

Το πρώτο θεμέλιο του ιερού σου έργου, το πρώτο λιθάρι της νοητής αυτής οικοδομής, είναι η στέρεη συγκατάθεση και αμετάθετη απόφαση της καρδιάς σου, να πεθάνεις καλύτερα χίλιες φορές, αν ήταν αυτό δυνατό, παρά να κάνεις μια θανάσιμη αμαρτία.
Καθώς μία τίμια κι ενάρετη γυναίκα προτιμά να πεθάνει παρά να προδώσει τον άντρα της, έτσι και ο χριστιανός πρέπει να είναι τόσο πιστός στο Θεό, ώστε να προτιμά οποιαδήποτε ζημιά στη ζωή αυτή, παρά να φταίξει έστω και λίγο απέναντί Του. Γιατί το μικρότερο κακό που παθαίνει στην ψυχή του από την αμαρτία, είναι μεγαλύτερο από τη χειρότερη σωματική βλάβη. Και επειδή δεν είναι μόνο ένα το κακό που βρίσκει την ψυχή από την αμαρτία, αλλά πολλά και διάφορα, τα γράφουμε εδώ για να τα μάθεις κι έτσι να φεύγεις μακριά της σαν από φίδι φαβαρμακερό.
Πρώτα-πρώτα, στερείσαι τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που είναι το μεγαλύτερο δώρο του πανάγαθου Θεού στους ανθρώπους. Η χάρη, με τρόπο υπερφυσικό, σε κάνει- ας το πούμε έτσι- συγγενή του Θεού και μέτοχο της θείας φύσεως.
Δεύτερο, στερείσαι τη θεία φιλία και οικειότητα, που συνοδεύει πάντα τη χάρη. Κι αν είναι μεγάλη ζημιά το να χάσεις τη φιλία ενός επίγειου άρχοντα, πόση ζημιά είναι, αλήθεια, το να χάσεις τη φιλία του επουράνιου Βασιλιά;
Τρίτο, στερείσαι τις δωρεές και τις δυνάμεις του Πνεύματος, με τις οποίες ήσουν στολισμένος και οπλισμένος εναντίον του διαβόλου.
Τέταρτο, στερείσαι την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών και τη δόξα που παρέχει εκεί η χάρη.
Πέμπτο, στερείσαι την υιοθεσία, που μας κάνει παιδιά του Θεού.
Έκτο, στερείσαι την ειρήνη της συνειδήσεως, τις παρακλήσεις του Πνεύματος, τον καρπό και το μισθό όλων των καλών έργων που έκανες ως την ώρα εκείνη.
Έβδομο, στερείσαι την πατρική φροντίδα του Χριστού και τη μετοχή σου στο μυστικό Σώμα Του, γιατί δεν είσαι πια ενωμένος μαζί Του, σαν μέλος ζωντανό, με την αγάπη και τη χάρη.
Όλες αυτές τις ζημιές παθαίνεις για μια θανάσιμη αμαρτία. Και να τι κερδίζεις: Μένεις καταδικασμένος στην αιώνια κόλαση· εξαλείφεσαι από τη βίβλο της ζωής· αντί για παιδί του Θεού, γίνεσαι δούλος του πονηρού· αντί για ναός και κατοικητήριο της Παναγίας Τριάδος, γίνεσαι σπηλιά ληστών και φωλιά δρακόντων. Κι έτσι καταντάς σαν τον Σεδεκία, που υποδουλώθηκε στον Ναβουχοδονόσορ (Β΄ Παραλ. 36:11-21), ή σαν τον Σαμψών, που, αφού μαζί με τα μαλλιά του έχασε και τη δύναμή του, έμεινε πια ανίσχυρος στα χέρια των εχθρών του, κι αυτοί του έβγαλαν τα μάτια και τον έδεσαν σαν ζώο να γυρίζει μια μυλόπετρα (Κριτ. 16:19-21). Στην ίδια κατάσταση ξεπέφτει και ο ταλαίπωρος άνθρωπος, όταν, εξαιτίας της αμαρτίας, χάσει τη δύναμη και το στολισμό της θείας χάριτος. Ανίσχυρος είναι πια για καλά έργα, τυφλός και σκοτισμένος ως προς την επίγνωση των θείων πραγμάτων, αιχμάλωτος των πονηρών δαιμόνων, που τον αλυσοδένουν σαν ζώο, αναγκάζοντας τον να κάνει τα άπρεπά τους θελήματα.
Είναι, λοιπόν, αυτή κατάσταση λογικού ανθρώπου; Έχουν γνώση και σύνεση όσοι τολμούν να κάνουν τόσες αμαρτίες χωρίς ντροπή; Και μικρό κακό παθαίνουν απ’ αυτές; Αλήθεια, τόσο φοβερό πράγμα είναι η αμαρτία, που θα έπρεπε να τη φοβάται ο καθένας μας περισσότερο κι από κεραυνό.
Γι’ αυτό, κάθε φορά λοιπόν που ο δαίμονας σε παρακινεί και σ’ ερεθίζει ν’ αμαρτήσεις, να συλλογίζεσαι τις ζημιές που είπαμε πιο πάνω. Πάρε μια νοητή πλάστιγγα, και βάλε από το ένα μέρος τις ζημιές αυτές κι από το άλλο την ηδονή και την απόλαυση που σου δίνει η αμαρτία. Ζύγισε και αναλογίσου σαν άνθρωπος φρόνιμος, αν είναι σωστό και λογικό, για τόσο αισχρό και ρυπαρό κέρδος, να ζημιωθείς τόσο μεγάλους και ατίμητους θησαυρούς. Δεν θα γίνεις όμοιος με τον Ησαύ (Γεν. 25:27-34), που πούλησε τα πρωτοτόκιά του, ο ασύνετος, για ένα πιάτο φακή;
Πώς θα σωθούμε, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2017, Έκδοση Ενδέκατη
Όποιος με την καρδιά του μίσησε τις αμαρτίες του και φωτισμένος από τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, θέλει πια να υπηρετήσει τον κοινό Κύριο και Βασιλιά μας, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι τούτου: Να συλλογιστεί καλά και να καταλάβει, πως αυτή η νέα κατάσταση και ενασχόληση, με την οποία θέλει να καταπιαστεί, είναι η πιο αξιόλογη εργασία, η πιο θαυμαστή σοφία, το πιο μεγάλο αγαθό απ’ όσα βρίσκονται στον κόσμο. Μάλιστα, για να το πούμε καλύτερα, δεν υπάρχει κανένα άλλο αγαθό, που να ‘ναι τόσο θετικό και οφέλιμο όσο τούτο, στο οποίο αναφέρθηκε ο Κύριος όταν είπε: «Ενός έστι χρεία» (Λουκ. 10:42). Δηλαδή, ένα πράγμα μόνο μας χρειάζεται: Ν’ αγαπάμε τον Κύριο και να Τον υπηρετούμε. Αυτό μας λέει και ο σοφός συγγραφέας του Εκκλησιαστή: «Να φοβάσαι το Θεό και να τηρείς τις εντολές του, γιατί σ’ αυτά βρίσκεται η αξία και ο σκοπός κάθε ανθρώπου» (12:13) και γι’ αυτό το λόγο πλάστηκε από το Δημιουργό.
Για να συλλάβεις, όμως, την αρετή αυτή μέσα στην καρδιά σου και να την ποθήσεις ολόψυχα, χρειάζεται να συλλογίζεσαι από το ένα μέρος τις αναρίθμητες ευεργεσίες και δωρεές που έλαβες από τον πανάγαθο Θεό, και από το άλλο τα πολλά, τ’ αμέτρητα αμαρτήματά σου. Έπειτα, να μελετάς τα τέλη της ζωής σου, δηλαδή το θάνατο, τη φοβερή κρίση του Κυρίου, τη δόξα του παραδείσου και την αιώνια κόλαση. Και αφού τα συλλογιστείς όλ’ αυτά, να ετοιμαστείς με επιμέλεια, εκτιμώντας την αξία και το μεγαλείο του έργου που σου ανέθεσε ο Θεός.
Όπως ξέρεις, βέβαια, δεν υπάρχει κανένα έργο σπουδαίο και κανένα πράγμα πολύτιμο, που να μην παρουσιάζει κάποια δυσκολία στην εκτέλεση ή την απόκτησή του. Να οπλιστείς, λοιπόν, με μεγάλη γενναιοψυχία, για ν’ αντιμετωπίσεις τις θλίψεις και όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσεις, υπομένοντας τα πάντα με καρτερία και πολλή ευχαριστία στον Κύριο. Να γνωρίζεις, πως ο θησαυρός αυτός, για τον οποίο αγωνίζεσαι και κοπιάζεις, είναι τόσο ακριβός, τόσο ατίμητος, ώστε του αξίζουν τέτοιος κόπος και τέτοια επιμέλεια. Γι’ αυτό, άλλωστε, φρόντισαν να τον αποκτήσουν όλοι οι άγιοι, οι μάρτυρες και οι όσιοι, που ήξεραν την αξία του, με τόσους αγώνες, με τόσες θλίψεις, ακόμα και με το αίμα τους.
Για να μη δειλιάσεις και λιποψυχήσεις, να θυμάσαι πάντα, πως εκεί που είναι οι λύπες και οι πίκρες του κόσμου, εκεί ακριβώς είναι οι ουράνιες παρακλήσεις και οι παρηγορίες του Αγίου Πνεύματος. Όπου μάχες και εναντιότητες της φύσεως, εκεί και η βοήθεια της χάριτος, που είναι πιο δυνατή από τη φύση.
Ο νόμος του Κυρίου, λοιπόν, είναι ζυγός, αλλά γλυκός· και είναι φορτίο, αλλά ελαφρό (πρβλ. Ματθ. 11:30). Γιατί εκείνο που η φύση κάνει βαρύ, η χάρη το ελαφρύνει με τρόπο θαυμαστό. Θλίψη και ζυγός είναι, η μυστική δύναμη που έχει το βάλσαμο της θείας χάριτος, εξαφανίζει τελικά το βάρος του ζυγού. Έτσι, αν το πρώτο σε κάνει να δειλιάζεις και να κυριεύεσαι από αμέλεια και ραθυμία, ας σου εμπνεύσει προθυμία το δεύτερο.
Πώς θα σωθούμε, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2017, Έκδοση Ενδέκατη
Στην εποχή μας η γνώση έχει γίνει κτήμα των πολλών. Οι άνθρωποι γνωρίζουν πολλά, πολύ περισσότερα απ’ όσα γνώριζαν σε άλλες εποχές. Παράλληλα και οι σοφοί έχουν αυξηθεί. [...] Όμως μας λείπουν οι κατά Θεόν σοφοί, και όπως πάμε, θα μας λείψουν πιο πολύ, γιατί η σοφία του Θεού δεν λάμπει στα μάτια των συγχρόνων ανθρώπων. Όποια άλλη σοφία εντυπωσιάζει και βρίσκει ανθρώπους που προθυμοποιούνται για την απόκτησή της, μετά από πολύχρονες σπουδές. Η σοφία όμως του Θεού παραθεωρείται ως αναχρονιστική και άχρηστη για τη δική μας εποχή, που καυχάται για τα σπουδαία της κατορθώματα. Έχουμε ξεχάσει μία βασική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην κοσμική σοφία και στην κατά Θεόν σοφία. Η πρώτη είναι γνώση που δεν προϋποθέτει βελτίωση του χαρακτήρα, ούτε και ηθικοποιεί τον κατέχοντα, ενώ η δεύτερη εξοπλίζει θα λέγαμε τον άνθρωπο με σύνεση για να αντιμετωπίζει τη ζωή με ορθή κρίση και να είναι ευεργετικός και στους συνανθρώπους του.
Διαφωτιστικός στο θέμα μας είναι ο λόγος της Αγίας Γραφής, που αναφέρεται στην κατά Θεόν σοφία: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν· ευσέβεια δε εις Θεόν αρχή αισθήσεως, σοφίαν δε και παιδείαν ασεβείς εξουθενήσουσιν». Και στην απλούστερη γλώσσα του ερμηνευτή: «Αρχή, ρίζα και θεμέλιο της αληθινής σοφίας είναι ο φόβος του Θεού· η σύνεσις δε τότε είναι αγαθή και αποδίδει τους καρπούς της, όταν εφαρμόζεται και επιτελείται δι’ έργων. Η ευσέβεια δε, ήτοι ο προς τον Θεόν σεβασμός και η προς αυτόν ευλάβεια, είναι αρχή της αληθινής γνώσεως· οι ασεβείς όμως θα περιφρονήσουν την θεία παιδαγωγίαν».
Ο κατά Θεόν σοφός έχει ως φάρο και πυξίδα τις εντολές του Θεού και πάνω σ’ αυτές στηρίζεται η σύνεσή του. Γνωρίζει το σκοπό της ζωής του, καλλιεργεί το χαρακτήρα του, προσφέρει στους άλλους, είναι εργάτης της αγάπης και με το δημιουργικό του νου προσπαθεί συνεχώς για το καλό.
Για να δούμε πόσο μεταμορφωτική δύναμη έχει η σοφία του Θεού, όταν την οικειοποιηθεί ο άνθρωπος, θα πρέπει να δούμε κι άλλους τρεις στίχους από την Αγία Γραφή. «Εάν έλθη η σοφία εις σην διάνοιαν, η δε αίσθησις τη ση ψυχή καλή είναι δόξη, βουλή καλή φυλάξει σε, έννοια δε οσία τηρήσει σε, ίνα ρύσηταί σε από οδού κακής και από ανδρός λαλούντος μηδέν πιστόν». Δηλαδή «εάν εισέλθη εις τον νουν σου η σοφία και η εκ της γνώσεως του νόμου του Θεού διάκρισις και ευαισθησία της συνειδήσεως φανή εις την διάνοιάν σου καλή και ωφέλιμος, τότε, απόφασις αγαθή και πεφωτισμένη θα σε προφυλάξη από τα πάθη και τας επιθυμίας της αμαρτίας και από τους εξωτερικούς πειρασμούς. Σκέψις δε αγία θα σε διατηρή εν τη αρετή, δια να σε γλυτώση από τον κακόν και ολέθριον δρόμον και από άνθρωπον που δεν λέγει ποτέ κάτι άξιον εμπιστοσύνης και παραδοχής».
Στους άνυδρους χρόνους που ζούμε έχουμε μεγάλη ανάγκη από κατά Θεόν σοφούς, οι οποίοι θα αποτελούν το φως της κοινωνίας και θα ενισχύουν συνάμα την ελπίδα μας ότι κάτι μπορεί να αλλάξει και στους σημερινούς ανθρώπους.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα οικονομικά είναι εκείνα που εξασφαλίζουν την ευτυχία. Κι έχουν δίκιο, αφού ως ευτυχία θεωρούν το φαγητό, το ποτό και τη διασκέδαση. Αν όμως ορίσουμε ότι η ευτυχία είναι κατάσταση της ψυχής, τότε όλα αυτά είναι ανεπαρκή και αποτρεπτικά της ευτυχίας. Επίσης δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η επί της γης ευτυχία, στο βαθμό φυσικά που μπορεί να επιτευχθεί, έχει άμεση σχέση με τη μεταφυσική, δηλαδή με την προσδοκία της άλλης ζωής, όπου ο Θεός θα αμείψει τον καθένα ανάλογα με τις πράξεις του. Η ευτυχία του ανθρώπου πηγάζει από τη θυσία και τον αγώνα. Θυσία για τον πλησίον και αγώνας για την πνευματική του πρόοδο. Και τα δύο αυτά έχουν προεκτάσεις πέρα από την παρούσα ζωή. Πρέπει ακόμη να διευκρινίσουμε ότι η πραγματική ευτυχία, για την οποία κάνουμε εδώ λόγο, είναι πρόγευση του παραδείσου. Ας δούμε όμως ειδικότερα ποιους θεωρεί ευτυχείς ο Χριστός, για να συνειδητοποιήσουμε ότι συχνά εμείς οι χριστιανοί ακολουθούμε το δρόμο των κοσμικών.
Στην επί του όρους ομιλία του ο Χριστός μακαρίζει οχτώ κατηγορίες ανθρώπων για κάποια αρετή τους ή για κάποια πράξη τους. Μακάριοι είναι «οι πτωχοί τω πνεύματι», όσοι δηλαδή συναισθάνονται την πνευματική τους πτωχεία και την εξάρτησή τους από το Θεό. Μακάριοι είναι «οι πενθούντες» για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο. Μακάριοι είναι «οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην», δηλαδή αυτοί που επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα. Μακάριοι είναι «οι καθαροί τη καρδία», δηλαδή αυτοί που έχουν την καρδιά τους καθαρή από κάθε μολυσμό αμαρτίας. Μακάριοι είναι «οι πραείς», αυτοί δηλαδή που συγκρατούν τον εαυτό τους και δεν παραφέρονται ποτέ. Μακάριοι «οι ελεήμονες», δηλαδή οι σπλαχνικοί και επιεικείς που συμπονούν στη δυστυχία τον πλησίον. Μακάριοι είναι «οι ειρηνοποιοί», αυτοί που έχουν μέσα τους την ειρήνη και τη μεταδίδουν και στους άλλους. Μακάριοι τέλος είναι «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης», δηλαδή αυτοί που ένεκα της αρετής και χριστιανικής του τελειότητας διώκονται και ονειδίζονται και συκοφαντούνται.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι μιλώντας ο Χριστός για τους μακάριους ανθρώπους και τις αιτίες που τους κάνουν μακάριους, θέλει να δώσει μερικές πτυχές της μακαριότητας, η οποία προσεγγίζεται εδώ στη γη και ολοκληρώνεται στον ουρανό χωρίς ωστόσο να σημαίνει αυτό ότι οι ιδιότητες των μακαρίων ανθρώπων είναι ξεχωριστές και ανεπηρέαστες η μία από την άλλη. Ή για να το διατυπώσω πιο απλά, δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ένας άνθρωπος που συναισθάνεται την πνευματική του πτωχεία δεν είναι πράος, ή ένας άνθρωπος με καθαρή καρδιά δεν είναι ειρηνοποιός κ.λπ. Θέλω να πω ότι ο μακάριος άνθρωπος έχει όλες τις αρετές και τις πράξεις που αναφέρει ο Χριστός στην ομιλία του. Και αν ήθελα να μιλήσω κάπως γενικότερα, θα έλεγα ότι για να είσαι μακάριος πρέπει να διεξάγεις πνευματικό αγώνα. Για να είσαι ταπεινός, για να πενθείς, και παράλληλα να είσαι πράος στους άλλους, να είσαι ελεήμων, ειρηνοποιός και υπομονετικός στις επιθέσεις των εχθρών, χρειάζεται μία συνεχής προσπάθεια για την απόκτηση των αρετών, πάντα με οδηγό το Ευαγγέλιο και βοηθό τη χάρη του Θεού.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η πίστη του ανθρώπου στο Θεό δεν φαίνεται στους άλλους και είναι καθαρά εσωτερική του υπόθεση. Κανείς δεν μπορεί να την διαπιστώσει ούτε και να την αμφισβητήσει. Ακόμη λένε ότι το να πιστεύει κανείς, δεν συνεπάγεται και αλλαγή τρόπου ζωής. Κάθε άλλο. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Ο Θεός δεν ασχολείται με τις επίγειες δραστηριότητές του, αρκεί μόνο να πιστεύει στην ύπαρξή Του. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε για να αποδείξουμε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Απλά θα παρουσιάσουμε μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πιστού ανθρώπου και από αυτά θα φανεί ότι η πίστη στο Θεό έχει πάντα εξωτερικές εκδηλώσεις, γιατί είναι ένα εσώτατο ιερό βίωμα του ανθρώπου, το οποίο εξωτερικεύεται με πολλούς τρόπους. Θα λέγαμε ακόμη ότι η πίστη οδηγεί στη μυστική σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και αυτό είναι μία εμπειρία μοναδική και συγκλονιστική συνάμα.
Ο άγιος Νεκτάριος λέγει ότι η μορφή του πιστού έχει κάλλος που θέλγει, ύφος που εκφράζει την προς το Θεό πεποίθηση, γαλήνη που είναι έκφραση της εσωτερικής του γαλήνης, ηρεμία που είναι έκφραση της αταραξίας της καρδιάς του και αγαθότητα που είναι αποτέλεσμα της αταραξίας της συνείδησής του. Απαλλαγμένος ο πιστός από τις «άπαυστες μέριμνες του βίου που καταπονούν το πνεύμα του καθημερινά», επιδίδεται στην πνευματική ζωή και βιώνει μια ανέκφραστη μακαριότητα, γιατί «η καρδιά του και η διάνοιά του είναι αφιερωμένες στο Θεό και διαθερμαίνονται από την αγάπη του Θεού, το δε πνεύμα του σπεύδει να αναχθεί προς Αυτόν».
Παράλληλα ο πιστός διασπά τα δεσμά του εγωισμού του που περιορίζουν την αγάπη του στον πολύ στενό του κύκλο και ανοίγεται στη «γενική αγάπη», στην αγάπη δηλαδή προς όλους τους ανθρώπους και αφοσιώνεται σ’ αυτήν, αφού οι ηδονές του κόσμου τον αφήνουν αδιάφορο. Είναι ο εκλεκτός του Θεού, ο οποίος τίθεται στην αγάπη του πλησίον χωρίς να επιζητεί κάτι προς ίδιον όφελος.
Αποτέλεσμα αυτής της αφοσίωσής του στο Θεό είναι και τα νέα συναισθήματα που διεγείρονται στην καρδιά του. «Όλη η δημιουργία του μιλάει, με μυστική γλώσσα, στην ψυχή τουγια τη σοφία και την αγαθότητα του Δημιουργού. Τρυφή του είναι η μελέτη των έργων του Θεού και ευχαρίστηση η θεωρία του κάλλους της δημιουργίας. Το καλό, το αγαθό, η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι η μελέτη της καρδιάς του. Ευδαιμονία του αληθινή και βεβαιη η αδιάλειπτη επικοινωνία με το Δημιουργό. Τα ρήματα του Θεού είναι σαν μέλι γλυκύ στο στόμα του. Τα μελετά μέρα και νύχτα. Η καρδιά του καίγεται από την αγάπη του Θεού».
Κλείνοντας θα λέγαμε ότι η πίστη στο Θεό αποτελεί το αρραγές θεμέλιο της πνευματικής ζωής του ανθρώπου, αλλά και την πηγή της μυστικής και ανέκφραστης ευδαιμονίας που βιώνει αγωνιζόμενος να τηρήσει τις εντολές του Θεού.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Ο κάθε χριστιανός πρέπει να διεξάγει το δικό του πνευματικό αγώνα, προκειμένου να αποφεύγει, όσο είναι δυνατό, τις αμαρτίες και να αποκτά σε μεγαλύτερο βαθμό τις αρετές. Ο αγώνας αυτός ποικίλλει, γιατί και οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Πρέπει ωστόσο να διακρίνεται για την αποφασιστικότητα και σταθερότητα για να έχει σίγουρα πνευματικά αποτελέσματα. Είναι ενδιαφέρον να αναφερθούμε εκτενέστερα στον τρόπο απόκτησης των αρετών και αποφυγής των αμαρτιών, έχοντας ως σύμβουλό μας τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Κατ’ αρχάς ο χριστιανός πρέπει να γνωρίσει τον πρωταρχικό σκοπό της επίγειας ζωής του. Γι’ αυτό χρειάζεται να ενημερωθεί από ανθρώπους που έχουν γνώση κι εμπειρία. Και για να χρησιμοποιήσουμε μία φράση του αγίου Γρηγορίου, πρέπει να γεννηθεί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου «η των μελλόντων επίγνωσις», στην οποία οδηγεί η πνευματική διδασκαλία. Μετά, με ελεύθερη τη βούλησή του, αρχίζει τον αγώνα. Πολύ γρήγορα θα ακούσει εντός του δύο αντίθετες φωνές, της ψυχής και του σώματος, και θα βιώσει μία εσωτερική πάλη. Στο στάδιο αυτό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η αγάπη προς την ψυχή οδηγεί στην αγάπη προς το Θεό και την πνευματική πρόοδο, ενώ η αγάπη προς το σώμα οδηγεί στην αγάπη του κόσμου και την αμαρτία. Η αγάπη προς το Θεό είναι «ρίζα και αρχή κάθε αρετής», ενώ η αγάπη του κόσμου είναι «πρόξενος κάθε κακίας». Ειδικότερα ο άγιος Γρηγόριος λέγει ότι «οι αληθινοί πιστοί, που αγαπούν τις ψυχές τους και επιθυμούν να τις φυλάξουν σ’ αιώνια ζωή, ακούγοντας τις απειλές (περί γεέννης ασβέστου πυρός) και τις επαγγελίες (περί αιωνίας βασιλείας του Θεού), συλλαμβάνουν μέσα τους αμέσως πόθο και φόβο· φόβο μεν για την ατελεύτητη οδύνη από την απειλούμενη γέεννα του πυρός· πόθο δε για την κατά την επαγγελία βασιλεία του Θεού και την αιώνια σ’ αυτήν ευφροσύνη». Αντίθετα εκείνοι που αγαπούν το σώμα τους, αγαπούν τον κόσμο, τις δια των αισθήσεων ηδονές και τα πονηρά πάθη. «Όπως ακριβώς η ψυχή ποθεί μόνη της τη μέλλουσα και μόνιμη ηδονή, έτσι και το σώμα ποθεί την παρούσα και παρερχόμενη· η τέτοια δε ηδονή είναι αισθητή και ενεργείται δια των αισθήσεών μας και προσγίνεται από τα αισθητά που είναι ο κόσμος. Γι’ αυτό ο φιλοσώματος είναι φιλόκοσμος. Ποθώντας λοιπόν χωρίς μέτρο τις κοσμικές ηδονές και επιδιώκοντας κι εκτιμώντας τες λόγω της φιλίας αυτής προς το σώμα ενδύουμε τους εαυτούς μας με πολύμορφη ασχημοσύνη των παθών. Επειδή δηλαδή η κατά κόσμον ηδονή ενεργείται δια των αισθήσεων, αφού οι αισθήσεις μας είναι πολλές και διάφορες, γι’ αυτό πολλές και διάφορες είναι και οι σχετικές με αυτές ηδονές και τα σχετικά με αυτές πάθη· διότι άλλα είναι τα πάθη της οράσεως, άλλα της ακοής και άλλα της οσφρήσεως, και της αφής πάλι άλλα και άλλα της γεύσεως»
Κλείνοντας, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή, ούτε μόνο σώμα. Είναι ψυχή και σώμα μαζί, σε μία αρμονική συνύπαρξη. Όταν όμως το ένα παραθεωρείται και το άλλο γίνεται αντικείμενο υπερβολικής φροντίδας, τότε ανατρέπεται η αρμονία και αρχίζουν τα ποικίλα προβλήματα.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Ο χριστιανός έχει ανάγκη από τα πρότυπα των αθλητών της αρετής, δηλαδή των αγίων, και γι’ αυτό η Εκκλησία πάντα προέβαλλε τους αγίους και προέτρεπε τους πιστούς να ακολουθούν τα βήματά τους. Σήμερα, παρόλο που δεν έχουμε πολλούς σύγχρονους αγίους, έχουμε πλήθος βιογραφιών παλαιών και νεωτέρων αγίων και αυτό είναι ευλογία του Θεού προς εμάς τους αμελείς, οι οποίοι συχνά χάνουμε τον πνευματικό μας προσανατολισμό. Παράλληλα έχουμε και πολλά μικρά κείμενα, που αναφέρονται σε μεμονωμένα περιστατικά της ζωής των αγίων, τα οποία επίσης παρέχουν πνευματική ωφέλεια σε όσους τα μελετούν.
Το άριστο είναι να δει κανείς τους αγώνες των γενναίων ανδρών με τα μάτια του, γιατί η όραση είναι η πιο αξιόπιστη αίσθηση. Ο Θεοδώρητος Κύρου, προλογίζοντας τη Φιλόθεο Ιστορία του, λέγει ότι «ορώμενα τα επαινούμενα αξιόκτητά τε φαίνεται και αξιέραστα γίνεται και προς την κτήσιν επείγει τους θεατάς». Δηλαδή τα κατορθώματα των πνευματικών αγωνιστών, όταν βλέπονται, φαίνονται άξια να αποκτηθούν, γίνονται αξιαγάπητα και παρακινούν τους θεατές να τα αποκτήσουν. Όμως οι θεατές σε όλες τις εποχές ήταν λίγοι, γιατί λίγοι ήταν και οι άγιοι. Έτσι προέκυψε αμέσως η ανάγκη να καταγράφονται οι βίοι των αγίων και να προσφέρονται σ’ όλους γενικά τους πιστούς. Οι διηγήσεις να παίρνουν τη μορφή κειμένου και να διασώζονται τα πνευματικά κατορθώματα των αγίων. Χρειάζεται να διευκρινίσουμε ότι στις διηγήσεις και τα κείμενα υπάρχει ο τρίτος άνθρωπος, ο οποίος παρουσιάζει τη μορφή του αγίου. Αυτός βρίσκεται ανάμεσα στον άγιο και τον ακροατή ή αναγνώστη. Το έργο του είναι σοβαρό και πρέπει να διακρίνεται για την αντικειμενικότητα και αξιοπιστία. Μακάρι να μην είχαμε ανάγκη από τη μεσολάβηση τρίτων ανθρώπων προκειμένου να γνωρίσουμε τους αγίους. Όμως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Αλλά και στην περίπτωση που γνωρίσαμε αγίους ανθρώπους, τα κείμενα χρειάζονται, γιατί η μνήμη δεν διατηρεί ανέπαφες τις διηγήσεις τους και τις εντυπώσεις μας. Και συμβαίνει αυτό επειδή η αδυναμία της λήθης σαν πασπαλισμένη ομίχλη, την ξεθωριάζει και καθώς περνούν τα χρόνια την εξασθενεί. Με τα κείμενα όμως κατορθώνουμε να τονώνουμε τη μνήμη μας και να φρεσκάρονται παλιότερα γεγονότα.
Θεωρούμε αναγκαίο ο αγωνιστής χριστιανός να διαβάζει κείμενα που αναφέρονται σε άγιες μορφές της Εκκλησίας μας και να παίρνει το ανάλογο μήνυμα. Ιδιαίτερα συγκινούνται και επηρεάζουν οι σύγχρονες μορφές, γιατί έζησαν κάτω από ίδιες κοινωνικές συνθήκες με μας και αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα, γεγονός που κάνει τη διδαχή τους ρεαλιστική και εφαρμόσιμη. Γιατί πολλές φορές παθαίνουμε σύγχυση, όταν απομονώνουμε και απολυτοποιούμε κάποιο χωρίο από τη διδασκαλία ενός παλαιού αγίου, που αναφερόταν σε εκείνη την εποχή και απευθυνόταν σε ανθρώπους με διαφορετικά προβλήματα.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Η μετάνοια οδηγεί τον άνθρωπο σε μία νέα πορεία, σε ένα άλλο τρόπο ζωής. Δεν θέλω να περιγράψω εδώ αυτόν τον τρόπο και να τον καθορίσω, ούτε να απαριθμήσω τα νέα καθήκοντα. Σκοπός μου είναι ο άνθρωπος να ακολουθήσει το δρόμο του Θεού ελεύθερα, εντελώς ελεύθερα. Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την επιλογή του χριστιανικού τρόπου ζωής σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ως αναγκαία δεσμά, που θα παιδαγωγήσουν κατά Θεόν τον άνθρωπο. Μία τέτοια αντίληψη μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει. Αντίθετα, όταν επιλέξει το χριστιανικό τρόπο ζωής, όλες οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα θα είναι γι’ αυτόν φυσικά επακόλουθα και δεν θα δυσανασχετεί.
Ο άνθρωπος που κάνει τη στροφή προς τον Θεό αρχίζει να εκκλησιάζεται. Ίσως αραιά και διστακτικά στην αρχή και μετά πιο συχνά, ή συχνά στην αρχή και πιο αραιά μετά. [...]
Το ίδιο ισχύει και για τη νηστεία. Όταν ο άνθρωπος αισθανθεί την αναγκαιότητά της και αρχίζει να νηστεύει, διευκολύνεται στον πνευματικό του αγώνα. Αντίθετα όταν του την απαιτήσουν οι άλλοι αδελφοί του, που έτυχε να γνωρίσουν μπροστά από αυτόν τη θρησκεία, είναι ενδεχόμενο να την αρνηθεί. Η νηστεία ακολουθεί ορισμένους κανόνες και γι’ αυτό χρειάζεται διάκριση. Να μην επιλέξει επιπόλαια την αυστηρή νηστεία, που δεν τη συναντούμε ούτε στα αρχαία μοναστήρια, ούτε πάλι να μετατρέπει τη νηστεία σε μία ευχάριστη δίαιτα που θα τον ευχαριστεί και θα του δημιουργεί την αίσθηση ότι πετυχαίνει κάτι σπουδαίο, ενώ στην πραγματικότητα θα τηρεί το γράμμα της νηστείας και θα χάνει το πνεύμα της, το βαθύτερο νόημά της. Η νηστεία επίσης πρέπει να είναι μυστική, για να μη προκαλεί τους εύκολους επαίνους, οι οποίοι οδηγούν στην κενοδοξία. Μακάριος είναι εκείνος που νηστεύει χωρίς να τον παίρνουν είδηση οι άλλοι, γιατί η πνευματική ωφέλεια που προκύπτει μένει ολόκληρη σ’ αυτόν.
Με τη σειρά της επίσης θα έρθει και η απάρνηση των κοσμικών εκδηλώσεων. Ο χριστιανός θα καταλάβει ότι πολλές εκδηλώσεις και συνήθειες είναι μάταιες, και όχι σπάνια ψυχοφθόρες, και θα τις εγκαταλείψει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ίσως μερικές να τις θεωρήσει αθώες και να μην τις εγκαταλείψει αμέσως. Ίσως επίσης άλλες να τις θεωρήσει απαραίτητες για την επαγγελματική του σταδιοδρομία ή για πολλούς άλλους λόγους. Όμως με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με το βαθμό της πνευματικότητάς του θα τις εγκαταλείψει μερικώς ή ολικώς. Εκτός και αν η απόφασή του για χριστιανικό τρόπο ζωής ατονήσει και χαλαρώσει, οπότε δεν πρόκειται να προοδεύσει πνευματικά.
Ο συνειδητός χριστιανός ζώντας μέσα στην κοινωνία πρέπει να είναι άνθρωπος της προσφοράς, της εξυπηρέτησης και της έμπρακτης αγάπης. Παράλληλα με τη συμπεριφορά του, τις πράξεις του και τα λόγια του πρέπει να είναι και το καθοδηγητικό φως των συνανθρώπων του. Και αυτό θα το πετυχαίνει χωρίς προετοιμασία και ιδιαίτερη προσπάθεια.
Από τα πρώτα βήματα στην πνευματική ζωή ο χριστιανός θα αισθανθεί την ανάγκη της συνεχούς ανανέωσης και τόνωσης και θα αξιοποιεί τα σχετικά βιβλία, απ’ τα οποία θα τροφοδοτείται, αλλά και θα ενημερώνεται για τις ποικίλες παγίδες που θα του στήνει ο διάβολος και τα όργανά του.
Τα όσα αναφέραμε αποτελούν εισαγωγή στο χριστιανικό τρόπο ζωής. Είναι τα πρώτα σταθερά βήματα, με τα οποία θα προχωρήσει ο άνθρωπος για να γευθεί στη συνέχεια τους πνευματικούς καρπούς.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Τα «Παύλεια» όπλα
Ο απόστολος Παύλος μας έδωσε μία ολόκληρη πνευματική πανοπλία για να πολεμήσουμε «τας αρχάς και τας εξουσίας, τον κοσμοκράτορα του σκότους του αιώνος τούτου». Να ποια είναι η πανοπλία. «Στήτε ουν περιζωσάμενοι την οσφύν υμών εν αληθεία, και ενδυσάμενοι τον θώρακα της δικαιοσύνης, και υποδησάμενοι τους πόδας εν ετοιμασία του ευαγγελίου της ειρήνης, επί πάσιν αναλαβόντες τον θυρεόν της πίστεως, εν ώ δυνήσεσθε πάντα τα βέλη του πονηρού τα πεπυρωμένα σβέσαι· και την περικεφαλαίαν του σωτηρίου δέξασθε, και την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστι ρήμα Θεού» (Εφ. 6, 14). Μ’ ένα λόγο ο ορθός βίος που συμφωνεί με το θέλημα του Θεού είναι η ισχυρή μας πανοπλία εναντίον του αντιδίκου μας. Και η πανοπλία αυτή βρίσκεται αποθησαυρισμένη μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία. Η Εκκλησία μας είναι η «ταμειούχος της θείας χάριτος» που μας εξασφαλίζει τα πνευματικά εκείνα όπλα με τα οποία μπορούμε να παλέψουμε τον αντίπαλό μας. «Τα όπλα της στρατείας ημών ου σαρκικά, αλλά δυνατά τω Θεώ προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β΄ Κορ. 10, 4).
Τα αγιαστικά μέσα της Εκκλησίας
Η Εκκλησία μας έχει στη διάθεσή μας τα χαριτόβρυτα Μυστήρια με τα οποία μας αγιάζει και μας ενισχύει στον πόλεμο κατά του διαβόλου. Έχει ακόμη τον Αγιασμό, μικρό και μεγάλο, που είναι «δαίμοσιν ολέθριος» και «προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειος». Έχει τις ειδικές ευχές και ακολουθίες, με τις οποίες φυγαδεύονται οι δαίμονες και ο άνθρωπος ειρηνεύει και ηρεμεί. Από εμάς εξαρτάται να κάνουμε με πίστη, χρήση όλων αυτών των αγιαστικών μέσων, ώστε να καρπωθούμε την ωφέλεια που απορρέει από αυτά.
Με τα πνευματικά λοιπόν αυτά όπλα που μας εξασφαλίζει η Εκκλησία μας, αλλά προ πάντων με τη βοήθεια του Θεού, το αγωνιστικό μας φρόνημα θα παραμείνει υψηλό και η πεποίθησή μας στην τελική νίκη θα είναι ακράδαντη, σε τρόπο ώστε ο πόλεμος κατά του διαβόλου να διεξάγεται με σύστημα, οργάνωση και αισιοδοξία, παράγοντες δηλαδή πάνω στους οποίους μπορούμε να στηρίξουμε τις ελπίδες μας για τη νικηφόρα έκβασή του.
Ο πόλεμος με το σατανά είναι αναπόφευκτος, ακήρυκτος και αδυσώπητος. Άλλοι στην πρώτη προσβολή παραδίδονται και συμμαχούν. Κι άλλοι ανθίσταται, τραυματίζονται, πληγώνονται, πέφτουν, αλλά συνεχίζουν τον αγώνα. Κοντά τους έχουν το Μέγα Σύμμαχο, τον Ιησού. Μαζί με το Μωυσή λέγουν κι αυτοί «Κύριος καταφυγή μου» (Εξοδ. 17, 15). Εκείνος τους ενισχύει, τους παρηγορεί, τους εμψυχώνει. Γίνεται συναγωνιστής και υπερασπιστής τους. Τους εξοπλίζει και τους εξασκεί στον τρόπο του μάχεσθαι, στην τέχνη του πολέμου. Και τους συμπαρίσταται με στοργή, αδελφική και πατρική. Τότε εκείνοι παίρνουν θάρρος, ενισχύονται πολύ και συνεχίζουν τον αγώνα μέχρις εσχάτων. Μέχρις ότου συντρίψουν την κεφαλή του δράκοντος, στήσουν τη σημαία του Χριστού στην ψυχή τους και δουν το φως της άνω Ιερουσαλήμ να τους καταυγάζει και να τους γεμίζει με αιώνια ευφροσύνη.
Στο βιβλίο της Εξόδου περιέχεται μία λαμπρή νίκη των Ισραηλιτών. Η νίκη κατά του Αμαλήκ. Ολιγάριθμοι και άπειροι στους πολέμους οι Ισραηλίτες «τον Αμαλήκ ετροπώσαντο» με τη δύναμη του Θεού. Και μεις, ο νέος Ισραήλ του Θεού, έχουμε τον Αμαλήκ μας. Είναι ο σατανάς, που θέλει την καταστροφή μας. Κατά την Αποκάλυψη «ο διάβολος κατέβη προς ημάς έχων θυμόν μέγαν» (Αποκ. 12, 12). Αλλά τι μ’ αυτό; Εμείς δεν είμαστε μόνοι, όπως τότε, οι Ισραηλίτες στην έρημο Ραφιδείν δεν ήταν μόνοι. Έχουμε τον Ιησού μας, που μας οδηγεί στη νίκη και το θρίαμβο.
Μακάρι, αδελφέ μου, και συ και εγώ να ανήκουμε δια βίου στην παράταξη αυτή των αγωνιστών και των νικητών. Αγωνιστών στον πνευματικό στρατό κατά του Σατανά με τα όπλα στα χέρια και το μέτωπο ψηλά. Νικητών με τη Χάρη του Θεού, που γνωρίζει να θεραπεύει τα ασθενή και να αναπληρώνει τα ελλείποντα, όταν και εκείνα και αυτά φαίνονται στη μάχη και χαρακτηρίζουν την προσπάθειά μας εναντίον του διαβόλου. Μακάρι και σε σένα και σε μένα να έχει εφαρμογή η επινίκια ιαχή του μαθητού της αγάπης, η γεμάτη ελπίδα, αισιοδοξία και εγκαρδίωση: «Νεανίσκοι, νενικήκατε τον πονηρόν» (Α΄ Ιω. 2, 13). Μακάρι!
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Επίκληση του ονόματος του Κυρίου
Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι «εν τω Θεώ ποίησομεν δύναμιν» (Ψαλμ. 59, 14). Εάν ο αντίπαλός μας είναι ισχυρός, ο Κύριός μας είναι ισχυρότερος. Και τον Κύριο μας οφείλουμε να επικαλούμαστε όσες φορές βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον διάβολο. Αλλά για να επικαλεσθούμε τον Κύριο πρέπει να έχουμε ακράδαντη πίστη προς Αυτόν. Η πίστη μας ισχυροποιεί και μας δυναμώνει. Το λέγει τόσο ωραία ο ιερός υμνογράφος της Εκκλησίας: «Οι πεποιθότες επί Κύριον, εοίκασιν όρει τω αγίω· οι ουδαμώς σαλεύονται, προσβολής του Βελίαρ» (Αναβαθμοί Β΄ Ήχου).
Να επικαλούμαστε λοιπόν το όνομα του Ιησού, λέγοντας την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας συνιστούν: «Και Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Ο διάβολος στο άκουσμα του θείου ονόματος τρέπεται σε φυγή και μας αφήνει στην ειρήνη μας.
Το σημείο του Σταυρού
Μαζί με το όνομα του Ιησού θα πρέπει να κάνουμε και το σημείο του Σταυρού που είναι ισχυρό όπλο εναντίον του πονηρού. «Κύριε, όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας· φρίττει γάρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν» ψάλλει χαρακτηριστικά ο υμνογράφος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας συμβουλεύει κάθε φορά που εξερχόμαστε από το σπίτι μας να κάνουμε το Σταυρό μας και να λέγομαι: «Αποτάσσομαι σοι σατανά και τη πομπή σου και τη λατρεία σου και συντάσσομαι σοι Χριστέ» (Κατήχησις Ι΄).
Η προσευχή
Ο Κύριος μας δίδαξε πως το γένος των δαιμόνων φεύγει μόνο με την προσευχή και τη νηστεία. Η δύναμη της προσευχής είναι ανυπολόγιστη «προς καθαίρεσιν οχυρωμάτων» (Β΄ Κορ. 10, 4). Σαφώς ο Κύριος μας δίδαξε «γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ. 26, 41). Με την προσευχή η χάρη του Θεού μας επισκιάζει. Και γινόμαστε πανίσχυροι. Ο διάβολος κατατροπώνεται. Ωραίες προσευχές για περιστάσεις πειρασμών έχει εν χρήσει η Εκκλησία μας. Το «Και δος ημίν Δέσποτα», το «Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα...», το «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου» κ.α. είναι κατάλληλα εν προκειμένω. Και ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι επίσης κατάλληλοι. Αλλά και με την καρδιά μας μπορούμε να προσευχόμαστε και να ζητούμε το έλεος του Κυρίου και τη βοήθεια.
Η μελέτη της Αγ. Γραφής
Επειδή αγνοούμε την Αγ. Γραφή, πέφτουμε θύματα του διαβόλου. Όταν ο Κύριος επειράχθη στο όρος από το Σατανά, τον απέκρουσε με χωρία της Αγ. Γραφής. Οφείλουμε λοιπόν, να μάθουμε καλά την Αγ. Γραφή. Είναι ό,τι ο τοπογραφικός χάρτης για το επιτελείο του στρατού και τα κυάλια για τον αξιωματικό. Εκεί μέσα βλέπει ο χριστιανός τις κινήσεις του εχθρού τις ενέδρες και πανουργίες του. Και από εκεί παίρνει όπλα για να τον πολεμήσει. Ανιχνευτής λοιπόν άριστος του εχθρού η Αγ. Γραφή. Περιέχει το λόγο του Θεού, που φωτίζει το νου μας και ανοίγει τα ψυχικά μας μάτια. Το φως του θείου λόγου γίνεται τότε οδηγός μας που μας κατευθύνει ορθά, φωτίζει την καρδιά μας και λύνει όλες μας τις απορίες. Ο διάβολος δεν μας βρίσκει τότε απροετοίμαστους. Γνωρίζουμε τις δυνατότητές του, και αντιπαρασσόμαστε σε μάχη.
Η νηστεία και η άσκηση
Οι δαίμονες «φοβούνται των ασκητών την νηστείαν, την αγρυπνίαν, τας ευχάς, το πράον, το ήσυχον, το αφιλάργυρον...» καθώς λέει ο Μ. Αθανάσιος (ΒΕΠΕΣ 33, 28). Η άσκηση ταπεινώνει το φρόνημα και προετοιμάζει την ψυχή και το σώμα για να γίνουν κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Με τη νηστεία τιθασσεύονται οι ορέξεις και ο άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στη σάρκα. Αποκτά αυτοκυριαρχία και μπορεί να επιχειρήσει αγώνα κατά του διαβόλου. Αντίθετα η γαστριμαργία οδηγεί σε ανηθικότητα και αμαρτία. Είναι «ηδυτήτων πηγή» κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «λέοντα ο κολακεύσας, πολλάκις ημέρωσε· σώμα δε ο θεραπεύσας επί πλείον ηγρίωσε» (Λόγος ιδ΄). Όση περισσότερη ακρασία έχουμε, τόσο πιο εύκολα πέφτουμε στα δίχτυα του διαβόλου.
Η πίστη
Η πίστη στο Θεό η ζωντανή και ακράδαντη, αποτελεί βασικό παράγοντα προς ήττα του εχθρού. Εάν δεν πιστεύεις, τότε πώς θα καταφύγεις στην προσευχή, πώς θα επικαλεσθείς την βοήθεια του Θεού; Η πίστη είναι πανίσχυρο όπλο που μας εξασφαλίζει τη νίκη. Ο απ. Πέτρος μας συμβουλεύει να αντιστεκόμαστε στο σατανά στερεωμένοι πάνω στο βράχο της πίστεως: «αντίστητε, στερεοί τη πίστει» (Α΄ Πετρ. 5, 9).
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή