Τα αμαρτήματά μας είναι πολλά και διάφορα, όλα όμως περιλαμβάνονται σε τούτα τα οκτώ: υπερηφάνεια, κενοδοξία, φιλαργυρία, πορνεία, οργή, γαστριμαργία, φθόνο και ακηδία. Αυτά λέγονται θανάσιμα, γιατί είναι οι κεφαλές, οι ρίζες και τα θεμέλια όλων των άλλων, και γιατί θανατώνουν την ψυχή μας.
Με τα οκτώ θανάσιμα αμαρτήματα μάς πολεμούν οι τρεις θανάσιμοι εχθροί μας, η σάρκα, ο κόσμος και ο διάβολος.
Η σάρκα μας ρίχνει στην πορνεία, τη γαστριμαργία και την ακηδία.
Ο κόσμος μας τραβάει στη φιλαργυρία και στην ακόρεστη επιθυμία όλων γενικά των υλικών πραγμάτων.
Ο διάβολος μας εμπνέει την υπερηφάνεια, την κενοδοξία, την οργή και το φθόνο. Ο διάβολος, βέβαια, μας σπρώχνει σ’ όλες τις ανομίες, πιο πολύ όμως αγωνίζεται να μας ρίξει στην υπερηφάνεια, για να γίνουμε μιμητές και ακόλουθοί του.
[...] Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλα έξι εξίσου βαριά αμαρτήματα, που γεννιούνται απ’ αυτά.
Το πρώτο και βαρύτερο απ’ όλα είναι η σιχαμερή και καταραμένη βλασφημία, που δεν τη φανέρωσε στον κόσμο τούτου κανένας άλλος, παρά ο εφευρέτης της κακίας διάβολος, ξέροντας πως είναι χειρότερη κι από πορνείες κι από φονικά κι από κάθε ασωτία και βόρβορο, και πως αυτή μονάχα φτάνει για να κολάσει τον άνθρωπο αιώνια. Ο βλάσφημος άνθρωπος λέγεται και είναι εχθρός του Θεού. Γιατί αν μπορούσε, την ώρα που θυμώνει, να έχει στα χέρια του τον Κύριο ή τον άγιο εκείνο που βλαστημάει, θαρρείς πως θα τον θανάτωνε, ο ανόητος, παρακινημένος από τους ερεθισμούς που προξενεί στην καρδιά του ο πονηρός. Γι’ αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος λέει, ότι περισσότερο αμαρτάνουν όσοι βρίζουν το Χριστό τώρα, που βασιλεύει στους ουρανούς, παρά εκείνοι που Τον σταύρωσαν, όταν βρισκόταν με το σώμα ανθρώπινο στη γη.
[...]
Εσύ, λοιπόν, που δεν επιθυμείς την κόλαση, αλλά ποθείς τον πάντερπνο παράδεισο, ταπεινώσου και σκύψε αγόγγυστα το κεφάλι σου σ’ όλες τις συμφορές που σε βρίσκουν με παραχώρηση του Κυρίου. Δέξου τες από το θεϊκό Του χέρι σαν ένα φάρμακο θεραπευτικό, σαν ένα βάλσαμο παρασκευασμένο για τη σωτηρία σου από ένα σοφότατο Γιατρό. Πίστευε αδίστακτα, πως με δικαιοσύνη και σοφία πολλή σου στέλνει ο Πανάγαθος τις θλίψεις για την ψυχική σου ωφέλεια. Γιατί, όταν λες ότι ο Θεός ενεργεί άδικα, είναι σαν να λες ότι δεν είναι Θεός. Και αν μου πεις, πως η συμφορά σου είναι τόσο μεγάλη, που η σφοδρότητά της σε κάνει να ξεστομίζεις λόγια βλάσφημα, συλλογίσου γνωστικά και συνετά, ότι, με την αντίδρασή σου αυτή και την ανυπομονησία σου, όχι μόνο δεν την ελαφρύνεις, αλλά και τη βαραίνεις.
Αν θέλεις να σου φανούν ελαφριές οι όποιες θλίψεις σου, σύγκρινέ τες μ’ αυτά τα τέσσερα: α) με τις ευεργεσίες και τα χαρίσματα που έλαβες από το Θεό· β) με τις πολλές αμαρτίες που έκανες ενώπιόν Του· γ) με τις τιμωρίες της κολάσεως, που σου αξίζουν για τις άνομες πράξεις σου· δ) με τη δόξα του παραδείσου, που σου υπόσχεται ο Κύριος, παρά την αναξιότητά σου. Μετά από μια τέτοια σύγκριση, οποιεσδήποτε θλίψεις κι αν δοκιμάζεις, θα σου φαίνονται μικρές κι ασήμαντες.
Δεύτερο μεγάλο αμάρτημα είναι η επιορκία, δηλαδή το να ορκίζεσαι ψέματα στο ιερό Ευαγγέλιο ή στον τίμιο Σταυρό ή στο όνομα του Θεού, της Θεοτόκου ή άλλου αγίου. Επειδή και τούτο, όπως και η βλασφημία, είναι αμάρτημα που στρέφεται κατευθείαν εναντίον του Θεού, είναι βαρύτερο απ’ οποιοδήποτε άλλο, που στρέφεται εναντίον του πλησίον. Κάθε επιορκία είναι θανάσιμη αμαρτία, γιατί αποτελεί εξύβριση της θείας μεγαλοσύνης.
Τρίτο αμάρτημα είναι η κλοπή, το να πάρεις, δηλαδή και να κρατάς στην κατοχή σου ξένο πράγμα χωρίς τη θέληση ή την άδεια του κυρίου του. Όσον καιρό το κρατάς έτσι, βρίσκεσαι σε θανάσιμη αμαρτία. Και δεν είναι αρκετή η προαίρεσή σου να του το επιστρέψεις κάποτε. Τώρα πρέπει να του το δώσεις, και μάλιστα όχι μόνο το πράγμα, αλλά και ό,τι ζημιώθηκε εκείνος στο χρονικό διάστημα που το κρατούσες παράνομα.
Τέταρτο αμάρτημα είναι η παράβαση οποιασδήποτε εκκλησιαστικής εντολής και κανόνος των αγίων Αποστόλων ή των Πατέρων, που οφείλεις να τηρείς απαρασάλευτα: Να εκκλησιάζεσαι, λ.χ., όλες τις Κυριακές και εορτές, να εξομολογείσαι, να κοινωνείς, να νηστεύεις όποτε ορίζει η Εκκλησία μας κ.λπ.
Πέμπτο μεγάλο αμάρτημα είναι η καταλαλιά και κατάκριση, με το οποίο διασύρεις και ντροπιάζεις το συνάνθρωπό σου, προξενώντας του ζημιά μεγάλη και βάζοντάς τον σε πολλούς κινδύνους, γιατί σπιλώνεις την τιμή και την υπόληψή του, πράγμα πολυτιμότερο από κάθε περιουσία και κάθε υλικό θησαυρό. Αλήθεια, πώς τολμούν μερικοί αναιδέστατοι και καταλαλούν τον πλησίον, προπαντός μάλιστα όταν δεν έχουν οι ίδιοι άμεση γνώση της υποθέσεως για την οποία τον κατηγορούν; Αλλά κι αν έχουν, δεν άκουσαν ποτέ αυτό που είπε ο Κύριος, «Μην κρίνετε τους συνανθρώπους σας, για να μη σας κρίνει κι εσάς ο Θεός. Μην τους καταδικάζετε, για να μη σας καταδικάσει κι εσάς ο Θεός» (Λουκ. 6:37); Γι’ αυτή τη σωτήρια εντολή οφείλεις, κι αν ακόμα δεις κάποιον φανερά ν’ αμαρτάνει, να τον σκεπάσεις όπως μπορείς. Έτσι θα σκεπάσει ο Θεός και τα δικά σου παραπτώματα.
Έκτο και τελευταίο αμάρτημα είναι το ψέμα. Αυτό, αν είναι μικρό και ασήμαντο χωρίς συνέπειες, αποτελεί, βέβαια, αμαρτία μα όχι βαρειά. Αν όμως είναι ψέμα που σχετίζεται με σοβαρό ζήτημα και προξενεί κάποια υλική ή ηθική βλάβη στον πλησίον, τότε είναι αμαρτία φοβερή. Στην περίπτωση αυτή, οφείλεις εσύ, που έγινες άμεσα ή έμμεσα αίτιος της βλάβης του συνανθρώπου σου, να την επανορθώσεις και να τον αποζημιώσεις με κάθε τρόπο. Μόνο έτσι θα σε συγχωρήσει ο Κύριος για το κακό που έκανες λέγοντας ψέματα.
Αυτά είναι τα κυριότερα αμαρτήματα, που γεννιούνται από τα οκτώ θανάσιμα. Και από τούτα και από εκείνα πρέπει να φεύγουμε μακριά με πολλή επιμέλεια, γιατί θανατώνουν την ψυχή μας και την οδηγούν στην αιώνια απώλεια.
Πώς θα σωθούμε, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής, 2017, Έκδοση Ενδέκατη