[Βιβλίο: Αντιχιλιαστικό Εγχειρίδιο] ΕΙΚΟΝΕΣ.
Οι Χιλιασται είναι εικονομάχοι. Δεν χρησιμοποιούν και δεν τιμούν τας ιεράς εικόνας. Ταράσσονται προ αυτών ως δαιμονισμένοι, χλευάζουν και καταπατούν αυτάς, και χαρακτηρίζουν την χρήσιν και τιμήν των ως ειδωλολατρίαν.
Διαφορά εικόνων και ειδώλων
Οι Χιλιασται παραπέμπουν ήμας εις Το χωρίον Έξόδ. κ' 4-5: «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου»[Μετάφραση:Βιβλική Εταιρεία. Δεν θα κατασκευάσεις για σένα είδωλα και κανενός είδους ομοίωμα που να αντιπροσωπεύει ο,τιδήποτε βρίσκεται ψηλά στον ουρανό ή εδώ κάτω στη γη ή μέσα στα νερά, κάτω απ’ τη γη. Δεν θα τα προσκυνάς ούτε θα τα λατρεύεις, γιατί εγώ ο Κύριος, ο Θεός σου].
Το χωρίον τουτο απαγορεύει να κατακευάζη τις ομοίωμα ως είδωλον και να λατρεύη αυτό. Καταδικάζει δηλαδή την ειδωλολατρίαν. Αλλ’ οι Χιλιασται, χαρακτηρίζοντες την χρήσιν και τιμήν προς τας εικόνας ως ειδωλολατρίαν, διαπράττουν κολοσσιαίον σφάλμα αγραμματωσύνης. Συγχέουν την απλήν εικόνα προς το είδωλον και την σχετικήν τιμήν προς την απόλυτον. Ειδωλολατρία, όπως η λέξις αφ’ εαυτης φανερώνει, είνε η λατρεία των ειδώλων. Τα δε είδωλα είνε ομοιώματα ψευδών θεοτήτων, τα οποία ο άνθρωπος κατηντησε να ταυτίζη προς τας θεότητας! Οι ειδωλολάτραι δηλαδή ενόμιζον, ότι το άγαλμα ενός θεού έχει ζωήν, αισθάνεται, άκούει, βλέπει, τρώγει, πίνει κ.λπ., έχει δύναμιν και είναι αυτός ο ίδιος ο θεός! Οι Ισραηλίται εις την έρημον κατεσκεύασαν χρυσούν μόσχον ως ομοίωμα ψευδών θεών, διά να προπορεύεται αυτων και να τους οδηγή (Έξόδ. λβ'). Και οι Βαβυλώνιοι εγέμιζον την κοιλίαν του τεραστίου αγάλματος του θεού Βηλ με μεγάλας ποσότητας τροφών, διότι ενόμιζον ότι το άγαλμα είνε θεός ζων και τρώγει. Ο δε Ησαΐας λέγει, ότι ο ειδωλολάτρης μέρος μεν του ξύλου καίει δια νά θερμαινεται και ψήνη άρτον, και μέρος αυτόυ χρησιμοποιεί δια να κατασκευάζη θεόν, είδωλον. Και προσκυνεί το γλυπτον και προσεύχεται εις αυτό λέγων: «Λύτρωσέ με, διότι σύ είσαι Θεός μου» (Δες Ήσ. μδ' 9-20, ιδίως δε τους στίχ. 10 και 15-17. Δες και Δευτ. δ' 28- Δαν. ε' 23 κ.ά.).
Αι χριστιανικαί εικόνες διαφέρουν των ειδώλων όσον ο ουρανός διαφέρει της γης. Διότι αι χριστιανικαι εικόνες ούτε ομοιώματα ψευδών θεοτήτων είνε, ούτε ταυτίζονται προς την Θεότητα. Ημεις οι χριστιανοι δεν πιστεύομεν, ότι τα ξύλα και τα χρώματα αισθάνονται, ακούουν, βλέπουν κ.λπ., έχουν δύναμιν αφ’ εαυτών και είνε η ιδία η Θεότης. Άπαγε της βλασφημίας! Ημεις έχομεν τας εικόνας ως παραστασεις και φωτογραφίας, αι οποίαι υπενθυμίζουν εις ημας ζωηρως τον Θεόν και Χριστόν, την Παναγίαν, τους Αγίους, τους Αγγέλους και γεγονότα της ιεράς και εκκλησιαστικής ιστορίας. Επειδή δεν είμεθα μόνον πνεύμα, αλλά και σώμα, αισθανόμεθα την ανάγκην και αισθητών πραγμάτων. Βλέποντες δε τας εικόνας, βοηθούμεθα ν’ ανέλθωμεν πνευματικως. Ενθυμούμεθα, διδασκόμεθα, συγκινούμεθα. Δια τους αγραμμάτους μάλιστα αι εικόνες είνε βιβλία.
Η δε τιμή, την οποίαν δεικνύομεν προς τας εικόνας, είναι σχετική· Δεν αναφέρεται εις τας εικόνας αυτάς καθ’ εαυτάς, αλλ’ εις τα εικονιζόμενα προσωπα. «Η της εικόνος τιμή επι το πρωτότυπον διαβαινει».
Όπως γενικως οι άνθρωποι, και μάλιστα και αυτοί οι Χιλιασται, έχουν φωτογραφίας προσφιλών προσώπων των, και τηρούν αυτάς εις τα θυλάκιά των, και αναρτουν εις περίοπτον θέσιν της οικίας των, και βλέπουν και συγκινούνται και ασπάζονται ενίοτε μετά δακρύων, και θεωρούν ασέβειαν νά καταπατηση τις τας φωτογραφίας των προσφιλών προσώπων των, ούτω και ημεις έχομεν τας εικόνας των κατά πολύ προσφιλεστέρων προσώπων της Πίστεώς μας. Και όπως δεν είναι ειδωλολάτραι οι χρησιμοποιούντες φωτογραφίας, ούτω δεν είμεθα ειδωλολάτραι και ημείς, οι οποίοι χρησιμοποιούμεν ιεράς εικόνας. Είναι βεβαιως αληθές, ότι παρατηρούνται υπερβολαί τινές και καταχρήσεις σχετικώς με τας εικόνας. Αλλ’ η κατάχρησις δεν καταργεί την χρήσιν. Ποιου άλλωστε πράγματος δεν γίνεται κατάχρησις;Η χρήσις των εικόνων και η προς αυτάς τιμή έχουν ερείσματα εις την Γραφήν.
Χρήσις εικόνων
«εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ. καὶ Σεραφὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ καὶ ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καὶ ταῖς μὲν δυσὶ κατεκάλυπτον τὸ πρόσωπον, ταῖς δὲ δυσὶ κατεκάλυπτον τοὺς πόδας καὶ ταῖς δυσὶν ἐπέταντο»[είδα τον Κύριο να κάθεται πάνω σε θρόνο μεγαλόπρεπο και υπερυψωμένο. Οι άκρες του μανδύα του γέμιζαν το ναό. Μπροστά του στέκονταν σεραφίμ, που καθένα τους είχε έξι φτερούγες: δύο για να σκεπάζουν το πρόσωπό τους, δύο για να σκεπάζουν το σώμα τους και τις άλλες δυο για να πετάνε] (Ήσ. στ' 1-2).
Τον Θεόν όπως είναι, ως πνεύμα, ουδείς είδε ποτέ (Ιωάν. α' 18- Α' Τιμ. στ' 16· Α' Ίωάν. δ' 12). Και όχι μόνον τον Θεόν, αλλά και τον άγγελον ως πνεύμα δεν δύναται ο άνθρωπος να δει. Εν τουτοις και τους αγγέλους και τον Θεόν δύναται ο άνθρωπος να δει, όταν παρουσιάζωνται με αισθητήν μορφήν. Ούτως ό Ησαΐας είδε τον Κύριον ως βασιλέα επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και κύκλω αυτού είδε Σεραφίμ με εξι πτέρυγας έκαστον. Ό προφήτης δηλαδή είδε και περιέγραψε τον Κύριον και τους αγγέλους εν εικονική μορφή. Αλλ’ ό,τι παρουσιάσθη και περιεγράφη εν εικονική μορφή, διατί δεν θα ηδύνατο και να ζωγραφισθή; Διατί επιτρέπονται εικόνες εις ορά¬ματα και δια του λόγου, και δεν θα επετρέποντο εικόνες δια του χρωστήρος;
Αι διάφοροι εικονικαί παραστάσεις της Γραφής διδάσκουν υψηλάς δογματικός και ηθικάς αληθείας. Ούτω και αι ιεραί εικόνες της Εκκλησίας.
«καὶ ποιήσεις δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτὰ καὶ ἐπιθήσεις αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου»[θα κατασκευάσουν δύο χερουβίμ από χρυσάφι σφυρηλατημένο και θα τα τοποθετήσουν, ένα σώμα με το ιλαστήριο στις δύο άκρες του, ένα σε κάθε άκρη] (Έξόδ. κε' 17 [18]).
Ό Θεός διέταξε τον Μωυσήν νά κατασκευάση δύο χρυσά Χερουβίμ, και να τοποθετηςη αυτά εις τα δύο άκρα του ίλαστηρίου επιθήματος της κιβωτου.
«καὶ ἐποίησεν (ο Σολομών) ἐν τῷ οἴκῳ τῷ ἁγίῳ τῶν ἁγίων Χερουβὶμ δύο, ἔργον ἐκ ξύλων καὶ ἐχρύσωσεν αὐτὰ χρυσίῳ» [Κατασκεύασε δύο χερουβίμ, έργο σκαλιστό, ντυμένο με χρυσάφι, και τα τοποθέτησε στα άγια των αγίων] (Β' Παρ. [Β' Χρον.] γ' 10).
«Σε όλους τους τοίχους του ναού τόσο του εξωτερικού τμήματος όσο και του ενδότερου, υπήρχαν ολόγυρα σκαλιστά σχήματα που παρίσταναν χερουβίμ, φοίνικες και ανοιχτά λουλούδια» (Α' Βασιλέων στ' 29 κατά Το Εβραϊκόν, προς ό πρβλ. Γ' Βασιλειών στ' 29 κατά τους θ'. Δες και Γ' Βασιλ. στ' 32, 35).
«καὶ ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀνὰ μέσον τῶν ἐξεχομένων λέοντες καὶ βόες καὶ Χερουβίμ»[Πάνω στα πλαίσια και στα υποστηρίγματα υπήρχαν διακοσμήσεις από λιοντάρια, βόδια και χερουβίμ] (Γ' Βασ. ζ' 16 [Α' Βασιλέων ζ' 29]).
Όπως ο Μωϋσής, ούτω και ο Σολομών κατεσκεύασε τα δύο Χερουβίμ διά το ιλαστήριον και πολλά άλλα Χερουβίμ, δια των οποίων εκόσμησε τον υπ’ αυτου κτισθέντα περίφημον ναόν. Τον ναόν εκόσμησεν επίσης με γλυπτάς παραστασεις φοινίκων, ανθέων, λεόντων και βοών. Άρα δεν άπαγορεύονται τα ομοιώματα γενικώς, αλλά μόνον ειδικώς όταν είνε είδωλα, όταν δηλαδή νομίζωνται θεοί. Οι γλυπτοί βόες του ναού του Σολομώντος δεν ήσαν αξιοκατάκριτοι, ο χρυσούς μό¬σχος εις την έρημον ήτο αξιοκατάκριτος, διότι ήτο είδωλον, ενομίζετο δηλαδή θεός.
«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» [Ο Λόγος έγινε άνθρωπος
κι έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα](Ίωάν. α' 14).
Αφού ο Θεός Λόγος έλαβε σάρκα και είδομεν αυτόν, δυνάμεθα κάλλιστα να εξεικονίζωμεν αυτόν, όπως πάντα άνθρωπον. Ο αρνούμενος την εξεικόνισιν του Χριστού είναι ως εάν ηρνείτο την σάρκωσιν αυτού.
«Ος [ο Χριστός] εστίν εικών του Θεού τον αοράτου»[ Αυτός είναι εικόνα του αόρατου Θεού] (Κολ. α' 15).
Ο Θεός όπως είναι, ως πνεύμα, είνε αόρατος. Δεν παρουσιάζει ορατήν μορφήν ή εικόνα. Αλλ’ εν τω Χριστώ ο αόρατος Θεός, ολόκληρος η Θεότης (Κολ. α' 19, β' 9), αποκτά ορατήν μορφήν ή εικόνα. Λόγω δηλαδή της σαρκός, ο Χριστός είναι ορατή εμφάνισις (=εικών) του αοράτου Θεού (Πρβλ. Ίωάν. ιδ' 9). Αφού δε ό αόρατος Θεός απέκτησεν εικόνα, και μάλιστα όχι σκιώδη όπως κατά τας εμφανίσεις της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά πραγματικήν σωματικήν εικόνα, κάλλιστα δυνάμεθα νά εικονίζωμεν τον Θεόν-Χριστόν, όπως πάντα άνθρωπον. Ο αόρατος και ανείκαστος ωράθη και εικονίζεται. Το Άγιον Πνεύμα φιλοτέχνησε την εικόνα του δια σαρκός και αίματος, και ημείς δυνάμεθα να φιλοτε¬χνώμεν την εικόνα του δια ξύλου ασήπτου, χρωμάτων, αργύρου, χρυσού, πολυτίμων λίθων και παντός πολυτίμου πράγματος. Αν υπήρχον φωτογράφοι την εποχήν του Χριστού, ασφαλώς θα εφωτογράφουν τον Κύριον και ό Κύριος δεν θα τους κατέκρινεν. Ως εκ περισσού τέλος αναφέρομεν, ότι εικονικαί παραστασεις εχρησιμοποιούντο υπό της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων και ευρίσκονται εις τας κατακόμβας.
Θαύματα εικόνων
Ο Θεός θαυματουργεί όχι μόνον απ’ ευθείας ή δια μέσου προσώπων, αλλά και δια μέσου διαφόρων αντικειμένων. Ιδού σχετικά χωρία της Γραφής:
«εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ῥάβδος. καὶ εἶπε· ῥίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις»[Τότε ο Κύριος τον ρώτησε: «Τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;» Αυτός απάντησε: «Ραβδί».«Ρίξ’ το στη γη», του είπε ο Κύριος. Ο Μωυσής το έριξε στη γη, και το ραβδί μεταμορφώθηκε σε φίδι](Έξόδ. δ' 2-3). '
Η ράβδος του Μωϋσέως έγινεν όφις. Έπειτα ο όφις έγινε πάλιν ράβδος (στίχ. 4). Μετά ταύτα η ράβδος εθαυματουργησε πολλάκις. Έπληξε π.χ. την Ερυθράν Θάλασσαν και εσχίσθη το ύδωρ (Έξόδ. ιδ' 16, 21), έπληξε τον βράχον και έρρευσαν ύδατα](Έξόδ. ιζ' 5-6- Άριθ. κ' 11). Θαυματουργός ράβδος. Όχι ότι είχε την δύναμιν να θαυματουργή αφ’ εαυτής, Αλλ’ εθαυματούργει με την δύναμιν του Θεού.
«ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν εἰς οἶκον Λευὶ καὶ ἐξήνεγκε βλαστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα»[ το ραβδί του Ααρών, της φυλής Λευί, είχε ανθίσει. Είχαν ανοίξει τα μπουμπούκια, είχαν σχηματιστεί λουλούδια και είχαν δέσει μύγδαλα] (Άριθ. ιζ' 23 κατά τους Ο΄, 8 κατά Το Εβραϊκόν).
Ο Θεός εδωσεν εις την ράβδον του Ααρών την δύναμιν νά βλαστήση, ανθήση και καρποφορήση.
«ὡς δὲ εἰσεπορεύοντο οἱ ἱερεῖς οἱ αἴροντες τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην καὶ οἱ πόδες τῶν ἱερέων τῶν αἰρόντων τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐβάφησαν εἰς μέρος τοῦ ὕδατος τοῦ Ἰορδάνου…καὶ ἔστη τὰ ὕδατα τὰ καταβαίνοντα ἄνωθεν, …καὶ ὁ λαὸς εἱστήκει ἀπέναντι Ἱεριχώ.καὶ ἔστησαν οἱ ἱερεῖς οἱ αἴροντες τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐπὶ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τοῦ Ἰορδάνου· καὶ πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ διέβαινον διὰ ξηρᾶς, ἕως συνετέλεσε πᾶς ὁ λαὸς διαβαίνων τὸν Ἰορδάνην» [Όταν οι ιερείς με την κιβωτό έφτασαν στο ποτάμι και τα πόδια τους βράχηκαν στην άκρη του νερού, τότε, τα νερά που κατέβαιναν από πάνω στάθηκαν και μαζεύτηκαν σ’ ένα σωρό,…Οι ιερείς που σήκωναν την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου σταμάτησαν στο στεγνό έδαφος στη μέση του ποταμού, ώσπου πέρασε από ’κει όλος ο λαός Ισραήλ και διάβηκαν τον Ιορδάνη (Ίησ. γ' 15-17).
Μόλις οι ιερείς πάτησαν εις τα ύδατα του Ιορδάνου κρατούντες την κιβωτόν της διαθήκης, τα άνωθεν κατερχόμενα ύδατα του Ιορδάνου εστάθησαν και ούτως ο λαός διήλθε τον Ιορδάνην επί ξηρας. Η δε κιβωτός παρέμεινεν εν τω Ιορδάνη, μέχρις ότου διήλθεν όλος ο λαός. Όπως δηλαδή εν τη Ερυθρά Θαλάσση έγινε θαύμα δια της ράβδου, ούτως εν τω Ιορδάνη έγινε θαύμα δια της κιβωτού.
«καὶ ἔλαβεν Ἠλιοὺ τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ καὶ εἵλησε καὶ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ, καὶ διῃρέθη τὸ ὕδωρ ἔνθα καὶ ἔνθα, καὶ διέβησαν ἀμφότεροι ἐν ἐρήμῳ»[Τότε ο Ηλίας πήρε το μανδύα του, τον δίπλωσε και χτύπησε μ’ αυτόν τα νερά. Αυτά άνοιξαν στα δυο και πέρασαν ανάμεσα οι δύο άντρες πατώντας σε ξηρά] (Δ' Βασ. β' 8).
Ο Ηλίας εκτύπησε με την μηλωτήν του τον Ιορδάνην και τα ύδατα του Ίορδάνου εσχίσθησαν και ο Ηλίας και ό Ελισαίος διέβησαν ούτω τον ποταμόν ως δια ξηρας. Οπως δηλαδή άλλοτε έγινε θαύμα εν τω Ιορδάνη δια της κιβωτου, ούτω τώρα γίνεται θαύμα δια του ενδύματος του Προφήτου.
«Δυνάμεις τε οὐ τὰς τυχούσας ἐποίει ὁ Θεὸς διὰ τῶν χειρῶν Παύλου, ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς νόσους, τά τε πνεύματα τὰ πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν»[Ο Θεός έκαμνε με τα χέρια του Παύλου θαύματα όχι συνηθισμένα. Οι άνθρωποι έπαιρναν ακόμη και τα μαντίλια της κεφαλής ή του λαιμού, που τα είχε χρησιμοποιήσει ο Παύλος και τα έβαζαν πάνω στους ασθενείς. Αυτοί τότε γιατρεύονταν από τις αρρώστιες τους, και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν απ’ αυτούς](Πράξ. ιθ' 11-12).
Μεγάλα θαύματα εκανεν ο Θεός δια μέσου του Παύλου, ώστε και μανδήλια και περιζώματα από του σώματος αυτού εφέροντο και ετίθεντο επί των ασθενών και αι νόσοι εφυγαδεύοντο και τα πονηρά πνεύματα εξήρχοντο εξ αύτων. Ο Θεός εθαυματουργει και δια μέσου των μανδηλίων και των περιζωμάτων του Αποστολου.
«Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά… ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν»[Μέσω των αποστόλων γίνονταν πολλά εκπληκτικά θαύματα στο λαό… Ακόμη και στις πλατείες έφερναν τους ασθενείς και τους ξάπλωναν σε κρεβάτια και σε φορεία, για να πέσει πάνω σε κάποιον απ’ αυτούς έστω και η σκιά του Πέτρου όταν αυτός ερχόταν](Πράξ. ε' 12, 15).
Πολλά και μεγάλα θαύματα εγίνοντο δια των Αποστόλων, ώστε έφερον τους ασθενείς εις τας πλατείας, και έθετον αυτούς επί κλινών και κραββάτων, ώστε, όταν θα ήρχετο ο Πέτρος, έστω η σκιά του να πέση επάνω εις κανένα εξ αυτών και να θεραπευθή. Και δια μέσου της σκιάς του Αποστόλου ο Θεός εθαυματουργει! Έχει δε τούτο ιδιαιτέραν σημασίαν ως προς το θέμα των εικόνων. Διότι η σκιά είνε είδος εικόνος.
Ο Θεός λοιπόν θαυματουργεί και δια μέσου διαφόρων αντικειμένων, τα οποία έχουν σχέσιν προς αυτόν ή τους αγίους του, και δια μέσου σκιάς, η οποία είνε είδος εικόνος. Και τουτο δια να δοξάζη εαυτόν και τους αγιους του. Αλλ’ αφού ο Θεός θαυματουργεί διά μέσου άλλων αντικειμένων και δια μέσου σκιών, αι οποίαι είναι είδος εικόνων, διατί δεν θα έπρεπε να δεχθώμεν ότι θαυματουργεί και δια μέσου ιερών εικόνων; Πράγματι, ως διαπιστώνουν ερευνητικοί και απλοϊκοί άνθρωποι, υπάρχουν εικόνες, αι οποίαι θαυματουργούν, όχι βεβαιως αφ’ εαυτών, αλλά με την δύναμιν του Θεού, δια να δοξάζωνται τα ιερά προσωπα, τα οποία εικονίζουν, και να ενισχύεται η πίστις και η ευλάβεια.
Τιμή προς τας εικόνας
Η Γραφή διδάσκει τον σεβασμόν προς τα ιερά αντικείμενα. Αναφέρομεν σχετικά χωρία.
«καὶ συντελέσουσιν Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καλύπτοντες τὰ ἅγια καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἅγια ἐν τῷ ἐξαίρειν τὴν παρεμβολήν, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσονται υἱοὶ Καὰθ αἴρειν καὶ οὐχ ἅψονται τῶν ἁγίων, ἵνα μὴ ἀποθάνωσι»[ Όταν ο Ααρών και οι γιοι του θα έχουν τελειώσει με το σκέπασμα του αγιαστηρίου και των σκευών του, την ώρα που το στρατόπεδο ξεκινάει, θα έρχονται οι Κααθίτες να σηκώσουν τα άγια σκεύη· δεν θα τα αγγίζουν όμως καθόλου, γιατί θα πεθάνουν] (“Αριθ. δ'15)
Αντικείμενα θρησκευτικής και λειτουργικής χρήσεως και σημασίας χαρακτηρίζονται «άγια». Τα άγια πράγματα της Σκηνής του Μαρτυρίου εκαλύπτοντο μετά προσοχής. Επετρέπετο δε να καλύπτωνται μόνον υπό του Ααρών και των υιών αυτού. Και αφού εκαλύπτοντο, προκειμένου νά εκκινήση το στρατόπεδον, οι υιοι Καάθ εκ των Λευϊτών μετέφερον αυτά, χωρίς να εγγίζουν αυτά καθ’ εαυτά. Αν ήγγιζον, θα εθανατώνοντο. Πάντα ταύτα δεικνύουν μεγάλον σεβασμόν προς τα ιερά αντικείμενα της Σκηνής του Μαρτυρίου, του πρώτου και φορητου Ναού των Ισραηλιτών.
«καὶ οὐ μὴ εἰσέλθωσιν ἰδεῖν ἐξάπινα τὰ ἅγια καὶ ἀποθανοῦνται»[Αλλά οι Κααθίτες δε θα μπούν ούτε για μια στιγμή να δουν τα άγια όταν σκεπάζονται, γιατί αλλιώς θα πεθάνουν](Άριθ. δ' 20).
Καίτοι οι Κααθίται μετέφερον τα άγια, όχι μόνον να εγγίσουν, αλλά και να ίδουν αυτά επ’ ολίγον απηγορεύετο αυστηρότατα. Αν έβλεπον, θα εθανατωνοντο.Τοση ευλάβεια προς τα άγια πράγματα της Σκηνής του Μαρτυρίου!
«καὶ ἐξέτεινεν Ὀζὰ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ κατασχεῖν αὐτὴν καὶ ἐκράτησεν αὐτήν, ὅτι περιέσπασεν αὐτὴν ὁ μόσχος. καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος τῷ Ὀζά, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐκεῖ ὁ Θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ παρὰ τὴν κιβωτὸν»[ο Ουζζά άπλωσε το χέρι του στην κιβωτό του Θεού να τη συγκρατήσει, γιατί τα βόδια την είχαν γείρει. Τότε οργίστηκε ο Κύριος εναντίον του και τον χτύπησε επί τόπου για την ανευλάβεια του· πέθανε εκεί, κοντά στην κιβωτό του Θεού] (Β' Βασ. [Β' Σαμ.] στ' 6-7).
Κατά την μεταφοράν της επί αμάξης η κιβωτός εταλαντεύθη και ο Οζά, επειδή εφοβήθη μήπως πέση, άπλωσε την χείρα του και εκράτησε την κιβωτόν, ενώ τουτο απηγορεύετο. Ο δε Θεός ετιμώρησεν επί τόπου με θάνατον την πράξιν του Οζά ως ασέβειαν προς την κιβωτόν.
«Καὶ οὐκ ἠσμένισαν οἱ υἱοὶ Ἰεχονίου ἐν τοῖς ἀνδράσι Βαιθσαμύς, ὅτι εἶδον κιβωτὸν Κυρίου· καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἄνδρας, καὶ πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν»[Από τους κατοίκους όμως της Βαιθ-Σεμές ο Κύριος θανάτωσε πέντε χιλιάδες εβδομήντα άντρες, γιατί κοίταξαν την κιβωτό του Κυρίου (Α' Βασ. [Α' Σαμ.] στ' 19).
Επειδή οι άνδρες της Βαιθσαμύς έρριψαν τα βλέμματά των εις την κιβωτόν, ο Θεός θανάτωσε δι’ ασέβειαν υπέρ τους 50.000 άνδρας!
«καὶ ἐπὶ τὸν Κύριον Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ ὑψώθης, καὶ τὰ σκεύη τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἤνεγκαν ἐνώπιόν σου, καὶ σὺ καὶ οἱ μεγιστᾶνές σου καὶ αἱ παλλακαί σου καὶ αἱ παράκοιτοί σου οἶνον ἐπίνετε ἐν αὐτοῖς»[ Προκάλεσες τον Κύριο του ουρανού και διέταξες να φέρουν μπροστά σου τα σκεύη του ναού του και ήπιατε απ’ αυτά κρασί εσύ και οι μεγιστάνες σου, οι γυναίκες σου και οι παλλακίδες σου](Δαν. ε' 23).
Κατά εν συμπόσιον ο βασιλεύς Βαλτάσαρ τα ιερά σκεύη του ναού της Ιερουσαλήμ, τα οποία ο πατήρ του ο Ναβουχοδονόσορ μετέφερεν εις Βαβυλώνα, εχρησιμοποίησεν ως κοινά σκεύη, και έπινον εξ αυτών αυτός και οι μεγιστάνες και αι γυναικες και αι παλλακίδες του. Τοτε απέναντι του βασιλέως εις τον τοίχον του ανακτόρου μυστηριώδης χειρ έγραψε την μυστηριώδη γραφήν «μανή, θεκέλ, φάρες» (Δαν. ε' 5, 25). Ο Δανιήλ, εξηγών εις τον Βαλτάσαρ την μυστηριώδη αυτην γραφήν, η οποία εσήμαινε το τέλος της αμαρτωλής βασιλείας του, ως αιτίαν του τέλους ανέφερε την υπερηφάνειαν του βασιλέως απέναντι του Θεού, ως εκδήλωσιν δε της υπερηφανείας αυτής ανέφερε την καταφρόνησιν και βεβήλωσιν των ιερών σκευών. Η ασέβεια προς τα ιερά σκεύη ήτο ασέβεια προς τον Θεόν. Κατ’ αυτήν δε την νύκτα του συμποσίου ο Βαλτάσαρ έφονεύθη και η βασιλεία του περιήλθεν εις τους Μήδους.
«καί ἔλαβον ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου καὶ εἰσήνεγκαν αὐτὴν εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ παρέστησαν αὐτὴν παρὰ Δαγών.καὶ ὤρθρισαν οἱ Ἀζώτιοι καὶ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Δαγὼν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ· καὶ ἤγειραν τὸν Δαγὼν καὶ κατέστησαν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ…καὶ ἐγένετο ὅτε ὤρθρισαν τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ Δαγὼν πεπτωκὼς ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου»[Οι Φιλισταίοι πήραν την κιβωτό του Θεού και την έφεραν από την Έβεν-Έζερ στην Ασδώδ, στο ναό του θεού τους Δαγών και την τοποθέτησαν πλάι στο άγαλμα του Δαγών. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν οι κάτοικοι της Ασδώδ, είδαν το Δαγών να είναι πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου. Τον πήραν, λοιπόν, και τον έστησαν πάλι στη θέση του. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν σηκώθηκαν, πάλι ο Δαγών ήταν πεσμένος με το πρόσωπο καταγής, μπροστά στην κιβωτό του Κυρίου](Α' Βασ. [Α' Σαμ.] ε' 2-4).
Οι Φιλισταίοι ήρπασαν την Κιβωτόν και εγκατέστησαν αυτήν εις τον ναόν του θεού Δαγών. Ο δε Δαγών, το άγαλμα-είδωλον, έπεσε κατά προσωπον αυτού ενώπιον της Κιβωτου. Ήγειραν αυτόν και έστησαν εις τον τοπον αυτού. Αλλά πάλιν έπεσε κατά προσωπον αυτού ενώπιον της Κιβωτου. Ο Θεός έκανεν, ώστε και το είδωλον να πέση και να προσκυνήση την Κιβωτόν.
«τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Κυρίου;... μὴ δὴ ἐξαποστείλητε αὐτὴν κενήν, ἀλλ᾿ ἀποδιδόντες ἀπόδοτε αὐτῇ τῆς βασάνου… κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων πέντε ἕδρας χρυσᾶς… καὶ μῦς χρυσοῦς»[ «Τι να κάνουμε με την κιβωτό του Κυρίου; …να μην τη στείλετε άδεια, αλλά να του την επιστρέψετε μαζί με μια προσφορά επανόρθωσης. …Θα προσφέρετε πέντε χρυσά ομοιώματα πρηξιμάτων… και…χρυσά ομοιώματα ποντικών](Α' Βασ. [Α' Σαμ.] στ' 2-5).
Επειδή οι Φιλισταίοι ήρπασαν την Κιβωτόν, ο Θεός έπληξεν αυτους με αιμορροΐδας και κατέστρεφε την χώραν των με ποντικούς. Οι δε Φιλισταίοι, δια ν’ απαλλαγούν εκ των μαστίγων τουτων, επέστρεψαν την Κιβωτον με αφιερώματα, πέντε χρυσά ομοιώματα εδρών κατά τους Ο΄, αιμορροΐδων κατά το Εβραϊκόν, και πέντε χρυσά ομοιώματα ποντικών. Τα αφιερώματα ήσαν ένδειξις τιμής προς την Κιβωτον αντί της προσγενομένης εις αύτην προσβολής και έγιναν δεκτά.
«καὶ τὴν σκηνὴν δὲ καὶ πάντα τὰ σκεύη τῆς λειτουργίας τῷ αἵματι ὁμοίως ἐῤῥάντισε»[Με τον ίδιο τρόπο ράντισε με το αίμα τη σκηνή και όλα τα λατρευτικά σκεύη](Έβρ. θ'21)
Ο Μωϋσής ερράντισε με το αίμα των θυσιών την Σκηνήν του Μαρτυρίου, εν τη οποία, σημειωθήτω ιδιαιτέρως, ήσαν και τα δύο γλυπτά Χερουβίμ, ερράντισε δε και όλα τα λειτουργικά σκεύη. Τουτο δε βεβαίως ήτο τιμή και σεβασμός προς τα ιερά αυτά πράγματα.
«καὶ θήσεις αὐτὸ ἀπέναντι τοῦ καταπετάσματος τοῦ ὄντος ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τῶν μαρτυρίων… καὶ θυμιάσει ἀπ᾿ αὐτοῦ Ἀαρὼν θυμίαμα»[Το θυσιαστήριο θα τοποθετηθεί μπροστά από το καταπέτασμα που κρύβει την κιβωτό της διαθήκης… ο Ααρών θα προσφέρει σ’ αυτό το θυσιαστήριο εύοσμο θυμίαμα](Έξόδ. λ' 6-7. Δες και μ' Δες επίσης Α' Παρ. στ' 34 [Α' Χρον. στ' 49]).
Ο Θεός διέταξε να καίεται θυμίαμα απέναντι της Κιβωτού, επί της οποίας, σημειωθήτω ιδιαιτέρως, ευρίσκοντο τα δύο γλυπτά Χερουβίμ. Τούτο δε βεβαιως συνίστα τιμήν και σεβασμόν προς την Κιβωτον. Αλλ’ αφού οι Ισραηλίται έκαιον θυμίαμα προ της Κιβωτου, χωρίς τούτο να είναι ειδωλολατρία, διατί οι Χιλιασται θεωρούν ειδωλολατρίαν το ότι ημείς καίομεν θυμίαμα ενώπιον των ιερών εικόνων;
«καὶ περιελθοῦσα ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ.
καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ἀνέστη Ἰησοῦς τὸ πρωΐ, καὶ ᾖραν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου,
καὶ οἱ ἑπτὰ ἱερεῖς οἱ φέροντες τὰς σάλπιγγας τὰς ἑπτὰ προεπορεύοντο ἐναντίον Κυρίου, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσεπορεύοντο οἱ μάχιμοι καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ὄπισθεν τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου· καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι, καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ἅπας περιεκύκλωσε τὴν πόλιν ἑξάκις ἐγγύθεν καὶ ἀπῆλθε πάλιν εἰς τὴν παρεμβολήν. οὕτως ἐποίει ἐπὶ ἓξ ἡμέρας. καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀνέστησαν ὄρθρου καὶ περιήλθοσαν τὴν πόλιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἑπτάκις·…καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξιν οἱ ἱερεῖς· ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ λαὸς τῶν σαλπίγγων, ἠλάλαξε πᾶς ὁ λαὸς ἅμα ἀλαλαγμῷ μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ καὶ ἔπεσεν ἅπαν τὸ τεῖχος κύκλῳ, καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὴν πόλιν» [Έτσι, η κιβωτός του Κυρίου έκανε μια φορά το γύρο της πόλης κι έπειτα επέστρεψαν στο στρατόπεδο και πέρασαν εκεί τη νύχτα. Νωρίς το άλλο πρωί σηκώθηκε ο Ιησούς, και οι ιερείς σήκωσαν πάλι την κιβωτό του Κυρίου. Οι εφτά ιερείς με τις κεράτινες σάλπιγγες βάδιζαν μπροστά από την κιβωτό σαλπίζοντας συνεχώς. Η εμπροσθοφυλακή προχωρούσε μπροστά τους και η οπισθοφυλακή ακολουθούσε την κιβωτό του Κυρίου. Τη δεύτερη μέρα έκαναν μία φορά το γύρο της πόλης και επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Έξι μέρες έκαναν το ίδιο.Την έβδομη μέρα σηκώθηκαν με την αυγή κι έκαναν εφτά φορές το γύρο της πόλης με τον ίδιο τρόπο. Ήταν η μόνη μέρα που έκαναν το γύρο της πόλης εφτά φορές. …Μετά οι ιερείς σάλπισαν με τις σάλπιγγες· και μόλις ο λαός άκουσε τον ήχο της σάλπιγγας, ξέσπασε σε μεγάλον αλαλαγμό και σωριάστηκε το τείχος. Τότε ο στρατός επιτέθηκε στην πόλη, όρμησαν κατ’ ευθείαν μέσα και την κατέλαβαν](Ίησ. στ' 11-20).
Κατ’ έντολήν του Θεού οι Ισραηλίται, ιερεις, πολεμισται και λαός, επί επτά ημέρας περιήρχοντο τα τείχη της Ιεριχούς, εξάκις της ημέρας κατά τας πρώτας εξ ημέρας, και επτάκις κατά την εβδόμην ημέραν. Εκ δε των ιερέων άλλοι μέν εβάσταζον και περιέφερον πέριξ των τειχών την κιβωτον της διαθήκης, άλλοι δε εκράτουν σάλπιγγας και εσάλπιζον. Κατά δε την εβδόμην ημέραν εξέβαλε και ο λαός ισχυρόν αλαλαγμόν και τα τείχη της πόλεως κατέπεσαν. Είναι φανερόν, ότι ενταύθα έχομεν θρησκευτικήν πομπήν μετά περιφοράς της κιβωτού πέριξ πόλεως προς εκδήλωσιν πίστεως και τέλεσιν θαύματος (Έβρ. ια' 30). Με μίαν λέξιν, έχομεν λιτανείαν. Οι Εβραίοι ελιτάνευον την κιβωτόν (Δες και Β' Βασ. [Β' Σαμ.] στ'· Α' Παρ. [Α' Χρον.] ιγ'· ιε'-ιστ'· Β' Παρ. [Β' Χρον.] ε'), ημείς δε λιτανεύομεν τας ιεράς εικόνας. Ταύτα αποδεικνύουν, ότι η τιμή προς τας εικόνας είναι Γραφικώς βάσιμος. Ως δε προείπομεν, αι εικόνες εν τη Εκκλησία τιμώνται όχι αυταί καθ’ εαυτάς, ως ξύλα, χρώματα κ.λπ., Αλλ’ εν σχέσει προς τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαινει.