(Βιβλίο: Αντιχιλιαστικόν Εγχειρίδιον, Νικολάου Σωτηρόπουλου, σελ.212-221)
ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΜΑΡΙΑ
Οι Χιλιασται δεν παραδέχονται την μητέρα του Κυρίου ως Θεοτόκον και αειπάρθενον, ισχυρίζονται ότι μετά τον Χριστόν απέκτησε και άλλα τέκνα εκ σαρκικής μίξεως μετά του Ιωσήφ, και δεν αποδίδουν εις αυτήν ιδιαιτέραν τιμήν. Ουδέποτε χρησιμοποιούν περί αυτης ονόματα δεικνύοντα τρυφερόν αγάπην, θαυμασμόν και σεβασμόν, ως π.χ. το όνομα Παναγία, άλλα πάντοτε ομιλούν περί αυτης ως ομιλεί τις περί συνήθους γυναικός. Η Μαρία και η Μαρία, λέγουν συνεχώς, ως εάν επρόκειτο περί εξαδέλφης των! Αλλ’ η Γραφή ελέγχει την ασέβειάν των.
Θεοτόκος
«καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; [Μετάφραση Καινή Διαθήκη Βιβλικής Εταιρίας: Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου;] (Λουκ. α' 43).
Η Ελισάβετ, εν Πνεύματι Αγίω ομιλούσα, ονομάζει την Παρθένον, μητέρα του Κυρίου της. Ποίον δε εγνώριζε και ανεγνώριζεν ως Κύριόν της η Ελισάβετ, ειμή τον Θεόν του Ισραήλ; Και πας πιστός έναν Κύριον αναγνωρίζει εν θρησκευτική έννοια, τον αληθινόν Θεόν. Η φράσις συνεπώς της Ελισάβετ «μήτηρ του Κυρίου» ισοδυναμεί προς την φράσιν «μήτηρ του Θεού» και προς το όνομα «Θεοτόκος».
«καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ» [αλλά ο άγγελος τους είπε: «Μην τρομάζετε! Σας φέρνω ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει με χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο: Σήμερα, στην πόλη Δαβίδ γεννήθηκε για χάρη σας σωτήρας –κι αυτός είναι ο Χριστός, ο Κύριος.] (Λουκ. β' 11).
Κατά το κοσμοχαρμόσυνον τούτο μήνυμα του αγγέλου προς τους ποιμένας της Βηθλεέμ ο εν τη πόλει του Δαβίδ γεννηθεις Σωτήρ είναι ο Χριστός ο Κύριος· ο Μεσσίας δηλαδή, τον οποίον προεφήτευον αι Γραφαί, ο Κύριος, τον οποίον επίστευον ως Θεόν οι Ισραηλίται. Αυτός ο Κύριος, ο Γιαχβέ Θεός του Ισραήλ, έγινε Χριστός, Μεσσίας, γεννηθεις εκ της Παρθένου (Ιεζ. μδ' 2). Η Παρθένος εγέννησε «Χρίστον Κύριον», άνθρωπον και Θεόν, Θεάνθρωπον, και δια τούτο ομολογείται «κυρίως Θεοτόκος», Θεοτόκος δηλαδή εν κυριολεξία.
«Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός»[ Η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας] (Ματθ. α' 23. Δες και Ήσ. ζ 14).
«ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελός, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» [Διότι γεννήθηκε για μας ένα παιδί, μας δόθηκε ένας γιος· πάνω στους ώμους του η εξουσία θα μένει και τ’ όνομά του θα ’ναι: Σύμβουλος θαυμαστός, Θεός ισχυρός, αιώνιος Πατέρας και της Ειρήνης Άρχοντας] (Ήσ. θ' 6).
Συμφώνως προς τά δύο ταύτα χωρία το όνομα του υιού της Παρθένου είναι «Θεός Ισχυρός» και «Εμμανουήλ», τουτέστι «μεθ’ ημών ο Θεός». Το άνομα εδώ δεικνύει την φύσιν του υιού. Ό υιός είνε Θεός πλήρης ισχύος, είνε ο Θεός, ο οποίος ήλθε και είνε μεθ’ ημών, είναι ολόκληρος η Θεότης, η οποία εσκήνωσε μεθ’ ημών δια της θείας ενανθρωπήσεως (δες και Κολ. α' 19 και β' 9). Και εντεύθεν λοιπόν γί νεται φανερόν, ότι η Παρθένος εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα και άρα ορθώς καλείται Θεοτόκος.
Δες και τας παραγράφους περί της θεότητος του Χρίστου εν σελ. 94-111.
Αειπάρθενος
Κατά της αειπαρθενίας της Θεοτόκου οι Χιλιασταί χρησιμοποιούν τα εξής χωρία:
«καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον»[ Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της· ωσότου γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο] (Ματθ. α' 25).
«οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τΕκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι;»[ Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού; Η μητέρα του δεν λέγεται Μαριάμ και οι αδερφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Κι οι αδερφές του δε μένουν όλες στον τόπο μας;] (Ματθ. ιγ' 55-56. Δες και Μάρκ. στ' 3’ Λουκ. η' 19 κ.ά.).
Εκ της φράσεως «τον πρωτότοκον» οι Χιλιασται συμπεραίνουν, ότι μετά τον Ιησού η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Αλλά «πρωτότοκος» λέ γεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, ασχέτως αν ακολουθούν ή όχι άλλα τέκνα (Εξόδ. ιγ' 2, 12-13' λδ' 19 εξ.). Όταν εγεννάτο ούτος, έλεγον ότι εγεννήθη ο πρωτότοκος, χωρίς να γνωρίζουν αν θα ηκολούθει άλλο τέκνον. Επειδή δε ο πρωτότοκος ήτο προνομιούχος, η λέξις πρωτότοκος σημαίνει και «εκλεκτός» (Εξόδ. δ' 22· Ψαλμ. πη' 28 [πθ' 27]· Έβρ. ιβ' 23). Ο Χριστός άλλωστε λέγεται πρωτότοκος όχι μόνον ως υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (Κολ. α' 15' Έβρ. α' 6). Εκ του ότι δε ό Υιός του Θεού λέγεται πρωτότοκος, δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν; Όχι βεβαίως. Διότι ο Χριστός είναι Υιός «μο νογενής» (Ιωάν. α' 14, 18- γ' 16, 18’ Α' Ιωάν. δ' 9). Το «πρωτότοκος» λοιπόν δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, ότι ακολουθεί άλλο ή άλλα τέκνα.
Εκ της φράσεως επίσης «ἕως οὗ ἔτεκε» οι Χιλιασται συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν, είχε δηλαδή μετ’ αυτής σαρκικήν μίξιν. Αλλ’ όπως το «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι ακολουθεί δεύτερον τέκνον, ούτω και το «ἕως οὗ ἔτεκε» Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ συνευρέθη μετά της Μαρίας. Λέγων ο Ευαγγελιστης «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς» δεν ενδιαφέρεται να δείξη τι είναι η Μαρία, αλλά τι είνε ο Χριστός. Δεν θέλει να πει, ότι η Μαρία ήτο παρθένος μέχρι της γεννήσεως του Ιησού και κατόπιν έπαυσε να είνε παρθένος, ως νομίζουν οι Χιλιασται, αλλά θέλει να πει, ότι ο Χριστός είνε καρπός τελείας αγνότητος, διότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν έως ότου εγέννησεν αυτόν. Ο Ευαγγελιστης ενδιαφέρεται δια τον χρόνον μέχρι της γεννήσεως του Χριστού, το δε πέραν της γεννήσεως αφήνει απροσδιόριστον. Κατά τοιούτον τρόπον η Γραφή εκφράζεται πολλάκις.Ούτω π.χ. εν Β' Βασ. (Β' Σαμ.) στ' 23 λέγεται:
«καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν» [η Μελχόλ, η θυγάτηρ του Σαούλ προς τον Δαυίδ, δεν απέκτησε παιδί μέχρι του θανάτου της]. Θα ήτο αστείον να συμπεράνωμεν εκ του «έως», ότι η Μελχόλ εγέννησε παιδίον μετά θάνατον! Επίσης εν Ματθ. κη' 20 ο Χριστός λέγει:
«ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» [εγώ θα είμαι μαζί σας πάντα, ως τη συντέλεια του κόσμου. Θα ήτο φοβερόν λάθος να συμπεράνωμεν εκ του «έως», ότι μετά την συντέλειαν του κόσμου ο Χριστός θα παύση να είνε μετά των εκλεκτων του. Και εκ του λόγου του Ευαγγελιστου λοιπόν δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ γνώριζε την Μαρίαν σαρκικώς.
Ούτε επίσης εκ των εδαφίων, όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η Μαρία γέννησε και άλλα τέκνα. Διότι, εκτός του ετεροθαλούς αδελφού, αδελφός ελέγετο και ο εξάδελφος και ο ανηψιός. Η Καινή Διαθήκη ομιλεί περί αδελφών του Ιησού, αλλ’ όχι περί τέκνων της Μαρίας. Ως φαίνεται εκ των επομένων χωρίων, η Θεοτόκος εκτός του Ιησού δεν γέννησεν άλλα τέκνα και είνε αειπάρθενος.
«εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; (=Δεν γνωρίζω σαρκικως);» [Η Μαριάμ τότε ρώτησε τον άγγελο: «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού εγώ δεν έχω συζυγικές σχέσεις με κανέναν άντρα;» ] (Λουκ. α' 34).
Αφού η Παρθένος ήτο «μεμνηστευμένη ανδρί» (στίχ. 27), αν επρόκειτο να ζήση συζυγικώς μετά του ανδρός, δεν θα έπρεπε να έχη απορίαν και να ερωτήσει πώς θα αποκτούσε υιόν. Θα αποκτούσε υιόν εκ του Ιωσήφ. Αλλά τώρα απορεί και ρωτά, διότι ο Θεός αλλιώς είχεν ορίσει, και αυτή, ως φαινεται, γνώριζεν ότι ο μνήστωρ δεν θα ήτο σύζυγός της, αλλά προστάτης. Η έννοια λοιπόν της ερωτήσεως της Παρθένου είναι η εξής: «Έχω μεν άνδρα, αλλ’ αφού δεν συνευρίσκομαι μετ’ αυτού, δεν πρόκειται να συνευρεθώ ποτέ, πώς θά γεννήσω υιόν;».
«(Λουκ. β' 5). ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ …εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ…ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ» [Ανέβηκε κι ο Ιωσήφ…για να απογραφτεί στην πόλη Δαβίδ, …Είχε μαζί του και τη Μαριάμ, τη μνηστή του, η οποία ήταν έγκυος]
Η περίοδος της μνηστείας έληγε κατά την ημέραν του γάμου, καθ’ ην ο ανήρ παρελάμβανε την γυναίκα εις την οικίαν του. Αλλ’ εν προκειμένω, αν και ο Ιωσήφ είχε παραλάβει την Μαρίαν εις τον οίκον του (Ματθ. α' 20, 24), εν τούτοις αυτή εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «μεμνηστευμένη». Και μετά, δηλαδή, την παραλαβήν και συγκατοίκησιν, ο Ιωσήφ είνε μνήστωρ και η Μαρία μνηστή, όχι γαμέτη δηλαδή σύζυγος.
«ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» [Σήκω αμέσως, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο] (Ματθ. β' 13. Δες και στίχ. 11, 14, 20, 21* Λουκ. β' 33, 34, 48, 51).
Δεν λέγει «το παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού». Προ της γεννήσεως του Χριστού τό Ευαγγέλιον αναφέρει τον Ιωσήφ ως «άνδρα» της Μαρίας (Ματθ. α 16, 19), την δε Μαρίαν ως «γυναίκα» του Ιωσήφ (Ματθ. α' 20, 24· Λουκ. β' 5), αν και δεν υπήρχε συζυγική σχέσις μεταξύ των. Μετά δε την γέννησιν ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ’ η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού. Και γεννάται το ερώτημα: Αφού δεν υπήρχε σαρκική συνάφεια καθ’ ον χρόνον ο Ιωσήφ αναφέρεται ως «ανήρ» της Μαρίας και η Μαρία ως «γυνή» του Ιωσήφ, πώς θα υπήρχε συνάφεια κατό πιν, ότε ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ’ η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού;
«Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ και ήλθεν εις γην ’Ισραήλ» (Ματθ. β' 19-21) [Όταν, λοιπόν, πέθανε ο Ηρώδης, ένας άγγελος σταλμένος από τον Κύριο εμφανίστηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο, και του είπε: «Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε στη χώρα του Ισραήλ, γιατί πέθαναν όσοι ήθελαν να θανατώσουν το παιδί». Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και γύρισε πάλι στη χώρα του Ισραήλ]
Τρεις μετέβησαν εις Αίγυπτον, ο Ιωσήφ μετά του παιδίου και της μητρός αυτου, τρεις και επέστρεψαν εκ της Αιγύπτου. Τέταρτος, άλλο δηλαδή τέκνον της Μαρίας, δεν φαίνεται.
«Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια»[Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα είναι ο γιος σου». Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του] (Ίωάν. ιθ' 26-27).
Αν η Θεοτόκος είχε και άλλα τέκνα, διατί ο Ιη σούς θα ανέθετε την προστασίαν της εις τον μαθητήν; (ο Ιωσήφ, ως φαίνεται, είχεν αποθάνει). Ο λόγος του Ιησού προς την μητέρα «ἴδε ὁ υἱός σου» έχει την εξής έννοιαν: «Ένα υιόν είχες και η κακία των ανθρώπων τον εσταύρωσε. Τώρα υιός σου θα είνε ο Ιωάννης. Αυτός θα φροντίζη δια σε».
«Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου» (Ιούδ. 1).
Ο Ιούδας, ένω υπό άλλων εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ. ιγ' 5, Μάρκ. στ' 3), ενταύθα αυτοσυνιστάται, όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλ’ ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος (δες Ιακ. α' 1).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού φαίνεται ότι ήσαν μέλη της οικογένειας του Ιωσήφ και διέμενον εν τη οικία αυτού εν Ναζαρέτ (Ματθ. ιγ' 55-57). Αλλά δεν ήσαν τέκνα της Μαρίας και πραγματικοί αδελφοί του Ιησού. Ήσαν τέκνα του Ιωσήφ εκ προτέρας γυναικός αυτού. Επειδή δε ο Ιωσήφ κατά νόμον ήτο «ανήρ» της Μαρίας και «γονεύς» ή «πατήρ» του Ιησού (Λουκ. β' 27, 41, 48), δια τούτο κατά νόμον τα τέκνα του Ιωσήφ ήσαν ετεροθαλείς αδελφοί του Ιησού. Εντεύθεν ονομάζονται αδελφοί αυτού όχι μόνον υπό των αγνοούντων το μυστήριον της Παρθένου, αλλά και υπ’ αυτών των θεοπνεύστων συγγραφέων (Ματθ. ιβ' 46· Ίωάν. β' 12· ζ' 3, 5, 10 Πράξ. α' 14· Α' Κορ. θ' 5- Γαλ. α' 19).
«Εστάθην υιός του πατρός μου, αγαπητός και μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. 4, 3 κατά το Εβραϊκόν).
Εν τω χωρίω τουτω δεν ομιλεί ο Σολομών, ο συγγραφεύς του βιβλίου των Παροιμιών. Ο Σολομών δεν ήτο «μονογενής» εις την μητέρα του. Η Βηρσαβεέ είχε και άλλα τέκνα (Α' Παρ. [Χρον.] γ' 5). Εν τω χωρίω ομιλεί ο Χριστός, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, όπως ομιλεί και εις άλλα μέρη του βιβλίου των Παροιμιών (Δες π.χ. το κεφ. η'). Αφού δε ο Χριστός λέ γει, ότι ήτο μονογενής εις την μητέρα του, το χωρίον αποδεικνύει, ότι η Μαρία δεν εγέννησεν άλλα τέκνα.
«Καὶ ἐπέστρεψέ με κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολάς, καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη» [Ο άντρας μ’ έφερε πάλι στην εξωτερική πύλη, ανατολικά του θυσιαστηρίου, η οποία ήταν κλειστή. Κύριος μου είπε: «Αυτή η πύλη θα παραμείνει κλειστή· κανείς δε θα περάσει ποτέ απ’ αυτήν, γιατί έχω μπεί απ’ αυτήν εγώ, ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ. Γι’ αυτό θα μείνει κλειστή] (Ίεζ. μδ' 1-2).
Περιγράφων δια μακρών ο προφήτης ένα ιδανικόν ναόν, εν τω χωρίω τούτω αναφέρεται εις μίαν πύλην του ναού βλέπουσαν κατά ανατολάς. Η πύλη αύτη ήτο κεκλεισμένη. Και ο Κύριος ειπεν η πύλη αύτη θα παραμείνη κεκλεισμένη, δεν θα ανοιχθή, και δεν θα διέλθη δι’ αυτής κανείς, διότι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα εισέλθη δι’ αυτής και θα είναι κεκλεισμένη. Ποιός ο ιδανικός ναός; Και ποιά η κεκλεισμένη πύλη, εκ της οποίας ουδείς διέρχεται, ειμή μόνον ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ; Την ερμηνείαν δίδει η Εκκλησία, «ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15). Ο ιδανικός ναός είναι η Εκκλησία, και η κεκλεισμένη πύλη είναι η Παρθένος Μαρία. Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ συνελήφθη εις την μήτραν της Παρθένου και εγεννήθη υπερφυώς, χωρίς να βλάψη την παρθενίαν της. Όπως ο Κύριος Ιη σούς εισήρχετο εις την οικίαν των Ιεροσολύμων «των θυρών κεκλεισμένων» και εξήρχετο, ούτως εισήλθεν εις την Παρθένον και εξήλθεν. Και ύστερον ουδείς εισήλθε προς αυτήν. Η Θεοτόκος είναι παρθένος προ του τόκου, παρθένος εν τω τόκω, και παρθένος μετά τον τόκον, αειπάρθενος.
Τέλος η γνώμη περί γαμήλιου συμβιώσεως της Παρθένου μετά του Ιωσήφ δεν συμβιβάζεται προς την υψηλήν περιωπήν της «κεχαριτωμένης», «ευλο γημένης έν γυναιξί» και «μητρός του Κυρίου», Θεομήτορος. Πώς η Παρθένος, αφού εγέννησε τον ίδιον τον Θεόν, θα κατεδέχετο ύστερον σαρκικήν συνάφειαν; Εάν συνέβαινε τούτο, αύτη δεν θα ήτο η ανωτέρα μεταξύ των γυναικών, αλλά θα ήτο κατωτέρα πολλών αγίων γυναικών, αι οποίαι εφύλαξαν ισοβίως παρθενίαν. Και μόνον εκ της ιδέας, την οποίαν έχουν δια την μητέρα του Κυρίου, οι Χιλιασται αποδεικνύουν την κατωτερότητα της σκέψεως και των αισθημάτων των. Η πνευματικότης των διαφέρει της ορθοδόξου πνευματικότητος τεραστίως, και είναι μάλλον σαρκικότης παρά πνευματικότης.
Παναγία
Δια να εκφράζουν τα τρυφερά αισθήματα και τον ιδιαιτερον σεβασμόν των προς την μητέρα του Χριστού οι ’Ορθόδοξοι Χριστιανοι ονομάζουν αυτήν Παναγίαν. Είνε το γλυκύτερον όνομα εις τα χείλη των πιστών μετά το όνομα του Χριστού.
Οι Χιλιασται καταφέρονται κατά του ονόματος τουτου, όπως και κατ’ άλλων ονομάτων, λέγοντες: «ο Θεός είνε άγιος· και η Μαρία είναι Παναγία;».
Παρεξηγούν και εν τω σημείω τουτω οι Χιλιασται τους ευσεβεις. Διότι την Παρθένον οι ευσεβεις ονομάζουν Παναγίαν όχι εν συγκρίσει προς τον Θεόν, αλλ’ εν συγκρίσει προς τους ανθρώπους. Κατά παρόμοιον τρόπον εκφράζεται και η Γραφή. Ούτω π.χ. ο προφήτης Δανιήλ χρησιμοποιεί δια τον Ναβουχοδονόσορα τον τίτλον «βασιλεύς βασιλέων» (Δαν. β' 37), τουτέστιν υπέρτατος βασιλεύς. Επίσης ο ευαγγελιστης Λουκάς προσφωνεί τον άρχοντα Θεόφιλον ως «κράτιστον» (Λουκ. α' 3), όπερ είναι υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «αγαθός» (αγαθός, κρείττων, κράτιστος). Και όπως οι Χιλιασται δια το «Παναγία», ούτω και ημεις διά το «κράτιστος» θα ηδυνάμεθα νά είπωμεν: «ο Θεός αγαθός, και ο Θεόφιλος κράτιστος;»! Αλλ’ η σύγκρισις, ως ήδη είπομεν, δεν είνε προς Θεόν, αλλά προς ανθρώπους.
Πράγματι δε η Θεοτόκος είναι η ανωτέρα των αγίων, άγια αγίων (κατά το «βασιλεύς βασιλέων»), υπεραγία ή παναγία. Τουτο δεικνύουν οι Γραφικοί χαρακτηρισμοί «κεχαριτωμένη» (Λουκ. α' 28), πλήρης δηλαδή χαρίτων, και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. α' 28, 42), ευλογημένη δηλαδή υπέρ πάσας τας γυναικας, άφου εξ’ όλων των γυναικών αυτή ηξιώθη να γεννήση τον ίδιον τον Κύριον και να μείνη παρθένος και αειπάρθενος.
Αειμακάριστος
Η Εκκλησία τιμά τους αγίους, εξαιρέτως δε την υπεραγίαν Θεοτόκον. Δεν προσφέρει εις αυτήν λατρείαν, διότι η λατρεία ανήκει μόνον εις τον Θεόν. Προσφέρει εις αυτήν σχετικήν τιμήν. Τιμά αυτήν ως αγιωτέραν των αγίων και μητέρα του Θεού. Εν τούτοις οι Χιλιασται κατακρίνουν την τιμήν προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ’ η τιμή της Θεοτόκου στηρίζεται εις χωρία της Γραφής, τα οποία αναφέρονται ειδικώς εις το πρόσωπόν της.
«καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν»[Παρουσιάστηκε, λοιπόν, σ’ αυτήν ο άγγελος και της είπε: «Χαίρε εσύ, η προικισμένη με τη χάρη του Θεού! Ο Κύριος είναι μαζί σου. Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο απ’ όλες τις γυναίκες] (Λουκ. α' 28).
Δια των λόγων τούτων αυτός ο ουρανός έπλεξε το εγκώμιον της Θεοτόκου. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ειμή να μιμήται τον αρχάγγελον και ν’ αναπτύσση το εγκώμιον αύτου προς την Παρθένον;
«καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» [Η Ελισάβετ τότε πλημμύρισε με το Άγιο Πνεύμα και φώναξε με δυνατή φωνή: «Ευλογημένη απ’ το Θεό είσαι εσύ, περισσότερο από όλες τις γυναίκες! Ευλογημένο και το παιδί που έχεις στα σπλάχνα σου! Αλλά πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου; Μόλις έφτασε στ’ αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, σκίρτησε από αγαλλίαση το παιδί στα σπλάχνα μου. Χαρά σ’ αυτήν που πίστεψε ότι θα εκπληρωθούν τα λόγια που της είπε ο Κύριος] (Λουκ. α' 41-45).
Διά των λόγων τούτων η γηραιά Ελισάβετ εξυμνεί μεγαλοφώνως εν Πνεύματι Άγίω την νεαράν κόρην, εκφράζουσα κατάπληξιν και θαυμασμόν δι’ αυτήν. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ει μη να μιμήται το παράδειγμα της Ελισάβετ;
«ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» [Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενιές] (Λουκ. α 48).
Δεν ήτο εις τον χαρακτήρα της ταπεινής κόρης της Ναζαρέτ να περιαυτολογή. Εν τούτοις εδώ λέγει ένα πολύ μεγάλον λόγον δια τον εαυτόν της, ότι όλαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν. Τον λόγον η σεμνή Παρ θένος δεν είπεν αφ’ εαυτής· το Πνεύμα το Άγιον ενέπνευσεν αυτήν και εκίνησε την γλώσσαν αυτής δια να είπη τον μεγάλον τουτον λόγον. Ο λόγος είναι προφητεία. Η Παρθένος προεφήτευσεν, ότι όλαι αι γενεαί των ευσεβών ανθρώπωυ, όλοι οι αιώνες, θα τιμούν το πρόσωπόν της, διότι ο Θεός εποίησε μεγαλεία εις αυτήν και ανύψωσεν αυτήν εκ της ταπεινωσεως και αφανείας της. Η τιμή, την οποία αποδίδουν αι γενεαί των Ορθοδόξων δια μέσου των αιώνων εις την Θεοτόκον, αποτελεί εκπλήρωσιν της προφητείας της Παρθένου. Οι δε Χιλιασταί, και μόνον διότι δεν αποδίδουν εξαιρετικήν τιμήν εις την μητέρα του Κυρίου, αποδεικνύονται εκτός αληθείας και ευσεβείας ευρισκόμενοι.
«Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας»[ Ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς, κάποια γυναίκα από το πλήθος έβγαλε μια δυνατή φωνή και του είπε: «Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!] (Λουκ. ια' 27).
Ενώ ο Χριστός δίδασκε, μία γυναικεία φωνή υψώθη εκ του όχλου και εμακάρισε την μητέρα, η οποια εβάστασεν εις την κοιλίαν της και εθήλασε τον Χριστόν. Ο μακαρισμός αυτός είνε μία εκπλήρωσις της εν Λουκ. α' 48 προφητείας της Παρθένου. Ο δε ισχυρισμός των Χιλιαστών, ότι ο Χριστός κατέκρινε τον μακαρισμόν της μητρός του, διότι εν συνεχεία είπε, «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν»[Πιο πολύ χαρά σ’ εκείνους που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν!] (Λουκ. ια' 28), είνε άτοπος, όπως θα ήταν άτοπον, αν επί τη βάσει του εν Λουκ. η' 21 λόγου του Χριστού ισχυρίζετο κανείς, ότι ο Χριστός ηρνήθη την μητέρα του.
Δες και τον Ψαλμόν μδ' (με'), όπου εκτός του βασιλέως - Χριστού εγκωμιάζεται και «η βασίλισσα» και «θυγάτηρ του βασιλέως», η οποία είνε η Παναγία ή η Εκκλησία, της οποίας όμως το εκλεκτότερον μέλος είνε η Παναγία. Δες ομοίως τό Άσμα Ασμάτων και το Αποκ. ιβ' 1.