μέσου του Παύλου, ώστε και μανδήλια και περιζώματα από του σώματος αυτού εφέροντο και ετίθεντο επί των ασθενών και αι νόσοι εφυγαδεύοντο και τα πονηρά πνεύματα εξήρχοντο εξ αύτων. Ο Θεός εθαυματουργει και δια μέσου των μανδηλίων και των περιζωμάτων του Αποστολου.
«Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά… ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν»[Μέσω των αποστόλων γίνονταν πολλά εκπληκτικά θαύματα στο λαό… Ακόμη και στις πλατείες έφερναν τους ασθενείς και τους ξάπλωναν σε κρεβάτια και σε φορεία, για να πέσει πάνω σε κάποιον απ’ αυτούς έστω και η σκιά του Πέτρου όταν αυτός ερχόταν](Πράξ. ε' 12, 15).
Πολλά και μεγάλα θαύματα εγίνοντο δια των Αποστόλων, ώστε έφερον τους ασθενείς εις τας πλατείας, και έθετον αυτούς επί κλινών και κραββάτων, ώστε, όταν θα ήρχετο ο Πέτρος, έστω η σκιά του να πέση επάνω εις κανένα εξ αυτών και να θεραπευθή. Και δια μέσου της σκιάς του Αποστόλου ο Θεός εθαυματουργει! Έχει δε τούτο ιδιαιτέραν σημασίαν ως προς το θέμα των εικόνων. Διότι η σκιά είνε είδος εικόνος.
Ο Θεός λοιπόν θαυματουργεί και δια μέσου διαφόρων αντικειμένων, τα οποία έχουν σχέσιν προς αυτόν ή τους αγίους του, και δια μέσου σκιάς, η οποία είνε είδος εικόνος. Και τουτο δια να δοξάζη εαυτόν και τους αγιους του. Αλλ’ αφού ο Θεός θαυματουργεί διά μέσου άλλων αντικειμένων και δια μέσου σκιών, αι οποίαι είναι είδος εικόνων, διατί δεν θα έπρεπε να δεχθώμεν ότι θαυματουργεί και δια μέσου ιερών εικόνων; Πράγματι, ως διαπιστώνουν ερευνητικοί και απλοϊκοί άνθρωποι, υπάρχουν εικόνες, αι οποίαι θαυματουργούν, όχι βεβαιως αφ’ εαυτών, αλλά με την δύναμιν του Θεού, δια να δοξάζωνται τα ιερά προσωπα, τα οποία εικονίζουν, και να ενισχύεται η πίστις και η ευλάβεια.
Τιμή προς τας εικόνας
Η Γραφή διδάσκει τον σεβασμόν προς τα ιερά αντικείμενα. Αναφέρομεν σχετικά χωρία.
«καὶ συντελέσουσιν Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καλύπτοντες τὰ ἅγια καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἅγια ἐν τῷ ἐξαίρειν τὴν παρεμβολήν, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσονται υἱοὶ Καὰθ αἴρειν καὶ οὐχ ἅψονται τῶν ἁγίων, ἵνα μὴ ἀποθάνωσι»[ Όταν ο Ααρών και οι γιοι του θα έχουν τελειώσει με το σκέπασμα του αγιαστηρίου και των σκευών του, την ώρα που το στρατόπεδο ξεκινάει, θα έρχονται οι Κααθίτες να σηκώσουν τα άγια σκεύη· δεν θα τα αγγίζουν όμως καθόλου, γιατί θα πεθάνουν] (“Αριθ. δ'15)
Αντικείμενα θρησκευτικής και λειτουργικής χρήσεως και σημασίας χαρακτηρίζονται «άγια». Τα άγια πράγματα της Σκηνής του Μαρτυρίου εκαλύπτοντο μετά προσοχής. Επετρέπετο δε να καλύπτωνται μόνον υπό του Ααρών και των υιών αυτού. Και αφού εκαλύπτοντο, προκειμένου νά εκκινήση το στρατόπεδον, οι υιοι Καάθ εκ των Λευϊτών μετέφερον αυτά, χωρίς να εγγίζουν αυτά καθ’ εαυτά. Αν ήγγιζον, θα εθανατώνοντο. Πάντα ταύτα δεικνύουν μεγάλον σεβασμόν προς τα ιερά αντικείμενα της Σκηνής του Μαρτυρίου, του πρώτου και φορητου Ναού των Ισραηλιτών.
«καὶ οὐ μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐξάπινα τὰ ἅγια καὶ ἀποθανοῦνται»[Αλλά οι Κααθίτες δε θα μπούν ούτε για μια στιγμή να δουν τα άγια όταν σκεπάζονται, γιατί αλλιώς θα πεθάνουν](Άριθ. δ' 20).
Καίτοι οι Κααθίται μετέφερον τα άγια, όχι μόνον να εγγίσουν, αλλά και να ίδουν αυτά επ’ ολίγον απηγορεύετο αυστηρότατα. Αν έβλεπον, θα εθανατωνοντο.Τοση ευλάβεια προς τα άγια πράγματα της Σκηνής του Μαρτυρίου!
«καὶ ἐξέτεινεν Ὀζὰ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ κατασχεῖν αὐτὴν καὶ ἐκράτησεν αὐτήν, ὅτι περιέσπασεν αὐτὴν ὁ μόσχος. καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος τῷ Ὀζά, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐκεῖ ὁ Θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ παρὰ τὴν κιβωτὸν»[ο Ουζζά άπλωσε το χέρι του στην κιβωτό του Θεού να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβεια του· πέθανε εκεί, κοντά στην κιβωτό του Θεού] (Β' Βασ. [Β' Σαμ.] στ' 6-7).
Κατά την μεταφοράν της επί αμάξης η κιβωτός εταλαντεύθη και ο Οζά, επειδή εφοβήθη μήπως πέση, άπλωσε την χείρα του και εκράτησε την κιβωτόν, ενώ τουτο απηγορεύετο. Ο δε Θεός ετιμώρησεν επί τόπου με θάνατον την πράξιν του Οζά ως ασέβειαν προς την κιβωτόν.
«Καὶ οὐκ ἠσμένισαν οἱ υἱοὶ Ἰεχονίου ἐν τοῖς ἀνδράσι Βαιθσαμύς, ὅτι εἶδον κιβωτὸν Κυρίου· καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἄνδρας, καὶ πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν»[Από τους κατοίκους όμως της Βαιθ-Σεμές ο Κύριος θανάτωσε πέντε χιλιάδες εβδομήντα άντρες, γιατί κοίταξαν την κιβωτό του Κυρίου (Α' Βασ. [Α' Σαμ.] στ' 19).
Επειδή οι άνδρες της Βαιθσαμύς έρριψαν τα βλέμματά των εις την κιβωτόν, ο Θεός θανάτωσε δι’ ασέβειαν υπέρ τους 50.000 άνδρας!
«καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ὑψώθης, καὶ τὰ σκεύη τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἤνεγκαν ἐνώπιόν σου, καὶ σὺ καὶ οἱ μεγιστᾶνές σου καὶ αἱ παλλακαί σου καὶ αἱ παράκοιτοί σου οἶνον ἐπίνετε ἐν αὐτοῖς»[ Προκάλεσες τον Κύριο του ουρανού και διέταξες να φέρουν μπροστά σου τα σκεύη του ναού του και ήπιατε απ’ αυτά κρασί εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου και οι παλλακίδες σου](Δαν. ε' 23).
Κατά εν συμπόσιον ο βασιλεύς Βαλτάσαρ τα ιερά σκεύη του ναού της Ιερουσαλήμ, τα οποία ο πατήρ του ο Ναβουχοδονόσορ μετέφερεν εις Βαβυλώνα, εχρησιμοποίησεν ως κοινά σκεύη, και έπινον εξ αυτών αυτός και οι μεγιστάνες και αι γυναικες και αι παλλακίδες του. Τοτε απέναντι του βασιλέως εις τον τοίχον του ανακτόρου μυστηριώδης χειρ έγραψε την μυστηριώδη γραφήν «μανή, θεκέλ, φάρες» (Δαν. ε' 5, 25). Ο Δανιήλ, εξηγών εις τον Βαλτάσαρ την μυστηριώδη αυτην γραφήν, η οποία εσήμαινε το τέλος της αμαρτωλής βασιλείας του, ως αιτίαν του τέλους ανέφερε την υπερηφάνειαν του βασιλέως απέναντι του Θεού, ως εκδήλωσιν δε της υπερηφανείας αυτής ανέφερε την καταφρόνησιν και βεβήλωσιν των ιερών σκευών. Η ασέβεια προς τα ιερά σκεύη ήτο ασέβεια προς τον Θεόν. Κατ’ αυτήν δε την νύκτα του συμποσίου ο Βαλτάσαρ έφονεύθη και η βασιλεία του περιήλθεν εις τους Μήδους.
«καί ἔλαβον ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου καὶ εἰσήνεγκαν αὐτὴν εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ παρέστησαν αὐτὴν παρὰ Δαγών.καὶ ὤρθρισαν οἱ Ἀζώτιοι καὶ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ· καὶ ἤγειραν τὸν Δαγὼν καὶ κατέστησαν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ…καὶ ἐγένετο ὅτε ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου»[Οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό του Θεού και την έφεραν από την Έβεν-Έζερ στην Ασδώδ, στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν πλάι στο άγαλμα του Δαγών. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν οι κάτοικοι της Ασδώδ, είδαν το Δαγών να είναι πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έστησαν πάλι στη θέση του. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν, πάλι ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου](Α' Βασ. [Α' Σαμ.] ε' 2-4).
Οι Φιλισταίοι ήρπασαν την Κιβωτόν και εγκατέστησαν αυτήν εις τον ναόν του θεού Δαγών. Ο δε Δαγών, το άγαλμα-είδωλον, έπεσε κατά προσωπον αυτού ενώπιον της Κιβωτου. Ήγειραν αυτόν και έστησαν εις τον τοπον αυτού. Αλλά πάλιν έπεσε κατά προσωπον αυτού ενώπιον της Κιβωτου. Ο Θεός έκανεν, ώστε και το είδωλον να πέση και να προσκυνήση την Κιβωτόν.
«τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Κυρίου;... μὴ δὴ ἐξαποστείλητε αὐτὴν κενήν, ἀλλ᾿ ἀποδιδόντες ἀπόδοτε αὐτῇ τῆς βασάνου… κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων πέντε ἕδρας χρυσᾶς… καὶ μῦς χρυσοῦς»[ «Τι να κάνουμε με την κιβωτό του Κυρίου; …να μην τη στείλετε άδεια, αλλά να του την επιστρέψετε μαζί με μια προσφορά επανόρθωσης. …Θα προσφέρετε πέντε χρυσά ομοιώματα πρηξιμάτων… και…χρυσά ομοιώματα ποντικών](Α' Βασ. [Α' Σαμ.] στ' 2-5).
Επειδή οι Φιλισταίοι ήρπασαν την Κιβωτόν, ο Θεός έπληξεν αυτους με αιμορροΐδας και κατέστρεφε την χώραν των με ποντικούς. Οι δε Φιλισταίοι, δια ν’ απαλλαγούν εκ των μαστίγων τουτων, επέστρεψαν την Κιβωτον με αφιερώματα, πέντε χρυσά ομοιώματα εδρών κατά τους Ο΄, αιμορροΐδων κατά το Εβραϊκόν, και πέντε χρυσά ομοιώματα ποντικών. Τα αφιερώματα ήσαν ένδειξις τιμής προς την Κιβωτον αντί της προσγενομένης εις αύτην προσβολής και έγιναν δεκτά.
«καὶ τὴν σκηνὴν δὲ καὶ πάντα τὰ σκεύη τῆς λειτουργίας τῷ αἵματι ὁμοίως ἐῤῥάντισε»[Με τον ίδιο τρόπο ράντισε με το αίμα τη σκηνή και όλα τα λατρευτικά σκεύη](Έβρ. θ'21)
Ο Μωϋσής ερράντισε με το αίμα των θυσιών την Σκηνήν του Μαρτυρίου, εν τη οποία, σημειωθήτω ιδιαιτέρως, ήσαν και τα δύο γλυπτά Χερουβίμ, ερράντισε δε και όλα τα λειτουργικά σκεύη. Τουτο δε βεβαίως ήτο τιμή και σεβασμός προς τα ιερά αυτά πράγματα.
«καὶ θήσεις αὐτὸ ἀπέναντι τοῦ καταπετάσματος τοῦ ὄντος ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τῶν μαρτυρίων… καὶ θυμιάσει ἀπ᾿ αὐτοῦ Ἀαρὼν θυμίαμα»[Το θυσιαστήριο θα τοποθετηθεί μπροστά από το καταπέτασμα που κρύβει την κιβωτό της διαθήκης… ο Ααρών θα προσφέρει σ’ αυτό το θυσιαστήριο εύοσμο θυμίαμα](Έξόδ. λ' 6-7. Δες και μ' Δες επίσης Α' Παρ. στ' 34 [Α' Χρον. στ' 49]).
Ο Θεός διέταξε να καίεται θυμίαμα απέναντι της Κιβωτού, επί της οποίας, σημειωθήτω ιδιαιτέρως, ευρίσκοντο τα δύο γλυπτά Χερουβίμ. Τούτο δε βεβαιως συνίστα τιμήν και σεβασμόν προς την Κιβωτον. Αλλ’ αφού οι Ισραηλίται έκαιον θυμίαμα προ της Κιβωτου, χωρίς τούτο να είναι ειδωλολατρία, διατί οι Χιλιασται θεωρούν ειδωλολατρίαν το ότι ημείς καίομεν θυμίαμα ενώπιον των ιερών εικόνων;
«καὶ περιελθοῦσα ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ.
καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ἀνέστη Ἰησοῦς τὸ πρωΐ, καὶ ᾖραν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου,
καὶ οἱ ἑπτὰ ἱερεῖς οἱ φέροντες τὰς σάλπιγγας τὰς ἑπτὰ προεπορεύοντο ἐναντίον Κυρίου, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσεπορεύοντο οἱ μάχιμοι καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ὄπισθεν τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου· καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι, καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ἅπας περιεκύκλωσε τὴν πόλιν ἑξάκις ἐγγύθεν καὶ ἀπῆλθε πάλιν εἰς τὴν παρεμβολήν. οὕτως ἐποίει ἐπὶ ἓξ ἡμέρας. καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀνέστησαν ὄρθρου καὶ περιήλθοσαν τὴν πόλιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἑπτάκις·…καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξιν οἱ ἱερεῖς· ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ λαὸς τῶν σαλπίγγων, ἠλάλαξε πᾶς ὁ λαὸς ἅμα ἀλαλαγμῷ μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ καὶ ἔπεσεν ἅπαν τὸ τεῖχος κύκλῳ, καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὴν πόλιν» [Έτσι, η κιβωτός του Κυρίου έκανε μια φορά το γύρο της πόλης κι έπειτα επέστρεψαν στο στρατόπεδο και πέρασαν εκεί τη νύχτα. Νωρίς το άλλο πρωί σηκώθηκε ο Ιησούς, και οι ιερείς σήκωσαν πάλι την κιβωτό του Κυρίου. Οι εφτά ιερείς με τις κεράτινες σάλπιγγες βάδιζαν μπροστά από την κιβωτό σαλπίζοντας συνεχώς. Η εμπροσθοφυλακή προχωρούσε μπροστά τους και η οπισθοφυλακή ακολουθούσε την κιβωτό του Κυρίου. Τη δεύτερη μέρα έκαναν μία φορά το γύρο της πόλης και επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Έξι μέρες έκαναν το ίδιο.Την έβδομη μέρα σηκώθηκαν με την αυγή κι έκαναν εφτά φορές το γύρο της πόλης με τον ίδιο τρόπο. Ήταν η μόνη μέρα που έκαναν το γύρο της πόλης εφτά φορές. …Μετά οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες· και μόλις ο λαός άκουσε τον ήχο της σάλπιγγας, ξέσπασε σε μεγάλον αλαλαγμό και σωριάστηκε το τείχος. Τότε ο στρατός επιτέθηκε στην πόλη, όρμησαν κατ’ ευθείαν μέσα και την κατέλαβαν](Ίησ. στ' 11-20).
Κατ’ έντολήν του Θεού οι Ισραηλίται, ιερεις, πολεμισται και λαός, επί επτά ημέρας περιήρχοντο τα τείχη της Ιεριχούς, εξάκις της ημέρας κατά τας πρώτας εξ ημέρας, και επτάκις κατά την εβδόμην ημέραν. Εκ δε των ιερέων άλλοι μέν εβάσταζον και περιέφερον πέριξ των τειχών την κιβωτον της διαθήκης, άλλοι δε εκράτουν σάλπιγγας και εσάλπιζον. Κατά δε την εβδόμην ημέραν εξέβαλε και ο λαός ισχυρόν αλαλαγμόν και τα τείχη της πόλεως κατέπεσαν. Είναι φανερόν, ότι ενταύθα έχομεν θρησκευτικήν πομπήν μετά περιφοράς της κιβωτού πέριξ πόλεως προς εκδήλωσιν πίστεως και τέλεσιν θαύματος (Έβρ. ια' 30). Με μίαν λέξιν, έχομεν λιτανείαν. Οι Εβραίοι ελιτάνευον την κιβωτόν (Δες και Β' Βασ. [Β' Σαμ.] στ'· Α' Παρ. [Α' Χρον.] ιγ'· ιε'-ιστ'· Β' Παρ. [Β' Χρον.] ε'), ημείς δε λιτανεύομεν τας ιεράς εικόνας. Ταύτα αποδεικνύουν, ότι η τιμή προς τας εικόνας είναι Γραφικώς βάσιμος. Ως δε προείπομεν, αι εικόνες εν τη Εκκλησία τιμώνται όχι αυταί καθ’ εαυτάς, ως ξύλα, χρώματα κ.λπ., Αλλ’ εν σχέσει προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαινει.
[Βιβλίο: Διαλογική συζήτησιςΕυαγγελικών και Ορθοδόξων). ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ
Ὀρθόδοξος: Ἐπιθυμεῖτε κ. Εὐαγγελικέ νά συνομιλήσωμεν περί τῶν μνημοσύνων;
Εὐαγγελικός: Εὐχαρίστως.
Ὀρθόδοξος: Ἐπί τριῶν βάσεων θά στηριχθῶμεν διά νά συζητήσωμεν περί τῶν μνημοσύνων: Εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, Ἱεράν Παράδοσιν καί τήν ἀνθρωπίνη λογικήν.
Εὐαγγελικός: Ἐγώ ὅμως δέν δέχομαι τήν ἱεράν παράδοσιν παρά τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων.
Ὀρθόδοξος: Ἔστω.
ΠΡΩΤΟΝ: Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Εὐαγγελικός: Καί σᾶς ἐρωτῶ. Ἔχετε χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς τά ὁποία ρητῶς νά ὁμιλῶσι περί μνημοσύνων ἤτοι περί δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;
Ὀρθόδοξος: Σᾶς ἐρωτῶ καί ἐγώ. Ἔχετε καί σεῖς χωρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς τά ὁποία ρητῶς ἀπαγορεύουν τάς δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;
Εὐαγγελικός: Ρητάς βέβαια μαρτυρίας δέν ἔχομεν. Ὑπάρχουν ὄμως χωρία τά ὁποῖα ἀντιστρατεύονται ἄν ὄχι ἀμέσως, ἐμμέσως εἰς τάς δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.
Ὀρθόδοξος: Καί οἱ ὀρθόδοξοι ἔχομεν ἐμμέσους μαρτυρίας τῆς Γραφῆς αἱ ὁποῖοι εἶναι ὑπέρ τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ἄς παρουσιάσῃ ἕκαστος ἐξ ἡμῶν τάς Γραφικάς του ἐνδείξεις καί κατόπιν ἄς ζυγίσωμεν αὐτάς. Καί παρακαλῶ λάβε τόν λόγον.
Εὐαγγελικός: Εἰς τήν παραβολήν τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου ὁ Ἀβραάμ λέγει ρητῶς εἰς τόν ἐν τῇ κολάσει πλούσιον παρακαλοῦντα τόν Ἀβραάμ ἵνα ἀποτείλῃ τόν Λάζαρον πρός αὐτόν «μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται ὄπως οἱ θέλοντες διαβῆνα ἔνθεν πρός ὑμᾶς μή δύνανται μηδέ οἱ ἐκήθεν πρός ἡμᾶς διαπερῶσι» Λουκ. 16, 16-31. Βλέπεις ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ μετάστασις ἐν τῷ Ἄδῃ ἀπό ἑνός μέρους εἰς τό ἄλλο; Πῶς λοιπόν διά τῶν μνημοσύνων πιστεύεται τό ἀντίθετον;
Ὀρθόδοξος: Τό χωρίον τοῦτο κ. Εὐαγγελικέ δέν ὁμιλεῖ περί δεήσεως ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ὁμιλεῖ περί θελήσεως τῶν πέραν τοῦ τάφου κριθέντων διότι λέγει «οἱ θέλοντες διαβῆναι κ.λ.π.». Δέν λέγει ὅτι ἀπαγορεύεται οἱ ζῶντες νά εὔχωνται ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Καί ἡμεῖς πιστεύομεν ὄτι ἐν τῷ Ἄδῃ οὐκ ἐστι μετάνοια. Ἀλλο ὅμως εἶναι ἡ δέησις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων καί ἄλλο ἡ μετάνοια τῶν κεκοιμημένων. Ἑπομένως τό χωρίον τοῦτο ἀντίκειται ρητῶς εἰς τήν μετάνοιαν τῶν κεκοιμημένων καί οὐχί εἰς τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ἕχετε ἄλλο χωρίον;
Εὐαγγελικός: Εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπίστολήν 9,27 λέγεται ρητῶς «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετά δέ τοῦτο κρίσις». Βλέπετε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ἀμέσως δικάζεται.
Ὀρθόδοξος: Οὔτε αὐτό τό χωρίον ἀντίκειται ρητῶς εἰς τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Λέγει μόνον τί γίνεται εἰς τούς ἀποθανόντας, ὅτι μετά τόν θάνατον κρίνονται. Οὐδέν λέγει περί μνημοσύνων.
Εὐαγγελικός: Εἶναι ὅμως λογικόν νά παραδεχθῶμεν ὅτι ὁ Θεός κρίνας εὐθύς μετά τόν θάνατον τόν ἄνθρωπο εἶναι δυνατόν νά μεταβάλῃ ἀργότερα γνώμην διότι θά δεηθῶσι οἱ ζῶντες ὑπέρ αὐτοῦ; Δέν νομίζετε ὅτι ἡ μεταβολή τῆς γνώμης τοῦ Θεοῦ ἀντίκειται εἰς τήν στοιχειώδη ἀνθρωπίνη λογικήν;
Ὀρθόδοξος: Κε Εὐαγγελικέ ἡμεῖς δέν ὁμιλοῦμεν λογικῶς πῶς ἔχει τό πρᾶγμα ἀλλά Γραφικῶς. Τήν λογικήν ἄποψιν τοῦ ζητήματος θά ἐξετάσωμεν εἰς τό τρίτον μέρος τοῦ θέματός μας. Ἔχετε Γραφικήν μαρτυρίαν λοιπόν ἡ ὁποία ἀντίκειται ρητῶς εἰς τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων; Ὅπως λ.χ. λέγει δηλ. ἡ Γραφή «οὐ φονεύσης, οὐ κλέψης, οὐ ψευδομαρτυρήσης» νά λέγῃ καί οὐ ποιήσης μνημόσυνον;
Εὐαγγελικός: Ρητάς μαρτυρίας ὄπως θέλετε σεῖς δέν ἔχομεν. Σεῖς ὄμως τί ἔχετε ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἵνα ἀποδείξητε τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;
Ὀρθόδοξος: Ρητάς καί κατηγορηματικάς μαρτυρίας Γραφικάς διά τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων δέν ἔχομεν. Ἕχομεν ὅμως κάτι περισσότερον ἀπό σᾶς. Ἔχομεν δηλαδή Γραφικάς μαρτυρίας αἱ ὀποῖαι παρέχουσι εἰς ἡμᾶς πολλάς πιθανότητας ἄν ὄχι πλήρη βεβαιότητα.
Εὐαγγελικός: Θά ἤθελον νά ἤκουον τάς Γραφικάς ταύτας μαρτυρίας.
Ὀρθόδοξος: Ἑν Νεεμίᾳ 9,12 γράφει: «καί ἐχωρίσθησαν οἱ υἱοί Ἰσραήλ ἀπό παντός υἱοῦ ἀλλοτρίου καί ἔστησαν καί ἐξηγόρευσαν τάς ἁμαρτίας αὐτῶν καί τάς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν». Βλέπετε κ. Εὐαγγελικέ ὅτι ἡ γραφή ἐνταῦθα ρῆτῶς ὁμιλεῖ περί δεήσεως ζώντων ὑπέρ κεκοιμημένων. Ὅπως δηλαδή ὡμολόγησαν τάς ἁμαρτίας τῶν ζώντες Ἰσραηλῖται ἵνα συγχωρηθῶσι, κατά παρόμοιον τρόπον ἐξομολογοῦνται τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των ἵνα ἀσφαλῶς συγχωρησθῶσι. Διατί ἄλλο;
Εὐαγγελικός: Ὄχι. Ἐνταῦθα ζητεῖται ἡ συγχώρησις τῶν ζώντων ἀπό τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτῶν.
Ὀρθόδοξος: Αὐτή εἶναι σκέψις ἰδική σου, ἡ ὁποία ἀντίκειται καί εἰς τό κείμενον τό ὁποῖον λέγει ρητῶς ὅτι προσηυχήθησαν διά τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων τῶν ἄνευ τῆς ἰδικῆς σας προσθήκης «συγχώρησις τῶν ζώντων ἀπό τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων». Ἡ γνώμη σας αὕτη ἀντίκειται ὄχι μόνον πρός τό χωρίον τοῦτο, ἀλλά καί πρός τό Ἰεζεκιήλ 18,20-21 ἡ ψυχή ἡ ἁμαρτάνουσα θέλει ἀποθάνῃ κατά τό ὁποῖον ἕκαστος τιμωρεῖται διά τάς ἰδικάς του ἁμαρτίας καί οὐχί διά τάς ἁμαρτίας τῶν πατέρων αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἐγώ δέν σοῦ ἀποκλείω ὡς πιθανήν καί τή γνώμην σου. Περισσότερον ὅμως πιθανή φαίνεται ἡ ἰδική μου γνώμη διότι ρητῶς λέγεται ὅτι «ἐξηγόρευσαν τάς ἁμαρτίας αὐτῶν καί τάς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν». Ἱδοῦ ἡ πρώτη Γραφική πιθανότης δεήσεως ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἐγγίζουσα ὁλίγον ἤ πολύ τά ὅρια τῆς βεβαιότητας.
Εὐαγγελικός: Ἄλλο χωρίον ἔχετε νά παρουσιάσετε;
Ὀρθόδοξος: Ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ Β΄Τιμοθ. 1,16-18 ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Δώῃ ἔλεος ὁ Κύριος τῷ Ὀνησιφόρου οἴκῳ» εἰς δέ 4,16 γράφει: «ἀσπάσασθε τόν οἷκον τοῦ Ὀνησιφόρου» διά δέ τόν Ὀνησιφόρον γράγει: «δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρά Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» 1,18. Δέν σᾶς κάνει ἐντύπωσιν ὅτι ὁ Ἀπόστολος διά μέν τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου, λέγει, νά ἀσπασθοῦν αὐτόν ἀφ’ ἑνός καί ἀφ’ ἐτέρου θέτει ἁπλῶς «δώῃ ἔλεος ὁ Κύριος» οὐχι ὅμως καί «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» ὅπως ἀναφέρει καί διά τόν Ὀνησιφόρον. Ἐξ αὐτοῦ συμπεραίνομεν ὅτι ὁ Ὀνησιφόρος θά εἶχεν ἀποθάνει διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Ἑπομένως ὁ Παῦλος εὔχεται ὑπέρ τοῦ κεκοιμημένου Ὀνησιφόρου.
Εὐαγγελικός: Ἐγώ νομίζω ὅμως τό ἑξῆς΄ ὁ Ἀπ. Παῦλος χωρίζει τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου ἀπό τόν ἴδιον τόν Ὀνησιφόρον ὄχι διότι εἶχε ἀποθάνει ὁ Ὀνησιφόρος ἀλλά διότι εὑρίσκετο μακράν τῆς οἰκογενείας του εἰς ταξείδιον πρός Ρώμην ἤ ἀλλοῦ. Ἐντεῦθεν ὁ χωρισμός κατά τόν ἀσπασμόν τοῦ οἴκου τοῦ Ὀνησιφόρου ἀπό τοῦ ἰδίου.
Ὀρθόδοξος: Ἡ ὑπόθεσις αὕτη ὅτι ὁ Ὀνησιφόρος ἦτο ζῶν ἀλλά μακράν τῆς οἰκογενείας του, ἐξηγεῖ μόνο, ἐάν εἶναι ὀρθή, τόν συνιστώμενον ὑπό τοῦ Παύλου ἀσπασμόν πρός τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρου καί οὐχί πρό τόν ἴδιον τόν Ὀνησιφόρον. Δέν ἐξηγεῖ ὄμως τό πρός τόν Ὀνησιφόρον λεγόμενον «δώῃ αὐτῷ ὁ Κύριος ἔλεος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Διά νά ἐξηγηθοῦν ἀμφότερα, ἤτοι ὁ ἀσπασμός μόνον τῆ ς οἰκογενείας τοῦ Ὀνησιφόρου καί ἡ προσθήκη τοῦ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» μόνον διά τόν Ὀνησιφόρον, συμπεραίνομεν ὅτι ὁ μέν οἶκος τοῦ Ὀνησιφόρου ἔζη ὁ Ὀνησιφόρος ὅμως εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ Παῦλος εὔχεται ὑπέρ αὐτοῦ ἄρα εὔχεται ὑπέρ κεκοιμημένων.
Εὐαγγελικός: Δέν ἀποκλείω τήν ἐξήγησίν ὡς πιθανήν. Ὄχι ὅμως καί ὡς βεβαίαν.
Ὀρθόδοξος: Καί ἐγώ ὡς πιθανήν δέχομαι τήν γνώμην μου, πάντως ὅμως πιθανοτέρα τῆς ἰδικῆς σας, διότι ἡ μέν ἰδική σας γνώμη ἐξηγεῖ μίαν μόνον ἄποψιν, τόν χωρισμόν τοῦ ἀσπασμοῦ τῆς οἰκογενείας τοῦ Ὀνησιφόρου ἀπό τόν Ὀνησιφόρον, ἡ δέ ἰδική μου ἄποψις καθ’ ἥν εἶχε ἀποθάνει ὁ Ὀνησιφόρος, ἑρμηνεύει τόν χωρισμόν τοῦ ἀσπασμοῦ τοῦ Ἀπ. Παῦλου πρός τόν οἶκον τοῦ Ὀνησιφόρον ἀπό τόν Ὀνησιφόρον καί τό ἰδιαίτερον χαρακτηριστικόν διά τόν Ὀνησιφόρον τόν «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα».
Εὐαγγελικός: Θά ἤθελον νά ἤκουον καί ἄλλο χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τό ὁποῖον νά ἔδιδεν πιθανότητα ἔστω διά τήν δέησιν ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.
Ὀρθόδοξος: Ἀνοίγω τό ΙΙ Μακκαβαίων βιβλίον τῆς Π. Διαθήκης. Εἰς τή 12, 42-45 γράφει ὅτι ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος ἔστειλε εἰς Ἱεροσόλυμα 2.000 δραχ. διά νά προσφερθῇ θυσία ὑπέρ συγχωρήσεως ἁμαρτιῶν πεσόντων ἔν τινι μάχῃ στρατιωτῶν του, διότι ἐπίστευσε εἰς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. Καί λέγει ρητῶς: «Εἱ γάρ μή τούς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα περισσόν ἄν καί ληρῶδες ὑπέρ νεκρῶν προσεύχεσθαι». Ἰδού τά Μνημόσυνα ἐν τῇ Ἀγίᾳ Γραφῇ.
Εὐαγγελικός: Ἡμεῖς οἱ Εὐαγγελικοί δέν δεχόμεθα τό βιβλίον ΙΙ Μακκαβαίων ὡς βιβλίον Ἁγ. Γραφῆς. Ἑπομένως δέν δεχόμεθα καί τήν ἐν τῷ βιλίῳ τούτῳ ἀναφερόμενην γραφήν περί μνημοσύνων.
Ὀρθόδοξος: Αὐτό τό γνωρίζω. Σᾶς ἐρωτῶ ὅμως δέχεσθε τόν Ἀπόστολο Πᾶυλον;
Εὐαγγελικός: Βεβαιότατα.
Ὀρθόδοξος: Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν 11, 35 λέγει: «Ἅλλοι δέ ἐτυμπανίσθησαν οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσι» ἐν δέ τῷ στιχ. 36 «ἕτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἔλαβον». Σᾶς ἐρωτῶ: Ποίους ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος;
Εὐαγγελικός: Ἀνθρώπους τῆς Παλ. Διαθήκης.
Ὀρθόδοξος: Ἔχετε νά μοῦ ἀναφέρητε ἐκ τῶν βιβλίων τῆς Παλ. Διαθήκης τούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς ὁποίους ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος; Ἔχετε δηλ. νά δείξητε ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐτυμπανίσθηκαν «ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσι;» Καί ἔλαβον ἐμπαιγμούς;
Εὐαγγελικός: Ὡρισμένους ὄχι.
Ὀρθόδοξος: Ἐγώ ὅμως δύναμαι νά σοῦ ἀναφέρω τούς ἀνθρώπους αὐτούς. Καί ἰδού. Εἰς τό ΙΙ Μακκαβαίων 6,19 ἀναφέρται ὅτι ὁ ἀξιωματικός τοῦς Ἀντιόχου τόν εὐσεβῆ Ἐλεάζαρον, διότι δέν ἤθελον νά ἀρνηθῇ τήν πίστιν του, «ἐπί τό τύμπανον προσῆγε». Κατωτέρω δέ ἐν στίχ. 28 ἀναφέρεται διά τόν ἴδιον τόν Ἐλεάζαρον «ἐπί τό τύμπανον προσῆλθε». Ἰδού λοιπόν τό ἐτυμπανίσθησαν τοῦ Ἀποστόλου σύμφωνον κατά λέξιν μέ τόν τυμπανισμόν τοῦ ἐν ΙΙ Μακκαβαῖον Ἐλεαζάρου. Ἐπίσης διά τούς «ἐμπαιγμούς» ὁμιλεῖ πάλιν τό ΙΙ Μακκαβαίων 7,7,8,17. Ἄς ἔλθωμεν καί εἰς τήν κατ’ ἔννοιαν συμφωνίαν τοῦ χωρίου τούτου Εβρ.11, 35 πρός τό ΙΙ Μακκαβαίων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ περί ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί μάλιστα «κρείττονος ἀναστάσεως» τήν ὁποίαν ἐπίστευον οἱ τυμπανιζόμενοι. Ἐν τῷ ΙΙ Μακκαβαίων γίνεται λόγος περί ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ῥητῶς εὐθύς μετά τόν Ἐλεάζαρον εἰς 7,9 «εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ἡμᾶς ἀναστήσει» λέγει εἷς ἐκ τῶν 7 ἀδελφῶν. Ἑπομένως ὁ Ἀπόστ. Παῦλος κατά λέξιν καί κατ’ ἔννοιαν διά τοῦ Ἑβρ.11,35 ἐννοεῖ τό 6ον κ 7ον Κεφάλ.τοῦ ΙΙ Μακκαβαίων ἄρα ἐγκρίνει τό βιβλίον ΙΙ Μακκαβαίων. Ἑπομένως ἐγκρίνει καί τό ἐν 12, 42-45 τεμάχιον ὅπου ὡς εἴδομεν γίνεται ῥητῶς λόγος περί μνημοσύνων.
Εὐαγγελικός: Δέν ἀποκλείω τήν ἄποψιν αὐτήν. Δέν εἶναι ἄμεσος ἀπόδειξις, ῥητή, ἀλλά ἔμμεσος, πλαγία. Πιθανότητα ἔχει ὄχι βεβαιότητα.
Ὀρθόδοξος: Λάβε σύ τοῦτο ἔστω ὡς πιθανότητα καί ὄχι ὡς βεβαιότητα. Ἰδού καί ἄλλη πιθανότης ὑπέρ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων.
Εὐαγγελικός: Πιθανότητας δέν δύναμαι νά ἀποκλείσω. Πιθανόν νά εἶναι ἠχώ τό Εβρ. 11, 35 τοῦ ΙΙ Μακκαβαίου κεφ. 6 καί 7. Τά μέχρι τοῦδε ὅμως ἀναφερθέντα χωρία Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης δέν παρέχουν βεβαιότητας, ἀλλά πιθανότητας. Μέ πιθανότητας ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά οἰκοδομήσωμεν τήν ζωή μας καί ἐπί τοῦ προκειμένουν τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων;
Ὀρθόδοξος: Βεβαίως ὄχι. Ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχομεν ἐδῶ πιθανότητος Γραφικάς διά τό θέμα μας. Σεῖς δέν ἔχετε. Ἐπειδή ὅμως αἱ προσαχθεῖσαι ἀποδείξεις εἶναι πιθανότητες καί ὄχι βεβαιότητες διά τοῦτο ἔχομεν κι’ ἄλλα στηρίγματα τήν ἱεράν Παράδοσιν καί τήν ἀνθρώπινην λογικήν. Πρίν ὅμως ἤ προχωρήσωμεν εἰς ἐκεῖνα θά πρέπῃ νά ἔλθωμεν εἰς τό συμπέρασμα μας διά τά μέχρι τοῦδε λεχθέντα.
Συμπέρασμα
Γραφικῶς δέν ἔχετε σεῖς κ. Εὐαγγελικέ οὐδεμίαν ρητήν κατηγορηματικήν ἀναντίρρητον βεβαίωσιν, ὅτι ἡ δέησις ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀπαγορεύεται. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον συνάγετε σεῖς ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς εἶναι ὡρισμένα χωρία μέ βάσιν τήν ἀνθρωπίνην λογικήν. Ἀλλά περί ἀνθρωπίνης λογικῆς θά ἔχωμεν ἰδιαίτερον μέρος: Ρητῶς οὐδέν χωρίον ἐφέρετε τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Ἡμεῖς ὄμως ἐκ τῶν πρωτοκανονικῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς οὐδέν χωρίον μέ πλήρους βεβαιότητος ἔχομεν ὅτι ὁμιλεῖ ρητῶς διά τήν δέησιν τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Ἐάν συγκρίνωμεν τό ἐξαγόμενον τῆς μελέτης μας ταύτης θά ἴδωμεν ὅτι ὑπερτεροῦμεν ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι. Γραφικῶς, διότι παρουσιάζομεν χωρία τά ὁποῖα δεικνύουσιν μικράν ἤ μεγάλην πιθανότητα, ἐνῷ σεῖς οὐδέν χωρίον παρουσιάσατε ἐμφαῖνον πιθανότητα ὄχι λογικήν ἀλλά Γραφικήν. Ἄς ἔλθωμεν ἤδη εἰς τήν ἱεράν Παράδοσιν ὅπου θά ἐξετάσωμεν ποῖος ἐξ ἡμῶν ἔχει τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» τοῦ Κυρίου (Ματθ. 28,20) ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων.
Εὐαγγελικός: Γνωρίζω ὅτι ἡ γνώμη αὕτη εἰσῆλθε ἀργά εἰς τήν Ἐκκλησία κατά τόν τρίτον αἰῶνα, διότι ἀναφέρεται τό πρῶτον εἰς τάς Ἀποστολικάς Διαταγάς.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ
Ὀρθόδοξος: Ὄχι κ. Εὐαγγελικέ. Αἱ δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἔχουσιν διαδοχήν ἀποστολικήν καί οὔτω τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας τοῦ Κυρίου» εὑρίσκεται μεθ’ ἡμῶν καί οὐχί μεθ’ ὑμῶν.
Πρῶτος Αἰών. Τό Β΄ Μακκαβαίων 12,42-45 ὅπου γίνεται λόγος ρητῶς περί δεήσεως ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων εἶναι βιβλίον τό ὁποῖον ἐγένετο δεκτόν ἀπό τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς. Ὁ Ποιμήν τοῦ Ἐρμᾶ βιβλίον γραφέν τό 100 περίπου μ.Χ. κάνει σαφῆ ὑπαινιγμόν ἐν τῇ πρώτῃ ἐντολῇ 1,1 περί τοῦ βιβλίου τούτου.
Ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρίας 150 μ.Χ. εἰς τούς Στρωματεῖς του 1, 21 κάμνει λόγον περί τοῦ βιβλίου τούτου ἄρα καί περί τοῦ περιεχομένου αὐτοῦ.
Ὁ Τερτυλιανός 200 μ.Χ. εἰς τό βιβλίον αὐτοῦ De Corona Millitis κεφ. Κ.3 λέγει τά ἑξῆς: «ποιοῦμεν θυσίας δεήσεις ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων, ποιοῦμεν ἰδίως ἐν τῇ ἐπετείῳ ἡμέρᾳ τῶν γενεθλίων».
Ὁ Ὡριγένης 250 μ.Χ. εἰς τό βιβλίον 9 εἰς Ρωμαίους 12 γράφει: «Δίκαιον ἐστί καί ὠφέλιμον τό ποιεῖν ἐν δημοσίαις προσευχαῖς μνημόσυνα ὑπέρ τῶν Ἁγίων».
Ὁ Κυπριανός 250 μ.Χ. βεβαιοῖ ὅτι ἐν τοῖς χρόνοις αὐτοῦ οἱ Χριστιανοί ἐθεώρουν ἀναπόφευκτον καθῆκον τό προσφέρειν θυσίας καί δέεσθαι ὑπέρ τῶν μαρτύρων». Ἐπιστολή 307.
Ὁ Ἀρνόβιος 305 μ.Χ. λέγει «οἱ Χριστιανοί ἐν ταῖς ἱερουργίας αὐτῶν ἐποίουν δεήσεις ὑπέρ ἀναπαύσεως καί σωτηρίας τῶν τεθνεώτων». Ἀρνόβιος κατά Ἐθνικῶν βιβλίον Δ΄.
Ὁ Αὐγουστῖνος 354-430 συνέγραψε ὁλόκληρον βιβλίον «De cura pro mortuis» ἐν τῷ ὁποίῳ ἀποδεικνύει τήν ἀπό τῆς ἀρχῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ συνήθειαν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ νά εὔχηται καί νά προσφέρῃ θυσίας ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων τήν ὁποίαν ἀποδίδει εἰς ἀποστολικήν παράδοσιν.
Ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων 380 μ.Χ. ἐν τῇ «θείᾳ Μυσταγωγίᾳ» γράφει περί τῆς μνήμης τῶν κεκοιμημένων τά ἑξῆς: «ἕτι δεόμεθα καί ὑπέρ τῶν προκεκοιμημένων ἁγίων Πατέρων καί ἐπισκόπων καί πάντων ἁπλῶς τῶν ἐν ἡμῖν προκεκοιμημένων μεγίστην ὄνησιν πιστεύοντες ἐσεσθαι ταῖς ψυχαῖς ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας».
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει «μή ἀμφίβαλε ὅτι καρπώσεται τί χρηστόν» Οὐχ ἁπλῶς ὁ Διακόνος βοᾷ ὑπέρ τῶν ἐν Χριστῷ κεκοιμημένων. Οὐχ ὁ Διάκονος ἐστί ὁ τήν φωνήν ταύτην ἀφιείς ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» Migne τόμ. 9 σελ. 169.
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γράφει: «ὠφελεῖ δέ κ’ ἡ ὑπέρ αὐτῶν γενομένη εὐχή».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος «κἄν εἰς ἀέρα ὁ ἐν εὐσεβείᾳ τελειωθείς κατατεθῇ μή ἀπαναίνου ἔλαιον καί κηρούς. Δεκτά γάρ ταῦτα τῷ Θεῷ καί πολλήν ἐξ αὐτοῦ φέροντα τήν ἀντίδοσιν. Τό γάρ ἔλαιον καί ὁ κηρός ὁλοκαύτωσις ἡ δέ γε θεία καί ἀναίμακτος θυσία ἐξιλασμός ἡ δέ πρός πένητας προσθήκη πάσης ἀγαθῆς ἀντιδόσεως».
Ὁ Ἐφραίμ ὁ Σύρος ἐν τῇ «Διαθήκῃ» του λέγει: «καί νῦν βούλομαι ἀδελφοί μου ἵνα μετά τήν ἔξοδόν μου μνείαν μου ποιεῖσθαι ἐν ταῖς δεήσεσι ἡμῶν. Ἡνίκα ποιήσω τριακοστήν ποιήσατέ μου τήν μνήμην Εὐεργετοῦνται γάρ οἱ θνητοί ἐν προσφοραῖς ἀναμνήσεως παρά τῶν ζώντων ἁγίων».
Τέλος ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀφῆκε ὁλόκληρον συγγραφήν περί «τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων ὅπως αἱ ὑπέρ αὐτῶν γενόμεναι λειτουργίαι καί αὐποιΐα τούτους ὀνήνησι». Ἰδού οἱ ἑπτά πρῶτοι αἰῶνες πῶς ὁμιλοῦσι περί τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Περί τῆς συνεχείας μέχρι σήμερον εἶναι περιττόν νά ὁμιλήσωμεν. Ἰδού τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας» ἐπί τοῦ προκειμένουν θέματος τῆς δεήσεως τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων εἶναι ὑπέρ ἡμῶν.
Εὐαγγελικός: Δέν δύναμαι νά ἀρνηθῶ τοῦτο ἐπιθυμῶ ὅμως νά ἔλθω εἰς τό τρίτο μέρος τήν λογικήν ἄποψιν τοῦ ζητήματος.
Εὐαγγελικός: Θά μοῦ ἐπιτρέψητε ὅμως νά σᾶς εἴπω ὅτι λογικῶς οὐδόλως στέκει ἡ δέησις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων διά τόν ἑξῆς λόγον: Εἴπομεν ὅτι κατά τό Ἑβραίους 9,27 «ἀπόκειται ἅπαξ τοῖς ἀνθρώποις ἀποθανεῖν μετά δέ τοῦτο κρίσις». Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός εὐθύς μετά τόν θάνατον ἑκάστου ἐκφέρει τήν κρίσιν Του, πῶς ἔπειτα θά ἀνακαλέσῃ τήν ἀπόφασίν Του δι΄ ἕναν ἁμαρτωλόν τόν ὁποῖον κατεδίκασε; Ἄν κάνῃ τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ πρώτη ἀπόφασίς του ἧτο ἐσφαλμένη ἤ ὅτι ἡ ἐν Ἄδῃ ψυχή ἠνάγκασε Αὐτόν διά τῆς μετανοίας νά ἀνακαλέσῃ τήν ἀποφασίν Του. Γνωρίζομεν ὅμως ὅτι ἐν Ἄδῃ δέν ὑπάρχει μετάνοια, ὁ Θεός δέν ἐκδίδει διαταγήν ἐσφαλμένην, ὁ ἁμαρτωλός πρέπει νά μείνῃ ἐν τῷ Ἄδῃ. Οὐδεμία λοιπόν δέησις ὑπέρ αὐτοῦ εἶναι ὠφέλιμος.
Ὀρθόδοξος: Σεῖς κ. Εὐαγγελικέ εἴπατε μίαν λογικήν σκέψιν κατά τήν τήν ἰδικήν σας ἄποψιν, μέ τό ἀνάλογον συμπέρασμά σας. Ἐγώ θά σᾶς εἴπω τέσσαρας λογικάς σκέψεις μέ ἀντίθετον ἀπό τό ἰδικόν σας συμπέρασμα.
Εὐαγγελικός: Ἀκούω εὐχαρίστως.
Ὀρθόδοξος: Πρώτη σκέψις: Εἴπατε ὅτι ἡ δέησις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀντίκειται εἰς τήν ἀλάθητον κρίσιν τοῦ Θεοῦ δι’ ἕναν ἁμαρτωλόν πέραν τοῦ τάφου καί εἰς τό ἀδύνατον τῆς μετανοίας τοῦ ἐν τῷ Ἄδῃ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Σᾶς ἐρωτῶ ὅμως μήπως καί ἡ προσευχή γενικῶς ὄχι μόνον τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀλλά τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν ζώντων δέν ἀντίκειται εἰς τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ; Καί ἐξηγοῦμαι: Ὁ Θεός διοικεῖ τόν κόσμον κατα ὠρισμένους νόμους. Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς προσευχῆς του, τήν ὁποίαν πολλάκις ἀκούει ὁ Θεός, ἐπεμβαίνει καί ἀκυροῖ ἤ τροποποιεῖ τάς ἀποφάσεις Του. Πῶς λοιπόν ὁ Θεός χάρις εἰς τήν προσευχήν ἑνός ἀκυροῖ ἤ τροποποιεῖ τίς ἀποφάσεις Του; Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἐξέδωσε προηγουμένως ἐσφαλμένην ἀπόφασιν; Ἀναφέρω ἕν παράδειγμα. Ὁ Θεός ἀποφασίζει νά καταστρέψῃ τούς Ἰσραηλίτας, διότι κατασκεύασαν τό χρυσοῦν μόσχον». Ὁ Μωϋσῆς προσεύχεται ὑπέρ τοῦ λαοῦ του. Ὁ Κύριος ἀνακαλεῖ τήν ἀπόφασιν του πρίν μετανοήσωσι οἱ Ἰσραηλίται, χάρις εἰς τήν προσευχήν τοῦ Μωϋσέως. «Ἱλάσθη Κύριος περί τῆς κακίας ἦς εἶπε ποιῆσαι τόν λαόν αὐτοῦ». Ἐξοδ. 32,14. Βλέπεις κ. Εὐαγγελικέ;
Ὁ Κύριος εἶπε «ποιῆσαι» ἀπεφάσισε νά τιμωρήσῃ τούς Ἰσραηλίτας. Χάρις ὅμως εἰς τήν προσευχήν τοῦ Μωϋσέως «ἱλάσθη Κύριος περί τῆς κακίας» χωρίς νά μετανοήσωσι οἱ Ἰσραηλίται. Ἄς ἔλθωμεν εἰς τό θέμα μας. Ὅπως ὁ Κύριος ἐξέδωσε καταδικαστικήν ἀπόφασιν τῶν ἁμαρτησάντων ζώντων Ἰσραηλιτῶν τήν ὁποίαν ἠκύρωσεν ἤ ἐτροποποίησεν ἡ προσευχήν τοῦ Μωϋσέως ἄνευ μετανοίας τῶν ἁμαρτησάντων καί δέν μεμφόμεθα τόν Θεόν ὡς ἀνακαλέσαντα τάς ἀπόφασεις του, διατί ὅταν προσευχηθῇ ζῶν τις ὑπέρ τοῦ κεκοιμημένου καί κατακριθέντος ὑπό τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τήν γνώμην ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά εἰσακουσθῇ ἡ προσευχή μας ὑπέρ αὐτοῦ διότι ἀντιτίθεται αὕτη εἰς τό ἀνέκκλητον τῆς θείας ἀποφάσεως καί εἰς τό ἀδύνατον τῆς μετανοίας τοῦ ἐν τῷ Ἄδῃ εὑρισκομένου; Λογικόν δέν εἶναι καί αὐτό;
Εὐαγγελικός: Εἴπατε ὅτι ἔχετε τέσσαρα λογικά ἐπιχειρήματα. Αὐτό εἶναι τό πρῶτον. Τό δεύτερον ποῖον εἶναι;
Ὀρθόδοξος: Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον. Περιορίζοντες ὅμως σεῖς τοῦτο μόνον ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ μεταβάλλετε αὐτό εἰς πεπερασμένον. Εἶναι λοιπόν λογικώτερον νά δεχθῶμεν ὅτι, ἀφοῦ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον, πρέπει νά ἐκτείνεται καί πέραν τοῦ κόσμου τούτου. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει διατί νά μή ἀκούωνται αἱ δεήσεις τῶν ζώντων ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ὅταν
α) αἱ δεήσεις αὗται γίνωνται εὐσεβῶς καί μετά πίστεως
β) οἱ νεκροί ὑπέρ ὧν γίνονται εἶναι ἐπιδεκτικοί τοῦ ἐλέους καί
γ) ὅταν ἡ πλήρωσις τῶν δεήσεων δέν ἀντιβαίνει πρός τήν καθόλου θείαν δικαιοσύνην καί ἀγαθότητα, ὥστε κατά τήν γνώμην τῶν Πατέρων αἱ δεήσεις αὗται ὀφειλοῦσι ὄχι τούς θανασίμως ἁμαρτήσαντας καί ἀμετανοήτους ἀποθανόντας ἀλλά τούς μή θανασίμως ἁμαρτήσαντος καί ἄνευ μετανοίας ἀποθανόντας. Ἡ τοιαύτη γνώμη εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἐνισχύει οὕτω περισσότερον τήν πίστιν μας εἰς τό θεῖον ἔλεος; Δέν εἶναι καί αὐτό λογικόν;
Εὐαγγελικός: Τό τρίτον λογικόν ἐπιχείρημα σας ποῖον εἶναι:
Ὀρθόδοξος: Ἰδού. Αἱ ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων δεήσεις ἐκφράζουσι τήν πλήρη ἀγάπης κοινωνίας τῶν ζώντων πρός τους κεκοιμημένους τούς ὁποίους ὁ θάνατος ἀποσπᾷ μέν ἀπό τῆς μεθ’ ἡμῶν τοπικῆς ἀναστροφῆς οὐχί ὅμως καί ἀπό ἡμετέρας ἀγάπης. Γνωρίζομεν ὅτι οἱ ἐν οὐρανοῖς προσεύχονται ὑπέρ ἡμῶν. Ἐάν δέν δυνάμεθα καί ἡμεῖς νά προσευχηθῶμεν διά τούς ἀπελθόντας προσφιλεῖς ἡμῶν, ὁ σύνδεσμος στρατευομένης καί θριαμβευούσης ἐκκλησίας ὁ ἐπί τῆς ἀγάπης στηριζόμενος θά ἧτο ἐλλιπής. Διά νά εἶναι πλήρης ὁ δεσμος οὗτος τῆς ἀγάπης τῆς μιᾶς ἐν οὐρανῷ καί ἐν γῇ Ἐκκλησίας, πρέπει καί ἡμεῖς νά προσευχώμεθα ὑπέρ τῶν προσφιλῶν κεκοιμημένων. Λογικόν δέν εἶναι καί αὐτό;
Εὐαγγελικός: Τό τέταρτον λογικόν ἐπιχείρημά σας;
Ὀρθόδοξος: Τοῦτο εἶναι βαθύτερον εἰς νόημα καί θά ἤθελον νά προσέξητε περισσότερον.
Εὐαγγελικός: Σᾶς ἀκούω.
Ὀρθόδοξος: Δύο πράγματα ὑπάρχουν ὡραιότερα ἐν οὐρανῷ καί ἐν γῇ, ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καί ἐν τῷ Θεῷ: Ὁ ἀνθρώπινος πόνος καί ἡ θεία προσευχή. Αὐτά συνδέονται πολύ μεταξύ των, διότι ὁ ἀνθρώπινος πόνος μόνον μέ τήν προσευχήν λαμβάνει νόημα καί δόξαν. Ἡ δέ προσευχή μᾶλλον μέ τόν ἀνθρώπινον πόνον ἐκφράζεται παρά μέ τήν χαράν. Ἡ μεγάλη αὕτη σχέσις τῶν δύο τούτων δώρων τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τοῦ πόνου καί τῆς προσευχῆς, στηρίζεται εἰς τήν μεγάλην συγγένειαν τῶν δώρων αὐτῶν. Καί ἐξηγοῦμαι: Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πονεῖ φωνάζει ὄχι πάντοτε διά νά εἰσακουσθῇ καί θεραπευθῇ ὁ πόνος του, ἀλλά φωνάζει διότι πονεῖ. Ἡ ἀρχική λοιπόν αἰτία πολλάκις δέ καί ἡ μόνη αἰτία τῆς κραυγῆς μας ἐπάνω εἰς τόν πόνον μας δέν εἶναι ἡ θεραπεία ἀλλά ὁ πόνος. Τό ἴδιον συμβαίνει καί μέ τήν προσευχήν. Ἡ προσευχή εἶναι κραυγή ἀγάπης. Προσεύχεσαι ὅταν ἀγαπᾶς. Ἀγαπᾷς δέ πραγματικῶς ὅταν πονᾷς. Ἡ πρώτη λοιπόν αἰτία τῆς προσευχῆς εἶναι ὄχι νά εἰσακουσθῇ τό περιεχόμενον τῆς αἰτήσεως της ἀλλά προσεύχεται τις διότι ἀγαπᾷ διότι πονᾷ ἀδιαφόρως ἐάν εἰσακουσθῇ ἤ ὄχι κατά τήν προσευχή του. Ἕν παράδειγμα. Ὁ Κύριος προσεύχεται ἐν Γεθσθημανῇ ἤ διά τόν ἑαυτόν Του και ἐν τῷ Σταυρῷ διά τούς ἄλλους. Προσεύχεται ἐν Γεθσθημανῇ ἵνα παρέλθῃ τό ποτήριον τοῦ Πάθους Του. Προσεύχεται εἰς τόν Σταυρόν διά τούς ἐχθρούς Του «οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ὁ Κύριος ἐγνώριζε ὅτι δέν θά εἰσακουσθῇ ἡ προσευχή Του καί εἰς τά δύο περιπτώσεις. Πῶς θά συγχωρήσῃ ὁ Θεός τούς Σταυρωτάς Του μέ μόνην τήν δικαιολογίαν ὅτι δέν ἠξεύρουν τί κάμνουν ἄν δέν μετανοήσουν; Γνωρίζει ὅτι εἰς τήν Γεθσθημανήν δέν θά ἀκουσθῆ ἡ φωνή Του καί ὅμως προσεύχεται. Ἀφοῦ λοιπόν κ. Εὐγγελικέ, ὁ Κύριος προσευχήθηκε δίς ἄν καί ἐγνώριζε ὅτι δέν θά εἰσακουσθῇ, διατί νά μή προσευχώμεθα ἡμεῖς ὑπέρ τῶν προσφιλῶν μας ἀδελφῶν ἀφοῦ ἡ Γραφή ῥητῶς ὡς εἴδομεν, οὐδαμοῦ ἀπαγορεύει τοῦτο, τοὐναντίον μάλιστα παρέχει πιθανότητας; Διατί νά μή προσευχηθῶμεν ἀφοῦ ἔχομεν τήν παράδοσιν ὁμόφωνον ἐπ’ αὐτοῦ ἀπό τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων μέχρι σήμερον ἤτοι τό «πάσας τάς ἡμέρας» τοῦ Κυρίου Ματθ. 28,20 καί τέλος τόσα ἄλλα λογικά ἐπιχειρήματα ἐπί τῆς Ἁγ. Γραφῆς στηριζόμενα;
Εὐαγγελικός: Λογικά καί συγκινητικά εἶναι ὅλα αὐτά, ἰδίως ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἐν Γεθσθημανῇ ἤ καί ἐν τῷ Σταυρῷ. Ἔχω ὅμως μίαν ἀπορίαν: Δέν νομίζετε ὅτι μέ τά μνημόσυνα δίδομεν εὐχέρειαν νά σωθοῦν περισσότεροι οἱ πλούσιοι ἀφοῦ ἔχουν τά χρηματικά μέσα τῶν μνημοσύνων καί ὄχι οἱ πτωχοί;
Ὀρθόδοξος: Εἴπομεν ὅτι διά τῶν μνημοσύνων δέν συγχωροῦνται ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι. Οἱ πλούσιοι μέ τό χρῆμα των ἐν τῇ γῇ ὅταν ἔζων εἶχον τήν εὐκολίαν τῆς ἁμαρτίας περισσότερον. Ἐάν οὗτοι ἡμάρτησαν θανασίμως καί δέν μετενόησον οὐδεμίαν ὠφέλειαν θά εὕρωσιν ἐκ τῶν μνημοσύνων ἔστω καί ἄν αὐτά εἶναι πολυδάπανα, Ἀρχιερατικά. Ἔπειτα οἱ πτωχοί, δύνανται νά προσευχηθῶσι ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων προσφιλῶν των δίδοντες ἕν μόνον πρόσφορον ἀξίας πέντε δραχμῶν ἤ καί ἄνευ αὐτοῦ ἕν μόνον σημείωμα ὅπου θά γράψωσι τό ὄνομα τοῦ κεκοιμημένου των ἵνα μνημονευθῇ κατά τήν ἱεράν θυσίαν.
Εὐαγγελικός: Καί ἄλλην μίαν ἀπορίαν. Δέν νομίζετε ὅτι ὅταν πιστεύωμεν εἰς τά μνημόσυνα θά ἀμελήσωμεν τήν ἐδῶ χριστιανικήν ζωήν ἐμπιστευόμενοι εἰς αὐτά;
Ὀρθόδοξος: Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός γνωρίζει καλά ὅτι ἀσφαλής εἶναι δι’ ὅσας ἀρετάς ἐργασθῆ ὁ ἴδιος ἐδῶ. Πέραν τοῦ τάφου θά πέσῃ μόνον εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι λοιπόν καί εἰς τόν πλέον ἀνόητον ἄνθρωπον φανερόν ὅτι πρέπει νά προτιμήσῃ τήν ἀσφαλῆ ὁδόν τῆς ἐντεῦθεν προετοιμασίας του παρά νά ἀφεθῇ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τήν διάθεσιν τῶν ἄλλων καί τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς.
Συμπέρασμα: Ἰδού καί τά μνημόσυνα: Γραφικῶς, Πατερικῶς, Λογικῶς. Καί κατά τά τρία ὑπερτεροῦμεν οἱ Ὀρθόδοξοι τῶν Εὐαγγελικῶν.
[ΒΙΒΛΙΟ:Διαλογική συζήτησις Ευαγγελικών και Ορθοδόξων]
«Η ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ»
Ὀρθόδοξος: Ἄς ὁμιλήσωμεν καί διά τό πρόσωπον τῆς Θεοτόκου.
Εὐαγγελικός: Εὐχαρίστως. Ἔχομεν πολλά νά εἴπωμεν περί αὐτῆς: Διά τό «ἀειπάρθενον» τήν ὀνομασίαν της «Παναγία» καί «Θεοτόκος» τήν προσκύνησιν, τήν πρεσβείαν της, τά ὁποῖα ἡμεῖς οἱ Εὐαγγελικοί δέν δεχόμεθα.
Ὀρθόδοξος: Ἐπειδή ἡ προσκύνησις καί ἡ πρεσβεία εἶναι γενικόν θέμα ἀφορῶν ὅλους τούς ἁγίους, τό ὁποῖον θά ἐξετάσωμεν ἐν ἰδιαιτέρῳ τόπῳ καλόν θά εἶναι νά ἐξετάσωμεν ἐδῶ εἰδικῶς τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου ὡς ἀειπάρθενον καί κατόπιν ἄν πρέπῃ νά ὀνομάζωμεν αὐτήν «Παναγίαν», «Θεοτόκον».
Εὐαγγελικός: Εὐχαρίστως.
ΤΟ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ὀρθόδοξος: Τό θέμα τοῦτο θά ἐξετασθῇ Γραφικῶς καί βάσει τῶν πατέρων τῶν πρώτων αἰώνων τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, διότι Ἁγία Γραφή καί ἱερά Παράδοσις ἀποτελοῦν πηγάς τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου ὡς ἀπεδείξαμεν.
Α΄ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Εὐαγγελικός: Ἄς ἀρχίσωμεν ἀπό τήν Ἁγίαν Γραφήν. Ἐν τῇ Γραφῇ ὁ Κύριος φέρεται ἔχων ἀδελφούς. Ματθ. 12,46. Μᾶρκ. 6,3-7,3. Πράξ. 1,14. Πῶς σεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι λέγετε τήν Μαρίαν ἀειπάρθενον;
Ὀρθόδοξος: Ἡ λέξις ἀδελφός ἔχει εὐρεῖαν ἔννοιαν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ. Δέν σημαίνει μόνον τόν ἀδελφόν, ἀλλά καί τόν ἀνεψιόν, τόν ἐξάδελφον. Ὁ Λώτ λ.χ. ὀνομάζεται ἀδελφός, τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῷ εἶναι ἀνεψιός του. Γένεσ. 14,14. Ὁ Ἰακώβ ὀνομάζεται ἀδελφός, ἐνῷ εἶναι ἀνεψιός τοῦ θείου του Λάβαν Γένεσ. 27,43,29,15. Οἱ υἱοί τοῦ Κίς ὀνομάζονται ἀδελφοί, ἐνῷ εἶναι ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων τοῦ Ἐλεάζαρ Α΄!Παραλ. 23,21-22. Τό IV Βασιλ.10, 13-14 ὁμιλεῖ περί 42 ἀδελφῶν τοῦ Ὀχοζίου.
Ἀσφαλῶς πρόκειται καί ἐνταῦθα περί συγγενείας εὐρυτέρας ἐννοίας. Τοῦτο συμβαίνει, διότι οὔτε ἡ Ἑβραϊκή οὔτε ἡ Ἀραμαϊκή γλῶσσα ἔχουσιν εἰδικήν λέξιν, ἵνα δηλώσωσι τόν ἐξάδελφον.
Ὁ ἐξάδελφος δηλοῦται περιφραστικῶς «υἱός τοῦ (πατρικοῦ) θείου» ἤ «υἱός τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρός». Διά τοῦτο ὁ ἐξάδελφος μονολεκτικῶς ἐκφράζεται διά τῆς λέξεως ἀδελφός. Ἐκ τῶν συμφραζομένων μόνον θά ἐννοήσωμεν, ἐάν πρόκειται περί ἀδελφοῦ ἤ ἄλλης τινός συγγενείας.
Εὐαγγελικός: Πείθομαι ὅτι ἡ λέξις ἀδελφός ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ δέν ἔχει μόνον τήν ἔννοιαν ἀδελφός, ἀλλά καί ἄλλας ἐννοίας. Πρέπει ὅμως νά ἔχῃ καί τήν κυριολεκτική ἔννοιαν ἀδελφός. Πῶς ὅμως θά μέ πείσετε, ὅτι ἐπί τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου δέν ἔχει τήν κυριολεξίαν της, ἀλλά τήν εὐρεῖαν ἔννοιαν;
Ὀρθόδοξος: Ἔχω πέντε, ἕξ λόγους, πού μέ ἀναγκάζουν νά δώσω εὐρεῖαν ἔννοιαν καί οὐχί στενήν εἰς τούς ἀδελφούς τοῦ Κυρίου.
Πρῶτον· ὁ ἄγγελος ὅταν εὐηγγελίσθη τήν Θεοτόκον λέγει: Ἰδού «συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ …» θά συλλάβῃς ἐν τῇ κοιλίᾳ σου καί θά γεννήσῃς. Ὁμιλεῖ εἰς αὐτήν περί συλλήψεως καί τοκετοῦ, ἀμφοτέρων ἐν τῷ μέλλοντι. Εἰς τό μέλλον ἀνῆκεν ὁ γάμος της μετά τοῦ Ἰωσήφ. Ἐκείνη ἀπήντησε: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γιγνώσκω;» (Λουκ. 1, 34). Ἐάν ἡ Θεοτόκος εἶχε ὑπ’ ὄψιν της νά ἔλθῃ εἰς συζυγικάς σχέσεις μετά τοῦ Ἰωσήφ, νά ἀποκτήσῃ παιδιά, πῶς προβάλλει τήν ἐρώτησιν ταύτην, ἄνδρα οὐ γινώσκω; Πιθανότερον δέν εἶναι νά δεχθῶμεν, ὅτι θά εἶχεν αὕτη ἀπόφασιν νά μείνῃ παρθένος καί μετά τόν γάμον ἤ διά βίου μνηστευμένη, ὅπως ἔμεινε; Τῆς γνώμης ταύτης εἶναι ὅλοι σχεδόν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας, ὡς θά ἴδωμεν ἐν τῷ περί ἱερᾶς Παραδόσεως τμήματι.
Εὐαγγελικός: Τό «Ἰδού» ἐνταῦθα εἰς τό «ἰδού συλλήψῃ κ.λπ.» ἔχει ἔννοιαν ἀμέσου καί οὐχί ἀπωτέρου γεγονότος. Λέγει κάτι τό ὁποῖον θά γίνῃ μετ’ ὀλίγον. Αὐτήν τήν ἔννοιαν ἔχουσι τό «ἰδού» ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ. «Ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη…» Ματθ. 2,13 «Ἰδού μάγοι ἀπό Ἀνατολῶν παραγίνονται» 2,1 κ.λπ.
Ὀρθόδοξος: Τό «ἰδού» ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ δέν ἔχει ἔννοιαν ἀμέσου ἀκολουθίας γεγονότος τινός, ἀλλά σημαίνει τό ἀπροσδόκητον τοῦ γεγονότος. Μερικά παραδείγματα: «Ἰδού ἡ Παρθένος ἕξει ἐν γαστρί» τοῦ Ἡσαΐου 7,14. «Ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν» Λουκ. 2,34. «Ἰδού ἔρχομαι ὡς κλέπτης» Ἀποκάλ. 16, 14. Ὅλα αὐτά ἀφοροῦν γεγονότα ἀπωτέρου μέλλοντος ἀπροσδόκητα.
Εὐαγγελικός: Πιθανότητας μόνον δίδουν αἱ σκέψεις σας καί τά χωρία ταῦτα ἐπί τοῦ προκειμένου ζητήματος, ὅτι ἡ Μαριάμ εἶχε ἀπόφασιν νά μείνῃ ἀνέπαφος, καί οὐχί βεβαιότητα.
[[[ Σημείωσις: 1. Βοηθήματα: 1) Μ, Σιώτου, τό πρόβλημα τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰησοῦ 2) Catholic Commentary σελ. 844. 3) Lagrange, Evangile selon saint Marc.]]]]
Ὀρθόδοξος: Ἄς δεχθῶ, ὅτι δέν εἶναι λίαν ἐμφανής ἡ πρόθεσις τῆς Θεοτόκου νά μείνῃ παρθένος καί μετά τόν γάμον ἤ νά μείνῃ διά βίου μνηστευμένη, ὅπως φαίνεται, ὅτι ἔμεινε διότι ὀλίγας ἡμέρας πρίν γεννήση τόν Χριστόν εἶναι ἀκόμη μνηστή. (Λουκ. 2,5). Μετά ταῦτα δέν ἀναφέρεται ὁ γάμος της μετά τοῦ Ἰωσήφ. Ἄς ἔλθω εἰς ἄλλους λόγους, πιθανωτέρους.
Δεύτερον: Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦτο δώδεκα ἐτῶν, φαίνεται ὅτι ἡ ἁγία οἰκογένεια ἀπετελεῖτο ἐκ τριῶν μόνον προσώπων: τῆς μητρός του, τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ. Οὐδαμοῦ ἀναφαίνονται ἄλλοι ἀδελφοί του (Λουκ. 2,41) μέχρι τῆς ἡλικίας ἐκείνης καί τῆς δημοσίας ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου. Ἑπομένως ἄν θά γεννήθησαν ἄλλοι ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ ἐκ τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Θεοτόκου, θά ἦσαν μετά τό 12ον ἔτος. Ἀλλά μετά τόν 12ον ἔτος οὐδαμοῦ ἀναφέρεται ὁ Ἰωσήφ. Φαίνεται μόνον ἡ Θεοτόκος. Ἄρα ὁ Ἰωσήφ θά εἶχεν ἀποθάνει. Ἀλλά καί ἐάν ὑποθέσωμεν ὅτι εἶχον γεννηθῆ μετά τό 12ον ἔτος θά ἔχωμεν τάς ἑξῆς δυσκολίες. Οἱ ἀδελφοί οὗτοι τοῦ Ἰησοῦ ἦσαν τέσσαρες. (Ματθ. 12,46. Μᾶρκ.6,3). Ὁ μεγαλύτερος ἐξ αὐτῶν θά ἦτο μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ τοὐλάχιστον κατά δώδεκα ἔτη, ἀφοῦ θά ἐγεννήθη μετά τό δωδέκατο ἔτος τοῦ Ἰησοῦ, ὁ δέ μικρότερος αὐτῶν θά ἦτο μικρότερος τοῦ Ἰησοῦ κατά εἴκοσι περίπου ἔτη διά τόν ἑξῆς λόγον:Ἐάν ὑποθέσωμεν ὅτι ἀνά δύο ἔτη θά ἐγεννᾶτο ἕκαστος ἐξ αὐτῶν, ἀφοῦ ἔχομεν 4 ἀδελφούς, θά ἐγεννήθησαν οὗτοι ἐντός 8 ἐτῶν. Ἄρα ἔχομεν 12 + 8=20. Ἑπομένως ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦτο τριάκοντα ἐτῶν αὐτοί θά ἦσαν ἡλικίας ὁ μικρότερος δέκα ἐτῶν καί ὁ μεγαλύτερος δέκα ὀκτώ ἐτῶν. Ἡ συμπεριφορά ὅμως πρός τόν Ἰησοῦν τῶν ἀδελφῶν τούτων, οἱ ὁποῖοι φέρονται παντοῦ ὡς κηδεμόνες τοῦ Ἰησοῦ (Ἰδέ Ἰωάν. 7, 3 καί Μᾶρκ. 3,21) ἀντίκειται πρός τήν ἡλικίαν αὐτῶν ὡς μικροτέρων καί τοῦ Ἰησοῦ ὡς μεγαλυτέρου πρωτοτόκου. Διότι ἡ Ἁγία Γραφή λέγει ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἀδελφοί, ἰδίως οἱ πρωτότοκοι προΐσταντο τῶν μικροτέρων. Κατά τό Γένεσ. δηλ. 27, 29-40 «γίνου κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου» καί «τῷ ἀδελφῷ σου δουλεύσεις», τά ὁποῖα εἶπεν Ἰσαάκ εἰς τόν Ἰακώβ λαμβάνοντα τά πρωτοτόκια τοῦ Ἡσαῦ, ἔπρεπεν ὁ Ἰησοῦς ὡς πρωτότοκος νά διατάσσῃ καί ὄχι νά διατάσσηται. Ἐάν πάλιν ὑποθέσωμεν ὅτι οἱ ἀδελφοί οὗτοι ἦσαν μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ, τοῦτο ἀντίκειται πρός τήν ρητήν βεβαίωσιν, ὅτι ὁ Κύριος ἦτο πρωτότοκος Υἱός τῆς Παρθένου. (Ματθ. 1, 25 Λουκ. 2,7). Ἑπομένως οὔτε μικρότεροι οὔτε μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ ὡς πραγματικοί ἀδελφοί εἶναι. Θά ἦσαν μεγαλύτεροι εἰς τήν ἡλικίαν, ἀλλά συγγενεῖς του.
Τρίτον: Εἰς τά εὐαγγέλια ἀναφέρονται οὗτοι ὡς ἀδελφοὶ τοῦ Ἰησοῦ οὐχί ὅμως καί υἱοί τῆς Θεοτόκου, ὅπως ρητῶς λέγεται περί τοῦ Ἰησοῦ (Μᾶρκ. 6,3). Εἶναι καί αὐτό νομίζω κάτι τό ἀξιοπρόσεκτον.
Πλήν αὐτοῦ, τά Εὐαγγέλια, ὡς ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὀνομάζουσι τήν Θεοτόκον γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ πρίν γεννηθῆ ὁ Χριστός «μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου» (Ματθ. 1, 20) οὐχί ὅμως καί μετά τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἄγγελος δηλαδή λέγει πρός τόν Ἰωσήφ: «ἐγερθεὶς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ» Ματθ. 2, 13-21. Δέν λέγει παράλαβε τό παιδίον καί τήν γυναῖκα σου. Ἐάν δηλαδή μετά τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ ἡ Θεοτόκος εἶχε σύζυγον τόν Ἰωσήφ, θά ἔλεγε ὁ ἄγγελος πρός αὐτόν «παράλαβε τό παιδίον καί τήν γυναῖκα σου».
Τέταρτον: Διατί νά ἀναθέσῃ ὁ Κύριος κατά τήν σταύρωσιν τήν μητέρα Του εἰς τόν Ἰωάννην, ἐάν ἡ Θεοτόκος εἶχε καί ἄλλα παιδιά;
Πέμπτον: Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ὁμιλεῖ μόνον δι’ ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί δι’ ἀδελφάς αὐτοῦ, τοὐλάχιστον δύο διότι λέγει: «πᾶσαι αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ». (Ματθ. 12, 46. Μᾶρκ. 6,3). Ἑπομένως ἔχομεν οἰκογένειαν ἐννεαμελῆ: ἕξ οἱ ἀδελφοί καί αἱ ἀδελφαί τοῦ Ἰησοῦ, ἕβδομος ὁ Ἰησοῦς, καί οἱ δύο γονεῖς του. Πῶς λοιπόν ἐξ ἐννεαμελοῦς οἰκογενείας ἐξῆλθεν τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων ἄνευ ἀντιρρήσεων –πλήν δύο, διά τάς ὁποίας θά εἴπωμεν κατωτέρω, κατά τόν 4ον αἰῶνα-μέχρις τοῦ 1600 μ.Χ. ὅτε ἀνεφάνητε σεῖς οἱ διαμαρτυρόμενοι;
Τέλος, ἕκτον: ἡ Ἁγ. Γραφή θεωρεῖ ἀνωτέραν τήν παρθενικήν ζωήν ἀπό τόν γάμον, διότι «ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τά τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καί σώματι καί πνεύματι». Α΄ Κορινθ. 7,34 «ὁ μή ἐγκαμίζων κρεῖσσον ποιεῖ» στιχ. 38 καί ὁ Ἀπόστ. Παῦλος συνιστᾷ τήν παρθενικήν ζωήν «καλόν ἐστιν ἐάν μείνωσι ὡς καγώ» 7,8. Ἡ Θεοτόκος λοιπόν ἡ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί» ἡ «κεχαριτωμένη» ἡ ἀποκτήσασα τόν καλλίτερον υἱόν, τόν Χριστόν, θά ᾐσθάνετο τήν ἀνάγκην ἀποκτήσεως καί ἄλλων τέκνων; Καί αὐτός ὁ Ἰωσήφ, ἀνήρ εὐλαβής, «δίκαιος», πῶς θά ἐτόλμα νά πλησιάσῃ αὐτήν; Δίκαιον εἶχε ὁ Δαμασκηνός νά γράψῃ «Πῶς γάρ ἄν Θεόν γεννήσασα καί ἐκ τῆς πείρας τό θαῦμα γνωρίσασα, ἀνδρός συνάφειαν κατεδέξατο; Ἄπαγε. Οὐ σωφρονοῦντος λογισμοῦ τά τοιαῦτα νοεῖν μή ὅτι καί πράττειν». Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως βιβλ. 14, κεφ. 14. Ἑπομένως ἀδελφοί δέν εἶναι ἀπαραίτητον νά εἶναι οἱ πραγματικοί ἀδελφοί, ἀλλά ἄλλοι τινές περί τῶν ὁποίων θά ὁμιλήσωμεν βραδύτερον.
Εὐαγγελικός: Αἱ πέντε, ἕξ ἐνδείξεις καί οὐχί ἀποδείξεις πού μοῦ ἐφέρατε δέν παρουσιάζουν χωρία Γραφῆς μαρτυροῦντα ῥητῶς τό ἀειπάρθενον τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου. Μόνον πιθανότητας μικράς ἤ μεγάλας δίδουν περί τοῦ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχῃ καί ἄλλους ἀδελφούς ἐκ τῆς Μαρίας.
Ὀρθόδοξος: Καί ἐγώ ὁμολογῶ ὅτι ἡ Γραφή πιθανότητας καί οὐχί βεβαιότητα παρέχει εἰς ἡμᾶς διά τό προκείμενον ζήτημα. Αἱ πιθανότητες ὅμως αὗται εἶναι ὑπέρ ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων. Ἑπομένως τό ζήτημα τοῦτο μένει Γραφικῶς καί ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως ἀνοικτόν μέ πιθανότητας ὑπέρ ἡμῶν. (Ἰδέ Συμβολ. Ἀνδρούτσου σελ. 202). Ἡ Ἱερά Παράδοσις ἡ δευτέρα αὕτη πηγή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας…» Ματθ. 28, 20 θά κλείσῃ τοῦτο πανηγυρικῶς, ὡς θά ἴδωμεν.
Εὐαγγελικός: Ἄς ἔλθωμεν καί εἰς κάτι ἄλλο. Ἡ Γραφή ὀνομάζει τόν Χριστόν πρωτόκον Ματθ. 1,25. Λουκ. 2, 7. Ἄρα ὁ Κύριος θά εἶχε καί ἄλλους ἀδελφούς.
Ὀρθόξοξος: Ἐν πρώτοις τό Ματθ. 1,25 ὀνομάζει τόν Χριστόν «πρωτότοκον αὐτῆς» τῆς Θεοτόκου καί ὄχι «πρωτότοκον αὐτῶν» Ἰωσήφ καί Θεοτόκου. Ἄν λοιπόν θελήσωμεν νά ἀκριβολογήσωμεν Γραφικῶς, παραδεχόμενοι βάσει τοῦ χωρίου αὐτοῦ, ὅτι ἀπέκτησε καί ἄλλους ὑστεροτόκους υἱούς, θά πρέπῃ καί οἱ ἄλλοι νά εἶναι «αὐτῆς» μόνον τῆς Θεοτόκου τέκνα καί ὄχι τοῦ Ἰωσήφ καί αὐτῆς. Ὅπερ ἄτοπον! Ἔπειτα, βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρωτότοκος δέν εἶναι ὁ πρῶτος τεχθείς ἐν ἀντιθέσει πρός ἄλλους γεννηθέντας ἔπειτα ἀπ’ αὐτόν, ἀλλά ὁ πρῶτος τεχθείς, ὡς πρῶτος διανοίγων μήτραν». Τοῦτο φαίνεται ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς
ἰδέ Ἔξοδ. 13,2 «Ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτογενές διανοῖγον μήτραν» καί
Ἀριθμ. 3,12 «ἀντί παντός πρωτοτόκου διανοίγοντος μήτραν», ὅπου ῥητῶς ὁρίζεται ὅτι πρωτότοκος εἶναι ὁ πρῶτος τεχθείς ὁ τήν μήτραν πρῶτος διανοίξας, ἀδιαφόρως ἐάν μετά ταῦτα γεννηθῶ¬σιν ἄλλοι υἱοί.
Σημαίνει καί τήν πρῶτον τέξασαν. Καί ἕν παράδειγμα:
Κατά τό Α΄ Βασιλ. 6,10-14 γίνεται λόγος περί πρωτοτοκουσῶν ἀγελάδων, αἱ ὁποῖαι ὀνομάζονται οὕτω, ἄν καί δέν ἀπέκτησαν ἐκτός τῶν πρωτοτόκων βοῶν ἄλλας, διότι ἐθυσιάσθησαν κατά τόν στίχον 14.
Εὐαγγελικός: Καί αὐτό πιθανότητα δημιουργεῖ, ὄχι βεβαιότητα.
Ὀρθόδοξος: Τήν βεβαιότητα θά εὕρωμεν εἰς τήν ἱεράν Παράδοσιν τό «μεθ’ ὑμῶν πάσας τάς ἡμέρας» τοῦ Κυρίου Ματθ. 28, 20.
Εὐαγγελικός: Ὁ Ματθαῖος 1, 25 γράφει διά τόν Ἰωσήφ: «Οὐκ ἐγίνωσκε αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Ἄρα μετά τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ ἐγνώρισεν ὁ Ἰωσήφ τήν Μαρίαν συζυγικῶς.
Ὀρθόδοξος: Τό «ἕως οὗ» τοῦ Ματθαίου δέν ἀντιτίθεται πρός τό μέλλον, ὥστε νά ὑποθέσωμεν, ὅτι τό μέλλον εἶναι διαφορετικόν τοῦ παρελθόντος καί νά εἴπωμεν, ὅτι μετά τήν γέννησιν τοῦ Ἰησοῦ ἐγνώρισε τήν Θεοτόκον, ἀλλά ὁρίζει μόνον τό παρελθόν. Τούτου ἔχομεν ἀποδείξεις ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Εἰς τό Β΄ Βασιλ. 6, 23 ἀναφέρεται, ὅτι ἡ Μελχόλ δέν ἀπέκτησεν υἱόν, μέχρις ὅτου ἀπέθανε. Θά ὑποθέσωμεν ὅτι μετά τόν θάνατον ἀπέκτησεν; Ὄχι.
Ὁ Κόραξ, μᾶς λέγει ἡ Γραφή, ἐξελθών τῆς Κιβωτοῦ «οὐκ ἀνέστρεψε ἕως οὗ ἐξηράνθη τό ὕδωρ ἀπό τῆς γῆς» Γέν. 8,7. Ὁ κόρακας ὅμως ποτέ δέν ἐπέστρεψε εἰς τήν Κιβωτόν.
«Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» Μᾶρκ. 12, 36. Ὅταν ὁ Πατήρ θέση τούς ἐχθρούς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν τοῦ Υἱοῦ, δέν θά κάθηται ὁ Υἱός ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός; Κάθε ἄλλο!
Ἀλλά καί σήμερον διδασκάλισσὰ τις ἀπομακρυνομένη τῆς τάξεώς της λέγει πρός τά παιδιά της. «Προσέξατε νά εἶσθε ἥσυχα μέχρις ὅτου ἔλθω». Αὐτό θέλει νά εἴπῃ, ὅτι ὅταν ἔλθῃ πρέπει νά εἶναι τά παιδιά ἀνήσυχα; Ὄχι βέβαια! Ὁρίζει μόνον τί πρέπει νά γίνῃ, μέχρις ὅτου ἐπιστρέψῃ.
Συμπέρασμα: Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι βεβαίως ῥητῶς ὑπέρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου (ἰδέ Συμβολικήν Ἀνδρούτσου σελ. 202) πάντως ἀφήνει τό θέμα ἀνοικτόν μέ πιθανότητας ὑπέρ ἡμῶν. Συνεπῶς ἔχομεν ἀνάγκην δευτέρας πηγῆς καί αὕτη, ὡς εἴπομεν καί ἄλλοτε, εἶναι ἡ Ἱερά Παράδοσις ἀπό τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τό μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας» τοῦ Κυρίου Ματθ. 28, 20.
Β΄. ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ: ΔΙΑ ΤΟ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Τί μᾶς λέγει αὕτη; Ὅλοι οἱ Πατέρες ἀποστολικοί καί μετά ταῦτα τονίζουν ἐμμέσως ἤ ἀμέσως τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, ὡς ἑξῆς: Ἄς ἀρχίσωμεν ἀπό τήν ἀρχαιοτάτην ἐποχήν ἀποστολικῶν πατέρων.
Πρῶτον: Ἀποστολικοί Πατέρες. Διά τήν ἐποχήν ταύτην γνωρίζομεν τοῦτο: Ἐπί τοῦ Ἱερωνύμου τό 380 μ.Χ. Ἐλβίδιός τις ὀνόματι, ἠμφισβήτησε τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, ἑρμηνεύσας τούς ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ ὡς τέκνα τῆς Θεοτόκου.
Ὅταν ἐγνώσθη εἰς τόν Ἱερώνυμον τοῦτο, δέν ἠθέλησεν οὗτος νά ἀπαντήσῃ, διότι ἐνόμιζε τήν πλάνην τοῦ Ἐλβιδίου ἐξόφθαλμον «ὡς νεοφανῆ, κακοήθη, παράτολμον καί ὑβριστικήν πρός τήν κοινήν πίστιν ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ τότε κόσμου», ὡς ὁ ἴδιος ὁ Ἱερώνυμος τήν ἐχαρακτήρισεν. Ἐπειδή ὅμως οἱ φίλοι του ἐπέμενον, ἵνα ἀπαντήσῃ, συνέγραψε τό περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου σύγγραμμά του. «De perpetua virginitate Mariae» Migni 23,183-206, ὅπου διά βεβαιώσεων ἀπό τούς ἀποστολικούς πατέρας «Ἰγναντίου, Πολυκάρπου, Εἰρηναίου, Ἰουστίνου, καί ὅλων τῶν διδασκάλων τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς» οἱ ὁποῖοι ἠσχολήθησαν μέ τό θέμα αὐτό μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ 380 μ.Χ., ἐκθέτει τήν ὁμόφωνον γνώμην τῶν πατέρων περί ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ἐλβίδιος δέν ἀπήντησε.
Λείψανον τῆς παλαιᾶς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἐκείνης διεσώθη ἕν τοῦ
Ἰουστίνου 100-165 μ.Χ. ἐν Συριακῇ μεταφράσει, ἔχον ὡς ἑξῆς: «Εἷς τῶν συγγραφέων τῶν χρόνων τοῦ Αὐγούστου καί τοῦ Τιβερίου ἔγραψε, ὅτι ἡ Μαρία ἡ Γαλιλαία ἡ γεννήσασα τόν Μεσσίαν τόν σταυρωθέντα ἐν Ἱερουσαλήμ οὐδένα ἄνδρα ἐγνώρισε καί ὅτι ὁ Ἰωσήφ δέν ἐγκατέλειψε μέν αὐτήν, ἀλλ’ ἔμεινε ἐν καθαρότητι χωρίς γυναικός καί ἡ Μαρία ἔμεινεν ἄνευ ἀνδρός». «Zahn, Geschichte des neutestamentl dichen Kanons» τόμ. II, σελ. 177.
Ἡ σιωπή τοῦ Ἐλβιδίου, ἡ ῥητή μαρτυρία τοῦ Ἱερωνύμου, ὅτι οἱ ἀποστολικοί πατέρες γραπτῶς ἤ προφορικῶς ἐδίδαξαν τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου καί τό περισωθέν τοῦτο τμῆμα τοῦ ἱεροῦ πατρός Ἰουστίνου, ζήσαντος 100-165 μ.Χ. δέν μαρτυροῦν τήν ἀποστολικήν διαδοχήν τῆς πίστεως ταύτης, ἔστω καί ἄν δέν ἔχωμεν σήμερον περί αὐτοῦ ὅλας τάς γραπτάς ταύτας μαρτυρίας, πού ἀναφέρει ὁ Ἱερώνυμος; Εἶχεν αὐτάς ὁ Ἱερώνυμος; Αὐτό εἶναι ἀρκετόν.
Δεύτερον: Ὁ Ἡγήσιππος 110–180 μ.Χ. Οὗτος κατά τόν Εὐσέβιον Ε.Ι.2,23 καί 4,8,22 ζήσας «ἐπί τῆς πρώτης τῶν Ἀποστόλων διαδοχῆς» ἔγραψε κατά τό 180 μ.Χ. τά βιβλία του, εἰς τά ὁποῖα κάμνει λόγον περί τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου. Καί ἰδού: Γνωρίζομεν κατά τόν Μᾶρκον 6,3 ὅτι οἱ ἀδελφοί οὗτοι τοῦ Ἰησοῦ ὀνομάζονται Ἰάκωβος, Ἰούδας, Σίμων καί Ἰωσῆς. Διά τούς τρεῖς πρώτους ὁ Ἡγήσιππος βεβαιοῖ, ὅτι ὀνομάζονται μέν ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ, δέν ἦσαν ὅμως ἀδελφοί του, ἀλλά ἐξάδελφοί του. Καί ἰδού: «Μετά τό μαρτυρῆσαι Ἰάκωβον τόν δίκαιον ὡς καί ὁ Κύριος ἐπί τῷ αὐτῷ λόγῳ πάλιν ὁ ἐκ θείου αὐτοῦ Συμεών ὁ τοῦ Κλωπᾶ καθίσταται ἐπίσκοπος, ὅν προέθεντο πάντες ὄντα ἀνεψιόν τοῦ Κυρίου δεύτερον» (Ι E,IV,XXII,4). Ἐνταῦθα ὁ Ἡγήσιππος θεωρεῖ τόν Ἰάκωβον, τόν Σίμωνα, τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου υἱούς τοῦ Κλωπᾶ, τόν δέ Κλωπᾶ «ἀδελφόν τοῦ Ἰωσήφ Ἡγήσιππος ἱστορεῖ» (I. E. III,11,1). Ἑπομένως οἱ δύο οὗτοι ἀδελφοί Σίμων καί Ἰάκωβος ἦσαν ἐξάδελφοι τοῦ Κυρίου ἐκ πατρός. Ὅτι ἡ λέξις ἀνεψιός ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ τοῦ Ἡγησίππου σημαίνει ἐξάδελφος βεβαιοῦται διά τοῦ χαρακτηρισμοῦ τοῦ Κλωπᾶ ὡς θείου τοῦ Ἰησοῦ ἤ ὡς ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσήφ. Τό ἴδιον λέγει ὀ Ἡγήσιππος καί διά τόν Ἰούδαν. (I. E.XXX.11,5). Ἰδοὺ μαρτυρία ἀρχαιοτάτη, 180 μ.Χ. καθ’ ἥν οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοί του, ἄρα οἱ φερόμενοι ἐν τοῖς εὐαγγελίοις ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, δέν ἦσαν ἐκ τῆς Θεοτόκου.
Τρίτον: Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρείας 130-211 μ.Χ. Εἰς τάς «ὑποτυπώσεις του» αἵτινες διεσώθησαν λατινιστί σχολιάζων ὁ πατήρ οὗτος τόν πρῶτον στίχον τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἀναφέρεται «Ἰούδας Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ἀδελφός δέ Ἰακώβου…» λέγει: «Judas… frater filiorum jojeph exstans… cum sciret propinquitatem domini non tamen dicit se lpsum fratrem domini esse sed quid dixit2. Judas servus jesu Christi utpote domini frater autem jacobi, hoc enim verum est frater erat ex joseph». «Ὁ Ἰούδας… ἀδελφός τῶν υἱῶν τοῦ Ἰωσήφ ὑπάρχων, ἄν καί ἐγνώρισε τήν συγγένειάν του πρός τόν Κύριον, δέν ὀνομάζει ἑαυτόν, ὅτι εἶναι ἀδελφός τοῦ Κυρίου, ἀλλά τί εἶπε; Ἰούδας δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἅτε Κυρίου ἀδελφός δε Ἰακώβου. Διότι τοῦτο εἶναι ἀληθές ὅτι ἦτο ἀδελφός (τοῦ Ἰησοῦ) ἐκ τοῦ Ἰωσήφ (μόνον)». Ἰδοὺ καί ἄλλη μαρτυρία ἀρχαιοτάτη ὅτι ὁ Ἰούδας καί ὁ Ἰάκωβος οἱ φερόμενοι ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ ἦσαν ἀδελφοί αὐτοῦ ἐκ πατρός καί οὐχί ἐκ μητρός. Ἄρα ἡ Θεοτόκος δέν ἦτο μήτηρ αὐτῶν.
Τέταρτον: Ὠριγένης 185 -250 μ.Χ. Οὗτος ἐπὶ τῆς ἑρμηνείας Ἰωάννου 2,11 λέγει: «Ζητεῖται πάρα πολλοῖς περὶ τῶν ἀδελφῶν Ἰησοῦ πῶς εἶχε τούτους, τῆς Μαρίας μέχρι τελευτῆς παρθένου διαμεινάσης. Ἀδελφοὺς μὲν οὐκ εἶχε φύσει οὔτε τῆς Παρθένου τεκούσης ἕτερον, οὐδ’ αὐτὸς ἐκ τοῦ Ἰωσὴφ τυγχάνων. Νόμῳ τοιγαροῦν ἐχρημάτισαν αὐτοῦ ἀδελφοὶ υἱοὶ τοῦ Ἰωσὴφ ὄντες πρὸ τεθνηκυίας γυναικός». Εἰς δὲ τὴν ἑρμηνείαν Ματθ. 12, 55 ὁ ἴδιος γράφει: «Τοὺς δὲ ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ φασι… εἶναι υἱοὺς Ἰωσὴφ ἐκ προτέρας γυναικὸς συνῳκηκυίας πρὸ τῆς Μαρίας». Ἰδοὺ καὶ ἄλλη ἀρχαιοτάτη μαρτυρία περὶ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου καὶ ὅτι οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ δὲν ἦσαν ἐκ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ ἐκ τοῦ Ἰωσὴφ δι’ ἄλλης γυναικός.
Πέμπτον: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος 295 – 366 μ.Χ. Ὁ πατὴρ οὗτος εἰς τὴν σάρκωσιν Migne Ε.Π. 25,109 καὶ ἑρμηνείαν εἰς τὸ σύμβολον Migne 26,1232 γράφει: «ἐκ Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου» εἰς δὲ τὴν ἑρμηνείαν Λουκ. 11, 27 «….καὶ αὕτη ἡ κυριότοκος Μαρία καὶ ἀειάρθενος….» Migne Ἐ.Π. 27, 1393.
Ἕκτον: Ἅγιος Ἐπιφάνιος 313–402 μ.Χ. Οὗτος εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ πρὸς αἱρετικοὺς (Adv Haer 78,6 p 642, 705) γράφει: «Οὐ συνήφθη σαρκὶ μετὰ τὴν κύησιν οὐδὲ πρὸ τῆς κυήσεως», ἀλλὰ παρέμεινεν «ἁγία καὶ ἄμωμος» Αἱρ. 78,14,24,15,16. Ἐπίσης ἔγραφε ὅτι «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέφερε τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Μαρίας προσέθετε πάντοτε τὴν λέξιν «παρθένος». Τὸ ὄνομα Παρθένος ἐδίδετο εἰς αὐτήν, διότι πάντοτε «ἔμεινεν ἀμόλυντος».
Ἕβδομον: Γρηγόριος ὁ Νύσσης 338 – 394 μ.Χ. «Τόμον καινὸν νοοῦμεν τὴν Παρθένον. Ὥσπερ γὰρ ὁ χάρτης καινός ἐστι καθαρὸς ἄγραφος ὤν οὕτως καὶ ἡ Παρθένος ἁγία, ἀμύητος ἀνδρός».
Ὄγδοον: Ἱερώνυμος 345 – 420 μ.Χ. Εἴπομεν ἀνωτέρω ὅτι συνέγραψεν ὁλόκληρον ἔργον καὶ ἀπέδειξε διὰ μαρτυριῶν πατερικῶν τὸ ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου. Χαρακτηρίζει δὲ τὴν ἀντίθετον γνώμην τοῦ Ἐλβιδίου «πρωτάκουστον, αὐθάδη, ὑβριστικήν τῆς κοινῆς τῶν χριστιανῶν πίστεως». Εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἰεζεκιὴλ γράφει ρητῶς διὰ τὴν Θεοτόκον. «Quae et ante partum et post partum virgo permansit». «Αὕτη καὶ πρὸ τῆς γεννήσεως καὶ μετὰ τὴν γέννησιν ἔμεινε παρθένος» in Ezech XLIV προβλ.καὶ in Cal IV, 4.
Ἔνατον: Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος 354 -430 μ.Χ. Λέγει ρητῶς : «virgo concepit, virgo peperit et post partum virgo permansit» (De symbol 3,5). «Παρθένος συνέλαβε, παρθένος ἐγέννησε, καὶ παρθένος μετὰ ταῦτα ἔμεινε». Migne 40. 181- 196.
Δέκατον: Ὁ Μέγας Βασίλειος 330 -379 μ.Χ. Εἰς τὴν ὁμιλία εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν Migne 31, 146, 8 λέγει: «Τὸ μὴ καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τὴν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι Παρθένος ἡ Θεοτόκος». Οἱ χριστιανοὶ οὔτε νὰ ἀκούσουν θέλουν ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔπαυσε ποτέ νὰ εἶναι Παρθένος!
Ἑνδέκατον: Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος 345–404 μ.Χ. Ὡς εἴπομεν καὶ ἀνωτέρω, λέγει ὅτι ἡ Γραφὴ ὀνομάζει τὴν Μαρία γυναῖκα τοῦ Ἰωσὴφ πρὶν γεννήσῃ τὸν Χριστὸν οὐχὶ ὅμως καὶ κατόπιν. «Παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ» λέγει ὁ ἄγγελος πρὸς τὸν Ἰωσήφ.
Ἑρμηνεύων ὁ ἱερὸς οὗτος πατὴρ τὸ «ἕως» τοῦ οὐκ ἔγνω αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκεν Ματθ. 4, 25 λέγει τὰ ἑξῆς: «Τοῦτο εἴρηκε, οὐχ ἵνα ὑπωπτεύσῃς ὅτι μετὰ ταῦτα ἔγνω αὐτήν…. Τὸ ἕως πολλάκις καὶ ἐπὶ τοῦ διηνεκῶς ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ εὑρίσκομεν κείμενον» Migne Ε.Π. 78, 102.
Δωδέκατον: Ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς 648 – 750: (Migne 94, 1161) λέγει: «Μένει τοίνυν καὶ μετὰ τόκον παρθένος ἡ ἀειπάρθενος, οὐδαμῶς ἀνδρὶ μέχρι θανάτου προσομιλήσασα».
Ἑπομένως ἡ διαδοχή, τὸ «μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας» τοῦ Κυρίου Ματθ. 28, 20 εἶναι ὑπὲρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου.
Καὶ γενικῶς δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν τὸ ἑξῆς: Ὅταν ὁ ἄγγελος εἶπε κατὰ τὸν Εὐαγγελιασμὸν εἰς τὴν Θεοτόκον, ὅτι θὰ γεννήση υἱόν, ἐκείνη ἀπήντησε: πῶς ἔσται τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γιγνώσκω. Εἴπομεν προηγουμένως, ὅτι τοῦτο ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶχεν ἀπόφασιν νὰ μείνη πάντοτε παρθένος. Καὶ πράγματι. Ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πιστεύουσι ὅτι τὴν Παρθένον ὁ Ἰωσὴφ ὡς ρητῶς βεβαιοῖ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος «Κατὰ αἱρέσεων 78,7 (Migne Ε.Π.42,721,Α) «οὐκ ἔλαβε εἰς χρῆσιν, ἀλλὰ μᾶλλον ᾠκονομήθη αὐτῷ εἰς τὸ φυλάττειν». Παραπομπές καὶ χωρία τῶν πατέρων περὶ τούτου ἀπὸ τοῦ Ἰγναντίου μέχρι τοῦ Δαμασκηνοῦ ἰδὲ Μαρκ. Σιώτη «τὸ πρόβλημα τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κυρίου» σελίδα 57, ἐν 6ῃ ὑποσημειώσει.
Συμπέρασμα: Τὸ ἀνοικτὸν ζήτημα τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου ἐν τῇ Γραφῇ κλείεται πανηγυρικῶς ἐκ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς δευτέρας ταύτης πηγῆς τοῦ θείου λόγου, ὡς εἴπομεν.
Εὐαγγελικός: Ποῖοι ὅμως εἶναι οὗτοι οἱ ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ. Ποίαν δηλαδὴ συγγένειαν ἔχουν πρὸς τὸν Ἰησοῦν;
Ὀρθόδοξος: Ὑπάρχουν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δύο κυρίως γνῶμαι: α) Εἶναι τέκνα τοῦ Ἰωσὴφ ἐξ ἄλλης γυναικός, ὡς εἴδομεν, ὅτι ἀναφέρει ὁ Ἐπιφάνιος, Ὠριγένης, Κλήμης κ.τ.λ. β) Εἶναι ἐξάδελφοι τοῦ Ἰησοῦ, ὡς εἴδομεν, ὅτι ἀναφέρει ὁ Ἡγήσιππος.
Συμπέρασμα: Ἡ Παράδοσις ἐνῷ κλείει πανηγυρικῶς τὸ τῆς ἀειπαρθενίας, ἀφήνει ἀνοικτὸν τὴν ὡρισμένην συγγένειαν τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰησοῦ. Εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ παραδεχθῶμεν τὴν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου. Προαιρετικὸν μένει τὸ εἶδος τῆς συγγενείας τῶν ἀδελφῶν τοῦ Ἰησοῦ. Προτιμοτέρα εἶναι ἡ πρώτη γνώμη, ὅτι ἦσαν ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ ἐξ ἄλλης γυναικὸς τοῦ Ἰωσὴφ.
Θέμα 10ον «Παναγία - Θεοτόκος»
Ὀρθόδοξος: Ἄς ὁμιλήσωμεν καί διά τό πρόσωπον τῆς μητρός τοῦ Κυρίου ὡς Παναγίας καί Θεοτόκου.
Εὐαγγελικός: Εὐχαρίστως. Διότι ἡμεῖς οὔτε τήν ὀνομασίαν Παναγίαν δεχόμεθα οὔτε Θεοτόκον ὀνομάζομεν, ἀλλά μόνον μητέρα τοῦ Κυρίου Χριστοῦ, Χριστοτόκον.
Ὀρθόδοξος: Ἄς ἴδωμεν πρῶτον τήν τιμήν, τήν ὀνομασίαν της «Παναγία».
ΠΡΩΤΟΝ: Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Εὐαγγελικός: Σεῖς οἱ ὀθρόδοξοι ἀποδίδετε μεγάλην τιμήν εἰς τήν Μαρίαν τήν γεννήσασαν τόν Κύριον. Φθάνετετε μέχρι Παναγιολατρείας. Εἰς τά Εὐαγγέλια ὅμως εὑρίσκομεν περιπτώσεις, ὅπου ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου ἐπιτιμᾶται καί ὑποτιμᾶται ὑπό τοῦ Κυρίου.
Ὀρθόδοξος: Εἴπατέ μου μερικάς ἀπό τάς περιπτώσεις, καθ’ ἅς ἡ Θεοτόκος ὑποτιμᾶται ὑπό τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Εὐαγγελικός: Ὅταν ὁ Κύριος δωδεκαετής ἐδίδασκε εἰς τόν ναόν, οἱ γονεῖς του καί ἰδίως ἡ Μήτηρ του ἐπιτιμήσαντες αὐτόν ἔλαβον τήν ἀπάντησιν: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ Πατρός μου δεῖ εἶναι μέ;». Ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου ἐνταῦθα ἐπιτιμᾶται ὑπό τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἐπιτήμησις αὕτη δέν εἶναι κάποια μικρά ἤ μεγάλη ὑποτίμησις;
Ὀρθόδοξος: Ὄχι! Καί ἰδοὺ διατί. Ἡ Θεοτόκος ἐγνώριζε βεβαίως κἄτι τό μεγαλειῶδες διά τόν Υἱόν της, δέν ἔμαθε ὅμως εὐθύς ἀμέσως ὅλον τό μεγαλεῖον τοῦτο τοῦ Υἱοῦ της. Ἐλάμβανε γνῶσιν τούτου βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον διά τῶν διαφόρων περιστάσεων, ὅπως εἶναι τά λόγια τῶν ποιμένων πού εἶπον πρός αὐτήν, ἡ προσ¬κύνησις τῶν μάγων, πού εἶδε, τά λόγια τοῦ Συμεών, τά ὁποῖα ἤκουσε καί ἐδῶ ἡ ἐπιτίμησις τοῦ Κυρίου. Τά λόγια ταῦτα ἡ Θεοτόκος «συνετήρει συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς», Λουκ., 1,10, ἐνεθυμεῖτο καί ἔθετε μέσα εἰς τήν καρδίαν της τόν ἕν πλησίον τοῦ ἄλλου. Ἐκ τῶν λόγων αὐτῶν ἐσχημάτιζε τήν εἰκόνα τοῦ μεγαλείου τοῦ Υἱοῦ της. Οὕτω ἡ Θεοτόκος προώδευε εἰς τήν γνῶσιν τοῦ Υἱοῦ της. Καί ὅπως ὁ Κύριος «προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ» καί οὐδέν ἐπίμεπτον εἶχε ἡ πρόοδός του αὕτη, κατά παρόμοιον τρόπον καί ἡ Θεοτόκος ἐπιτιμωμένη καί προοδεύουσα ἐν τῇ γνώσει τοῦ Υἱοῦ της οὐδεμίαν ὑποτίμησιν ἐλάμβανε ἐκ τῆς ἐπιτιμήσεως αὐτῆς. «Προέκοπτε» καί αὕτη «σοφίᾳ» ἐν τῇ γνώσει τοῦ Υἱοῦ της ὡς καί ὁ Υἱός της.
Εὐαγγελικός: Καλά, ἔστω ἡ ἐπιτίμησις ἐδῶ τοῦ Κυρίου πρός αὐτήν δέν εἶναι ὑποτίμησις αὐτῆς ἀλλά πρόοδος ἐν τῇ γνώσει τοῦ Υἱοῦ της. Ὅταν ὅμως κἄποια γυναίκα ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσασα τά ὡραῖα τοῦ Κυρίου λόγια εἶπε: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασέ σε..» ἐννοοῦσα τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ» Λουκ. 11, 27 δέν νομίζετε, ὅτι μέ τό «μενοῦνγε», τό ὁποῖον σημαίνει «περισσότερον», θεωρεῖ ὁ Κύριος περισσότερον μακάριον, ἀνώτερον τῆς μητρός του πάντα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀκούει τόν λόγον τοῦ Θεοῦ;
Ὀρθόδοξος: Ἐδῶ ὁ Κύριος ἀπευθύνεται κυρίως εἰς τήν νοοτροπίαν τῆς γυναικός τοῦ ὄχλου καί ὄχι εἰς τήν ἀξίαν τῆς Θεοτόκου. Ἀπευθύνεται εἰς τήν γυναῖκα τοῦ ὄχλου, ἡ ὁποία κοσμικῶς κρίνουσα τά πράγματα μακαρίζει τήν Θεοτόκον ὡς ἔχουσαν αἵματος συγγένειαν μέ τόν Ἰησοῦν, ὡς μάνα του μόνον.
Λέγει δηλαδή ἡ γυνή ἐκείνη, ὅ,τι θά ἔλεγε καί σήμερον μιά γυναίκα τοῦ κόσμου: «Εὐτυχισμένη εἶναι ἡ μάνα πού σέ ἐγέννησε καί ἀνέθρεψε» ἀδιαφόρως ἐάν ἡ Μάνα αὕτη ἔχει ἀξίαν αὐτή καθ’ ἑαυτήν ἤ ὄχι».
Εὐαγγελικός: Πῶς θά μοῦ τό ἀποδείξητε αὐτό;
Ὀρθόδοξος: Ἁπλούστατα! Ὁ ἄγγελος ὀνομάζει τήν Θεότόκον «κεχαριτωμένην», ἡ Ἐλισάβετ «πλησθεῖσα Πνεύματος Ἁγίου» ὀνομάζει αὐτήν «εὐλογημένην ἐν γυναιξί» ἡ ἰδία ἡ Θεοτόκος προφητεύει διά τόν ἑαυτό της: «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί». Διά ποῖον ἤ διά ποίαν ἄλλην ἐλέχθησαν τόσοι ἔπαινοι; Δι’ οὐδένα. Ἄρα εἶναι ποτέ δυνατόν νά εὑρεθῇ ἄλλος ἀνώτερος, μακαριώτερος ταύτης; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἑπομένως ἐκεῖνο τό «μενοῦνγε» = περισσότερον τοῦ Κυρίου πρός τήν γυναῖκα τοῦ ὄχλου ἀπευθύνεται εἰς τήν κοσμικήν νοοτροπίαν τῆς γυναικός ταύτης τοῦ ὄχλου καί ὄχι εἰς τήν πραγματικήν ἀξίαν τῆς Θεοτόκου, διότι δέν εἶναι δυνατόν, ὡς εἴπομεν, νά εὑρεθῇ τις ἴσος ἄρα οὐδέ ἀνώτερος, μακαριώτερος τῆς Θεοτόκου.
Εὐαγγελικός: Καλά αὐτά: Εἰς τόν γάμον ἐν Κανᾷ, διατί ὁ Κύριος ἐπετίμησε τήν μητέρα του; Ὅταν δηλ. αὕτη εἶπε πρός Αὐτόν «οἶνον οὐκ ἔχουσι» ὁ Κύριος ἀπαντᾷ: «Τί ἐμοί καί σοὶ γύναι; Οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» Ἰωαν. 2,4. Μικρά ἐπιτίμησις καί ὑποτίμησις εἶναι αὐτή;
Ὀρθόδοξος: Ἐάν ἡ ἐπιτίμησις αὕτη τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποτίμησιν, πῶς τολμᾷ ἡ Θεοτόκος νά εἴπῃ εὐθύς ἀμέσως εἰς τούς ἐκεῖ ἀνθρώπους: «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε», ὅ,τι σᾶς εἴπῃ ὁ Υἱός μου κάμετέ το; Ἡ Θεοτόκος θά ἔπρεπε νά σουφρώσῃ καί νά μή τολμήσῃ νά ἀνοίξῃ τό στόμα της, ἄν ἐπετιμᾶτο ἀποπεμπομένη. Καί τό σπουδαιότερον δεύτερον εἶναι, ὅτι ὁ Κύριος ἐκπληροῖ τήν αἴτησίν της, διότι μεταβάλλει τό ὕδωρ εἰς οἶνον. Ἔπειτα τρίτον δέν σοῦ κάμνει ἐντύπωσιν ἡ πρότασις τῆς Θεοτόκου περί θαυματουργικῆς ἐμφανίσεως οἴνου, τήν ὁποίαν κάμνει πρός τόν Υἱόν της καί τήν ἀποδοχήν τοῦ αἰτήματός της ἀργά ἤ σύντομα ὑπό τοῦ Υἱοῦ της; Δέν περιποιεῖ τιμήν διά τήν Θεοτόκον ἡ πρός τόν Υἱόν της πρότασις περί θαυματουργίας καί ἡ ὑπό τοῦ Υἱοῦ της ἐκπλήρωσις τῆς αἰτήσεώς της; Δέν ἐγνώριζε ἡ Θεοτόκος τήν ὥραν τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος εἰς οἶνον, ἐγνώριζε ὅμως τό γεγονός. Διά τό πρῶτον ἐπετιμήθη, διά τό δεύτερον ἠμείφθη, εἰσηκούσθη. Διατί τονίζετε μόνον τό πρῶτον ὄχι ὅμως καί τό δεύτερον;
Εὐαγγελικός: Καλά ὅλα αὐτά. Ὅταν ὅμως ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μέ τούς ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἐζήτησαν νά ἴδουν τόν Ἰησοῦν κηρύττοντα ἐντός οἴκου καί εἶπον πρός τόν Ἰησοῦν: «Ἡ μήτηρ σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασι ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν». Καί ὁ Κύριος ἀπήντησε: «Ὅστις ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστὶν» Ματθ. 12, 50. Δέν εἶναι ἐδῶ μία περφρόνησις τοῦ Κυρίου πρός τήν Μητέρα του; Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἀποδίδει εἰς ἐγωϊστικόν ἐλατήριον τήν ἐνέργειαν ταύτην τῆς Θεοτόκου.
Ὀρθόδοξος: Δέν θέλω νὰ εἴπω, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦτο ἀναμάρτητος, ἴση μέ τήν Θεόν. Κάθε ἄλλο! Πρίν ἔλθῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἶχε τάς ἐλλείψεις της ὡς ἄνθρωπος. Πάντως ὅμως εἶναι ἀνωτέρα ὄχι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅλων τῶν ἁγίων καί διά τοῦτο ὀνομάζεται Παναγία.
Εὐαγγελικός: Πῶς θά μοῦ ἀποδείξητε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἦτο ἀνωτέρα ὅλων τῶν ἁγίων;
Ὀρθόδοξος: Διά τήν Θεοτόκον ἔχομεν ῥητήν τήν βεβαίωσιν τῆς Γραφῆς (Λουκ. 1,19) ὅτι ἦτο τόσον προσεκτική εἰς τά λόγια τά ἀφορῶντα τόν Υἱόν της, ὥστε «συνετήρει πάντα τά ρήματα ταῦ¬τα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς». Διά ποῖον ἄλλον ἅγιον ἔχομεν τήν πληροφορίαν ταύτην καί μάλιστα ὑπό τῆς Ἁγίας Γραφῆς βεβαιωμένην; Δεύτερον: Γνωρίζομεν ὅτι ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἐλυτρώσατο ἡμᾶς καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμπάσχει μετά τοῦ Ἰησοῦ θά συνδοξασθῇ «εἴπερ συμπάσχομεν καὶ συνδοξασθῶμεν». (Ρωμ. 8,17). Διά τήν Θεοτόκον ἡ Γραφή μᾶς λέγει ὅτι αὕτη μετ’ ἄλλων γυναικῶν «εἱστήκεισαν παρά τῷ σταυρῷ» (Ἰωάν. 19, 25). Δύναται τις νά φαντασθῇ ποῖον πόνον θά ᾐσθάνετο αὕτη ὡς μήτηρ βλέπουσα τόν Υἱόν της κρεμάμενον εἰς τάς πληγάς Του! Ἡ ἰδία ἡ Γραφή παρομοιάζει τόν πόνον της μέ ῥομφαίαν διερχομένην τήν καρδίαν της, ὅπως λέγει πρός αὐτήν ὁ Συμεών (Λουκ. Β, 35). Ἀφοῦ λοιπόν αὕτη ἐδοκίμασε τόν μεγαλύτερον πόνον διά τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ, διατί νά μή ἔχῃ καί τήν μεγαλυτέραν δόξαν κατά τό «εἴπερ συμπάσχομεν καί συνδοξασθῶμεν» τοῦ Ἀποστ. Παύλου; Ἀνήκει λοιπόν εἰς αὐτήν ἡ τιμή Παναγία ὡς ἀνωτέρα τῶν ἁγίων!
Εὐαγγελικός: Καί ὅμως ἀποδίδετε εἰς τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου τοιαύτας πολλάκις τιμάς, οἵας πρέπει νά ἀποδίδετε μόνον εἰς τόν Χριστόν «Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ» ὀνομάζετε αὐτήν. Ἰδίως δέ ὅταν ψάλλετε τόν παρακλητικόν της κανόνα λέγετε: «Ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; Ποῦ δέ καί σωθήσομαι; Πρός τίνα καταφύγω ἄλλον; Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω. Εἰς σέ μόνην καυχῶμαι…». Ὁ Χριστός φαίνεται περιττός διά τόν ἄνθρωπον, ἐάν τοιαύτη εἶναι ἡ θέσις καί ἡ δύναμις τῆς Μητρός Αὐτοῦ. Ταῦτα λέγοντες εἶναι φανερόν, ὅτι ἀποδίδετε λατρείαν εἰς τήν Θεοτόκον.
Ὀρθόδοξος: Θά μοῦ ἐπιτρέψεις κ. Εὐαγγελικέ νά σοῦ ἀναφέρω μίαν εὐχήν τῆς προσκομιδῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μας: Ἡ εὐχή αὕτη εἶναι ἡ ἑξῆς: «Σταυρωθέντος Σου Χριστέ ἀνῃρέθη ἡ τυραννίς. Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος ἔσωσεν ἡμᾶς ἀλλά Αὐτός ὁ Κύριος». Ἐδῶ βλέπετε, ὅτι λέγομεν οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος ἔσωσεν ἡμᾶς, ἀλλά ὁ Χριστός. Ἑπομένως καί ἡ Θεοτόκος ὡς ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ πηγή τῆς σωτηρίας ἀλλά ὁ Χριστός.
Εὐαγγελικός: Ἄλλα λοιπόν λέγετε εἰς τήν προσκομιδήν καί ἄλλα εἰς τόν παρακλητικόν κανόνα τῆς Θεοτόκου; Φάσκετε καί ἀντιφάσκετε σεῖς οἱ ὀρθόδοξοι;
Ὀρθόδοξος: Ὄχι κ. Εὐαγγελικέ. Λέγοντας τά τῆς προσκομιδῆς καί ἀποκλείοντες πάντα ἄγγελον καί ἄνθρωπον ἑπομένως καί τήν Θεοτόκον ὡς πηγήν σωτηρίας λαμβάνομεν τήν Θεοτόκον ὡς ἄνθρωπον φέρουσαν τό ὄνομα Μαρία. Λέγοντες τόν Παρακλητικόν της κανόνα καί θεωροῦντες αὐτήν ὡς τήν μόνην πηγήν σωτηρίας βλέπομεν αὐτήν ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ὡς φορέα τῆς σαρκώσεως, τῆς ἀπολυτρώσεως, ὡς πηγήν τρόπον τινά τῆς σωτηρίας μας, διότι δι’ αὐτῆς ἐγεννήθη ὁ Σωτήρ.
Τό βλέμμα μας ἰδίως δέ τοῦ ποιητοῦ τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος εὔκολα γλυστρᾷ ἀπό τό πρόσωπον τῆς Θεοτόκου ὡς ἀνθρώπου καί μεταβαίνει εἰς τήν θέσιν της ὡς μητρός ὡς πηγῆς τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί ἐκφραζόμεθα οὕτω.
Εὐαγγελικός: Αὐτό εἶναι σοφιστεία, ἰδικός σου τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι ὄχι ὅμως καί Γραφικός Βιβλικός. Εἰς τήν Ἁγίαν δηλ. Γραφήν, ὅπου τό ναί εἶναι ναί καί τό ὄχι εἶναι ὄχι, δέν ἔχομεν παράδειγμα ὅπου ἐπαμφοτερίζει τό βλέμμα θεοπνεύστου τινός ἀνδρός, ὥστε νά γλυστρᾷ ἀπό τό ἕνα πρᾶγμα καί νά πηγαίνῃ πρός τό ἄλλο. Ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει τό ναί ναί καί τό ὄχι ὄχι.
Ὀρθόδοξος: Καί ὅμως κ. Εὐαγγελικέ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος περιγράφων τήν καταστροφήν τῆς Ἱερουσαλήμ Ματθ., 24,1-51 Μᾶρκ. κεφ 13ον καί Λουκ.. 21,5-36 συνδέει τήν καταστροφήν ταύτην μέ τήν καταστροφήν τοῦ κόσμου στενῶς, ὥστε δέν μᾶς εἶναι εὔκολον εἴς τινα σημεῖα νά εἴπωμεν, ἄν ταῦτα ἀναφέρωνται εἰς τήν καταστροφήν τῆς Ἱερουσαλήμ ἤ τήν καταστροφήν τοῦ κόσμου, διότι εὐκόλως γλυστρᾷ τό βλέμμα τοῦ Κυρίου καί ἡμῶν ἀπό τῆς εἰκόνος, ἤτοι τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ εἰς τό εἰκονιζόμενον, ἤτοι τήν καταστροφήν τοῦ κόσμου. Διατί λοιπόν νά ἀρνηθῶμεν τό δικαίωμα τοῦ ποιητοῦ τοῦ παρακλητικοῦ κανόνος καί ἡμῶν νά γλυστρήσῃ τό βλέμμα μας καί νά ἴδῃ τήν Θεοτόκον ἐν μέν τῇ προσκομιδῇ διά τῆς ἐν λόγῳ εὐχῆς ὡς ἁπλοῦν ἄνθρωπον, διά δέ τοῦ Παρακλητικοῦ κανόνος ὡς φορέα καί πηγήν τῆς Ἀπολυτρώσεως;
Εὐαγγελικός: Μά εἶναι δυνατόν ἕνα πρόσωπον νά ἔχῃ δύο τιμάς μίαν ὡς ἄτομον καί ἄλλην ἐκτός αὐτοῦ κειμένην;
Ὀρθόδοξος: Βεβαιότατα. Ὁ Νομάρχης, ὁ Δήμαρχος, ὁ Πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως δέν τιμῶνται μόνον ὡς ἄνθρωποι ἀλλά καί λόγῳ τῆς θέσεώς τους. Τό ἴδιον συμβαίνει καί εἰς ὡρισμένας γυναῖκας. Ἡ Βασίλισσα λ.χ. ἡ σύζυγος τοῦ βασιλέως, ἡ δασκάλα ἤτοι ἡ σύζυγος διδασκάλου, ἡ γιατρίνα ἤτοι ἡ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ κ.λ.π. τιμῶνται ὄχι μόνον ὡς ἄτομα ἀλλά καί λόγῳ τῆς θέσεώς των.
Ἡ σύζυγος τοῦ διδασκάλου ὀνομάζεται κυρά-δασκάλα ἔστω καί ἄν εἶναι ἀγράμματη. Ἐάν λοιπόν κ. Εὐαγγελικέ, ἄνδρες λ.χ. Νομάρχης, Δήμαρχος, Πρόεδρος τῆς Κυβερνήσεως, ἐκπρόσωποι τοῦ λαοῦ τιμῶνται λόγῳ τῆς θέσεώς των, διατί ἡ Θεοτόκος νά μή τιμᾶται λόγῳ τῆς θέσεώς της ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὡς πηγή τῆς ἀπολυτρώσεως καί τῆς σωτηρίας μας; Ἐάν γυναῖκες λ.χ. μία σύζυγος δασκάλου ἀγράμματη δασκάλα ὀνομάζεται κυρά-δασκάλα, ἐάν σύζυγος ἰατροῦ ὀνομάζεται κυρά-γιατρίνα, διατί ἡ Θεοτόκος σᾶς σκανδαλίζει ἐὰν τιμηθῇ λόγῳ τῆς θέσεώς της ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου;
Εὐαγγελικός: Δέχομαι ὅτι εἶναι λογικόν νά τιμᾶται τις ὡς ἄτομον καί ὡς ἐκπρόσωπος, ὡς φορεύς μιᾶς ἄλλης ἀξίας. Εἶναι ὅμως καί Γραφικόν; Ὑπάρχει δηλαδή τοιαύτη ἐν τῇ Γραφῇ ἐξίσωσις, Μητρός τοῦ Κυρίου καί Χριστοῦ λόγῳ τῆς θέσεως τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου ὡς φορέως τῆς ἀπολυτρώσεως;
Ὀρθόδοξος: Μάλιστα. Ἀκούσατε! «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου» Λουκ. 1,42 λέγει ἡ Ἐλισάβετ πρός τήν Θεοτόκον. «Εὐλογημένη» λέγει τήν Θεοτόκον, «Εὐλογημένον» ὀνομάζει τόν καρπόν τῆς κοιλίας της, τόν Χριστόν. Ἰδού ἡ αὐτή λέξις διὰ τὴν Θεοτόκον καί τόν Ἰησοῦν λεγομένη ὑπό τῆς Ἐλισάβετ πλησθείσης ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδού ἡ ἐν ὕμνοις ἐξίσωσις Θεοτόκου καί Χριστοῦ Γραφικῶς.
Εὐαγγελικός: Ναί! εἶναι εὐλογημένη ἐν γυναιξί, ὄχι ὅμως καὶ Παναγία, Ἅγιος ὁ Θεός, Παναγία ἡ (Θεοτόκος ἔστω ἀλλά) γυνή. Παναγιώτατος ὁ Πατριάρχης! Ἐδῶ ἔχομεν ὄχι ἐξισώσεις, ἀλλά ἀνυψώσεις ἀφορήτους τῆς Θεοτόκου.
Ὀρθόδοξος: Ὀνομάζομεν τήν Θεοτόκον Παναγίαν καί τόν Πατριάρχην Παναγιώτατον ἐν ᾧ τόν Θεόν λέγομεν Ἅγιον, ὄχι διότι συγκρίνομεν ἀνθρώπους καί Θεόν καί θεωροῦμεν ἁγιωτέρους τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεόν. Κάθε ἄλλο! Τοῦτο δύναται νά σοῦ τὸ βεβαιώσῃ ἡ ὀνομασία τῆς Θεοτόκου ὡς Παναγίας καί τοῦ Πατριάρχου ὡς Παναγιωτάτου. Οὐδέποτε ἐσκέφθημεν ὅτι ὁ Πατριάρχης καί ὁ ἁγιώτερος ἀκόμη εἶναι ἀνώτερος ὡς Παναγιώτατος, τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποίαν ὀνομάζομεν Παναγίαν.
Ὀνομάζομεν λοιπόν τήν Θεοτόκον Παναγίαν ὡς ἀνωτέραν ὅλων τῶν ἁγίων, τούς δέ Πατριάρχας Παναγιωτάτους πρός διάκρισιν ἀπό τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἅγιοι οἱ μέν, ἁγιώτεροι οἱ δέ, Παναγιώτατος ὁ Πατριάρχης. Ἔτσι ὑποτίθεται ὅτι εἶναι.
Εὐαγγελικός: Παρ’ ὅλον τοῦτο δέν μπορῶ νά χωνεύσω πῶς ὁ μέν Θεός εἶναι ἅγιος, ὅσιος, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁγιώτατοι, ὁσιώτατοι!!!
Ὀρθόδοξος: Ἐπειδή ἐκ τῶν ἀνθρώπων ὁ ἕνας καλλίτερος ἀπό τόν ἄλλον ἔχουν μεταξύ των συγκριτικά ἁγιώτερους, ἁγιώτατος, ὁσιώτερος, ὁσιώτατος. Ὁ Θεός ὅμως ὡς ἀπόλυτον ὄν καί μή ἔχων ἅλλους Θεούς νά συγκριθῇ ὀνομάζεται ἁπλῶς ἅγιος, ὅσιος.
Εὐαγγελικός: Λογικόν εἶναι αὐτό, ἀλλά δέν ἀντέχω νά βάλω θετικόν βαθμόν «ἅγιος» καί «ὅσιος» διά τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπόλυτος καί συγκριτικόν «ἁγιώτερος» «ὁσιώτερος» διά τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι σχετικοί. Ποῖος κανών λέγει αὐτό;
Ὀρθόδοξος: Ὑπάρχει κάποιος κανών τῆς γραμματικῆς πού τό λέγει. Θά μοῦ ἐπιτρέψῃς νά σοῦ φέρω μερικά παραδείγματα: Ἔχομεν μερικά ἐπίθετα: λίθινος, ξύλινος, ὑάλινος, χρυσοῦς, ἀργυροῦς κλπ. Δυνάμεθα νά εἴπωμεν ὅτι ὁ λίθος οὗτος εἶναι λιθινώτερος ἀπό τόν ἄλλον ἤ τό ξύλον τοῦτο εἶναι ξυλινότερον ἀπό τό ἄλλο κ.λ.π.; Ὄχι, διότι ὁ λίθος, τό ξύλον, ὕαλος, ἄργυρος δέν δέχονται σύγκρισιν ἔχουν τό «ἀπόλυτον» ἐν ἑαυτοῖς. Οὕτω καί ἐπί τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή εἶναι ἀπόλυτον ὄν δέν δύναται νά συγκριθῇ μέ ἄλλους θεούς ἤ ἀνθρώπους, δέν ἔχει συγκριτικούς βαθμούς, ἀλλά μόνον τόν θετικόν: Ἅγιος, ὅσιος!
Εὐαγγελικός: Λογικόν εἶναι αὐτό. Εἶναι ὅμως Γραφικόν: Δύνασθε νά ἀποδείξητε αὐτό καί διά τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Δύνασθε δηλ. νά φέρετε χωρίον τι Γραφικόν, τό ὁποῖον ἐν ᾧ διά τόν Θεόν χρησιμοποιεῖ τόν θετικόν βαθμόν διά τούς ἀνθρώπους χρησιμοποιεῖ ὑπερθετικὸν βαθμόν;
Ὀρθόδοξος: Βεβαιότατα. Ἀκούσατε «Κραταιάν» ὀνομάζει «τήν χεῖρα τοῦ Θεοῦ» ὁ Ἀπόστολος Πέτρος Α, 5-6 «Κραταιόν» ἁπλῶς ὀνομάζει τόν Θεόν ἡ Βίβλος Δευτερ. 7, 21. Ψαλμ. 23,8, Νεεμ. 2,32 «Κράτιστον» ὀνομάζει ὁ Λουκᾶς τόν Θεόφιλον Λουκ. 1,3 καί ὁ Παῦλος «Κράτιστε Φῆλιξ» ὀνομάζει τόν Φήλικον Πράξ. 24,3 «Κράτιστε Φῆστε» Πραξ. 26, 25 ὀνομάζει τόν Φῆστον. Βλέπετε; Τόν Θεόν ὀνομάζει Κραταιόν, τούς ἀνθρώπους καί ἀσεβεῖς ἀκόμη ὀνομάζει Κρατίστους. Υπερθετικόν βαθμόν θέτει διά ἀνθρώπους. Ἀσεβεῖ ἡ Ἁγία Γραφή; Ὄχι ἀσφαλῶς.
Εὐαγγελικός: Οὐδέν ἀπήντησε.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ὀρθόδοξος: Διά τήν ὀνομασίαν τῆς Παρθένου ὡς Θεοτόκου τί γνώμην ἔχετε κ. Εὐαγγελικέ;
Εὐαγγελικός: Ἡμεῖς δέν ὀνομάζομεν τήν Παρθένον Μαρίαν Θεοτόκον, διότι ἡ Ἁγία Γραφή οὐδαμοῦ ὀνομάζει ταύτην Θεοτόκον ἀλλά μόνον Παρθένον, μητέρα τοῦ Κυρίου, Μαρία.
Ὀρθόδοξος: Κύριε Εὐαγγελικέ, σᾶς ἐρωτῶ κάτι: Ὁ Χριστός ἦτο ἄνθρωπος μόνον ἤ ἄνθρωπος καί Θεός;
Εὐαγγελικός: Πιστεύομεν ὅτι ὁ Χριστός ἦτο Θεάνθρωπος.
Ὀρθόδοξος: Διατί λοιπόν ἀρνεῖσθε νά ὀνομάσητε τήν μητέρα του Θεοτόκον, ἀφοῦ πιστεύετε ὅτι ἐγέννησε τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος ἦτο ὄχι μόνον ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός;
Εὐαγγελικός: Ἰδού· γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ μέν Πατήρ ἀγέννητος, ὁ δέ Υἱός γεννητός μέν ἐκ τοῦ Πατρός ἀλλά ἄναρχος. Πῶς λοιπόν θά δεχθῶ, ὅτι ὁ ἀγέννητος Πατήρ καί ὁ ἄναρχος Υἱός ἔλαβον ἀρχήν καί γέννησιν ἀπό μίαν γυναῖκα, τήν Μαρίαν;
Ὀρθόδοξος: Καί ἡμεῖς, κύριε Εὐαγγελικέ, οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν λέγωμεν ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Θεοτόκος, δέν ἐννοοῦμεν ὅτι αὕτη ἔδωκεν ἀρχήν εἰς τόν ἐκ φύσεως ἄναρχον Υἱόν. Τοῦτο θά ἦτο μεγάλη βλασφημία. Λέγοντες ὅτι ἡ Μαρία εἶναι Θεοτόκος, ἐννοοῦμεν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνον ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός, διότι ῥητῶς ὁμιλεῖ περί τούτου ἡ Γραφή. Ὁ Κύριος δηλ. ὁ ἴδιος βεβαιοῖ διά τόν ἑαυτόν Του πρός τούς Ἰουδαίους «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ ἦν» Ἰωάν. 8, 58. Ὅπως βλέπεις ὁ Κύριος βεβαιοῖ μέ τήν λέξιν «ἐγώ ἦν» ἤτοι ἐγώ ἤμην προτοῦ νά ὑπάρξῃ ὁ Ἀβραάμ. Ὁ Κύριος ἦτο μόλις τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος, ὁ Ἀβραάμ ἔζησε πρό δύο χιλάδων ἐτῶν. Ἄρα ἐκεῖνο τό «ἐγώ ἦν» ἀναφέρεται στήν Θεότητά Του.
Εὐαγγελικός: Συμφωνῶ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι καί Θεός. Διατί ὅμως εἰς οὐδένα ἐκ τῶν μεγάλων Πατέρων τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων δέν ἀπαντᾶται ἡ ὀνομασία τῆς Παρθένου ὡς Θεοτόκου, παρά μόνον κατά τόν πέμπτον αἰῶνα, ὅτε ἐγένετο ἡ τρίτη οἰκουμενική σύνοδος (431 μ.Χ.).
Ὀρθόδοξος: Καί ὅμως, κ. Εὐαγγελικέ, θά σᾶς ἀναφέρω Πατέρας πρός τῆς τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.), οἱ ὁποῖοι ὀνομάζουν τήν Μαρίαν Θεοτόκον.
Καί πρῶτον· ὁ Ὠριγένης 230 μ.Χ. ἀκμάσας δύο αἰῶνας πρό τῆς τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέγει: «Τήν ἤδη μεμνηστευμένην, γυναῖκα καλεῖ. Οὕτω καί ἐπί Ἰωσήφ καί τῆς Θεοτόκου ἐλέχθη» (ἑρμ. Δευτερ. Τόμος Β΄ σελ. 331). Ἐκ τοῦ ρηθέντος χωρίου σαφέστατα ἀποδεικνύεται ἡ ἀρχαιότης τῆς ὀνομασίας τῆς Θεοτόκου, διότι οὐχί ὡς πρωτοφανές ἀναφέρει τό ὄνομα αὐτό ὁ Ὠριγένης, ἀλλά ὁμιλεῖ ὡς περί συνήθους γνωστοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὀνόματος.
Δεύτερον· Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας 230 μ.Χ. Οὗτος γράφων πρός Παῦλον τόν Σαμοσατέα λέγει: «τόν σαρκωθέντα ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας».
Τρίτον· Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργός 273 μ.Χ. γράφει: «Ταύτης τῆς προφητείας τήν ᾠδήν ἡ ἁγία Θεοτόκος ἀνέπεμπεν» (λόγος εἰς τόν Εὐαγγελισμόν).
Τέταρτον· Ἐπίσκοπος Πατάρων Μεθόδιος 300-311 γράφει «Λαμβανομένη ἡ Θεοτόκος τῶν ἐκ τοῦ ἀχράντου καί παναμώμου αὐτῆς θυσιαστηρίου σαρκωθέντα ζωοποιόν καί ἀνέκφραστον ἄνθρακα ὡς λαβίδι… ἐπί τούτοις παρουσιασάμενος ὁ δίκαιος καί τῇ προτροπῇ εἴξας τῆς διακονησαμένης Θεῷ πρός ἀνθρώπους Θεομήτορος… περιφανῶς ἱερά θεομήτωρ ἐξετέλει». (Λόγος εἰς τόν Συμεών καί τήν ἁγίαν Θεοτόκον Σελ. 406-411-417-421)
Πέμπτον· Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «καί αὐτός ὁ ἄγγελος ὁρώμενος ὁμολογεῖ ἀπεστάλθαι παρά τοῦ Δεσπότου ὡς ἐπί Ζαχαρίαν ὁ Γαβριήλ καί ἐπί τῆς Θεοτόκου Μαρίας».
Ἕκτον· Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν ὅτι ποτέ ἐπαύσατο παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος ἐκείνας ἡγοῦμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις». Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν Migne 31- 146-8.
Ἕβδομον· Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «εἴ τις οὐ Θεοτόκον Μαρίαν ὑπολαμβάνει χωρίς ἔστι τῆς Θεότητος» (Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ).
Ὄγδοον· Ἀμφιλόχιος ὁ Ἰκονίου ἐπίσκοπος 370 μ.Χ. λέγει: «δι’ ἀκοῆς συνέλαβεν ἡ Μαρία ἡ προφῆτις Θεόν ζῶντα. Εἴ δέ τίς χριστιανός χρηματίζειν δοκεῖ καί πρός τήν Θεοτόκον τῆς ἐνθένου ἀσχάλλει καί προσιλλιγγιᾷ…».
Ἔνατον· Ἐπιφάνιος: «μετασχών τῆς σαρκός χωρίς σπέρματος ἀνδρός ἀπό τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἀναπλάσσει τήν αὐτοῦ ἁγίαν σάρκα (ἀγκυρωτός σελ. 35).
Δέκατον· Αὐγουστῖνος: «πλήν μόνης τῆς Θεοτόκου πάντες οἱ λοιποί ἥμαρτον· μόνη γάρ ἡ Θεοτόκος πλείονα χάριν ἔλαβεν (ἐγκώμιον εἰς τήν Θεοτόκον σελ. 60).
Ἑνδέκατον· Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Οὐδέν τοίνυν ἐν βίῳ οἷον ἡ Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε, ὦ ἄνθρωπε, πᾶσαν τήν κτίσιν τῷ λογισμῷ εἰ ἐστίν ἴσον ἤ μεῖζον τῆς ἁγίας Θεοτόκου Παρθένου» (Λόγος εἰς τήν Ἁγίαν Παρθένον σελίς 871).
Δωδέκατον· Ὁ Θεοδώρητος γράφει: «τῶν πάλαι καί πρόπαλαι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κηρύκων κατά τήν ἀποστολικήν παράδοσιν Θεοτόκον διδαξάντων ὀνομάζειν καί πιστεύειν τήν τοῦ Κυρίου μητέρα (διάλογος Β΄ κατά Πελαγίου).
Δέκατον τρίτον: 3η Οἰκουμενική Σύνοδος 431 μ.Χ.: Ἔχουσα ὑπ’ ὄψιν της τάς ἀρχαίας ταύτας μαρτυρίας ἀνεθεμάτισε τόν Νεστόριον καί τούς ὀπαδούς του, οἱ ὁποῖοι δέν ἤθελον νά ὀνομάσωσι τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν Θεοτόκον. Βλέπετε, κ. Εὐαγγελικέ, ὅτι ἡ τρίτη Οἰκουμενική σύνοδος καί οἱ πρό αὐτῆς μεγάλοι Πατέρες ὀνομάζουσι τήν Μαρίαν Θεοτόκον καί μέχρις σήμερον ἐξακολουθεῖ ἡ ὀνομασία αὕτη. Ἄρα τό «μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας» τοῦ Κυρίου Ματθ. 28, 20 ἐπί τοῦ προκειμένου θέματος εἶναι μεθ’ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων;
Συμπέρασμα: Ἰδού, κ. Εὐαγγελικέ, πῶς εὐσταθοῦν Γραφικῶς καί Πατερικῶς τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου καί οἱ ὀνομασίαι αὐτῆς ὡς Παναγίας καί Θεοτόκου.
Εὐαγγελικός: Οὐδέν ἀπήντησεν.
(Βιβλίο: Αντιχιλιαστικόν Εγχειρίδιον, Νικολάου Σωτηρόπουλου, σελ.212-221)
ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΜΑΡΙΑ
Οι Χιλιασται δεν παραδέχονται την μητέρα του Κυρίου ως Θεοτόκον και αειπάρθενον, ισχυρίζονται ότι μετά τον Χριστόν απέκτησε και άλλα τέκνα εκ σαρκικής μίξεως μετά του Ιωσήφ, και δεν αποδίδουν εις αυτήν ιδιαιτέραν τιμήν. Ουδέποτε χρησιμοποιούν περί αυτης ονόματα δεικνύοντα τρυφερόν αγάπην, θαυμασμόν και σεβασμόν, ως π.χ. το όνομα Παναγία, άλλα πάντοτε ομιλούν περί αυτης ως ομιλεί τις περί συνήθους γυναικός. Η Μαρία και η Μαρία, λέγουν συνεχώς, ως εάν επρόκειτο περί εξαδέλφης των! Αλλ’ η Γραφή ελέγχει την ασέβειάν των.
Θεοτόκος
«καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; [Μετάφραση Καινή Διαθήκη Βιβλικής Εταιρίας: Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου;] (Λουκ. α' 43).
Η Ελισάβετ, εν Πνεύματι Αγίω ομιλούσα, ονομάζει την Παρθένον, μητέρα του Κυρίου της. Ποίον δε εγνώριζε και ανεγνώριζεν ως Κύριόν της η Ελισάβετ, ειμή τον Θεόν του Ισραήλ; Και πας πιστός έναν Κύριον αναγνωρίζει εν θρησκευτική έννοια, τον αληθινόν Θεόν. Η φράσις συνεπώς της Ελισάβετ «μήτηρ του Κυρίου» ισοδυναμεί προς την φράσιν «μήτηρ του Θεού» και προς το όνομα «Θεοτόκος».
«καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ» [αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο: Σήμερα, στην πόλη Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας –κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος.] (Λουκ. β' 11).
Κατά το κοσμοχαρμόσυνον τούτο μήνυμα του αγγέλου προς τους ποιμένας της Βηθλεέμ ο εν τη πόλει του Δαβίδ γεννηθεις Σωτήρ είναι ο Χριστός ο Κύριος· ο Μεσσίας δηλαδή, τον οποίον προεφήτευον αι Γραφαί, ο Κύριος, τον οποίον επίστευον ως Θεόν οι Ισραηλίται. Αυτός ο Κύριος, ο Γιαχβέ Θεός του Ισραήλ, έγινε Χριστός, Μεσσίας, γεννηθεις εκ της Παρθένου (Ιεζ. μδ' 2). Η Παρθένος εγέννησε «Χρίστον Κύριον», άνθρωπον και Θεόν, Θεάνθρωπον, και δια τούτο ομολογείται «κυρίως Θεοτόκος», Θεοτόκος δηλαδή εν κυριολεξία.
«Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός»[ Η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας] (Ματθ. α' 23. Δες και Ήσ. ζ 14).
«ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελός, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» [Διότι γεννήθηκε για μας ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιος· πάνω στους ώμους του η εξουσία θα μένει και τ’ όνομά του θα ’ναι: Σύμβουλος θαυμαστός, Θεός ισχυρός, αιώνιος Πατέρας και της Ειρήνης Άρχοντας] (Ήσ. θ' 6).
Συμφώνως προς τά δύο ταύτα χωρία το όνομα του υιού της Παρθένου είναι «Θεός Ισχυρός» και «Εμμανουήλ», τουτέστι «μεθ’ ημών ο Θεός». Το άνομα εδώ δεικνύει την φύσιν του υιού. Ό υιός είνε Θεός πλήρης ισχύος, είνε ο Θεός, ο οποίος ήλθε και είνε μεθ’ ημών, είναι ολόκληρος η Θεότης, η οποία εσκήνωσε μεθ’ ημών δια της θείας ενανθρωπήσεως (δες και Κολ. α' 19 και β' 9). Και εντεύθεν λοιπόν γί νεται φανερόν, ότι η Παρθένος εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα και άρα ορθώς καλείται Θεοτόκος.
Δες και τας παραγράφους περί της θεότητος του Χρίστου εν σελ. 94-111.
Αειπάρθενος
Κατά της αειπαρθενίας της Θεοτόκου οι Χιλιασταί χρησιμοποιούν τα εξής χωρία:
«καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον»[ Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της· ωσότου γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο] (Ματθ. α' 25).
«οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τΕκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι;»[ Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού; Η μητέρα του δεν λέγεται Μαριάμ και οι αδερφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Κι οι αδερφές του δε μένουν όλες στον τόπο μας;] (Ματθ. ιγ' 55-56. Δες και Μάρκ. στ' 3’ Λουκ. η' 19 κ.ά.).
Εκ της φράσεως «τον πρωτότοκον» οι Χιλιασται συμπεραίνουν, ότι μετά τον Ιησού η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Αλλά «πρωτότοκος» λέ γεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, ασχέτως αν ακολουθούν ή όχι άλλα τέκνα (Εξόδ. ιγ' 2, 12-13' λδ' 19 εξ.). Όταν εγεννάτο ούτος, έλεγον ότι εγεννήθη ο πρωτότοκος, χωρίς να γνωρίζουν αν θα ηκολούθει άλλο τέκνον. Επειδή δε ο πρωτότοκος ήτο προνομιούχος, η λέξις πρωτότοκος σημαίνει και «εκλεκτός» (Εξόδ. δ' 22· Ψαλμ. πη' 28 [πθ' 27]· Έβρ. ιβ' 23). Ο Χριστός άλλωστε λέγεται πρωτότοκος όχι μόνον ως υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (Κολ. α' 15' Έβρ. α' 6). Εκ του ότι δε ό Υιός του Θεού λέγεται πρωτότοκος, δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν; Όχι βεβαίως. Διότι ο Χριστός είναι Υιός «μο νογενής» (Ιωάν. α' 14, 18- γ' 16, 18’ Α' Ιωάν. δ' 9). Το «πρωτότοκος» λοιπόν δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, ότι ακολουθεί άλλο ή άλλα τέκνα.
Εκ της φράσεως επίσης «ἕως οὗ ἔτεκε» οι Χιλιασται συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν, είχε δηλαδή μετ’ αυτής σαρκικήν μίξιν. Αλλ’ όπως το «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ακολουθεί δεύτερον τέκνον, ούτω και το «ἕως οὗ ἔτεκε» Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ συνευρέθη μετά της Μαρίας. Λέγων ο Ευαγγελιστης «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς» δεν ενδιαφέρεται να δείξη τι είναι η Μαρία, αλλά τι είνε ο Χριστός. Δεν θέλει να πει, ότι η Μαρία ήτο παρθένος μέχρι της γεννήσεως του Ιησού και κατόπιν έπαυσε να είνε παρθένος, ως νομίζουν οι Χιλιασται, αλλά θέλει να πει, ότι ο Χριστός είνε καρπός τελείας αγνότητος, διότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν έως ότου εγέννησεν αυτόν. Ο Ευαγγελιστης ενδιαφέρεται δια τον χρόνον μέχρι της γεννήσεως του Χριστού, το δε πέραν της γεννήσεως αφήνει απροσδιόριστον. Κατά τοιούτον τρόπον η Γραφή εκφράζεται πολλάκις.Ούτω π.χ. εν Β' Βασ. (Β' Σαμ.) στ' 23 λέγεται:
«καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν» [η Μελχόλ, η θυγάτηρ του Σαούλ προς τον Δαυίδ, δεν απέκτησε παιδί μέχρι του θανάτου της]. Θα ήτο αστείον να συμπεράνωμεν εκ του «έως», ότι η Μελχόλ εγέννησε παιδίον μετά θάνατον! Επίσης εν Ματθ. κη' 20 ο Χριστός λέγει:
«ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» [εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα, ως τη συντέλεια του κόσμου. Θα ήτο φοβερόν λάθος να συμπεράνωμεν εκ του «έως», ότι μετά την συντέλειαν του κόσμου ο Χριστός θα παύση να είνε μετά των εκλεκτων του. Και εκ του λόγου του Ευαγγελιστου λοιπόν δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ γνώριζε την Μαρίαν σαρκικώς.
Ούτε επίσης εκ των εδαφίων, όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η Μαρία γέννησε και άλλα τέκνα. Διότι, εκτός του ετεροθαλούς αδελφού, αδελφός ελέγετο και ο εξάδελφος και ο ανηψιός. Η Καινή Διαθήκη ομιλεί περί αδελφών του Ιησού, αλλ’ όχι περί τέκνων της Μαρίας. Ως φαίνεται εκ των επομένων χωρίων, η Θεοτόκος εκτός του Ιησού δεν γέννησεν άλλα τέκνα και είνε αειπάρθενος.
«εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; (=Δεν γνωρίζω σαρκικως);» [Η Μαριάμ τότε ρώτησε τον άγγελο: «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού εγώ δεν έχω συζυγικές σχέσεις με κανέναν άντρα;» ] (Λουκ. α' 34).
Αφού η Παρθένος ήτο «μεμνηστευμένη ανδρί» (στίχ. 27), αν επρόκειτο να ζήση συζυγικώς μετά του ανδρός, δεν θα έπρεπε να έχη απορίαν και να ερωτήσει πώς θα αποκτούσε υιόν. Θα αποκτούσε υιόν εκ του Ιωσήφ. Αλλά τώρα απορεί και ρωτά, διότι ο Θεός αλλιώς είχεν ορίσει, και αυτή, ως φαινεται, γνώριζεν ότι ο μνήστωρ δεν θα ήτο σύζυγός της, αλλά προστάτης. Η έννοια λοιπόν της ερωτήσεως της Παρθένου είναι η εξής: «Έχω μεν άνδρα, αλλ’ αφού δεν συνευρίσκομαι μετ’ αυτού, δεν πρόκειται να συνευρεθώ ποτέ, πώς θά γεννήσω υιόν;».
«(Λουκ. β' 5). ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ …εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ…ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ» [Ανέβηκε κι ο Ιωσήφ…για να απογραφτεί στην πόλη Δαβίδ, …Είχε μαζί του και τη Μαριάμ, τη μνηστή του, η οποία ήταν έγκυος]
Η περίοδος της μνηστείας έληγε κατά την ημέραν του γάμου, καθ’ ην ο ανήρ παρελάμβανε την γυναίκα εις την οικίαν του. Αλλ’ εν προκειμένω, αν και ο Ιωσήφ είχε παραλάβει την Μαρίαν εις τον οίκον του (Ματθ. α' 20, 24), εν τούτοις αυτή εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «μεμνηστευμένη». Και μετά, δηλαδή, την παραλαβήν και συγκατοίκησιν, ο Ιωσήφ είνε μνήστωρ και η Μαρία μνηστή, όχι γαμέτη δηλαδή σύζυγος.
«ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» [Σήκω αμέσως, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο] (Ματθ. β' 13. Δες και στίχ. 11, 14, 20, 21* Λουκ. β' 33, 34, 48, 51).
Δεν λέγει «το παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού». Προ της γεννήσεως του Χριστού τό Ευαγγέλιον αναφέρει τον Ιωσήφ ως «άνδρα» της Μαρίας (Ματθ. α 16, 19), την δε Μαρίαν ως «γυναίκα» του Ιωσήφ (Ματθ. α' 20, 24· Λουκ. β' 5), αν και δεν υπήρχε συζυγική σχέσις μεταξύ των. Μετά δε την γέννησιν ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ’ η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού. Και γεννάται το ερώτημα: Αφού δεν υπήρχε σαρκική συνάφεια καθ’ ον χρόνον ο Ιωσήφ αναφέρεται ως «ανήρ» της Μαρίας και η Μαρία ως «γυνή» του Ιωσήφ, πώς θα υπήρχε συνάφεια κατό πιν, ότε ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ’ η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού;
«Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ και ήλθεν εις γην ’Ισραήλ» (Ματθ. β' 19-21) [Όταν, λοιπόν, πέθανε ο Ηρώδης, ένας άγγελος σταλμένος από τον Κύριο εμφανίστηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο, και του είπε: «Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε στη χώρα του Ισραήλ, γιατί πέθαναν όσοι ήθελαν να θανατώσουν το παιδί». Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και γύρισε πάλι στη χώρα του Ισραήλ]
Τρεις μετέβησαν εις Αίγυπτον, ο Ιωσήφ μετά του παιδίου και της μητρός αυτου, τρεις και επέστρεψαν εκ της Αιγύπτου. Τέταρτος, άλλο δηλαδή τέκνον της Μαρίας, δεν φαίνεται.
«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια»[Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα είναι ο γιος σου». Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του] (Ίωάν. ιθ' 26-27).
Αν η Θεοτόκος είχε και άλλα τέκνα, διατί ο Ιη σούς θα ανέθετε την προστασίαν της εις τον μαθητήν; (ο Ιωσήφ, ως φαίνεται, είχεν αποθάνει). Ο λόγος του Ιησού προς την μητέρα «ἴδε ὁ υἱός σου» έχει την εξής έννοιαν: «Ένα υιόν είχες και η κακία των ανθρώπων τον εσταύρωσε. Τώρα υιός σου θα είνε ο Ιωάννης. Αυτός θα φροντίζη δια σε».
«Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου» (Ιούδ. 1).
Ο Ιούδας, ένω υπό άλλων εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ. ιγ' 5, Μάρκ. στ' 3), ενταύθα αυτοσυνιστάται, όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλ’ ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος (δες Ιακ. α' 1).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού φαίνεται ότι ήσαν μέλη της οικογένειας του Ιωσήφ και διέμενον εν τη οικία αυτού εν Ναζαρέτ (Ματθ. ιγ' 55-57). Αλλά δεν ήσαν τέκνα της Μαρίας και πραγματικοί αδελφοί του Ιησού. Ήσαν τέκνα του Ιωσήφ εκ προτέρας γυναικός αυτού. Επειδή δε ο Ιωσήφ κατά νόμον ήτο «ανήρ» της Μαρίας και «γονεύς» ή «πατήρ» του Ιησού (Λουκ. β' 27, 41, 48), δια τούτο κατά νόμον τα τέκνα του Ιωσήφ ήσαν ετεροθαλείς αδελφοί του Ιησού. Εντεύθεν ονομάζονται αδελφοί αυτού όχι μόνον υπό των αγνοούντων το μυστήριον της Παρθένου, αλλά και υπ’ αυτών των θεοπνεύστων συγγραφέων (Ματθ. ιβ' 46· Ίωάν. β' 12· ζ' 3, 5, 10 Πράξ. α' 14· Α' Κορ. θ' 5- Γαλ. α' 19).
«Εστάθην υιός του πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. 4, 3 κατά το Εβραϊκόν).
Εν τω χωρίω τουτω δεν ομιλεί ο Σολομών, ο συγγραφεύς του βιβλίου των Παροιμιών. Ο Σολομών δεν ήτο «μονογενής» εις την μητέρα του. Η Βηρσαβεέ είχε και άλλα τέκνα (Α' Παρ. [Χρον.] γ' 5). Εν τω χωρίω ομιλεί ο Χριστός, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, όπως ομιλεί και εις άλλα μέρη του βιβλίου των Παροιμιών (Δες π.χ. το κεφ. η'). Αφού δε ο Χριστός λέ γει, ότι ήτο μονογενής εις την μητέρα του, το χωρίον αποδεικνύει, ότι η Μαρία δεν εγέννησεν άλλα τέκνα.
«Καὶ ἐπέστρεψέ με κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς, καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη» [Ο άντρας μ’ έφερε πάλι στην εξωτερική πύλη, ανατολικά του θυσιαστηρίου, η οποία ήταν κλειστή. Κύριος μου είπε: «Αυτή η πύλη θα παραμείνει κλειστή· κανείς δε θα περάσει ποτέ απ’ αυτήν, γιατί έχω μπεί απ’ αυτήν εγώ, ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ. Γι’ αυτό θα μείνει κλειστή] (Ίεζ. μδ' 1-2).
Περιγράφων δια μακρών ο προφήτης ένα ιδανικόν ναόν, εν τω χωρίω τούτω αναφέρεται εις μίαν πύλην του ναού βλέπουσαν κατά ανατολάς. Η πύλη αύτη ήτο κεκλεισμένη. Και ο Κύριος ειπεν η πύλη αύτη θα παραμείνη κεκλεισμένη, δεν θα ανοιχθή, και δεν θα διέλθη δι’ αυτής κανείς, διότι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα εισέλθη δι’ αυτής και θα είναι κεκλεισμένη. Ποιός ο ιδανικός ναός; Και ποιά η κεκλεισμένη πύλη, εκ της οποίας ουδείς διέρχεται, ειμή μόνον ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ; Την ερμηνείαν δίδει η Εκκλησία, «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15). Ο ιδανικός ναός είναι η Εκκλησία, και η κεκλεισμένη πύλη είναι η Παρθένος Μαρία. Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ συνελήφθη εις την μήτραν της Παρθένου και εγεννήθη υπερφυώς, χωρίς να βλάψη την παρθενίαν της. Όπως ο Κύριος Ιη σούς εισήρχετο εις την οικίαν των Ιεροσολύμων «των θυρών κεκλεισμένων» και εξήρχετο, ούτως εισήλθεν εις την Παρθένον και εξήλθεν. Και ύστερον ουδείς εισήλθε προς αυτήν. Η Θεοτόκος είναι παρθένος προ του τόκου, παρθένος εν τω τόκω, και παρθένος μετά τον τόκον, αειπάρθενος.
Τέλος η γνώμη περί γαμήλιου συμβιώσεως της Παρθένου μετά του Ιωσήφ δεν συμβιβάζεται προς την υψηλήν περιωπήν της «κεχαριτωμένης», «ευλο γημένης έν γυναιξί» και «μητρός του Κυρίου», Θεομήτορος. Πώς η Παρθένος, αφού εγέννησε τον ίδιον τον Θεόν, θα κατεδέχετο ύστερον σαρκικήν συνάφειαν; Εάν συνέβαινε τούτο, αύτη δεν θα ήτο η ανωτέρα μεταξύ των γυναικών, αλλά θα ήτο κατωτέρα πολλών αγίων γυναικών, αι οποίαι εφύλαξαν ισοβίως παρθενίαν. Και μόνον εκ της ιδέας, την οποίαν έχουν δια την μητέρα του Κυρίου, οι Χιλιασται αποδεικνύουν την κατωτερότητα της σκέψεως και των αισθημάτων των. Η πνευματικότης των διαφέρει της ορθοδόξου πνευματικότητος τεραστίως, και είναι μάλλον σαρκικότης παρά πνευματικότης.
Παναγία
Δια να εκφράζουν τα τρυφερά αισθήματα και τον ιδιαιτερον σεβασμόν των προς την μητέρα του Χριστού οι ’Ορθόδοξοι Χριστιανοι ονομάζουν αυτήν Παναγίαν. Είνε το γλυκύτερον όνομα εις τα χείλη των πιστών μετά το όνομα του Χριστού.
Οι Χιλιασται καταφέρονται κατά του ονόματος τουτου, όπως και κατ’ άλλων ονομάτων, λέγοντες: «ο Θεός είνε άγιος· και η Μαρία είναι Παναγία;».
Παρεξηγούν και εν τω σημείω τουτω οι Χιλιασται τους ευσεβεις. Διότι την Παρθένον οι ευσεβεις ονομάζουν Παναγίαν όχι εν συγκρίσει προς τον Θεόν, αλλ’ εν συγκρίσει προς τους ανθρώπους. Κατά παρόμοιον τρόπον εκφράζεται και η Γραφή. Ούτω π.χ. ο προφήτης Δανιήλ χρησιμοποιεί δια τον Ναβουχοδονόσορα τον τίτλον «βασιλεύς βασιλέων» (Δαν. β' 37), τουτέστιν υπέρτατος βασιλεύς. Επίσης ο ευαγγελιστης Λουκάς προσφωνεί τον άρχοντα Θεόφιλον ως «κράτιστον» (Λουκ. α' 3), όπερ είναι υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «αγαθός» (αγαθός, κρείττων, κράτιστος). Και όπως οι Χιλιασται δια το «Παναγία», ούτω και ημεις διά το «κράτιστος» θα ηδυνάμεθα νά είπωμεν: «ο Θεός αγαθός, και ο Θεόφιλος κράτιστος;»! Αλλ’ η σύγκρισις, ως ήδη είπομεν, δεν είνε προς Θεόν, αλλά προς ανθρώπους.
Πράγματι δε η Θεοτόκος είναι η ανωτέρα των αγίων, άγια αγίων (κατά το «βασιλεύς βασιλέων»), υπεραγία ή παναγία. Τουτο δεικνύουν οι Γραφικοί χαρακτηρισμοί «κεχαριτωμένη» (Λουκ. α' 28), πλήρης δηλαδή χαρίτων, και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. α' 28, 42), ευλογημένη δηλαδή υπέρ πάσας τας γυναικας, άφου εξ’ όλων των γυναικών αυτή ηξιώθη να γεννήση τον ίδιον τον Κύριον και να μείνη παρθένος και αειπάρθενος.
Αειμακάριστος
Η Εκκλησία τιμά τους αγίους, εξαιρέτως δε την υπεραγίαν Θεοτόκον. Δεν προσφέρει εις αυτήν λατρείαν, διότι η λατρεία ανήκει μόνον εις τον Θεόν. Προσφέρει εις αυτήν σχετικήν τιμήν. Τιμά αυτήν ως αγιωτέραν των αγίων και μητέρα του Θεού. Εν τούτοις οι Χιλιασται κατακρίνουν την τιμήν προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η τιμή της Θεοτόκου στηρίζεται εις χωρία της Γραφής, τα οποία αναφέρονται ειδικώς εις το πρόσωπόν της.
«καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν»[Παρουσιάστηκε, λοιπόν, σ’ αυτήν ο άγγελος και της είπε: «Χαίρε εσύ, η προικισμένη με τη χάρη του Θεού! Ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες] (Λουκ. α' 28).
Δια των λόγων τούτων αυτός ο ουρανός έπλεξε το εγκώμιον της Θεοτόκου. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ειμή να μιμήται τον αρχάγγελον και ν’ αναπτύσση το εγκώμιον αύτου προς την Παρθένον;
«καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» [Η Ελισάβετ τότε πλημμύρισε με το Άγιο Πνεύμα και φώναξε με δυνατή φωνή: «Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο από όλες τις γυναίκες! Ευλογημένο και το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου! Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου; Μόλις έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, σκίρτησε από αγαλλίαση το παιδί στα σπλάχνα μου. Χαρά σ’ αυτήν που πίστεψε ότι θα εκπληρωθούν τα λόγια που της είπε ο Κύριος] (Λουκ. α' 41-45).
Διά των λόγων τούτων η γηραιά Ελισάβετ εξυμνεί μεγαλοφώνως εν Πνεύματι Άγίω την νεαράν κόρην, εκφράζουσα κατάπληξιν και θαυμασμόν δι’ αυτήν. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ει μη να μιμήται το παράδειγμα της Ελισάβετ;
«ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» [Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενιές] (Λουκ. α 48).
Δεν ήτο εις τον χαρακτήρα της ταπεινής κόρης της Ναζαρέτ να περιαυτολογή. Εν τούτοις εδώ λέγει ένα πολύ μεγάλον λόγον δια τον εαυτόν της, ότι όλαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν. Τον λόγον η σεμνή Παρ θένος δεν είπεν αφ’ εαυτής· το Πνεύμα το Άγιον ενέπνευσεν αυτήν και εκίνησε την γλώσσαν αυτής δια να είπη τον μεγάλον τουτον λόγον. Ο λόγος είναι προφητεία. Η Παρθένος προεφήτευσεν, ότι όλαι αι γενεαί των ευσεβών ανθρώπωυ, όλοι οι αιώνες, θα τιμούν το πρόσωπόν της, διότι ο Θεός εποίησε μεγαλεία εις αυτήν και ανύψωσεν αυτήν εκ της ταπεινωσεως και αφανείας της. Η τιμή, την οποία αποδίδουν αι γενεαί των Ορθοδόξων δια μέσου των αιώνων εις την Θεοτόκον, αποτελεί εκπλήρωσιν της προφητείας της Παρθένου. Οι δε Χιλιασταί, και μόνον διότι δεν αποδίδουν εξαιρετικήν τιμήν εις την μητέρα του Κυρίου, αποδεικνύονται εκτός αληθείας και ευσεβείας ευρισκόμενοι.
«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας»[ Ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς, κάποια γυναίκα από το πλήθος έβγαλε μια δυνατή φωνή και του είπε: «Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!] (Λουκ. ια' 27).
Ενώ ο Χριστός δίδασκε, μία γυναικεία φωνή υψώθη εκ του όχλου και εμακάρισε την μητέρα, η οποια εβάστασεν εις την κοιλίαν της και εθήλασε τον Χριστόν. Ο μακαρισμός αυτός είνε μία εκπλήρωσις της εν Λουκ. α' 48 προφητείας της Παρθένου. Ο δε ισχυρισμός των Χιλιαστών, ότι ο Χριστός κατέκρινε τον μακαρισμόν της μητρός του, διότι εν συνεχεία είπε, «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν»[Πιο πολύ χαρά σ’ εκείνους που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν!] (Λουκ. ια' 28), είνε άτοπος, όπως θα ήταν άτοπον, αν επί τη βάσει του εν Λουκ. η' 21 λόγου του Χριστού ισχυρίζετο κανείς, ότι ο Χριστός ηρνήθη την μητέρα του.
Δες και τον Ψαλμόν μδ' (με'), όπου εκτός του βασιλέως - Χριστού εγκωμιάζεται και «η βασίλισσα» και «θυγάτηρ του βασιλέως», η οποία είνε η Παναγία ή η Εκκλησία, της οποίας όμως το εκλεκτότερον μέλος είνε η Παναγία. Δες ομοίως τό Άσμα Ασμάτων και το Αποκ. ιβ' 1.
Όποιος με την καρδιά του μίσησε τις αμαρτίες του και φωτισμένος από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, θέλει πια να υπηρετήσει τον κοινό Κύριο και Βασιλιά μας, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι τούτου: Να συλλογιστεί καλά και να καταλάβει, πως αυτή η νέα κατάσταση και ενασχόληση, με την οποία θέλει να καταπιαστεί, είναι η πιο αξιόλογη εργασία, η πιο θαυμαστή σοφία, το πιο μεγάλο αγαθό απ’ όσα βρίσκονται στον κόσμο. Μάλιστα, για να το πούμε καλύτερα, δεν υπάρχει κανένα άλλο αγαθό, που να ‘ναι τόσο θετικό και οφέλιμο όσο τούτο, στο οποίο αναφέρθηκε ο Κύριος όταν είπε: «Ενός έστι χρεία» (Λουκ. 10:42). Δηλαδή, ένα πράγμα μόνο μας χρειάζεται: Ν’ αγαπάμε τον Κύριο και να Τον υπηρετούμε. Αυτό μας λέει και ο σοφός συγγραφέας του Εκκλησιαστή: «Να φοβάσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές του, γιατί σ’ αυτά βρίσκεται η αξία και ο σκοπός κάθε ανθρώπου» (12:13) και γι’ αυτό το λόγο πλάστηκε από το Δημιουργό.
Για να συλλάβεις, όμως, την αρετή αυτή μέσα στην καρδιά σου και να την ποθήσεις ολόψυχα, χρειάζεται να συλλογίζεσαι από το ένα μέρος τις αναρίθμητες ευεργεσίες και δωρεές που έλαβες από τον πανάγαθο Θεό, και από το άλλο τα πολλά, τ’ αμέτρητα αμαρτήματά σου. Έπειτα, να μελετάς τα τέλη της ζωής σου, δηλαδή το θάνατο, τη φοβερή κρίση του Κυρίου, τη δόξα του παραδείσου και την αιώνια κόλαση. Και αφού τα συλλογιστείς όλ’ αυτά, να ετοιμαστείς με επιμέλεια, εκτιμώντας την αξία και το μεγαλείο του έργου που σου ανέθεσε ο Θεός.
Όπως ξέρεις, βέβαια, δεν υπάρχει κανένα έργο σπουδαίο και κανένα πράγμα πολύτιμο, που να μην παρουσιάζει κάποια δυσκολία στην εκτέλεση ή την απόκτησή του. Να οπλιστείς, λοιπόν, με μεγάλη γενναιοψυχία, για ν’ αντιμετωπίσεις τις θλίψεις και όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσεις, υπομένοντας τα πάντα με καρτερία και πολλή ευχαριστία στον Κύριο. Να γνωρίζεις, πως ο θησαυρός αυτός, για τον οποίο αγωνίζεσαι και κοπιάζεις, είναι τόσο ακριβός, τόσο ατίμητος, ώστε του αξίζουν τέτοιος κόπος και τέτοια επιμέλεια. Γι’ αυτό, άλλωστε, φρόντισαν να τον αποκτήσουν όλοι οι άγιοι, οι μάρτυρες και οι όσιοι, που ήξεραν την αξία του, με τόσους αγώνες, με τόσες θλίψεις, ακόμα και με το αίμα τους.
Για να μη δειλιάσεις και λιποψυχήσεις, να θυμάσαι πάντα, πως εκεί που είναι οι λύπες και οι πίκρες του κόσμου, εκεί ακριβώς είναι οι ουράνιες παρακλήσεις και οι παρηγορίες του Αγίου Πνεύματος. Όπου μάχες και εναντιότητες της φύσεως, εκεί και η βοήθεια της χάριτος, που είναι πιο δυνατή από τη φύση.
Ο νόμος του Κυρίου, λοιπόν, είναι ζυγός, αλλά γλυκός· και είναι φορτίο, αλλά ελαφρό (πρβλ. Ματθ. 11:30). Γιατί εκείνο που η φύση κάνει βαρύ, η χάρη το ελαφρύνει με τρόπο θαυμαστό. Θλίψη και ζυγός είναι, η μυστική δύναμη που έχει το βάλσαμο της θείας χάριτος, εξαφανίζει τελικά το βάρος του ζυγού. Έτσι, αν το πρώτο σε κάνει να δειλιάζεις και να κυριεύεσαι από αμέλεια και ραθυμία, ας σου εμπνεύσει προθυμία το δεύτερο.
Πώς θα σωθούμε, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2017, Έκδοση Ενδέκατη
Το να αμαρτήσει κανείς είναι εύκολο και συνηθισμένο. Δύσκολο είναι το να μετανοήσει και να σωθεί. Και σπάνιο. Πολλοί λόγοι συμβάλλουν σ’ αυτό. Πότε η αμέλεια, πότε η ντροπή, πότε η αδιαφορία, και ο άνθρωπος παραμένει στην πτώση, μακριά από τη σωτηρία του. Αυτό βέβαια θέλει κι ο διάβολος. Δεν περιορίζεται όμως στο να εκμεταλλευθεί κατάλληλα μόνο τους λόγους τους οποίους απαριθμήσαμε προηγουμένως για να μας εξασφαλίσει την αμετανοησία και, κατά συνέπεια, και την καταστροφή μας. Αλλά προχωρεί περισσότερο και με όπλο την απόγνωση, προσπαθεί να μας καταστήσει μόνιμη την πτώση μας και να αποτρέψει τη μετάνοιά μας.
Η μετάνοια, ως γνωστόν στηρίζεται επάνω στην ελπίδα ότι ο Θεός με την μεγαλοψυχία Του και το έλεός Του θ’ ανοίξει στοργικά την αγκαλιά Του και θα δεχθεί τον επιστρέφοντα άσωτο υιό. Όταν λείψει αυτή η ελπίδα, ο άνθρωπος αισθάνεται εγκαταλελειμένος από το Θεό και ανίσχυρος να σηκώσει το βάρος που τον καταπιέζει. Γονατίζει τότε κάτω από το βάρος των αμαρτιών του και δεν μπορεί να συνεχίσει το δρόμο του.
Αλλά η κατάσταση αυτή δεν διατηρείται έτσι για πολύ. Σιγά σιγά χειροτερεύει. Και το βάρος αυξάνεται. Και ο άνθρωπος πάσχει. Τον έχει κυριεύσει η απελπισία, η οποία δεν του επιτρέπει να σταθεί στα πόδια του. Το «αναστάς πορεύσομε προς τον πατέρα μου» (Λουκ. 15, 18) που είπε ο άσωτος, δεν επιτρέπει να το προφέρουν η καρδιά και τα χείλη του αμαρτωλού. Μαζί με την ελπίδα χάνεται γι’ αυτόν και η σωτηρία. Θα μείνει για πάντα δέσμιος της αμαρτίας, δούλος του σατανά, παρ’ όλη την καλή διάθεση του Θεού, όστις «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2, 4)
Να λοιπόν γιατί ο διάβολος δίνει μεγάλη προσοχή σ’ αυτό το όπλο. Είναι πολύ αποτελεσματικό. Δεν αφήνει περιθώρια αποτυχίας. Η απελπισία γίνεται για τον άνθρωπο σύμβουλος κακός. Δεν τον αφήνει να σκεφθεί λογικά. Του κλείνει το δρόμο της επιστροφής. Τον αναγκάζει να μείνει στο τέλμα. Ο Ιερός Χρυσόστομος, αποκαλύπτοντας αυτή τη μέθοδο του διαβόλου, μας εφιστά την προσοχή. Πώς ενεργεί ο διάβολος; Να πως. Ψιθυρίζει στο αυτί του κάθε αμαρτωλού «όλη την νεότητά σου κατήσχυνας, όλον τον βίον σου ηνάλωσας πρότερον μετά πόρνης, μετά ταύτα ήρπασας, επλεονέκτησας, εψεύσω, επιόρκησας, εβλασφήμησας. Ποια σωτηρίας ελπίς; απώλου· λοιπόν απόλαυε και του παρόντος βίου. Ταύτα του διαβόλου τα ρήματα» (P.G. 96, 1250). Βλέπεις αδελφέ μου το τέχνασμα του σατανά; Μας φέρνει στο νου όχι μόνο το αμάρτημα της στιγμής, αλλά και όλα τα προηγούμενα, τα υπενθυμίζει με κακεντρέχεια και χαιρεκακία. «Ντρόπιασες -μας λέγει- τα νιάτα σου με όσα αισχρά διέπραξες. Όλη σου τη ζωή την πέρασες ξοδεύοντας την εδώ κι εκεί· ξεχνάς πόσες φορές έπεσες στο αμάρτημα της πορνείας, της πλεονεξίας, του ψεύδους, της επιορκίας, της βλασφημίας; Βέβαια! Για σένα χάθηκε κάθε ελπίδα σωτηρίας. Τι σου απομένει τώρα να κάνεις; Ένα και μόνο. Αφού έτσι κι αλλοιώς είσαι χαμένος, τουλάχιστον φρόντισε να ζήσεις τη ζωή σου, να απολαύσεις τον κόσμο».
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Η αμέλειά μας γύρω από την κατάσταση της ψυχής μας, γίνεται ισχυρότατο όπλο στα χέρια του διαβόλου, που το στρέφει εναντίον μας. Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί σχετικά: «Ο διάβολος δεν παύει να χτυπά μέχρι εσχάτης αναπνοής, όταν βρει την ψυχή ξαπλωμένη και να καταφρονεί τις πληγές που της έχουν προκληθεί από την αμαρτία» (Περί ιερωσύνης). «Ψυχήν υπτίαν» δηλ. ψυχή που μοιάζει με άνθρωπο ξαπλωμένο στη γη, ανάσκελα, αμέριμνο και ήσυχο. Ψυχή που δεν νοιάζεται για την πνευματική της κατάσταση, είτε γιατί έχει δώσει αλλού την προσοχή της είτε γιατί δεν την απασχολεί το αιώνιο μέλλον της, είτε γιατί δήθεν ξεκουράζεται από τον αγώνα.
Στην πραγματικότητα όμως έχει πέσει στην παγίδα των δαιμόνων, οι οποίοι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, όταν μας αντιληφθούν να είμαστε κουρασμένοι από τον πνευματικό αγώνα, από κάποια πτώση «οι δαίμονες όταν αντιληφθούν την κόπωσή μας αφού αρπάξουν την ευκαιρία παρουσιάζοντας εύλογη την αφορμή ενώ είναι άλογη μας συνιστούν την ανάπαυση. Σκοπός των εχθρών είναι να προσθέσουν τραύμα επάνω στο πτώμα, δηλαδή ενώ είμαστε πεσμένοι να μας χτυπήσουν ακόμη περισσότερο για να αχρηστευτούμε τελείως» (Λόγος δ΄).
Εχθρός μέγιστος η αμέλεια. Η πνευματική ζωή είναι διαρκής αγώνας. Κάθε μέρα που περνά χωρίς αγώνα είναι κι ένα βήμα προς τα πίσω. Κόπους ετών για την καλλιέργειά μας, είναι δυνατόν μια στιγμή αμελείας να τους αχρηστεύσει. Η αμέλεια ρίχνει σκόνη πάνω στη στιλπνότητα της ψυχής μας, της αφαιρεί τη λαμπρή εσθήτα, της προσδίδει την όψη παλαιάς και έρημης οικίας. Τι γίνεται ένα σπίτι έρημο; Καταφύγιο αραχνών και άλλων ζώων, πτηνών και ερπετών. Τι γίνεται ένας αγρός ακαλλιέργητος; Φυτώριο ακανθών και χέρσα γη. Έτσι και η ψυχή. Με την αμέλεια καταντά άγονη και χέρσα. Γίνεται δηλαδή ό,τι ο διάβολος θέλει. Και μάλιστα με το παραπάνω. Γιατί ο διάβολος αφ’ εαυτού του κινείται να μας προσεταιρισθεί. Φαντασθείτε όμως πόσο διευκολύνεται στην επιδίωξή του όταν η αμέλειά μας του παραχωρεί ελεύθερο το έδαφος για να δράσει καταστρεπτικά.
Ποιο είναι εδώ το αντίδοτο; Η αντιμετώπιση με ζήλο των πνευματικών μας αναγκών. Δεν είναι άνθρωπος τέλειος και ολοκληρωμένος εκείνος που αμελεί για τα πνευματικά θέματα. Άνθρωπος, όπως λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, δεν είναι εκείνος που έχει σάρκα, οστά και αίμα μόνο. Αλλά εκείνος που έχει ενδιαφέροντα ψυχικά, που εργάζεται την αρετή, που αγωνίζεται για τον πνευματικό του καταρτισμό. Αυτός που αδιαφορεί γίνεται ένοχος όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά και απέναντι στο Θεό. Ο λόγος του Αγ. Πνεύματος είναι σαφής: «επικατάρατος ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 31, 10). Και όχι μόνο αυτό. Ο αμελής και ράθυμος γίνεται εύκολη λεία του Σατανά που τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση για το νέο του θύμα.
Καθήκον μας λοιπόν είναι να αποδιώξουμε την αμέλεια από την ψυχή μας. Μας το συνιστά ο κατανυκτικός υμνογράφος των Παθών: «Ραθυμίαν άπωθεν (=μακριάν) ημών βαλώμεθα». Να αποκτήσουμε πνευματικά ενδιαφέροντα, να κυττάξουμε να φυλάττουμε τις πύλες της ψυχής μας από τις προσβολές του διαβόλου, ώστε να μην βρίσκει αυτός το δρόμο ανοιχτό για να εισχωρεί μέσα μας και να αιχμαλωτίζει την ψυχή μας.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
[...] Διαπιστώνω ότι εγώ, παρόλο που είμαι ιερέας του Θεού, λησμονώ συχνά ότι υπηρετώ το έργο της σωτηρίας των ανθρώπων και ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για μένα και τους αδελφούς μου. Και γι’ αυτό ζω μέσα σε μία ανυπόφορη μοναξιά. Υπάρχουν ωστόσο και άλλες ώρες, όπου τα μάτια της ψυχής μου βλέπουν τον Εσταυρωμένο και όλα μεταβάλλονται. Εμφανίζεται η ανατολή, το φως της, η αισιοδοξία, η όρεξη για δραστηριότητα και μου δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν είμαι μόνος, ότι έχω Κάποιον, ο οποίος ενδιαφέρεται για μένα και με προστατεύει.
Προσπαθώ να αυξήσω αυτές τις μυστικές ώρες, για να έχω το Χριστό περισσότερο κοντά μου, για να σταθεροποιείται μέσα μου η ελπίδα της σωτηρίας.
Ο νους μου γυρίζει και στους αδελφούς, οι οποίοι, ενώ έχουν καλή διάθεση και θέλουν να πληροφορούνται σχετικά με τη σωτηρία τους, αγνοούν βασικά στοιχεία της χριστιανικής ζωής. Ελπίζω να μη μείνουν μόνο στην αναζήτηση. Πρέπει να προχωρήσουν. Η ζωή τους δεν πρέπει να βυθίζεται στις βιοτικές μέριμνες, ούτε να θεωρούν μοναδικό τους σκοπό την ικανοποίηση των διαφόρων επιθυμιών που έχουν. Γνωρίζω τη δυσκολία τους στο να κάνουν τα πρώτα σταθερά βήματα προς το Θεό, να πάρουν δηλαδή την οριστική απόφαση ότι στη ζωή τους οδηγός και φάρος θα είναι το Ευαγγέλιο. Πολύ θα τους βοηθήσει σ’ αυτό η επικοινωνία τους με ανθρώπους, οι οποίοι βαδίζουν ανυπόκριτα στο δρόμο του Θεού και έχουν σχετική εμπειρία. Μετά από αυτή την αλλαγή τα πράγματα παίρνουν άλλες διαστάσεις και τα γεγονότα της ζωής τους χρονολογούνται με βάση αυτή τη στροφή τους προς το Θεό, θα λέγαμε. Όπως για τα ιστορικά γεγονότα λέμε ότι άλλα έγιναν τόσα χρόνια προ Χριστού και άλλα τόσα μετά Χριστόν, έτσι και τα γεγονότα της προσωπικής τους ζωής τα προσδιορίζουν χρονικά με βάση την απόφασή τους αυτή.
Το Χριστό τον γνωρίζουμε, ή καλύτερα αρχίζουμε να τον γνωρίζουμε, από τη στιγμή που αποδεχόμαστε τον τρόπο ζωής που μας υποδεικνύει. Η πρωτινή μας γνώση για το Χριστό ήταν μία πληροφόρηση, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Η γνωριμία του ανθρώπου με το Χριστό πρέπει να εξελιχθεί σε προσωπική σχέση, στην οποία δεν χωράει τρίτο πρόσωπο. Αυτός και ο Χριστός. Οι άλλοι απλώς βοηθούν και καθοδηγούν. Χρειάζεται όμως να επισημάνω το μεγάλο κίνδυνο. Δεν είναι λίγοι οι χριστιανοί, που νομίζουν ότι μπορούν να εξουσιοδοτήσουν κάποιον κληρικό ή και λαϊκό, για να προσεύχεται γι’ αυτούς και αυτό το θεωρούν ως εκπλήρωση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Λένε συνήθως: «Για μένα προσεύχεται ο τάδε άγιος κληρικός ή ο τάδε άγιος γέροντας. Η προσευχή του είναι θεοπειθής». Οι ίδιοι όμως συνεχίζουν να βρίσκονται σε ραθυμία και αδυνατούν να πάρουν κάποια απόφαση. Άλλοι αγιοποιούν τους γέροντές τους και θαρρούν ότι βρίσκονται μπροστά στην είσοδο του παραδείσου, καθώς ζουν με ψευδαισθήσεις. Τους φαντάζονται ως ένσαρκους άγγελους, που στοργικά τους προστατεύουν κάτω από τα φτερά τους. Βλέπουν επίσης με τη φαντασία τους φωτοστέφανο στα κεφάλια τους και ελπίζουν, οι δυστυχείς, ότι λίγο φως θα πάει και σ’ αυτούς... Τα λόγια τους τα απολυτοποιούν και τα δέχονται ως φωνή του Θεού και όχι σπάνια και τα όνειρά τους τα θεωρούν ως αποκαλύψεις του Θεού ή καλύτερα ως πιστοποιήσεις των πράξεων και των λόγων τους από τον ίδιο το Θεό. [...]
Προσοχή, αδελφοί. Προσοχή, αδελφοί, από τους «αδελφούς»! Μπορεί να σας ανοίξουν δυσθεράπευτες πληγές, οι οποίες, όταν θα τις αντιληφθείτε, είναι πιθανό να σας οδηγήσουν μακριά από την Εκκλησία, δηλαδή μακριά από τη σωτηρία.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Ο χριστιανός πιστεύει ότι η ζωή του δεν τελειώνει με το θάνατο, αλλά θα συνεχιστεί και μετά από αυτόν, στον παράδεισο ή στην κόλαση, ανάλογα με το πως θα ζήσει πάνω στη γη. Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον του πρέπει να στρέφεται στον τρόπο τήρησης των εντολών του Θεού.
Τη σωτηρία του ο χριστιανός δεν την πετυχαίνει μόνος του. Δεν είναι δυνατό αυτό. Χρειάζεται τη βοήθεια του Θεού. Ο ίδιος αποφασίζει ότι θα αγωνιστεί για τη σωτηρία του, αλλά η υλοποίηση της απόφασής του είναι έργο της θείας χάρης, της μυστικής δηλαδή βοήθειας του Θεού προς τον άνθρωπο. Ίσως η έννοια της θείας χάρης να μην είναι τόσο γνωστή στους πολλούς, όμως αυτή εξασφαλίζει τη σωτηρία στο χριστιανό.
Ας σημειώσω κάτι περισσότερο για το τι εννοούμε ακριβώς, όταν λέμε θεία χάρη. Όλα ξεκινούν από την ενανθρώπηση του Σωτήρος Χριστού και τη σταυρική του θυσία. Δηλαδή ο Χριστός έρχεται στη γη, γεννιέται στη Βηθλεέμ, γίνεται άνθρωπος, διδάσκει, θαυματουργεί, σταυρώνεται, θυσιάζεται και ανασταίνεται. Και λαβαίνουν χώρα αυτά για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αν αυτό το ιστορικό γεγονός το πιστεύει ο άνθρωπος και το στοχάζεται, αν το πιστεύει θερμά και το στοχάζεται με ευγνώμονα διάθεση, προσελκύει τη βοήθεια του Θεού. Με άλλα λόγια αν ο Εσταυρωμένος Κύριος είναι το καθημερινό του μέλετημα, θα έχει άγια συναισθήματα και θα είναι αφοσιωμένος στο Σωτήρα του, κάτι που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να δεχτεί το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου. Μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί. Βοηθούμενος όμως από το Θεό μπορεί να πετύχει τη σωτηρία του. Ο ίδιος βέβαια αποφασίζει και επιθυμεί τη σωτηρία του, ο Κύριος όμως τον βοηθάει. Αυτή ακριβώς η βοήθεια, η αγάπη και η εύνοια που εκδηλώνει ο Θεός στον άνθρωπο προκειμένου να πετύχει τη σωτηρία του, λέγεται θεία χάρη και «πηγάζει από τη σταυρική θυσία του Υιού».
Η θεία χάρη μεταδίδεται στον άνθρωπο με το λόγο του Θεού, με την προσευχή, αλλά κυρίως με τα ιερά μυστήρια, τις ιερές δηλαδή ακολουθίες που όλοι γνωρίζουμε. [...]
Θαυμάζω, θαυμάζω πολύ, τη φιλανθρωπία του Θεού. Μεγάλη και απερίγραπτη είναι η αγάπη Του. Μας προσφέρει τη σωτηρία, ζητώντας από μας ένα μικρότατο αγώνα. Θαυμάζω ακόμη το γεγονός ότι ο Θεός δεν με εκβιάζει. Σέβεται, θα έλεγα, την ελευθερία μου, το αυτεξούσιό μου. Με καλεί στη σωτηρία, μου προσφέρει τη σωτηρία, αλλά δική μου επιλογή και απόφαση η αποδοχή της. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη πνευματική αξία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το δρόμο της σωτηρίας βαδίζουν οι ελεύθεροι άνθρωποι και αυτοί φτάνουν στο τέρμα. Και είναι βέβαιο ότι θα φτάσουν στο τέρμα, γιατί όλες τους οι δυνάμεις, σωματικές και πνευματικές, συμβάλλουν στην επίτευξη του ιερού σκοπού. Αντίθετα οι άνθρωποι που ωθούνται και σέρνονται στο δρόμο της σωτηρίας από άλλους συνανθρώπους τους, δήθεν θρησκευτικούς, οι οποίοι εκβιάζουν τη θέλησή τους, δεν προοδεύουν και δεν εξασφαλίζουν τη σωτηρία τους, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις των εκβιαστών τους. [...]
Μακαρίζω τους χριστιανούς, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούν να καταφεύγουν στον ιερέα και να αποθέτουν όλες τις αμαρτίες τους. Τους μακαρίζω, γιατί μπορούν να ελευθερώνουν το νου και την καρδιά τους από το μαρτύριο των τύψεων, από τη θλίψη και τη στεναχώρια, από το οδυνηρά αποτελέσματα των αμαρτιών τους. Δεν είναι μικρή υπόθεση αυτό. Φαντάζομαι πόσο υποφέρουν οι παραβάτες του ποινικού κώδικα και πόση αγωνία έχουν, όταν οδηγούνται στους δικαστές για να τιμωρηθούν. Είναι ψυχικά ράκη. Και η κατάσταση χειροτερεύει, όταν η μεταμέλειά τους δεν αλλάζει την απόφαση των δικαστών. Στην εξομολόγηση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Χωρίς δικογραφίες, χωρίς μάρτυρες και συνηγόρους, χωρίς προσπάθειες για συγκάλυψη της αλήθειας και των πραγματικών γεγονότων, οι χριστιανοί καταφεύγουν στον πνευματικό και ομολογούν τις αμαρτίες τους. Και αυτή η ομολογία και μεταμέλειά φτάνει για να συγχωρεθούν. Όταν οι χριστιανοί συνειδητοποιήσουν την αξία της εξομολόγησης, δεν πρόκειται ποτέ να πέσουν στην απογοήτευση ή να εγκαταλείψουν τον πνευματικό τους αγώνα.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
[...] Αυτό είναι το τέχνασμα του διαβόλου. [...] Στην αρχή, πριν να την κάνουμε (την αμαρτία) μας την εμφανίζει μικρή και ασήμαντη, όπως ένα μυρμήγκι. Χωρίς σημασία και χωρίς συνέπειες. Το κάνει αυτό για να μας πείσει ότι δεν είναι και τόσο σοβαρό πράγμα η διάπραξή της. Μόλις όμως πεισθούμε και την διαπράξουμε, τότε αλλάζει πρόσωπο. Την εξογκώνει στα μάτια μας κι από μυρμήγκι την παρουσιάζει μεγάλη σαν λιοντάρι. Και τούτο για να μας ρίξει στην απελπισία, να μας πείσει ότι δεν σωζόμαστε για ένα τόσο σοβαρό παράπτωμα κι έτσι να μας εξασφαλίσει τη διαρκή παραμονή μας στην πτώση και την αμετανοησία. «Οι δαίμονες πριν την πτώση, μας παρουσιάζουν το Θεό φιλάνθρωπο, όμως μετά την πτώση μας Τον παρουσιάζουν αυστηρό» κατά τον Ιωάννη της Κλίμακος (Λόγος ε΄).
Η πανουργία του σατανά δεν έχει όρια. Το σχέδιο «μυρμηκολέων» έγκαιρα το επεσήμαναν οι Πατέρες της Εκκλησίας και μας ειδοποίησαν. Χωρίς περιστροφές. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος διδάσκει ότι «πριν οι άνθρωποι διαπράξουν την αμαρτία, ο διάβολος τους την μικραίνει στα μάτια τους πολύ. Όταν όμως την διαπράξουν την μεγαλώνει, φέρνοντάς τους κύματα λογισμών, με σκοπό να τους οδηγήσει στην απόγνωση» (Ευεργετινός Α΄ 622).
Ποιος δεν έχει δοκιμάσει αυτό το όπλο του διαβόλου; Σου βάλλει τον λογισμό να παραβείς μια εντολή, π.χ. το «ου μοιχεύσης». Αρχίζει συστηματικά την προσβολή. Εσύ αντιδράς; Εκείνος τότε θέτει σε ενέργεια το σχέδιο «Δε βαριέσαι καημένε! Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος είσαι. Κι έπειτα σπουδαίο πράγμα! Κύτταξε, σήμερα όλοι το ίδιο κάνουν. Ένας περισσότερος εσύ! Δεν είναι δα και τόσο σοβαρό! Κι έπειτα αν θέλεις μετανοείς!» Κάτι τέτοιες σκέψεις υποβάλλει ο διάβολος για να σμικρύνει τη βαρύτητα του σφάλματος, που πρόκειται να διαπράξεις. Επιμένει στο αυτό μοτίβο. «Άλλοτε αυτό εθεωρείτο ίσως σοβαρό παράπτωμα. Σήμερα όμως... Ο κόσμος άλλαξε. Προχώρησε χωρίς να φοβάσαι. Δεν πρόκειται και για κανένα έγκλημα. Απλό είναι...»
Κι όλα αυτά μέχρι να μας πείσει. Μόλις το κατορθώσει και η αμαρτία τελεσθεί τότε αρχίζει άλλη μέθοδο. «Πω! πω τι έκανες! Φοβερό. Κανείς δεν τολμούσε. Είσαι ασυγχώρητος. Η εντολή του Θεού είναι σαφής. Εσύ την παρέβηκες. Θα τιμωρηθείς. Δεν υπάρχει για σένα έλεος». Έτσι επιδιώκει να μας ρίξει σε απόγνωση, ώστε να μην ζητήσουμε συγχώρηση και να μη σωθούμε.
Για τούτου χρειάζεται και εδώ μεγάλη προσοχή. Αμαρτήματα μικρά και μεγάλα, ελαφρά και σοβαρά δεν υπάρχουν κατ’ ουσίαν. Όλα τα αμαρτήματα είναι αμαρτήματα. Είναι παράβαση εντολής του Θεού. Και «όστις πταίσει εν ενί γέγονε πάντων ένοχος» (Ιακώβ 2, 10). Επομένως δεν πρέπει να θεωρούμε ορισμένα αμαρτήματα χωρίς σημασία και άλλα σοβαρά. Αυτή η μέθοδος του διαχωρισμού των παραπτωμάτων είναι του διαβόλου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λυπόταν περισσότερο και φοβόταν για τα μικρά θεωρούμενα αμαρτήματα και λιγότερο για τα σοβαρά. Γιατί τα λεγόμενα μικρά οι άνθρωποι δεν τα υπολογίζουν και αυτό αποβαίνει εις βάρος τους. Και έλεγε: «Γι’ αυτό είναι μεγάλα κακά αυτά που θεωρούνται μικρά, επειδή φαίνονται ότι είναι αδιάφορα και δεν υπάρχει μεγάλη φροντίδα γι’ αυτά. Το μεγάλο κακό εξαφανίζεται γιατί γίνεται προσπάθεια και αγώνας, ενώ αυτό που φαίνεται μικρό κακό και για τούτο καταφρονείται, στη συνέχεια γίνεται μεγάλο» (Κατήχηση ΙΑ΄).
Όλα λοιπόν τα αμαρτήματα συνιστούν προσβολή κατά του Θεού. Αλλά και για όλα ο Θεός είναι έτοιμος να παράσχει τη συγγνώμη Του, εφ’ όσον ο αμαρτωλός μετανοήσει και επιστρέψει. Ο Ιερός Χρυσόστομος μας συμβουλεύει να έχουμε πάντοτε ελπίδα στην αγάπη του Θεού για τη συγχώρησή μας: «όσο βρισκόμαστε σ’ αυτή τη ζωή να έχουμε βέβαια ελπίδα και να φροντίζουμε για την μέλλουσα ζωή και να επιδιώκουμε το βραβείο της άνω κλήσεως του Θεού» (Κατήχηση Ι).
Κάθε παράβαση είναι αμαρτία. Αλλά και για κάθε αμαρτία, υπάρχει το άπειρο έλεος του Θεού. Αυτό είναι το σωστό. Επομένως ούτε πριν την αμαρτία υποτίμηση, ούτε έπειτα απ’ αυτήν υπερτίμηση. Καλό είναι να μην αμαρτάνουμε γιατί κάθε αμαρτία λυπεί το Θεό. Εάν όμως πέσουμε, ας σηκωθούμε αμέσως. Το έλεος του Θεού είναι άπειρο.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή