ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ της σκήτης ρώτησαν ένα Γέροντα, αν πραγματικά ωφελούνται εκείνοι που ζητούν από τους άλλους να προσευχηθούν για χάρι τους.

— Πολύ ισχύει δέησις δικαίου, αποκρίθηκε ο Αββάς, πλην όμως «ενεργουμένη»[1] . Βοηθουμένη, με άλλα λόγια, από τον ίδιο που ζητά την προσευχή, σε τι να ωφελήσουν αι προσευχαί των αγίων, εκείνον, που θεληματικά παραμελεί την σωτηρία του;

Και τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:

Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής κι ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:

— Σε παρακαλώ, Κύριε, μη με χωρίσης από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσωμε όλοι μαζί την Ουράνιο μακαριότητα.

Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάστασι.

Πλησίαζε η εορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί του Μοναστηρίου εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινοβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανήγυρι. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάη, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζη να πάη οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπήκουσε στη θεία προσταγή.

Μόλις ξημερωσε, πρόσταξε τους μαθητάς του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένον χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογγά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.

— Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν' αναστενάζη. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ' έρριξε κάτω κι έφυγε. Τι έγινε, κι εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήση να σηκωθώ.

Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.

— Τι να σου κάνωμε, γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί.

Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μεση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.

Σε λίγο να κι ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάστασι. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανα του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξι :

— Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.

— Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δε μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.

Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθειά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.

— Αν στηριχτής πάνω μου, θα μπορέσης να περπατήσης λίγο;

— Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ.

Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο γέρο Ηγούμενος αποφασιστικά, κι ο Θεός θα βοηθήση να φτάσωμε εκεί που πηγαίνεις.

— Δε μπορείς να με κουβαλήσης τοσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ' ελεήση ο Θεός.

Δε σ' αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάστασι, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλι.

Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατώρθωσε να σέρνη τα πόδια του.

Παράδοξο πράγμα!

Σιγά - σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να ιδή τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος.

Μ' έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκειά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ' αξιωθούν οι μαθηταί σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι' αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του.

Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ούρανια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίση καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώση χαρακτήρες.


[1] Ιακώβου ε’. 16


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)


Θέματα: Γεροντικόν, αγάπη, προσευχή, άγιος

ΣΤΑ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΑ, που είναι γεμάτα μ' ολόχρυσες σελίδες ηρωϊκών πράξεων, διαβάζομε την ακόλουθη συγκινητική ιστορία:

Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας Ρωμαϊκής λεγεώνος. Ζηλωτής χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά για ν' ανακουφίζη και να δίνη θάρρος στους μάρτυρας. Ήλθε έτσι κι η δική του σειρά να χύση το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από τη Θεία Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα.

Ήταν χήρα, αλλά πλουσιωτάτη κι είχε κοντά της το μικρό μοναχογυιό της. Η ευγενής κυρία παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στο νέο για ν' αρνηθή την πίστι του. Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στ' αρχοντικό της και το έθαψε σ'ένα ιδιαίτερο δωμάτιο.

Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίση πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της κι έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ουάρου κι αφιέρωσε σ' αυτήν το τίμιο λείψανο που φύλαγε μέσα σε ολόχρυση λάρνακα.

Όταν ήσαν πια όλα έτοιμα, προσκάλεσε τον Επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα, μαζί με το νεαρό γυιό της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σαν νύκτωσε και το σπίτι άδειασε από τον κόσμο, τσακισμένος από την κούρασι ο νέος, πήγε στο δωμάτιό του να ξεκουρασθή. Σε λίγο πήγε κι η μητέρα να του πάη φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετο. Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούρασί της. Αλλ' όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάση να έρθη ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπισε πάνω στη λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια, θύμιζε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρι του και απαιτούσε απ' αυτόν να κάνη εκείνο που έκανε ο Ελισσαίος για τη Σωμανίτιδα.

Ανάμεσα στα δάκρυα και στ' αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τοτε ένα θαυμάσιο όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.

Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος μ' ολόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, το γυιό της χήρας, που φόραγε κι αυτος ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.

— Μη με κατηγορής για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές, γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδωςω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα απ' αυτό, εξακολουθής να τον γυρεύης κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθη.

Και γυρίζοντας στο νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα

του.

— Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.

Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστή, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:

— Επιμένης λοιπόν να μου στερήσης αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρης από τα αιώνια στα πρόσκαιρα κι από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθής και ετοιμάσου να μας συναντήσης.

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα κι έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

δεν εχω καρδίαν θλιβομένην προς αναζήτησίν σου,
δεν έχω μετάνοιαν,
δεν έχω κατάνυξιν,
ουδέ δάκρυα, τα οποία επαναφέρουσι τα τέκνα εις την ιδίαν
αυτών πατρίδα.

Δεν έχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν·
εσκοτίσθη ο νους μου από την ματαιότητα του κόσμου,
και δεν δύναται ν' ατενίση προς σε μετά πόνου·
εψυχράνθη η καρδία μου από το πλήθος των πειρασμών,
και δεν δύναται να θερμανθή δια των δακρύων της προς σε αγάπης.

Αλλά συ, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ο θησαυρός των αγαθών,
δώρησαί μοι τελείαν μετάνοια,
και καρδίαν επίπονον, ίνα ολοψύχως εξέλθω εις αναζήτησίν σου· 
διότι άνευ σου θέλω αποξενωθή από παντός αγαθού.

Χάρισαί μοι λοιπόν, ω αγαθέ, την χάριν σου·
ο πατήρ, όστις σ' εγέννησεν εκ των κόλπων αυτού αχρόνως και αϊδίως,
ας ανανεώση εις εμέ τας μορφάς της εικόνος σου·
σ' εγκατέλιπον, μη μ' εγκαταλείπης·
εχωρίσθην από σου, έξελθε εις αναζήτησίν μου,
και ευρών εισάγαγέ με εις τας νομάς σου,
και συναρίθμησόν με μετά των προβάτων της εκλεκτής σου ποίμνης,
και διάθρεψόν με μετ' αυτών εκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων,
των οποίων υπάρχει κατοικητήριον η καθαρά καρδία,
εις την οποίαν αναφαίνεται η έλλαμψις των αποκαλύψεών σου,
η οποία έλλαμψις είναι παρηγορία και αναψυχή των κοπιόντων δια σε εν θλίψεσι
και διαφόροις ατιμίαις·
της οποίας ελλάμψεως είθε ν' αξιωθώμεν και ημείς δια της χάριτος και φιλανθρωπίας σου,
του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τους αιώνας των αιώνων".

Αμήν

Αγ. Ισαάκ του Σύρου

ΈΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ενάρετος μοναχός είχε μια αδελφή στην πόλι, που ζούσε βίο άσωτο και παρέσυρε πολλούς νέους στην αμαρτία. Οι αδελφοί στην έρημο συχνά παρώτρυναν το μοναχό να πάη ως την πόλι, να συνετήση την παραστρατημένη αδελφή του. Εκείνος στην αρχή εδίσταζε. Φοβόταν τους κινδύνους, που κρύβει ο κόσμος για τους νέους μοναχούς. Ύστερα όμως για την υπακοή αποφάσισε να κατέβη.

Μόλις πλησίασε στο πατρικό του σπίτι, οι γείτονες πρόλαβαν και ειδοποίησαν την αδελφή του. Η καρδιά της παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στ' αναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια επιθυμούσε να ιδή τον αγαπημένο της αδελφό. Παράτησε τη συντροφιά της κι όπως βρισκόταν τη στιγμή εκείνη μέσα στο σπίτι της, με γυμνά πόδια και ξέσκεπη την κεφαλή, έτρεξε στο δρόμο να τον υποδεχτή.

Αντικρύζοντας με τα μάτια του εκείνος τον ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Έκλαψε η ψυχή του.

— Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, αδελφή μου, της είπε με θλίψι, κι εκείνους που εξ’ αιτίας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τι σε περιμένει ύστερα από το θάνατο.

Το αγνό πρόσωπο του αδελφού, η σεμνή του στάσι, τα δάκρυα της συμπόνιας, που έτρεχαν από τα μάτια του, μαζί με το δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν την αμαρτωλή.

— Υπάρχει και για μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τα χείλη της.

— Ω, ναί. Αρκεί ειλικρινά να το θελήσης.

— Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μη με αφήνης μόνη να

παλεύω με τ' άγρια κύματα της αμαρτίας.

— Φόρεσε τα σανδάλια σου, σκέπασε και την κεφαλή σου και ακολούθησε με, είπε αποφασιστικά ο μοναχός.

— Άφησε να έλθω όπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει αν, μπαίνοντας σ' αυτό το εργαστήρι του σατανά, θα έχω τη δύναμι να ξαναβγώ.

Ο μοναχός ικανοποιήθηκε από τη σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή την ωδήγησε έξω από την πόλι και τράβηξαν μαζί το δρόμο για την έρημο. Σκόπευε να την πάη σ' ένα γνωστό του γυναικείο Μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διέκριναν από μακριά να έρχεται προς το μέρος τους ένα καραβάνι.

— Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου, της είπε ο μοναχός. Κρύψου πίσω από τους θάμνους, γιατί οι άνθρωποι που δεν ξέρουν πως είσαι αδελφή μου, μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, να σκανδαλισθούν.

Εκείνη συμμορφώθηκε αμέσως με τη σύστασί του. Όταν προσπέρασε το καραβάνι, ο αδελφός την φώναξε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Δεν έδειξε να άκουσε. Εκείνος πήγε κοντά, της ξαναμίλησε, τη σκούντισε με το πόδι του. Δεν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τα γυμνά της πόδια καταματωμένα και ξεσκισμένα αλύπητα από τα λιθάρια του δρόμου και τ' αγκάθια.

Απαρηγόρητος ο μοναχός για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του γύρισε στο κελλί του. Η αμφιβολία τον κατάτρωγε.

— Αδύνατο να σώθηκε, του έλεγε ο λογισμός του, αφού δεν πρόλαβε να κάνη έργα μετανοίας.

Διηγήθηκε στους Γέροντας στην έρημο με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι ώρισαν νηστεία και προσευχή για την ψυχή της. Αποκαλύφθηκε τότε σ' έναν αγιώτατο Ερημίτη, πως ο Θεός δέχτηκε τη μετάνοια της αμαρτωλής και την κατάταξε με τους δικαίους για την αυταπάρνησι που έδειξε, ώστε να περιφρονήση, όχι μόνο τα υλικά πράγματα, αλλά και το ίδιο της το σώμα.

* * *

 ΑΝ ΘΕΛΗ ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύσι του ηλίου να φθάση στην αγιότητα, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας τους μαθητάς του την δύναμι της μετανοίας.

* * *

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ πήγε κάποτε επισκέπτης σ' ένα Μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι καλόγεροι μαζεύονταν στην Εκκλησία να λειτουργηθούν. Ο Όσιος στάθηκε σε μια παράμερη γωνιά. Από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία. Είχε χάρισμα από τον Θεό να διαβάζη την ψυχή, καθώς εμείς διαβάζομε την όψι των συνανθρώπων μας.

Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεσι. Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά έδειχναν αγιότητα, πρόοδο στην αρετή! ο Αββάς Παύλος ευχαριστούσε με την καρδιά του το Θεό.

Καθυστερημένος πολύ έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο. Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν ο καθένας χωριστά να τον τραβήξη με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του περίλυπος στεκόταν σε απόστασι. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάση. Ο Όσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για τη βασανισμένη ψυχή του αδελφού.

Η Θεία Λειτουργία τελείωσε. Οι καλόγεροι με τη σειρά άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε.

Τώρα έδειχναν πιο λαμπρισμένοι. Οι Άγγελοι τους φωτεινότεροι. Ο Αββάς Παύλος δεν κινήθηκε από την θέσι του. Περίμενε να ιδή κι εκείνον τον άλλο, που τόσο είχε προσευχηθή γι' αυτόν σ' όλη τη Λειτουργία. Δεν άργησε να φανή κι εκείνος. Τι αλλαγή! Η όψις του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανισθή. Ο φύλακας Άγγελος τον σκέπαζε με τις φτερούγες του. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!

—    Δόξα σοι, ο Θεός! ξέφυγε χωρίς να θέλη από τα χείλη του Όσιου.

Οι αδελφοί γύρισαν και τον κύτταξαν με απορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε ιδεί το πρωινό στην Εκκλησία. Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να ειπή με τι διαθέσεις πήγε στη Λειτουργία και πως έφευγε. Εκείνος δε δίστασε να εξομολογηθή μπροστα σ' όλους:

— Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα με αμέλεια την ζωή μου. Τα πάθη κι οι κακοί λογισμοί με είχαν τόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για τη διόρθωσί μου. Σήμερα όμως με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωσι. Άκουσα τον Προφήτη ή μάλλον τον ίδιον τον Θεό να λέη με το στόμα εκείνου στους ομοιούς μου αμαρτωλούς: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν... και εαν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνια λευκάνω...»[1]. Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα και παρακάλεσα τον Ουράνιο Πατέρα να κάνη σε μένα τον άθλιο αυτά που υπόσχεται με το στόμα του Προφήτου. Έδωσα κι εγώ υπόσχεσι ν' αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για τη διόρθωσί μου. Μ' αυτές τις διαθέσεις βγήκα από την Εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω την υπόσχεσί μου.

Ο Όσιος και οι Αδελφοί που άκουσαν την εξομολόγησι του μοναχού θαύμασαν κι έλεγαν μεταξύ τους:

— Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία της μετανοίας.

* * *

«ΑΜΑΡΤΙΑ προς θάνατον»[2] , γράφει ο Αββάς Μάρκος ο Ασκητής, είναι κάθε αμετανόητη αμαρτία. Ούτε αυτός ο Αγαθός και Φιλάνθρωπος Θεός συγχωρεί τον αμετανόητο αμαρτωλό. Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται συχνά λύπην και αηδία διά τας αμαρτίας των, δέχονται όμως με ευχαρίστησι τας αφορμάς των.

[1] Ήσ. α’ 16-18.

[2] Α’ Ιωάν. ε’ 16.

(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΓΕΡΟΣ Ερημίτης δοκιμαζότανε συχνά από βασανιστικές αρρώστιες. Κάποτε όμως πέρασε ένας χρόνος ολόκληρος, χωρίς ούτε μια μέρα ν' αρρωστήση. Άρχισε τότε να θλίβεται ο Γέροντας και να λέη με δάκρυα στον Κύριο:

— Γιατί μ' εγκατέλειψες, Θεέ μου, κι' έπαυσες να μ' επισκέπτεσαι πια τον αμαρτωλό με την αρρώστια;

* * *

ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του:

— Είμαι αίτιος γι' αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου.

Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν' απαλλαγή. Στο τέλος κάμφθηκε η αντιστασίς του. Έπεσε σ' απόγνωσι.

— Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο.

Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθως περπατούσε με βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:

— Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ' αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω να το αποτελειώσης.

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στη θλιμμένη καρδιά του Αδελφού. Με σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε το δρόμο για την έρημο. Μα κι ο Αγαθός Θεός αφάνισε το λογισμό του.

* * *

ΑΝ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ του Θεού μας ανέχεται, όταν δουλεύωμε στην αμαρτία, έλεγε ένας σοφός Γέροντας, πόσο μαλλον η ευσπλαγχνία του θα μας δυναμωςη, όταν αγωνιζώμεθα για το καλό.

* * *

Ο ΘΕΟΣ δεν επιτρέπει, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, μεγάλους πειρασμούς στους σημερινούς ανθρώπους, γιατί είναι ασθενέστεροι από τους παλαιοτέρους και δεν κανουν υπομονή.

* * *

ΈΝΑΣ ερημίτης έμενε σε μια καλύβα, δωδεκα μίλια μακριά από την πηγή που όλη η σκήτη έπαιρνε νερό. Έτσι ήταν αναγκασμένος να κάνη πολύ συχνά όλη εκείνη την πεζοπορία. Μια μέρα, που η ζέστη ήταν αφόρητη, έχασε την υπομονή του.

— Είναι τάχα ανάγκη να κοπιάζω τόσο; είπε με το λογισμό του. Δεν έρχομαι να κατοικήσω πιο κοντά στην πηγή;

Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον να βαδίζη πίσω του. Γύρισε και είδε ένα νέο αστραπόμορφο.

— Ποιός είσαι εσύ; τον ρώτησε με θαυμασμό και απορία.

— Απεσταλμένος του Κυρίου να μετρώ τα βήματα που κάνεις για να σου δοθή ακέραιος της υπομονής ο μισθός, αποκρίθηκε εκείνος κι έγινε άφαντος.

Τόση δύναμι έδωσαν στον ερημίτη μας τα λόγια του Αγγέλου που όχι μόνον κοντά στην πηγή δεν πήγε να κατοικήση, μα άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, για να βαδίζη άλλα τόσα μίλια.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΈΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ πήγε να επισκεφθή τον Αββά Αχιλλά και τον πρόλαβε να φτύνη από το στόμα του αίμα.

— Τι έπαθες, Αδελφέ; τον ρώτησε.

Κι ο άνθρωπος της υπομονής:

— Αυτό που είδες, είπε, είναι ο λόγος του Αδελφού που πριν από λίγο με στενοχώρησε. Αγωνίστηκα σκληρά να μη του απαντήσω και ζήτησα από τον Θεό να πάρη την πικρία από την ψυχή μου. Και να που ο λόγος έγινε αίμα στο στόμα μου. Φτύνοντάς το έβγαλα μαζί και τη θλίψι της καρδιάς μου.\

                                                          * * *

ΈΝΑΣ από τους μεγάλους της ερήμου αγωνιστάς έβαλε όρο στον εαυτό του σαράντα μέρες να μη πιή νερό. Δεν αρκούσε μόνο τούτο. Όταν στο διάστημα εκείνο έκανε ζέστη αφόρητη κι η δίψα του φλόγιζε τα σπλάγχνα, έπλενε το ποτήρι του, το γέμιζε ως επάνω κρυστάλλινο νερό απ' την πηγή και τ' άφηνε απέναντί του.

— Γιατί να το κάνης αυτό; τον ρώτησε κάποιος γείτονάς του ερημίτης.

— Για να εξασκηθώ στην υπομονή, απήντησε ο γενναίος αθλητής.

* * *

ΚΙ ΑΛΛΟΣ Αδελφός σε κάποιο Κοινόβιο επολεμείτο από το λογισμό του να φύγη. Αντιστεκόταν όμως σ' αυτόν, με μεγάλη γενναιότητα. Μια μέρα που βασανίστηκε σκληρά πήρε ένα χαρτί κι έγραψε όλες τις αίτιες που τον έκαναν να θέλη να φύγη. Από κάτω σημείωσε, σαν να έκανε συμφωνία με τον ίδιο του τον εαυτό, αυτά τα λόγια:

— Υπόσχεσαι ότι θα τα υπομένης όλα αυτά;

— Ναι, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, θα υπομείνω.

Υπέγραψε τη δήλωσι κι έκρυψε το χαρτί προσεκτικά στη ζώνη του. Από τότε, όταν δινόταν κάποια αιτία απ' εκείνες που τον παρακινούσαν να φύγη, πήγαινε παράμερα, άνοιγε το χαρτί και διάβαζε: «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, υπομένω», που είχε γράψει με το ίδιο του το χέρι.

— Κύτταξε καλά, έλεγε στον εαυτό του, δεν υποσχέθηκες σε άνθρωπο, αλλά σ' Αυτόν τον Παντοδύναμο Θεό.

Αμέσως η ψυχή του ειρήνευε. Μ αυτόν τον τρόπο κατώρθωσε να παραμένη ήρεμος και στον πιο μεγάλο πειρασμό.

Οι άλλοι αδελφοί τον έβλεπαν να ξεδιπλώνη συχνά εκείνο το μυστηριώδες γι' αυτούς χαρτί κι απορούσαν. Σιγά - σιγά άρχισαν να υποψιάζωνται. Σ' αυτό συνήργησε και λίγος φθόνος, γιατί εκείνος είχε προοδεύσει πολύ με την υπομονή του. Έτσι δε δίστασαν να τον διαβάλουν στον Ηγούμενο.

— Γέροντα, του είπαν με ιερή τάχα αγανάκτησι, δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο τάδε Αδελφός είναι μάγος. Καιρό τον παρακολουθούμε και το διαπιστώσαμε. Στη ζώνη του κρύβει τα μαγικά του κατάστιχα. Εμείς δεν τον ανεχόμεθα πια. Αρκετά ως εδώ. Ή τον διώχνεις λοιπόν παρευθύς από το Μοναστήρι ή φεύγομε όλοι εμείς σήμερα.

Ο Ηγούμενος, που ήξερε πολύ καλά τον Μοναχό του, για να παραδεχθή τέτοια μομφή, κατάλαβε αμέσως την παγίδα που πήγαινε να του στήση ο διάβολος.

— Προσευχηθήτε, τέκνα μου, για τον Αδελφό, τους είπε με όλη του την αταραξία. Θα προσευχηθώ κι εγώ και υστέρα από τρεις ήμερες θα βγάλω τελική απόφασι.

Την ίδια νύκτα, ενώ ο Αδελφός κοιμόταν αμέριμνος, μπήκε ο Ηγούμενος αθόρυβα στο κελλί του. Πήρε με τρόπο το χαρτί από τη ζώνη του, το διάβασε και το 'βαλε στη θέσι του. Σαν πέρασαν οι τρεις ημέρες κάλεσε όλους τους Καλόγηρους μαζί και τον κατηγορούμενο.

— Γιατί σκανδαλίζεις τους Αδελφούς; του φώναξε με αυστηρότητα μπροστά σ' όλους.

Ο ταπεινός Αδελφός έπεσε στα γόνατα και είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν από τη ντροπή του:

— Ήμαρτον, συγχωρήστε με κι ευχηθήτε να μ' ελεήση ο Χριστός.

— Τε έχετε να ειπήτε για τον Αδελφό; ρώτησε τώρα τους άλλους ο Ηγούμενος.

— Είναι μάγος, Γέροντα. Στη ζώνη του κρύβει τις μαγείες, φώναξαν με μια φωνή οι κατήγοροι.

— Τι κάθεστε λοιπόν και τον κυττάτε; Πάρτε του τα μαγικά, πρόσταξε ο Ηγούμενος.

Όλοι μαζί τότε ακράτητοι ώρμησαν εναντίον του να του λύσουν τη ζώνη. Εκείνος ο δυστυχής προσπάθησε ν' αντισταθή, αλλά που να τα βγάλη πέρα με τόσους. στην απεγνωσμένη πάλη κόπηκε ή ζώνη κι' έπεσε κάτω το χαρτί. Ο Ηγούμενος πρόλαβε και το σήκωσε. Το έδωσε στο Διάκο και τον πρόσταξε να διαβάση μεγαλοφώνως το περιεχόμενο από τον άμβωνα της Εκκλησίας.

Οι συκοφάνται άκουγαν συγχυσμένοι. σαν διαβάστηκαν μάλιστα τα τελευταία συγκινητικά λόγια: «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου θα υπομένω», δεν ήξεραν που να κρυφτούν από τη ντροπή τους.

Ζήτησαν τέλος συγγνώμη από το Γέροντα και από τον Αδελφό και από τότε τον σέβονταν σαν άγιο, όπως στην πραγματικότητα είχε γίνει με την υπομονή του.

* * *

ΈΝΑΣ Γέροντας διηγείται πώς κάποτε συνήντησε ένα Μοναχό τόσο φτωχό, που έλειπαν και τα πιο στοιχειώδη μέσα για τη συντήρησί του, η τροφή δηλαδή και τα σκεπάσματα. Ήτο χειμώνας και το κρύο ανυπόφορο. Ο φτωχός Καλόγερος είχε ένα τριμμένο ψαθί. Έστρωνε το μισό στις παγωμένες πλάκες του κελλιού του για να πλαγιάση και με το άλλο μισό προσπαθούσε να σκεπαστή. Το αποτέλεσμα ήταν να βασανίζεται ολόκληρες νύχτες άγρυπνος, τρέμοντας από το κρύο.

Μια φορά ο Γέροντας τον άκουσε να μονολογή δίνοντας θάρρος στον εαυτό του:

— Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, για τ' αγαθά πού μου έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποι μου αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στις φυλακές αλυσοδεμένοι ή με τα πόδια περασμένα στο τιμωρητικό ξύλο και δεν μπορούν να κάνουν την παραμικρή κίνησι; Ενώ εγώ ξαπλώνω τα πόδια μου και ξεκουράζομαι σαν βασιλιάς.


(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΚΑΠΟΤΕ οι Πατέρες της σκήτης έδωσαν εντολή να κρατήσουν νηστεία οι Αδελφοί μια εβδομάδα, δηλαδή να μη βάλουν τίποτε στο στόμα τους· ούτε νερό. Συνέβη όμως εκείνες τις ημέρες να επισκεφθούν τον Αββά Μωυσή τον Αιθίοπα Μοναχοί από την Αίγυπτο. Ο φιλόξενος Μωυσής έψησε φακές για να τους περιποιηθή.

Όταν είδαν καπνό να βγαίνη από την καλύβη τους, μερικοί όχι τόσο ενάρετοι Αδελφοί, είπαν στους Γέροντες:

— Ο Μωυσής περιφρόνησε την προσταγή σας και ψήνει φαγητό.

Την Κυριακή που μαζεύτηκε στην Εκκλησία όλη η σκήτη, ο Πρεσβύτερος που γνώριζε την μεγάλη αρετή του Οσίου, όταν πλησίασε να πάρη αντίδωρον, του είπε δυνατά, για ν' ακουστή από όλους:

Εύγε, Αββά Μωυσή γιατί παρέβης μεν την εντολή των ανθρώπων, εφύλαξες όμως του Θεού την εντολή.

* * *

ΌΤΑΝ ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ της σκήτης προσκαλούσαν τον Όσιο Μακάριο να καθίση στην τράπεζά τους, εκείνος πήγαινε μεν για να μη τους λυπήση, έβαζε όμως στον εαυτό του αυτόν τον όρον: Για το ποτήρι το κρασί που θα του έδιναν να πιή, να μη βάλη καθόλου νερό στο στόμα του μια ολόκληρη μέρα. Οι αδελφοί που δεν το ήξεραν, του έδιναν κρασί να τον ευχαριστήσουν. Εκείνος το έπινε χωρίς αντίρρησι για να βασανίζη ύστερα τον εαυτό του. Ο υποτακτικός του όμως που έβλεπε τους αγώνας του, έλεγε στους άλλους Μοναχούς:

— Για την αγάπη του Χριστού, αδελφοί, μη του δίνετε να πίνη, γιατί από αύριο θ' αρχίση να τιμωρή τον εαυτό του.

                                                     * * *

ΕΠΕΣΚΕΦΘΗΣΑΝ κάποτε ένα Κοινόβιο ο Αββάς Σιλουανός με το μαθητή του Ζαχαρία. Το πρωί που ξεκίνησαν να φύγουν, οι Μοναχοί του Κοινοβίου τους ανάγκασαν να φάγουν, μ' όλο που ήταν ημέρα νηστείας. Εκείνοι για να μη τους λυπήσουν, δέχτηκαν.

Ύστερα, καθώς πήγαιναν στο δρόμο τους βρήκαν μια μικρή πηγή. Ο Ζαχαρίας που διψούσε, ζήτησε την άδεια του Γέροντος να πιή νερό.

— Είναι νηστεία σήμερα, του υπενθύμισε εκείνος.

— Μα πριν από λίγο φάγαμε, Αββά.

— Εκείνο ήτο της φιλοξενίας το γεύμα, εξήγησε ο Όσιος· τώρα όμως δεν μας αναγκάζει τίποτε να μη συνεχίσωμε τη νηστεία μας.

* * *

ΚΑΠΟΙΑ επίσημη γιορτή που οι Μοναχοί της σκήτης κάθισαν να φάγουν όλοι μαζί σε κοινό τραπέζι, ένας Αδελφός είπε στον τραπεζάρι:

— Εγώ δεν τρώγω ποτέ μαγειρευμένο φαγητό, μόνο ψωμί κι αλάτι.

Εκείνος πάλι φώναξε δυνατά για ν' ακούση ο βοηθός του:

— Ο Αδελφός δεν τρώγει μαγείρευμα. Φέρε του αλάτι.

Τότε ένας από τους μεγάλους Γέροντας είπε αυστηρά στον Αδελφό:

— Πιο συμφέρον ήταν για σένα σήμερα να φας κρέας στο κελλί σου, παρά ν' ακούσης μπροστά σ' όλους τους Αδελφούς τούτη τη φωνή.


(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

 

Οι αιτίες των προβλημάτων
Ο Γέροντας διηγείται…
- Όταν υπηρετούσα στην Πολυκλινική, έβλεπα συχνά να συμβαίνει το εξής. Άρχιζε ο γιατρός να εξετάζει τον ασθενή κι εκείνος διαμαρτυρόταν και του έλεγε ότι δεν ήταν σ’εκείνο το σημείο που πονούσε, αλλά αλλού. Και του έλεγε ο γιατρός- ‘ Μπορεί εσύ να πονάς εκεί, αλλά αλλού είναι το πρόβλημα’. Και συνέχιζε ο Γέροντας Πορφύριος-‘ Έτσι συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Εμείς νομίζουμε ότι έτσι είναι τα πράγματα, ενώ αλλού βρίσκονται οι αιτίες γι’αυτά που συμβαίνουν μέσα μας και στη ζωή μας.’

Γενική εξομολόγηση
Είπε ο Γέροντας
‘ Να γίνεται, παιδί μου, κατά καιρούς στη ζωή μας και μια γενική εξομολόγηση, διότι διάφορα ψυχολογικά τραύματα ή διάφορα σοβαρά συμβάντα μας δημιουργούν σωματικές ασθένειες.
Στην εξομολόγηση να μη λέμε μόνο τα αμαρτήματα μας αλλά και τους διάφορους λογισμού, π.χ φόβου, λύπης, χαράς, στενοχώριας που περνάμε από διάφορα γεγονότα ή συμβάντα, όπως σεισμούς, θανάτους, γάμους, ολιγοπιστίες κ.λπ.
******
Τελείωσε στην Κορινθία ο Γέροντας την εργασία του και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Στον Ισθμό σταμάτησε για φαγητό. Ο αξιωματικός της αεροπορίας, που ήταν μαζί του, παρήγγειλε πλήρη μερίδα και ο Γέροντας μία ντομάτα μόνο. Μετά το δείπνο, συνέχισαν την πορεία και κάποια στιγμή του ζήτησε να σταματήσουν. Βγήκαν έξω, κάθισαν σε ένα βράχο, ενώ από κάτω απλωνόταν η θάλασσα. Τότε ο Γέροντας του είπε- ‘ Τώρα ήρθε η ώρα, όπως υποσχέθηκα, να σ’ακούσω να μου κάνεις τη γενική εξομολόγηση της ζωής σου. Αλλά καλύτερα να μη μου τα λες εσύ. Θα σου τα λέω εγώ’. Και τότε άκουσε από το στόμα του Γέροντα όλα του τα αμαρτήματα, που σκόπευε να του πει, όλα όσα είχε ξεχάσει και επί πλέον εκείνα, που δεν τα είχε υποψιασθεί ως αμαρτήματά του. Ο Γέροντας του έκανε γενική καθαριότητα ψυχής. Εκείνη η εξομολόγηση του έμεινε αλησμόνητη.

Να πηγαίνουμε στον πνευματικό
Μου έλεγε ο Παππούλης
‘ Όσο πιο μακριά από το Θεό είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ στενοχωριέται και ταλαιπωρείται από διάφορα πράγματα’. Και μου έλεγε ακόμη ότι –‘ πρέπει να πηγαίνουμε στον πνευματικό μας όταν έχουμε κάτι που μας βασανίζει’.
‘ Να εξομολογείσαι τακτικά και καλά, γιατί και Πατριάρχης να είσαι, αν δεν εξομολογείσαι, δε σώζεσαι’, μου είπε μια άλλη φορά.

Έφυγε η Χάρη με την ανυπακοή, επανήλθε με την εξομολόγηση
Έλεγε πως, με το μυστήριο της Θείας Εξομολογήσεως, ό,τι είναι πεσμένο κάτω ανορθώνεται. Μας είπε κάποτε τη συγκινητική περίπτωση ενός μοναχού, ο οποίος είχε πάει μικρός στο Άγιο Όρος και είχε πολλά χαρίσματα, που τον έκαναν να νιώθει ότι ζούσε μέσα στον παράδεισο. Μια ημέρα δεν έκανε υπακοή σε κάτι, που του είπε ο Γέροντας του, και του έφυγε τότε όλη αυτή η χαριτωμένη κατάσταση. Όταν γύρισε ο Γέροντας του κι έκανε εξομολόγηση και διαβάστηκε η συγχωρητική ευχή, αμέσως επανήλθε η κατάσταση εκείνη της χάριτος, την οποία είχε απολέσει.
Ο Γέρων Πορφύριος τόνιζε πάντοτε ότι, όταν είμαστε μέσα στην Εκκλησία, όταν συμμετέχουμε στα Μυστήρια της Εκκλησίας, είμαστε μέσα στον παράδεισο. Και ότι, όσο πιο πολύ συμμετέχουμε στα Μυστήρια, τόσο πιο πολύ είμαστε στην αιώνια ζωή. Γι’αυτό και πάντοτε μας θύμιζε τη ρήση του Κυρίου μας –‘ Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον’.

Το παλιατζίδικο μας
Μια κυρία θυμήθηκε και μου ανέφερε τα εξής…Κάποτε ο Γέροντας μού είπε – ‘ Πολλές από σας τις γυναίκες ό,τι κατεστραμμένο και άχρηστο έχετε, παλιά και τρύπια κατσαρολικά, έπιπλα, παπούτσια και άλλα φθαρμένα πράγματα, πάτε και τα πετάτε σε κάποια απόμερη αποθήκη σας, κλειδώνετε την πόρτα και ησυχάζετε. Δεν ξέρετε όμως, ότι θα έρθει η στιγμή που αυτό το παλιατζίδικό σας, θα το βρουν και θα εκτεθείτε’.
Έμεινα έκπληκτος από τα λόγια του Γέροντα. Διάβαζα, εκείνες τις μέρες, βιβλία ποιμαντικής ψυχολογίας, που μιλούσαν για απώθηση τραυματικών βιωμάτων από το συνειδητό στον ασυνείδητο χώρο της ψυχής και για ανάδυσή του σε απροσδόκητο χρόνο. Το ζωντανό παράδειγμα του Γέροντα, για την αποθήκη απορριμμάτων, μου έλεγε πολύ περισσότερα απ’ό,τι τα επιστημονικά εγχειρίδια. Ήταν σαφής ο συμβολισμός, ο αναφερόμενος στα αμαρτήματα μας, που δεν εξαλείψαμε με τη μετάνοια και την εξομολόγηση μας, αλλά τα πετάξαμε βιαστικά στην αποθήκη της λήθης, για να απαλλαγούμε από την ενοχλητική παρουσία τους, και που θα τα ‘βρει’ ο Θεός, για να τα επαναφέρει στη μνήμη μας, ‘ εν ημέρα κρίσεως’. Ήδη τα γνωρίζει, ενώ εμείς τα αγνοούμε.

Αφού εξομολογήθηκες την αμαρτία σου, μην την ξαναλές
Εξομολογήθηκα, Γέροντα, στον πνευματικό μου μια καινούρια αμαρτία, αλλά θέλω να την πω και σε σας.
- Άμα την είπες στον πνευματικό σου, δε χρειάζεται να μου την πεις κι εμένα. Αφού την εξομολογήθηκες και μετανόησες, πήρες την άφεση.

Μην απελπίζεσαι
Γέροντα, καταλαβαίνετε πόσο μεγάλη αμαρτία διέπραξα;
- Είσαι καλός εσύ και θα το ξεπεράσεις.
- Μα, Γέροντα, είναι πολύ μεγάλη αυτή η αμαρτία μου.
- Μην απελπίζεσαι. Έχεις καλή ψυχή και ο Θεός που το βλέπει αυτό, θα σε συγχωρήσει και θα σε βοηθήσει.

Να φροντίσεις απ’εδώ και μπρος ν’αλλάξεις ζωή
Κάποια φορά ο Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζί με τρία πνευματικά τέκνα του να πάνε σ’ένα Μοναστήρι, για να τελέσουν έναν Εσπερινό.
Αρχικά, είπαν να πάνε με τα πόδια. Αφού, όμως, περπάτησαν κάποια απόσταση κι επειδή ο Γέρων Πορφύριος ήταν κουρασμένος, σκέφτηκαν, μια και το Μοναστήρι εκείνο ήταν κάπως μακριά, να βρουν ένα μεταφορικό μέσον, αντί να πάνε με τα πόδια.
Εκείνη την ώρα φάνηκε από μακριά ένα ταξί. Είπαν τότε στο Γέροντα οι συνοδοί του – και οι τρεις λαϊκοί, όχι κληρικοί – να κάνουν ένα νεύμα στο ταξί να σταματήσει, για να ρωτήσουν τον οδηγό αν μπορούσε να τους μεταφέρει στο Μοναστήρι. ‘ Μη φοβάστε’, τους είπε. ‘ Θα σταματήσει μόνος του ο οδηγός του ταξί. Αλλά, όταν θα μπούμε στο ταξί, να μη μιλήσει κανένας σας στον οδηγό, μόνο εγώ θα του μιλήσω’.
Έτσι κι έγινε. Σταμάτησε ο οδηγός του ταξί, χωρίς αυτοί να του κάνουν νεύμα, μπήκαν μέσα και ο πατήρ Πορφύριος είπε στον οδηγό τον προορισμό τους.
Μόλις ξεκίνησαν, ο οδηγός του ταξί άρχισε να καταφέρεται εναντίον των κληρικών και να τους κατηγορεί για χίλια δυό πράγματα. Και κάθε φορά που έλεγε κάτι, απευθυνόταν στους τρεις λαϊκούς, οι οποίοι κάθονταν στο πίσω μέρος του ταξί και τους ρωτούσε – ‘ Έτσι δεν είναι, βρε παιδιά; Τι λέτε κι εσείς;’ Εκείνοι, όμως, τσιμουδιά. Δεν έλεγαν τίποτε, κατά την εντολή του Γέροντος.
Αφού είδε και απόειδε ο οδηγός ότι δεν απαντούσαν οι άλλοι, στράφηκε στο Γέροντα Πορφύριο και του είπε – ‘ Έτσι δεν είναι παππούλη; Τί λες κι εσύ; Δεν είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα, που τα γράφουν και οι εφημερίδες;’

Του λέει τότε ο π.Πορφύριος - ' Παιδί μου, θα σου πω μια μικρή ιστορία. Θα σου την πω μια φορά. Δε θα χρειαστεί δεύτερη'.
Και άρχισε να του διηγείται - ' Ήταν ένας άνθρωπος από το τάδε μέρος [ ο Γέροντας το ανέφερε ] που είχε έναν ηλικιωμένο γείτονα, ο οποίος είχε ένα μεγάλο κτήμα. Μια νύχτα τον σκότωσε και τον έθαψε. Στη συνέχεια, με διάφορα πλαστά χαρτιά, πήρε το κτήμα του γείτονα του και το πούλησε. Και ξέρεις τί αγόρασε με τα χρήματα, τα οποία πήρε πουλώντας αυτό το κτήμα; Αγόρασε ένα ταξί '.
Μόλις άκουσε αυτή την αφήγηση ο οδηγός του ταξί τόσο πολύ συγκλονίστηκε που σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και φώναξε - ' Μην πεις τίποτε, παππούλη, μόνο εγώ το ξέρω αυτό κι εσύ'.
' Το ξέρει κι ο Θεός', του απάντησε ο Γέρων Πορφύριος. ' Εκείνος μου το είπε για να σου το πω. Και να φροντίσεις από δω και μπρος να αλλάξεις ζωή'.

Η μετάνοια είναι σαν την αστραπή
Σε λίγο βρέθηκα στον Ευαγγελισμό για νοσηλεία. Με απασχολούσε το θέμα της ψυχικής μου ανετοιμότητας. Σε μια επίσκεψη του Γέροντα του είπα – Προσεύχομαι στο Θεό, να μου δώσει λίγα χρόνια ζωής για να μετανοήσω. Και εκείνος μου απάντησε - Δεν χρειάζονται χρόνια, η μετάνοια είναι σαν την αστραπή.

Όποιος δε μετανοήσει θα απολεσθεί
Γέροντα, πέστε μου κάτι, σας παρακαλώ, για την πνευματική ζωή.
- Όποιος δε μετανοήσει, θα απολεσθεί.
- Σου το ξαναλέω. Όποιος δε μετανοήσει, θα απολεσθεί.

(Πηγή: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι)


Είναι η προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο
Είπε ο π.Πορφύριος:
“Η καρδιά μας πρέπει να είναι γεμάτη αγάπη, αγάπη του Θεού. Αυτή δίδει δύναμη και χάρη στο άνθρωπο. Η γνώση είναι μετά την αγάπη”.
“Η εξομολόγηση είναι ένας τρόπος για να έρθει ο άνθρωπος εις στον Θεό. Είναι προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο. Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να στερήσει από τον άνθρωπο αυτή την αγάπη”.

Δεν καταπίεζε κανέναν
Δίπλα στον Γέροντα Πορφύριο αισθανόμουν άνετα. Δεν καταπίεζε κανέναν. Ήθελε, όποιος πήγαινε κοντά του να κάνει αυτό που έκανε, με την ελεύθερη βούλησή του. Έλεγε πάντα στους εξομολόγους ότι, όταν, ως πνευματικοί πατέρες, κατευθύνουμε την πορεία αυτών που εξομολογούνται σε μας, πρέπει πάντα να σεβόμαστε την ελευθερία τους, τονίζοντάς μας ότι ο Χριστιανισμός είναι ελευθερία.
Μας ανέφερε συχνά το γνωστό περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο ο Χριστός είπε μια φορά κάτι, από το οποίο πολλοί σκανδαλίστηκαν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να φεύγουν, ώσπου έφυγαν όλοι κι έμειναν μόνο οι μαθητές Του. Οπότε ο Κύριος τούς είπε, εάν ήθελαν να φύγουν κι εκείνοι, ήταν ελεύθεροι να το πράξουν. Σημειώνει επί λέξει το κατά Ιωάννην άγιο Ευαγγέλιο: “Εκ τούτου πολλοί απήλθον εκ των μαθητών αυτού εις τα οπίσω και ουκέτι μετ'αυτού περιεπάτουν. Είπεν ουν ο Ιησούς τοις δώδεκα. Μη και υμείς θέλετε υπάγειν;”

Σε αποδεχόταν με αγάπη
Σε δεχόταν και σε αγαπούσε, όποιος και να ήσουν, όπως και να ήσουν. Δίπλα του, ακόμα και η πιο μεγάλη αμαρτία έπαιρνε άλλες διαστάσεις. Δεν κλονιζόσουν, δε σε καταλάμβαναν η απόγνωση και η απελπισία. Μόνο θλιβόσουν, γιατί διέπραξες το ένα ή το άλλο, γιατί δεν εφάρμοσες το λόγο του Θεού. Όχι μόνο δε σε άφηνε να απογοητεύεσαι από τις πτώσεις σου, αλλά, αντίθετα, σε βοηθούσε να αξιοποιείς κάθε πτώση σου, ώστε να τη χρησιμοποιήσεις ως μια έπαλξη για ένα νέο ξεκίνημα, για μια νέα πνευματική κατάκτηση.Και τότε σου έδειχνε ακόμα περισσότερη αγάπη ακόμη περισσότερη αποδοχή. Έπαιρνε το χέρι σου μέσα στο δικό του κι άρχιζε να σου μαθαίνει πώς να περπατάς στο δρόμο του Θεού.

Πώς εξομολογούσε ο Γέροντας
“Την ώρα που μπαίνει κάποιος να εξομολογηθεί, τον... κοιτάζω. Όταν φεύγει, τον συνοδεύω με προσευχή, του στέλνω την αγάπη μου ως έξω, ώσπου να έρθει ο άλλος. Είναι καλύτερα να στέλνεις σιωπηλά την αγάπη σου, παρά να λες λόγια''.

'Οταν εξομολογούσε, δεν σε κοίταζε κατάματα
Όταν, σε ηλικία εικοσιενός ετών ο π. Πορφύριος έγινε ιερέας και, στη συνέχεια, στα εικοσιτρία του, πνευματικός, όσους πήγαιναν κοντά του για να εξομολογηθούν, δεν τους κοίταζε κατάματα, όπως μου έλεγε ο ίδιος για να μην αισθάνονται άβολα. Τους έριχνε μόνο μια ματιά την ώρα που έμπαιναν και μετά έσκυβε το κεφάλι του. Και, πολλές φορές, πριν ακόμη αρχίσουν να του μιλούν, τους έλεγε εκείνος - ' Κοίταξε, από το χαρτάκι που έγραψες, μόνο το τρία και το πέντε είναι αμαρτίες – τα άλλα δεν είναι αμαρτίες. Πες μου, λοιπόν, για το τρια και το πέντε και, άμα μας μένει χρόνος, μου λες και για τα άλλα'.

Με ακούραστη αγάπη
Ζούσα από πολύ κοντά τον Παππούλη, και γνώριζα το φόρτο της εργασίας που είχε. Πολλές φορές εξομολογούσε από πρωίας μέχρι νυχτός, χωρίς καμία διακοπή και χωρίς να μπορέσει να βάλει έστω και μια μπουκιά ψωμί στο στόμα του!

Να εξομολογείσθε συχνά, να κοινωνείτε και να αγαπάτε τους ανθρώπους
Τον είδαμε πολύ λίγο, ή μάλλον, πάρα πολύ λίγο. Διότι μέσα στο πρωινό είχε συναντήσει, μιλήσει και εξομολογήσει ο Γέροντας πολλούς ανθρώπους. Οπότε, σεβόμενοι εμείς την κόπωση του, αρκεστήκαμε στο να τον χαιρετήσουμε και να πάρουμε την ευχή του. Μαζί, όμως, με την ευλογία του, μας είπε τρία πράγματα, τρεις κουβέντες, που ήταν υπεραρκετές, για να καταλάβουμε τί άνθρωπος είναι και τί μπορεί εμείς να γίνουμε. Μας είπε - ' Παιδιά μου, να εξομολογείσθε συχνά, να κοινωνείτε και να αγαπάτε τους ανθρώπους'. Τίποτε άλλο. Αλλά, δε νομίζετε ότι αυτό τα λέει όλα;

Εξομολόγηση και έχθρα
Όταν ο Γέροντας Πορφύριος ήταν νεώτερος και υγιής, εξομολογούσε πολλούς πιστούς και, σαν ευσπλαχνικός πατέρας, ό,τι κι αν του λέγανε, τους τα συγχωρούσε όλα. Μόνο που τους έκανε στο τέλος την ερώτηση – έχεις κακία με κανέναν; Κι αν ένας του έλεγε ότι δεν κρατεί κακία σε κανέναν, τον αγαπούσε πολύ. Αν όμως του έλεγε ότι έχει έχθρα με τον αδερφό του ή τη νύφη του ή με κάποιο άλλο πρόσωπο, άρχιζε να του αναπτύσσει το μυστήριο της συγχωρητικότητας και του ελέους προς τον συνάνθρωπό μας, γιατί το πταίσμα του πλησίον μας, όσο μεγάλο κι αν φαίνεται, στην πραγματικότητα, μπροστά στα πταίσματα μας προς το Θεό, είναι ελάχιστο, κι όμως αυτή τη μεγαλοψυχία μας θα εκμεταλλευθεί ο Θεός για να μας συγχωρήσει αμαρτίες, για τις οποίες δεν υπάρχει αριθμός. Μάλιστα θα ήταν φρικτό και βλακώδες να χαθεί ένας άνθρωπος στην αιώνια κόλαση, επειδή δε θέλει να αποβάλει την κακία και την έχθρα προς τον ομοιοπαθή συνάνθρωπό του.

Κλίμα άνεσης και εμπιστοσύνης. Στη ρίζα του προβλήματος.
Είχατε, όπως μας είπατε, για σειρά ετών, το Γέροντα Πορφύριο ως πνευματικό πατέρα και καθοδηγητή.
- Αυτός ήτο, πράγματι, ο χώρος στον οποίο έλαμψε. Κατ’αρχήν με την απλότητα η οποία τον διέκρινε και με την καταδεκτικότητα, την οποία είχε, δημιουργούσε στον κάθε άνθρωπο, ο οποίος πήγαινε κοντά του, κλίμα ανέσεως και εμπιστοσύνης, που είναι απαραίτητο για την τέλεση του μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι εδυσκολεύοντο να ομολογήσουν ενώπιον άλλων κληρικών διάφορα πράγματα, ενώπιον του μακαριστού Γέροντος ησθάνοντο άνετα και εξομολογούντο.
Ο Γέρων Πορφύριος άκουγε με πολλή προσοχή αυτά που του έλεγε ο κάθε άνθρωπος, διότι είχε το χάρισμα της ποιμαντικής ακροάσεως. Άκουγε προσεκτικά τους ανθρώπους και μετά μιλούσε. Ο δε λόγος του ήταν πάντοτε λιτός κι επιγραμματικός, βασισμένος, όπως είπαμε, πάντα στην αρχή της εξατομικεύσεως. Ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος προσήρχετο, ήταν για το μακαριστό Γέροντα μια μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα, απείρου αξίας.
Τα προβλήματα που του θέταμε, ο Γέρων Πορφύριος τα αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη προσοχή, με αίσθηση ευθύνης και με πολλή προσευχή. Ήταν χαρακτηριστικό το ότι τον έβλεπες σιωπώντα κατά τη διάρκεια της εξομολογήσεως και αισθανόσουν ότι προσηύχετο και εζήτει τον φωτισμόν του Θεού.
Ήταν δε επίσης πολύ χαρακτηριστικό το ότι δεν έσπευδε να δώσει απαντήσεις, με σκοπό να κερδίσει κάποιες εντυπώσεις. Ορισμένες φορές μας έλεγε –‘Δεν έχω αυτή τη στιγμή πληροφορία, δεν μπορώ να σας πω’. Και επανερχόμαστε δεύτερη ή και Τρίτη φορά για το ίδιο θέμα.
Προσηύχετο νύκτα και μέρα υπέρ των ανθρώπων και υπέρ επιλύσεως των προβλημάτων τους. Κι όλοι οι άνθρωποι, οι οποίοι ηξιώθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του και να γίνουν πνευματικά τέκνα του, έχουν να ομολογήσουν για τους καρπούς αυτής της προσευχής του, με την οποία πραγματικά εδίδετο λύση στα προβλήματά τους. Εκείνο το οποίο ήταν συγκλονιστικό στη διάρκεια της εξομολογήσεως μας στο μακαριστό Γέροντα, ήταν το ότι πολλές φορές αυτό το οποίο μας επεσήμανε ως ρίζα του προβλήματος που του θέταμε, εφαίνετο άσχετο προς το πρόβλημα μας. Κι εκείνο, που πάρα πολύ συχνά μας ονομάτιζε ως ρίζα των διαφόρων προβλημάτων μας, ήταν ο εγωισμός, τον οποίο θεωρούσε ως υπόβαθρο όλων των άλλων αμαρτιών και ποικίλων προβλημάτων του ανθρώπου

(Πηγή: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου , εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως Μήλεσι)

Ομιλία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίας Φωτεινής στον Συγχωρητικό Εσπερινό με θέμα: «Μεγάλη Τεσσαρακοστή: Εργαστήρι αυτογνωσίας»

Εργαστήρι αυτογνωσίας, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί, η Σαρακοστή. Σχολείο, ή καλύτερα, Πανεπιστήμιο Αυτογνωσίας. Η αρετή αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη και αυτονόητη.
«Πραγματικά, λέει ο Μέγας Βασίλειος, το δυσκολότερο από όλα είναι να γνωρίσει κανείς καλά τον εαυτό του. Γιατί όχι μόνο το μάτι μας που βλέπει τα έξω από τον άνθρωπο δεν είναι κατάλληλο να βλέπει τον εαυτό μας, αλλά και αυτός ο νους μας, που βλέπει με πολλή ακρίβεια και γρήγορα το ξένο αμάρτημα, είναι βραδυκίνητος στο να αντιληφθεί τα δικά μας ελαττώματα» (1). Συμφωνεί και ο όσιος Νείλος: «Γνώρισε τον εαυτό σου πριν από όλα, διότι τίποτα δεν είναι δυσκολότερο από το να γνωρίσεις τον εαυτό σου,… τίποτα κοπιαστικότερο».(Νείλου του Ασκητού)(2).
Είμαι δίπλα μου, είμαι μέσα μου και όμως δεν με βλέπω! Μου διαφεύγω! «Πόσο δύσκολο μου φαίνεται να δω εκείνο που βρίσκεται μπρος στα μάτια μου» (Βιττγκενστάιν)(3) λέει ένας σύγχρονος φιλόσοφος.
1. Οι άνθρωποι όσον αφορά το θέμα της αυτογνωσίας χωρίζονται σε 5 κατηγορίες.
α) Αυτοί που αγνοούν τον εαυτό τους ή τον ξέρουν ελάχιστα.
Ή δεν βλέπουν τίποτα, ή βλέπουν μόνο τα «χοντρά» και τους διαφεύγουν τελείως τα «ψιλά». Παράδοξο όντως!
Εξερευνούμε το σύμπαν αλλά όχι εμάς. «Εύκολοι εσμέν γνωναι ουρανόν μάλλον, ή εαυτούς, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης»(4). Γνωρίσαμε τον μικρό-κοσμο των ατόμων και των κουόρκς, γνωρίσαμε τον μακρό-κοσμο των γαλαξιών, αλλά δεν γνωρίσαμε τον εσώ-κοσμο της ψυχής, τον αυτό-κοσμο, τον εαυτό μας.
«Όλο ξεχνάμε να κατεβούμε στο βυθό. Δεν βάζουμε τα ερωτηματικά μας αρκετά βαθιά» (Βιττγκενστάιν) (5). Εκεί όμως γίνονται όλα, στο βάθος και όχι στην επιφάνεια. Εκεί πολλές φορές διχαζόμαστε εσωτερικά.
«Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γράφει ότι η αμαρτία είναι στον άνθρωπο σαν «άλλη ψυχή μαζί με την ψυχή»» (6) ή όπως το λέει πιο γλαφυρά ο πιστός ποιητής Βερίτης «Δύο κόσμοι μέσα μας παλεύουν, που μέρα νύχτα μάς παιδεύουν». Να η μεγαλύτερη μάχη! Να ο μεγαλύτερος εχθρός μας. «Κανείς δεν είναι τόσο πολύ εχθρός του ανθρώπου, όσο ο ίδιος στον εαυτό του» συμφωνεί ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής. Ποιος πράγματι είμαι; Ποιος είναι ο αληθινός μου χαρακτήρας;
«Ο καθένας μας έχει τρεις χαρακτήρες. Αυτόν που δείχνει, αυτόν που έχει και αυτόν που νομίζει ότι έχει». Εμάς όμως πρέπει να μας νοιάζει όχι τι βλέπουν οι άλλου, αλλά τι βλέπει ο Θεός. Ο αληθινός μας εαυτός είναι
«ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος» (Α΄ Πέτρου 3,4). Οι άνθρωποι τυφλωνόμαστε και δεν βλέπουμε καθαρά. Η τύφλωση προέρχεται από τα πάθη, τις αμαρτίες, τις πολλές μέριμνες. Όλα αυτά γίνονται σαν τσίμπλα στα πνευματικά μάτια της ψυχής μας. Μαζεύτηκαν πολλά μέσα μας και μας κρύβουν την αλήθεια. «Χρώμα πάνω στο χρώμα, πώς να διακρίνεις τη σκουριά;» λέει ένας ποιητής(7).
Αυτοί στην Εξομολόγηση δεν ξέρουν τι να πουν, ή λένε ελάχιστα και εντελώς επουσιώδη. Αναγκάζεται ο πνευματικός να τους πει: Δεν έχετε κάποιο πάθος, ελάττωμα, αμαρτία; Όχι παππούλη μου, δεν σκότωσα, δεν έκλεψα. Απλώς την ευχούλα θέλω να κοινωνήσω… Παραδόξως όμως ενώ ο ίδιος δεν λέει σχεδόν καμία αμαρτία από την άλλη όμως λέει ταπεινολογώντας και όχι ταπεινοφρονώντας. Ε, βεβαίως, είμαι πολύ αμαρτωλός εγώ πάτερ μου…
β) Αυτοί που γνωρίζουν τον εαυτό τους αλλά δεν τον παραδέχονται. Αρνούνται τον κακό τους εαυτό.
Αιτία ποια άλλη; Η αλαζονεία φυσικά. Η φιλαυτία και η υπερηφάνεια. Αυτός ο άνθρωπος βλέπει μόνο τα καλά του. Και αν δει καμιά ρυτίδα στο πρόσωπο της ψυχής, τότε σαν την αρχαία Λαΐδα την Κορινθία θα προτιμήσει αντί να αναγνωρίσει τις ρυτίδες, να πετάξει κάτω και να σπάσει τον καθρέπτη φωνάζοντας «Εγώ ρυτίδες;». Αρνούνται να δουν την αλήθεια. Δεν ανέχονται καμιά ασχήμια.
«Ο εγωισμός είναι διπλός φακός. Μεγαλώνει τον εαυτό μας και μικραίνει τους άλλους»(8)
Δοκίμασες ποτέ να ακούσεις τη φωνή σου στο μαγνητόφωνο; Όλοι οι άλλοι την αναγνωρίζουν εκτός από σένα. Μόνο όταν πεισθείς ότι είναι η φωνή σου, τότε μόνο αναγνωρίζεις τις παραφωνίες σου και την αστάθειά της. Το ίδιο συμβαίνει και αν κατορθώσεις να γνωρίσεις αντικειμενικά τον εαυτό σου. Ο εγωιστής άνθρωπος βλέπει μόνο τα θετικά. «Ο καθένας είναι ο πρώτος και ο πιο μεγάλος κόλακας του εαυτού του»(9) έλεγε ο σοφός Πλούταρχος.
γ) Αυτοί που γνωρίζουν, παραδέχονται αλλά δικαιολογούνται ή τα φορτώνουν στους άλλους
Η δικαιολογία ξεκίνησε από τον Αδάμ πήγε στην Εύα και φτάνει και σε μας. Δεν φταίω εγώ, φταίει η Εύα, λέει ο Αδάμ. Δε φταίω εγώ, φταίει το φίδι, λέει η Εύα. Η δικαιολογία όμως, αναφέρει ο γέρων Παΐσιος απομονώνει τη Θεία Χάρη. «- Από τη στιγμή που ο άνθρωπος δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, απομονώνεται από το Θεό. Μπαίνει μόνωση… καουτσούκ, ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Μπορεί να περάσει το ρεύμα μέσα από το καουτσούκ; Όχι… Είναι σαν να χτίζεις έναν τοίχο και να χωρίζεις τον εαυτό σου από το Θεό, οπότε κόβεις κάθε σχέση μαζί Του»(10).
Αυτός στην Εξομολόγηση δικαιολογείται. Πάτερ, έπρεπε να κάνουμε την έκτρωση, διότι τότε προείχε η καριέρα μου!...
Μετά τη δικαιολογία έρχεται η κατάκριση. «Οι πιο πολλοί είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους, τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους» (Κιρκεγκορ). Επειδή δεν είμαστε υποκειμενικοί με τους άλλους γι’ αυτό τους κατακρίνουμε. Στην Κλίμακα του αγίου Ιωάννη βρίσκουμε ακριβώς και την αιτία.
«Εκείνοι που είναι αυστηροί και λεπτομερείς κριτές των παραπτωμάτων του πλησίον τους, διακατέχονται από αυτό το πάθος, επειδή ποτέ δεν επέδειξαν κάποια απερίσπαστη φροντίδα για τα δικά τους παραπτώματα ούτε και σκέφτηκαν ποτέ με λεπτομέρεια αυτά. Γιατί, αν κάποιος, αφαιρώντας το περικάλυμμα της φιλαυτίας του, δει με ακρίβεια τα δικά του κακά, για κανένα άλλο πράγμα πλέον δεν θα φροντίσει στη ζωή του, σκεπτόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν του φτάνει ούτε για το πένθος των δικών του αμαρτιών, έστω και αν ζούσε εκατό χρόνια, και έβλεπε τον Ιορδάνη ποταμό ολόκληρο πλημμυρισμένο από τα δάκρυα των οφθαλμών του»(11). «Αββά, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση; Ρώτησε κάποιος υποτακτικός τον γέροντά του. Και εκείνος απάντησε: - Διότι δεν έμαθες ακόμη τον εαυτό σου παιδί μου»(12).
Αυτός στην Εξομολόγηση ρίχνει το βάρος στους άλλους: Με έχει σκάσει, πάτερ μου, αυτός ο άνδρας μου. Είναι τόσο ιδιόρρυθμος. Πώς να μην του φωνάζω; Εγώ δεν θέλω βέβαια να θυμώνω, είμαι ήρεμος άνθρωπος, αλλά αυτός σκάει και άγιο!...
δ) Αυτοί που γνωρίζουν, παραδέχονται αλλά συμβιβάζονται. Δεν θέλουν καμία αλλαγή
Έτσι είμαι, αυτός είμαι, σε όποιον αρέσω, αν σας αρέσω. Δεν έχω κανέναν λόγο να αλλάξω. Άρα δεν έχουν λόγο και να αγωνιστούν. Συμβιβάζονται με τα πάθη. Γίνανε φίλοι. Όπως ο αλκοολικός με το κρασί.
ε) Αυτοί που γνωρίζουν, παραδέχονται & προσπαθούν να αλλάξουν
Και να γνωρίσω τον εαυτό μου και να τον αλλάξω… «Το να μη βρίσκεις λάθη στον εαυτό σου είναι ένα μεγάλο λάθος. Και το να μην διορθώνεις τα λάθη που βρίσκεις στον εαυτό σου είναι ένα μεγαλύτερο δεύτερο λάθος»(13). Όχι! Δεν είμαι έτσι. Έτσι έγινα, όχι έτσι είμαι. Έτσι κατάντησα. Έτσι κατάντησε το κατ’ εικόνα μου. Όχι! Δεν μου αρέσω. Δεν αρέσω ούτε σε μένα ούτε στους άλλους. Άρα θέλω να γνωρίσω εαυτόν, να αλλάξω εαυτόν. Γιατί να αλλάξω; Για ποιόν; Για το Χριστό! Είναι ο Νυμφίος μου και τον αγαπώ. Είμαι η νύφη Του και θέλω να Του αρέσω. Άρα η ορθόδοξη αυτογνωσία είναι χριστο-κεντρική και όχι ανθρωπο-κεντρική όπως είναι η αυτογνωσία ενός βουδιστή ή και αθέου που αλλάζει για τον εαυτό του. Εγώ αλλάζω για Αυτόν που αγαπώ. Θέλω να βρω τι Του αρέσει πάνω μου και τι δεν Του αρέσει, τι Τον λυπεί! Κίνητρο της αυτογνωσίας είναι όχι η εσωτερική αυτοβελτίωση των σεμιναρίων αυτογνωσίας του κινήματος της Νέας Εποχής αλλά η αγάπη στον Νυμφίο μου Ιησού. Ο θείος έρωτας θα φέρει και τη θεογνωσία και την αυτογνωσία όχι για εμένα αλλά για Εκείνον.
2. Η αυτογνωσία των Αγίων. Οι άγιοι επειδή έχουν καθαρή αίσθηση, γι’ αυτό έχουν και συναίσθηση και μάλιστα βαθειά. «Ο αββάς Διόσκορος, έκλαιγε μέσα στο κελλί του, ο δε μαθητής του… τού είπε: «Τι κλαις, πάτερ;». Και ο γέρων του αποκρίθηκε: «Τις αμαρτίες μου κλαίω». Τού λέει λοιπόν ο μαθητής του: «Δεν έχεις αμαρτίες, πάτερ». Και ο γέρων τού απαντά: «Μάθε, τέκνο μου, ότι, αν αφήσω τον εαυτό μου να δει τις αμαρτίες μου, δεν αρκούν άλλοι τρεις ή τέσσερις για να τις κλάψουν»(14)
«Έλεγε επίσης ο αββάς Ματώης: «Όταν ήμουν νεώτερος, έλεγα μέσα μου, ότι δήθεν κάτι καλό κάνω. Τώρα δε όπου γέρασα, βλέπω ότι δεν έχω κανένα καλό έργο στη ζωή μου»(15). Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος και ένας εκλεκτός κληρικός του περασμένου αιώνα, ο πατήρ Ευσέβιος, στο τέλος της ζωής του έλεγε: «Για μένα τώρα η ζωή είναι μεγάλο βάρος. Αν ζήσω ακόμη, δεν πρόκειται να κάνω πλέον τίποτα άλλο, παρά μόνο να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. προ ετών είχα την ιδέα ότι γνώριζα τον εαυτό μου, αλλά τα πράγματα με πείθουν ότι δεν τον έχω γνωρίσει καλά»(16).
Πρωτότοκο παιδί της αυτογνωσίας φυσικά είναι η αυτο-μεμψία. Οι άγιοι μέμφονταν και στηλίτευαν τον εαυτό τους τόσο εύκολα! Δείτε αυτομεμψία και μάλιστα δημόσια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
«Μην λέγεις πως είσαι ταπεινός, μέσα είναι το γουρουνόπουλο της υπερηφάνειας. Με βλέπεις και εμέ με τούτα τα γένεια; Όλο υπερηφάνεια είναι γεμάτα, και ο Θεός να μας την ξεριζώσει από την καρδιά μας»(17).
Ακούστε τώρα και το χαρτί της Εξομολόγησης ενός αγίου Γέροντα του π. Φιλοθέου Ζερβάκου όπου βρέθηκε στις σημειώσεις του μετά την κοίμησή του:
«1. Δεν αγαπώ το Θεό με όλη μου την ψύχη, την καρδιά και την διάνοια. Δεν έχω υπακοή στις εντολές του Κυρίου….
2. Δεν προσεύχομαι και δεν μελετώ με προσοχή. Στις ιερές Ακολουθίες και αγρυπνίες, ακόμη και την ώρα της Θειας Λειτουργίας, παρίσταμαι στο Ναό χωρίς φόβο, προσοχή και ευλάβεια. Πολλές φορές έχω απρεπείς, αισχρούς, ακάθαρτους και βλάσφημους λογισμούς.
3. Δεν έχω μετάνοια αληθινή, ούτε πένθος ούτε δάκρια. Δεν εξομολογούμαι καθαρά και με συντριβή καρδιάς· ούτε έχω αίσθηση ότι η εξομολόγησή μου γίνεται ενώπιων του Παντογνώστη Θεού, που είναι πανταχού πάρων.
5. Δεν αγαπώ τον πλησίον όπως τον εαυτό μου..
7. Είμαι υπερήφανος, αντίλογος, κενόδοξος, αθρωπάρεσκος, φίλαυτος, φλύαρος· αργολογώ, πολυλογώ, αστεΐζομαι και γελώ για ανόητα πράγματα, καταλαλώ, κατακρίνω, κατηγορώ, ψεύδομαι, συκοφαντώ, θυμώνω, οργίζομαι και μνησικακώ.
8. Δεν έχω εγκράτεια, υπομονή, πραότητα, ταπείνωση. Είμαι κοιλιόδουλος, γαστρίμαργος, λαθροφάγος, ιδιόρρυθμος, ακατάστατος.
10. Αμαρτάνω με λόγια και έργα, με τη θέληση μου και χωρίς αυτή, με γνώση ή άγνοια· είμαι αμελής και οκνηρός και για αυτό έχω πολλές φορές κακές και αισχρές επιθυμίες, άτοπους, αισχρούς ακάθαρτους, υπερήφανους λογισμούς. Για αυτές τις αμαρτίες που εξομολογήθηκα, πάτερ, ενώπιων του Θεού και ενώπιόν σου, και για άλλες αναρίθμητες που από λήθη ή άγνοια παρέλειψα να εξομολογηθώ ζητώ από το Θεό συγχώρηση»(18). Αν εκείνος έλεγε αυτά τι θα έπρεπε να πούμε εμείς;…
3. Πώς αποκτιέται η Αυτογνωσία;
α) Με την ησυχία, τη μόνωση, την περισυλλογή. Η φασαρία, ο θόρυβος, η πολυλογία, τα τρεξίματα, το άγχος, είναι εχθροί της αυτογνωσίας. Επομένως ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν ευνοεί αυτήν την αρετή. «Φεύγω για την έρημο! Πάω να βρω τον εαυτό μου…!» είναι το ασκητικό ρητό.. Πόσο ο κόσμος φοβάται αυτήν την ησυχία! Προτιμά τη φασαρία. «Όλη η δυστυχία του ανθρώπου προέρχεται από το ότι δεν μπορεί να μείνει μια μέρα μόνος, συντροφιά με τον εαυτό του σε ένα δωμάτιο! Πόσα θα είχαν να πουν οι δυο τους!» (Πασκάλ Μπλέζ). Εμείς οι Χριστιανοί όμως την αγαπάμε αυτήν τη μόνωση. Διότι εκεί θα βρούμε και θα ακούσουμε καθαρότερα τη φωνή της συνείδησής μας, αλλά και θα συναντήσουμε τον φίλο της Ησυχίας, τον Μέγα Ησυχαστή Χριστό. Επομένως «Μοναξιά είναι το εντρύφημα των μεγάλων και ο τρόμος των μικρών ψυχών»!(19). Να φτιάξω το ησυχαστήριό μου ακόμη και μέσα στην πόλη! Στο δωμάτιό μου, σε μια γωνιά του σπιτιού μου, στο εικονοστάσι, σε ένα πάρκο, σε ένα δάσος, οπουδήποτε όπου θα απομονώνομαι για λίγα λεπτά και θα ησυχάζω και θα βρίσκω τον εαυτό μου και το Θεό.
β) Με την συναναστροφή μας με τους άλλους & την καθημερινή μας τριβή. Ζώντας με τους άλλους, ο αληθινός μας εαυτός, δεν μπορεί, σίγουρα θα βγει στην επιφάνεια. «Εδώ ταιριάζει να θυμηθούμε μια σελίδα από την αλληλογραφία του ρώσου στάρετς Μακαρίου της Όπτινα. Είναι από τα γράμματα που αντάλλαξε μ έναν έμπορο της Πετρούπολης: «Η οικονόμος μου έφυγε και οι φίλοι μου με συμβούλεψαν να πάρω στη θέση της ένα κορίτσι από το χωριό. Εσείς τι θα λέγατε να κάνω; Να την προσλάβω ή όχι;». «Ναι», ήταν η απάντηση του στάρετς.
Ύστερα από λίγο καιρό ο έμπορος ξανάγραψε: «Πάτερ, δώσε μου την ευχή σου να την διώξω. Είναι σωστός δαίμονας. Από τότε που ήρθε εδώ μέσα, τον περισσότερο καιρό είμαι έξω φρενών από θυμό και έχω χάσει εντελώς τον έλεγχο του εαυτού μου!». Ο στάρετς απάντησε: «Φρόντισε να μην την διώξεις. Είναι άγγελος που ο Θεός σου έστειλε για να σε βοηθήσει να δεις πόσος θυμός ήταν κρυμμένος μέσα σου, πράγμα που η προηγούμενη οικονόμος ποτέ δεν μπόρεσε να σε κάνει να ανακαλύψεις»(20)
γ) με τη βοήθεια του Πνευματικού Πατέρα & της Εξομολόγησης. Η Εξομολόγηση είναι το φροντιστήριο της αυτογνωσίας! «Ένας μεγάλος αναλυτής της ψυχής, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέει χαρακτηριστικά:
«Μην ταξιδεύετε μονάχοι με τον εαυτό σας… Θα χαθείτε»!(21). Το ίδιο και ο Μ. Βασίλειος:
«άνθρωπος χωρίς συμβουλή, είναι πλοίο ακυβέρνητο, το οποίο είναι παραδομένο στις τυχαίες κατευθύνσεις των ανέμων». Πολύ θα μας βοηθήσει λοιπόν ο πνευματικός με κάποιες εύστοχες και πάντα από αγάπη βέβαια παρατηρήσεις του.
δ) με τη μελέτη του Λόγου του Θεού και πνευματικών βιβλίων. Τα βιβλία είναι τα λυχνάρια, οι προβολείς που φωτίζουν το εσωτερικό μας. «Για την αναγκαιότητα της μελέτης του Ευαγγελίου, ο Γέροντας Ιερώνυμος έλεγε: «Ένα σπίτι ολόκλειστο, έχει σκοτάδι. Αν ανοίξεις το παράθυρο, βλέπεις τα μεγαλύτερα αντικείμενα. Αν το ανοίξεις περισσότερο και μπει φως, διακρίνεις και τα μικρότερα πράγματα. Όταν μπει μέσα ο ήλιος, βλέπεις και τη σκόνη που αιωρείται. Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχή, που δέχεται το φως του Ευαγγελίου. Βλέπει και τις μικρότερες αμαρτίες»(22). Διαβάζοντας με λαχτάρα πνευματικά βιβλία δανειζόμαστε την αυτογνωσία των αγίων.
ε) με την προσευχή & τις ιερές Ακολουθίες και μάλιστα αυτές της Σαρακοστής. Κύριε φώτισόν μου το σκότος έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Το ίδιο και εμείς λέμε και στην ατομική μας προσευχή και στην κοινή Λατρεία μας στο Ναό.
στ) με τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, το πέρασμα του χρόνου. Αν δεν μάθω τον εαυτό μου μαθαίνοντας, μη φοβάστε, θα τον μάθω παθαίνοντας. Οι πόνοι & οι σταυροί είναι εγχειρίδια αυτογνωσίας! «Είχα δάσκαλο τη θλίψη και με έμαθε πολλά»! λέει ο λαός μας. Τα λάθη μου επίσης και οι αποτυχίες μου είναι πολύτιμο υλικό αυτογνωσίας. Πόσο ο απόστολος Πέτρος συνειδητοποίησε την αδυναμία του μετά την τριπλή του άρνηση…!
ζ) με τη χάρη του Χριστού! «βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν; ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφροὺς (=Η καρδία του ανθρώπου είναι βαθειά περισσότερον από όλα τα άλλα πράγματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος· και ποιός ημπορεί να γνωρίση αυτόν; Εγώ μόνον είμαι ο Κύριος και Θεός, ο οποίος εξετάζω τας καρδίας και ερευνώ τους νεφρούς) (Ιερεμίου 17, 9-10). Μόνο Εκείνος μπορεί να με οδηγήσει στην αυτογνωσία. Δικό Του δώρο είναι. Η αποκάλυψη του εαυτού μας θα γίνει από το Χριστό σιγά σιγά, όσο αντέχουμε να δούμε! Και αυτό διότι ίσως να μην είμαστε έτοιμοι να δούμε πλήρως την πνευματική μας κατάντια. «Αν ήξερες τις αμαρτίες σου, θα σου ‘φευγε η καρδιά»(23) λέει ο ευσεβής φιλόσοφος Πασκάλ. «Αν ήξερα τον εαυτό μου, θα το ‘βαζα στα πόδια» (Γκαίτε) λέει και ένας άλλος συγγραφέας. Για να μην απογοητευτούμε λοιπόν και παρατήσουμε τον αγώνα ο Κύριος φωτίζει λίγο λίγο την ψυχή μας κάθε φορά.
Όταν ο Χριστός φωτίζει τότε μαθαίνουμε τα πάντα. Η αυτογνωσία χωρίς Χριστό και άγιο Πνεύμα φτάνει από το «γνωθι σαυτόν» μέχρι το σημείο που είπε ο Σωκράτης «εν οιδα, ότι ουδεν οιδα». Δεν ξέρω τίποτα! Η αυτογνωσία με Χριστό και άγιο Πνεύμα φτάνει μέχρι το σημείο που είπε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα» (Α Ιω. β 20 & 27). Ξέρω τα πάντα! Χωρίς φως Χριστού δεν υπάρχει ούτε γνώση ούτε αυτογνωσία. Με Φως Χριστού υπάρχει παντογνωσία και πανσοφία, όπως είχαν οι άγιοι. Από το «τίποτα» στο «τα πάντα»! Μέσω του Παρακλήτου αποκτώ και αυτο-γνωσία και ετερο-γνωσία και Θεο-γνωσία.
4. Από την Αυτογνωσία στην ετερογνωσία, στο να γνωρίσω καλά τους άλλους
Η αυτογνωσία είναι μεγάλο μυστικό για την επιτυχία των ανθρώπινων σχέσεων.
«Όπως σημειώνει ο Rattner «Από έναν άλλο άνθρωπο καταλαβαίνει κανείς μόνο τόσα, όσα γνωρίζει για τον εαυτό του…». Ισχύει ό,τι λέει ο Jung για το φαινόμενο της προβολής γενικά. Κατά τον ελβετό ψυχίατρο: «κατανοούμε τους άλλους στο μέτρο που ζητάμε να κατανοήσουμε εμάς τους ίδιους. Ό,τι δεν κατανοούμε σε μας, δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε στους άλλους. Έτσι η εικόνα του άλλου είναι ως επί το πλείστον υποκειμενική»(24).
Οι σχέσεις μας χαλάνε, διότι πρώτον, μια σχέση θέλει λεπτή εργασία, θέλει να μπω στην καρδιά του άλλου, να μάθω καλά όλες του τις πτυχές, του συζύγου, των παιδιών κλπ. Πώς όμως θα το κάνω αυτό όταν ποτέ δεν έκανα λεπτή εργασία στον εαυτό μου, όταν δεν μπήκα ποτέ βαθειά στην δική μου καρδιά, όταν δικές μου πτυχές είναι άγνωστες; Πώς να κατανοήσω τον άλλον αφού δεν κατανοώ ούτε εμένα; Όποιος έχει αυτογνωσία γίνεται ο καλύτερος σύμβουλος των άλλων, ο πιο σοφός!
Δεύτερον, θέλω, επιπλέον, να γνωρίσω καλά τον εαυτό μου για να τον αλλάξω, όχι μόνο για το Χριστό που αγαπώ, αλλά και για τους άλλους που αγαπώ. Θέλω να τους προσφέρω έναν καλύτερο εαυτό! Πολλές φορές χάλασαν οι σχέσεις μας. Έφταιξα και εγώ κάπου. Πού όμως; Θέλω να βρω που έφταιξα και φταίω, θέλω να βρω τα ελαττώματά μου που προκάλεσαν συγκρούσεις, να τα διορθώσω, για να μην πικραίνω αυτούς που αγαπώ και για να είμαστε αγαπημένοι. Βλέπετε; Πάλι κίνητρο η αγάπη για την αυτογνωσία, η αδελφική αγάπη, αυτή τη φορά! «πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω.» (Α΄ Κορ. 16,14)!
5. Αυτογνωσία και εργασία και αποδοτικότητα
Η αυτογνωσία με βοηθά και στις δουλειές μου να είμαι πιο αποτελεσματικός και επιτυχημένος αφού ξέρω καλά τα όρια και τις δυνατότητές μου. Ούτε υποτιμώ ούτε υπερεκτιμώ τον εαυτό μου.
«Στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο διοικητής ενός συντάγματος χρειαζόταν 20 εθελοντές για μια πολύ δύσκολη αποστολή. Στο προσκλητήριο έθεσε το ερώτημα: «Ποιος από σας δεν έκανε ποτέ λάθος στη ζωή του;».
Οι περισσότεροι στρατιώτες βγήκαν μπροστά και με περηφάνια δήλωσαν πως υπήρξαν αλάνθαστοι. Κάποιοι άλλοι έμειναν πίσω και σιωπούσαν. Ο αξιωματικός τους εξέτασε και από αυτούς διάλεξε τους ανθρώπους που χρειαζόταν, γιατί αυτοί είχαν επίγνωση των ατελειών και της αδυναμίας τους»(25)
6. Αυτογνωσία: Το πιο ωραίο σκάψιμο!
«Ενδον σκάπτε. Ενδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις»
(=Σκάβε μέσα σου! Μέσα σου είναι η πηγή του καλού και θα αναβρύζει ακατάπαυστα, αν ακατάπαυστα σκάβεις) (Μάρκος Αυρήλιος)(26). «Όργωνε βαθιά, να έχεις πολύ σιτάρι. Αρχαίο ανεξερεύνητο ορυχείο
με κοιτάσματα άγνωστα η ψυχή σου, σκάψε βαθιά να βρεις το χρυσάφι σου».
Έχω και χρυσάφι μέσα μου! Άρα αυτογνωσία δεν σημαίνει μόνο τα αρνητικά, αλλά και τα θετικά. Να βρω και τα καλά, τα χαρίσματα που μου έδωσε ο Θεός. Να τα βρω, να τα καλλιεργήσω και να τα διαθέσω στην υπηρεσία του Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι συνήθως παίρνουν το φτυάρι και αρχίζουν να σκάβουν όχι μέσα τους αλλά το «λάκκο» τον άλλων, να τους «θάβουν» κοινώς. Εμείς σκάβουμε για μας! Όχι για να «θάψουμε», αλλά για να «ξεθάψουμε» το πρωτόκτιστον κάλλος, την εικόνα του Θεού που κρύβουμε μέσα μας και καταχώθηκε από τα πάθη.
7. Αυτογνωσία: το μεγαλύτερο κατόρθωμα. Αυτή είναι η αρχή & το τέλος των αρετών! Δεν είναι πάρεργο, αλλά το κύριο έργο μας. «Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέει «το να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του είναι το τέλος της εργασίας των αρετών»(27). Είναι πιο σπουδαία & από χαρίσματα & από θαύματα & από οπτασίες!
«Αγάπησε την αργία της ησυχίας, λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, περισσότερο από τον χορτασμό των πεινασμένων…· διότι είναι προτιμότερο για σένα να λύσεις το δεσμό της αμαρτίας, παρά να ελευθερώσεις δούλους από τη δουλεία· είναι καλύτερο για σένα να ειρηνεύσεις την ψυχή σου παρά να ειρηνεύεις με τη διδαχή σου τους ευρισκόμενους σε διάσταση….
Σε συμφέρει να φροντίζεις να αναστήσεις την πεσμένη από τα πάθη ψυχή σου…, παρά να αναστήσεις τους νεκρούς»… «Όποιος αισθάνθηκε τις αμαρτίες του είναι ανώτερος από εκείνον που εγείρει νεκρούς με τη προσευχή του. Όποιος στενάζει μία ώρα για τη ψυχή του, είναι ανώτερος από εκείνον που ωφελεί όλο τον κόσμο με την εμφάνισή του. Όποιος αξιώθηκε να δει τον εαυτό του, αυτός είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να δει τους αγγέλους»(28).
Χωρίς την εσω-στρέφεια, η εξω-στρέφεια καταντά ένας ακτιβισμός χωρίς βάθος όμως που ίσως γίνεται και για επίδειξη ή για να γεμίσει ένα εσωτερικό κενό! «Σε θεολόγο που υποστήριζε ότι ο χριστιανός πρέπει να είναι άνθρωπος της δράσης, ο γέροντας Ιωήλ της Καλαμάτας είπε: «Ωχ, καημένε! Δεν αφήνεις τη δράση και τη βράση για να κοιτάξεις λίγο και τον δικό σου καταρτισμό; Όλο δράση και βράση είμαστε και αφήσαμε τις ψυχές μας να γίνουν χέρσα χωράφια.
Καθάρισε με βαθιά αυτοκαλλιέργεια την ψυχή σου από τα πάθη και τότε ό,τι προσφέρεις στον πλησίον σου θα το προσφέρεις όχι από το άδειασμά σου, αλλά από το ξεχείλισμά σου»(29). Γι’ αυτό όταν ρωτήθηκε κάποτε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: - Γέροντα έχετε δει ποτέ κανένα όραμα;
- Όχι παιδί μου. Ούτε έχω δει, ούτε θέλω να δω. Το μόνο που θέλω να βλέπω είναι οι αμαρτίες μου (30).
Ας τελειώσει την ομιλία, Σεβασμιώτατε, ο μέγας ποιητής της Εκκλησίας μας, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με ένα ποίημά του: «Έχεις ψυχή μου δουλειά, και μάλιστα, αν θέλεις, μεγάλη. Εξέτασε τον εαυτό σου ποιά είσαι και πού είσαι στραμμένη, από πού ήλθες και πού πρέπει να παρουσιαστείς, αν η ζωή είναι αυτό που ζεις ή κάτι το καλύτερο… Έχεις ψυχή μου, δουλειά. Μην κουραστείς από τον κόπο»(31).
Ευχηθείτε και προσευχηθείτε, Σεβασμιώτατε, να κάνουμε εφέτος τη Σαρακοστή ένα καλό εσωτερικό «σκάψιμο» του εαυτού μας. (π. Νικόλαος Πουλάδας)

Παραπομπές
(1) Μεγάλου Βασιλείου Παιδαγωγική Ανθρωπολογία, Χαρώνη Βασιλείου αριθμ. κειμένου 399
(2) Κουφογιαννη Πανωραία, Εκπαιδεύοντας θεολόγους… σελ.175
(3) Βιττγκενστάιν, Στοχασμοί, σελ.105, εκδόσεις Στιγμή
(4) Αυτογνωσία, Μιχαήλ Μιχαηλίδη, σελ. 29
(5) Βιττγκενστάιν, Στοχασμοί, σελ.38, εκδόσεις Στιγμή
(6) άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Ανθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 23 (Ομιλ. 11,15. PG 34,556 C)
(7) Τάσος Κόρφης στο Αγκαλιά με τον εαυτό μας,Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 151
(8) Αυτογνωσία, Μιχαήλ Μιχαηλίδη, σελ. 30
(9) Πλούταρχος στο Σταλαγμοί αρχαίας σοφίας, Αγγελική Ζαχαριά σελ. 264
(10) Γέροντος Παϊσίου, Χαριτωμένες Διδαχές σελ. 49
(11) Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτη, ΕΠΕ σελ. 241
(12) Αυτογνωσία, Μιχαήλ Μιχαηλίδη, σελ. 53
(13) Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Στάχυα τομ.Β σελ. 16
(14) Γεροντικόν, Είπε Γέρων σελ. 71
(15) Γεροντικόν, Είπε γέρων σελ. 168
(16) Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Διονυσίου Τάτση σελ. 58
(17) Κοσμάς ο Αιτωλός Διδαχή Α 1, Παντελή Πάσχου
(18) Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου,Διδαχές πατρικές σελ.265-266
(19) Ντοστογιέφσκυ, στο Λόγια Σοφά, Συλλογή δεύτερη, εκδ. Φωτοδότες,σελ. 34
(20) Πορεία και συνάντηση σελ. 20,Αντωνίου Μπλουμ
(21) Αγκαλιά με τον εαυτό μας, Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 149
(22) Διδαχές Γερόντων,π.Διονυσίου Τάτση, σελ.69
(23) Πασκάλ Μπλεζ, Σκέψεις, εκδ. Καστανιώτη σελ. 334
(24) Ιωάννου Κορναράκη, Η νεύρωση ως «Αδαμικό πλέγμα» σελ. 113
(25) Ημεροδείκτης εκδόσεων ο Λόγος
(26) Μάρκος Αυρήλιος, Στοχασμοί, σελ.70, εκδόσεις Στιγμή
(27) Ιωάννου Κορναράκη, Βιβλικά Ψυχογραφήματα, σελ.37
(28) άγιος Ισαάκ ο Σύρος. ΕΠΕ, τομ Α σελ,361,τομ. Β σελ 119-121
(29) Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Δημητρίου Τάτση, σελ. 57
(30) Υποθήκες Ζωής σελ. 31
(31) Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη εις εαυτόν, Γρηγοριανόν Ταμείον σελ. 154

katafigioti

lifecoaching