ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Μάρκου
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
(παραλείπεται η Εισαγωγή (Προλεγόμενα) του Υπομνήματος)
Σημείωση:
Για τη μετάφραση των χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Προτιμήθηκε η μετάφραση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας μόνο χάριν της συντομίας της.
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
Στίχ. 1-8. Ο Πρόδρομος Ιωάννης
1.1 (1)Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ(2), υἱοῦ τοῦ Θεοῦ(3).
1 Αυτή είναι η αρχή του χαρμόσυνου μηνύματος για τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού.
(1) Με διάφορους τρόπους συνδέθηκε ο στίχος αυτός με τα παρακάτω. Σύμφωνα με τους μεν, ο στίχος αποτελεί τίτλο και επιγραφή είτε όσων αμέσως επακολουθούν, είτε και του όλου βιβλίου του Μάρκου· η διήγηση λοιπόν έτσι αρχίζει απότομα από το σ. 2 και προχωρεί περιλαμβάνοντας και τον σ. 4 και εκφράζει την επόμενη έννοια: Σύμφωνα με το θείο θέλημα που προκηρύχτηκε από τους προφήτες, κατά την οποία θα εμφανιζόταν κήρυκας να προετοιμάσει το έδαφος για την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού, ήλθε ο Ιωάννης βαπτίζοντας και κηρύσσοντας (σ). Σύμφωνα όμως με άλλους ερμηνευτές, ο στίχος συνδέεται στενά με τον ακόλουθο ως εξής: «Η αρχή της νέας νομοθεσίας του Χριστού έτσι έγινε, όπως έχει γραφτεί στους προφήτες. Έπειτα αναφέρει και τα ρητά των προφητών, για να μάθεις, ότι τέτοια αρχή του ευαγγελίου έγινε, όπως αυτά τα ρητά αναφέρουν» (Ζ). Έτσι, από τον σ. 4 ο ευαγγελιστής «επιχειρεί να αποδείξει αυτό που είχε σκοπό και αρχίζει να λέει τα σχετικά με τον Ιωάννη» (Ζ). Η πιο σωστή ερμηνεία: το «αρχή του ευαγγελίου» έχει την συντακτική του απόδοση στο «ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων» (σ. 4) (δ), «λέει ότι ο Ιωάννης, ο τελευταίος των προφητών, είναι η αρχή του ευαγγελίου» (Θφ). «Η αρχή του ευαγγελίου… είναι όλη η Παλαιά Διαθήκη και ο Ιωάννης είναι ο εκπρόσωπός της, ή, λόγω της σύνδεσης της Καινής με την Παλαιά, τα τέλη της Παλαιάς παρουσιάζονται μέσω του Ιωάννη» (Ω). Έτσι ο σ. 4 αποτελεί συνέχεια του σ. 1. Για να έχουμε, λοιπόν, την ορθή σύνδεση του σ. 4 πρέπει να τον διαβάσουμε, σαν να είχαν αποσιωπηθεί οι προφητικές παραθέσεις που παρεμβλήθηκαν (γ), ή, σαν να περιλαμβάνονταν αυτές μέσα σε παρένθεση.
(2) Είναι το μόνο χωρίο στα ευαγγέλια, όπου συναντιέται η φράση «ευαγγελίου Ιησού Χριστού». Αλλού ονομάζεται απλώς ευαγγέλιο, ή ευαγγέλιο του Θεού ή ευαγγέλιο της βασιλείας (σ). Προφανώς εδώ σημαίνει το αγαθό μήνυμα που αναφέρεται στον Ιησού Χριστό, αφού ο Ιωάννης είναι ο κομιστής του ευαγγελίου (γ). Υποκείμενο του ευαγγελίου αυτού είναι ο Ιησούς Χριστός, ο χρισμένος Σωτήρας, και ασχολείται αυτό εξ’ ολοκλήρου με όσα αφορούν αυτόν.
(3) Παραλείπεται η φράση «Υιού του Θεού» στον σιναϊτικό κώδικα και σε κάποιους από τους παλαιούς συγγραφείς. Η αλήθεια που εκφράζει αυτή η φράση, είναι το θεμέλιο, πάνω στο οποίο το ευαγγέλιο έχει οικοδομηθεί. Εάν ο Ιησούς δεν είναι ο Υιός του Θεού, είναι μάταιη η πίστη μας.
1.2 Ὡς γέγραπται(1) ἐν τοῖς προφήταις(2), ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου(3) πρὸ προσώπου σου(4), ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου(5)·
2 Στα βιβλία των προφητών είναι γραμμένο:Στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα,για να προετοιμάσει το δρόμο σου!
(1) Παλαιότερη γραφή: Καθώς γέγραπται εν τω Ησαΐα τω προφήτη. Ο Μάρκος σπάνια παραθέτει προφητείες. Εδώ πράττει αυτό, για να δείξει ότι τα γεγονότα, με τα οποία συντελέστηκε η αρχή του ευαγγελίου αποτελούσαν μέρος του θείου σχεδίου (σ) για το οποίο μίλησαν οι προφήτες. «Τα προφητικά αυτά ρητά από συμφώνου έχουν φωνάξει, ότι ο Ιωάννης θα προπορευτεί του Χριστού και θα του ετοιμάσει το δρόμο» (Ζ).
(2) «Η μαρτυρία, λοιπόν, πάρθηκε από δύο προφήτες» (Θφ), τον Ησαΐα, ο οποίος ήταν ένας από τους παλαιότερους προφήτες και τον Μαλαχία που ήταν ο νεότερος όλων. «Και τις «δύο προφητείες που ειπώθηκαν σε διαφορετικούς τόπους από δύο προφήτες, αφού τις συγκέντρωσε σε ένα χωρίο… παρέθεσε τα δύο ρητά σαν να είχαν ειπωθεί από τον Ησαΐα… Αλλά και σε άλλα σημεία, όχι μόνο αυτός (ο Μάρκος), αλλά και οι υπόλοιποι ευαγγελιστές κάνουν αυτό, συμπτύσσοντας τα προφητικά ρητά» (β). Εάν δεχτούμε ως αυθεντική γραφή «εν τω Ησαΐα τω προφήτη» πρέπει να έχουμε υπ΄όψη ότι και ο Ματθαίος συνυφαίνει στο κα 4,5 μαζί με τα λόγια του Ζαχαρία, κάποια λόγια του Ησαΐα και ο Παύλος στο Ρωμ. θ 27 παραθέτοντας ονομαστικά τον Ησαΐα, συνενώνει και κάποια λόγια του Ωσηέ (β, 1). Ο Ησαΐας ήταν πλουσιότερος στη χρήση και γνωστότερος και τα από αυτόν αναγνώσματα κατά το Σάββατο στις συναγωγές ήταν συνηθέστερα (b).
(3) Η παράθεση από το Μαλαχίου γ 1 γίνεται και εδώ όπως και στο Ματθ. ια 10 και Λουκ. ζ 27 και διαφέρει λίγο από το εβραϊκό πρωτότυπο («… και αυτός ετοιμάσει την οδόν ενώπιόν μ ο υ» ή σύμφωνα με τους Ο΄(μετάφραση των 70 στα ελληνικά) «προ προσώπου μου»). Ο Ιεχωβά μιλά εκεί χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον άλλον, του οποίου η οδός θα ετοιμαζόταν από τον άγγελό του. Θα ερχόταν αυτός να τιμωρήσει τις κατά τα χρόνια εκείνα καταχρήσεις των ιερέων και ο άγγελός του ήταν αυτός ο ίδιος ο προφήτης, ο οποίος με τις προφητείες του προετοίμαζε την οδό για έλευση του Κυρίου (γ). Ήδη κατά τη νέα αυτή εμφάνιση και παρέμβαση του Θεού στο Ισραήλ, άγγελος μεν του Θεού είναι ο Πρόδρομος, ενώ εκείνος του οποίου την οδό ο άγγελος αυτός προετοιμάζει, είναι ο ίδιος ο Μεσσίας που στάλθηκε από το Θεό, προς τον οποίο απευθύνεται εδώ ο Πατέρας που μιλά.
(4) «Η φράση «προ προσώπου σου» λέγεται, διότι, όπως ακριβώς στους βασιλιάδες αυτοί που πορεύονται κοντά στο άρμα, αυτοί είναι λαμπρότεροι από τους άλλους, έτσι, λοιπόν, και ο Ιωάννης φαίνεται να πορεύεται κοντά στην ίδια την παρουσία του Χριστού» (β).
(5) Βεβαιώνεται έτσι η πίστη μας και στις δύο διαθήκες και την Παλαιά και την Καινή, διότι η ακριβής αρμονία και συμφωνία, που παρατηρείται μεταξύ και των δύο, αποδεικνύει την προέλευση και των δύο από την ίδια θεία πηγή. Το «έμπροσθέν σου» παραλείπεται από τα αλεξανδρινά μεγαλογράμματα χειρόγραφα.
1.3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ(1), ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ(2),
3 Μια φωνή βροντοφωνάζει στην έρημο: ετοιμάστε το δρόμο για τον Κύριο, ισιώστε τα μονοπάτια να περάσει.
(1) «Με σαφήνεια παρουσιάζει η προφητεία, ότι αυτά που θεσπίστηκαν δεν θα γίνουν στην Ιερουσαλήμ, αλλά στην έρημο, τα οποία εκπληρώνονταν ιστορικά και κατά γράμμα στον βαπτιστή Ιωάννη, που κήρυττε την σωτήρια φανέρωση στην έρημο του Ιορδάνη… Το «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» το είπε ο μακάριος βαπτιστής σε αυτούς που στάλθηκαν από τους αρχιερείς και διδασκάλους του λαού» (β). Κανείς τόπος δεν είναι τόσο απομακρυσμένος, ώστε να μας αποκλείει από τις επισκέψεις της θείας χάριτος. Αντιθέτως τις γλυκύτερες επικοινωνίες τους με το Θεό είχαν οι άγιοι, όταν είχαν αποσυρθεί μακριά από τους θορύβους του κόσμου σε τόπους ερημικούς. Σε έρημο δόθηκε ο νόμος. Και οι πρώτες αρχές της Κ.Δ. στην έρημο σημειώνονται.
(2) Δες Ματθ. γ 3, όπου ερμηνεύτηκε η από τον Ησαΐα (μ 3) παράθεση. Στις δύο αυτές παραθέσεις μπορούμε να παρατηρήσουμε, ότι ο Χριστός με το ευαγγέλιό του έρχεται ανάμεσά μας, φέρνοντας μαζί με τον εαυτό του, θησαυρό ανεξάντλητο χάριτος. Η διαφθορά όμως του κόσμου είναι τέτοια, ώστε πρέπει να προηγηθεί εργασία για να προετοιμαστεί τόπος για αυτόν και για να απομακρυνθεί καθετί που καθίσταται όχι μόνο εμπόδιο αλλά και αντίσταση στην πρόοδό του. Όταν ο Θεός απέστειλε τον Υιό του στον κόσμο, προνόησε, και όταν στέλνει αυτόν στις καρδιές προνοεί, αποτελεσματικά προνοεί, για να προετοιμάσει την οδό του μπροστά του, διότι οι βουλές της χάριτος για κανένα λόγο δεν μπορούν να ματαιωθούν. Κανείς όμως δεν μπορεί να περιμένει τις παρηγοριές αυτής της χάρης εάν δεν προετοιμάσει τον εαυτό του να τις δεχτεί, με συναίσθηση των αμαρτιών του και ταπείνωση για αυτές. Όταν ο σκοτισμός της διάνοιας διασκορπιστεί και οι διεστραμμένες διαθέσεις εξομαλυνθούν, τότε ανοίγει και η οδός στις παρηγοριές και ενισχύσεις του Χριστού.
1.4 ἐγένετο(1) Ἰωάννης βαπτίζων(2) ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων(3) βάπτισμα μετανοίας(4) εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν(5).
4 Σύμφωνα μ’ αυτά, παρουσιάστηκε ο Ιωάννης, ο οποίος βάφτιζε στην έρημο και κήρυττε να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να βαφτιστούν, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους
(1) Εάν χωρίσουμε τον στίχο με τελεία από τα προηγούμενα, το Εγένετο=Εμφανίστηκε, όπως στο Ιαάννου α 6 και Β΄Πέτρ. β 1. Λέγεται η λέξη για ανθρώπους που έρχονται στη δημοσιότητα (g). Εάν θεωρήσουμε τον στίχο συνέχεια του σ. 1=χρημάτισε, έγινε, υπήρξε. Δηλαδή, αρχή του ευαγγελίου υπήρξε ή χρημάτισε ο Ιωάννης. Ενώ το βαπτίζων και κηρύσσων είναι μετοχές που εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο έγινε ο Ιωάννης αρχή του ευαγγελίου (δ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Το «έγινε» με την έννοια του «ήταν»» (Ζ). Βάπτιζε και κήρυσσε.
(2) Αρχίζει από εκείνο, το οποίο, το οποίο ο Ιωάννης έπραττε (=βάπτιζε) και προχωρεί στα λόγια, τα οποία αυτός συνέδεε με το βάπτισμα (=κήρυττε).
(3) Το κήρυγμα ήταν κύριο έργο του. Δεν ήλθε πολεμώντας, ούτε φιλονεικώντας, αλλά κηρύσσοντας, διότι με την «ανοησία» του κηρύγματος θα θεμελιωθεί και θα επεκταθεί η βασιλεία των ουρανών.
(4) Η γενική σημαίνει την έννοια της τελετής, την εσωτερική πράξη, της οποίας το βάπτισμα ήταν το εξωτερικό σημάδι και η επισφράγιση. Η κλήση αυτή του Ιωάννη για μετάνοια δεν ήταν κάτι απροσδόκητο για τους Ιουδαίους, διότι αυτοί πίστευαν, ότι λόγω των αμαρτιών του έθνους τους επιβραδυνόταν η εμφάνιση του Μεσσία (γ).
(5) Εκφράζει τον σκοπό του βαπτίσματος της μετανοίας. «Είναι φανερό λοιπόν, ότι το βάπτισμα του Ιωάννη, ήταν προπαρασκευαστικό για την άφεση των αμαρτιών. Διότι πρέπει ο αμαρτωλός να μετανοήσει πρώτα, και έπειτα να τύχει της άφεσης. Δεν είπε όμως «Και αφέσεως αμαρτιών», για να μην νομίσεις, ότι αυτού του είδους το βάπτισμα παρείχε και άφεση. Αλλά πρόσθεσε «εις (=με σκοπό) άφεση αμαρτιών», δηλαδή για άφεση. Κήρυττε δηλαδή μετάνοια, λόγω της άφεσης, έτσι ώστε, αφού μέσω της μετάνοιας καταδικάσουν τους εαυτούς τους και νιώσουν κατάνυξη, για όσα αμάρτησαν, να ζητήσουν θερμά αυτόν του σηκώνει την αμαρτία του κόσμου και όταν εμφανιστεί, να τρέξουν προς αυτόν και να πάρουν από αυτόν την άφεση» (Ζ). «Για αυτόν το λόγο έπειθε αυτούς να ομολογούν και να μετανοούν για τα αμαρτήματα… για να δεχτούν ευκολότερα την άφεση στη συνέχεια. Διότι αν δεν κατηγορούσαν τους εαυτούς τους, τότε ούτε την χάρη θα ζητούσαν· αν όμως δεν την ζητούσαν, δεν θα τύχαιναν ούτε της άφεσης» (Χ).
1.5 (1)Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται(2), καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι(3) τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
5 Πήγαιναν σ’ αυτόν όλοι οι κάτοικοι της Ιουδαίας κι οι Ιεροσολυμίτες, κι όλους τους βάφτιζε στον ποταμό Ιορδάνη, καθώς ομολογούσαν τις αμαρτίες τους.
(1) Ο σ. σχεδόν ταυτίζεται με το Ματθ. γ 5,6 και ερμηνεύτηκε εκεί. Το κήρυγμα και το βάπτισμα της μετάνοιας, το διενεργεί ο Ιωάννης στην Ιουδαία μεταξύ των κατοίκων της, οι οποίοι θεωρούνταν ως ο εκλεκτός λαός του Θεού, που λάτρευε τον αληθινό Θεό. Και αυτοί λοιπόν είχαν ανάγκη μετανοίας. Και όχι μόνο οι Ιεροσολυμίτες, αλλά και οι κάτοικοι της υπαίθρου. Διότι και εκείνοι, που νομίζουν, ότι είναι μακριά από τους πειρασμούς και την φασαρία των πόλεων, δεν μπορούν να πλύνουν με αθωότητα τα χέρια τους, αλλά έχουν ανάγκη μετάνοιας.
(2) Αποτελεί μεγάλη τιμή για τον Ιωάννη, ότι τόσο πολλοί και με τόσο σεβασμό συνέρρεαν προς αυτόν. Είναι αξιοσημείωτο, ότι εκείνοι, οι οποίοι δεν επιζητούν την δόξα και τον σεβασμό του κόσμου, όπως ο Ιωάννης, αυτοί συχνά είναι πρόσωπα που τιμώνται από τους άλλους και απολαμβάνουν τον ειλικρινή σεβασμό τους. Και οι άνθρωποι αισθάνονται βαθιά εκτίμηση και ευλάβεια προς αυτούς πολύ περισσότερο από όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
(3) Η εξομολόγηση αυτή των αμαρτιών προσέδιδε πραγματικότητα στο βάπτισμα, καθιστώντας αυτό βάπτισμα μετάνοιας (γ). Εξομολογούμενοι=ομολογούσαν φανερά· εκφράζει την δημοσιότητα της πράξης. Δεν πρόκειται για ιδιαίτερη ομολογία που γινόταν σε μόνον τον Ιωάννη (σ).
1.6 (1)Ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου(2) καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ(3), καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον(4).
6 Ο Ιωάννης φορούσε ρούχο από τρίχες καμήλας και δερμάτινη ζώνη στη μέση του, έτρωγε ακρίδες, και μέλι από αγριομέλισσες.
(1) Και για τον σ. αυτόν δες Ματθ. γ 4. Διαφορετικές γραφές σε αυτόν: Και ην ο Ιωάννης… και έσθων.
(2) Δεν λέει δέρμα αλλά τρίχες καμήλας, από το οποίο συμπεραίνουμε, ότι πρόκειται πιθανότατα για ένδυμα υφασμένο από τρίχες καμήλας (γ). «Το οποίο ο Ματθαίος το λέει σαφέστερα, ότι το ένδυμά του ήταν από τρίχες καμήλας» (β).
(3) Έτσι κατά την εξωτερική του ενδυμασία ήταν όμοιος με τον Ηλία, όπως έμοιαζε με αυτόν και στη σοβαρότητα της κλήσης για μετάνοια, την οποία κήρυττε προς τον λαό του. Τέτοιο ήταν το ένδυμα και των παλαιών προφητών (Ζαχ. ιγ 4) και ιδιαίτερα του Ηλία (Δ΄Βασ. α 8)(σ).
(4) Ο τρόπος της ζωής του Ιωάννη ήταν η αρχή ευαγγελικού πνεύματος. Διότι εκδήλωνε μεγάλη αυταπάρνηση, υποταγή της σάρκας, άγια περιφρόνηση προς τον κόσμο και μη συμμόρφωση και συσχηματισμό με αυτόν. Αυτά, βεβαίως, μπορούν αληθινά να ονομαστούν αρχή του ευαγγελίου του Χριστού σε οποιαδήποτε ψυχή. Όσο περισσότερο ελεύθεροι είμαστε από τις επιθυμίες της σάρκας και ζούμε πάνω από τον κόσμο, τόσο καλύτερα προετοιμασμένοι είμαστε για τον Χριστό. Εκείνοι, οι οποίοι περίμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό άρχοντα, θα νόμιζαν ότι και ο πρόδρομός του θα ερχόταν με μεγάλη πομπή και λαμπρότητα. Αλλά η ενδυμασία και διατροφή του Ιωάννη παρουσιάζεται τελείως αντίθετη. Είναι ο Ιωάννης μέγας ενώπιον του Κυρίου, αλλά άσημος ενώπιον του κόσμου. Και δείχνει έτσι ότι η δόξα της βασιλείας του Χριστού θα είναι καθαρά πνευματική και οι υπήκοοί της θα είναι κατά το πλείστον από τους αδύναμους του κόσμου και τους φτωχούς, των οποίων οι τιμές, οι απολαύσεις και τα πλούτη πηγάζουν από άλλον, πνευματικό και ουράνιο, κόσμο.
1.7 (1)Καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου(2) ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας(3) λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ(4).
7 Στο κήρυγμά του τόνιζε: «Έρχεται ύστερα από μένα αυτός που είναι πιο ισχυρός και που εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του.
(1) Δες Ματθ. γ 11.
(2) Δεν λέγεται εδώ ως προς τι αυτός που έρχεται είναι ισχυρότερος και σε τι συνίσταται η μεγαλύτερη ισχύς του. Από τα συμφραζόμενα όμως βγαίνει, ότι ήταν ισχυρότερος για την υπεροχή του βαπτίσματος (σ), δηλαδή λόγω του ότι θα βάπτιζε με Πνεύμα Άγιο (γ). Ή, πιο σωστά, «βλέποντας το μέγεθος του αξιώματος και την υπεροχή της θεότητας, λέει ότι, δεν είμαι ικανός να καταλογιστώ ούτε στην τάξη του υπηρέτη» (β). Παρόλο που ο Ιωάννης είχε έλθει με πνεύμα και δύναμη του Ηλία, ο Χριστός υπήρξε ισχυρότερός του. Παρόλο που ο Ιωάννης υπήρξε αληθινά μέγας, μέγας ενώπιον του Κυρίου, τόσο μέγας, ώστε μεγαλύτερος από αυτόν δεν είχε γεννηθεί από κάποια γυναίκα έως τότε, παρ’ όλ’ αυτά δεν θεωρεί τον εαυτό του άξιο να σκύψει για να λύσει το λουρί των υποδημάτων του Χριστού. Εκείνοι τους οποίους ο Θεός τιμά, όπως τον Ιωάννη, δεν επαίρονται αλλά ταπεινώνονται βαθύτατα στα ίδια τους τα μάτια. Σπεύδουν πρόθυμα να ταπεινωθούν, ώστε ο Χριστός να δοξαστεί· θέλουν να μικρύνουν αυτοί, να γίνουν αφανείς, να μην είναι τίποτα, για να είναι το παν ο Χριστός και μόνος αυτός να φαίνεται.
(3) Με τη μία αυτή λέξη πόσο ζωηρά περιγράφει την πράξη για την οποία μιλά.
(4) «Η σύνταξη του ρητού είναι ως εξής· Του οποίου, αφού σκύψω, δεν είμαι ικανός να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. Διότι σκύβει αυτός που θέλει να λύσει αυτό. Υποδήματα λέει τα σανδάλια. Το «του οποίου (γενική πτώση)» είναι συνηθισμένο στους Εβραίους, όπως το· Του οποίου το στόμα είναι γεμάτο κατάρα. Ομοίως επίσης και το «στον οποίο (δοτική)», όπως το «μακάριος ο άνδρας στον οποίο υπάρχει η βοήθεια σε αυτόν από εσένα»» (Ζ). «Είναι άλλο το να βαστά κάποιος τα υποδήματα, τα οποία είναι, εννοείται, ήδη λυμένα από τα πόδια αυτού που τα φορούσε, και άλλο το να σκύψει και να λύσει το λουρί των υποδημάτων» (Ω). Το σανδάλι, το οποίο κάλυπτε μόνο το πέλμα του ποδιού, δενόταν με λουρί. Ήταν έργο των δούλων της κατώτατης τάξης να φέρνουν ή να μεταφέρουν τα σανδάλια των κυρίων (Ματθ. γ 11). Το να λύνει κάποιος τα λουριά των σανδαλιών ήταν ακόμη πιο δουλικό έργο (σ). «Δεν είμαι άξιος να είμαι ούτε έσχατος δούλος του, ώστε να λύσω του λουρί, δηλαδή το δέσιμο από το λουρί των υποδημάτων» (Θφ).Τόσο μέγας, τόσο ισχυρός και υψηλός είναι ο Χριστός, ώστε ο Ιωάννης θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να χρησιμοποιηθεί για την ευτελέστατη αυτή υπηρεσία σε αυτόν· ακόμη και για να σκύψει κάτω για να λύσει το λουρί του υποδήματός του. Αληθινός κήρυκας του ευαγγελίου ο Ιωάννης διακηρύττει την ασύγκριτη υπεροχή του Χριστού και κατηύθυνε την προσοχή των ακροατών του όχι στον εαυτό του, αλλά προς τον Ιησού. «Είναι άλλο αυτό που λέει ο Ματθαίος, το να βαστά, δηλαδή, τα υποδήματα, και άλλο το να σκύψει να λύσει το λουρί των υποδημάτων. Και είναι φυσικό βεβαίως, χωρίς κανείς από τους ευαγγελιστές να σφάλλει, ότι και τα δύο τα είχε πει ο Βαπτιστής σε διαφορετικούς καιρούς με διαφορετική έννοια» (β).
1.8 Ἐγὼ(1) μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι(2), αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ(3).
8 Εγώ σας βάφτισα με νερό, εκείνος όμως θα σας βαφτίσει με Άγιο Πνεύμα».
(1) Δες Ματθ. γ 11.
(2) «Επειδή δεν είχε δοθεί ακόμη Άγιο Πνεύμα, λέει ότι βαπτίζει με νερό, ενώ αυτός, δηλαδή ο Χριστός, προλέγει ο Ιωάννης, ότι θα βαπτίζει με Πνεύμα άγιο· του οποίου χαρίσματος και έτυχαν, μετά την άνοδο του Χριστού στους ουρανούς, πρώτοι οι θεσπέσιοι μαθητές, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα, που είπε στους μαθητές: Εσείς, όμως, θα βαπτιστείτε με Πνεύμα Άγιο» (β). Το βάπτισμα λοιπόν του Ιωάννη «από το δικό μας μεν ήταν ατελέστερο, ενώ από το ιουδαϊκο ήταν υψηλότερο, σαν να ήταν κάπως ενδιάμεσο και των δύο» (β).
(3) Η απουσία του άρθρου δείχνει ότι το Πνεύμα το Άγιο θεωρείται εδώ σαν ένα χυμένο, κατά κάποιο τρόπο, στοιχείο, σαν μία ατμόσφαιρα ή ωκεανός από τα οποία περικλειόμαστε και καλυπτόμαστε. Ενώ το επίθετο «άγιο», εφόσον το Πνεύμα εδώ θεωρείται ως αυτό που μας καθαρίζει, προφανώς λέγεται με έννοια ηθική. Το νερό καθαρίζει μόνο το σώμα και συμβολίζει απλώς την εσωτερική καθαρότητα του ανθρώπου. Αλλά το άγιο Πνεύμα καθαρίζει και αγιάζει το εσωτερικό της ψυχής και αυτό είναι και το πραγματικό βάπτισμα, το οποίο παρέχει αυτός που έρχεται (γ).
Στίχ. 9-11. Η Βάπτιση του Ιησού.
1.9 Καὶ(1) ἐγένετο(2) ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(3) ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας(4) καὶ ἐβαπτίσθη(5) ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην.
9 Εκείνες τις μέρες ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη.
(1) Δες Ματθαίου. γ 13. Παρά τη συντομία της, η αφήγηση του Μάρκου για το βάπτισμα είναι ζωηρή και λεπτομερής (σ).
(2) «Η φράση «και συνέβη» είναι συνηθισμένη φράση στους Εβραίους. Έπειτα αρχίζει να λέει τι συνέβη» (Ζ).
(3) «Ημέρες λέει τώρα, αυτές στις οποίες κήρυττε το βάπτισμα της μετανοίας ο Ιωάννης» (Ζ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία: Σε εκείνες τις ημέρες, στο χρόνο που προκαθορίστηκε από τον Πατέρα, ώστε σε αυτόν να γίνει η αρχή του ευαγγελίου. Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως πολλές φορές σημαίνεται στην Π.Δ. με τη φράση «Στις ημέρες εκείνες». Ήδη οι έσχατες του Δανιήλ εβδομάδες άρχισαν ή μάλλον το τελευταίο μισό της έσχατης εβδομάδας, όταν «θα συνάψει και θα καταστήσει ισχυρή μια διαθήκη σε πολλούς» ο Μεσσίας (Δανιήλ θ 27).
(4) «Ο Ματθαίος μεν είπε απλώς από τη Γαλιλαία, ενώ ο Μάρκος πρόσθεσε ειδικότερα και την πόλη στην οποία έμενε» (Ζ). Αυτό αποτελεί ένδειξη, ότι το ευαγγέλιο γράφτηκε για αναγνώστες εθνικούς που αγνοούσαν την Παλαιστίνη (γ).
(5) Δες πόσο ταπεινά υποτάσσεται στο Θεό ερχόμενος να βαπτιστεί από τον Ιωάννη. Έτσι πήρε πάνω του το ομοίωμα της αμαρτωλής σάρκας, ώστε, αν και αυτός ήταν καθαρός και άμεμπτος, δέχεται βάπτισμα μετανοίας σαν να ήταν μολυσμένος. Εξίσου όμως αληθινή και η επόμενη ερμηνεία: «Δεν βαπτίστηκε για αμαρτίες (του). Διότι αυτός ήταν αυτός που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου, ο οποίος δεν έκανε αμαρτία ούτε βρέθηκε δόλος και τα υπόλοιπα που λέει το χωρίο. Ούτε (βαπτίστηκε) επειδή είχε ανάγκη να χορηγηθεί σε αυτόν το Πνεύμα. Διότι εκείνο το βάπτισμα (του Ιωάννη) ήταν έρημο και από τα δύο αυτά… Αλλά βαπτίστηκε (ο Κύριος) για να γίνει γνωστός στους πολλούς και να πιστέψουν… Και για αυτό λοιπόν γίνεται τότε η κάθοδος του Πνεύματος, όχι επειδή για πρώτη φορά τότε επιφοίτησε σε αυτόν (διότι δεν ήταν έρημος αυτού) αλλά για να δείξει αυτόν που ανακηρυσσόταν, κάνοντάς τον με το πέταγμά του γνωστό σε όλους σαν ακριβώς με κάποιο δάκτυλο. Και για να εκπληρώσει κάθε δικαιοσύνη βαπτίζεται, η οποία είναι η εκπλήρωση των εντολών. Και είναι εντολή και το να υπακούσει κανείς σε προφήτη που βαπτίζει… Αν όμως πεις ότι βαπτίστηκε και για να αγιάσει σε μας τα νερά, και αυτό να πεις δεν κάνεις λάθος» (β)
1.10 Καὶ(1) εὐθέως(2) ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους(3) τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν(4) καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν·
10 Κι αμέσως, ενώ έβγαινε από το νερό, είδε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και το Πνεύμα σαν περιστέρι να κατεβαίνει πάνω του.
1.11 καὶ φωνὴ(6) ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου(7) ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα(8).
11 Τότε μια φωνή ακούστηκε από τα ουράνια: «Εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου».
(1) Δες Ματθαίου. γ 16.
(2) Δηλώνει το ταυτόχρονο της οπτασίας= αμέσως μόλις ανέβαινε είδε (δ).
(3) «Ο Ματθαίος μεν και ο Λουκάς λένε ότι άνοιξαν οι ουρανοί, ενώ αυτός λέει σχίστηκαν» (Ζ). Πιο έντονο το σχίστηκαν. Το σχίζεται λέγεται για εκείνο, το οποίο στο παρελθόν δεν είχε ανοιχτεί. Ο Χριστός πρώτος άνοιξε τον ουρανό (b).
(4) Η όμοια με περιστέρι μορφή, που συμβολίζει εδώ το άγιο Πνεύμα, συνδέεται άριστα με το περιστέρι που επέστρεψε στο Νώε με μήνυμα ειρήνης και ελπίδας για τη νέα τάξη, που αναδυόταν από τα νερά, στα οποία είχε ταφεί ο παλαιός κόσμος με όλες τις πονηρές του πράξεις (σ). «Για αυτό έμοιασε με περιστέρι το άγιο Πνεύμα, για να δειχτεί, ότι ένας είναι ο Θεός της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και για να υπενθυμίσει τον κατακλυσμό του Νώε. Διότι τότε την λήξη του κατακλυσμού περιστέρι την ανήγγειλε, που κουβαλούσε στο στόμα κλαδί ελιάς. Και εδώ πάλι, εμφανιζόμενο με μορφή περιστεριού το άγιο Πνεύμα δηλώνει την απαλλαγή από τα αμαρτήματα» (Θφ). «Και τώρα με μορφή περιστεριού, όχι με σώμα έρχεται το Πνεύμα, αναγγέλλοντας στην οικουμένη το έλεος του Θεού, και δηλώνοντας ταυτόχρονα, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να είναι απονήρευτος και πράος, απλός και άδολος» (β). Δεν κατεβαίνει με μορφή αετού, ο οποίος, αν και είναι βασιλιάς τω πτηνών, είναι όμως πτηνό σαρκοφάγο, αλλά με μορφή περιστεριού, του οποίου κανένα άλλο πτηνό δεν είναι περισσότερο άκακο και αβλαβές. Το περιστέρι ήταν το μόνο από τα πτηνά, που προσφερόταν ως θυσία (Λευϊτικό α 14) και ο Χριστός μέσω του Πνεύματος, του αιωνίου Πνεύματος, πρόσφερε τον εαυτό του θυσία άμεμπτη στο Θεό. Οι ειδήσεις για την κατάπαυση του κατακλυσμού με περιστέρι μεταφέρθηκαν στο Νώε. Πολύ κατάλληλα λοιπόν και οι χαρμόσυνες ειδήσεις της ειρήνευσής μας με το Θεό μεταφέρονται σε εμάς τώρα από το Πνεύμα με μορφή περιστεριού. Μιλά αυτό για την ευαρέσκεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Το ότι ο Θεός είναι μέσα στο Χριστό συμφιλιώνοντας τον κόσμο με τον εαυτό του, είναι χαρμόσυνο μήνυμα, που μεταφέρεται σε εμάς πάνω σε φτερά, πάνω στα φτερά περιστεριού. Περιστεριού «που είναι άδολο, πραότατο, και γεννά πολλά παιδιά» (Γν). Το περιστέρι ήταν το έμβλημα της καθαρότητας. Και η εμφάνισή του εδώ συμφωνεί με την γλυκύτητα και το ειρηνικό της βασιλείας του Χριστού (γ).
(5) Η κατάβαση του Πνεύματος ήταν πραγματικό γεγονός. Δεν ήταν απλό σύμβολο, που μαρτυρούσε, ότι το πρόσωπο του Κυρίου είχε μέσα του το άγιο Πνεύμα. Χωρίς να αποκλείεται, ότι ο Κύριος είχε μέσα στον εαυτό του και προηγουμένως το Πνεύμα, παρεχόταν τώρα σε Αυτόν κατά την ανθρώπινη φύση του και ειδική ενίσχυση που ετοίμαζε αυτόν στο μεσσιακό του έργο, το οποίο επρόκειτο ήδη να αρχίσει. Παράλληλη με την κάθοδο αυτή είναι η κάθοδος του αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, η οποία ετοίμασε τους μαθητές για το νέο τους αποστολικό έργο, στο οποίο επρόκειτο να επιδοθούν. Επιπλέον η κάθοδος αυτή ήταν ενδεικτική της σημασίας και της σπουδαιότητας του βαπτίσματος, το οποίο ο Κύριος θα έδινε σε εμάς (γ).
(6) «Διατύπωσε ο Θεός φωνή στο σώμα του αέρα για να την καταλάβουν αυτοί που άκουγαν και αυτή η φωνή έγινε σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια αυτών που μιλάνε. Έτσι ο Θεός, ο οποίος θέλει όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας, για τον σκοπό της σωτηρίας των ανθρώπων άρθρωσε τον λόγο στον αέρα, όπως λέει και προς του Ιουδαίους ο Κύριος που νόμιζαν ότι έγινε βροντή, επειδή ο ήχος δημιουργήθηκε στον αέρα, ότι «δεν έγινε για μένα αυτή η φωνή, αλλά για εσάς» (Γν).
(7) «Αν ο Χριστός είναι άλλος μέσα σε άλλον, σύμφωνα με τα λόγια του Νεστορίου (αιρετικού), θα έπρεπε να πει: Μέσα σε σένα είναι ο γιος μου ο αγαπητός» (β).
(8) «Στο κατά Ματθαίον μεν έχει γραφτεί: αυτός είναι ο υιός μου. Ο Μάρκος όμως και ο Λουκάς γράφουν Εσύ είσαι ο υιός μου. Τι λοιπόν θα πούμε για αυτό;… Οι ευαγγελιστές άλλοτε μεν απομνημονεύουν ακέραια αυτά τα ρητά. Άλλοτε όμως την μεν έννοια του ρητού την διασώζουν ολόκληρη, αλλά κάποιες λέξεις τις αλλάζουν ελαφρώς χωρίς να γίνεται αισθητό, όταν αυτό δεν πρόκειται να βλάψει καθόλου τον λόγο, αφού η λέξη που αντικατέστησε την άλλη σημαίνει ακριβώς το ίδιο» (Ζ). Έως τότε ο Κύριος περνούσε τη ζωή του με αφάνεια ως τέκτων στη Ναζαρέτ. Τώρα δημόσια ανακηρύσσεται από τον Πατέρα ως Υιός του αγαπητός. Πόσες αξίες είναι κρυμμένες κάτω από τη σκιά της ασημότητας, της αφάνειας ή και της περιφρόνησης του κόσμου και δεν είναι δυνατόν να γίνουν γνωστές ή και δεν θέλουν να γίνουν γνωστές καλυπτόμενες από το πέπλο της ταπεινοφροσύνης τους! Αλλά γρήγορα ή αργά θα καταστούν γνωστές, όπως και ο Χριστός έγινε γνωστός αφού μαρτυρήθηκε από τον Πατέρα στον κατάλληλο χρόνο. Δες ποιά είναι η σχέση του Κυρίου Ιησού με το Θεό. Εσύ είσαι ο Υιός μου. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού από προαιώνια γέννηση, που γεννήθηκε ως πρωτότοκος από τον Πατέρα πριν από κάθε κτίση (Κολασσαείς α 15, Εβραίους α 3). Αλλά είναι υιός του Θεού και ως άνθρωπος αφού γεννήθηκε με υπερφυσική σύλληψη από το άγιο Πνεύμα (Λουκά α 35) και επιπλέον προορίστηκε με ειδική απόφαση και ανάδειξη από τον πατέρα στο έργο και το αξίωμα του Λυτρωτή του κόσμου. Αυτόν ο Πατέρας σφράγισε και αγίασε ο Θεός. Ο αγαπητός Υιός μου. Είναι ο υιός της αγάπης του Πατέρα (Κολασσαείς α 13), ο οποίος είναι μέσα στους κόλπους του πατέρα αιωνίως (Ιωάννου α 18), η ευφροσύνη του Πατέρα πάντοτε μεν, ιδιαίτερα όμως στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων, ως μεσίτης ανάμεσα σε μας και τον Πατέρα. Για αυτό ο Πατέρας αυτόν «αγαπά, επειδή αυτός θυσιάζει την ζωή του, για να την πάρει πάλι» (Ιωάννου ι 17). Δείτε και θαυμάστε, ποια αγάπη έδειξε σε εμάς ο Θεός, αφού παρέδωσε τον Υιό της αγάπης του να πάθει και να πεθάνει για εκείνους, που ήταν γενεά οργής. Σε σένα ευαρεστήθηκα. Ευαρεστείται με αυτόν, αλλά και με κάθετί που είναι σε αυτόν. Και με όλους λοιπόν που είναι ενωμένοι με αυτόν. Μέσω αυτού οι πνευματικές μας θυσίες γίνονται ευπρόσδεκτες στο Θεό (Α Πέτρου β 5). Έξω από τον Χριστό ο Θεός είναι φωτιά που κατακαίει. Αλλά με το Χριστό είναι Πατέρας συμφιλιωμένος με εμάς. Αποτελεί η φωνή αυτή του Πατέρα περίληψη του όλου ευαγγελίου. Είναι λόγος αξιόπιστος και κάθε αποδοχής άξιος, ότι ο Θεός διακήρυξε τον Ιησού Χριστό αγαπητό του Υιό, στον οποίο ευαρεστήθηκε και μαζί με αυτήν τη φωνή του Πατέρα πρέπει να εναρμονιστούν και οι δικές μας φωνές, διαλαλώντας με πίστη, ότι αυτός είναι ο αγαπητός Σωτήρας μας, μέσω του οποίου ευαρεστούμε και εμείς στον Πατέρα.
Στίχ. 12-13. Οι πειρασμοί στην έρημο.
1.12 Καὶ εὐθέως τὸ Πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει(1) εἰς τὴν ἔρημον(2)·
12 Αμέσως, το Πνεύμα οδηγεί τον Ιησού έξω στην έρημο.
1.13 καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος(3) ὑπὸ τοῦ σατανᾶ(4), καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων(5), καὶ οἱ ἄγγελοι(6) διηκόνουν αὐτῷ.
13 Εκεί στην έρημο έμεινε σαράντα μέρες κι αντιμετώπισε τους πειρασμούς του σατανά. Ζούσε μαζί με τα θηρία, και άγγελοι τον υπηρετούσαν.
Το επεισόδιο αυτό διαπραγματεύεται ο Μάρκος με συντομία που εκπλήσσει σε σύγκριση με τις αφηγήσεις των άλλων δύο συνοπτικών. Δεν οφείλεται όμως αυτό σε άγνοια των τριών ειδικών πειρασμών, για τους οποίους μάς μιλούν οι άλλοι δύο συνοπτικοί. Η διαπραγμάτευση του Μάρκου και εδώ είναι σύμφωνη με τη γενική συγγραφική του μέθοδο, σύμφωνα με την οποία ασχολείται με την αλήθεια, όπως αυτή ενσωματώνεται στις αφηγήσεις πράξεων και θαυμάτων του Ιησού.
Παρά τη συντομία της παρουσιάζεται η αφήγηση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ζωηρό χρωματισμό όπως είναι η παρατεταμένη διάρκεια του πειρασμού («ἦν πειραζόμενος (πειραζόταν)), η συναναστροφή με τα θηρία και ιδιαίτερα η ζωηρή ώθηση που εκφράζεται από τη φράση «το Πνεύμα αυτόν εκβάλλει» (σ).
(1) Η απομόνωση αυτή, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το χρόνο, τα περιστατικά και τη φύση των πειρασμών, αποσκοπούσε στο να μελετήσει ο Κύριος το μεσσιακό έργο, το οποίο ήδη άρχισε και για την αίσια διεξαγωγή του οποίου εκδηλώνει τις πρώτες σε αυτόν ωθήσεις («εκβάλλει») το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέβηκε σε αυτόν στο βάπτισμα (γ). «Τον βγάζει στην έρημο το Πνεύμα· σου δείχνει ότι ο Ιησούς δεν ανέβηκε έτσι απλά στην έρημο, αλλά τον ανέβασε (το Πνεύμα) μιλώντας βεβαίως στα πλαίσια της ενανθρώπησης· με αυτά υπαινίσσεται ότι δεν πρέπει εμείς οι ίδιοι να ριχνόμαστε (στους πειρασμούς), αλλά όταν τραβιόμαστε σε αυτούς να στεκόμαστε γενναία» (β).
Το Πνεύμα κατέβηκε σε αυτόν σαν περιστέρι. Δεν είναι παρόλ’ αυτά μόνο Πνεύμα πραότητας, αλλά και Πνεύμα ανδρείας και τόλμης. Και οδήγησε αυτόν για να πειραστεί. Φροντίδα μας πρέπει να είναι να μη ρίχνουμε τους εαυτούς μας σε πειρασμό, αλλά εάν ο Θεός μέσω της Πρόνοιάς του επιτρέπει για δοκιμασία μας περιστάσεις πειρασμού, δεν πρέπει να παραξενευόμαστε, αλλά να διπλασιάζουμε την προσοχή μας. Ας αντισταθούμε μένοντας ακλόνητοι στην πίστη και αυτός που μας κάλεσε θα μας στηρίξει, θα μας δυναμώσει, θα μας θεμελιώσει (Α΄Πέτρ. ε 9-10).
Εάν στηριζόμαστε στη δική μας δύναμη και προκαλούμε το σατανά να μας πειράξει, προκαλούμε και το Θεό να μας αφήσει στις δυνάμεις μας, οπότε η έκβαση θα είναι παρόμοια με αυτήν του Πέτρου. Εάν όμως ο Θεός μάς βγάλει στην έρημο ή οπουδήποτε, μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα έλθει και αυτός μαζί μας και θα μας αναδείξει περισσότερο από νικητές.
(2) Η ίδια εκτεταμένη περιοχή, στην οποία έγινε και το βάπτισμα, αλλά όπως φαίνεται και από τη φράση «μαζί με τα θηρία», πρόκειται για τμήμα της περισσότερο απομακρυσμένο και απομονωμένο (σ).
Και ο Παύλος αμέσως μετά την κλήση του δεν ήλθε στα Ιεροσόλυμα, αλλά πήγε στην Αραβία (Γαλ. α 17). Απομόνωση από τον κόσμο παρέχει την ευκαιρία πιο ελεύθερης επικοινωνίας με το Θεό και για αυτό μερικές φορές πρέπει για κάποιο καιρό να επιζητείται, κατεξοχήν από εκείνους οι οποίοι κλήθηκαν σε μεγάλα έργα και καθήκοντα.
(3) Πειραζόταν σε όλο το διάστημα των σαράντα ημερών. Σε αυτό συμφωνεί και ο Λουκάς (δ 2). Ο Ματθαίος μιλά, σαν η σειρά των τριών πειρασμών τους οποίους αναφέρει, να σημειώθηκαν στο τέλος των σαράντα ημερών. Ο Λουκάς συμβιβάζει και τις δύο εκδοχές. Πειρασμοί μικρότερης έντασης δεν έλειψαν και από τις σαράντα ημέρες, το οποίο δεν αποκλείει και η αφήγηση του Ματθαίου, και ήλθαν στο τέλος οι τρεις πειρασμοί ως αποκορύφωμα και συγκεντρωτική επίθεση του Σατανά.
«Σε εκείνες τις ημέρες μεν, τον πείραζε από μακριά… όταν όμως κατάλαβε ότι αυτός πείνασε, τότε πλησίασε κοντά και του επιτίθεται φανερά» (Ζ στο κατά ματθαίον).
«Ο Μάρκος και ο Λουκάς είπαν, ότι για σαράντα ημέρες πειραζόταν, οπότε είναι φανερό, ότι σε εκείνες μεν τις ημέρες τον πείραζε από μακριά με τον ύπνο, με την ακηδία (=πνευματική αδράνεια), με τη δειλία και τα παρόμοια. Όταν όμως κατάλαβε ότι αυτός πείνασε, τότε πλησίασε κοντά και του επιτίθεται φανερά» (Ω).
Ο σατανάς έχει ειδικό μίσος και πείσμα εναντίον προσώπων ωφελίμων, τα οποία δεν είναι μόνο από μόνα τους αγαθά, αλλά έχουν σταλεί να κάνουν το αγαθό και να φέρουν ωφέλεια και στους άλλους. Για αυτό και ο Σειράχ συμβουλεύει λέγοντας: Παιδί μου, εάν έρχεσαι να δουλέψεις για τον Κύριο το Θεό, ετοίμαζε την ψυχή σου για πειρασμό (Σοφ. Σειρ. β 1). Οι νεαροί διάκονοι του λόγου ας γνωρίζουν, τι πρέπει να περιμένουν και ας εξοπλίζονται.
(4) «Ο μεν Ματθαίος, αλλά και ο Λουκάς είπαν: από το διάβολο· ενώ ο Μάρκος: από το σατανά. Επειδή ο δαίμονας έχει πολλά ονόματα και ονοματίζεται από την κάθε μία κακία του, εκείνοι μεν είπαν αυτό το όνομα, ενώ αυτός το άλλο. Λέγεται λοιπόν ο σατανάς, ο αντικείμενος· διότι αντίκειται (=έρχεται σε αντίθεση) ο δαίμονας με το Θεό, επειδή νομοθετεί τα αντίθετα» (Ζ). Και ο ίδιος ο Χριστός πειράστηκε διδάσκοντάς μας, ότι το να πειραζόμαστε όχι από υπαιτιότητά μας, δεν μας κάνει ένοχους, αλλά μας παρέχει την ευκαιρία και την ώθηση να καταφεύγουμε για ενίσχυση σε αυτόν, ο οποίος «έπαθε πειραζόμενος, για να μπορεί να βοηθήσει και αυτούς που πειράζονται» (Εβρ. β 18).
Επιτρέπει ο Θεός τους πειρασμούς σε εμάς «ώστε με αυτόν τον τρόπο, να γίνουμε όπως ακριβώς το σίδερο σκληροί και δυνατότεροι» (β).
(5) Περιηγητές μιλούν για τον αριθμό των θηρίων, τα οποία και σήμερα ακόμη ζουν στις ερήμους της αγίας γης, όπως αρκούδες, τσακάλια, λύκοι, ύαινες (σ), αγριόχοιροι και λεοπαρδάλεις (γ).
«Ήταν μαζί με τα θηρία, και λόγω της υπερβολικής ερημιάς του τόπου και για να μάθεις, ότι αυτός που φυλάει το αξίωμα της ψυχής, γίνεται αυτός μάλλον φοβερός στα θηρία. Διότι ο άνθρωπος πριν την παρακοή διατάχτηκε να εξουσιάζει πάνω σε όλα αυτά» (Ζ). Αποτελούσε και παράδειγμα της πρόνοιας του Πατέρα για αυτόν, το ότι διαφυλάχτηκε ώστε να μην κατασπαραχτεί από τα άγρια θηρία. Ειδικές προστασίες του Θεού υπάρχουν έτοιμες να εκδηλωθούν σε έγκαιρη βοήθεια.
(6) «Μετά τους πειρασμούς εννοείται, και μετά τη νίκη εναντίον του πειρασμού, όπως το επεσήμανε ο Ματθαίος» (Ζ). Τα ορατά που εμφανίζονταν στη σκηνή ήταν αυτά τα θηρία. Υπήρχαν όμως εξίσου και αόρατες παρουσίες, και αυτές τον διακονούσαν (γ).
«Αυτό, σε παρακαλώ, να το εννοήσεις ότι γίνεται και για τον καθένα χωριστά, ότι δηλαδή όταν ολοκληρωθεί κάθε πειρασμός, άγγελοι έρχονται και υπηρετούν τον νικητή» (β).
Ήλθαν με ορατή μορφή, όπως και ο διάβολος είχε εμφανιστεί στον πειρασμό. Την ώρα που ο διάβολος έκανε τις εφόδους του εναντίον του Σωτήρα μας, οι άγγελοι στέκονταν σε απόσταση, για να νικήσει το σατανά με τη δική του δύναμη, ώστε η νίκη του να είναι λαμπρότερη. Μετά τη νίκη οι άγγελοι πλησιάζουν να τον υπηρετήσουν. Δες πως οι νίκες του Χριστού υπήρξαν και θρίαμβος των αγγέλων. Πλησιάζουν να χαρούν μαζί του για τη νίκη και να αποδώσουν τη δόξα, που ανήκει στο όνομά του. Οι άγγελοι και στον ουρανό, όταν ρίχτηκε ο δράκοντας στη γη και οι άγγελοί του μαζί του, έβγαλαν «φωνή μεγάλη που έλεγε· έφτασε τώρα η σωτηρία και η δύναμη και η βασιλεία του Θεού μας» (Αποκ. ιβ 9,10).
Δες ακόμη, ότι οι άγγελοι τον διακονούσαν, όχι μόνο φέρνοντας τροφή, αλλά και σε οτιδήποτε άλλο είχε ανάγκη. Στις περιπτώσεις της συγκατάβασης και ταπείνωσής του ο Κύριος είχε αντισταθμίσματα από την εύνοια του Πατέρα του, που αντάμειβε με ένδοξες εκδηλώσεις την ταπείνωση του υιού του. Όπως όταν σταυρώθηκε μέσα σε αδυναμία, έζησε με τη δύναμη του Θεού, έτσι όταν έχοντας την ασθενή ανθρώπινη φύση πειράστηκε, πείνασε, κουράστηκε, μετά τη νίκη διέταξε ο Θεός τους αγγέλους να τον υπηρετήσουν. Αλλά και για μας οι άγγελοι είναι πνεύματα λειτουργικά που διακονούν στη σωτηρία μας. Αυτό αποτελεί αλήθεια μεγάλης ενίσχυσης και παρηγοριάς σε σχέση με τα πανούργα σχέδια και τα πονηρά τεχνάσματα, με τα οποία τα πονηρά πνεύματα επιβουλεύονται τη σωτηρία μας.
Στίχ. 14-20. Οι πρώτοι μαθητές.
1.14 Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι Ἰωάννην(1) ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν(2) κηρύσσων(3) τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ(4)
14 Μετά τη σύλληψη του Ιωάννη, ο Ιησούς ήρθε στη Γαλιλαία και κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τη βασιλεία του Θεού.
1.15 καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς(5) καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ(6)· μετανοεῖτε(7) καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ(8).
15 «Συμπληρώθηκε», έλεγε, «ο καθορισμένος καιρός κι έφτασε η βασιλεία του Θεού· μετανοείτε και πιστεύετε στο χαρμόσυνο αυτό μήνυμα».
(1) Ο Μάρκος μιλά για την παράδοση του Ιωάννη σε φυλακή σαν για γεγονός γνωστό στον αναγνώστη (b). Δες Ματθ. δ 12.
(2) Προηγουμένως ο Ιησούς δεν είχε καταστήσει κέντρο του κηρύγματός του την Γαλιλαία, όπου και ο Πρόδρομος κήρυττε για αυτόν. Όταν ο Ιωάννης ολοκλήρωσε την μαρτυρία του, τότε ο Ιησούς άρχισε τη δική του. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κατασίγαση του στόματος των διακόνων του κηρύγματος, δεν θα επιφέρει και την σύμπνιξη του ευαγγελίου του Χριστού. Εάν κάποιοι από αυτούς φυλακιστούν ή θανατωθούν, άλλοι θα αναδειχτούν, ίσως ισχυρότεροι από αυτούς που παραμερίστηκαν, ώστε με μεγαλύτερη δύναμη να συνεχίσουν το ίδιο έργο.
(3) Από τη στιγμή που πάτησε το έδαφος της Γαλιλαίας, άρχισε και το κήρυγμά του (δ).
(4) Ή «εννοεί την νέα διαθήκη, επειδή αυτή μηνύει για την βασιλεία του Θεού» (Ζ)· το περιεχόμενο της καλής αγγελίας συνίστατο στην προσεχή έλευση της βασιλείας του Θεού μεταξύ των ανθρώπων (δ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «Εννοεί την νέα διαθήκη, επειδή εισάγει στη βασιλεία του Θεού» (Ζ). Αυθεντική γραφή: το ευαγγέλιον του Θεού.=Η καλή αγγελία, τα καλά μηνύματα από το Θεό, ο οποίος είναι ο δημιουργός και αποστολέας των μηνυμάτων. Τα καλά αυτά μηνύματα, όπως φαίνεται από τον επόμενο στίχο, είναι αυτά της βασιλείας (γ). Δηλαδή και η έννοια αυτής της γραφής, είναι ίδια με την έννοια της προηγούμενης γραφής.
(5) «Ο καιρός που είχε καθοριστεί από το Θεό για τον τρόπο ζωής της Παλαιάς Διαθήκης, για τον οποίο καιρό λέει ο απόστολος, ότι «Όταν ήλθε το πλήρωμα (συμπλήρωση) του χρόνου, έστειλε ο Θεός τον γιο του» (Γαλ. δ 4)» (Ζ). Ο καιρός ο καθορισμένος για την έλευση της βασιλείας (γ). Όσοι λοιπόν μάθαιναν, ότι ο καιρός συμπληρώθηκε, ως άμεσο βήμα τους είχαν να εγκολπωθούν ή τον αληθινό Μεσσία που ήδη πρόβαλλε, ή άλλους ψεύτικους Μεσσίες (b).
(6) Δες Ματθ. δ 17 «Πλησίασε, για να βασιλέψει σε αυτούς που πιστεύουν» (Ζ).
(7) Οι Ιουδαίοι σκιρτώντας ανέμεναν τον Μεσσία να εμφανιστεί με εξωτερική πομπή και δύναμη, όχι μόνο για να ελευθερώσει το ιουδαϊκό έθνος από τον ρωμαϊκό ζυγό, αλλά και για να καταστήσει αυτό κυρίαρχο πάνω στους γειτονικούς λαούς. Νόμιζαν λοιπόν, ότι όταν θα προσέγγιζε η βασιλεία του Θεού, θα έπρεπε να ετοιμάζονται για πόλεμο και να αναμένουν νίκες και μεγάλα γεγονότα στον κόσμο. Αντί για αυτό, ο Χριστός λέει σε αυτούς: Μετανοείτε. Είναι και το κήρυγμα του Κυρίου το ίδιο στην ουσία με αυτό του Προδρόμου του. Διότι το ευαγγέλιο είναι πάντοτε το ίδιο. Και άγγελος από τον ουρανό δεν θα τολμούσε να κηρύξει άλλο ευαγγέλιο, αλλά θα κήρυττε το ίδιο ευαγγέλιο, διότι αυτό είναι αιώνιο ευαγγέλιο. Θα πει όταν έρθει ο καιρός με φωνή μεγάλη και ο άγγελος: Φοβηθείτε τον Θεό και με μετάνοια δώστε σε αυτόν δόξα (Αποκ. ιδ 6,7). Επιβεβαιώνοντας λοιπόν ο Κύριος το κήρυγμα του Ιωάννη, τιμά αυτόν, αναγνωρίζοντας αυτόν γνήσιο απεσταλμένο και πρόδρομό του. Αλλά και μας διδάσκει, ότι εκείνο που κηρύχτηκε ωφέλιμα προηγουμένως, μπορεί και πρέπει να κηρυχτεί και πάλι, και οπωσδήποτε θα ακουστεί και πάλι ωφέλιμα. Κατά τις επαναλήψεις μάλιστα αυτές, είναι επόμενο να αποδειχτεί πιο καρποφόρο, διότι είναι πιθανό να ακουστεί με νέες διαθέσεις και να κατανοηθεί πληρέστερα. Το κήρυγμα και του Ιησού καλεί σε μετάνοια. Όχι μόνο το κήρυγμα του αυστηρού Βαπτιστή, αλλά και του πράου και γεμάτου χάρη Ιησού, του Ιησού που έλεγε μελιστάλαχτα λόγια. Πράγματι· υπάρχουν πολλές αλήθειες τόσο χαροποιές, όσο η αλήθεια, ότι υπάρχει τόπος μετάνοιας και ότι οι ένοχοι μπορούν να συγχωρεθούν;
(8) Πιστεύω σε κάποιον=εβραϊκός τρόπος έκφρασης, αντί για το πιστεύω με απλή δοτική ή αιτιατική. Ή «(να) πιστεύετε στη νέα διαθήκη, δηλαδή όπως αυτή υποδεικνύει» (Ζ) ή, πιο σωστά, (να) πιστεύετε στο καλό μήνυμα που φέρνω, ότι πλησίασε η βασιλεία των ουρανών (γ) και ο Μεσσίας είναι ανάμεσά σας. Ζητά λοιπόν ο Κύριος μετάνοια απέναντι στο Θεό και πίστη προς αυτόν ως Μεσσία και λυτρωτή. Με την μετάνοια πρέπει να κλάψουμε και να απαρνηθούμε τις αμαρτίες μας και με την πίστη πρέπει να ζητήσουμε και να λάβουμε την άφεση αυτών. Με την μετάνοια πρέπει να δοξάσουμε την μακροθυμία του Δημιουργού μας τον οποίο εξυβρίσαμε και με την πίστη πρέπει να δοξάσουμε τον Λυτρωτή μας, ο οποίος μας έσωσε από τις αμαρτίες μας. Μετάνοια και πίστη πρέπει να συμβαδίζουν. Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η διόρθωση του βίου μας θα μας σώσει χωρίς να εμπιστευτούμε τους εαυτούς μας στην δικαίωση και τη χάρη του Χριστού· αλλά ούτε και μόνη η πίστη θα μας σώσει εάν δεν συνοδευτεί από την διόρθωση των καρδιών μας και της ζωής μας.
1.16 (1)Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας(2) εἶδε Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος(3), βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς(4)·
16 Καθώς ο Ιησούς περπατούσε στην όχθη της λίμνης της Γαλιλαίας, είδε το Σίμωνα και τον Ανδρέα, αδερφό του Σίμωνα, να ρίχνουν τα δίχτυα στη λίμνη, γιατί ήταν ψαράδες.
(1) Η αφήγηση της κλήσης των 4 πρώτων Αποστόλων σύμφωνα με τον Μάρκο, ταυτίζεται σχεδόν με την αφήγηση του Ματθαίου. Δες Ματθ. δ 18-22. Διαφορετικές γραφές (στα χειρόγραφα) στον στίχο: «Και παράγων…»= όταν περνούσε δίπλα από τη θάλασσα. «Αμφιβάλλοντας εν τη θαλάσση» γραφή στην οποία υπονοείται έξω από το κείμενο η λέξη αμφίβληστρον (δίχτυ). Και «αλεείς» αντί για το αλιείς.
(2) Σε κάποια μέρη το βάθος της φτάνει τα 150 πόδια και βρίσκεται γύρω στα 600 πόδια κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Ο Ιορδάνης γύρω στα 20 μίλια από τις πηγές του, εισβάλλει στα βόρειά της και εκβάλλει από το νότιο άκρο της (σ). Οι εγκατεσπαρμένοι αγρότες δίπλα στη λίμνη της Γαλιλαίας δεν είχαν τα προσόντα και τον πολιτισμό όχι των Ιεροσολυμιτών, αλλά ούτε και των κάπως εξευγενισμένων Γαλιλαίων. Παρ’ όλα αυτά προς αυτούς ο Κύριος ήλθε, για να εκλέξει από αυτούς τους Αποστόλους του, τους πρώτους διακόνους και λειτουργούς της βασιλείας του, διότι τα ανόητα και τα αγενή του κόσμου διάλεξε ο Θεός, για να ντροπιάσει τους σοφούς και τους κατά σάρκα ευγενείς.
(3) Είναι τιμή και παρηγοριά και ευτυχία πραγματική για ένα σπίτι, όταν τα μέλη της ίδιας κατά σάρκα οικογένειας γίνονται και μέλη της οικογένειας του Θεού, όπως συνέβη με τον Πέτρο και τον Ανδρέα, με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
(4) Ο Σωτήρας δεν περιφρονεί τους φτωχούς ή άσημους επαγγελματίες. Και οι φτωχοί ευαγγελίζονται και διδάσκονται από τον Σωτήρα και η Πηγή της τιμής μερικές φορές παρέχει πλουσιότερο και αφθονότερο το ρεύμα της σε εκείνους, οι οποίοι είναι άσημοι και στερούνται τις τιμές του κόσμου. Οι ψαράδες αυτοί ήταν άνθρωποι ξένοι με την ανθρώπινη επιστήμη και σοφία και δεν είχαν μάθει όσα είχε διδαχτεί ο Μωϋσής στην αυλή της Αιγύπτου. Ο Χριστός λοιπόν μερικές φορές εκλέγει, για να τους καταστήσει δοχεία των πλουσίων δωρεών και χαρίτων του, και ανθρώπους με πενιχρά φυσικά προσόντα και τάλαντα. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί καθόλου την είσοδο αγραμμάτων και στερουμένων οποιωνδήποτε προσόντων στον κλήρο και την διακονία του Κυρίου. Κοντά στον Κύριο οι αγράμματοι αλιείς θα εύρισκαν παιδαγωγία και διδασκαλία, την οποία δεν μπορούν να παράσχουν ούτε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου. Ήταν όμως τόσο επιδεκτικοί και ειλικρινείς οι αλιείς αυτοί, ώστε και για μόνα τα προσόντα τους αυτά, μπορούσαν να κληθούν.
1.17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ὀπίσω μου(1), καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς(2) ἀνθρώπων(3).
17 «Ακολουθήστε με», τους είπε ο Ιησούς, «και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων».
(1) Οι δύο αυτοί αδελφοί, καθώς και οι άλλοι δύο, τους οποίους καλεί μετά από λίγο, είχαν γνωριστεί και προηγουμένως με τον Ιησού (Ιω. α 40,41), αλλά δεν κλήθηκαν τότε από αυτόν να συνδεθούν μαζί του στενά και να γίνουν μαθητές του. Ο Χριστός οδηγεί φτωχές ψυχές βαθμιαία και με αλλεπάλληλα βήματα και σταθμούς στην σχέση μαζί του. Υπήρξαν πρώτα μαθητές του Ιωάννη και είχαν την προδιάθεση να ακολουθήσουν τον Χριστό, αφού είχαν προετοιμαστεί με το κήρυγμα της μετάνοιας. Σημείωσε ότι εκείνοι οι οποίοι υποβάλλονται στην αυστηρότητα της μετάνοιας, θα γίνουν δεκτοί και στις χαρές της πίστης.
(2) Δες Ιερεμ. ιστ 16. Είναι η πρώτη περίπτωση χρήσης παραβολικής γλώσσας, της τόσο συνηθισμένης στην διδασκαλία του Ιησού. Η παραβολή δεν είναι πάντοτε ανάγκη να εκτυλίσσεται σε ιστορία ή σε έκθεση σύγκρισης. Μπορεί να εκφραστεί και με μία μόνη λέξη όπως εδώ. Με αυτήν ο Ιησούς με απλότητα αναφέρει μαζί πράγματα του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, εκφράζοντας τα άγνωστα και ασυνήθιστα, με λέξεις, γεγονότα ή φαινόμενα γνωστά και συνήθη. Η αποτελεσματικότητα των παραβολών εξαρτάται από την ομοιότητα των δύο κόσμων (γ). Οι διάκονοι του λόγου είναι αλιείς ανθρώπων όχι για να αποσπάσουν αυτούς από την ζωή, όπως γίνεται στην αλιεία των ψαριών, αλλά για να οδηγήσουν αυτούς στη ζωή. Είναι αλιείς όχι πλούτου, τιμής, διακρίσεων για τους εαυτούς τους, αλλά ψυχών, για να κερδίσουν αυτές για τον Χριστό. Αλιεύουν για το Χριστό, κάτω από τις οδηγίες και τον φωτισμό του Χριστού και για δόξα του Χριστού. Μόνο αυτοί οι οποίοι είναι πλησίον του Χριστού και αναδεικνύονται από αυτόν αλιείς, είναι οι γνήσιοι και πραγματικοί αλιείς του.
(3) Οι υιοί των ανθρώπων, στη φυσική τους κατάσταση είναι χαμένοι, πλανώμενοι ακατάπαυστα στον μέγα ωκεανό του κόσμου τούτου και παρασυρόμενοι από τα ρεύματά του. Όμοιοι με τον δράκοντα της θάλασσας, παίζουν σε αυτήν και συχνά όπως τα ψάρια της θάλασσας καταβροχθίζονται μεταξύ τους. Οι διάκονοι του κηρύγματος του ευαγγελίου ρίχνουν δίχτυ στη θάλασσα (Ματθ. ιγ 37). Κάποιοι κλείνονται σε αυτό και βγαίνουν στην ακτή, αλλά πολύ μεγαλύτερος αριθμός διαφεύγει.
1.18 Καὶ εὐθέως(1) ἀφέντες τὰ δίκτυα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ(2).
18 Εκείνοι αμέσως άφησαν τα δίχτυα και τον ακολούθησαν.
(1) Ευτυχείς όσοι ακολουθούν αμέσως (b). Εκείνοι, τους οποίους καλεί ο Χριστός, πρέπει να αφήσουν τα πάντα και να ακολουθήσουν αυτόν. Δεν είναι ανάγκη να βγούμε αμέσως από τον κόσμο, αλλά πρέπει να αποκόψουμε τους δεσμούς μας με τον κόσμο και να απαρνηθούμε καθετί το ασυμβίβαστο με τα καθήκοντά μας προς τον Χριστό.
(2) Πρέπει οι αλιείς ψυχών να ακολουθήσουν το Χριστό, ως αρχηγό τους και διδάσκαλό τους, με στραμμένα με κάθε προθυμία και επιμέλεια τα βλέμματά τους προς αυτόν προσπαθώντας να μιμηθούν αυτόν σε όλα. Πρέπει να γνωρίσουν αυτοί πρώτα το Χριστό, για να τον διδάξουν έπειτα και στους άλλους. Και όταν τον γνωρίσουν, θα δουν πώς ο μέγας αυτός ψαράς ψάρευε τις ψυχές και έλκυε αυτές στην σωτηρία. Και έχοντας αυτόν μέγα Πρότυπο και Υπόδειγμα θα καταρτιστούν σιγά-σιγά, ώστε να γίνουν συνεργάτες του, σέρνοντας μαζί του το πνευματικό δίχτυ.
1.19 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον(1) τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα,
19 Αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα ο Ιησούς, είδε τον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και τον αδερφό του τον Ιωάννη να τακτοποιούν κι αυτοί τα δίχτυα μέσα στο ψαροκάικο,
(1) Συνήθως προηγείται από τον Ιωάννη και έτσι υπονοείται, ότι ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός (γ).
1.20 καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. Καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν(1) ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ(2).
20 και τους κάλεσε αμέσως. Αυτοί άφησαν τότε τον πατέρα τους το Ζεβεδαίο στο ψαροκάικο με τους μισθωτούς και τον ακολούθησαν.
(1) Με βάση αυτό παρουσιάζεται πιθανό ότι ο Ζεβεδαίος δεν ήταν φτωχός (b). Ίσως μπαίνει αυτό εδώ, για να παρουσιάσει τα προς τον Ιησού συναισθήματα των δύο μαθητών, που προτίμησαν αυτόν από τον πατέρα τους, τον οποίο κάπως άστοργα άφησαν μαζί με τους υπηρέτες.
(2) Η φράση συνδυάζει διπλή έννοια. Αυτήν της συνοδοιπορίας και αυτήν της μαθητείας.
Στίχ. 21-28. Η θεραπεία του δαιμονισμένου στην Καπερναούμ.
1.21 Καὶ εἰσπορεύονται(1) εἰς Καπερναούμ(2)· καὶ εὐθέως τοῖς σάββασιν(3) εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν ἐδίδασκε(4).
21 Έρχονται στην Καπερναούμ, κι αμέσως το Σάββατο ο Ιησούς μπήκε στη συναγωγή και δίδασκε.
(1) Ο ενεστώτας καθιστά ζωηρότερη την διήγηση (δ).
(2) Ο Μάρκος τίποτα δεν αναφέρει για το ότι ο Ιησούς άφησε τη Ναζαρέτ, όπως σημειώνουν αυτό οι άλλοι δύο συνοπτικοί (Ματθ. δ 13,Λουκ. δ 16-31). Δεν αποκλείει όμως αυτό.
(3) Όχι αμέσως με την είσοδό του στην Καπερναούμ, αλλά κατά το πρώτο Σάββατο από την άφιξή του. Δεν πρέπει κάποιος να χάνει καιρό, όταν αναλογίζεται πόσο έργο έχει να επιτελέσει και πόσο σύντομος είναι ο χρόνος της ζωής.
(4) «Δίδασκε το Σάββατο, θέλοντας να πιάσει σαν κυνηγός τις ψυχές αυτών που άκουγαν, για να τις οδηγήσει στην ευσέβεια» (β).
1.22 Καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων(1), καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.
22 Οι άνθρωποι έμεναν κατάπληκτοι από τη διδασκαλία του, γιατί τους δίδασκε με αυθεντία κι όχι όπως δίδασκαν οι γραμματείς.
(1) Ο λόγος για τον οποίο εκπλήσσονταν, αναφέρεται εδώ κυρίως στον τρόπο της διδασκαλίας. Ποια ήταν η εξουσία και το κύρος, με το οποίο δίδασκε, φαίνεται με σαφήνεια από την αντίθεση με την διδασκαλία των Γραμματέων. Στηρίζονταν αυτοί σε εξωτερικό κύρος και έλεγαν πάντοτε: Ο ραββίνος τάδε λέει τα εξής (γ). Αναφέρονταν σε μεγάλους ραββίνους ή στην γενικά παραδεκτή παράδοση (σ). Δεν δίδασκε όπως οι γραμματείς, οι οποίοι διαπραγματεύονταν τον νόμο όπως κάποιος μαθητής λέει το μάθημά του, χωρίς να έχουν εμβαθύνει σε αυτόν και χωρίς να έχουν επηρεαστεί εσωτερικά από αυτόν. Η διδασκαλία τους δεν προερχόταν από την καρδιά. Ο Χριστός όμως δίδασκε ως διδάσκαλος γνωρίζοντας καλά το νου του Θεού και εξουσιοδοτημένος να διακηρύττει αυτόν. Μιλούσε με τον τόνο της βεβαιότητας ανθρώπου, ο οποίος είχε μέσα του τη γνώση της αλήθειας από μήνυμα και αποκάλυψη άμεση από το Θεό. Λιγότερο πετυχημένη ερμηνεία, αν και από μόνη της σωστή: «Δεν μιλούσε για ευχαρίστηση, ούτε κολακεύοντας και κυνηγώντας τον έπαινο των ακροατών, αλλά ο λόγος του ήταν με εξουσία, προτρεπτικός σε σωτηρία και απειλώντας τιμωρία στους ανυπάκουους» (β).
1.23 Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι(1) ἀκαθάρτῳ(2), καὶ ἀνέκραξε(3)
23 Εκεί στη συναγωγή τους ήταν κάποιος που κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα. Αυτός κραύγασε λέγοντας:
(1) Εν πνεύματι=με τη δύναμη του πνεύματος· υπό την επήρεια και την κατοχή του πνεύματος (σ). Άνθρωπος και πνεύμα θεωρούνται ότι διεισδύουν ο ένας στο άλλο και άλλοτε μεν ο άνθρωπος, άλλοτε δε το πνεύμα παρουσιάζεται να μιλά και να ενεργεί εξ’ ονόματος και των δύο και να κλείνει μέσα του και την ύπαρξη του άλλου (γ).
(2) «Με την προσθήκη της λέξης «ακάθαρτο» κάνει διαχωρισμό ως προς την ίδια ονομασία του πνεύματος· διότι πνεύμα ονομάζεται και ο αέρας και η ψυχή και τα λειτουργικά πνεύματα (άγγελοι) και το Πνεύμα επίσης το Άγιο· οπότε, για να μην πέσουμε σε ασάφεια από την κοινή ονομασία, για αυτό λέει: πνεύμα δαιμονίου ακαθάρτου» (β). «Ονομάζει, βεβαίως, το δαιμόνιο ακάθαρτο, διότι ευχαριστιέται με τις ακαθαρσίες και τις μιαρότητες» (Ζ), και «με όλες τις αισχρές και πονηρές πράξεις» (β) και διότι έχασε την καθαρότητά του, διότι ενεργεί τελείως αντίθετα με το Άγιο Πνεύμα του Θεού και διότι με τις εισηγήσεις του μολύνει τα πνεύματα των ανθρώπων.
(3) «Φώναξε ο άνθρωπος, επειδή το δαιμόνιο μέσα του, δεν άντεχε να έρθει αντιμέτωπο με την θεότητα» (Ζ). Αφού κυριεύτηκε από λύσσα κράζει ως πρόσωπο που κυριεύτηκε από αγωνία με την παρουσία του Χριστού και που φοβάται την εκδίωξη από αυτόν. Έτσι οι δαίμονες πιστεύουν και τρέμουν το Χριστό, αλλά δεν ελπίζουν σε αυτόν ούτε ευλαβούνται αυτόν.
1.24 λέγων· ἔα(1), τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ(2); ἦλθες ἀπολέσαι(3) ἡμᾶς; οἶδά(4) σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος(5) τοῦ Θεοῦ.
24 «Ε! Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας αφανίσεις; Σε ξέρω ποιος είσαι: είσαι ο Εκλεκτός του Θεού».
(1) Οι αλεξανδρινοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν αυτή τη λέξη. «Το «ἔα» έχει την έννοια του: άφησέ μας, τι κοινό έχουμε εμείς με σένα;» (Ζ). Δες ποιανού τη γλώσσα μιμούνται και κάνουν δική τους, αυτοί που λένε στο Θεό: Φύγε από μας.
(2) Ο μέγας αντίπαλος είχε προσεχτικά παρακολουθήσει την συμπεριφορά και δράση του Ιησού ως νέου στη Ναζαρέτ (b). «Κάνω στοχασμούς σχετικά με την παρουσία σου, λέει (το δαιμόνιο)· ο ερχομός σου μου δημιούργησε υποψίες. Διότι δεν είχε ασφαλή και βέβαιη την γνώση για την παρουσία [του Χριστού, τι δηλαδή ακριβώς ήταν]» (β). Το πονηρό πνεύμα αποκάλεσε για πρώτη φορά Ναζαρηνό τον Κύριο και έπραξε αυτό σκόπιμα, για να σπείρει μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων υποτιμητικές ιδέες για τον Κύριο, αφού επικρατούσε η προκατάληψη, ότι κανένα καλό δεν μπορεί να προέλθει από τη Ναζαρέτ.
(3) «Αφανισμό του εαυτού του θεωρεί ο δαίμονας» από τη μία «το να βγει από τον άνθρωπο. Επειδή, δηλαδή, είναι χωρίς έλεος οι δαίμονες, θεωρούν ότι πάσχουν κάτι κακό, εάν δεν αφήνονται οι ίδιοι να κακοποιούν τους ανθρώπους» (Θφ). Ήλθες να μας αφανίσεις· «Διότι δεν μας δίνει πλέον χώρο, μιας και απομακρύνεις την ασέβεια, διώχνεις την πλάνη, βάζοντας θεογνωσία μέσα στις ψυχές των ανθρώπων» (β)· από την άλλη [θεωρεί αφανισμό], την πριν τον καθορισμένο καιρό αποπομπή του στην άβυσσο και στα βασανιστήρια της κόλασης. Δες Ματθ. η 29, Λουκ. η 31. Σε αυτό συνίσταται η μεγάλη αθλιότητα των πονηρών πνευμάτων, ότι ενώ γνωρίζουν, ότι θα καταλήξουν στην απώλεια και την καταστροφή, επιμένουν στην αποστασία.
(4) Μετά τον πληθυντικό ἡμῖν και ἡμᾶς, χρησιμοποιεί ενικό οἶδά. Στην πρώτη περίπτωση ο δαίμονας μιλά εξ’ ονόματος του τάγματός του· στην δεύτερη (οἶδά) μιλά εκπροσωπώντας τον άνθρωπο, τον οποίο κατέχει (γ). Εκείνοι, οι οποίοι έχουν μόνο κάποια απλή γνώση, ότι ο Χριστός είναι ο άγιος του Θεού, αλλά οι οποίοι δεν αγαπούν αυτόν, δεν προχωρούν παραπέρα από ό,τι προχώρησε ο διάβολος.
(5) «Δεν είπε όμως Άγιος αλλά «ο άγιος» μαζί με την προσθήκη του άρθρου. Διότι άγιοι, από τη μία, είναι και οι προφήτες, αλλά αυτοί μετέχουν στην αγιότητα του Θεού· μόνος, από την άλλη, ο Θεός είναι από την φύση του και με την κύρια έννοια άγιος» (Ζ). «Δεν εννοεί έναν από όλους, αλλά διακηρύττει τον ένα από τον ένα (Πατέρα). Με το άρθρο, δηλαδή, φανερώνει τον έναν, που είναι μοναδικός σε σχέση με τους άλλους. Και με τον φόβο, αναγνωρίζει τον δεσπότη όλων» (β). «Διότι πολλές φορές και αυτοί οι εργάτες του ψεύδους, πιεζόμενοι από την ενέργεια (του Θεού), επιβεβαιώνουν την αλήθεια, έστω και χωρίς να το θέλουν. Διότι και οι δαίμονες δεν έκαναν έργο ευαγγελιστών, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να αντικρύσουν κατάματα το φως της αλήθειας, φώναζαν, Ξέρουμε ποιος είσαι εσύ, ο άγιος του Θεού» (Β)
1.25 καὶ ἐπετίμησεν(1) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· φιμώθητι(2) καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ.
25 Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα και του είπε: «Πάψε να μιλάς και βγες απ’ αυτόν».
(1) «Τους μάλωσε με πολλή σφοδρότητα, διδάσκοντάς μας, πουθενά να μην δείχνουμε εμπιστοσύνη στον δαίμονα, ούτε και αν σου λέει κάτι υγιές» (Χ). «Διότι, επειδή αγαπούν το ψεύδος και είναι πάρα πολύ εχθρικοί με μας, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πουν την αλήθεια, παρά μόνο αν θα χρησιμοποιούσαν την αλήθεια για απάτη, σαν ακριβώς κάποιο δόλωμα» (Θφ).
(2) «Φίμωσε τους δαίμονες. Ήταν δηλαδή, από τη μία, αλήθεια αυτό που έλεγαν και δεν ψεύδονταν τότε λέγοντας, ότι Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού και ο άγιος του Θεού· αλλά δεν ήθελε να λέγεται η αλήθεια από ακάθαρτο στόμα και μάλιστα από εκείνους, για να μην λάβουν την πρόφαση να σπείρουν μέσα στους ανθρώπους που κοιμούνται το πονηρό θέλημά τους, το οποίο θα αναμίγνυαν με την αλήθεια… Διότι τέτοια είναι η μέθοδος της εχθρικής ενέργειας· τέτοια είναι και τα επινοήματα των αιρέσεων· επειδή δηλαδή η κάθε μία έχει ως πατέρα της δικής της διδασκαλίας τον διάβολο και επειδή ντρέπεται να αναφέρει το μισητό του όνομα, για αυτό υποκρίνεται το όνομα του Σωτήρα, το καλό και πάνω από κάθε όνομα, και ντύνεται με τα λόγια των Γραφών. Και λέει μεν τα λόγια, κλέβει όμως την αληθινή σημασία» (Α).
1.26 Καὶ σπαράξαν(1) αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνῇ(2) μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ.
26 Το δαιμονικό πνεύμα, αφού συντάραξε τον άνθρωπο και φώναξε με δυνατή φωνή, βγήκε απ’ αυτόν.
(1) Το ρήμα είναι πιο έντονο και εκφραστικό από το «έριξε», το οποίο χρησιμοποιεί ο Λουκάς (δ 35)=έσυρε βίαια εδώ και εκεί (δ) τον έριξε χάμω με σπασμούς και τινάγματα του σώματος. «Επέτρεψε δηλαδή ο Χριστός να ρίξει, από τη μία, τον άνθρωπο, για να δειχτεί η κακία αυτού που τον έριξε· δεν επέτρεψε, από την άλλη, να τον βλάψει, για να φανεί η δύναμη αυτού που έδιωξε τον δαίμονα» (Ζ).
(2) «Έκραξε, βεβαίως, με φωνή μεγάλη, επειδή μαστιγώθηκε από την δεσποτική φωνή. Δεν είπε όμως τι έκραξε, διότι ήταν ασήμαντα αυτά που έκραξε» (Ζ)
1.27 Καὶ ἐθαμβήθησαν(1) πάντες, ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας· τί ἐστι τοῦτο(2); τίς ἡ διδαχὴ ἡ καινὴ(3) αὕτη, ὅτι κατ᾿ ἐξουσίαν καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει(4), καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ;
27 Όλοι τότε κυριεύτηκαν από δέος και συζητούσαν μεταξύ τους: «Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ποια είναι η καινούρια αυτή διδασκαλία; Με αυθεντία διατάζει ακόμη και τα δαιμονικά πνεύματα και τον υπακούνε».
(1) Από μόνον τον Μάρκο χρησιμοποιείται αυτό το ρήμα για να δηλώσει κατάπληξη που καταλήγει σε φόβο (σ).
(2) «Τι είναι αυτό, που βλέπουμε;» (Ζ).
(3) Η νέα διδαχή, η οποία προηγουμένως δεν υπήρχε, της οποίας όμοια πιο πριν δεν ακούστηκε· μοναδική και πρωτάκουστη (g). Υπάρχει και η γραφή «Τι έστιν τούτο; διδαχή καινή κατ’ εξουσίαν και τοις πνεύμασι…». Σύμφωνα με αυτήν τη γραφή, το «κατ’ εξουσίαν» συνδέεται με το «διδαχή καινή» και εκφράζει έννοια σχετική με αυτήν του σ. 22. Το νέο της διδασκαλίας του και η με εξουσία εκδίωξη των πνευμάτων προκαλεί την βαθιά κατάπληξή τους. «Είχαν έλθει προφήτες. Αλλά έλεγαν «Τα εξής λέει ο Κύριος». Ενώ αυτός λέει «εγώ όμως σας λέω». Είναι μία καινούργια διδασκαλία και νέα, όπως φαίνεται, διαθήκη. Έκαναν θαύματα και οι προφήτες, αλλά επικαλούμενοι τον Θεό, ενώ αυτός με εξουσία λέει «φιμώσου και βγες από αυτόν». Όπως φαίνεται, είναι Κύριος όλων» (β).
(4) Οι Ιουδαίοι εξορκιστές έλεγαν ότι με ξόρκια και επικλήσεις έδιωχναν τα πονηρά πνεύματα. Αλλά ο Ιησούς τελείως διαφορετικά, με εξουσία διέτασσε αυτά και φυγαδεύονταν. Ασφαλώς έχουμε μεγάλο και ανυπολόγιστο συμφέρον να βρισκόμαστε σε στενές σχέσεις με Εκείνον, ο οποίος εξασκεί έλεγχο και εξουσία και πάνω στον καταχθόνιο κόσμο.
1.28 Καὶ ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ(1) αὐτοῦ εὐθὺς εἰς ὅλην τὴν περίχωρον(2) τῆς Γαλιλαίας.
28 Κι αμέσως κυκλοφόρησε η φήμη του παντού σ’ όλη την περιοχή της Γαλιλαίας.
(1) = η φήμη.
(2) Η χώρα γύρω από τη Γαλιλαία, όπως η Σαμάρεια, η Φοινίκη, η Συρία.
Στίχ. 29-34. Η θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου και άλλων.
1.29 Καὶ εὐθέως(1) ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ ᾿Ανδρέου(2) μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου(3).
29 Μόλις βγήκαν από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι του Σίμωνα και του Ανδρέα, με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη.
1.30 Ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα(4). Καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς.
30 Αμέσως λένε στον Ιησού για την πεθερά του Σίμωνα, που ήταν στο κρεβάτι με πυρετό.
(1) Το συχνότατα χρησιμοποιούμενο από τον Μάρκο ευθέως ή ευθύς, μπαίνει και εδώ, κάνοντας την διήγηση ζωηρότερη=Το ένα θαύμα διαδέχεται αμέσως άλλο. Όταν ο Ιησούς επιτέλεσε το θαύμα, το οποίο διέδωσε τη φήμη του παντού, δεν παρέμεινε αδρανής, σύμφωνα με τη λογική μερικών, οι οποίοι αναπαύονται στο κρεβάτι, όταν πετύχουν τη διαφήμιση του ονόματός τους. Εξακολουθούσε να πράττει το καλό και να ευεργετεί, διότι αυτός ήταν ο κύριος σκοπός του και όχι το να τιμήσει τον εαυτό του και να επαναπαυτεί στη φήμη του.
(2) Οι άλλοι δύο ευαγγελιστές καθορίζουν το σπίτι ότι ανήκε στον Σίμωνα. Δεν αποκλείεται να ήταν αυτό από προίκα και να συγκατοικούσε μαζί με τον Σίμωνα και ο Ανδρέας. Δες για τα σχετικά με την θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου και Ματθ. η 14-17 και τις εκεί σημειώσεις.
(3) «Λογικό είναι ότι ο Πέτρος, μαθαίνοντας αυτό, έτρεξε πιο μπροστά» (Ζμ).
(4) Ο πυρετός είναι συνηθέστατη ασθένεια. Αλλά η ασθενής ήταν στενή συγγενής του Πέτρου. Και η περίπτωση της θαυμαστής θεραπείας αναφέρεται και ως παράδειγμα που μαρτυρεί για την ειδική πρόνοια και εύνοια του Χριστού στις οικογένειες των μαθητών του. Ακολούθησε εσύ τον Χριστό και αφοσιώσου στο έργο του, και άφησε σε αυτόν την φροντίδα για τους δικούς σου. Θα προστατεύσει αυτός καλύτερα αυτούς από όσο εσύ.
(5) Ήταν φυσικό να καταφύγουν σε αυτόν, ο οποίος είχε συντελέσει τόσο θαυμάσια θεραπεία στη συναγωγή (σ). «Οι μαθητές λένε σε αυτόν για αυτήν, αφού είχαν ήδη πείρα σχετικά με τη δύναμή του» (β). «Πρόσεξε όμως, ότι πολλές φορές ο Χριστός, για την πίστη άλλων χαρίζει την θεραπεία σε άλλους, όταν πρόκειται να πιστέψει και ο θεραπευόμενος και δεν μπορεί να έλθει προς αυτόν ή λόγω νόσου ή λόγω ανώριμης ηλικίας ή και λόγω άγνοιας. Διότι, πράγματι, εδώ, άλλοι τον παρακάλεσαν» (Ζ)
1.31 Καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως(1), καὶ διηκόνει αὐτοῖς(2).
31 Ο Ιησούς την πλησίασε, την έπιασε από το χέρι και τη σήκωσε. Ο πυρετός τότε την άφησε αμέσως, κι αυτή τους υπηρετούσε.
(1) «Ο Μάρκος λέει και «ευθέως», θέλοντας να φανερώσει και τον χρόνο· ενώ ο Ματθαίος ανέφερε μόνο το θαύμα, χωρίς να επισημάνει τον χρόνο… Αυτό όμως δεν δείχνει διαφωνία, αλλά το μεν ένα λέγεται για συντομία, ενώ το άλλο για ακριβή εξήγηση» (Χ).
(2) Προστέθηκε αυτό, για να δηλωθεί το πλήρες της θεραπείας. Η ίαση υπήρξε τόσο πλήρης, ώστε η ασθενής επιδόθηκε αμέσως στα οικιακά της έργα. «Εάν σε θεραπεύσει ο Θεός από μία αρρώστια που σε κυρίευσε, χρησιμοποίησε την υγεία για την διακονία των αγίων και την υπηρεσία του Θεού» (Θφ).
1.32 Ὀψίας(1) δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος(2), ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους(3).
32 Κατά το δειλινό, όταν έδυσε ο ήλιος, τού έφεραν όλους τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους,
(1) Και για το τμήμα αυτό (σ. 32-34) δες Ματθ. η 16 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Δεν λέγεται τυχαία το «Όταν έδυε ο ήλιος», αλλά επειδή νόμιζαν ότι δεν επιτρεπόταν σε κάποιον να θεραπεύει την ημέρα του Σαββάτου, για αυτό ανέμεναν την δύση του ηλίου», μετά την οποία άρχιζε πλέον η επόμενη ημέρα, «και τότε έφεραν όσους ήταν για θεραπεία» (Θφ). «Βεβαίως, και οι αρχηγοί των Ιουδαίων τον μάλωναν που θεράπευε το Σάββατο. Οι μαθητές όμως, επειδή είχαν ωφεληθεί ήδη, χωρίς να περιμένουν το απόγευμα, τον παρακαλούσαν να θεραπεύσει την πεθερά του Πέτρου» (β).
(3) «Πρόσεξε πώς τον δαιμονισμό δεν τον κατατάσσει μαζί με τις άλλες ασθένειες, αλλά τον βάζει ξεχωριστά, επειδή είναι πολύ μεγάλο κακό» (Ζ). Η διάκριση των κακώς εχόντων από τους δαιμονιζόμενους δείχνει σαφώς ότι ο Μάρκος δεν θεωρούσε κάθε νόσο ότι προερχόταν από επήρεια του δαίμονα.
1.33 Καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη(1) ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν.
33 κι όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα.
(1) Λέει η πόλη όλη σύμφωνα με λαϊκή υπερβολή=όλοι οι κάτοικοι της πόλης (δ). Η πόλη όλη, δηλαδή οι ασθενείς, οι μεταφορείς τους και οι θεατές (b). Η θεραπεία που έγινε στη συναγωγή προκάλεσε λαϊκό συναγερμό (γ).
1.34 Καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς(1) κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια(2), ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι(3).
34 Ο Ιησούς θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από διάφορες αρρώστιες, κι έβγαλε πολλά δαιμόνια· δεν τα άφηνε όμως να μιλούν, γιατί τον αναγνώριζαν ότι είναι ο Μεσσίας.
(1) Δεν είναι ανάγκη να ερμηνεύσουμε: «δεν τους θεράπευσε όλους, διότι ήταν κάποιοι άπιστοι, οι οποίοι δεν θεραπεύτηκαν λόγω της απιστίας τους, αλλά πολλούς θεράπευσε από αυτούς που του έφεραν, εννοείται αυτούς που είχαν πίστη» (Θφ). Διότι το «ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας» δεν έχει την ίδια σημασία με το «εθεράπευσε πολλούς των κακώς εχόντων». Την τελευταία αυτή φράση έπρεπε να χρησιμοποιήσει ο ευαγγελιστής, εάν είχε σκοπό να εκφράσει, ότι άφησε και μερικούς αθεράπευτους. «Το «πολλούς» εδώ και το «πολλά» τα πρόσθεσε ο ευαγγελιστής, όχι με την έννοια ότι άφησε κάποιους αθεράπευτους ο Κύριος… αλλά για να δείξει μόνο ο Μάρκος, ότι ήταν πλήθος οι θεραπευμένοι και ότι ήταν πολλά τα δαιμόνια που βγήκαν» (Ζ). Οι «πάντες» αυτοί για τους οποίους μίλησε παραπάνω, ήταν πολλοί στον αριθμό. Πόσο δυνατός υπήρξε ο γιατρός. Θεράπευσε όλους όσους του έφεραν, παρόλο που ήταν πολλοί και ούτε εμποδίστηκε κάπου από την φύση της ασθένειας, αλλά θεράπευσε τους πάσχοντες «με ποικίλες ασθένειες», διότι ο λόγος του ήταν παμφάρμακο-πανάκεια για κάθε ασθένεια.
(2) «Έτσι και ο Παύλος εμπόδισε το πνεύμα του Πύθωνος… Διότι δεν ήθελε ο άγιος συστάσεις και διαβεβαιώσεις από ακάθαρτο στόμα» (Θφ). Το ήφιε είναι σπάνιος τύπος του παρατατικού του αφίημι από το αφίω.
(3) Αυθεντική γραφή «ότι ήδεισαν αυτόν» χωρίς το «Χριστὸν εἶναι». «Τον γνώριζαν οι δαίμονες ότι είναι ο Χριστός, αφού έλαβαν πείρα της δύναμής του και από τα προηγούμενα θαύματα και από την δύναμη με εξουσία» (β).
Στίχ.35-39. Αναχώρηση από την Καπερναούμ.
1.35 Καὶ πρωὶ ἔννυχα(1) λίαν ἀναστὰς(2) ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον(3) τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο(4).
35 Το πρωί, πολύ πριν ακόμα φέξει, ο Ιησούς βγήκε έξω και πήγε σ’ ένα ερημικό μέρος, κι εκεί προσευχόταν.
(1) «Η λέξη έννυχον» σημαίνει: ενώ ήταν ακόμη νύκτα… έννυχον… δηλαδή: ήταν σκοτεινά» (Ζ). Το μεν πρωί δηλώνει την τελευταία φύλαξη (σκοπιά) της νύχτας, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τις 3-6 πρωΐ, ενώ το «έννυχον» ή «έννυχα» σημαίνει ώρα, κατά την οποία το σκοτάδι της νύχτας ήταν ακόμη πυκνό. Τόσο πρωί ώστε ήταν ακόμη νύχτα.
(2) Ήταν το πρωινό, μετά το Σάββατο, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας. Όταν η ημέρα η αφιερωμένη στον Κύριο και την λατρεία του περάσει, μη νομίσουμε ότι μπορούμε να διακόψουμε τις εκδηλώσεις της προς τον Θεό αφοσίωσής μας μέχρι την επόμενη Κυριακή. Παρόλο που δεν καλούμαστε να μεταβούμε στο ναό, πρέπει όμως να προσερχόμαστε στο θρόνο της χάριτος κάθε μέρα, ειδικότερα μάλιστα κατά το πρωινό το μετά την Κυριακή, για να μπορέσουμε να συγκρατήσουμε τις αγαθές εντυπώσεις και επιδράσεις της Κυριακής.
(3) «Η ερημιά είναι κατάλληλη για προσευχή, διότι δεν έχει περισπασμούς» (Ζ).
(4) Ως Θεός μεν δεχόταν τις προσευχές, ως άνθρωπος όμως, ανέπεμπε προσευχές. Παρόλο που δόξαζε τον Θεό με όσα έλεγε και έπραττε δημόσια, όμως επιζήτησε χρόνο και τόπο, για να είναι μόνος μαζί με τον Πατέρα και να δοξάσει αυτόν και με προσευχή.
1.36 Καὶ κατεδίωξαν(1) αὐτὸν ὁ Σίμων(2) καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ,
36 Τον αναζήτησαν όμως ο Σίμων κι οι σύντροφοί του,
(1) Το ρήμα φανερώσει επίπονη και επίμονη έρευνα (γ).
(2) «Ο Μάρκος μεν λέει, ότι ο Σίμων και όσοι μαθητές ήταν μαζί του, αφού έτρεξαν πίσω του, τον βρήκαν· ο Λουκάς όμως λέει, ότι οι όχλοι… Λογικό βέβαια είναι και τα δύο να έγιναν· και πρώτα μεν να έκαναν αυτό οι μαθητές· έπειτα οι όχλοι» (Ζ).
1.37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες(1) σε ζητοῦσι(2).
37 τον βρήκαν και του λένε: «Όλοι σε ζητούν».
(1) Όλος ο λαός της Καπερναούμ, από την οποία πριν λίγο βγήκε αφήνοντάς την (γ).
(2) Οι μαθητές φέρνουν προς αυτόν την είδηση, ότι ο συναγερμός της προηγούμενης ημέρας εξακολουθούσε και αναμένουν από τον Κύριο να μην χάσει την ευκαιρία, αλλά να συνεχίσει και να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του (γ). Ήταν υπερήφανοι διότι ο διδάσκαλός τους απέβη τόσο δημοτικός και δημοφιλής και θα επιθυμούσαν να εμφανιστεί και πάλι δημόσια στον ίδιο τόπο, όπου το πλήθος τον ανέμενε.
1.38 Καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας(1) κωμοπόλεις(2), ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω(3)· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα(4).
38 Εκείνος τους λέει: «Πάμε στα γειτονικά χωριά, για να κηρύξω κι εκεί· αυτή είναι η αποστολή μου».
(1) « «Εχομένας» εννοεί τα κοντινά (χωριά)» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή: άγωμεν αλλαχού εις τας εχομένας… που εκφράζει το νόημα πληρέστερα.
(2) Λέξη που λέγεται μία φορά στην Κ.Δ.. Ανήκει στη μεταγενέστερη γλώσσα.=Πολίχνη· κάτι ενδιάμεσο μεταξύ πόλης και χωριού.
(3) «Παρόλο που οι όχλοι τον ζητούν και τον ποθούν, δεν τους δίνει τον εαυτό του, αλλά τους δέχεται από τη μία, από την άλλη, όμως, πορεύεται και στους άλλους που χρειάζονταν θεραπεία και διδασκαλία. Διότι δεν πρέπει να περιορίζεται η διδασκαλία σε έναν τόπο, αλλά να απλώνονται παντού οι ακτίνες του λόγου» (Θφ). Δεν πρέπει η Καπερναούμ να κατέχει το μονοπώλιο του κηρύγματος και των θαυμάτων του Μεσσία.
(4) Αυθεντική γραφή εξήλθον. Λέγεται για την έξοδό του από την πόλη Καπερναούμ, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα. Εξήλθον (=βγήκα) για αυτό: «για να κηρύξω δηλαδή και σε αυτές» (Ζ). Δεν παρασύρεται από τις περιστάσεις ή από τα παραπειστικά λόγια των φίλων, αλλά προσηλώνει σταθερά τα βλέμματά του προς τον σκοπό της αποστολής του.
1.39 Καὶ ἦν κηρύσσων(1) ἐν ταῖς συναγωγαῖς(2) αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων(3).
39 Κήρυττε λοιπόν στις συναγωγές τους σ’ όλη τη Γαλιλαία, κι έβγαζε τα δαιμόνια.
(1) Αυθεντική γραφή: Και ήλθε κηρύσσων. Σύμφωνα με την γραφή αυτή το «εις όλην την Γαλιλαίαν» συνδέεται με το «ήλθε».
(2) «Κήρυττε βεβαίως στις συναγωγές για να συγκεράσει την μία διδασκαλία της παλαιάς και της καινής διαθήκης και για να δείξει, ότι δεν είναι άλλος ο Θεός της παλαιάς και άλλος της καινής… αλλά είναι ο ίδιος Θεός που και τον νόμο έδωσε και μεταφέρει από το γράμμα του νόμου στο πνεύμα και από τη σκιά στην αλήθεια και ελευθερώνει τους ανθρώπους από την τυραννία των δαιμόνων» (β).
(3) «Από τη διδασκαλία μετέβαινε στα θαύματα, έτσι ώστε, αυτούς που δεν κέρδισε ο λόγος, να τους ελκύσει η δύναμη των θαυμάτων, αλλά και για να επιβεβαιώσει τον λόγο με τα θαύματα» (Ζ). Και «αναμιγνύει την πράξη με την διδασκαλία. Διότι, ενώ κήρυττε, έπειτα έβγαζε και τα δαιμόνια. Έτσι λοιπόν και εσύ, μαζί με το να διδάσκεις, πράττε κιόλας, για να μην είναι μάταιος ο λόγος σου» (Θφ).
Στίχ. 40-45. Η θεραπεία του λεπρού.
1.40 Καὶ ἔρχεται(1) πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν(2) αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς(3), δύνασαί με καθαρίσαι.
40 Έρχεται στον Ιησού ένας λεπρός, και πεσμένος στα γόνατα τον παρακαλούσε λέγοντας: «Εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τη λέπρα».
(1) Δες Ματθ. η 1-4 και τις εκεί σημειώσεις. Ο Λουκάς τοποθετεί το θαύμα αυτό μετά την κλήση των πρώτων μαθητών, ενώ ο Ματθαίος μετά την επί του όρους ομιλία. «Φαίνονται λοιπόν εδώ οι ευαγγελιστές ότι έχουν μία μικρή παραλλαγή σχετικά με τον καιρό της θεραπείας. Διότι ο μεν Ματθαίος, παραθέτει τα σχετικά με τον λεπρό πριν την θεραπεία της πεθεράς του Πέτρου. Ενώ οι Μάρκος και Λουκάς μετά από αυτήν. Είναι όμως λογικό ότι αυτοί, θέλοντας να περιγράψουν με ακρίβεια το θαύμα μόνο, να μην πολυεξετάσουν τον χρόνο, μιας και δεν είναι αναγκαίο αυτό, πράγμα το οποίο έχουν κάνει και σε πολλές περιπτώσεις» (Ζ).
(2) Ή, λέγεται με αμετάβατη έννοια και σημαίνει: πέφτω στα γόνατα, σκύβω το γόνατο, ή, συντάσσεται με δοτική ή αιτιατική και σημαίνει: γονατισμένος παρακαλώ κάποιον ευλαβικά. Αυτό είναι από την μεταγενέστερη γλώσσα.
(3) «Είναι συνετός και πιστός ο λεπρός. Για αυτό δεν είπε, ότι Εάν παρακαλέσεις το Θεό, αλλά εάν θέλεις» (Θφ). «Ξέρω, λέει, ότι όλα τα μπορείς· απομένει μόνο το να τα θελήσεις. Τίποτα λοιπόν δεν εμποδίζει, αν το θελήσεις, να ενεργήσεις… Εγώ όμως, οπωσδήποτε δεν είμαι άξιος… Αν δεν θέλεις, δεν αντιλέγω, δεν απαιτώ την χάρη» (β). Από το παράδειγμα του λεπρού διδασκόμαστε, πώς πρέπει να ερχόμαστε προς τον Χριστό: Με μεγάλη ταπείνωση («παρακαλῶν καὶ γονυπετῶν»), με ακλόνητη πίστη («μπορείς να με καθαρίσεις»), με απεριόριστη υποταγή στη θέλησή του («εάν θέλεις»). Διότι όσον αφορά στις χάριτες, που αναφέρονται στην πρόσκαιρη ζωή, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι ο Χριστός θα θελήσει να μας παράσχει αυτές. Όχι διότι δεν έχει την δύναμη· η δύναμή του είναι απεριόριστη και πανίσχυρη και η αγαθότητά του εξίσου άπειρη όσο και η δύναμή του. Αλλά όταν η επίσης άπειρη σοφία του βλέπει, ότι εκείνο που ζητούμε εμείς, δεν μας συμφέρει και στην πραγματικότητα, πώς είναι δυνατόν ο Χριστός να το θελήσει; Πλην όμως όταν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αν ο Χριστός το θέλει, είμαστε απολύτως βέβαιοι για την σοφία του και την ευσπλαχνία του, έτσι ώστε με κάθε γαλήνη να εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας σε αυτόν.
1.41 Ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ(1) καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι.
41 Ο Ιησούς τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, τον άγγιξε και του είπε: «Θέλω· να καθαριστείς από τη λέπρα».
(1) «Τον αγγίζει ο Χριστός, για να δείξει ότι τίποτα δεν είναι ακάθαρτο· διότι ο νόμος διέτασσε να μην αγγίζει κάποιος λεπρό, διότι είναι ακάθαρτος· αλλά ο Σωτήρας δείχνοντας, ότι τίποτα δεν είναι εκ φύσεως ακάθαρτο και ότι οι διατάξεις του νόμου… ισχύουν για απλούς ανθρώπους, αγγίζει τον λεπρό» (Θφ). «Και δεν θεραπεύει όπως ο δούλος, αλλά ως Κύριος. Διότι τον Νεεμάν ο Ελισσαίος, φυλάγοντας την ακρίβεια του νόμου, δεν ανεχόταν ούτε να τον δει, αλλά τον έστειλε να λουστεί στον Ιορδάνη. Ο Ιησούς όμως, επίτηδες αγγίζει τον λεπρό, παρόλο που δεν χρειαζόταν το άγγιγμα για την ενέργεια της θεραπείας» (β). Αλλά και η αμαρτία είναι λέπρα της ψυχής, που μας αποκλείει από την κοινωνία με το Θεό. Για να αποκαταστήσουμε λοιπόν τη σχέση μας με το Θεό, πρέπει προηγουμένως να καθαριστούμε από την λέπρα αυτή. Ο Χριστός μπορεί και θέλει να μας θεραπεύσει. Με κάθε εμπιστοσύνη λοιπόν ας στηριχτούμε στη δύναμή του και στην αγαθότητά του. Καμία αμαρτία δεν είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μην μπορεί ο Χριστός με την θυσία του να μας καθαρίσει από τον μολυσμό της· καμία διαφθορά και κανένα πάθος δεν είναι τόσο ισχυρό, ώστε η χάρη του να μην μπορεί να το κάμψει και να το εξαφανίσει. Και ο Χριστός δεν φοβήθηκε μήπως μολυνθεί αγγίζοντας τον λεπρό. Έτσι και για τους ψυχικά λεπρούς. Δεν διστάζει να έλθει σε επαφή με αυτούς. Δεν απαξίωνε να συναναστρέφεται με τελώνες και αμαρτωλούς, για να ωφελήσει αυτούς. Και δεν φοβόταν, μήπως μολυνθεί από αυτούς, διότι ο άρχοντας του κόσμου αυτού δεν είχε σε αυτόν καμία εξουσία. Τώρα, που στον ουρανό δοξαζόμενος κάθεται δίπλα στον Πατέρα, δεν αποξενώθηκε από την συμπάθειά του αυτή προς τους αμαρτωλούς. Ας τον πλησιάσουμε λοιπόν με θάρρος για να βρούμε έλεος. Το άπλωμα του χεριού και το άγγιγμα με αυτό χρειαζόταν εδώ, για να στηρίξει την πίστη του λεπρού στο γεγονός ότι ο Ιησούς ήθελε να τον θεραπεύσει.
1.42 Καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως(1) ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη.
42 Μόλις τα είπε αυτά, αμέσως έφυγε απ’ αυτόν η λέπρα και καθαρίστηκε.
(1) Ο λόγος έγινε έργο αμέσως. Η σε μία στιγμή θεραπεία, μόνο με θαύμα υπερφυσικό μπορούσε να επακολουθήσει. Η φύση ενεργεί βαθμιαία, αλλά ο Θεός της φύσης ενεργεί αμέσως. Λέει και γίνεται. Διατάσσει και ο λόγος γίνεται έργο ευθύς.
1.43 Καὶ ἐμβριμησάμενος(1) αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν(2) καὶ λέγει αὐτῷ·
43 Και συνοδεύοντάς τον έξω ο Ιησούς του μίλησε σε τόνο αυστηρό και του είπε:
1.44 ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς(3), ἀλλ᾿ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωυσῆς(4) εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(5).
44 «Πρόσεξε μην πεις τίποτα σε κανέναν. Πήγαινε όμως να δείξεις τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου ό,τι έχει καθορίσει ο Μωυσής, για να τους αποδείξεις ότι θεραπεύτηκες».
(1) Δες Ματθ. θ 30. Βρίμη είναι η φωνή του λιονταριού και των υπόλοιπων θηρίων, που εκδηλώνει θυμό και οργή. Βριμάζω και βριμάομαι σημαίνει οργίζομαι (δ). Εδώ σημαίνει παραγγέλλω με έντονη προτροπή (g).
(2) «Από μπροστά του, δηλαδή του είπε να φύγει» (Ζ). Οπωσδήποτε ο Κύριος δεν βρισκόταν σε σπίτι, αλλά στην ύπαιθρο.
(3) Διότι η διαφήμιση του θαύματος θα αύξανε την συρροή του πλήθους και από αυτήν θα παρεμποδιζόταν το δημόσιο έργο του Κυρίου, ο οποίος λόγω αυτού, θα εξαναγκαζόταν να αποχωρήσει και πάλι σε έρημο τόπο (γ).
(4) Δες Ματθ. η 4.
(5) «Ας είναι αυτό σαν μαρτυρία, ότι δεν είναι αντίθετος με το νόμο, αλλά τόσο πολύ τον αποδέχεται, ώστε, και όσα προστάζει ο νόμος, τα διατάζει και ο ίδιος» (Θφ). Σοβαρή και η ερμηνεία: για επιβεβαίωση και διαπίστωση της θεραπείας σου (γ), έτσι ώστε η προσφορά και η από τον ιερέα επιβεβαίωση και ανακήρυξη της θεραπείας σου, να χρησιμεύσει ως μαρτυρία και απόδειξη σε αυτούς, στους Ιουδαίους, ότι όντως θεραπεύτηκες. «Ο Σωτήρας στέλνει στον ιερέα για εξέταση της θεραπείας τον πρώην λεπρό, ώστε να μην μείνει έξω από το ναό, αλλά να μπει για προσευχή συγκαταριθμούμενος με τον λαό· διότι αν δεν έλεγε ο ιερέας ότι έχει καθαριστεί ο λεπρός, έμενε πάλι μαζί με τους ακάθαρτους έξω από το στρατόπεδο (των Εβραίων στην έρημο)» (β).
1.45 Ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν(1) τὸν λόγον(2), ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν(3), ἀλλ᾿ ἔξω ἐν ἐρήμοις τόποις ἦν· καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν(4).
45 Αυτός όμως βγήκε κι άρχισε να διαλαλεί τα πάντα και να διαδίδει το γεγονός, έτσι που ο Ιησούς δεν μπορούσε πια να μπει φανερά σε κάποια πόλη, αλλά έμενε έξω σε ερημικά μέρη. Ωστόσο ερχόταν σ’ αυτόν ο κόσμος από παντού.
(1) «Επειδή είχε ευγνωμοσύνη ο λεπρός, δεν ανεχόταν να καλύψει με σιγή την ευεργεσία, αλλά κήρυττε πολύ για την δύναμη του Χριστού» (Ζ).
(2) Την διήγηση της θεραπείας. Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «τον λόγο, τον οποίο του είπε ο Χριστός, δηλαδή το «θέλω, καθαρίσου», επειδή ειπώθηκε με εξουσία και αμέσως έγινε πράξη» (Ζ).
(3) Δεν μπορούσε να μπει φανερά σε πόλη, διότι φοβόταν μήπως παρεκτραπούν οι άνθρωποι σε θορυβώδεις επιδείξεις υπέρ του (δ) και εκραγεί κάποιο στασιαστικό κίνημα.
(4) «Διότι η φήμη του έτρεχε σε όλους» (Ζ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Στίχ. 1-12. Η θεραπεία του παραλύτου της Καπερναούμ.
2.1 Καὶ(1) εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν(2) καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν(3) ἐστι.
1Ύστερα από μερικές μέρες μπήκε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ και διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι.
(1) Δες Ματθ. θ 1-8 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Με την έννοια ότι: αφού πέρασαν κάποιες ημέρες» (Θφ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: εν οίκω=σε σπίτι.
2.2 Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν(1)· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον(2).
2 Αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν υπήρχε χώρος ούτε κι έξω από την πόρτα· και τους κήρυττε το μήνυμά του.
(1) «Τόσοι λοιπόν μαζεύτηκαν, ώστε να μην χωρούν πλέον άλλους ούτε τα μέρη κοντά στην πόρτα, δηλαδή τα πρόθυρα, αφού ήδη το εσωτερικό ήταν γεμάτο» (Ζ). Η περιγραφή του Μάρκου είναι πολύ ζωηρή και παραστατική.
(2) «Τον λόγο της διδασκαλίας» (Ζ), τον λόγο του ευαγγελίου, το αγαθό μήνυμα της βασιλείας του Θεού, που συνοδευόταν από πρόσκληση σε μετάνοια (γ). Παρόλο που οι θύρες της συναγωγής ήταν ανοιχτές σε αυτόν κατά τα Σάββατα, έκρινε ότι δεν έπρεπε να παραλείψει το κήρυγμα και σε ιδιωτικό σπίτι και σε καθημερινή, παρόλο που μερικοί μπορούσαν να θεωρήσουν και τον τόπο και τον χρόνο ακατάλληλο.
2.3 Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων(1).
3Έρχονται τότε μερικοί προς αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που τον βάσταζαν τέσσερα άτομα.
(1) Ο αριθμός αυτών που μετέφεραν, μόνο από τον Μάρκο αναφέρεται. Μεταφέρεται στον Χριστό από τους φίλους του. Έτσι και τα μικρά παιδιά, τα νήπια. Δεν μπορούν μόνα τους να έλθουν στο Χριστό ούτε είναι σε θέση να γνωρίσουν τον Χριστό. Ο Χριστός όμως βλέπει την πίστη εκείνων, οι οποίοι του τα φέρνουν και δέχεται αυτά.
2.4 Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι(1) αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες(2) χαλῶσι τὸν κράβαττον(3), ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο.
4 Κι επειδή δεν μπορούσαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού εξαιτίας του πλήθους, έβγαλαν τη στέγη πάνω από ’κει που ήταν ο Ιησούς, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος.
(1) «Διότι δεν έκαναν χώρο οι μέσα στους έξω, ούτε τους άφησαν να μπουν στην είσοδο» (β). Υπάρχει και η γραφή: προσενέγκαι=να φέρουν προς αυτόν τον παραλυτικό.
(2) Εξηγεί το απεστέγασαν=αφαίρεσαν τα κεραμίδια. Ήταν εύκολο βεβαίως να ανέβει κάποιος στη στέγη με την εξωτερική σκάλα, η οποία υπήρχε συνήθως στα σπίτια της Παλαιστίνης, δες κεφ. ιγ 15 (σ).
(3) Η ορθογραφία της λέξης είναι διαφορετική σε άλλα χειρόγραφα. Αυθεντική γραφή: κράβατον.
2.5 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν(1) λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον(2), ἀφέωνταί σοι(3) αἱ ἁμαρτίαι σου.
5 Όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, είπε στον παράλυτο: «Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες».
(1) «Είναι πολλή, βεβαίως, η πίστη των ανδρών, αφού και στη στέγη άνοιξαν τρύπα και κατέβασαν το κρεβάτι, για αυτό και ο Κύριος θεραπεύει, βλέποντας την πίστη των ίδιων των μεταφορέων ή και εκείνου του παραλυτικού. Διότι, πράγματι, και εκείνος δεν θα δεχόταν να τον μεταφέρουν, αν δεν πίστευε ότι θα θεραπευτεί» (Θφ). Εάν δεν είχαν πίστη ισχυρή, δεν θα έφερναν τον ασθενή στο Χριστό τόσο δημόσια και με τόσες δυσκολίες και με τόσο κόπο, όσον απαιτούσε η πάνω σε κλίνη μεταφορά του ασθενούς, αλλά και με τόσο κίνδυνο, τον οποίο δημιουργούσε το κατέβασμα του κρεββατιού, από την στέγη που αποστεγάστηκε, μπροστά στα πόδια του Ιησού.
(2) «Τη φράση «παιδί μου», την είπε ή επειδή και αυτός πίστεψε, ή, επειδή και αυτός ήταν δημιούργημά του» (β). Τον ονομάζει τέκνον, το οποίο συνυπονοεί και πατρική μέριμνα. Ο Χριστός τους αληθινούς πιστούς τους ομολογεί ως τέκνα του.
(3) Υπάρχει και η γραφή αφίενταί σου. «Ήλθε σε αυτόν παράλυτος άνθρωπος που είχε μία διπλή παραλυσία, τη μία από τα αμαρτήματα, την άλλη την σωματική. Πρώτα τον ελευθέρωσε από την παράλυση των αμαρτημάτων, λέγοντας τα εξής· Παιδί μου, σου συγχωρούνται οι αμαρτίες» (Χ). «Βλέπω, λέει, αυτά που δεν βλέπουν αυτοί. Η ψυχή νοσεί πριν το σώμα. Θεραπεύω λοιπόν την αιτία της ασθένειας» (β). Με τον λόγο του αυτόν ο Χριστός απέβλεπε στο να απομακρύνει τις σκέψεις του παραλυτικού από την σωματική του ασθένεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα, και να κατευθύνει αυτές στην αμαρτία, την αιτία της νόσου. Η άφεση των αμαρτιών χτυπά την ρίζα όλων των ασθενειών και πάντοτε μεν δίνει υψηλότερο νόημα σε αυτές, μεταβάλλοντας αυτές σε δοκιμασίες που εξαγιάζουν τον ασθενή, μερικές φορές μάλιστα και θεραπεύει αυτές. Λέμε μερικές φορές, διότι συγχωρείται πολλές φορές η αμαρτία, χωρίς και να απομακρύνεται η ασθένεια· ή και το ανάποδο· απομακρύνεται η ασθένεια, χωρίς να συγχωρείται και η αμαρτία. Αλλά όταν έχουμε την παρηγοριά και ενίσχυση από την συμφιλίωσή μας με το Θεό, το φορτίο της ασθένειας γίνεται ελαφρό. Το ωφελεί όμως, εάν το φορτίο αυτό απομακρυνθεί, όταν το βάρος της ενοχής πιέζει την συνείδηση;
2.6 Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις(1) αὐτῶν·
6 Κάθονταν όμως εκεί μερικοί γραμματείς και συλλογίζονταν μέσα τους:
(1) Καρδιά στην Κ.Δ. δεν σημαίνει, όπως σε εμάς, την έδρα των συναισθημάτων, αλλά τον όλο εσωτερικό άνθρωπο και προπαντός την διάνοια (γ).
2.7 τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας(1); τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(2);
7«Μα πώς μιλάει αυτός έτσι, προσβάλλοντας το Θεό; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Μόνον ένας, ο Θεός».
(1) Αυθεντική γραφή: Τι ούτος λαλεί; βλασφημεί· τις δύναται…
(2) Ερμήνευαν το νόμο και η διδασκαλία τους ήταν αληθινή. Όντως είναι βλάσφημο το δημιούργημα να οικειοποιείται την άφεση των αμαρτιών, η οποία είναι προνόμιο του Θεού (Ησ. μγ 28). Αλλά όπως συνήθως συμβαίνει με τέτοιους διδασκάλους, η εφαρμογή που έκαναν της αλήθειας αυτής, ήταν πλανημένη. Είναι αλήθεια, ότι κανείς δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μόνος ο Θεός. Αλλά είναι πλάνη, να νομίζει κάποιος, ότι και ο Χριστός, που με δυνάμεις υπερφυσικές αποδείκνυε την θεία αποστολή και καταγωγή του, δεν είχε την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες.
2.8 Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι(1) αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
8 Αμέσως κατάλαβε ο Ιησούς ότι αυτά σκέφτονται και τους λέει: «Γιατί κάνετε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σας;
(1) Αντιτίθεται στη γνώση που αποκτιέται με τις αισθήσεις. Χωρίς αυτοί να που κάτι με το στόμα, γνώρισε ο Ιησούς με το πνεύμα του=εδώ σημαίνει το ανθρώπινο πνεύμα του Κυρίου κατά την ένωση και κοινωνία του με την θεία φύση που μετέδιδε από την παντογνωσία της στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου υπερφυσική γνώση. «Δίνει και άλλο τεκμήριο για το ότι είναι Θεός, το ότι γνωρίζει, δηλαδή, τις καρδιές τους. Διότι μόνο ο Θεός γνωρίζει τα εγκάρδια του καθενός, όπως και ο προφήτης λέει· Εσύ μόνο αποκλειστικά, γνωρίζεις τις καρδιές» (Θφ). «Ως Θεός εισδύει στις διάνοιες… πιστοποιώντας από αυτό, ότι αυτός που βλέπει τα απόρρητα, δίνει και άφεση αμαρτημάτων» (β).
2.9 Τί ἐστιν εὐκοπώτερον(1), εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;
9 Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: “σου συγχωρούνται οι αμαρτίες” ή να του πω, “σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”;
2.10 Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας(3) λέγει τῷ παραλυτικῷ.
10 Για να μάθετε λοιπόν ότι ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» –λέει στον παράλυτο:
(1) «Τι είναι ευκολότερο, το να θεραπεύσει κάποιος σώμα ή ψυχή; Οπωσδήποτε το να θεραπεύσει το σώμα, αλλά εσείς νομίζετε το αντίθετο. Εγώ, λοιπόν, με το να θεραπεύσω το σώμα, το οποίο στην πραγματικότητα μεν είναι εύκολο, αλλά σε σας φαίνεται δύσκολο, θα βεβαιώσω και την θεραπεία της ψυχής, η οποία είναι δύσκολη μεν, επειδή όμως δεν φαίνεται και δεν μπορεί να ελεγχθεί, φαίνεται εύκολη», «επιβεβαιώνοντας με το φανερό το αφανές» (Θφ).
(2) Επειδή ο Κύριος είναι ο υιός του ανθρώπου, επειδή είναι ο μεσίτης δηλαδή μεταξύ Θεού και ανθρώπων, έχει εξουσία πάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες. Διότι για αυτό ο Πατέρας «όλη την κρίση την έδωσε στον υιό» και «έδωσε σε αυτόν εξουσία διότι είναι Υιός ανθρώπου» (Ιω. ε 22,27). Εάν έχει εξουσία, για να δίνει ζωή αιώνια, όπως και πράγματι έχει (Ιω. ιζ 2), πρέπει να έχει και την εξουσία του να συγχωρεί αμαρτίες, διότι η ενοχή από την αμαρτία είναι φραγμός και τείχος, τα οποία αν δεν αρθούν, δεν μπορούμε να μπούμε στον ουρανό. Τι ενθάρρυνση για μετάνοια για τον φτωχό αμαρτωλό είναι η βεβαίωση, ότι η εξουσία του να συγχωρεί αμαρτίες βρίσκεται στα χέρια του υιού του ανθρώπου, ο οποίος είναι οστό από τα οστά μας. Και εάν είχε την εξουσία αυτή, όταν ήταν ακόμη πάνω στη γη, πολύ περισσότερο την έχει τώρα, που «ο Θεός τον ανύψωσε με την κραταιά δύναμή του στη θέση του αρχηγού και του σωτήρα, για να δώσει μετάνοια στον Ισραήλ και άφεση αμαρτιών» (Πράξ. ε 31).
(3) Η θεραπεία που ακολούθησε αποτελεί ισχυρή απόδειξη για την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες. Δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει την ασθένεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα και συνέπεια, εάν δεν μπορούσε να απομακρύνει και την αμαρτία, η οποία ήταν η αιτία. Και επιπλέον οι θεραπείες των σωμάτων ήταν εικόνα και σύμβολο που σήμαινε, ότι μπορούσε να συγχωρεί και αμαρτίες, οι οποίες καθιστούν ασθενή την ψυχή. Εκείνος ο οποίος με ένα λόγο μπορούσε να θεραπεύσει το σώμα, μπορούσε αναμφίβολα να συντελέσει και αυτό που εικόνιζε η θεραπεία αυτή. Αναδείχτηκε ο Λυτρωτής και ελευθερωτής της ανθρωπότητας, για να αντιμετωπίσει όλη την δύναμη του κακού μεταξύ των ανθρώπων και να πλήξει αυτό τόσο στη ρίζα του, όσο και στα στελέχη και τα κλαδιά του.
2.11 Σοὶ λέγω(1), ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου(2) καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου(3).
11«Σ’ εσένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου».
(1) Πρέπει να συνδεθεί με το: για να μάθετε λοιπόν, οπότε η φράση «λέει στον παραλυτικό» είναι παρενθετική. Και γραμματικά μεν, η αιφνίδια μεταβολή του προσώπου στο ρήμα παρουσιάζεται κάπως ανώμαλη, κάνει όμως τον λόγο ζωηρό και δραστικό. «Σε σένα λέω, λέει, άφησέ τους αυτούς· διότι είναι άπιστοι και συλλογίζονται πονηρά· σε σένα λέω, επειδή σου συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες και έγινες άξιος… να τύχεις της θεραπείας» (β).
(2) Του παράγγειλε να σηκώσει το κρεβάτι, για να δειχτεί ότι θεραπεύτηκε τελείως και ότι όχι μόνο δεν θα είχε πλέον ανάγκη να μεταφέρεται σε κλίνη, αλλά είχε τώρα και την δύναμη να κουβαλά ο ίδιος πάνω του άκοπα αυτήν.
(3) Τον έστειλε στο σπίτι του, για να είναι ευλογία στην οικογένειά του, στην οποία ως τώρα ήταν φορτίο και δεν τον κράτησε κοντά του ως δείγμα της δύναμής του, όπως θα έκαναν σε ασήμαντες τελείως επιτυχίες άλλοι, οι οποίοι ζητούν την δόξα και την τιμή των ανθρώπων.
2.12 Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων(1), ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
12 Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ’ όλους βγήκε έξω, έτσι που όλοι θαύμαζαν και δόξαζαν το Θεό: «Τέτοια πράγματα», έλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχουμε δει!»
(1) Αυθεντική γραφή «έμπροσθεν πάντων». Δεν σηκώθηκε μόνο από το κρεβάτι του τελείως υγιής, αλλά για να δειχτεί ότι αποκαταστάθηκε σε πλήρη δύναμη και ισχύ, αφού σήκωσε το κρεβάτι βγήκε μπροστά σε όλους. Η θεραπεία υπήρξε δημόσια μπροστά στα μάτια όλων, για να βεβαιωθεί και δημόσια η εξουσία του Κυρίου που αμφισβητήθηκε.
Στίχ .13-17. Ο Ματθαίος μαθητής του Χριστού.
2.13 Καὶ ἐξῆλθε(1) πάλιν(2) παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο(3) πρὸς αὐτόν, καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς.
13 Πήγε πάλι ο Ιησούς προς τη λίμνη. Όλος ο κόσμος ερχόταν κοντά του, κι εκείνος τους δίδασκε.
(1) Το «εξήλθε παρά την θάλασσαν» διαφέρει από το «παράγειν παρά την θάλασσαν». Το πρώτο σημαίνει κίνηση από το σπίτι προς την παραλία· το δεύτερο, ότι βρίσκεται κάποιος ήδη στην παραλία και περπατά δίπλα της (γ).
(2) Προηγουμένως περπατούσε δίπλα στην θάλασσα, όταν κάλεσε τους πρώτους μαθητές (Μάρκ. α 16).
(3) Ο Παρατατικός φανερώνει την βαθμιαία συρροή του πλήθους.
2.14 Καὶ παράγων(1) εἶδε Λευῒν(2) τὸν τοῦ Ἀλφαίου, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι(3). Καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ(4)·
14 Εκεί που προχωρούσε, είδε το Λευί, γιο του Αλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο. «Ακολούθησέ με», του λέει. Κι εκείνος σηκώθηκε και τον ακολούθησε.
(1) Δες Ματθ. θ 9-13 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Ο μεν Λουκάς λοιπόν και ο Μάρκος τον ονομάζουν Λευΐ, συγκαλύπτοντας το όνομα. Ο ίδιος όμως εκείνος, δεν ντρέπεται, αλλά λέει δημόσια το δικό του όνομα· διότι λέει, «είδε ο Ιησούς τον Ματθαίο τον τελώνη»» (Θφ). «Τα λέει βεβαίως αυτά, έτσι ώστε εμείς, αφού θαυμάσουμε την τέχνη του Θεού που τον θεράπευσε, να πιστεύουμε σε αυτόν με πολύ μεγάλη ακρίβεια» (Ω). Εάν ο Ματθαίος δεν ήταν χαλαρών ιουδαϊκών αντιλήψεων και δεν έρεπε προς την ευμάρεια και την καλοζωΐα, δεν θα γινόταν ποτέ τελώνης, επάγγελμα το οποίο και με πολλές αδικίες ασκούνταν και από την τήρηση του Σαββάτου εμπόδιζε. Στο Θεό μέσω του Χριστού υπάρχει μέγα έλεος στο να συγχωρεί τις μεγαλύτερες των αμαρτιών και πλούσια χάρη στο να εξαγιάζει τους μεγαλύτερους αμαρτωλούς. Ο Ματθαίος υπήρξε τελώνης, απέβη όμως ευαγγελιστής, ο πρώτος, ο οποίος συνέγραψε ευαγγέλιο για τη ζωή του Χριστού. Μεγάλες αμαρτίες και σκάνδαλα π ρ ι ν τ η ν ε π ι σ τ ρ ο φ ή, δεν αποτελούν εμπόδια στην μετέπειτα παροχή μεγάλων χαρισμάτων και δωρεών αγιότητας, για να δοξάζεται ακόμη περισσότερο ο φιλάνθρωπος Θεός.
(3) «Δες, πώς εκλέγει τους άξιους, σαν ακριβώς μαργαριτάρια που βρίσκονται σε βούρκο» (Ζ). «Δεν μαθαίνει την διάθεση των μαθητών μέσω της πείρας, όπως ακριβώς οι άνθρωποι, αλλά επειδή γνωρίζει καλά τις διάνοιες, εκλέγει τους άξιους» (β). Στις σωματικές θεραπείες συνήθως ζητούσαν τον Ιησού οι άρρωστοι. Στις πνευματικές θεραπείες αναζητά αυτός το χαμένο πρόβατο. Ακριβώς για αυτό είναι μέγα κακό και μέγας κίνδυνος η αμαρτία, διότι αυτοί που βρίσκονται κάτω από αυτήν δεν αισθάνονται την ανάγκη να επιζητήσουν την θεραπεία τους.
(4) «Χωρίς να περιμένει τίποτα και αφού τα άφησε όλα, τον ακολούθησε… χωρίς να λυπήσει με την αναβολή αυτόν που τον κάλεσε. Αφού δηλαδή τα άφησε όλα και αφού περιφρόνησε τα δημόσια χρήματα… και αφού δεν λογάριασε καθόλου τον κίνδυνο από αυτά, δόθηκε ολόκληρος σε αυτόν που τον κάλεσε» (β). Η κλήση υπήρξε αποτελεσματική. Η δύναμη της θείας χάρης υπερνικά όλα τα εμπόδια και τους δισταγμούς στις επιδεκτικές καρδιές και ελκύει αυτές με θαυμάσιο τρόπο στον Χριστό. Ο Ματθαίος αφήνει τα πάντα τελειωτικά και ακολουθεί οριστικά το Χριστό. Και μολονότι βρίσκουμε άλλους μαθητές, που ήταν προηγουμένως ψαράδες, να χρησιμοποιούν, όταν έτυχε ευκαιρία, έστω και πρόσκαιρα, πάλι τα δίχτυα, δεν βρίσκουμε ποτέ τον Ματθαίο στο τελωνιακό γραφείο να εισπράττει φόρους ούτε για μία στιγμή.
2.15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακεῖσθαι(1) αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἦσαν γὰρ πολλοί(2), καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ.
15 Κι ενώ ο Ιησούς και οι μαθητές του έτρωγαν στο σπίτι του Λευί, κάθονταν μαζί τους στο τραπέζι και πολλοί τελώνες κι αμαρτωλοί· ήταν πολλοί αυτοί και τον ακολουθούσαν.
(1) Επίκαιρα την ημέρα των αρραβώνων του με τον ουράνιο Νυμφίο, την έκανε πανηγυρική ημέρα κατά την οποία ζητά να γνωρίσει τον Χριστό στους παλαιούς συναδέλφους του, ευελπιστώντας ότι η χάρη του Χριστού, την οποία αυτός είχε γνωρίσει εκ πείρας, θα άπλωνε και μέχρι σε αυτούς την ευεργετική επίδρασή της. Όσοι έφεραν τους εαυτούς τους στο Χριστό και γεύτηκαν τις δωρεές του, δεν είναι δυνατόν παρά να επιθυμούν και άλλους να φέρουν σε αυτόν, για να απολαύσουν και αυτοί ό,τι οι ίδιοι δοκίμασαν.
(2) Αιτιολογεί το πολλοί… συνανέκειντο. Διότι κατά την ώρα της πρόσκλησης του Ματθαίου, ήταν παρόντες πολλοί, οι οποίοι και ακολούθησαν τον Ιησού και τον Ματθαίο, στο σπίτι του.
2.16 Καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἰδόντες αὐτὸν ἐσθίοντα μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· τί ὅτι(1) μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει καὶ πίνει(2);
16 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέποντας ότι τρώει με τελώνες κι αμαρτωλούς, ρωτούσαν τους μαθητές του: «Γιατί τρώει και πίνει με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς;»
(1) Τι ότι, εβραϊκός τρόπος έκφρασης=γιατί. Υπάρχει και η γραφή: διατί; Και η γραφή: ότι μετά…; «Οι Φαρισαίοι κατηγορούν, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους καθαρούς» (Θφ). «Επιτέθηκαν στον Χριστό επειδή δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στο άγιο και το βέβηλο σύμφωνα με τον νόμο, χωρίς να γνωρίζουν, ότι παρέχει την φιλάνθρωπη χάρη ξεπερνώντας την νομική χρήση. Διότι ο μεν νόμος έδιωχνε το κακό· ενώ ο Χριστός το μετέβαλλε» (Ζ). Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι δεν θα έρχονταν ποτέ να ακούσουν αυτόν να κηρύττει, ώστε να ήταν δυνατόν να ελκυστούν και να οικοδομηθούν από την διδασκαλία του· θα έρχονταν όμως πρόθυμα για να τον δουν να συντρώγει με τους τελώνες και αμαρτωλούς για να τον κατακρίνουν και να σκανδαλιστούν.
(2) Αγαθή πράξη του Ιησού παραγνωρίζεται και κατακρίνεται. Δεν είναι λοιπόν κάτι νέο το να παραγνωρίζεται αυτό που γίνεται καλά και αυτό που διαπράχτηκε από αγνά ελατήρια και για καλούς σκοπούς. Ούτε πρέπει να φαίνεται παράδοξο, όταν και αυτοί οι φαινόμενοι σοφότεροι και εναρετότεροι των άλλων, όπως εδώ οι Φαρισαίοι, εξεγείρονται φανατικοί επικριτές πράξεων και προσώπων σε όλα θεοφιλών.
2.17 καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ(1), ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους(2), ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν(3).
17 Ο Ιησούς τους άκουσε και τους λέει: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς».
(1) Εάν ο κόσμος ήταν δίκαιος, λέει ο Κύριος, δεν θα υπήρχε περίπτωση να έλθω να κηρύξω μετάνοια και να εξαγοράσω την άφεση των αμαρτωλών. Σε αμαρτωλό κόσμο στάλθηκα και το έργο μου λοιπόν είναι κατεξοχήν μεταξύ εκείνων, που είναι μέγιστοι αμαρτωλοί. «Έδειξε ότι δεν ήλθε ως κριτής, αλλά ως γιατρός. Και κάνει αυτό που επιβάλλει η ιατρική και συναναστρέφεται με αυτούς που είναι ασθενείς και έχουν ανάγκη ίασης» (β). Η αμαρτία είναι ασθένεια της ψυχής. Και οι αμαρτωλοί είναι πνευματικά ασθενείς. Η προπατορική διαφθορά είναι η ασθένεια της ψυχής, και οι σημερινές παραβάσεις μας είναι οι πληγές και τα ξεσπάσματα της χρόνιάς μας αυτής ασθένειας, η οποία μας παραμορφώνει, μας εξασθενεί και στο τέλος μας θανατώνει. Χάρις όμως στο Θεό δεν είναι αθεράπευτη. Ο Ιησούς είναι ο μέγας γιατρός των ψυχών. Και το ότι θεράπευσε κάθε ασθένεια των σωμάτων, αυτό σήμαινε ότι είναι γιατρός και κάθε ασθένειας ψυχικής. Και δεν είναι απλώς ο επιδέξιος, ο σοφός, ο συμπαθής, ο κατά πάντα άξιος εμπιστοσύνης ιατρός των ψυχών, αλλά και ο μοναδικός, ο μόνος που κρατά στα χέρια του τα σωτήρια και εξυγιαντικά φάρμακα των ψυχών. Όλες οι ψυχές έχουν ανάγκη αυτού του ιατρού. Ανάγκη όμως επείγουσα, άμεση και τόσο περισσότερο κατεσπευσμένη έχουν εκείνες, όσες αισθάνονται λιγότερο πόσο αναγκαίος είναι σε αυτές ο γιατρός αυτός. Ω! η ασθένεια της ψυχής, είναι κάτι που δύσκολα κανείς το αισθάνεται. Και όσο μεγαλύτερες είναι οι κατακτήσεις της ασθένειας αυτής στην ψυχή μας, τόσο λιγότερο αισθανόμαστε το επικίνδυνο της θέσης μας· τόσο ψυχρότερο γίνεται το ενδιαφέρον μας για τον ιατρό αυτόν. Υπάρχουν πλήθη ανθρώπων, οι οποίοι φαντάζονται τους εαυτούς τους υγιείς και ότι δεν έχουν ανάγκη τον Ιησού. Αλλά ισχύει για αυτούς ό,τι είπε ο Κύριος για τον επίσκοπο της Λαοδικείας: «Λες ότι είμαι πλούσιος και δεν έχω ανάγκη κανέναν και δεν ξέρεις, ότι εσύ είσαι ο ταλαίπωρος και ο ελεεινός και φτωχός και τυφλός και γυμνός» (Αποκ. γ 17). Έτσι και οι Φαρισαίοι δεν ήθελαν να ακούσουν την διδασκαλία του Ιησού και να δεχτούν την από αυτόν αγαθή επίδραση όχι διότι πράγματι δεν είχαν αλλά διότι φαντάζονταν ότι δεν είχαν ανάγκη αυτών.
(2) «Δίκαιους, δηλαδή εσάς που δικαιώνετε τους εαυτούς σας» (Θφ).
(3) «Να καλέσω αυτούς, όχι να μένουν αμαρτωλοί, αλλά σε μετάνοια, δηλαδή να καλέσω να επιστρέψουν. Για να μην νομίσεις δηλαδή, ότι καλεί μεν τους αμαρτωλούς, αλλά δεν τους βελτιώνει καθόλου, λέει το «σε μετάνοια»» (Θφ).
Στίχ. 18-22 . Η νηστεία.
2.18 Καὶ ἦσαν οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύοντες(1). Καὶ ἔρχονται καὶ λέγουσιν αὐτῷ· διατὶ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν(2), οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ οὐ νηστεύουσι(3);
18 Όταν κάποτε νήστευαν οι μαθητές του Ιωάννη και οι μαθητές των Φαρισαίων, έρχονται μερικοί και λένε στον Ιησού: «Γιατί οι μαθητές του Ιωάννη και οι μαθητές των Φαρισαίων νηστεύουν, ενώ οι δικοί σου μαθητές δε νηστεύουν;»
Δες Ματθ. θ 14-17 και τις εκεί σημειώσεις.
(1) O νόμος επέβαλλε νηστεία μόνο μία φορά το χρόνο κατά την ημέρα του εξιλασμού. Αλλά οι παραδόσεις των ραββίνων αύξησαν τον αριθμό των ημερών της νηστείας. Οι Φαρισαίοι καυχιόντουσαν ότι νήστευαν δύο φορές τη βδομάδα, την Δευτέρα και την Πέμπτη. Η σπουδαιότητα όμως που απέδιδαν στην άσκηση αυτή, την κενή από πραγματική θρησκευτικότητα, καθιστούσε αυτήν ένα επιπλέον σημείο του τυπικισμού της περιόδου αυτής (γ).
(2) Νήστευαν μεν και από τα δύο αυτά οι μαθητές, αλλά όχι με το ίδιο πνεύμα. Διότι οι μεν Φαρισαίοι νήστευαν με πνεύμα καύχησης, αυτοπεποίθησης και αυτοδικαίωσης, ενώ η διδασκαλία του Ιωάννη κατευθυνόταν εναντίον αυτού του πνεύματος (γ)
(3) Υπονοούν με αυτό, ότι ο Ιησούς επέτρεπε στους μαθητές του αυτήν την περιφρόνηση της νηστείας. Ίσως, επίσης, και η ημέρα, κατά την οποία συνέτρωγε στο σπίτι του Ματθαίου να ήταν για τους Φαρισαίους ημέρα νηστείας, την οποία και ο Ιησούς και οι μαθητές του κατέλυσαν.
2.19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος(1), ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν(2); ὅσον χρόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον(3), οὐ δύνανται νηστεύειν.
19 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Μπορούν οι φίλοι του γαμπρού να νηστεύουν όσο αυτός είναι μαζί τους; Όσον καιρό είναι μαζί τους ο γαμπρός δεν μπορούν να νηστεύουν.
(1) Αραμαϊκή έκφραση που σημαίνει τους φίλους του νυμφίου (Ιω. γ 29) (σ), των οποίων καθήκον ήταν να φροντίζουν για την προμήθεια όλων των αναγκαίων για τον γάμο (γ).
(2) Στον μεταγενέστερο Ιουδαϊσμό ο χρόνος της αναμονής του νυμφίου θεωρούνταν ότι εξαιρείται από τη νηστεία, ακόμη και από τη νηστεία των δύο ημερών της εβδομάδας. Ίσως και στις μέρες του Χριστού να επικρατούσε η ίδια συνήθεια (σ).
(3) «Νυμφίο ονομάζει τον εαυτό του» (Θφ), «αυτός που πρόκειται να νυμφευτεί την εκκλησία… διότι γίνεται καινούργιος γάμος… σύναψη αρραβώνα, δηλαδή η χάρη του Πνεύματος, μέσω της οποίας πίστεψε η οικουμένη και οι ψαράδες έπεισαν και μετέβαλλαν την οικουμένη» (β). Ο Κύριος μιλά έτσι για τον εαυτό του στους μαθητές του Ιωάννη, διότι και ο ίδιος ο Ιωάννης είχε χρησιμοποιήσει την εικόνα του νυμφίου για το Χριστό, αποκαλώντας τον εαυτό του φίλο του νυμφίου (Ιω. γ 29). Συγχρόνως όμως προβάλλει εμμέσως και την αξίωση, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, εφόσον στην Π.Δ. νυμφίος της συναγωγής ονομάζεται ο Ιεχωβά.
2.20 Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ(1) ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(2).
20Θα ’ρθει όμως καιρός που θα τους πάρουν από κοντά τους το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν εκείνες τις ημέρες.
(1) Το ρήμα προσδίδει ιδιαίτερο τόνο στην όλη έκφραση και προφανώς υπονοεί βίαιη απόσπαση του νυμφίου. Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία καλυμμένα προλέγει το πάθημά του.
(2) Υπάρχει και η γραφή: εν εκείνη τη ημέρα=την ημέρα του παθήματος.
2.21 Οὐδεὶς ἐπίβλημα ράκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· εἰ δὲ μήγε, αἴρει τὸ πλήρωμα αὐτοῦ(1), τὸ καινὸν τοῦ παλαιοῦ, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται(2).
21»Κανένας δε βάζει για μπάλωμα σε παλιό ρούχο ένα κομμάτι από καινούριο ύφασμα, γιατί το καινούριο μπάλωμα θα τραβήξει το παλιό ρούχο και το σχίσιμο θα γίνει μεγαλύτερο.
(1) Υπάρχει και η γραφή: «αίρει το πλήρωμα απ’ αυτού το καινόν του παλαιού»=παίρνει το μπάλωμα από αυτό, δηλαδή το καινούργιο μπάλωμα από το παλαιό ένδυμα.
(2) Η αλήθεια που εκφράζεται είναι ότι: το να υποτάσσει κάποιος την νέα διδασκαλία σε παλαιές μορφές και τύπους, μοιάζει με το να επιβάλλει καινούργιο μπάλωμα σε ένδυμα παλαιό, που εύκολα σχίζεται (γ).
2.22 Καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς(1)· εἰ δὲ μή, ρήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται(2) καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον(3).
22 Επίσης, κανένας δε βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά· γιατί το καινούριο κρασί θα κάνει να σκάσουν τα ασκιά, κι έτσι και το κρασί θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν· αλλά το καινούριο κρασί πρέπει να μπει σε καινούρια ασκιά».
(1) Είναι ανοησία να βάζουμε τη νέα θρησκεία σε παλαιά σχήματα και συστήματα (γ), το νέο πνεύμα σε πεπαλαιωμένους τύπους. Η ξένη με την νέα διδασκαλία ψυχή «είναι παλαιό ρούχο και ασκί παλαιό· δεν ανακαινίστηκε με την χάρη του Πνεύματος, είναι ακόμη αδύναμη και γήινη και φρονεί τα βιοτικά» (Χ). «Οι μαθητές του Χριστού, επειδή είναι καινούργιοι, δεν μπορούν να δουλεύουν σε παλαιές συνήθειες και νόμους» (Θφ). «Όταν έρθει ο καιρός όμως, μαζί με την υπόλοιπη αρετή, θα επιδείξουν και την νηστεία, όχι από ανάγκη και κάποιους νόμους και συνήθειες παλαιές, όπως ακριβώς εσείς την φυλάσσετε, αλλά πρόκειται να νηστεύουν όπως τυχόν θέλουν, με δική τους απόφαση, με σκοπό την αρετή» (β).
(2) Υπάρχει και η γραφή: ρήξει ο οίνος τους ασκούς και ο οίνος απόλλυται και οι ασκοί.
(3) Η τελευταία φράση: «αλλά οίνον νέον… βλητέον» μπαίνει μέσα σε αγκύλες από τους κριτικούς του κειμένου και θεωρείται ότι πάρθηκε από τον Λουκά, όπου υπάρχει αδιαμφισβήτητα.
Στίχ . 23-28. Η αργία του Σαββάτου.
2.23 Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι(1) αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας(2).
23 Συνέβη κάποιο Σάββατο να βαδίζει ο Ιησούς μέσα από σπαρμένα χωράφια, κι οι μαθητές του, ενώ περπατούσαν, έτριβαν στάχυα και έτρωγαν τους σπόρους.
(1) Παραπορεύεσθαι δια των σπορίμων=ανοίγω δρόμο ανάμεσα στα σπαρτά, έτσι ώστε μέσω αυτού να γίνεται η διάβαση κατά μήκος των σπαρμένων χωραφιών· βαδίζει κάποιος σε δρόμο που έχει και από τις δύο πλευρές σπαρμένο χωράφι (g).
(2) Δεν ξερίζωναν και κατέστρεφαν τα στάχυα, μόνο για να φτιάξουν δρόμο, αλλά είχαν τόσο μεγάλη πείνα, ώστε για χορτασμό της άρχισαν να μαδούν τα στάχυα σε τέτοια ποσότητα, ώστε γυμνώθηκε το μέρος εκείνο από το οποίο περνούσαν οι δώδεκα μέχρι σημείου ώστε να γίνει δρόμος μέσα από τα χωράφια (δ). Δες για το όλο επεισόδιο και Ματθ. ιβ 1-8 και τις εκεί σημειώσεις.
2.24 Καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· ἴδε τί ποιοῦσιν(1) ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι(2).
24 Οι Φαρισαίοι τότε του έλεγαν: «Κοίτα, κάνουν το Σάββατο κάτι που δεν επιτρέπεται από το νόμο».
(1) Αναφέρονται όχι στο ότι έτρωγαν στάχυα, αλλά στο ότι μαδούσαν αυτά.
(2) Σύμφωνα με την ερμηνεία της εντολής για το Σάββατο που δινόταν από τις παραδόσεις των παλαιοτέρων ραββίνων, το να μαδάει κάποιος στάχυα, χαρακτηριζόταν ως έργο θερισμού, θερισμός όμως κατά το Σάββατο δεν επιτρεπόταν. Είναι συνηθισμένο, άνθρωποι, που έχουν διεφθαρμένο το νου και την καρδιά, να δείχνουν ζήλο και υπερβολική προσοχή σε κάποιους εξωτερικούς τύπους και θρησκευτικές διατάξεις, επειδή νομίζουν, ότι έτσι εξιλεώνονται για την ηθική χαλαρότητα και ραθυμία τους.
2.25 Καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυὶδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ(1);
25 «Ποτέ δε διαβάσατε στη Γραφή», τους λέει, «τι έκανε ο Δαβίδ, όταν βρέθηκε στην ανάγκη και πείνασε αυτός κι οι σύντροφοί του;
2.26 Πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ(2) ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως(3) ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι;
26 Μπήκε στο ναό του Θεού τον καιρό που αρχιερέας ήταν ο Αβιάθαρ κι έφαγε τους άρτους της προθέσεως, που δεν επιτρέπεται από το νόμο να τρώνε παρά μόνον οι ιερείς, κι έδωσε μάλιστα και σ’ αυτούς που ήταν μαζί του».
(1) Επιχείρημα από το ισχυρότερο. Η σύγκριση γίνεται ανάμεσα στο να μαδά κάποιος στάχυα το Σάββατο και στο να φάει τους ιερούς άρτους για τους οποίους ρητά ο νόμος όριζε (Λευϊτ. κδ 9) να μην τρώγονται παρά μόνο από τους ιερείς.
(2) Κάποιοι από τους κώδικες, ανάμεσα στους οποίους και ο κώδικας του Βέζα, και από τις μεταφράσεις η Ιτάλα και η συριακή του Σινά παραλείπουν το «επί Αβιάθαρ αρχιερέως». Η φράση παρουσιάζει ερμηνευτική δυσκολία, διότι ο Αβιάθαρ διαδέχτηκε τον πατέρα του Αβιμέλεχ μετέπειτα στα χρόνια της βασιλείας του Δαβίδ (Α΄Βασ. κβ 20). Όταν λοιπόν ο Δαβίδ καταδιωκόταν από τον Σαούλ, ο αρχιερέας, ο οποίος έδωσε σε αυτόν τους άρτους της πρόθεσης ξεκάθαρα ονομάζεται Αχιμέλεχ στο Εβραϊκό κείμενο ή Αβιμέλεχ σύμφωνα με την μετάφραση των Ο΄(70) (Α΄Βασ. κβ 11-13). Για άρση της δυσκολίας, σημειώθηκε, ότι γύρω από το όνομα του Αβιμέλεχ παρατηρείται κάποια αοριστία και στα βιβλία της Π.Δ.. Διότι ενώ στο Α΄Βασ. κβ 9 ο Αβιμέλεχ αναφέρεται ως γιος του Αχιτώβ που αρχιεράτευσε στην περίοδο του Σαούλ του βασιλιά, στο Β΄Βασ. η 17 ο Αβιμέλεχ αναφέρεται ως γιος του Αβιάθαρ που αρχιεράτευσε στη βασιλεία του Δαβίδ. Για αυτό προτάθηκαν οι εκδοχές: «Είχε δύο ονόματα και ονομαζόταν και με τα δύο, Αχιμέλεχ και Αβιμέλεχ… ενώ το Αβιάθαρ το είχε ως επίθετο που προερχόταν από τους προγόνους. Για αυτό και ο γιος του ομοίως αποκαλούνταν Αβιάθαρ» (Ζ). Η ερμηνεία είναι άξια πολλής προσοχής. Προτάθηκε και άλλη: «Ο μεν Αβιάθαρ έχει χαρακτηριστεί εδώ αρχιερέας· τον Αχιμέλεχ όμως, τον αναφέρει ως ιερέα η ιστορία των Βασιλειών. Είναι λογικό λοιπόν, ότι ο μεν Αβιάθαρ ξεκουραζόταν, όταν ο Δαβίδ μπήκε στον οίκο του Θεού ή επειδή ήταν ανώτερος λόγω αρχιερωσύνης, ή επειδή ασθενούσε λόγω γηρατειών· οπότε, τα σχετικά με την λατρεία τα διαχειρίστηκε τότε ο Αχιμέλεχ ή επειδή ξεχώριζε από τους άλλους ιερείς ή επειδή του έλαχε να εφημερεύει εκείνες τις ημέρες» (Ζ). Από την όλη όμως αφήγηση του Α΄ Βασ. κβ φαίνεται με σαφήνεια, ότι το επίθετο ιερέας αποδίδεται στον Αχιμέλεχ με την έννοια του αρχιερέα. Προτάθηκε και η εκδοχή, ότι ο Αβιάθαρ, γιος του Αβιμέλεχ και διάδοχός του στο αρχιερατικό αξίωμα, ενήργησε, ενώ ζούσε ακόμη ο πατέρας του και αρχιεράτευε, ως αντιπρόσωπός του και βοηθός και ο ίδιος έδωσε τους άρτους στον Δαβίδ (Henry).
(3) Οι άρτοι που ήταν πάνω στο τραπέζι των αγίων της σκηνής ή του ναού σε δύο σειρές, ανά 6 στα δεξιά και στα αριστερά και κάθε Σάββατο ανανεώνονταν από τους ιερείς (Λευϊτ. κδ 5-9 και Εξ. κε 29,λθ 18).
2.27 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον(1)·
27 Και τους έλεγε ο Ιησούς: «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο.
28 ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) καὶ τοῦ σαββάτου.
28 Συνεπώς ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο».
(1) Ο άνθρωπος έγινε για το Θεό και το Σάββατο ορίστηκε ως ημέρα ανάπαυσης του ανθρώπου, με σκοπό ώστε σε αυτό ξεκουραζόμενος από τους κόπους των βιοτικών έργων, να επιδίδεται σε δοξολογία και ευχαριστία του Θεού και σε έργα εξαγιαστικά της ψυχής του. Ορίστηκε για άνεση και πνευματική ανύψωση αυτού, και ως νόμος εύνοιας ευεργετικός και προνομιακός για αυτόν και όχι ως μόχθος και φορτίο δεσμευτικό. Πρέπει λοιπόν ο θεσμός αυτός να τηρείται πνευματικά και όχι σύμφωνα με το ξερό γράμμα του. Και οι ίδιοι άλλωστε οι ραββίνοι κατά καιρούς αναγνώρισαν την έννοια αυτή του θεσμού του Σαββάτου. Έτσι ο Μεχίλτα στο χωρίο Εξ. λα 14 επιμένει στις λέξεις το Σάββατον «είναι άγιο γ ι α σ α ς» παρατηρώντας «σε σας αποσκοπεί το Σάββατο και όχι εσείς στο Σάββατο. Διότι του Θεού τα παραγγέλματα δόθηκαν στον άνθρωπο, για «ζήσει με αυτά» (Λευϊτ. ιη 5), και όχι για να πεθάνει μέσω αυτών» (Abrahams Studies in Pharisaism and the Gospels σελ. 129). Πόσο καλός είναι ο Κύριός μας! Όλοι οι νόμοι του ορίστηκαν για ευεργεσία δική μας και εάν δειχτούμε σοφοί τηρώντας αυτούς, θα αποδειχτούμε σοφοί για τον εαυτό μας. Αλλά εάν το Σάββατο (η Κυριακή) έγινε για τον άνθρωπο, οφείλουμε λοιπόν κατά τη νύχτα, όταν θα έχει περάσει αυτό, να απευθύνουμε στους εαυτούς μας το ερώτημα: Σε τι έγινα καλύτερος κατά το Σάββατο αυτό;
(2) Εφόσον το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος είναι ο τέλειος αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, στον οποίο πραγματοποιήθηκε ό,τι είχε ως πρόθεση ο Θεός δημιουργώντας τον άνθρωπο και ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στο δημιουργικό σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο, είναι κύριος και όχι δούλος του Σαββάτου. Και συνεπώς και οι μαθητές ενεργώντας κάτω από την εποπτεία του είναι ελεύθεροι από κατηγορία (σ). Επιπλέον ο υιός του ανθρώπου είναι κύριος του Σαββάτου, διότι μέσω αυτού ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και μέσω αυτού ορίστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός του Σαββάτου, διότι μέσω αυτού ο Θεός έδωσε τον νόμο στο όρος Σινά, οπότε έτσι η τέταρτη εντολή είναι νόμος δικός του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Στίχ . 1-12 Θεραπείες διάφορων ασθενών.
3.1 Καὶ εἰσῆλθε(1) πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν(2)· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην(3) ἔχων τὴν χεῖρα.
1 Ο Ιησούς μπήκε πάλι στη συναγωγή. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο χέρι,
(1) Δες Ματθ. ιβ 9-14 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Και οι 3 συνοπτικοί τοποθετούν το θαύμα αυτό αμέσως μετά το επεισόδιο του μαδήματος των στάχυων και όσα ειπώθηκαν με αφορμή αυτό σχετικά με το Σάββατο, συμπληρώνονται τώρα και με αυτά που προστέθηκαν με την ευκαιρία του θαύματος. Εδώ ο νόμος της ανάγκης και του ελέους εφαρμόζεται εμφανέστερα παρά στην προηγούμενη περίπτωση (σ). Το έργο της ανάγκης έγινε προηγουμένως από τους μαθητές και δικαιολογήθηκε από τον Κύριο. Το έργο του ελέους έγινε τώρα από τον ίδιο. Τα έργα του ελέους ήταν τα δικά του έργα ανάγκης. Φαγητό και ποτό του ήταν να πράττει το αγαθό.
(2) Υπάρχει και η γραφή: εις συναγωγήν. Το «πάλι» όμως που προηγήθηκε, αναφέρεται στο κεφ. α 21, όπου γίνεται λόγος για την είσοδό του στη συναγωγή της Καπερναούμ (σ).
(3) Η έννοια της μετοχής είναι ότι ο άνθρωπος είχε το χέρι ξερό όχι εκ γενετής αλλά λόγω ασθενείας (b), η οποία προκάλεσε ατροφία του. Η περίπτωση του αρρώστου ήταν σε αυτήν την περίπτωση εξόχως αξιοσυμπάθητη. Είχε ξερό το χέρι και ήταν ανίκανος να ασκεί το βιοποριστικό του έργο. Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι άξιοι της ευεργεσίας μας. Όσοι δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, πρέπει να βοηθιούνται από τους άλλους. Ο Ιερώνυμος λέει, ότι το στα εβραϊκά γραμμένο ευαγγέλιο του Ματθαίου, που χρησιμοποιούσαν οι Ναζαρηνοί και οι Εβιωνίτες, εμπεριέχει εδώ την λεπτομέρεια, ότι ο άρρωστος ήταν πλινθοκτίστης και είπε προς τον Ιησού: Κύριε, είμαι πλινθοκτίστης και ζω με τον κόπο των χεριών μου. Σε παρακαλώ Ιησού αποκατάστησε το χέρι μου, για να μην αναγκάζομαι να ζητιανεύω τον άρτο μου.
3.2 Καὶ παρετήρουν(1) αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν(2), ἵνα κατηγορήσωσιν(3) αὐτοῦ.
2 κι όλοι πρόσεχαν να δουν αν θα τον θεραπεύσει την ημέρα του Σαββάτου, για να τον κατηγορήσουν.
(1) Το ρήμα εδώ σημαίνει λεπτομερή παρακολούθηση με εχθρική διάθεση (σ).
(2) Σύμφωνα με τις ιουδαϊκές παραδόσεις επιτρεπόταν το Σάββατο να δοθεί βοήθεια, μόνο εφόσον η ζωή κάποιου διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Η προκειμένη περίπτωση όμως δεν παρουσίαζε τέτοιο άμεσο κίνδυνο. Ήταν λοιπόν απαγορευμένο να γίνει η θεραπεία (σ).
(3) Θα ήταν παράλογο να αντιταχθεί κάποιος και σε συνηθισμένο γιατρό ή χειρούργο, που θα επιχειρούσε μέρα Σαββάτου να βοηθήσει με συνηθισμένες μεθόδους ένα φτωχό σώμα που θα ήταν σε άθλια κατάσταση. Πολύ πιο παράλογο ήταν να αντιταχθεί κάποιος σε εκείνον, ο οποίος θεράπευσε χωρίς κάποιον κόπο ή σωματική προσπάθεια, αλλά μόνο με απλό λόγο.
3.3 Καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον(1).
3 Λέει τότε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: «Σήκω κι έλα εδώ στη μέση».
(1) Συντομευμένη έκφραση αντί για την: σήκω και προχώρα στο μέσο. Τοποθετεί αυτόν στο μέσο, έτσι ώστε η αθλιότητα του ασθενούς εκτιθέμενη στη θέα όλων, να κινήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την συμπάθειά τους (b), «για να τους λυγίσει με το θέαμα, έτσι ώστε αφού νιώσουν συντριβή από αυτήν την εικόνα, να διώξουν την πονηρία, και αφού ντραπούν τον άνθρωπο, να σταματήσουν την θηριωδία» (β). Επιπλέον ζητά να κερδίσει την προσοχή των παρισταμένων στην υπερφυσική θεραπεία, όχι σαν σε πράξη που προκαλεί απλώς την κατάπληξη, αλλά σαν περίπτωση δημόσιας συζήτησης μεταξύ αυτού και των διαφωνούντων σχετικά με τις θεραπείες κατά το Σάββατο (γ), στην οποία το θαύμα, το οποίο θα έβλεπαν όλοι, θα χρησίμευε ως κριτήριο για την ορθότητα της διδασκαλίας του σχετικά με το Σάββατο (σ).
3.4 Καὶ λέγει(1) αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι(2); ψυχὴν(3) σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι(4); οἱ δὲ ἐσιώπων(5).
4 «Επιτρέπει ο νόμος», τους ρωτάει, «να κάνει το Σάββατο κανείς καλό ή να κάνει κακό; Να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί;» Αυτοί σιωπούσαν.
(1) Και ο Μάρκος «μεν λέει, ότι ρώτησε, ομοίως επίσης και ο Λουκάς. Ο Ματθαίος όμως ότι ρωτήθηκε. Λογικό όμως είναι να έγιναν και τα δύο» (β)
(2) Οι Φαρισαίοι θεωρούσαν την μη θεραπεία απλώς ως παράλειψη αγαθοεργίας. Ο Ιησούς την παράλειψη αυτή θεώρησε ως το ίδιο με το να κάνει κάποιος κακό. Το να μην πράττει κάποιος το αγαθό σε πρόσωπο που έχει ανάγκη αυτό, ταυτίζεται με το να πράττει το κακό (γ). «Το να ξέρει να κάνει το καλό και να μην το κάνει, είναι αμαρτία για αυτόν» (Ιακ. δ 17).
(3) «Λέγοντας ψυχή τώρα, εννοεί τον άνθρωπο, παίρνοντας από το μερικό το ολικό. Ρωτά δηλαδή, Επιτρέπεται έναν άνθρωπο να τον σώσει κάποιος από τον θάνατο ή να τον φονεύσει;» (Ζ). Ή, ψυχή= την ζωή.
(4) Με το β΄ μέρος της ερώτησης δείχνει, ότι το να μην θεραπεύει κάποιος από πρόθεση το άρρωστο σώμα, ισοδυναμεί με το να το φονεύει. Το να εξασθενεί κάποιος το σώμα δεν είναι σε βαθμό το ίδιο αμάρτημα με το να φονεύει το σώμα, ηθικά όμως είναι συγγενικό με αυτό και συγκαταριθμείται στην ίδια τιμωρία με αυτό. Η αρχή είναι ανάλογη με αυτήν που εκτέθηκε στην επί του όρους ομιλία, όταν ο Ιησούς δείχνει ότι ο νόμος κατά του φόνου περιλαμβάνει εξίσου και τις εκδηλώσεις της οργής (γ).
(5) Οι πεισματικοί στην απιστία τους, όταν δεν μπορούν να πουν κάτι εναντίον της αλήθειας, σιωπούν, και δεν μπορούν μεν να αντισταθούν εναντίον της, δεν δέχονται όμως και να υποχωρήσουν.
3.5 Καὶ περιβλεψάμενος(1) αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς(2), συλλυπούμενος(3) ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας(4) αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου(5). Καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη(6).
5 Κι αφού έριξε σ’ όλους μια ματιά με οργή, λυπημένος πολύ για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: «Τέντωσε το χέρι σου». Εκείνος το τέντωσε, κι έγινε καλά το χέρι του σαν το άλλο.
(1) Εκφραστικό ρήμα που χρησιμοποιείται από τον Μάρκο έξι φορές (γ 5,34,ε 32,θ 8,ι 23,ια 11) και ως επί το πλείστον αναφέρεται στο ζωηρό και εξεταστικό βλέμμα γύρω στον κύκλο των φίλων του ή των εχθρών, το οποίο ο Πέτρος θυμάται ως χαρακτηριστικό του Κυρίου (σ). Παρατήρησε τριγύρω αυτούς, διότι ήταν πολλοί και είχαν περικυκλώσει αυτόν. «Έριξε το βλέμμα τριγύρω ρωτώντας αυτά, ώστε και με το μάτι να τους κερδίσει» (Χ).
(2) Η οργή είναι νόμιμη και επιτρεπόμενη, όταν λείπει κάθε προσωπικό στοιχείο. Οργή που προκλήθηκε από το άδικο που έγινε σε μένα και ζητά ανταπόδοση στο πρόσωπο που αδίκησε, είναι προφανώς αμαρτωλή και άδικη. Αλλά οργή εναντίον του κακού ως κακού, απαλλαγμένη από κακή πρόθεση ή πόθο εναντίον αυτού που αδίκησε, είναι σημάδι ηθικής υγείας (γ). Ο τρόπος του να «οργίζεται κάποιος και να μην αμαρτάνει», είναι να μην οργίζεται κάποιος για τίποτα άλλο, παρά μόνο για την αμαρτία.
(3) Ή, το συλλυπούμενος, όπως και το συμπαθών, συνειδώς και τα σχετικά, λέγονται επειδή λείπει η λέξη «με τον εαυτό του»=λυπόταν μαζί με τον εαυτό του (δ), λυπόταν εσωτερικά. Ή, λυπόταν και αυτός μαζί με τους Φαρισαίους· αλλά η λύπη των Φαρισαίων ήταν κακεντρεχής, ενώ ο Ιησούς λυπάται από άγια συμπάθεια (b).
(4) Σημαίνει κυρίως την τύφλωση του νου και το ανεπίδεκτο των διανοιών τους (γ) την αναισθησία τους μπροστά στις αποδείξεις τις οποίες παρείχαν τα θαύματά του και την άκαμπτη εμμονή τους στην απιστία. Προκαλεί μεγάλη λύπη στον Κύριό μας Ιησού να βλέπει τους αμαρτωλούς να επιμένουν στην καταστροφή τους και πεισματικά να αντιτάσσονται στις σωτήριες μεθόδους του για ανάνηψή τους και σωτηρία, διότι δεν θέλει την απώλεια κανενός.
(5) Ο Ιησούς αδιαφορώντας για την εχθρότητα αυτών που τον παρακολουθούσαν με κακή διάθεση, προέβη στο θαύμα της θεραπείας. Μας διδάσκει έτσι να προχωρούμε αποφασιστικοί στην οδό του καθήκοντός μας, οσοδήποτε βίαιη αντίσταση και αν συναντούμε σε αυτήν. Οφείλουμε βεβαίως να απαρνούμαστε τις ανέσεις και αρέσκειές μας, μη τυχόν και κάποτε σκανδαλίσουμε τους άλλους, έστω και αν πρόκειται αναίτια να εξεγερθούν εναντίον μας. Για κανένα όμως λόγο δεν πρέπει να υποχωρούμε, όταν πρόκειται να υπηρετήσουμε το Θεό και να πράξουμε το αγαθό για ευεργεσία του πλησίον. Κανείς δεν θα ήταν λεπτότερος και ακριβέστερος από τον Κύριο στο να μην σκανδαλίσει τους άλλους. Προτίμησε όμως να μην διώξει αθεράπευτο αυτόν τον άρρωστο από το να μη δώσει αφορμή επικρίσεων και εγκληματικών σχεδίων στους Γραμματείς και Φαρισαίους.
(6) Η φράση «υγιής ως η άλλη» παραλείπεται από τα αλεξανδρινά μεγαλογράμματα χειρόγραφα. Εάν ο ασθενής δεν άπλωνε το χέρι του, όπως ο Κύριος του παρήγγειλε, δεν θα θεραπευόταν αυτό. Μολονότι το άπλωμα του χεριού από μόνο του σε τίποτα δεν συντέλεσε στη θεραπεία του, παρ’ όλα αυτά η συμβολή του ασθενούς με την πράξη αυτή της πίστης και υπακοής στο Χριστό ήταν απαραίτητη. Και εκείνοι, οι οποίοι σώζονται με την πίστη στον Ιησού δεν έχουν περισσότερους λόγους να καυχιούνται από όσο και ο άνθρωπος αυτός που συντέλεσε με το άπλωμα του χεριού του στη θεραπεία του. Όπως αυτός πολλές φορές στο παρελθόν αποπειράθηκε να απλώσει το χέρι χωρίς κέρδος ή κάποια ωφέλεια, έτσι και στη θεραπεία και σωτηρία της ψυχής μας. Οι δικές μας προσπάθειες χωρίς τη βοήθεια του Χριστού αποδεικνύονται μηδαμινές και τελείως ανίσχυρες. Πρέπει όμως να εκδηλωθούν ως δείγμα αγαθής διάθεσης και ως συμβολή προθυμίας, το παν όμως θα συντελεστεί από την χάρη, χωρίς την οποία και η πιο αγαθή διάθεση μένει ακαρποφόρητη και στείρα.
3.6 Καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως(1) μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι(2).
6 Βγήκαν έξω οι Φαρισαίοι κι αμέσως συσκέφθηκαν με τους Ηρωδιανούς και πήραν απόφαση να τον εξοντώσουν.
(1) Η βιασύνη που υπονοείται από το ευθέως, είναι εδώ σημάδι της βίαιης εξέγερσης των Φαρισαίων εναντίον του Ιησού (γ).
(2) Τέτοιο έργο ευσπλαχνίας θα έπρεπε να κερδίσει την αγάπη τους, και τέτοιο θαύμα θα έπρεπε να γεννήσει μέσα σε αυτούς πίστη σε αυτόν. Αλλά αντί για αυτό οι Φαρισαίοι και Ηρωδιανοί απλώνουν οι μεν προς τους δε τα χέρια, για να πετύχουν την εξόντωση του κοινού τους εχθρού.
3.7 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε(1) μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν αὐτῷ,
7 Ο Ιησούς κατευθύνθηκε με τους μαθητές του προς τη λίμνη και τον ακολούθησε πολύς κόσμος από τη Γαλιλαία.
(1) Δες Ματθ. δ 24-25. «Αυτοί επιχειρούν να φονεύσουν τον Κύριο. Αυτός όμως αναχωρεί· διότι δεν ήταν ακόμη ο καιρός του πάθους. Ταυτόχρονα, όμως, και για να ευεργετήσει περισσότερους, για αυτό αναχωρεί από τους αχάριστους» (Θφ).
3.8 καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας(1) καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου(2) καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα(3), πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν(4).
8 Επίσης πολύς κόσμος από την Ιουδαία, από τα Ιεροσόλυμα, από την Ιδουμαία κι από την περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη και γύρω από την Τύρο και Σιδώνα, όταν άκουσαν όσα έκανε, ήρθαν σ’ αυτόν.
(1) Είναι η γη Εδώμ στην Π.Δ., που αναφέρεται και με το όνομα Ιδουμαία στο Ησ. λδ 5,6. Στην Κ.Δ. μόνο εδώ αναφέρεται. Πρόκειται για τη χώρα που κατεχόταν από τους απογόνους του Ησαύ, η οποία μετά την αιχμαλωσία απετέλεσε μέρος της Νότιας Παλαιστίνης (σ). Από τότε δηλαδή που ο Ιωάννης Υρκανός, αφού υπέταξε τους ειδωλολάτρες κατοίκους της χώρας αυτής, ανάγκασε αυτούς να κάνουν περιτομή (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχ. 13,9,1) περιλήφθηκαν στο Ιουδαϊκό έθνος και ο Ηρώδης ο Α΄ που ήταν Ιδουμαίος, και για αυτό αποκαλούνταν από τον Αντίγονο ημιϊουδαίος (Ιουδ. Αρχαιολ. 14,5,2) εξουσίαζε και την Ιδουμαία, την οποία διοικούσε μέσω άρχοντα (δ).
(2) Δηλαδή την Περαία, την περιφέρεια ανατολικά του Ιορδάνη.
(3) Τύρος και Σιδών ήταν οι δύο μεγάλες πόλεις της Συροφοινίκης στη Μεσόγειο θάλασσα, βορειοδυτικά της Γαλιλαίας (γ).
(4) «Ακολουθούσαν, άλλοι μεν φέρνοντας αρρώστους, άλλοι πάλι, για να τύχουν οι ίδιοι θεραπείας· και άλλοι για να δουν θαύματα. Και όχι Εβραίοι μόνο, αλλά και αλλόφυλοι, Ιδουμαίοι και Τύριοι και Σιδώνιοι. Και αυτοί μεν που ανήκαν σε διαφορετικό γένος έρχονταν προς αυτόν· οι συγγενείς του Ιουδαίοι όμως, ενώ αυτός μάλλον ερχόταν προς αυτούς, τον καταδίωκαν» (Ζ). «Έτσι κανένα όφελος δεν έχει η συγγένεια, αν δεν υπάρχει σωστός τρόπος ζωής» (Θφ).
3.9 Καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ(1) αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν(2) αὐτόν·
9 Είπε μάλιστα στους μαθητές του να έχουν ένα πλοιάριο έτοιμο στη διάθεσή του, για να μην τον συνθλίβει ο κόσμος.
(1) =να εξακολουθεί να παραμένει διαρκώς για χάρη του, έτσι ώστε όταν τον πιέζει ο όχλος, να μπαίνει σε αυτό (δ).
(2) «Με τη λέξη «θλίψη», βεβαίως, εδώ να εννοήσεις την «πίεση»» (Ζ)
3.10 πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν(1) αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας(2)·
10 Γιατί, είχε θεραπεύσει πολλούς, με αποτέλεσμα όσοι μαστίζονταν από αρρώστιες να πέφτουν πάνω του για να τον αγγίξουν.
(1) Το ρήμα εδώ δεν έχει εχθρική έννοια, αλλά με αυτό εκφράζεται ζωηρά η θορυβώδης προθυμία και ο συναγερμός του πλήθους (γ). Συγχρόνως όμως υποδηλώνεται και η θαυμάσια υπομονή και καλοσύνη του Κυρίου (b). Δεν αποχώρησε για να παραμείνει άπρακτος, ούτε απώθησε αυτούς που έπεφταν πάνω του σε ώρα που απομακρύνθηκε από το πλήθος, για να αναπαυτεί κάπως. Δεχόταν αυτούς με καλή διάθεση και παρείχε σε αυτούς εκείνο για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ουδέποτε είπε σε κάποιον που επίμονα ζητούσε κάτι από αυτόν: Μάταια μου το ζητάς.
(2) Βασανιστικές νόσους (σ).
3.11 καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον(1) αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα(2) ὅτι σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
11 Οι άρρωστοι από δαιμονικά πνεύματα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν μπροστά του και κραύγαζαν: «Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού».
(1) «Αναγνωρίζοντας την θεία δύναμη οι δαίμονες, έπεφταν μπροστά του και ανακήρυτταν αυτόν υιό του Θεού· από τη μία, για να δηλώσουν την υποταγή ακόμη και χωρίς τη θέλησή τους· από την άλλη, και για να παρακαλέσουν να μην βασανιστούν» (Ζ). Έτρεμαν στην παρουσία του και έπεφταν μπροστά του όχι για να ζητήσουν το έλεός του, αλλά για να αποφύγουν την οργή του και λόγω του τρόμου τους αναγκάζονταν να ομολογήσουν αυτόν Υιό του Θεού.
(2) Μιλούσαν με το στόμα των αρρώστων, οι οποίοι ήταν κατεχόμενοι από αυτούς.
3.12 Καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι(1).
12 Εκείνος όμως επιτιμούσε αυστηρά τα πνεύματα να μη φανερώνουν ποιος είναι.
(1) Δεν ήταν ακόμη ο κατάλληλος καιρός, αλλά ούτε και αυτοί ήταν οι κατάλληλοι κήρυκες (b). «Τους έκλεινε το στόμα για να μην τον κάνουν φανερό και έτσι ανάψουν τον φθόνο των Ιουδαίων» (Ζ) «και ξεσηκώσουν περισσότερο την μανία των Γραμματέων και των Φαρισαίων και ανάψουν την οργή και τον φθόνο· φύλαγε το Πάθος του, για τον καθορισμένο από αυτόν καιρό» (β).
Στίχ. 13-19. Η οριστική εκλογή των δώδεκα Αποστόλων.
3.13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος(1), καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν(2) αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν.
13 Ο Ιησούς τότε ανεβαίνει στο βουνό, καλεί κοντά του αυτούς που ήθελε, κι όταν εκείνοι ήρθαν σ’ αυτόν
(1) Την οροσειρά που βρισκόταν δυτικά της Καπερναούμ και συνόρευε με την ακτή της λίμνης (σ). «Ανεβαίνει στο βουνό για να προσευχηθεί» (Θφ). «Διανυκτέρευσε στην προσευχή προς τον Θεό, διδάσκοντάς μας, όταν πρόκειται να προβάλλουμε κάποιον [σε χειροτονία], να διανυκτερεύουμε προσευχόμενοι, ώστε να μας γνωστοποιηθεί ο άξιος και να μην συμμετάσχουμε σε ξένες αμαρτίες» (Ζ).
(2) «Διάλεξε από όλους όσους πίστεψαν σε αυτόν, αυτούς που ήθελε, δηλαδή τους πιο αξιόλογους» (Ζ). Είχε απεριόριστη εξουσία, αλλά η θέλησή του δεν ήταν αυθαίρετη και μεροληπτική, αλλά συμφωνούσε και ταυτιζόταν πάντοτε με την θέληση του Πατέρα (b). Για αυτό και οι διαλεγμένοι ήταν οι πιο αξιόλογοι. «Διάλεξε λοιπόν και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, διότι τότε ήταν καλός· δείχνοντας, ότι δέχεται τον καλό, μέχρις ότου γίνει κακός, παρόλο που προγνωρίζει το μέλλον· και δεν διώχνει τον τωρινό καλό, λόγω της ύστερης κακίας του· αλλά λόγω της τωρινής αρετής, σχετίζεται με αυτόν που θα γίνει ύστερα πονηρός» (Ζ).
3.14 καὶ ἐποίησε δώδεκα(1), ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν(2)
14 διάλεξε δώδεκα, για να είναι μαζί του και να τους στέλνει να κηρύττουν·
(1) Είχε καλέσει προηγουμένως αυτούς να τον ακολουθήσουν και είχε υποσχεθεί τότε σε μερικούς από αυτούς, ότι θα έκανε αυτούς ψαράδες ανθρώπων. Ήλθε ήδη ο καιρός να εκτελέσει την υπόσχεσή του και να αναδείξει αυτούς Αποστόλους του. Μολονότι ο Χριστός εξαρχής γνώριζε, τι είχαν στην καρδιά τους αυτοί τους οποίους θα αναδείκνυε Αποστόλους του (Ιω. στ 64,70), παρ’ όλα αυτά άφησε αυτούς πριν την ανάδειξή τους να περάσουν το στάδιο της δοκιμασίας, παρέχοντας παράδειγμα στην εκκλησία του. Η διακονία στην εκκλησία αποτελεί μεγάλη και υψηλή παρακαταθήκη, και ενδείκνυται αυτοί που προορίζονται για αυτήν να δοκιμάζονται πρώτα για κάποιο χρόνο και να μην χειροτονούνται γρήγορα και αδοκίμαστα. Διότι δεν είναι όλων των ανθρώπων οι αδυναμίες και οι ελλείψεις ξεκάθαρες και φανερές, ώστε να διευκολύνεται η κρίση σχετικά με αυτούς. Υπάρχουν και ελαττώματα, τα οποία εκ πρώτης όψεως είναι αφανή, ακολουθεί όμως η εκδήλωσή τους μετά την ανάδειξη και την χειροτονία αυτών που είναι κυριευμένοι από αυτά (Α Τιμ. ε 24).
(2) Το χαρακτηριστικό του Αποστόλου είναι άμεση κλήση από τον Κύριο, συνεχής σχέση και επικοινωνία με τον Χριστό, αυτοψία και αυτηκοΐα των λόγων του και των έργων του, το δικαίωμα του να κηρύττουν παντού και όχι σε κάποια περιορισμένη περιφέρεια και το θαυματουργικό χάρισμα (b). Οι 12 διαλέχτηκαν πρώτον, για να είναι οι σταθεροί και μόνιμοι συνοδοί του Κυρίου και δεύτερον έτσι ώστε παιδαγωγούμενοι να γίνουν οι αντιπρόσωποι και Απόστολοί του στο κήρυγμα (σ). Και το μεν πρώτο συντελέστηκε κατά την διάρκεια της ζωής του Κυρίου, ενώ το δεύτερο έγινε κύριο έργο τους μετά τον θάνατό του (γ). Η καλύτερη προετοιμασία για το έργο της διακονίας είναι γνωριμία και επικοινωνία με τον Ιησού Χριστό. Εκείνοι που θα ήθελαν να υπηρετήσουν το Χριστό, πρέπει πρώτα να γνωρίσουν αυτόν και να μείνουν μαζί του. Προτού να μεταβεί ο Παύλος για να κηρύξει στα έθνη, αποκαλύφθηκε ο Χριστός όχι απλώς σε αυτόν αλλά και μέσα σε αυτόν, μέσα του, σε ολόκληρο το εσωτερικό του. Με τις ζωντανές πράξεις της πίστης και της συχνής προσφυγής στην προσευχή και μελέτη, η κοινωνία και σχέση και γνωριμία αυτή με τον Ιησού πρέπει να ενισχύεται και να προάγεται, για να γίνουμε ικανοί στο έργο της διακονίας του.
3.15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν(1) θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια·
15 κι ακόμη για να έχουν την εξουσία να θεραπεύουν τις ασθένειες και να διώχνουν τα δαιμόνια.
(1) «Εξουσία να εννοήσεις την δύναμη να θεραπεύουν τις ασθένειες και να βγάζουν τα δαιμόνια» (Ζ). Αποτελούσε και αυτό έναν από τους σκοπούς της αποστολής τους. Δείχνει αυτό ότι η δύναμη, την οποία είχε ο Χριστός να κάνει θαύματα, ήταν πηγαία δύναμη, την οποία είχε όχι ως δούλος, αλλά ως Υιός στο σπίτι του και για αυτό και μπορούσε να μεταδίδει αυτήν και σε άλλους. Ο Κύριος είχε ζωή μέσα του και ο Πατέρας είχε δώσει σε αυτόν το Πνεύμα όχι με μέτρο (Ιω. γ 34). Για αυτό και μπορούσε να παρέχει τη δύναμη και στα ασθενή και στα μωρά του κόσμου.
3.16 καὶ ἐπέθηκεν(1) ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον(2),
16 Στο Σίμωνα έδωσε το όνομα Πέτρος·
(1) Το να δίνει ονόματα, φανερώνει την κυριαρχία του Ιησού (b). Το ότι καταγράφονται εδώ τα ονόματά τους, είναι εξόχως τιμητικό για αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να χαίρονται μάλλον διότι τα ονόματά τους γράφτηκαν στον ουρανό (Λουκ. ι 20), ενώ τα υψηλά και μεγάλα ονόματα των ισχυρών της γης ενταφιάστηκαν στη σκόνη του τάφου. Είναι αξιοσημείωτο ακόμη, ότι μερικών από τους 12 αποστόλους μόνο τα ονόματα γνωρίζουμε και τίποτα περισσότερο σχετικά με την δράση τους δεν περιήλθε εις γνώσιν μας. Και όμως όλοι, και οι 11 και ο Ματθίας που αντικατέστησε τον Ιούδα, υπήρξαν πιστοί δούλοι του Χριστού και της Εκκλησίας του. Όλοι οι αγαθοί και θεοφιλείς διάκονοι του Χριστού δεν είναι το ίδιο ξακουστοί και περίφημοι, ούτε η δράση τους εξυμνείται και γίνεται γνωστή το ίδιο. Από αυτό όμως δεν μειώνεται η δόξα τους για τον Θεό και η ακτινοβολία τους στον ουρανό.
(2) Ο Ματθαίος (ιστ 18) παρέχει την εξήγηση του ονόματος που δόθηκε στον Σίμωνα. Για τον χρόνο όμως κατά τον οποίο δόθηκε από τον Κύριο το όνομα αυτό, δεν έχουμε κάποιον συγκεκριμένο καθορισμό. Σύμφωνα με το Ιω. α 42 φαίνεται να δόθηκε το όνομα αυτό πολύ νωρίτερα, λίγο μετά το βάπτισμα του Κυρίου (γ). Ή «είναι λογικό ότι, τότε μεν είπε ότι «θα ονομαστείς Πέτρος»· ενώ τώρα τον ονόμασε αυτόν Πέτρο» (Ζ)».
3.17 καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου(1) καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ ᾿Ιακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές(2), ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς·
17 στον Ιάκωβο, γιο του Ζεβεδαίου, και στον Ιωάννη, αδερφό του Ιακώβου, έδωσε το όνομα Βοανεργές, που σημαίνει «Παιδιά Βροντής».
(1) Υπονοείται και εδώ το «εποίησε» του σ. 14, ενώ όλο τον κατάλογο πρέπει να τον θεωρήσουμε ως παράθεση του «και εποίησε δώδεκα» (σ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Βοανηργές=γιοι βροντής. «Όπως ακριβώς είναι γιος ανομίας ο άνομος και γιος απωλείας ο χαμένος και γιος ειρήνης ο ειρηνικός· έτσι και γιοι βροντής οι βροντώδεις» (Ζ). Γιατί ονομάστηκαν έτσι; Ή, διότι «σαν βροντή από τον ουρανό βρόντηξαν αυτοί τα θεολογικά δόγματα» (Ζ). «Διότι ο θεσπέσιος Ιωάννης έχει ονομαστεί γιος βροντής… διότι και έκανε σχεδόν πάταγο στην οικουμένη και βρόντηξε στη γη επειδή είπε κάτι μεγάλο και εξαίσιο. Διότι διατρανώνει πάρα πολύ καλά το αληθινά ιερό και μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Μονογενή» (Κ). Ή, «είναι μεγαλοπρεπής η ονομασία. Η βροντή στην Γραφή είναι κάτι τρομερό ταυτόχρονα και χαροποιό. Και το ευαγγέλιο σκορπίζει τρόμο στον κόσμο και φέρνει χαρά και ωφέλεια στους αγαθούς. Ο Ιωάννης μέσα στην μειλιχιότητά του έχει τη δύναμη βροντής ειδικά στην μαρτυρία του για την θεότητα του Ιησού Χριστού. Και στην Αποκάλυψη περιέγραψε μεγάλο αριθμό βροντών και άκουσε και αυτός πολλές βροντές, για τις οποίες του απαγορεύτηκε να γράψει» (Αποκ. ι 3,4)(b). Πιο σωστή ερμηνεία: το όνομα πιθανώς περιγράφει τον φλογερό και θερμό χαρακτήρα των δύο αποστόλων, ο οποίος εκδηλώθηκε σε κάποιες περιστάσεις (δες Μάρκ. θ 38,Λουκ. θ 54)(σ)· την σφοδρή ιδιοσυγκρασία μάλλον, παρά την βροντώδη ευγλωττία ή τον λόγο που ακούγεται καλά. Οι πενιχρές πληροφορίες που έχουμε από την Γραφή για την ιδιωτική ζωή των δύο αδελφών, δεν μας διευκολύνουν στο να παρακολουθήσουμε τους υπαινιγμούς που μας παρέχονται με την ονομασία αυτή για τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία τους (γ). Ο Ιωάννης, παρ’ όλα αυτά, ένας από τους γιους της βροντής, ήταν πλήρης αγάπης και τρυφερότητας, όπως φαίνεται από τις επιστολές του και ήταν ο αγαπημένος μαθητής.
3.18 καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον(1) καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου(2) καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην
18 Οι άλλοι ήταν ο Ανδρέας, ο Φίλιππος, ο Βαρθολομαίος, ο Ματθαίος, ο Θωμάς, ο Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου, ο Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης
(1) Στο Ιωαν. α 46-50 ο Φίλιππος φέρνει στον Κύριο τον Ναθαναήλ, ο οποίος, από την άλλη, στο Ιωαν. κα 2 αναγράφεται συνδεδεμένος με τον Θωμά. Τόσο σοβαρό πρόσωπο, όπως παρουσιάζεται ο Ναθαναήλ στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, δεν αναφέρεται παρ’ όλα αυτά στον κατάλογο των 12. Λόγω αυτού βγήκε το συμπέρασμα, ότι ο Ναθαναήλ είναι ο ίδιος με τον Βαρθολομαίο, όνομα το οποίο στους καταλόγους των 12 συνδέεται και στους συνοπτικούς και στις Πράξεις με τα ονόματα του Φιλίππου και του Θωμά (γ).
(2) Ιάκωβος ο μικρός, γιος της Μαρίας και του Κλωπά. Έγινε η υπόθεση ότι η Μαρία η του Κλωπά στο Ιωαν. ιθ 25 πρέπει να ταυτιστεί με την εκεί αναφερόμενη αδελφή της μητέρας του Κυρίου και συνεπώς οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου είναι πρώτα ξαδέλφια του Ιησού και ο Ιάκωβος του Αλφαίου πρέπει να ταυτιστεί με τον Αδελφόθεο. Αλλά εκτός του ότι δύσκολα δύο αδελφές θα είχαν το ίδιο όνομα Μαρία, στο Πράξ. α 14 οι αδελφοί του Κυρίου διακρίνονται από τους αποστόλους και επιπλέον σύμφωνα με το Ιωαν. ζ 5 στη γιορτή της σκηνοπηγίας, 6 μόλις μήνες πριν το θάνατο του Κυρίου, οι αδελφοί του παρουσιάζονται να απιστούν σε αυτόν (γ).
3.19 καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην(1), ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν.
19 κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και τον πρόδωσε.
(1) Κάθε κατάλογος των αποστόλων και στα ευαγγέλια και στις Πράξεις αρχίζει με το όνομα του Πέτρου και κλείνει με το όνομα του προδότη Ιούδα (σ), ενώ προστίθεται και φράση που δηλώνει την προδοσία που τόλμησε. Αυτό υποδηλώνει, ότι ο Χριστός εξαρχής γνώριζε το ολέθριο κατάντημα του Ιούδα και ότι ήταν «διάβολος» (Ιωαν. στ 70) και θα γινόταν προδότης. Παρ’ όλα αυτά ο Χριστός τον πήρε μεταξύ των 12, για να μην προκαλεί έκπληξη και αποθάρρυνση στην εκκλησία του, εάν κάποτε ξεσπούν στις καλύτερες χριστιανικές κοινωνίες τα χειρότερα σκάνδαλα. Τέτοιες κηλίδες υπήρξαν εξαρχής στις αγάπες μας. Δεν έλειψαν ποτέ τα ζιζάνια από το στάρι ούτε οι λύκοι από τα ποίμνια των προβάτων. Υπάρχει όμως ημέρα αποκάλυψης και διαχωρισμού, οπότε οι υποκριτές θα φανερωθούν και θα στιγματιστούν.
Στίχ . 20-27. Η εξουσία του Ιησού πάνω στα δαιμόνια.
3.20 Καὶ(1) ἔρχονται εἰς οἶκον(2)· καὶ συνέρχεται πάλιν(3) ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν(4).
20 Μετά έρχονται σ’ ένα σπίτι· εκεί μαζεύτηκε πάλι τόσος κόσμος, που αυτός και οι μαθητές δεν μπορούσαν ούτε να φάνε.
(1) Δες Ματθ. ιβ 22-32 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(2) «Στο σπίτι κάποιου πιστού» (Ζ). Πιθανώς σε κάποιο μεγάλο σπίτι (δες στίχ. 32), σε κάθε περίπτωση πάντως στην Καπερναούμ. Δες β 1 (σ).
(3) Αναφέρεται στο β 1-2 και σημαίνει επανάληψη αυτού που έγινε τότε στον ίδιο τόπο (γ).
(4) Ο λαός που μαζεύτηκε και τους απασχολούσε, αλλά και έπιασε τον χώρο ολόκληρο, ώστε ούτε μέρος να απομένει να καθίσουν και να φάνε, ούτε να κυκλοφορήσουν εύκολα για προετοιμασία του φαγητού και του τραπεζιού. Παρ’ όλα αυτά ο Κύριος δεν έκλεινε την πόρτα σε αυτούς που τον ζητούσαν, αλλά υποδεχόταν αυτούς και έδινε στον καθένα από αυτούς κάποια ειρηνική απάντηση ή λόγο ευλογίας. Σημείωσε εδώ, ότι εκείνοι των οποίων οι καρδιές έχουν πλατυνθεί για το έργο του Θεού, στην επιτέλεσή του υπομένουν ευχάριστα κάθε ενόχληση και στενοχώρια του ατόμου τους, δεχόμενοι και του ίδιου του φαγητού τους την αποστέρηση μάλλον, παρά να χάσουν την ευκαιρία να ενεργήσουν το αγαθό.
3.21 Καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ(1) ἐξῆλθον κρατῆσαι(2) αὐτόν· ἔλεγον(3) γὰρ ὅτι ἐξέστη(4).
21 Όταν τ’ άκουσαν αυτό οι δικοί του, βγήκαν να τον συγκρατήσουν, γιατί νόμιζαν ότι είχε χάσει τα λογικά του.
(1) «Όταν άκουσαν οι δικοί του… Αυτοί, βεβαίως, θα μπορούσαν να είναι, είτε τα αδέλφια του από την πλευρά του Ιωσήφ, είτε και άλλοι συγγενείς» (Ζ). Εξηγεί εδώ ο Μάρκος, την αιτία της έλευσης των αδελφών και της μητέρας του Κυρίου (δ). Τι άκουσαν; Ότι ο Ιησούς άφηνε τα πλήθη να συρρέουν γύρω του, ότι δεν φρόντιζε για τον εαυτό του, αλλά ήταν εξολοκλήρου απορροφημένος από το μεσσιακό του έργο.
(2) Εδώ το κρατώ=βάζω τα χέρια πάνω σε κάποιον, για να τον πάρω υπό την κυριαρχία μου (g), περιορίζω. «Ήθελαν να τον κρατήσουν, ώστε να τον δέσουν σαν να ήταν δαιμονισμένος» (Θφ). Αυτοί που με δύναμη και ζήλο επιτελούν το έργο του Θεού πρέπει να περιμένουν εμπόδια όχι μόνο από την παράλογη και αναίτια δυσμένεια των εχθρών τους, αλλά και από την πλανεμένη συμπάθεια των φίλων τους. Έχουν λοιπόν ανάγκη να προφυλάσσονται και από τα δύο αυτά.
(3) Έλεγαν οι συγγενείς. Εφόσον όμως προηγείται το ακούσαντες, είναι πάρα πολύ αξιόλογη και η εκδοχή: «Έλεγαν κάποιοι φθονεροί» (Ζ)· έλεγαν οι αγγελιοφόροι από τους οποίους οι συγγενείς άκουσαν (b).
(4) Θεωρούσαν την τόσο μεγάλη προσήλωση στο έργο του, αφού καθόλου δεν θυμόταν και δεν φρόντιζε για τις ανάγκες του σώματος, ως αρχή διανοητικής διατάραξης (δ). Αξιόλογη και η: Απέδιδαν σε αυτόν υπερβάλλοντα ζήλο που καταπονούσε την διάνοιά του (b) και οδηγούσε σε υπερκόπωσή της. Εφόσον όμως δεχτούμε ότι όχι οι συγγενείς, αλλά οι άλλοι έλεγαν αυτό, καθόλου παράδοξο δεν είναι αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι με τον άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια, να διέδιδαν την κατηγορία ότι είχε χάσει το μυαλό του και ήταν κυριευμένος από δαίμονα.
3.22 καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες(1) ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων(2) ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια(3).
22 Αλλά κι οι γραμματείς που ήρθαν από τα Ιεροσόλυμα, έλεγαν ότι έχει μέσα του το Βεελζεβούλ κι ότι με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων διώχνει τα δαιμόνια.
(1) Ίσως είχαν κατέβει με την αίτηση των Φαρισαίων της Καπερναούμ. Δες γ 6 (σ). Υποδηλώνεται ότι η δραστηριότητα και εχθρότητα των θρησκευτικών αρχόντων εναντίον του Ιησού αυξανόταν (γ).
(2) Η πρόθεση «ε ν» εκφράζει την ίδια έννοια και εδώ, την οποία και στις φράσεις εν Χριστώ, εν Πνεύματι αγίω. Εκφράζει δηλαδή στενή και ενδότερη ένωση, σαν τα δύο που ενώνονται να απορροφούνταν μεταξύ τους, ώστε αμοιβαία να κατοικούν το ένα στο άλλο (γ). Με τον άρχοντα των δαιμονίων. Υπάρχει λοιπόν και μεταξύ των δαιμόνων ο πρώτος και ο αρχηγός, ο οποίος έγινε οδηγός και κύριος υποκινητής της αποστασίας κατά του Θεού. Αλλά ο άρχοντας αυτός ονομάζεται τώρα Βεελζεβούλ=θεός των μυγών. Πού έπεσες, Εωσφόρε! Από άγγελος φωτός κατάντησες να γίνεις κύριος των μυγών.
(3) Ήταν φανερό όπως ο ήλιος, ότι έβγαιναν τα δαιμόνια και δεν μπορούσαν να αρνηθούν αυτό. Ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν με φυσικό τρόπο το διώξιμο αυτό των δαιμόνων. Για να αρνηθούν όμως, ότι αυτός που ενεργεί αυτήν ήταν ο γιος Δαβίδ, ο Χριστός, ισχυρίζονται, ότι υπήρχε συμμαχία μεταξύ του Χριστού και του Σατανά. Αυτός ο οποίος ήταν η ίδια η αλήθεια, συνδυάστηκε με τον πατέρα του ψεύδους. Το έσχατο καταφύγιο ή μάλλον η έσχατη υπεκφυγή πεισματικής απιστίας, που εμμένει να στέκεται αντιμέτωπη και αμετάπειστη μπροστά στις σαφέστερες και πειστικότερες αποδείξεις της αλήθειας, είναι η διαστροφή και κατασυκοφάντηση της αλήθειας.
3.23 Καὶ προσκαλεσάμενος(1) αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς(2) ἔλεγεν αὐτοῖς· πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν;
23Τότε τους κάλεσε ο Ιησούς κοντά του και τους μιλούσε με παραβολικές εικόνες: «Πώς μπορεί ο σατανάς να διώχνει το σατανά;
(1) Τους προσκάλεσε, σαν να επιθυμούσε να τους πείσει. Τους φέρθηκε με κάθε δυνατή ελευθερία, φιλία και οικειότητα.
(2) «Με παραδείγματα» (Ζ). «Με παραδείγματα αναντίρρητα ανατρέπει τους φθονερούς Ιουδαίους» (Θφ). Εδώ η λέξη έχει την γενικότερη έννοιά της, αυτήν της επεξηγηματικής αναλογίας (σ).
3.24 καὶ ἐὰν βασιλεία(1) ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη·
24 Αν ένα βασίλειο χωριστεί σε αντιμαχόμενες παρατάξεις, θα διαλυθεί.
3.25 καὶ ἐὰν οἰκία(2) ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη(3).
25 Κι αν σε μια οικογένεια πέσει διχασμός, θα διαλυθεί κι αυτή.
(1) Το επιχείρημα που προβλήθηκε με την προηγούμενη ερώτηση: Πώς μπορεί σατανάς να βγάζει σατανά; αναπτύσσεται στις παραβολές σε αυτούς τους στίχους (σ). Ο σατανάς και οι υπήκοοί του αποτελούν βασιλεία και ό,τι ισχύει και αληθεύει για οποιαδήποτε βασιλεία, εφαρμόζεται και στη βασιλεία του Σατανά. Δεν υπάρχει ανάμεσα στις ανθρώπινες βασιλείες και στη βασιλεία αυτή των πονηρών πνευμάτων διαφορά, η οποία να εξασθενεί την κοινή αυτή αλήθεια σχετικά με την διαίρεση εναντίον του εαυτού της (γ).
(2) Η δεύτερη επεξηγηματική εικόνα είναι αυτή του σπιτιού. Μετωνυμικά η λέξη λέγεται για να δηλώσει την οικογένεια (γ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: Ου δυνήσεται η οικία εκείνη στῆναι.
3.26 καὶ(1) εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ᾿ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει(2).
26 Αν ο σατανάς στραφεί εναντίον του εαυτού του και διχαστεί, δεν μπορεί να σταθεί· τελείωσε η κυριαρχία του.
(1) Ο σύνδεσμος «και» εδώ, λέγεται αντί για το «οὖν (=λοιπόν)» (δ).
(2) Στον στίχο αυτόν η αρχή που διακηρύχτηκε στους στίχους 24,25, εφαρμόζεται στην εδώ περίπτωση που συζητιέται. Εάν λοιπόν ο σατανάς σηκώθηκε και επιτέθηκε εναντίον του εαυτού του και έχει διαιρεθεί σε μερίδες αντιμαχόμενες μεταξύ τους, δεν μπορεί να σταθεί ως άρχοντας του σκότους, αλλά θα καταστραφεί, θα τελειώσει η κυριαρχία του.
3.27 οὐδεὶς δύναται(1) τὰ σκεύη(2) τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι(2), ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ(3), καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει(4).
27 Κανείς δεν μπορεί να μπει στο σπίτι ενός δυνατού ανθρώπου και να κλέψει τα πράγματά του, αν πρωτύτερα δεν δέσει το δυνατό άνθρωπο. Μόνο τότε θα λεηλατήσει το σπίτι του».
(1) Στον στίχο αυτόν δείχνει με άλλη παρομοίωση ή αναλογία, ποια είναι η πραγματική σχέση του με τον Σατανά, όπως αποδεικνύεται αυτή από την εκδίωξη των δαιμονίων από αυτόν. «Αυτό που λέει, σημαίνει το εξής. Είναι ισχυρός ο δαίμονας, ενώ σκεύη του είναι οι άνθρωποι που τον χωράνε μέσα τους. Εάν, λοιπόν, δεν δέσει κάποιος πρώτα τον δαίμονα και δεν τον καταργήσει, πώς θα αρπάξει από αυτόν τα σκεύη του, εννοώ τους δαιμονισμένους; Επομένως, αφού εγώ αρπάζω τα σκεύη του, δηλαδή ελευθερώνω τους ανθρώπους από το δαιμονικό πάθος, πρώτα λοιπόν έδεσα και κατάργησα τους δαίμονες και είμαι εχθρός τους» (Θφ).
(2) «Επειδή έγιναν σκεύη των δαιμονίων οι άνθρωποι, μπαίνοντας, λόγω των κακιών τους, κάτω από την εξουσία εκείνων, ήταν αδύνατον να αφαιρεθεί από τους δαίμονες η δική τους ιδιοκτησία, παρά μόνο εφόσον πρώτα θα έχαναν αυτοί και θα περιβάλλονταν με δεσμά, ώστε να μην μπορούν πάλι να δώσουν μάχη για τα κτήματά τους» (β). Η γραφή που υποστηρίζεται από τους αλεξανδρινούς μεγαλογράματους κώδικες: «Αλλ’ ου δύναται ουδείς εις την οικίαν του ισχυρού εισελθείν τα σκεύη αυτού διαρπάσαι», εκφράζει το νόημα ομαλότερα.
(3) Με την κατά μέτωπο νίκη, την οποία νίκησε ο Κύριος εναντίον του Σατανά στους πειρασμούς στην έρημο, έδεσε αυτόν (σ). Έχει συνείδηση ο Κύριος, ότι αντιμετώπισε τον σατανά στο δικό του πεδίο, στο οποίο εκείνος ήταν συνηθισμένος να νικά πλήρως την ασθένεια των ανθρώπων. Αλλά μία για πάντα τώρα συνάντησε ο σατανάς τον αιώνιο νικητή του (γ).
(4) Ο κόσμος που κάθεται στο σκοτάδι και ζει στην αμαρτία, ήταν κτήμα του σατανά και βρισκόταν κάτω από την εξουσία και δύναμή του, σαν σπίτι που κατέχεται από ισχυρό άνδρα και σαν σκεύος που καλά κρατιέται από τα χέρια του. Έτσι γίνεται και σε κάθε μη αναγεννημένη ψυχή. Ο σατανάς κατοικεί και εξουσιάζει σε αυτήν. Το ευαγγέλιο του Χριστού αποβλέπει στο να αρπαχτεί η οικία αυτή του διαβόλου, ο οποίος κατέχει αυτήν ισχυρά, και να επιστρέψει ο κόσμος από το σκοτάδι στο φως, από την αμαρτία στην αγιότητα, από την κυριαρχία του σατανά στη βασιλεία του Θεού. Όταν λοιπόν μερικοί από τους χειρότερους αμαρτωλούς αγιάστηκαν και σώθηκαν και απέβησαν οι άριστοι των αγίων, τότε η οικία του σατανά αρπάχτηκε. Και η αρπαγή αυτή συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, διότι σε κάθε γενιά άνθρωποι που βρίσκονται υπό την εξουσία του σατανά, αποσπώνται από αυτήν και αγιάζονται και καθίστανται αιώνια και αναφαίρετα σκεύη του Πνεύματος.
Στίχ . 28-30 . Η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος.
3.28 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα(1) ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν(2).
28 «Σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα συγχωρήσει όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων και τις προσβολές που θα του κάνουν·
(1) Δεν μιλά εδώ κυρίως για τα ατομικά αμαρτήματα, αλλά για τις κλάσεις ή τα είδη της αμαρτίας (γ). «Κάτι τέτοιο εννοεί εδώ. Για όσα, μεν, άλλα αμαρτάνουν οι άνθρωποι, θα μπορούσαν, ίσως, και να προφασιστούν κάτι και να τύχουν συγγνώμης, μιας και ο Θεός συγκαταβαίνει στην ασθένεια των ανθρώπων» (Θφ).
(2) Παρόλο που η βλασφημία είναι τόσο απαίσια στη φύση της, που επιβαρύνεται πολλές φορές και από τις περιστάσεις, κάτω από τις οποίες γίνεται, αλλά και διότι συχνά επαναλαμβάνεται, παρόλο που φθάνει η ασέβειά της μέχρι τους ουρανούς, παρ’ όλ’ αυτά, το έλεος του Κυρίου είναι πάνω από τους ουρανούς και εκτείνεται και σε αυτούς τους βλάσφημους, που υβρίζουν και ατιμάζουν το ίδιο το όνομα του Θεού. Ο Παύλος έτυχε αυτού του ελέους, παρόλο που ήταν βλάσφημος και διώκτης (Α Τιμ. α 13). Και οι εναντίον του υιού του ανθρώπου βλασφημίες θα συγχωρεθούν, όπως συγχωρέθηκαν οι βλασφημίες εκείνων, οι οποίοι τον εξευτέλισαν και τον έλουσαν με βρισιές κατά τον θάνατό του. Αλλά οι βλασφημίες αυτές θα συγχωρεθούν όχι στους διαβόλους, αλλά στους γιους των ανθρώπων. Ο σατανάς βλασφημεί με πώρωση· οι άνθρωποι βλασφημούν, αλλά είναι επιδεκτικοί μετάνοιας και εφόσον μετανοούν, συγχωρούνται. Να γιατί αγάπησε ο Θεός τον κόσμο των πεσμένων ανθρώπων περισσότερο από τον κόσμο των πεσμένων αγγέλων.
3.29 Ὅς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον(1), οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα(2), ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως(3)·
29 όποιος όμως προσβάλει το Πνεύμα το Άγιο, δε θα συγχωρηθεί ποτέ· είναι ένοχος αιώνιας καταδίκης».
(1) Τι δηλώνεται με τη φράση αυτή; Κάποιοι είπαν, ότι αναφέρεται στην ειδική περίπτωση των συκοφαντών του Ιησού, η οποία δεν έχει τίποτα το όμοιό της κάτω από τις παρούσες περιστάσεις. Άλλοι είπαν ότι δεν έχει καμία σχέση με την περίπτωση των Φαρισαίων αυτών. Η αλήθεια βρίσκεται μεταξύ των δύο αυτών άκρων. Αυτοί οι γραμματείς και Φαρισαίοι, είχαν δει αναμφισβήτητη περίπτωση ενέργειας, ολοφάνερα και ξεκάθαρα άγιας, υπερφυσικής δύναμης στις θαυμάσιες θεραπείες του Χριστού. Είχαν όμως τόσο πολύ σκληρύνει τους εαυτούς τους απέναντι σε αυτήν την μαρτυρία, ώστε δεν δίστασαν να αποδώσουν τα έργα αυτά της θείας αγαθότητας στην σατανική δύναμη (σ). Δες και Ματθ. ιβ 31,32. Αποκαλούσαν το φως σκοτάδι και πεισματικά απέκλειαν τους εαυτούς τους από το φως. Η διάνοιά τους λοιπόν εθελοτυφλώντας γινόταν νεκρή στο να δεχτεί και να κατανοήσει την αλήθεια και ανεπίδεκτη για τις απαραίτητες προϋποθέσεις της μετάνοιας.
(2) «Αντί να πει: ουδέποτε» (Ζ). «Όταν, ενώ έβλεπαν τον Κύριο να κάνει έργα Θεού, ακόμη βλασφημούσαν, πώς, αν και έμεναν αμετανόητοι, θα συγχωρεθούν;» (Θφ). Δεν πρόκειται λοιπόν για μεμονωμένα ασεβή λόγια εναντίον του προσώπου ή της ουσίας του Αγίου Πνεύματος· ούτε για την λόγω άγνοιας ή αδυναμίας αντίστασης στο εσωτερικό και στην καρδιά του αμαρτωλού έργο της χάρης. Διότι τότε ποιος θα μπορούσε να σωθεί; Η αμαρτία της βλασφημίας αυτής μένει ασυγχώρητη όχι λόγω έλλειψης ή ανεπάρκειας του ελέους του Θεού ή της αξιομισθίας της θυσίας του Χριστού, αλλά διότι οδηγεί αναπόφευκτα τον αμαρτωλό σε απιστία και αμετανοησία. Όταν για παράδειγμα το Πνεύμα το Άγιο δόθηκε, και οι δωρεές του έγιναν αισθητές με τον φωτισμό της εσωτερικής του αποκάλυψης, με τα χαρίσματα της γλώσσας, της προφητείας, των ιαμάτων και των υπόλοιπων διαμοιράσεων του Πνεύματος, και παρά τις έκδηλες αυτές ενέργειες του Πνεύματος, βρίσκονταν οι πωρωμένοι, που απέδιδαν αυτές εθελόκακα στον σατανά, καμία πλέον ελπίδα δεν έμενε για αυτούς να μετανοήσουν και να συγχωρεθούν.
(3) «Κρίση βεβαίως εδώ, ονόμασε την καταδίκη» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή: αιωνίου αμαρτήματος, που εκφράζει θαυμάσια έννοια=Το αιώνιο αμάρτημα υποβάλλει τον ένοχο σε αυτό, σε αιώνια τιμωρία. Αυτή είναι η φιλοσοφία της ασταμάτητης τιμωρίας των αμαρτωλών. Η αμαρτία αλλοιώνει την φύση· η πράξη μεταπίπτει σε κατάσταση και η κατάσταση είναι κάτι μόνιμο. Η αιώνια τιμωρία λοιπόν είναι συνέπεια αμαρτωλής κατάστασης, στην οποία ο αμαρτωλός έχει εδραιωθεί ανεπανόρθωτα και ανίατα (γ).
3.30 ὅτι(1) ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον(2) ἔχει.
30 Τα είπε αυτά ο Ιησούς γιατί έλεγαν πως έχει σατανικό πνεύμα.
(1) Οδηγήθηκε ο Ιησούς στην πρωτάκουστη και επίσημη αυτή διακήρυξη, διότι έλεγαν οι Γραμματείς…
(2) Τον Βεελζεβούλ του στ. 22 ονομάζει εδώ πνεύμα ακάθαρτο, για να γίνει ακόμη περισσότερο φανερή, η αντίθεση με το Πνεύμα το Άγιο, εναντίον του οποίου εκείνοι βλασφημούσαν (γ).
Στίχ . 31-35 . Μητέρα και αδελφοί του Κυρίου.
3.31 ῎Ερχονται οὖν(1) ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω(2) ἑστῶτες(3) ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν(4).
31 Ήρθαν τότε η μητέρα και τ’ αδέρφια του Ιησού και περιμένοντας έξω από το σπίτι έστειλαν να τον φωνάξουν.
(1) Δες Ματθ. ιβ 46-50 και τις εκεί σημειώσεις. Με το οὖν συνδέονται όσα εξιστορούνται στους σ. 31-35 με τον σ. 21= Ήλθαν η μητέρα του και οι αδελφοί και επειδή άκουσαν ότι έχασε τα λογικά του, ήθελαν να τον κρατήσουν. Ίσως και αναγκάζοντας αυτόν να διακόψει και να μην κουράζεται υπερβολικά, το οποίο θα είχε δυσμενή αντίκτυπο στην υγεία του. Ίσως και διότι βλέποντας να οξύνεται η δυσμένεια των εχθρών του, ήθελαν να πάρουν υπέρ αυτού προφυλακτικά μέτρα εναντίον της επιβουλής τους, ή και να συστήσουν σε αυτόν να μην γίνεται προκλητικός σε αυτούς.
(2) Έξω από το πλήθος που κύκλωνε τον Ιησού (δες σ 32), ή και έξω από το σπίτι όπου δίδασκε (b).
(3) Παλαιά γραφή «στήκοντες… καλούντες αυτόν».
(4) Όχι μόνο στέκονταν έξω και δεν προχωρούσαν, ώστε και αυτοί να ακούσουν το κήρυγμά του, αλλά μέσω απεσταλμένου ζητούν από αυτόν να βγει, διακόπτοντας αυτός το έργο του.
3.32 Καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου(1) ἔξω ζητοῦσί σε.
32 Γύρω του καθόταν πλήθος, και του λένε: «Η μητέρα σου και τ’ αδέρφια σου είναι έξω και σε ζητούν».
(1) Παλαιότατη γραφή «οι αδελφοί σου και αι αδελφαί σου»
3.33 Καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;
33 Εκείνος απαντώντας τούς λέει: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδερφοί μου;»
3.34 Καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ(1) τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους(2) λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου(3)·
34 Κι αφού έριξε μια ματιά ολόγυρα σ’ αυτούς που κάθονταν γύρω του, λέει: «Να η μητέρα μου και τα αδέρφια μου.
(1) Αντί για το «έκτεινε το χέρι», που λέει ο Ματθαίος, ο Μάρκος γράφει, περιβλεψάμενος κύκλω, δηλαδή έδειξε με το βλέμμα, ποιους είχε στο νου για αυτό, το οποίο θα έλεγε.
(2) Στο σ. 32 αναφέρεται, ότι ο όχλος καθόταν γύρω του. Όπως όμως φαίνεται από τα συμφραζόμενα, το «να η μητέρα μου και οι αδελφοί μου» αναφέρεται κυρίως στους μαθητές του Κυρίου (γ).
(3) «Ο Κύριος, λοιπόν, απαντά ότι, τίποτα δεν θα ωφελήσει την μητέρα μου το ότι έγινε μητέρα μου, αν δεν έχει και την άλλη αρετή· ομοίως ούτε τους αδελφούς μου η συγγένεια. Διότι εκείνοι είναι αληθινά συγγενείς του Χριστού, αυτοί που εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού. Δεν τα λέει, λοιπόν, αυτά αρνούμενος την μητέρα του, αλλά δείχνοντας, ότι θα είναι άξια τιμής, όχι μόνο επειδή γέννησε, αλλά και για όλη την άλλη αρετή· επομένως, αν δεν έχει, βεβαίως, εκείνην, θα προτιμηθούν άλλοι στη συγγένεια» (Θφ). «Αλλά δείχνει επιπλέον, ότι από κάθε σωματική συγγένεια, προτιμά την οικειότητα της ψυχής. Διότι ήταν ανάγκη να πει αυτό και για διδασκαλία των παρόντων. Εξάλλου, βεβαίως, λέει ότι τότε δεν είχαν ακόμη πιστέψει σε αυτόν οι αδελφοί του, όπως μαθαίνουμε από τον Ιωάννη. Από τον Μάρκο επίσης μαθαίνουμε ότι επιχειρούσαν να τον κρατούν κλεισμένο ως τρελό. Επειδή λοιπόν είχαν τέτοια λογική, για αυτό ο Κύριος δεν τους ανέφερε ως δικούς του» (β).
3.35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ(1), οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί(2).
35 Γιατί, όποιος εφαρμόζει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδερφός μου και αδερφή και μητέρα μου».
(1) Δεν λέει «όποιος κάνει το θέλημά μου», διότι δεν ζητούσε το θέλημα το δικό του «αλλά το θέλημα του Πατέρα του που τον έστειλε» (Ιω. ε 30). Για αυτό και το θέλημά του ως ανθρώπου ταυτιζόταν πλήρως με το θέλημα του Πατέρα του, όπως ένα και το αυτό ήταν και το θέλημά του ως Λόγου με το θέλημα του Πατέρα. Επιπλέον ήδη εφόσον βρίσκεται στην κατάσταση αυτή της ταπείνωσής του, εξαρτά τον εαυτό του εξολοκλήρου από τον Πατέρα θεωρώντας ως κύριο έργο και σκοπό της ζωής του «όχι να κάνω το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα αυτού που με έστειλε» (Ιω. στ 38).
(2) Ο Κύριος εδώ δίνει σε μας να καταλάβουμε, ότι εκτός από τη σωματική συγγένεια υπάρχει και άλλη υψηλότερη συγγένεια, η πνευματική οικογένεια του Θεού, τις οποίας τα μέλη συνδέονται με δεσμούς πολύ στενότερους και ανώτερους από τους δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ των μελών συνηθισμένης ανθρώπινης οικογένειας. Η συγγένεια αυτή οφείλεται στη νέα φύση, η οποία γεννιέται στον άνθρωπο από τον Θεό, στην αναγέννηση και υιοθεσία την οποία μας παρέχει το Πνεύμα· δείχνει λοιπόν τον εαυτό της με την υπακοή στο θέλημα του Θεού (σ.γ.). «Μαθαίνουμε λοιπόν από εδώ ότι γινόμαστε συγγενείς και του Χριστού μέσω του Πνεύματος» (β). Όλοι οι υπάκουοι πιστοί είναι στενοί συγγενείς του Ιησού Χριστού. Έχουν το όνομά του, έχουν την εικόνα του, έχουν τη φύση και αγιότητά του, είναι από την οικογένειά του. Αγαπά αυτούς, συναναστρέφεται ελεύθερα μαζί τους σαν μαζί με συγγενείς του. Δέχεται αυτούς με χαρά στο τραπέζι του, φροντίζει για αυτούς, προμηθεύει τα χρήσιμα σε αυτούς, βλέπει επίσης και τι τους χρειάζεται για να θεραπεύσει την ανάγκη τους αυτή. Όταν πέθανε, άφησε σε αυτούς μεγάλη κληρονομιά στην εκκλησία, και τώρα που είναι στους ουρανούς επικοινωνεί και ανταποκρίνεται σε αυτούς. Και θα είναι πάντοτε μαζί τους μέχρι τη συντέλεια. Ούτε θα ντραπεί ποτέ τους φτωχούς αυτούς συγγενείς του, αλλά θα τους ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, μπροστά στους αγγέλους και μπροστά στον Πατέρα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4
Στίχ . 1-9 . Η παραβολή του σπορέως.
4.1 Καὶ πάλιν(1) ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν(2)· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς(3), ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ(4)· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς(5) ἦσαν.
1 Άρχισε πάλι να διδάσκει ο Ιησούς πλάι στη λίμνη της Γαλιλαίας. Γύρω του είχε μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος· γι’ αυτό ο ίδιος μπήκε και κάθισε σ’ ένα πλοιάριο, ενώ όλος ο κόσμος έμεινε στη στεριά δίπλα στη λίμνη.
(1) Δες Ματθ. ιγ 1-53 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Αναφέρεται στην προηγούμενη διδασκαλία του δίπλα στη θάλασσα. Δες γ 7, β 13 (δ).
(2) «Αν και έδωσε την εντύπωση ότι έδιωξε την μητέρα, όμως πάλι την υπακούει. Διότι για εκείνην βγαίνει προς την θάλασσα» (Θφ)
(3) Παλαιά γραφή: όχλος πλείστος. Επαναλαμβάνεται και εδώ η σκηνή της προηγούμενης συρροής στην ακτή της λίμνης και το πλοίο φαίνεται να είναι το πλοιάριο που τον περίμενε για τον όχλο, «για να μην τον πιέζουν» (γ 7-9). Ο λαός συρρέει, όχι όμως μαζί του και γραμματείς και Φαρισαίοι. Επιδίωκαν οι τελευταίοι αυτοί να τον ακούν στη συναγωγή, για να τον επικρίνουν. Τώρα όμως θεωρούν ως κατώτερο για τον εαυτό τους το να αναμιχθούν μαζί με το πλήθος και να παρακολουθήσουν από την παραλιακή ακτή το κήρυγμα. Με την απουσία τους όμως εξασφαλίστηκε ήσυχο και απαλλαγμένο από κάθε αντιλογία περιβάλλον, ώστε ο Κύριος αδιατάρακτα να κηρύξει το ευαγγέλιό του. Και εκδηλώθηκε με κάθε δύναμη η θρησκευτική δύναμη και επίδραση, εκεί, όπου έλειπε κάθε εξωτερική πομπή και μεγαλοπρέπεια, ήταν όμως παρών ο Χριστός και οι από αυτόν ευαγγελιζόμενοι φτωχοί. Όπου είναι ο βασιλιάς, εκεί είναι και η αυλή του. Όπου είναι ο Χριστός, εκεί και η εκκλησία του.
(4) «Κάθεται στο πλοίο, ώστε να τους έχει όλους μπροστά του και να τον ακούνε όλοι και να μην έχει κανέναν στην πλάτη του» (Θφ). Μπαίνει στο πλοίο «και δεν στάθηκε πάνω στη θάλασσα, παρόλο που μπορούσε, έτσι ώστε να μην χαθεί η ακρόαση από την έκπληξη, ούτε να φαίνεται ως θαυματουργός μάλλον παρά διδάσκαλος. Διότι το περιττό παράδοξο και το οποίο δεν θα γινόταν από φιλανθρωπία, θα ήταν μία άκαιρη θαυματουργία» (β).
(5) «Δηλαδή στεκόταν στο γιαλό, όπως είπε ο Ματθαίος» (Ζ). Οι λέξεις που αντιτίθενται είναι «εν τη θαλάσση» (=μέσα στη θάλασσα) και «προς την θάλασσαν» (=κοντά στη θάλασσα)(b). Κρίμα, θα έλεγε κάποιος, που τέτοιος διδάσκαλος και κήρυκας δεν έχει στη διάθεσή του ευρύχωρη, καλά επιπλωμένη και μεγαλοπρεπή αίθουσα, στην οποία από βήμα άνετο και υψηλό να κηρύττει, σε εποχή που υπήρχαν ρωμαϊκά θέατρα προορισμένα για αποκρουστικά και αποτρόπαια θεάματα. Αλλά ήταν τώρα ο Κύριος στην κατάσταση της ταπείνωσής του, και όπως πάντοτε και σε όλη την διάρκεια της κατάστασης αυτής, έτσι και τώρα, αρνείται στον εαυτό του τις τιμές που του οφείλονταν. Όπως δεν είχε οικία δική του για να γύρει σε αυτήν το κεφάλι του, έτσι δεν είχε ούτε κάποιο παρεκκλήσιο, στο οποίο να κηρύττει τον λόγο του. Αλλά και από βουνά και από πλοία και σε ερημιές και σε παραλίες και σε δρόμους και σε αγορές αφού ακούστηκε ο λόγος αυτός καρποφόρησε. Και εσύ λοιπόν, ο οποίος αξιώθηκες σήμερα να κηρύττεις αυτόν, μην θαμπώνεσαι από την ματαιότητα του κόσμου και μην παραπονιέσαι, εάν αίθουσες μεγάλες και πολυτελείς δεν ανοίγουν για σένα τις πύλες τους. Κήρυττε αφανώς, έστω· κήρυττε ακόμη και διωκόμενος· κήρυττε όπου σου δίνεται ευκαιρία και τόπος για την άσκηση του έργου σου. Και να είσαι βέβαιος, ότι ο λόγος σου θα καρποφορήσει, αρκεί να ενεργείς πάντοτε ταπεινά, συνετά και με κάθε φρόνηση.
4.2 Καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς(1) πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ(2) αὐτοῦ·
2 Τους δίδασκε πολλά με παραβολές και τους έλεγε:
(1) Έχουμε εδώ την παραβολή να επιμηκύνεται σε διήγηση (γ). Παραβολή σημαίνει μερικές φορές σοφό, μεγάλης σημασίας λόγο, ο οποίος είναι συγχρόνως και διδακτικός. Εδώ όμως σημαίνει γενικώς συνεχή αλληγορία ή σύγκριση, με την οποία πνευματικές και ουράνιες αλήθειες περιγράφονται, με γλώσσα και εικόνες που δανείζονται από τα πράγματα και συμβάντα της παρούσας ζωής. Ο Κύριος χρησιμοποιούσε πολύ το είδος αυτό της διδασκαλίας, συγκαταβαίνοντας προς τις διανοητικές ικανότητες και δεκτικότητες του λαού. Αναμφίβολα υπερύμνητος και ευλογημένος είναι εκείνος, ο οποίος μιλά από τον ουρανό για ουράνιες αλήθειες και μυστήρια και ντύνει τις υπερφυσικές αυτές αλήθειες με εκφράσεις, τις οποίες δανείζεται από τα επίγεια, από τα πλέον κοινά και συνηθισμένα φαινόμενα της φύσης, όχι από φιλοσοφικές ιδέες ή θεωρίες, ούτε από ασυνήθιστα και σπάνια φυσικά φαινόμενα. Πολλές από τις παραβολές του έχουν παρθεί από τα οικιακά και αγροτικά επαγγέλματα, όπως αυτή του σποριά, αυτή της βλάστησης του σπόρου και αυτή του σιναπιού.
(2) Ή, διδαχή εννοεί εδώ ολόκληρη την ομιλία του με παραβολές από τους στίχους 3-33 (δ) ή, πιο σωστά, η λέξη εδώ σημαίνει την πράξη της διδασκαλίας, όχι αυτό που διδάσκεται ή το περιεχόμενό της (γ). «Όλες οι παραβολές που λέει από δω και πέρα, είναι προφητείες σχετικά με όσα θα γίνουν από το κήρυγμα, δηλαδή για αυτά που θα συμβούν στο κήρυγμα… Προλέγει λοιπόν και την πρόοδο του κηρύγματος και την κακότητα των ανυπάκουων, ή την αποχαύνωση αυτών που δεν πλησιάζουν το ευαγγέλιο με γνήσια διάθεση» (β)
4.3 ἀκούετε(1). Ἰδοὺ ἐξῆθεν ὁ σπείρων(2) τοῦ σπεῖραι(3).
3 «Προσέξτε. Βγήκε ο σποριάς να σπείρει.
(1) «Δηλαδή προσέξτε» (Ζ). Επικαλείται την προσοχή σε αυτά που θα ειπωθούν, με τον τρόπο που συνήθιζε (γ). Αρχίζει με το Ακούετε και τελειώνει την παραβολή με το «όποιος έχει αυτιά να ακούει, ας ακούει». Οι λόγοι του Κυρίου πρέπει να ακούγονται από εμάς με πολλή προσοχή. Και σε εκείνους από αυτούς, τους οποίους δεν κατανοούμε εξ’ ολοκλήρου ή δεν αντιλαμβανόμαστε ορθά, πρέπει με επιμέλεια να εμμένουμε, πιστεύοντας ότι και κατανοητοί είναι και μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα έχουν μέσα τους. Και οπωσδήποτε θα κατανοήσουμε αυτούς και θα αντιληφθούμε την σπουδαιότητά τους. Θα βρίσκουμε ολοένα στα λόγια του Χριστού πολύ περισσότερους θησαυρούς, από όσο μας φάνηκε στις αρχές, όταν για πρώτη φορά τους διαβάσαμε.
(2) Η σκηνή, πάνω στην οποία το βλέμμα του Ιησού ενδεχομένως έπεφτε, όπως καθόταν στο πλοίο, ήταν οι αγροί, με τα εδάφη τους που είχαν διαφορετική αποδοτικότητα, και από εκεί ίσως εμπνεύστηκε επίκαιρα την παραβολή (σ). «Ποιος λοιπόν είναι ο σποριάς; Ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος βγήκε από το εσωτερικό του Πατέρα από φιλανθρωπία και συγκατάβαση, χωρίς να βγει πραγματικά από αυτόν» (Θφ). Από τον μεγάλο σποριά αντλούν το κύρος τους και οι κατά διαφόρους καιρούς πνευματικοί σποριάδες, που σπέρνουν τον σπόρο εκείνου και όχι τον δικό τους.
(3) «Βγήκε όχι για να κάψει την καταραμένη γη και τις πονηρές καρδιές· ούτε για να κόψει τα αγκάθια, αλλά για να σπείρει τον σπόρο. Ποιόν σπόρο;… Τον δικό του, δηλαδή για να κηρύξει το ευαγγέλιό του» (Θφ). «Διότι σπόρο εδώ εννοεί την διδασκαλία, ενώ γη τις ψυχές των ανθρώπων» (β). Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι πιο συνηθισμένες φυσικές ενέργειες και τα πιο κοινά φυσικά φαινόμενα μπορούν να μας δώσουν αφορμές για πνευματικότερες σκέψεις, και ωθήσεις για βαθύτερη μελέτη της θείας σοφίας και αγαθότητας που κρύβεται παντού στην δημιουργία. Έτσι όταν τα χέρια μας εργάζονται δραστήρια τα εγκόσμια, μπορούμε όχι μόνο να μην παρεμποδιζόμαστε, αλλά και να υποβοηθούμαστε, ώστε από τα εγκόσμια οι καρδιές μας να ωθούνται προς τον ουρανό.
4.4 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν(1) ἐπὶ τὴν ὁδόν(2), καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγεν(3) αὐτό·
4 Και καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, κι ήρθαν τα πουλιά και τους έφαγαν.
(1) «Εκείνος μεν, λοιπόν, έσπειρε. Από τα σπέρματα όμως, άλλο μεν έπεσε…» (Θφ).
(2) «Πρόσεξε, όμως, ότι δεν είπε ότι Έριξε αυτό στο δρόμο, αλλά Έπεσε. Διότι αυτός μεν που σπέρνει, ρίχνει σαν να πρόκειται για καλή γη, εκείνη όμως επειδή βρίσκεται πονηρή, καταστρέφει τον σπόρο, δηλαδή τον λόγο» (Θφ). «Όπως ακριβώς δηλαδή ο σποριάς, δεν χωρίζει την γη που έχει από κάτω του, αλλά απλά και χωρίς διάκριση ρίχνει τους σπόρους, έτσι και αυτός σε όλους μιλούσε, εκπληρώνοντας όσα του αναλογούσαν, παρόλο που προγνώριζε όσα θα ακολουθήσουν· για να λέει: Τι έπρεπε εγώ να κάνω και δεν το έκανα;» (β). Οδό δεν πρέπει να εννοήσουμε κάποιον πλατύ δρόμο που χωρίζεται από τον αγρό με φράγμα ή τοίχο, αλλά κάποιο δρομάκι που διασχίζει τον αγρό (γ). Έπεσε στο δρόμο: «Έπεσε σε ψυχή καταπατημένη από πολλούς… και τα πουλιά του ουρανού, οι δαίμονες εννοώ, που κυριαρχούν στον αέρα, έφαγαν τελείως τον σπόρο… Κάποιοι όμως τη φράση «έπεσε κοντά στο δρόμο» την εννόησαν με έναν έξυπνο τρόπο, ότι δηλαδή έπεσε σε άπιστη καρδιά· διότι δρόμος μεν είναι ο Χριστός· ενώ δίπλα στο δρόμο είναι οι άπιστοι, αυτοί που είναι έξω από το δρόμο, δηλαδή από το Χριστό» (Θφ). Η αφορία του εδάφους οφείλεται στην σκληρότητα του εδάφους που πατιέται. Οι ακροατές, που σημαίνονται από τον δρόμο, είναι αυτοί που δεν ενδιαφέρονται να κρύψουν το λόγο στο βάθος της καρδιάς τους και να κρατήσουν αυτόν εκεί. Έρχονται μπροστά στο Θεό μαζί με τον λαό του και κάθονται μπροστά του, όπως κάθεται και ο λαός του, αλλά απλώς και μόνο από συνήθεια έρχονται, για να δουν και για να τους δουν. Δεν προσέχουν σε όσα λέγονται και στο τι σημαίνει το κήρυγμα. Ούτε σκοτίζονται για να κατανοήσουν αυτά, αλλά μπαίνουν αυτά από το ένα αυτί και βγαίνουν από το άλλο χωρίς να αφήσουν κάποια βαθύτερη εντύπωση σε αυτούς. Υπάρχει και παλαιά γραφή: παρά την οδόν.
(3) Τέτοιοι απρόσεκτοι, αμέριμνοι και ψυχροί ακροατές γίνονται εύκολη λεία στο σατανά, ο οποίος, όπως είναι ο μεγαλύτερος ανθρωποκτόνος, έτσι είναι και ο μεγαλύτερος κλέφτης του λόγου του Θεού που ζωοποιεί τους ανθρώπους, και θα μας τον κλέψει ασφαλώς, εάν δεν λάβουμε ειδική φροντίδα να τον φυλάξουμε. Εάν δεν προετοιμάσουμε τις καρδιές μας για να δεχτούν τον λόγο και αν δεν ταπεινωθούμε σε αυτόν και αν δεν συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε αυτόν και αν δεν τον κρύψουμε στα βάθη μας με προσευχή και επανειλημμένη μελέτη και εμβάθυνση σε αυτόν, θα μας τον κλέψει ασφαλώς, διότι χωρίς αυτά θα είμαστε δρόμος.
4.5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς(1),
5 Άλλοι έπεσαν σε πετρώδες έδαφος που δεν είχε πολύ χώμα κι αμέσως φύτρωσαν, γιατί το χώμα ήταν λιγοστό.
4.6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ρίζαν ἐξηράνθη(2)·
6 Μόλις όμως ανέτειλε ο ήλιος, κάηκαν, κι επειδή δεν είχαν ρίζες ξεράθηκαν.
(1) Το πετρώδες έδαφος επιφέρει δύο αποτελέσματα: πρώτον ο σπόρος βλαστάνει γρήγορα, διότι βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους και είναι ακόμη περισσότερο εκτεθειμένος στην ισχυρή επίδραση του ήλιου και της βροχής· και δεύτερον καίγεται από την θέρμη του ήλιου και ξεραίνεται (γ).
(2) Μπορεί λοιπόν να μην είμαστε δρόμος και ως προς αυτό να είμαστε καλύτεροι από πολλούς πλησίον μας και να προχωρούμε πολύ περισσότερο από αυτούς στην οδό προς τον ουρανό, και όμως να μείνουμε πολύ μακριά από αυτόν. Δες πόσο προχώρησαν οι ακροατές που εννοούνται με το πετρώδες έδαφος. Δεν γύρισαν την πλάτη αδιάφοροι προς τον λόγο· ούτε έκλεισαν τα αυτιά, για να μην ακούσουν αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, το να ακούει κάποιος τον λόγο, έστω και συχνά, έστω και με μεγάλη προσοχή, δεν είναι αρκετό στο να μας φέρει στον ουρανό. Αλλά οι ακροατές του πετρώδους εδάφους όχι μόνο άκουσαν, αλλά και δέχτηκαν τον λόγο και αμέσως ανέτειλε σε αυτούς ο σπόρος. Αισθάνθηκαν την χαρά της σποράς και της καρποφορίας του λόγου· γεύτηκαν τη γλυκύτητά του, αλλά ο λόγος δεν ρίζωσε σε αυτούς αρχές σταθερές και συνήθειες μόνιμες, ούτε επέδρασε βαθιά στο συναίσθημά τους και τις καρδιές τους. Για αυτό και ο πρόωρος ενθουσιασμός τους μετά τις πρώτες εκρήξεις του πάγωσε και εξατμίστηκε, όταν αντιμετώπισε την πρώτη αντίδραση και δοκιμασία. Να ετοιμάζεσαι για την περίοδο της δοκιμασίας και να μην επαναπαύεσαι στον ενθουσιασμό και την αγαθή εντύπωση, την οποία σου διέγειρε ο λόγος που άκουσες. Μη λησμονείς, ότι οι διωγμοί και οι δοκιμασίες, απέναντι στις οποίες συγκρούονται ολέθρια αυτοί που εννοούνται από το πετρώδες έδαφος, εκπροσωπούνται από τον ήλιο που ανέτειλε. Ο ίδιος ήλιος, που θερμαίνει και ζωογονεί τους καλά ριζωμένους, μαραίνει και ξεραίνει αυτούς που δεν έχουν βαθιές ρίζες. Όπως ο λόγος του Χριστού, έτσι και ο σταυρός του Χριστού, σε μερικούς μεν είναι οσμή ζωής για ζωή, σε άλλους όμως οσμή θανάτου για θάνατο. Ο ίδιος διωγμός, ο οποίος ωθεί μερικούς σε αποστασία και καταστροφή, εργάζεται σε άλλους αιώνιο βάρος δόξας. Δοκιμασίες οι οποίες σείουν τους μεν, στερεώνουν τους άλλους.
4.7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν(1) αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε(2)·
7 Άλλοι σπόροι έπεσαν στ’ αγκάθια, κι όταν τ’ αγκάθια μεγάλωσαν τους έπνιξαν και δεν καρποφόρησαν.
(1) Συνέπνιξαν=αφού το κύκλωσαν από παντού, το έπνιξαν (δ). Η τάξη αυτή των ακροατών παρουσίασε πρόοδο μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Διότι αυτοί δεν στερούνταν ρίζας βαθιάς. Αλλά ό,τι στους άλλους επέφεραν οι δυσμενείς περιστάσεις και οι διωγμοί, αυτό συντέλεσαν σε αυτούς η ευδαιμονία, οι ανέσεις και τα αγαθά του κόσμου. Η ευτυχία καταστρέφει τον λόγο στην καρδιά, όσο και ο διωγμός. Θα μπορούσε κάποιος μάλλον να πει, ότι η επερχόμενη καταστροφή είναι πιο επικίνδυνη, διότι επέρχεται σιωπηλά και ύπουλα. Το πετρώδες έδαφος έβλαψε τις ρίζες, τα αγκάθια βλάπτουν τον καρπό. Οι φροντίδες και η μέριμνα για την άλλη ζωή ενισχύουν και ζωοποιούν τον σπόρο που φυτρώνει. Οι φροντίδες αυτού του αιώνα τον συμπνίγουν και δεν καρποφορεί. Σωστά οι κοσμικές φροντίδες παρομοιάζονται με αγκάθια, διότι και αυτά και εκείνες προήλθαν από την αμαρτία. Εάν ο Αδάμ δεν αμάρτανε, ούτε η γη θα βλάσταινε αγκάθια, ούτε η ζωή του ανθρώπου θα γινόταν τόσο πολυμέριμνη.
(2) Η σύμπνιξη παρεμπόδισε την καρποφορία (δ). «Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, ότι δεν είναι ένας ο δρόμος της απώλειας, αλλά διάφοροι. Αυτοί δηλαδή, από τη μία, που μοιάζουν με τον δρόμο, είναι αυτοί που δείχνουν ραθυμία και ολιγωρία· αυτοί, από την άλλη, που μοιάζουν με την περίπτωση της πέτρας, είναι ασθενέστεροι και μαράθηκαν χωρίς τίποτα σχεδόν να επηρεάσει την διδασκαλία. Πόσο μάλλον να έρθουν και πειρασμοί! Αυτοί πάλι που είναι στα αγκάθια, είναι πολύ λιγότερο άξιοι συγγνώμης από αυτούς» (β). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αριθμός των άκαρπων ακροατών είναι πολύ μεγάλος. Μελαγχολική πρόβλεψη παρέχει σε μας η παραβολή αυτή σχετικά με τα ακροατήρια του κηρύγματος του ευαγγελίου, αφού υπαινίσσεται ότι μόλις και μετά βίας το ¼ των ακροατών παράγει μέχρι τέλος καρπό.
4.8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξάνοντα(1), καὶ ἔφερεν ἐν(2) τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν(3).
8 Τέλος άλλοι έπεσαν στο γόνιμο έδαφος, όπου βλάστησαν, αυξήθηκαν κι έδωσαν καρπό, τριάντα κι εξήντα κι εκατό φορές περισσότερο.
(1) Αναβαίνοντα=από τη γη ολοένα υψώνεται και αυξάνει=γίνεται μέρα με τη μέρα πιο μεστό και ογκώδες (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή «έν τριάκοντα και έν… και έν». Αυτή βεβαίως είναι η μόνη ορθή γραφή. Το «εις τριάκοντα» και «ἐν τριάκοντα» δεν έχει την μαρτυρία ούτε της αρχαίας γλώσσας ούτε της κοινής και καθομιλουμένης· μάλλον θα άρμοζε τότε απλή αιτιατική: και έφερε τριάκοντα κλπ. (δ).
(3) Συγγραφείς, παλαιοί και νέοι, μιλούν για έκτακτη ευφορία του εδάφους στην Ανατολή (δες Γεν. κστ 12). Για την πεδιάδα της Γεννησαρέτ λέει ο Robinson ότι η ευφορία της δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεραστεί (σ). «Γιατί ο μεν εκατό, ο άλλος εξήντα, ο άλλος τριάντα; Εδώ πάλι η διαφορά οφείλεται στη φύση της γης, δηλαδή στη διάθεση» (β) αυτών που ακούνε τον λόγο.
4.9 καὶ ἔλεγεν(1) αὐτοῖς· ὁ ἔχων ὦτα(2) ἀκούειν ἀκουέτω.
9 Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τ’ ακούει αυτά», τους έλεγε.
(1) Όταν ολοκλήρωσε την παραβολή (δ)
(2) Η κατανόηση εξαρτάται από τα αυτιά του ακροατή, δηλαδή από την δεκτικότητα της ψυχής του. Είναι λοιπόν υπεύθυνος για να ανοίξει την διάνοιά του, για να δεχτεί την αλήθεια μισοκαλυμμένη από τον παραβολικό τρόπο της έκφρασης και για πλήρη αποκάλυψη και κατανόησή της απαιτείται ηθική προσπάθεια που εξαρτάται από την θέληση του ακροατή (σ). «Αυτός μεν που έχει τα καλύτερα αυτιά, ακούει τον Θεό, αυτός όμως που είναι κουφός ως προς την ακοή της ψυχής, δείχνει αναισθησία όταν μιλά ο Θεός» (Ω).
Στίχ . 10-20. Η σημασία της παραβολής του σπορέως.
4.10 Ὅτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας(1), ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν(2) σὺν τοῖς δώδεκα τὴν παραβολήν(3).
10 Όταν ο Ιησούς έμεινε μόνος, όσοι ήταν μαζί του, καθώς κι οι δώδεκα μαθητές, τον ρωτούσαν για το νόημα των παραβολών.
(1) Μετά την αποχώρηση του πλήθους, το οποίο οπωσδήποτε παρακολούθησε και τις υπόλοιπες παραβολές (γ). Πιθανότατα λοιπόν η ερώτηση προβλήθηκε από τους μαθητές μετά το πέρας της όλης διδασκαλίας. Υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορεί και η γραφή των αλεξανδρινών μεγαλογραμμάτων κωδίκων «… συν τοις δώδεκα τ α ς π α ρ α β ο λ ά ς».
(2) «Δηλαδή οι εβδομήντα από τους άλλους μαθητές» (Ζ).
(3) «Τον ρωτούσαν σχετικά με την παραβολή, ότι, δηλαδή, τι νόημα έχει η παραβολή αυτή, όπως έγραψε ο Λουκάς» (Ζ).
4.11 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὑμῖν δέδοται(1) γνῶναι τὰ μυστήρια(2) τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω(3) ἐν παραβολαῖς(4) τὰ πάντα(5) γίνεται,
11 Εκείνος τους έλεγε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού· σ’ όσους όμως βρίσκονται έξω, όλα παρουσιάζονται με παραβολές,
(1) «Επομένως λοιπόν, κατά τύχη και από μοίρα της φύσης στους μεν έχει δοθεί, ενώ στους άλλους όχι; Σε καμιά περίπτωση! Αλλά σε εκείνους έχει δοθεί, σε αυτούς που ζητούν. «Διότι, ζητάτε, λέει, και θα σας δοθεί». Τους υπόλοιπους, όμως, τους τύφλωσε ο Θεός, για να μην τους προξενήσει μεγαλύτερη καταδίκη το ότι κατάλαβαν το πρέπον, αλλά δεν το εφαρμόζουν» (Θφ). Του Θεού χάρη είναι το να δίνεται στους ανθρώπους φωτισμός διάνοιας για κατανόηση και γνώση των ουράνιων αληθειών. Και συχνά ο Θεός κατά δίκαιη κρίση αρνείται τον φωτισμό αυτόν σε εκείνους, στους οποίους έδωσε μάτια για να βλέπουν και αυτιά για να ακούν, αλλά μάταια και ανώφελα, διότι από κακή γνώμη δεν χρησιμοποιούν αυτά για ωφέλειά τους.
(2) Ή, το μυστήριο είναι η ένσαρκη οικονομία, στην οποία περιέχονται όλα τα άλλα μυστήρια της πίστης, οι θεωρητικές δηλαδή και πρακτικές αλήθειες αυτής (δ). Ή, πιο σωστά, μυστήριο στην Κ.Δ. δεν είναι πάντοτε αλήθεια ασύλληπτη, δύσκολη στο να κατανοηθεί, αλλά κάτι το κρυμμένο και που αποκαλύπτεται μόνο στους μυημένους. Το μυστήριο της βασιλείας του Θεού που εκτίθεται στις παραβολές αυτές είναι το γεγονός της μερικής μόνο επιτυχίας, αυτής κατά το επίγειο στάδιό της, και ειδικότερα για την ομάδα αυτή των παραβολών, μυστήριο είναι, ότι η βασιλεία ανήκει στις ζωντανές και αυξανόμενες πραγματικότητες και υπόκειται στους ίδιους νόμους, στους οποίους και ο σπόρος, η ζύμη, ο κόκκος του σιναπιού και τα όμοια (γ).
(3) « «Έξω» λέει αυτούς που είναι έξω από την πίστη σε αυτόν» (Ζ) ή αυτούς που είναι έξω από τη βασιλεία του Θεού (γ).
(4) Ο παραβολικός τρόπος της διδασκαλίας έχει υποβοηθητικό σκοπό. Προσελκύει την προσοχή, κερδίζει τόπο στη διάνοια των ακροατών για τις μη κατανοητές και δύσκολες αλήθειες, διασαφηνίζει με τα παραδείγματα και τις αναλογίες, υποβοηθά τη μνήμη και διεγείρει την σκέψη, διατηρεί το ζωηρό σπέρμα της αλήθειας στη διάνοια του ακροατή, έως ότου καταστεί ώριμη αυτή για να προσλάβει την αλήθεια (σ). Εφόσον όμως ο ακροατής δεν ενδιαφερθεί να ερευνήσει την παραβολή και να εμβαθύνει σε αυτήν, η παραβολή παρουσιάζεται σε αυτόν ως τερπνή διήγηση, που ευχαριστεί μόνο την περιέργειά του. Αλλά τότε επέρχεται ως τιμωρία αυτού, η πλήρης τύφλωση της διάνοιας. Η παραβολή είναι από μία άποψη όμοια με τη στήλη της νεφέλης, που συνόδευε τον Ισραήλ, η οποία έριχνε την σκοτεινή σκιά της προς τους Αιγυπτίους, ενώ με την άλλη πλευρά της φώτιζε τον Ισραήλ. Το ίδιο φως, το οποίο φωτίζει και τέρπει τα μάτια των μεν, θαμπώνει και σκοτεινιάζει τα μάτια των δε. Για τους μαθητές οι παραβολές έχυναν φως. Διότι αυτοί είχαν ενδιαφέρον να γνωρίσουν τα ευαγγελικά μυστήρια και θα ερευνούσαν τις παραβολές αναζητώντας το βαθύτερο νόημά τους και υποβοηθούμενοι από αυτές στο να κατανοήσουν πληρέστερα τις αποσαφηνιζόμενες από τις παραβολές αλήθειες και να συγκρατήσουν αυτές ευκολότερα στη μνήμη τους. Οι σαρκικοί όμως ακροατές δεν έδειχναν το ενδιαφέρον και τον κόπο να ερευνήσουν την παραβολή βαθύτερα και συνεπώς πέραν της τερπνής διήγησης, δεν κέρδιζαν αυτοί τίποτα. Κάθε παραβολή μοιάζει με κοχύλι, το οποίο κρύβει αγαθό καρπό για τον επιμελή, για τον ράθυμο όμως και αμελή ο καρπός αυτός παραμένει άγνωστος και αχρησιμοποίητος.
(5) «Όλα, δηλαδή, τα σχετικά με την διδασκαλία» (Ζ)
4.12 ἵνα(1) βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι(2), καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα.
12 ώστε, όσο κι αν κοιτάζουν να μη βλέπουν, όσο κι αν ακούν να μην καταλαβαίνουν· μήπως μετανοήσουν και τους συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες».
(1) Το χωρίο του Ησ. στ 9,10 παρατίθεται διαφορετικά στον Ματθαίο (ιγ 13) και διαφορετικά προσαρμόζεται από τους Μάρκο και Λουκά. Στον Ματθαίο η τύφλωση επέρχεται στον ιουδαϊκό λαό ως ποινή της προϋπάρχουσας πώρωσης της διάνοιάς τους και η χρήση των παραβολών από τον Κύριο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της κατάστασης του λαού. Ενώ κατά τον Μάρκο οι παραβολές χρησιμοποιούνται από τον Κύριο για να μην δουν ούτε να κατανοήσουν την αλήθεια οι Ιουδαίοι και η τύφλωση λοιπόν αποτελεί σκοπό και όχι συνέπεια και ποινή (σ). Η διαφορά ανταποκρίνεται και με παρόμοια διαφορά ανάμεσα στο πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο και την μετάφραση των Ο΄. Στο εβραϊκό ο Θεός παρουσιάζεται να στέλνει τον προφήτη του ώστε με το προφητικό μήνυμά του να σκληρύνει την καρδιά του λαού. Σύμφωνα με τους Ο΄ αντιθέτως, η σκλήρυνση είναι η αιτία και όχι το αποτέλεσμα. Έτσι στον Ματθαίο που ακολουθεί τους Ο΄, ο Ιησούς μιλά στους Ιουδαίους με παραβολές, επειδή η καρδιά τους είναι παχιά και τα αυτιά τους δεν ακούνε καλά. Ο Μάρκος και ο Λουκάς σύμφωνα με το (εβραϊκό) πρωτότυπο, παρουσιάζουν ως σκοπό των παραβολών το να καταστούν με αυτές οι Ιουδαίοι ανίκανοι να ακούνε και να βλέπουν. Και όμως, όταν παρατηρήσουμε στην παράθεση του χωρίου την ίδια γλώσσα, δεν μας μένει αμφιβολία για το ότι και οι δύο αυτοί συνοπτικοί παραθέτουν από τους Ο΄, τροποποιώντας τους Ο΄ (70 μεταφραστές) για κάποιον προσωπικό τους λόγο. Ο λόγος αυτός φαίνεται να είναι, ότι ο Μάρκος είχε στο νου την μορφή στην οποία ο Κύριος παρέθεσε το χωρίο σύμφωνα με το εβραϊκό κείμενο, απαλλάσσοντας αυτό από την ειρωνεία, η οποία είναι το σωτήριο και παιδαγωγικό στοιχείο στο χωρίο του Ησαΐου. Ειρωνικά εκεί ο Θεός παραγγέλλει στον προφήτη να σκληρύνει το λαό. Ενώ ο Ιησούς με κάθε σοβαρότητα, αποφεύγοντας την ειρωνεία, περιγράφει την σκλήρυνση ως αποτέλεσμα της παραβολής. Το κύριο λοιπόν νόημα του Κυρίου και η αλήθεια, την οποία εκφράζει, είναι ότι τα μυστήρια της βασιλείας ή τα μυστικά της, δεν είναι για εκείνους οι οποίοι είναι έξω από αυτήν και για αυτό γίνεται χρήση των παραβολών, ώστε οι μεν μαθητές μέσω αυτών να υποβοηθούνται για γνώση των μυστηρίων αυτών, ενώ από τους άλλους να μένουν αυτά καλυμμένα (γ). Με άλλα λόγια οι παραβολές δεν είναι μόνο παιδαγωγικό μέσο διδασκαλίας, αλλά έχουν και κάποιον δευτερεύοντα σκοπό, το να προστατεύσουν τις πολύτιμες αλήθειες από κάθε βεβήλωση. Διέσωσαν αυτές από το να ριχτούν σαν μαργαριτάρια μπροστά στους χοίρους και να παραδοθούν σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να εκτιμήσουν την πολύτιμη αξία τους (σ).
(2) Είναι ολοφάνερο, ότι το «ίδωσιν» εκφράζει πιο βαθιά και πραγματική και εσωτερική θέα από το «βλέπουν». Η έννοια λοιπόν που εκφράζεται με τη φράση, μπορεί να αποδοθεί ως εξής: έτσι ώστε, με την ενέργεια της όρασης (=βλέποντες) να βλέπουν μόνο εξωτερικά και να μην μπορούν να αντιληφθούν βαθύτερα. Η αντίθεση εκφράζεται ακριβέστερα με την διαφορά ανάμεσα στα ακόλουθα ρήματα: ἀκούωσι και συνιῶσι (γ). «Λέγει, λοιπόν, ότι, σκοπός είναι να βλέπουν μεν την διδασκαλία, μιας και την ακούνε· να μην την δουν όμως, αφού είναι καλυμμένη με την ασάφεια της παραβολής, επειδή είναι αυτοί ανάξιοι να την γνωρίσουν, διότι είναι αθεράπευτοι» (Ζ). «Το να δουν λοιπόν, από τη μία [με τα εξωτερικά μάτια], υπήρχε σε αυτούς διότι αυτό τους το χάριζε αυτός που φάνηκε· το να μην δουν [βαθύτερα και να κατανοήσουν], από την άλλη, συνέβη από το ότι αυτοί οι ίδιοι έκλεισαν τα μάτια τους… Ομοίως, βεβαίως, και το ότι δεν άκουσαν, συνέβη από το ότι δεν ήθελαν να κατανοήσουν τα λεγόμενα, αλλά περιφρονούσαν όσα λέγονταν. Και έτσι θα συμβεί σε αυτούς, το να μην απαλλαχτούν από τα αμαρτήματά τους» (β). Έβλεπαν το πρόσωπο του Χριστού, αλλά δεν έβλεπαν και την δόξα του, αφού δεν διέκριναν κάποια διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και τους συνηθισμένους ανθρώπους. Έβλεπαν τα θαύματα και άκουγαν την διδασκαλία του, αλλά δεν αποκόμιζαν από αυτά διδάγματα για άμεση εφαρμογή στο βίο τους. Αλίμονο! Υπάρχουν σε κάθε γενιά πολλοί, που βλέπουν το φως του ευαγγελίου και ακούνε τη φωνή του, χωρίς όμως αυτά να φθάνουν μέχρι την καρδιά τους, και χωρίς να πιάνουν κάποια θέση στο εσωτερικό τους. Από αυτούς, όμως, όπως είναι δίκαιο, εφόσον κλείνουν τα μάτια τους για να μην δουν, απομακρύνει και ο Θεός τον φωτισμό του. Ας μείνουν στο σκοτάδι της άγνοιας, αφού θέλουν να αγνοούν και να προτιμούν το σκοτάδι παρά το φως.
4.13 Καὶ λέγει αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην(1), καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε(2);
13 Τους λέει ο Ιησούς: «Αν αυτή την παραβολή δεν καταλαβαίνετε, πώς τότε θα καταλάβετε όλες τις άλλες παραβολές;
(1) Η παραβολή αυτή δεν είναι η πιο δύσκολη από όλες (δ). Εάν δεν κατανοείτε αυτήν, η οποία είναι τόσο σαφής, πώς θα κατανοήσετε άλλες, λιγότερο σαφείς και περισσότερο σκοτεινές, παραβολές;
(2) «Αν αυτήν δεν την καταλάβατε» και δεν κατανοείτε, «πώς θα καταλάβετε εκείνες; Αυτό το είπε βεβαίως για να τους ξυπνήσει και για να τους κάνει πιο προσεχτικούς» (Ζ). Αφού τους προετοίμασε λοιπόν με την ερώτηση αυτή, προχωρά στην εξήγηση της παραβολής.
4.14 Ὁ σπείρων τὸν λόγον(1) σπείρει.
14 Ο σποριάς σπέρνει το λόγο του Θεού.
(1) Τον λόγο «της διδασκαλίας» (Ζ). Λέγεται με έμφαση και περιέχει το κλειδί της παραβολής. Μιλά για την σπορά του λόγου και δείχνει τις αναλογίες μεταξύ αυτής της σποράς και της σποράς του σταριού (γ). Αυτός ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε για κάποιο χρόνο ο σποριάς, όταν ήλθε, για να κηρύξει και να διδάξει. Τώρα στέλνει τους διακόνους του και σπέρνει με το χέρι τους.- Ο Πέτρος, ο Παύλος και οι άλλοι σπέρνουν τον σπόρο του Χριστού και είναι δούλοι του Χριστού (b).
4.15 Οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος(1), καὶ ὅταν ἀκούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον(2) τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.
15 Με τους σπόρους που έπεσαν στο δρόμο εννοούνται εκείνοι στους οποίους σπέρνεται ο λόγος και, μόλις τον ακούσουν, αμέσως έρχεται ο σατανάς και παίρνει το λόγο που έχει σπαρθεί στις καρδιές τους.
(1) «Αυτοί· ποιοι; Αυτοί τους οποίους θα πει· λέει «όπου» σπέρνεται ο λόγος, αντί να πει, Σε αυτούς που σπέρνεται» (Ζ). Επομένως η πρόταση πρέπει να εξηγηθεί: Αυτοί στο δρόμο είναι εκείνοι, στους οποίους σπείρεται ο λόγος του Θεού και όταν ακούσουν… (δ). Το σπέρμα και το έδαφος συγχέονται εδώ. Ο σπόρος είναι ο λόγος, το έδαφος είναι οι διάνοιες των ακροατών (γ).
(2) Αυτοί που νομίζουν, ότι αρκεί να ακούνε τον λόγο του Θεού και ότι με μόνη την ακρόαση του κηρύγματος θα σωθούν, πλανούν τους εαυτούς τους.
4.16 Καὶ οὗτοι ὁμοίως(1) εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ χαρᾶς(2) λαμβάνουσιν αὐτόν,
16 Με άλλους πάλι συμβαίνει ό,τι με τους σπόρους που σπέρνονται σε πετρώδες έδαφος: αυτοί, όταν ακούσουν το λόγο, αμέσως τον δέχονται με χαρά·
(1) Αναφέρεται στο προηγούμενο παράδειγμα, δείχνοντας ότι όμοια σχέση υπάρχει και εδώ, όπως και σε αυτούς στο δρόμο (δ).
(2) Το «ευθύς μετά χαράς» ανταποκρίνεται στο «ευθύς εξανέτειλε» της παραβολής και δείχνει μία πλευρά της ομοιότητας, την επιπόλαιη προθυμία, με την οποία δέχονται τον λόγο (γ).
4.17 καὶ οὐκ ἔχουσι ρίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται(1).
17 δε ριζώνει όμως μέσα τους, αλλά είναι προσωρινός. Έπειτα, όταν αρχίσουν κατατρεγμοί ή διωγμοί εξαιτίας του ευαγγελίου, αμέσως το απαρνούνται.
(1) Πολλοί είναι αυτοί που πρόσκαιρα επηρεάζονται από τον λόγο, αλλά δεν λαμβάνουν μόνιμη ωφέλεια από αυτόν. Διαβάζουμε σχετικά με τους υποκριτές, ότι «επιθυμούν να γνωρίσουν τους δρόμους μου» (Ησ. νη 2)· για τον Ηρώδη, ότι με ευχαρίστηση άκουγε τον Ιωάννη (Μάρκ. στ 20), για άλλους, ότι θέλησαν «να νιώσουν αγαλλίαση προς στιγμήν στο φως» του Ιωάννη (Ιω. ε 35)· για εκείνους για τους οποίους λέει ο Ιεζεκιήλ, ότι «θα γίνει σε αυτούς σαν ήχος ψαλτηρίου που ακούγεται γλυκά, πολύ ταιριαστού, και θα ακούσουν τα λόγια σου και δεν θα τα εφαρμόσουν» (Ιεζ. λγ 32)· και όλοι αυτοί παριστάνονται εδώ με το πετρώδες έδαφος, διότι δέχονται τον λόγο με χαρά, αλλά χωρίς κάποιο μόνιμο κέρδος.
4.18 Καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι(1), οἱ τὸν λόγον ἀκούοντες,
18 Με τους σπόρους που σπέρνονται στ’ αγκάθια εννοούνται αυτοί που ακούν το λόγο,
4.19 καὶ αἱ μέριμναι(2) τοῦ αἰῶνος τούτου(3) καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου(4) καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ(5) ἐπιθυμίαι(6) εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται.
19 οι μέριμνες όμως για τα εγκόσμια, η απάτη του πλούτου και οι λοιπές επιθυμίες μπαίνουν μέσα τους και καταπνίγουν το λόγο, κι έτσι δεν καρποφορεί.
(1) Και πάλι εδώ συγχέεται ο σπόρος και το έδαφος (γ).
(2) Διασπούν αυτές την ενότητα του πνεύματος σύροντας αυτό προς διάφορες κατευθύνσεις (γ). Κατατρώγουν οι μέριμνες τη δύναμη της ψυχής, η οποία θα δαπανιόταν σε θεία πράγματα· αποσπούν την προσοχή μας από το καθήκον· μας διασκορπίζουν και μας απορροφούν την σκέψη, όταν βρισκόμαστε στην εκτέλεση του καθήκοντος· σβήνουν τους σπινθήρες των αγαθών διαθέσεων και κατακαίνε τους δεσμούς των αγαθών αποφάσεων. Αυτοί που τυρβάζουν για πολλά, αμελούν το ένα, του οποίου υπάρχει ανάγκη.
(3) Εδώ έχει την έννοια του παρόντος πονηρού χρόνου. Αντιτίθεται προς τον αιώνα του μέλλοντος, στον οποίο θα κυριαρχήσει το αγαθό (γ).
(4) Η δύναμη, την οποία έχει ο πλούτος με τα θέλγητρά του να εξαπατά τους ανθρώπους, εμφανιζόμενος ως το ύψιστο αγαθό (γ). Όχι τόσο ο πλούτος, όσο η απάτη του πλούτου συμπνίγει. Η απάτη αυτή μας κατακυριεύει, όταν στηρίζουμε την πεποίθησή μας στον πλούτο και εξαρτούμε την ευτυχία και προστασία μας από αυτόν, αποθέτοντας σε αυτόν όλη την ελπίδα μας.
(5) =Τα υπόλοιπα, όσα απομένουν (γ). Τα άλλα δηλαδή πλην του πλούτου εγκόσμια αγαθά όπως τις ηδονές της γεύσης και άλλες κτηνώδεις ηδονές (δ).
(6) Άτακτες ορέξεις σχετικά με αυτά που αρέσουν στις αισθήσεις ή την φαντασία. Αυτοί που δεν συμπνίγονται από τις μέριμνες αυτού του αιώνα και από την απάτη του πλούτου είναι δυνατόν να πάθουν αυτό από τις επιθυμίες για τα υπόλοιπα. Αυτοί που και λίγο είναι προσκολλημένοι στον κόσμο είναι δυνατόν να ναυαγήσουν εξαιτίας της εμπαθούς φροντίδας για το σώμα τους.
4.20 Καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν(1) σπαρέντες, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται, καὶ καρποφοροῦσιν(2) ἐν(3) τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν(4).
20 Άλλοι, τέλος, μοιάζουν με το σπόρο που σπάρθηκε στο γόνιμο έδαφος: αυτοί ακούν το ευαγγέλιο, το δέχονται και φέρνουν καρπό, άλλοι τριάντα, άλλοι εξήντα κι άλλοι εκατό φορές περισσότερο».
(1) Δεν λέει, ότι στην καλή γη δεν υπήρχαν καθόλου πέτρες ή σπέρματα αγκαθιών, αλλά ότι τίποτα δεν μπόρεσε να παραβλάψει την καρποφορία και ευφορία του εδάφους. Οι άγιοι στον κόσμο αυτόν δεν είναι τελείως απαλλαγμένοι από τα υπολείμματα της αμαρτίας, είναι όμως ελεύθεροι από την κυριαρχία της αμαρτίας. Η επιθυμία ή αδυναμία που έχει απομείνει σε αυτούς γίνεται μάλλον κεντρί που τους διεγείρει σε εργασία της αρετής και πρόοδο σε αυτήν.
(2) Ακούνε τον λόγο, κατανοούν αυτόν όχι μόνο κατά την έννοια και σημασία των λέξεων, αλλά και κατά το πόσο αφορά αυτούς και τις υποχρεώσεις που αυτός τους επιβάλλει. Τον κατανοούν όπως και ένας άνθρωπος της δουλειάς κατανοεί κάτι που έχει σχέση με τη δουλειά του και το οποίο θα εφαρμόσει μετά από λίγο σε αυτήν. Και μετά την κατανόηση αμέσως επακολουθεί η εφαρμογή και συμμόρφωση. Όταν η διάνοιά μας και η εν γένει διάθεσή μας διαμορφωθεί σύμφωνα με το πνεύμα και τον φωτισμό του λόγου, συντελείται και η καρποφορία του.
(3) Υπάρχει και η γραφή έν… =ένα σπέρμα σταριού τριάντα φορές.
(4) «Τρεις τάξεις υπάρχουν εδώ της απώλειας του λόγου… Και αυτών που αποδέχτηκαν και φύλαξαν τον σπόρο, πάλι τρεις τάξεις· αυτοί μεν που καρποφορούν εκατό, είναι αυτοί που έχουν βίο τέλειο και έφτασαν στο άκρο (της αρετής)· αυτοί των εξήντα, είναι αυτοί που είναι μεσαίας αξίας, ενώ αυτοί των τριάντα, είναι όσοι έχουν μικρή μεν αξία, αλλά και αυτοί προσφέρουν το κατά δύναμιν… Όμως όλους ο Κύριος τους δέχεται, διότι φέρνουν καρπό» (Θφ).
Στίχ. 21-25. Η σημασία του λυχναριού και του μέτρου.
4.21 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς(1)· μήτι(2) ἔρχεται(3) ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην(4); οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ(5);
21 Τους έλεγε ο Ιησούς: «Μήπως φέρνουν το λυχνάρι για να το τοποθετήσουν κάτω από το δοχείο που μετρούν το στάρι ή κάτω απ’ το κρεβάτι; Το φέρνουν για να το τοποθετήσουν στο λυχνοστάτη.
(1) Έλεγε στους αποστόλους, στους οποίους δόθηκε να γνωρίσουν τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών. Οι απόστολοι εκλέχτηκαν να δεχτούν το ευαγγέλιο όχι για τους εαυτούς τους μόνο, αλλά και για το καλό των άλλων, για να διδάσκουν αυτό σε αυτούς. Ο Θεός περιμένει ευγνώμονα ανταπόδοση των χαρισμάτων του σε μας και χρησιμοποίηση καρποφόρα των δωρεών του προς εμάς. «Εγώ μεν άναψα το φως, το να μείνει όμως αναμμένο, ας είναι δική σας φροντίδα, όχι μόνο για σας τους ίδιους, αλλά και για χάρη αυτών που πρόκειται να απολαύσουν την λάμψη και να χειραγωγούνται προς την αλήθεια» (β). Η γη καλύπτει για αρκετό χρόνο τον σπόρο που σπάρθηκε σε αυτήν· ενώ εσείς, οι απόστολοί μου, οφείλετε να θέσετε σε ενέργεια την δύναμη του λόγου, τον οποίο ακούσατε, όσο το δυνατόν γρηγορότερα (b).
(2) Το «μήτι» διαφέρει από το απλό «μη», διότι δίνει τονισμό στην αρνητική απάντηση που υπονοείται.
(3) «Λέει «έρχεται» με την έννοια του: φέρνεται, μεταφέρεται» (Ζ).
(4) «Ούτε βάζουν το λυχνάρι κάτω από το κρεβάτι, όπου κάποιος αναπαύεται, ούτε κάτω από κάποιο άλλο σκεύος· διότι αυτός που κάνει αυτό, δεν φροντίζει για αυτούς που θα μπουν στο σπίτι, χάριν των οποίων πρέπει να τοποθετηθεί το λυχνάρι» (Ω).
(5) Η αλήθεια, αν την δούμε ως σπόρο, φέρνει καρπό· αν την δούμε ως φως, λάμπει και χύνει τον φωτισμό της τόσο στον χαρακτήρα και την συμπεριφορά αυτού που την δέχτηκε, όσο και στο περιβάλλον του. «Εδώ συμβουλεύει τους αποστόλους να είναι λαμπροί στο βίο και στον τρόπο συμπεριφοράς. Διότι όπως ακριβώς το λυχνάρι, λέει, τοποθετείται για να λάμπει, έτσι και η δική σας ζωή θα είναι ολοφάνερη σε όλους και όλοι θα την δουν· επομένως, προσπαθήστε να έχετε ωραίο τρόπο ζωής. Διότι δεν κάθεστε σε μια γωνιά, αλλά είστε λυχνάρι. Το λυχνάρι όμως, δεν κρύβεται κάτω από το κρεβάτι, αλλά φωτίζει όταν τοποθετηθεί στο λυχνοστάτη. Και ο καθένας από σας, λοιπόν, είναι λυχνάρι» (Θφ).
4.22 Οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ(1), οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν(2).
22 Έτσι, δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που δε θα γίνει φανερό ούτε μυστικό που δε θα φανερωθεί.
(1) «Είτε κάτι καλό, είτε πονηρό κάνει κάποιος στα κρυφά, θα φανερωθεί και εδώ και πολύ περισσότερο στο μέλλον. Διότι τι ήταν πιο κρυφό από το Θεό; Αλλά όμως και αυτός φανερώθηκε με σάρκα» (Θφ).
(2) «Ούτε έγινε απόκρυφο, για να κρυφτεί για πάντα· αλλά για να φανερωθεί κάποτε» (Ζ). Υπάρχει διαφορά μεταξύ της έννοιας των ρημάτων εστί και εγένετο. Το εστίν υπονοεί φυσική απόκρυψη, ενώ το εγένετο αναφέρεται εδώ σε σκόπιμη και από πρόθεση απόκρυψη. Στη διαφορά αυτή ανταποκρίνεται και η αντίθεση μεταξύ του «φανερωθῇ» και του «ἔλθῃ εἰς φανερόν». Το πρώτο αναφέρεται σε φανέρωση αναγκαστική, το δεύτερο σε αποκάλυψη από προσωπική θέληση, όταν έλθει ο καιρός της φανέρωσης. Το αξίωμα αυτό ισχύει για τα πράγματα στη φύση, για τα αισθήματα και τις ενέργειες των ανθρώπων, καλές και κακές, φυσικές ή πνευματικές όπως και για τα θεία μυστήρια (b). Έχει λοιπόν και ο Θεός μυστικά και μυστήρια, αλλά δεν πρόκειται να μένουν αυτά για πάντα καλυμμένα, αλλά επιφυλάσσονται για μελλοντική αποκάλυψη. Και οι στις παραβολές κρυμμένες αλήθειες, μόνο πρόσκαιρα κρατιούνται μυστικές. Τελικά, θα αποβούν οι παραβολές μέσα αποκάλυψης του πρόσκαιρα κρυμμένου (γ). Ούτε το ευαγγέλιο δόθηκε στους αποστόλους, για να μείνει κρυμμένο, αλλά θα δημοσιευτεί και θα διαδοθεί σε όλο τον κόσμο. Παρόλο που ο Χριστός ανέπτυξε την σημασία των παραβολών μυστικά, όμως αυτό έγινε με την πρόβλεψη του να καταστήσουν οι μαθητές τις παραβολές δημοσιότερα ωφέλιμες και χρήσιμες. Το ευαγγέλιο ούτως ή άλλως θα κοινοποιηθεί και θα γίνουν γνωστοί γενικότερα οι κρυμμένοι τώρα θησαυροί του. Αποτελεί μεγάλη ενθάρρυνση για εκείνους, οι οποίοι εργάζονται το έργο του Χριστού, η πεποίθηση ότι το έργο αυτό οπωσδήποτε και πέρα από κάθε εμπόδιο θα οδηγηθεί σε αίσιο πέρας. Το συκοφαντούμενο λοιπόν ευαγγέλιο ασφαλώς θα λάμψει, οπότε και σε εκείνους οι οποίοι κακολογήθηκαν ή παραγνωρίστηκαν εξαιτίας του, θα αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη. Και αποτελεί ενίσχυση για το λαό του Θεού, που αντιμετωπίζει ποικίλες συκοφαντίες και επικρίσεις, το ότι, όπως υπάρχει ανάσταση σωμάτων, έτσι και υπάρχει ανάσταση ονομάτων και θα έλθει μέρα, κατά την οποία οι συκοφαντούμενοι τώρα δίκαιοι, θα λάμψουν όπως ο ήλιος. Οι διάκονοι του Χριστού ας κηρύττουν και ας φανερώνουν πιστά τις αλήθειές του και ας αφήνουν σε αυτόν να φανερώσει στον κατάλληλο χρόνο την ακεραιότητά τους.
4.23 Εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω(1).
23 Ας τ’ ακούει αυτά όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει».
(1) Επειδή είπε κάτι μεγάλο και σπουδαίο, ελκύει σε αυτό την προσοχή των μαθητών.
4.24 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· βλέπετε(1) τί(2) ἀκούετε. Ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν(3), καὶ προστεθήσεται(4) ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν.
24 Τους έλεγε ακόμη: «Προσέχετε αυτό που ακούτε. Με όποιο μέτρο ενδιαφέροντος ακούτε, με το ίδιο μέτρο θα σας δώσει ο Θεός να καταλάβετε, και μάλιστα με μεγαλύτερο.
(1) «Αντί να πει: προσέχετε» (Ζ). «Παρακινεί τους μαθητές να είναι νηφάλιοι. Διότι προσέξτε, λέει, τι ακούτε· μην σας διαφεύγει τίποτα από όσα σας λέω» (Θφ). Το όργανο της όρασης, το οποίο είναι η ευγενέστερη αίσθηση, διευθύνει και τροποποιεί τις εντυπώσεις της ακοής. Το μάτι και όχι το αυτί, μπορεί να κινείται (b).
(2) Ακούμε τον λόγο, ο οποίος είναι λόγος Θεού. Θεωρήστε αυτό ως υψηλό προνόμιο (b).
(3) «Όσο μεγάλο βαθμό προσοχής προσφέρουμε, τόσο μεγάλη και ωφέλεια θα μας δοθεί. Ο ακροατής, δηλαδή, εάν μεν προσέχει πολύ και τέλεια, θα του ανταποδώσει ο Θεός και την ωφέλεια πολλή· εάν όμως δείχνει αποχαύνωση, ανάλογο θα είναι και το κέρδος της ωφέλειας» (Θφ). «Και όσο τυχόν επιθυμεί κάποιος τη σοφία, θα την κερδίσει παίρνοντάς την ως αμοιβή ανάλογα με το μέτρο της προθυμίας που δίνει» (β).
(4) Ή, «και όχι μόνο στο ίδιο μέτρο, αλλά και περισσότερο» (Ζ) θα σας δοθεί. Ή, θα προστεθεί και θα αυξηθεί η γνώση σας.
4.25 Ὅς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ(1).
25 Γιατί όποιος έχει, θα του δοθεί ακόμη περισσότερο· όποιος όμως δεν έχει, και αυτό που έχει θα του αφαιρεθεί».
(1) «Όποιος έχει προσοχή, θα του δοθεί γνώση» (Ζ). Τα πνευματικά χαρίσματα και οι θείες δωρεές πολλαπλασιάζονται με την άσκηση και καλλιέργεια και ο Θεός έχει υποσχεθεί τις ευλογίες του στα ακούραστα χέρια του επιμελούς και φιλόπονου εργάτη. «Όποιος όμως δεν έχει προθυμία και ζήλο, και αυτό που νομίζει ότι έχει, θα αφαιρεθεί από αυτόν» (Θφ). «Και αυτό το σπέρμα γνώσης που έχει, θα αφαιρεθεί από αυτόν» (Ζ). «Διότι, από τη ραθυμία σβήνει τελείως και ο μικρός σπινθήρας που προηγουμένως είχε, όπως ακριβώς ανάβει αυτός με την επιμέλεια» (Θφ). «Στους ανθρώπους που μαθαίνουν εύκολα και έχουν καλή διάθεση στο να δέχονται τα θεία λόγια, σε αυτούς θα κατοικήσει μέσα τους το Πνεύμα το Άγιο, αυξάνοντας σε αυτούς τα χαρίσματα. Σε αυτούς όμως, που κατείχαν σπινθήρα φωτός, αλλά αμέλησαν αυτόν, θα σβηστεί οπωσδήποτε και θα αφαιρεθεί από αυτούς και το πολύ μικρό που είχαν προηγουμένως. Αυτό, βεβαίως, το είχαν πάθει οι Ιουδαίοι που πήραν φως από τον νόμο και το πολλαπλασίασαν. Αλλά όταν ήλθε η αλήθεια, επειδή δεν την πρόσεξαν, τους αφαιρέθηκε αυτό που είχαν… Διότι ο Θεός, επειδή είναι δίκαιος, δίκαιες κάνει και τις ανταποδόσεις» (Κύριλλος στο Ματθ.)
Στίχ . 26-29 . Η παραβολή της αυξήσεως του σπόρου .
4.26 Καὶ ἔλεγεν(1)· οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ(2), ὡς ἂν ἄνθρωπος(3) βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς(4),
26 Ο Ιησούς έλεγε: «Με τη βασιλεία του Θεού συμβαίνει ό,τι με τον άνθρωπο που σπέρνει το σπόρο στη γη:
(1) Μόνος ο Μάρκος από όλους τους ευαγγελιστές αναφέρει την παραβολή αυτή. Το καλό σπέρμα του ευαγγελίου αφού σπάρθηκε στον κόσμο και στις καρδιές των ανθρώπων, φέρνει σιγά-σιγά θαυμάσια αποτελέσματα αθόρυβα, με τον ίδιο τρόπο που αθόρυβα και αυτόματα αυξάνει και οδηγείται σε ωρίμανση ο σπόρος στο έδαφος.
(2) «Βασιλεία του Θεού να εννοήσεις το όλο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία μας» (Θφ). «Το σχέδιο της ένσαρκης παρουσίας του» (β). Ή, Η νέα ζωή που σπέρνεται με το ευαγγέλιο της σωτηρίας.
(3) «Άνθρωπος είναι ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος έγινε για μας άνθρωπος» (Θφ) και «έσπειρε την γη και φώτισε όλο τον κόσμο, με τον λόγο της θεογνωσίας» (β). Με τον άνθρωπο αυτόν συγκρίνονται ο Χριστός και ο Θεός, με σκοπό να περιγραφούν με την παραβολή τα διάφορα στάδια της προόδου της όλης χριστιανικής εκκλησίας (b) ή και της σε κάθε άτομο προόδου της χριστιανικής ζωής.
(4) «Έριξε, λοιπόν, σπόρο στη γη, το κήρυγμα του ευαγγελίου» (Θφ).
4.27 καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται(1) νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός(2).
27 κοιμάται τη νύχτα και ξυπνάει την ημέρα, κι ο σπόρος βλασταίνει κι αυξάνει με τρόπο που ο ίδιος δεν ξέρει.
(1) Εικονίζεται εδώ ο αγρότης, ο οποίος αφού έκανε το έργο της σποράς, το οποίο ανήκει σε αυτόν, επανέρχεται στους συνηθισμένους τρόπους ζωής, αφήνοντας υπομονετικά και γεμάτος ελπίδες το σπέρμα στην ενέργεια των δυνάμεων που κρύβονται στο έδαφος (σ). Κοιμάται και σηκώνεται και δεν κάνει τίποτα για την αύξηση του σπόρου (δ). Εάν δεχτούμε ότι άνθρωπος που ρίχνει τον σπόρο είναι ο ευαγγελιστής ή ο ποιμένας, τότε όσα ακολουθούν στο στίχο σημαίνουν: όταν ο λόγος του ευαγγελίου γίνει δεκτός με πίστη, παραμένει στην καρδιά αυτού που τον δέχτηκε ως λόγος χάρης και οι διάκονοι που τον κήρυξαν δεν συνεισφέρουν σχεδόν τίποτα στην αύξηση και καρποφορία του. Οι προφήτες δεν ζουν αιωνίως, αλλά ο λόγος τον οποίο κήρυξαν, εξακολουθεί να ενεργεί, την ώρα που αυτοί βρίσκονται στον τάφο.
(2) «Είπε ότι ο σπόρος βλασταίνει και μεγαλώνει εν αγνοία του σποριά, φανερώνοντας το αυτόματο αυτού του είδους της βλάστησης και αύξησης» (Ζ). Χωρίς εργασία πλέον και βοήθεια του σποριά, βγαίνει από τον σπόρο το στάχυ. Αξιόλογη και η εκδοχή: «Η φράση «με τρόπο που δεν ξέρει αυτός» λέγεται για να δείξει, ότι αφήνει την εργασία στην αυτεξούσια θέληση αυτών που δέχονται τον λόγο και δεν κάνει ο ίδιος το παν» (β). Ο αγρότης άνθρωπος δεν μπορεί να εξηγήσει πώς αυξάνει ο σπόρος. Αυτό αποτελεί μυστήριο της φύσης. Έτσι και εμείς αγνοούμε, πώς το Άγιο Πνεύμα με τον λόγο ενεργεί τις μεταβολές στις καρδιές, ακριβώς όπως αγνοούμε και για τον άνεμο, του οποίου αισθανόμαστε το φύσημα, από πού έρχεται και που πηγαίνει.
4.28 Αὐτομάτη γὰρ(1) ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ(2).
28 Η γη καρποφορεί από μόνη της: στην αρχή βλαστάρι, ύστερα στάχυ και τέλος μεστωμένο σιτάρι στο στάχυ.
(1) Αιτιολογείται το «με τρόπο που δεν ξέρει αυτός». Αυτόματα, χωρίς τη συνεργασία του γεωργού. Αυτό δεν αποκλείει την καλλιέργεια της γης, την βροχή από τον ουρανό, και τις ηλιακές ακτίνες (b), αλλά αναφέρεται στη δύναμη της βλάστησης, η οποία υπάρχει μέσα στο σπέρμα (γ), η οποία δύναμη αφυπνίζεται από το έδαφος και ωθείται σε παραπέρα εξέλιξη. Αξιόλογη και η εκδοχή: «Η γη καρποφορεί αυτόματα, χωρίς κάποια ανάγκη να εκβιάζει το αυτεξούσιο, ούτε η περιφορά των άστρων ή η μοίρα, όπως λένε οι ανόητοι, αλλά η ελεύθερη απόφαση οδηγεί σε αυτό» (β).
(2) «Φέρνει λοιπόν ως καρπό, πρώτα χορτάρι, σύμφωνα με το νόμο της φύσης, και ανεβαίνοντας λίγο λίγο, φτάνει στην τελειοποίηση» (β). Η γη καρποφορεί, πρώτα χορτάρι (γρασίδι, το οποίο φυτρώνει από τον σπόρο), έπειτα στάχυ, το καλάμι, και τέλος πλήρη, γεμάτο με κόκκο σταριού στο στάχυ (δ).
4.29 Ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός(1), εὐθέως ἀποστέλλει(2) τὸ δρέπανον(3), ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός(4).
29 Όταν ωριμάσει ο καρπός, αμέσως αρχίζει να θερίζει, γιατί ήρθε ο καιρός του θερισμού».
(1) «Λέει «όταν παραδοθεί» με την έννοια: όταν γίνει ώριμος, δηλαδή, όταν όλοι όσοι πρόκειται να καρποφορήσουν, καρποφορήσουν» (Ζ). Ή, προσωποποιείται ο καρπός=όταν παραδώσει τον εαυτό του για κόψιμο, σαν να λέει σε αυτόν που έχει το δρεπάνι: «Θέρισέ με, είμαι έτοιμος».
(2) Ο Κύριος του αγρού, ο Θεός, ο Κύριος χρόνων και καιρών, ζωής και θανάτου. Το «αποστέλλει» λοιπόν αναφέρεται στο Θεό, διότι ξεπερνά του ανθρώπου την δύναμη το να ορίσει το τέλος και του ατόμου και του κόσμου (δ).
(3) Μπαίνει εδώ μετωνυμικά για να δηλώσει τους θεριστές (γ).
(4) Η κύρια ιδέα που εκφράζεται στην παραβολή είναι, ότι η βασιλεία του Θεού εργάζεται ήσυχα και χωρίς αλόγιστη βιασύνη, εξελίσσοντας την ζωτικότητά της με τις ηθικές δυνάμεις, που έχουν αποτεθεί στην ανθρώπινη ζωή και κοινωνία και κινείται προς το καθορισμένο τέλος της με νόμους που καθορίζονται και ενισχύονται από το χέρι του Θεού. Μιλά η παραβολή για τις δυνάμεις που είναι κρυμμένες και ξεπερνούν την ανθρώπινη γνώση ή τον ανθρώπινο έλεγχο, οι οποίες εξασφαλίζουν την βλάστηση του σπόρου, από τη στιγμή που αυτός σπαρθεί καλά, και την ευτυχή συγκομιδή του.
Στίχ . 30-34 . Η παραβολή του σπόρου του σιναπιού.
4.30 Καὶ ἔλεγε(1)· πῶς ὁμοιώσωμεν(2) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτήν(3);
30 Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Με τι να παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεού ή με ποια παραβολή να την παραστήσουμε;
(1) Δες και Ματθ. ιγ 31,32 και τις εκεί σημειώσεις. Κύρια ιδέα της παραβολής: Μικρή αρχή και βαθμιαία αύξηση δεν είναι ασυμβίβαστη με μεγάλο αποτέλεσμα (σ). Το έργο της χάρης στις αρχές του είναι μικρό, αλλά καταλήγει να γίνει μεγάλο και θαυμαστό. «Είναι μικρός μεν ο λόγος της πίστης. Βλέπεις πόσο μεγάλος είναι ο λόγος, πόσος και ο κόκκος του σιναπιού. Αλλά αφού σπάρθηκε… το κήρυγμα, πλάτυνε και αυξήθηκε» (Θφ)
(2) Με τις ερωτήσεις αυτές που έχουν θέση προλόγου, θέλει να προσελκύσει την προσοχή των ακροατών στη νέα παραβολή.
(3) Ή, με ποια παραβολή συγκρίνοντας την βασιλεία του Θεού, μπορούμε να δείξουμε καθαρά την αύξησή της; (δ). Υπάρχει και η γραφή: εν τίνι αυτήν παραβολῇ θῶμεν; «Με ποια παραβολή να την συγκρίνω; Επειδή αυτά που λέγονται με σκοπό να δείξουν ομοιότητα, είναι παραβολή» (Χ).
4.31 Ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος(1) πάντων(2) τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·
31Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που όταν τον σπείρουνε στη γη, είναι ο μικρότερος απ’ όλους τους σπόρους που σπέρνονται.
(1) Παίρνει εδώ τον σπόρο όταν μπαίνει στη γη, ώστε να συγκριθεί στον επόμενο στίχο με το λάχανο που φυτρώνει από αυτόν (δ).
(2) Από όλους τους γνωστούς και οικείους στους Ιουδαίους της Γαλιλαίας σπόρους (σ). Είναι μικρός ο σπόρος του σιναπιού, αλλά οπωσδήποτε είναι σπόρος και έχει μέσα του δύναμη και επιδεκτικότητα για αύξηση και ανάπτυξη. Αγαθές συνήθειες που ενισχύονται και στερεώνονται, γνώση που γίνεται ακόμη περισσότερο σαφής, πίστη που περισσότερο βεβαιώνεται, αγάπη που αποβαίνει ολοένα και πιο θερμή, να ο σπόρος που αυξάνεται και καρποφορεί στην ψυχή του καθενός.
4.32 καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μείζων πάντων τῶν λαχάνων(1), καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν(2) αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν(3).
32 Μετά τη σπορά, όμως, βλασταίνει και γίνεται μεγαλύτερο απ’ όλα τα λαχανικά. Κάνει τόσο μεγάλα κλαδιά, ώστε τα πουλιά να μπορούν να φωλιάζουν στη σκιά του».
(1) Από όλα, τα οποία φυτρώνουν σε έναν κήπο της Παλαιστίνης. Στις θερμές χώρες το σινάπι αναπτύσσεται μέχρι οκτώ και πάνω πόδια, δηλαδή γύρω στα 2,5 μέτρα (σ).
(2) Ο Μάρκος λέει ότι παρέχει σκιά στα πτηνά και όχι κατασκήνωση στα κλαδιά του, όπως αναφέρουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί. Και η εκκλησία, που διαδίδει τον σπόρο του κηρύγματος και από αυτόν πληθύνεται και αυξάνεται, μοιάζει με μεγάλο δέντρο, στο οποίο τα πτηνά του ουρανού βρίσκουν καταφύγιο. Ο λαός του Θεού καταφεύγει στην εκκλησία του Κυρίου και βρίσκει εκεί τροφή πνευματική, ανάπαυση, σκιά, παρηγοριά, προστασία. Όμοια με την άμπελο, την οποία ο Κύριος από την Αίγυπτο μετέφερε (Ψαλμ. οθ 9-11), φυτεύτηκε από το δεξί του χέρι και γέμισαν τα κλαδιά της τη γη. Αλλά και στους επιμέρους Χριστιανούς η χάρη χορηγεί παρόμοιες ιδιότητες. Προοδεύοντας αυτοί γίνονται ωφέλιμοι και χρήσιμοι στους άλλους, όπως το δέντρο του σιναπιού στα πτηνά. «Και θα είναι σαν ελιά κατάκαρπη. Και θα επιστρέψουν και θα καθίσουν κάτω από τη σκέπη του και θα ζήσουν και θα μεθύσουν» (Ωσηέ ιδ 7).
(3) Όταν η πρώτη χριστιανική εκκλησία σπάρθηκε στη γη, περιλαμβάνονταν όλοι όσοι την αποτελούσαν σε ένα υπερώο και ο αριθμός τους συμποσούνταν μόλις σε 120, όπως οι Ισραηλίτες, όταν κατέβηκαν στην Αίγυπτο δεν ξεπερνούσαν τους 70. Ουδέποτε επιχειρήθηκαν τόσο μεγάλα και θαυμαστά από μία ασήμαντη χούφτα ανθρώπων, όπως το να μαθητεύσουν όλα τα έθνη από τους αποστόλους. Ούτε έργο άλλο κατέληξε σε τόση δόξα, σε όση το έργο αυτό της χάρης, το οποίο ξεκίνησε από τόσο ασθενείς και αφανείς αρχές.
4.33 Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς(1) πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν(2),
33 Έτσι με πολλές παρόμοιες παραβολές τούς κήρυττε το μήνυμά του, σύμφωνα με τη δυνατότητα που είχαν να καταλαβαίνουν.
(1) Δες και Ματθ. ιγ 34,35 και τις εκεί σημειώσεις. «Επειδή αρέσει η συντομία σε αυτόν τον μακάριο ευαγγελιστή, αφού υπέδειξε το είδος των παραβολών, αναφέρει στη συνέχεια «Και με πολλές τέτοιες παραβολές μιλούσε»» (β). Επιλεκτικά λοιπόν παρέθεσε ο Μάρκος ως δείγματα μόνο, κάποιες από τις παραβολές (σ).
(2) Ο Ιησούς δίδασκε με σαφήνεια, προσαρμοζόμενος στις ικανότητες των ακροατών του, συμμορφώνοντας με το μέτρο της αντίληψής τους και τη μορφή και τα θέματα του λόγου του (σ). Οι παραβολές ήταν η μορφή της διδασκαλίας, την οποία μπορούσαν να ακούνε. Το μυστήριο της βασιλείας δεν ήταν σε θέση να το ακούνε παρά μόνο στη συγκαλυμμένη του μορφή (γ). Στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν, δεν θα δέχονταν να ακούσουν την αλήθεια, εάν λεγόταν αυτή σε αυτούς ακάλυπτα (b). «Ανάλογα με την συνήθεια των ακροατών, παρουσίαζε τις παραβολές. Επειδή, δηλαδή, ήταν όχλος απλοϊκός και αμαθής, για αυτόν το λόγο, ανέφερε κόκκο σιναπιού και χορτάρι και σπόρο, έτσι ώστε από τις συνηθισμένες σε αυτούς έννοιες, να τους διδάξει κάτι ωφέλιμο» (Θφ). «Είναι δείγμα άριστου διδασκάλου… ούτε να ρίχνει τα μαργαριτάρια μπροστά στα γουρούνια, ούτε με την αποσαφήνιση των απόρρητων, να παραδίδει σε περιφρόνηση τα τόσο μεγάλα» (β). Η δόξα του Κυρίου ήταν καλυμμένη από σύννεφο και ο Κύριος μιλούσε προς εμάς με τη γλώσσα των ανθρώπων, έτσι ώστε βαθμιαία να μπορέσουμε να κατανοήσουμε όσα έλεγε. Και οι ίδιοι οι μαθητές μετέπειτα κατανόησαν πλήρως τα λόγια του Χριστού, ενώ στις αρχές δεν μπόρεσαν να εμβαθύνουν σε αυτά και να τα αντιληφθούν ορθά.
4.34 χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον(1)· κατ᾿ ἰδίαν(2) δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε(3) πάντα(4).
34 Χωρίς παραβολές δεν τους κήρυττε το λόγο, όλα όμως τα εξηγούσε ιδιαιτέρως στους μαθητές του.
(1) Δηλαδή το μυστήριο της βασιλείας, το οποίο κατά την περίσταση αυτή δίδασκε σε αυτούς (γ).
(2) «Έρχονταν κατ’ ιδίαν οι μαθητές και ρωτούσαν» (Θφ).
(3) Δηλαδή εξηγούσε. Το ρήμα επιλύω, αρχικά και κυρίως λέγεται για τις σφραγισμένες επιστολές ή και τα δεσμά· έπειτα όμως σημαίνει και «εξηγώ» (δ).
(4) «Όλα όσα ρωτούσαν επειδή τα αγνοούσαν» (Θφ) «και ζητούσαν να τα μάθουν από αυτόν» (β). «Και εμείς, όμως, πολλές φορές μελετώντας τις γραφές και μη κατανοώντας τες καθόλου, κατά κάποιο τρόπο ξαναβλέπουμε με την συνεχή μελέτη να λάμπει σιγά σιγά στις καρδιές μας ο λόγος, ώστε να φωτιστούμε να γνωρίσουμε αυτόν, τον Χριστό» (Ω).
Στίχ . 35-41. Η κατασίγαση της τρικυμίας.
4.35 Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ(1) ὀψίας(2) γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν(3).
35 Το βράδυ εκείνης της ημέρας λέει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Ας περάσουμε στην απέναντι όχθη».
(1) Δες και Ματθ. η 23-27 και τις εκεί σημειώσεις. Ή το « «εκείνη την ημέρα» είναι ίσο με το «σε μία από τις ημέρες», όπως είπε ο Λουκάς, οπότε, δηλαδή, δεν σημαίνει εκείνην, κατά την οποία είπε τις παραβολές, αλλά άλλη, κατά την οποία έγιναν αυτά που θα λεχθούν» (Ζ). Ή, πιο σωστά, την ίδια ημέρα, κατά την οποία είπε τις παραβολές (γ). Μετά το πέρας του μέχρι εξάντλησης κοπιαστικού έργου της ημέρας, αποφασίζει να διασχίσει την λίμνη. Ο Λουκάς συμφωνεί με τον Μάρκο, τοποθετώντας αμέσως μετά τις παραβολές αυτές το επεισόδιο αυτό. Σύμφωνα και με τους τρεις συνοπτικούς, ακολούθησε σε αυτό η θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδαρηνών (σ).
(2) Καθορίζεται με τη λέξη ο χρόνος μεταξύ τρίτης και έκτης απογευματινής ή μεταξύ έκτης και του σκοταδιού που πλησίαζε. Πιθανώς εδώ σημαίνεται το χρονικό διάστημα μεταξύ 3-6, διότι αλλιώς δεν θα επαρκούσε, κατά τρόπο φυσικό, ο χρόνος για την εκτύλιξη των λεπτομερειών της αφήγησης (γ).
(3) Η πέραν της λίμνης έκταση δεν ήταν πυκνά κατοικημένη και μεταξύ των κατοίκων της δεν ήταν τόσο γνωστός ο Ιησούς. Για αυτό ο τόπος εκείνος παρείχε καταφύγιο σε αυτόν τόσο από τη συρροή του πλήθους, όσο και από την παρουσία των εχθρών του, οι οποίοι δεν ήταν εκεί πολυπληθείς (γ).
4.36 Καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν(1) ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ(2).
36 Κι αφού άφησαν τον κόσμο, πήραν τον Ιησού όπως ήταν στο πλοιάριο κι έφυγαν. Τον συνόδευαν κι άλλα πλοιάρια.
(1) Ή, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία (b), ή, πιο σωστά, «όπως καθόταν στο πλοίο» (Ζ), στην ίδια θέση και στάση που βρισκόταν όταν μιλούσε προς τον λαό, από την οποία δεν μετακινήθηκε καθόλου (δ). Άρα και με το ίδιο ένδυμα, το οποίο είχε όταν κήρυττε, χωρίς να προμηθευτούν για αυτόν κάποιο βαρύτερο ένδυμα, το οποίο θα ήταν χρήσιμο σε αυτήν την περίπτωση, λόγω της μέσα στη νύχτα διάπλευσης της λίμνης και μάλιστα μετά τον κόπο του κηρύγματος. Διδασκόμαστε από εδώ, όχι ότι πρέπει να παραμελούμε την υγεία μας, αλλά να μην είμαστε φοβισμένοι και να μην έχουμε πολλές φροντίδες για το σώμα.
(2) Ο Ιησούς ακολουθούνταν από τόπο σε τόπο όχι μόνο από τους 12, αλλά και από άλλους μαθητές που συνδέονταν με αυτόν περισσότερο ή λιγότερο. Τα πλοία αυτά γεμάτα με επιβάτες ακολούθησαν το πλοίο του Ιησού (γ). Αλλά από την τρικυμία διασκορπίστηκαν και αναγκάστηκαν να διακόψουν το ταξίδι. Για αυτό και δεν αναφέρονται στην περαιτέρω αφήγηση (σ). Το πλοίο όμως, το οποίο ο Χριστός είχε χρησιμοποιήσει ως άμβωνά του, βρισκόταν υπό την προστασία του και μολονότι διέτρεξε κίνδυνο, έφθασε ασφαλές στο τέρμα στο οποίο πήγαινε.
4.37 Καὶ γίνεται λαῖλαψ(1) ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν(2) εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι(3).
37 Τότε έγινε μεγάλη ανεμοθύελλα και τα κύματα χτυπούσαν πάνω στο πλοιάριο, με αποτέλεσμα αυτό ν’ αρχίσει να βυθίζεται.
(1) Σημαίνει: κίνηση νεφών και ταραχή μετά από γαλήνη (Ευστάθιος).
(2) Υποκείμενο είναι όχι ο άνεμος, αλλά τα κύματα, τα οποία αφού κάλυπταν, χτυπώντας το πλοίο, έμπαιναν σε αυτό.
(3) Παλαιότερη γραφή: γεμίζεσθαι=όχι γέμισε και κατέστη πλήρες, αλλά ο ενεστώτας φανερώνει πράξη στην πρόοδό της (γ). Συνεπώς, κινδύνεψε να γεμίσει το πλοίο. Καθόλου νέο και παράδοξο δεν είναι, που έπεσε σε τρικυμία και κινδύνεψε το πλοίο, στο οποίο ο Χριστός και οι μαθητές του, ο Χριστός και το όνομά του και το ευαγγέλιό του έχουν επιβιβαστεί. Μπορούσε ο Χριστός, αν ήθελε, να προλάβει την καταιγίδα και να εξασφαλίσει ευχάριστο ταξίδι στους μαθητές. Έτσι όμως ούτε η δόξα της δύναμής του θα φαινόταν, ούτε η πίστη των μαθητών θα ενισχυόταν και θα στερεωνόταν. Όσοι ταξιδεύουν με το Χριστό στον ωκεανό του παρόντος βίου, θα συναντήσουν τρικυμίες και καταιγίδες. Η δόξα του Κυρίου όμως θα λάμψει και σε αυτές, δυναμώνοντας την πίστη τους και ενισχύοντας τις ελπίδες τους σε αυτόν. Και οι πιστοί και η εκκλησία των πιστών θα πλέουν στον παρόντα αιώνα μέσα σε πέλαγος ταραχώδες και κυματισμένο. Η αιώνια γαλήνη βρίσκεται στον ουρανό και είναι κληρονομιά αναφαίρετη της θριαμβεύουσας εκκλησίας. Χριστιανέ, στην τρικυμία της ζωής σου έχεις συνταξιδιώτη τον Χριστό. Έχοντας το βλέμμα σου προσηλωμένο σε αυτόν και κυβερνώμενος από αυτόν, θα διαπλεύσεις το πέλαγος με ασφάλεια για να καταλήξεις στο ουράνιο λιμάνι της παντοτινής γαλήνης.
4.38 Καὶ ἦν αὐτὸς(1) ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον(2) καθεύδων(3)· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα(4);
38 Ο Ιησούς ήταν στην πρύμνη και κοιμόταν πάνω σ’ ένα μαξιλάρι. Τον ξυπνούν και του λένε: «Διδάσκαλε, δε σε νοιάζει που χανόμαστε;»
(1) Το «αυτός» φέρνει σε αντίθεση τον ήσυχο ύπνο του, με την καταιγίδα που μάνιαζε γύρω του (σ).
(2) «Οπωσδήποτε, βεβαίως, αυτό ήταν ξύλινο» (Θφ). Έτσι ονομαζόταν στους ναυτικούς το ανώτερο μέρος κάποιου θρανίου στην πρύμνη, στο οποίο καθισμένοι αναπαύονταν (δ).
(3) Είναι αξιοσημείωτος ο ύπνος αυτός, διότι δείχνει τον κόπο του Ιησού μετά το ημερήσιο έργο του, και παρουσιάζει τον κόπο αυτόν τόσο μεγάλο, ώστε ο κοιμώμενος διδάσκαλος δεν αντιλαμβάνεται στην ανάπαυσή του αυτή, τον βίαιο σάλο της θάλασσας (γ). Μερικές φορές όταν η εκκλησία αντιμετωπίζει τρικυμία, ο Χριστός φαίνεται σαν να κοιμάται, παραθεωρώντας τις ανησυχίες του λαού του και παρατρέχοντας τις προσευχές του και μη εμφανιζόμενος για προστασία του. Αλλά να τον περιμένετε με υπομονή «διότι θα έλθει και δεν θα αργήσει» (Αββακ. β 3). Και όταν φαίνεται να κοιμάται, δεν κοιμάται. «Να, δεν θα νυστάξει ούτε θα κοιμηθεί αυτός που φυλάει τον Ισραήλ» (Ψαλμ. ρκ 4).
(4) «Πρόσεξε μαζί με πίστη ολιγοπιστία. Διότι πιστεύουν, από τη μία, ότι μπορεί να σώσει, αλλά σαν ολιγόπιστοι, από την άλλη, λένε: χανόμαστε. Διότι δεν ήταν ποτέ δυνατόν να χαθούν, από τη στιγμή που ήταν μαζί τους, αυτός που μπορεί τα πάντα» (Κ).
4.39 Καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ(1) καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο(2). καὶ ἐκόπασεν(3) ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη(4).
39 Εκείνος σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και είπε στη θάλασσα: «Σώπα· φιμώσου!» Σταμάτησε τότε ο άνεμος κι έγινε απόλυτη γαλήνη.
(1) «Αφού ξύπνησε, μαλώνει πρώτα τον άνεμο. Διότι αυτός είναι που κάνει τη θάλασσα να αγριεύει. Έπειτα επέπληξε και τη θάλασσα» (Θφ), η οποία και μετά την παύση του ανέμου φυσικό ήταν για κάποιο χρόνο να εξακολουθήσει να ταράζεται. «Ως δεσπότης που διατάζει δούλη και ως δημιουργός που διατάζει κτίσμα» (β).
(2) Το «σιώπα» αναφέρεται στον θόρυβο που παράγεται από τα κύματα, το «πεφίμωσο» αφορά στη μανιώδη βία των κυμάτων (b). Το πεφίμωσο είναι ανώτερος βαθμός από το σιωπώ, διότι σημαίνει βάλε φίμωτρο, για να μην βγαίνει από σένα ο ελάχιστος ήχος και θόρυβος, γίνε τελείως ακίνητη, ώστε να μην ακούγεσαι διόλου (δ). Η θάλασσα και ο άνεμος εδώ προσωποποιούνται. Ο δραματικός αυτός τρόπος της έκφρασης είναι χαρακτηριστικά ανατολικός (σ). «Λέει στη θάλασσα Σιώπα· φιμώσου. Και φιμώθηκε. Και αναγνώρισε το δημιούργημα τον τεχνίτη… Αν δεν την δημιουργούσε αυτήν, δεν θα υπάκουε» (Σγ). Με αυτό απέδειξε τον εαυτό του Θεό, διότι αυτός που έφτιαξε την θάλασσα, μπορεί και να καθησυχάσει αυτήν. «Αυτό που έγινε, επομένως, ήταν σύμβολο αυτών που έχουν συμβεί στην ανθρώπινη φύση. Διότι μέσω αυτού έχουμε απαλλαχτεί από το θάνατο και τη φθορά και την αμαρτία και τα πάθη και η παλιά κακοκαιρία έχει διωχτεί, και η κατάστασή μας μετατράπηκε σε γαλήνη» (Κ).
(3) Το κοπάζω βγαίνει από το κόπος. Σημαίνει όχι απλώς την παύση, αλλά την κατάπαυση μετά από μακρό κόπο (γ).
(4) Αντιτίθεται στο «λαίλαψ ανέμου μεγάλη» που προηγήθηκε.
4.40 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε οὕτω(1); πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν(2);
40 Και στους μαθητές είπε: «Γιατί είστε τόσο δειλοί; Γιατί δεν έχετε πίστη;»
(1) «Γιατί φοβάστε έτσι, ενώ έχετε μαζί σας εμένα, που έχω τη δύναμη να σώζω από θάνατο και μπορώ τα πάντα;» (Ζ).
(2) «(Πίστη) Χωρίς δισταγμούς, χωρίς αμφιβολία» (Ζ). Είχαν καταφύγει σε αυτόν την ώρα που κοιμόταν, όχι με γαλήνια εμπιστοσύνη στη δύναμή του, αλλά τρομαγμένοι, ως άνθρωποι των οποίων η πίστη είχε καμφθεί από τον κίνδυνο (γ). Τους μαλώνει, όχι διότι τον ανησύχησαν με τις επικλήσεις τους, αλλά διότι ανησύχησαν αυτοί λόγω του φόβου τους και της ολιγοπιστίας τους. Οι απόστολοι είχαν πίστη. Μαλώνονται όμως ότι δεν έχουν πίστη. Διότι η πίστη τους δεν ήταν επαρκής. Πολλοί έχουν πίστη, χωρίς να είναι απαλλαγμένοι από ολιγοπιστία. Η κυριαρχία λοιπόν του άτακτου φόβου μας και του πανικού μας σε ώρες τρικυμίας ή απειλούμενων κινδύνων, οφείλεται στην ολιγοπιστία μας, στην έλλειψη επαρκούς ελπίδος, «την οποία έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής». Με την πίστη και την ελπίδα μπορούμε από το μέσο του πελάγους που κλυδωνίζεται να διακρίνουμε την ήσυχη ακτή και να ενθαρρυνόμαστε με την πεποίθηση, ότι γρήγορα θα μας δεχτεί το γαλήνιο λιμάνι.
4.41 Καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν(1) καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν(2), ὅτι(3) καὶ ὁ ἄνεμος(4) καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;
41 Τότε τους κατέλαβε μεγάλο δέος κι έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος τάχα είναι αυτός, που κι ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν;»
(1) Κυριεύονται τώρα από διαφορετικό φόβο· όχι από δειλία ψυχής που ασθενεί στην πίστη, αλλά από φόβο θρησκευτικό (σ). Όταν φοβόντουσαν τους ανέμους και την θάλασσα, κυριεύονταν από έλλειψη της ευλάβειας και της εμπιστοσύνης, την οποία όφειλαν να έχουν προς τον Χριστό. Αλλά τώρα, που αποδείχτηκε η πάνω σε αυτά κυριαρχία και δύναμη του Χριστού, φοβούνται αυτά λιγότερο και τον Ιησού περισσότερο. Πριν φοβούνταν την δύναμη και την οργή του δημιουργού στην καταιγίδα και ο φόβος εκείνος τάραζε και προκαλούσε σύγχυση σε αυτούς. Τώρα φοβούνται την δύναμη και την χάρη του Λυτρωτή στην γαλήνη. Φοβούνται τον Θεό και την αγαθότητά του και ειρηνεύουν και αναπαύονται πλήρως στον φόβο αυτόν.
(2) «Από το γεγονός, από τη μία, ότι μόνο με μία διαταγή κοίμισε τελείως την θάλασσα και χωρίς ραβδί όπως ο Μωϋσής, ούτε με επίκληση όπως ο Ελισσαίος τον Ιορδάνη, ούτε χρησιμοποιώντας την κιβωτό όπως ο Ιησούς του Ναυή, για αυτό τους φαινόταν αυτός πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα· από το γεγονός όμως, από την άλλη, ότι κοιμόταν, τους φαινόταν πάλι ότι είναι άνθρωπος» (Θφ). Μοναδικός στα πάντα και θαυμαστός ο Κύριος, όσο κανείς άλλος. Κανείς δεν είναι τόσο σοφός, τόσο δυνατός, τόσο αγαπητός, όσο αυτός.
(3) Είναι αιτιολογικό και σημαίνει τον λόγο και την αιτία του φόβου τους.
(4) Όχι μόνο οι ασθένειες και οι δαίμονες, αλλά και τα ίδια τα στοιχεία της φύσης (γ). Μόνος αυτός διατάζει τους ανέμους και υποτάσσονται σε αυτόν. Εμείς αγνοούμε από πού έρχεται ο άνεμος και που πηγαίνει (Ιω. γ 8)· πολύ περισσότερο αδυνατούμε να θέσουμε αυτόν υπό τον έλεγχό μας. Αλλά «αυτός που βγάζει ανέμους από τους θησαυρούς του» (Ψαλμ. ρλδ 7) μπορεί, όταν θέλει, και να συγκεντρώσει «ανέμους σε κόλπο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5
Στίχ . 1-20. Η θεραπεία του δαιμονισμένου των Γεργεσηνών.
5.1 Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν(1) .
1 Ήρθαν στο απέναντι μέρος της λίμνης, στην περιοχή των Γεργεσηνών.
(1) Δες και Ματθ. η 28-34 και τις εκεί σημειώσεις. Σημειώθηκαν αρκετά στο Υπόμνημα του Ματθαίου. Γαδαρηνών είναι η πιθανή γραφή του Ματθαίου· Γερασηνών είναι η πιθανή γραφή του Μάρκου και του Λουκά. Οι συνθήκες της αφήγησης συμβιβάζονται πληρέστερα με κάποιο χωριό Khersa (=Γέρασα), του οποίου τα ερείπια βρίσκονται κοντά στη λίμνη, όπου διακρίνονται ίχνη τάφων (σ).
5.2 Καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων(1) ἄνθρωπος(2) ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ,
2 Εκεί, μόλις ο Ιησούς βγήκε από το πλοιάριο, τον συνάντησε αμέσως ένας άνθρωπος που ερχόταν από τα μνήματα.
(1) Αυτά ήταν φυσικές ή τεχνητές κοιλότητες στους βράχους, συχνά ακάλυπτες και ως εκ τούτου χρησιμοποιούνταν όπως και τα υπόλοιπα σπήλαια, ως καταφύγια άγριων ανθρώπων ή ζώων (γ). Το άγγιγμα τάφου καθιστούσε σύμφωνα με το νόμο (Αριθμ. ιθ 16) ακάθαρτο αυτόν που άγγιζε. Τα ακάθαρτα πνεύματα παρασύρουν τους ανθρώπους σε τόπους και συντροφιές οι οποίες μολύνουν αυτούς και έτσι κρατούν αυτούς κάτω από την κυριαρχία τους. Ο Χριστός απελευθερώνοντας τους ανθρώπους από την δύναμη του Σατανά, αποσπά αυτούς από τους νεκρούς.
(2) «Ο μεν Ματθαίος, λοιπόν, λέει ότι ήταν δύο οι δαιμονισμένοι· ο Μάρκος, όμως, και ο Λουκάς λένε έναν· διότι αφού διάλεξαν τον χειρότερο, διηγούνται για αυτόν» (Θφ). «Για αυτό, και με πιο τραγικό τρόπο αναγγέλλουν την συμφορά· όπως, για παράδειγμα, ότι, αφού έσπαζε τα δεσμά, περιπλανιόταν στην έρημο. Ο Μάρκος, μάλιστα, λέει και ότι έκοβε τον εαυτό του με τις πέτρες» (β). Με τα θαύματα που ακολουθούν και εξιστορούνται σε αυτό το κεφάλαιο, παρουσιάζεται η δύναμη του Ιησού και πάνω στις σωματικές ασθένειες και καταστάσεις, ακατανίκητες και αθεράπευτες για μας. Αποδείχτηκε κύριος των στοιχείων της φύσης. Τώρα εμφανίζεται να έχει και τα κλειδιά του Άδη. Οι αρχές και οι εξουσίες του σκότους υποτάσσονται σε αυτόν ακόμη και τώρα, που βρίσκεται στην κατάσταση της ταπείνωσής του.
5.3 ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν(1) οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι(2),
3 Ήταν δαιμονισμένος και κατοικούσε στα μνήματα. Δεν μπορούσε κανείς να τον δέσει ούτε με αλυσίδες.
(1) Όχι μόνο με συνηθισμένα από σχοινιά δεσμά, αλλά ούτε με αλυσίδες δεν μπορούσε κάποιος να τον δέσει αποτελεσματικά και να τον συγκρατήσει υπό τον έλεγχό του. Εξηγείται με αυτό το γιατί ήταν εγκαταλελειμμένος.
(2) Είχαν πολλές φορές δοκιμάσει να τον δέσουν, αλλά μάταια, όπως εξηγείται στον επόμενο στίχο. Υπάρχει και η γραφή: «ουδέ αλύσει ουκέτι ουδείς…», όπου το ουκέτι εκφράζει τις στο παρελθόν γενόμενες ανώφελες απόπειρες να τον δέσουν.
5.4 διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι(1) δεδέσθαι(2), καὶ διεσπάσθαι(3) ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι(4)·
4 Πολλές φορές του είχαν βάλει σιδερένια δεσμά στα πόδια και τον είχαν δέσει με αλυσίδες, αυτός όμως είχε σπάσει τις αλυσίδες κι είχε συντρίψει τα δεσμά. Κανείς δεν μπορούσε να τον δαμάσει.
(1) Πέδες, από τη μία, ονομάζει τα σιδερένια δεσμά των ποδιών, ενώ αλυσίδες, από την άλλη, τα αντίστοιχα των χεριών.
(2) Χρησιμοποιείται παρακείμενος (δεδέσθαι, διεσπάσθαι, συντετρίφθαι) για να σημάνει την σχέση των πράξεων αυτών του παρελθόντος, με την κατά το παρόν αδυναμία τού να δέσουν και να δαμάσουν αυτόν (γ). Πολλοί από αυτούς που θεληματικά αμαρτάνουν μοιάζουν με τον δαιμονισμένο αυτόν. Είναι αυτοί «σαν το άλογο και το μουλάρι» για τα οποία υπάρχει ανάγκη χρήσης φίμωτρου και χαλιναριού. Οι εντολές και οι απειλές του νόμου είναι δεσμά και αλυσίδες που μπορούν να συγκρατήσουν τους αμαρτωλούς από τους πονηρούς δρόμους τους. Συντρίβουν όμως και διασπούν αυτά και αποτελεί αυτό απόδειξη της δύναμης του σατανά πάνω τους.
(3) Τα δεσμά των χεριών διασπούσε με τις κινήσεις τους, ενώ έπειτα συνέτριβε με πέτρες ή άλλα όργανα πρόχειρα τα δεσμά των ποδιών (δ).
(4) Κανείς δεν μπορούσε να δαμάσει αυτόν, με το να γίνει κύριός του με τα δεσμά.
5.5 καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων(1) καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις(2).
5 Νύχτα μέρα συνεχώς έμενε στα μνήματα και στα βουνά, έβγαζε κραυγές και κατακοβόταν με πέτρες.
(1) Η περιγραφή του Μάρκου είναι η πληρέστερη και περιγραφικότερη εικόνα της τρομακτικής κατάστασης του δαιμονισμένου (σ), που χαρακτηρίζει ζωηρά τον μέγιστο βαθμό της έξαψης και μανίας του δαιμονισμένου (δ). Ο σατανάς είναι απάνθρωπος κύριος εκείνων, τους οποίους σύρει αιχμαλώτους του με σκληρή τυραννία.
(2) Πιθανώς το «έκοβε τον εαυτό του με πέτρες» αναφέρεται στην με τις πέτρες προσπάθεια να συντρίψει τα δεσμά, οπότε μαζί με αυτά έκοβε και τον εαυτό του. Οι δαιμονισμένοι, αλλά και οι κάθε είδους δαιμονόληπτοι, όπως και αυτοί που μέσω της αμαρτίας αιχμαλωτίστηκαν από τον σατανά, συχνά τραυματίζουν ή και φονεύουν τους εαυτούς τους αυτοκτονώντας. Τι ελεεινό πλάσμα γίνεται ο άνθρωπος, όταν το λογικό του σκοτιστεί και εκθρονιστεί, ώστε στη θέση του να ενθρονιστεί ο σατανάς! Οι λάτρεις του Βάαλ στη μανία τους, ακρωτηρίαζαν τους εαυτούς τους, όπως ο δαιμονισμένος αυτός. Η φωνή του Θεού είναι: Μην κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Η φωνή του σατανά είναι: Κάνε εναντίον του εαυτού σου ό,τι μπορείς κακό. Και όμως η φωνή του Θεού περιφρονείται και αυτή του σατανά γίνεται σεβαστή σε αυτούς που έχουν σκοτιστεί από την αμαρτία. Ο δαιμονιζόμενος αυτός δεν γινόταν μόνο στον εαυτό του επιβλαβής, αλλά αποτελούσε τρομερό κίνδυνο και απειλή για όλους όσους περνούσαν από εκεί. Δες τι κακεντρέχεια έχει ο σατανάς και πώς μεταδίδει αυτήν και σε αυτούς που κυριεύει, εμπνέοντας στους ανθρώπους στους οποίους έχει οποιαδήποτε επιρροή, μοχθηρία και πεισματική κακία εναντίον των πλησίον τους. Αμοιβαίες εχθρότητες εκεί, όπου θα έπρεπε να κυριαρχούν αμοιβαίες συμπάθειες και εξυπηρετήσεις, είναι αποτελέσματα και αποδείξεις της εχθρότητας του σατανά εναντίον ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους. Μεταβάλλει τον άνθρωπο σε λύκο, σε αρκούδα, σε τίγρη, σε διάβολο απέναντι στον όμοιό του. Όπου ο σατανάς κυριαρχεί πνευματικά, μέσω των επιθυμιών εκείνων, οι οποίες στρατεύονται στα μέλη του ανθρώπου, της υπερηφάνειας, του φθόνου, της κακεντρέχειας, της εκδίκησης, μεταβάλλει τον άνθρωπο σε ακατάλληλο και ανάξιο μέλος της κοινωνίας, που τόσο διαταράσσει την ησυχία και ασφάλειά της, όσο και ο δυστυχής αυτός δαιμονισμένος, τον οποίο ο Κύριος θεράπευσε.
5.6 ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν(1) ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν(2) αὐτόν,
6 Όταν είδε τον Ιησού από μακριά, έτρεξε και τον προσκύνησε.
(1) Πλεονασμός συνηθισμένος στους συνοπτικούς (δ).
(2) Συνήθως ορμούσε εναντίον των άλλων με μανία, αλλά προς τον Ιησού έτρεξε με ευλάβεια. Ό,τι δεν μπορούσε να επιτευχθεί με αλυσίδες και δεσμά σιδερένια, επιτεύχθηκε με την αόρατη επέμβαση του χεριού του Χριστού. Η μανία του αιφνίδια κατευνάστηκε. «Διότι, πράγματι, μαστιγώνονταν (οι δαίμονες) και καίγονταν αόρατα και έπασχαν αφόρητα, από την παρουσία εκείνη» (β). Τον προσκύνησε όχι ο δαίμονας, αλλά ο ασθενής, αφού η δύναμη του σατανά προς στιγμήν ανεστάλη.
5.7 καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί(1), Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου(2); ὁρκίζω(3) σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς(4).
7 Κραυγάζοντας δυνατά τού λέει: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σ’ εξορκίζω στο Θεό να μη με βασανίσεις».
(1) «Δες το θρασύδειλο γένος των δαιμόνων, πώς αρχίζουν μεν από την θρασύτητα λέγοντας· τι δουλειά έχεις εσύ με μας; τελειώνουν όμως με δειλία. Επειδή η θεία φύση του Μονογενούς, τούς κατέκαιγε με ανέκφραστη φωτιά, λένε: Ήλθες… να μας βασανίσεις» (Κ).
(2) Να μία φράση, την οποία είπε ο διάβολος σαν να ήταν άγιος. Δεν ήταν απλώς μία αγαθή φράση, αλλά μία αληθινή ομολογία, ένας μεγάλος λόγος, άγνωστος στους πολλούς, αλλά και σε αυτούς ακόμη τους μαθητές όχι εξολοκλήρου κατανοητός. Θα δουν πολλά θαύματα ακόμη οι μαθητές, θα ακούσουν ακόμη πολλά από το στόμα του Διδασκάλου, για να κάνει ο Πέτρος την καλή ομολογία, για την οποία θα του πει ο Κύριος, ότι «σάρκα και αίμα (άνθρωπος) δεν του αποκάλυψε αυτήν, αλλά ο Πατέρας στους ουρανούς» (Ματθ. ιστ 16). Δεν είναι παράδοξο να ακούσει κάποιος τους καλύτερους λόγους να βγαίνουν από τα χειρότερα στόματα. Μολονότι «κανείς δεν μπορεί να πει, Κύριε Ιησού, παρά μόνο με το Πνεύμα το Άγιο» (Α Κορ. ιβ 3), παρ’ όλ’ αυτά να που εδώ και από τα πονηρά πνεύματα γίνεται η ομολογία αυτή. Όχι λοιπόν με βάση κενά λόγια, αλλά από τα έργα τους πρέπει να αναγνωρίζουμε τους διάφορους ανθρώπους. Όχι η γνώση, αλλά η αγάπη διακρίνει τους αγίους από τους δαίμονες. Και οι διάβολοι γνωρίζουν και πιστεύουν και ομολογούν τον Χριστό Υιό του Θεού. Και όμως μένουν διάβολοι.
(3) Στους κλασσικούς συγγραφείς σημαίνει=κάνω όρκο, ενώ στους αλεξανδρινούς έχει την ίδια έννοια με το δικό μας: εξορκίζω.
(4) «Βάσανο νομίζουν οι δαίμονες το να βγουν από τον άνθρωπο. Για αυτό λένε, Μη βασανίσεις, δηλαδή, μη μας βγάλεις από την κατοικία μας, δηλαδή τον άνθρωπο· αλλά και για άλλο λόγο, διότι νόμιζαν, δηλαδή, ότι λόγω της υπερβολής αυτών που τολμούσαν, δεν θα τους ανεχτεί, αλλά θα τους παραδώσει ήδη από εδώ στην κόλαση» (Θφ). «Επειδή, δηλαδή, τους έπιασε (τους δαίμονες) να διαπράττουν τα φοβερά εκείνα και παράνομα και να διαφθείρουν και να τιμωρούν με κάθε τρόπο το πλάσμα το δικό του, νόμιζαν (οι δαίμονες) ότι αυτός (ο Ιησούς), λόγω της υπερβολής αυτών που γίνονταν, δεν θα περιμένει τον καιρό της τιμωρίας (στην κόλαση)» (β). Ο δαίμονας δεν θέλει είτε και μόνο να διωχτεί από τον άνθρωπο, είτε και κάποια δεύτερη πρόσθετη τιμωρία που θα επιβληθεί μετά το διώξιμο (b). Είπε προηγουμένως ο σατανάς «τι δουλεία έχω εγώ με σένα Ιησού». Και είπε μία αλήθεια, όχι όμως και ολόκληρη την αλήθεια. Είπε μία αλήθεια. Διότι πράγματι οι δαίμονες δεν έχουν καμία σχέση με τον Χριστό ως Σωτήρα. «Διότι είναι φανερό, ότι δεν έρχεται να βοηθήσει αγγέλους» που ξέπεσαν «ο Κύριος», «αλλά να βοηθήσει τους απογόνους του Αβραάμ» (Εβρ. β 16). Ούτε έχουν, ούτε υπάρχει ελπίδα να έχουν σχέση ή ωφέλεια από το Χριστό. Ω πόσο βάθος έχει το μυστήριο αυτό της αγάπης του Θεού! Οι πεσμένοι άνθρωποι έχουν τόση σχέση με το Χριστό, ενώ οι πεσμένοι άγγελοι δεν έχουν καμία. Δεν είπε όμως και ολόκληρη την αλήθεια ο δαίμονας. Εάν δεν έχουν τίποτα με τον Χριστό ως Σωτήρα, έχουν όμως πολλά με αυτόν ως υπέρτατο Κριτή. Και αυτό το γνωρίζουν καλά. Για αυτό και ο δαίμονας στο τέλος, σύμφωνα με άλλον ευαγγελιστή, παραπονιέται εναντίον του Ιησού, ότι ήλθε πριν τον καθορισμένο καιρό να βασανίσει αυτούς. Οσοδήποτε συγκαλυμμένα, το λέει και δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι μία ημέρα ο Χριστός θα είναι ο κριτής τους.
5.8 Ἔλεγε(1) γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον(2) ἐκ τοῦ ἀνθρώπου.
8 Γιατί, ο Ιησούς του έλεγε: «Δαιμονικό πνεύμα, βγες απ’ αυτόν τον άνθρωπο».
(1) Στις διακοπές των λόγων του δαίμονα που παρεμβλήθηκαν (σ) ή και από μακριά διαβίβασε σε αυτόν μέσω πνευματικής οδού και εσωτερικά ο Σωτήρας την παραγγελία αυτή και δεν μπορούσε ο δαίμονας να αντισταθεί εναντίον της (δ).
(2) «Σαν έναν διατάζει τους πολλούς δαίμονες» (Ζ). Ήταν μεν πολλοί οι δαίμονες, αλλά υποτάσσονταν σε έναν που είχε υπεροχή, ο οποίος και κατ’ εξοχήν φαίνεται συνεχώς και αδιάκοπα να βρίσκεται σε επαφή με την λεγεώνα της οποίας ήταν αρχηγός (b).
5.9 Καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων(1)· λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν(2).
9 Ακόμα ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι τ’ όνομά σου;» Κι εκείνος απάντησε: «Το όνομά μου είναι Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί».
(1) «Τον άνθρωπο μεν ρωτούσε, αλλά η ερώτηση πήγαινε στο πλήθος των δαιμόνων μέσα του· για αυτό και το πλήθος αυτών απάντησε» (Ζ). «Ρωτά, βεβαίως, αυτόν ο Κύριος, όχι για να μάθει ο ίδιος, αλλά για να μάθουν οι άλλοι άνθρωποι, το πλήθος των δαιμόνων που κατοικούσαν μέσα του. Επειδή, δηλαδή, φαινόταν ένας, δείχνει ο Χριστός με πόσους εχθρούς πάλευε ο ταλαίπωρος εκείνος άνθρωπος» (Θφ). Ο Χριστός μπορούσε όλα τα πεσμένα αστέρια να φωνάξει ονομαστικά, όπως και τον εωσφόρο μαζί με όσους ήταν γύρω του. Αλλά ρωτά τώρα αυτούς, έτσι ώστε, από το πλήθος αυτών, να διδαχτούν και να συγκινηθούν οι παριστάμενοι.
(2) «Ονομαζόταν λεγεώνα, λόγω του πλήθους» (Ζ). Εάν σε μία και μόνη φωλιά έμεναν τόσοι πολλοί, πόσοι πρέπει να είναι σε όλο τον κόσμο! (b). Λεγεώνα είναι όνομα στρατιωτών με όπλα. Οι δαίμονες πολεμούν εναντίον του Θεού και της δόξας του, εναντίον του Χριστού και του ευαγγελίου του, εναντίον των ανθρώπων και της αγιότητάς τους και της ευτυχίας τους.
5.10 Καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας(1).
10 Τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να μην τα διώξει έξω από την περιοχή.
(1) Μπορεί να εκφράζει την προτίμηση του δαίμονα, οπότε στο ερώτημα γιατί οι δαίμονες προτιμούν την χώρα εκείνη, θα έχουμε υπ’ όψη ό,τι ο Γρότιος είπε: Διότι στη χώρα εκείνη κατοικούσαν πολλοί αποστάτες, Ιουδαίοι, οι οποίοι είχαν αποξενώσει τους εαυτούς τους από τη διαθήκη του Θεού και είχαν παραδώσει τους εαυτούς τους στην εξουσία του σατανά. Κάποιοι, επίσης, πρόσθεσαν, ότι ο σατανάς εκ πείρας γνώριζε τις διαθέσεις και τα ήθη του λαού της χώρας εκείνης και για αυτό προτιμά να παραμένει μεταξύ αυτών (Henry). Μπορεί όμως να εκφράζει και την προτίμηση του δαιμονισμένου, ο οποίος παρακαλεί να μείνει μέσα στο περιβάλλον της πατρίδας του (σ).
5.11 Ἦν δὲ ἐκεῖ(1) ἀγέλη χοίρων(2) μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει·
11 Εκεί κοντά στο βουνό έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων.
(1) Δεν αναφέρεται εάν η αγέλη ανήκε σε Ιουδαίους ή εθνικούς.
(2) Το να τρώει κάποιος χοιρινά κρέατα ήταν απαγορευμένο από το νόμο (Λευϊτ. ια 7,Δευτ. ιδ 8). Η σάρκα και το αίμα του χοίρου θεωρούνταν από την Π.Δ. ως ειδωλολατρικές προσφορές και ως μολύσματα (Ησ. ξε 4,ξστ 3,17 και Α΄ Μακ. α 47) (σ). Η παρουσία των ακάθαρτων αυτών ζώων, των τόσο απεχθών στους Ιουδαίους, δείχνει το και από άλλες πηγές γνωστό, ότι η χώρα κατοικούνταν από μικτό πληθυσμό, στον οποίο οι εθνικοί ήταν το επικρατέστερο στοιχείο (γ).
5.12 καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες(1) οἱ δαίμονες λέγοντες(2)· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν(3).
12 Όλοι οι δαίμονες, λοιπόν, τον παρακαλούσαν: «Στείλε μας να μπούμε στους χοίρους».
(1) Σαν με ένα στόμα και μία γνώμη (b).
(2) Το υποκείμενο εδώ μεταβάλλεται. Ενώ πριν ο άνθρωπος μιλούσε μέσω του δαίμονα, τώρα οι δαίμονες μιλούν μέσω του ανθρώπου (γ).
(3) Δες την κακοποιό διάθεση των δαιμόνων και ποια ευχαρίστηση δοκιμάζουν στο να προκαλούν καταστροφές. Μη μπορώντας τώρα να βασανίζουν ανθρώπους μπαίνοντας στα σώματά τους, ζητούν να τους βλάψουν με την καταστροφή των ζώων τους· επιδιώκουν όμως με αυτό να βλάψουν και τις ψυχές τους, παρουσιάζοντας τον Χριστό στους Γαδαρηνούς με το πνίξιμο τω χοίρων, ως πρόσωπο επίφοβο. Τέτοια κακεντρεχή σχέδια και προθέσεις υποκρύπτει στο αίτημά του αυτό, ο παλαιός αυτός και λεπτός σε πανουργίες όφις (φίδι).
5.13 Καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς(1) εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους(2)· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ(3) εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ ἐπνίγοντο(4) ἐν τῇ θαλάσσῃ.
13 Αμέσως ο Ιησούς τους το επέτρεψε. Βγήκαν τότε τα δαιμονικά πνεύματα από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους, με αποτέλεσμα να ορμήσει το κοπάδι στον γκρεμό και να πνιγεί στη λίμνη. Ήταν περίπου δύο χιλιάδες χοίροι.
(1) Έτσι παρείχε την ευκαιρία στους Γαδαρηνούς να αντιληφθούν πόσο κακοποιοί και πεισματικοί εχθροί είναι οι δαίμονες, οπότε να οδηγηθούν να γίνουν φίλοι του Ιησού, ο οποίος μόνος μπορούσε να βάλει αυτούς κάτω από τον έλεγχό του και να δεσμεύσει αυτούς. Αλλά εκείνοι υπέκυψαν μάλλον στις εισηγήσεις του πονηρού και μολονότι δεν αποπειράθηκαν να κακοποιήσουν τον Ιησού, τον παρακάλεσαν όμως να απομακρυνθεί από τα σύνορά τους.
(2) Οι οποίοι, ως ακάθαρτα ζώα σύμφωνα με τον νόμο, αποτελούσαν τη στιγμή εκείνη την αρμόζουσα διαμονή των ακάθαρτων πνευμάτων. «Μάθε, λοιπόν, ότι οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία ούτε εναντίον των χοίρων, και πολύ περισσότερο εναντίον των ανθρώπων, αν δεν επιτρέψει ο Θεός. Να συλλογιστείς, επίσης, ότι και στους ανθρώπους που ζουν σαν γουρούνια και κυλιούνται στο βούρκο της ηδονής, σε αυτούς μπαίνουν οι δαίμονες και τους ρίχνουν στον γκρεμό της απώλειας, στη θάλασσα αυτής της ζωής, και πνίγονται» (Θφ).
(3) Ορμή καταστρεπτική και ολέθρια. Έτσι ο σατανάς ωθεί με βιασύνη και τον λαό στην αμαρτία. Βάζει στους ανθρώπους ανυπομονησία στο να εκτελέσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα ό,τι κακό αποφάσισαν, και το οποίο στο τέλος θα προκαλέσει λύπη και ντροπή σε αυτούς. Και από την μανία, με την οποία οι χοίροι ορμούν στον γκρεμό, μπορεί κάποιος να συμπεράνει με ποια δύναμη ενεργεί το πνεύμα το πονηρό «στους γιους της ανυπακοής», όταν με τόσες τρελές και ολέθριες επιθυμίες σπρώχνει με παραφορά αυτούς σε πράξεις που αντιτίθενται όχι μόνο προς την θρησκεία, αλλά και προς την κοινή λογική και προς το πρόσκαιρο και επίγειο συμφέρον τους. Με την ίδια δύναμη και βιασύνη ωθεί αυτούς και προς την καταστροφή τους, διότι είναι ο Απολλύων (=αυτός που απολλύει=καταστρέφει) και ο Αβαδδών, ο μέγας καταστροφέας.
(4) «Όπως ακριβώς δεν λυπήθηκαν τους χοίρους, έτσι, ούτε τον άνθρωπο εκείνον θα λυπούνταν, αν δεν ήταν η θεία δύναμη που τον διατηρούσε σώο· οι δαίμονες, δηλαδή, επειδή είναι εχθροί, θα μας έσφαζαν στη στιγμή, αν ο Θεός δεν μας διατηρούσε σώους» (Θφ). Πόσα οφείλουμε στην προστασία του Θεού και στην παρέμβαση των αγαθών αγγέλων για την προφύλαξή μας από τα κακοποιά πνεύματα. Δεν είμαστε ούτε άχυρο απέναντι στη δύναμη των πνευματικών μας εχθρών. Αλλά με τον Κύριο και με την δύναμη της ισχύος του, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε και όταν ακόμη είναι λεγεώνες ολόκληρες. Αποτελεί μεγάλη ενίσχυση για κάθε άνθρωπο του Θεού να γνωρίζει, ότι παρόλο που η δύναμη του διαβόλου είναι πολύ μεγάλη, παρ’ όλ’ αυτά περιορίζεται και δεν εξισώνεται με την κακεντρέχειά του, μόνο και μόνο διότι βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Κυρίου μας Ιησού, του εξόχως πιστού και ισχυρού φίλου και Σωτήρα μας. Ο σατανάς και τα όργανά του δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από τα όρια, εντός των οποίων η αγαθότητά του επιτρέπει σε αυτούς να κινηθούν. Από το παράδειγμα μάλιστα του Ιώβ, πειθόμαστε ότι ο Κύριος για σοφούς και άγιους σκοπούς επιτρέπει τις προσπάθειες του λυσσασμένου σατανά και ανέχεται τις από αυτόν βλάβες των εκλεκτών του, κατευθύνει όμως όλα αυτά για καλό τους, αφήνοντας την κακεντρέχεια του σατανά να κινείται εντός των γραμμών, οι οποίες υπηρετούν τις σοφές και αγαθές βουλές του. Οι δαίμονες δεν είναι μόνο αιχμάλωτοι του Χριστού, αλλά είναι και υποτελείς του.
5.14 Καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς(1)· καὶ ἐξῆλθον(2) ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός.
14 Οι χοιροβοσκοί έφυγαν και διέδωσαν την είδηση στην πόλη και στην ύπαιθρο. Ήρθαν τότε οι κάτοικοι να δουν τι συνέβη.
(1) Η πόλη ήταν η γειτονική, τα Γέρασα, ενώ αγροί είναι τα αγροτικά σπίτια ή καλύβες που γειτόνευαν με την πόλη (γ)
(2) Οι κάτοικοι γενικώς.
5.15 Καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ θεωροῦσι(1) τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα(2), τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν(3).
15 Πηγαίνουν στον Ιησού και βλέπουν το δαιμονισμένο που είχε μέσα του το Λεγεώνα να είναι καθισμένος, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά· φοβήθηκαν λοιπόν.
(1) Το ρήμα εκφράζει θέα αξιοσημείωτων και αξιοθαύμαστων γεγονότων ή αντικειμένων (γ).
(2) Ενώ προηγουμένως έτρεχε χωρίς ανάπαυση, ρούχα και έξω από τον εαυτό του και το λογικό του. Αυτοί που έδιναν μαρτυρία για το θαύμα, ίσως είχαν δώσει σε αυτόν στο μεταξύ ρούχα (b).
(3) Με αφορμή το θαύμα, αναγνωρίζοντας την υπερφυσική δύναμη του Ιησού, κυριεύτηκαν από φόβο.
5.16 Καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο(1) τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων(2).
16 Όσοι είχαν δει το γεγονός τούς διηγήθηκαν τι συνέβη στο δαιμονισμένο και στους χοίρους.
(1) «Πώς έγινε σε αυτόν η μεταβολή και πώς έγινε πάλι μυαλωμένος» (Ζ).
(2) «Πώς αυτοί καταστράφηκαν» (Ζ).
5.17 Καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν(1) ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.
17 Τότε αυτοί άρχισαν να παρακαλούν τον Ιησού να φύγει από την περιοχή τους.
(1) «Διότι φοβήθηκαν μήπως πάθουν και τίποτα χειρότερο. Επειδή, δηλαδή, έχασαν τους χοίρους και αφού λυπήθηκαν για αυτήν την απώλεια, δεν επιθυμούν και την παρουσία του Κυρίου» (Θφ). Έτσι οι σαρκικές καρδιές παραγνωρίζουν τις δίκαιες κρίσεις του Θεού. Αντί μέσω αυτών να επιστρέψουν προς αυτόν, απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από αυτόν. Υπάρχουν πάρα πολλοί, οι οποίοι προτιμούν τους χοίρους τους παρά τον Σωτήρα τους και έτσι προσπερνούν τον Χριστό και την σωτηρία που δίνει. Επιθυμούν ο Χριστός να αναχωρήσει από τις καρδιές τους και δεν ανέχονται ο λόγος του να πάρει κάποια θέση σε αυτές, διότι αυτός και ο λόγος του θα είναι η καταστροφή των κτηνωδών επιθυμιών τους, των χοίρων δηλαδή στους οποίους παραδίδουν τις καρδιές τους για να τρέφονται αυτοί με αυτές. Για αυτό δίκαια ο Χριστός θα πει στο μέλλον σε εκείνους που τώρα λένε στον παντοδύναμο, φύγε από εμάς: «Φύγετε από μπροστά μου οι καταραμένοι».
5.18 Καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ(1).
18 Ενώ έμπαινε ο Ιησούς στο πλοιάριο, τον παρακαλούσε ο άλλοτε δαιμονισμένος να τον πάρει μαζί του.
(1) «Από τη μία, από ευγνωμοσύνη· από την άλλη όμως, και επειδή φοβόταν τους δαίμονες, μήπως αν τον έβρισκαν χωρίς τον Χριστό, πηδήξουν πάλι πάνω του» (Ζ).
5.19 Καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν(1), ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς(2) καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος(3) πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε(4).
19 Ο Ιησούς όμως δεν του το επέτρεψε αλλά του είπε: «Πήγαινε στο σπίτι σου, στους δικούς σου, και διηγήσου σ’ αυτούς το καλό που σου έκανε ο Κύριος και την ευσπλαχνία που σου έδειξε».
(1) «Ο Κύριος, όμως, τον στέλνει στο σπίτι του, δείχνοντας σε αυτόν ότι ακόμη και αν δεν είναι ο ίδιος παρών (ο Ιησούς), αλλά η δύναμή του και η επίβλεψή του θα τον φυλάξει» (Θφ).
(2) «Έτσι ώστε να γίνει διδάσκαλος του θαύματος σε όσους βρίσκονταν στο σπίτι του και στην πατρίδα του» (Ζ).
(3) «Δεν είπε ότι, όλα όσα σου έκανα, αλλά, Όσα ο Κύριος σου έκανε, αποδίδοντας το θαύμα στον Πατέρα και διδάσκοντάς μας να αποδίδουμε στο Θεό τα κατορθώματα» (Ζ). «Έτσι και εσύ, όταν κάνεις κάτι καλό, να αφιερώνεις την πράξη όχι στον εαυτό σου αλλά στο Θεό» (Θφ). Αντίθετα με την μυστικότητα την οποία σε προηγούμενα θαύματα επέβαλλε ο Κύριος, συνιστά τώρα την δημοσιότητα της θεραπείας. Αυτό οφείλεται στο ότι η περιοχή αυτή δεν συχναζόταν από αυτόν, ούτε υπήρχαν σε αυτήν εχθροί του που θα ερεθίζονταν από την δημοτικότητα, την οποία προκαλούσαν τα θαύματά του, αλλά ούτε και φίλοι του υπήρχαν χωρίς κρίση και που θα παραφέρονταν από ασύνετο ενθουσιασμό, ούτε και λαός που εύκολα θα παρασυρόταν σε ξεσηκωμούς άκαιρους υπέρ του, που θα έβλαπταν το πνευματικό του έργο. Η αφήγηση λοιπόν από τον θεραπευμένο θα ήταν το μοναδικό κήρυγμα του ευαγγελίου προς το λαό (γ).
(4) Απαλλάσσοντάς σε από τη μάστιγα των δαιμόνων.
5.20 Καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει(1) ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς(2), καὶ πάντες ἐθαύμαζον.
20 Εκείνος έφυγε κι άρχισε να διακηρύττει στη Δεκάπολη, τι έκανε γι’ αυτόν ο Ιησούς. Κι όλοι έμεναν κατάπληκτοι.
(1) Δες Ματθ. δ 25. Οι δέκα πόλεις, ανατολικά του Ιορδάνη, που ελευθερώθηκαν από τον Πομπήιο από την ιουδαϊκή κυριαρχία και ενώθηκαν με συμμαχία. Από τα χρόνια της συριακής κατάκτησης ήταν ελληνιστικές και είχαν μπει κάτω από την εξουσία των Ιουδαίων από τους Μακκαβαίους (γ).
(2) «Ο μεν Χριστός, δείχνοντας μετριοφροσύνη, απέδωσε το έργο στον Πατέρα, ο θεραπευμένος όμως, από ευγνωμοσύνη, το απέδιδε αυτό στο Χριστό» (Ζ).
Στίχ. 21-43. Η θεραπεία της αιμορροούσης και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου.
5.21 Καὶ διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν(1) συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ᾿ αὐτόν(2), καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν.
21 Όταν πέρασε ο Ιησούς με το πλοιάριο πάλι στην απέναντι όχθη, συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος γύρω του. Ήταν πλάι στη λίμνη.
(1) Δες και Ματθ. θ 18-26 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Στη δυτική όχθη της λίμνης και όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει, στα περίχωρα της Καπερναούμ (σ).
(2) Αφού οι Γαδαρηνοί εκδήλωσαν την επιθυμία να αφήσει ο Κύριος την χώρα τους, ο Κύριος απέπλευσε από εκεί αμέσως. Σημείωσε ότι αν υπάρχουν μερικοί που απορρίπτουν το Χριστό, υπάρχουν και άλλοι έτοιμοι να υποδεχτούν αυτόν. Να εδώ μαζεύτηκε για υποδοχή του Ιησού όχλος πολύς.
5.22 Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων(1), ὀνόματι Ἰάειρος(2), καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ(3)
22 Έρχεται τότε ένας από τους άρχοντες της συναγωγής, που λεγόταν Ιάειρος· μόλις βλέπει τον Ιησού έπεσε στα πόδια του και
(1) Σύμφωνα με τον Schurer ο αρχισυνάγωγος πρέπει να διαχωρίζεται από τον άρχοντα της συναγωγής, ο οποίος είχε την γενική διεύθυνση των υποθέσεών της, ενώ ο αρχισυνάγωγος φρόντιζε για την λατρεία σε αυτήν και για τον καθορισμό των σε αυτήν αναγνωστών και κηρύκων. Ο Ματθαίος αποκαλεί τον Ιάειρο άρχοντα και ο Λουκάς χρησιμοποιεί τους δύο τίτλους χωρίς διάκριση. Αυτό οφείλεται στο ότι και τα δύο αξιώματα μπορούσαν να συμπίπτουν σε ένα και το ίδιο πρόσωπο. Γενικώς σε κάθε συναγωγή υπήρχε ένας αρχισυνάγωγος και το «ένας από τους αρχισυνάγωγους» μπορεί να σημαίνει τον άνθρωπο που ανήκε στην τάξη αυτή (γ). Ο κανόνας όμως είχε και τις εξαιρέσεις του, διότι από το Πραξ. ιγ 15 μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι κάθε συναγωγή είχε πολλούς τέτοιους, όπως οι δικοί μας επίτροποι των εκκλησιών (δ).
(2) Όταν ο Μάρκος έγραφε αυτό, ο Ιάειρος και η κόρη του ήταν δυνατόν να βρίσκονταν ακόμη ζωντανοί στην Παλαιστίνη. Αυτό αποτελεί ισχυρή απόδειξη της αξιοπιστίας του ευαγγελίου, αφού και τα ίδια τα ονόματα ονομάζονται στην αφήγηση του ευαγγελιστή (b). «Λέει, λοιπόν, και το όνομα του του αρχισυναγώγου για τους Ιουδαίους που ήξεραν αυτό που έγινε» (Θφ), «ώστε να γίνει το όνομα απόδειξη του θαύματος» (β).
(3) Η θλίψη φέρνει τον Ιάειρο συντετριμμένο και ταπεινωμένο μπροστά στον Ιησού. «Κύριε, στη θλίψη σε θυμηθήκαμε». Είναι αυτό ένας από τους σκοπούς, στους οποίους αποβλέπει η παιδαγωγία των θλίψεων. Στην ταραχή και ανησυχία της ζωής, πρέπει να επισκεπτόμαστε το Θεό. Ο θάνατος των αγαπημένων μας πρέπει να μας σύρει κοντά στο Χριστό, ο οποίος είναι η ζωή μας. Όταν υπάρχει θλίψη στις οικογένειές μας, δεν πρέπει να πέφτουμε εμβρόντητοι, αλλά όπως ο Ιώβ, πρέπει να πέφτουμε και να προσκυνούμε το Θεό.
5.23 καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν(1) μου ἐσχάτως ἔχει(2), ἵνα ἐλθὼν(3) ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται.
23 τον παρακαλούσε θερμά λέγοντας: «Η κορούλα μου βρίσκεται στα τελευταία της· έλα να βάλεις τα χέρια σου πάνω της για να γιατρευτεί και να ζήσει».
(1) Τα υποκοριστικά αποτελούν ιδιαίτερο γνώρισμα του Μάρκου.
(2) «Αντί να πει: είναι στις τελευταίες ανάσες» (Ζ). Μεγάλη πίστη ώθησε τον Ιάειρο να χωριστεί από την κορούλα του, ενώ ήταν ετοιμοθάνατη (b). Είπε πρώτα αμέσως με το που ήλθε «είναι στα τελευταία της» (έτσι λέει ο Μάρκος)· αλλά μετά από λίγο, σύμφωνα με νέες ειδήσεις που μεταφέρθηκαν σε αυτόν, είπε «τώρα πέθανε» (έτσι λέει ο Ματθαίος).
(3) Ή «η σύνταξη του ρητού είναι σε υπερβατό σχήμα, δηλαδή «παρεκάλει αὐτὸν πολλά, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇ αὐτῇ τὰς χεῖρας» και τα υπόλοιπα. Έπειτα πρέπει να μπουν τα ενδιάμεσα λόγια» (Ζ). Ή το ἵνα ἐλθὼν … πρέπει να αποδοθεί συντακτικά στο «σου λέω αυτό» που εννοείται έξω από το κείμενο, έτσι ώστε αφού έλθεις… (δ)· η παράκλησή μου, λοιπόν, είναι: αφού έλθεις…
5.24 Καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ(1)· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον(2) αὐτόν.
24 Ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Τον ακολουθούσε και πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά.
(1) Άλλος γιατρός δεν θα δεχόταν να πάει μαζί του, διότι ήταν πλέον πολύ αργά και δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από το να ζητά κάποιος φάρμακο και γιατρούς όταν ο θάνατος ήλθε ή εισβάλλει ραγδαία. Ο Χριστός όμως «πήγε μαζί του», διότι για τον Χριστό δεν είναι ποτέ αργά. Είναι γιατρός που μπορεί να επέμβει δραστικά και πριν το θάνατο, αλλά και μετά τον θάνατο, διότι αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή. Έχει ζωή μέσα του και δίνει ζωή σε όποιους θέλει.
(2) «Ο Λουκάς είπε «συνέπνιγον», δηλαδή τον περιέβαλλαν σπρώχνοντάς τον» (Ζ).
5.25 Καὶ γυνή τις(1) οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἔτη δώδεκα,
25 Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια.
(1) Η όλη διήγηση με τις λεπτομέρειές της, ιδιαιτέρως, μάλιστα, η περιγραφή της θεραπείας της αιμορροούσας παρουσιάζουν τον Μάρκο να υπερέχει από τους άλλους δύο συνοπτικούς σε ζωηρό ρεαλισμό (σ).
5.26 καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν(1) καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς(2) πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα(3),
26 Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα.
(1) Δεν αρκούσε σε αυτήν το φοβερό πάθος, αλλά ταλαιπωρούνταν και από την κακή θεραπεία των γιατρών (δ).
(2) Είναι διαφορετικό από το «τὰ ἑαυτῆς», το οποίο σημαίνει: εκείνα, τα οποία είχε εκείνη δικά της. Ενώ το «τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς»= τα όσα και με τις σχέσεις και τα μέσα της μπόρεσε να αποκτήσει επιπλέον (δ).
(3) Είναι συνηθισμένο οι άνθρωποι να καταφεύγουν στο Χριστό, αφού προηγουμένως κατέφυγαν μάταια στη βοήθεια των ανθρώπων και βρήκαν αυτούς γιατρούς χωρίς αξία. Παρ’ όλα αυτά βρίσκουν σε αυτόν ασφαλές καταφύγιο, και εκείνοι ακόμη, οι οποίοι κατέστησαν αυτόν έσχατο καταφύγιό τους.
5.27 ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ(1), ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ·
27 Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του.
5.28 ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι(2).
28 «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του», έλεγε μέσα της, «θα σωθώ».
(1) Υπάρχει και η γραφή: τα περί Ιησού=όσα αναφέρονταν στα θαύματα και τις θεραπείες του Ιησού.
(2) «Είναι πάρα πολύ πιστή η γυναίκα, αφού θεώρησε, ότι και από τα ρούχα θα ωφεληθεί» (Θφ). Ζητά, βεβαίως, να θεραπευτεί με αυτόν τον λαθραίο τρόπο, λόγω του ότι ήταν ακάθαρτη. Δες Λευϊτ. ιε 25-27 (γ). Η ασθένειά της ήταν τέτοια, ώστε ντρεπόταν δημόσια να μιλήσει για αυτήν και επιθυμούσε από ντροπή να είναι μυστική και η θεραπεία της.
5.29 Καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ(1) τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι(2) ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος(3).
29 Η αιμορραγία της σταμάτησε αμέσως κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε.
(1) Δεν ελαττώθηκε απλώς. Συντελέστηκε ο ύψιστος βαθμός ακαριαίας ίασης και υγείας (b). Το ακαριαίο της ίασης αποτελεί απόδειξη του θαύματος. Διότι στις θεραπείες που επιτυγχάνονται με φυσικό τρόπο, οι άρρωστοι ανακτούν την υγεία τους αργά και βαθμιαία.
(2) «Κατάλαβε μέσω του σώματός της, το οποίο δεν υγραινόταν πλέον από τις σταγόνες, ότι έχει θεραπευτεί» (Ζ).
(3) «Είπε ότι η ασθένεια την «μαστίγωνε», και λόγω του πόνου και λόγω της ντροπής» (Ζ). «Μάστιγα ήταν η ρεύση του αίματος· έτσι θα πεις ότι και τα άλλα παθήματα τα σωματικά, είναι μάστιγες Θεού, ο οποίος μέσω αυτών, μαστιγώνει όσους αξίζουν την παιδαγωγία του. «Μαστιγώνει κάθε υιό, τον οποίο παραδέχεται»» (Ω).
5.30 Καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ(1) τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν(2), ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων(3);
30 Ταυτόχρονα ο Ιησούς ένιωσε τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος και είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;»
(1) «Σωστά δεν είπε αισθάνθηκα, αλλά κατάλαβα. Διότι δεν είναι αισθητές οι δυνάμεις αυτές, αλλά ασώματες» (β). Το ἐν ἑαυτῷ σημαίνει «στο πνεύμα του το ανθρώπινο», στο οποίο έκανε γνωστό το έργο της η θεία φύση, η οποία λόγω της πίστης της γυναίκας θαυματούργησε. Η επίγνωση λοιπόν αυτή είναι άμεση ανακοίνωση στο ανθρώπινο πνεύμα του, ώστε να γίνει γνωστό και στην ανθρώπινη φύση του ό,τι η θεία φύση αντιλήφθηκε και ενήργησε (δ).
(2) «Πρέπει να διαβάσουμε με το υπερβατό συντακτικό σχήμα, δηλαδή: αφού κατάλαβε μέσα του την δύναμη που βγήκε από αυτόν» (Ζ). «Βγαίνει δύναμη από τον Χριστό, όχι μετακινούμενη τοπικά, αλλά και προς τους άλλους διαδίδεται και στον Χριστό μένει αμείωτη· όπως ακριβώς και τα μαθήματα· και στους δασκάλους μένουν και στους μαθητές παραδίδονται» (Θφ).
(3) Ρωτά όχι διότι αγνοούσε, αλλά για να προκαλέσει την ομολογία της γυναίκας, «για να δοξάσει την πίστη της γυναίκας» (Θφ) και για να οδηγήσει αυτήν σε πνευματικότερη σχέση με αυτόν και με σκοπό να ευεργετήσει αυτήν πνευματικά και με τρόπο πληρέστερο και μονιμότερο (σ). Όπως οι μυστικές αμαρτίες, έτσι και οι μυστικές πράξεις της πίστης είναι γνωστές στον Ιησού.
5.31 Καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο(1);
31 Οι μαθητές του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; Τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;»
(1) «Ποιος με άγγιξε; Όχι με το χέρι, αλλά με την πίστη… Κάποιος με άγγιξε, λέει, με πλησίασε με το λογισμό της, μου συνομίλησε μέσω της πίστης, ήλθε ήρεμα και σιγά σιγά και πήρε από μένα την θεραπεία. Δεν με άγγιξαν αυτοί που με στριμώχνουν, διότι αυτοί δεν είναι δίπλα μου και με τη σκέψη τους» (β). «Και ίσως όπως ακριβώς στα φυσικά σώματα, υπάρχει σε μερικά φυσική έλξη προς κάποια άλλα, όπως ο μαγνήτης με το σίδερο και η αποκαλούμενη νάφθα (ακάθαρτο πετρέλαιο) με τη φωτιά, έτσι και αυτού του είδους η πίστη με την θεία δύναμη» (Ω).
5.32 Καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν(1).
32 Εκείνος όμως έστρεφε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνην που τον είχε αγγίξει.
(1) Με ερευνητικό βλέμμα ερευνούσε να δει αυτήν που τον άγγιξε και θεραπεύτηκε «για να καταλάβεις ότι πήρε την σωτηρία από αυτόν με την θέλησή του και όχι χωρίς τη θέλησή του» (β).
5.33 Ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα(1), εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν(2) αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ(3) πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν.
33 Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια.
(1) Το μεν «φοβήθηκε» αναφέρεται στο συναίσθημα το οποίο κυρίευσε την αιμορροούσα τη στιγμή που άκουσε τα λόγια του Κυρίου και είδε την σκόπιμη και επίμονη έρευνά του· το «τρέμοντας» φανερώνει την διαρκή κατάσταση την ώρα που, αφού ήλθε, μιλούσε (δ). «Διότι, πράγματι, είχε φοβηθεί η γυναίκα σαν να έκλεψε την θεραπεία» (Θφ).
(2) Για όσους φοβούνται και τρέμουν τίποτα άλλο δεν υπάρχει καλύτερο, από το να ρίχνουν τους εαυτούς τους μπροστά στα πόδια του Κυρίου Ιησού, να ταπεινώνονται μπροστά του και να αναφέρουν τους φόβους και τις ανησυχίες τους σε αυτόν.
(3) «Διηγήθηκε όχι σε αυτόν που ήξερε, αλλά σε αυτούς που αγνοούσαν· διηγήθηκε, δηλαδή, μπροστά σε όλο τον λαό και ότι θεραπεύτηκε αμέσως» (β).
5.34 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ(1), ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(2)· ὕπαγε εἰς εἰρήνην(3), καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου(4).
34 Ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου».
(1) «Αποκαλεί την θεραπευμένη: κόρη του· λόγω της πίστης της» (β). Γυναίκες που πιστεύουν, είναι κόρες του Χριστού και τέτοιες θα τις ομολογήσει ο Κύριος.
(2) «Επομένως, αφού έμαθες ότι αιτία της σωτηρίας είναι η πίστη, αύξησε το σπέρμα. Διότι ο καθένας τόσο καρπώνεται, όσο πιστεύει» (β).
(3) «Πήγαινε αναπαυμένη. Αναπαύσου, διότι μέχρι τώρα, βεβαίως, ήσουν σε λύπες και ταραχές» (Θφ). Πήγαινε στο σπίτι σου σε κατάσταση ειρήνης. Είναι χαιρετισμός που χρησιμοποιείται σε αυτούς που φεύγουν και τους κατευοδώνουμε.
(4) «Αυτό ούτε ο Ματθαίος ούτε ο Λουκάς το έχουν προσθέσει· καθόλου παράξενο. Διότι έχουμε πει, ότι τα μη αναγκαία, κάποιοι μεν από τους ευαγγελιστές τα παρέλειπαν για συντομία· κάποιοι, όμως, τα έγραφαν και αυτά, για ακρίβεια. Είναι, λοιπόν, λογικό αυτοί και τα μεν θαύματα να τα αναφέρουν, τα λόγια όμως όχι όλα» (Ζ)
5.35 Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου(1) λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις(2) τὸν διδάσκαλον(3);
35 Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: «Η κόρη σου πέθανε· τι εξακολουθείς να ενοχλείς το δάσκαλο;»
(1) «Δηλαδή από το σπίτι του αρχισυναγώγου» (Ζ).
(2) «Με την έννοια του: απασχολείς, ενοχλείς» (Ζ). Το σκύλλω αρχικά σημαίνει γδέρνω και έπειτα στη Βίβλο και στη μεταγενέστερη ελληνική, ταράζω (γ).
(3) Υπήρχαν λοιπόν και στο σπίτι του Ιάειρου μαθητές του Ιησού (b), αλλά «επειδή είχαν ατελή πίστη στο Χριστό, θεωρούσαν, ότι όλες μεν τις ασθένειες μπορεί να τις θεραπεύει, αλλά να αναστήσει νεκρό δεν μπορεί· διότι δεν είχαν δει να έχει γίνει ένα τέτοιο θαύμα από αυτόν» (Ζ).
5.36 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας(1) τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε(2).
36 Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: «Εσύ μη φοβάσαι· μόνο πίστευε».
(1) Υπάρχει και η γραφή: ο δε Ιησούς παρακούσας τον λόγον=με αμέλεια άκουσε (g), άκουσε χωρίς να δώσει σημασία στην είδηση αυτή, ή και τυχαία άκουσε τον λόγο που δεν απευθύνθηκε σε αυτόν (γ).
(2) «Επειδή κατάλαβε ότι η πίστη του αρχισυναγώγου αμβλύνθηκε, διότι παρασύρθηκε από τα λόγια τους, του προσθέτει θάρρος και τον επαναφέρει από την ασθένεια της πίστης του» (Ζ). Οι ασθένειες και οι θάνατοι μπήκαν στον κόσμο με την αμαρτία και παρακοή του πρώτου Αδάμ. Αλλά με τη χάρη του νέου Αδάμ και τα δύο αυτά νικήθηκαν τελείως. Ο Χριστός αφού θεράπευσε ανίατο νόσημα, προχωρά για να θριαμβεύσει και εναντίον του θανάτου, όπως στην αρχή του κεφαλαίου θριάμβευσε απέναντι στην αυθάδη και σκληρή λεγεώνα των δαιμόνων.
5.37 Καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην(1) τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου(2).
37 Και δεν επέτρεψε σε κανέναν να τον ακολουθήσει παρά μόνο στον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδερφό του Ιακώβου.
(1) Είναι η πρώτη φορά από τις διάφορες περιστάσεις, στις οποίες ο Ιησούς εκλέγει προνομιακά τον κύκλο αυτόν των τριών από τον εκλεγμένο κύκλο των 12. Δες και θ 2, ιδ 33 (σ).
(2) Ο Ιωάννης καθορίζεται ως αδελφός του Ιακώβου. Ή, διότι ο Ιάκωβος ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός και ο νεότερος Ιωάννης δεν ήταν ακόμη πιο γνωστός από τον μεγαλύτερο (δ). Ή, διότι ο Μάρκος έγραψε το ευαγγέλιό του σε εποχή κατά την οποία διατηρούνταν ακόμη νωπό στη μνήμη των μαθητών το μαρτύριο του Ιακώβου (b).
5.38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας(1) πολλά(2),
38 Έρχονται στο σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και βλέπει ο Ιησούς να υπάρχει αναστάτωση, και τους ανθρώπους να κλαίνε και να οδύρονται δυνατά.
(1) Ονοματοποιημένη λέξη από το αλαλά, κραυγή που βγαίνει κυρίως από τους στρατιώτες που ορμούν σε μάχη, μεταγενέστερα όμως χρησιμοποιείται και για άλλες κραυγές που εκφράζουν ποικίλα συναισθήματα. Αλλού στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται μόνο στο Α΄ Κορ. ιγ 1 για να δηλώσει τον ήχο του κυμβάλου. Εδώ μπαίνει έξυπνα για να δείξει τον μονότονο θρήνο των θρηνωδών που πληρώνονταν (γ). Τον μεγαλύτερο θόρυβο φαίνονται εδώ να προκαλούν οι γείτονες και οι επαγγελματίες θρηνωδοί και αυλητές. Από αυτό φαίνεται, ότι η θορυβώδης λύπη δεν είναι πάντοτε και η μεγαλύτερη. Εκείνη η λύπη είναι βαθύτερη και περισσότερο συντριπτική, η οποία κατατρώει σιωπηλά την καρδιά, χωρίς να επιζητά μάρτυρες.
(2) Με επιρρηματική έννοια=πολύ, δυνατά, έντονα (δ). Να πώς η θρησκεία παρέχει παρηγοριά, ενώ η αθρησκεία ετοιμάζει την διάβρωση και συντριβή της καρδιάς. Το ειδωλολατρικό πνεύμα και η ολιγοπιστία επιβαρύνουν και καθιστούν δυσβάσταχτη τη θλίψη, την οποία ο Χριστιανισμός προσπαθεί να καταπραΰνει.
5.39 καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε(1); τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει(2).
39 Μπήκε μέσα και τους λέει: «Γιατί αυτός ο θόρυβος και τα κλάματα; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται».
(1) Πρόκειται για τον θεατρικό θόρυβο και θρήνο των θρηνωδών, ο οποίος παρέσυρε και τους θλιμμένους συγγενείς σε θορυβώδεις εκδηλώσεις της πραγματικής τους θλίψης.
(2) Ο Ιησούς λέγοντας αυτά δεν είχε δει ακόμη το παιδί και συνεπώς η πραγματική έννοια των λόγων του δεν αποκλείει, ότι αυτό ήταν πράγματι νεκρό (σ). «Το είπε αυτό, πρώτον μεν, για να παρηγορήσει τη λύπη τους· έπειτα, και για να διδάξει, ότι για εκείνους μεν έχει πεθάνει, ενώ για αυτόν κοιμάται· διότι, πράγματι, εκείνοι μεν δεν μπορούσαν να αναστήσουν αυτήν· αυτός όμως και με το παραπάνω… σαν ακριβώς ύπνο θα διώξει τον θάνατο, ως κύριος του θανάτου και ως ζωή» (Ζ). «Έδειχνε, δηλαδή, ότι τους πεθαμένους τόσο εύκολα τους σηκώνει όταν θέλει, όπως άλλος τους κοιμισμένους. Ταυτόχρονα όμως, αφαιρεί και την αλαζονεία για το γεγονός, λέγοντας ότι κοιμάται αυτή που είχε πεθάνει και χωρίς να υποσχεθεί με ευθύ τρόπο ότι θα την αναστήσει» (β). Άλλωστε εφόσον προσδοκούμε ανάσταση νεκρών, ο θάνατος είναι ύπνος. Δεν είναι ύπνος της ψυχής, η οποία διατηρεί την συνείδηση και ενεργητικότητά της. Αλλά είναι ύπνος του σώματος, το οποίο είναι ξαπλωμένο στον τάφο ήσυχο και σιωπηλό. Ο ύπνος είναι ένας σύντομος θάνατος και ο θάνατος ένας μακρός ύπνος. Προπαντός για τους δίκαιους θα μπορούσε να βεβαιωθεί, ότι κοιμούνται με τον Χριστό (Α΄Θεσ. δ 14). Αναπαύονται όχι μόνο από τον κόπο και τον μόχθο της νύχτας της παρούσας ζωής, αλλά και μαζί με την ελπίδα χαρμόσυνης αφύπνισης κατά το πρωί της ανάστασης, όταν θα σηκωθούν με αναψυχή σε νέα ζωή, πλούσια ντυμένοι και ένδοξα στεφανωμένοι για να μην κοιμηθούν ποτέ πλέον. Η μελέτη της αλήθειας αυτής είναι ικανή να μετριάσει την θλίψη μας για τον θάνατο αγαπημένων μας προσώπων. Μην πεις για αυτά, ότι χάθηκαν. Όχι· αλλά προπορεύτηκαν από εμάς. Μην πεις ότι θανατώθηκαν και χάθηκαν. Όχι· αλλά ξάπλωσαν να κοιμηθούν.
5.40 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ(1). Ὁ δὲ ἐκβαλὼν(2) πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ(3), καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον(4),
40 Εκείνοι τον περιγελούσαν.Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα και τη μητέρα του παιδιού και τους μαθητές του και μπαίνει εκεί που ήταν το παιδί ξαπλωμένο.
(1) «Τον κορόιδευαν επειδή έλεγε, ότι κοιμάται η πεθαμένη, ενώ ήξεραν ότι πέθανε, όπως είπε ο Λουκάς» (Ζ). Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στην Καπερναούμ και γνώριζαν τον χαρακτήρα του Χριστού, ότι ουδέποτε είπε απερίσκεπτο ή ανόητο λόγο. Ήξεραν και πόσα θαύματα είχε ενεργήσει. Έτσι ώστε και αν τα λόγια, τα οποία στην περίπτωση αυτή είπε, τους φαίνονταν ακατανόητα, έπρεπε, αν μη τι άλλο, να δείξουν κάποια επιφύλαξη και να περιμένουν σιωπηλοί, να δουν τι θα επακολουθούσε. Έσπευσαν να εκδηλώσουν διάθεση να γελοιοποιήσουν τα λόγια του Ιησού και γελοιοποιήθηκαν αυτοί. Εκείνα τα λόγια και τα έργα του Χριστού, που μας φαίνονται εκ πρώτης όψεως ακατανόητα, για κανένα λόγο δεν πρέπει να θεωρούνται από εμάς ως λιγότερο σεβαστά και αξιοθαύμαστα. Πρέπει να προσκυνούμε το μυστήριο των θείων λόγων και όταν ακόμη μας παρουσιάζεται ότι αντιφάσκει με ό,τι εμείς με την μικρή μας διάνοια θεωρούμε ως αξιόπιστο και υπερβολικά λογικό.
(2) Τους έβγαλε όλους. Όπου η λύπη του κόσμου κυριαρχεί, είναι δύσκολο να μπει εκεί ο Χριστός με τις παρηγοριές του. Αυτοί που σκληρύνουν τους εαυτούς τους με την θλίψη και όπως η Ραχήλ δεν θέλουν να παρηγορηθούν, θα έπρεπε να θυμούνται τον Ιησού που βγάζει έξω, αυτούς που θορυβούν και κλαίνε, από το σπίτι του Ιαείρου και να θυμούνται ότι λέει και προς αυτούς: «Γιατί κάνετε θόρυβο και κλαίτε; Κάντε θέση για αυτόν, ο οποίος είναι η παρηγοριά του Ισραήλ και φέρνει μαζί του ισχυρές παρηγοριές, ικανές να νικήσουν τελείως την σύγχυση και τυραννία της κοσμικής αυτής λύπης, που κατατρώει τα σπλάχνα και παραλύει την ψυχή, αρκεί να γίνουν αυτές δεκτές από τις καρδιές σας».
(3) «Αυτούς που μπήκαν επιπλέον μαζί του· εννοεί βεβαίως τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Τον μεν πατέρα λοιπόν και την μητέρα της κόρης, τούς πήρε σαν θεατές του θαύματος ως δικούς της· ενώ τους μαθητές, ως δικούς του· τους άλλους όμως όλους τους έβγαλε έξω» (Ζ). Ο λόγος για τον οποίο μόνο τους λίγους αυτούς πήρε ο Ιησούς ως μάρτυρες του θαύματος, ταυτίζεται με εκείνον, για τον οποίο και προηγουμένως συνιστούσε μυστικότητα σε σχέση με τις υπερφυσικές θεραπείες του. Γινόταν, μάλιστα, τώρα ο λόγος αυτός περισσότερο επιβεβλημένος, εξαιτίας της έκτακτης φύσης του θαύματος αυτού. Δες Μάρκ. α 45 (γ).
(4) Στο δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη, ανάσκελα δηλαδή, η κόρη (δ).
5.41 καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς(1) τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι(2)· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον(3), σοὶ λέγω(4), ἔγειρε.
41 Πιάνει το κορίτσι από το χέρι και του λέει: «Ταλιθά κούμι», που σημαίνει «κορίτσι, σε διατάζω να σηκωθείς!»
(1) «Κρατά το χέρι, για να βάλει μέσα της δύναμη» (Θφ), «δείχνοντας, ότι και η πανάγια σάρκα του δίνει ζωή στους νεκρούς» (Ζ). Ο αρχιερέας του νόμου, ο οποίος ήταν τύπος του Χριστού, απαγορευόταν να πλησιάσει νεκρό (Λευϊτ. κα 10-11). Ο Χριστός όμως άγγιξε τη νεκρή. Η λευϊτική ιερωσύνη εγκαταλείπει τους νεκρούς στην ακαθαρσία τους και για αυτό τηρεί τον εαυτό της σε απόσταση από αυτούς, μη μπορώντας καμία θεραπεία να προσφέρει σε αυτούς. Ο Χριστός όμως έχοντας την δύναμη να ανασταίνει τους νεκρούς είναι ανώτερος από τους μολυσμούς από αυτούς και για αυτό δεν διστάζει να αγγίξει αυτούς. Κράτησε το χέρι του παιδιού και αυτό αναστήθηκε. Τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα τόσο αποτελεσματικά συντελέστηκε το θαύμα. Όχι με προσευχή, όπως έπραξαν ο Ηλίας και ο Ελισσαίος (Γ΄ Βασ. ιζ 21 και Δ΄Βασ. δ 33), αλλά με απλή επαφή και προσταγή. Εκείνοι ενήργησαν ως δούλοι. Αυτός ενήργησε ως Υιός, ως Θεός, στον οποίο ανήκουν οι δρόμοι του θανάτου.
(2) Ο Πέτρος είχε εντυπώσει στη μνήμη του με ακρίβεια τα λόγια, τα οποία είπε ο Κύριος και από το στόμα του Πέτρου ο Μάρκος παρέλαβε αυτά (b). Ο Κύριος, λοιπόν, μίλησε εδώ στα αραμαϊκά ή στα συροχαλδαϊκά, στη γλώσσα δηλαδή που μιλιόταν τότε στην Παλαιστίνη.
(3) Σε διαταγή, είναι ονομαστική=εσύ το κοριτσάκι (δ).
(4) Προσθέτει το «σε σένα λέω» για να χαρακτηρίσει το έντονο και προστακτικό ύφος της εντολής (δ).
5.42 Καὶ εὐθέως(1) ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ(2) ἐτῶν δώδεκα. Καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ(3).
42 Το κορίτσι σηκώθηκε αμέσως και περπατούσε. Ήταν δώδεκα ετών. Όλοι τότε κυριεύτηκαν από μεγάλη κατάπληξη.
(1) Όχι βαθμιαία, αλλά αμέσως πήρε πίσω τη συνείδησή της (b).
(2) Αιτιολογεί το περιεπάτει. Είχε δηλαδή ηλικία αρκετά μεγάλη, ώστε να μπορεί να περπατά.
(3) Και το «έκστασις» και το «μεγάλη» συνδεδεμένα φανερώνουν τον μεγάλο βαθμό του θαυμασμού και της έκπληξης.
5.43 Καὶ διεστείλατο(1) αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν(2).
43 Ο Ιησούς όμως τους έδωσε αυστηρή παραγγελία να μην το μάθει κανείς αυτό, και είπε να δώσουν στο κορίτσι να φάει.
(1) «Με την έννοια του: έδωσε διαταγή» (Ζ) έντονα και ισχυρά.
(2) Για να «βεβαιώσει την ανάσταση» (Θφ), «για να μην νομίσουν αυτοί, ότι είναι φάντασμα η αναστημένη. Διότι για αυτό, ούτε ο ίδιος δίνει σε αυτήν να φάει, αλλά αφήνει τους γονείς να κάνουν αυτό» (Ζ). Με το φαγητό εμφανιζόταν το κορίτσι ότι αποκαταστάθηκε όχι μόνο στη ζωή, αλλά και σε καλή κατάσταση υγείας, ώστε ανέκτησε πλήρως και την όρεξη για φαγητό (Henry). Ίσως επίσης λόγω της ασθένειάς της πριν, δεν θα μπορούσε για αρκετές ημέρες να πάρει τροφή και εξαντλημένη τώρα από ασιτία, κινδύνευε να λιποθυμήσει (σ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6
Στίχ . 1-6. Οι Ναζαρηνοί και ο Ιησούς.
6.1 Καὶ(1) ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν(2) καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(3).
1 Ο Ιησούς έφυγε από ’κει και ήρθε στην πατρίδα του. Οι μαθητές του τον ακολουθούσαν.
(1) Δες και Ματθ. ιγ 53-58 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Δυσκολίες παρουσιάζονται εδώ ως προς τις σχέσεις, στις οποίες βρίσκονται οι αφηγήσεις του παρόντος επεισοδίου του Κυρίου μεταξύ τους, ιδιαίτερα κατά την θέση, την οποία ο καθένας από τους 3 ευαγγελιστές καθορίζει σε αυτό σε σχέση με τα συμφραζόμενα. Ο Λουκάς τοποθετεί αυτό στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου, μολονότι κάνει κάποιον υπαινιγμό και για τα θαύματα που ήδη έγιναν από αυτόν στην Καπερναούμ (Λουκ. δ 23). Ο Ματθαίος τοποθετεί την αφήγηση μετά την οριστική εγκατάσταση του Κυρίου στην Καπερναούμ και μετά την διδασκαλία των παραβολών. Ο Μάρκος πάλι τοποθετεί την διήγηση σε συμφραζόμενα διαφορετικά από τον Ματθαίο. Οι αφηγήσεις δεν μπορούν χρονολογικά να εναρμονιστούν, παρά μόνο εάν υποθέσουμε, ότι ο Κύριος επισκέφτηκε επανειλημμένα την Ναζαρέτ και η αποδοκιμασία του από τους συμπολίτες του δεν έγινε μόνο μία φορά. Παρουσιάζεται πιθανό να δεχτούμε ότι ο Κύριος επισκέφτηκε επανειλημμένως τους δικούς του στην πατρίδα του, παρόλο που πολλοί από τους νεότερους ερμηνευτές, κρίνοντας τα περιστατικά και τις λεπτομέρειες των τριών αφηγήσεων, βρίσκουν αυτά εξολοκλήρου να συμπίπτουν και συνεπώς να αναφέρονται στην ίδια επίσκεψη. Εναντίον όμως της τελευταίας αυτής εκδοχής, αντιλέγει το γεγονός, ότι σύμφωνα με την επίσκεψη που εξιστορεί ο Λουκάς, επιχείρησαν να φονεύσουν τον Κύριο καταγκρεμίζοντάς τον, ενώ στην επίσκεψη που αναφέρουν οι Ματθαίος και Μάρκος, τίποτα τέτοιο δεν σημειώθηκε. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Χριστός δεν εγκαταλείπει αυτούς που αρνούνται να δεχτούν αυτόν, με την πρώτη τους άρνηση, αλλά επανειλημμένα καλεί αυτούς στην σωτηρία μέσω αυτού. Έτσι και σε μας στέκεται στην πόρτα της ψυχής μας κρούοντας επίμονα, για να ανοίξουμε αυτήν για να μπει στην καρδιά μας. Αλίμονο! Θα είμαστε αναπολόγητοι, εάν δεν δεχτούμε την σε μας προσφερόμενη χάρη του. Πώς θα δικαιολογηθούμε για την προς αυτόν περιφρόνηση;
(2) Πιθανώς αποφεύγοντας τις εκδηλώσεις του λαϊκού ενθουσιασμού για το καταπληκτικό θαύμα.
(3) Ήλθε λοιπόν ως διδάσκαλος ή ραββί, έχοντας ήδη ορισμένο κύκλο μαθητών, που τον ακολουθούσε. «Μεταβαίνει στην πατρίδα του, όχι επειδή αγνοούσε ότι θα τον περιφρονήσουν, αλλά για να μην μπορούν ύστερα να λένε ότι, αν ερχόταν, θα πιστεύαμε σε αυτόν» (Θφ). Έρχεται «κάνοντας φανερή την αχάριστη περιφρόνησή τους» (β).
6.2 Καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο(1) ἐν τῇ συναγωγῇ διδάσκειν(2)· καὶ πολλοὶ(3) ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο(4) λέγοντες· πόθεν τούτῳ(5) ταῦτα(6); καὶ τίς ἡ σοφία(7) ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις(8) τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται;
2 Το Σάββατο άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή. Πολλοί που τον άκουγαν απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού τα κατέχει αυτά; Και ποια είναι η σοφία αυτή που του δόθηκε; Πώς κάνει τέτοια θαύματα με τα χέρια του;
(1) Έκανε την πρώτη διδασκαλία, έχοντας σκοπό να εξακολουθήσει και το επόμενο Σάββατο, αλλά εμποδίστηκε από την απιστία τους (δ). Το ότι άλλωστε περίμενε το Σάββατο για να κηρύξει, υποδηλώνει ότι δεν σημειώθηκε στη Ναζαρέτ συρροή, όπως αλλού, με το που ήλθε. Δεν του δόθηκε λοιπόν ευκαιρία να κηρύξει σε αυτούς, παρά μόνο όταν ήλθε η ημέρα του Σαββάτου.
(2) Δεν ήταν συγκεκριμένο το πρόσωπο που εκτελούσε το έργο αυτό στη συναγωγή, αλλά ο αρχισυνάγωγος μπορούσε να διαλέξει κάποιον, να διαβάσει τις περικοπές και να τις αναπτύξει (γ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: και οι πολλοί=το πλήθος του λαού, με εξαίρεση κάποιους λίγους.
(4) Εκπλήσσονταν για την σε αυτόν παρατηρούμενη μεταβολή, τόσο στη διδασκαλία όσο και στα έργα.
(5) Βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με τα έργα που επιτελούνται από αυτόν=αυτός ο άνθρωπος, τον οποίο γνωρίζουμε καλά και κανείς δεν περιμένει από αυτόν κάτι καταπληκτικό και μεγάλο. Δεν είχε κατ’ οίκον εκπαίδευση, ούτε είχε ταξιδέψει ποτέ, ούτε φοίτησε σε κάποια σχολή, ούτε κάθισε στα πόδια κάποιου από τους μεγάλους ραββίνους. Από πού λοιπόν προέρχονται αυτά; Δεν θαύμαζαν την διδασκαλία και σοφία του από μόνη της, αλλά την θαύμαζαν διότι ήταν δική του, θεωρώντας απίθανο να είναι αυτός τέτοιος διδάσκαλος.
(6) Τα λόγια (δ) ή, αυτά που βλέπουμε και που ακούμε.
(7) Ουράνιος ή δαιμονιώδης; Έστρεφαν εναντίον του ακριβώς αυτό, το οποίο ήταν υπέρ του. Διότι αν δεν ήταν εκούσια τυφλοί, θα έπρεπε να συμπεράνουν ότι, αφού από καμία ραββινική σχολή δεν είχε αποκτήσει τη μάθηση και σοφία του, ήταν από το Θεό φωτισμένος και εντεταλμένος.
(8) «Είναι ελλειπτική η πρόταση. Διότι λείπει το «από πού». Δηλαδή, και «από πού» γίνονται τέτοια υπερφυσικά έργα με τα χέρια του;» (Ζ). Οι ερωτήσεις προέρχονται από διάφορους ομίλους αντιδρούντων, από τους οποίους άλλοι μεν έλεγαν τη μία ερώτηση, άλλοι πάλι πρόβαλλαν εκείνη την ερώτηση (γ). Αναγνωρίζουν τις δύο μεγάλες αποδείξεις της προέλευσης του ευαγγελίου του, δηλαδή την θεία σοφία και την θεία δύναμη που επιβεβαιώνει και επισφραγίζει τα λόγια της σοφίας του και όμως δεν βγάζουν το από αυτές συμπέρασμα.
6.3 Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων(1), ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας(2), ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ(3) καὶ Ἰούδα(4) καὶ Σίμωνος(5); καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ(6) αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς; καὶ ἐσκανδαλίζοντο(7) ἐν αὐτῷ.
3 Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός, ο γιος της Μαρίας κι αδερφός του Ιακώβου, του Ιωσή, του Ιούδα και του Σίμωνος; Κι οι αδερφές του δεν μένουν εδώ στον τόπο μας;» Αυτό, λοιπόν, τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν.
(1) Το μόνο χωρίο, στο οποίο ονομάζεται ο Κύριος τέκτων (μαραγκός). Στο παράλληλο χωρίο του Ματθαίου ονομάζεται «γιος του τέκτονος». Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας, αναφέρει ότι στις ημέρες του διασώζονταν δίκρανα, σβάρνες και άλλα είδη, για τα οποία λεγόταν, ότι είχαν κατασκευαστεί από τον Ιησού (σ). Έτσι ταπείνωσε τον εαυτό του και απέφυγε κάθε διαφήμιση, σαν πρόσωπο που πήρε μορφή δούλου και ήλθε να διακονήσει. Τόσο χαμηλά στάθηκε ο Λυτρωτής μας, όταν ήλθε να μας εξαγοράσει από τη χαμηλή κατάστασή μας. Συγχρόνως όμως τίμησε τους περιφρονούμενους τότε εργάτες και ενθάρρυνε εκείνους, οι οποίοι με τον μόχθο τους και τον ιδρώτα τους κέρδιζαν το ψωμί τους, οσοδήποτε και αν οι κατά κόσμον μεγάλοι, τούς βλέπουν με αδιαφορία ή και περιφρόνηση.
(2) Ονομαζόταν Μαρία και όχι Βασίλισσα Μαρία ούτε Κυρία ή πριγκίπισσα Μαρία, αλλά απλώς Μαρία. Και αυτό το στρέφουν εις βάρος του, λες και οι άνθρωποι παίρνουν την πραγματική αξία τους από την ευγενική καταγωγή τους ή τους λαμπρούς τίτλους τους και σαν να μην είναι περισσότερο άξιοι τιμής εκείνοι, οι οποίοι από ταπεινά στρώματα κατορθώνουν με την δική τους αξία να γίνονται διάσημοι.
(3) Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος Ιωσήφ.
(4) Είναι ο συγγραφέας της καθολικής επιστολής. Ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστορ. ΙΙΙ 20) παραθέτει από τον Ηγήσιππο πληροφορία σχετικά με τα εγγόνια του Ιούδα, ότι ζούσαν στα χρόνια του Δομετιανού (81-96 μ.Χ.) και τιμούνταν πολύ στις εκκλησίες της Παλαιστίνης (σ).
(5) Διαδέχτηκε τον Ιάκωβο στην επισκοπή των Ιεροσολύμων και μαρτύρησε και αυτός, όπως ο αδελφός του (Ευσεβίου ΙΙΙ,11).
(6) Αγνοούνται τα ονόματά τους και μόνο από το παρόν χωρίο πληροφορούμαστε, ότι ήταν εγκατεστημένες στη Ναζαρέτ. Ούτε στο Πράξ. α 14 λέγεται κάτι για αυτές.
(7) «Ενώ θα έπρεπε να χαίρονται για αυτόν που αποτελούσε κόσμημα για την πατρίδα τους με τις διδασκαλίες και τα θαύματα, αυτοί σκανδαλίζονταν περισσότερο με αυτόν, επειδή καταγόταν από ασήμαντη γενιά» (Ζ). «Σκανδαλίζονταν, δηλαδή δεν μπορούσαν να πιστεύουν σε αυτόν, λόγω φθόνου» (Θφ). Θα φανταζόταν κάποιος, ίσως, ότι εάν ο Ιησούς κατέβαινε ανάμεσα στους κατοίκους της Ναζαρέτ από τα σύννεφα, χωρίς μητέρα και χωρίς κατά σάρκα καταγωγή, θα δέχονταν αυτοί αυτόν με μεγαλύτερο σεβασμό. Πλάνη. Διότι και στην Ιουδαία που δεν ήταν γνωστή η καταγωγή του, οι ίδιες αντιρρήσεις προβλήθηκαν εναντίον του. Δες Ιω. θ 29. Η πεισματική απιστία βρίσκει πάντοτε εύκολα ένοχες προφάσεις και δικαιολογίες.
6.4 Ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ(1) καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι(2) καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ(3).
4 Κι ο Ιησούς τους έλεγε: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του, οι συγγενείς του κι η οικογένειά του».
(1) «Γενικά, λέει ο Κύριος, ότι όλοι οι προφήτες είναι χωρίς τιμή στις πατρίδες τους» (Θφ). Δες και Ιω. δ 44 και τα σχετικά με τον Ιερεμία και τους άνδρες Αναθώθ στο Ιερεμ. ια 21. Η χρήση του γνωμικού αυτού από τον Κύριο υποδηλώνει και αξίωση ότι και αυτός συγκαταλέγεται στους προφήτες (σ).
(2) =στους θείους, στα ξαδέλφια κλπ. (δ).
(3) Στα αδέλφια που συγκατοικούν μαζί του. «Την μεν φράση «στην πατρίδα του», την είπε για όλη τη Ναζαρέτ, ενώ τη φράση «στους συγγενείς», για τους οποιουσδήποτε συγγενείς, ενώ τη φράση «στο σπίτι» την είπε για μόνους όσους ήταν οικογένειά το. Όλοι, δηλαδή, τον περιφρονούσαν, οι μεν ως συμπατριώτη, οι δε ως συγγενή και οι άλλοι ως πρόσωπο της οικογένειας» (Θφ).
6.5 Καὶ οὐκ ἠδύνατο(1) ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι, εἰ μὴ(2) ὀλίγοις ἀρρώστοις(3) ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας ἐθεράπευσε.
5 Έτσι δεν μπόρεσε να κάνει εκεί κανένα θαύμα, παρά μόνο ακούμπησε τα χέρια του σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε.
(1) «Δεν είπε «δεν ήθελε», αλλά «δεν μπορούσε», διότι στη δύναμη που ενεργούσε, συνέπραττε, από τη μία, η πίστη εκείνου στον οποίο ενεργούσε η δύναμη, εμποδιζόταν όμως, από την άλλη, να ενεργεί από την απιστία» (Ω). «Όχι επειδή αυτός ήταν αδύναμος, αλλά επειδή εκείνοι ήταν άπιστοι… Διότι στα θαύματα, χρειάζονται και η δύναμη αυτού που κάνει το θαύμα και η πίστη αυτών που το δέχονται. Διότι μαζί με τις άλλες σημασίες της φράσης «δεν μπορώ», συνηθίζουμε να ονομάζουμε αδυναμία και το εμπόδιο που γίνεται από οποιαδήποτε αιτία, όπως ακριβώς και εδώ. Εμπόδιζε, δηλαδή, αυτόν η απιστία αυτών που ευεργετούνταν. Δεν μπορούσε λοιπόν, με την έννοια του «εμποδιζόταν» και δεν έπρεπε με εξαναγκασμό να τους ευεργετεί» (Θφ). «Διότι δεν είναι καλή μία θεραπεία σε αυτούς που πρόκειται να βλαφτούν λόγω της απιστίας τους» (β). Η αδυναμία ήταν φύσης ηθικής και όχι από έλλειψη της απαιτούμενης δύναμης για επιτέλεση των θαυμάτων. Έλειπαν οι ηθικές συνθήκες για επιτέλεση των θαυματουργιών (σ). Το ευαγγέλιο είναι δύναμη για σωτηρία, αλλά «σε καθέναν που πιστεύει» (Ρωμ. α 16). Έτσι ώστε εάν δεν ενεργούνται και σε μας έργα της θείας δύναμης, δεν οφείλεται αυτό σε έλλειψη ή εξασθένηση της χάριτος του Χριστού, αλλά στη δική μας ολιγοπιστία. «Με τη χάρη είμαστε σωσμένοι» και αυτό είναι υπερφυσικό έργο, αλλά «μέσω της πίστης» (Εφεσ. β 8).
(2) Το ει μη=αλλά μόνο. Δες Μάρκ. η 14 (δ).
(3) «Χωρίς να προσθέσει περισσότερα θαύματα λόγω της απιστίας τους. Διότι σε αυτούς, από τη μία, που δέχτηκαν τα πρώτα, προσφέρει άφθονα και τα δεύτερα, όπως ακριβώς έκανε στην περίπτωση των γνήσιων μαθητών, όπου εκεί παρουσίαζε πάντοτε τα μεγαλύτερα και πιο θαυμαστά θαύματα. Σε όσους όμως, από την άλλη, έδειξαν αχαριστία ως προς το πρώτο, δεν κάνει πλέον την προσθήκη του δευτέρου, διότι ξέρει ότι θα είναι ανώφελη η προσθήκη και δεν αρμόζει σε αυτούς που συμπεριφέρονται έτσι» (β). Έκανε, παρ’ όλα αυτά, και μεταξύ αυτών κάποιες θεραπείες, διότι ήταν συμπαθής και αγαθός και προς τους αχάριστους και πονηρούς. Είναι χαρακτηριστικό γενναίας ψυχής και γνώρισμα γνήσιου ακόλουθου του Χριστού, να ευχαριστιέται να ευεργετεί, παρόλο που άδικα αρνούνται σε αυτόν κάθε αναγνώριση. Έκανε κάποιες θεραπείες «και νικούσε η δύναμη που ήταν μέσα του και με αυτόν τον τρόπο την απιστία τους» (Ω)
6.6 Καὶ ἐθαύμαζε(1) διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας(2) κύκλῳ διδάσκων. Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα(3),
6 Κι έμενε κατάπληκτος από την απιστία τους. Ο Ιησούς περιόδευε στα γύρω χωριά και δίδασκε.
(1) Ο θαυμασμός αυτός του Κυρίου ανήκει στην ανθρώπινη φύση του. Είχε όμως ο Κύριος υπερφυσική διορατικότητα, με την οποία ερευνούσε τα βάθη των ανθρώπων και έτσι διέκρινε εδώ αυτήν την απιστία στην ίδια την πηγή και τα ελατήριά της. Για αυτό και ο θαυμασμός του προκαλούνταν ακόμη περισσότερο (γ). Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν συναντούμε τον Χριστό να θαυμάζει παρά μόνο την πίστη των εθνικών, όπως στις περιπτώσεις του εκατόνταρχου και της Χαναναίας, καθώς και στην περίπτωση της απιστίας των συμπολιτών του. Η απιστία λοιπόν εκείνων, στους οποίους παρέχονται τα μέσα της χάριτος και απωθούν αυτά, είναι κατ’ εξοχήν καταπληκτικό φαινόμενο.
(2) Παρ’ όλα αυτά, ο Ιησούς παρείχε κάποια ευεργεσία και στην ιδιαίτερή του πατρίδα (b) αφού περιόδευσε στην περίχωρό της. «Ο Κύριος δεν δίδασκε μόνο στις πόλεις, αλλά και στα χωριά, ώστε εμείς να μάθουμε να μην περιφρονούμε τους μικρούς, ούτε πάντοτε να ζητάμε τις μεγάλες πόλεις, αλλά να σπέρνουμε τον λόγο έστω και στα πιο ασήμαντα χωριουδάκια» (Θφ). «Περιόδευε ο Ιησούς πόλεις και χωριά, ώστε και όλοι οι δεκτικοί να δεχτούν την είσοδο της πίστης και αυτοί που δεν πείθονταν να μην έχουν καμία απολογία για την ανυπακοή τους» (β). Μερικές φορές το ευαγγέλιο του Χριστού βρίσκει καλύτερη υποδοχή στις κωμοπόλεις και τα χωριά, όπου υπάρχει λιγότερος πλούτος και χλιδή και επίδειξη, παρά στις πολυάνθρωπες πόλεις.
(3) Δες και Ματθ. ι 1-ια 1 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η πρόσκληση αυτή των 12 αποβλέπει στην διεύρυνση του έργου, το οποίο ήδη άρχισε αυτός. Στην περιοδεία του αυτή που άρχισε ο Κύριος, καλεί σε συνεργασία τους 12 για να ακουστεί το κήρυγμα του ευαγγελίου σε όσο το δυνατόν ευρύτερο κύκλο (γ). Μέχρι τότε συναναστρέφονταν με τον Ιησού, άκουσαν την διδασκαλία του, είδαν τα θαύματά του. Και τώρα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει κάπως αυτούς. Πήραν για να μεταδώσουν, έμαθαν, για να διδάξουν και άλλους. Δεν πρέπει πάντοτε να σπουδάζουμε σε ακαδημίες, για να αποκτούμε γνώσεις. Οφείλουμε και να κηρύττουμε, για να ευεργετούμε και τους άλλους με τη γνώση, την οποία αποκτήσαμε.
Στίχ. 7-13 . Η αποστολή των δώδεκα μαθητών.
6.7 καὶ ἤρξατο(1) αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο(2), καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν(3) πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων,
7 Κάλεσε τους δώδεκα μαθητές του κι άρχισε να τους στέλνει δύο δύο, δίνοντάς τους εξουσία να διώχνουν τα δαιμονικά πνεύματα.
(1) Το ήρξατο αποτελεί χαρακτηριστικό του Μάρκου και κάνει τον λόγο ζωηρότερο (δ).
(2) Εβραϊκός τρόπος έκφρασης, αντί να πει: ανά δύο. Μόνος ο Μάρκος σημειώνει την λεπτομέρεια αυτή. «Δύο-δύο για να παρηγορούνται μεταξύ τους» (Ζ) «για να είναι και προθυμότεροι. Διότι αν, από τη μία, έστελνε έναν, ο ένας εκείνος θα ήταν απρόθυμος. Πάλι, αν έστελνε περισσότερους από δύο, δεν θα αρκούσε ο αριθμός των Αποστόλων για πολλά χωριά. Στέλνει λοιπόν δύο. Διότι είναι καλύτεροι οι δύο, πιο πολύ από τον έναν, λέει ο Εκκλησιαστής» (Θφ). Ανά δύο, έτσι ώστε με το στόμα 2 μαρτύρων να σταθεί κάθε λόγος και για να συντροφεύουν ο ένας τον άλλον, όταν θα βρίσκονταν ξένοι ανάμεσα σε ξένους και να ενισχύουν και να ενθαρρύνουν τις καρδιές ο ένας του άλλου και να βοηθούν και να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον εάν ο ένας παρέλειπε κάτι από εκείνα που έπρεπε να λεχθούν· και να επιβλέπουν ο ένας τον άλλον στη συμπεριφορά τους. «Αυτό, το να υπηρετούν δηλαδή το κήρυγμα ανά δύο, φαίνεται ότι είναι θέλημα του Θεού αρχαίο, από την εποχή του Μωϋσή και του Ααρών όταν βγήκε ο λαός από την γη της Αιγύπτου. Διότι έβγαλε, λέει, ο Θεός τον Ισραήλ με το χέρι του Μωϋσή και του Ααρών. Αλλά και ο Ιησούς του Ναυή και ο Χάλεβ του Ιεφονή, οι οποίοι και οι δύο αφού ομονόησαν ηρέμησαν τον λαό που οργιζόταν από τους δέκα. Και ο Ελδάδ και ο Μωδάδ και οι δύο μονιασμένοι προφήτευαν στη σκηνή. Αλλά και ύστερα τον Παύλο και τον Βαρνάβα τους έστειλε στα έθνη και αυτοί ήταν παράδειγμα των δύο που θα συμφωνούσαν στη γη. Θα εφαρμόσεις, επίσης, σε όλους αυτούς και το ρητό «αδελφός που βοηθιέται από αδελφό είναι σαν οχυρή πόλη». Και το· «είναι καλύτεροι οι δύο από τον έναν». Το ότι, επίσης, οι δώδεκα είχαν τοποθετηθεί ανά δύο, το δείχνει και ο Ματθαίος που στον κατάλογό τους, τούς έβαλε σε ζευγάρια» (Ω). Δύο-δύο, δηλαδή 6 ζευγάρια (b).
(3) Με το άρθρο χαρακτηρίζει αυτά ως τα γνωστά σε όλους, από τα βάσανα και τη βλάβη, την οποία προκαλούν στους ανθρώπους (δ).
6.8 καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ ράβδον μόνον(1), μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν(2),
8 Τους παράγγειλε να μην παίρνουν τίποτε μαζί τους για το δρόμο: ούτε σακίδιο ούτε φαγητό ούτε χρήματα στο ζωνάρι τους παρά μόνο ένα ραβδί·
(1) Στον Ματθαίο ο Κύριος παρουσιάζεται να απαγορεύει και αυτήν. Ή «πρώτα μεν, λοιπόν, διέταξε αυτό όπως είπαν ο Ματθαίος και ο Λουκάς, ύστερα όμως παραχώρησε σε αυτούς να φορέσουν μόνα τα σανδάλια και να έχουν ραβδί για να φυλάνε τα πόδια τους και να στηρίζουν το σώμα, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία τους λόγω της ταλαιπωρίας από την οδοιπορία» (Θφ). Ή, πιο σωστά, «Το σχετικό με το ραβδί, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ειπώθηκε σαν επιτρεπόμενο, λόγω του ότι πρόσθεσε «παρά ένα ραβδί μόνο». Δεν θέλω, δηλαδή, λέει, να κουβαλάτε τίποτα μαζί σας, παρά μόνο έστω ένα ραβδί» (β). Όχι ραβδί για άμυνα και μάχη, αλλά ραβδί που θα σας στηρίζει στις οδοιπορίες. Ο Κύριος δηλαδή παρείχε οδηγίες και έδωσε εντολές αποβλέποντας στην απλότητα της εξάρτησης, την οποία έπρεπε να έχουν στην περιοδεία τους οι Απόστολοι, ελεύθεροι από κάθε βάρος και απαλλαγμένοι από κάθε φροντίδα για την συντήρησή τους. Το «ει μη ράβδον μόνον» ισοδυναμεί εδώ με το: το πολύ-πολύ μόνο ραβδί μπορείτε να κουβαλάτε, το οποίο δεν είναι πολύ μακριά από την παραγγελία όπως έχει αυτή στους άλλους δύο συνοπτικούς. «Με αυτά, δηλαδή, συμφωνούν όσα ειπώθηκαν στον καιρό του πάθους σύμφωνα με τον Λουκά· διότι λέει προς τους μαθητές: όταν σας έστειλα χωρίς βαλάντιο και πήρα (σάκο) και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε κάτι;». Σε αυτό το χωρίο δηλαδή (του Λουκά), δεν ανέφερε το ραβδί, επειδή επιτράπηκε αυτό σύμφωνα με τον Μάρκο» (β).
(2) Απαγορεύοντας το μικρότερο, δηλαδή την κατοχή χάλκινου νομίσματος, πολύ περισσότερο αποκλείει το μεγαλύτερο, δηλαδή την κατοχή ασημένιων ή χρυσών νομισμάτων. «Παραγγέλλει σε αυτούς, να μην κουβαλάνε τίποτα, ούτε σάκο, ούτε χαλκό, ούτε ψωμί, διδάσκοντάς τους με αυτά να είναι αφιλοχρήματοι και έτσι ώστε, αυτοί που τους βλέπουν, να τους ντρέπονται όταν διδάσκουν την ακτημοσύνη, αφού οι ίδιοι δεν έχουν τίποτα. Διότι ποιος, βλέποντας τον Απόστολο να μην κουβαλά ούτε σάκο, ούτε ψωμί, το αναγκαιότατο δηλαδή, δεν θα ένιωθε απόλυτη ντροπή και δεν θα αναλάμβανε την ακτημοσύνη;» (Θφ). Συνιστά σε αυτούς πλήρη ακτημοσύνη, έτσι ώστε οπουδήποτε έλθουν, να εμφανίζονται φτωχοί και όχι άνθρωποι αυτού του κόσμου και έτσι να μπορούν με μεγαλύτερη χάρη και κύρος να καλούν τον λαό από τον κόσμο αυτόν στον άλλο κόσμο. Συνιστά να εξαρτήσουν τον εαυτό τους εξ’ ολοκλήρου από τη θεία Πρόνοια. Ήταν καιρός και στην πράξη να διδαχτούν το· Μη μεριμνάτε για την ψυχή σας… Θα περιόδευαν με εντολή του και θα εργάζονταν για αυτόν. Εκείνους τους οποίους ο Χριστός χρησιμοποιεί στο έργο του, τους αναλαμβάνει υπό την ειδική προστασία του και όσοι παραμένουν πιστοί στο Θεό και στο καθήκον και φροντίζουν να επιτελούν όλα τα αρεστά σε αυτόν, πρέπει ήσυχα να ρίχνουν όλη τη μέριμνά τους πάνω του, διότι αυτός θα φροντίσει για αυτούς.
6.9 ἀλλ᾿(1) ὑποδεδεμένους σανδάλια(2), καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι(3) δύο χιτῶνας(4).
9 να βάλουν σανδάλια στα πόδια τους και να μην πάρουν μαζί τους διπλά ρούχα.
(1) «Και στις δύο προτάσεις θα πάρουμε ως εννοούμενο το: παράγγειλε» (Ζ).
(2) Καμία αντίφαση δεν υπάρχει με το παράλληλο χωρίο του Ματθαίου «ούτε υποδήματα». Διότι διαφέρουν τα υποδήματα, με τα οποία καλυπτόταν και το μέρος του ποδιού πάνω από το πέλμα, από τα σανδάλια, τα οποία μόνο το πέλμα προστάτευαν και δένονταν προς τα πάνω με λουριά (γ). Το σανδάλιο και σάνδαλο (από το σανίς (σανίδα), σανίδαλον, σάνδαλον) ήταν αρχικά ξύλινο υπόδημα και αντιτίθεται με το κοίλο υπόδημα, που έχει και προς το πάνω μέρος δέρμα (δ). Στο παράλληλο λοιπόν χωρίο του Ματθαίου απαγορεύει ο Κύριος κάθε πολυτέλεια για την υπόδηση. Έχοντας ως υποδήματα σανδάλια, εννοείται έξω από το κείμενο το: να προχωράτε, να πορεύεστε.
(3) Υπάρχει και η γραφή «και μη ενδύσησθε». Με αυτήν παρουσιάζεται πιο ζωηρά ο Κύριος να εκφέρει την απαγόρευσή του.
(4) Σύμφωνα με τον Μάρκο ο Κύριος απαγορεύει να έχουν συγχρόνως δύο χιτώνες. Αυτό αναφέρεται σε συνήθεια ενδυμασίας που ανήκε σε πρόσωπα διακεκριμένα, τα οποία φορούσαν δύο χιτώνες, έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό (γ).
6.10 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ(1) μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν(2)·
10 Τους έλεγε ακόμη: «Σ’ όποιο σπίτι φιλοξενηθείτε, εκεί να μένετε ώσπου να φύγετε από ’κείνο το μέρος.
(1) Εκεί=στο σπίτι, ενώ το εκείθεν που ακολουθεί=από το μέρος εκείνο, από την πόλη ή το χωριό.
(2) «Τους προστάζει να μένουν σε ένα σπίτι, για να μην φανούν ότι, λόγω γαστριμαργίας, είναι ακατάστατοι, μεταβαίνοντας από άλλους σε άλλους» (Θφ) και «και να μην δώσουν την εντύπωση στους κατοίκους της πόλης, ότι αλλάζουν εύκολα και πρόχειρα γνώμη» (β). Να μην επιζητούν την βελτίωση της διαμονής τους, αλλά να παραμένουν στο σπίτι το οποίο πρώτο τους δέχτηκε.
6.11 καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν(1), ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν(2) εἰς μαρτύριον(3) αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ(4).
11 Και όσοι δεν σας δεχτούν και δεν ακούσουν το μήνυμά σας, όταν φεύγετε, τινάξτε τη σκόνη κάτω απ’ τα πόδια σας, για να υπάρχει μια μαρτυρία εναντίον τους. Σας βεβαιώνω πως την ημέρα της κρίσεως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια για τα Σόδομα και τα Γόμορρα, παρά για την πόλη εκείνη».
(1) Οι Απόστολοι ήταν δυνατόν να φανταστούν, ότι, αφού τέτοια διδασκαλία επρόκειτο να κηρύξουν και αφού για επιβεβαίωσή της θα ενεργούσαν και θαύματα, θα γίνονταν παντού δεκτοί με κάθε εύνοια. Προειδοποιούνται λοιπόν, ότι θα συναντούσαν και αρνητική υποδοχή και περιφρόνηση προς αυτούς και το κήρυγμά τους. Οι καλύτεροι και δυνατότεροι κήρυκες του ευαγγελίου πρέπει να αναμένουν και περιφρονήσεις από ανθρώπους, οι οποίοι κανένα σεβασμό δεν θα δείχνουν στο ευαγγέλιο. Είναι αξιοσημείωτο επίσης το ότι ο Κύριος ταυτίζει εδώ την συμπεριφορά προς τους κήρυκες του ευαγγελίου του, με την συμπεριφορά προς το ευαγγέλιό του. Εάν δεν δεχτούν ε σ ά ς τους κήρυκες ούτε ακούσουν εσάς που κηρύττετε το ε υ α γ γ έ λ ι ο. Η περιφρόνηση των κηρύκων του ευαγγελίου και η περιφρόνηση του ευαγγελίου, συνήθως συμπίπτουν και όπως γνωρίζουμε και από άλλα λόγια του Χριστού, αντανακλούν στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστού και ως τέτοια θα τιμωρηθούν.
(2) «Από αυτούς που δεν τους δέχονται, λέει να τινάξουν τη σκόνη, δείχνοντας ότι βάδισαν μακρύ δρόμο για χάρη τους και τίποτα δεν τους ωφέλησαν ή (πιο σωστά) ότι τίποτα δεν πήραν (οι απόστολοι) από αυτούς, ούτε καν σκόνη, αλλά και αυτήν την τίναξαν» (Θφ), «επειδή και αυτή εξαιτίας τους είναι βέβηλη» (Ζμ). Το τίναγμα αυτό ήταν πράξη συμβολική, που σημαίνει ότι αυτός που τίναζε τη σκόνη, θεωρούσε ότι και το χώμα του τόπου εκείνου το οποίο τιναζόταν, τον μόλυνε (γ).
(3) Ή «για έλεγχο» (Θφ) αυτών και καταδίκη. Ή, για να πιστοποιηθεί, ότι αυτοί που τίναζαν το χώμα διέκοψαν κάθε σχέση μαζί τους επειδή τους μολύνει (γ).
(4) Ολόκληρη η φράση ἀμὴν λέγω ὑμῖν… ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ, παραλείπεται από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες και για αυτό τίθεται εκτός κειμένου από τους νεότερους κριτικούς του κειμένου. «Θα είναι επιεικέστερη η τιμωρία στα Σόδομα και τα Γόμορρα στην κρίση, παρά σε αυτούς που δεν σαν αποδέχτηκαν. Διότι οι μεν Σοδομίτες, επειδή τιμωρήθηκαν εδώ, θα τιμωρηθούν πιο ανεκτά εκεί. Και μαζί με αυτό, δεν στάλθηκαν προς αυτούς Απόστολοι. Αυτοί, όμως, που δεν αποδέχτηκαν τους Αποστόλους, θα πάθουν χειρότερα από εκείνους» (Θφ). Στα Σόδομα και τα Γόμορρα στάλθηκαν άγγελοι και αγγέλους κακομεταχειρίστηκαν εκεί. Παρ’ όλα αυτά η αμαρτία αυτή δεν ήταν τόσο βαριά, ούτε τόσο ολέθρια η τιμωρία για αυτήν, όσο η περιφρόνηση και κακομεταχείριση των Αποστόλων του Χριστού, οι οποίες φέρνουν μαζί τους τις παροχές του ευαγγελίου της χάρης. Οι κάτοικοι των Σοδόμων και Γομόρρων είχαν καταστεί διαβόητοι για την κακία τους (Γεν. ιγ 13). Το ποτήρι παρ’ όλα αυτά των ανομιών τους δεν είχε ακόμη γεμίσει, παρά μόνο όταν δεν δέχτηκαν και έδιωξαν τους αγγέλους, οι οποίοι έφερναν σε αυτούς όχι βέβαια τον λόγο της χάριτος του ευαγγελίου, οπωσδήποτε όμως λόγο Θεού. Υπάρχει ημέρα κρίσης μελλοντικής, κατά την οποία θα ζητηθεί λόγος από εκείνους, οι οποίοι απέρριψαν όχι απλώς λόγους Θεού που διαβιβάστηκαν από αγγέλους, αλλά τον λόγο της χάρης τον οποίο ο ίδιος ο Υιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος, κήρυξε σε εμάς. Και θα επιβληθούν τότε βαριές ή βαρύτερες ή και βαρύτατες ποινές. Θα υπάρχουν διάφοροι βαθμοί τιμωριών κατά την ημέρα εκείνη. Όλα τα δεινά του Άδη είναι αφόρητα, αλλά μερικά από αυτά είναι περισσότερο αφόρητα από άλλα.
6.12 Καὶ ἐξελθόντες(1) ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι(2),
12 Οι μαθητές έφυγαν και κήρυτταν στους ανθρώπους να μετανοήσουν,
(1) Οι μαθητές παρόλο που είχαν συνείδηση της αδυναμίας τους και δεν ανέμεναν κοσμικές απολαβές από την αποστολή τους, παρ’ όλα αυτά υπακούοντας στη διαταγή του διδασκάλου και εξαρτώντας τον εαυτό τους από τη δύναμή του, βγήκαν όπως άλλοτε ο Αβραάμ μη γνωρίζοντας πού θα πήγαιναν και τι θα συναντούσαν.
(2) Το ἵνα μετανοήσωσι φανερώνει όχι τον σκοπό, προς τον οποίο απέβλεπε το κήρυγμά τους, αλλά το περιεχόμενό του (γ). Ήταν το ίδιο με αυτό του Ιωάννη, δηλαδή προετοιμασία της καρδιάς για υποδοχή της βασιλείας του Μεσσία, μολονότι ο τόνος του ήταν τώρα περισσότερο χαρμόσυνος (σ). Ο μεγάλος παρ’ όλα αυτά σκοπός των κηρύκων του ευαγγελίου και η μεγάλη τάση του κηρύγματος του ευαγγελίου, είναι να οδηγήσει τον λαό σε μετάνοια για απόκτηση νέας καρδιάς και νέων τρόπων ζωής. Δεν τέρπουν, αυτοί που κηρύττουν το ευαγγέλιο, το λαό με περίεργες θεωρίες, αλλά λένε προς αυτόν ότι πρέπει να μετανοήσει για τις αμαρτίες του και να επιστρέψει προς τον Θεό.
6.13 καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ(1) πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.
13 και θεράπευαν πολλούς δαιμονισμένους. Άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους και τους γιάτρευαν.
(1) «Για το άλειμμα με λάδι μόνο ο Μάρκος κάνει λόγο. Παραγγέλλει όμως για αυτό και ο Ιάκωβος στην καθολική επιστολή του… Είναι λογικό, βεβαίως, ότι ο Κύριος δίδαξε αυτό στους Αποστόλους» (Ζ). Εδώ το λάδι, το οποίο χρησίμευε σε κάποια είδη δερματικών ασθενειών ή εξανθημάτων, θεωρούνταν ως το σύμβολο της ιαματικής χάρης του Αγίου Πνεύματος (δ). «Διότι είναι το λάδι και για τους κόπους ωφέλιμο και αίτιο φωτός και πρόξενο γλυκύτητας και φανερώνει το έλεος του Θεού και την χάρη του Πνεύματος, μέσω της οποίας και από κόπους απαλλασσόμαστε και δεχόμαστε και φως και χαρά και γλυκύτητα πνευματική» (Θφ). «Διότι, το ότι η προσευχή ενεργούσε το παν, είναι φανερό βεβαίως στον καθένα· ενώ το λάδι, όπως, βεβαίως, νομίζω εγώ, αποτελούσε σύμβολο αυτών» (β). Δεν κουβαλούσαν μαζί τους λάδι οι Απόστολοι, όπως από τον σ. 8 αποδεικνύεται, αλλά έβρισκαν αυτό στο σπίτι του αρρώστου. Έτσι το θαύμα γινόταν αδιαμφισβήτητο (b). Παρόλο που οι 12 χρησιμοποιούσαν την χρίση με λάδι, για τον Ιησού πουθενά δεν λέγεται ότι χρησιμοποιούσε λάδι κατά τις θεραπείες του. Ήταν πιο κυρίαρχος και εξουσιαστής στη χρήση των μέσων του (σ).
Στίχ . 14-29. Η αποκεφάλιση του Ιωάννη του Βαπτιστού.
6.14 Καὶ ἤκουσεν(1) ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης(2)· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ(3).
14 Ο βασιλιάς Ηρώδης άκουσε για τον Ιησού, γιατί το όνομά του είχε γίνει γνωστό. Μερικοί έλεγαν: «Αναστήθηκε από τους νεκρούς ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, γι’ αυτό μπορεί και κάνει τέτοια θαύματα».
(1) Δες Ματθ. ιδ 12 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Τι άκουσε; Ή, το έργο που συντελούνταν από τους 12 (γ) ή, πρέπει να υπονοήσουμε από την ακόλουθη πρόταση τὸ ὄνομα αὐτοῦ=την ακοή, την φήμη, την δόξα την οποία είχε για τα έργα του (δ).
(2) «Αυτός ο Ηρώδης, ήταν γιος εκείνου που φόνευσε τα βρέφη. Ενώ όμως ήταν τετράρχης, ο Μάρκος τον ονομάζει βασιλιά, χρησιμοποιώντας αδιάφορα την ονομασία (τίτλο)» (Θφ), «είτε και από την συνήθεια του πατέρα» (β), ο οποίος ήταν βασιλιάς.
(3) Ο Ηρώδης «θεώρησε ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και από την ανάσταση απέκτησε τη δυνατότητα να θαυματουργεί. Διότι προηγουμένως ο Ιωάννης κανένα θαύμα δεν έκανε· οπότε, από την ανάσταση, νόμισε ο Ηρώδης, ότι πήρε αυτός την εκτέλεση των θαυμάτων» (Θφ). Ο Χριστός κήρυττε και ενεργούσε θαύματα εδώ και πολύ καιρό. Και όμως, τώρα μόλις ο Ηρώδης ακούει για αυτόν και ό,τι ακούει, από μόνη τη φήμη και όχι από άμεση αντίληψη το πληροφορείται. Ακριβώς όμως για αυτό και σχηματίζει εσφαλμένη αντίληψη για τον Ιησού, φρονώντας ότι ο Ιησούς είναι ο Ιωάννης που ο ίδιος αποκεφάλισε. Με μικρή εξέταση των πραγμάτων θα μπορούσε να βεβαιωθεί, ότι ο Ιησούς δρούσε πολύ πριν ο Ιωάννης αποκεφαλιστεί και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να είναι ο ίδιος ο Ιωάννης αναστημένος από τους νεκρούς. Είναι μεγάλο δυστύχημα για τους μεγάλους του κόσμου, ότι ως επί το πλείστον αποξενώνονται από το να ακούσουν τα άριστα, τα οποία «κανείς από τους άρχοντες αυτού του αιώνα δεν γνώρισαν» (Α΄Κορ. β 8). Ζώντας ανάμεσα σε αποπνικτικό σύννεφο θυμιαμάτων κολακείας και περιστοιχιζόμενοι από σμήνος ιδιοτελών και υλιστών ανθρώπων, κρατιούνται μακριά από την αλήθεια και γίνονται με την απάτη εύκολη λεία ασυνείδητων εκμεταλλευτών.
6.15 Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ᾿Ηλίας ἐστίν(1)· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν(2) ὡς εἷς τῶν προφητῶν.
15 Άλλοι έλεγαν: «Είναι ο Ηλίας». Άλλοι έλεγαν: «Είναι προφήτης, σαν ένας από τους μεγάλους προφήτες».
(1) «Διότι ασκούσε κριτική στους πολλούς, όπως όταν έλεγε· Ω γενιά άπιστη!» (Θφ).
(2) Είναι προφήτης όμοιος με έναν από τους παλαιούς προφήτες. Τονίζεται με αυτό η ομοιότητα με τους παλαιούς προφήτες (γ). «Κάποια από τα αντίγραφα γράφουν μαζί με το άρθρο: ότι ο προφήτης εστίν ή ὡς εἷς τῶν προφητῶν. Διότι περίμεναν έναν προφήτη, για τον οποίο είχε προφητεύσει σε αυτούς ο Μωϋσής» (Ζ) ότι «θα παρουσιάσει προφήτη ανάμεσά σας ο Κύριος ο Θεός σας, όπως εμένα» (β) =ότι (είναι δηλ.) ο προκηρυγμένος από τον Μωϋσή προφήτης, ή προφήτης όμοιος με έναν από τους παλαιούς προφήτες.
6.16 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα(1) Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν(2).
16 Όταν τ’ άκουσε αυτά ο Ηρώδης, είπε: «Αυτός είναι ο Ιωάννης, που εγώ τον αποκεφάλισα· αναστήθηκε από τους νεκρούς».
(1) Μιλά κάτω από την πίεση ταραγμένης συνείδησης (σ). Η ένοχη συνείδηση δεν χρειάζεται άλλον κατήγορο ή βασανιστή από τον εαυτό της. Ο Ηρώδης κατηγορεί τον εαυτό του για τον θάνατο του Ιωάννη, για τον οποίο ίσως κανείς άλλος δεν θα τολμούσε κατά πρόσωπον να τον κατηγορήσει. Εγώ αποκεφάλισα αυτόν. Και ο τρόμος από τον φόνο αυτόν τον κάνει να φαντάζεται ότι ο Χριστός ήταν ο ίδιος ο Ιωάννης αναστημένος. Φοβόταν τον Ιωάννη όταν ζούσε, και τώρα, που προς στιγμήν νόμισε ότι απαλλάχτηκε από αυτόν με τον αποκεφαλισμό του, φοβάται αυτόν πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι νεκρός. Οι φόβοι και τρόμοι της ταραγμένης συνείδησης διεγείρουν στον ένοχο την ακατάπαυστη καταδίωξη των φαντασμάτων και των εριννύων. Την αδιατάρακτη ειρήνη μόνο άμεμπτη και αγαθή συνείδηση μπορεί να εξασφαλίσει.
(2) Παλαιότερη μαρτυρημένη γραφή: ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην ούτος ηγέρθη». Ο Ηρώδης, που λέει αυτά για τον Χριστό τώρα, ζήτησε μετά από λίγο να φονεύσει αυτόν (Λουκ. ιγ 30) και αργότερα ταλαιπώρησε και κορόιδεψε αυτόν (Λουκ. κγ 11). Περίπτωση που επιβεβαιώνει τον λόγο του Κυρίου, κατά την οποία, αυτός που δεν έχει διάθεση να πιστέψει, ούτε εάν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πειστεί. Ο Ηρώδης εμμένει στην κατάσταση του τρόμου και παραμένει ξένος με την σωστική αλήθεια, μολονότι σχηματίζει για τον Ιησού την πεποίθηση, ότι η εμφάνισή του αποτελεί γεγονός έκτακτο και υπερφυσικό. Δεν ζητά με ειλικρινή μετάνοια την γαλήνευση της συνείδησής του, διότι η μετάνοια είναι καρπός του θείου φωτισμού και έργο της χάρης. Ο Ηρώδης όμως κατέστησε τον εαυτό του ανάξιο της θείας επίσκεψης. Και ο διάβολος πιστεύει και φρίττει. Αλλά ουδέποτε πιστεύει και μετανοεί. Είναι αυτό εικόνα αμυδρά της κατάστασης των αμαρτωλών στο μέλλον. Αποξενωμένοι τελείως από τον θείο φωτισμό θα δοκιμάζουν όχι την σωστική, αλλά την καταθλιπτική τύψη της συνείδησης, χωρίς να οδηγούνται από αυτήν σε διόρθωση του εαυτού τους, αλλά λεία αξιοθρήνητη των αχαλίνωτων και ταραγμένων παθών τους θα κατατρώγονται από το ατελείωτο σκουλήκι και την άσβηστη φωτιά, τα οποία οι ίδιοι στους εαυτούς τους ετοίμασαν.
6.17 Αὐτὸς(1) γὰρ(2) ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε(3) τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ(4) διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου(5) τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν.
17 Πραγματικά, ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει να συλλάβουν τον Ιωάννη και τον είχε βάλει στη φυλακή. Αυτό το έκανε εξαιτίας της Ηρωδιάδας, που την είχε παντρευτεί, παρ’ όλο που ήταν γυναίκα του Φίλιππου του αδερφού του.
(1) «Βάζει σε παρένθεση εδώ ο Μάρκος την διήγηση σχετικά με τον θάνατο του βαπτιστή, αξιοποιώντας την αφορμή» (Θφ). Και «τον τρόπο, με τον οποίο ακριβώς (ο Ηρώδης) τον φόνευσε και την αιτία για την οποία, διηγείται ο ευαγγελιστής, χωρίς να λέει ότι τότε έγινε το γεγονός, αλλά το βάζει παρενθετικά στη διήγησή του» (β). Η σχετικά με το θάνατο του Ιωάννη αφήγηση του Μάρκου, είναι η πληρέστερη από όλες.
(2) Αιτιολογεί το «τον οποίο εγώ αποκεφάλισα».
(3) Εδώ όπως και αλλού στην Κ.Δ. έχει την έννοια του συλλαμβάνω βάζοντας τα χέρια πάνω σε κάποιον, ώστε να θέσω αυτόν κάτω από την εξουσία μου (g). Ο Ιωάννης συνελήφθη και φυλακίστηκε, αλλά ο λόγος του Θεού δεν δένεται. Όταν ο Ιωάννης είχε πλέον σφαχτεί, το κήρυγμα του ευαγγελίου σημείωσε τέτοια πρόοδο, ώστε και μέχρι τα αυτιά του Ηρώδη να φτάσει η φήμη της προόδου του. Οι κήρυκες του ευαγγελίου σφάζονται, αλλά ο λόγος του ευαγγελίου τρέχει. Από τη σκόνη όμως και τα οστά των σφαγιασμένων κηρύκων, ο Κύριος ανασταίνει και παρουσιάζει πολύ περισσότερους που συνεχίζουν το έργο τους.
(4) Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Αρχαιολ. XVΙΙΙ 5,2) η φυλακή ήταν το φρούριο Μαχαιρούς στην Περαία, κάποια μίλια ανατολικά του βόρειου άκρου της Νεκράς θάλασσας. Ο canon Tristram βρήκε ανάμεσα στα ερείπια στη Μαχαιρούντα δύο φυλακές, στους τοίχους των οποίων διακρίνονταν ακόμη οι τρύπες, στις οποίες ήταν στηριγμένοι ξύλινοι ή σιδερένιοι γάντζοι (σ).
(5) Πρέπει να διακρίνεται από τον τετράρχη Φίλιππο. Ίσως ήταν γιος του Ηρώδη του μεγάλου και της Μαριάμνης, που έζησε μάλλον αφανώς (σ). Η Ηρωδιάδα ήταν ανεψιά και των δύο αυτών συζύγων της, αφού ήταν κόρη του Αριστόβουλου, άλλου γιου του Ηρώδη. Με την ευκαιρία ενός δείπνου που δόθηκε από τον Φίλιππο στους αδελφούς του στα Ιεροσόλυμα, ο Αντίπας ερωτεύτηκε την ωραιότητα της Ηρωδιάδας, όπως και αυτή την ισχύ και το αξίωμα του Αντίπα και από αυτό άρχισαν οι ραδιουργίες, που κατέληξαν στην παράνομη αυτή συμβίωση (γ).
6.18 Ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι(1) ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου.
18 Ο Ιωάννης δηλαδή έλεγε στον Ηρώδη: «Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδερφού σου».
(1) Ο σύζυγος της Ηρωδιάδας ζούσε ακόμη. Η σύζυγος του Αντίπα, από την άλλη, η κόρη του Αρέτα, ζούσε και αυτή (σ). Παρόλο που ήταν επικίνδυνο να ελέγχει κάποιος τον Ηρώδη και πολύ πιο επικίνδυνο να ελέγχει κάποιος την Ηρωδιάδα, ο Ιωάννης αδιαφόρησε για τον κίνδυνο αυτόν, προκειμένου να μην παραλείψει το καθήκον του. Εκείνοι οι διάκονοι του Κυρίου, οι οποίοι θέλουν να βρεθούν πιστοί στο έργο του Θεού, πρέπει να μην φοβούνται πρόσωπα ανθρώπων. Εάν θέλουμε να αρέσουμε σε ανθρώπους, εκτός εάν επιδιώκουμε να τους ωφελήσουμε πνευματικά, δεν μπορούμε να είμαστε δούλοι του Θεού. Δες και πώς ο Ιωάννης ελέγχει. Όχι έμμεσα και πλάγια, αλλά με σαφήνεια και καθαρά: Δεν σου επιτρέπεται να έχεις… Τον ελέγχει ως αμαρτωλό και παραβάτη του νόμου του Θεού. Δεν του λέει δεν είναι τιμητικό για σένα ή δεν είναι ασφαλές για τον θρόνο σου, αλλά δεν επιτρέπεται από το νόμο του Θεού. Ό,τι από το νόμο του Θεού απαγορεύεται στους άλλους ανθρώπους, αυτό πολύ περισσότερο απαγορεύεται στους άρχοντες και τους ηγεμόνες. Άρχουν αυτοί και ηγεμονεύουν στους ανθρώπους, αλλά δεν πρέπει να λησμονούν πρώτον μεν, ότι είναι και αυτοί υποτελείς στον ίδιο Θεό, όσο και οι υπήκοοί τους και δεύτερον, ότι, εάν αυτοί δίνουν κακό παράδειγμα περιφρόνησης των νόμων του βασιλιά των βασιλιάδων, πώς θα έχουν την αξίωση από τους υπηκόους τους να μην περιφρονούν τους δικούς τους νόμους;
6.19 Ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν(1) αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο·
19 Η Ηρωδιάδα λοιπόν μισούσε τον Ιωάννη και ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε,
(1) Υπονοείται το χολή ή θυμό=είχε μέσα της μίσος και θυμό εναντίον του Ιωάννη. Έλεγχοι με καλή πίστη και που γίνονται από αληθινό ενδιαφέρον, θεωρούνται από εκείνους, οι οποίοι δεν θέλουν να ωφεληθούν από αυτούς, ως πρόκληση και ύβρη. Όσοι λοιπόν δεν σκύβουν ταπεινά το κεφάλι τους μπροστά σε αυτούς που τους μαλώνουν από αγάπη, αποστρέφουν με μίσος και οργή το πρόσωπό τους από αυτούς.
6.20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο(1) τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον(2), καὶ συνετήρει αὐτόν(3), καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει(4) καὶ ἡδέως(5) αὐτοῦ ἤκουε.
20 γιατί ο Ηρώδης τον φοβόταν. Ήξερε πως ο Ιωάννης ήταν δίκαιος κι άγιος άνθρωπος, και γι’ αυτό έκανε πολλά απ’ αυτά που έλεγε, και τον άκουγε ευχαρίστως.
(1) Το είδος του φόβου, το οποίο ο Ιωάννης ενέπνεε στον Ηρώδη, φαίνεται από την δεισιδαίμονα ιδέα, την οποία εξέφρασε για ανάσταση του Ιωάννη από τους νεκρούς. Η δικαιοσύνη και αγιότητα του προφήτη, παρουσίαζε τον Ιωάννη και σε αυτά τα μάτια του κοσμικού και φιλήδονου Ηρώδη, ως άνθρωπο του Θεού (γ). Η αγιότητα κάνει τον οποιονδήποτε αντικείμενο ευλαβικού φόβου. Ο Ιωάννης δεν φοβόταν τον Ηρώδη (b).
(2) Ο Ιωάννης ήταν συγχρόνως δίκαιος και άγιος. Για να είναι κάποιος πράγματι και τέλεια αγαθός, πρέπει να είναι άγιος ενώπιον του Θεού και δίκαιος απέναντι στους ανθρώπους. Ο Ιωάννης είχε νεκρωθεί ως προς τον κόσμο αυτόν και για αυτό ήταν τόσο ένθερμος φίλος της δικαιοσύνης και της αγιότητας.
(3) Από τις εχθρικές διαθέσεις της Ηρωδιάδος (γ). Τον κρατούσε στη ζωή (δ).
(4) Σύμφωνα με την γραφή αυτή, ο Ηρώδης επισκέφτηκε, φαίνεται, τον Ιωάννη στη φυλακή μετά την σύλληψη και ο Ιωάννης έδωσε πολλές υποθήκες περί ηθικού βίου και αγαθής διοίκησης, από τις οποίες ο Ηρώδης αφού άκουσε αυτές μία φορά, έκανε πολλές πράξη (δ). Ο Ηρώδης λοιπόν γνώριζε τον Ιωάννη ως άνδρα δίκαιο και άγιο, όχι απλώς εκ φήμης, αλλά από προσωπική επικοινωνία μαζί του και από άμεση αντίληψη. Δεν ήταν όμως αρκετό, το ότι πολλές υποθήκες του αποδέχτηκε και τήρησε. Έπρεπε σε όλες τις εντολές του Ιωάννη να συμμορφωθεί. Τίποτα δεν τον ωφέλησε το ότι πολλά και όχι όλα όσα ο Ιωάννης έλεγε, τηρούσε. Υπάρχουν πολλοί που τιμούν τους κήρυκες και τους ακούν ευχάριστα, αλλά μόνο εφόσον δεν θίγει το κήρυγμά τους το σε αυτούς αγαπημένο πάθος ή είδος της αμαρτίας. Αλλά όταν ο λόγος τους θίξει και το πάθος αυτό, δεν μπορούν πλέον να τον ανεχθούν. Καθόλου παράδοξο, όμως, δεν είναι εάν ο κόσμος μισεί αυτούς που διαπιστώνουν ότι τα έργα του είναι πονηρά. Αλλά είναι αμέτρητες φορές προτιμότερο να διώκονται οι διάκονοι του ευαγγελίου για την πιστή τήρηση της αποστολής τους, παρά να τους καταριούνται αιωνίως, διότι έγιναν προδότες αυτής. Υπάρχει και η γραφή «πολλά ηπόρει»=Η απορία (αδιέξοδο) του Ηρώδη προερχόταν από την σύγκρουση μεταξύ του φόβου του προς τον Ιωάννη και του συνδέσμου του με την Ηρωδιάδα (γ). Αισθανόταν την δικαιοσύνη του Ιωάννη και τις τύψεις της συνείδησής του, από τη μία, και την αιχμαλωσία της Ηρωδιάδας, από την άλλη (σ).
(5) Η ευχαρίστηση, με την οποία ο Ηρώδης άκουγε τον Ιωάννη είναι ο φόρος, τον οποίο το ηθικό αισθητήριο, ακόμη και στους κακούς, πληρώνει στην αλήθεια και στο θάρρος κατά την ομολογία της (γ). «Πάρα πολύ τιμούσε τον άνδρα ο Ηρώδης, και αυτό παρόλο που του ασκούσε έλεγχο (ο Ιωάννης). Τόσο μεγάλο πράγμα είναι η αρετή» (Χ).
6.21 Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου(1), ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις(2) αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν(3) αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις(4) καὶ τοῖς πρώτοις(5) τῆς Γαλιλαίας,
21 Τελικά η Ηρωδιάδα βρήκε την ευκαιρία, όταν ο Ηρώδης για τα γενέθλιά του κάλεσε σε δείπνο τους πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες και τους επισήμους της Γαλιλαίας.
(1) Για τους φονικούς σκοπούς της Ηρωδιάδας (γ). Ημέρα, κατά την οποία δόθηκε σε αυτήν η κατάλληλη ευκαιρία.
(2) Η γιορτή για την γενέθλια ημέρα (g).
(3) Η λέξη βγαίνει από το: μέγιστος μετά τον βασιλιά (δ)· οι σπουδαιότεροι από τους πολιτικούς αξιωματούχους (σ)· οι πρωτεύοντες της πολιτείας, του λαού, οι γνωστοί των βασιλιάδων, οι συνοδοί τους (g).
(4) Στις μεν μεγαλύτερες επαρχίες ήταν ο αρχηγός της λεγεώνας, ενώ στις μικρότερες ο αρχηγός της σπείρας· οι στρατιωτικοί άρχοντες (δ).
(5) Οι της ανώτερης τάξης (σ)· οι αρχηγοί στην καταγωγή και στον πλούτο (δ).
6.22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς(1) τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης(2) τῷ Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς(3) τῷ κορασίῳ(4)· αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι.
22 Τότε μπήκε στην αίθουσα η θυγατέρα της Ηρωδιάδας και χόρεψε. Τόσο άρεσε στον Ηρώδη και στους καλεσμένους, που ο βασιλιάς είπε στο κορίτσι: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, και θα σου το δώσω».
(1) Με ιδιαίτερο τόνο χρησιμοποιείται εδώ η αντωνυμία, διότι ο χορός αυτός ήταν σχεδόν κάτι απροσδόκητο και άνευ προηγουμένου για γυναίκες τέτοιας τάξης ή που με κάθε τρόπο σέβονταν τον εαυτό τους. Ήταν χορός μιμητικός και ακόλαστος, ο οποίος χορευόταν από επαγγελματίες που στερούνταν υπόληψης (γ). «Ο Σατανάς χορεύει μέσω του κοριτσιού» (Θφ).
(2) Παλαιότερη γραφή: ορχησαμένης, ήρεσε τω Ηρώδη, οπότε υποκείμενο του ήρεσε δεν είναι η ορχησαμένη, αλλά ο χορός άρεσε, διότι αλλιώς δεν είχε θέση η προηγούμενη γενική απόλυτη (εισελθούσης). Μάταιες και έρημες από την χάρη καρδιές, γίνονται έρμαιο της επιθυμίας της σάρκας και της επιθυμίας των ματιών και παρασύρονται σε μεγαλύτερους πειρασμούς, διότι με τις επιθυμίες αυτές, τούς αιχμαλωτίζει και τους κυριεύει ο Σατανάς.
(3) Παλαιότερη γραφή: ο δε βασιλεύς είπε.
(4) Ο βασιλιάς στο κορίτσι, αντίθεση (b).
6.23 Καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὃ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου(1).
23 Της έκανε μάλιστα και όρκο: «Ο,τιδήποτε μου ζητήσεις θα σου το δώσω, μέχρι και το μισό μου βασίλειο».
(1) Ο όρκος αυτός του Ηρώδη, είναι ο ίδιος με τον όρκο του Αρταξέρξη προς την Εσθήρ (Εσθήρ ε 3, ζ 2). «Συντελείται όρκος παράνομος και άθεος, ή μάλλον και ανόητος» (Θφ). «Τόσο πολύ κατά κράτος τον κυρίευσε τον άθλιο εκείνον τότε, ώστε να ορκιστεί να δώσει και το μισό του βασιλείου… Τόσο πολύ «τιμούσε» την εξουσία του, τόσο μία και καλή έγινε αιχμάλωτος από το πάθος, ώστε λόγω χορού παραχωρεί την εξουσία» (Χ). Να αποφεύγεις προπαντός τους όρκους που δίνονται από πριν μαζί με υπόσχεση. Αποτελούν επικίνδυνη παγίδα. Όταν μάλιστα δίνονται εσπευσμένα και απερίσκεπτα, είναι ασφαλώς γέννημα εσωτερικής διαφθοράς και παρέχουν ευκαιρίες σε πολλούς και μεγάλους πειρασμούς.
6.24 Ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ(1).
24Αυτή πήγε και ρώτησε τη μητέρα της: «Τι να ζητήσω;» Κι εκείνη της απάντησε: «Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή».
(1) Ο Μάρκος είναι πιο περιγραφικός και αντί για το «προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής» που γράφει ο Ματθαίος, αναπαριστάνει τον διάλογο μεταξύ μητέρας και κόρης.
6.25 Καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς(1) πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω(2) ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς(3) ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ(1).
25 Ήρθε αμέσως βιαστικά στο βασιλιά και του είπε: «Θέλω τώρα αμέσως να μου δώσεις το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή μέσα σ’ ένα πιάτο».
(1) Έσπευσε, μη τυχόν και ο ενθουσιασμός και η από αυτόν θέρμη του βασιλιά παγώσει και έτσι λησμονηθεί και ο όρκος που δόθηκε. Αντιλαμβανόταν βεβαίως και η Ηρωδιάδα και η κόρη της, ότι μόνο ο όρκος που δόθηκε θα ανάγκαζε τον βασιλιά να προβεί σε εκτέλεση αιτήματος, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με τις διαθέσεις και επιθυμίες του.
(2) Θρασύτητα έκφρασης (b).
(3) «Δηλαδή αμέσως, την ίδια στιγμή» (Θφ). Την ίδια ώρα· τάχιστα (δ). Και με αυτό δείχνεται η βιασύνη των δύο γυναικών, που φοβούνται μήπως λησμονηθεί ο όρκος. Από αυτό φαίνεται και ότι κάπου εκεί κοντά ήταν η φυλακή, στην οποία είχε ριχτεί ο Ιωάννης.
6.26 Καὶ περίλυπος(1) γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους(2) καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι(3).
26 Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε· εξαιτίας όμως του όρκου που είχε δώσει μπροστά στους καλεσμένους, δεν θέλησε να της το αρνηθεί.
(1) Πολλοί άνθρωποι αμαρτάνουν με λύπη, ουδέποτε όμως αισθάνθηκαν ειλικρινή και κατά Θεόν λύπη για τις αμαρτίες τους. Υπάρχει λοιπόν λύπη για τις αμαρτίες, η οποία παρ’ όλα αυτά είναι τελείως ξένη με την αγαθή και σωτήρια λύπη. Και βρίσκονται άνθρωποι που αποστρέφονται αμαρτίες, από τις οποίες παρ’ όλα αυτά, δεν τους απομακρύνει η αποστροφή, αλλά σύρονται ως αιχμάλωτοι σε αυτές.
(2) «Ο ανόητος και ερωτομανής Ηρώδης φοβήθηκε τους όρκους και για αυτό φονεύει τον δίκαιο. Έπρεπε βεβαίως να μην τηρήσει τον όρκο εδώ, και να μην διαπράξει τέτοιο μίασμα. Διότι δεν είναι παντού καλό, το να τηρεί κάποιος τον όρκο» (Θφ). Πολύ αργά είδε, πόσο απερίσκεπτα είχε δέσει τον εαυτό του (σ). Παρ’ όλα αυτά κανείς ποτέ άνθρωπος δεν μπορεί να βάλει τον εαυτό του στην υποχρέωση να αμαρτήσει, θεωρώντας ως καθήκον του την επιτέλεση αμαρτίας, αφού ο Θεός ήδη μας υποχρέωσε με δυνατό τρόπο και μας επέβαλε ως καθήκον απαραβίαστο να αποφεύγουμε οπωσδήποτε την αμαρτία.
(3) Το ρήμα αθετώ, όταν λέγεται για πρόσωπο, σημαίνει αποκρούω, περιφρονώ (δες Λουκ. ι 16,Ιω. ιβ 48), όπως και: φέρομαι άπιστα, εξαπατώ (δ). Και όμως ο Ηρώδης δεν θα αθετούσε τον όρκο του, εάν αρνούνταν στην κόρη της Ηρωδιάδος εκείνο το οποίο αυτή ζητούσε. Διότι εκτός από το ότι υπονοούνταν αναγκαστικά στον όρκο, έστω και αν δεν είχε ξεκάθαρα εκφραστεί, ότι «ό,τι μου ζητήσεις νόμιμο και έντιμο», επιπλέον εάν σκεφτόταν με τον φωτισμό του Θεού, θα έβρισκε ότι το κεφάλι του Ιωάννη άξιζε πολύ περισσότερο από όσο ολόκληρο το βασίλειό του. Από την άλλη, παρουσιάζεται ο Ηρώδης ευαίσθητος απέναντι στον όρκο του, διότι ζητήθηκε από αυτόν το κεφάλι του Ιωάννη. Εάν όμως η αναίσχυντη εκείνη κόρη ζητούσε από αυτόν όχι το μισό, αλλά και το ένα τέταρτο από το βασίλειό του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα εύρισκε τρόπους υπεκφυγής για να μην τηρήσει τον όρκο του.
6.27 Καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα(1) ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
27 Έστειλε τότε αμέσως ένα στρατιώτη της φρουράς με τη διαταγή να φέρει το κεφάλι του Ιωάννη.
(1) Λέξη λατινική από το speculοr=κατασκοπεύω, βλέπω τριγύρω. Οι στρατιώτες που κατασκόπευαν και εξέταζαν τον εχθρό, και έπειτα σημαίνει και τους σκοπούς και φύλακες γύρω από τον στρατηγό (δ). Έναν από τους σωματοφύλακές του έστειλε ο Ηρώδης.
6.28 Ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ(1), καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς.
28 Εκείνος πήγε και τον αποκεφάλισε στη φυλακή. Έφερε το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσε στο κορίτσι, και το κορίτσι το πήγε στη μάνα της.
(1) Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι ο Ιωάννης αποκεφαλίστηκε στην Μαχαιρούντα. Στο φρούριο λοιπόν εκείνο, το οποίο ήταν αγαπημένο άσυλο στον Ηρώδη, παρατέθηκε και το δείπνο, διότι, όπως φαίνεται από την ταχύτητα με την οποία εκτελέστηκε η εντολή του Ηρώδη, ο τόπος της φυλακής ήταν κοντά.
6.29 Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα(1) αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ(2).
29 Όταν το ’μαθαν οι μαθητές του Ιωάννη, ήρθαν και πήραν το σώμα του και το έβαλαν σε μνήμα.
(1) «Πτώμα, βεβαίως, εννοεί το σώμα· διότι μετά τον αποκεφαλισμό, επειδή πέφτει το σώμα, λέγεται πτώμα» (Θφ). Πτώμα· υπονοείται από έξω η λέξη «νεκρού», το οποίο στη μεταγενέστερη ελληνική γλώσσα παραλείπεται.
(2) «Αυτά τα λέει, για να δείξει και την εκτίμηση εκείνων, την οποία παρέμειναν να έχουν και μετά θάνατον προς τον διδάσκαλό τους» (β). Αποδίδεται τιμή και σεβασμός προς τους δούλους του Χριστού, όχι μόνο όταν ζουν, αλλά και όταν πεθαίνουν, τόσο στα σώματά τους, όσο και στη μνήμη τους. Για τους δύο πρώτους μάρτυρες της Κ.Δ. τον Ιωάννη και τον Στέφανο γράφεται ξεκάθαρα, ότι ενταφιάστηκαν με ευλάβεια και όπως έπρεπε.
Στίχ . 30-44. Ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων και των δύο ψαριών.
6.30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι(1) πρὸς τὸν Ἰησοῦν(2), καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν(3).
30 Οι απόστολοι επέστρεψαν στον Ιησού και του διηγήθηκαν όλα όσα έκαναν κι όσα δίδαξαν.
(1) Δες και Ματθ. ιδ 13-21 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Έξυπνη ονομασία εδώ (b). Οι 12, οι οποίοι πάντοτε ονομάζονται μαθητές, αποκαλούνται εδώ με όνομα, που δηλώνει το επίσημο έργο, το οποίο ήδη άρχισαν. Είναι το μόνο χωρίο, όπου ο Μάρκος ονομάζει αυτούς Αποστόλους (γ).
(2) Ο τόπος όπου μαζεύτηκαν οι 12 δεν καθορίζεται, πιθανώς όμως πρόκειται για την Καπερναούμ ή τα περίχωρά της (σ).
(3) Με τη φράση και όσα.. και όσα… επεξηγείται το «όλα». «Αφού κήρυξαν οι Απόστολοι, συγκεντρώνονται γύρω από τον Ιησού· ώστε και εμείς να μαθαίνουμε, όταν προβληθούμε σε κάποια διακονία, να μην στασιάζουμε ούτε να υπερηφανευόμαστε απέναντι σε αυτόν που μας ανέδειξε, αλλά εκείνον να αναγνωρίζουμε ως κεφαλή και προς αυτόν να επιστρέφουμε και να αναγγέλλουμε σε αυτόν όσα ή κάναμε ή διδάξαμε» (Θφ). Οι διάκονοι του ευαγγελίου είναι δοσίλογοι και για όσα πράττουν και για όσα λένε. Και για τα δύο πρέπει να προσέχουν και να αγρυπνούν για τις ψυχές τους και για τις ψυχές των άλλων «διότι θα δώσουν λόγο» (Εβρ. ιγ 17). Ας μην πράττουν λοιπόν και ας μη διδάσκουν παρά μόνο εκείνα, τα οποία χωρίς ντροπή και με θάρρος θα μπορούσαν να αναφέρουν και να επαναλάβουν στον Κύριο Ιησού. Αποτελεί ενίσχυση και παρηγοριά για αυτούς, όταν μάλιστα περιφρονούνται από τους ανθρώπους, να καταφεύγουν στον Κύριο και με αγαθή συνείδηση να αναγγέλλουν σε αυτόν όλα και να εκθέτουν σε αυτόν ποια συμπεριφορά και μεταχείριση συνάντησαν, ποιες επιτυχίες και ποιες αποτυχίες.
6.31 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ(1) κατ᾿ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον(2)· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν εὐκαίρουν.
31 Ο Ιησούς τους λέει: «Ελάτε σε μια ερημική τοποθεσία μόνοι σας, για ν’ αναπαυθείτε λίγο»· κι αυτό γιατί ήταν πολλοί αυτοί που πηγαινοέρχονταν, κι ο Ιησούς και οι μαθητές δεν είχαν χρόνο ούτε για φαγητό.
(1) =μόνοι σας εσείς. Το αυτοί αντιδιαστέλλεται με το ουδείς έτερος (δ).
(2) Η αιτιολογία που ακολουθεί δείχνει, ότι ο Κύριος υπονοούσε τους νέους κόπους, στους οποίους υπέβαλλε τον ίδιο και τους μαθητές η συρροή του πλήθους. Είχαν, λοιπόν, οι μαθητές ανάγκη ανάπαυσης τώρα, μετά τους κόπους της περιοδείας τους. Και οι πιο δραστήριοι από τους δούλους του Χριστού, δεν μπορούν να είναι πάντοτε σε υπερένταση εργασίας. Έχουν και αυτοί σώμα, το οποίο αισθάνεται την ανάγκη κάποιας ανάπαυσης. Εφόσον κουβαλάμε αυτή τη σάρκα, δεν μπορούμε νύχτα και ημέρα, ακατάπαυστα να πράττουμε εκείνο, που θα κάνουμε, όταν μεταβούμε στον ουρανό όπου αδιάκοπα θα ανυμνούμε τον Κύριό μας (Αποκ. δ 8). Είναι αξιοσημείωτο, παρ’ όλα αυτά, ότι καλεί αυτούς να αναπαυτούν λίγο, μόνο όσο για να αναπνεύσουν για λίγο και να επιστρέψουν πάλι στο έργο τους. Η διαρκής ανάπαυση για το λαό του Θεού μόνο στον ουρανό υπάρχει. «Διδασκόμαστε λοιπόν από εδώ, ότι πρέπει οι διδάσκαλοι της εκκλησίας, να μην παραδίδουν τους εαυτούς τους συνεχώς στα πλήθη, αλλά για κάποιο καιρό να μαζεύονται και να μένουν μόνοι και να μαζεύουν το νου από τον εξωτερικό περισπασμό» (Ζ). Θα εύρισκαν εκεί την ευκαιρία να πουν ή και να πράξουν κάτι για προσωπική τους οικοδομή και για περισυλλογή για έρευνα του εσωτερικού τους, χωρίς να απασχολούνται από τη φροντίδα για τους άλλους, η οποία, δεν είναι δύσκολο να μας παρασύρει να ξεχάσουμε τους εαυτούς μας.
6.32 Καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον(1) ἐν πλοίῳ(2) κατ᾿ ἰδίαν(3).
32 Έτσι έφυγαν με το πλοιάριο μακριά από τον κόσμο σ’ ένα ερημικό μέρος.
(1) Ο Λουκάς λέει ότι ο τόπος αυτός ο έρημος ήταν «της πόλης που ονομαζόταν Βηθσαϊδά», η οποία βρίσκεται στην ανατολική όχθη, αλλά όταν εξιστορεί το θαύμα της διατροφής τονίζει ότι ο τόπος ήταν έρημος. Δες Λουκ. θ 10,12 (γ). Δεν καλεί αυτούς σε κάποια ευχάριστη πρωτεύουσα, όπου θα έβρισκαν λαμπρά οικοδομήματα και ωραίους κήπους ή πάρκα, αλλά στην έρημο, όπου οι ανέσεις θα ήταν πενιχρές και η οποία ήταν κατάλληλη, από τη φύση της και όχι τεχνητά, για ησυχία και ανάπαυση.
(2) Από αυτό φαίνεται, ότι ο τόπος, στον οποίο συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τον σ. 30 οι μαθητές, δεν απείχε πολύ από τη λίμνη.
(3) =μόνοι αυτοί (δ).
6.33 Καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς(1) πολλοί, καὶ πεζῇ(2) ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων(3) συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον(4) αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν(5).
33Πολλοί όμως τους είδαν να φεύγουν και τους αναγνώρισαν· έτσι έτρεξαν απ’ όλα τα μέρη με τα πόδια προς τα ’κει κι έφτασαν πριν απ’ αυτούς και μαζεύτηκαν γύρω από τον Ιησού.
(1) «Όμως ούτε εδώ δεν μένει κρυφός από αυτούς που τον ζητούσαν. Αλλά τόσο πολύ ήταν σε εγρήγορση ώστε να μην τους ξεφύγει, ώστε και πρόλαβαν τους μαθητές» (Θφ).
(2) Βάδισαν γύρω από τη λίμνη και διάβηκαν τον Ιορδάνη σε κάποιο αβαθές σημείο του (γ).
(3) «Των πόλεων που ήταν τριγύρω εννοείται» (Ζ). Τον ακολούθησαν από δική τους πρωτοβουλία και χωρίς να προσκληθούν. Άφησαν τα σπίτια τους και τα εργαστήριά τους, τα επαγγέλματά τους και τις υποθέσεις τους για να ακούσουν τον Ιησού να διδάσκει. Και βάδισαν πεζή, μολονότι ο Ιησούς και οι μαθητές του διέτρεξαν την απόσταση πάνω σε πλοίο. Και τον ακολούθησαν σε τόπο έρημο, τον οποίο μόνο η παρουσία του Χριστού μετέβαλλε σε παράδεισο. Αξιοσημείωτη προθυμία και άξια κάθε επαίνου.
(4) «Δηλαδή πρόφθασαν οι όχλοι τους Αποστόλους» (Θφ). Ήλθαν εκεί πριν τους αποστόλους και τους πρόλαβαν.
(5) Από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες παραλείπεται το: και συνήλθον προς αυτόν=ήλθαν μαζί, μαζεύτηκαν, συναθροίστηκαν στον ίδιο τον Σωτήρα. «Πήγαν στον τόπο όπου επρόκειτο να αναπαυτεί ο Ιησούς» (Θφ).
6.34 Καὶ ἐξελθὼν(1) ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα(2) μὴ ἔχοντα ποιμένα(3), καὶ ἤρξατο διδάσκειν(4) αὐτοὺς πολλά.
34 Όταν εκείνος βγήκε στη στεριά, είδε πολύ κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, γιατί ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν βοσκό, κι άρχισε να τους διδάσκει πολλά.
(1) Από το πλοίο. Μπορεί όμως να βγήκε και από το μέρος, στο οποίο βρισκόταν και αναπαυόταν μαζί με τους αποστόλους. Οπότε το προήλθαν, που προηγήθηκε, παίρνει την έννοια του κατέφθασαν ή του πέρασαν απέναντι, όπως θεωρεί ο δ. Ο Κύριος αντί να δυσαρεστηθεί, διότι ο λαός διατάρασσε την ησυχία του που επιδίωξε σε έρημο τόπο, συμπάθησε το πλήθος και διέκοψε την ανάπαυσή του.
(2) Η φράση συναντιέται και στα Ματθ. θ 36. Δες Αρ. κζ 17,Γ Βασ. κβ 17,Β Παρ. ιη 16. Προκλήθηκε η συμπάθειά του από το θερμό ενδιαφέρον του πλήθους εκείνου, η δίψα του οποίου έμενε ανικανοποίητη από τους αναγνωρισμένους διδασκάλους του νόμου (σ).
(3) «Ποιμένα, βεβαίως, εννοεί αυτόν που φροντίζει για τη σωτηρία τους» (Ζ). «Δεν είχαν τότε κανέναν, που να μπορεί να τους διδάσκει τα ωφέλιμα της ψυχής» (β). Η παρομοίωση φανερώνει έλλειψη πνευματικής καθοδήγησης. Υπήρχαν επίσημοι θρησκευτικοί αρχηγοί, αλλά οι επίσημοι αυτοί, οι ιερείς και διδάσκαλοι, ήταν τυφλοί οδηγοί τυφλών (γ). Δεν είχαν κανέναν ο οποίος θα τους οδηγούσε στην ευθεία και σωτήρια οδό· κανέναν ο οποίος θα έτρεφε αυτούς με την διδασκαλία της αλήθειας. Όταν βλέπει κάποιος λαό πολύ και σκέφτεται πόσες πολύτιμες αθάνατες ψυχές αποτελούν το πλήθος αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων υπάρχει κίνδυνος να χαθεί, διότι είναι παραμελημένες και στερημένες από οδηγό και διδάσκαλο, από ποια φοβισμένη και συμπαθή μέριμνα για την σωτηρία τους δεν πρέπει να γεμίζει!
(4) Σημείωσε και εδώ τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου. Ζητά ήσυχο τόπο για ανάπαυση από την συρροή του πλήθους. Αλλά ο σκοπός του αυτός ματαιώνεται από τον λαό που έτρεξε. Και αντί να αναπαυτεί, λόγω της συμπάθειάς του υποβάλλεται σε νέους κόπους. Έχουμε λοιπόν εδώ σαφώς ανθρώπινη καθαρά μεταβολή σκέψεων και σκοπού, την οποία η πρόγνωση του Κυρίου θα μπορούσε να προλάβει, αλλά η οποία μαρτυρεί, ότι ο Κύριος ήταν και άνθρωπος, εξ’ ολοκλήρου κοντά σε μας (γ).
6.35 Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς(1) γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος(2) καὶ ἤδη ὥρα πολλή(3)·
35 Αφού πέρασε πολλή ώρα, τον πλησιάζουν οι μαθητές του και του λένε: «Το μέρος εδώ είναι έρημο, κι η ώρα περασμένη.
(1) Ώρα πολλή από την ανατολή του ηλίου· σημαίνει λοιπόν εδώ την ενάτη ή δεκάτη ώρα από το πρωί (δ) δηλαδή κοντά στη δύση του ηλίου.
(2) Και δεν υπάρχει συνεπώς κάποια αγορά εδώ, για να προμηθευτούν τροφή.
(3) Προχωρημένη.
6.36 ἀπόλυσον αὐτούς(1), ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ(2) ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν(3).
36 Διώξε τον κόσμο να πάνε στις γύρω αγροικίες και στα χωριά, για ν’ αγοράσουν ψωμιά, γιατί δεν έχουν τι να φάνε».
(1) Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι μαθητές και όχι ο πολύς λαός λένε αυτό. Δεν λένε, μολονότι θα πεινούσαν ήδη: Διώξε μας. Ξέχασαν τους εαυτούς τους ακούγοντας την διδασκαλία του. Οι καλοδιάθετες ψυχές είναι αχόρταγες, όταν βρίσκουν διδασκαλία διαυγή και γνήσια, ικανή να θρέψει αυτές με τη θεία αλήθεια. Και απορροφούνται από το αγαθό περισσότερο από όσο θα περίμενε κάποιος από αυτές.
(2) Έπρεπε να περιοδεύσουν τα γύρω χωριά και τις αγροτικές κατοικίες, διότι σε ένα χωριό μόνο ή σε ένα αγρό δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί ψωμί σε ποσότητα επαρκή για διατροφή τόσου πλήθους.
(3) Αρκετοί μεγαλογράμματοι κώδικες έχουν τη γραφή: αγοράσωσιν εαυτοίς τί φάγωσι.
6.37 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν(1). Καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων(2) ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν(3);
37 Ο Ιησούς όμως τους αποκρίθηκε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Του λένε τότε: «Να πάμε και ν’ αγοράσουμε ψωμί για διακόσια δηνάρια και να τους δώσουμε να φάνε;»
(1) «Ο Κύριος, όμως, εξετάζοντάς τους και δοκιμάζοντας αν κατάλαβαν την δύναμή του, ότι μπορεί να τους διαθρέψει, λέει· Δώστε σε αυτούς εσείς να φάνε» (Θφ). Έμεναν καρτερικά στην πνευματική τροφή του λόγου του και φρόντιζε τώρα αυτός για να μην τους λείψει και η σωματική τροφή. Η οδός του καθήκοντος, όπως είναι οδός ασφάλειας, έτσι είναι και οδός προμήθειας των σωματικών αναγκαίων. Η θεία Πρόνοια, όταν στηρίζουν σε αυτήν όλη την εμπιστοσύνη τους οι άνθρωποι, χωρίς παράλογα να δοκιμάζουν και να πειράζουν αυτήν, δεν παραλείπει ποτέ να παρέχει την αναγκαία βοήθεια στους πιστούς δούλους του Θεού, αλλά πάντοτε ανακούφισε και δρόσισε πολλούς με λογική, αλλά και εκπληκτική περίθαλψη.
(2) Και η αγοραστική αξία των δηναρίων σε σχέση με το σημερινό αντίστοιχο νόμισμα ήταν μεγαλύτερη, αλλά και ο καθορισμός του ποσού δεν είναι ακριβής αλλά έγινε με εσπευσμένη εικασία και σύμφωνα με ελάχιστο όριο αλλά και σε σχέση με τα πενιχρά ποσά που υπήρχαν στο κοινό ταμείο του αποστολικού κύκλου. Είναι σαν να λεγόταν: Θα χρειαστεί ποσό τουλάχιστον 200 δηναρίων. Πού θα το βρούμε, αφού ούτε 10 ίσως δηνάρια δεν έχουμε διαθέσιμα; Διακόσια δηνάρια θα αντιστοιχούσαν σε 7 χρυσές λίρες.
(3) Η έκφραση που χρησιμοποιείται εδώ, είναι εκείνη, την οποία σύμφωνα με τον Ιωάννη είπε ο Φίλιππος: «διακοσίων δηναρίων ψωμιά, δεν αρκούν σε αυτούς, ώστε ο καθένας τους να πάρει κάτι λίγο» (Ιω. στ 7). Την ίδια του Φιλίππου απάντηση επανέλαβαν και οι απόστολοι, μετά από αυτά, όταν άκουσαν το «δώστε τους εσείς να φάνε» (δ). Ούτε 200 δηνάρια είχαν, αλλά ήταν και ζήτημα εάν αιφνίδια και με τη μία θα μπορούσαν να βρουν τόση ποσότητα άρτου, έστω και αν μπορούσαν να την πληρώσουν. Δεν λάμβαναν όμως υπ’ όψη, ότι αυτοί που έχουν το Χριστό, έχουν το παν και δεν έχουν ανάγκη να φύγουν από αυτόν ζητώντας την ευτυχία τους και την συντήρησή τους στα κτίσματα.
6.38 Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· πόσους ἄρτους ἔχετε(1); ὑπάγετε καὶ ἴδετε. καὶ γνόντες λέγουσι· πέντε, καὶ δύο ἰχθύας(2).
38 «Πόσα ψωμιά έχετε;» τους ρωτάει εκείνος. «Πηγαίνετε να δείτε». Αφού εξακρίβωσαν, του λένε: «Πέντε, και δύο ψάρια».
(1) Ο Σωτήρας παρήγγειλε σε αυτούς να εξετάσουν πόσους άρτους έχουν, έχοντας την πρόθεση να γνωστοποιήσει αυτό πριν το θαύμα (δ).
(2) Ο σ. φρονεί, ότι θα ήταν αυτά ξερά (παστωμένα) ψάρια, που χρησίμευαν μάλλον ως ορεκτικό για ξηροφαγία. Πόσο πενιχρά και στερημένα έτρωγαν οι μαθητές μαζί με τον Σωτήρα! Πέντε άρτοι και δύο ψάρια για τον χρόνο της ανάπαυσης 13 ανθρώπων σε έρημο τόπο!! Και αυτά όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννη, αγοράστηκαν εκεί στην έρημο. Ούτε κρασί ούτε άλλο ποτό παρά μόνο καθαρό νερό από τη λίμνη. Και όμως από την ανεπαρκή αυτή προμήθεια ο Κύριος διατρέφει πλήθος πολύ. Μήπως μπορεί ο Θεός να ετοιμάσει τραπέζι σε έρημο; Αναμφίβολα ναι, όταν του αρέσει και όταν η ανάγκη το καλέσει. Μάθε, όσο λίγο και αν έχεις, να μην διστάζεις από αυτό να ανακουφίζεις κατά το δυνατόν και τις ανάγκες των άλλων, βέβαιος, ότι με τον τρόπο αυτόν, το λίγο γίνεται πολύ και το ανεπαρκές για τους λίγους, πληθύνεται για να αρκέσει και σε πολλούς.
6.39 Καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια(1) συμπόσια(2) ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ(3).
39 Τους διέταξε τότε να τους βάλουν όλους να καθίσουν για φαγητό κατά ομάδες πάνω στο χλωρό χορτάρι.
(1) «Στο τέλος, τους βάζει να κάτσουν όλοι στο χορτάρι χωρίζοντάς τους. Διότι αυτό σημαίνει το Συμπόσια συμπόσια, αντί να πει, τραπέζια διαφορετικά» (Θφ). Συχνά βλέπουμε τον Ιησού να τρώει σε τραπέζια άλλων, να γευματίζει με τον έναν και να δειπνεί με τον άλλον φίλο. Αλλά εδώ τον βλέπουμε με δικές του προμήθειες να τρώει μαζί με πλήθος πολύ, το οποίο δείχνει, ότι όταν άλλοι τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους, γινόταν αυτό όχι διότι δεν μπορούσε ο ίδιος να προμηθεύσει στον εαυτό του με άλλο τρόπο ό,τι του χρειαζόταν. Για αυτόν ειπώθηκε το «εάν πεινάσω, δεν θα σου πω. Διότι όλα είναι δικά μου». Εάν απέφευγε να διαθρέψει τον εαυτό του με θαύμα, έπραττε αυτό όχι μόνο διότι δεν εύρισκε σύμφωνο με το σκοπό του θαύματος να χρησιμοποιεί αυτό για τον εαυτό του, αλλά και διότι το να διατρέφεται από τους άλλους, ήταν είδος ταπείνωσης, στην οποία ευχάριστα υπέβαλλε τον εαυτό του.
(2) Η επανάληψη της λέξης για δήλωση της έννοιας της κατανομής (αντί για την ελληνική φράση: ανά συμπόσια) είναι εβραϊκός τρόπος έκφρασης (γ). Συμπόσιο εδώ, είναι η ομάδα που πρόκειται να φάει μαζί (δ).
(3) Μόνο ο Μάρκος σημειώνει το πόσο χλωρό ήταν, το οποίο υποδηλώνει άνοιξη (δες Ιω. στ 4)(σ). Αυτό είναι σημαντικό. Διότι η χλόη στην Παλαιστίνη, ιδιαίτερα μάλιστα στη θερμή αυτή κοιλάδα του Ιορδάνη, μόνο κατά την εποχή του Πάσχα είναι χλωρή. Και έτσι, έχουμε εδώ υπαινιγμό από τους συνοπτικούς, ότι πάνω από 1 χρόνο διήρκεσε η δημόσια δράση του Κυρίου. Μας παρέχεται μάλιστα ο υπαινιγμός αυτός από το μέρος εκείνο των συνοπτικών ευαγγελίων, όπου στο παράλληλο χωρίο ο Ιωάννης παρεμβάλλει γιορτή του Πάσχα, που μεσολάβησε ανάμεσα στο πρώτο και το τελευταίο Πάσχα της δημόσιας δράσης του Κυρίου (γ). Ούτε τραπέζια, ούτε καλύμματα τραπεζιών και πετσέτες, ούτε καν πιρούνια και πιάτα και ό,τι ήταν απαραίτητο από την τραπεζοσκευή. Δεν μπορούσε αυτός που ετοιμάζει τραπέζι σε έρημο, να επαρκέσει και σε αυτά; Αναμφίβολα ναι. Αλλά ο Κύριος ήλθε να επαναφέρει τον άνθρωπο στην απλότητα και το ανεπιτήδευτο του Αδάμ στον Παράδεισο και ό,τι ετοίμασε στην έρημο αυτή για τον λαό, ήθελε να είναι απαλλαγμένο από κάθε μάταιη λαμπρότητα και πολυτέλεια, για να σημαίνει ότι η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, ούτε έρχεται με επίδειξη, αλλά οι αμάραντες και άδυτες λαμπρότητες και μεγαλοπρέπειες επιφυλάσσονται για το ουράνιο εκείνο δείπνο, στο οποίο θα παρακάθεται αιωνίως συνεφραινόμενος μαζί με τους εκλεκτούς του.
6.40 Καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ(1) ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα.
40 Κάθισαν λοιπόν παρέες παρέες ανά εκατό και ανά πενήντα άτομα
(1) Και άλλος εβραϊκός τρόπος έκφρασης. Τραπέζια διαφορετικά «σημαίνει και η φράση, Πρασιαί ανέπεσον, δηλαδή διάφορες ομάδες και μέρη. Διότι πρασιές λέγονται τα διάφορα τμήματα στους κήπους, στα οποία φυτεύονται πολλές φορές διαφορετικά λάχανα» (Θφ). Το πρασιαί εκφράζει απλώς την ιδέα κανονικής, σε τετράγωνα ή τεμάχια, τοποθέτησης, σε ομίλους από 50 ή 100 άτομα. Η τάξη λοιπόν τηρήθηκε (σ). «Διότι ο Θεός, δεν είναι Θεός ακαταστασίας, αλλά ειρήνης» και τάξης. Δες Α΄ Κορ. ιδ 33. Και η κατανομή του λαού σε τακτοποιημένους ομίλους χρησίμευε για την ανετότερη και ευκολότερη διανομή της τροφής (γ). Οι κανονικοί, λοιπόν, αυτοί όμιλοι, που αποτελούνταν από ίσο αριθμό ατόμων, παρουσιάζονταν από μακριά στο μάτι σαν πρασιές γης. Θαυμάσιο περιγραφικό χαρακτηριστικό!
6.41 Καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας(1) ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν(2) εὐλόγησε(3), καὶ κατέκλασε(4) τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς(5) ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι(6).
41 Πήρε ο Ιησούς τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές, για να τα μοιράσουν στον κόσμο. Επίσης μοίρασε σ’ όλους και τα δύο ψάρια.
(1) Με την πράξη αυτή ο Κύριος παίρνει τη θέση του φιλόξενου εστιάτορα και σαν σε τέτοιον, κομίζονται σε αυτόν οι τροφές (σ).
(2) Καθιερωμένη στάση προσευχής. Δες στην Π.Δ. Ιώβ κβ 26 και στα ευαγγέλια Μάρκ. ζ 34, Ιω. ια 41 (σ). «Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, για να διδάξει και εμάς, από τη μία, να ζητούμε από τον Θεό την τροφή» (Θφ), αλλά και συγχρόνως «έδειξε ότι αποδίδει στον Πατέρα αυτό που γίνεται» (β).
(3) Η λέξη σημαίνει κυρίως ανυμνώ, ευχαριστώ και μόνο στην ελληνική γλώσσα της Γραφής σημαίνει και επικαλούμαι ευλογία πάνω σε κάποιο πρόσωπο (γ). Αν συμπληρωνόταν η λέξη, θα απέδιδε τη φράση «ευλόγησε το Θεό» για τα δώρα του. Η συνηθισμένη ευλογία των Ιουδαίων, η οποία ουσιαστικά μπορεί να αναχθεί και στα χρόνια του Ιησού, έχει ως εξής: «Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε και Θεέ μας, βασιλιά του κόσμου, που βγάζεις άρτο από τη γη». «Όταν, λοιπόν, ευλόγησε τους άρτους, αφού σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, προσευχήθηκε, διδάσκοντάς μας, να μην γευόμαστε από το τραπέζι πιο πριν, παρά μόνο αφού ευχαριστήσουμε το Θεό που έχει φτιάξει τους καρπούς» (Χ). Όταν παίρνουμε από τα δημιουργήματα τα αναγκαία για τη συντήρησή μας, ας αισθανόμαστε ότι παίρνουμε αυτά από τα χέρια του Δημιουργού, ώστε «είτε τρώμε, είτε πίνουμε, όλα για τη δόξα του Θεού» να τα κάνουμε (Α Κορ. ι 31).
(4) Η πρόθεση «κατά» δίνει ιδιαίτερο τονισμό στο έκλασε=έκοψε σε τεμάχια.
(5) «Δίνει στους μαθητές, έτσι ώστε να μην ξεχάσουν το θαύμα, αφού δέχτηκαν στα ίδια τους τα χέρια τα ψωμιά» (Θφ). Επιπλέον ο Κύριος τιμά τώρα και τους μαθητές του, προσελκύοντας τον σεβασμό του πλήθους και σε αυτούς, ως συνεργούς δικούς του. Με αυτόν τον τρόπο στο μέλλον οφείλουν να διανέμουν και την πνευματική τροφή σε όλο τον κόσμο. Πώς; Παίρνοντας αυτήν από το Χριστό ως τον πρώτο Χορηγό που διατρέφει τους ανθρώπους δια μέσου των διακόνων του. Οι διάκονοι πρέπει να διατηρούν τους εαυτούς τους στη θέση των πιστών οικονόμων του, διανέμοντας στο λαό του μόνο ό,τι από τα χέρια του λαμβάνουν και μη χορταίνοντας τους πιστούς παρά μόνο με ό,τι ο Κύριος τους δίνει.
(6) Ούτε σπάνια φαγητά, ούτε ποικιλίες φαγητών παραθέτει, παρόλο που θα μπορούσε ο Χριστός, εάν ήθελε, και αυτό να πράξει. Αλλά θέλει να διδάξει εμάς ότι πρέπει να αρκούμαστε στην αναγκαία τροφή και να μην επιζητούμε την απόλαυση. Όταν έχουμε τα αναγκαία, ας αδιαφορούμε πλέον για τα πλεονάζοντα και τα εξεζητημένα. Ο Θεός μέσα στην αγάπη του παρέχει ψωμί και διατροφή πλούσια, αλλά μέσα στην οργή του βρέχει σαν σύννεφο από σκόνη σάρκες ορτυκιών, για να θανατώσει τους περισσότερους από εμάς» (Ψαλμ. οζ 25)
6.42 Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν(1),
42 Έφαγαν όλοι και χόρτασαν.
(1) Το θαύμα είχε και βαθύτερη σημασία και έδειχνε ότι ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, για να είναι εξίσου ο μέγας Διατροφέας, όσο και ο μέγας Ιατρός. Δεν αποκαθιστά μόνο, αλλά και συντηρεί και διατρέφει την πνευματική ζωή. Και σε αυτόν υπάρχει αφθονία για όλους όσους έρχονται σε αυτόν, επαρκής να γεμίσει κάθε ψυχή με αφθονία. Κανείς δεν διώχνεται κενός από το Χριστό, αλλά αυτοί που πλησιάζουν αυτόν γεμίζουν και χορταίνουν.
6.43 καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα(1) κοφίνους(2) πλήρεις(3), καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων.
43 Μάζεψαν μάλιστα και κομμάτια απ’ τα ψωμιά και τα ψάρια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
(1) «Και δώδεκα κοφίνια περισσεύουν, ακριβώς για αυτό, έτσι ώστε, κουβαλώντας στους ώμους του ο καθένας το κοφίνι» (Θφ), «να νιώσει περισσότερο το γεγονός» (β) και «να διατηρεί αλησμόνητο το θαύμα. Πλεόνασμα, βεβαίως, δύναμης του Χριστού δεν είναι μόνο το ότι έθρεψε αυτούς, αλλά και το ότι άφησε περισσεύματα» (Θφ). Είναι άξιο προσοχής ότι παρόλο που ο Χριστός έχει αρκετό άρτο στη διάθεσή του, δεν παραμελεί τα περισσεύματα, διδάσκοντάς μας, ότι δεν πρέπει να σπαταλούμε και να καταστρέφουμε κανένα από τα αγαθά δημιουργήματα του Θεού, ενθυμούμενοι, ότι είναι πολλοί αυτοί που στερούνται εκείνα, τα οποία εμείς χορτασμένοι απορρίπτουμε, αλλά ότι και εμείς οι ίδιοι είναι δυνατόν σε αυτόν ή σε εκείνο το χρόνο να χρειαστούμε τα τεμάχια που απορρίπτουμε και να μην έχουμε αυτά.
(2) Είναι αξιοσημείωτο ότι και από τους 4 ευαγγελιστές χρησιμοποιείται η λέξη κοφίνια για το θαύμα αυτό των 5 χιλιάδων, ενώ η λέξη σπυρίδες χρησιμοποιείται και από τους δύο ευαγγελιστές που εξιστορούν την διατροφή των 4 χιλιάδων (γ)
(3) Υπάρχει και η γραφή: κλάσματα δώδεκα κοφίνων πληρώματα=τεμάχια, με τα οποία συμπληρώθηκαν, γέμισαν 12 κοφίνια.
6.44 Καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι(1) ἄνδρες(2).
44 Αυτοί που έφαγαν τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες.
(1) Εάν στον αριθμό αυτόν προσθέσουμε και τα γυναικόπαιδα, έχουμε ένα ακροατήριο από τα πολυπληθέστερα και μπορούμε να εικάσουμε ότι το πολυπληθές αυτό ακροατήριο με ενδιαφέρον και προσοχή παρακολουθούσε το κήρυγμα του Διδασκάλου. Και όμως, ολόκληρος ο ενθουσιασμός και πρόσκαιρος αυτός ζήλος των τόσων ανθρώπων, δεν φαίνεται να παρήγαγε κάποιο μόνιμο καρπό παρά ίσως μόνο σε λίγους. Μην παραπλανάσαι από τη συρροή των ακροατών ούτε από τις επευφημίες και τα χειροκροτήματά τους. Εάν προσέξεις σε αυτό θα βλαφτείς υπερηφανευόμενος και ματαιοδοξώντας. Πρόσεξε κυρίως ποια επίδραση έχει το κήρυγμά σου στη ζωή και την συμπεριφορά των ακροατών. Και αν δεις εκεί να αποδίδεται ο καρπός, δόξασε τότε τον Θεό, που ανοίγει τις καρδιές των ανθρώπων και αυξάνει τον λόγο που σπέρνεται σε αυτούς.
(2) Η διατροφή των 5.000 είναι το μόνο θαύμα, το οποίο αναφέρεται και από τους 4 ευαγγελιστές. Καμία λοιπόν δεν απομένει αμφιβολία, ότι κατείχε ουσιώδη θέση στην κοινή αποστολική παράδοση (σ). Αν εξαιρέσουμε βεβαίως τα θαύματα της ανάστασης νεκρών, είναι το πιο σημαντικό και σπουδαίο από όλα τα θαύματα στα ευαγγέλια, στο οποίο μόνο καθαρά δημιουργική ενέργεια, που παράγει από το μηδέν, εκδηλώθηκε. Το παραπάνω από τα 5 ψωμιά και τα 2 ψάρια, το οποίο χρειάστηκε για την διατροφή των 5.000 δεν γεννήθηκε από αυτά τα ψωμιά και τα ψάρια, αλλά προστέθηκε από έξω σε αυτά με λόγο δημιουργικό (γ). Η ίδια θεία δύναμη, η οποία ενεργεί κατά τον συνηθισμένο και φυσικό τρόπο, και πληθαίνει κάθε έτος τον σπόρο που σπέρνεται στη γη, εργάστηκε και τώρα κατά τρόπο ασυνήθιστο και πάνω από τη φύση, τον πολλαπλασιασμό αυτόν τον υπερφυσικό. Ο Χριστός είναι εκείνος, στον οποίο τα πάντα στηρίζονται και ο οποίος «εξουσιάζει τα πάντα με τον λόγο της δύναμής του» (Εβρ. α 3).
Στίχ. 45 - 52 . Ο Ιησούς περπατά πάνω στη θάλασσα.
6.45 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε(1) τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν(2), ἕως αὐτὸς(3) ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·
45 Αμέσως έπειτα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο πλοιάριο και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, στη Βηθσαϊδά, ωσότου ο ίδιος διαλύσει τα πλήθη.
(1) Δες και Ματθ. ιδ 22-23 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ούτε ο Ματθαίος ούτε ο Μάρκος μιλούν για την αιτία, για την οποία ο Ιησούς ανάγκασε τους μαθητές. Αλλά ο Ιωάννης εκθέτει γεγονός που εξηγεί τον εξαναγκασμό αυτόν. Λέει δηλαδή ότι ο λαός ήθελε να αρπάξει αυτόν και να τον ανακηρύξει βασιλιά (Ιω. στ 15). Φαίνεται λοιπόν ότι υπήρχε φόβος οι μαθητές να παρασυρθούν από τις εκδηλώσεις αυτές του πλήθους (γ). Από την άλλη θα φάνηκε ίσως παράδοξο σε αυτούς να χωριστούν από αυτόν και να απομακρυνθούν από τον τόπο ακριβώς εκείνο, ο οποίος είχε εκλεγεί από τον Κύριο για ανάπαυσή τους (σ).
(2) Ο Λουκάς (θ 10) μας λέει ότι έτσι ονομαζόταν ο τόπος, όπου έγινε το θαύμα. Πράγματι, υπήρχαν δύο τόποι που είχαν το όνομα αυτό, ένας σε κάθε μία από τις δύο όχθες (γ). Άλλωστε, Βηθσαϊδά σημαίνει οίκος αλιείας και συνεπώς το όνομα ήταν περιγραφικό τόπων που, πολύ πιθανώς, συναντιούνταν σε πολλά σημεία κυκλικά της λίμνης (σ).
(3) Με έμφαση. Τονίζεται το γεγονός, ότι ο ίδιος ο Ιησούς διέλυσε τον όχλο. Χρειαζόταν κάποια προσπάθεια, για να διαλυθεί το πλήθος του λαού. Εφόσον ήδη είχαν απολαύσει χορταστικό δείπνο, τίποτα δεν τους ανάγκαζε να αποχωρήσουν. Αλλά εφόσον βρισκόμαστε στον κόσμο αυτόν, δεν βρισκόμαστε στην αιώνια πόλη και πατρίδα μας, και όταν ακόμη βρισκόμαστε σε άμεση επικοινωνία με τον Χριστό. Το αιώνιο δείπνο επιφυλάσσεται για την μελλοντική κατάστασή μας. Με την επιβολή του την ήρεμη και ισχυρή ο Ιησούς διέλυσε τα πλήθη, ευλογώντας αυτά, παροτρύνοντας και συμβουλεύοντας αυτά και πείθοντας αυτά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
6.46 καὶ ἀποταξάμενος(1) αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος(2) προσεύξασθαι(3).
46 Κι αφού τους αποχαιρέτησε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.
(1) Και αφού τους αποχαιρέτισε. Βρίσκεται εδώ η λέξη με την έννοια του φιλικού αποχαιρετισμού (σ). Το ρήμα δεν χρησιμοποιείται με την έννοια αυτή στους κλασσικούς, οι οποίοι αντί για αυτό χρησιμοποιούσαν το ασπάζομαι (γ).
(2) «Αφού διέλυσε λοιπόν τους όχλους, ανέβηκε να προσευχηθεί μόνος του. Διότι η προσευχή χρειάζεται να σταματήσουν οι δουλείες και να μην υπάρχει ταραχή» (Θφ).
(3) Μολονότι τόσο είχε κοπιάσει διδάσκοντας και εργαζόμενος το έργο του Πατέρα του, αποχώρησε για να προσευχηθεί, αναζητώντας την ανάπαυση από τον κόπο στην προσευχή. Παρόλο που ο Χριστός, ως Θεός, ήταν κύριος των πάντων και δεχόταν τις προσευχές όλων, αλλά ως άνθρωπος παίρνοντας μορφή δούλου ήταν και αυτός ικέτης και προσευχόταν. Εδώ μάλιστα παρέχει σε μας και παράδειγμα κατ’ ιδίαν προσευχής στον Πατέρα μας που είναι στα κρυφά, αποχωρώντας μόνος στο όρος, για να επικοινωνήσει με μόνο τον Πατέρα.
6.47 Καὶ ὀψίας γενομένης(1) ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ(2) τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς.
47 Όταν βράδιασε, το πλοιάριο ήταν στο μέσο της λίμνης, κι ο Ιησούς μόνος στη στεριά.
(1) Το θαύμα της διατροφής έλαβε χώρα γύρω στη δύση του ηλίου. Πόσο το απόγευμα είχε ήδη προχωρήσει δεν λέγεται εδώ, αλλά αφέθηκε από τον ευαγγελιστή να συμπεράνουμε αυτό από το σ. 48 (σ).
(2) Δεν καθορίζει με ακρίβεια, αλλά περίπου μόνο την απόσταση. Ο Ιωάννης καθορίζει γύρω στα 25 ή 30 στάδια (Ιω. στ 19) δηλαδή πάνω από το μισό του ευρύτερου πλάτους της λίμνης (σ).
6.48 Καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους(1) ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς(2)· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν(3) τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης(4), καὶ ἤθελε παρελθεῖν(5) αὐτούς.
48 Τους είδε τότε να παιδεύονται στην κωπηλασία, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα ήρθε ο Ιησούς σ’ αυτούς, περπατώντας πάνω στη λίμνη κι έκανε να τους προσπεράσει.
(1) Από την έννοια της δοκιμής και της εξέτασης, την οποία αρχικά εκφράζει το ρήμα αυτό, κατέληξε στην έννοια της στενοχώριας και ταλαιπωρίας, αφού η δοκιμασία και η εξέταση γίνεται πολλές φορές με μέτρα και μέσα δύσκολα και σκληρά (γ). Ο βασανισμός, τον οποίο τώρα από την τρικυμία και τον αντίθετο άνεμο δοκιμάζουν, ήταν δείγμα των εμποδίων και αντιξοοτήτων, τις οποίες έπρεπε να περιμένουν, όταν αργότερα θα στέλνονταν από τον Κύριο για να κηρύξουν το ευαγγέλιο. Η αποστολή τους αυτή θα έμοιαζε με ταξίδι με πλοίο ανάμεσα σε σκληρούς ανέμους. Και η εκκλησία συχνά μοιάζει με πλοίο που στη θάλασσα κλυδωνίζεται και βασανίζεται φοβερά. Δεν είναι αδύνατον ο Χριστός να μας παρακολουθεί και συγχρόνως οι άνεμοι και οι τρικυμίες να συνταράσσουν το πλοίο. Αλλά αποτελεί σπουδαία ενίσχυση για τους στην τρικυμία μαθητές του Χριστού η πεποίθηση, ότι ο διδάσκαλός τους προσεύχεται και δέεται για χάρη τους άγρυπνος στο ουράνιο όρος.
(2) Όταν έφευγαν, η λίμνη ήταν γαλήνια και αιφνίδια ξέσπασε η τρικυμία. Ενδέχεται στην αρχή του ταξιδιού της ζωής μας ή και σε ορισμένους σταθμούς του να συντροφευόμαστε από γαλήνη και η μη ασφαλής ευτυχία του κόσμου να χαμογελά σε μας. Μην παραπλανιόμαστε. Αιφνίδια μπορεί να ξεσπάσει θύελλα και πρέπει να προετοιμαζόμαστε για αυτήν. Αναμφίβολα ο Κύριος προέβλεπε ότι οι μαθητές μετά από κάποια ώρα θα αντιμετώπιζαν σφοδρή τρικυμία και όμως τους στέλνει. Δεν είναι κάτι καινούργιο, ότι οι ακόλουθοι του Χριστού θα συναντήσουν καταιγίδες στην οδό του καθήκοντος, στην οποία ο Κύριος, παρόλο που προβλέπει αυτές, τους διατάσσει να πορευτούν. Πρέπει παρ’ όλα αυτά να δέχονται αυτές αγόγγυστα. Ο Κύριος είπε: Αυτό που κάνω, δεν το ξέρεις τώρα, θα το καταλάβεις μετά από αυτά. Όταν θα δουν μετά την κατάπαυση της τρικυμίας ή και μέσα σε αυτήν την εκδήλωση της θείας επίσκεψης, δεν θα έχουν επαρκείς λόγους για να δοξάσουν και να ευχαριστήσουν τον Κύριο;
(3) Οι Ιουδαίοι διαιρούσαν τη νύχτα σε 3 σκοπιές· η πρώτη άρχιζε από τη δύση μέχρι τις 10 μ.μ. και η τελευταία από τις 2 π.μ. μέχρι την ανατολή. Οι Ρωμαίοι διαιρούσαν τη νύχτα σε 4 σκοπιές (σ). «Αφήνει τους μαθητές να δοκιμαστούν, για να μάθουν να υπομένουν. Διότι, για αυτόν τον λόγο δεν έρχεται σε αυτούς αμέσως, αλλά όλη τη νύχτα τους αφήνει να κλυδωνίζονται, για να τους διδάξει να έχουν καρτερία» (Θφ). Εάν ο Χριστός αναβάλλει να επισκεφτεί το λαό του, όμως στο τέλος θα έλθει προς αυτούς. Όσο μάλιστα αργότερα φαίνεται να έρχεται, τόσο επικαιρότερη και περισσότερο ανακουφιστική θα είναι η επίσκεψή του. Παρόλο που η σωτηρία αργεί να έλθει, εμείς γεμάτοι με ελπίδες οφείλουμε να την περιμένουμε.
(4) «Είναι μεγάλο θαύμα το να περπατά στη θάλασσα και δείχνει ότι όντως είναι Θεός· το ότι, επιπλέον, υπήρχε και ταραγμένη θάλασσα και αντίθετος άνεμος, αυτό αυξάνει το θαύμα» (Θφ). Είναι θαύμα πάνω στην άψυχη φύση, το οποίο νικά την διαφορά του ειδικού βάρους μεταξύ νερού και ανθρωπίνου σώματος μέχρι σημείου ώστε το νερό να υποβαστάζει το βαρύτερο σώμα. Καμία ορθολογιστική υπόθεση και σοφιστεία δεν μπορεί να χωρέσει σε αυτό (γ). Η θάλασσα συνταραζόταν από τα κύματα και όμως ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω σε αυτήν. Διότι παρόλο που «από το θόρυβο των πολλών νερών είναι θαυμαστά τα κύματα της θάλασσας», είναι όμως «θαυμαστός στα ύψη ο Κύριος» (Ψαλμ. 92,4). Καμία δυσκολία και αντίδραση δεν μπορεί να εμποδίσει τις εύσπλαχνες εμφανίσεις του Χριστού για το λαό του, όταν φτάσει η κατάλληλη ώρα. Θα βρει εκείνος, ή με τη δύναμή του θα ανοίξει, δρόμο ανάμεσα στα κύματα της θάλασσας για να λυτρώσει αυτούς που ελπίζουν σε αυτόν.
(5) Αυτό επρόκειτο να κάνει, όταν σταμάτησε από τις κραυγές τους. Αυτό είχε σαν σκοπό και ανέμενε εκ μέρους τους κάποια εκδήλωση, για να μεταβάλλει το σκοπό του (γ). Ήθελε να τους προσπεράσει, για να δουν όλοι καλύτερα (δες στ. 50) και να τους δοκιμάσει (δ) και να γυμνάσει την πίστη τους (σ). Και η θεία Πρόνοια, όταν ενεργεί σκόπιμα και με άμεση επέμβαση για βοήθεια του λαού του Θεού, φαίνεται μερικές φορές σαν να προσπερνά και να μην προσέχει τους κινδύνους, εναντίον των οποίων οι ευσεβείς παλεύουν. Όπως και οι μαθητές νόμισαν, ότι θα τους προσπερνούσε ο Ιησούς, αλλά στην πρώτη κραυγή του φόβου τους στράφηκε με συμπάθεια προς αυτούς.
6.49 Οἱ δὲ ἰδόντες(1) αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν(2)·
49 Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, νόμισαν ότι είναι φάντασμα κι έβαλαν τις φωνές,
(1) Ο στίχος συμφωνεί σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με τον παράλληλο στίχο του Ματθαίου. «Ένιωσαν τρομερή έκπληξη από αυτό που έβλεπαν, ώστε να νομίσουν ότι, μιας και ήταν τόσο παράδοξο, ήταν φάντασμα αυτό που φαινόταν» (β). Πόσες φορές και εμείς δεν φοβόμαστε εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος, τρομάζοντας και νιώθοντας ταραχή από τους φανταστικούς κινδύνους, τους οποίους δημιουργεί η ολιγοπιστία μας. Όσο περισσότερο βρισκόμαστε σε σχέση με το Θεό, και όσο περισσότερο φροντίζουμε να διατηρούμαστε στην αγάπη του, τόσο ανδρειότεροι και αφοβότεροι θα είμαστε.
(2) «Όταν πρόκειται να σταματήσει τα δεινά, τότε μάλλον βάζει σε μεγαλύτερο φόβο. Διότι, αφού τον είδαν, έκραξαν, επειδή ταράχτηκαν σαν να επρόκειτο για φάντασμα· και αμέσως με την φωνή του, φροντίζει για αυτούς λέγοντας· Μη φοβάστε» (Θφ).
6.50 πάντες(1) γὰρ(2) αὐτὸν εἶδον(3) καὶ ἐταράχθησαν. Καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι(4), μὴ φοβεῖσθε(5).
50 γιατί τον είχαν δει όλοι και τρόμαξαν. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Θάρρος! Εγώ είμαι· μη φοβάστε».
(1) Δεν ήταν φαντασιοπληξία και απάτη θερμού κεφαλιού, ή ματιού που υπερβολικά βαρυνόταν από κόπο (σ).
(2) Αιτιολογεί το ανέκραξαν.
(3) Το «όλοι είδαν αυτόν» είναι αποτέλεσμα της προσπέρασης (δ).
(4) Εγώ είμαι, Εγώ ο διδάσκαλός σας, Εγώ ο φίλος σας, Εγώ ο Λυτρωτής και Σωτήρας σας.
(5) Οι λόγοι αυτοί του Κυρίου αναφέρονται οι ίδιοι από όλους τους ευαγγελιστές και μόνο ο Ιωάννης παραλείπει το θαρσείτε. Πράγματι, λοιπόν, «λύθηκε σε αυτούς η δυσκολία, από την φωνή» (β). Ο Χριστός δεν βάζει τρόμο και πανικό σε εκείνους, στους οποίους κάνει αισθητή την παρουσία του. Διαχέει σε αυτούς ειρήνη και γαλήνη. Τίποτα δεν τρομάζει πλέον εκείνους, οι οποίοι αισθάνονται τον Χριστό κοντά τους, ούτε ο ίδιος ο θάνατος.
6.51 Καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς(1), καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος(2)· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς(3) ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.
51 Μετά ανέβηκε στο πλοιάριο μαζί τους, κι ο άνεμος κόπασε. Οι μαθητές κυριεύτηκαν από πολύ μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμό.
(1) «Συντόμευσε ο Μάρκος τα σχετικά με τον Πέτρο, όπως επίσης και ο Ιωάννης· ενώ ο Ματθαίος τα διηγήθηκε και αυτά με σαφήνεια» (Ζ).
(2) «Και με το να μπει στο πλοίο, παρέχει σε αυτούς την τελειότερη αταραξία. Διότι αμέσως κόπασε ο άνεμος» (Θφ). Η απότομη κατάπαυση του ανέμου αποτελεί μέρος του θαύματος (γ).
(3) Ο θαυμασμός τους ήταν εσωτερικός. Είχαν εκπλαγεί βαθιά και δεν μπορούσαν να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους (σ). Μετά την πρώτη όμως εντύπωση συνήλθαν και τον προσκύνησαν, όπως λέει ο Ματθαίος (δ). «Με το που μπήκε, από τη μία, ο Ιησούς στο πλοίο, συνέβησαν αυτά που είπε ο Μάρκος· έπειτα, αφού τελείωσε η κατάσταση που ήταν σαν ναρκωμένοι, έγιναν αυτά που εξιστόρησε ο Ματθαίος» (Ζμ).
6.52 Οὐ γὰρ(1) συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις(2), ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία(3) πεπωρωμένη(4).
52 Γιατί δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί πραγματικά με τα ψωμιά, αλλ’ η καρδιά τους ήταν πορωμένη.
(1) Αιτιολογεί το: λίαν ἐκ περισσοῦ… ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον.
(2) Έπρεπε να είχαν ήδη αντιληφθεί από το θαύμα των άρτων, τη δύναμή του και σε σχέση με τη θάλασσα (b). «Οι Απόστολοι, επειδή δεν κατάλαβαν με τους άρτους, από αυτό το θαύμα στη θάλασσα κατάλαβαν· φαίνεται, λοιπόν, ο Χριστός, ότι και για αυτό επέτρεψε να δοκιμαστούν, έτσι ώστε, επειδή δεν τον κατάλαβαν από τους άρτους, να τον καταλάβουν από τη θάλασσα και να ωφεληθούν» (Θφ). Σχετική και η «ένιωθαν υπερβολική έκπληξη για αυτόν σαν για άνθρωπο που μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα· ενώ έπρεπε κατεξοχήν να τον προσκυνούν ως Θεό που μπορεί τα πάντα. Θέλοντας, λοιπόν, να δείξει ότι ούτε στην προηγούμενη θαυματουργία των άρτων δεν έμαθαν καλύτερα το πρέπον, πρόσθεσε ότι «δεν κατάλαβαν ούτε με τους άρτους». Αλλά η πώρωση (νάρκωση) αυτή ήταν πρόσκαιρη και αμέσως μετά από λίγο έφυγε» (Ζμ). Δεν γνωρίσαμε επαρκώς το Χριστό, ούτε κατανοήσαμε τα έργα της αγαθής πρόνοιας και προστασίας του που κατά το παρελθόν εκδηλώθηκε σε εμάς και για αυτό μερικές φορές είτε δεν συμπεριφερόμαστε σωστά σκοτιζόμενοι από την ολιγοπιστία μας, ώστε να συγχυζόμαστε και να μην μπορούμε να εξηγήσουμε τα τωρινά έργα του σε εμάς, είτε και νιώθουμε κατάπληξη μπροστά στα θαυμάσιά του λες και σε ολόκληρο το παρελθόν μας να μην εκδηλώθηκε θαυμαστή η φροντίδα του για μας.
(3) Σημαίνει τον όλο εσωτερικό άνθρωπο, ειδικά μάλιστα εδώ την διάνοια, η οποία παρουσιάζεται ως αργή στο να κατανοήσει υψηλότερες έννοιες και αλήθειες.
(4) Η σκληρότητα και πώρωση της καρδιάς εδώ, είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο, το οποίο εμείς εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές και εννοούμε πλήρη τύφλωση των ηθικών αισθητηρίων (γ)
Στίχ. 53-56. Πολλές ομαδικές θεραπείες.
6.53 Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ(1) καὶ προσωρμίσθησαν.
53 Αφού διέσχισαν τη λίμνη, πήγαν στη Γεννησαρέτ.
(1) Υπάρχει και η γραφή που αποδίδει καλύτερα το νόημα: διαπεράσαντες επί την γην ήλθον εις Γεννησαρέτ. Η Γεννησαρέτ ήταν εύφορη πεδιάδα στη δυτική όχθη της λίμνης, στα νότια ακριβώς της Καπερναούμ, που είχε έκταση γύρω στα 3 μίλια μήκος και γύρω στο 1 μίλι πλάτος (γ).
6.54 Καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἐπιγνόντες(1) αὐτὸν
54 Όταν βγήκαν από το πλοιάριο, αμέσως ο κόσμος αναγνώρισε τον Ιησού.
(1) Μάλλον σημαίνει «αφού τον αναγνώρισαν», επειδή είχαν δει αυτόν προηγουμένως στην Καπερναούμ ή στα χωριά τους (σ). Αυτοί που γνωρίζουν τον Ιησού τρέχουν προς αυτόν. Και όσο περισσότερο γνωρίζουμε αυτόν, τόσο περισσότερο θα τρέχουμε προς αυτόν και θα προσκολλόμαστε σε αυτόν.
6.55 περιέδραμον(1) ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην καὶ ἤρξαντο ἐπὶ τοῖς κραβάττοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν(2) ὅπου ἤκουον ὅτι ἐκεῖ ἐστι·
55 Έτρεξαν τότε γύρω σ’ όλη την περιοχή εκείνη κι άρχισαν να φέρνουν τους αρρώστους πάνω στα κρεβάτια τους, όπου μάθαιναν ότι είναι ο Ιησούς.
(1) Έτρεξαν σε όλη τη χώρα εκείνη διαδίδοντες την είδηση της έλευσής του και καλώντας τους συγγενείς και φίλους και γνωστούς να φέρουν τους ασθενείς τους. Όσοι γνώρισαν τον Ιησού, πρέπει να φροντίζουν, τη γνώση τους αυτή να την μεταδώσουν και σε άλλους. Δεν πρέπει να τρώμε τον ζωηφόρο άρτο, που αυτός δίνει, μόνοι. Υπάρχει σε αυτόν αφθονία ανεξάντλητη που επαρκεί για όλους. Όταν έχουμε ευκαιρίες να αποκομίσουμε από αυτόν ωφέλειες για τις ψυχές μας, πρέπει να φέρνουμε στο Χριστό και άλλους, όσο το δυνατόν περισσότερους, για να μετάσχουν και αυτοί σε αυτές τις ωφέλειες. Μονοπωλώντας τον Χριστό και κρατώντας αυτόν μόνο για τους εαυτούς μας, τίποτα δεν θα ωφεληθούμε από αυτόν. Οι συγγενείς και οι φίλοι μας και οι γείτονές μας πρέπει και αυτοί να γνωρίσουν μέσα από εμάς το Χριστό. Και αν δεν μπορούμε κάπως αλλιώς να τους τον καταστήσουμε γνωστό, ας μιλήσει προς αυτούς το παράδειγμά μας και ο άγιος βίος μας, τα οποία δυνατότερα και ευκολότερα από κάθε λόγο και κάθε προτροπή μπορούν να ελκύσουν αυτούς προς τον Χριστό.
(2) Όσο ο Κύριος περιόδευε, αναζητούσαν αυτόν περιφέροντας μαζί τους από τόπο σε τόπο και τους ασθενείς μέχρι το μέρος όπου συναντούσαν αυτόν. Συνέρρεαν, λοιπόν, όχι για να ακούσουν την διδασκαλία του, αλλά για να πετύχουν την θεραπεία των ασθενών τους. Εάν και σήμερα οι κήρυκες του ευαγγελίου μαζί με την διδασκαλία παρείχαν και θεραπείες ασθενειών, αναμφίβολα θα συνέρρεαν πολλοί γύρω τους. Είναι όντως θλιβερό να σκέφτεται κάποιος, ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται περισσότερο για την υγεία του σώματος παρά για την ευεξία της ψυχής.
6.56 καὶ ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο εἰς κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς(1) ἐτίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν(2) τοῦ κρασπέδου(3) τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται· καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο(4).
56 Κι όπου έμπαινε, σε χωριά ή σε πόλεις ή στην ύπαιθρο, τοποθετούσαν τους αρρώστους στις αγορές και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει ν’ αγγίξουν έστω και την άκρη από τα ρούχα του. Κι όσοι τον άγγιζαν θεραπεύονταν.
(1) Όπου υπήρχε μέγιστη πιθανότητα να συναντήσουν αυτόν, λόγω του ότι στον κεντρικό αυτόν τόπο, καταλήγουν συνήθως οι ξένοι που επισκέπτονται το χωριό ή την πόλη, αλλά και διότι η ευρυχωρία του τόπου επέτρεπε μεγάλος αριθμός ασθενών να αναμείνει εκεί τον Σωτήρα και να πετύχει με τη μία από αυτόν το ζητούμενο.
(2) Αν όχι και αυτόν τον ίδιο, τουλάχιστον την άκρη από τα ρούχα του. Δες πώς αυτοί, έστω και μόνο για τη θεραπεία των σωμάτων τους, έρχονταν προς τον Ιησού. Έρχονταν με ζήλο ζητώντας να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία και μη αφήνοντας αυτήν να τους ξεφύγει, ούτε παρακινούνταν από το ότι ο Χριστός έφευγε περιοδεύοντας στο να αναβάλλουν τη συνάντηση με αυτόν. Πλησίαζαν με ταπείνωση, τοποθετώντας στις αγορές ή οπουδήποτε τους ασθενείς τους και παρακαλώντας, έστω και το ρούχο του να τους επιτρέψει να αγγίξουν. Πλησίαζαν με πίστη βέβαιοι, ότι και με την απλή επαφή του ρούχου του θα θεραπεύονταν. Με την ίδια σπουδή, ταπείνωση και πίστη ας ερχόμαστε και εμείς προς αυτόν, για να βρούμε χάρη και έλεος σε εύκαιρη βοήθεια.
(3) Δες ε 27. Δεν πρόκειται για κράσπεδο (άκρο) όμοιο με εκείνα, τα οποία συνένωναν στο εξωτερικό τους ρούχο οι Ιουδαίοι, για να θυμούνται το νόμο, αλλά απλώς για το άκρο του ρούχου (γ).
(4) «Σωτηρία, βεβαίως, τώρα, να εννοήσεις την υγεία» (Ζ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄(7)
Στίχ. 1-13. Οι παραδόσεις των πρεσβυτέρων δεν καταλύουν τον νόμο.
7.1 Καὶ συνάγονται(1) πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καί τινες τῶν γραμματέων(2) ἐλθόντες ἀπὸ Ἱεροσολύμων(3)·
1 Οι Φαρισαίοι και μερικοί γραμματείς που είχαν έρθει από τα Ιεροσόλυμα, μαζεύτηκαν γύρω από τον Ιησού.
(1) Δες και Ματθ. ιε 1-20 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Που μαζεύτηκαν δεν αναφέρεται.
(2) Οι Φαρισαίοι, υπερακριβείς τηρητές των παραδόσεων, και κάποιοι από τους γραμματείς που ήταν καλοί γνώστες του νόμου και των παραδόσεων.
(3) Φαίνεται ότι είχαν ζητήσει βοήθεια από τις κεντρικές αρχές στα Ιεροσόλυμα και είχαν σταλεί από εκεί κάποιοι γραμματείς, οι οποίοι αφού παρακολούθησαν για λίγο τον τρόπο της ζωής του Ιησού και των μαθητών διατυπώνουν τώρα την κατηγορία τους. Προέρχονταν αυτοί από την αγία πόλη, από την πρωτεύουσα, όπου ανέβηκαν φυλές, οι φυλές του Ισραήλ και όπου υπήρχαν θρόνοι στημένοι για κρίση. Θα έπρεπε λοιπόν αυτοί να είναι καλύτεροι από τους άλλους· στην πραγματικότητα όμως ήταν χειρότεροι. Τα εξωτερικά προνόμια και χαρίσματα, όταν δεν καλλιεργούνται και δεν προάγονται όπως πρέπει, συνήθως γεμίζουν τους ανθρώπους με αλαζονεία, εγωισμό και κακεντρέχεια. Η Ιερουσαλήμ, η οποία θα έπρεπε να είναι αγνή και καθαρή πηγή, έγινε για αυτούς δηλητηριασμένη δεξαμενή. Πώς η πιστή πόλη έγινε για αυτούς πόρνη!
7.2 καὶ ἰδόντες(1) τινὰς τῶν μαθητῶν(2) αὐτοῦ κοιναῖς(3) χερσί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἀνίπτοις(4), ἐσθίοντας ἄρτους, ἐμέμψαντο·
2 Αυτοί παρατήρησαν ότι μερικοί από τους μαθητές του έτρωγαν ψωμί με ακάθαρτα χέρια, δηλαδή χωρίς προηγουμένως να τα πλύνουν, και τους κατέκριναν.
(1) Χρονική μετοχή=αφού είδαν (δ).
(2) Όχι όλους τους μαθητές, αλλά κάποιους από αυτούς. Αλλά ούτε και τον Ιησού, διότι αλλιώς θα διατύπωναν αμέσως εναντίον του την κατηγορία.
(3) Κοινός στους πολλούς ή σε όλους ίδιος· έπειτα, με θρησκευτική χρήση: ο μη άγιος, αλλά όμοιος με τους πολλούς (δ). Μόνο στη μεταγενέστερη γλώσσα πήρε η λέξη τη σημασία του συνηθισμένου ή χυδαίου ή βέβηλου που διακρίνεται από τα ξεχωρισμένα ή άγια πράγματα. Έτσι κατέληξε να σημαίνει και το τελετουργικά ακάθαρτο. Οι Φαρισαίοι με το πλύσιμο των χεριών δεν ζητούσαν να καθαρίσουν αυτά από τις βρωμιές, αλλά από τον μολυσμό που συνέβαινε από την επαφή με ακάθαρτα και βέβηλα πράγματα (γ). Η συνήθεια τού να πλένουν τα χέρια πριν το φαγητό, ήταν από μόνη της αθώα και ευπρεπής. Αλλά εφόσον εφαρμοζόταν και επιβαλλόταν ως θρησκευτικός τύπος και θεσμός, άλλαζε πλέον χαρακτήρα. Φυλασσόταν πλέον ως παράδοση των πρεσβυτέρων, η παράβαση της οποίας θεωρούνταν αμαρτία και καθιστούσε αποσυνάγωγους τους παραβάτες. Με πόση μάλιστα δεισιδαίμονα ακρίβεια τηρούσαν αυτήν, αντιλαμβάνεται κανείς από το εξιστορούμενο σχετικά με τον ραββίνο Ακίμπα, στον οποίο όταν ήταν στη φυλακή και διψούσε, του έστειλαν νερό, από το οποίο το περισσότερο το κατανάλωσε για να πλύνει τα χέρια του λέγοντας, ότι θα προτιμούσε να πεθάνει από δίψα παρά να παραβεί την παράδοση των πρεσβυτέρων.
(4) Ο Μάρκος εξηγεί τη λέξη κοιναῖς για τους εθνικούς αναγνώστες του, για τους οποίους, επειδή αγνοούσαν τις παραδόσεις και συνήθειες του Ισραήλ, προσθέτει και τις επεξηγήσεις του σ. 3.
7.3 οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι(1), ἐὰν μὴ πυγμῇ(2) νίψωνται τὰς χεῖρας, οὐκ ἐσθίουσι, κρατοῦντες τὴν παράδοσιν(3) τῶν πρεσβυτέρων(4)·
3 Οι Φαρισαίοι κι όλοι οι Ιουδαίοι δεν τρώνε αν δεν πλύνουν πρώτα τα χέρια τους, τηρώντας έτσι την παράδοση των προγόνων τους.
(1) Η συνήθεια αυτή είχε γίνει γενική στους Ιουδαίους, παρόλο που την αρχή της είχε από τους Φαρισαίους (γ). «Θέλοντας ο ευαγγελιστής, να αναφέρει την κατηγορία εναντίον των μαθητών, την οποία έκαναν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι πλησιάζοντας τον Σωτήρα, στο ενδιάμεσο δίδαξε ποια ήταν η παράδοση των πρεσβυτέρων και έτσι αναφέρει στη συνέχει και την κατηγορία» (β).
(2) Υπάρχει και η γραφή πυκνά που προήλθε από την δυσκολία την οποία παρουσιάζει η εξήγηση του πυγμῇ και που δεν αρμόζει εδώ, όπου γίνεται λόγος για μόνο το πλύσιμο πριν το δείπνο. Πυγμῇ νίψωνται=με την πυγμή του ενός χεριού, συνήθως του αριστερού, η οποία έμπαινε στην παλάμη του άλλου χεριού, καθάριζαν την παλάμη και τα δάχτυλα, με τα οποία έτρωγαν (δ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «το «πυγμῇ νίψωνται» σημαίνει μέχρι τον αγκώνα· διότι πυγμή λέγεται το μέρος από τον αγκώνα μέχρι και τα άκρα δάχτυλα» (Θφ).
(3) «Διότι δεν είχε γραφτεί στο νόμο να πλένονται με την πυγμή… αλλά αυτό το είχαν παραδώσει οι πρεσβύτεροι» (Θφ). Η προφορική παράδοση αποτελούσε αδιαίρετο σύνολο μαζί με το νόμο και σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του ραββινικού φαρισαϊσμού, η παράβαση του νόμου ως προς την παράδοση αυτήν, συνεπαγόταν βαρύτερη ενοχή από όσο οι παραβάσεις του γραπτού νόμου. Η αλαχική (όπως ονομαζόταν) αυτή παράδοση κωδικοποιήθηκε αργότερα στη Μίσχνα (σ).
(4) Η λέξη χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει τους πατέρες ή τους προγόνους (γ). Δες «των πατρικών παραδόσεων» (Γαλάτας α 14).
7.4 καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς(1), ἐὰν μὴ βαπτίσωνται(2), οὐκ ἐσθίουσι· καὶ ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ ξεστῶν(3) καὶ χαλκίων(4) καὶ κλινῶν(5)·
4 Επίσης, όταν επιστρέφουν από την αγορά, δεν τρώνε αν δεν κάνουν πρώτα καθαρμούς. Και πολλά άλλα τηρούν κατά την παράδοση, όπως τον καθαρμό ποτηριών και σκευών, χάλκινων αντικειμένων και κρεβατιών
(1) Μπαίνει στην αρχή της πρότασης για να δηλώσει ειδική περίπτωση. Η αγορά ήταν τόπος κοινής συνάντησης και συρροής, όπου θα συναντιούνταν με κάθε είδους ανθρώπους και συνεπώς ειδικότερα εκεί διέτρεχαν τον κίνδυνο να μολυνθούν (γ).
(2) Υπάρχει και η γραφή ραντίσωνται, που προήλθε, όπως φαίνεται, από το ότι είναι απίθανο, όπως ισχυρίζεται ο σ., οι Ιουδαίοι επιστρέφοντας από την αγορά να είχαν τη συνήθεια, να κάνουν ολόκληρο μπάνιο βυθιζόμενοι στο νερό. Για βύθιση του όλου σώματος δες Λευϊτ. ιδ 8, ιε 5 και εξής· ιστ 4, 24,26 και κβ 6.
(3) Παρεφθαρμένη λατινική λέξη (sextarius)=το ένα έκτο του χοέως [από το χους=παλαιό αττικό μέτρο ρευστών ισοδύναμο με 3,28 λίτρα]. Σύμφωνα με τον Επιφάνιο ο αλεξανδρινός ξέστης έχει βάρος δύο λίτρων λαδιού. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μέτρο, αλλά για αγγεία μεγαλύτερης χωρητικότητας, ξύλινα συνήθως, από τα οποία μεταγγιζόταν το νερό στα μικρότερα σκεύη (δ).
(4) = τα χάλκινα σκεύη.
(5) Οι μεγαλογράμματοι αλεξανδρινοί κώδικες παραλείπουν το «και κλινών». Αυτά ήταν τα ανάκλιντρα και τρικλίνια τα γύρω από το τραπέζι, στα οποία ξάπλωναν αυτοί που έτρωγαν. Είναι αλήθεια, ότι διάφορα βαπτίσματα και καθαρισμοί είχαν επιβληθεί από τον μωσαϊκό νόμο (Εβρ. θ 10), ως σύμβολα της εσωτερικής κάθαρσης της καρδιάς από κοσμικές και σαρκικές επιθυμίες, την οποία ζητά ο Θεός ως απολύτως αναγκαία για την σχέση μαζί του. Αντί λοιπόν οι Ιουδαίοι να στραφούν στην απόκτηση της ουσίας υποβοηθούμενοι από τους τύπους, πλήθαιναν τα βαπτίσματα και πρόσθεσαν νέες εξωτερικές καθάρσεις.
7.5 ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· διατί οὐ περιπατοῦσιν(1) οἱ μαθηταί σου κατὰ(1) τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι τὸν ἄρτον;
5 Ρωτούν λοιπόν οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τον Ιησού: «Γιατί δε ζουν οι μαθητές σου σύμφωνα με την παράδοση των προγόνων μας, αλλά τρώνε με ακάθαρτα χέρια;»
(1) Η μεταφορική χρήση της φράσης «περιπατώ κατά» για να δηλώσει τον τρόπο ζωής, την συμπεριφορά, την διαγωγή, είναι εβραϊκής προέλευσης (γ).
7.6 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι καλῶς(1) προεφήτευσεν Ἡσαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν(2), ὡς γέγραπται(3)· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ(4)·
6 Εκείνος τους απάντησε: «Πολύ σωστά προφήτεψε για σας τους υποκριτές ο Ησαΐας, που γράφει: Αυτός ο λαός με τα χείλη με τιμάει, η καρδιά τους όμως βρίσκεται πολύ μακριά μου.
(1) Με την έννοια του: αληθινά ή σωστά.
(2) Είναι το μόνο χωρίο στο κατά Μάρκον, όπου χρησιμοποιείται η λέξη αυτή. Από τη θεατρική σκηνή κατέληξε στο να δηλώνει το πρόσωπο που παίζει ρόλο στη σκηνή της παρούσας ζωής, του οποίου ο πραγματικός χαρακτήρας και οι βαθύτερες διαθέσεις δεν εκπροσωπούνται από αυτό που φαίνεται, το οποίο οι άνθρωποι βλέπουν. Αυτήν, λοιπόν, την έννοια έχει η λέξη και στην Κ.Δ. (γ). Είναι προνόμιο αυτού που ερευνά τις καρδιές και ξέρει τα βάθη του ανθρώπου να εξαγγέλλει ποιοι είναι υποκριτές. Το μάτι του ανθρώπου μόνο τις εξωτερικές μεταβολές μπορεί να δει και μόνο το μάτι του Χριστού μπορεί να διακρίνει την υποκρισία. Και όπως αυτή είναι αμαρτία, την οποία μόνο το μάτι του διακρίνει και ανακαλύπτει, έτσι είναι και αμαρτία, την οποία πάνω από κάθε άλλη μισεί.
(3) Η παράθεση του χωρίου είναι από το Ησ. κθ 13 κυρίως όπως το αποδίδουν οι Ο΄. Παρατίθεται εδώ όπως και στο Ματθαίο. Οι γραμματείς των ημερών του Χριστού, οι προσκολλημένοι στις ανθρώπινες παραδόσεις, έμοιαζαν με τους Ιουδαίους των ημερών του Ησαΐου. Και στις δύο περιπτώσεις τα ανθρώπινα εντάλματα είχαν υποκαταστήσει τις θείες εντολές. «Διότι όπως ακριβώς εκείνοι, λέει, για τους οποίους [τότε στην εποχή του Ησαΐα] γίνεται ο λόγος, τιμούσαν με την άκρη των χειλιών τους το Θεό, αλλά είχαν μακριά από αυτόν τις διάνοιές τους και μάταια υπόσχονταν ότι φυλάνε τον σεβασμό σε αυτόν και προτιμούσαν διδασκαλίες ανθρώπων· έτσι και εσείς, κάνοντας τα ίδια, παραβαίνετε το νόμο του Θεού και στολίζετε τον εξωτερικό άνθρωπο αφήνοντας αστόλιστο τον εσωτερικό άνθρωπο και κατηγορείτε αυτού που ασκούν την αλήθεια, εσείς που επιδιώκετε μόνο αυτά που φαίνονται εξωτερικά» (β). Οι αποδοκιμασίες της αμαρτίας και των αμαρτωλών, τις οποίες διαβάζουμε στη Γραφή, αναφέρονται και σε όλα τα όμοια πρόσωπα όλων των γενεών μέχρι τη συντέλεια. Αναφέρονται λοιπόν και σε μας, εάν είμαστε ένοχοι στα ίδια αμαρτήματα. Ο Ησαΐας προφήτευσε όχι μόνο για τους συγχρόνους του, αλλά και για όλους τους άλλους υποκριτές, εναντίον των οποίων ισχύουν εξ’ ολοκλήρου οι λόγοι του εκείνοι.
(4) Φαινομενικά ήταν κοντά στο Θεό και τον τιμούσαν. Δεν στέκονταν στην απόσταση εκείνη από το Θεό, στην οποία βρίσκονται αυτοί που ζουν χωρίς Θεό στον κόσμο. Αλλά το παν στη θρησκεία τους και τη λατρεία τους, ήταν υπόθεση μόνο των χειλιών. Η καρδιά τους ήταν αποξενωμένη από το Θεό και «μακριά από τη ζωή του Θεού» (Εφεσ. δ 18). Με τα λόγια και τη γλώσσα έλεγαν προς το Θεό ό,τι και οι άριστοι από τους αγίους. Αλλά ήταν ξένοι με σκέψεις σοβαρές περί Θεού, με ευσεβείς διαθέσεις για αυτόν, με ειλικρινές ενδιαφέρον για την ψυχή και την αιωνιότητα, με αισθήματα θεάρεστα και θεοφιλή. Ο Θεός όμως ζητά προ παντός την καρδιά. Εάν αυτή είναι μακριά από αυτόν, η λατρεία παύει πλέον να είναι λογική και ευάρεστη και η θρησκεία γίνεται μάταιη.
7.7 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες(1) διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων(2).
7 Δεν ωφελεί που με λατρεύουν, αφού διδάσκουν εντολές που επινόησαν οι άνθρωποι.
(1) Ο λόγος για ον οποίο η λατρεία τους είναι μάταιη και ανώφελη, δίνεται με την μετοχή αυτή. Είναι τροπική ή και αιτιολογική.
(2) Διδάσκοντας εντάλματα ανθρώπων ως διδασκαλίες του Θεού ή ως διδασκαλίες του νόμου (γ). Αυτό εξηγείται αμέσως στο σ. 8, 9 που εφαρμόζεται στην περίπτωση για την οποία γίνεται λόγος.
7.8 Ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ(1) κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων(2), βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε(3).
8 Αφήνετε κατά μέρος την εντολή του Θεού και τηρείτε ανθρώπινες παραδόσεις, όπως είναι οι καθαρμοί σκευών και ποτηριών, και κάνετε πολλά άλλα παρόμοια μ’ αυτά».
(1) «Εκείνοι λοιπόν, από τη μία, κατηγορούσαν τους μαθητές ότι παράβαιναν την παράδοση των πρεσβυτέρων, ο Κύριος, όμως, αντιστρέφει σε αυτούς σφοδρότερη κατηγορία, ότι, δηλαδή, παραβαίνουν τον νόμο του Μωϋσή» (Θφ). Η προφορική παράδοση αποσκοπούσε στο να εκθέσει και να ερμηνεύσει το νόμο και ειδικότερα να καθορίσει την εφαρμογή του κατά τις διάφορες περιπτώσεις και περιστάσεις. Αλλά η μέθοδος την οποία εφάρμοζαν στην ερμηνεία του νόμου, αυθαίρετη και φανταστική, απομάκρυνε από την πραγματική έννοια και διδασκαλία της Γραφής. Εφόσον όμως την ερμηνεία αυτή θεωρούσαν ως μόνη έγκυρη και αυθεντική, αυτομάτως ο ανθρώπινος λόγος εκτόπιζε τον λόγο του Θεού και έπαιρνε τη θέση του (γ).
(2) Ό,τι λένε οι άνθρωποι, και αυτοί ακόμη οι μεγάλοι και επιστήμονες, που έχουν μεγάλο κύρος, πρέπει να εξετάζεται με βάση εκείνο, το οποίο είπε ο Θεός. Εάν βρεθεί είτε αντίθετο είτε ασυμβίβαστο με αυτό, πρέπει αναντίλεκτα να απορρίπτεται.
(3) Οι μεγαλογράμματοι αλεξανδρινοί κώδικες παραλείπουν ολόκληρη τη φράση «βαπτισμούς… τοιαῦτα ποιεῖτε».
7.9 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς(1) ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν(2) τοῦ Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε.
9 Τους έλεγε ακόμη: «Ωραία λοιπόν. Παραβαίνετε την εντολή του Θεού, για να διατηρήσετε την παράδοσή σας!
(1) «Ειρωνικά το λέει αυτό» (Ζ). Το καλῶς, έχει την ίδια σημασία με αυτό που εμείς συνηθίζουμε να λέμε· ωραία (δ). «Εύκολα και πρόχειρα, λέει, παραβαίνετε εσείς το θείο πρόσταγμα» (β). Είναι μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις χρήσης ειρωνείας από τον Κύριο. Ο Κύριος παρουσιάζεται να ειρωνεύεται. Αλλά τίποτα το πικρό ή σαρκαστικό δεν έχει μέσα της η ειρωνεία του. Στρέφεται απλώς εναντίον της πράξης.
(2) Επαναλαμβάνει την πρόταση που περιέχει τον έλεγχό του (αφού αφήσατε την εντολή του Θεού»), για να συγκεκριμενοποιήσει στη συνέχεια την εντολή του Θεού που παραβιάζεται από αυτούς (δ).
7.10 Μωυσῆς(1) γὰρ εἶπε(2)· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καί ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω(3)·
10 Ο Μωυσής είπε: τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου· και όποιος κακολογεί τον πατέρα του ή τη μητέρα του να τιμωρείται με θάνατο.
(1) Με θεία έμπνευση και καθοδήγηση (b). Αναφέρει τον Μωϋσή αντί για το Θεό, τον οποίο ανέφερε ο Ματθαίος, για να δείξει ότι και του νομοθέτη τους, στον οποίο ήλπιζαν και για τον οποίο καυχιόντουσαν, παραβίαζαν και διέστρεφαν τα λόγια (δ).
(2) Στα Εξοδ. κ 12 και κα 16, Δευτ. ε 16.
(3) Η φράση είναι έντονη=σίγουρα και οπωσδήποτε ας θανατωθεί. Το ουσιαστικό (θανάτῳ) επιτείνει την έννοια του ρήματος. Το περί θανατικής ποινής παράγγελμα προστίθεται από τον Κύριο για να δειχτεί καθαρά πόση σοβαρότητα αποδίδει ο νόμος στην πέμπτη εντολή (γ). «Έτσι, δηλαδή, δείχνεται το πόσο αναγκαιότατη και μεγάλη είναι η εντολή» (β).
7.11 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, κορβᾶν(1), ὅ ἐστι δῶρον(2), ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς,
11 Εσείς όμως λέτε: “αν κάποιος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του Κορβάν, που σημαίνει ότι αυτό που μπορείς να ωφεληθείς από μένα το έχω δωρίσει στο Θεό,
(1) Εβραϊκή λέξη που σημαίνει θυσία, αφιερωμένο δώρο (σ). Για την έννοια του σ. δες και Ματθ. ιε 5. Αρκούσε κάποιος άνθρωπος και να προφέρει μόνο τη λέξη αυτή πάνω σε κάποιο αντικείμενο, για να αποφύγει την υποχρέωση να δώσει αυτό για ανακούφιση ή βοήθεια των γονέων του. Ακόμη και αν με καλή πίστη έλεγε αυτό, αποτελούσε αυτό παράβαση του θείου νόμου, αφού το προς τους γονείς καθήκον για κανένα λόγο δεν επιτρέπεται να αθετηθεί, ενώ η υποχρέωση του να προσφέρει κάποιος δώρα στο Θεό, εξαρτάται και από την οικονομική ευχέρεια του προσφέροντος. Η εκλογή και προτίμηση σε αυτές τις περιπτώσεις δεν προβάλλεται μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αλλά μεταξύ δύο τρόπων του να ευαρεστήσει κάποιος στο Θεό και να υπακούσει στο θέλημά του (γ).
(2) Ερμηνεύει την προηγούμενη λέξη για τους εθνικούς αναγνώστες. «Τώρα το αφιέρωσα αυτό στο Θεό και μην το ζητάς πλέον διότι είναι αφιερωμένο στον Κύριο» (Θφ).
7.12 καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ(1) αὐτοῦ ἢ τῇ μητρὶ αὐτοῦ,
12 απαλλάσσεται από την υποχρέωση να κάνει κάτι για τον πατέρα του ή τη μητέρα του”.
7.13 ἀκυροῦντες(1) τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ(2) τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε(3). Καὶ παρόμοια(4) τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.
13 Έτσι, ακυρώνετε το λόγο του Θεού, με τις διατάξεις που παραλάβατε και τις μεταβιβάζετε. Και κάνετε και πολλά άλλα παρόμοια».
(1) Δοτική χαριστική: για χάρη του πατέρα ή της μητέρας του· για όφελος και βοήθεια και περίθαλψη του πατέρα ή της μητέρας.
(2) Καθιστώντας άκυρο· στερώντας αυτόν από την ισχύ του. Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ και στο Γαλ. γ 15,17.
(3) «Λόγο του Θεού ονομάζει το νόμο, που διατάζει να τιμούμε τους γονείς» (Ζ). «Ενώ έπρεπε να μαλώσουν, από τη μία, το νέο για τη θρασύτητά του και να απωθήσουν, από την άλλη, ως μίασμα αυτού του είδους την θυσία. Διότι δεν χαίρεται ο Θεός να τιμάται από ατιμία προς τους γονείς. Για αυτό και την επιτίμηση που έγινε από το Θεό στα χρόνια του προφήτη σχετικά με όσους ζούσαν τότε, τη δείχνει εξίσου αληθινή και για αυτούς που είχαν το ίδιο φρόνημα με εκείνους» (β).
(4) Δικό σας δημιούργημα, ανθρώπινο εξ’ ολοκλήρου είναι η παράδοση αυτή. Το παράλογο βεβαίως και ασεβές αυτής της παράδοσης ήταν προφανέστατο. Διότι η από αποκάλυψη θρησκεία, που δόθηκε από τον Μωϋσή και τους προφήτες, απέβλεπε στο να βελτιώσει και όχι να ανατρέψει την φυσική θρησκεία. Ένας όμως από τους θεμελιώδεις νόμους της φυσικής θρησκείας ήταν και αυτός που κατά τρόπο φυσικό επέβαλλε τον σεβασμό προς τους γονείς.
(5) Παρόμοια έργα ανθρώπινων παραδόσεων.
Στίχ . 14-23. Τι καθιστά τον άνθρωπο ακάθαρτο.
7.14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον(1) ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ μου πάντες καὶ συνίετε(2).
14 Φώναξε πάλι ο Ιησούς τον κόσμο κοντά του και τους είπε: «Ακούστε με όλοι και καταλάβετέ το:
(1) Φαίνεται ότι η προηγούμενη συνομιλία έγινε με μόνους τους γραμματείς και φαρισαίους. Αλλά τώρα ο Κύριος επιθυμεί να γίνει ακουστό από όλον τον λαό εκείνον, το οποίο θα πει (γ). Πρόκειται να διακηρύξει αρχή που λύνει οριστικά το ζήτημα του καθαρού και ακάθαρτου. Ο ταπεινός λοιπόν Ιησούς κάνει δικούς του τώρα εκείνους, προς τους οποίους οι υπερήφανοι Φαρισαίοι έβλεπαν με περιφρόνηση. Εγκαταλείπει τους Φαρισαίους ως ανεπίδεκτους διδασκαλίας και στρέφεται προς τα πλήθη, τα ταπεινά και καλοδιάθετα να διδαχτούν.
(2) Λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητας αυτών που θα λεχθούν, καλεί τους ακροατές να προσφέρουν όχι μόνο τα αυτιά τους, αλλά και την κατανόησή τους (γ). Ό,τι ακούμε από το στόμα του Χριστού πρέπει να προσπαθούμε με κάθε επιμέλεια να το κατανοήσουμε.
7.15 Οὐδέν(1) ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον(2) εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά(2) ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον.
15 Τίποτε απ’ αυτά που απ’ έξω μπαίνουν μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο· αυτά όμως που βγαίνουν μέσα από τον άνθρωπο, αυτά τον κάνουν ακάθαρτο.
(1) Η έννοια του όλου στίχου: «Τίποτα αυτά που μπαίνουν στο σώμα δεν μπορεί να βεβηλώσει, δηλαδή να μιάνει κάποιον, αλλά αυτά που βγαίνουν από την καρδιά, εκείνα είναι αυτά που μιαίνουν» (Θφ). Εκφέρει ο Κύριος γενική αρχή, η οποία πλήττει κυρίως όλα τα παραγγέλματα σχετικά με τη διάκριση καθαρών και ακαθάρτων όχι μόνο της ραββινικής παράδοσης, αλλά και του όλου λευϊτικού συστήματος. Η διακήρυξη αυτή του Κυρίου συνυπονοεί, ότι ο πραγματικός άνθρωπος είναι το πνευματικό συστατικό του ανθρώπου και ότι ο μολυσμός ο εξωτερικός του φυσικού συστατικού του ανθρώπου, στον οποίο δεν συμμετέχει οπωσδήποτε η θέληση και το εσωτερικό του, δεν εκτείνεται και δεν εισχωρεί και στο πνευματικό συστατικό του, το οποίο αποτελεί τον πραγματικό άνθρωπο (σ). «Από εδώ αρχίζει ο καινούργιος νόμος που έχει σχέση με το πνεύμα, ο οποίος δεν ζητά πλέον σωματικές καθάρσεις ούτε κάνει διάκριση φαγητών, αλλά έχει σχέση με την αρετή του πνεύματος» (β). «Δεν είναι η βασιλεία του Θεού φαγητό και πιοτό» (Ρωμ. ιδ 17).
(2) Κάνει διάκριση ανάμεσα σε πράγματα που μπαίνουν από έξω και βγαίνουν από μέσα με την έννοια του υλικού και πνευματικού. Αυτά που μπαίνουν από έξω δεν μπορούν να μολύνουν, διότι μπαίνουν στην κοιλιά και όχι στην καρδιά, ενώ από μέσα βγαίνουν κακές σκέψεις και επιθυμίες κάθε είδους (γ). «Τον εσωτερικό, λέει, άνθρωπο κανένας μολυσμός σωματικός δεν θα τον βλάψει, αλλά όσα κακά είναι από την καρδιά, αυτά μολύνουν» (β). Δεν μολύνονταν οι μαθητές που έτρωγαν με άπλυτα χέρια, αλλά οι Φαρισαίοι μόλυναν τους εαυτούς τους, οι οποίοι με πνεύμα περιφρόνησης και εγωιστικής επίκρισης μιλούσαν για τους μαθητές. Συχνά εκείνοι, οι οποίοι επικρίνουν τους άλλους ως παραβάτες και μάλιστα ανθρώπινων παραγγελμάτων, όπως εδώ, συλλαμβάνονται ασυγκρίτως περισσότερο ένοχοι και παραβάτες των παραγγελμάτων του Θεού εναντίον της οργής και της κατάκρισης.
7.16 Εἴ(1) τις ἔχει ὦτα ἀκούειν(2), ἀκουέτω.
16 [Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας τ’ ακούει]».
(1) Ο στίχος παραλείπεται στα παλαιότερα χειρόγραφα. Αποσιωπάται και στο κείμενο της Κωνσταντινούπολης.
(2) Λίγοι από αυτούς που άκουσαν κατανόησαν αυτό που ειπώθηκε (b). Και «λέει στη συνέχεια «αυτός που έχει αυτιά…», διότι δεν είπε με σαφήνεια ποια είναι αυτά που βγαίνουν (τα εκπορευόμενα)» (β).
7.17 Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς παραβολῆς(1).
17 Όταν απομακρύνθηκε ο Ιησούς από τα πλήθη και μπήκε σ’ ένα σπίτι, τον ρωτούσαν οι μαθητές του τι εννοούσε μ’ αυτό που είπε.
(1) «Δηλαδή για τον σκοτεινό λόγο» (Θφ), «ονομάζοντας παραβολή, τον ασαφή λόγο» (β). Η λέξη αλλάζει μερικές φορές από την κύρια έννοιά της, στην έννοια του αποφθέγματος ή της παροιμίας, στην οποία η έννοια είναι σκιώδης, από τη μία, λόγω της συντομίας και από την άλλη λόγω του βαθύτερου νοήματος, το οποίο η εξωτερική μορφή του λόγου εγκλείει. Εδώ το «μπαίνουν από έξω» και «βγαίνουν από μέσα» χρησιμοποιούνται για έκφραση των αντιτιθεμένων ιδεών του υλικού και πνευματικού (γ).
7.18 Καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω(1) καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε(2) ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι;
18 Τους απάντησε: «Κι εσείς ακόμη δυσκολεύεστε τόσο να καταλάβετε; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε πως καθετί που απ’ έξω μπαίνει μέσα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο;
(1) Έτσι όπως και το άλλο πλήθος είστε και εσείς ασύνετοι;
(2) Ο λόγος του Ιησού είναι αίνιγμα για αυτούς, όχι μόνο για την συνεπτυγμένη μορφή της έκφρασης, αλλά και λόγω της βαθιάς πνευματικότητάς του. Είχαν ανατραφεί στον Ιουδαϊσμό, στον οποίο τονίζεται η διάκριση μεταξύ καθαρού και ακάθαρτου και εξαιτίας αυτού δεν μπορούσαν να καταλάβουν έναν λόγο και μία διακήρυξη του Κυρίου που καταργούσε την διάκριση αυτή (γ). Ούτε οι Γαλιλαίοι γενικά, αλλά ούτε και οι ίδιοι ήταν προετοιμασμένοι για να κατανοήσουν την τόσο ριζική μεταρρύθμιση που αφορούσε στο τι ήταν τελετουργικά ακάθαρτο, όπως καθόριζε και ο ίδιος ο νόμος (σ).
7.19 Ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς τὴν καρδίαν(1), ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλίαν(2), καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα(3) ἐκπορεύεται, καθαρίζον(4) πάντα τὰ βρώματα.
19 Δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά του και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, αφήνοντας στον οργανισμό όλες τις άλλες τροφές καθαρές.
(1) Στον εσωτερικό άνθρωπο.
(2) Η οποία ανήκει στον εξωτερικό άνθρωπο.
(3) Βαρβαρική λέξη, μακεδονικής πιθανώς προέλευσης, αντί για την οποία οι κλασικοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη άφοδος (γ).
(4) «Δηλαδή τα άφηνε καθαρά. Διότι, πράγματι, η βρωμιά που αναφέρθηκε, βγαίνει στο αποχωρητήριο, αφήνοντας καθαρά μέσα στο σώμα όλα τα τρόφιμα, όσα δηλαδή κράτησε αρχικά η φύση» (Ζμ). Βγαίνει το ακάθαρτο και άχρηστο μέρος του φαγητού, καθαρίζοντας όλες τις τροφές. Αυτό λοιπόν το ακάθαρτο και άχρηστο μέρος του φαγητού είναι το υποκείμενο που υπονοείται από τη σειρά του λόγου της φράσης «καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον κλπ.» (δ). Παλαιότερη γραφή: καθαρίζων, οπότε η μετοχή έχει υποκείμενο το υποκείμενο του «λέγει» του προηγούμενου στίχου=Αυτό είπε ο Κύριος διακηρύσσοντας ως καθαρά όλα τα φαγητά (γ).
7.20 Ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον(1), ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
20 Ό,τι βγαίνει μέσα από τον άνθρωπο» –τους έλεγε ακόμη– «εκείνο τον κάνει ακάθαρτο.
(1) Το εκπορευόμενον χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πνευματικό, το οποίο βγαίνει από τον εσωτερικό άνθρωπο· όπως και το εισπορευόμενον χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το υλικό. Πνευματικές σκέψεις, επιθυμίες και αποφάσεις μπορούν να μολύνουν τον άνθρωπο και όχι είδη υλικά όπως η τροφή. «Τίποτα από αυτά που μπαίνουν δεν κάνει ακάθαρτους τους ανθρώπους, αλλά μόνη η κακία που βγαίνει από μέσα και τα πάθη που γεννιούνται από αυτήν» (β).
7.21,22 Ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ(1) ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι(2), δόλος(3), ἀσέλγεια(4), ὀφθαλμὸς πονηρός(5), βλασφημία(6), ὑπερηφανία(7), ἀφροσύνη(8)·
21,22Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων πηγάζουν οι κακές σκέψεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηριές, δόλος, ακολασία, φθόνος, βλασφημία, αλαζονεία, αφροσύνη.
(1) Με την προσθήκη του άρθρου σημαίνονται οι κακοί διαλογισμοί ως σύνολο και γενικώς=κάθε είδος κακού διαλογισμού· ενώ χωρίς το άρθρο σημαίνει τους κακούς διαλογισμούς μερικώς. Εδώ το «οι διαλογισμοί οι κακοί» είναι το γενικό, του οποίου τα ακόλουθα είναι τα επί μέρους. Το «διαλογισμός» σημαίνει το είδος της σκέψης, το οποίο ζυγίζει, υπολογίζει και αποφασίζει (γ). Οι κακοί διαλογισμοί είναι οι διανοητικές ενέργειες, οι πονηρές επιθυμίες και αποφάσεις, οι οποίες προηγούνται από τις πονηρές πράξεις και προωθούν αυτές.
(2) Οι κακές διαθέσεις και κακίες που εκδηλώνονται στις κακές πράξεις (δ) και πηγάζουν από έλλειψη αγάπης ή μοχθηρή θέληση (σ).
(3) Κακόβουλη διάθεση για να απατήσει κάποιος και να βλάψει τον πλησίον (δ).
(4) Σημαίνει την ακράτεια που προσκρούει στη δημόσια ευπρέπεια· την αχαλίνωτη και αναίσχυντη ορμή προς τις σαρκικές απολαύσεις.
(5) «Πονηρό οφθαλμό εδώ εννοεί τον φθόνο» (Ζμ). «Διότι, πράγματι, αυτός που φθονεί ρίχνει βλέμμα πονηρό και φθονερό εναντίον αυτού που φθονεί» (Θφ).
(6) «Βλασφημία εννοεί την ύβρη προς τον Θεό» (Θφ) «ή το να είναι αχάριστος κάποιος προς αυτόν ή να τον κατηγορεί» (Ζ). Νεότεροι ερμηνευτές περιλαμβάνουν στη λέξη κάθε πονηρή και υβριστική έκφραση είτε κατά του Θεού είτε κατά των ανθρώπων.
(7) Συχνότατα συναντιέται η λέξη στους κλασικούς με την έννοια της έπαρσης του πνεύματος και της προσπάθειας να φαίνεται κάποιος ανώτερος από τους άλλους. Αλλά στην Κ.Δ. βρίσκεται η λέξη μόνο εδώ, παρόλο που το επίθετο από τη ρίζα της λέξης επανειλημμένα συναντιέται σε αυτήν. Δες Λουκ. α 51, Ρωμ. α 30, Β΄Τιμ. γ 2, Ιακ. δ 6, Α΄Πέτρ. ε 5
(8) Πρόκειται για την ηθική αφροσύνη την αντίθετη με τη σοφία και σύνεση που γράφουν οι Παροιμίες: Ηθική αναισθησία και τύφλωση που προκαλείται από την αμαρτία. «Ακριβώς, λοιπόν, για αυτό μπαίνει αυτή τελευταία, διότι καθιστά όλα τα αμαρτήματα που προηγουμένως απαριθμήθηκαν ανίατα» (b).
7.23 πάντα(1) ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν(2) ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
23 Όλα αυτά τα κακά πηγάζουν μέσα από τον άνθρωπο και τον κάνουν ακάθαρτο».
(1) Ω, πόσο ακάθαρτη είναι η πηγή της καρδιάς μας! (b).
(2) Και επειδή πηγάζουν από μέσα είναι ακάθαρτα, ενώ τα φυσικά μόνο ακάθαρτα έρχονται από έξω (γ). «Όλα αυτά τα πάθη μολύνουν την ψυχή, διότι από αυτήν πηγάζουν και βγαίνουν» (Θφ).
Στίχ . 24-30. Η θεραπεία της κόρης της Χαναναίας.
7.24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν(1) εἰς τὰ μεθόρια(2) Τύρου καὶ Σιδῶνος(3). Καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν(4) οὐδένα ἤθελε γνῶναι(5), καὶ οὐκ ἠδυνήθη(6) λαθεῖν.
24 Ο Ιησούς έφυγε απ’ εκεί και πήγε στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Μπήκε σ’ ένα σπίτι και ήθελε να μην τον αντιληφθεί κανείς· δεν μπόρεσε όμως να ξεφύγει την προσοχή του κόσμου.
(1) Δες και Ματθ. ιε 21-28 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Η εναντίον του Ιησού εχθρότητα αύξανε και για αυτό εγκαταλείπει τα τμήματα αυτά της Γαλιλαίας, στα οποία για αρκετό καιρό είχε εργαστεί (σ).
(2) Υπάρχει και η γραφή όρια. Η λέξη σημαίνει μεν πρώτον τα σύνορα μίας χώρας, αλλά έπειτα και αυτήν την ίδια τη χώρα που περιλαμβάνεται σε αυτά τα όρια. Προκλήθηκε λοιπόν το ζήτημα: ο Κύριος μπήκε σε ειδωλολατρικό έδαφος, ή παρέμεινε στο έδαφος της Γαλιλαίας που γειτόνευε και συνόρευε με την Συροφοινίκη; Ο Ματθαίος (ιε 22) φαίνεται να υποδηλώνει ότι η συνομιλία της Χαναναίας με τον Ιησού έγινε έξω από το ειδωλολατρικό έδαφος. Εάν όμως δεχτούμε ως αυθεντική την από πολλούς αξιόλογους κώδικες υποστηριζόμενη γραφή «εξελθών εκ των ορίων Τύρου ήλθε δ ι α Σ ι δ ώ ν ο ς εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας» πρέπει να δεχτούμε και ότι ο Κύριος μπήκε σε ειδωλολατρικό έδαφος (γ). Και με αυτήν την υπόθεση όμως, σε τίποτα δεν τροποποιούνταν το σχέδιο της δημόσιας δράσης του Κυρίου που στάλθηκε στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ. Διότι, όπως φαίνεται από την όλη αφήγηση, η αποχώρηση αυτή του Κυρίου στα μέρη εκείνα έγινε όχι με σκοπό να συνεχίσει και εκεί τη δράση του, αλλά μόνο για να αναπαυτεί και να αποσυρθεί σε ήσυχο μέρος, το οποίο δεν ήθελε κανείς να γνωρίζει (σ).
(3) Η Τύρος και η Σιδών ανήκε στη Συροφοινίκη, λωρίδα εδάφους στη Μεσόγειο, γνωστή για την αρχαιότητα, τον πλούτο και τον πολιτισμό της, η οποία είχε παραμείνει πράγματι ανεξάρτητη από την Ιουδαϊκή, Ελληνική και Ασσυριακή κυριαρχία, παρόλο που ήδη ήταν υπόδουλη στη Ρώμη από τα χρόνια του Αυγούστου (γ).
(4) Πιθανώς κάποιου Ιουδαίου ο οποίος είχε δει και ακούσει αυτόν στη Γαλιλαία (σ).
(5) Και δεν ήθελε κανείς να γνωρίσει την εκεί παραμονή του (δ). «Δεν κάνει λοιπόν δημόσια την παρουσία του στους κατοίκους της Τύρου και της Σιδώνος. Αντιθέτως μάλιστα, προσπαθεί να μείνει κρυφός, για να μην δώσει την εντύπωση ότι πριν τον καθορισμένο καιρό συνηθίζει να συναναστρέφεται τα έθνη και να προσκαλεί αυτούς στην πίστη με την ευεργεσία και τα θαύματά του σε αυτούς» (β). Αυτό άλλωστε ήταν σύμφωνο και με τον σκοπό, για τον οποίο αποχώρησε στο ασυνήθιστο αυτό μέρος (γ).
(6) Υπέβαλε τον εαυτό του με το άδειασμά του, στους περιορισμούς της ανθρώπινης ασθένειας. Ήθελε αλλά δεν μπόρεσε να μείνει κρυμμένος. Αλλά πώς θα γινόταν αυτό δυνατόν; Εάν το λυχνάρι είναι δυνατόν να μπει κάτω από το δοχείο που μετρούν το σιτάρι, ο ήλιος είναι αδύνατον να κρυφτεί.
7.25 Ἀκούσασα γὰρ(1) γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον(2) αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ·
25 Μόλις πληροφορήθηκε γι’ αυτόν κάποια γυναίκα που το κορίτσι της κατεχόταν από δαιμονικό πνεύμα, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του.
(1) Παλαιότατη γραφή «αλλ’ ευθύς ακούσασα». Με το «γαρ» αιτιολογεί το «δεν μπόρεσε να μείνει κρυμμένος». Σημειώνω, λέει ο ευαγγελιστής, ότι δεν μπόρεσε να κρυφτεί, διότι…
(2) Και μικρά παιδιά ακόμη είναι δυνατόν να πάθουν δαιμονοληψία και να κυριευτούν από το σατανά (b).
7.26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς(1), Συροφοινίκισσα(2) τῷ γένει· καὶ ἠρώτα(3) αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς(4).
26 Η γυναίκα αυτή ήταν ειδωλολάτρισσα και καταγόταν από τη Φοινίκη της Συρίας. Παρακαλούσε, λοιπόν, τον Ιησού να θεραπεύσει το κορίτσι της από το δαιμόνιο.
(1) Ελληνίδα στη θρησκεία. Το όνομα Έλληνας χρησιμοποιούνταν από τους Ιουδαίους για να δηλώσει οποιονδήποτε εθνικό, λόγω της μεγάλης διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και της σε κάθε μέρος ανάμιξης και μετανάστευσης της ελληνικής φυλής (γ).
(2) Με αυτό καθορίζεται η πατρίδα και η καταγωγή της γυναίκας. Το όνομα ή φανερώνει το μέρος εκείνο της Φοινίκης που ανήκε στη Συρία για διάκριση από την Λιβοφοινίκη ή της Φοινίκης στην Καρχηδόνα στη βόρεια Αφρική (γ), ή, για διάκριση από τα άλλα έθνη που κατοικούσαν στη Συρία, όπως λ.χ. τους Συροέλληνες (δ). «Σύρια στη διάλεκτο, φοινίκισσα στο γένος, δηλαδή στο έθνος. Διότι οι Χαναναίοι λέγονταν Φοίνικες, επειδή είχαν μητρόπολη τη Φοινίκη» (Ζμ).
(3) «Ρωτούσε, με την έννοια του παρακαλούσε» (Ζ).
(4) Η μέγιστη από τις ευλογίες, την οποία μπορούμε να ζητήσουμε από το Χριστό για τα παιδιά μας, είναι, να συντρίψει ως προς αυτά τη δύναμη του σατανά, δηλαδή τη δύναμη της αμαρτίας στις ψυχές τους. Και μάλιστα να απομακρύνει το ακάθαρτο πνεύμα από αυτά, ώστε να είναι αυτά πάντοτε ναοί του Αγίου Πνεύματος και να μπορεί αυτό να κατοικεί στις καρδιές τους.
7.27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ(1)· ἄφες πρῶτον(2) χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων(3) καὶ τοῖς κυναρίοις(4) βαλεῖν.
27 Εκείνος όμως της είπε: «Άσε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, γιατί δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά».
(1) «Ο Κύριος δεν υπακούει αμέσως, αλλά αναβάλλει τη δωρεά, για να δείξει την επίμονη πίστη της γυναίκας, και ότι, παρόλο που διώχνεται, παραμένει με καρτερία, ώστε και εμείς να μάθουμε, να μην απομακρυνόμαστε αμέσως, όταν, αφού προσευχηθήκαμε, δεν πάρουμε αμέσως τα ζητούμενα, αλλά να περιμένουμε με υπομονή μέχρις ότου τα πάρουμε» (Θφ). «Ανέβαλλε (ο Κύριος), φαινομενικά, τη θεραπεία· και για να δείξει, από τη μία, στους Ιουδαίους, το ότι δεν χαρίζει την θεραπεία στον ίδιο βαθμό σε αυτούς και στους ξένους, και για να καταστήσει, από την άλλη, σε όλους φανερή την πίστη της γυναίκας, ώστε να φανεί περισσότερο, από την παράλληλη σύγκριση, η απιστία των Ιουδαίων» (β). Όταν ο Κύριος γνωρίζει ότι η πίστη των ικετών του είναι ισχυρή, μερικές φορές του αρέσει να την δοκιμάζει. Εκείνους τους οποίους ο Κύριος έχει πρόθεση να τιμήσει, ταπεινώνει πρώτα αυτούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση της αναξιότητας και ευτέλειάς τους.
(2) «Επειδή δεν έχει έλθει ακόμη ο καιρός της ευεργεσίας στους αλλόφυλους, λόγω του ότι ο Ισραήλ δεν έχει ακόμη αρνηθεί τελείως το αγαθό» (β). Η λέξη πρώτον υπαινίσσεται, ότι θα έλθει και ο καιρός των εθνικών (γ). Η άρνηση λοιπόν δεν είναι απόλυτη, όπως στο Ματθαίο. Εδώ παρουσιάζει μόνο το άδικο της αποστέρησης των Ιουδαίων, οι οποίοι προς το παρόν δικαιούνται να προτιμώνται. Επομένως στον μεν Ματθαίο αρνείται το δίκαιο του να ζητούν και να παίρνουν· ενώ εδώ το έγκαιρο αυτού (δ).
(3) «Ψωμί ονομάζει την ευεργεσία, την οποία ξεχώρισε ο Θεός για τα παιδιά, δηλαδή τους Εβραίους» (Θφ).
(4) «Σκυλάκια ονομάζει τους εθνικούς, επειδή οι Ιουδαίοι, τούς θεωρούσαν μολυσμένους» (Θφ). Στη Γραφή αναφέρεται το σκυλί με κακή έννοια. Ρυπαρότητα και τα όμοια πάντοτε συνδυάζονται μαζί του. Προβάλλονται πάντοτε στη Γραφή τα σκυλιά των δρόμων, που περιφέρονται ακάθαρτα και μολύνουν τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολής. Έτσι οι παλαιοί Ιουδαίοι μιλούν για τους εθνικούς σαν σκυλιά αναφερόμενοι στη νομική και τελετουργική τους ακαθαρσία. Εδώ όμως χρησιμοποιείται το υποκοριστικό, το οποίο μετριάζει την έννοια της λέξης και υπαινίσσεται τα μικρά οικιακά σκυλιά, από τα οποία ίσως κάποιο θα υπήρχε και στο σπίτι, όπου διεξάγεται ο διάλογος του Ιησού με την Χαναναία. Τα λόγια λοιπόν του Κυρίου, που έδειχνε ίσως και το σκυλάκι που μπήκε στο σπίτι, λέχθηκαν σε τόνο καλοδιάθετου χαριτολογήματος, με ανάλογη έκφραση των ματιών και του προσώπου (σ). Οι εθνικοί βλέπονταν από τους Ιουδαίους με περιφρόνηση και αποκαλούνταν σκυλιά. Αλλά δες πώς τα πράγματα άλλαξαν. Μετά την είσοδο των εθνών στην εκκλησία οι Ιουδαίοι οι ζηλωτές υπέρ του νόμου ονομάστηκαν σκυλιά. Δες Φιλιπ. γ 2.
7.28 Ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· ναί(1), Κύριε· καὶ τὰ κυνάρια(2) ὑποκάτω(3) τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων(4) τῶν παιδίων(5).
28 «Ναι, Κύριε», του αποκρίθηκε η γυναίκα, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών, που πέφτουν από το τραπέζι».
(1) Δεν αρνείται την αλήθεια των λόγων του Κυρίου, ούτε θίγεται από αυτούς θεωρώντας τους ως βρισιά. Μία υπερήφανη καρδιά δεν θα μπορούσε να ανεχτεί αυτό. Η γυναίκα θα μπορούσε να απαντήσει: Δεν είμαι σκυλάκι, είμαι γυναίκα, έντιμη γυναίκα, θλιμμένη και άξια οίκτου γυναίκα. Και στη θέση που βρίσκομαι, είναι σκληρό και άδικο να αποκαλούμαι σκυλάκι. Αλλά η ταπεινή και πιστή ψυχή της Χαναναίας δέχεται με ευμένεια και με καλή διάθεση ό,τι ο Χριστός είπε και θεμελιώνει άριστο οικοδόμημα πάνω στον λόγο του.
(2) Σαν να έλεγε· Δέχομαι, Κύριε, ότι το φαγητό είναι πρωτίστως για διατροφή της οικογένειας και των μικρών παιδιών σε αυτήν. Δεν ανήκουν όμως και τα σκυλάκια στο σπίτι, ώστε και για αυτά να μένει κάτι για διατροφή τους; (σ). Υπάρχει στο σπίτι θέση και για τα σκυλάκια· και για τους εθνικούς υπάρχει κάποιος τόπος στον κόσμο του Θεού (γ). «Τι λέει; Ότι χάρη μου κάνεις να είμαι για σένα και στην τάξη των σκυλιών. Διότι τότε, δεν είμαι ξένη, αλλά τρώω από το δικό σου τραπέζι το δεσποτικό, και αν όχι από το ψωμί, αλλά τουλάχιστον από τα ψίχουλα» (β). Με την αναγνώριση της ασημαντότητάς της, ετοιμάστηκε αυτή να πάρει μεγάλο έλεος από τον Κύριο. Εάν ήταν σκυλάκι, ήταν σκυλάκι του Χριστού και ουδέποτε είναι μικρό ή κακό για μας να είμαστε έστω και παραγκωνισμένοι, σε σχέση όμως με το Χριστό. Διάλεξα να είμαι παραπεταμένος στον οίκο του Θεού μου μάλλον παρά να κατοικώ σε σπίτια αμαρτωλών.
(3) Με το «κάτω από το τραπέζι» παριστάνει ζωηρότερη την εικόνα (δ).
(4) «Εγώ ψίχουλα ζητώ, δηλαδή μερική ευεργεσία» (Θφ). «Τόσο πολύς είναι ο πλούτος του τραπεζιού του δεσπότη, ώστε μου αρκεί και ψίχουλο για να απολαύσω όσα επιδιώκω» (β). Δεν ζητώ ψωμί, αλλά ούτε τεμάχιο ψωμιού· ζητώ μόνο ψίχουλο. Λέει την λέξη ψίχουλο όχι υποτιμώντας το έλεος, αλλά δοξάζοντας την αφθονία των θαυμαστών θεραπειών, με τις οποίες, όπως είχε ακούσει, είχαν τραφεί οι Ιουδαίοι, σε σύγκριση με το πλήθος των οποίων η μία θεραπεία την οποία αυτή ζητούσε ήταν απλό ψίχουλο.
(5) Τα οποία συχνά ξοδεύουν το ψωμί με σπατάλη (b).
7.29 Καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ τοῦτον τὸν λόγον(1) ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου.
29 Της είπε τότε ο Ιησούς: «Γι’ αυτό το λόγο που είπες, πήγαινε· το κορίτσι σου έχει κιόλας θεραπευτεί από το δαιμόνιο».
(1) Η απάντηση της γυναίκας θεωρήθηκε πάντοτε ως μοναδικός συνδυασμός πίστης και σύνεσης (γ). «Απάντησε με λόγο, ο οποίος έδειχνε, πολλή πίστη, από τη μία, και πολλή ευλάβεια και σύνεση από την άλλη. Διότι το να προτιμήσει, από τη μία, να συγκαταριθμηθεί από τον Κύριο στην τάξη των σκυλιών, ήταν δείγμα ευλάβειας· το να θεωρήσει, από την άλλη, ότι και το μικρότερο μέρος της δύναμής του (διότι αυτό ονομάζει ψίχουλα) είναι αρκετό να δώσει την θεραπεία της κόρης της, δείχνει πίστη υπερβολική· το να αρπάξει, επίσης, από την κοροϊδία την ευκαιρία να δείξει ότι είναι δική του και να δώσει απάντηση τόσο θαυμαστή, ήταν γνώρισμα σύνεσης» (β). Σύνεση, ταπείνωση, πραότητα, υπομονή, εγκαρτέρηση στην προσευχή, συνδυάζονται όλα στη συμπεριφορά της Χαναναίας. Αλλά όλα από την πίστη πηγάζουν. «Για τον λόγο αυτόν, δηλαδή για την πίστη σου» (Θφ). «Για τον λόγο, τον οποίο χρησιμοποίησες για συνήγορό σου, με πολλή σύνεση. Διότι, πράγματι, ο Σωτήρας επαίνεσε και την πίστη και τη σύνεσή της. Και για αυτό ο μεν Ματθαίος τον έπαινο της πίστης της» τόνισε, «ενώ ο Μάρκος, τον έπαινο της σύνεσης» (Ζμ).
7.30 Καὶ ἀπελθοῦσα(1) εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην(2) καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός.
30 Η γυναίκα επέστρεψε στο σπίτι της και βρήκε το παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι και θεραπευμένο.
(1) Με πίστη (b).
(2) «Ξαπλωμένη ειρηνικά» (Ζ). Πριν αυτό στερούνταν κάθε ανάπαυσης (b). Το δαιμόνιο είχε βγει παρόλο που το παιδί δεν είχε ακόμη συνέλθει πλήρως από την εξάντληση (σ). Πιθανώς η θεραπεία επήλθε, όπως και σε άλλους δαιμονισμένους, με βίαιες συνταράξεις του οργανισμού (γ).
Στίχ . 31-37. Η θεραπεία του κωφάλαλου.
7.31 Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος(1) ἦλθε πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας ἀνὰ μέσον(2) τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως.
31 Πάλι έφυγε ο Ιησούς από την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας και ήρθε στη λίμνη της Γαλιλαίας, περνώντας μέσα από την περιοχή της Δεκάπολης.
(1) Η γραφή «δια Σιδώνος» παρουσιάζεται γεωγραφικά άτοπη. Διότι η Σιδών είναι πολύ βορειότερα και μακρύτερα από τη θάλασσα της Γαλιλαίας από όσο η Τύρος· το «δια Σιδώνος», όμως, την δείχνει ότι ήταν στο μέσο. Εάν όμως ο ευαγγελιστής ήθελε να πει κάτι τέτοιο, θα έγραφε: ήλθε εκ των ορίων Τύρου ε ι ς Σιδώνα, και από εκεί προς την θάλασσα της Γαλιλαίας (δ).
(2) Δηλαδή διαμέσου της Δεκαπόλεως (b). Ο Ιησούς είχε έλθει και πριν στην περιφέρεια αυτή, όταν θεράπευσε τον δαιμονισμένο των Γαδαρηνών, και αποχώρησε από εκεί με το αίτημα των κατοίκων. Τώρα έτυχε διαφορετικής υποδοχής (γ).
7.32 Καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον(1) καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα.
32 Εκεί του έφεραν έναν κωφάλαλο και τον παρακαλούσαν να βάλει το χέρι του πάνω του.
(1) Μογιλάλος=ο μόλις, που δύσκολα δηλαδή μιλά, αυτός που μόλις μπορεί να διορθώσει τον λόγο σύμφωνα με τον Φαβωρίνο, αυτός που μόλις και μετά βίας μιλά. Το μογγιλάλος είναι εσφαλμένη σύνθεση· διότι η γλώσσα έχει μογγός, το οποίο δεν έχει τίποτα κοινό με το μόγις, αλλά σχηματίστηκε από ονοματοποιΐα από το μογγ, ήχο αυτών που μιλούν βραχνά. Η ορθή σύνθεση από το μογγ=μογγολάλος (δ). Συναντιέται η λέξη και στους Ο΄. Λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ.
7.33 Καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου κατ᾿ ἰδίαν(1) ἔβαλε τοὺς δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ(2), καὶ πτύσας(3) ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ(4),
33 Ο Ιησούς τον πήρε ξεχωριστά, μακριά από το πλήθος, έβαλε τα δάχτυλά του στ’ αυτιά του, και με το σάλιο του άγγιξε τη γλώσσα του.
(1) «Τον πήρε από τον όχλο κατ’ ιδίαν, δηλαδή τον παρέλαβε, τον χώρισε, για να μην δώσει την εντύπωση ότι επιδεικνύει τα θαύματα και, κατεξοχήν, επειδή ήξερε ότι κάποιοι από αυτούς που μεμψιμοιρούν ήταν αναμιγμένοι στο πλήθος. Άλλωστε, άλλοτε μεν θαυματουργεί μπροστά σε πολλούς, για ωφέλεια αυτών που έβλεπαν· άλλοτε πάλι κατ’ ιδίαν, για να αποφεύγει τον έπαινο, επειδή γεννά αυτός υπερηφάνεια» (Ζ). Τον πήρε κατ’ ιδίαν· ίσως και για να εξασφαλίσει καλύτερα την πλήρη προσοχή του ασθενή και να προκαλέσει και να εκπαιδεύσει την πίστη του με τα εξαιρετικά μέσα, τα οποία ο Ιησούς θεωρούσε αναγκαία για αυτό χρησιμοποιώντας ένα είδος εποπτικής, μπορούμε να πούμε, διδασκαλίας, με τη χρήση αντικειμένων, και μάλιστα στην παρούσα περίπτωση, στην οποία ήταν ειδικά δύσκολο λόγω του είδους του νοσήματος να επικοινωνήσει κάποιος με την ψυχή του αρρώστου (σ).
(2) «Έβαλε τα δάχτυλά του στα αυτιά του, ένα μεν, του δεξιού χεριού, στο ένα αυτί· ένα, πάλι, του αριστερού στο άλλο, λόγω της στενότητας και του βάθους της ακοής, για να αγγίξει αυτήν» (Ζ). Αυτό ήταν σημάδι του τι επρόκειτο να πράξει, κατάλληλο για τη διανοητική κατάσταση του ανθρώπου εκείνου και για διέγερση της προσοχής του. Ή «για να μάθουμε, ότι κάθε μέρος του αγίου σώματός του ήταν γεμάτο με θεία δύναμη» (Ζ). Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο εύστοχη.
(3) «Αφού έφτυσε, άγγιξε την γλώσσα του, για να δείξει, ότι όλα τα μέρη της άγιας σάρκας του ήταν θεία και άγια, όπως ακριβώς και το πτύσμα έλυσε τώρα και τα δεσμά της γλώσσας» (Θφ). «Διότι, πράγματι, το σάλιο του άχραντου στόματος, είχε θεία δύναμη» (Ζ).
(4) Και αυτό είναι μέρος της μέσω σημαδιών διαλέκτου, την οποία μεταχειρίστηκε ο Κύριος στον κωφάλαλο και αποσκοπούσε να υποβοηθήσει την διάνοια του αρρώστου να αντιληφθεί πρώτα τι επρόκειτο να λάβει, δηλαδή το λύσιμο της γλώσσας του και δεύτερον την ουράνια πηγή, από την οποία η θεραπεία θα ερχόταν σε αυτόν (γ).
7.34 καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν(1) ἐστέναξε(2) καὶ λέγει αὐτῷ· ἐφφαθά(3), ὅ ἐστι διανοίχθητι.
34 Έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, στέναξε και του λέει: «Εφφαθά», που σημαίνει «Άνοιξε».
(1) «Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, αποδίδοντας στον πατέρα την αιτία αυτών που έπραττε» (β) και «διδάσκοντας αυτούς που πρόκειται να θεραπεύουν, να βλέπουν προς το Θεό και από αυτόν να ζητούν δύναμη» (Ζ). Κατηύθυνε τον άρρωστο, ο οποίος μπορούσε να δει, παρόλο που δεν μπορούσε να ακούσει, να προσβλέπει στον ουρανό για περίθαλψη και βοήθεια.
(2) «Στέναξε, βεβαίως, συγκινούμενος για τα παθήματα του ανθρώπου και σπλαχνιζόμενος την ανθρώπινη φύση, που τόσο βασανίζεται και από ασθένειες και από δαίμονες λόγω της παράβασης της εντολής» (Ζ)· «πώς έτσι παραδόθηκε στον διάβολο, ώστε τόσο πολύ να εμπαίζεται και να πάσχει τέτοια πράγματα» (Θφ). Ο υιός του ανθρώπου αισθάνθηκε το βάρος των δεινών της ανθρωπότητας (σ).
(3) Η πρώτη λέξη, την οποία άκουσε ο κουφός (b). Άλλος λόγος του Ιησού στην αραμαϊκή που αποθησαυρίστηκε από τον Μάρκο, από την ζωηρή αφήγηση του Πέτρου (σ).
7.35 Καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν αὐτοῦ αἱ ἀκοαὶ(1) καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης(2) αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει ὀρθῶς(3).
35 Αμέσως άνοιξαν τ’ αυτιά του, λύθηκε η δεμένη γλώσσα του και μιλούσε κανονικά.
(1) Δηλαδή οι ακουστικές του δυνάμεις (b). Μετωνυμικά τα όργανα της ακοής (γ).
(2) Κάθε βλάβη των φωνητικών οργάνων, εικονίζεται κοινώς και λαϊκά ως δεσμός που εμποδίζει την φωνή και την ομιλία (δ). Έφυγε το εμπόδιο της ομιλίας (g).
(3) Καθαρά και κατανοητά από όλους.
7.36 Καὶ διεστείλατο αὐτοῖς(1) ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον(2) ἐκήρυσσον(3).
36 Ο Ιησούς τους ζήτησε να μην το πουν σε κανέναν. Όσο όμως κι αν τους το ζητούσε, εκείνοι πολύ περισσότερο το διαλαλούσαν.
(1) Σε αυτούς που του έφεραν τον κουφό (b). «Τους διέταξε να σιωπούν» (Ζ).
(2) Το μάλλον αυξάνει την έννοια του άλλου συγκριτικού (δ).
(3) «Διδασκόμαστε από εδώ ότι, όταν, από τη μία, ευεργετούμε, οφείλουμε να μην απαιτούμε χειροκροτήματα και διαφημίσεις· όταν, από την άλλη, ευεργετούμαστε, να ανακηρύσσουμε και να διαφημίζουμε αυτούς που έκαναν το καλό, έστω και αν εκείνοι δεν θέλουν» (Θφ). Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους θέλουν να διακηρύσσεται η καλοσύνη τους και η ευεργετικότητά τους, αν όχι από αυτούς τους ίδιους για αυτοδιαφήμιση, τουλάχιστον όμως από τους άλλους. Αλλά ο Χριστός, παρόλο που δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να πέσει σε έπαρση ή να παρασυρθεί σε κενοδοξία, γνωρίζοντας όμως την ασθένεια τη δική μας, παρέχει σε μας παράδειγμα αυταπάρνησης όπως και για άλλες περιπτώσεις, έτσι και για τους επαίνους και τα χειροκροτήματα. Οφείλουμε να αρεσκόμαστε στο να πράττουμε το αγαθό, αλλά όχι και στο να δημοσιεύουμε αυτό.
7.37 Καὶ ὑπερπερισσῶς(1) ἐξεπλήσσοντο(2) λέγοντες· καλῶς πάντα πεποίηκε(3)· καὶ τοὺς κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ τοὺς ἀλάλους λαλεῖν.
37 Υπερβολικά εντυπωσιασμένοι έλεγαν: «Τι ωραία που τα τακτοποιεί όλα! Ακόμη και τους κουφούς κάνει ν’ ακούν, και τους βουβούς να μιλούν».
(1) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη στην Κ.Δ.. Εκφράζει, όπως και το προηγούμενο διπλό συγκριτικό, τον υπερβολικό θαυμασμό και τις εκδηλώσεις του λαού (γ).
(2) Άλλη έντονη λέξη, ισχυρότερη από το απλό θαυμάζω.
(3) Δηλαδή σωστά, σκόπιμα, αποτελεσματικά έκανε όλα τα σχετικά με την θεραπεία· και το ότι έβαλε δηλαδή τα δάχτυλα στα αυτιά και το πτύσμα που είχε θαυματουργική δύναμη που με το δάχτυλο το έβαλε στη γλώσσα του (δ). Την ώρα που άλλοι μισούσαν και καταδίωκαν αυτόν ως κακοποιό, αυτοί είναι έτοιμοι να δώσουν μαρτυρία για αυτόν ότι όχι μόνο δεν έκανε τίποτα κακό, αλλά τελείως αντιθέτως ευεργέτησε πολύ και έκανε τις ευεργεσίες καλά, με μετριοφροσύνη και χωρίς επίδειξη, με αφοσίωση προς τον Θεό, με συμπάθεια προς τους ανθρώπους, δωρεάν και χωρίς χρήματα, αυτά όμως όλα καθιστούσαν ακόμη λαμπρότερες τις ευεργεσίες του. Άνοιγε τα αυτιά των κουφών και έλυνε τις γλώσσες των άλαλων και αυτό απόβαινε σε καλό και των ασθενών και των συγγενών τους, για τους οποίους ήταν φορτίο και διαρκής δοκιμασία. Και συνεπώς ήταν αδικαιολόγητοι αυτοί που τον κατηγορούσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8
Στίχ. 1-10. Πολλαπλασιασμός των επτά άρτων στην έρημο.
8.1 Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(1) πάλιν(2) πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων τί φάγωσι, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοῖς·
1 Εκείνες τις μέρες πάλι μαζεύτηκε πολύς κόσμος, κι επειδή δεν είχαν τι να φάνε, κάλεσε ο Ιησούς τους μαθητές και τους λέει:
(1) Δες και Ματθ ιε 32-39 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η ένσταση των ορθολογιστών εναντίον της επανάληψης αυτού του θαύματος, φαίνεται ότι βασίζεται σε παραγνώριση των θαυμάτων του Κυρίου. Εάν αυτά ήταν απλές ενέργειες θαυματουργίας, που αποσκοπούσαν να αποκαλύψουν τη δύναμη του Ιησού, η επανάληψη του θαύματος της διατροφής, θα φαινόταν απίθανη και η ομοιότητα των δύο αφηγήσεων θα έδειχνε με κάποια πιθανότητα, ότι πρόκειται για μία μόνη και την ίδια περίπτωση. Αλλά εάν ο πραγματικός σκοπός των θαυμάτων ήταν να θεραπεύσουν ανθρώπινες ανάγκες, τότε η σύμπτωση παρόμοιων περιστατικών και αναγκών, ήταν φυσικό να οδηγήσει και στην ενέργεια παρόμοιων θαυμάτων. Και στο βίο του Ιησού, ο οποίος συχνά αποχωρούσε σε ερημικούς τόπους, όπου το πλήθος εκδήλωνε διάθεση να τον ακολουθήσει, οπουδήποτε και αν πήγαινε, φυσικό ήταν να παρουσιαστούν επανειλημμένως περιπτώσεις, κατά τις οποίες το πλήθος αυτό κυριευόμενο από την πείνα, δεν θα μπορούσε να προμηθευτεί τροφές παρά μόνο με θαυματουργική επέμβαση του Κυρίου. Πρέπει όμως εξάλλου να ληφθεί υπ’ όψη και η χώρα, όπου σημειώθηκε η επανάληψη του θαύματος. Είναι η χώρα των Γαδαρηνών, όπου είχε εμποδιστεί προηγουμένως ο Ιησούς από την άρνηση, την οποία είχε αντιτάξει σε αυτόν ο λαός, να ασκήσει το μεσσιανικό έργο του. Τώρα όμως με το που επιστρέφει ο λαός εκδηλώνει άλλες διαθέσεις. Αυτό συντελεί στο να αναβάλλει ο Κύριος για κάποιο χρόνο την πραγματοποίηση της πρόθεσής του, να αποχωρήσει για ανάπαυση, για να επιτελέσει και εκεί το έργο του που ανακόπηκε. Επόμενο λοιπόν ήταν, εφόσον σημειώθηκε μεγάλη συρροή και παράτεινε ο Κύριος για ημέρες ολόκληρες το κήρυγμά του, να παραστεί και πάλι ανάγκη ώστε με θαύμα να διαθρέψει τα πλήθη που συνέρρευσαν στην έρημο (γ).
(2) Το «πάλι» αυτό αναφέρεται στην προηγούμενη συρροή του πλήθους, κατά την οποία έγινε το πρώτο θαύμα της διατροφής (Μάρκ. στ 34) με περιστατικά εξ’ ολοκλήρου όμοια με τα τωρινά.
8.2 σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον(1), ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς(2) προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι(3)·
2 «Σπλαχνίζομαι αυτό τον κόσμο· τρεις μέρες τώρα είναι μαζί μου και δεν έχουν τι να φάνε.
(1) Στον όχλο, τον οποίο οι υπερήφανοι Φαρισαίοι παρέβλεπαν με περιφρόνηση, ο ταπεινός Ιησούς ρίχνει το βλέμμα με συμπάθεια και τρυφερότητα. Έτσι και εμείς οφείλουμε όλους να τους τιμούμε.
(2) Χαρακτηριστικό ξεχωριστό της αφήγησης, που δεν συμπίπτει με τα χαρακτηριστικά της αφήγησης του πρώτου θαύματος. Τρεις ημέρες σύμφωνα με τον ιουδαϊκό υπολογισμό μπορούν να είναι μόνο δύο ολόκληρες ημέρες, όπου η πρώτη και η τρίτη ημέρα αποτελούνται μόνο από τμήματα ημέρας (σ). Δείγμα του ζήλου τους και της θερμής τους συμπάθειας προς τον Χριστό και την διδασκαλία του, ότι για 3 ημέρες όχι μόνο άφησαν την εργασία τους, αλλά και κακοπάθησαν, για να μείνουν μαζί του. Είχαν ανάγκη την φυσική τους ξεκούραση και σαν άλλοι στρατιώτες παρέμειναν στο ύπαιθρο διανυκτερεύοντας εκεί τουλάχιστον για δύο νύχτες και τρεφόμενοι με τις πενιχρές πάντοτε προμήθειές τους. Εκτίμησαν περισσότερο από την σωματική τροφή, την διδασκαλία του Χριστού. Εμείς θεωρούμε ως υπερβολικά μακρά την παράταση της δημόσιας λατρείας για τρίωρο. Και αυτοί παραμένουν κοντά στον Ιησού για 3 ημέρες.
(3) «Ήδη και προηγουμένως έκανε ένα τέτοιο θαύμα ο Κύριος, και τώρα λοιπόν θαυματουργεί, αρπάζοντας την κατάλληλη αφορμή. Αυτή, λοιπόν, ήταν, το ότι τρεις ημέρες παρέμεινε ο όχλος και τα εφόδια του καθενός τελείωσαν. Διότι δεν θαυματουργούσε πάντοτε με τις τροφές, για να μην φανούν ότι λόγω της τροφής τον ακολουθούν οι όχλοι. Και τώρα, αν δεν υπήρχε κίνδυνος που αναμενόταν να συμβεί στον όχλο από την ασιτία, δεν θα θαυματουργούσε» (Θφ). Ο καιρός του Χριστού να ενεργήσει για την περίθαλψη του λαού του έρχεται, όταν τα πράγματα οδηγηθούν στην έσχατη δυσκολία. Όταν υπάρχει κίνδυνος να εξαντληθούν στο δρόμο, τότε ο Χριστός γίνεται ο προμηθευτής τους. Οι εύνοιές του και οι δωρεές του ανανεώνονται, όσο και οι ανάγκες και στενοχώριες μας πληθαίνουν και ωθούνται στο έπακρο.
8.3 καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις(1) εἰς οἶκον αὐτῶν, ἐκλυθήσονται ἐν τῇ ὁδῷ· τινὲς(2) γὰρ(3) αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ἥκασι.
3 Αν τους αφήσω να φύγουν στα σπίτια τους νηστικοί, θα αποκάμουν στο δρόμο». Μερικοί μάλιστα είχαν έρθει από μακριά.
(1) Για κανένα λόγο ο Κύριος δεν θα τους έδιωχνε νηστικούς, διότι δεν είναι γνώρισμά του να διώχνει από κοντά του κενούς αυτούς που με ευλάβεια παραμένουν κοντά του.
(2) Κάποιοι από αυτούς. Εκείνοι, οι οποίοι είχαν έλθει από μεγαλύτερη απόσταση βρίσκονταν και σε μεγαλύτερη ανάγκη. Λόγω αυτών λοιπόν δόθηκε και στους άλλους τροφή (b). Σε οποιεσδήποτε στερήσεις ή στενοχώριες πέσουμε για τον Ιησού και την αγάπη του, θα φροντίσει αυτός να περάσουμε αίσια μέσω αυτών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αρκεί οι στερήσεις ή στενοχώριες αυτές να μην οφείλονται σε απερισκεψία μας.
(3) Προστίθεται αυτό ως αιτιολογία του εκλυθήσονται (δ).
8.4 Καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ(1)· πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ᾿ ἐρημίας(2);
4Τότε του αποκρίθηκαν οι μαθητές του: «Πώς είναι δυνατό να τους χορτάσει κανείς ψωμί εδώ στην ερημιά;»
(1) «Πρόσεξε, λοιπόν, και τους μαθητές πόσο ανόητα σκέφτονται ακόμη, αφού δεν πιστεύουν ακόμη στη δύναμή του από τα προηγούμενα που συνέβησαν» (Θφ).
(2) Είναι επεξήγηση του «εδώ»=εδώ πάνω στην ερημιά, δηλαδή στην ερημιά αυτή (δ)· στον ακατοίκητο αυτό τόπο, όπου δεν υπάρχει προμήθεια τροφίμων, για να αγοράσουν (γ). Εάν δεν λησμονούσαν οι μαθητές το θαύμα της προηγούμενης διατροφής, δεν θα πρόβαλλαν με απορία το «από πού θα μπορέσει κάποιος να χορτάσει». Λησμονούμε την πείρα της, στο παρελθόν, πυκνής προστασίας μας από τη θεία Πρόνοια και για αυτό στις παρουσιαζόμενες στο παρόν δυσκολίες εκδηλώνουμε δισταγμούς και δυσκολίες.
8.5 Καὶ ἐπηρώτα(1) αὐτούς· πόσους ἔχετε ἄρτους; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά.
5 Ο Ιησούς τους ρώτησε: «Πόσα ψωμιά έχετε;» Αυτοί του απάντησαν: «Εφτά».
(1) «Αυτός δεν τους κατηγορεί καθόλου, διδάσκοντας και εμάς να μην μαλώνουμε εντονότερα τους αμαθείς, αλλά σε μερικά πράγματα να τους συγχωρούμε ως ανόητους» (Θφ).
8.6 Καὶ παρήγγειλε(1) τῷ ὄχλῳ ἀναπεσεῖν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας(2) ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα παρατιθῶσι· καὶ παρέθηκαν τῷ ὄχλῳ.
6 Πρόσταξε τότε τον κόσμο να καθίσουν καταγής. Πήρε τα εφτά ψωμιά, είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν. Αυτοί τα μοίρασαν στον κόσμο.
(1) Το ρήμα χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεταβίβαση διαταγών διαμέσου υφισταμένων (γ).
(2) Είναι αξιοσημείωτο, ότι εδώ, στο δεύτερο αυτό θαύμα της διατροφής χρησιμοποιείται το ευχαριστήσας, αντί για το ευλογήσας, το οποίο αναφέρεται στο θαύμα της πρώτης διατροφής (σ). Στο «ευχαριστήσας» έχουμε τη μία πλευρά της επίκλησης στο φαγητό, (ευχαριστία προς τον Θεό), ενώ στο «ευλογήσας» του στίχου 7 έχουμε την δεύτερη, της επίκλησης δηλαδή ευλογίας πάνω στην τροφή (γ).
8.7 Καὶ εἶχον ἰχθύδια ὀλίγα· καὶ αὐτὰ εὐλογήσας(1) εἶπε παρατιθέναι καὶ αὐτά.
7 Είχαν και λίγα ψαράκια. Τα ευλόγησε και είπε να τα μοιράσουν κι αυτά.
(1) Ευλογήθηκαν τα ψάρια για να πληθύνουν (δ).
8.8 Ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων(1) ἑπτὰ σπυρίδας.
8Έφαγαν λοιπόν και χόρτασαν. Συγκεντρώθηκαν μάλιστα κι εφτά καλάθια περισσεύματα.
(1) Περισσεύματα κομματιών (γ). Σήκωσαν τα περισσεύματα. «Πήραν την ευεργεσία μέχρι εκεί που υπήρχε ανάγκη, όχι σε βαθμό που, αφού πήραν τα τρόφιμα, να τα μεταφέρουν και μαζί τους, παρόλο που ήταν πολλά αυτά που έμειναν. Είναι και αυτό ωραίος συμβολισμός ως προς το να μετρούμε την απόλαυση ανάλογα με το αναγκαίο και να μην παρασυρόμαστε σε πλεονεξία πέρα από το αναγκαίο» (β)
8.9 Ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι(1)· καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς.
9 Ο κόσμος ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες. Κατόπιν ο Ιησούς τους άφησε να φύγουν,
(1) Αυτοί που χόρτασαν τώρα, ήταν λιγότεροι από ότι στο προηγούμενο θαύμα της διατροφής. Και οι προμήθειες που πλήθυναν κάπως περισσότερες. Αυτό δεν συνυπονοεί ότι το χέρι του Χριστού εξασθένησε, αλλά ότι ενεργούσε το θαύμα του, όπως η περίσταση απαιτούσε και όχι για επίδειξη, για αυτό και προσάρμοζε τις ενέργειές του στις ανάγκες της στιγμής. Και προηγουμένως και τώρα όσοι ήταν παρόντες έφαγαν και χόρτασαν και χρησιμοποιήθηκαν και τότε και τώρα όλα όσα είχαν στη διάθεσή τους οι μαθητές για διατροφή.
8.10 Καὶ ἐμβὰς εὐθὺς εἰς τὸ πλοῖον(1) μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά(2).
10 κι ο ίδιος μπήκε αμέσως με τους μαθητές στο καΐκι και ήρθε στα μέρη Δαλμανουθά.
(1) Αυτό που έδωσε παραγγελία να τον περιμένει. Δες γ 9, δ 36, στ 32.
(2) Τίποτα δεν γνωρίζουμε για την τοποθεσία αυτή, η οποία πουθενά αλλού δεν αναφέρεται. «Ο Ματθαίος είπε Μαγδαλά, ενώ ο Μάρκος Δαλμανουθά· αυτό όμως δεν δείχνει διαφωνία· διότι ο μεν ένας ονόμασε την κωμόπολη, ενώ ο άλλος έγραψε τα μέρη μακριά από την πόλη· διότι οι περιοχές Μαγδαλά και Δαλμανουθά είναι κοντινές» (Σχόλιο). «Και η περιοχή εκείνη είχε και τις δύο ονομασίες» (Ζ).
Στίχ. 11-21. Προσοχή από τη διδασκαλία των Φαρισαίων.
8.11 Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες παρ᾿ αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ(1), πειράζοντες(2) αὐτόν.
11 Ήρθαν οι Φαρισαίοι κι άρχισαν να συζητούν μαζί του· και θέλοντας να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, του ζητούσαν ν’ αποδείξει μ’ ένα θαύμα τη θεϊκή αποστολή του.
(1) Δες και Ματθ. ιστ 1-12 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ζητούσαν κάποια φωνή από τον ουρανό ή κάποιο άλλο σημάδι από ψηλά (γ), κάποια ορατή ή ακουστή εκδήλωση, διαφορετική από τα έργα ελέους του Κυρίου. Τέτοιο σημάδι από τον ουρανό ήταν η διατροφή με το μάννα ή η φωνή από τον ουρανό, την οποία σύμφωνα με τα ραββινικά βιβλία ανέμεναν να ακούσουν μετά το σταμάτημα της προφητείας στην Π.Δ. (σ). Αντάξιοι απόγονοι αυτών που τράφηκαν στην έρημο με το μάννα. Τότε είχαν εκείνοι σημάδι από τον ουρανό, όταν «άνοιξε τις πόρτες του ουρανού και έβρεξε σε αυτούς μάννα να φάνε και τους έδωσε άρτο ουράνιο. Και ρωτούσαν: Μήπως μπορεί να ετοιμάσει τραπέζι στην έρημο;» (Ψαλμ. οζ 21,23). Τώρα που ετοίμασε τραπέζι στην έρημο, ρωτούν αυτοί: Μήπως μπορεί να δώσει σημάδι από τον ουρανό; Τέτοια σημάδια αναφέρονται στον εσχατολογικό λόγο του Κυρίου. Δες Μαρκ. ιγ 24-25 (γ). Αλλά «είναι άλλος ο καιρός των σημαδιών από τον ουρανό, εννοώ τον καιρό της δευτέρας παρουσίας, όταν οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν και η σελήνη δεν θα δώσει το φως της» (Θφ).
(2) «Καλά είπε «τον πείραζαν». Διότι προσποιούνταν μεν ότι ζητάνε, σαν δήθεν να πίστευαν ότι θα έδινε σημάδι· στην πραγματικότητα όμως, για να τον εξαπατήσουν έκαναν το αίτημα, ώστε μόνο να λάβουν πείρα της δύναμής του, χωρίς να νοιάζονται καθόλου να πιστέψουν» (β). Τον δοκίμαζαν εάν θα μπορούσε, αφού τόσα πολλά σημάδια είχε φανερώσει στη γη, να συντελέσει παρόμοια σημάδια και από τον ουρανό (b)· ήλπιζαν ότι θα συλλάμβαναν αυτόν να αδυνατεί (σ).
8.12 Καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ(1) λέγει· τί(2) ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰ δοθήσεται(3) τῇ γενεᾷ ταύτῃ(4) σημεῖον.
12 Ο Ιησούς λυπήθηκε κατάβαθα και τους είπε: «Γιατί η γενιά αυτή ζητάει θαυματουργικό σημάδι; Σας βεβαιώνω πως δε θα δοθεί στη γενιά αυτή τέτοιο σημάδι».
(1) Δηλαδή εσωτερικά, χωρίς ο στεναγμός του να γίνει ακουστός (γ) ή, σημαίνει «βαθιά» (σ). Αισθάνθηκε τον στεναγμό στο πνεύμα του ως έδρα των συναισθημάτων (δ). Η αιτία του στεναγμού αυτού που εξέφραζε τη βαθιά λύπη του ήταν η στάση των Φαρισαίων αυτών από πωρωμένη και σκληρή καρδιά, η οποία θα χώριζε αυτούς οριστικά από αυτόν με ολέθριες για αυτούς συνέπειες (σ). «Αφού αναστέναξε με το πνεύμα του, λέει· Γιατί αυτή η γενιά επιζητά σημάδι; Παρόλο, βεβαίως, που η παράκλησή τους ήταν άξια για οργή και αγανάκτηση, αλλά όμως αυτός που είναι φιλάνθρωπος και που φροντίζει για αυτούς, δεν οργίζεται, αλλά τους σπλαχνίζεται και τους ελεεινολογεί, επειδή είναι αθεράπευτα άρρωστοι και μετά από τόσο μεγάλη απόδειξη της δύναμής του, τόν πειράζουν. Διότι δεν ζητούσαν για να πιστέψουν, αλλά για να βρουν αφορμή για επίθεση» (Χ). Η απιστία εκείνων, οι οποίοι απόλαυσαν για πολύ καιρό τα πειστήρια της αλήθειας και αντιστέκονται σε αυτήν, θλίβει πολύ τον Κύριο.
(2) «Αντί να πει «γιατί». Διότι γνώριζε την αιτία, για την οποία ζητούσαν τέτοιο σημάδι» (Ζ). Γιατί, για ποιο λόγο η γενιά αυτή, η άπιστη και πωρωμένη ζητά σημαδιακό θαύμα, ενώ δεν θέλει να πιστέψει; (δ).
(3) «Με την έννοια του, Δεν θα δοθεί. Είναι χαρακτηριστικό αυτό της εβραϊκής διαλέκτου» (Ζ). Η πρόταση αυτή με το εἰ είναι ελλειπτική και υπονοείται έξω από την πρόταση το «να αποδειχτώ ψεύτης, αν γίνει αυτό ή εκείνο» (δ). Ήθελαν θαύμα της δικής τους εκλογής και αρέσκειας. Περιφρονούσαν τα θαύματα εκείνα με τα οποία ανακουφίζονταν οι θλιμμένοι και άρρωστοι και αξίωναν ένα θαύμα που θα ικανοποιούσε την εγωιστική περιέργειά τους. Αλλά αρμόζει οι αποδείξεις της θείας αποκάλυψης να εκλέγονται από την σοφία του Θεού και όχι από την ανοησία και την φαντασία των ανθρώπων. Η απόδειξη που παρέχεται από το Θεό είναι επαρκής και ικανοποιεί τις απροκατάληπτες διάνοιες και δεν αποβλέπει στην τέρψη της μάταιης ιδιοτροπίας αυτών που δύσκολα πείθονται.
(4) Ήταν εποχή γεμάτη με θαύματα, ήταν η περίοδος της ενανθρώπησης. Και όμως οι αρχηγοί τους ζητούσαν θαύματα και αρνούνταν να πιστέψουν (γ).
8.13 Καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς(1) εἰς τὸ πλοῖον ἀπῆλθε πάλιν.
13 Τους άφησε στο πλοιάριο και έφυγε πάλι
(1) «Από όσους απομακρύνονται από το Θεό, απομακρύνεται και ο Θεός. Αυτό συμβόλιζε η αναχώρηση» (β). Γραφή στα χειρόγραφα που αποδίδει πιο σωστά το νόημα είναι η: Και αφείς αυτούς πάλιν εμβάς απήλθεν εις το πέραν.
8.14 Καὶ ἐπελάθοντο(1) λαβεῖν ἄρτους, καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον(2) οὐκ εἶχον μεθ᾿ ἑαυτῶν(3) ἐν τῷ πλοίῳ.
14 Οι μαθητές ξέχασαν να πάρουν μαζί τους τρόφιμα. Εκτός από ένα ψωμί δεν είχαν τίποτε άλλο μαζί τους στο πλοιάριο.
(1) Πιθανώς η λησμοσύνη αυτή οφειλόταν στο εσπευσμένο της αναχώρησής τους (σ).
(2) Μόνο ο Μάρκος αναφέρει ότι είχαν ένα ψωμί, μαθαίνοντας αυτό, όπως φαίνεται, από παράδοση του Πέτρου (δ).
(3) Εννοείται άρτους ή κάτι άλλο για τροφή (δ).
8.15 καὶ διεστέλλετο(1) αὐτοῖς λέγων· ὁρᾶτε, βλέπετε(2) ἀπὸ τῆς ζύμης(3) τῶν Φαρισαίων(4) καὶ τῆς ζύμης Ἡρῴδου(5).
15 Ο Ιησούς τους πρότρεπε λέγοντας: «Να προφυλάγεστε και να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων κι από το προζύμι του Ηρώδη».
(1) «Με την έννοια του: πρόσταξε» (Ζ).
(2) «Είναι λεκτική αναδίπλωση, που φανερώνει μεγαλύτερη ένταση της διαταγής» (Ζμ). Με το ασύνδετο συντακτικό σχήμα: οράτε, βλέπετε, καθιστά ζωηρότερο τον λόγο· και τα δύο, λοιπόν, ρήματα σημαίνουν: ανοίξτε τα μάτια σας και προσέχετε (δ).
(3) «Ζύμη, βεβαίως, ονομάζει την διδασκαλία των Φαρισαίων και Ηρωδιανών επειδή βρωμούσε και ήταν γεμάτη από παλαιά κακία» (Θφ). Οι κακές αρχές και συνήθειες συγκρίνονται με ζύμη. Διεισδύουν, μεταδίδονται, αφομοιώνουν και ξυνίζουν όπως η ζύμη. Οπουδήποτε μπουν, προκαλούν ζύμωση.
(4) Η ζύμη των Φαρισαίων ήταν το γενικό πνεύμα τους που περιλάμβανε υποκρισία, επίδειξη, αλαζονεία, τύπους νεκρούς και στερημένους της ουσίας, μικρότητα και τα παρόμοια, εδώ όμως ιδιαίτερα είναι η τύφλωσή τους, που τους ωθούσε να ζητούν θαύματα (γ). Καθορίζεται η ζύμη αυτή στο Λουκ. ιβ 1 ως θρησκευτικός τυπικισμός, υποκρισία (σ). Από τους υποκριτές λοιπόν και οι μαθητές τότε και κάθε πιστός σήμερα διατρέχει μεγάλο κίνδυνο. Διότι απέναντι σε εκείνους, οι οποίοι είναι φανερά και ξεκάθαρα κακοί, εύκολα λαμβάνει κάποιος προφυλακτικά μέσα. Από τους καλυπτόμενους όμως κάτω από το προσωπείο της ευσέβειας και αρετής, δεν είναι δύσκολο να εξαπατηθεί.
(5) Η ζύμη του Ηρώδη ήταν η κοσμικότητα. Οι Ηρώδες ήταν, ομολογουμένως, Ιουδαίοι που ζητούσαν να αναμίξουν τον ιουδαϊσμό με έθιμα εθνικά (γ).
8.16 Καὶ διελογίζοντο πρὸς ἀλλήλους(1) λέγοντες ὅτι(2) ἄρτους οὐκ ἔχομεν(3).
16 Εκείνοι σκέφτονταν κι έλεγαν μεταξύ τους πως αυτό το λέει γιατί δεν έχουν ψωμιά.
(1) Ακριβέστερα· άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους (σ). Ο ένας έλεγε: Εξαιτίας σας δεν πήραμε ψωμιά· και ο άλλος ισχυριζόταν: Εξαιτίας σας η προμήθειά μας υπήρξε ανεπαρκής. Έτσι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο Θεό και η ολιγοπιστία γίνεται αιτία οι μαθητές του Χριστού να ερίζουν μεταξύ τους.
(2) Το «ότι» πρέπει να εξηγηθεί και εδώ αιτιολογικά όπως και στον Ματθαίο=Λέει αυτά ο Κύριος, διότι δεν έχουμε άρτους (δ).
(3) Οι μαθητές πήραν την προτροπή του Ιησού ότι αποτρέπει από το να ζητήσουν άρτο από κάποιον Φαρισαίο, διότι η ζύμη του οίκου των Φαρισαίων ήταν μολυσμένη και ότι εφιστά την προσοχή τους, να προμηθευτούν άρτο από πιστό Ισραηλίτη, που δεν είναι με το μέρος ούτε των Φαρισαίων ούτε του Ηρώδη.
8.17 Καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε(1) ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε(2); ἔτι πεπωρωμένην(3) ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν;
17 Ο Ιησούς κατάλαβε και τους λέει: «Γιατί σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε και δεν μπαίνετε στο νόημα; Τόσο πορωμένη είναι η καρδιά σας;
(1) Οι ερωτήσεις έχουν μέσα τους έναν τόνο μομφής (σ).
(2) Από όσα τον είχαν δει να ενεργεί, για να διαθρέψει τις τόσες χιλιάδες, θα έπρεπε να είχαν διδαχτεί, ότι έπρεπε να τον εμπιστεύονται και να μην αφήνουν τις διάνοιές τους να ασχολούνται με την παράλειψη να προμηθευτούν άρτους (σ). «Έπρεπε, λέει, ενθυμούμενοι εσείς όσα ήδη έγιναν, ούτε εσείς οι ίδιοι να απορείτε για ψωμιά, αν δεν έχετε, ούτε να νομίζετε ότι εγώ, σάς μιλώ για αυτό (το υλικό ψωμί). Διότι δεν θα μου ήταν δύσκολο ομοίως και τώρα να φέρω στη μέση άρτους, που δεν υπάρχουν, και να ικανοποιήσω την ανάγκη σας. Πώς, λοιπόν, δεν καταλαβαίνετε ακόμη;» (β).
(3) Ακόμη έχετε διάνοια που στερείται την ικανότητα να κατανοεί (g)· έχετε την αντίληψή σας εξασθενημένη (γ). «Αυτά, βεβαίως, τα λέει, ανεβάζοντας λίγο-λίγο το επίπεδο των μαθητών στο να κατανοούν και να πιστεύουν» (β).
8.18 ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε(1), καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε(2); καὶ οὐ μνημονεύετε(3);
18 Παρ’ όλο που έχετε μάτια δε βλέπετε και παρ’ όλο που έχετε αυτιά δεν ακούτε; Τίποτα δε θυμάστε;
(1) Ενώ έχετε μάτια, με τα οποία είδατε τα θαύματα της διατροφής, δεν βλέπετε, δεν καταλαβαίνετε δηλαδή, ότι έχω τη δύναμη σε μία ανάγκη να σας προμηθεύσω άρτο, ώστε να μην απασχολείστε τώρα και μεριμνάτε για τροφή;
(2) Και ενώ έχετε αυτιά «δεν ακούτε για όσα διδάσκω;» (Ζ), ώστε, ενώ ακούτε τώρα να μιλώ για τη ζύμη των Φαρισαίων, να καταλαβαίνετε, ότι δεν μιλώ για υλική ζύμη;
(3) Πιο σωστή είναι η στίξη με κόμμα, ώστε το «μνημονεύετε» να συνδεθεί στη συνέχεια με τον επόμενο στίχο=Και δεν θυμάστε, όταν έκοψα τους 5 άρτους στους 5 χιλιάδες πόσα κοφίνια πήρατε;
8.19 ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ(1) πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε; λέγουσιν αὐτῶ· δώδεκα(2).
19 Όταν μοίρασα τα πέντε ψωμιά στους πέντε χιλιάδες ανθρώπους, πόσα κοφίνια γεμάτα περισσέμματα μαζέψατε;» «Δώδεκα», του λένε.
(1) Παλαιότερη γραφή: εις τους πεντακισχιλίους, πόσους κοφίνους…
(2) Ο Μάρκος εδώ έχει και την απάντηση των μαθητών στο «πόσα κοφίνια… σηκώσατε», καθιστώντας ζωηρότερο τον λόγο με τον διάλογο (δ).
8.20 Ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ(1) εἰς τοὺς τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων(2) ἤρατε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά(3).
20 «Όταν μοίρασα τα εφτά ψωμιά στους τέσσερις χιλιάδες, πόσα καλάθια γεμάτα περισσέμματα μαζέψατε;» «Εφτά» του απαντούν.
(1) Τους επτά, εννοείται έξω από το κείμενο: έκοψα.
(2) Γεμίσατε από κλάσματα, δηλαδή τεμάχια των άρτων (δ).
(3) Τα περισσεύματα τότε εκείνα τα οποία μεταφέρθηκαν από τους μαθητές, απέβλεπαν στο να καταστήσουν ζωηρή σε αυτούς την ανάμνηση του ελέους του Θεού που εκδηλώθηκε στις ερημιές, όπως και άλλοτε η, στην κιβωτό διατηρούμενη, στάμνα του μάννα (Εξοδ. ιστ 32). Και η τροφή εκείνη, που τόσο πλούσια δόθηκε για τη διατροφή των σωμάτων τους, αποσκοπούσε να καταστεί και τροφή της πίστης τους, η οποία έπρεπε να εκδηλωθεί ζωντανή τώρα, που δεν είχαν πάρει μαζί τους άρτους. Θα ήταν μεγάλη ενίσχυση για μας, εάν θυμόμασταν «ημέρες αρχαίες» και μελετούσαμε τα όσα σε αυτές γνωρίσαμε και είδαμε έργα της δύναμης και αγαθότητας του Κυρίου μας Ιησού.
8.21 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· οὔπω συνίετε(1);
21 «Ακόμη δεν καταλαβαίνετε;» τους λέει.
(1) Θέτει και πάλι το ερώτημα που από την αρχή προβλήθηκε, προκαλώντας αυτούς σε βαθύτερη σκέψη. Είναι χαρακτηριστικό και αυτό της μεθόδου της διδασκαλίας του Κυρίου· να διεγείρει δηλαδή την διάνοια σε αναζήτηση της αλήθειας (σ). Δεν λέει προς αυτούς ξεκάθαρα τι εννοούσε, αλλά επαναλαμβάνει ό,τι είπε, ελέγχοντας συγχρόνως την πλάνη και παρανόησή τους. Έτσι υποχρέωσε αυτούς να σκεφτούν βαθύτερα και με τη σύγκριση με άλλα λόγια του, να εξακριβώσουν μόνοι τους την ακριβή έννοια των λεγομένων. Εκείνες οι αλήθειες γίνονται μόνιμο κτήμα μας και για αυτό και πολύτιμος και αναφαίρετος θησαυρός μας, τις οποίες με βαθύτερη μελέτη και επανόρθωση προηγούμενης πλάνης μας, κατανοούμε και κάνουμε δικές μας. Δεν καταλαβαίνετε ακόμη για τι μιλώ; Όταν λοιπόν έθεσε το ερώτημα αυτό ο Κύριος και προκάλεσε τη σκέψη τους, τότε ακολούθησε αυτό που γράφει ο Ματθαίος, ότι «κατάλαβαν… να προσέχουν από τη διδαχή των Φαρισαίων» (Ματθ. ιστ 12).
Στίχ . 22-26. Θεραπεία του τυφλού της Βηθσαϊδά.
8.22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά(1). καὶ φέρουσιν(2) αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται.
22 Όταν ήρθε ο Ιησούς στη Βηθσαϊδά, του φέρνουν έναν τυφλό και τον παρακαλούσαν να τον αγγίξει.
(1) Το θαύμα αυτό αναφέρεται από μόνο τον Μάρκο. Ποια είναι αυτή η Βηθσαϊδά; Εφόσον ο Ιησούς προχώρησε από την Βηθσαϊδά στις πόλεις Καισαρείας του Φιλίππου, όπως βλέπουμε, από την μετά το θαύμα αυτό συνέχεια της αφήγησης του Μάρκου (στίχος 27) πρόκειται για την Βηθσαϊδά Ιουλιάδος στη βορειοανατολική όχθη της λίμνης (σ). Εφόσον όμως σύμφωνα με το στίχο 10 ο Κύριος ήλθε στα μέρη Δαλμανουθά, στη δυτική δηλαδή όχθη της Γαλιλαίας, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι πρόκειται για την άλλη αντίστοιχη Βηθσαϊδά, την πατρίδα του Πέτρου (δ). Αλλά από τον στίχο 10 φαίνεται ότι ο Κύριος μπήκε από την δυτική όχθη και πάλι στο πλοίο.
(2) Αυτός ο ίδιος ο τυφλός δεν φαίνεται να είχε γνώση για τον Ιησού (b). Εδώ λοιπόν φαίνεται η πίστη εκείνων, οι οποίοι έφεραν τον τυφλό στον Ιησού. Ο ίδιος ο τυφλός, όμως, δεν φαίνεται να έχει τον πόθο εκείνον ή την ελπίδα για τη θεραπεία του, την οποία επέδειξαν άλλοι τυφλοί που θεραπεύτηκαν από τον Κύριο. Εάν οι πνευματικά τυφλοί δεν προσεύχονται για τους εαυτούς τους, ας δέονται για αυτούς οι φίλοι τους και οι συγγενείς τους, να ευδοκήσει ο Κύριος να τους ακουμπήσει.
8.23 Καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς(1) τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης(2), καὶ πτύσας(3) εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας(4) αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτὸν εἴ τι βλέπει(5).
23 Έπιασε ο Ιησούς τον τυφλό από το χέρι και τον έφερε έξω από το χωριό. Έβαλε σάλιο στα μάτια του, ακούμπησε τα χέρια πάνω του και τον ρώτησε αν βλέπει τίποτε.
(1) Ο ίδιος ο Ιησούς οδηγεί από το χέρι τον τυφλό στο δρόμο, παρέχοντας παράδειγμα της μεγάλης του ταπείνωσης (b). Ουδέποτε φτωχός τυφλός ευτύχησε να έχει τέτοιο οδηγό. Μόνος ο Ιησούς με θαυμαστή συγκατάβαση οδηγεί αυτόν, διδάσκοντάς μας να είμαστε όπως ο Ιώβ μάτια των τυφλών. Δες Ιώβ κθ 15.
(2) Τον έβγαλε έξω από το χωριό ή διότι «δεν ήταν οι κάτοικοι αυτού του χωριού άξιοι να δουν να γίνεται αυτό το θαύμα. Διότι, αν και είχαν δει πολλά άλλα, είχαν μείνει άπιστοι» (Ζ) ή, πιο πιθανή ερμηνεία, ο Ιησούς κατά την περίοδο αυτή της δημόσιας δράσης του φαίνεται να παίρνει ειδικές προφυλάξεις εναντίον της δημοσιότητας, η οποία μπορούσε να ματαιώσει το σχέδιό του ή να προκαλέσει τον πρόωρο θάνατό του (σ). Δεν ήταν πλέον η περίοδος των θαυμάτων του, ούτε της δημόσιας διδασκαλίας του, αλλά η τελευταία περίοδος της δράσης του, κατά την οποία, αφού αποχώρησε μαζί με τους μαθητές, κατάρτιζε κατ’ ιδίαν αυτούς (γ).
(3) Ζητά να διεγείρει την πίστη του τυφλού μιας και δεν πλησίασε από μόνος του τον Σωτήρα (σ). Για αυτό φτύνει, από τη μία, και βάζει πάνω του τα χέρια, από την άλλη. Μεταχειρίζεται παρόμοια σημάδια με αυτά κατά την ίαση του κωφαλάλου και με αυτά δίνει στον τυφλό να αντιληφθεί, τι πρόκειται να εργαστεί σε αυτόν (γ). Η χρήση του πτύσματος ήταν συνηθισμένη στην αρχαιότητα και παρόμοια θεραπεία αποδίδεται και στον αυτοκράτορα Βεσπασιανό (Suetonius Vita c. 7)(σ). Εφόσον λοιπόν το πτύσμα χρησιμοποιούνταν και για θεραπευτικούς σκοπούς, αντιλαμβανόταν με αυτό ο τυφλός, τι επρόκειτο ο Ιησούς να ενεργήσει πάνω του και υποβοηθούνταν στην απιστία του για ενίσχυση της πίστης του.
(4) Και τα δύο αυτά (πτύσμα και άπλωμα των χεριών πάνω του) ήταν φορείς της θαυματουργικής θείας του δύναμης (δ). Και το πτύσμα συμβόλιζε το κολλύριο, με το οποίο ο Χριστός χρίει τα μάτια των πνευματικά τυφλών «για να βλέπουν» (Αποκ. γ 18).
(5) Παλαιότερη γραφή: «ει τι βλέπεις;» πιο ζωντανή κατ’ ευθείαν ερώτηση.
8.24 Καὶ ἀναβλέψας(1) ἔλεγε· βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα(2) περιπατοῦντας(3).
24 Εκείνος, αρχίζοντας να ξαναβρίσκει το φως του, είπε: «Βλέπω τους ανθρώπους· τους βλέπω όμως σαν δέντρα που περπατούν».
(1) Το αναβλέψας εδώ σημαίνει το πρώτο αμυδρό άνοιγμα των ματιών (δ). «Ο τυφλός δεν είχε τέλεια την πίστη, για αυτό δεν τον κάνει να δει αμέσως, αλλά λίγο λίγο, επειδή δεν είχε ολόκληρη την πίστη· διότι οι θεραπείες γίνονται ανάλογα με την πίστη» (Θφ). «Για αυτό και τον ρώτησε αν βλέπει κάτι, έτσι ώστε, αφού δει λίγο, από την μικρή όραση να πιστέψει τελειότερα και να θεραπευτεί τελειότερα· διότι είναι σοφός γιατρός» (Ζ). «Σχεδόν, δηλαδή, τίποτα άλλο δεν του λέει με αυτά τα λόγια, παρά το: σύμφωνα με την πίστη σου ας γίνει σε σένα. Επειδή έλεγξε την ατέλεια της πίστης του» (β).
(2) «Επειδή ήταν αμυδρή η όραση» (Ζ). Έβλεπε να κινούνται γύρω του κάποιες μορφές, δεν είχε όμως την δύναμη να διακρίνει το σχήμα ή το μέγεθός τους και τα επί μέρους χαρακτηριστικά τους. Του φαίνονταν ως δέντρα λόγω του ύψους τους, αλλά ως άνθρωποι λόγω της κίνησής τους (σ). Η ανικανότητα όμως αυτή της όρασης να διακρίνει λεπτομερώς και με ακρίβεια δεν προερχόταν από σύγχυση των ιδεών του λόγω της προηγούμενής του τύφλωσης, αλλά οφειλόταν στο ατελές της θεραπείας (γ). Υπάρχει και η γραφή «βλέπω τους ανθρώπους, ότι ως δένδρα ορώ περιπατούντας»=Μάλιστα βλέπω τους ανθρώπους, διότι βλέπω κάποια αντικείμενα σαν δένδρα, που περπατούν. Απόδειξη του ότι βλέπω τους ανθρώπους, είναι ότι σαν δένδρα…
(3) Το ότι ο τυφλός λέει για δένδρα και ανθρώπους σε συνδυασμό με το ρήμα «αποκαταστάθηκε» του ακόλουθου στίχου, υποδηλώνει, ότι άλλοτε είχε την όρασή του και δεν ήταν εκ γενετής τυφλός (σ).
8.25 Εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ(1) καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι(2), καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἐνέβλεψε(3) τηλαυγῶς(4) ἅπαντας.
25 Ύστερα πάλι έβαλε τα χέρια του ο Ιησούς στα μάτια του τυφλού και τον έκανε να βλέπει καθαρά. Η όρασή του αποκαταστάθηκε τελείως και τους έβλεπε όλους ξεκάθαρα.
(1) Έτσι βαθμιαίο υπήρξε το έργο της αποκατάστασης της όρασης. Απαιτούνταν χρόνος και επαφή των χεριών του Κυρίου, για να συγκεντρωθεί η προσοχή του ασθενούς στο έργο που τελούνταν υπερφυσικά (σ). Έτσι ο Χριστός ήθελε να δείξει και με ποιο τρόπο θεραπεύονται με τη χάρη του και οι πνευματικά τυφλοί. Αρχικά η γνώση τους είναι συγκεχυμένη. Βλέπουν τους ανθρώπους ως δένδρα. Αλλά όπως το φως του πρωϊνού φωτίζει όλο και περισσότερο έως ότου λάμψει πλήρης η ημέρα, έτσι και σε αυτούς ο φωτισμός βαθμιαία αυξάνει έως ότου δουν τελείως.
(2) «Πάλι έβαζε τα χέρια του πάνω στα μάτια, οδηγώντας τον σε αύξηση της πίστεως από την προηγούμενη αίσθηση που του συνέβη» (β). «Η αύξηση λοιπόν της πίστης, τού προξένησε αύξηση της υγείας» (Ζ). Παλαιότερη γραφή: «και διέβλεψε» αντί για το «και εποίησεν αυτόν αναβλέψαι».
(3) Το ρήμα σημαίνει την πράξη της προσήλωσης των ματιών σε κάποιο αντικείμενο, ώστε να συλλάβουν αυτά πλήρη και με ακρίβεια την εικόνα του και να διακρίνουν αυτό εξ’ ολοκλήρου.
(4) Υπάρχει και η γραφή: δηλαυγώς, από το δήλος και αυγή=όραση καθαρή και διαυγή. Το τηλαυγώς=από μακριά τους είδε όλους φωτεινά.
8.26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων· μηδὲ εἰς τὴν κώμην(1) εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ κώμῃ(2).
26 Τότε ο Ιησούς τον έστειλε σπίτι του λέγοντας: «Ούτε στο χωριό να μπεις ούτε να πεις τίποτα σε κανέναν εκεί».
(1) Ο άνθρωπος δεν καταγόταν από το κοντινό χωριό. Οδηγήθηκε στον Ιησού είτε από άλλο χωριό είτε από κάποια αγροτική κατοικία (σ).
(2) Ή «λόγω της απιστίας τους» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, διότι ο Κύριος κατά την εποχή αυτή επιζητεί να αποφύγει την διέγερση του λαϊκού ενθουσιασμού, ο οποίος μπορούσε να παραβλάψει το σχέδιο της δράσης του (σ). Οι μεγαλογράμματοι αλεξανδρινοί κώδικες παραλείπουν το «μηδέ είπης τινί εν τη κώμη».
Στίχ . 27-30. Ο Πέτρος ομολογεί την πίστη του περί του Χριστού.
8.27 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου(1)· καὶ ἐν τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς(2) αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι(3);
27 Ο Ιησούς και οι μαθητές του βγήκαν στα χωριά της Καισάρειας του Φιλίππου. Καθώς περπατούσαν, ρώτησε τους μαθητές του: «Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι;»
(1) Δες και Ματθ. ιστ 12-23 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Προχωρεί τώρα ο Κύριος προς την Καισάρεια του Φιλίππου στους πρόποδες του όρους Ερμών, χώρα την οποία μέχρι τότε δεν είχε επισκεφτεί (γ). Η περιφέρεια αυτή ήταν απομακρυσμένη και σε αυτήν μπορούσε να βρει την ησυχία από την αποχώρηση, την οποία αλλού μάταια θα αναζητούσε. Η αντίθεση των Ιουδαίων αρχόντων φούντωνε όλο και περισσότερο και οι ημέρες του πάθους ολοένα πλησίαζαν. Βρήκε λοιπόν εδώ την ευκαιρία να συζητήσει με τους μαθητές του θέματα που αναφέρονταν στο πρόσωπό του και στο πάθος του. Η οδός την οποία ακολουθούσε, έφερε αυτόν σε ένα από τα πιο αξιόλογα τμήματα της αγίας γης, όπου βαθιές έρημοι περιτειχιζόμενες στα βόρεια από το όρος Ερμών, παρουσιάζουν τη φύση μεγαλειώδη (σ).
(2) Για πρώτη φορά θέτει κατά τρόπο άμεσο για τον εαυτό του τέτοιο ερώτημα στους 12. Σύμφωνα με τον Λουκά προετοιμάστηκε με προσευχή ο Κύριος πριν θέσει το κρίσιμο αυτό ερώτημα (Λουκ. θ 18). Και πριν επιχειρήσει την πρώτη του περιοδεία του στις συναγωγές της Γαλιλαίας πάλι προσευχήθηκε (Μάρκ. α 35), όπως και πριν την εκλογή των 12 (Λουκ. στ 12)(σ). Ρωτά όχι τι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι φρονούσαν για αυτόν, διότι αυτοί ήταν προκατειλημμένοι εναντίον του και τον θεωρούσαν συνεργό του Σατανά. Αναφέρεται στο τι φρονούσε για αυτόν ο λαός, τον οποίο οι Φαρισαίοι περιφρονούσαν. Και έθεσε το ερώτημα αυτό όχι αγνοώντας, διότι αυτός ως καρδιογνώστης γνώριζε και τι ο λαός σκεφτόταν, πολύ περισσότερο τι ο λαός έλεγε. Ούτε ρωτά διότι επιθυμεί να ακούσει τους επαίνους του λαού για αυτόν, αλλά μεταξύ των άλλων και διότι θέλει από την αναγνωρισμένη στο λαό επιτυχία του κηρύγματός του να καταστήσει προσεκτικούς τους μαθητές, ώστε και αυτοί κατά την μελλοντική δράση τους, τέτοιους καρπούς να αποκομίσουν από το λαό. Και εμείς λοιπόν παρόλο που πολύ λίγο πρέπει να λογαριάζουμε το να κριθούμε από ανθρώπους, αφού είμαστε υπόλογοι ενώπιον του Θεού, παρ’ όλα αυτά μερικές φορές καλό είναι να γνωρίζουμε τι λέει για μας ο λαός, όχι ζητώντας την δική μας δόξα, αλλά για να ακούσουμε τις ελλείψεις μας και τα σφάλματά μας και να παρακινηθούμε για διόρθωσή μας.
(3) Ο Ιησούς είχε αποφύγει μέχρι τώρα να προβάλλει σαφώς και κατηγορηματικά τις αξιώσεις του για το μεσσιακό αξίωμα, διότι οι ιδέες του λαού για το αξίωμα αυτό ήταν τελείως υλιστικές και έρχονταν σε αντίθεση με την αληθινή αντίληψη περί Μεσσία. Ένα λαϊκό, επομένως, κίνημα των Γαλιλαίων χωρικών, που θα προκαλούνταν από την εντύπωση, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας όπως τον περίμεναν και τον φαντάζονταν οι Ιουδαίοι, θα γινόταν σοβαρό, αν όχι και ολέθριο εμπόδιο στο έργο του (σ).
8.28 Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν(1), καὶ ἄλλοι Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ἕνα τῶν προφητῶν(2).
28 Εκείνοι του απάντησαν: «Λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι ότι είσαι ο Ηλίας, άλλοι ότι είσαι ένας από τους προφήτες».
(1) «Νόμιζαν, δηλαδή, οι πολλοί ότι αναστήθηκε ο Ιωάννης, όπως ακριβώς, βεβαίως, και ο Ηρώδης θεωρούσε, και ότι απέκτησε από την ανάσταση τη δυνατότητα να κάνει θαύματα· διότι όσο ζούσε ο Ιωάννης, δεν έκανε κανένα θαύμα» (Θφ).
(2) Όλος ο λαός είχε υψηλή ιδέα για αυτόν. Παρόλο που πολύ λίγοι είχαν την ορθή αντίληψη για αυτόν, όλοι όμως είχαν πειστεί, ότι ήταν έκτακτο πρόσωπο με θεία αποστολή. Πιθανώς θα αναγνωριζόταν γενικώς ως ο Μεσσίας, εάν δεν είχαν την πλανημένη ιδέα, ότι ο Μεσσίας θα ήταν επίγειος βασιλιάς. Παρά ταύτα διαπιστώνεται και από εδώ, ότι είναι δυνατόν να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον Χριστό και όμως να απέχει πολύ από την αλήθεια σχετικά με αυτόν και την σωστική πίστη. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι θα αποσταλούν για να τον κηρύξουν, πρέπει να εξετάζονται από πριν τι φρονούν για τον Ιησού. Διότι πώς μπορούν να είναι γνήσιοι του Ιησού διάκονοι, εάν τον αγνοούν ή πλανιούνται σχετικά με αυτόν; Και ο καθένας από εμάς πρέπει συχνά να θέτει στον εαυτό του το ερώτημα: Τι φρονώ για τον Ιησού; Είναι πολύτιμος για μένα ο Ιησούς; Είναι ο αγαπημένος της ψυχής μου; Είναι ο Λυτρωτής και Θεός μου;
8.29 Καὶ αὐτὸς λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς(1) δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστός(2).
29 «Εσείς ποιος λέτε ότι είμαι;» τους ρώτησε ο Ιησούς. Ο Πέτρος του αποκρίθηκε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας».
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Σχεδόν τους κατηγορεί με την δεύτερη ερώτηση, ώστε να φανταστούν κάτι ανώτερο για αυτόν και να μην συμπέσουν με τους πολλούς» (β). «Σχεδόν λέει το εξής, ότι, δηλαδή, εκείνοι μεν έτσι θεωρούν για εμένα πλανώμενοι, εσείς όμως πείτε κάτι άλλο» (Θφ).
(2) «Ομολογεί αυτόν ότι είναι ο Χριστός που ανήγγειλαν οι προφήτες» (Θφ). Αυτός που χρίστηκε από το Θεό για εγκαθίδρυση και θεμελίωση της μεσσιακής βασιλείας στο Ισραήλ (σ). «Το τι είπε ο Κύριος απαντώντας στην ομολογία του Πέτρου και το πώς τον μακάρισε, ο Μάρκος το παρέλειψε, για να μην φανεί ότι χαρίζεται στον Πέτρο, λέγοντας αυτά, επειδή ήταν (ο Πέτρος) δάσκαλός του (του Μάρκου)» (Θφ). «Διότι αυτά ο Πέτρος εύλογα είχε την αξίωση να αποσιωπηθούν· για αυτό και ο Μάρκος τα παρέλειψε αυτά· τα σχετικά, όμως, με την άρνησή του, τα κήρυξε σε όλους τους ανθρώπους» (Ευσεβίου Ευαγγελικ. απόδ. ΙΙΙ,5).
8.30 Καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ(1).
30 Τότε ο Ιησούς τους έδωσε αυστηρή διαταγή να μη μιλάνε σε κανέναν γι’ αυτόν.
(1) Ότι δηλαδή αυτός είναι ο Μεσσίας. «Διότι ήθελε να κρύβεται κάπως η ιδέα σχετικά με το πρόσωπό του» (Θφ), επειδή δεν είχαν ωριμάσει ακόμη τα πράγματα για γενική και δημόσια διακήρυξη, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας (σ). Μέσα στις επικρατούσες πλανημένες αντιλήψεις σχετικά με το μεσσιακό αξίωμα, μία τέτοια διακήρυξη θα απόβαινε καταστρεπτική. Θα έλθει μετά από λίγο ο καιρός για αυτήν την διακήρυξη, αλλά τότε θα επακολουθήσει μετά από αυτήν και η τραγωδία του τέλους της ζωής του Χριστού (γ). Αλλά τότε και οι αποδείξεις για το ότι αυτός «είναι ο θεάνθρωπος Μεσσίας θα συμπληρώνονταν. Και αυτοί θα γίνονταν ικανοί με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος πάνω τους, να το διακηρύξουν και να το υποστηρίξουν παντού. Τότε «ας ξέρει όλη η οικογένεια του Ισραήλ ότι ο Θεός έκανε αυτόν τον Ιησού και κύριο και Χριστό» (Πράξ. β 36).
Στίχ . 31-33. Ο Ιησούς προλέγει τον θάνατο και την ανάσταση του.
8.31 Καὶ ἤρξατο(1) διδάσκειν αὐτοὺς ὅτι δεῖ(2) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν, καὶ ἀποδοκιμασθῆναι(3) ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων(4) καὶ τῶν ἀρχιερέων(5) καὶ τῶν γραμματέων(6), καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀναστῆνα(7)ι·
31 Ο Ιησούς άρχισε να τους διδάσκει ότι πρέπει ο Υιός του Ανθρώπου να πάθει πολλά, να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, να θανατωθεί και μετά από τρεις ημέρες ν’ αναστηθεί.
8.32 καὶ παρρησίᾳ(8) τὸν λόγον ἐλάλει. καὶ προσλαβόμενος(9) αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν(10) αὐτῷ.
32 Τους έλεγε αυτά τα λόγια ξεκάθαρα. Ο Πέτρος τότε τον πήρε ιδιαιτέρως και άρχισε να τον μαλώνει.
(1) Εδώ το ρήμα σημαίνει πραγματική έναρξη, διότι πρόκειται για την διδασκαλία που για πρώτη φορά έγινε για το θέμα αυτό (γ). «Όταν πέτυχε το ότι αυτοί ομολόγησαν, ότι αυτός είναι ο αληθινός Χριστός, τότε αποκαλύπτει σε αυτούς και το μυστήριο του σταυρού, αν και όχι τελείως ξεκάθαρα· διότι ούτε και έτσι δεν κατάλαβαν τι λέει, ούτε κατανοούσαν τι σημαίνει το ότι θα αναστηθεί, αλλά νόμιζαν ότι είναι καλύτερο το να μην πάθει καθόλου» (Θφ). Έως τότε ο Κύριος δεν είχε θίξει με σαφήνεια το θέμα αυτό, επειδή οι μαθητές ήταν ασθενείς και δεν μπορούσαν να βαστάξουν μία τόσο παράδοξη και μελαγχολική αλήθεια. Αλλά τώρα ήταν περισσότερο ώριμοι στη γνώση και κάπως ισχυρότεροι στην πίστη. Ο Χριστός αποκαλύπτει το νου του στο λαό του βαθμιαία και φανερώνει σε αυτόν ό,τι αυτός μπορεί να βαστάξει και να δεχτεί. Όλες οι αλήθειες δεν πρέπει να λέγονται σε όλους σε κάθε καιρό, αλλά μόνο εκείνες, οι οποίες προσαρμόζονται στην παρούσα του καθενός κατάσταση. Οι ασθενέστεροι ας τρέφονται με γάλα. Την σοφία την λέμε στους τέλειους.
(2) δεῖ =είναι ανάγκη. Η ανάγκη αυτή προερχόταν πρώτον από την έχθρα των ανθρώπων, δεύτερον από την πνευματική φύση του έργου του, το οποίο απέκλειε τελείως το να αντιτάσσεται βία στη βία· και τρίτον από το προκαθορισμένο σχέδιο του Θεού, σύμφωνα με το οποίο ο θάνατος του Ιησού αποτελούσε το κεντρικό σημείο στην απολύτρωση (γ). Ο θάνατος «αυτός ορίστηκε από αυτόν που με εξουσία όρισε το πάθος για τον εαυτό του. Δεν είπε: αυτά και αυτά θα πάθει ο υιός του ανθρώπου, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος απλώς προφητεύοντας το λεγόμενο, αλλά με αυτήν την κουβέντα παρουσιάζει ως δόγμα, αυτό που οφείλει να γίνει σύμφωνα με κάποιον απόρρητο λόγο, με το να πει δηλαδή: Πρέπει…» (Γν). Οι προφητείες έδειχναν, ότι ο υιός του ανθρώπου θα έπασχε και έπρεπε αυτό να πραγματοποιηθεί ότι επαληθεύεται (σ). Ήταν αυτό αιώνια βουλή και συμφωνία. Είχε αποφασιστεί σε συμφωνία μεταξύ Πατρός και Υιού πριν φτιαχτεί ο κόσμος. Το πάθημά του λοιπόν δεν ήταν έκπληξη για αυτόν, δεν ερχόταν σε αυτόν σαν κάποια παγίδα απροσδόκητη, αλλά είχε σαφή και βέβαιη πρόβλεψη για αυτό. Και αυτό δοξάζει υπερβολικά την αγάπη του για μας.
(3) Αναφέρεται στην επίσημη αποδοκιμασία των αρχόντων. Δες την φράση στον ψαλμό ριζ 22 «Πέτρα την οποία αποδοκίμασαν» (σ). Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στη Γαλιλαία, θα αποδοκιμαζόταν από τους άρχοντες στο θρησκευτικό κέντρο του Ισραήλ. Στην Ιερουσαλήμ προσφέρονταν ως τότε όλες οι θυσίες. Εκεί και αυτός έπρεπε να πεθάνει, διότι ο θάνατός του είναι η ύψιστη και μόνη αληθινή θυσία.
(4) Πρεσβύτεροι ήταν ο γενικός όρος για δήλωση των μελών του συνεδρίου. Αλλά όταν χρησιμοποιείται, όπως εδώ, μαζί με τα ονόματα των τάξεων που περιλαμβάνονταν στο συνέδριο, σημαίνει τα άλλα μέλη, που δεν ανήκαν στις τάξεις αυτές (γ). Είναι λοιπόν τα μέλη του συνεδρίου, τα οποία ούτε αρχιερείς ήταν, ούτε γραμματείς (σ).
(5) Ανήκαν αυτοί στην ιερατική αριστοκρατία και ως επί το πλείστον ήταν Σαδδουκαίοι (σ).
(6) Οι εξ’ επαγγέλματος σπουδαστές και ειδήμονες του νόμου. Κατά το πλείστον ήταν Φαρισαίοι (σ). Αυτοί, οι οποίοι, πάνω από τους άλλους, θα έπρεπε να αναγνωρίσουν και να τιμήσουν τον Ιησού, αυτοί και σκληρότερα τον καταδίωξαν. Οι ειδήμονες του νόμου, που διακήρυτταν την ελπίδα της έλευσης του Μεσσία και διεκδικούσαν ιερό αξίωμα, θα μεταχειρίζονταν αυτόν τόσο βάρβαρα και άδικα. Πόσο εύκολα αυτοί που είναι κοντά στο θυσιαστήριο και οι εξ’ επαγγέλματος διδάσκαλοι της Γραφής, μπορούν να ξεπέσουν από τον προορισμό τους!
(7) Όταν μίλησε για τον σταυρό και την ντροπή του, μίλησε και για την ανάστασή του. Έτσι και εμείς προσβλέποντας στα παθήματά μας υπέρ του Χριστού, πρέπει να διαβλέπουμε δια μέσου αυτών και στις δόξες μετά από αυτά. Αν συμπάσχουμε μαζί με το Χριστό, τότε και θα συνδοξαστούμε και θα συμβασιλεύσουμε με αυτόν.
(8) «Έλεγε τον λόγο αυτόν φανερά και χωρίς να τον καλύπτει» (Ζ). Κάποιους υπαινιγμούς για το Πάθος είχε κάνει, όταν είπε, Γκρεμίστε αυτόν το ναό· όταν βεβαίωσε, ότι, Πρέπει να υψωθεί ο υιός του ανθρώπου· και όταν διακήρυξε ότι πρέπει να φάνε τη σάρκα του και να πιούν το αίμα του. Αλλά τώρα άρχισε να μιλά σαφώς και ξεκάθαρα για τον σταυρό του. Οι μαθητές παρόλο που είχαν προχωρήσει πέρα από τις πλανημένες ιδέες του λαού για τον Μεσσία, παρ’ όλα αυτά δεν είχαν απαλλαχτεί πλήρως από αυτές και τον ανέμεναν να έλθει με εξωτερική πομπή και μεγαλείο για να αποκαταστήσει τη βασιλεία στο Ισραήλ. Ο Χριστός λοιπόν διορθώνοντας τις πλανημένες αυτές ελπίδες μιλά για την κακομεταχείρισή του από τους άρχοντες και τον σταυρικό του θάνατο.
(9) «Με την έννοια: τους πήρε κατ’ ιδίαν» (Ζ). Πιθανώς ο Πέτρος υπερηφανεύτηκε κάπως από τις μεγάλες υποσχέσεις τις οποίες του έδωσε ο διδάσκαλος και οι οποίες αναφέρονται από τον Ματθαίο. Και έγινε τολμηρότερος απέναντι στον διδάσκαλο. Πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθούμε ταπεινοί ανάμεσα στις μεγάλες διακρίσεις και τιμές. Η γλώσσα του Πέτρου όμως μπορεί να χαρακτηριστεί και ως γλώσσα μεγάλης αγάπης προς τον διδάσκαλο, ο οποίος δεν ήταν απόμακρος, αλλά επέτρεπε και κάποια ελευθερία στους μαθητές απέναντί του.
(10) «Ο Πέτρος αρχίζει να τον κατηγορεί, ότι, τάχα, ρίχνει τον εαυτό του σε θάνατο, ενώ μπορούσε να μην πάθει τίποτα» (Θφ). Φαινόταν ο Χριστός να προλέγει ήττα, ενώ για τον Μεσσία αναμενόταν όχι ήττα, αλλά νίκη (γ).
8.33 Ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς(1) καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε(2) τῷ Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ(3)· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων(4).
33 Ο Ιησούς όμως στράφηκε στους μαθητές, τους κοίταξε και μάλωσε τον Πέτρο μ’ αυτά τα λόγια: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Δε σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι».
(1) Άλλο ζωηρό χαρακτηριστικό της αφήγησης του Μάρκου. Ο Ιησούς στρέφεται απότομα γύρω για να δει, μήπως και οι υπόλοιποι μαθητές αντιλήφθηκαν αυτό που έγινε (σ). Και όταν είδε το αποτέλεσμα σε αυτούς του διαβήματος του Πέτρου, μαλώνει τον Πέτρο ώστε να ακούσουν και αυτοί (γ). «Διότι, πράγματι, θέλησε να ακούσουν και εκείνοι το μάλωμα και να συνετιστούν, μιας και έπαθαν, αυτό ακριβώς που έπαθε ο Πέτρος» (Ζμ).
(2) «Δηλαδή επέπληξε (μάλωσε)» (Ζμ). Την ώρα που ο Πέτρος μαλώνει, αποκομίζει για τον εαυτό του μάλωμα (b).
(3) «Ο Κύριος δείχνοντας, ότι το πάθος του θα γίνει με σκοπό τη σωτηρία και ότι ο Σατανάς μόνος δεν θέλει αυτός να πάθει, για να μην σώσει τους ανθρώπους, ονομάζει τον Πέτρο σατανά, επειδή φρονεί τα του Σατανά και δεν θέλει να πάθει αυτός, αλλά πάει αντίθετα με αυτόν (τον Ιησού). Διότι η λέξη «σατανάς», ερμηνεύεται: αντικείμενος (αυτός που έρχεται σε αντίθεση)» (Θφ). Ο Πέτρος δημιουργεί πειρασμό στον Κύριο και έτσι παίζει τον ρόλο του Σατανά. Ο Ιησούς διαπιστώνει ότι ο Πέτρος δεν μιλά από μόνος του, αλλά το πονηρό πνεύμα μιλά μέσω αυτού (γ). Πριν λίγο ο Πέτρος είχε κάνει την ορθή ομολογία σχετικά με τον Χριστό. Ένας αγαθός και πιστός άνδρας είναι δυνατόν με απροσδόκητο πειρασμό να γίνει ανόμοιος και το τελείως αντίθετο με τον εαυτό του. Είναι πανούργα και λεπτή τέχνη του Σατανά, να μας πειράζει ανέλπιστα μέσω των καλύτερων και πιο αγαπητών μας φίλων. Έτσι επιτέθηκε στον Αδάμ μέσω της Εύας, στον Ιώβ μέσω της συζύγου του και στον Χριστό μέσω του Πέτρου. Ας γνωρίζουμε τις δόλιες επινοήσεις του εχθρού, για να προφυλαγόμαστε από την αμαρτία, από οπουδήποτε και αν μας επιτίθεται. Αυτοί που έχουν τα πνευματικά αισθητήρια ασκημένα, διακρίνουν αμέσως, όπως ο Κύριος εδώ, την φωνή του Σατανά, έστω και αν αυτός χρησιμοποιεί στόμα φίλου ή μαθητή ή και διακόνου του Χριστού για να τους αποπλανήσει. Δεν πρέπει να προσέχουμε ποιος μιλά, αλλά τι αυτός λέει. Οφείλουμε να μάθουμε να διακρίνουμε τη φωνή του Σατανά, όταν αυτή μιλά τόσο μέσω ενός αγίου όσο και με το στόμα του φιδιού. Να είμαστε μάλιστα έτοιμοι να αποδοκιμάσουμε με αποστροφή τα λόγια και του πιο αγαπημένου και αξιόπιστου φίλου, όταν μας απομακρύνουν από το θείο θέλημα, οσοδήποτε και αν έχουν το χρώμα του ενδιαφέροντος για εμάς και της αγάπης σε εμάς.
(4) Δεν έκρινε ο Πέτρος τα πράγματα, όπως ο Θεός απέβλεπε σε αυτά, αλλά όπως οι άνθρωποι της σάρκας θα σκέφτονταν για αυτά (γ). «Είπε ότι ο Πέτρος φρονεί τα των ανθρώπων, επειδή, φρονώντας κάποια ταπεινά και σαρκικά πράγματα, ήθελε να βρίσκεται σε άνεση ο Κύριος και να μην σταυρωθεί… για τη σωτηρία του κόσμου» (Θφ). Ο Πέτρος μίλησε ως άνθρωπος αγνοώντας το θέλημα και τα σωτήρια σχέδια του Θεού και το καθήκον που αυτά επέβαλλαν. Δεν αντιλαμβανόταν, ότι ο θάνατος του Κυρίου ήταν αναγκαίος για την δόξα του Θεού, την καταστροφή του Σατανά και την σωτηρία του ανθρώπου και ότι ο αρχηγός της σωτηρίας μας έπρεπε να τελειοποιηθεί μέσω παθημάτων, για να οδηγήσει πολλά παιδιά του στη δόξα. Όφειλε επίσης να είναι προσεκτικότερος στα λόγια του, εφόσον είχε τόσες αποδείξεις της δύναμης και της σοφίας του Χριστού. Θα μπορούσε ο ισχυρότερος από τους εχθρούς να εξαναγκάσει σε θάνατο αυτόν που κυριαρχούσε πάνω στους ανέμους και τη θάλασσα και ανάσταινε τους νεκρούς από τον τάφο τους; Και θα διάλεγε η πηγή της σοφίας τον σταυρικό θάνατο, εάν δεν εύρισκε αυτόν αναγκαίο για την σωτηρία του κόσμου; Ο σταυρός του Χριστού, το μέγιστο δείγμα της δύναμης και σοφίας του Θεού, όπως εδώ για τον Πέτρο, είναι για άλλους μεν σκάνδαλο, για άλλους δε ανοησία.
Στίχ. 34-38. Η αυταπάρνηση και η σωτηρία της ψυχής.
8.34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον(1) σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει(2) ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν(3), ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν(4) καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(5), καὶ ἀκολουθείτω μοι(6).
34 Ο Ιησούς κάλεσε τότε τον κόσμο μαζί με τους μαθητές και τους είπε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί.
(1) Δες και Ματθ. ιστ 24-28 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Από αυτό φαίνεται, ότι παρά το ότι είχε αποχωρήσει σε τόπο άγνωστο και απομακρυσμένο, περικυκλωνόταν ο Ιησούς από πλήθος λαού. Από τα ακόλουθα επίσης λόγια μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι το πλήθος αυτό είχε κάποια γνώση για τον Ιησού (γ). «Επειδή ακριβώς ο Πέτρος τον μάλωσε που ήθελε να σταυρωθεί, προσκαλεί τον όχλο και στα αυτιά όλων.. λέει… ότι ούτε κάποιος άλλος θα σωθεί, εάν δεν πεθάνει για το καλό και την αλήθεια» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή: ει τις, που είναι πιο εκφραστική από την: όστις. «Πρόσεξε, όμως, ότι δεν είπε: Και αν ακόμη δεν θέλει κάποιος, ας πεθάνει· αλλά, όποιος θέλει. Κανέναν, δηλαδή, λέει, δεν εξαναγκάζω. Διότι καλώ σε καλά, όχι σε κακά, ώστε και να εξαναγκάσω. Επομένως, εάν κάποιος δεν θέλει, δεν είναι ούτε άξιος για αυτά» (Θφ). Φανερώνει αυτό ελεύθερη διάθεση και προθυμία και απόφαση σταθερή στην εκλογή αυτή. Πολλοί έγιναν μαθητές άλλων κατά τύχη ή από θέληση άλλων και όχι με ελεύθερη εκδήλωση της δικής τους θέλησης. Ο Χριστός όμως θέλει να αποτελείται ο λαός του από εθελοντές.
(3) Υπάρχει και η γραφή: ελθειν. Αλληγορική έκφραση για να δηλώσει το ότι γίνεται κάποιος μαθητής του Χριστού (γ). Όταν ο Χριστός κάλεσε τους μαθητές του, αυτό ήταν το παράγγελμά του προς αυτούς: Ακολούθησέ με. Αληθινός μαθητής του Χριστού είναι αυτός που τον ακολουθεί στο καθήκον, για να τον ακολουθήσει μαζί του και στην δόξα. Ο μαθητής του Χριστού δεν συμβουλεύει αυτόν, όπως επιχείρησε να πράξει ο Πέτρος λησμονώντας τη θέση του, αλλά ακολουθεί αυτόν όπως το πρόβατο τον ποιμένα, ο δούλος τον κύριο, ο στρατιώτης τον αξιωματικό του, έχοντας τους ίδιους σκοπούς, τους οποίους και ο Χριστός, την δόξα του Θεού δηλαδή, και συμμορφούμενος με την συμπεριφορά του Χριστού και «ακολουθώντας το αρνί όπου πάει» (Αποκ. ιδ 4).
(4) «Το τι, όμως, σημαίνει το να απαρνηθεί κάποιος τον εαυτό του, έτσι θα μπορούσαμε να το μάθουμε, εάν καταλάβουμε δηλαδή τι είναι το να αρνηθεί κάποιος έναν σύντροφο. Αυτός που αρνείται σύντροφο, αδελφό ίσως ή υπηρέτη ή πατέρα, ακόμη και αν τον δει να βασανίζεται, να φονεύεται, δεν γυρνά προς αυτόν, δεν συμπάσχει, αφού μια και καλή αποξενώθηκε από αυτόν. Έτσι λοιπόν θέλει και εμείς…» (Θφ), να αρνηθούμε όχι κάτι στους εαυτούς μας, αλλά τους εαυτούς μας εξ’ ολοκλήρου. Να παύσει ο καθένας να κάνει τον εαυτό του σκοπό της ζωής του και της ενέργειάς του και να ζει πλέον για την ωφέλεια της ανθρωπότητας και με πλήρη υποταγή στο Θεό (γ). «Οφείλουμε να αρνιόμαστε τους εαυτούς μας και να λέμε, Δεν ζω πλέον εγώ» (Ω). «Να απαρνηθεί τον εαυτό του. Δηλαδή να μην έχει τίποτα κοινό με τον εαυτό του, αλλά να τον παραδίδει στους κινδύνους, στους αγώνες και τέτοια διάθεση να έχει για αυτά, σαν να τα παθαίνει άλλος» (β). Ο Πέτρος συμβούλευσε τον Χριστό να λυπηθεί τη ζωή του και ήταν έτοιμος και αυτός σε παρόμοια περίπτωση να ακολουθήσει την συμβουλή αυτήν. Αλλά ο Χριστός αξιώνει το αντίθετο απαιτώντας την αυταπάρνηση, με την οποία ακριβώς και τον ακολουθεί ο καθένας. Διότι η γέννηση και η ζωή και ο θάνατος του Χριστού υπήρξε συνεχής πράξη αυταπάρνησης και αδειάσματος του εαυτού του (Φιλιπ. β 7,8). Ο Διδάσκαλος έμαθε και εφάρμοσε αυτήν πριν από εμάς τόσο για τη σωτηρία μας, όσο και για διδασκαλία μας. Δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του. Είναι ο θεμελιώδης νόμος, για να γίνει κάποιος δεκτός στην σχολή του Ιησού και το πρώτο και μέγα μάθημα, το οποίο πρέπει κάποιος σε αυτήν να μάθει. Πρέπει να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας για το Χριστό, για το θέλημά του και για τη δόξα του. Πρέπει να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας για τους αδελφούς μας και για το καλό τους. Πρέπει να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας για τον εαυτό μας, αρνούμενοι τις ορέξεις του σώματος για την πρόοδο των ψυχών μας.
(5) «Το «να σηκώσει τον σταυρό του» φανερώνει πολλή υπερβολή, διότι, πράγματι είναι αυτό περισσότερο από εκείνο (το να απαρνηθεί τον εαυτό του)· πρέπει, δηλαδή, να απαρνηθεί μέχρι τέτοιου σημείου· μέχρι θανάτου και θανάτου ντροπιαστικού» (β). «Διότι θεωρούνταν ντροπιαστικός τότε ο σταυρός» (Θφ), «και ότι αυτό πρέπει να το κάνει όχι μία φορά ούτε δύο, αλλά για όλη τη ζωή» (β). Ο ύψιστος βαθμός της αυταπάρνησης, την οποία ο Ιησούς ζήτησε. Να απαρνηθεί κάποιος τον εαυτό του και μέχρι θανάτου. Ο κατάδικος κουβαλούσε τον σταυρό του στον τόπο της εκτέλεσης. Έτσι και ο ακόλουθος του Χριστού πρέπει να βγει στον τόπο του θανάτου (γ). Πρέπει να διακόψει οριστικά κάθε σχέση με τον παλαιό εαυτό του και να πάρει την απόφαση του θανάτου, έτοιμος σε κάθε στιγμή, γρήγορα ή αργά, να πεθάνει. Να συμμορφωθεί με το υπόδειγμα του εσταυρωμένου Ιησού και να υποταχτεί στο θέλημα του Θεού υπομένοντας όλες τις θλίψεις, οι οποίες υπονοούνται από τον σταυρό. Θλίψεις που στέλνονται από την θεία Πρόνοια, θλίψεις από διωγμούς υπέρ της δικαιοσύνης, κάθε στενοχώρια που μας συμβαίνει είτε στην εκτέλεση του αγαθού είτε στην αποφυγή του κακού. Τον σταυρό τ ο υ. Κάθε μαθητής του Χριστού έχει τον δικό του σταυρό και σε αυτόν πρέπει να υπολογίζει. Όπως ο καθένας έχει το ειδικό του καθήκον, έτσι έχει και ειδικό φορτίο θλίψεων, το οποίο οφείλει να βαστάξει. Σταυροί είναι ο κοινός κλήρος των παιδιών του Θεού, αλλά από αυτά έχει ο καθένας το από τη θεία Πρόνοια και Σοφία προκαθορισμένο μερίδιό του, κατάλληλο για την κατάστασή του. Δεν πρέπει εμείς να δημιουργούμε σταυρούς στους εαυτούς μας, αλλά να προσαρμοζόμαστε στους σταυρούς, τους οποίους ο Θεός όρισε για μας. Δεν πρέπει από προπέτεια ή αδιακρισία να βάζουμε σταυρούς πάνω στα κεφάλια μας, αλλά να αναλαμβάνουμε αυτούς, όταν παρουσιάζονται στην οδό μας. Και όχι απλώς σιωπηλοί και με σφιγμένα τα δόντια να υποβαλλόμαστε σε αυτούς, αλλά να σηκώνουμε αυτούς αποβλέποντας στην ωφέλεια από αυτούς. Δεν πρέπει ποτέ να λέμε: Αυτό είναι κακό και πρέπει να βαστάξω αυτό, διότι δεν μπορώ να πράξω αλλιώς. Αλλά να λέμε: αυτό είναι κακό και θα βαστάξω αυτό, διότι από αυτό θα προέλθει η ευτυχία μου.
(6) Ή, αποτελεί τρίτο παράγγελμα που είναι ξεχωριστό από τα δύο που προηγήθηκαν= «Επειδή, όμως, πολλοί σταυρώνονται επειδή είναι ληστές, προσθέτει ότι μετά από το να σταυρωθεί, πρέπει να έχει και την άλλη αρετή. Διότι αυτό σημαίνει το, Και ας με ακολουθεί» (Θφ). «Το οποίο έχει γίνει, αν ζει μέσα μας ο Χριστός» (Ω). Οι μαθητές του Χριστού οφείλουν να προσπαθούν, να μιμηθούν τον Διδάσκαλό τους και να συμμορφώσουν τους εαυτούς τους στο παράδειγμά του και να εξακολουθούν να πράττουν το αγαθό, οποιουσδήποτε σταυρούς και αν πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Οι άγιοι που πάσχουν ας έχουν το βλέμμα στον Ιησού και ας παίρνουν από αυτόν καθοδήγηση και ενίσχυση. Ή, δεν αποτελεί κάτι τρίτο που προστίθεται στην αυταπάρνηση και στο σήκωμα του σταυρού, αλλά επανάληψη του: να ακολουθεί πίσω μου.= Εάν κανείς πράγματι θέλει να με ακολουθήσει, τότε θα βρει τον δρόμο να με ακολουθήσει, όταν απαρνηθεί τον εαυτό του και σηκώσει τον σταυρό του (γ). Και οι δύο ερμηνείες είναι σοβαρές.
8.35 Ὅς γὰρ(1) ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν(2) αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει(3) αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου(4), οὗτος σώσει αὐτήν(5).
35 Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του θα τη χάσει· όποιος όμως χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει.
(1) «Επειδή φαινόταν ότι αυτό που πρόσταζε είναι βαρύ και σκληρό, το να παραδίδουν δηλαδή τον εαυτό τους σε θάνατο, λέει, ότι το αντίθετο μάλιστα, αυτό είναι φιλάνθρωπο. Διότι όποιος χάσει τη ζωή του… αυτός θα βρει την ψυχή του» (Θφ).
(2) Το παράδοξο σχήμα σε αυτό το χωρίο, συνίσταται στις δύο σημασίες της λέξης ψυχή. Στην μεν πρώτη πρόταση σημαίνει την σωματική ζωή, ενώ στη δεύτερη την αληθινή ζωή του πνεύματος (γ).
(3) Είναι δυνατόν να χαθεί η ψυχή και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για αυτό. Η ψυχή χάνεται όταν αιωνίως χωριστεί από το αγαθό για να απορριφθεί αιωνίως στο κακό· όταν χωριστεί από την αγάπη και εύνοια του Θεού για να βυθιστεί στην οργή του και την κατάρα του.
(4) «Δηλαδή για μένα και την διδασκαλία μου» (Ζμ).
(5) «Πρέπει να είμαστε παραταγμένοι (προετοιμασμένοι) για παντοτινό θάνατο. Διότι, πράγματι, και τώρα πρόκειται να ξαναφουντώσει πόλεμος φοβερός. Μη, λοιπόν, κάθεσαι μέσα, αλλά βγες έξω και πολέμα. Και αν πέσεις στη μάχη, τότε θα σωθείς. Διότι αν στους αισθητούς πολέμους, αυτός που είναι προετοιμασμένος για σφαγή, αυτός είναι πιο ικανός από τους άλλους και περισσότερο αυτός δεν φονεύεται και είναι πιο φοβερός στους εχθρούς, παρόλο που μετά τον θάνατο, δεν μπορεί να τον αναστήσει ο βασιλιάς, χάριν του οποίου πήρε τα όπλα· πολύ περισσότερο σε αυτούς τους πολέμους, που υπάρχουν τόσες πολλές ελπίδες ανάστασης. Αυτός που προβάλλει σε θάνατο τη ζωή του, θα την βρει» (β).
8.36 Τί γὰρ(1) ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον(2) ὅλον, καὶ ζημιωθῇ(3) τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;
36 Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει τη ζωή του;
(1) Υπάρχει και η γραφή: Τι γαρ ωφελεί άνθρωπον κερδησαι… και ζημιωθηναι. «Αυτός που φαίνεται ότι την κέρδισε, θα την χάσει, αυτός που δεν αντιστάθηκε σε καιρό μαρτυρίου. Διότι μη μου λες ότι, αλλά κέρδισε τη ζωή. Διότι, αν μαζί με αυτό βάλεις ότι και τον κόσμο όλο κέρδισε, δεν υπάρχει κανένα όφελος» (Θφ). Η αντίθεση στον παρόντα στίχο είναι όχι μεταξύ σωτηρίας της ψυχής και απώλειάς της, αλλά μεταξύ κόσμου που κερδήθηκε και ψυχής που χάθηκε (σ).
(2) Ο όρος «κόσμος» βρίσκεται εδώ όχι με την ειδική, όπως στο κατά Ιωάννην, έννοια, αλλά με τη γνωστή σημασία του υλικού, ορατού κόσμου ή του συστήματος των αγαθών, τα οποία ο κόσμος αυτός έχει να προσφέρει. Στον τρίτο πειρασμό του ο Κύριος προκλήθηκε να κερδίσει τον κόσμο απαρνούμενος την αποστολή του και διαρρηγνύοντας τις σχέσεις του με τον Πατέρα του (σ). Η ψυχή μας έχει μεγαλύτερη αξία για μας παρά όλα τα πλούτη, οι τιμές, οι απολαύσεις του παρόντος αιώνα. Είναι αυτό κρίση του Χριστού, ο οποίος είναι σε θέση πάνω από κάθε άλλον να κρίνει και να εκτιμά την αξία των ψυχών, διότι αυτός τις εξαγόρασε. Αυτός μπορεί να κρίνει και για την αξία του κόσμου, διότι αυτός τον δημιούργησε.
(3) Η λέξη εκφράζει απώλεια που επιβάλλεται σε κάποιον ως τιμωρία (σ). Η απώλεια της ψυχής είναι τόσο μεγάλη απώλεια, ώστε και με το να κερδίσει κάποιος τον κόσμο όλο, δεν μπορεί να ισοσταθμίσει αυτήν ή να την εξουδετερώσει. Εκείνος που χάνει την ψυχή του, και αν ακόμη κέρδισε τον κόσμο όλον, θα βρεθεί στο τέλος χρεωκοπημένος και χαμένος κατά τρόπο ανέκφραστο και σε βαθμό απερίγραπτο.
8.37 Ἢ(1) τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα(2) τῆς ψυχῆς(3) αὐτοῦ;
37 Τι μπορεί να δώσει ο άνθρωπος αντάλλαγμα για τη ζωή του;
(1) Υπάρχει και η γραφή: Τι γαρ δοῖ… . Η έννοια του όλου στίχου= Εάν ένας άνθρωπος ζημιωθεί την ψυχή του, με ποιο αντάλλαγμα θα μπορέσει να την εξαγοράσει; Η απώλεια δηλαδή θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Και το αμετάκλητο αυτό εκμηδενίζει ολοτελώς το κέρδος ολόκληρο του κόσμου (γ).
(2) «Διότι μήπως έχεις άλλη ψυχή να δώσεις αντί για την ψυχή σου; Διότι χρήματα ή σπίτι ή δούλους μπορείς να ανταλλάξεις. Αν χάσεις, όμως, ψυχή, δεν θα μπορέσεις να δώσεις πίσω άλλη ψυχή. Και που είναι το θαυμαστό, αν αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της ψυχής; Διότι και με το σώμα θα μπορούσε να δει κάποιος να γίνεται αυτό. Διότι και αν ακόμη φοράς αμέτρητα στέμματα, αλλά έχεις σώμα ασθενικό στη φύση και που δεν θεραπεύεται, δεν θα μπορέσεις δίνοντας όλη την βασιλεία να διορθώσεις αυτό» (β). «Από τη στιγμή, λοιπόν, που έχασε κάποιος την ψυχή του… και αν κερδίσει τον κόσμο όλο, δεν θα μπορέσει να δώσει αντάλλαγμα της χαμένης ψυχής. Διότι αυτή που έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού, είναι πιο τίμια από όλα τα σώματα. Ένας μόνος έχει μπορέσει να δώσει αντάλλαγμα της ψυχής μας που χάθηκε προηγουμένως, αυτός που μας αγόρασε με το δικό του τίμιο αίμα» (Ω).
(3) Εάν μετά το μέγα αντάλλαγμα και το πολύτιμο λύτρο, το οποίο πλήρωσε ο Χριστός για να εξαγοράσει τις ψυχές μας, παραμελήσουμε αυτές για να κερδίσουμε τον κόσμο, η απώλειά τους που θα ακολουθήσει, θα είναι ανεπανόρθωτη. «Δεν απομένει πλέον θυσία για αμαρτίες», ούτε κάποιο λύτρο για εξαγορά των ψυχών μας, «αλλά μας περιμένει φοβερή κρίση και τρομερή φωτιά, που θα καταφάει αυτούς που είναι αντίθετοι στο Θεό» (Εβρ. ι 26).
8.38 Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ(1) με(2) καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους(3) ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ(4) τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ(5), καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν(6) ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ(7) τοῦ πατρὸς αὐτοῦ(8) μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων(9).
38 Όποιος, ζώντας μέσα σ’ αυτή τη γενιά την άπιστη κι αμαρτωλή, ντραπεί για μένα και για τη διδασκαλία μου, θα ντραπεί γι’ αυτόν και ο Υιός του Ανθρώπου, όταν έρθει με όλη τη λαμπρότητα του Πατέρα του, μαζί με τους αγίους αγγέλους».
(1) «Όποιος ντραπεί να ομολογήσει εμένα ότι είμαι Θεός και να ομολογήσει ότι τα λόγια μου είναι λόγια Θεού, επειδή φαίνομαι ασήμαντος μιας και έγινα άνθρωπος και λόγω των παθών και του σταυρού, και εγώ θα ντραπώ να ομολογήσω αυτόν δικό μου, όταν έλθω, όχι πλέον ταπεινός, αλλά ένδοξος όπως ο πατέρας μου» (Ζ).
(2) Με – ο υιός του ανθρώπου. Όσον αφορά τον παρόντα χρόνο, μιλά σε πρώτο πρόσωπο (Με), όσον αφορά για τον μέλλοντα χρόνο όταν θα έλθει ένδοξος, μιλά σε τρίτο πρόσωπο (b). Παίρνει εδώ τον τίτλο της ταπείνωσής του, χωρίς να ντρέπεται αυτόν. Η πρώτη του έλευση έγινε με την φτώχια και την ευτέλεια των παιδιών του, τα οποία «έχουν σε σάρκα και αίμα», για αυτό και αυτός «κατά τρόπο παραπλήσιο μετείχε στα ίδια» (Εβρ. β 14). Αλλά η δεύτερη έλευσή του θα γίνει με τη δόξα του Πατέρα. Κατά την πρώτη έλευση συνοδευόταν από φτωχούς και άσημους μαθητές. Κατά την δεύτερη θα συνοδεύεται από τους ένδοξους αγγέλους. Και «αν υπομείνουμε, θα συμβασιλέψουμε. Αν τον αρνηθούμε, και εκείνος θα μας αρνηθεί» (Β Τιμ. β 12).
(3) Ο πληθυντικός φανερώνει, ότι μπορεί κάποιος να ομολογεί τον Χριστό γενικώς και όμως να ντρέπεται την ίδια ώρα αυτόν ή εκείνον τον λόγο του (b).
(4) Αντιτίθεται στο: «στη γενιά αυτή»· η γενική σύναξη κατά την έσχατη ημέρα (b).
(5) «Ονόμασε την γενιά των ασεβών μοιχαλίδα, επειδή απομακρύνθηκε, από τη μία, από το Θεό που σπέρνει την ευσέβεια και την αλήθεια, και προσκολλήθηκε, από την άλλη, στον δαίμονα, που σπέρνει την ασέβεια και την κακία» (Ζ)· «επειδή εγκατέλειψε τον αληθινό γαμπρό… και ετοιμάστηκε στο κρεβάτι για άλλον, και δέχτηκε τα σπέρματα της ασέβειας· για την ίδια, βεβαίως, αιτία την αποκάλεσε και αμαρτωλή» (Θφ). Την ονόμασε μοιχαλίδα επειδή περιφρόνησε το Χριστό· και αμαρτωλή επειδή περιφρόνησε τα λόγια του (b).
(6) «Κρίνοντάς τον ως ανάξιο δούλο του» (Θφ). Δεν θα αναγνωρίσει αυτόν ως δικό του, αλλά θα τον διώξει (b).
(7) «Όταν θα έλθει, όχι πλέον ταπεινός, ούτε όπως φαινόταν ασήμαντος, ώστε κάποιοι να ντρέπονται για αυτόν, αλλά με δόξα και με συνοδεία αγγέλων» (Θφ). «Αυτός που τώρα εσύ περιφρονείς και που λέγεται υιός ανθρώπου λόγω της ενανθρώπησης, θα έλθει με δόξα πολλή, χωρίς να προβάλλει πλέον την ταπεινότητα της σάρκας, αλλά την εξουσία του Πατέρα του και θα συνοδεύεται από τους αγγέλους του» (β). Το να βλέπουν το Χριστό στην κατάσταση της ταπείνωσής του, όταν έγινε «σκουλήκι και όχι άνθρωπος, ντροπή ανθρώπων και περιφρόνηση του λαού», ίσως αποθαρρύνει τους ασθενέστερους από τους μαθητές, που καλούνται να συμμετάσχουν στα παθήματα και την ντροπή του. Αλλά όταν με τα μάτια της πίστης δούμε τον αρχηγό της σωτηρίας μας να έρχεται με δόξα και με όλη τη δύναμη και το μεγαλείο του ουράνιου κόσμου, εμψυχωνόμαστε και θεωρούμε μηδέν τα παθήματα για αυτόν, οποιαδήποτε και αν είναι αυτά.
(8) Η δόξα του, λοιπόν, θα είναι δόξα όπως αυτή που αρμόζει σε μονογενή από τον Πατέρα (Ιω. α 14) (b). «Υπαινισσόμενος την τέλεια ένωση (με την θεία φύση), του υιού του ανθρώπου, ονομάζει τον Θεό Πατέρα του» (β).
(9) Ω, τι ντροπή! Να θεωρηθεί κάποιος ντροπιασμένος ενώ είναι παρών ο Θεός Πατέρας, ο Χριστός και οι άγγελοι (b).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9
Στίχ. 2-13. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
9.1 Καὶ(1) ἔλεγεν αὐτοῖς(2)· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει(3).
1 Τους έλεγε ακόμη ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως υπάρχουν μερικοί ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα γευτούν το θάνατο, πριν δουν να έρχεται δυναμικά η βασιλεία του Θεού».
(1) O στίχος αυτός προφανώς ανήκει σε όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα και όχι στα επόμενα. Η κακή διαίρεση του κεφαλαίου οφείλεται στο ότι τα λόγια αυτού του στίχου θεωρήθηκαν ότι αναφέρονται στη Μεταμόρφωση («Υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ… οι οποίοι δεν θα πεθάνουν, μέχρις ότου δείξω σε αυτούς, με τη μεταμόρφωση, με ποια δόξα πρόκειται να έλθω στη δευτέρα παρουσία. Διότι τίποτα άλλο δεν ήταν η μεταμόρφωση, παρά προμήνυμα της δευτέρας παρουσίας» Θφ). Αλλά το γεγονός της Μεταμόρφωσης σημειώθηκε μετά από μία εβδομάδα, ενώ με τη φράση «υπάρχουν κ ά π ο ι ο ι οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο», υποδηλώνεται, ότι πολλοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, θα πέθαιναν στο μεταξύ και λίγοι μόνο θα επιζούσαν για να δουν το μεγάλο γεγονός (γ).
(2) =Και τότε παίρνοντας αφορμή από την προφητεία για τη δευτέρα παρουσία, έλεγε συγχρόνως προς αυτούς (δ). «Επειδή είπε πολλά για κινδύνους και θάνατο και το πάθος του και τη σφαγή των μαθητών και διέταξε όλα τα αυστηρά εκείνα και τα μεν ήταν για την παρούσα ζωή και μπροστά τους, ενώ τα αγαθά ήταν ελπιζόμενα και προσδοκώμενα» (β), καταλήγει σε αυτήν την υπόσχεση και βεβαίωση «ώστε να μην στενοχωριούνται πλέον ούτε για το δικό τους θάνατο, ούτε για τον θάνατο του δεσπότη» (β).
(3) Πώς εκπληρώθηκε η προφητεία; Κάποιοι λένε ότι εκπληρώθηκε με την έλευση του Αγίου Πνεύματος και τις πρώτες θριαμβευτικές κατακτήσεις του ευαγγελίου. Άλλοι, ότι εκπληρώθηκε με την καταστροφή των Ιεροσολύμων και με την κατάργηση και υποκατάσταση της παλαιάς ιουδαϊκής κατάστασης. Η τελευταία αυτή εκδοχή προσαρμόζεται άριστα με τις ενδείξεις που αναφέρει ο Χριστός στον στίχο, και πράγματι αναφέρεται σε έλευση «με δύναμη» της νέας θείας τάξης της βασιλείας του Θεού στον κόσμο (σ). Όχι άστοχη και η ερμηνεία που συνδυάζει και τις δύο: Υποδηλώνει την έλευση του Χριστού με την έκχυση του Πνεύματός του, την στερέωση της εκκλησίας του, την καταστροφή των Ιεροσολύμων και τον διασκορπισμό των Ιουδαίων, οι οποίοι ήταν οι περισσότερο σκληροί και αδιάλλακτοι εχθροί του ευαγγελίου του.
9.2 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ(1) παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν μόνους(2)· καὶ μετεμορφώθη(3) ἔμπροσθεν αὐτῶν(4),
2 Ύστερα από έξι μέρες, παίρνει ο Ιησούς ιδιαιτέρως μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει σ’ ένα ψηλό βουνό. Εκεί μεταμορφώθηκε μπροστά τους,
(1) Δες και Ματθ. ιζ 1-13 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Δεν αναφέρεται κάτι που να υποδηλώνει, ότι ο Κύριος κατά τις έξι αυτές ημέρες υπαινίχτηκε κάτι για την επικείμενη Μεταμόρφωση. Έτσι πριν από κάποιες μεγάλες εμφανίσεις «έγινε σιγή στον ουρανό περίπου ένα ημίωρο» (Αποκάλυψη η 1). Όταν ο Χριστός φαίνεται να μην κάνει κάτι για την εκκλησία του, ανάμενε εντός ολίγου την εκδήλωση κάτι έκτακτου υπέρ αυτής.
(2) Κατ’ ιδίαν σε αντίθεση με το λαό, μόνους σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εννέα (b). «Λέει κατ’ ιδίαν επισημαίνοντας την μυστικότητα του πράγματος και ότι δεν θέλησε να το δημοσιοποιήσει αυτό ο Κύριος» (β).
(3) Η σύσταση και ουσία του σώματός του παρέμεινε η ίδια. Δεν μετατράπηκε σε πνεύμα, αλλά το σώμα του φάνηκε με δύναμη και δόξα. Δες ποιας μεγάλης μεταβολής είναι επιδεκτικά τα ανθρώπινα σώματα, όταν ο Θεός ευδοκήσει να δοξάσει αυτά, όπως θα συμβεί στα σώματα των αγίων κατά την ανάσταση.
Οι εθνικοί ποιητές διακωμώδησαν και έκαναν κατάχτηση της λέξης μεταμορφώνομαι με τις γελοίες, φανταστικές και απεχθείς μεταμορφώσεις των θεών τους. Για αυτό και ο Πέτρος μιλώντας για την θεία Μεταμόρφωση πρόσθεσε, ότι «δεν σας γνωστοποιήσαμε την δύναμη του Κυρίου, ακολουθώντας μύθους πλεγμένους με φαινομενική σοφία» (Β΄Πέτρ. α 16).
Ο Χριστός υπήρξε θεάνθρωπος. Και στις ημέρες της σάρκας του πήρε τη μορφή δούλου και συγκάλυψε τη δόξα της θεότητάς του. Τώρα στη Μεταμόρφωση παραμερίζει κάπως το κάλυμμα αυτό και εμφανίζεται με μορφή Θεού αποκαλύπτοντας στους μαθητές του κάποιες ακτίνες της θείας δόξας του.
(4) Το εξαιρετικό αυτό γεγονός αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Οι τρεις λοιπόν αφηγήσεις ταυτίζονται κατ’ ουσίαν, παρόλο που κάθε μία έχει τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά. Και οι μεν πρώτοι δύο ευαγγελιστές έχουν στενή σχέση και ομοιότητα, η αφήγηση όμως του τρίτου ευαγγελίου έχει περισσότερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για μας. Έτσι μόνος ο Λουκάς αναφέρει τα γεγονότα: ότι ο Ιησούς ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί και προσευχόμενος μεταμορφώθηκε (σ), το οποίο παρέχει την βάση να υποθέσουμε ότι ο κύριος σκοπός του Σωτήρα ανεβαίνοντας στο βουνό ήταν να προσευχηθεί και ότι η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα ως κάποιο επεισόδιο. Η ειδική αυτή προσευχή του Κυρίου δεν ήταν ξένη με το περιεχόμενο της συνομιλίας του Ιησού με τους μαθητές για το τραγικό τέλος του (γ).
Για αυτό και η δεύτερη λεπτομέρεια που αναφέρεται από τον Λουκά ότι ο Μωϋσής και ο Ηλίας «έλεγαν για την έξοδό του την οποία επρόκειτο να πραγματοποιήσει στην Ιερουσαλήμ» (σ), βρίσκεται σύμφωνη με το όλο πλαίσιο του γεγονότος. Έτσι η Μεταμόρφωση υπήρξε κάποια ακτίνα αληθινής δόξας ανάμεσα στο μελαγχολικό νέφος που συσκίαζε την στιγμή εκείνη την ζωή του Κυρίου, αποδεικνύοντας, ότι παρά την επικείμενη ταπείνωση και τον προσεγγίζοντα θάνατο ήταν Θεός (γ).
Η τρίτη λεπτομέρεια της αφήγησης του Λουκά είναι ότι οι μαθητές «είχαν κυριευτεί από βαριά νύστα» και «αφού σε λίγο ξύπνησαν είδαν την δόξα του», το οποίο υποδηλώνει, ότι η Μεταμόρφωση έγινε νύχτα (σ). Κατά την περίοδο της γήινης ταπείνωσης του Κυρίου έλαμψαν σε διάφορα σημεία της και κάποιες ακτίνες της θείας δόξας του. Η γέννησή του, το βάπτισμά του, ο πειρασμός του και ο θάνατός του υπήρξαν οι πιο αξιοσημείωτοι σταθμοί της ταπείνωσής του. Και αυτοί συνοδεύτηκαν με κάποια εξωτερικά σημάδια δόξας. Αλλά η συνέχεια της δημόσιας δράσης του υπήρξε διαρκής ταπείνωση. Και κατά το τέλος της, όταν επρόκειτο μετά από λίγους μήνες να επακολουθήσει το δραματικό τέλος του, παρεμβάλλεται η ένδοξη Μεταμόρφωσή του.
9.3 καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(1) ἐγένετο στίλβοντα(2), λευκὰ λίαν ὡς χιών(3), οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι(4).
3 τα ρούχα του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφέας πάνω στη γη δεν μπορούσε να τα κάνει τόσο λευκά.
(1) Ολόκληρο το σώμα του έγινε φωτεινό τόσο, ώστε η λάμψη του φωτός διαπέρασε τα ρούχα του, τα οποία έγιναν αστραφτερά. Του Μωϋσή μόνο το πρόσωπο έλαμπε, όταν κατέβηκε από το όρος. Αλλά το κάλυμμα που μπήκε πάνω του ήταν αρκετό να κρύβει την λάμψη αυτή. Τόσο ασθενής ήταν αυτή! Του Ιησού όμως η δόξα έλαμπε και δια μέσου των ρούχων του.
(2) Δηλαδή λαμπρά, λαμπερά (δ). Η λέξη συναντιέται στους Ο΄ για κάποια σκεύη «ἀπὸ χρηστοῦ χαλκοῦ στίλβοντα χρυσοειδῆ σκεύη (=χάλκινα σκεύη από καθαρό χαλκό, τα οποία έλαμπαν όπως ο χρυσός)(Α΄Έσδρα η 56) και «σκεύη χαλκοῦ στίλβοντος ἀγαθοῦ» (Β Έσδρα η 27) και για «στιλβούσης ρομφαίας (=λαμπερό σπαθί)(Ναούμ γ 3) και για τον ήλιο «ὡς ἔστιλβεν ἐπὶ τὰς χρυσᾶς καὶ χαλκᾶς ἀσπίδας (=ο οποίος λαμποκοπούσε πάνω στις χρυσές και χάλκινες ασπίδες» (Α΄Μακ. στ 39).
(3) Το λευκότερο από όσα η φύση παράγει (b)
(4) Λευκότερα και των όσων η τέχνη παράγει (b). Τέτοια που τεχνίτης βαφών πάνω στη γη δεν μπορεί να κάνει· με τη φράση «πάνω στη γη» χαρακτηρίζει την λευκότητα αυτή ως ουράνια και υπερφυσική (δ).
9.4 Καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωυσεῖ(1), καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ(2).
4 Μετά τους εμφανίστηκε ο Ηλίας μαζί με το Μωυσή, και συζητούσαν με τον Ιησού. Λέει τότε ο Πέτρος στον Ιησού:
(1) Οι αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων σταδίων της αποκαλύψεως της Π.Δ., της προφητείας δηλαδή και του νόμου. Παρουσιάζεται με την συνομιλία αυτή η πνευματική ενότητα του Νόμου και των Προφητών, που δείχνουν τον Μεσσία ως αυτόν που εκπληρώνει το ουσιώδες μήνυμά τους. Δες Δευτερ. ιη 15 που παρατίθεται στο Πράξεις ζ 37. Ο Ηλίας ονομάζεται πρώτος διότι είναι ο πρόδρομος του Μεσσία (Μαλαχία δ 4)(σ).
Ο Μωϋσής υπήρξε προφήτης και ο νόμος, τον οποίο έδωσε, ήταν μέρος των προφητικών λόγων του. Ο Ηλίας δεν προφήτευσε κάτι για τον Μεσσία, αλλά έργο του υπήρξε να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τον θείο νόμο και να κάνει αισθητό σε αυτούς τον θείο Νομοθέτη (γ).
«Επειδή οι όχλοι έλεγαν άλλοι μεν ότι ο Ιησούς είναι ο Ηλίας, άλλοι δε ο Ιερεμίας και άλλοι ένας από τους προφήτες, φέρνει τους κορυφαίους, ώστε να δουν και από εδώ την διαφορά των δούλων και του δεσπότη». Έπειτα, επίσης «επειδή συνεχώς τον κατηγορούσαν οι Ιουδαίοι ότι παραβαίνει τον νόμο και… ότι σφετερίζεται δόξα που δεν του αρμόζει, αυτήν του Πατέρα… για να δειχτεί ότι δεν πρέπει να κατηγορείται για αυτά… φέρνει στη μέση αυτούς που έλαμψαν στο καθένα από αυτά. Διότι πράγματι ο Μωϋσής έδωσε τον νόμο και μπορούσαν να σκεφτούν, ότι δεν θα υπηρετούσε ο Μωϋσής αυτόν που παραβαίνει τον νόμο και είναι εχθρός με αυτόν που τον θέσπισε. Ο Ηλίας από την άλλη έδειξε ζήλο για τη δόξα του Θεού. Και δεν θα παρουσιαζόταν και αυτός και θα υπάκουε αν ο Ιησούς ήταν αντίθεος, και έλεγε τον εαυτό του Θεό ίσο με τον Πατέρα, χωρίς να είναι αυτό που έλεγε, και χωρίς να κάνει αυτό όπως αρμόζει. Και πάλι τους φέρνει αυτούς για να δουν ότι έχει εξουσία και θανάτου και ζωής και εξουσιάζει τα πάνω και τα κάτω. Για αυτό φέρνει στη μέση και αυτόν που πέθανε και αυτόν που δεν έπαθε κάτι τέτοιο» (β).
Ήταν και οι δύο διαπρεπείς στις μέρες τους. Είχαν νηστέψει και οι δύο σαράντα ημέρες, όπως και ο Χριστός και επιτέλεσαν θαύματα καταπληκτικά, αφήνοντας και οι δύο εξαιρετική εντύπωση και κατά την έξοδό τους από τον κόσμο αυτόν, αφού ο μεν Ηλίας δεν είδε θάνατο, ο δε Μωϋσής πέθανε και «κανείς δεν είδε την ταφή του».
Στα πρόσωπά τους ο νόμος και οι προφήτες τιμούσαν τον Χριστό και μαρτυρούσαν για αυτόν. Είχαν έλθει όχι να διδάξουν αυτόν αλλά να διδαχτούν από αυτόν και να βεβαιώσουν ότι αυτός ήταν το τέλος του νόμου και των προφητών.
(2) Όσοι πεθαίνουν εν Κυρίω λοιπόν εξακολουθούν να ζουν ως διακρινόμενα μεταξύ τους πρόσωπα, γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και συνομιλούν μεταξύ τους. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας έζησαν σε εποχές που χωρίζονταν μεταξύ τους με αιώνες ολόκληρους. Αλλά στον ουρανό οι αποστάσεις του χρόνου εκμηδενίζονται και όλοι συνενώνονται σε ένα.
9.5 καὶ ἀποκριθεὶς(1) ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· ραββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2)· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς(3) τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωυσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν.
5 «Διδάσκαλε, είναι ωραία να μείνουμε εδώ! Να στήσουμε τρεις σκηνές: μία για σένα, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία».
(1) Το αποκριθείς δεν αναφέρεται σε ερώτηση που απευθύνθηκε σε αυτόν, αλλά σε πρόκληση από την περίσταση. Ο Χριστός μέσα στη δόξα του δεν εμφανίζεται ακατάδεκτος προς τον λαό του. Πολλοί στο μεγαλείο τους υποχρεώνουν τους φίλους τους να φυλάγονται σε απόσταση. Αλλά προς τον δοξασμένο Ιησού οι αληθινοί πιστοί πλησιάζουν με θάρρος και έχουν ελευθερία να μιλούν προς αυτόν.
(2) «Και να μην κατέβεις εκεί ανάμεσα στους Ιουδαίους. Διότι αν έλθουν και εδώ ακόμη αυτοί που λυσσάνε εναντίον σου, έχουμε τον Μωϋσή που νίκησε τους Αιγυπτίους, έχουμε τον Ηλία που κατέβασε φωτιά από τον ουρανό» (Θφ).
«Επειδή δηλαδή είδε βουνό και πολλή την ερημιά θεώρησε ότι έχει πολλή ασφάλεια. Αν θα γίνει αυτό, λέει, δεν θα ανέβουμε στα Ιεροσόλυμα και δεν θα πεθάνει» (β).
Επιπλέον οι μαθητές θέλχτηκαν και χόρτασαν με τη δόξα του Κυρίου που τους φανερώθηκε. Αν και σε ψηλό βουνό, ίσως άγονο και τραχύ, γυμνό και ψυχρό και έρημο, βρήκαν καλό να μείνουν εκεί για πάντα. Είναι καλό να μένουμε εδώ και να βλέπουμε την ωραιότητα του Κυρίου (Ψαλμ. κστ 4). Και αν είναι καλό το να βρίσκεται κάποιος μαζί με τον μεταμορφωμένο Χριστό στο όρος παρόντων μόνο του Μωϋσή και του Ηλία, πόσο καλό είναι να παραβρίσκεται κάποιος στον ουρανό μαζί με τον δοξασμένο Χριστό στην πανήγυρη όλων των αγίων;
(3) Πλέκοντας κλαδιά δέντρων. Μίλησε έτσι αόριστα, χωρίς κάποια σαφή ιδέα στο νου του παρά μόνο το να τιμήσει τους ουράνιους επισκέπτες και τον Διδάσκαλο, τον οποίο οι δύο αυτοί αναγνώριζαν και τιμούσαν. Βεβαίως ήταν καλό για αυτόν και τους συμμαθητές του να μένουν εκεί με την σεβαστή αυτή τριάδα (σ). Αψηφεί μέσα στη θελκτική εκείνη κατάσταση το να μείνει αυτός στο ύπαιθρο πάνω στο ψυχρό έδαφος. Αρκεί ο διδάσκαλος να έχει που να γύρει το κεφάλι και αδιάφορο αν αυτός στερούνταν το καταφύγιο της σκηνής.
9.6 Οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι.
6 Δεν ήξερε τι να πει, γιατί είχαν κυριευτεί από τρόμο.
(1) «Δηλαδή δεν ήξερε τι άλλο καλύτερο να πει» (Ζμ). Η σκηνή που εκτυλισσόταν την στιγμή εκείνη ξεπερνούσε εξ’ ολοκλήρου την μέχρι τώρα πείρα του Πέτρου και τον εξέπληξε (σ). Δεν ήξερε λοιπόν τι να πει. Εάν γνώριζε, δεν θα έκανε τέτοια ανόητη πρόταση. Διότι η κατάσταση εκείνη δεν επρόκειτο να παραταθεί. Οι ουράνιοι επισκέπτες δεν έρχονται στη γη για να παραμείνουν μόνιμα σε αυτήν (γ).
Δεν κατάλαβε «ότι ο Μωϋσής ήταν ψυχή όχι με σώμα (όπως το δικό μας)… και ότι δεν ήταν δυνατόν αυτός (ο Πέτρος) να αφήσει τους πολλούς και να μένει στο βουνό» (β).
Τι χρειαζόταν για τον Μωϋσή και τον Ηλία η σκηνή; Ανήκαν στον μακάριο εκείνο κόσμο, όπου δεν θα πεινάσουν ξανά και δεν έχουν ανάγκη φωτός ηλίου.
(2) «Πρόσθεσε και την αιτία λέγοντας ότι ήταν φοβισμένοι. Διότι φοβήθηκαν βλέποντας μορφή πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα… Επομένως ο Πέτρος, έχοντας ακόμη συγχυσμένο το νου από αυτό, λέει ασύνετα λόγια» (Ζμ).
«Ταράχτηκε από την αγωνία που προκάλεσε η εμφάνιση εκείνη. Οι άλλοι λοιπόν ευαγγελιστές… δείχνοντας ότι η μπερδεμένη του σκέψη με την οποία αυτά λέγονταν προκλήθηκε από την αγωνία εκείνη, έλεγαν· ο μεν Μάρκος ότι δεν ήξερε τι να πει, διότι είχαν φοβηθεί. Ο δε Λουκάς… πρόσθεσε· Χωρίς να ξέρει αυτό που λέει» (Χ).
Όχι από ανοησία, αλλά από φόβο δεν ήξερε τι να πει. Ο φόβος παρέλυσε προς στιγμήν τις διανοητικές του δυνάμεις (δ). Την «ταραχή που τον κυρίευσε, ο Πέτρος την θυμήθηκε όπως λέει ο μαθητής του ο Μάρκος» (β).
9.7 Καὶ ἐγένετο νεφέλη(1) ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ(2) ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός(3)· αὐτοῦ ἀκούετε(4).
7 Ήρθε τότε ένα σύννεφο και τους σκέπασε, και μια φωνή ακούστηκε μέσα από το σύννεφο: «Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός· αυτόν ν’ ακούτε».
(1) «Ο Πατέρας αφήνει φωνή από τη νεφέλη. Έτσι πάντα φαίνεται ο Θεός. Διότι νεφέλη και ομίχλη τον κυκλώνουν. Και κάθεται σε σύννεφο ανάλαφρο. Και πάλι λέει ο Ψαλμός έκανε τα νέφη άρμα στο οποίο επιβαίνει» (β).
Αλλά το σύννεφο αυτό κατά τον Ματθαίο ήταν φωτεινό και όχι σκοτεινό όπως στο Σινά. Δεν πλησιάσαμε εμείς σε βουνό καλυμμένο με μαυρίλα και σκοτάδι (Εβραίους ιβ 18), αλλά σε όρος καλυμμένο από σύννεφο φωτεινό. Και η Π.Δ. και η Κ.Δ. έχουν τα τεκμήρια της θείας παρουσίας, αλλά η Π.Δ. υπήρξε διαθήκη σκιάς, τρόμου και δουλείας, η Καινή φωτός, αγάπης και ελευθερίας.
(2) Ήλθε φωνή από την νεφέλη και ήταν η φωνή του Θεού, ο οποίος και τώρα όπως και άλλοτε, «από τον πύρινο στύλο της νεφέλης μίλησε» (Ψαλμ. 98, 7). Αλλά εδώ δεν ακούστηκαν αστραπές και βροντές ή ήχος σάλπιγγος, όπως όταν δινόταν από τον Μωϋσή ο νόμος, αλλά μόνο φωνή, ήσυχη και ειρηνική φωνή, που δεν συνοδευόταν από βίαιο άνεμο ή σεισμό ή φωτιά όπως όταν μίλησε ο Κύριος προς τον Ηλία (Γ΄Βασ. ιθ 11,12). Ο Μωϋσής και ο Ηλίας τώρα είναι μάρτυρες, ότι ο Θεός «στο τέλος αυτών των ημερών μας μίλησε μέσω του υιού» με άλλο τρόπο παρά όπως μιλούσε παλαιότερα προς αυτούς. Η φωνή αυτή ήλθε από τη μεγαλοπρεπή δόξα (Β΄Πέτρ. α 17), σε σύγκριση με την οποία η προηγούμενη δόξα επισκιάζεται και αμαυρώνεται.
(3) Η ίδια θεία φωνή ακούστηκε και στο βάπτισμα, αλλά εκεί απευθυνόταν προς τον ίδιο τον Χριστό, ενώ εδώ απευθύνεται προς τους μαθητές του (σ). Ο αγαπητός. «Δεν τον αγαπά μόνον επειδή τον γέννησε, αλλά επειδή είναι και ίσος με αυτόν σε όλα και έχουν την ίδια γνώμη» (β).
Ο Μωϋσής και ο Ηλίας υπήρξαν μεγάλοι άνδρες και φίλοι του Θεού. Ήταν όμως δούλοι και δούλοι του Θεού, στους οποίους δεν ευαρεστήθηκε πάντα. Διότι ο Μωϋσής μίλησε κάποτε ασύνετα και ο Ηλίας ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας. Αλλά ο Χριστός υπήρξε ο Υιός που πάντοτε ευαρέστησε το Θεό. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας υπήρξαν κάποτε όργανα συμφιλίωσης μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ. Ο Μωϋσής έγινε μέγας μεσίτης και ο Ηλίας μέγας αναμορφωτής. Αλλά στο πρόσωπο του Χριστού «ήταν ο Θεός που συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του» (Β΄Κορινθ. ε 19).
Η μεσιτεία του είναι ασύγκριτα ισχυρότερη και υπεροχότερη από αυτήν του Μωϋσή και η αναμόρφωση και ανακαίνιση που επιτεύχθηκε από αυτόν περισσότερο δραστική και ριζική από αυτήν του Ηλία.
(4) Το «αυτόν να ακούτε» που ανταποκρίνεται στο Δευτερονομίου ιη 15 («προφήτη… σαν εμένα θα αναστήσει για χάρη σου ο Κύριος… αυτόν θα ακούσετε») παραγγέλλει νέο καθήκον και νέα σχέση. Οι άνθρωποι του παλαιού Ισραήλ άκουγαν τον Μωϋσή και τους προφήτες. Οι του νέου Ισραήλ πρέπει να υπακούουν στο Χριστό (σ).
Να ακούτε αυτόν και να πιστεύετε αυτόν ως Μέγα Προφήτη και Διδάσκαλο. Να ακούτε αυτόν και να διευθύνεστε από αυτόν και να άρχεστε από αυτόν ως μεγάλο Βασιλιά και Νομοθέτη. Και η φωνή αυτή της Νεφέλης έκανε αυθεντικούς και έγκυρους όλους τους λόγους του Χριστού σαν να ακούστηκαν αυτοί από την Νεφέλη, από το ίδιο το στόμα του Πατέρα. Ήταν παρόντες ο Μωϋσής και ο Ηλίας, ο νόμος και οι προφήτες, για τους οποίους είχε λεχθεί: «έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς» (Λουκ. ιστ 29).
Οι μαθητές ήταν ήδη έτοιμοι να ακούσουν και αυτούς, όπως και τον Χριστό, αφού ζήτησαν να κατασκευάσουν και για αυτούς σκηνές, όπως και για τον Ιησού. Όχι· είπε ο Θεός. «Αυτόν να ακούτε» και αυτό είναι αρκετό. Αυτόν και όχι τον Μωϋσή και τον Ηλία, οι οποίοι με τη σιγή τους εκδήλωναν πλήρη συγκατάθεση προς την φωνή της νεφέλης.
9.8 Καὶ ἐξάπινα(1) περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν.
8 Ξαφνικά, όταν έστρεψαν τριγύρω τα βλέμματά τους, δεν είδαν κανέναν, παρά τον Ιησού μόνον μαζί τους.
(1) «Αντί να πει ξαφνικά» (Ζ). Αλεξανδρινός μετασχηματισμός της λέξης εξαπίνης (=ξαφνικά) συνηθισμένος στους Ο΄ και στους μεταγενέστερους (δ). Πρέπει να συνδεθεί με την μετοχή= Ξαφνικά κοίταξαν τριγύρω και δεν είδαν πλέον κανέναν (γ).
9.9 Καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον(1), εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(2).
9 Ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τους πρόσταξε να μη διηγηθούν σε κανέναν αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο Υιός του Ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς.
(1) Η παραγγελία για μυστικότητα, την οποία απηύθυνε και πριν για άλλες θαυμαστές εκδηλώσεις της δύναμής του, επαναλαμβάνεται τώρα προς τους τρεις και σε σχέση με το υπερφυσικό γεγονός της Μεταμόρφωσης για τους ίδιους όπως και πριν λόγους (σ).
«Διότι όσο σπουδαιότερα λέγονταν για αυτόν, τόσο πιο πολύ δύσκολα παραδεκτά ήταν στους πολλούς τότε, και το σκάνδαλο που θα προκαλούσε ο σταυρός θα αύξανε περισσότερο. Οπότε για αυτό διατάζει να σιωπούν… και σχεδόν λέει και την αιτία για την οποία διέταξε να σιγούν. Διότι δεν διέταξε βεβαίως για πάντα να μην το πουν σε κανέναν, αλλά έως ότου αναστηθεί από τους νεκρούς» (β).
Η εσφαλμένη για τον Μεσσία αντίληψη του λαού θα οδηγούσε αυτόν σε κακή εξήγηση κάθε πράγματος που θα αποδείκνυε την μεσσιανική του ιδιότητα. Ο λαός θα εξαπτόταν με ψευδείς ελπίδες, τις οποίες η αφήγηση του θαυμαστού αυτού γεγονότος θα έκανε εντονότερες και θερμότερες (γ).
(2) Αλλά η μυστικότητα εδώ επιβαλλόταν για ορισμένο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθεί (σ). Μετά την ανάσταση, όταν ο θάνατός του θα επέβαλλε τέρμα στις ψευδείς προσδοκίες και ελπίδες και η ανάσταση θα είχε δείξει ολοφάνερα την αληθινή του δόξα, αφηγήσεις για την επίγεια δόξα και δύναμή του θα συντελούσαν στην σχετικά με αυτόν αληθινή πίστη (γ).
9.10 Καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν(1), πρὸς ἑαυτοὺς(2) συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι(3).
10 Τα λόγια αυτά τα συγκράτησαν και συζητούσαν μεταξύ τους τι σημαίνει αυτό το «θ’ αναστηθεί από τους νεκρούς».
(1) Μάλλον «τον λόγο κράτησαν, τον σχετικό με την μεταμόρφωση» (Ζ). Τήρησαν την απαγόρευση του διδασκάλου (σ). Το κράτησαν με την έννοια της υπακοής (γ).
Ή, λιγότερη πιθανή ερμηνεία «τον λόγο, για το ότι θα αναστηθεί αυτός από τους νεκρούς» (Ζ).
(2) Όχι «κράτησαν στους εαυτούς τους χωρίς να το πουν αυτό σε κανέναν άλλον» (Ζ), αλλά «τα συζητούσαν μεταξύ τους»= τα συζητούσαν ιδιαιτέρως μεταξύ τους (γ,δ).
(3) «Διότι δεν ήξεραν ακόμη, λέει, ότι πρέπει αυτός να αναστηθεί από τους νεκρούς» (Θφ).
Δεν γνώριζαν τι έννοια είχε το ότι θα αναστηθεί από τους νεκρούς σε σχέση με τον Ιησού, αφού η εκ νεκρών ανάσταση προϋπέθετε και θάνατο του Ιησού (γ). Αυτοί όμως πίστευαν ότι ο Μεσσίας δεν ήταν καθόλου κατώτερος του Ενώχ και του Ηλία (οι οποίοι δεν πέθαναν) και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να υπόκειται σε θάνατο (δ).
9.11 Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν(1) λέγοντες, ὅτι(2) λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον.
11 Τον ρωτούσαν ακόμη: «Γιατί λένε οι γραμματείς ότι πρέπει πρώτα να έρθει ο Ηλίας;»
(1) Η πίστη τους ήδη αντιμετώπιζε κάποια δυσκολία, την οποία τους γέννησε η παρουσία του Ηλία κατά την Μεταμόρφωση. Οι Γραμματείς, στηριζόμενοι στο Μαλαχία γ 1, δ 5, δίδασκαν ότι ο Ηλίας επρόκειτο να προηγηθεί από την έλευση του Μεσσία. Πώς λοιπόν τώρα δεν είχε έλθει ακόμη ο Ηλίας; (σ).
(2) Το «ότι» ή είναι αντωνυμία ελλειπτική παραλειπομένης της πρόθεσης «κατά», ή της «διά»=επειδή, διότι, και σημαίνει «για ποιο λόγο» (δ) ή, η δυσκολία στην απόδοση αυτή της πρότασης προήλθε από το ότι η ευθεία ερώτηση, η οποία έπρεπε να επακολουθήσει στο «λέγοντες», εισάγεται με την πλάγια ερώτηση: ὅτι (γ).
9.12 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα(1)· καὶ πῶς γέγραπται(2) ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(3) ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ(4);
12 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Πραγματικά, πρέπει να έρθει πρώτα ο Ηλίας και να τα αποκαταστήσει όλα. Γιατί όμως λένε οι Γραφές για τον Υιό του Ανθρώπου ότι θα υποστεί πολλά και θα περιφρονηθεί;
(1) Ο Ιησούς απαντά ότι έτσι είναι, όπως οι γραμματείς λένε. Ο Ηλίας θα ερχόταν πριν τον Μεσσία και «τα αποκαθιστά όλα», θα εγκαινιάσει δηλαδή μεγάλη ηθική ανακαίνιση στο Ισραήλ, η οποία θα προετοίμαζε την οδό του Μεσσία (σ).
(2) Η έννοια της όλης ερώτησης: Ναι, η προφητεία προείπε αληθινά για αυτό, ότι δηλαδή θα έλθει πρώτα ο Ηλίας: Αλλά μίλησε, επίσης, αληθινά και αλάνθαστα και για τον Μεσσία, ότι πρέπει να πάθει. Την πρώτη προφητεία για τον Ηλία, την γνωρίζουν καλά οι Ιουδαίοι· την σχετικά με το πάθημα όμως του Μεσσία γιατί την αγνοούν; Όπως η σχετικά με τον Ηλία, έτσι και η σχετικά με το πάθος του Μεσσία είναι πιστευτή (σ).
(3) Ίσως πιο σωστή στίξη θα ήταν το ερωτηματικό να μπει εδώ, ώστε η πρόταση που με το «ίνα» ακολουθεί, να χρησιμεύσει ως απάντηση στο ερώτημα=Πώς όμως έχει γραφτεί ότι θα γίνει, ποια δηλαδή κακά θα έλθουν στον υιό του ανθρώπου; Έχει γραφτεί ότι θα πάθει πολλά αυτός και θα εξευτελιστεί (δ).
(4) Το εξουδενώνομαι είναι λέξη αλεξανδρινή=γίνομαι και νομίζομαι ίσος με το μηδέν (ουδέν ή ουθέν), και έπειτα σημαίνει περιφρονούμαι και τέλος εκμηδενίζομαι, καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι από το βιβλίο των ζωντανών. Με την τελευταία αυτή έννοια λέγεται και εδώ=θα θανατωθεί (δ).
9.13 Ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ Ἠλίας ἐλήλυθε(1), καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν(2), καθὼς γέγραπται(3) ἐπ᾿ αὐτόν.
13 Σας λέω πως ο Ηλίας ήρθε κιόλας και του έκαναν ό,τι ήθελαν, όπως προβλέπουν οι Γραφές γι’ αυτόν».
(1) «Ηλία αποκαλεί ο Χριστός τον Ιωάννη, επειδή ήταν ελεγκτικός και ζηλωτής και ερημίτης» (Θφ). «Όχι επειδή ήταν ο Ηλίας, αλλά επειδή εκπλήρωνε την υπηρεσία του Ηλία» (β). Το «και» μπαίνοντας μπροστά από το Ηλίας, σημαίνει: όπως ο Μεσσίας ήλθε, έτσι ήλθε και ο Ηλίας. Το επιχείρημα που υπονοείται με τα λόγια αυτά, αν το αναπτύξουμε έχει ως εξής: Η εκπλήρωση της προφητείας σε σχέση με τον Ηλία εγγυάται και για την εκπλήρωση των προφητειών που αναφέρονται στον Μεσσία (γ). Και οι αναφερόμενες λοιπόν στο πάθος του Μεσσία προφητείες, πώς δεν θα πραγματοποιηθούν; (σ).
(2) «Τον έβαλαν δηλαδή και στη φυλακή, τον έβρισαν, τον φόνευσαν, έφεραν το κεφάλι σε πιάτο» (β). Η ψυχρή στάση των αρχηγών του Ιουδαϊσμού έδωσε την ελευθερία στον Ηρώδη να μεταχειριστεί τον Ιωάννη, όπως τον μεταχειρίστηκε (σ).
(3) Πού έχει γραφτεί, ότι ο Ηλίας θα έπασχε; Ή, αυτό μπορεί να αναφέρεται στη γενική προφητεία, που αναφέρεται στην κακοποίηση των προφητών. Αλλά επειδή εδώ πρόκειται για κάποιον που αναφέρεται προσωπικά στον νέο Ηλία, πιο πιθανό παρουσιάζεται, ότι ο Κύριος αναφέρεται στον Ηλία τον Θεσβίτη, ο οποίος καταδιώχτηκε για τη δικαιοσύνη, οπότε η συγκεκριμένη αυτή περίπτωση της κακοποίησης του Θεσβίτη, έγινε προφητεία και για τον διωγμό, ο οποίος ανέμενε τον άνδρα, ο οποίος θα ερχόταν με το πνεύμα και τη δύναμη του Ηλία (γ). Ή, ο Κύριος έχει υπ’ όψιν προφητεία που εμπεριέχεται σε προφητικό βιβλίο που δεν περισώθηκε σε μας (δ).
Στίχ. 14-29. Η θεραπεία του σεληνιαζόμενου νέου.
9.14 Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς(1) εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς(2).
14 Όταν ήρθε στους υπόλοιπους μαθητές, είδε πολύν κόσμο γύρω τους και γραμματείς να συζητούν μαζί τους.
(1) Δες και Ματθ. ιζ 14-20 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. «Μαθητές τώρα λέει τους εννέα, οι οποίοι δεν ανέβηκαν μαζί του στο βουνό» (Ζ). Έβγαλε το ρούχο της δόξας του και ήλθε να συναντήσει την οικογένειά του και να πληροφορηθεί τα σχετικά με αυτήν. Στην αιώνια δόξα του, δεν λησμονεί ο Χριστός την εκκλησία του, αλλά παρακολουθεί αυτήν σε όλες τις περιπέτειές της.
(2) Παλαιότερη γραφή: προς αυτούς, όπου η πρόθεση «προς» υποδηλώνει την εχθρική διάθεση των γραμματέων. «Βρίσκοντας τους μαθητές μόνους, οι γραμματείς, τους τραβούσαν με τις ερωτήσεις, προσδοκώντας να τους φέρουν σε αδυναμία» (Ζ). Η αιτία της συζήτησης αυτής φαίνεται να ήταν η αδυναμία των μαθητών του που εκδηλώθηκε, να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο νέο, από όπου πήραν αφορμή οι γραμματείς να διατυπώσουν αμφιβολίες για τη θεραπευτική δύναμη των μαθητών (γ).
9.15 Καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν(1), καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο(2) αὐτόν.
15 Αμέσως, μόλις όλος ο κόσμος είδαν τον Ιησού, θαμπώθηκαν κι έτρεχαν όλοι να τον χαιρετήσουν.
(1) Το ρήμα φανερώνει βαθύ και έντονο και ισχυρό θαυμασμό, την μπροστά σε κάποια θέα έκπληξη, έκσταση ή φόβο. Ο όχλος «ένιωσε θαυμασμό, ή, επειδή ήλθαν στην καίρια στιγμή, σαν να προγνώριζαν την επίθεση των γραμματέων και για αυτό γρήγορα ήλθαν για να βοηθήσουν τους μαθητές» (Ζ), ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «κάποιοι λένε, ότι και η όψη του, επειδή έγινε ωραιότερη από το φως της μεταμόρφωσης, προσείλκυσε τους όχλους» (Θφ). Η τελευταία αυτή εκδοχή είναι ασυμβίβαστη με την μυστικότητα, την οποία σε σχέση με την Μεταμόρφωσή του επέβαλε ο Κύριος στους μαθητές.
(2) «Οι άνθρωποι του όχλου, όχι, βεβαίως, οι φθονεροί γραμματείς» (Ζ), άρχισαν με χαρά να τον χαιρετούν (b) με το «χαίρε διδάσκαλε» (δ). «Επειδή ήταν απαλλαγμένοι από κάθε πάθος, ήταν κρεμασμένοι πάνω του και ποθούσαν να είναι πάντοτε μαζί του» (β).
9.16 Καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς(1)· τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς(2);
16 Ο Ιησούς ρώτησε τους γραμματείς: «Τι συζητάτε μεταξύ σας;»
(1) Υπάρχει και η γραφή: «επηρώτησεν αυτούς», οπότε το «αυτούς» μπορεί να αναφέρεται και προς τους μαθητές (οπότε, τότε, και το ακόλουθο «εαυτούς» δικαιολογείται πλήρως)· ή, και προς τα πλήθη. Ρώτησε τους γραμματείς, αλλά «κανείς από εκείνους δεν τόλμησε να απαντήσει» (Ζ). Πιθανώς οι γραμματείς με αφορμή την αδυναμία των μαθητών να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο νέο, επέκριναν και την θαυματουργική δύναμη του διδασκάλου και επωφελούμενοι από την απουσία του, εκφράζονταν με περίσσεια πικρία εναντίον του. Τώρα, όμως, από την παρουσία του κυριεύτηκαν από σύγχυση και απέφυγαν κάθε απάντηση. Αλλά ούτε και οι μαθητές απάντησαν. Αφού ενισχύθηκαν από την παρουσία του, άφησαν το όλο ζήτημα να λυθεί από αυτόν.
(2) Ίσως πιο σωστή γραφή: προς αυτούς.
9.17 Καὶ ἀποκριθεὶς εἷς(1) ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον(2).
17 Τότε ένας μέσα από το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιο μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο.
(1) Δεν ταυτίζεται η λέξη με την αόριστη αντωνυμία «τις» (κάποιος), αλλά αναφέρεται στον αριθμό (γ). Είναι και τώρα μετά την Μεταμόρφωσή του ευκολοπλησίαστος ο διδάσκαλος, όπως και πριν από αυτήν. Με μεγάλη οικειότητα δέχτηκε αυτόν το πλήθος και εκείνος δεν δείχτηκε αγέρωχος προς αυτό. Χωρίς κάποια δυσκολία, χωρίς να κρατιέται από τον Ιησού σε απόσταση, πλησιάζει αυτόν και ο δυστυχής πατέρας και μιλά σε αυτόν, με όση και προηγουμένως ελευθερία και θάρρος τον επικαλούνταν αυτοί που ζητούσαν τη βοήθειά του.
(2) Μπορούσε να κραυγάσει (Λουκ. θ 39) αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξεις (σ). «Ονόμασε το πνεύμα άλαλο, διότι κρατούσε τη λαλιά του γιου του. Όχι, όμως, μόνο αυτήν, αλλά και την ακοή του, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια» (Ζ). Ο ασθενής νέος δεν ήταν σε θέση να απευθύνει την ικεσία αυτοπροσώπως. Αντί για εκείνον, την απευθύνει ο πατέρας του. Οι γονείς ας προσεύχονται για τα παιδιά τους όχι μόνο όταν αυτά κατέχονται από κάποια συνηθισμένη ασθένεια, αλλά προ παντός και κατ’ εξοχήν όταν ο σατανάς έχει κυριεύσει το εσωτερικό τους και δεν θέλουν αυτά να προσευχηθούν.
9.18 Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει(1) αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται(2)· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν(3).
18 Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν».
(1) «Αντί να πει: τον ρίχνει κάτω στη γη» (Ζ), ρήγνυσι, τον ρίχνει κάτω· αντιστοιχεί με το σπαράσσει του Λουκά (δ).
(2) «Με την έννοια του: χάνει τις αισθήσεις του» (Ζ).
(3) «Κατηγορεί τους μαθητές ως άπιστος οπωσδήποτε» (Θφ). Ο Κύριος είχε επιτρέψει μέσα σε τόσες άλλες εκδιώξεις δαιμονίων και θεραπείες των μαθητών του, να σημειωθεί και η εδώ αδυναμία τους, για να τους κρατά σε ταπεινοφροσύνη και άμεση εξάρτηση από αυτόν, έτσι ώστε να μην λησμονούν, ότι χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Υπάρχουν κάποιες ειδικές χάρες και δωρεές, των οποίων την παροχή ο Χριστός επιφυλάσσει στον εαυτό του. Και μερικές φορές κρατά την δεξαμενή κενή, για να μας οδηγήσει προς τον εαυτό του, ο οποίος είναι η ανεξάντλητη πηγή. Αλλά η αδυναμία των οργάνων του δεν εμποδίζει την ενέργεια της χάρης του.
9.19 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ(1) λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι(2); ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν(3); φέρετε αὐτὸν πρός με(4). καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
19«Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν.
(1) Απευθύνεται προς τον πατέρα «γυρίζοντας σε εκείνον την κατηγορία, λέγοντας σχεδόν το εξής, ότι δηλαδή, επειδή εσύ είσαι άπιστος, έγινες αιτία, τού να μην θεραπευτεί ο γιος σου» (Θφ). Υπάρχει και η γραφή: αυτοίς=αναφέρεται μάλλον προς τον πατέρα και την σύγχρονη γενιά, που εκπροσωπείται τώρα από τους όχλους που τον κυκλώνουν. «Δεν το λέει αυτό μόνο προς τον πατέρα, αλλά κάνει κοινό τον λόγο, σαν ακριβώς να ελέγχει για απιστία όλους γενικώς τους Ιουδαίους. Διότι ήταν λογικό πολλοί από τους παρόντες να σκανδαλιστούν [με την αδυναμία των μαθητών]» (Θφ).
(2) Ήταν, βεβαίως, αυτό και μομφή εναντίον των γραμματέων που ελλόχευαν, οι οποίοι κατά την απουσία του είχαν εκδηλωθεί τόσο πικροί. Δεν ακούστηκε ποτέ να παραπονιέται: Έως πότε θα είμαι στην ταπεινή αυτήν κατάσταση και έως πότε θα υποφέρω αυτά; Το παράπονό του είναι: Έως πότε θα είμαι ανάμεσα στην άπιστη αυτή γενιά;
(3) Οι ερωτήσεις αυτές εκδηλώνουν θλίψη για το ότι ο Ισραήλ είναι απροετοίμαστος και ανεπίδεκτος να πιστέψει· φανερώνουν συγχρόνως ότι ο Κύριος με κάποια μελαγχολία διαπιστώνει ότι το έργο του μεταξύ της γενιάς εκείνης είχε τόσο μικρή πνευματική επίδραση (σ). Είναι ερωτήματα προσώπου που αισθάνεται, ότι το περιβάλλον του, έγινε σχεδόν ανυπόφορο και διερωτάται έως πότε η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει (γ).
(4) Παρόλο που η γενιά είχε γίνει ανυπόφορη για την απιστία της, από την οποία δεν ήταν απαλλαγμένος και ο ίδιος ο πατέρας του παιδιού, παρ’ όλα αυτά ο Κύριος προνοεί για το παιδί. Και μέσα στην οργή του ο Χριστός δεν παύει να είναι συμπαθής· και μέσα στη μεγαλύτερη δυσαρέσκειά του δεν αποκλείει από εμάς τα σπλάχνα των οικτιρμών του. Και όταν όχι αμέσως από την αρχή καταφεύγουμε σε αυτόν, αλλά από ανάγκη, μη μπορώντας πουθενά αλλού να βρούμε βοήθεια, ζητούμε καταφύγιο σε αυτόν, μας δέχεται και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι με πλήρη αγαθότητα και δύναμη θα μας βοηθήσει.
9.20 Καὶ ἰδὼν(1) αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν(2) αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων(3).
20 Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς.
(1) Άλλοι διαβάζουν «ιδόν», το οποίο πρέπει να αναφερθεί στο πνεύμα. Ιδών όμως είναι η πιο σωστή γραφή, δηλαδή ιδών (αφού είδε) το παιδί αυτόν, δηλαδή τον Ιησού (b). Αφού το ακόλουθο εσπάραξεν αναφέρεται στο πνεύμα και ο σπαραγμός προκλήθηκε από την πράξη που δηλώνεται από την μετοχή (ιδών), το πνεύμα λοιπόν είδε τον Ιησού. Τον είδε όμως μέσω των ματιών του παιδιού και για αυτό μπαίνει η μετοχή σε γένος αρσενικό. Σε όλες αυτές τις αφηγήσεις άνθρωπος και πονηρό πνεύμα συναναμιγνύονται. Και οι μεν εξωτερικές πράξεις ανήκουν στον άνθρωπο, ενώ το πνεύμα που μιλά άλλοτε μεν είναι αυτό του ανθρώπου και άλλοτε αυτό το ίδιο το πονηρό πνεύμα (γ).
(2) Μάλλον έχει την έννοια του σπασμωδικά ταράσσω. Ο σατανάς φρύαξε και κυριεύτηκε από λύσσα «έχοντας θυμό μεγάλο, γνωρίζοντας ότι έχει λίγο καιρό» (Αποκ. ιβ 12) και εντός ολίγου θα εκδιωχτεί.
(3) «Επέτρεψε να πάθει αυτός αυτά, για να δουν οι παρόντες, από ποια κακή επίδραση πρόκειται να απαλλαχτεί, και με σκοπό, αφού καταλάβει ο πατέρας, ότι θορυβείται το δαιμόνιο βλέποντας τον Χριστό, να οδηγηθεί να πιστέψει στη δύναμή του» (Ζ).
9.21 Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς(1) τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν(2).
21 «Πόσος καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί.
(1) =αφότου, ή από το χρόνο που (δ).
(2) Το σημείο αυτό του διαλόγου με τον πατέρα διασώθηκε από μόνο τον Μάρκο σύμφωνα με τη συνήθειά του να παρουσιάζει πλήρη την αφήγηση, με πολλές λεπτομέρειές της. Αιτία, για την οποία ρωτά αυτά ο Ιησούς, είναι το γενικό ενδιαφέρον, το οποίο σε τέτοιες περιστάσεις διεγείρεται σε πρόσωπα που έχουν καρδιά συμπαθητική και ευαίσθητη (γ). Ή, ο Σωτήρας ρωτά τον πατέρα όχι επειδή αγνοούσε, αλλά έτσι ώστε με την απάντηση του πατέρα να γίνει σε όλους ολοφάνερη η φοβερή κατάσταση του ασθενούς (δ).
9.22 Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν(1)· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι(2), βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
22 Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέψει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας».
(1) «Θα τον είχε φονεύσει από παλιά, αν δεν αναχαιτιζόταν από το Θεό» (Ζ).
(2) «Βλέπεις πως δεν είχε πίστη χωρίς δισταγμό» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή: Αλλ’ εἴ τι δύνη. Το εἴ τι δύνασαι σημαίνει, εάν έχεις δύναμη να μας βοηθήσεις. Ο δυστυχής πατέρας είχε κλονιστεί και από την αδυναμία των μαθητών. Έτσι του Χριστού η τιμή μειώνεται από τις δυσκολίες και αστάθειες ημών των μαθητών του. Και λόγω των ελλείψεων των διακόνων και λειτουργών του συκοφαντείται η δύναμη του ευαγγελίου του και της χάρης του.
9.23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι(1) πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι(2).
23 Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει».
(1) Υπάρχει και η γραφή: Το εἴ δύνη, πάντα δυνατά… Ο Ιησούς επαναλαμβάνει τις λέξεις του πατέρα, για να επιστήσει την προσοχή σε αυτές και στην αμφιβολία την οποία εκφράζουν και η οποία αποτελεί εμπόδιο για εκπλήρωση του αιτήματος. Το άρθρο «το» που μπαίνει μπροστά, δίνει έμφαση στα λόγια που ακολουθούν σε αυτό (γ).
(2) «Η απόδειξη της δύναμης από τον Σωτήρα, έγινε με την πρέπουσα πραότητα… Διότι δεν είπε, σε μένα είναι όλα δυνατά… αλλά σε αυτόν που πιστεύει, λέει» (β). «Όχι στη δική του δύναμη, αλλά στην πίστη εκείνου αναθέτει την θεραπεία, λέγοντας «όλα είναι δυνατά σε αυτόν που πιστεύει»» (Θφ), «από τη μία, προτρέποντάς τον στην πίστη και, από την άλλη, μετριοφρονώντας ο ίδιος» (Ζ). Απέναντι στην απιστία του πατέρα αντιθέτει την παντοδυναμία της πίστης, η οποία θέτει στη διάθεση του ανθρώπου την θεία δύναμη (γ). Το «πάντα» μπαίνει σε αντίθεση με το «ει τι» (b). Αξιόλογη και η επόμενη: «Επειδή αυτός δεν ανέφερε τίποτα αντάξιο της δύναμης του Χριστού, λέγοντας «Αν μπορείς, βοήθησέ με», δες πως το διορθώνει αυτό, ότι δεν ειπώθηκε όπως έπρεπε… Αυτό, λοιπόν, που λέει, σημαίνει το εξής· Υπάρχει σε μένα τόσο μεγάλη αφθονία δύναμης, ώστε να μπορώ να κάνω και άλλους να ενεργούν τέτοια θαύματα. Επομένως, αν πιστεύεις όπως πρέπει, και εσύ ο ίδιος μπορείς να θεραπεύσεις και αυτόν και άλλους πολλούς» (Χ).
9.24 Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ(1).
24 Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή».
(1) «Την μέχρι τώρα» απιστία μου (Ζ). Αισθάνεται ότι η βοήθεια, η σε αυτήν την περίπτωση αναγκαία, πρέπει να γίνει στον εαυτό του (σ). Βοήθησέ με απομακρύνοντας την απιστία μου. «Αν πίστεψε όταν έλεγε «Πιστεύω», πώς πάλι λέει «Βοήθησέ με στην απιστία μου»; Έχει διάφορα στάδια η πίστη. Η μία είναι η εισαγωγική και η άλλη η τέλεια. Όταν άρχισε, λοιπόν, να πιστεύει, παρακαλούσε τον Σωτήρα με την δύναμή του να προσθέσει αυτό που έλειπε. Έτσι και οι μαθητές έλεγαν στον Σωτήρα, Πρόσθεσέ μας πίστη» (β). Και εκείνοι, οι οποίοι με τη χάρη του Θεού μπορούν να πουν Πιστεύω, Κύριε, έχουν λόγους να παραπονιούνται για την απιστία τους. Διότι δεν μπορούν αμέσως να προσαρμοστούν τελείως με το περιεχόμενο της πίστης, ούτε να συμμορφωθούν πλήρως με τα λόγια του Χριστού και να εξαρτηθούν εξ’ ολοκλήρου από αυτόν. Αυτοί που παραπονιούνται για την απιστία τους, ας προσβλέπουν προς τον Ιησού ζητώντας η χάρη του να τους βοηθήσει. Βοήθησέ με Κύριε στην απιστία μου· βοήθησέ με, για να συγχωρεθώ για αυτήν· βοήθησέ με, με δύναμη εναντίον της· βοήθησέ με για κάθε έλλειψη και ασθένεια της πίστης μου, για να τελειοποιηθώ σε αυτήν. Ή, διαφορετικά, βοήθησέ με, θεραπεύοντας τον γιο μου, παρόλο που εγώ δεν έχω πίστη επαρκή (b). Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο πιθανή.
9.25 Ἰδὼν(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει(2) ὄχλος(30, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ(4) σοι ἐπιτάσσω(5), ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς(6) εἰς αὐτόν.
25 Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του».
(1) Χρονική μάλλον μετοχή παρά αιτιολογική.
(2) Η πρόθεση «επί» στο ρήμα=μαζί με το ήδη υπάρχον, τρέχει μαζί και άλλο πλήθος.
(3) Το άναρθρο «όχλος» συμβιβάζεται περισσότερο με την έννοια του επισυντρέχει. «Διότι δεν ήθελε να θεραπεύει μπροστά στον όχλο σαν… να κάνει επίδειξη» (Θφ), και επισπεύδει την θεραπεία «για να μην χειροκροτηθεί από περισσότερους» (Ζ).
(4) Εγώ ο Κύριος (σ). Εγώ σε αντίθεση με τους μαθητές, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο. Οι μαθητές λένε στο στίχο 28, εμείς δεν μπορέσαμε. Αυτό δείχνει την μεγάλη δύναμη του Κυρίου (b).
(5) «Εγώ σε διατάζω, εγώ που με ξέρεις» (Ζ). «Δεν είπε ο Δεσπότης: «σου παραγγέλλω» σε σένα το άλαλο και κουφό δαιμόνιο, αλλά είπε: εγώ «σε διατάζω». Το παράγγελμα ανήκει στον Παύλο (Πράξ. ιστ 17)· ενώ το να διατάζει, ανήκει στον εξουσιαστή. Υπάκουσε ο δαίμονας, διότι αναγνώρισε την εξουσία» (Σγ). Οι νίκες του Χριστού εναντίον του σατανά συντελούνται με τη δύναμη του λόγου του, «του σπαθιού που βγήκε από το στόμα του» (Αποκ. ιθ 21). Ο σατανάς δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στην επιτίμηση του Χριστού, οσοδήποτε μακροχρόνια και αν είναι η κατοχή του. Είναι μεγάλη παρηγοριά και ενίσχυση και θάρρος για εκείνους, οι οποίοι παλεύουν με τις αρχές και τις εξουσίες (του σκότους), το ότι ο Χριστός «αφαίρεσε τη δύναμη που είχαν και τις διαπόμπευσε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του σταυρού του Χριστού» (Κολ. β 15). Το λιοντάρι της φυλής του Ιούδα, τρομάζει το λιοντάρι που ωρύεται για να μας καταπιεί.
(6) Και ουδέποτε πλέον στη ζωή του, να μπεις σε αυτόν (δ). Το πνεύμα θα επιθυμούσε να μπει και πάλι σε αυτόν (b).
9.26 Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν(1) αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
26 Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε.
(1) Παλαιότερη γραφή: κράξας… και σπαράξας, δηλαδή ο δαίμονας. Έκραξε, παρόλο που θα προτιμούσε να παραμείνει άλαλο (b). «Έκραξε, δείχνοντας ότι βίαια διώχνεται» (Ζ). Ο δαίμονας προτού να βγει έδωσε σε αυτόν το ισχυρότερο σπάραγμα που μπορούσε, ώστε ο νέος έγινε αναίσθητος σαν νεκρός (δ).
9.27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν(1), καὶ ἀνέστη.
27Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο.
(1) Νέο τμήμα του θαύματος (b). Με το θείο άγγιγμα μετέδωσε σε αυτόν αίσθηση και δύναμη, ώστε σηκώθηκε υγιής σε όλα (δ). Κράτησε αυτόν από το χέρι, όπως έκανε στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, της θεραπείας δηλαδή της πεθεράς του Πέτρου (α 31) και της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου (ε 41) (σ).
9.28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι(1) ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν(2) ἐκβαλεῖν αὐτό.
28 Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;»
(1) Δες στίχο 11. «Το «ότι» λέγεται με την έννοια του «γιατί»» (Ζ). «Φοβήθηκαν οι μαθητές, μήπως έχασαν την χάρη, την οποία τους έδωσε ο Κύριος και για αυτό δεν μπόρεσαν να βγάλουν τον δαίμονα» (Θφ).
(2) Αφού έδωσε σε αυτούς την εξουσία εναντίον των ακαθάρτων πνευμάτων.
9.29 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος(1) ἐν οὐδενὶ(2) δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ(3).
29 Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
(1) Το γένος των δαιμόνων· τέτοιες βαριές περιπτώσεις δαιμονοληψίας (σ). Παρόλο που οι εχθροί, με τους οποίους παλεύουμε, είναι όλες αρχές και εξουσίες και δυνάμεις, παρ’ όλα αυτά, μερικές από αυτές είναι ισχυρότερες από τις άλλες και η δύναμή τους δυσκολότερα συντρίβεται. Εδώ το ότι από μικρή ηλικία είχε κυριεύσει ο σατανάς τον οργανισμό του παιδιού, είχε ενισχύσει το ενδιαφέρον του πονηρού πνεύματος να μονιμοποιηθεί σε αυτό και παρέμενε μέσα του με πείσμα. Όταν αμαρτωλά πάθη ριζωθούν μέσα μας με μακρά συνήθεια, γίνονται, όπως και τα χρόνια νοσήματα, δυσκολοθεράπευτα.
(2) «Με κανέναν άλλον τρόπο» (Ζ).
(3) «Πρέπει, όχι να νηστεύουμε μόνο, αλλά και να προσευχόμαστε· ούτε μόνο να προσευχόμαστε, αλλά και να νηστεύουμε. Διότι έτσι τελείται η αληθινή προσευχή, εάν είναι συνδεδεμένη και με τη νηστεία. Όταν δεν βαρύνεται αυτός που προσεύχεται από το φούσκωμα από τα φαγητά, αλλά είναι ανάλαφρος και χωρίς βάρος» (Θφ). Η νηστεία ενισχύει την προσευχή. Αποτελεί απόδειξη και δείγμα ταπείνωσης, αναγκαίας στην προσευχή, και είναι μέσο απονέκρωσης κάποιων κακών συνηθειών και προετοιμάζει το σώμα κατάλληλα να υπηρετήσει την ψυχή στην προσευχή και να μην γίνει εμπόδιο σε αυτήν όταν προσεύχεται. Κάποιοι από τους μεγαλογράμματους κώδικες παραλείπουν το «καὶ νηστείᾳ». Σύμφωνα με τον Ματθαίο ο Κύριος είπε απαντώντας στους μαθητές: «λόγω της απιστίας σας». Η προσευχή αποτελεί όρο απαραίτητο της συνηθισμένης προπαρασκευής για ενδυνάμωση της πίστης, η οποία θέτει σε ζωντανή προσωπική σχέση και κοινωνία με το Θεό, ο οποίος είναι ο πραγματικός δραστικός εργάτης, που κρύβεται και ενεργεί αόρατα μέσω των δούλων του (σ). Η συναίσθηση, ότι ο Θεός έχει κάθε πνευματική και υπερφυσική δύναμη για διενέργεια του θαύματος, πρέπει να προϋπάρχει σταθερή και αδίστακτη. Η δύναμη η θαυματουργική δεν είναι υποκειμενική και δεν παραμένει ως ιδιότητα μόνιμη εκείνων, οι οποίοι κάνουν το θαύμα. Το όργανα της θαυματουργίας μόνη δύναμη έχουν, να κινήσουν το Θεό να θαυματουργήσει (γ). Η δύναμή τους όμως αυτή προέρχεται από την προσευχή, που πηγάζει από πίστη θερμή. Οι μαθητές είχαν πεποίθηση στην αποστολή και εξουσία, την οποία πήραν από τον Κύριο και πολύ λίγο σκέφτονταν τους ηθικούς αυτούς όρους της πίστης και της προσευχής, από τις οποίες εξαρτιόταν η δραστικότητα της εξουσίας τους (σ).
Στίχ. 30-32. Ο Ιησούς προλέγει για δεύτερη φορά το Πάθος του.
9.30 Καὶ ἐκεῖθεν(1) ἐξελθόντες παρεπορεύοντο(2) διὰ τῆς Γαλιλαίας(3), καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ(3)·
30 Έφυγαν από ’κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από ’κει,
(1) Δες Ματθ. ιζ 22,23 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Από το μέρος όπου έγινε η θεραπεία του δαιμονισμένου παιδιού (δ) δηλαδή από τα περίχωρα της Καισάρειας του Φιλίππου (γ), κοντά στο όρος Ερμών (σ).
(2) Πορεύονταν όχι διαμέσου των πόλεων, αλλά περνούσαν έξω από αυτές (b).
(3) Από τη δυτική όχθη του Ιορδάνη (σ).
(4) «Γιατί δεν ήθελε; Το φανερώνει αυτό που ακολουθεί· για να μην μάθει κανείς άλλος, για αυτά για τα οποία τότε συζητούσε» (Ζ). Συνεχιζόταν δηλαδή η τακτική, που εφαρμόστηκε από αυτόν από την αναχώρησή του στην Τύρο και την Σιδώνα (Μάρκ. ζ 24). Από τον χρόνο εκείνον έμενε σε ξένες τελείως περιοχές συνοδευόμενος από μόνους τους μαθητές του και προετοιμάζοντας αυτούς για το πάθος του που πλησίαζε (γ). Όχι άστοχη και η επόμενη παρατήρηση: Είχε ενεργήσει μάταια πολλά θαύματα ανάμεσά τους και είχαν ευεργετηθεί από αυτόν χωρίς να ανταποδώσουν τους αναμενόμενους καρπούς και τώρα που πλησίαζε το πάθος, έπρεπε να προετοιμάσει τους μαθητές για αυτό.
9.31 ἐδίδασκε(1) γὰρ(2) τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται(3) εἰς χεῖρας ἀνθρώπων(4), καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς(5) τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται(6).
31 γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί».
(1) Δίδασκε όχι με λίγα λόγια, αυτά που θα μπορούσαν γρήγορα να λεχθούν, αλλά δίδασκε σύμφωνα με καθορισμένο σχέδιο (b). Η διδασκαλία αυτή και εκπαίδευση των 12 αποτελούσε τότε το κύριο έργο του (σ). Επανειλημμένως και στη συνέχεια και προηγουμένως και τώρα μιλά για το πάθος του στους μαθητές. Υπάρχουν μερικές αλήθειες, για τις οποίες ο Θεός και μία φορά και δύο και επανειλημμένως μιλά προς τον άνθρωπο, και όμως αυτός δεν τις κατανοεί ούτε τις κάνει κτήμα του.
(2) Αιτιολογεί το γιατί δεν ήθελε «να μάθει κάποιος». Τα λόγια του για το πάθος του ως Μεσσία, δεν ήταν ακόμη καιρός να ακούσουν και άλλοι εκτός από τους μαθητές (b).
(3) Ο ενεστώτας χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτό που αναπόφευκτα μετά από λίγο θα γίνει (δ). Προγνώριζε τέλεια αυτά που του έρχονταν. Και όμως ανέλαβε το έργο της απολύτρωσής μας. Η σαφής αυτή πρόγνωση αποτελούσε ένα είδος προπαθήματος για τον Ιησού, του οποίου η ψυχή είχε ταραχτεί επανειλημμένως από την πρόβλεψη του πάθους. Εάν δεν είχε τόση αγάπη προς εμάς, πώς ήταν δυνατόν να αναλάβει τέτοιο έργο;
(4) Εάν παραδινόταν σε χέρια δαιμόνων και τον φόνευαν, δεν θα ήταν αυτό παράδοξο. Αλλά ότι άνθρωποι, τους οποίους ευεργέτησε και όφειλαν να τον αγαπούν, θα κακοποιούσαν έτσι τον υιό του ανθρώπου, ο οποίος ήλθε για να λυτρώσει και να σώσει αυτούς, αυτό παρουσιάζεται εξόχως θλιβερό.
(5) Η λέξη αυτή είναι γεμάτη έμφαση=και έτσι αφού φονευτεί, θα αναστηθεί (b).
(6) «Αφού είπε το λυπηρό, ότι θα τον φονεύσουν, προσθέτει στη συνέχεια και το χαρμόσυνο, ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί, για να μάθουμε ότι μετά τα λυπηρά ακολουθούν πάντα τα ευφρόσυνα, και να μην θλιβόμαστε μάταια για τα λυπηρά, αλλά να ελπίζουμε και τα καλύτερα» (Θφ).
9.32 Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα(1), καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι(2).
32 Αυτοί όμως δεν καταλάβαιναν αυτόν το λόγο· ωστόσο φοβούνταν να τον ρωτήσουν.
(1) Δες στίχο 10, όπου λέγεται, «ότι συζητούσαν, Τι σημαίνει το να αναστηθεί από τους νεκρούς. Διότι νόμιζαν, ότι και αυτό είναι κάποια παραβολή. Διότι, πράγματι, μετά την ανάσταση άνοιξε το νου τους να καταλάβουν για τα πάντα» (Ζμ).
(2) Φοβούνταν ότι στα περαιτέρω ερωτήματα θα δίνονταν περισσότερο δυσάρεστες απαντήσεις και δεν ήθελαν να ακούσουν τα χειρότερα (γ). Ή, και διότι φοβούνταν μάλωμα εκ μέρους του διδασκάλου διότι παρουσιάζονταν τόσο αργοί στο να κατανοήσουν αλήθεια, για την οποία επανειλημμένως μίλησε σε αυτούς.
Στίχ. 33-37. Ποιος είναι ο πρώτος και ο μεγαλύτερος .
9.33 Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ(1)· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε(2);
33 Ο Ιησούς ήρθε στην Καπερναούμ, και όταν μπήκε στο σπίτι ρώτησε τους μαθητές: «Τι συζητούσατε μεταξύ σας στο δρόμο;»
(1) Δες Ματθ. ιη 1-5 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Στην Καπερναούμ άρχισε την δημόσια δράση του στη Γαλιλαία και στην Καπερναούμ, όπως φαίνεται από τα ευαγγέλια, τελειώνει αυτήν. Πρόκειται τώρα να ανέβει στα Ιεροσόλυμα, για να σταυρωθεί (σ).
(2) Προς εαυτούς διελογίζεσθε= ο ένας μαζί με τον άλλον συζητούσατε (g). Από το διάλογος ή διαλογή=συνομιλία (δ). Γνώριζε καλά τι είχαν συζητήσει στο δρόμο. Αλλά ήθελε να μάθει αυτό και από αυτούς, να εξομολογηθούν το σφάλμα τους και την ανοησία τους. Πρέπει να περιμένουμε, ότι ο Χριστός θα ζητήσει και από εμάς λόγο για τις μεταξύ μας συζητήσεις, διότι από τα λόγια μας θα δικαιωθούμε ή και θα καταδικαστούμε.
9.34 Οἱ δὲ ἐσιώπων(1)· πρὸς ἀλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς(2) μείζων.
34 Αυτοί όμως σιωπούσαν, γιατί στο δρόμο συζητούσαν μεταξύ τους ποιος είναι ανώτερος ανάμεσά τους.
(1) «Σιωπούσαν από ντροπή» (Ζ).
(2) Ένας από αυτούς. «Οι μαθητές, επειδή ακόμη είχαν ένα πιο ανθρώπινο φρόνημα, φιλονικούσαν μεταξύ τους για το ποιος από αυτούς είναι μεγαλύτερος και προτιμότερος στα μάτια του Χριστού» (Θφ). Ποιος όχι από χαρακτήρα και αρετή, αλλά από όνομα και εξωτερικά προσόντα. Ο Ανδρέας διότι κλήθηκε πρώτος; Ο Πέτρος, διότι ήταν ο αρχηγός του λόγου; Ο Ιούδας, διότι είχε το ταμείο;… Αλλά τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε να αντιτίθεται περισσότερο προς τους δύο θεμελιώδεις νόμους της βασιλείας του Χριστού, την ταπείνωση και την αγάπη, μαθήματα τα οποία με το παράδειγμά του είχε διδάξει στους μαθητές ο Ιησούς, από την επιδίωξη πρωτείων και την φιλονικία για αυτά. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Διδάσκαλος είχε πει πολλά λόγια για το πάθος του και μόνο ένα για την ανάσταση και την δόξα του. Και όμως οι μαθητές προσπέρασαν τα πολλά λόγια και προσκολλήθηκαν στο ένα και για αυτό και διεκδικούν τα πρωτεία στη μελλοντική αυτή δόξα. Αντί να σκεφτούν, πώς θα ενισχύονταν και θα έπαιρναν χάρη, για να πάθουν μαζί με το Χριστό, ρωτούν: Ποιος θα είναι μεγαλύτερος. Οι μη αναγεννημένοι άνθρωποι αγαπούν να ακούν και να μιλούν για προνόμια και δόξα, χωρίς να είναι διατεθειμένοι και να περάσουν μέσα από το έργο και τις θυσίες, τα οποία οδηγούν σε εκείνα. Ονειρεύονται και επιζητούν στέμματα, λησμονώντας τον ζυγό και τον σταυρό, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με αυτά.
9.35 Καὶ καθίσας(1) ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι(2), ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος(3).
35 Κάθισε τότε ο Ιησούς, φώναξε τους δώδεκα και τους λέει: «Όποιος θέλει να είναι ο πρώτος θα πρέπει να γίνει ο τελευταίος απ’ όλους κι ο υπηρέτης όλων».
(1) Όπως ένας διδάσκαλος κάθεται, προκειμένου να διδάξει (σ).
(2) «Ο Κύριος, την μεν επιθυμία του να τιμάται κάποιος πρώτος, δεν την εμποδίζει. Διότι θέλει να επιθυμούμε τον υψηλότερο βαθμό. Δεν μας θέλει όμως να αρπάζουμε τα πρωτεία, αλλά με την ταπείνωση μάλλον να κατακτούμε το υψηλό» (Θφ).
(3) Με το σχήμα του παραδόξου εντυπώνει βαθιά στη μνήμη των μαθητών του την μεγάλη αυτή αλήθεια. Για να αναδειχτεί κάποιος πρώτος πρέπει να γίνει προηγουμένως τελευταίος και υπηρέτης όλων. Πρέπει να εξαλείψει τον εαυτό του ταπεινούμενος. Δεν απαιτείται όμως μόνο να ταπεινωθεί, αλλά και να γίνει υπηρέτης όλων. Και αυτό θα παρουσιαζόταν παράδοξο, αφού το πρωτείο σημαίνει κυριαρχία και δικαιώματα να υπηρετείται κάποιος από τους άλλους. Αλλά το να ταπεινώνεται κάποιος και να υπηρετεί τους άλλους στη βασιλεία του Θεού, όχι μόνο οδηγεί στο μεγαλείο, αλλά είναι αυτό το ίδιο μεγαλείο (γ). «Την μεν επιθυμία δεν την εμπόδισε, αλλά εισηγήθηκε την ταπεινοφροσύνη· λέει, λοιπόν, ότι με αυτόν τον τρόπο θα πετύχουν αυτό το πράγμα, αν δεν έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αλλά αν εκδηλώνουν την απλότητα των παιδιών» (β). Και ο Παύλος για αυτόν που επιθυμεί επισκοπή, είπε ότι επιθυμεί καλό έργο, διότι πρέπει, όπως έπραττε ο Παύλος, να κοπιάζει περισσότερο από κάθε άλλον και να γίνεται δούλος και υπηρέτης όλων.
9.36 Καὶ λαβὼν παιδίον(1) ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν(2), καὶ ἐναγκαλισάμενος(3) αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς·
36 Ύστερα πήρε ένα παιδάκι, το έβαλε ανάμεσά τους, το αγκάλιασε και τους είπε:
(1) Ό,τι προηγουμένως με λόγια δίδαξε, αυτό και πιο εποπτικά το κάνει ολοφάνερο και με παράδειγμα. Η ταπεινοφροσύνη είναι μάθημα που τόσο δύσκολα μαθαίνεται, ώστε έχουμε ανάγκη με όλα τα μέσα και τους τρόπους να διδαχτούμε αυτήν. «Έστησε, δηλαδή, παιδί στη μέση και θέλει και εμείς να γίνουμε όπως εκείνο» (Θφ). «[Να γίνουμε] Όχι απλώς παιδί, ούτε σε όλα, αλλά στην ανυπόκριτη ταπεινοφροσύνη, όπως λέει ο Παύλος, Αδελφοί, να μην γίνεστε παιδιά στο μυαλό, αλλά ως προς την κακία να γίνεστε νήπια» (β). Η χάρη που μας αναγεννά, μας μεταβάλλει σε παιδιά, όχι στο μυαλό (Α΄Κορ. ιδ 20), όχι παιδιά που εξαπατώνται εύκολα, και πηγαίνουν πέρα δώθε σε κάθε άνεμο διδασκαλίας (Εφεσ. δ 14) που δεν κάθονται στις αγορές και παίζουν (Ματθ. ια 16), αλλά που ποθούν το λογικό άδολο γάλα (Α΄Πέτρ. β 1), ρίχνουν όλη τη φροντίδα τους στον ουράνιο Πατέρα που ξέρει «ότι έχουμε ανάγκη όλα αυτά» (Ματθ. στ 32), παιδιά που ως προς την κακία είναι νήπια (Α΄Κορ. ιδ 20) και βρίσκονται κάτω από την εξουσία επιτρόπου και οικονόμου (Γαλ. δ 2) και ταπεινά σαν τα παιδιά, τα οποία δεν κρατούν σε απόσταση τους συνομίληκες ούτε κρατούν τους τύπους της τιμής, αλλά συναναστρέφεται και παίζει μαζί το παιδί του ευγενούς με το παιδί του ζητιάνου. Επιπλέον όπως τα παιδιά είναι μικρά στο σώμα και χαμηλά στο ανάστημα, έτσι και εμείς πρέπει να είμαστε χαμηλοί και ταπεινοί στις σκέψεις και τα φρονήματα για τους εαυτούς μας.
(2) To έστησε στο μέσο όχι για να παίξουν και να χαριεντιστούν με αυτό, αλλά για να διδαχτούν μέσω αυτού. Ώριμοι άνδρες και ηλικιωμένοι δεν πρέπει να απαξιώνουν την συναναστροφή με μικρά παιδιά ή να θεωρούν ως κατώτερο του εαυτού τους το να προσέξουν αυτά. Είναι δυνατόν να ακούσουν και λόγους διδακτικούς από αυτά ή παρατηρώντας αυτά να πάρουν μαθήματα από τη ζωή τους και τις εκδηλώσεις τους. Το δωδεκάχρονο Παιδί Ιησούς βρέθηκε «ανάμεσα στους διδασκάλους ακούγοντάς τους και ρωτώντας τους» (Λουκ. β 46).
(3) Πιο κλασική φράση το: παίρνω στην αγκαλιά. Το αγκάλιασμα συμβολίζει τη στενή ένωση μεταξύ αυτού και αυτών των παιδιών. Δες στίχ. 37 και ι 16. Με την πράξη αυτή μετέδωσε χάρη στο παιδί εκείνο. Μας διδάσκει, ότι τόσο αγαπητοί είναι σε αυτόν οι ταπεινοί (b).
9.37 ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων(1) δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου(2), ἐμὲ δέχεται(3)· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με(4).
37 «Όποιος δεχτεί ένα τέτοιο παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα τον ίδιο· κι όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά αυτόν που μ’ έστειλε στον κόσμο».
(1) Τα παιδιά, για τα οποία μιλά ο Κύριος, δεν είναι παιδιά στην ηλικία, αλλά παιδιά στο πνεύμα, πρόσωπα που κατέχουν ιδιότητες όμοιες με αυτές των παιδιών (γ). Παιδιά «ως προς την ταπείνωση και το άπλαστο του τρόπου και το άδολο» (Θφ). Το παιδί εκείνο αντιπροσώπευε την τάξη των μικρών παιδιών και ήταν τύπος και της τάξης των αληθινών μαθητών των ταπεινών και μετριοφρόνων και οι οποίοι λησμονούν τους εαυτούς τους χάριν των άλλων (σ).
(2) Η πρόθεση «επί» σημαίνει την βάση, τον λόγο της υποδοχής (γ)· με βάση το όνομά μου, από σεβασμό προς εμένα. Το όνομα βρίσκεται εδώ αντί για το ίδιο το πρόσωπο (σ). Όποιος υποδέχεται πράο και ταπεινό Χριστιανό και δεν παραθεωρήσει αυτόν λόγω της μετριοφροσύνης του, αλλά τον περιβάλλει με την αγάπη και φιλία του, επιδεικνύοντας συμπάθεια και φροντίδα για αυτόν και πράξει αυτό για τον Χριστό, διότι έχει την εικόνα του Χριστού και είναι δούλος του Χριστού και τον έκανε δικό του ο Χριστός, αυτός θα γίνει δεκτός και θα ανταμειφθεί σαν να τα έκανε αυτά στον ίδιο το Χριστό. Και όσο μικρότερος και ασημότερος είναι αυτός προς τον οποίο δείχνουμε αυτά για τον Χριστό, τόσο πιο ευάρεστα δέχεται αυτά ο Κύριος.
(3) «Και όχι μόνο, λέει, εάν οι ίδιοι γίνετε τέτοιοι, θα πάρετε μεγάλο μισθό, αλλά και αν άλλους τέτοιους τους τιμήσετε εξαιτίας μου, θα λάβετε πίσω την βασιλεία των ουρανών. Διότι εμένα δέχεστε· δεχόμενοι όμως εμένα, δέχεστε αυτόν που με έστειλε» (Θφ). «Δες πόσο πολύ αγαπά αυτού του είδους τον άνθρωπο· διότι αυτός, λέει, που δέχεται αυτόν, δέχεται εμένα» (Ζμ). «Τόσο σφοδρά ποθώ το ταπεινό και το άπλαστο (ανυπόκριτο)» (β). Το συμπαθητικό και γεμάτο στοργή βλέμμα του Χριστού πάνω στην εκκλησία του, εκτείνεται και σε καθένα επί μέρους μέλος της, ακόμη και στο πιο μικρό και άσημο. Όχι μόνο σε ολόκληρη την οικογένεια, αλλά και σε κάθε παιδί της οικογένειας.
(4) «Το νόημα των όλων ρητών είναι το εξής, ότι δηλαδή: Όποιος υποδεχτεί αυτόν που έγινε σαν παιδί, μέσω εκείνου, από τη μία, εμένα υποδέχεται, ενώ μέσω εμού, από την άλλη, τον πατέρα μου που με έστειλε· διότι ο μεν πατέρας κάνει δική του την τιμή προς εμένα και εγώ από την άλλη κάνω δική μου την τιμή προς αυτόν που έγινε σαν παιδί» (Ζμ). «Τι, όμως, θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο από το να υποδεχτεί κάποιος τον Υιό και τον Πατέρα;» (β).
Στίχ. 38-41. Διδασκαλία περί ανοχής.
9.38 ᾿Απεκρίθη(1) αὐτῷ ὁ Ἰωάννης(2) λέγων· διδάσκαλε, εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου(3) ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ(4) ἡμῖν(5).
38 Λέει ο Ιωάννης στον Ιησού: «Διδάσκαλε, είδαμε κάποιον που δεν είναι δικός μας, να βγάζει δαιμόνια επικαλούμενος το όνομά σου, και τον εμποδίσαμε, γιατί δεν είναι δικός μας».
(1) Δες Ματθ. ι 42 και ιη 6,8 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο λόγος του διδασκάλου για όσους δέχονται πρόσωπα στο όνομά του, φέρνει στη μνήμη των μαθητών επεισόδιο που έγινε με άνθρωπο που με το όνομα του Κυρίου έβγαζε δαιμόνια.
(2) Πιθανώς ο Ιωάννης, ο οποίος θυμάται τώρα το επεισόδιο και του οποίου ο θερμός ζήλος για τη δόξα του διδασκάλου εκδηλώθηκε σε περίπτωση που εξιστορείται από τον Λουκά (θ 52-54) σε συνέχεια του επεισοδίου αυτού, να έλαβε πρωτεύον μέρος σε αυτήν την παρεμπόδιση (σ).
(3) =με την επίκληση του ονόματός σου (δ).
(4) «Πρόσθεσε και την αιτία που τον εμπόδισαν, ότι, δηλαδή, δεν μας ακολουθεί. Διότι κάποιοι από αυτούς που πίστεψαν, από έρωτα δόξας, μιμούνταν τους Αποστόλους και με την επίκληση του ονόματος του Χριστού έβγαζαν δαίμονες, αλλά δεν ακολουθούσαν τους αποστόλους» (Ζ), «επειδή ήθελαν να οδηγούνται από τα προσωπικά τους θελήματα και να ζουν με πιο αδιάφορο τρόπο» (Θφ). Είχαν δίκιο οι μαθητές που έκριναν την περίπτωση αυτή ως ανώμαλη, διότι η αρμόζουσα θέση για κάθε μαθητή που ενεργεί τέτοια θαύματα ήταν να βρίσκεται μαζί με τον Ιησού (γ). Και ο άνθρωπος αυτός που δεν ανήκε στον κύκλο τους, δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος στο να εκπροσωπεί τον Διδάσκαλο, παρόλο που όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει από την απάντηση την οποία δίνει ο Κύριος, ο άνθρωπος αυτός, αν και δεν ανήκε στον κύκλο των αναγνωρισμένων μαθητών, δεν στερούνταν ειλικρίνειας και σε κάποιο μέτρο πίστευε στον Ιησού ότι στάλθηκε από το Θεό, όπως και στη δύναμη του ονόματός του (σ).
(5) Εμάς τους Αποστόλους κάτω από τη δική σου ηγεσία (b). «Ο γιος της βροντής (ο Ιωάννης), δεν εμποδίζει εκείνον που έβγαζε τα δαιμόνια, οδηγούμενος από κάποια ζήλεια και φθόνο, αλλά επειδή ήθελε, όλοι όσοι επικαλούνται το όνομα του Χριστού, να τον ακολουθούν και να είναι ένα σώμα όλοι οι μαθητές» (Θφ).
9.39 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· μὴ κωλύετε αὐτόν(1)· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί με(2).
39 Ο Ιησούς του απάντησε: «Μην τον εμποδίζετε, γιατί δεν μπορεί κανείς, αφού χρησιμοποιήσει το όνομά μου για να κάνει θαύμα, αμέσως μετά να μιλήσει άσχημα για μένα.
(1) «Δεν αφήνει τον Ιωάννη να εμποδίζει αυτόν που έκανε τα θαύματα» (Θφ). Εκείνος ο οποίος είναι αγαθός και πράττει το αγαθό, δεν πρέπει να εμποδίζεται, παρόλο που μπορεί να υπάρχει κάποια ελαττωματικότητα ή έλλειψη κανονικότητας στη δράση του. Το να βγάζει κάποιος δαιμόνια και να καταργεί έτσι την εξουσία του σατανά και να πράττει αυτό στο όνομα του Χριστού και να ομολογεί έτσι το ότι στάλθηκε από τον Πατέρα και να αποδίδει σε αυτόν τιμή ως πηγή της χάρης, είναι κάτι αγαθό και δεν πρέπει αυτός που κάνει αυτό να παρεμποδίζεται, επειδή δεν μας ακολουθεί. Εάν ο Χριστός ανακηρύσσεται, ο Παύλος χαίρεται και θα χαρεί, έστω και αν πρόκειται αυτός με το κήρυγμα αυτό να εκλείψει.
(2) «Διότι πώς θα μπορούσε να με κακολογήσει, αυτός που έχει το όνομά μου ως αφορμή δόξας και που θαυματουργεί με το να επικαλείται αυτό;» (Θφ). «Επέτρεπε να θαυματουργούν και αυτοί και για να βεβαιώσει, από τη μία, το κήρυγμα, και για να βελτιωθούν, από την άλλη, βεβαίως, αυτοί που θαυματουργούσαν» (Ζ). Άνθρωπος ο οποίος είχε επαρκή πίστη στη δύναμη του ονόματός του, ώστε με την επίκλησή του να βγάζει δαιμόνια, δεν ήταν πιθανόν να εξελιχθεί σε εχθρό του Ιησού, αλλά μάλλον, εάν δεν ήταν ήδη εξ’ ολοκλήρου φίλος, θα κερδιζόταν τελικά στην τάξη τους (σ).
9.40 Ὅς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν(1), ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν(2).
40 Όποιος, λοιπόν, δεν είναι εναντίον σας είναι με το μέρος σας.
(1) Υπάρχει και η γραφή: καθ᾿ ημῶν, ὑπὲρ ημῶν ἐστι.
(2) «Διότι αυτό ακριβώς, το ότι, δηλαδή, δεν σας κάνει αντιπερισπασμό, είναι βοήθεια για σας» (Ζ). «Φαίνεται ο Κύριος, ότι λέει αντίθετα με τον εαυτό του. Διότι, ενώ αλλού είπε «Αυτός που δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου (Ματθ. ιβ 30), τώρα λέει «Όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι υπέρ μας». Φαίνονται, λοιπόν, αυτά ότι είναι αντίθετα, αλλά δεν είναι. Διότι το μεν, Αυτός που δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου, ειπώθηκε για τους δαίμονες, που προσπαθούν να απομακρύνουν από το Θεό και σκορπίζουν τα του Θεού. Αυτό, όμως, που τώρα ειπώθηκε, αναφέρεται σε ανθρώπους, οι οποίοι μάλλον φέρνουν κάποιους στο Θεό, με το να κάνουν θαύματα» (Θφ). «Μιλά για ανθρώπους, που πιστεύουν μεν σε αυτόν, αλλά δεν τον ακολουθούν, λόγω ελλιπούς διάθεσης ή λόγω αδιάφορης ζωής, αλλά που με το όνομά του κάνουν θαύματα, λόγω της πίστης αυτών που τους πλησιάζουν, αλλά και με σκοπό και οι ίδιοι (οι θαυματουργοί) να εισαχθούν στην τέλεια πίστη» (β). Οι περιπτώσεις είναι διαφορετικές και παρ’ όλα αυτά τα λόγια που ειπώθηκαν με αφορμή αυτές, βασίζονται πάνω στην ίδια αρχή. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι εναντίον του Ιησού Χριστού, εάν έχει κάποια πίστη, έστω και ατελή, στο όνομά του. Δεν μπορεί, όμως, να είναι φίλος του Χριστού, εάν παραμονεύει σε κατάσταση ψυχρότητας και τηρεί στάση επίκρισης αντιδρώντας στο έργο του υπό την επήρεια του σατανά, όπως έπρατταν γενικά οι Φαρισαίοι. Ο ένας λόγος δεν αντιτίθεται στον άλλον, αλλά συμπληρώνει αυτόν (σ). Ένας και ο ίδιος άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι συγχρόνως και φίλος και εχθρός. Φιλία και έχθρα είναι αντίθετα και ασυμβίβαστα και δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν συγχρόνως. Για εκδίωξη δαιμονίων πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις. Αλλά στο Ματθ. ιβ 30 κατηγορήθηκε ο Κύριος, ότι με τον άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια και απαντά ότι η ενέργειά του ήταν εχθρική προς τον σατανά και συνεπώς δεν μπορούσε να προέρχεται από αυτόν. Εδώ αναφέρεται στο διώξιμο των δαιμονίων που γινόταν από πρόσωπο που είχε φιλικές, από τη μία, διαθέσεις προς αυτόν, εχθρικές, από την άλλη, προς τον σατανά και συνεπώς αυτός ο οποίος δείχνεται τόσο φιλικός προς αυτόν, δεν μπορεί την ίδια στιγμή να είναι εχθρός του (γ).
9.41 Ὅς γὰρ(1) ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος(2) ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε(3), ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.
41 Όποιος επίσης σας δώσει για χάρη μου ένα ποτήρι νερό επειδή ανήκετε στο Χριστό, σάς βεβαιώνω πως δε θα χάσει την αμοιβή του».
(1) Ή, ο Ιησούς αφού απάντησε στο ερώτημα που με ευλάβεια τού πρόβαλε ο Ιωάννης, επανέρχεται πάλι στη σειρά του λόγου που διακόπηκε στο στίχο 37 (b). Ή, «όχι μόνο, λέει, αυτόν που κάνει θαύματα στο όνομά μου δεν τον εμποδίζω, αλλά, ακόμη και κάτι ελάχιστο αν δώσει κάποιος σε σας για το όνομά μου και σας αποδεχτεί λόγω εμού, όχι κάνοντας ανθρώπινη χάρη ή κοσμική, δεν θα χάσει τον μισθό του» (Θφ). «Για να μην προβάλλει, δηλαδή, κάποιος την φτώχεια, λέει, και αν ακόμη δώσει ποτήρι δροσερού νερού, όπου δεν υπάρχει καμία δαπάνη, θα υπάρξει και για αυτό μισθός» (β). Η συμπάθεια που δείχνεται στους μαθητές του Χριστού, εκτιμάται και λογαριάζεται από αυτόν όχι σύμφωνα με την ποσότητα και το πολύτιμο του δώρου ή της παροχής, αλλά σύμφωνα με την αγάπη και προθυμία αυτού που δωρίζει και παρέχει. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό και το δίλεπτο της φτωχής χήρας δεν παραβλέφθηκε, αλλά εκτιμήθηκε πάνω από τα μεγάλα ποσά, που πρόσφεραν οι πλούσιοι.
(2) Αυτοί που ανήκουν στο Χριστό και τον υπηρετούν, είναι ενδεχόμενο να περιέλθουν σε τέτοια ανάγκη, ώστε να είναι ευχαριστημένοι και με την προσφορά και ενός ποτηρίου δροσερού νερού.
(3) Διαφορετική γραφή: εν τω ονόματι ότι Χριστού εστέ=το «εν τω ονόματι» με την έννοια της αιτίας· διότι είστε του Χριστού (γ). Ή, εν τω ονόματί μου ότι Χριστού εστέ=για το όνομά μου, ότι δηλαδή είστε του Χριστού, και ανήκετε στην οικογένειά του. Μέγιστη τιμή και ευτυχία των Χριστιανών είναι ότι ανήκουν στο Χριστό, έχουν συνδεθεί μαζί του και είναι μέλη του σώματός του.
Στίχ. 42-50. Προσοχή να μη σκανδαλίζουμε.
9.42 Καὶ(1) ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον εἰ περίκειται(2) λίθος μυλικὸς(3) περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν(4).
42 «Όποιος γίνει αφορμή να κλονιστεί ένας απ’ αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν σ’ εμένα, το καλύτερο γι’ αυτόν είναι να κρεμάσει μια μυλόπετρα στο λαιμό του και να πέσει στη θάλασσα.
(1) Στο στίχο αυτόν παρουσιάζεται η αντίθετη όψη, της βλάβης δηλαδή ενός από τους μαθητές. Όποιος σκανδαλίσει και τον ασημότερο από τους Χριστιανούς, είτε αποθαρρύνοντας αυτόν στην πορεία του στο δρόμο που οδηγεί στη βασιλεία, είτε ανακόπτοντας την πρόοδό του, είτε παρασύροντας αυτόν στην διάπραξη της αμαρτίας, θα υποστεί βαριά τιμωρία. Είναι αξιοσημείωτο, ότι γίνεται λόγος για πνευματική βλάβη. Όχι διότι άλλες βλάβες, πρόσκαιρες και σωματικές, είναι αδιάφορες, αλλά διότι ο Ιησούς όταν μιλά για βλάβη, κυρίως τις πνευματικές βλάβες θεωρεί ότι μπορούν να βλάψουν πραγματικά τους μαθητές του, ενώ οι άλλες που δεν θίγουν την ψυχή δείχνουν απλώς την κακή πρόθεση και διάθεση αυτών που αδικούν (γ). «Κάνοντας πιο εύκολα αποδεκτό τον λόγο, τον αποδεικνύει, όχι από την τιμή μόνο, αλλά και από την τιμωρία» (β). «Όπως ακριβώς, δηλαδή, εάν τιμήσεις έναν από τους μικρούς, ευαρεστείς το Θεό, έτσι εάν έναν από τους μικρούς σκανδαλίσεις… σε συμφέρει να κρεμαστεί από το λαιμό σου μια μυλόπετρα» (Θφ).
(2) Ο ενεστώτας με έμφαση.
(4) Υπάρχει και η γραφή μύλος ονικός=Μυλόπετρα τόσο μεγάλη, ώστε για μετακίνησή της να απαιτείται η χρησιμοποίηση ζώου (σ). Λίθος μυλικός=κοινώς η μυλόπετρα, αντί για την δόκιμη λέξη μυλία ή μύλος (δ). «Ανέφερε αισθητή τιμωρία, φοβίζοντάς μας με αυτό το αισθητό παράδειγμα» (Θφ). «Από τα γνώριμα σε μας φανερώνει το αφόρητο της τιμωρίας. Διότι, όταν θέλει να κατηγορήσει εντονότατα, φέρνει αισθητά παραδείγματα. Και εδώ, λοιπόν, θέλοντας να δείξει ότι θα υποστούν πολλή την τιμωρία… έφερε στο προσκήνιο (το παράδειγμα) της μυλόπετρας και του πνιγμού» (β).
(4) «Θα υποστούμε, δηλαδή, όπως φαίνεται, χειρότερη τιμωρία» (Θφ). Η όλη εικόνα είναι ισχυρή και εκφράζει ολοσχερή καταστροφή (σ). Την χειρότερη ποινή, που επιβάλλεται στους κακοποιούς που φονεύουν το σώμα, χρησιμοποιεί ως εικόνα για να παραστήσει ζωηρότερα την τιμωρία που επιφυλάσσεται στον δημιουργό του σκανδάλου. Ο άδης είναι χειρότερος από το βάθος της θάλασσας, διότι είναι άβυσσος απύθμενη και λίμνη που καίει με φωτιά και θειάφι. Το βάθος της θάλασσας θανατώνει, αλλά ο άδης βασανίζει. Το αμετάκλητο λοιπόν και αδυσώπητο και αναπόφευκτο της κρίσης του μεγάλου Κριτή θα βυθίσει και θα καταποντίσει στην αιώνια άβυσσο αυτόν που κάνει σκάνδαλα, ταχύτερα και ασφαλέστερα και δεμένο στερεότερα από όσο παρασύρει και βυθίζει στα βάθη της θάλασσας μυλόπετρα που στέρεα τοποθετήθηκε γύρω από το λαιμό του καταδίκου που ρίχνεται σε αυτήν από τους ανθρώπους.
9.43 Καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ(1) σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλὸν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν(2) εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν(3), εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον(4),
43 Αν σε σκανδαλίζει κάτι τόσο σπουδαίο σαν το χέρι σου, κόψε το· είναι προτιμότερο να μπεις στην αληθινή ζωή κουλός, παρά να έχεις δύο χέρια και να πας στη γέεννα, στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ.
(1) Η λέξη αυτή αποτελεί τον σύνδεσμο ανάμεσα σε αυτά που λέγονται από τον στίχο αυτό και εξής και σε όσα ειπώθηκαν προηγουμένως (γ). Αφού μίλησε για την περίπτωση αυτών που σκανδαλίζουν τους άλλους, μιλά τώρα και για το σκάνδαλο, το οποίο εμείς οι ίδιοι ενδέχεται να προξενήσουμε στους εαυτούς μας. Πνευματική βλάβη μπορεί να προέλθει στον άνθρωπο και από τον εαυτό του, από κάποιο μέρος της φύσης του, το οποίο μπορεί να αποβεί πηγή πτώσης ή παγίδας στον εαυτό του (σ). Και αγαπητά πρόσωπα ή μέλη του σώματός μας, τα οποία από μόνα τους είναι καλά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όργανα για το καλό, και αυτά ακόμη, λόγω της διαφθοράς των καρδιών μας μπορούν να δημιουργούν σε μας παγίδες, να μας ωθούν προς την αμαρτία και να μας εμποδίζουν από το καθήκον. Αυτό που επιβάλλεται σε μας κατά τις περιστάσεις αυτές, είναι να θανατώσουμε και να σταυρώσουμε κάθε επιθυμία ή συνήθεια θελκτική και αγαπητή σε μας, να απορρίψουμε τα ελκυστικά είδωλα ως απεχθή και μισητά, να χωριστούμε από τα αγαπητά και χρήσιμα πρόσωπα και να αναλάβουμε τον πόνο και την στέρηση του χωρισμού, οσοδήποτε σκληρά και αν είναι αυτά, για να αποφύγουμε την ολοκληρωτική καταστροφή, στην οποία είναι δυνατόν μέσω αυτών να οδηγηθούμε. Να χωριστούμε και από πρόσωπα που συνδέονται στενά με μας και σαν χέρι ή πόδι ή μάτι, μας εξυπηρετούν. «Αφού απείλησε αυτούς που σκανδαλίζουν, συμβουλεύει αυτούς που σκανδαλίζονται να φυλάγονται, έστω και αν είναι πάρα πολύ δικός τους άνθρωπος αυτός που σκανδαλίζει» (β). «Και αν ακόμη, λοιπόν είναι πόδι, και αν χέρι, και αν μάτι αυτός που σε σκανδαλίζει,… και αν κάποιος από τους πιο δικούς σου, και αν ακόμη κάποιος που σε πλησιάζει με εξ’ αίματος συγγένεια και σου είναι αναγκαίος, κόψε αυτόν, δηλαδή απαρνήσου την φιλία και οικειότητα με αυτόν» (Θφ). Η σύνεση απαιτεί να αποκόψεις την αφορμή και αιτία του σκανδάλου με οποιαδήποτε θυσία και οπουδήποτε αυτή βρίσκεται, είτε στο πόδι, είτε στο χέρι, είτε στο μάτι. Στη ζωή κάθε πιστού παρουσιάζεται πάντοτε επείγουσα η ανάγκη της θυσίας (σ). Όταν ο Αβραάμ εγκατέλειψε την πατρίδα του από φόβο μήπως εμπλακεί στην ειδωλολατρία της· όταν ο Μωϋσής αρνήθηκε να λέγεται γιος κόρης του Φαραώ για να μην παρασυρθεί στην διαφθορά της αιγυπτιακής αυλής, έκοβε ο καθένας από αυτούς το δεξί του χέρι ή έβγαζε το δεξί του μάτι.
(2) Με την έννοια όχι απλώς της ύπαρξης, αλλά της πραγματικής ζωής, της μακάριας και αιώνιας, της ζωής «της βασιλείας του Θεού». Δες στίχο 47 (σ). Έστω και αν πρόκειται, χωριζόμενοι από τα πρόσωπα ή τα πάθη μας αυτά, να αισθανθούμε τον πόνο και τις δυσκολίες του ακρωτηριασμού και να ματώσει πληγωνόμενη η καρδιά μας, πρέπει να το υποστούμε αποφασιστικά, διότι οι θυσίες αυτές γίνονται για τη ζωή, για την βασιλεία του Θεού, την οποία είναι αδύνατον αλλιώς να πετύχουμε. Οι πληγές και οι ακρωτηριασμοί αυτοί θα είναι τα πάνω σε μας ανεξάλειπτα στίγματα του Κυρίου Ιησού, τα οποία στη βασιλεία του Θεού θα αποτελούν αιώνια τιμητικά παράσημα για μας. Σκληρή η εγχείρηση, αλλά αιώνια η ζωή που με αυτήν εξασφαλίζεται.
(3) Η λέξη γέεννα που δεν συναντιέται στο τέταρτο ευαγγέλιο, βρίσκεται στους συνοπτικούς 11 φορές (σ). Η λέξη είναι εξελληνισμένος τύπος της κοιλάδας Εννών, που βρισκόταν ΝΑ της Ιερουσαλήμ και ήταν καταραμένη και είχε απαίσια μνήμη λόγω των θυσιών που γίνονταν εκεί κατά το παρελθόν στον (θεό) Μολόχ, η οποία κοιλάδα χρησίμευσε μετέπειτα ως τόπος των απορριμμάτων της πόλης, από τα οποία απορρίμματα, όσα μεν ήταν οργανικά και είχαν πεθάνει, κατατρώγονταν από τα σκουλήκια, ενώ τα υπόλοιπα κατακαίγονταν με φωτιά (γ). Ο τόπος αυτός ο συνδεδεμένος με φρικιαστικές αναμνήσεις, κατέστη φυσική εικόνα του τόπου της μελλοντικής τιμωρίας και αυτήν την έννοια έχει στα μεταιχμαλωσιακά απόκρυφα συγγράμματα των Ιουδαίων (σ).
(4) Εικόνα διαρκούς πνευματικής τιμωρίας. Έτσι η Ιουδαϊκή παράφραση (Ταργούμ) του χωρίου Ησαΐου λγ 14 σημειώνει: «οι πονηροί θα απορριφθούν στη γέεννα, για να καίγονται από αιώνια φωτιά» (σ). Δεν είναι ανάρμοστο στον διάκονο του ευαγγελίου να κηρύττει και για τον άδη και τις τιμωρίες σε αυτόν. Πρέπει να το πράττει, αφού και ο Χριστός το έπραξε. Και δεν θα είναι πιστός στην εντολή που του ανατέθηκε και παρακαταθήκη, εάν δεν πληροφορεί τον λαό του Θεού για την οργή που έρχεται. Είναι μερικές αμαρτίες, από τις οποίες παρίσταται ανάγκη να σωθούμε μέσω φωτιάς. Ιδιαίτερα οι σαρκικές επιθυμίες και τα σαρκικά πάθη, τα οποία είναι τέτοια φυσικά και αχαλίνωτα κτήνη, ώστε δεν είναι δυνατόν να τιθασευτούν, παρά μόνο εάν καταπτοηθούν. Είναι αδύνατον να προφυλαχτούμε από το απαγορευμένο ξύλο και τον καρπό του, παρά μόνο με το πύρινο σπαθί των Χερουβείμ. Όταν στην ώρα του πειρασμού φαίνεται σε μας σκληρό να αρνηθούμε τους εαυτούς μας και να σταυρώσουμε τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, οφείλουμε να σκεφτόμαστε πόσο σκληρότερο θα είναι να ριχτούμε για πάντα στην λίμνη που καίει με φωτιά και θειάφι. Αυτοί που αγνοούν ή δεν πιστεύουν, τι είναι η γέεννα και ο άδης, είναι αδύνατον να αρνηθούν στους εαυτούς τους την ευχαρίστηση, από την εκπλήρωση επιθυμιών κτηνωδών.
9.44 ὅπου(1) ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται(2).
44 Εκεί το σκουλήκι που θα τους τρώει δεν πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει.
(1) Μόνο στο στίχο 48 η φράση ολόκληρη συναντιέται σε όλα τα χειρόγραφα. Στους στίχους 44 και 46 παραλείπουν αυτόν αρκετοί από τους μεγαλογράμματους και κάποιοι από τους μικρογράμματους κώδικες. Για αυτό θεωρήθηκε, ότι η επανάληψη αυτή μπήκε αργότερα στο κείμενο και δεν υπήρχε αρχικά. Πάντως ο στίχος είναι γνησιότατος και μόνο η τριπλή επανάληψή του αμφισβητείται.
(2) Η φράση έχει παρθεί από το Ησαΐου ξστ 24, την οποία οι Ο΄ μεταφράζουν «διότι το σκουλήκι τους δεν θα πεθάνει και η φωτιά τους δεν θα σβηστεί» (δ). «Φέρνει το προφητικό ρητό από τον προφήτη Ησαΐα και αυτό θα μπορούσε να είναι το χειρότερο από κάθε τιμωρία, εννοώ, βεβαίως, το να έχουν μέσα τους χωρίς τέλος το σκουλήκι τους» (β). Και το σκουλήκι και η φωτιά είναι εδώ δυνάμεις καταστρεπτικές και αναφέρονται στην τιμωρία, την οποία θα υποστούν οι ψυχές αυτών που θα απορριφθούν στη γέεννα. Με τα ρήματα λοιπόν: ου τελευτά και… ου σβέννυται, εκφράζεται το διαρκές της τιμωρίας (γ). «Ακούγοντας φωτιά, διδάχτηκες να εννοείς κάτι διαφορετικό από τη γνωστή φωτιά, λόγω του ότι σε εκείνην την φωτιάν υπάρχει κάτι το οποίο δεν υπάρχει σε αυτήν εδώ. Διότι εκείνη μεν η φωτιά δεν σβήνει, για αυτήν όμως εδώ έχουν βρεθεί από την πείρα πολλά μέσα να σβήνεται· υπάρχει όμως πολλή διαφορά ανάμεσα στη φωτιά που σβήνει και σε εκείνην η οποία δεν επιδέχεται σβήσιμο. Επομένως η φωτιά αυτή είναι κάτι άλλο και όχι όπως η εδώ. Όταν πάλι ακούσει κάποιος σκουλήκι, ας μη φέρει στη σκέψη, λόγω του ίδιου ονόματος, κάτι παρόμοιο με το επίγειο αυτό ερπετό. Διότι η προσθήκη του ότι είναι ατελεύτητο, άλλη φύση υπονοεί παρά την γνωστή» (Γν). Σκουλήκι της ψυχής που φθείρει, αλλά η φθορά του είναι αιώνια, Β΄Θεσ. α 9 (b). «Σκουλήκι, βεβαίως, και φωτιά που τιμωρούν τους αμαρτωλούς, είναι η συνείδηση του καθενός και η μνήμη των αισχρών που διαπράχθηκαν σε αυτήν τη ζωή, η οποία, σαν ακριβώς σκουλήκι, δαπανά τελείως και σαν φωτιά καίει» (Θφ). Και τα δύο λοιπόν αυτά είναι σύμβολα τόσο εσωτερικής κατάστασης αφόρητης, όσο και εξωτερικής τιμωρίας φοβερής και ατελεύτητης. Η αφόρητη εσωτερική κατάσταση είναι το σκουλήκι. Η ψυχή, η οποία θα είναι τροφή αυτού του σκουληκιού, δεν πεθαίνει. Και το σκουλήκι θα τρέφεται με αυτήν και θα είναι ένα με αυτήν, άρα λοιπόν και αυτό δεν θα πεθαίνει. Δεν θα υπάρχουν πλέον επιδράσεις της θείας χάρης στις ψυχές των καταδικασμένων αμαρτωλών. Κανείς φωτισμός, καμία παρηγοριά του Πνεύματος, κανένα χαλινάρι των άτακτων παθών. Τίποτα δεν θα μπορεί να μεταβάλλει την φύση των από το Θεό χωρισμένων ψυχών, για αυτό και το σκουλήκι τους δεν θα πεθαίνει. Η αφόρητη εξωτερική τιμωρία είναι η φωτιά, η οργή του ζωντανού Θεού εναντίον των ένοχων και μολυσμένων ψυχών. Είναι λοιπόν φοβερό το να πέσει κάποιος στα χέρια Θεού ζωντανού. Το απολυτρωτικό έργο και η αξιομισθία του Χριστού δεν θα είναι πλέον δυνατόν να επεκταθεί και σε αυτές. Και συνεπώς δεν θα υπάρχει τίποτα, το οποίο να καταπραΰνει ή να σταματά την βιαιότητα της φωτιάς εκείνης.
9.45 Καὶ ἐὰν ὁ πούς σου(1) σκανδαλίζῃ σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλὸν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλόν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον,
45 Κι αν σε σκανδαλίζει κάτι τόσο σπουδαίο σαν το πόδι σου, κόψε το· είναι προτιμότερο για σένα να μπεις στην αληθινή ζωή με ένα πόδι, παρά να έχεις τα δυο σου πόδια και να σε ρίξουν στη γέεννα, στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ.
(1) Ό,τι παραπάνω είπε για το χέρι, το επαναλαμβάνει εδώ και για το πόδι, για να εντυπώσει ζωηρότερα το πράγμα στο νου των ακροατών (δ).
9.46 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.
46 Εκεί το σκουλήκι που θα τους τρώει δεν πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει.
9.47 καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(1), ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός,
47Επίσης αν ακόμη κάτι τόσο σπουδαίο σαν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το· είναι προτιμότερο να μπεις μονόφθαλμος στη βασιλεία του Θεού, παρά να έχεις δύο μάτια και να πας στη γέεννα του πυρός.
(1) Αντί για το «εις την ζωήν», το οποίο χρησιμοποιήθηκε στους στίχους 43 και 45, λέγεται εδώ «εις την βασιλείαν του Θεού». Η αντίθεση με την γέεννα δείχνει, ότι πρόκειται για την μέλλουσα μάλλον παρά για την παρούσα μορφή της βασιλείας (γ).
9.48 ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται.
48 Εκεί το σκουλήκι που θα τους τρώει δεν πεθαίνει και η φωτιά δε σβήνει ποτέ.
9.49 Πᾶς(1) γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται.
49 Ο καθένας θα αλατιστεί με τη φωτιά της δοκιμασίας, όπως κάθε θυσιαζόμενο ζώο αλατίζεται με αλάτι.
(1) Είναι από τα δυσκολότερα χωρία, τα οποία προκάλεσαν δυσκολίες στους ερμηνευτές. Και πρωτίστως το «καὶ πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται» θεωρήθηκε από πολλούς νεότερους ερμηνευτές ως κείμενο που μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο του χειρογράφου, επειδή 4 μεγαλογράμματοι κώδικες και κάποιοι μικρογράμματοι παραλείπουν αυτό. Πιο πιθανό, παρ’ όλα αυτά, φαίνεται, ότι η αποσιώπηση αυτή, σε αυτά τα χειρόγραφα, προήλθε από απάτη της όρασης των αντιγραφέων που πήραν το δεύτερο αλισθήσεται αντί για το πρώτο. Οι δύο κύριες εκδοχές που υποστηρίχτηκαν από τους νεότερους ερμηνευτές, έχουν ως εξής: Το «πας πυρί αλισθήσεται» αναφέρεται σε αυτούς που προαναφέρθηκαν, επειδή θα απορριφθούν στη φωτιά της γέεννας. Κάθε τέτοιος αμαρτωλός αφού φαγωθεί από τη φωτιά, θα ικανοποιήσει την θεία αγιότητα και δικαιοσύνη. Όπως και κάθε πιστός και δίκαιος θα αλατιστεί με αλάτι, δηλαδή με την δική του προαίρεση και πίστη θα ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη. Και στους μεν αμαρτωλούς, η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης θα γίνει με την τιμωρία και την φωτιά την άσβηστη, ενώ στους δίκαιους, η ικανοποίηση θα γίνει με την πίστη και την αγάπη, με την οποία αυτοί θα καταστούν θυσία εύγευστη και ευπρόσδεκτη στο Θεό, όπως η θυσία που αλατίστηκε με αλάτι (δ). Άλλη εκδοχή. Το αλάτι φανερώνει στοιχείο καθαρτικό, που προλαβαίνει κάθε σαπίλα και εισάγεται εδώ, για να συνδέσει τον στίχο 49 με τον στίχο 50. Η φωτιά φανερώνει στοιχείο καταστρεπτικό και εισάγεται στον στίχο για σύνδεσή του με τα προηγούμενα, δηλαδή τον στίχο 48. Το «πυρί αλισθήσεται» συνδέει την καταστρεπτική ιδιότητα της φωτιάς με την καθαρτική δύναμη του αλατιού. Η φωτιά λοιπόν της γέεννας θα χρησιμοποιηθεί για κάθαρση και απαλλαγή από την σήψη του κακού. Το πας (καθένας) πυρί αλισθήσεται=Κάθε άνθρωπος θα καθαριστεί ή με το κόψιμο των μελών του και με την αυταπάρνηση την οποία θα δείξει υποβάλλοντας τον εαυτό του σε θυσίες για να σώσει τον εαυτό του, ή με την φωτιά της γέεννας (γ). Η ανθρώπινη φύση επειδή έχει διαφθαρεί και έγινε σάρκα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να αλατιστεί. Πρέπει να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας θυσία ζωντανή στο Θεό και για να γίνει η θυσία αυτή ευπρόσδεκτη στο Θεό, πρέπει να αλατιστούμε με φωτιά, οι διεφθαρμένες μας διαθέσεις πρέπει να νεκρωθούν με τη φωτιά της αυταπάρνησης. Εκείνοι οι οποίοι δεν παρουσιάζουν τον εαυτό τους θυσία ζωντανή, θα καταστούν για πάντα νεκρές θυσίες, που θα καίγονται στη φωτιά της δικαιοσύνης του. Δεν θέλησαν αυτοπροαίρετα να αλατιστούν με τη φωτιά, υποβάλλοντας με αυταπάρνηση σε χαλινάρι τις διεφθαρμένες διαθέσεις τους, ούτε δέχτηκαν να υποστούν την εγχείρηση της αποκοπής του χεριού τους που τους σκανδάλιζε ή της αφαίρεσης του ματιού που σκανδάλιζε. Και για αυτό θα αλατιστούν με φωτιά στον Άδη. Ο πόνος και η οδύνη του να νεκρώσουμε τώρα την σάρκα, πόνος και οδύνη φωτιάς που αλατίζει, είναι μηδέν συγκρινόμενα με τη φωτιά που αλατίζει της αιώνιας κόλασης.
Άλλη εκδοχή που προσεγγίζει μάλλον την πρώτη. Το αλάτι υπονοεί την θεία παιδαγωγία, που πατρικά μας εκπαιδεύει στο να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας και να καλλιεργήσουμε την ειρήνη και αρμονία με τους άλλους. Εκείνοι οι οποίοι έχουν αλατιστεί έτσι, γίνονται θυσία ευάρεστη στο Θεό, τύπος της οποίας ήταν οι λευϊτικες θυσίες (Λευϊτ. β 13). Εκείνοι όμως, οι οποίοι αποφεύγουν τον αλατισμό με το αλάτι αυτό, θα αλατιστούν με φωτιά, θα αλατιστούν με θεία τιμωρία αυστηρότερη, ριχνόμενοι στην άσβηστη φωτιά. Η σύνδεση λοιπόν και η έννοια του χωρίου έχει ως εξής: Χωρίς την ελάχιστη χρονοτριβή, βγάζοντας χωρίς δισταγμό κάθε φιλαυτία, αντιμετωπίστε με αυταπάρνηση το σκάνδαλο που προκαλεί το χέρι ή το πόδι, διότι αλλιώς αυτό θα σας ρίξει στη γέεννα και στην άσβηστη φωτιά της (b). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή. Ελάχιστα επιτυχημένη η επόμενη: «Κάθε πιστός με τη φωτιά της πίστης στο Θεό ή της αγάπης στον πλησίον, θα αλατιστεί, δηλαδή, θα αποβάλλει την σαπίλα της κακίας ή θα αρτυθεί και θα γίνει γλυκός στο Θεό. Και κάθε θυσία πνευματική που γίνεται, είτε με προσευχή είτε με ελεημοσύνη είτε με άλλο τρόπο, θα αλατιστεί με το αλάτι της πίστης ή της αγάπης, δηλαδή οφείλει να αλατιστεί. Αυτό, βεβαίως, έχει παρθεί από το βιβλίο του Λευϊτικού (β 13). Διότι έχει γραφτεί σε εκείνο· Κάθε δώρο θυσίας σας, θα αλατιστεί» (Ζ).
9.50 Καλὸν τὸ ἅλας(1)· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται(2), ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε(3); ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς(4) ἅλας(5) καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις(6).
50Το αλάτι είναι χρήσιμο· εάν όμως χάσει την αρμύρα του, πώς θα του την ξαναδώσετε; Να έχετε, λοιπόν, μέσα σας το πνεύμα της θυσίας και ειρήνη μεταξύ σας».
(1) «Καλό το αλάτι, λόγω της ιδιότητας που έχει, η οποία, νοστιμίζει, από τη μία, τα φαγητά, παρέχει, από την άλλη, στα σώματα τη δυνατότητα να μην σαπίζουν» (Ζ). Εδώ αλάτι λέει, αυτό που εμποτίζει «τους Αποστόλους και όλους, γενικώς, που έχουν δύναμη συνεκτική και συνδετική» (Θφ)· δηλαδή «μεταφορικά, (αλάτι εννοεί) την πίστη ή την αγάπη» (Ζ) και ειδικότερα την διάθεση και το πνεύμα της ανιδιοτέλειας, της αυταπάρνησης και της εμμονής στην πίστη με κάθε θυσία (σ). Ή, γενικότερα, εννοείται το εξαγνιστικό στοιχείο· ό,τι καθαρίζει και εξαγνίζει (γ).
(2) «Εάν χάσει την άξια επαίνου ιδιότητά του» (Ζ). Εάν ο μαθητής ή γενικά ο Χριστιανός χάσει τις ιδιότητες, οι οποίες τον κάνουν αλάτι· εάν χάσει την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση και την με κάθε θυσία εμμονή στην πίστη και καταστεί φίλαυτος και ολιγόπιστος (σ). Ή, εάν αποβάλλει το καθαρτικό και εξαγνιστικό στοιχείο (γ). Η φιλοπρωτία και η αλαζονεία, η οποία προκάλεσε την συζήτηση για το «ποιος είναι ανώτερος» (στίχ. 33,34), κατεξοχήν αποστερούν τους μαθητές από το αλάτι (b).
(3) Με τι θα γίνει αυτός και πάλι ικανός να σώζει τους άλλους από την διαφθορά την οποία προκαλεί το μίασμα του κόσμου και του εγωισμού; Ανθρώπινη πηγή ικανή να ανανεώσει την αλατιστική αυτή ιδιότητα, δεν υπάρχει (σ).
(4) Αντιτίθεται στο «εν αλλήλοις» που ακολουθεί. Το να έχουν αλάτι, αποτελεί καθήκον προς τον εαυτό τους, το να ειρηνεύουν είναι καθήκον προς τους άλλους (b). ἐν ἑαυτοῖς=μέσα σας, στις ψυχές σας, ώστε να γίνει αυτό στοιχείο του εαυτού σας και εσωτερική ιδιότητά σας.
(5) Να έχετε μέσα σας ή το εξαγνιστικό και καθαρτικό στοιχείο (γ), την εξαγνιστική φωτιά της θυσίας, η οποία, ειδικότερα, ας κάψει τελείως σε σας τον εγωισμό, ο οποίος καταστρέφει την ενότητα (σ)· ή, «να έχετε το αλάτι της αγάπης, το οποίο συγκρατεί και συσφίγγει ώστε να υπάρχει ομόνοια» (Ζ). «Να μην παρέχουμε καμία αφορμή διάλυσης και διάστασης μεταξύ μας, αλλά διδασκόμαστε, πάντοτε να συντηρούμαστε στην ενότητα του πνεύματος μέσω του συνδέσμου της ειρήνης» (Β), ή «να έχετε τη νόστιμη και συνδετική χάρη του Πνεύματος, ώστε να ειρηνεύετε μεταξύ σας» (Θφ). Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο πιθανή.
(6) «Διότι αυτός που είναι δεμένος σφιχτά με τον πλησίον, με τον σύνδεσμο της αγάπης, αυτός έχει αλάτι, και επομένως ειρηνεύει με τον αδελφό του» (Θφ)· να ειρηνεύετε, διώχνοντας το αλαζονικό πνεύμα, το οποίο είναι πηγή ερίδων (b). Έτσι επανερχόμαστε στη συζήτηση των μαθητών (θ 33) από την οποία πήρε αφορμή ο Κύριος, για να απευθύνει τις υποθήκες του αυτές στους μαθητές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10
Στίχ. 1-12 . Ο γάμος και το διαζύγιο.
10.1 Καὶ ἐκεῖθεν(1) ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας(2) διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου(3), καὶ συμπορεύονται πάλιν(4) ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει(5), πάλιν ἐδίδασκεν(6) αὐτούς.
1 Έφυγε από ’κει ο Ιησούς και ήρθε στα σύνορα της Ιουδαίας, περνώντας μέσα από την περιοχή που βρίσκεται στην άλλη μεριά του Ιορδάνη. Μαζεύτηκε πάλι κόσμος γύρω του κι εκείνος, όπως συνήθιζε, τους δίδασκε.
(1) Δες Ματθ. ιθ 1-9 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Από την Καπερναούμ. Δες θ 33.
(2) Η περιφέρεια, στα όρια της οποίας ήλθε τώρα ο Κύριος, είναι η νότια Παλαιστίνη, που περιλαμβάνει την χώρα που βρίσκεται και από τις δύο πλευρές του Ιορδάνου (γ). «Δεν ανεβαίνει, όμως, ακόμη στα Ιεροσόλυμα, αλλά στα όρια της Ιουδαίας, για να ωφελήσει τον άκακο όχλο» (Θφ).
(3) «Μέσω του τόπου που ήταν πέρα από τον Ιορδάνη» (Ζ) δηλαδή μέσω Περαίας.
(4) Κατά τον τελευταίο καιρό της διαμονής του στη Γαλιλαία, είχε αποχωρήσει και παρέμενε μόνος του μαζί με τους μαθητές του. Δες Μάρκ. θ 30-32. Αλλά τώρα στην Ιουδαία μπαίνει σε νέα φάση της γενικής του δράσης και οι όχλοι π ά λ ι συναθροίζονται γύρω του και σύμφωνα με τη συνήθειά του, τους δίδασκε (γ).
(5) Όπως συνήθως έκανε (δ).
(6) Ο παρατατικός σημαίνει όχι απλή πράξη, αλλά σειρά ενέργειας=εξακολουθούσε να διδάσκει (γ). Πάλι τους δίδασκε. Και εκείνοι, τους οποίους ο Χριστός δίδαξε, έχουν ανάγκη και πάλι να διδαχτούν. Είναι τέτοια η πληρότητα και το βάθος της χριστιανικής διδασκαλίας, ώστε πάλι και πάλι πρέπει να διδαχτούμε, για να μάθουμε αυτήν. Αλλά είναι και τέτοια η ξεχασιά μας και η παχυλότητα της διάνοιάς μας, ώστε επανειλημμένως πρέπει να μας υπενθυμιστούν τα θεία διδάγματα του ευαγγελίου, προκειμένου να μας εντυπωθούν.
10.2 Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι(1) ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ(2) γυναῖκα ἀπολῦσαι(3), πειράζοντες(4) αὐτόν.
2 Τον πλησίασαν και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι, θέλοντας να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, τον ρωτούσαν αν επιτρέπεται στον άντρα να χωρίσει τη γυναίκα του.
(1) «Δες, λοιπόν, την κακία τους, πώς πειράζουν τον Κύριο, μην αφήνοντας αυτόν, ώστε να πιστέψουν σε αυτόν οι όχλοι, αλλά πάντα τον πλησιάζουν και θέλουν να τον φέρουν σε αδιέξοδο και να τον αποστομώσουν με τα ζητήματα» (Θφ).
(2) «Άνδρα που παντρεύτηκε» (Μέγ. Ετυμολ.).
(3) Να δώσει διαζύγιο στη σύζυγό του. Ήταν ζήτημα φλέγον στο οποίο η μεν σχολή του Σαμμαΐ που ακολουθούσε συντηρητικότερες αντιλήψεις, μόνο για μοιχεία επέτρεπε το διαζύγιο, ενώ η σχολή του Χιλλέλ επέτρεπε αυτό για κάθε αιτία. Δες Δευτ. κδ 1 (γ).
(4) Η αοριστία του χωρίου του Δευτερονομίου και οι διαφωνίες των ραββίνων έκαναν το ζήτημα σπουδαίο, κατάλληλο για να διαπιστωθεί, ίσως, όμως, και για να εξευτελιστεί η ανώτερη σοφία, που αποδιδόταν στον Ιησού (γ). Η μία ή η άλλη λύση του ζητήματος, ενδιέφερε και τον Ηρώδη. Η αρνητική λοιπόν απάντηση του Κυρίου, μπορούσε να φέρει αυτόν σε σύγκρουση τόσο με τον μωσαϊκό νόμο, όσο και με τον Ηρώδη, που αυθαίρετα χώρισε τη γυναίκα του (σ). Εάν θα έλεγε «δεν επιτρέπεται, θα τον κατηγορήσουν ότι εναντιώνεται στα δόγματα του Μωϋσή» (Θφ), θα τον επέκριναν, όμως, και στα μάτια του λαού, ότι περιορίζει την ελευθερία στο διαζύγιο, η οποία στους περισσότερους άρεσε, και ότι επιβάλλει φορτίο δυσβάσταχτο.
10.3 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωυσῆς(1);
3 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε λέγοντας: «Τι σας πρόσταξε ο Μωυσής;»
(1) Ο νόμος αναγνωριζόταν από αυτούς ότι έχει το ύψιστο κύρος. Ο Κύριος, λοιπόν, καταλαβαίνοντας, ότι για αυτούς το προβαλλόμενο ζήτημα, ήταν πρωτίστως ζήτημα του μωσαϊκού νόμου, ρωτά αυτούς τι στο νόμο παρήγγειλε σε αυτούς ο Μωϋσής (γ). «Δεν είπε αμέσως, δεν επιτρέπεται, για να μην θορυβηθούν και ταραχτούν, αλλά με την ερώτηση, πρώτα θέλησε οι ίδιοι να απαντήσουν τι διέτασσε ο νόμος· έτσι ώστε, αυτό ακριβώς που έπρεπε αυτός να τους πει, αυτοί οι ίδιοι, προλαβαίνοντας, να το απαντήσουν» (β).
10.4 Οἱ δὲ εἶπον· ἐπέτρεψε Μωυσῆς βιβλίον(1) ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι(2).
4 Εκείνοι είπαν: «Ο νόμος του Μωυσή επιτρέπει στον άντρα να δίνει γραπτό διαζύγιο και να χωρίζει τη γυναίκα του».
(1) Είναι υποκοριστικό του βίβλος, το οποίο αρχικά σήμαινε το φυτό πάπυρος. Εδώ σημαίνει έγγραφη βεβαίωση, φύλλο στο οποίο ήταν κάτι γραμμένο (g).
(2) Η απάντηση που δόθηκε μαρτυρεί, ότι αυτοί που ρώτησαν τον Ιησού ανήκαν στη σχολή του Χιλλέλ (γ).
10.5 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν(1) ὑμῶν ἔγραψεν(2) ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην(3)·
5 Κι ο Ιησούς τους απάντησε: «Ο Μωυσής σάς έδωσε αυτή την εντολή, γιατί είστε σκληρόκαρδοι.
(1) «Βγάζει αυτόν (τον Μωϋσή) από την κατηγορία και ρίχνει όλη την ευθύνη στο δικό τους κεφάλι» (β). Η λέξη σκληροκαρδία βγαίνει από σκληρός, με την έννοια μάλλον του αγροίκου και άξεστου, και καρδιά, και είναι συνηθισμένη για να δηλώσει στην Κ.Δ. τον εσωτερικό, γενικώς, άνθρωπο. Η όλη λέξη σημαίνει φύση άγρια και απολίτιστη (γ), ξένη με λεπτότερα και ευγενέστερα αισθήματα «διότι όποιοι έχουν, από τη μία, ψυχή που καθαρίζεται από επιθυμίες και θυμούς, είναι δυνατόν να υπομένουν και κακή γυναίκα επιδεικνύοντας υπομονή. Όταν όμως στην ψυχή πλεονάζουν τα πάθη που προαναφέρθηκαν, θα μπορούσαν να συμβούν πολλά και δεινά σε μία μη επιθυμητή συμβίωση» (β). Ήταν γενικώς βίαιοι και ασυγκράτητοι τόσο στις ορέξεις τους, όσο και στις παραφορές τους. Με αυτό υποδηλώνεται, ότι η κακομεταχείριση της συζύγου αποτελεί μία από τις πιο αξιοκατάκριτες σκληρότητες. Για να προλάβει αυτό το χειρότερο ανέχθηκε ο Μωϋσής ως μη χειρότερο το διαζύγιο. «Ο Μωϋσής λόγω της σκληροκαρδίας σας τα έγραψε… Το ίδιο θα έλεγε και αν κάποιος ρωτούσε, για ποιο λόγο, τέλος πάντων, όταν διατάσσονταν να λατρεύουν ένα Θεό, ο Μωϋσής και οι μετά από αυτόν προφήτες, δεν τους δίδασκαν τη γνώση σχετικά με τον υιό. Διότι δεν ήταν ικανοί, αυτοί που συνεχώς παρασύρονταν από την πλάνη των πολλών θεών, να αποδεχτούν την ευαγγελική χάρη. Για αυτό, λόγω της σκληροκαρδίας τους, έκαναν τη διδασκαλία σχετικά με τον ένα Θεό, εκπαιδεύοντάς τους, με το να τους αποτρέπουν, από τη μία, από το να νομίζουν ότι υπάρχουν πολλοί θεοί, να τους φέρουν, από την άλλη, στο να μπουν στην έννοια του ενός Θεού» (Ε).
(2) Ο Μωϋσής ο συγγραφέας της Πεντατεύχου (b).
(3) Εντολή εδώ εννοείται αυτή που κανονίζει τα σχετικά με το διαζύγιο. Ο Μωσαϊκός νόμος δεν ενθάρρυνε το διαζύγιο αλλά μόνο ανεχόταν αυτό και το υπέβαλε με νομική μορφή, για να προλάβει καταχρήσεις και αυθαιρεσίες στην πράξη (σ). «Διότι δεν ήταν τόσο σκληρός ο Μωϋσής ώστε να εισαγάγει τέτοιο νόμο… Διότι ο Θεός, γνωρίζοντας την απανθρωπιά των Εβραίων και ότι εύκολα, όποιος ήθελε, θα φόνευε την γυναίκα του με το που θα την μισούσε έστω και μία φορά, επέτρεψε να διώχνει την γυναίκα, αυτός που δεν του άρεσε αυτή» (Θφ). «Διότι, πράγματι, μπορούσε και να συκοφαντεί την γυναίκα που μισούσε ο άνδρας που θα τη μισούσε και να την κατηγορήσει για μοιχεία και να οδηγηθεί σε φόνο λόγω του θυμού πολλές φορές» (β).
10.6 ἀπὸ(1) δὲ ἀρχῆς κτίσεως(2) ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ Θεός·
6 Από την αρχή όμως της κτίσεως ο Θεός τούς δημιούργησε άντρα και γυναίκα.
10.7 ἕνεκεν τούτου(3) καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα(4), καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ(5), καὶ ἔσονται(6) οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν(7).
7 Γι’ αυτό ο άντρας θα εγκαταλείψει τον πατέρα και τη μητέρα του, θα ενωθεί με τη γυναίκα του,και θα γίνουν οι δύο ένας άνθρωπος.
10.8 Ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ(8)·
8 Συνεπώς δεν είναι δύο πια αλλά ένας άνθρωπος
(1) Η έννοια των στίχων: «Από την αρχή, όμως, δεν ήταν έτσι, αλλά το θέλημα του Θεού συγκολλά μεταξύ τους τους συζύγους και τους κάνει ένα, ώστε να αμελούν ακόμη και τους γονείς. Πρόσεξε, λοιπόν, τι λέει, ότι ο Θεός δεν θέλει πολυγαμία, ώστε τη μία μεν γυναίκα να αφήνει και να παίρνει άλλη, και πάλι αυτήν να την αφήνει και να προσκολλάται σε άλλην. Διότι αν ήταν έτσι, θα δημιουργούσε ένα άνδρα, από τη μία, και πολλές γυναίκες, από την άλλη. Τώρα όμως δεν έγινε αυτό, αλλά δημιούργησε αρσενικό και θηλυκό, προστάζοντας να ενώνεται ένας με μία» (Θφ). «Από τα ίδια τα γεγονότα, νομοθέτησε σε μας από την αρχή ο Θεός τα αντίθετα. Για να μην λένε, δηλαδή, από πού είναι φανερό, ότι λόγω της σκληρότητάς μας το είπε αυτό ο Μωϋσής, από εκεί πάλι τους αποστομώνει. Διότι, αν αυτός ο νόμος (ο του διαζυγίου) ήταν ο αρχικός και ο ωφέλιμος, δεν θα δινόταν από την αρχή εκείνος και δεν θα δημιουργούσε δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ο Θεός, ούτε θα έλεγε τέτοια λόγια» (β).
(2) Ο Κύριος προχωρά πέραν των διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου, ο οποίος σχετίζεται με την αμαρτωλή κατάσταση των ανθρώπων και επικαλείται το ιδεώδες ή την πρόθεση του δημιουργού. Διαζύγιο δεν προβλεπόταν στην πρωταρχική σχέση άνδρα και γυναίκας (σ).
(3) Διότι τους έφτιαξε αρσενικό ένα και θηλυκό ένα (δ). Μολονότι και τα υπόλοιπα στη γη ζώα δημιουργήθηκαν αρσενικά και θηλυκά, όμως στη Γένεση δεν λέγεται και για αυτά, ότι αρσενικό και θηλυκό έκανε αυτούς ο Θεός, το οποίο ειδικά για τον άνθρωπο σημειώνεται, συνδεδεμένο μάλιστα και με τη φράση «κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτούς». Αυτό βεβαίως διότι ο μεταξύ άνδρα και γυναίκας σύνδεσμος είναι πρωτίστως ψυχικός και αποβλέπει σε σκοπούς ευγενέστερους από την απλή τέρψη των αισθήσεων και τη διατήρηση του γένους. Είναι λοιπόν στενότερος και στερεότερος από όσο ο σύνδεσμος μεταξύ των κτηνών, τα οποία είναι ανίκανα για τέτοια αλληλοβοήθεια και αμοιβαία συμβολή για ηθική τελειοποίηση, στην οποία συντελεί ο γάμος στους ανθρώπους.
(4) Ο δεσμός των συζύγων αποτελεί στενότερη ένωση από το δεσμό που συνδέει τα παιδιά με τους γονείς. Και οι δύο δεσμοί, και ο συζυγικός δηλαδή και αυτός των γονιών με τα παιδιά, υπηρετούν σε συνέχιση της οικογένειας· αλλά ο συζυγικός από την ίδια τη φύση είναι στενότερος και περισσότερο επιβλητικός. «Διότι δεν οδήγησε απλώς την γυναίκα στον άνδρα, αλλά και τους γονείς διέταξε να αφήσει (ο άνδρας) και προς την γυναίκα να προσκολληθεί, φανερώνοντας με τον τρόπο της λέξης το αδιάσπαστο» (β). Είναι αξιοσημείωτη η δύναμη κάθε θείου θεσμού. Στο θεσμό του γάμου δημιουργείται ανάμεσα σε έως τώρα αγνώστους, ένωση ισχυρότερη από το δεσμό παιδιών και γονέων, ο οποίος επιβάλλεται ισχυρότατα από την ίδια τη φύση.
(5) Την φράση «και προσκοληθήσεται… γυναίκαι αυτού» αποσιωπούν κάποιοι από τους μεγαλογράμματους κώδικες, οπότε στην παράθεση ο τονισμός δίνεται στο χωρισμό από τον πατέρα και την μητέρα, από όπου αποδεικνύεται η υπεροχή του δεσμού και της ένωσης του γάμου (γ).
(6) Η φράση «έσονται εις» είναι Εβραϊκού τύπου και σημαίνει: έρχομαι σε κάποια κατάσταση (γ).
(7) Όπως η ένωση δύο ρευμάτων αποτελεί ένα ποτάμι, η ένωση του υδρογόνου και του οξυγόνου κάτω από ορισμένες αναλογίες αποτελεί νέα ουσία, το νερό (γ).
(8) Αποτελεί το συμπέρασμα, το οποίο βγάζει ο Κύριος από την παράθεση που προηγήθηκε. Το ανάλογο και όμοιό του έχει ο δεσμός του γάμου με τον αδιάσπαστο σύνδεσμο, ο οποίος συνδέει τα μέλη του ενός και του ίδιου οργανισμού σε ένα φυσικό σώμα. Όπως λοιπόν αυτός είναι λόγος, για τον οποίο οι άνδρες οφείλουν να αγαπούν τις γυναίκες τους, έτσι είναι και λόγος, για τον οποίο δεν πρέπει να τις χωρίζουν. Διότι κανείς δεν μίσησε την σάρκα του, αλλά την εκτρέφει και την περιθάλπει.
10.9 ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν(1), ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω(2).
9 Ό,τι λοιπόν συνένωσε ο Θεός δεν πρέπει να το χωρίζει ο άνθρωπος».
(1) «Έπειτα καθιστώντας φοβερό, το να κατηγορεί κανείς αυτήν (τη διάταξη), δεν είπε, Μη διασπάτε, αλλά, αυτό που ο Θεός ένωσε, ο άνθρωπος ας μην το χωρίζει» (β). Η πράξη της ένωσης είναι έργο του Θεού, αφού ο θεσμός που υπόκειται σε αυτήν την ένωση συστάθηκε από Αυτόν. Ο Θεός όχι μόνο δημιούργησε την ένωση από την σύσταση και την οργανική κατασκευή την ίδια την ώρα της δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου, αλλά έβαλε μέσα στον άνδρα την έμφυτη τάση χάρις στην οποία αναγνωρίζει αυτός τον σκοπό της αυτού του είδους κατασκευής του και έγραψε τον νόμο αυτόν της φυσικής του ύπαρξης στην πνευματική του φύση, έτσι ώστε η ορμή που ωθεί τα ζώα σε αδιάκριτες σαρκικές μίξεις, να κατευθύνεται στον μη διεφθαρμένο άνθρωπο προς τον ιερό και αδιάλυτο δεσμό του γάμου (γ). Ο γάμος και το Σάββατο είναι οι πιο παλιοί από τους θείους θεσμούς που ορίστηκαν σε αυτήν την εποχή της αθωότητας των πρωτοπλάστων και πριν την πτώση τους. Παρόλο όμως που ο γάμος δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα της εκκλησίας, αλλά είναι κοινός θεσμός ολόκληρης της ανθρωπότητας, επειδή όμως έχει την σφραγίδα της θείας σύστασης και επικυρώθηκε από τον Κύριό μας, πρέπει να γίνεται με θεία απόφαση και να καθαγιάζεται με λόγο Θεού και προσευχή. Αυτό θα έχει αγαθή επίδραση στην αμοιβαία τήρηση των καθηκόντων των συζύγων και στην ευτυχή διατήρηση του δεσμού τους.
(2) Το διαζύγιο είναι υπόθεση ανθρώπινης νομοθεσίας. Είναι ασεβές να δέχεται κάποιος ως έγκυρο και επιτρεπόμενο εκείνο, το οποίο ο Θεός απορρίπτει και να επιδοκιμάζει ό,τι ο Θεός κατακρίνει. Ανθρώπινη φρόνηση και θεία χάρη, αγιασμός και αγάπη, όταν βασιλεύουν στις καρδιές των συζύγων καθιστούν την αδιάσπαστη τήρηση του δεσμού τους εύκολη και πολύ εύκολο ό,τι για τους σαρκικούς ανθρώπους αποτελεί βαρύ και δυσβάσταχτο ζυγό.
10.10 Καὶ εἰς τὴν οἰκίαν(1) πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων αὐτόν(2), καὶ λέγει αὐτοῖς(3)·
10 Για το θέμα αυτό τον ρωτούσαν πάλι οι μαθητές στο σπίτι.
(1) Στο σπίτι στο οποίο είχαν μείνει και το οποίο προσωρινά ήταν το σπίτι του Ιησού και της συνοδείας του (σ).
(2) «Τον πλησιάζουν πάλι και τον ρωτούν, διότι δεν αναπαύθηκε ακόμη αρκετά ο λογισμός τους» (Θφ).
(3) «Ο Ματθαίος λέει ότι και αυτά ειπώθηκαν στους Φαρισαίους, προσθέτοντας και πότε πρέπει να αφήνουν τη γυναίκα. Είναι, όμως, λογικό ότι είπε αυτά και προς εκείνους πρώτα και προς τους μαθητές ύστερα» (Ζ).
10.11 ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ᾿ αὐτήν(1)·
11 Κι ο Ιησούς τους έλεγε: «Όποιος χωρίσει τη γυναίκα του και παντρευτεί άλλη, διαπράττει μοιχεία απέναντι στην πρώτη.
(1) =Μοιχεύει εναντίον αυτής, της νόμιμης συζύγου (δ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «είναι μοιχός αυτής της δεύτερης» (Θφ). «Παρόλο που με τον χωρισμό (του διαζυγίου), λέει, διαχωρίζεται από τον άνδρα, αλλά ως προς την από την αρχή ένωση, είναι αχώριστη. Για αυτό ονόμασε μοιχεία το να παντρευτεί με άλλην ενώ ζει εκείνη» (β). Ο Μάρκος δεν αναφέρει την εξαίρεση «εκτός από την αιτία της πορνείας». Αφενός μεν διότι ο Μωσαϊκός νόμος τιμωρούσε την μοιχαλίδα με θάνατο (Δευτ. κβ 22) και συνεπώς αυτομάτως ο αδικημένος σύζυγος ελευθερωνόταν τελείως από τον δεσμό του γάμου· αφετέρου πάλι, διότι εκθέτει την αρχή στην ευρεία και κανονική της μορφή, δηλαδή, όταν δεν υπάρχει ενοχή πραγματική που διασπά τον γάμο, αλλά μόνο αυθαίρετη και παράλογη επιθυμία διαζυγίου (σ).
10.12 καὶ ἐὰν γυνὴ(1) ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται(2).
12Επίσης η γυναίκα που χωρίζει τον άντρα της και παντρεύεται άλλον διαπράττει μοιχεία».
(1) Στους Ιουδαίους δεν είχε αναγνωριστεί στη γυναίκα δικαίωμα διαζυγίου. Μπορούσε μόνο να εγκαταλείψει τον σύζυγό της και να ζει μόνη, μη δικαιούμενη να έλθει σε γάμο με άλλον, εκτός εάν ο σύζυγός της στο μεταξύ την έδιωχνε και την χώριζε (Ιωσήπου Αρχ. XV.7.10)(σ). Όταν λοιπόν ο Κύριος θέτει και την περίπτωση αυτήν, δεν νομοθετεί σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα, αλλά έχει υπ’ όψιν αυτά που επικρατούν στους εθνικούς. Έχουμε λοιπόν και εδώ και άλλο σημείο στη διδασκαλία του Κυρίου που αποδεικνύει την καθολικότητα του ευαγγελίου του και τον προορισμό του να απευθυνθεί και προς τους εθνικούς (γ).
(2) «Ο μεν νόμος εμπόδισε την ολοφάνερη μοιχεία, όταν, δηλαδή, κάποιος κάνει σχέση με αυτήν που ζει στο ίδιο σπίτι με άλλον. Ο Σωτήρας, όμως, κατέκρινε και την μοιχεία που δεν ομολογείται από όλους, ούτε αναγνωρίζεται, αλλά διαπιστώνεται από την φύση» (β).
Στίχ. 13-16. Ο Ιησούς ευλογεί τα παιδιά.
10.13 Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, ἵνα αὐτῶν ἅψηται(1)· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμων(2) τοῖς προσφέρουσιν(3).
13 Έφεραν στον Ιησού παιδιά για να τα ευλογήσει· οι μαθητές όμως μάλωσαν αυτούς που τα είχαν φέρει.
(1) Δες Ματθ. ιθ 13-15 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Η συμβολική χειρονομία που συνόδευε την ευλογία, ήταν το να βάλει πάνω τους το χέρι. Δες στίχο 16. Το άγγιγμα άλλωστε από τον Κύριο είχε συντελέσει θεραπείες και αναστάσεις. Είχαν λοιπόν αντιληφθεί εκ πείρας τα αποτελέσματα, τα οποία έφερνε το άγγιγμα από τον Κύριο με τα χέρια (γ). «Ήταν πολλή η πίστη των άλλων, αφού, βεβαίως, θεωρούσαν ότι ο Χριστός ευλογούσε αυτούς που του πήγαιναν και μόνο με το να απλώσει πάνω τους τα χέρια» (Θφ). Δεν έφερναν τα παιδιά για να τα θεραπεύσει, αλλά για να τα ευλογήσει. Ας ερχόμαστε στο Χριστό και ας φέρνουμε σε αυτόν τα παιδιά μας πριν ακόμη αναγκαστούμε από κάποια ασθένεια ή μάστιγα να τον επικαλεστούμε. Όχι όταν βρισκόμαστε σε δοκιμασία μόνο, αλλά ιδιαίτερα όταν απευθυνόμαστε προς αυτόν μόνο και μόνο για να εκφράσουμε την άμεση εξάρτησή μας από αυτόν, τότε αρέσουμε περισσότερο σε αυτόν. Ζήτησαν τώρα την ευλογία του, πιστεύοντας ότι η ευλογία αυτή θα εξασφάλιζε μεν την υγεία του σώματός τους, αλλά θα έκανε και καλό στις ψυχές τους. Οι ψυχές είναι το κυριότερο και καλύτερο συστατικό και μέρος των παιδιών, στο οποίο πρέπει να στρέφεται προπαντός η φροντίδα των γονέων τους. Πόσο ευεργετικό για αυτά θα αποβεί, εάν και τώρα, που ο Χριστός είναι στους ουρανούς, οδηγούνται σε αυτόν από τους γονείς τους από τη μικρή τους ηλικία! Η ευλογία του και η χάρη του μπορεί και από εκεί να φθάσει μέχρις αυτά και να τα σκεπάσει. Τίποτα άλλο καλύτερο δεν μπορούμε να πράξουμε για τα παιδιά μας από το να τα εμπιστευτούμε στο Χριστό και να προσευχόμαστε σε αυτόν για αυτά. Εάν θέλουμε να ευλογηθούν, μόνος ο Χριστός μπορεί να ευλογήσει αυτά.
(2) «Επειδή νόμιζαν ότι αυτό είναι ανάξιο για το Χριστό, το να του φέρνουν, δηλαδή, παιδιά, εμπόδιζαν αυτούς που τα έφερναν» (Θφ). Πιθανώς να νόμισαν οι μαθητές και ότι μέσα στον τόσο κόπο, τον οποίο ο διδάσκαλος υπέμενε κηρύσσοντας, γινόταν αυτό φορτικό σε αυτόν. Πιθανώς να φοβήθηκαν, ότι εάν ο διδάσκαλος έκανε αρχή να ευλογεί τα παιδιά εκείνα, θα συνέρρεαν μετά από λίγο πολύ περισσότεροι και η πράξη της ευλογίας δύσκολα θα τελείωνε.
(3) Αυτοί που πλησιάζουν και προσφέρουν στο Χριστό, δεν πρέπει να παραξενεύονται, εάν συναντούν εμπόδια και μαλώματα και από ανθρώπους αγαθούς, που φρονούν, ότι αυτοί γνωρίζουν τη σκέψη του Χριστού καλύτερα από αυτούς. Μήπως και αυτοί που έφεραν τα παιδιά δεν εμποδίστηκαν από τους μαθητές;
10.14 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἠγανάκτησε(1) καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά(2)· τῶν γὰρ τοιούτων(3) ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
14 Όταν το είδε ο Ιησούς αγανάκτησε και τους είπε: «Αφήστε τα παιδιά να έρχονται σ’ εμένα. Μην τα εμποδίζετε. Γιατί η βασιλεία του Θεού ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν κι αυτά.
(1) Η σύνθεση της λέξης από το «άγαν», την κάνει ισχυρή (γ). Αγανάκτησε για το εμπόδιο που παρεμβαλλόταν από τους μαθητές στην οδό της αγάπης του (b). Για μία τόσο στοργική καρδιά ήταν απογοητευτικό να αντικρύζει τέτοια παραγνώριση του πνεύματός του από ανθρώπους, τους οποίους με τόση υπομονή είχε διδάξει (σ).
(2) Είναι σαν να ρωτούσε τους μαθητές με αγανάκτηση: Θα με εμποδίσετε λοιπόν από το να πράξω το καλό στη νέα γενιά και στα αρνιά του ποιμνίου μου; Αφού τα μικρά παιδιά μετείχαν στην κακή κληρονομιά και επίδραση του παλαιού Αδάμ, πώς θα εμποδίσετε αυτά να λάβουν μέρος στον πλούτο των ευλογιών εμού, του νέου Αδάμ της χάρης; Αφήστε τα παιδιά να πλησιάσουν με τα Ωσαννά τους στο θρόνο της χάρης. Αφήστε αυτά να έρχονται προς εμένα και από τη μικρή τους ηλικία να με γνωρίσουν, να μάθουν να με επικαλούνται και να διδάσκονται από εμένα. Και τα παιδιά λοιπόν των πιστών γονέων ανήκουν στη βασιλεία των ουρανών και είναι μέλη της ορατής εκκλησίας. Και είναι μεν αλήθεια, ότι ο Κύριος ευλόγησε μόνο και δεν βάπτισε τα παιδιά αυτά που του έφεραν, αλλά το βάπτισμα δεν είχε συσταθεί ως πόρτα εισόδου και υποδοχής μέσα στην εκκλησία, παρά μόνο μετά την ανάσταση του Κυρίου. Αλλά με την υποδοχή, την οποία έκανε στα παιδιά ο Κύριος, με την ευλογία του που τους παρείχε, με την υπόσχεση την οποία έδωσε ότι και για αυτά είναι η βασιλεία των ουρανών, επιβεβαίωσε και διακήρυξε, ότι είναι και αυτά μέλη της εκκλησίας του.
(3) «Είναι ακριβής η λέξη… Διότι δεν είπε «αυτών» αλλά «αυτών που είναι σαν αυτά». Επειδή υπάρχει επιπλέον και η έλλειψη σύνεσης στα παιδιά. Από το οποίο αποτρέποντας ο Απόστολος έλεγε: Μη γίνεστε παιδιά στο μυαλό» (β). «Αυτών που είναι «σαν αυτά», δηλαδή αυτών που από άσκηση έχουν την ακακία, την οποία τα παιδιά έχουν από τη φύση τους. Διότι το παιδί… ούτε μνησικακεί ούτε όταν το χτυπά η μητέρα του απομακρύνεται. Αλλά και αν ακόμη φορά κουρέλια αυτή, την προτιμά αυτήν από την βασίλισσα» (Θφ). Προσόντα που χαρακτηρίζουν την παιδική ηλικία, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών είναι η απλότητα, η εμπιστοσύνη προς τους γονείς και κηδεμόνες, η υπακοή, η στοργή (σ).
10.15 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(1) ὡς παιδίον(2), οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.
15 Σας βεβαιώνω πως όποιος δε δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδί, δε θα μπει σ’ αυτήν».
(1) «Βασιλεία του Θεού λέει τώρα, το κήρυγμα της βασιλείας του Θεού, το οποίο κήρυττε ο ίδιος» (Ζ).
(2) «Η πίστη είναι αναγκαία και σωτήρια όπως πιστεύουν τα τέκνα στους γονείς και τα παιδιά στους δασκάλους» (Β). «Δηλαδή, χωρίς σε τίποτα να αμφιβάλει ή να απιστεί» (Θφ), «ούτε να έχει αμφιβολίες για αυτό» (Ζ)· με αδιάκριτη υπακοή, όπως το παιδί δέχεται τις πατρικές εντολές (γ). Πρέπει να στεκόμαστε γεμάτοι από στοργή και αγάπη και εμπιστοσύνη απέναντι στο Χριστό, όπως τα μικρά παιδιά απέναντι στους γονείς τους και τους διδασκάλους τους. Πρέπει να είμαστε ερευνητικοί, όπως τα παιδιά, να ζητούμε να μάθουμε, όπως ζητούν να μάθουν και αυτά, και όταν μαθαίνουμε να πιστεύουμε, όπως και τα μικρά παιδιά πιστεύουν στους γονείς τους. Η διάνοια του μικρού παιδιού είναι από κάποια άποψη λευκός χάρτης, πάνω στον οποίο μπορείτε να γράψετε ό,τι θέλετε. Τέτοιες πρέπει να είναι και οι διάνοιές μας στην πέννα του Αγίου Πνεύματος. Τα παιδιά βρίσκονται σε κατάσταση κηδεμονίας και κυβέρνησης. Τέτοιοι πρέπει να γίνουμε και εμείς. Κύριε, τι θέλεις να με κάνεις; Πρέπει να δεχτούμε την βασιλεία του Θεού όπως το παιδί, ο Σαμουήλ: Μίλα Κύριε, διότι ο δούλος σου ακούει. Τα μικρά παιδιά εξαρτούν τον εαυτό τους από τη σύνεση και φροντίδα των γονέων τους, μεταφέρονται στα χέρια τους, πηγαίνουν όπου οι γονείς τα στέλνουν και παίρνουν ό,τι αυτοί προμηθεύουν σε αυτά. Με την ίδια ταπεινή παράδοση του εαυτού μας στο Χριστό πρέπει και εμείς να δεχτούμε την βασιλεία του.
10.16 Καὶ ἐναγκαλισάμενος(1) αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας(2) ἐπ᾿ αὐτά.
16 Τότε πήρε τα παιδιά στην αγκαλιά του και τα ευλογούσε βάζοντας τα χέρια του πάνω τους.
(1) Έπραξε περισσότερο από ό,τι ζήτησαν από αυτόν αυτοί που έφεραν τα παιδιά (b). Πήρε αυτά στην αγκαλιά του για να δείξει την αγάπη του σε αυτά τα αθώα και άκακα (δ). Άλλη συγκινητική πράξη του Κυρίου που σημειώνεται από μόνο τον Μάρκο. Δες θ 36 (σ).
(2) «Έβαζε τα χέρια του πάνω στα παιδιά και το ότι έβαζε πάνω τους τα χέρια δίδασκε, ότι έθετε πάνω τους τη θεία δύναμη… Η πράξη βεβαίως είναι συνηθισμένη και σύμφωνα με τη συνήθεια του να βάζουμε τα χέρια πάνω στους άλλους πράττει ο Χριστός, όμως δεν ενεργούσε σύμφωνα με τη συνήθεια, επειδή βεβαίως ήταν Θεός. Και διατηρούσε τον ανθρώπινο τρόπο, επειδή έγινε αληθινά άνθρωπος» (β). Το «έθετε τα χέρια» δείχνει τον τρόπο της ευλογίας. Το σύνθετο όμως «κατευλογούσε», που συναντιέται μόνο στα χωρία Τωβίτ ι 13 και ια 16 σύμφωνα με τους Ο΄ φανερώνει το θερμό και επανειλημμένο της ευλογίας (δ). Δύσκολα σε άλλο περιστατικό παρουσιάζεται στην ευαγγελική ιστορία χαρακτηριστικότερα η στάση και στοργή του Ιησού προς τα μικρά παιδιά (σ).
Στίχ. 17-31. Ο πλούσιος νέος και η αιώνια ζωή.
10.17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν(1) προσδραμὼν(2) εἷς καὶ γονυπετήσας(3) αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· διδάσκαλε ἀγαθέ(4), τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον(5) κληρονομήσω;
17 Ο Ιησούς ήταν έτοιμος να φύγει, όταν έτρεξε κάποιος, έπεσε στα γόνατα και τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»
(1) Δες Ματθ. ιθ 16-26 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Σύμφωνα με τον στίχο 10 είχε μπει σε σπίτι. Τώρα βγαίνοντας από το σπίτι, ξαναπιάνει την πορεία του προς Ιεροσόλυμα (Μάρκ. ι 32). Στο δρόμο λοιπόν λαμβάνει χώρα η συνάντηση με τον πλούσιο.
(2) Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται να ωθείται από κάποιο βαθμό ζήλου και αναμένει με κάποιο πόθο την συνάντηση με τον Σωτήρα (b). Αυτό εκφράζει το ρήμα προσδραμών=έτρεξε προς τον Ιησού.
(3) Άλλο γεγονός που μαρτυρεί τον ζήλο του και την εκτίμησή του προς τον νέο διδάσκαλο (σ). «Κάποιοι κατηγορούν αυτόν τον νέο ότι είναι κάποιος ύπουλος και πονηρός και που θέλει να βάλει σε πειρασμό (τον Κύριο). Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Αλλά είναι φιλοχρήματος μεν ο άνθρωπος, όχι όμως και πειραστής. Διότι άκου τον ευαγγελιστή (στο στίχο 21) ότι «αφού τον παρατήρησε ο Ιησούς, τον συμπάθησε»» (Θφ). «Δεν έδειξε μικρή προθυμία έως εκείνη τη στιγμή ο νέος πέφτοντας σε έναν τέτοιο έρωτα. Και ενώ από τους άλλους, άλλοι, από τη μία, ήθελαν να τον πειράξουν (δοκιμάσουν) τον Ιησού, άλλοι, από την άλλη, τον πλησίαζαν λόγω ασθενειών, είτε δικών τους είτε των ξένων, αυτός πλησιάζει και μιλά για την αιώνια ζωή. Διότι, πράγματι ήταν και γόνιμη και πλούσια η γη (ψυχή), αλλά το πλήθος των αγκαθιών έπνιγε τον σπόρο. Πρόσεξε, λοιπόν, πόσο ήταν ως την ώρα εκείνη έτοιμος να υπακούσει τις εντολές. Διότι δεν είπε, Πώς θα μπω στη ζωή; Αλλά, τι κάνοντας (θα μπω); Τόσο έτοιμος ήταν να πράξει αυτά που θα του λέγονταν… Επιθυμεί λοιπόν τη ζωή, αλλά είναι κυριευμένος από πάθος πάρα πολύ κακό» (β). Από τον Ματθαίο χαρακτηρίζεται ως νεανίσκος (Ματθ. ιθ 20,22) και από τον Λουκά ως άρχοντας (Λουκ. ιη 18), ήταν βεβαίως και πλούσιος. Σπάνιο πράγμα άνθρωπος της ηλικίας του και των προσόντων του να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την μέλλουσα ζωή. Άφησε στην άκρη την βαρύτητα του άρχοντα και έτρεξε να αρπάξει την ευκαιρία της συνάντησης και χωρίς να αξιώσει να τύχει ιδιαίτερης ακρόασης από τον Ιησού, όπως ο Νικόδημος, και μπροστά σε όλους γονάτισε, παρέχοντας εξαίρετο δείγμα του μεγάλου σεβασμού προς τον Ιησού ως διδάσκαλο που στάλθηκε από το Θεό.
(4) Ο νέος αναγνώριζε τον Ιησού ως μέγα ραββίνο και ως τέτοιον τον χαιρέτησε ευλαβικά όπως οι μαθητές συνήθιζαν να εκδηλώνουν τον σεβασμό τους προς διακεκριμένους διδασκάλους. Δεν είχε όμως υψηλότερη ιδέα για τον Ιησού (σ). Πάντως αναγνωρίζει, ότι ο Ιησούς είναι αγαθός διδάσκαλος. Αληθινά είναι ο άριστος διδάσκαλος. Κανείς άλλος δεν διδάσκει όπως αυτός. Αλλά είναι και ο αγαθός δι