ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ήρθε κάποιος νεαρός αναστατωμένος και μου είπε: "Γέροντα, δεν πρόκειται να διορθωθώ". Μου είπε ο πνευματικός μου: “αυτά είναι και κληρονομικά…”. Τον είχε πιάσει απελπισία.

Εγώ, όταν μου πη κάποιος ότι έχει προβλήματα κ.λπ., θα του πω: Αυτό συμβαίνει γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο. Για ν’ αλλάξης, πρέπει να κάνης εκείνο κι εκείνο. Έχει λ.χ. κάποιος έναν λογισμό που τον βασανίζει και δεν κοιμάται, παίρνει χάπια για το κεφάλι, για το στομάχι και με ρωτάει: Να κόψω τα χάπια;. Όχι, του λέω, να μην κόψης τα χάπια. Να πετάξης τον λογισμό που σε βασανίζει και ύστερα να τα κόψης. Αν δεν πετάξης τον λογισμό, έτσι θα πας, θα ταλαιπωρήσαι. Γιατί, τι θα ωφελήση να κόψη τα χάπια, όταν κρατάη μέσα του τον λογισμό που τον βασανίζει;

Καλά είναι ο πνευματικός να μη φθάνη μέχρι του σημείου να ανάβη κόκκινο φως, να ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει και ο άλλος να δουλεύη σωστά, για να βοηθηθή.

Ένας νεαρός ζόρισε κάποια φορά την αρραβωνιαστικιά του - ποιος ξέρει τι της έλεγε; - και εκείνη από την αγανάκτηση της πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε και στον δρόμο σκοτώθηκε. Μετά ο νεαρός ήθελε να αυτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα. Όταν ήρθε και μου το είπε, αν και στην ουσία είχε κάνει έγκλημα, τον παρηγόρησα και τον έφερα σε λογαριασμό. Έπειτα όμως το έριξε τελείως έξω, έγινε τελείως αδιάφορος, βρήκε εν τω μεταξύ και μια άλλη. “Όταν ξαναήρθε μετά από δύο-τρία χρόνια, του έδωσα ένα τράνταγμα γερό, γιατί τότε δεν υπήρχε κίνδυνος να αυτοκτονήση. Χρειαζόταν το τράνταγμα, αφού δεν υπήρχε αναγνώριση. Δεν καταλαβαίνεις, του είπα, ότι έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα;. Αν δούλευε σωστά, θα συνέχιζε να υποφέρη, αλλά θα ανταμειβόταν με θεϊκή παρηγοριά, δεν θα έφθανε σ’ αυτήν την κατάσταση, την αλήτικη της αδιαφορίας. Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα και πέφτει στην απελπισία. Εκείνη την στιγμή μπορεί να τον παρηγόρησης, αλλά, για να μη βλαφθή, χρειάζεται και το δικό του φιλότιμο.

Μια φορά είχε έρθει στο καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγή από αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δυο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβη ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει. Το παιδί απελπίσθηκε. Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό. Όταν άκουσα το πρόβλημα του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου από αυτά που δεν μπορείς να κάνης, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνης. Για να δούμε τι μπορείς να κάνης, και να αρχίσης από αυτά. Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;. Μπορώ, μου λέει. Μπορείς να νηστεύης κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;. Μπορώ. Μπορείς να δίνης ελεημοσύνη το ένα δέκατο από τον μισθό σου ή να επισκέπτεσαι άρρωστους και να τους βοηθάς;. Μπορώ. Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι αν αμάρτησες, και να λες “Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου”;. Θα το κάνω, Γέροντα, μου λέει. Άρχισε λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνης όλα αυτά που μπορείς, και ο παντοδύναμος Θεός θα κάνη το ένα που δεν μπορείς. Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: Σ’ ευχαριστώ, πάτερ. Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.

(Γέροντος Παΐσίου του Αγιορείτου – Λόγοι Γ’ – Πνευματικός Αγώνας)

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ
ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
ΈΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΑΓΜΑΤΑ

1877. Γεννήθηκε στο Κέρτς της Κριμαίας. Μεγάλωσε στο Κίεβο όπου, εκτός από τις εγκύκλιες σπουδές, σπούδασε παράλληλα ζωγραφική στη σχολή Καλών Τεχνών.
1898-1903. Σπουδάζει ιατρική και ειδικεύεται στη χειρουργική.
1904-1905. Εθελοντής στρατιωτικός γιατρός στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Νυμφεύεται την Άννα Βασιλίγιεβνα και αποκτούν τέσσερα παιδιά.
1905-1917. Εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία, ετοιμάζει την διατριβή του και σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες.
1917. Μετακομίζει στην Τασκένδη. Εκλέγεται καθηγητής Πανεπιστημίου στην έδρα της τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής.
1919. Πρώτη σύλληψη. Θάνατος της συζύγου του Άννας.
1921. Χειροτονείται ιερέας.
1923-1926. Χειροτονείται επίσκοπος. Δεύτερη σύλληψη. Εξορία στη Σιβηρία.
1924. Επιχειρεί την πρώτη ξενομεταμόσχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο.
1930-1933. Τρίτη σύλληψη. Εξορία στη Βόρεια Ρωσία.
1934-1937. Κυκλοφορεί το περίφημο σύγγραμμα του «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων». Εργάζεται εντατικά στην επιστημονική έρευνα. Οι έρευνες του τον οδηγούν πολύ κοντά στην ανακάλυψη της πενικιλίνης.
1937. Τέταρτη σύλληψη. Ακολουθούν δύο χρόνια φυλακής και σκληρών βασανιστηρίων στην Τασκένδη.
1939. Εξορίζεται και πάλι στη Σιβηρία.
1941. Διορίζεται αρχιχειρουργός στο στρατιωτικό νοσοκομείο Κρασνογιάρσκ.
1943. Εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Κρασνογιάρσκ.
1944. Μετατίθεται στο Ταμπώφ ως αρχίατρος και Αρχιεπίσκοπος.
1946. Βραβεύεται με το Α' βραβείο Στάλιν. Σύγχρονος μετατίθεται στην Αρχιεπισκοπή Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Σταδιακά χάνει την όραση του.
1961. Στις 11 Ιουνίου εκοιμήθη εν Κυρίω στη Συμφερούπολη έχοντας υπηρετήσει το λαό του Θεού ως Ποιμένας και γιατρός με θυσιαστική αγάπη και αυταπάρνηση.
1996. Επίσημη αγιοκατάταξη από την Ορθόδοξη Ουκρανική Εκκλησία. Ανακομιδή των λειψάνων του. Η μνήμη του τελείται στις 11 Ιουνίου.

Η "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ"  ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ          

Με ιδιαίτερη χαρά κυκλοφορούμε την «Πνευματική Διαθήκη» του αγίου Λουκά, που μέχρι τώρα παρέμενε ανέκδοτη και άγνωστη. Την φύλασσε όλ' αυτά τα χρόνια η εγγονή του αγίου Λουκά, Μαρία Δημητρίεβνα, η οποία ζει στη Συμφερούπολη και είχε την ιδιαίτερη ευλογία να ζήσει μαζί με τον άγιο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του.

Όταν το 1946 ο άγιος Λουκάς ανέλαβε την διαποίμανση της Αρχιεπισκοπής Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Γκοσπιτάλναγια απέναντι από τον Ναό της Αγίας Τριάδος. Η μικρή πολυκατοικία είχε και άλλα διαμερίσματα. Ήταν η περίοδος αμέσως μετά τον πόλεμο και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων σ’ όλη την Σοβιετική Ένωση βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Φτώχεια, ανέχεια, πείνα, μάστιζαν τον πληθυσμό. Ο άγιος Λουκάς έκανε τεράστιους αγώνες να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων. Δεν ξέχασε όμως και τα συγγενικά του πρόσωπα. Κάποια απ’ αυτά προσκάλεσε στη Συμφερούπολη και εγκαταστάθηκαν στην ίδια πολυκατοικία, στα διπλανά διαμερίσματα. Οι συγγενείς και τα παιδιά τους βοηθούσαν τον άγιο και συμπαραστέκονταν στο έργο του. Οι εμπειρίες από την συναναστροφή με τον άγιο είναι πολλές και οι αναμνήσεις έντονες. Το πρόσωπο που κυρίως βοηθούσε τον άγιο στο φιλανθρωπικό του έργο ήταν η ανηψιά του Βέρα Προζορόβκαγια, κόρη του αδελφού του Βλαδίμηρου και μητέρα της Μαρίας. Πολλά προσωπικά αντικείμενα του αγίου Λουκά διαφυλάχθηκαν από την οικογένεια της Βέρας και, όταν δημιουργήθηκε το μουσείο του αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας, η οικογένεια τα παραχώρησε. Ελάχιστα κειμήλια παρέμειναν στην εγγονή του. Ένα απ’ αυτά ήταν και η πνευματική διαθήκη του αγίου που με πολλή καλοσύνη μας εμπιστεύθηκε η κ. Μαρία Δημητρίεβνα.

Η Πνευματική Διαθήκη απευθύνεται στα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του αγίου. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μαζί με τον πατέρα υπέφεραν και τα τέσσερα παιδιά του. Δοκίμασαν την πίκρα της διπλής ορφάνιας και του κατατρεγμού. Θεωρούνταν παιδιά ενός «εχθρού του λαού» και αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες. Επόμενο ήταν να θεωρούν ακατανόητη την απόφαση του πατέρα τους να ιερωθή. Για όλα τα δεινά που υπέστη η οικογένεια θεωρούσαν υπεύθυνη την Εκκλησία. Και το ερώτημα που συνεχώς ταλάνιζε τις ψυχές τους, όπως και πολλούς ανθρώπους που τον γνώρισαν ήταν: Γιατί ένας διάσημος και τόσο πετυχημένος καθηγητής της χειρουργικής πήρε μια τόσο μεγάλη απόφαση να χειροτονηθεί ιερέας και μάλιστα σε μια περίοδο διωγμού της Εκκλησίας; Πώς ένας δοξασμένος επιστήμονας αφιερώθηκε στην υπηρεσία μιας «ξεπερασμένης υπόθεσης» της θρησκείας; Τι είχε να κερδίσει ο μεγάλος αυτός δεξιοτέχνης της χειρουργικής από την ιερωσύνη;

Σε πολλές επιστολές του ο άγιος προσπαθεί να απολογηθεί και να εξηγήσει στα παιδιά του τον λόγο που αποφάσισε να πάρει αυτό τον μαρτυρικό δρόμο. Τα παιδιά του δείχνουν να μην τον καταλαβαίνουν. Και αυτός ήταν ένας ακόμη σταυρός για τον άγιο Λουκά. Ως τον θάνατό του δεν έπαυε να νουθετεί και, κυρίως, να προσεύχεται για τα παιδιά του, που είχαν τόσο πολύ επηρεασθεί, όπως και όλη η γενιά τους, από την αντιθρησκευτική προπαγάνδα.

Είναι συγκινητικό το γράμμα που απευθύνει στο μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ, στα μέσα της δεκαετίας του '40.

«Να θυμάσαι, Μιχαήλ, ότι ο μοναχικός μου βίος και ο όρκος που έδωσα, το αξίωμά μου, η απόφαση να υπηρετώ τον Κύριο, αποτελούν για μένα το μεγαλύτερο ιερό και το πρώτιστο καθήκον. Ειλικρινά και εξ όλης της καρδιάς απαρνήθηκα τα εγκόσμια και την ιατρική μου καριέρα, η οποία, βέβαια, θα μπορούσε να ήταν πολύ επιτυχημένη, αλλά τώρα δεν έχει καμμιά σημασία για μένα. Όλη η χαρά μου και όλη η ζωή μου είναι να υπηρετώ τον Κύριο, τον οποίο πιστεύω…».

Το καλοκαίρι του 1956 ο άγιος βρίσκεται στην πόλη Αλούστα της Κριμαίας. Έχει χάσει την όρασή του. Κοντεύει να κλείσει τα ογδόντα χρόνια του και νοιώθει πως οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Αποφασίζει λοιπόν να συντάξει την «Πνευματική Διαθήκη» του προς τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Είναι μια ύστατη προσπάθεια να βοηθήση τα παιδιά του να ξεφύγουν από την μέγγενη του αθεϊσμού, να αντισταθούν στο αντίχριστο ρεύμα της εποχής, να ανακαλύψουν την «ύψιστη αλήθεια», τον Ιησού Χριστό, τηρώντας τις άγιες εντολές Του και υπηρετώντας τους πονεμένους ανθρώπους, τους «ελαχίστους αδελφούς» του Ιησού Χριστού.
Έχουμε την αίσθηση ότι η πνευματική διαθήκη του αγίου είναι και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη. Απευθύνεται και σε όλους εμάς, τα πνευματικά παιδιά του αγίου Λουκά, που τον τιμούμε και τον αγαπούμε.

Ας γίνουμε κι εμείς μιμητές του. Και σύμφωνα με την υπόσχεσή του θα μας επισκιάζουν οι πρεσβείες  και οι προσευχές του, τώρα που βρίσκεται μπροστά στο θρόνο του Θεού και Δημιουργού μας.

Αρχιμ. Νεκτάριος
Άγιον Πάσχα 2009

******

ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΓΙΟΥΣ ΜΟΥ, ΤΗΝ ΚΟΡΗ, ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΣΕΓΓΟΝΑ ΜΟΥ

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Είμαι πλέον 79 χρονών. Η καρδιά μου εξασθενεί και οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν και είναι ολοφάνερο ότι πλησιάζει η ώρα της αναχώρησής μου από τούτη τη γη.

Ο Απ. Παύλος άφησε διαθήκη σε όλους τους Χριστιανούς. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού».

Δεν τολμώ βέβαια να πω προς όλους τους Χριστιανούς, αλλά σε σας, τα παιδιά μου, μπορώ να πω: Μιμηθείτε εμένα, όπως και εγώ τον Απ. Παύλο.
Ήταν σκληρή και δύσκολη η ζωή μου, αλλά ουδέποτε προσευχήθηκα στο Θεό να γίνει εύκολη.

Διότι είναι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. 7, 14).

Και ακόμη, «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πράξ. 14, 22).
Διαβάστε ακόμη την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. «Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16,25).

Για περισσότερα από 25 χρόνια η ζωή μου ήταν συνυφασμένη με την εργασία του αγροτικού χειρουργού και καθηγητή της χειρουργικής και μετά ένδεκα χρόνια διώξεων για το όνομα του Χριστού μέσα στις φυλακές και στις σκληρές εξορίες.

Από το 1944 συνδύαζα την επίπονη διακονία του Επισκόπου με την θεραπεία των τραυματιών στο Ταμπώφ και μόλις το 1946 ολοκληρώθηκε η χειρουργική μου δραστηριότητα και παρέμεινε μόνον η Αρχιερατική.

Στον πολύ κόσμο ήταν ακατανόητο πώς μπορούσε ένας μεγάλος χειρουργός, που τιμήθηκε με το Α' βραβείο Στάλιν, να αφήσει τη χειρουργική και να γίνει Επίσκοπος. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σ' αυτό, γιατί από τα νεανικά μου κι' όλας χρόνια, ο Κύριος με προόρισε για την υπέρτατη μορφή διακονίας σ 'Αυτόν και τους ανθρώπους.

Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, στην τελετή αποφοίτησης, έλαβα από το Διευθυντή του σχολείου το απολυτήριο Γυμνασίου, το οποίο το είχε βάλει στο Ιερό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Το είχα διαβάσει και πριν, αλλά τώρα, όταν διάβασα εκ νέου τα λόγια του Χριστού απευθυνόμενα στους Αποστόλους: «ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Ματθ. 9, 37-38), η καρδιά μου σκίρτησε και αναφώνησα σιωπηλά: «Ω, Κύριε! Σου λείπουν οι εργάτες;».

Πέρασαν χρόνια. Έγινα διδάκτωρ της Ιατρικής και σκέφθηκα να γράψω το βιβλίο «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων». Όταν πήρα την απόφαση αυτή, μου ήρθε στο μυαλό η εξής περίεργη σκέψη: «Όταν θα ολοκληρωθή το βιβλίο αυτό, θα το υπογράφει το όνομα ενός επισκόπου». Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν αυτή η σκέψη. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, κατάλαβα ότι ήταν μία σκέψη που μου είχε υποβληθεί από τον Θεό, διότι μετά την πρώτη μου σύλληψη, στο γραφείο του διοικητή των φυλακών, ολοκλήρωσα την πρώτη έκδοση του βιβλίου μου και στο εξώφυλλο έγραφα:«Επίσκοπος Λουκάς, Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Πέρασαν ακόμη δύο χρόνια. Ήμουν στην πρώτη εξορία στη Σιβηρία, στην πόλη Γενισέισκ. Ήρθε τότε εντελώς ξαφνικά να με συναντήσει ένας μοναχός απ' το Κρασνογιάρσκ. Στην πόλη αυτή όλοι οι ιερείς είχαν προσχωρήσει στους «νεωτεριστές» και ο πιστός στην κανονική Εκκλησία λαός, έστειλε αυτό το μοναχό να χειροτονηθεί ιερέας, όχι σε μένα στο Γενισέισκ, αλλά στο Μινουσίνσκ σε έναν άλλο ορθόδοξο επίσκοπο. Μία ανεξήγητη όμως δύναμη τον καθοδήγησε σε μένα στο Γενισέισκ. Όταν με αντίκρυσε, ξαφνιάστηκε, πάγωσε και βουβάθηκε. Αποδείχθηκε πως, όταν με είδε, αναγνώρισε ξεκάθαρα εκείνον τον αρχιερέα που είχε δει σε ένα αξέχαστο όνειρο, να τον χειροτονεί ιερέα δέκα χρόνια πριν, ενώ εγώ εκείνον τον καιρό ήμουν δημογιατρός στην πόλη Περεζλάβλ, Ζαλέσκι.

Ο Κύριος ο Θεός με προίκισε με διάφορα ταλέντα. Ταυτόχρονα με το Γυμνάσιο, τελείωσα και τη Σχολή Καλών Τεχνών του Κιέβου. Είχα μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική και αποφάσισα να δώσω στην Ακαδημία Καλών Τεχνών στην Αγία Πετρούπολη. Στα μισά των εξετάσεων όμως τις εγκατέλειψα, γιατί θεώρησα πως πρέπει να υπηρετήσω τον Θεό και τους ανθρώπους με έργο πιο ωφέλιμο απ' ό,τι η ζωγραφική. Αν και κείνο το διάστημα είχε ξεκαθαρίσει μέσα μου η κατεύθυνση της ζωγραφικής δραστηριότητας την οποία θα ακολουθούσα, εάν δεν εγκατέλειπα τη ζωγραφική: θα ήταν καθαρά θρησκευτική κατεύθυνση, ή θα ακολουθούσα τα ίχνη των Β. Βασνετσώφ και Νέστερωφ.

Από τότε με απασχολούσαν πολύ και επίμονα τα δύσκολα ζητήματα της θεολογίας. Το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η έντονα έκδηλη επιθυμία να υπηρετώ τον Θεό και τους ανθρώπους, και μόνο χάρη σ' αυτό, παρά την μεγάλη αντιπάθειά μου προς τις φυσικές επιστήμες, έδωσα εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου και τελείωσα με άριστα.

Από το Πανεπιστήμιο κιόλας εκδηλώθηκε το μεγάλο μου ταλέντο του ανατόμου και χειρουργού και οι συμφοιτητές μου δεν ήθελαν καν να ακούσουν πως προτίθεμαι να γίνω δημογιατρός. Είχαν αποφασίσει ομόφωνα πως θα γίνω καθηγητής ανατομίας ή χειρουργικής. Απ' ό,τι γνωρίζετε, είχαν μαντέψει σωστά το μέλλον μου.

Ως δημογιατρός εργάστηκα για δεκατρία χρόνια από 12 έως 14 ώρες την ημέρα. Σκεφτόμουν σοβαρά να εγκαταλείψω το δημοτικό νοσοκομείο και να πάω σε απομακρυσμένα χωριά όπου οι δύστυχοι άνθρωποι πεθαίνουν δίχως νάχουν καμμιά ιατρική βοήθεια. Ο Κύριος, όμως, είχε αποφασίσει διαφορετικά για μένα. Με έστειλε στην Τασκένδη, όπου ήμουν ένας από τους διοργανωτές του Πανεπιστημίου Μέσης Ασίας και καθηγητής της τοπογραφικής ανατομίας και άμεσης χειρουργικής. Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 1920.

Στα χρόνια της πλήρους ασυδοσίας των αντιθρησκευτικών διαδηλώσεων και καρνάβαλων, όπου χλεύαζαν τον Κύριο Ιησού Χριστό, η καρδιά μου φώναξε: «Δεν μπορώ να σιωπώ».

Στην Τασκένδη γινόταν τότε κληρικολαϊκό συνέδριο. Ήμουν παρών και για κάποιο σημαντικό πρόβλημα είχα κάνει μια ενθουσιώδη ομιλία. Αυτή η ομιλία είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον Επίσκοπο Τασκένδης Ιννοκέντιο και στο τέλος του συνεδρίου μου είπε ξαφνικά. «Γιατρέ πρέπει να γίνετε ιερέας».

Ήταν εντελώς απροσδόκητο για μένα, αλλά τα λόγια του Αρχιερέα τα εξέλαβα ως κλήση του Θεού δια των χειλέων του και χωρίς να ταλαντευτώ ούτε ένα λεπτό, απάντησα. «Εντάξει, Σεβασμιώτατε, αν είναι θέλημα Θεού, να γίνω ιερέας».

Και την επόμενη Κυριακή, εγώ, ο καθηγητής της ιατρικής, με ξενοδανεικό ράσο παρουσιάστηκα στον Επίσκοπο που στεκόταν στον θρόνο και χειροτονήθηκα υποδιάκονος και κατά την διάρκεια της θ. Λειτουργίας διάκονος. Μετά από δύο εβδομάδες ήμουν ήδη ιερέας-εφημέριος στον καθεδρικό ναό.

Ένα χρόνο και δυο μήνες πριν από αυτό το μεγάλο γεγονός στη ζωή μου, πέθανε η σύζυγός μου και μητέρα σας. Ο μικρότερος από σας, ο Βαλεντίνος, ήταν τότε έξι χρονών και ο μεγαλύτερος, ο Μιχαήλ, δεκατεσσάρων.

Μετά από δύο χρόνια και τέσσερεις μήνες, ο Κύριος με αξίωσε του μεγάλου αξιώματος του επισκόπου. Η μεγάλη θεία πρόνοια για μένα και σας τα παιδιά μου φάνηκε στο ότι ο Κύριος κάλεσε στην αιωνία ζωή τη μητέρα σας, επιτρέποντας ν' ασθενήσει από καλπάζουσα φυματίωση, κι έτσι μου άνοιξε το δρόμο για τον μοναχισμό και την αρχιερατική διακονία. Όλες τις φροντίδες για σας, τα παιδάκια μου, τις ανέθεσα στον Κύριο και βέβαια, δεν διαψεύστηκα, ελπίζοντας σ’ Αυτόν. Για την μέριμνα και ανατροφή σας μου έστειλε μια σχεδόν άγνωστη έως τότε γυναίκα, τη Σοφία Σεργκέεβνα Βελέτσκαγια, η οποία, στη διάρκεια των φυλακίσεών μου και των τριών εξοριών, με μεγάλη αυταπάρνηση και αγάπη σήκωσε το βαρύ σταυρό των φροντίδων για σας στα χρόνια του λιμού, σας ανέθρεψε εξαιρετικά και σας έδωσε σχολική μόρφωση.

Αργότερα όλοι σας, οι τρεις γιοι και η κόρη μου, με τις φροντίδες και την βοήθεια των αγγέλων προστατών σας, ολοκληρώσατε τις ανώτατες σπουδές σας. Ο Μιχαήλ εδώ και καιρό έχει γίνει καθηγητής, ενώ ο Αλιόσα και ο Βάλια είναι διδάκτορες των ιατρικών και βιολογικών επιστημών και σε λίγο θα γίνουν επίσης καθηγητές.

Ο Κύριος δέχθηκε όλες τις θυσίες που του πρόσφερα, και όχι μόνο δέχθηκε, αλλά πολλά άλλαξε και διόρθωσε. Εγκατέλειψα τη χειρουργική, χάρη του κηρύγματος για τον Ιησού Χριστό. Δεν σκεφτόμουν καν τη δόξα του χειρουργού, που σίγουρα μου ανήκε. Ενώ στον Θεό η δόξα αυτή ήταν χρήσιμη, σε μεγάλο βαθμό αύξανε την δύναμη και τη σημασία του κηρύγματος μου. Το αναγνωρισμένο και φημισμένο βιβλίο μου «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το ολοκλήρωσα στην εξορία, όταν ήμουν πια αρχιεπίσκοπος. Για την αποφασιστικότητά μου να θυσιάσω τα πάντα προς δόξαν Του, ο Κύριος μου έδωσε ένα άλλο μεγάλο τάλαντο, του εκκλησιαστικού κηρύγματος, και οι εννιά τόμοι των κηρυγμάτων έχουν αναγνωριστεί από την πνευματική ακαδημία της Μόσχας ως «εξαιρετικό φαινόμενο στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» και «θησαυρός ερμηνείας της Αγίας Γραφής». Κι εγώ, ο αυτοδίδακτος στη θεολογία εξελέγην μέλος της πνευματικής Ακαδημίας της Μόσχας. Για την Εκκλησία, τα κηρύγματά μου θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων».

Εκτός απ’ αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, για τα οποία μίλησα παραπάνω και διά των οποίων ο Κύριος χωρίς να γνωρίζω πώς, μυστικά, με οδηγούσε στην Αρχιερατική διακονία, βίωσα πολλές φορές ακόμη την παρουσία του Θεού. Αισθάνθηκα αρκετά και αισθητά την παρουσία κι επικοινωνία με τον Θεό στην πνευματική ζωή και στις προσευχές μου.

Όμως, εάν για κάποιον από σας, όλα όσα είπα παραπάνω δεν είναι αρκετά (για να πεισθεί), νομίζω πως η ενασχόλησή του με τις φυσικές επιστήμες τόσο τον έχουν μαγέψει, που δεν θέλει να ακούει αυτά που έχω ζήσει, στα όσα έχω βιώσει αρκετά αισθητά και αδιαμφισβήτητα.

Άλλωστε, θα σας πω, όπως και νάχει, πόσο εκπληκτικά και ξεκάθαρα αποκαλύπτει ο Κύριος ο Θεός το θέλημά Του σε όσους Τον φοβούνται και Τον αγαπούν. Όταν ήμουν στο Λένινγκραντ για εγχείρηση, κατά την τέλεση της παννυχίδας, ο Κύριος με θαυματουργικό τρόπο και συγκλονιστική δύναμη που μου προκάλεσε ρίγη τρόμου, μου έδωσε την εντολή: «Ποίμαινε τα πρόβατα μου, βόσκε τα αρνία μου». Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ από ύπουλο διαβολικό πειρασμό, ξέχασα την εντολή αυτή του Θεού. Και ο σατανάς έβαλε και πάλι στην ψυχή μου την ασυγκράτητη ορμή για τη χειρουργική. Γι’ αυτό και ο Κύριος με τιμώρησε με αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Δύο φορές χειρούργησε το μάτι μου ο καθηγητής Οντιντσώφ, αλλά ανεπιτυχώς, γιατί η τιμωρία έπρεπε να μείνει πάνω μου.

Τη μέρα μετά τη δεύτερη εγχείρηση, όταν ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια δεμένα, με κυρίευσε και πάλι το πάθος για τη χειρουργική, ενώ ο Κύριος μου έστειλε ένα εκπληκτικό όνειρο: Ήμουν σε μία εκκλησία χωρίς φώτα. Το μόνο φωτισμένο σημείο ήταν το ιερό. Λίγο πιο πέρα απ’ το ιερό υπήρχε η λάρνακα ενός αγίου. Πάνω στην Αγία Τράπεζα είχαν βάλει μια σανίδα και είχαν ακουμπήσει πάνω ένα γυμνό ανθρώπινο πτώμα. Πίσω και δίπλα στο ιερό, είδα τους φοιτητές και τους γιατρούς να καπνίζουν τσιγάρα κι εγώ να τους κάνω μάθημα ανατομίας πάνω στο πτώμα.

Ξαφνιάστηκα από ένα κρότο και, όταν γύρισα το κεφάλι μου, είδα ότι είχε πέσει το σκέπασμα από τη λάρνακα του αγίου. Ο άγιος ανακάθισε μέσα στη λάρνακα, γύρισε και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο και επίπληξη. Με τρόμο κατανόησα, τελικά, το τεράστιο βάρος της αμαρτίας μου, την παρακοή μου στην εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού, «ποίμαινε τα πρόβατα μου, ποίμαινε τα αρνία μου». Εδώ και δεκαπέντε χρόνια εκλιπαρώ τον Κύριο Ιησού Χριστό να με συγχωρήσει, επαναφέροντας στην μνήμη μου με σαφήνεια το τρομακτικό μου όνειρο και το σώμα του νεκρού που κείτονταν στην Αγία Τράπεζα. Πρόσφατα πληροφορήθηκα από τον Θεό πως η αμαρτία μου συγχωρήθηκε. Από μέρα σε μέρα, όλο και λιγότερο ξεκάθαρα έβλεπα το πτώμα στην Αγία Τράπεζα, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς.

Και τώρα, παιδιά μου, ας περάσω στα τελευταία λόγια των εντολών και διαθηκών μου προς εσάς.

Πιστεύω βαθειά στον Θεό και όλη την ζωή μου την έκτισα πάνω στις εντολές Του. Και σε σας κληροδοτώ όλη τη ζωή σας να την αφιερώσετε στον Θεό και να χτίζετε όλα και πάντα πάνω στις εντολές του Χριστού.

Για πολύ καιρό και με μεγάλη επιμονή έπλεα κόντρα στο ρεύμα και σε σας τα παιδιά μου κληροδοτώ να πλέετε κόντρα στο ρεύμα, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό. Να αποστρέφετε το βλέμμα σας και την καρδιά σας από εκείνη τη μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας, που επιδιώκει όχι τους υψηλούς στόχους, αλλά εκείνους που είναι πιο εύκολο να επιτευχθούν. Να μην προσχωρήσετε σ' αυτή τη μεγάλη πλειοψηφία που ζει όχι με το δικό της νου, αλλά με το νου των ηγετών και χτίζει τη ζωή της, όχι με τις ιερές εντολές του Χριστού, αλλά με τις υποδείξεις εκείνων που έχουν την εξουσία να καθοδηγούν τους ανθρώπους μόνον εκεί, όπου κατά τη γνώμη τους πρέπει να πηγαίνουν, όχι χάρη της βασιλείας των ουρανών, αλλά για χάρη της επίτευξης των αγαθών της επίγειας βασιλείας.

Σκοπό της ζωής να θέσετε την επιδίωξη της ύψιστης αλήθειας και να μην παρεκκλίνετε απ’ αυτό το δρόμο, αν σας αναγκάσουν να υπηρετήσετε τους σκοπούς της κατώτερης αλήθειας, καταπατώντας την ύψιστη αλήθεια του Χριστού.

Να είσαστε έτοιμοι ακόμη και για το μαρτύριο, εφ' όσον πλέετε κόντρα στο ρεύμα, να τηρείτε πλήρη πίστη ακόμη και στις σκέψεις, στους άντρες και τις γυναίκες σας, όπως τήρησα κι εγώ.

Στις επιστημονικές ενασχολήσεις και στο έργο σας πάνω στη μελέτη των μυστηρίων της φύσης, μην επιδιώκετε τη δόξα για τον εαυτό σας, αλλά μόνο το να ελαφρύνετε τον πόνο των ασθενών και αβοήθητων συνανθρώπων σας.

Να θυμάστε ότι σ' αυτό το έργο εγώ, ο πατέρας σας, αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Μιμηταί μου γίνεσθε, όπως κι εγώ του Απ. Παύλου και να μην εργάζεστε για την κοιλιά σας, αλλά πρώτ' απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να φροντίζετε εκείνους που δίχως την βοήθειά σας δεν μπορούν να απελευθερωθούν από τη μέγγενη της ανέχειας και του ψέμματος.

Εάν εκπληρώσετε όλα, όσα κληροδοτώ σε σας, θα κατέβη σε σας η ευλογία του Θεού, σύμφωνα με τα αδιάψευστα λόγια του προφητάνακτα Δαβίδ. «Το δε έλεος του Κυρίου από του αιώνος και έως του αιώνος επί τους φοβούμενους αυτόν, και η δικαιοσύνη αυτού επί υιοίς υιών τοις φυλάσσουσι την διαθήκην αυτού και μεμνημένοις των εντολών αυτού του ποιήσαι αυτάς» (Ψαλμ. 102).

Γι' αυτή την ευλογία και τη χάρη του Θεού πάντα προσευχόμουν στη ζωή μου για σας τα παιδιά μου, τα εγγόνια και δισέγγονά μου και, βέβαια, πάντα θα προσεύχομαι στην αιώνια ζωή, όταν θα σταθώ εμπρός στο βήμα του Θεού μου και Θεού σας, Δημιουργού μου και Δημιουργού σας.
Και ο καιρός αυτός προφανώς είναι κοντά, γιατί εξασθένησαν η καρδιά μου και οι δυνάμεις μου.

Ο πατέρας σας,
Αλούστα 22 Ιουλίου 1956
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΑΓΜΑΤΑ

Διηγήθηκε ο Γέροντας στον ιερομόναχο Γ.:

«Ένιωθα κάποια δυσκολία να προσευχηθώ στον Χριστό. Την Παναγία την έχω σαν μάννα. Την Αγία Ευφημία το ίδιο. Την φωνάζω: «Αγία Ευφημούλα μου». Στον Χριστό ένιωθα δύσκολα. Την εικόνα Του με φόβο την φιλούσα. Και όταν την ώρα που έλεγα την ευχή έφευγε καμμιά φορά ο νους μου από τον Χριστό, δεν στενοχωριόμουνα.
«Ποιος είμαι εγώ, για να χω συνέχεια τον νου μου στον Χριστό», σκεπτόμουν. Και συνέβη αυτό που θα σου πω:...

Ήταν βράδυ του Τιμίου Προδρόμου, θα ξημέρωνε του αγίου Κάρπου. Νιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμμιά όρεξη να κοιμηθώ. Σκέφτομαι:
«Ας καθήσω να γράψω κάτι για τον παπα-Τύχωνα να το στείλω στις αδελφές». Μέχρι τις 8.30' αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες.
Αν και δεν νύσταζα, είπα να ξαπλώσω, γιατί ένιωθα λίγη κούραση στα πόδια. Παίρνει να φωτίζη.
Στις 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά το πρωί) δεν είχα κοιμηθή.
Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος του Κελλιού μου (δίπλα στο κρεββάτι προς το εργαστήριο). Βλέπω τον Χριστό μέσα στο φως, σε απόσταση έξι μέτρα περίπου.
Τον έβλεπα από το πλάι. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και τα μάτια του γαλανά. Δεν μου μίλησε. Κοίταξε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. Δεν έβλεπα με τα σωματικά μάτια.
Αυτά είτε ανοιχτά είναι είτε κλειστά, καμμιά διαφορά δεν έχει. Έβλεπαν τα μάτια της ψυχής.
Όταν Τον είδα σκέφθηκα: Πώς μπόρεσαν να φτύσουν τέτοια μορφή;
Πώς μπόρεσαν -οι αθεόφοβοι- να ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πώς μπόρεσαν να μπήξουν καρφιά σ’ αυτό το σώμα;
Πα! πα! πα! Απόμεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση!
Δεν μπορώ να εκφράσω με δικά μου λόγια την ομορφιά αυτή.
Ήταν αυτό που λέει: «Ο Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια εικόνα Του. Μόνο μία κάποτε -δεν θυμάμαι που- έμοιαζε κάπως.
Θ’ άξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δη αυτή την ομορφιά για μια στιγμή μόνο. Τι μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαρισθούν στον άνθρωπο, και με τι τιποτένια ασχολούμαστε!
Πιστεύω πως είναι ένα δώρο που μου έκανε ο παπα-Τύχων. Να μην το πης σε κανέναν. Πολύ το σκέφθηκα να το πω και σε σένα. Βλέπεις τόση ώρα δεν σου μίλησα, τώρα που φεύγεις».
Ύστερα από δύο μέρες όταν ξανασυναντήθηκαν, ο Γέροντας είπε:
«Όλη τη νύχτα έκλαιγα γιατί σου το πα. Δεν φοβάμαι πως θα το πεις. Αλλά εγώ ζημιώθηκα.»
Το γεγονός αυτό το αισθάνθηκε και μια αδελφή στην Σουρωτή και έγραψε στον Γέροντα: «Τάδε του μηνός, τάδε ώρα... Τα υπόλοιπα θα μας τα πείτε εσείς».
Και πράγματι, όταν αργότερα βγήκε έξω, τους το διηγήθηκε και μάλιστα περιέγραψε και αγιογράφησαν τον Χριστό, όπως ακριβώς τον είδε.

(Από το βιβλίο του ιερομονάχου ΙΣΑΑΚ «ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ». Περιέχεται στο βιβλίο «Γέροντας Παΐσιος - Ο Ασυρματιστής του Στρατού και του Θεού»)

ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (+)ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
Ε' ΕΚΔΟΣΙΣ-ΑΘΗΝΑΙ 2002
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το «Ημερολογιακόν Ζήτημα» από ετών ταράσσει την Εκκλησίαν. Σημείον αντιλεγόμενον έχει καταστή.
Οι Παλαιοημερολογίται διακηρύττουν απεριφράστως ότι ακολουθούν το «σωστόν», το «γνήσιον», εξ ου και αυτοκαλούνται «Γνήσιοι - Ορθόδοξοι - Χριστιανοί», Γ.Ο.Χ., φθάσαντες εις το σημείον να πιστεύουν και να διακηρύττουν ότι ο Παράδεισος είναι μόνον δι' αυτούς. Δι' ημάς δε τους υπολοίπους, τους Νεοημερολογίτας, τους «Φράγκους», τους «Σχισματικούς», τους «αιρετικούς» ως μας αποκαλούν, παραμένει η Κόλασις.
Ακόμη διακηρύττουν απεριφράστως ότι τα Μυστήριά μας είναι άκυρα, καθ' ο «άχαρα», άνευ χάριτος.
Οι του Νέου δε Ημερολογίου, ως επί το πλείστον, αδιαφορούν δια τα προαναφερθέντα, ωρισμένοι αντιδρούν, άλλοι περνούν και εις την αντεπίθεσιν και ολίγοι προβληματίζονται προ των κατηγοριών των Παλαιοημερολογιτών μη γνωρίζοντες τι να πράξουν.
Υπάρχουν λοιπόν θέματα, κατά την γνώμην μας, εις αμφοτέρας τας παρατάξεις, που άλλοτε ολίγον άλλοτε πολύ κερδίζει εξ αυτών μόνον ο Διάβολος.
Το παρόν, έργον ανέκδοτον, απάντησις εις τινα Θεολόγον Μοναχόν, του αειμνήστου Πατρός Ιωήλ Γιαννακόπουλου, γνωστού απολογητού των Ορθοδόξων θέσεων, έρχεται να ρίξη άπλετον φως εις το εν προκειμένω αντιλεγόμενον ζήτημα του Ημερολογίου και να καταστήση αναπολογήτους όλους εκείνους, οίτινες καταδικάζουν την ενέργειαν της Εκκλησίας, (ενός ζωντανού Οργανισμού), ώστε να διορθώση το Ημερολόγιον, αλλά και να διαφωτίση τους θέλοντας, ίνα ούτω ειρηνεύσουν αι συνειδήσεις και μη κερδίζη πλέον ο Διάβολος.
Το παρόν εκδίδεται εκ χειρογράφου, ευρισκομένου εις χείρας πνευματικού τέκνου του αειμνήστου Κληρικού, εις το οποίον είχε κάμει διορθώσεις τινάς ο ίδιος ο συγγραφεύς ολίγον προ της εκδημίας του (Δεκέμβριος 1966).

ΠΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙ ΝΕΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οι Παλαιοημερολογίται μου είναι άνθρωποι συμπαθείς, διότι παρ' όλην την άγνοιαν που έχουν εις το Παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα, έχουν ζήλον και φόβον Θεού. Δια τον λόγον αυτόν δεν ηθέλησα να ασχοληθώ ούτε προφορικώς εις διάλεξίν μου τινά περί του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, ούτε να γράψω και δημοσιεύσω τι περί αυτού. Εθεώρησα σκοπιμώτερον να ασχοληθώ συγγραφικώς περί τον υπομνηματισμόν της Παλ. Διαθήκης και γύρω από τους Ευαγγελικούς, Χιλιαστάς και λοιπά θέματα προς διαφωτισμόν τους ευσεβούς λαού μας και ουδόλως με τους Παλαιοημερολογίτας.
Εις όμως παλαιοημερολογίτης Θεολόγος Μοναχός, αντί να ασχοληθή και αυτός με τόσας αιρέσεις που κατακλύζουν την Πατρίδα μας, ήτοι Χιλιαστάς, Ευαγγελικούς κ.λ.π. και να γράψη τι κατ' αυτών, καταφέρεται καθ' ημών γραπτώς και προφορικώς, ονομάζων ημάς κακοδόξους, αιρετικούς, αβαπτίστους. Δεν αρκείται εις την γενικήν και ανώνυμον αυτήν καταφοράν καθ' ημών, αλλά κατ' επανάληψιν εις το παρελθόν έγραψε κατ' εμού προσωπικώς και εσχάτως εις το τελευταίον βιβλίον του: «Ποία η διαφορά μεταξύ Παλαιού και Νέου Ημερολογίου» με αποκαλεί εν σελίδι 19 νεωτεριστήν, πάντα δε νεωτεριστήν θεωρεί εν σελίδι 43 αβάπτιστον.
Έπειτα απ' όλα αυτά, νομίζω, ότι δεν έπρεπε να σιωπήσω, διότι η σιωπή μου δύναται να θεωρηθή ως αδυναμία μου ή ως σιωπηρά συγκατάθεσις μου εις το Παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα. Επειδή δε ο Μοναχός ούτος φέρει τον τίτλον του Θεολόγου, η σιωπή μου θα επηρεάση ακόμη περισσότερον τους αναγνώστας του βιβλίου του.
Απεφάσισα λοιπόν να απαντήσω. Και ιδού πως: Θα βασισθώ εις το τελευταίον βιβλίον του «Ποία η διαφορά μεταξύ Παλαιού και Νέου Ημερολογίου» και με την βοήθειαν του Πηδαλίου της Εκκλησίας μας και με τας γνώμας των Αγίων Πατέρων και τα δεδομένα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας θα φέρω εις φως όλους τους παραλογισμούς και τας πλάνας του εν λόγω Μοναχού.
Και συγκεκριμένως: Επειδή ούτος
α) συγχέει το νέον ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν, το Παπικόν ημερολόγιον,
β) αγνοεί τον τρόπον του κανονισμού του Πάσχα υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου,
γ) αγνοεί τον τρόπον του εορτασμού της μεγάλης ακινήτου εορτής των Χριστουγέννων και των συναφών προς αυτήν εορτών και
δ) δεν έχει ιδέαν περί παραδόσεων, Εκκλησίας και σχίσματος, θα διαιρέσω την απάντησίν μου εις τέσσαρα μέρη:
α) Ιουλιανόν και Γρηγοριανόν Ημερολόγιον,
β) το Πάσχα και ο χρόνος εορτασμού του κύκλου των κινητών εορτών,
γ) τα Χριστούγεννα και αι συναφείς προς αυτά ακίνητοι εορταί και δ) αι παραδόσεις της Εκκλησίας, η Εκκλησία μας και το σχίσμα.

Α' ΙΟΥΛΙΑΝΟΝ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Ο εν λόγω Μοναχός συνταυτίζει το Νέον Ημερολόγιον, το οποίον ακολουθούμεν ημείς οι Νεοημερολογίται, με το Γρηγοριανόν ή Παπικόν ή Φραγκικόν Ημερολόγιον εν σελίδι ΙΙ του εν λόγω βιβλίου του, εν ω το υπ' αυτών ακολουθούμενον Παλαιόν (Ιουλιανόν) Ημερολόγιον θεωρεί εν την αυτή σελίδι ως πατροπαράδοτον γνήσιον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον.
 Όχι, αγαπητέ Μοναχέ! Έχεις παχυλήν άγνοιαν του Ημερολογίου ή εν γνώσει σου σκοτίζεις και διαστρέφεις τα πράγματα. Το νέον Ημερολόγιον, το οποίον ακολουθούμεν ημείς, δεν είναι Γρηγοριανόν, Παπικόν, Φραγκικόν, όπως το ονομάζεις συ, αλλά Ιουλιανόν. Θέλεις απόδειξιν αυτού; Άκουσον:
Πρώτον:
Άνοιξε μίαν οιανδήποτε Κοσμογραφίαν που διδάσκεται εις τας ανωτέρας τάξεις του Γυμνασίου. Θα ίδης εις το κεφάλαιον περί του Ημερολογίου την διαφοράν Γρηγοριανού και Ιουλιανού Ημερολογίου από απόψεως καθαρώς ημερολογιακής. Ιδού τι λέγει η Κοσμογραφία της ΣΤ' τάξεως του Γυμνασίου εν σελ. 5: Γνωρίζομεν ότι το έτος αποτελείται ακριβώς από 365,242217 ηλιακάς ημέρας. Η διάρκεια του πολιτικού έτους του Ιουλιανού Ημερολογίου είναι 365 ημέρας και ¼ της ημέρας, διότι ανά τέσσερα χρόνια προστίθεται μία ημέρα η 29η Φεβρουαρίου. Επομένως το Ιουλιανόν Ημερολόγιον υπερέχει, είναι μεγαλύτερον του πραγματικού έτους κατά (365, 25-365, 242217) = 0,007783 ηλιακάς ημέρας. Η διαφορά αύτη εντός 400 ετών ανέρχεται εις 3,1132 ημέρας ανά 400 έτη. Ίνα διορθώση το σφάλμα τούτο ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ', βοηθούμενος υπό του αστρονόμου LILIO, διέταξεν όπως η μετά την 4ην Οκτωβρίου 1582 ημέρα κληθή 15η Οκτωβρίου και ουχί 5η Οκτωβρίου. Ίνα δε μη εις το μέλλον επαναληφθή το σφάλμα αυτό, ώρισεν όπως εντός 400 ετών μη λαμβάνωνται 100 δίσεκτα έτη, ως γίνεται κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, αλλά μόνον 97. ούτω κατά το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, η χρονολογία υστερεί εντός 400 ετών, μόνον κατά 0,1132 ημέρας.
Πρέπει να παρέλθουν 4.000 έτη, όπως η χρονολογία υστερήση κατά 1,132 ημέρας.
Προς διόρθωσιν του Ιουλιανού Ημερολογίου ώρισεν ο Πάπας Γρηγόριος όπως τα έτη των αιώνων (λόγου χάριν 1600, 1700, 1800) μη είναι δίσεκτα, εκτός αν ο αριθμός των εκατοντάδων διαιρήται δια 4. Ούτω το έτος 1600 ήτο δίσεκτον κατά το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, διότι ο αριθμός των εκατοντάδων 16 είναι διαιρετός δια 4, δια το Ιουλιανόν Ημερολόγιον είναι ομοίως δίσεκτον, διότι ο αριθμός 1600 είναι διαιρετός δια 4. Τα έτη όμως 1700, 1800, 1900 είναι δίσεκτα κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, διότι οι αριθμοί ούτοι 1700, 1800, 1900 είναι διαιρετοί δια 4, δια το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν είναι δίσεκτα, διότι οι αριθμοί των εκατοντάδων 17, 18, 19 δεν είναι διαιρετοί δια 4.
Ούτω μετά πάροδον από σήμερον 1600 περίπου ετών, όσα περίπου παρήλθον από της Α' Οικουμενικής Συνόδου μέχρι σήμερον, ημείς, επειδή ακολουθούμεν το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και θα έχωμεν δίσεκτα έτη τα διαιρετά δια 4, θα έχωμεν νέαν διαφοράν 13 ημερών, εν ω το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν θα έχη, διότι ανά 400 έτη θα έχη 97 δίσεκτα έτη και ουχί 100.
Ιδού η διαφορά Νέου Ημερολογίου που ακολουθούμεν ημείς και του Γρηγοριανού, το οποίον ακολουθούν οι Δυτικοί από καθαρώς ημερολογιακής απόψεως! Εκείνοι θα έχουν 97 έτη δίσεκτα ανά 400 έτη, ημείς όμως θα έχωμεν 100. ο Πάπας Γρηγόριος δεν ηρκέσθη εις την ημερολογιακήν αυτήν μεταρρύθμισιν. Προσήρμοσε και το Πάσχα του προς το Ημερολόγιον του αγνοήσας το Πάσχα των Εβραίων και την απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου σχετικήν με το Χριστιανικόν Πάσχα και το Εβραϊκόν.

Β' ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ
Εάν ανοίξωμεν το Πηδάλιον, θα ίδωμεν εις την σελίδα 9, ότι 4 σημεία είναι εκείνα τα οποία πρέπει να τηρώνται δια την εορτήν του Πάσχα!
α) Εαρινή ισημερία.
β) Πρώτη πανσέληνος μετά την ισημερίαν ταύτην.
γ) Μετά το Νομικόν Πάσχα και
δ) Η πρώτη Κυριακή μετά από όλα αυτά
Το Γρηγοριανόν ή Παπικόν Ημερολόγιον λαμβάνει υπ' όψιν του μόνον τα τρία: Εαρινήν ισημερίαν, πανσέληνον και Κυριακήν. Αγνοεί εντελώς το Νομικόν Πάσχα των Εβραίων. Ούτως οι Παπικοί συνεορτάζουν το Πάσχα των μετά των Εβραίων ή προηγούνται αυτού παρά τον 7ον Κανόνα των Αποστόλων και παρά την ιστορικήν ακρίβειαν, καθ' ην ο Κύριος ανέστη μετά το Πάσχα των Εβραίων. Ημείς όμως οι Νεοημερολογίται λαμβάνομεν υπ' όψιν και τα 4 σημεία του Πάσχα και ούτω διαφέρομεν του Γρηγοριανού ή Παπικού Ημερολογίου και Εκκλησιαστικώς. Εορτάζομεν δηλαδή το Πάσχα μας μετά το Πάσχα των Εβραίων, συμφώνως με την διάταξιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Επομένως: Ημερολογιακώς και Εκκλησιαστικώς διαφέρομεν σεις και ημείς με το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον. Σεις και ημείς ακολουθούμεν Ημερολογιακώς και Εκκλησιαστικώς το Ιουλιανόν Ημερολόγιον!
Διατί συνταυτίζεις τελείως το Νέον Ημερολόγιον, αυτό που ακολουθούμεν ημείς, με το Παπικόν Γρηγοριανόν, αφού υπάρχη τόση μεγάλη διαφορά από Ημερολογιακής και Εκκλησιαστικής απόψεως μεταξύ των; Αλλοίμονον σου! Θα δώσης μεγάλον λόγον εις τον Θεόν. Μαντεύω την αντίρρησίν σου. Θα μου είπης: Διατί να γίνη η προώθησις των 13 ημερών; Σου απαντώ: Η προώθησις αύτη μόνη της δεν έθιξε το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, αλλά το μηνολόγιον του Ημερολογίου τούτου. το Ημερολόγιόν μας παρέμεινεν και θα παραμείνη Ιουλιανόν. Ιουλιανόν έχετε σεις. Ιουλιανόν έχομεν και ημείς. Χώνεψέ το καλά αυτό μέσα εις το μυαλό σου. Μόνον ότι το ιδικόν μας Ιουλιανόν είναι διορθωμένον.
Και πάλιν θα μου είπης:
Έστω. Διατί να μεταβληθή το μηνολόγιον του Ιουλιανού Ημερολογίου;
Σου απαντώ: Γνωρίζομεν από το Πηδάλιον της Εκκλησίας μας ότι οι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που εκανόνισαν το Πάσχα με βάσιν την εαρινήν ισημερίαν, είχον τότε εαρινήν ισημερίαν 21 Μαρτίου. Αυτό μας το λέγει το Πηδάλιον. Ιδέ σελίδα 9. Μετά την πάροδον όμως 1600 περίπου ετών από τότε μέχρι σήμερον, εξέπεσαμεν από την ημερομηνίαν εκείνην και εφθάσαμεν να έχωμεν εαρινήν ισημερίαν την 8ην Μαρτίου. Και αυτό αναφέρεται εις το Πηδάλιον. Ιδέ σελίδα 9.
Με ένα πήδημα λοιπόν 13 ημερών ημείς οι λεγόμενοι «Νεοημερολογίται» έχομεν εαρινήν ισημερίαν εκείνην που είχον οι Άγιοι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ούτω έχομεν την παλαιάν ημερομηνίαν της εαρινής ισημερίας, 21 Μαρτίου, ενώ σεις έχετε την νέαν ημερομηνίαν της ισημερίας ταύτης, 8 Μαρτίου. Επομένως ημείς ακολουθούμεν την παλαιάν ημερομηνίαν, σεις την νέαν ημερομηνίαν. Ημείς πηγαίνομεν με το παλαιόν Ιουλιανόν Ημερολόγιον της Α' Οικουμενικής Συνόδου, σεις με το Νέον Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Κατά συνέπειαν ημείς είμεθα όντως Παλαιοημερολογίται και σεις Νεοημερολογίται, διότι και πάλιν σου επαναλαμβάνω έχομεν την 21ην Μαρτίου ως εαρινήν ισημερίαν όπως είχον οι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου, ενώ σεις εξεπέσατε και έχετε την 8ην Μαρτίου.
Θα μου είπης: Διατί ο Άγιος Νικόδημος μαζί με τον Χρυσόστομον εις τα υποσημειώσεις του Πηδαλίου, σελ. 9, καταφέρεται κατά της προωθήσεως των 10 ημερών υπό του Γρηγοριανού Ημερολογίου;
Απαντώ: Ο Ιερός Χρυσόστομος ουδεμίαν σημασίαν δίδει εις τας ημερομηνίας των εορτών ως κόπτεσθε σεις δι' αυτάς. Μας το λέγει ρητώς:
«Ει τω δείνα μηνί ει τω δείνα μηνί εορτάσητε το Πάσχα ουδείς ποτέ εκολάσθη ουδέ ενεκλήθη».
Ήκουσες; Εάν εορτάσωμεν την τάδε του μηνός ή την τάδε του μηνός ημέραν το Πάσχα ή άλλην εορτήν ουδείς ποτέ εκολάσθη ούτε κατηγορήθη. Εκείνο το οποίον ενδιαφέρει τον Άγιον αυτόν Πατέρα είναι ο εορτασμός του Πάσχα κατά τους ορισμούς της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ποίοι είναι οι όροι αυτοί; Μα τους αναλύει θαυμασίως ο Άγιος Νικόδημος εις τους υπομνηματισμούς του Πηδαλίου της Εκκλησίας μας. Ο Άγιος δηλαδή Νικόδημος καταφέρεται κατά του Γρηγοριανού Ημερολογίου εις τας υποσημειώσεις του Πηδαλίου του, διότι το Ημερολόγιον αυτό δεν λαμβάνει υπ' όψιν του το Πάσχα των Εβραίων και ούτω οι Δυτικοί εορτάζουν ενίοτε προ του Εβραϊκού Πάσχα ή μαζί με αυτό παρά τον 7ον Κανόνα των Αποστόλων και την ιστορικήν αλήθειαν, καθ΄ ότι ο Κύριος ανέστη μετά το Πάσχα των Εβραίων. Ιδού τι λέγει ο Άγιος Νικόδημος εις την πρώτην υποσημείωσιν αυτού του Κανόνος:
«Το να κάνη τις το Πάσχα μετά την 21ην Μαρτίου ως κάμνομεν ημείς οι Γραικοί ή μετά την 11ην Μαρτίου ως κάμνουν οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα. Το να σχίση όμως την Εκκλησίαν είναι αμάρτημα ασυγχώρητον».
Πως σχίζουν οι Δυτικοί την Εκκλησίαν; Μας το λέγουν ευθύς αμέσως τα σχόλια του ιδίου Αγίου Πατρός Νικοδήμου:
«Η ακρίβεια αύτη (του Γρηγοριανού Ημερολογίου) προξενεί δύο μεγάλας ατοπίας εις τους Λατίνους το να εορτάζουν δηλαδή το Πάσχα ή μετά Ιουδαίων ή προ των Ιουδαίων».
Βλέπεις λοιπόν, αγαπητέ μου, τι λέγει το Πηδάλιον; Δεν είναι έγκλημα, δεν είναι σχίσμα, ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός του Πάσχα, αλλά κακόν είναι να γίνεται το ιδικόν μας Πάσχα προ του Πάσχα των Εβραίων ή μαζί με αυτό. Ιδού που ο Άγιος Νικόδημος εντοπίζει την κυρίαν διαφοράν Γρηγοριανού και Ιουλιανού Ημερολογίου. Να μη γίνεται το Πάσχα μας προ ή μαζί με το Πάσχα των Εβραίων. Αυτό όμως αποφεύγεται από ημάς. Διατί λοιπόν συ ταυτίζεις και συγχέεις το Νέον Ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν;
Θα μου είπης: Δεν έπρεπε να ονομάσωμεν την 8ην Μαρτίου 21ην, ώστε να προωθήσωμεν το μηνολόγιόν μας κατά 13 ημέρας. Το Πηδάλιον μας είπεν, ως είδομεν άνω, ότι δεν είναι έγκλημα, όταν εορτάζωμεν το Πάσχα εις δύο διαφόρους χρόνους μετά την 8ην Μαρτίου ή μετά την 21ην Μαρτίου, αρκεί να γίνεται μετά το Πάσχα των Εβραίων. Πολύ περισσότερον δεν έχει ουδεμίαν σημασίαν αφού σεις και ημείς εορτάζομεν το Πάσχα την αυτήν ημέραν και η ημέρα αύτη είναι δι' ημάς η 22α Μαρτίου και ημείς την ονομάζομεν 1ην Απριλίου. Αφού δηλαδή κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον και το Πηδάλιον της Εκκλησίας, ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός του Πάσχα δεν είναι έγκλημα, ουδέ καταδίκη τις, πολύ περισσότερον δεν έχει σημασίαν ο παρ' ημίν κατά τον χρόνον μεθ' υμών, αλλά κατά διάφορον ημερομηνίαν εορτασμός του, αρκεί να γίνεται μετά το Πάσχα των Εβραίων. Είδες ποία η διπλή διαφορά από Ημερολογιακής και Εκκλησιαστικής απόψεως μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού; Ας έλθωμεν όμως να εξετάσωμεν πλατύτερον το θέμα του εορτασμού του Πάσχα.
Δεύτερον:
Το Πάσχα: Εν σελίδι 14 του βιβλίου σου γράφεις δια το Πάσχα: «Οι Θεοφόροι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν το Πάσχα, κατ' έμπνευσιν του Παναγίου Πνεύματος, ίνα κυμαίνεται από 22 Μαρτίου μέχρι 25 Απριλίου». Ή αγνοείς τα πράγματα ή τα διαστρέφεις εν γνώσει σου!
Εις πρακτικά της Α' Οικουμενικής Συνόδου ουδαμού μνημονεύεται η ημερομηνία αύτη που γράφεις συ, αλλά 4 σταθερά, ως είπον και προηγουμένως, τα οποία αναφέρει το Πηδάλιον:
Πρώτον: ισημερία.
Δεύτερον: Πανσέληνος.
Τρίτον: Νομικόν Πάσχα.
Και τέταρτον: Ημέρα Κυριακή. Και επί λέξει:
«Τέσσαρα τινα αναγκαία ζητούνται δια το ιδικόν μας Πάσχα. Πρώτον, ότι το Πάσχα πρέπει να γίνεται πάντοτε ύστερα από την ισημερίαν της ανοίξεως. Δεύτερον, ότι δεν πρέπει να γίνεται εις την αυτήν ημέραν με το Νομικόν Πάσχα (τα οποία ταύτα και τα δύο διορίζονται από τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα). Τρίτον, να μη γίνεται απλώς και αορίστως ύστερα από την εαρινήν ισημερίαν, αλλά ύστερα από την πρώτην πανσέληνον, όπου τύχη μετά την ισημερίαν. Και τέταρτον, να γίνεται την πρώτην Κυριακήν ύστερα από την πανσέληνον. (Ταύτα τα δύο εκ παραδόσεως έχομεν και όχι από Κανόνα)». Πηδάλιον σελ. 9-10.
Βλέπεις, ποία είναι τα «αναγκαία», ως ονομάζεις αυτά, χρονικά σημάδια, τα «απαραίτητα», δια τον εορτασμόν του Πάσχα; Διατί λοιπόν συ θέτεις ένα μόνον όρον, την ημερομηνίαν 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου που πρέπει να κυμαίνεται το Πάσχα; Διαστρέφεις το κείμενον του Πηδαλίου, αφού ουδόλως αναφέρεται ως αναγκαίον στοιχείον του υπολογισμού του Πάσχα η ημερομηνία 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου, αλλά τα τέσσαρα «χρονόμετρα» που αναφέρθησαν: Εαρινή Ισημερία, Πρώτη Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή.
Μαντεύω την απορίαν σου: Η ημερομηνία 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου που κυμαίνεται το Πάσχα με το Παλαιόν Ημερολόγιον ουδόλως θα ληθφή υπ' όψιν; Πως αναγράφεται αύτη εις το τέλος των Ευαγγελίων της Εκκλησίας και βάσει αυτών κανονίζονται τα Ευαγγελικά και Αποστολικά αναγνώσματα όλου του έτους;
Αγαπητέ μου, η ημερομηνία αύτη έχει την θέσιν της, όχι όμως εκείνην που της δίδεις συ. Η ημερομηνία 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου δεν είναι μοναδική χρονολογία υπολογισμού του Πάσχα, ως την παρουσιάζεις συ, αλλά Πέμπτη κατά σειράν και συμπτωματική, διότι κανονίζεται από τα τέσσερα «αναγκαία» στοιχεία: Εαρινή ισημερία. Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή. Συνέπεσε δηλαδή, κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδον, η εαρινή ισημερία να είναι την 21ην Μαρτίου και το Πάσχα των Εβραίων να κυμαίνεται μέχρι 20 Απριλίου, ωρίσθη το Πάσχα μας την 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου.
Εάν όμως αύριον οι Εβραίοι διορθώσουν το ημερολόγιόν των κατά 13 ημέρας και ούτω το Πάσχα των γίνη ενωρίτερον του σημερινού, τότε προκειμένου να τηρηθή ένα από τα 2 απαραίτητα σημεία του 7ου Αποστολικού Κανόνος (ο ορισμός δηλαδή του Πάσχα μας μετά το Πάσχα των Εβραίων) θα πρέπει να αγνοήσωμεν την ημερομηνίαν του παλαιού 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου και να μεταφέρωμεν το Πάσχα μας ενωρίτερον. Αν θελήσωμεν να εμμείνωμεν εις την ημερομηνίαν του Παλαιού Ημερολογίου 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου, θα παραβώμεν τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα, διότι η Εκκλησία μας ανέκαθεν την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων εώρταζε το ιδικόν μας Πάσχα. Θα παραβώμεν την ιστορικήν αλήθειαν, καθόσον ευθύς μετά το Πάσχα ο Κύριος ανέστη. Τούτο εξάγεται και εκ του Πηδαλίου το οποίον, ως είπομεν και ανωτέρω, λέγει τα εξής:
«Το να κάμη τις το Πάσχα μετά την 21ην Μαρτίου ως κάμνουν οι Γραικοί ή μετά την 11ην Μαρτίου, ως κάμνουν οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα... Ασυγχώρητον είναι το σχίσμα καθ' ο εορτάζουν οι Λατίνοι μετά των Ιουδαίων ή προ αυτών».
Ως βλέπεις η ημερομηνία της 21ης Μαρτίου δια την εορτήν του Πάσχα δεν έχει σημασίαν, αλλά μόνον το μετά Ιουδαίων ή προ αυτών εορτάζειν το Πάσχα. Βλέπεις λοιπόν, τι διώρισαν οι Άγιοι Πατέρες μας ως χρονολογικά σημεία του εορτασμού του Πάσχα; Έθεσαν εαρινήν ισημερίαν, πρώτην πανσέληνον, Πάσχα Εβραίων και Κυριακήν, και όχι ημερομηνίαν 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου, ως νομίζεις συ. Ιδού η πρώτη πλάνη σου. Αγνοείς τα τέσσερα αναγκαία σημεία, τα βασικά του Πάσχα: Εαρινή ισημερία, Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή και αναφέρεις πέμπτον και συμπτωματικόν ως μοναδικόν όρον: 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου!
Η πλάνη σου αύτη προέρχεται από άλλην άγνοιαν. Νομίζεις ότι η ισημερία δεν είναι σταθερά και ευρίσκεις ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού του Πάσχα την ημερομηνίαν 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου.
Δια τούτο γράφεις εν σελίδι 14: «Οι Πατέρες είχον πλήρην επίγνωσιν ότι η ισημερία δεν είναι σταθερά... Οι θείοι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου κατεβίβασαν την ισημερίαν εις την 21ην Μαρτίου...».
Ουδέποτε περίμενα από Θεολόγον να λέγη τόσον αμαθή πράγματα! Η ισημερία, αγαπητέ μου, είναι σταθερά. Δι' αυτό το Πηδάλιον την ονομάζει «μέτρον διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού». Ιδέ σελίδα 10. Μεταβλητή είναι η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, διότι αύτη εις την εποχήν των Αποστόλων ήτο 22α Δρύστου, του Μαρτίου, κατά δε την εποχήν της Α' Οικουμενικής Συνόδου την 21ην Μαρτίου, και σήμερον την 8ην Μαρτίου με το παλαιόν. Τούτο αναφέρει το Πηδάλιον εις σελίδα 10. Άλλο πράγμα λοιπόν είναι η εαρινή ισημερία και άλλο η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας. Το πρώτον, η εαρινή ισημερία, είναι σταθερόν και ως τοιούτον είναι «διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού», το δε δεύτερον, η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, είναι μεταβλητόν και μετέπεσεν από 23 Μαρτίου μέχρι 8 Μαΐου. Και έπειτα γράφεις:
«Οι Πατέρες κατεβίβασαν την ισημερίαν εις την 21ην μηνός Μαρτίου».
Καλέ μου άνθρωπε: Οι Πατέρες κατεβίβασαν την ισημερίαν; Η ισημερία είναι σταθερά. Η ημερομηνία της κυμαίνεται. Χώρισε τα πράγματα αυτά εις το μυαλό σου και μη εντροπιάζεις το όνομα του Θεολόγου. Άλλο πράγμα είναι η ισημερία, η οποία ως σταθερά και πάλιν λέγω, κατά το Πηδάλιον, σελίς 10, είναι «μέτρον διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού», άλλο δε η ημερομηνία της ισημερίας, ήτις κυμαίνεται.
Μετά τας δύο αυτάς πλάνας σου γύρω από το Πάσχα έρχεται και τρίτη πλάνη σου.
Εν σελίδι 15 γράφεις: «Τους Λατίνους ελέγχει ο θείος Χρυσόστομος ως σχισματικούς και ομολογεί ότι οι Θεόπνευστοι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν ως ημέραν ισημερίας την 21ην Μαρτίου».
Τόσον ανιστόρητος είσαι; Ο Χρυσόστομος έζησεν τον 4ον αιώνα. Πως είναι δυνατόν να ελέγχη ο Θείος αυτός Πατήρ το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, το οποίον έγινε έπειτα από 1100 χρόνια; Αναφέρει βέβαια το Πηδάλιον κάτι επ' αυτού. Τούτο όμως έχει ανάγκην διασαφήσεως. Δεν έπρεπε συ ως Θεολόγος να ανατρέξης εις την πηγήν, το ίδιον κείμενον του Ιερού Χρυσοστόμου, και να ίδης, τι ακριβώς λέγει ο Άγιος Πατήρ, δια να εννοήσης την συμπεπυκνωμένην αυτήν σημασία του εν τω Πηδαλίω;
Άκουσε λοιπόν να μάθης τι λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος επ' αυτού.
Επί της εποχής του Χρυσοστόμου έζων Χριστιανοί τινες, οι οποίοι, ακολουθούντες παλαιάν παράδοσιν του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, στηριζόμενοι και εις το του Αποστόλου Παύλου «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» Α' Κορινθ. 5, 7, εώρταζον το Πάσχα κατά την 14ην του μηνός Νισάν, Μαρτίου, ότε ο Κύριος εσταυρώθη. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος ώρισε να τελήται το Πάσχα την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων, διότι μετά το Πάσχα των Εβραίων ανέστη ο Κύριος. Ούτω οι Χριστιανοί οι εορτάζοντες το Πάσχα κατά την 14ην του Μαρτίου τεσσαρεσκαιδεκατίται ονομαζόμενοι (Στεφανίδης Ιστορία 1, 101), εώρταζον μετά των Ιουδαίων και είχον Πάσχα σταυρώσιμον. Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε να γίνεται Πάσχα αναστάσιμον, την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων. Ο Ιερός αυτός Πατήρ θέλει να απομακρύνη τους Χριστιανούς από το σταυρώσιμον Πάσχα και να τους οδηγήση εις το αναστάσιμον Πάσχα. Εκείνοι επιμένουν και εορτάζουν Χριστιανικόν Πάσχα συγχρόνως με τους Εβραίους και ο Ιερός Πατήρ τους ελέγχει. Και ιδού τι λέγει: «Ιδού γουν κατά τον παρόντα ενιαυτόν η πρώτη των αζύμων εις Κυριακήν ημέραν εμπίπτει και η ανάγκη πάσαν νηστεύσαι την εβδομάδα....» (Τομ. ΙΙ, 398. BAREILLE).
Εκείνοι όμως δεν ήθελον και έλεγον: «Τοσούτον ενήστευσα χρόνον και νυν μεταθήσομαι;» Ενήστευσα τόσην τεσσαρακοστήν και να μεταθέσω τώρα την εορτήν του Πάσχα; Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε το Πάσχα ημέραν Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων.
Τότε ο Πατήρ τους ελέγχει: «Ει γαρ εσφάλλετο η Εκκλησία ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ην, όσον το έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος».
Επομένως ο Άγιος Πατήρ καταφέρεται κατά των Παλαιοημερολογιτών της εποχής του, διότι δεν θέλουν να τηρήσουν τον κανών της Α' Οικουμενικής Συνόδου περί του εορτασμού του Πάσχα την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων. Δια τον αυτόν περίπου λόγον λαμβάνει και το Πηδάλιον τον λόγιον του Αγίου Πατρός και καταφέρεται κατά των Δυτικών, διότι εορτάζουν το Πάσχα ούτοι προ των Ιουδαίων ή μαζί με αυτούς παρά τον Κανόνα και ούτοι της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ουδαμού ο Ιερός Πατήρ αναφέρει ότι οι Πατέρες ώρισαν 21ην Μαρτίου την ισημερίαν. Δεν κάμνει λόγον ο Ιερός Πατήρ περί ημερομηνίας, αλλά περί εορτασμού του Πάσχα μας, μετά Πάσχα των Εβραίων εν ημέρα Κυριακή.
Πόσο λοιπόν πλανάσαι!
Τέταρτη πλάνη σου γύρω από το Πάσχα. Γράφεις εν σελίδι 39 κεφ. 51ον:
«Η κατά 13 ημέρας προώθησις του ημερολογίου φέρει την εορτήν του Αγίου Γεωργίου, ούτινος η ασματική ακολουθία είναι συνυφασμένη με χαρμόσυνα τροπάρια της Αναστάσεως του Κυρίου προ του Πάσχα, οπότε η προκύπτουσα αταξία εις την Εκκλησιαστικήν διάταξιν φθάνει εις ανίερον κωμικοποίησιν της θρησκευτικής πίστεως, προς παράκαμψιν της οποίας η σχισματική Εκκλησία της Ελλάδος μεταθέτει την εορτήν ταύτην εις άλλην ημέραν μετά το Πάσχα, αλλ' όμως αυθαιρέτως και αντικανονικώς. Σημειωτέον ότι η εορτή αύτη του Αγίου Γεωργίου κατά το Παλαιόν Ημερολόγιον συμπίπτει πάντοτε με το Πάσχα σπανιώτατα δε και κατ' αυτήν την ημέραν του Πάσχα».
Εδώ συλλαμβάνεσαι επ' αυτοφώρω ψευδόμενος ασυστόλως. Γράφεις, ότι η εορτή του Αγίου Γεωργίου κατά το Παλαιόν ημερολόγιον «συμπίπτει πάντοτε με το Πάσχα σπανιώτατα δε και κατ' αυτήν την ημέραν του Πάσχα»
Καλέ μου άνθρωπε! Αφού η εορτή του Πάσχα φθάνει το βραδύτερον την 25ην Απριλίου, ως γράφεις ο ίδιος εν σελίδι 25, και η εορτή του Αγίου Γεωργίου είναι 23 Απριλίου, δεν θα συμβή με το παλαιόν ημερολόγιον να συμπέση η εορτή του Αγ. Γεωργίου την Μ. Παρασκευήν, αν το Πάσχα φθάση το έσχατον όριον της 25ης Απριλίου, ή το Μέγα Σάββατον, αν το Πάσχα γίνη την 24ην Απριλίου; Όταν λοιπόν κατά το παλαιόν ημερολόγιον το Πάσχα έλθη τόσον αργά, 24 ή 25 Απριλίου, και η εορτή του Αγ. Γεωργίου Μ. Παρασκευήν ή το Μ. Σάββατον, τι θα κάμητε; Θα εορτάσητε την εορτήν του Αγίου Γεωργίου Μ. Παρασκευήν ή Μέγα Σάββατον; Δεν θα την μεταθέσητε και σεις την Δευτέραν του Πάσχα; «Η Εκκλησία της Ελλάδος μεταθέτει αυτήν», γράφεις, «όλως αυθαιρέτως και αντικανονικώς». Η ιδική σας μετάθεσις δεν είναι αυθαίρετος και αντικανονική;
Συνεχίζων τας ανοησίας σου λέγεις, ότι «όταν η εορτή του Αγ. Γεωργίου συμπέση προ του Πάσχα (1926-1936 κ.λ.π) έπρεπε να κάμωμεν προηγιασμένην Λειτουργίαν και να μη μεταθέσωμεν αυτήν την Δευτέραν του Πάσχα, διότι ουδείς έχει το δικαίωμα της τοιαύτης μεταθέσεως».
Σεις όμως, όταν συμπέση η 23 Απριλίου, εορτή Αγίου Γεωργίου, το Μέγα Σάββατον, διατί την μεταθέτετε; Σεις έχετε το δικαίωμα μεταθέσεως, ημείς δεν έχομεν; Δι' ημάς η μετάθεσις είναι αντικανονική, ανίερος κωμικοποίησις! Δια σας δεν είναι; Το ίδιον τυπικόν της Εκκλησίας διατάσσει την μετάθεσιν ταύτην! Διάβασέ το καλά!
Ναι, λέγεις, «Το Πάσχα τηρείται υπό των Νεοημερολογιτών σύμφωνα με τα ορισθέντα 4 αναγκαία σημεία που ώρισε η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος.
Η προώθησις όμως 13 ημερών του μηνολογίου ετάραξε τον κύκλον των ακινήτων εορτών (Χριστούγεννα και τας εξ αυτών εξαρτωμένας χρονικώς εορτάς) και εορτάζομεν αυτάς εις ημέρας διαφορετικάς εκείνων τας οποίας ώρισεν ο Θεός»!!!
Πρέπει λοιπόν να ίδωμεν βάσει της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, αν αι εορταί αυταί, δηλ. των Χριστουγέννων και αι εξ αυτών εξαρτώμεναι εορταί, είναι υπό του Θεού ωρισμένοι χρονικώς ή ο καθορισμός των έχει άλλην πηγήν.

Γ'. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΑ ΑΚΙΝΗΤΟΙ ΕΟΡΤΑΙ
Φροντίζεις να αποδείξης τον ακριβή χρόνον των εορτών των Χριστουγέννων, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Γεννήσεως του Προδρόμου, Υπαπαντής του Σωτήρος και Περιτομής εκ της εμφανίσεως του Αρχαγγέλου εις τον Ζαχαρίαν, τον πατέρα του Προδρόμου, κατά την 23ην Σεπτεμβρίου. Και γράφεις:
«Εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Α' 8-24: «Εγένετο δεν εν τω ιερατεύειν αυτόν (τον Ζαχαρίαν) εν τη τάξει της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού κατά το έθος της ιερατίας έλαχε του θυμιάσαι, εισελθών εις τον ναόν του Κυρίου...» Αι ημέραι αύται, καθ' ας έλαχεν ο Ζαχαρίας να ιερατεύη και είδε τον Γαβριήλ, είναι αι ημέραι της εορτής της Σκηνοπηγίας κατά την παράδοσιν. (Όρα μηνολόγιον μεγάλου Ωρολογίου 23 Σεπτεμβρίου και Χρυσοστόμου: Λόγος εις το γενέθλιον του Σωτήρος, Γαλανού β' σελίδα 917-925). Ότε λοιπόν ετελείωσεν η εορτή της Σκηνομηγίας, δηλαδή κατά την 23ην Σεπτεμβρίου, εγένετο η σύλληψις του τιμίου Προδρόμου κατά την 23ην Σεπτεμβρίου, κανονισθείσα όντως υπ' αυτού του Θεού δι' αγγελικής οπτασίας. Η 23η λοιπόν Σεπτεμβρίου είναι η εορτή της συλλήψεως του Αγίου Προδρόμου ορισθείσα από αυτόν τον Θεόν». (Κεφ. 8ον σελίς 19-20). Αφού δηλαδή η εμφάνισις του Αγγέλου έγινε κατά την 23ην Σεπτεμβρίου, «τω έκτω μηνί» (Λουκ. Ι, 26) εφάνη ο Αρχάγγελος εις την Θεοτόκον, άρα έχομεν τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου την 25ην Μαρτίου. Κατά συνέπειαν μετά 9 μήνας θα έχωμεν την Γέννησιν του Σωτήρος, ήτοι την 25ην Δεκεμβρίου και την Υπαπαντήν του Σωτήρος την 2αν Φεβρουαρίου, την Γέννησιν του Προδρόμου 23 Ιουνίου».
Ερωτάται όμως:
Είναι ακριβής ο χρονικός προσδιορισμός δια την εμφάνισιν του Αγγέλου εις τον Πατέρα του Προδρόμου την 23ην Σεπτεμβρίου; Κάμνεις χρήσιν της Γραφής, της Παραδόσεως και κυρίως του Ιερού Χρυσοστόμου. Εις αυτά θα στηριχθώ και εγώ.
Εν πρώτοις ο ιερός Χρυσόστομος δεν ορίζει ημέραν του μηνός, ημερομηνίαν, ως κάμετε σεις, αλλά μήνα Σεπτέμβριον εις την σχετικήν ομιλίαν του περί του Ευαγγελισμού του Ζαχαρίου. Πλην αυτού: Ο Ιερός Χρυσόστομος ομιλεί περί του Ζαχαρίου του πατρός του Ιωάννου (εν σελ. ΙΙΙ, 6000 BAREILLE), ότι ήτο Αρχιερεύς και ως τοιούτος εισήλθεν εις τα Άγια των Αγίων κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Τιμώμεν και σεβόμεθα απολύτως τον Άγιον Πατέρα. Η γνώμη ούτως αύτη δεν φαίνεται να έχη ισχυρά στηρίγματα.
Ας ίδωμεν τι περί του θαύματος τούτου μαρτυρεί η Γραφή και οι Πατέρες.
Και πρώτον η Αγία Γραφή:
Εις τα Άγια των Αγίων εισήρχετο ο Αρχιερεύς άπαξ του έτους κατά τον έβδομον μήνα. Ο Ζαχαρίας όμως δεν ήτο Αρχιερεύς, αλλά ιερεύς. Μας το λέγει ρητώς ο Λουκάς: «εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαίας, Ιερεύς τις ονόματι Ζαχαρίας εξ εφημερίας Αβιά» Λουκ. 1, 5. Βλέπεις ο Ζαχαρίας ονομάζεται Ιερεύς. Εκτός της ρητής αυτής δηλώσεως, ότι ο Ζαχαρίας ούτος ήτο Ιερεύς, ανήκεν εις την εφημερίαν Αβιά, Λουκ. 1, 5, 8, γνωρίζομεν ότι η εφημερία Αβιά είναι ιερατική τάξις του Αβιά, ήτις κατά το Α' Παραλ. ΚΔ, 10 ήτο όγδοη εν τη ιερατική τάξει. Πως λοιπόν ο ιερεύς Ζαχαρίας έγινε Αρχιερεύς, ώστε να εισέλθη εις τα Άγια των Αγίων, δεν δυνάμεθα να το εννοήσωμεν.
Αλλ' έστω. Ας δεχθώμεν, ότι η αναγγελία της γεννήσεως του Προδρόμου εις τον πατέρα του Ζαχαρίαν, έγινε τον έβδομον μήνα και ο ιερεύς Ζαχαρίας ήτο Αρχιερεύς! Πως θα ορισθή βάσει του υπολογισμού αυτού η 23η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εμφανίσεως του Αγγέλου προς τον Ζαχαρίαν; Πως δηλαδή θα προσαρμοσθή το Ιουλιανόν ημερολόγιον, που ακολουθούμεν σήμερον και το οποίον ήρχισε το έτος 45 π.Χ., με το Εβραϊκόν ημερολόγιον το οποίον είχε σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη;
Είναι γνωστόν, ότι έκαστον ηλιακόν έτος έχει δώδεκα σεληνιακούς μήνας και 11 ημέρας. Προς συμπλήρωσιν λοιπόν των 11 ημερών ανά 2 ή 3 έτη οι Εβραίοι προσέθετον ένα σεληνιακόν μήνα και είχον έτος με 13 μήνας. Ο 13ος μήνας ωνομάζετο ΒΕ - Αδάρ, δεύτερος Αδάρ. Ούτω τα έτη των Εβραίων διέφερον κατά 11 ημέρας το πρώτον του δευτέρου και κατά 20 ημέρας το πρώτον του τρίτου. Ανά 2 ή 3 έτη προσέθετον ένα ολόκληρον μήνα. Εκείνο δηλαδή το οποίον κάμνομεν ημείς με το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προσθέσαντες 13 ημέρας έπειτα από 1600 περίπου έτη, το έκαμον οι Εβραίοι προσθέτοντες ένα μήνα ανά δύο ή τρία έτη. Μέσα λοιπόν εις αύτην την ανωμαλίαν σεληνιακών μηνών και ηλιακού έτους παρ' Εβραίοις, πως είναι δυνατόν να ευρεθή, βάσει του υπολογισμού, ώστε να συμπέση, η ημέρα του εξιλασμού παρ' Εβραίοις με την 23ην Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανόν ημερολόγιον; Είναι αδύνατον! Τούτο καταφαίνεται και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από αυτόν τον Ιερόν Χρυσόστομον, οι οποίοι ηγνοούν την ημέραν της Γεννήσεως του Χριστού! Και ιδού:
Δεύτερον. Η παράδοσις των Πατέρων
Α'. Εν Ιερουσαλήμ: Ο ασκητής Κοσμάς Ινδικοπλεύστης ζήσας το 500-550 μ.Χ. γράφει εν Ε' Χριστιανική τοπογραφία (Ε.Π. 88, 9-477): «Οι Ιεροσολυμίται τοις Επιφανίοις ποιούσιν την Γένναν». Οι Χριστιανοί δηλαδή των Ιεροσολύμων κατά τα Επιφάνια, ήτοι την 6ην Ιανουαρίου, εώρταζον την Γέννησιν του Χριστού. «Εκ στοχασμού πιθανού ουκ ακριβώς δε ποιούσι τοις Επιφανίοις». Εώρταζον, λέγει ο ίδιος, τα Επιφάνεια την 6ην Ιανουαρίου όχι από εξηκριβωμένα ιστορικά δεδομένα, αλλά από πιθανότητας. (Κοντογόνου Εκκλησιαστική Ιστορία σελίς 621). Το ίδιον συμβαίνει και δια την εορτήν των Χριστουγέννων, την οποίαν συνεώρταζον μετά των Θεοφανείων. Δεν είχον δηλαδή ιστορικάς μαρτυρίας ούτε περί της ημερομηνίας της Γεννήσεως του Χριστού. Η μετά της εορτής των Επιφανείων σύνδεσις της Γεννήσεως του Χριστού καταφαίνεται και εκ τούτου, ότι εν τη Εκκλησία των Ιεροσολύμων η σχετική Θεία Λειτουργία ετελείτο εν τω Σπηλαίω της Βηθλεέμ» (MIGNE 64, 44) (Στεφανίδου Τ.Α. 104). Ιδού μαρτυρία του Αγίου αυτού ασκητού μαρτυρούντος, ότι ηγνόουν οι Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ την εορτήν των Χριστουγέννων, ως ιδιαιτέραν εορτήν.
Β'. Εν Αιγύπτω: Ο Μοναχός Ιωάννης Κασσιανός 365 μ.Χ. ιδρυτής πολλών Μονών εν Σικελία εν COLLATIONES PATRUM «διαλέξεις Πατέρων» Χ 2, γράφει: INRA AEGYPTI REGIONEM MOS ISTE ANTIQUA TRADITIONE SERVATUR, UT PERACTO EPIPHANIORUM DIE, QUAM PROVINCIAE ISTIUS SACERDOTES VEL DOMINICI BAPTISMI VEL SECUNDUM CARNEM NATIVITATIS ESSE DEFINIUNT, ET IDCIRCO UTRIYSQUE SACRAMENTI SOLEMNITATEM NON BIFARIE, UT IN OCCIDIUS PROVINCIIS SED SUB UNA HUIUS DIEI FESTIVITATE CONCELEBRANT (REAL ENCYKLOPADIE τομ. 16ος σελίς 690).
«Εν τη χώρα δηλ. της Αιγύπτου η αρχαία αύτη συνήθεια επεκράτησε, όπως κατά την ημέραν της τελετής των Θεοφανείων, ην της επαρχίας ταύτης οι ιερείς ορίζουν είτε ως ημέραν βαπτίσεως του Κυρίου είτε ως ημέραν γεννήσεως Αυτού και ούτω εκατέρας την ιεράν επισημότητα ουχί διττώς (εις δύο διαφόρους ημέρας ως εις τας επαρχίας της Δύσεως γίνεται), αλλά εν μια ημέρα δι' εορτής πανηγυρίζουν». Επομένως και εν Αιγύπτω τα Χριστούγεννα εωρτάζοντο το 365 μ.Χ. κατά την εορτήν των Θεοφανείων!
Γ'. Εν Αλεξανδρεία: Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς Στρωμ. Α' κεφαλ. κα', γράφει, ότι άλλοι μεν την κε' του μηνός Παχών (20 Μαΐου), άλλοι δε την κδ', ή κε' του Φαρμουθί (19 ή 20 Απριλίου) ετοποθέτουν την Γέννησιν του Χριστού. (Εκκλησ. Ιστορία Κοντογόνου σελίς 32-33).
Δ' Εν Κύπρω: Ο Άγιος Επιφάνιος αρχάς του 3ου αιώνος γράφει εις το κατά αιρέσεων ΝΑ, 29: «Ημέρα Επιφανίων, ότε εγεννήθη εν σαρκί ο Κύριος» (Ε.Π. τομ. 41-43). (Κοντογόνου Εκκλησιαστική Ιστορία σελίς 621). Επομένως και εν Κύπρω η Γέννησις του Χριστού εωρτάζετο την ημέραν των Θεοφανείων, την 6ην Ιανουαρίου.
Ε'. Εν Κωνσταντινοπόλει: Μη υπαρχούσης έτι εορτής ιδίας Χριστουγέννων, την 6ην Ιανουαρίου εορτήν των Θεοφανείων εωρτάζετο η Γέννησις του Σωτήρος», γράφει ο Μπαλάνος εν τη Πατρολογία του σελίς 312 εις τον βίον του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, όστις πρώτος εισήγαγε την ιδιαιτέραν εορτήν των Χριστουγέννων την 25ην Δεκεμβρίου το 379 μ.Χ. (Ε.Π. 36, 312-356).
ΣΤ'. Εν Αντιοχεία: Η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη την 25ην Δεκεμβρίου του έτους 386 μ.Χ. υπό του Χρυσοστόμου. Ο ίδιος Πατήρ γράφει: «Την Γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού άδηλον μεν έτι ούσαν, προ δε ολίγων ετών γνωρισθείσαν των από της Δύσεως ελθόντων και αναγγειλάντων, ούπω δέκατον έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα γεγένηται». (BAREILLE τόμ. 3ος, 592).
Επομένως Αίγυπτος, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Βυζάντιον, Αντιόχεια επί 300 και πλέον έτη ηγνόουν την ημέραν του Δεκεμβρίου ως ημέραν εορτής των Χριστουγέννων• ούτε ο Άγιος Κοσμάς, ούτε ο Άγιος Επιφάνιος, ούτε ο Άγιος Χρυσόστομος εγνώριζον προηγουμένως αυτήν. Μόνον εν Ρώμη ήτο γνωστή ως ημέρα εορτής των Χριστουγέννων η ημέρα αύτη, 25η Δεκεμβρίου. Ο Ιερώνυμος (345 μ.Χ.) γράφει:
«EPIPHANIORUM DIES NON, UT CUIDAM PUTAI, NATALIS IN CARNE, TUNC ENIM AL CONDITUS EST ET NON APPARUIT».
«Η ημέρα των Θεοφανείων δεν είναι ως νομίζουν τινές, η κατά σάρκα γέννησις (του Κυρίου), διότι τότε (κατά την γέννησιν) κεκρυμμένος ήτο και ουχί φανερός» (Κοντογόνου, Εκκλησιαστική Ιστορία 621). Εδώ ο Ιερώνυμος χωρίζει Χριστούγεννα και Θεοφάνεια. Αλλά και εκεί, εν Ρώμη, δεν εωρτάζετο η γέννησις του Κυρίου προ του 334-357 μ.Χ. Προ της χρονολογίας ταύτης δεν απαντά ουδεμία εορτή των Χριστουγέννων. Και αυτή η εορτή των Θεοφανείων εισήχθη το 300 μ.Χ. δια λόγους πολεμικούς - δογματικούς. (Ιδέ Στεφανίδου Ιστορίαν Τ. Α' 104).

Συμπέρασμα: Τριακόσια χρόνια από του Χριστού μέχρι του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου, Επιφανίου, ουδαμού φαίνεται η εορτή των Χριστουγέννων! Λέγεις, ότι αι εορταί Χριστούγεννα και λοιπαί έχουν ορισθή υπό του Θεού. Εάν η Γέννησις του Χριστού είχεν ορισθή υπό του Θεού, θα ήτο γνωστή εις την αρχαίαν Εκκλησίαν. Διατί προ του 300 μ.Χ. ουδαμού αναφαίνεται ως ιδιαιτέρα εορτή αγομένη την 25ην Δεκεμβρίου; Διατί μέχρι το 300 μ.Χ. την εώρταζον οι Χριστιανοί της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, της Κύπρου την 6ην Ιανουαρίου κατά τα Θεοφάνεια;
Εάν η 25ην Δεκεμβρίου ήτο έκπαλαι γνωστή ως ημέρα Γεννήσεως του Χριστού και είχεν ορισθή υπό του Θεού, διατί ο Ιερός Χρυσόστομος να ομιλή περί εορτής νέας, ήτις εισήχθη μόλις προ δεκαετίας;
Και τώρα σε ερωτώ: Ποίος γνωρίζει καλλίτερα την εορτήν των Χριστουγέννων, συ που την ορίζεις εις την 25ην Δεκεμβρίου ακριβώς ή η αρχαία Εκκλησία η οποία την ηγνόει επί 300 έτη; Είσαι ανώτερος συ του Αγίου Επιφανίου, Επισκόπου Κύπρου, του ασκητού Κοσμά Ινδικοπλεύστου, του περιφήμου Μοναχού Κασσιανού, οι οποίοι μαρτυρούν, ότι αι Εκκλησίαι Κύπρου, Αιγύπτου, Παλαιστίνης, εώρταζον την 6ην Ιανουαρίου;
 Είσαι ανώτερος του Χρυσοστόμου, ο οποίος ρητώς έλεγεν, όταν εξεφώνει τον λόγον του εις τα Χριστούγεννα, ότι μόλις προ 10 ετών εισήλθεν η εορτή αύτη;
Πως λοιπόν καταφέρεσαι εναντίον μου και με ονομάζεις νεωτεριστήν εις το βιβλίον σου, διότι γράφω εις το βιβλίον μου «Ζωή Χριστού», ότι η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού κατά την 25ην Δεκεμβρίου δεν ωρίσθη ιστορικώς, αλλά δογματικώς; Αντικατέστησαν δηλαδή οι Πατέρες την εθνικήν ειδωλολατρικήν εορτήν του χειμερινού ηλιοστασίου με την Γέννησιν του νέου Ηλίου της Δικαιοσύνης του Χριστού.
Την γνώμην ταύτην τονίζουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Άγιος Αμβρόσιος παραβάλλων την εορτήν της Γεννήσεως του Χριστού προς την ειδωλολατρικήν εορτήν του ηλίου του χειμερινού ηλιοστασίου γράφει: «BENE QUODAM MODO SANCTUM HUNC DIEM NATALIS DOMINI SOLEM NOVUM VULGUS APPELATI». Καλώς την ιεράν ταύτην ημέραν γενέθλιον του Κυρίου νέον Ήλιον ο λαός καλεί». (SERMONI IN APP. BENED. P. 393 REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος 690). Και ο Μάξιμος (επίσκοπος) Τουρίνου ρήτωρ του Ε' αιώνος (MIGNE P. L. 57, 221-832) λέγει ότι ο Χριστός εγεννήθη κατά τας εθνικάς εορτάς, ίνα αντικαταστήση ταύτας.
Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει ότι: «Οι Χριστιανοί εορτάζουν την Γέννησιν του Χριστού, όχι ως άπιστοι ένεκα του ηλίου, αλλά ένεκα του Δημιουργού του ηλίου» (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). Ιδέ και Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν Στεφανίδου 1, 10. Ο Άγιος Προυδέντιος 348-405 μ.Χ. εν ύμνω αυτού εις την Γέννησιν του Κυρίου λέγει:
QUID EST QUOD ARCTUM CIRCULUM SOL JAM RECURRENS DESERIT? (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). «Τι είναι εκείνο, το οποίον τον κύκλον (αστερισμόν) της άρκτου ο ήλιος ήδη διατρέχων εγκαταλείπει; Ο Χριστός δεν γεννάται εν τη γη, όστις αυξάνει τον δρόμον του φωτός;». Ομοίως εκφράζεται ο ιερός Παυλίνος ο Επίσκοπος Νόλης ζήσας κατά το 400 μ.Χ. (Ποίημα XIV, 15.P. 382 ED. MURATORI) NAM POST SOLSTITUM GUO CHRISTUS CORPORE NATUS SOLE NOVO GELIDIAE MUTAVIT TEMPORA BRUMAE PROCEDENTE DIE SECUM DECRESCERE NOCTES JUSSIT. (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). «Μετά την τροπήν του ηλίου, ότε Χριστός σωματικώς εγεννήθη, κατά τον νέον ήλιον μετέβαλε τας ψυχράς ημέρας του χειμερινού ηλιοστασίου και διέταξε τη επιούση ημέρα αι νύκτες να μειώνωνται μετ' αυτού».
Βλέπεις την ιστορίαν της Εκκλησίας;
Ναι, θα μου είπης. Επεκράτησεν όμως η ημερομηνία αύτη και έπρεπε ως παράδοσις της Εκκλησίας να τηρήται.
Έχεις μεγάλην σύγχυσιν περί παραδόσεως και Εκκλησίας. Ας έλθωμεν λοιπόν και εις το ζήτημα αυτό.

Δ' ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΣΧΙΣΜΑ.
Εκείνο εις το οποίον έχεις πάθει μεγάλην σύγχυσιν είναι εις τας παραδόσεις, την Εκκλησίαν και το σχίσμα. Συμπνίγεις την Εκκλησίαν μέσα εις τας παραδόσεις και νομίζεις ότι η Εκκλησία διευθύνεται μόνον με τας παραδόσεις της και πάσα παρέκκλισις απ' αυτών αποτελεί σχίσμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρώτος σχισματικός είσαι συ, διότι παραβαίνεις Αποστολικάς, Πατερικάς και Συνοδικάς παραδόσεις και Κανόνας ουκ ολίγους.
Πρώτον: Παραδόσεις και Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Εάν ανήρ τις κομά ατιμία αυτώ εστι» Α' Κορινθ. 11, 14. Άνδρας ο οποίος φέρει κόμην είναι άτιμος. Αι Αποστολικαί διαταγαί Α'. 3 MIGNE 1564-5 διατάσουν να κόπτωμεν την κόμην: «την τρίχα της κόμης συγκόπτειν και καθαίρειν αυτήν... ουκ έξεστί σοι τρέφειν τας τρίχας της κεφαλής σου». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταφέρεται κατά της κόμης ονομάζων το τρόπον αυτόν πορνικόν. «Πορνικός ο τρόπος και άθεος...». Κλήμης Αλεξ. Παιδ. Γ' 3 MIGNE 8, 577.
Ο Άγιος Επιτάφιος MIGNE 42, 765-8. «Αλλότριόν εστι της καθολικής Εκκλησίας κόμη εκτεινομένη... ανήρ ουκ οφείλει κομάν».
Ο Ιερώνυμος συνιστά να αφήνωμεν την κόμην τόσον μόνον, ώστε να καλύπτεται το δέρμα της κεφαλής, την δε άλλην να αποκόπτωμεν. MIGNE P. L. 25, 437.
Κατά τον 11ον αιώνα ο περίφημος Αρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης Ευστάθιος κανονίζει τους Μοναχούς φέροντας κόμην λέγων: «Οι πλείους παρανομείτε κανταύθα τρέφοντες κόμην...» Την κόμην μας καταδικάζουν όχι μόνον αι φωναί των αγίων ανδρών, αλλά και οι κανόνες και δη ο 22ος, 42ος και 96ος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Και τα διάφορα χειροτονικά αυτό διακελεύσουσι: «Προσαγόμενος τω αρχιερεί (ο αναγνώστης) κείρεται σταυροειδώς, είτα τέλειον υπό τινος κληρικού κείρεται».
Αφού θέλεις να είσαι πιστός τηρητής όλων των αρχαίων παραδόσεων, διατί τρέφεις κόμην και δεν κουρεύεσαι; Που είναι η τήρησις των παραδόσεων και των Κανόνων της Εκκλησίας; Διατί τους παραβαίνεις; Είσαι σχισματικός! Πρέπει να κουρευθής, αν θέλης να τηρήσης πιστώς τους Κανόνας και τας παλαιάς παραδόσεις και μάλιστα την Αποστολικήν διαταγήν του Παύλου Α' Κορινθ. 11, 14.
Δεύτερον: Σχετική με την κουράν της κόμης είναι η αρχαιοτάτη παπαλήθρα, την οποίαν είχεν η παλαιά Εκκλησία, αλλά σήμερον δεν υπάρχει. Και συγκεκριμένως: Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας μας ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύων τον ΚΑ' Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ομιλεί περί παπαλήθρας των Κληρικών. «Η παπαλήθρα αύτη ήτο μία στρογγυλοειδής κουρά των εν τη κορυφή τριχών της κεφαλής παρομοία με στέφανον. Τούτο ήτο έθος, παράδοσις όλης της Εκκλησίας, ως βεβαιούται από τον 21ον Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και από τους Αγίους Πατέρας. Ο Άγιος Ιερώνυμος γράφων προς τον Αυγουστίνον λέγει: «Παρακαλώ την στεφάνην σου». Ομοίως και ο Αυγουστίνος έγραφε προς τον Επίσκοπον Προκουλιανόν: «Μα την υμετέραν στεφάνην». Η στεφάνη αύτη ήτο το διακριτικόν γνώρισμα των Κληρικών». Και τέλος ο Άγιος Νικόδημος σημειώνει: «Πρέπει να ποιούσι και οι καθ' ημάς Κληρικοί εν τη κορυφή την τοιαύτην στεφάνην. Ου γαρ δίκαιον όρια αιώνια μεταίρειν, α έθεντο οι Πατέρες ημών».
Οι Κληρικοί σας με το «Παλαιόν Ημερολόγιον» φέρουν εις την κεφαλήν των την παπαλήθραν αυτήν, την στεφάνην ταύτην; Όχι! Διατί παραβαίνετε τον ΚΑ' Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ο οποίος ομιλεί ρητώς περί αυτής; Διατί παραβαίνετε την αρχαίαν ταύτην παράδοσιν της Εκκλησίας; Διατί δεν ακολουθείτε τους παλαιούς Αγίους Κληρικούς, οι οποίοι έφερον την στεφάνην ταύτην;
Διατί «αίρετε όρια αιώνια» α έθεντο οι Πατέρες ημών, ως ομολογεί ο Άγ. Νικόδημος; Αφού παραβαίνετε τον ΚΑ' Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και όλην την εν προκειμένω παράδοσιν της αρχαίας Εκκλησία, είσθε παραβάται, είσθε σχισματικοί!
Τρίτον: Ο Ε' Κανών των Αγίων Αποστόλων λέγει «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος την εαυτού γυναίκα μη εκβαλέτω προφάσει ευλαβείας. Εάν δε εκβάλη αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρέσθω».
Ο Κανών εδώ ομιλεί περί Επισκόπου και λέγει ότι δεν πρέπει ούτος να απομακρύνη την γυναίκα του προφάσει ευλαβείας. Βλέπεις; Οι Επίσκοποι παλαιά ηδύναντο να είναι έγγαμοι. Δια το αυτό, περί εγγάμου Επισκόπου, ομιλεί και ο 18ος Αποστολ. Κανών. Έρχεται όμως ο 12ος Κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και τροποποιεί τον Αποστολικόν αυτόν Κανόνα και απαγορεύει να έχουν γυναίκα οι Επίσκοποι!
Η τροποποίησις αύτη προήλθεν εκ του ότι ο Αρχιερεύς έπρεπε να είναι ο τελειότερος και δια τούτο έπρεπε να είναι άγαμος, διότι η παρθενία είναι ανωτέρα του γάμου κατά το Α' Κορινθ. 7, 38. Δεν παύει όμως η τροποποίησις αύτη να είναι αναίρεσις του Ε' Αποστολικού Κανόνος και μεταβολή παραδόσεως της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, η οποία εδέχετο τον γάμον των Επισκόπων.
Δυνάμεθα να κατηγορήσωμεν ως παραβάτην την 6ην Οικουμενικήν Σύνοδον, διότι κατήργησε το έγγαμον των Αρχιερέων, ήτοι παλαιάν και μάλιστα αποστολικήν παράδοσιν;
Τέταρτον: Ο ΡΑ' Κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει να δίδεται η Θεία Κοινωνία εις τους λαϊκούς δια τινος αντικειμένου, ως γίνεται σήμερον δια της λαβίδος, αλλά απ' ευθείας να τίθεται ο Άγιος Άρτος εις τας χείρας των λαϊκών και το Αίμα του Κυρίου δια του αγίου Ποτηρίου να προσφέρεται δια των Διακόνων εις το στόμα των πιστών, όπως, δηλαδή μεταλαμβάνουν σήμερον οι Κληρικοί.
Ο Κανών ούτος διατάσσει να αφορίζεται ο Ιερεύς ο οποίος δεν θα δώση το Άγιον Άρτον εις αυτάς ταύτας τας είρας των πιστών.
Αφωρισμένον θέλει και το λαϊκόν ο οποίος κοινωνεί κατ' άλλον τρόπον και όχι δεχόμενος επί των χειρών του το Σώμα του Κυρίου: Και επί λέξει: «Ει δε τις αλώ της αχράντου κοινωνίας μεταδιδούς τοις τοιαύτα δοχεία προσφέρουσι αφοριζέσθω και αυτός και ο τοιαύτα επιφερόμενος».
Ο Άγιος Κυρίλλος Ιεροσολύμων (Κατηχ. Μυσταγ. Ε') ορίζει σαφέστερον την παλαιάν παράδοσιν λέγων «Όταν πλησιάζης εις τα μυστήρια άπλωνε τας παλάμας σου... το μεν αριστερόν χέρι υποκάτω το δε δεξιόν επάνω και βαθουλώντας την παλάμην σου έτσι δέχου το Σώμα του Χριστού». Πηδάλιον σελίς 310. ήκουσες τι διατάσσει ο 101ος Κανών ούτος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου; Ήκουσες τι ορίζει η παλαιά παράδοσις; Να κοινωνής με τα ίδια σου τα χέρια και όχι με άλλα αντικείμενα, ως π.χ. είναι η λαβίς. Είναι δε υπό αφορισμόν και ο λαϊκός ο οποίος κοινωνεί με άλλον τρόπον και ο Κληρικός ο οποίος δίδει το Σώμα του Χριστού ούτω.
Συ ο οποίος κοινωνείς όχι δια των χειρών σου, αλλά με λαβίδα και θεωρείς ότι μόνον Κανόνες και παραδόσεις υπάρχουν και τίποτε άλλο, πως θα δικαιολογήσης την παράβασιν αυτήν;
Που θα στηριχθής; Μία υποσημείωσις του Πηδαλίου φέρει πιθανήν ερμηνείαν της καταργήσεως του Κανόνος την έλλειψιν των Διακόνων εις την αρχαίαν Εκκλησίαν και ότι ο Ιερεύς δεν ηδύνατο μόνος του να μεταδίδη χωριστά το Σώμα του Χριστού από το Αίμα. Ήνωσεν αυτά εις το Άγιον Ποτήριον και τα μεταδίδει ομού με την λαβίδα ή δια να διευκολύνωνται τα νήπια.
Αυτή η πιθανή κατά το Πηδάλιον ερμηνεία δεν είναι ικανοποιητική, διότι Διακόνοι υπάρχουν σήμερον εις πολλάς Εκκλησίας. Θα έπρεπε, τουλάχιστον όπου λειτουργεί Ιερεύς και Διάκονος, να τηρήται ο Κανών ούτος και να μη παραβαίνεται. Αν πάλιν έγινε δια την διευκόλυνσιν των νηπίων, έπρεπε να περιορισθή μόνον εις αυτά και να μη γενικευθή εις όλους. Μέχρι της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ότε ετέθη ο νόμος, πως εκοινώνουν τα νήπια; Έτσι να κοινωνούν και μετά ταύτα.
Αλλά και μία άλλη δικαιολογία δια την εισαγωγήν της λαβίδος, την οποίαν αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος εις το Πηδάλιον, δεν είναι καθόλου ικανοποιητική: «Το αίτιον δε οπού επενοήθη η λαβίδα ήτο, διατί μερικοί, ή υποκρινόμενοι πως είναι Χριστιανοί, ή αιρετικοί ή δεισιδαίμονες, λαμβάνοντες εις χείρας τον Άγιον Άρτον ή τον έρριπτον ή τον έκρυπτον ή εις μαγείας ή πονηρίας άλλας τον εμεταχειρίζοντο. Όθεν δια της επινοήσεως της λαβίδος, διδομένης της Αγίας Κοινωνίας εις το στόμα, εσηκώθη από το μέσον κάθε αιτία και πρόφασις της Μυστηρίου τοιαύτης καταφρονήσεως».
Αλλ' είναι προφανές ότι και με την χρήσιν της λαβίδος ουδέ κατ' ελάχιστον εμειώθη ο κίνδυνος οιασδήποτε τοιαύτης καταφρονήσεως του Μυστηρίου. Ο λαμβάνων εις το στόμα την Αγίαν Κοινωνίαν ημπορεί ευκολώτατα και ανετώτατα να μη την καταπίη, αλλά να την κρατήση και ρίπτοντάς την αμέσως εις ένα κουτάκι που θα έχη εις την τσέπην του, να την χρησιμοποιήση εις οιανδήποτε πονηρίαν ή μαγείαν ή να την καταφρονήση και να την βεβηλώση, με όποιον τρόπον του υπαγορεύσει ο Διάβολος... Δεν προστατεύει λοιπόν η λαβίς το Μυστήριο από καταφρόνησιν ή βεβήλωσιν.
Βλέπεις, ότι φέρομεν μέχρι σήμερα όχι μόνο ημείς, αλλά και σεις την παράβασιν του Κανόνος τούτου; αφού όλοι οι Κανόνες, όλαι αι παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι απαράβατοι και η παράβασίς των σημαίνει σχίσμα, πως καταργήσατε τον 101ον αυτόν Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου;
Θα ηδυνάμην να φέρω και άλλα παρόμοια τοιαύτα παραδείγματα καταργήσεως παλαιών Κανόνων δια νεωτέρων, όχι μόνο από ημάς τους νεοημερολογίτας αλλά και από σας τους παλαιοημερολογίτας.
Τα τέσσερα όμως ως άνω παραδείγματα είναι αρκετά, δια να μη μακρηγορώ. Και σε ερωτώ: Που στηρίζεσθε σεις οι παλαιοημερολογίται και καταργήσατε τους ανωτέρω Κανόνας, Αποστ. Διαταγάς, παλαιά έθη, αρχαίας συνηθείας και παραδόσεις της Εκκλησίας άνευ νεωτέρας Οικουμενικής Συνόδου;
Ασφαλώς δεν δύνασαι να απαντήσης και να δικαιολογήσης τας παραβάσεις σας αυτάς, διότι συγχέεις παραδόσεις και Εκκλησίαν. Νομίζεις ότι η Εκκλησία είναι μόνον αι αρχαίαι παραδόσεις και οι παλαιοί Κανόνες. Ουδεμίαν σημασίαν δίδεις εις την σημερινήν Εκκλησίαν ως όλον, ως Σώμα, με τα Πατριαρχεία και τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας. Θεωρείς αυτάς σχισματικάς, διότι τινές ακολουθούν το νέον ημερολόγιον και αι άλλαι, αι ακολουθούσαι το παλαιόν, έχουν πνευματικήν επικοινωνίαν με νεοημερολογίτας. Είσαι Θεολόγος και δεν πρέπει να αγνοής την διαφοράν παραδόσεων και Εκκλησίας.
Άκουσον λοιπόν την διαφοράν:
Η Εκκλησία διαιρείται, ως γνωρίζεις, εις δύο μέρη: θριαμβεύουσαν και στρατευομένην.
Θριαμβεύουσα είναι η εν τω ουρανώ Εκκλησία, οι Άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες και Πατέρες και Όσιοι και Δίκαιοι, οι οποίοι απέθανον.
Στρατευομένη είναι η εν τη γη ζήσα Εκκλησία.
Η ήδη εν ουρανώ θριαμβεύουσα Εκκλησία αφήκεν ωρισμένους Νόμους, Κανόνας, συνηθείας. Αυτά λέγονται παραδόσεις.
Η στρατευομένη Εκκλησία δύναται και αυτή να θέτη νόμους, να νομοθετή δια τον εξής λόγον:
 Ο Κύριος όταν είπεν ότι «μεθ' υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20), δεν απηυθύνετο εις την θριαμβεύουσαν εν τω ουρανώ Εκκλησίαν, αλλά εις την εν τη γη στρατευομένην, διότι μετά της στρατευομένης θα είναι μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι «της συντελείας του αιώνος», ενώ μετά της θριαμβευούσης θα είναι και πέραν της «συντελείας του αιώνος» και του κόσμου τούτου, εις αιώνας αιώνων. Τούτο βεβαιοί και η ιστορία της Εκκλησίας μας. Θα σου φέρω μερικά παραδείγματα:
Όταν έγιναν η 6η Οικουμενική Σύνοδος το έτος 690 μ.Χ. είχον οι τότε Πατέρες προ αυτών τας παραδόσεις και τους Κανόνας των προ αυτής Αποστόλων και Αγίων Πατέρων, οίτινες απετέλουν ήδη την θριαμβεύουσαν εν ουρανώ Εκκλησίαν.
Ως Εκκλησία ζώσα η στρατευομένη τότε Εκκλησία, το 690, είχε το δικαίωμα να τροποποιήση τους δύο Αποστολικούς Κανόνας, οι οποίοι ομιλούν υπέρ του γάμου των Επισκόπων. Κατήργησε την παλαιάν συνήθειαν και παράδοσιν του γάμου των Επισκόπων, καίτοι αύτη είχε Αποστολικήν καταγωγήν, και εθέσπισεν νέαν κατάστασιν: Την υποχρεωτικήν αγαμίαν των Επισκόπων.
Οι Πατέρες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν επίσης δια του ΡΑ' Κανόνος ότι δεν πρέπει να κοινωνώμεν δ' οιουδήποτε αντικειμένου (ως είναι και η λαβίς), αλλά δια των ιδίων μας χειρών, όχι μόνον οι Κληρικοί, αλλά και οι λαϊκοί. Οι Πατέρες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου απέθανον και μετεφέρθησαν εις την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν. Έμεινεν ο Κανών αυτός ως παράδοσις.
Ήλθεν η έπειτα Εκκλησία τον 10ον ή 11ον αιώνα μέχρι σήμερον και ως Εκκλησία ζώσα καταργεί εν τη πράξει τον Κανόνα αυτόν. Η κουρά των Μοναχών και Κληρικών μετά της παπαλήθρας απετέλεσε παράδοσιν της Εκκλησίας μέχρι του 15ου αιώνος. Έφυγον όλοι οι Πατέρες εκείνοι, μετέβησαν εις τον ουρανόν και αφήκαν την παράδοσιν της κουράς. Η μετά τον 16ον αιώνα Εκκλησία κατήργησε την παράδοσιν αυτήν και σήμερον όλοι οι Κληρικοί, ιδικοί μας, και ιδικοί σας, φέρουν κόμην και ουδεμίαν παπαλήθραν.
Τι διδασκόμεθα από τα παραδείγματα, που σου ανέφερα; Άλλο πράγμα είναι αι παραδόσεις και άλλο η Εκκλησία.
Παραδόσεις είναι τα κατάλοιπα εν γη της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας. Αυτά είναι αρχαίαι συνήθειαι, διάφοροι Κανόνες Συνόδων Οικουμενικών και Τοπικών και γνώμαι Αγίων Πατέρων ευρισκομένων σήμερον εν τω ουρανώ.
Εκκλησίαν δε λέγοντας εννοούμεν την εκάστοτε ζώσαν εν γη Εκκλησίαν, την στρατευομένην, ήτις έχει παρά Θεού την εξουσίαν είτε να νομοθετή ρητώς, ως έκαμεν η 6η Οικουμενική Σύνοδος, καταργήσασα Αποστολικούς Κανόνας και αρχαιοτάτην παράδοσιν περί εγγάμων Επισκόπων, ή και να ζη σιωπηρώς καταστάσεις διαφόρους των καταλοίπων της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας, ως έκαμε και κάμνει η μετά την 6ην Οικουμενικήν Σύνοδον Εκκλησία μέχρι σήμερον με την εισαγωγήν της αγίας λαβίδος και η μετά τον 16ον αιώνα Εκκλησία μέχρι σήμερον δια την κουράν των Κληρικών.
Εκκλησία λοιπόν και παραδόσεις αποτελούν ένα ζώντα οργανισμόν. Όπως εις πάντα οργανισμόν υπάρχουν δύο πράγματα, ένα αμετάβλητον και ένα μεταβλητόν, κατά παρόμοιον τρόπον παραδόσεις και Εκκλησία, ήτοι παλαιά και νέα Εκκλησία, αποτελουμένη από Θείον και ανθρώπινον στοιχείον, έχει τι το αμετάβλητον, απολύτως με το δόγμα και την ηθικήν, σχετικώς δε παν ό,τι ολόκληρος η Εκκλησία σιωπηρώς ή ρητώς θεσπίση. Ουδείς δηλαδή έχει το δικαίωμα μόνος του, έστω και αν είναι Ιερεύς η Αρχιερεύς, να παραβή παράδοσίν τινα των Πατέρων. Ούτε μία Εκκλησία δικαιούται εις γενικής φύσεως ζητήματα να αγνοή την συγκατάθεσιν των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Επομένως σχίσμα δεν λέγεται η παράβασις μιας αρχαίας παραδόσεως (τοιαύται ως είδομεν ανωτέρω έγιναν πολλαί χωρίς να γίνη σχίσμα), αλλά όταν παράβασις της αρχαίας παραδόσεως σχίση την μίαν Εκκλησίαν από της άλλης, όταν διακοπή η κοινωνία των Εκκλησιών.
Μόνον λοιπόν «η παράδοσις της Πίστεως», ήτοι η ηθική, είναι πράγματα αιωνίως αμετάβλητα και αναλλοίωτα και δεν επιδέχονται ουδεμίαν τροποποίησιν.
Αι άλλαι όμως παραδόσεις, αι αναφερόμεναι εις θέματα λατρείας, διοικήσεως, εκκλησιαστικής ευταξίας κ.λ.π. δύνανται να τροποποιούνται και να μεταβάλλωνται, υπό τον όρον βεβαίως ότι τούτο γίνεται όχι υπό του α' ή β' ατόμου, έστω και αν είναι Ιερεύς ή Αρχιερεύς (εν τη περιπτώσει ταύτη έχομεν παράβασιν και ανταρσίαν), αλλ' υπό της ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!

Το Νέον Ημερολόγιον αποτελεί σχίσμα;
Αφού εξεκαθαρίσαμεν το έδαφος περί παραδόσεων Εκκλησίας, Σχίσματος, ας ίδωμεν εάν το Νέον Ημερολόγιον αποτελή σχίσμα. Δια να αποδείξης ότι το Νέον Ημερολόγιον είναι σχισματικόν, επικαλείσαι διάφορα επιχειρήματα, τα οποία θα εξετάσωμεν ένα προς ένα:
Και πρώτον: Επικαλείσαι τας Πανορθοδόξους Συνόδους 1582, 1587, 1593, 1848 εν σελ. 26-29 και αλλαχού, αι οποίαι κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον. Σου απαντώ: Επειδή ταυτίζεις το Γρηγοριανόν και Νέον Ημερολόγιον, ισχυρίζεσαι ότι είναι καταδικασμένον και αυτό που έχομεν ημείς. Εις την αρχήν της πραγματείας μου σου απέδειξα ότι το Νέον λεγόμενον Ημερολόγιον δεν είναι Γρηγοριανόν, αλλά διωρθωμένον Ιουλιανόν, όχι μόνον από καθαρώς ημερολογιακής απόψεως, αλλά και από Εκκλησιαστικής, καθ' όσον το Γρηγοριανόν δεν λαμβάνει υπ' όψιν του το Πάσχα των Εβραίων και εορτάζουν οι Δυτικοί προ αυτού ή μαζί με αυτό.
Αι Πανορθόδοξοι Σύνοδοι κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, το Πασχάλιον τούτου και το Καλανδάριον, το εορτολόγιον δηλ. των κινητών εορτών Μεσοπεντηκοστής, Αναλήψεως, Πεντηκοστής, Αγίας Τριάδος κ.λ.π., διότι ξεφεύγει από τας πραγματικάς οροθεσίας της Α' Οικουμενικής Συνόδου, καθ' ην το Πάσχα μας πρέπει να γίνεται μετά το Εβραϊκόν Πάσχα. Το Νέον Ημερολόγιον τηρεί την διάταξιν ταύτην. Άρα δεν υπάγεται εις την καταδίκην αυτήν. Μόνη η προώθησις των 13 ημερών, εφ' όσον δεν έθιξε το Πασχάλιον ούτε το Καλανδάριον του Πασχαλίου, δεν υπόκειται εις την καταδίκην εκείνην των Πανορθοδόξων Συνόδων των ετών 1582, 1587, 1593, 1848.
Δεύτερον: «Με την προώθησιν των 13 ημερών και την διατήρησιν του Πασχαλίου κύκλου περιωρίσθη, ενίοτε δε καταργείται η νηστεία των Αγίων Αποστόλων», γράφει εν σελ. 13.
Η νηστεία των Αγίων Αποστόλων αν και δεν έχει νομοθετηθή υπό Οικουμενικής ή τοπικής Συνόδου, ως αρχαίον έθος έχει νόμου ισχύν και δεν δύναται να καταργηθή ή τροποποιηθή. Ναι, δεν δύναται να τροποποιηθή η νηστεία αύτη υπό τινος Χριστιανού, έστω και Αρχιερέως. Δεν δύναται ακόμη να μην καταργήση μία Εκκλησία εν αγνοία της άλλης. Εφ' όσον όμως και αι τηρούσαι το Παλαιόν και διατηρούσαι το Νέον Ημερολόγιον Εκκλησίαι, αι μεν δέχονται και αι άλλαι ανέχονται τον περιορισμόν αυτόν, δεν έγινε Σχίσμα. Σχίσμα θα ήτο, εάν διεφώνουν επί του προκειμένου αι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι και τα Πατριαρχεία και διέκοπτον τας σχέσεις των μετά των Νεοημερολογιτικών Εκκλησιών. Τούτο όμως δεν έγινε. Άρα δεν υπάρχει Σχίσμα!
Τρίτον: Θεωρείς ως Σχίσμα εν τη Εκκλησία το ότι αι Εκκλησίαι Νεοημερολογιτών και Παλαιοημερολογιτών έχουν τας εορτάς Χριστουγέννων και τας άλλας ακινήτους εορτάς και νηστεύουν κατά διάφορον χρόνον. Ούτω, όταν η μία Εκκλησία νηστεύη, η άλλη δεν νηστεύει. Όταν η μία Εκκλησία νηστεύη η άλλη έχει τα Φώτα κ.λ.π.
Βεβαίως ωραιότερον είναι να συνεορτάζουν όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να νηστεύουν ομού κατά τον αυτόν χρόνον. Ουδεμία αντίρρησις υπάρχει επ' αυτού. Η διαφορά όμως του χρόνου της εορτής και της νηστείας Χριστουγέννων και Αγίων Αποστόλων, δεν αποτελεί Σχίσμα, διότι η αρχαία μας Εκκλησία μέχρι της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου Ούτε τα Χριστούγεννα ούτε το Πάσχα συνεώρταζεν ούτε και η νηστεία της ήτο η αυτή πανταχού. Εν τούτοις δεν υπήρχε Σχίσμα εις τας επιμέρους Εκκλησίας. Το ότι δεν εώρταζον ουδέ συνεώρταζον οι προ του 300 μ.Χ. Χριστιανοί τας ακινήτους εορτάς, έδειξα δι' ων είπον προηγουμένως. Όχι μόνον τα Χριστούγεννα και τας συναφείς προς αυτά εορτάς δεν συνεώρταζον οι παλαιοί Χριστιανοί, αλλά ουδέ το Πάσχα.
Αυτό μας λέγει η ιστορία: Ο Άγιος Πολύκαρπος (150 μ.Χ.) Επίσκοπος Σμύρνης μετέβη εις την Ρώμην και συνηντήθη με τον Επίσκοπον Ανίκητον. Συνέπεσε το Πάσχα. Ο πρώτος ήθελε να τελέση αυτό την 14ην του μηνός Νισάν. Ο Πάπας Ανίκητος ήθελε να κάμη το Πάσχα την Κυριακήν. Συνεζήτησαν επ' αυτού. Ούτε ο Πολύκαρπος έπεισε τον Ανίκητον ούτε ο Ανίκητος τον Πολύκαρπον. Συνελειτούργησαν και απεχωρίσθησαν ειρηνικώς (Ευσεβίου εκκλης. Ιστορ. Ε' 24, 14).
Δεν απετέλεσε Σχίσμα μεταξύ των ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός του Πάσχα (ιδέ Εκκλης. Ιστορ. Στεφανίδου σελίδα 99). Ούτε και η κατά διάφορον χρόνον γινομένη νηστεία αποτελεί Σχίσμα.
Ιδού τι λέγει επ' αυτού η Εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου Ε' 24, 12-13. «Ου μόνον περί της ημέρας εστίν η αμφισβήτησις, αλλά και περί του είδους αυτού της νηστείας. Οι μεν οίονται μίαν ημέραν δεις αυτούς νηστεύειν, οι δε δύο, οι δε και πλείονας. Οι δε τεσσαράκοντας ώρας ημερινάς τε και νυκτερινάς.... Πάντες ούτοι ειρήνευσάν τε και ειρηνεύομεν προς αλλήλους και η διαφωνία της νηστείας την ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν».
Βλέπεις• τι εγίνετο εις την πρώτην Εκκλησίαν; Είχον διαφοράς εις την νηστείαν και όμως ειρήνευον μεταξύ των και η διαφορά αύτη όχι μόνον δεν ετάρασσεν αυτούς, αλλά «η διαφωνία της νηστείας την ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν»! Διατί λοιπόν συ θέτεις τόση βαρύτητα εις την διαφοράν της νηστείας των Αγίων Αποστόλων, αφού εις την αρχαίαν Εκκλησίαν «η διαφωνία της νηστείας την ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν»;
Θα μου είπης ότι πριν κανονισθούν αι εορταί και αι νηστείαι, είχε το δικαίωμα εκάστη Εκκλησία να τηρή την παράδοσίν της. Όταν όμως εκανονίσθησαν, δεν δικαιούμεθα να εκφεύγωμεν της οροθεσίας αυτής. Ναι, δεν δύναται, επαναλαμβάνω, έκαστον άτομον, έστω και Αρχιερεύς, παρά την γνώμην της Εκκλησίας του ή και εκάστη Εκκλησία εν αγνοία των άλλων, να παραβαίνη χρόνους εορτών και διάρκειαν νηστειών. Όταν όμως η Εκκλησία ως όλον, ως Σώμα, με τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας και τα Πατριαρχεία, δέχεται ή ανέχεται το Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον και τον διάφορον χρόνον των εορτών και της νηστείας, ουδείς δύναται να ομιλή περί Σχίσματος. Μήπως και αι Πανορθόδοξοι Σύνοδοι που κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν παρέβαινον τον ρητώς ομιλούντα περί του τρόπου της θείας Κοινωνίας 101 Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και εκοινώνουν τους λαϊκούς με λαβίδα, ή δεν έφερον κόμην και παρέβαινον τους σχετικούς Κανόνας; Και όμως δεν ήσαν Σχισματικοί!
Τέταρτον: Θα μου είπης: Διατί λοιπόν γίνεται τόσος λόγος περί τηρήσεως της Παραδόσεως; Ο Απόστολος Παύλος, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αι Σύνοδοι φωνάζουν: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις».
Επί του σημείου αυτού αναφέρεις πλήθος παραπομπών εις ωρισμένους Κανόνας που ρητώς καταφέρονται κατά νεωτερισμών. Πως, θα μου είπης, τόσαι φωναί περί παραδόσεως ελέχθησαν εις μάτην;
Όχι, αγαπητέ μου. Αι αφωναί αύται ισχύουν και πρέπει να ισχύουν. Πρέπει να προσέξης όμως, εις ποίον απευθύνονται αι φωναί και οι αφορισμοί ούτοι. Αι φωναί αύται απευθύνονται υπό της Εκκλησίας δια των αντιπροσώπων της, Πατέρων και Συνόδων Οικουμενικών και Τοπικών, εις τους πιστούς και όχι από τους πιστούς προς τας Εκκλησίας των! Τα μέλη της Εκκλησίας δηλαδή είναι υποχρεωμένα να τηρούν τας γραπτάς και αγράφους Παραδόσεις. Δεν δικαιούται τις να παραβή αυτάς, έστω και αν είναι Ιερεύς ή Αρχιερεύς.
Διότι τούτοι όλοι οι Κανόνες έχουν την φράσιν: «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος....», απευθύνονται προς επί μέρους άτομα. Η Εκκλησία όμως ως όλον, ως Σώμα, έχει διαφορετικήν θέσιν από τα μέλη της. Αύτη είναι ο Ύπατος Κριτής της Παραδόσεως. Τι είδομεν προηγουμένως εις το θέμα του γάμου των Αρχιερέων; Ενώ ούτος επετρέπετο κατά τους Αποστολικούς Κανόνας και την αρχαίαν παράδοσιν, η Εκκλησία τον κατήργησε ρητώς δια της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Τι είδομεν εις το θέμα της λαβίδος; Ότι η Εκκλησία σιωπηρώς έθεσεν εις αχρηστίαν τον 101ον Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου εισαγαγούσα εν τη κοινωνία των λαϊκών την χρήσιν λαβίδος. Η ίδια πάλιν Εκκλησία έθεσεν εις αχρησίαν νόμους και παραδόσεις περί κουράς, θεσπίσασα σιωπηρώς την κόμην των Κληρικών.
Μάθε λοιπόν ότι ημείς μεν ως άτομα δεν δυνάμεθα να καταργώμεν ή να τροποποιώμεν τας παραδόσεις. Η Εκκλησία όμως έχει άλλην δύναμιν• δεν είμεθα ίσοι με αυτήν. Αυτό μας διακηρύσσει η ιστορία της Εκκλησίας, η Παράδοσις!
Πέμπτον: Εν κεφ. 1 και 2 γράφεις ότι «το Νέον Ημερολόγιον εισήχθη μονομερώς αντικανονικώς άνευ της συναινέσεως απασών των ορθοδόξων Εκκλησιών και διέσπασεν την ενότητα της καθ' όλου ορθοδόξου Εκκλησίας».
Απαντώ: Ούτε το Ημερολόγιον ήλλαξεν, όπως σου είπα εις την αρχήν (Ιουλιανόν - διορθωμένον - έχομεν και ημείς) ούτε αντικανονική υπήρξεν η προώθησις του μηνολογίου κατά 13 ημέρας, διότι αύτη εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως των Εκκλησιών και ούτω δεν διεσπάσθη η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τούτο άλλωστε απέδειξε και το εν Ρόδω συνελθόν Πανορθόδοξον Συνέδριον του 1961 και 1964 όπου Εκκλησίαι Παλαιού και Νέου Ημερολογίου συνελειτούργησαν και έδωσαν τον ασπασμόν της αγάπης. Μόνον σείς ως σχισματικοί απεκλείσθητε του Διορθοδόξου αυτού Συνεδρίου, διότι ουδείς εξ υμών των αυτοτιτλοφορουμένων «γνησίων ορθοδόξων Χριστιανών» εγένετο δεκτός εις το Πανορθόδοξον αυτό Συνέδριον 1961 και 1964.
Έκτον: Εν κεφ. 5ω γράφεις ότι η τήρησις υφ' υμών των Νεοημερολιγιτών αθίκτου του Πασχαλίου Κανόνος επέδρασεν επί του εορτολογίου του ενιαυσίου κύκλου των εορτών, μεθ' ου αναποσπάστως συνδέεται ο υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθείς Πασχάλιος Κανών και επέφερε διαταραχήν.
Απαντώ:
Η σημερινή διαταραχή εορτολογίου κινητών και ακινήτων εορτών, είναι επάνοδος εις τας ημερομηνίας της Α' Οικουμενικής Συνόδου, διότι επανήλθον εις την 21ην Μαρτίου ως εαρινήν ισημερίαν που είχον οι Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Εν άτομον, έστω και Αρχιερεύς, μία επί μέρους Εκκλησία, δεν δύναται, εν αγνοία των άλλων, να κάμη τας αναπροσαρμογάς αυτάς, έστω και αν αύται μας επαναφέρουν εις τας αρχαίας ημερομηνίας.
Η ηνωμένη όμως Εκκλησία Νεοημερολογιτών και Παλαιοημερολογιτών, ως όλον, ως Σώμα, δεχομένη η πρώτη, ανεχομένη η δευτέρα, το Νέον Ημερολόγιον έχει δικαίωμα να κάμνη τοιαύτας μεταβολάς, τοσούτω μάλλον καθ' όσον δια της προωθήσεως 13 ημερών φθάνομεν, ως είπομεν, εις τας πραγματικάς ημερομηνίας των Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι είχον εαρινήν ισημερίαν, επαναλαμβάνω, την 21ην Μαρτίου ως έχομεν ημείς με την προώθησιν αυτήν και όχι την 8ην Μαρτίου που έχετε σεις.
Έβδομον: Εις το κεφ. 16 γράφεις ότι, αι ακολουθούσαι το Παλαιόν Ημερολόγιον Εκκλησίαι έχουν 200 εκατομμύρια πιστών αι ακολουθούσαι το Νέον έχουν 25 εκατομμύρια. Ιδού λοιπόν ότι έγινε Σχίσμα.
Σχίσμα, αγαπητέ μου, έχομεν όταν διακοπή η πνευματική κοινωνία μεταξύ των Εκκλησιών και όχι όταν εορτάζουν κατά διάφορον χρόνον τας εορτάς. Αυτό λέγει η ιστορία της Εκκλησίας, ως ίδωμεν προηγουμένως εις τον διάφορον εορτασμόν του Πάσχα προ της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Εφ' όσον λοιπόν αι ακολουθούσαι το Παλαιόν Ημερολόγιον Εκκλησίαι δεν διέκοψαν τας σχέσεις των μετά των Νεοημερολογιτών, Σχίσμα δεν υπάρχει. Διάβασε καλά την Ιστορίαν της Εκκλησίας μας.
Μου αναφέρεις τον αριθμόν των ακολουθούντων το Παλαιόν Ημερολόγιον, 200.000.000 με τα 25.000.000 που ακολουθούν το Νέον δια να δείξης ότι η πλειονότης είναι με το Παλαιόν. Σου απαντώ: Τα 200 εκ. των Παλαιοημερολογιτών εφ' όσον είναι ηνωμένα με τας Εκκλησίας των «σχισματικών Νεοημερολογιτών», κατά την γνώμην σας, είναι σχισματικοί! Διατί λοιπόν τους επικαλείσαι; Εν σελ. 47 καταδικάζεις συ ο ίδιος όλας τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας όχι μόνον των Νεοημερολογιτών αλλά και των Παλαιοημερολογιτών και λέγεις: «Δεν είναι εν τάξει, διότι όταν εκαινοτόμησεν η Εκκλησία της Ελλάδος έπρεπε να κόψουν πάσαν επικοινωνίαν». Δεν έκοψαν όμως. Άρα είναι και αυτοί Σχισματικοί! Αφ' ου και τα 200 αυτά εκ. είναι Σχισματικοί, πως παρουσιάζεις τους αριθμούς των ως απόδειξιν υπέρ του Παλαιού Ημερολογίου;
Βλέπεις, πως αντιφάσκεις;
Όγδοον: Εις το κεφ. 83 φροντίζεις να αποδείξης ότι είναι μυθώδες και από αστρονομικής απόψεως η μετατόπισις των εποχών του Χειμώνος και του Θέρους, εάν συνεχίζετο η διαφορά του Ημερολογίου. Και λέγεις: «Αφού Μάρτιον είχομεν την έξοδον των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου το 1500 μ.Χ., Μάρτιον έχομεν και σήμερον 2000 μ.Χ., πως δεν επήλθε μεταβολή τις;
Απλούστατα το προ του Ιουλιανού Ημερολογίου 45 π.Χ. ακολουθούμενον ημερολόγιον των Εβραίων είχε σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη. Επειδή το ηλιακόν έτος έχει 12 σεληνιακούς μήνας και 11 ημέρας οι Εβραίοι προσέθετον ως είπομεν ανωτέρω ανά 3 ή 2 έτη τον 13ον μήνα τον οποίον ωνόμαζαν βε - Αδάρ και ούτω εκάλυπτον την διαφοράν.
Εκείνο δηλ. το οποίον κάνομεν ημείς με την προσθήκην των 13 ημερών εις 1600 έτη δια να καλύψωμεν την διαφοράν του Ιουλιανού ημερολογίου από της Α' Οικουμενικής Συνόδου μέχρι σήμερον, το έκαμνον οι Εβραίοι ανά δύο ή τρία έτη προ του Ιουλιανού Ημερολογίου, ήτοι προ του 45 π.Χ., προσθέτοντες ολόκληρον, σεληνιακόν μήνα ανά δύο ή τρία έτη και ούτω διετηρήθη το Πάσχα των τον Μάρτιον μήνα.
Την διαφοράν αυτήν των 13 ημερών από της Α' Οικουμενικής Συνόδου την δέχεται και το ίδιον το Πηδάλιον. Ιδέ σελίδα 9, ερμηνείαν του 7ου Αποστολικού Κανόνος. Πως συ την αρνείσαι; Πλην αυτού γνωρίζομεν εκ της Κοσμογραφίας της 6ης τάξεως των Γυμνασίων σελ. 57, ότι το π.Χ. ακολουθούμενον ημερολόγιον υπό των Ρωμαίων από το 700 μέχρι το 45 π.Χ. ήτο το ημερολόγιον του Νουμά, το οποίον, είχεν 354 ημέρας. Ήτο δηλαδή όμοιον με το ημερολόγιον των Εβραίων, είχε σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη. Καθ' έκαστον έτος υπελείποντο 11 ημέραι. Προσέθετον οι Ρωμαίοι εις έκαστον 2ον έτος συμπληρωματικόν μήνα, 22 ημέρας. Ενόμιζον ότι ούτω θα καλυφθή η διαφορά του πολιτικού έτους και του ηλιακού, του τροπικού, έτους. Πράγματι όμως με τον συμπληρωματικόν μήνα το έτος ήτο μικρότερον του πραγματικού κατά 0,242217 μέσης ηλιακής ημέρας. Μέχρι δε του Ιουλίου Καίσαρος είχον προχωρήσει τοσούτον, ώστε αι εορταί του θερισμού εωρτάζοντο εις το τέλος του χειμώνος!
Ο Ιούλιος Καίσαρ επεχείρησε το 45 π.Χ. να άρη την ασυμφωνίαν ταύτην καλέσας τον αστρονόμον Σωσιγένην εκ της Αλεξανδρείας. Και εν πρώτοις επεξέτεινε την διάρκειαν του έτους της μεταρρυθμίσεως (του 45 π.Χ.) εις 445 ημέρας. Ήτοι προσέθεσαν εις το ημερολόγιον του Νουμά 91 ημέρας, ούτως ώστε αι διάφοροι εορταί να εορτάζωνται εις τας καταλλήλους ημέρας του έτους. Το έτος τούτο ωνομάσθη έτος συγχύσεως. Έπειτα από αυτό ο Ιούλιος Καίσαρ ώρισε το Ιουλιανόν ημερολόγιον, 365 ημέρας, και εν δίσεκτον έτος ανά 4 έτη. Βλέπεις ότι ο Ιούλιος Καίσαρ προσέθεσεν 91 ημέρας εις το έτος 45 π.Χ. δια να καλύψη την διαφοράν των προηγουμένων ετών;
Επομένως προ Χριστού Εβραίοι και Ρωμαίοι έκαμον προσθήκας προς κάλυψιν ημερολογιακών διαφορών. Πως αγνοείς τα πράγματα αυτά;
Ένατον: «Πρέπει να υπακούωμεν», γράφεις εν κεφ. 86 σελ. 74, «εις τους Θεοφόρους και Αγίους εκείνους Πατέρας και όχι εις τους σημερινούς».
Εκείνοι όμως οι Πατέρες εδέχοντο τον γάμον των Επισκόπων, δεν είχον κόμην, έφερον παπαλήθραν, εκοινώνουν τους λαϊκούς ουχί δι' αγίας λαβίδος και κατεδίκαζον τους έχοντας κόμην, μη φέροντας παπαλήθραν και μη δίδοντας την θείαν Κοινωνίαν στους λαϊκούς επί των χειρών αυτών. Διατί και αυτά δεν τα τηρείς; Διατί δεν υπακούεις εις αυτούς;
Δέκατον: Λέγεις εν σελίδι 85: Η Εκκλησία της Ελλάδος προτίθεται να προβή εις μεταρρυθμίσεις, ώστε να υπάρχη γάμος Μοναχών, κατάργησις Εικόνων, μεταβολή του Βαπτίσματος και άλλα. Εδώ είσαι συκοφάντης!
Διάφορα σπερμολογήματα ανευθύνων τα παρουσιάζεις ως γνώμας της Εκκλησίας!
Ενδέκατον: Λέγεις όλως αφελώς: «Με ποίους εορτάζουν τα επουράνια, όταν τα επίγεια έχουν διαφόρους ημέρας εορτών; Όταν δηλ. οι Νεοημερολογίται ψάλλουν «Σήμερον γεννάται ο Χριστός....» 13 ημέρας προ των Παλαιοημερολογιτικών Εκκλησιών, με ποίους θα εορτάσουν τα επουράνια την Γέννησιν του Χριστού, αφού υπάρχη διαφορά χρόνου;
Όταν πάλιν μετά την Γέννησιν του Σωτήρος λέγομεν εις την σχετικήν ευχήν «Σήμερον τα άνω εορτάζουν...» με ποίους εορτάζουν τα επουράνια; Με το Παλαιόν ή το Νέον;
Σε ερωτώ και εγώ: Όταν επί 300 έτη εώρταζον αι μεν Εκκλησίαι της Δύσεως Πάσχα την Κυριακήν μετά το Νομικόν Πάσχα, αι δε Εκκλησίαι της Μ. Ασίας την 14ην Νισάν, με ποίους εώρταζον το Πάσχα τα ουράνια; Την 14ην Νισάν με τον Άγιον Πολύκαρπον Σμύρνης ή την Κυριακήν με τον Άγιον Ανίκητον Πάπαν Ρώμης; Ασφαλώς και με τους δύο. Όταν η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Κύπρος εώρταζον την Γέννησιν του Χριστού την 6ην Ιανουαρίου μετά των Θεοφανείων, ως είδομεν, η δε Ρώμη την 25ην Δεκεμβρίου, με ποίους εώρταζον τα επουράνια; Και με τους δύο! Το ίδιον συμβαίνει και σήμερον, αφού η Εκκλησία η επί γης είναι ηνωμένη. Τα ουράνια εορτάζουν και με τους δύο. Τα ουράνια έχουν πάσαν ημέραν εορτήν, διότι εκεί δεν υπάρχουν εργασίαι ως εν τη γη και ημέραι ιδιαίτεραι εορτών. Τα ουράνια πανηγυρίζουν πάντοτε, διότι πάσα ημέρα εορτή εστι δια τους εκεί.

Συμπέρασμα:
Πρώτον: Συγχέεις το Νέον Ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν. Ιδού η εσφαλμένη σου βάσις. Σου απέδειξα ότι το Νέον Ημερολόγιον δεν είναι το Γρηγοριανόν από ημερολογιακής και εκκλησιαστικής απόψεως, αλλά διορθωμένον Ιουλιανόν με τας ημερομηνίας της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Άρα το Ημερολόγιον που ακολουθούμεν είναι πράγματι το Παλαιόν Ιουλιανόν Ημερολόγιον.
Δεύτερον: Δια το Πασχάλιον Κανόνα δεν λαμβάνεις ως κύρια χαρακτηριστικά τα ορισθέντα υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου (εαρινήν ισημερίαν, Πανσέληνον, Πάσχα Εβραίων και Κυριακήν), αλλά την ημερομηνίαν 22αν Μαρτίου - 25ην Απριλίου, ήτις ουδόλως μνημονεύεται εις τα πρακτικά της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Την συμπληρωματικήν οροθεσίαν ταύτην 22 Μαρτίου - 25 Απριλίου έλαβε ως μοναδικόν και κύριον χαρακτηριστικόν παρά του ρητούς Κανόνας.
Τρίτον: Θεωρείς τας ακινήτους εορτάς Χριστουγέννων και τας συναφείς προς αυτάς ορισθείσας υπό του Θεού, και επομένως ουδείς δύναται να τας μετακινήση!
Σου απέδειξα δια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας ότι αύται επί 300 έτη μ.Χ. ηγνοούντο. Κατόπιν η των Χριστουγέννων συνεωρτάζετο μετά των Θεοφανείων και έπειτα εχωρίσθησαν τα Χριστούγεννα από τα Θεοφάνεια. Αυτά λέγουν οι Πατέρες. Αν αι εορταί αύται ήσαν, ως λέγεις συ, υπό Θεού ορισθείσαι, ηγνόουν αυτάς οι Πατέρες και τας εγνώριζες συ;
Τέταρτον: Συγχέεις παραδόσεις και Εκκλησίαν και νομίζεις ότι δεν δύναται η Εκκλησία ως όλον να κάμη μεταβολήν εις τας παραδόσεις. Και όμως σου απέδειξα πως εκάστοτε Εκκλησία, ζώσα ούσα, μετέβαλε ρητώς ή σιωπηρώς ουκ ολίγα έθιμα, προγενεστέρας συνηθείας και παραδόσεις. Πως και σεις σήμερον παραβαίνετε παραδόσεις αρχαίας της Εκκλησίας; Αφού λοιπόν δεν ημπόρεσες να διακρίνης διαφοράν παραδόσεων και Εκκλησίας και δεν εννοείς τι θα είπη Σχίσμα, θεωρείς Σχισματικήν την Εκκλησίαν των Νεοημερολογιτών, διότι ακολουθεί το Νέον Ημερολόγιον! Και όμως σου απέδειξα δια της Ιστορίας της Εκκλησίας ότι Σχίσμα δεν συνιστά ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός, αλλά η μη πνευματική κοινωνία των αυτοκεφάλων Εκκλησιών και Πατριαρχείων.
Σεις λοιπόν που έχετε αποκοπή από την ολομέλειαν αυτήν της Ορθοδοξίας είσθε σχισματικοί και προς υμάς ως τοιούτους απευθύνονται όλοι οι αφορισμοί των Πατέρων και τα ουαί.
Είχον υποχρέωσιν να σου απαντήσω, διότι γραπτώς και προφορικώς δια γνωστών σου προσώπων με προεκάλεσας εις τούτο. Έκαμα το καθήκον μου προς σε και πάντα άλλον, ο οποίος θέλει να μάθη την αλήθειαν περί Παλαιού και Νέου Ημερολογίου.
Τα περαιτέρω ανήκουν εις σε, τους αναγνώστας μου και τον Θεόν! Υγίαινε!

Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

(Σημείωση:οι υπογραμμίσεις και η διαμόρφωση του κειμένου δικά μας)

Ο αστροφυσικός Robert Jastrow στο βιβλίο του «Ο Θεός και οι Αστρονόμοι»,

αν και δηλώνει πως είναι αγνωστικιστής, παραδέχεται την αλήθεια αυτή, όταν με τρόπο χαρακτηριστικό αναγνωρίζει την αδυναμία της ανθρωπίνης γνώσεως και ομολογεί ότι τα πρωτεία ανήκουν στους εκπροσώπους της Πίστεως:

«Για τον επιστήμονα που έχει ζήσει με πίστη στη δύναμη της αιτίας, η ιστορία τελειώνει όπως ένα κακό όνειρο.
Έχει αναρριχηθεί στο όρος της αγνοίας.
Είναι έτοιμος να κατακτήσει την υψηλότερη κορυφή.
Και καθώς σκαρφαλώνει στον τελευταίο βράχο, τον υποδέχεται μια ομάδα θεολόγων, που είναι καθισμένοι εκεί από αιώνες»!

(Robert Jastrow,Cod and the Astronomers, Warner books,April 1980, σ. 105 στο

"Ο άνθρωπος μέσα στο σύμπαν", αρχιμ. Αστερίου Χατζηνικολάου, εκδ. ο Σωτήρ σελ. 128)

Α. (Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά τόμος Β σελ. 336-337)

«…. Οί βασικές ιδέες τού μεταρρυθμιστή πάπα Γρηγοιου Ζ΄ Ιλδεμβράνδη διατυπώθηκαν στίς 27 σύντο¬μες προτάσεις τού περίφημου κειμένου "Dictatus papae" (1075), oι οποίες έχουν ώς ακολούθως (PL 148, 107):

1 ) Η Ρωμαϊκή Εκκλησία ιδρύθηκε από τόν ίδιο τόν Θεό. 

2) Μόνο ο ρωμαίος ποντίφηκας νομίμως καλείται Οικουμενικός (solus Romanus pontifex iure dicatur universalis). 

3) Μόνος αυτός δύναται νά καθαιρή καί νά αποκαθιστά επισκόπους. 

4) Ο αντιπρόσωπός του προκάθηται όλων τών έπισκόπων στή σύνοδο, έστω καί αν είναι κατώτερου βαθμού, καί δύναται νά εκφέρη κατ’αύτών απόφαση καθαιρέσεως. 

5) Ο πάπας δύναται νά καθαιρή καί απόντες. 

6) Οφείλουμε, εκτός τών άλλων, νά μή διαμένουμε στήν ίδια κατοικία μέ τούς αφορισμένους από εκεϊνον (= πάπα), 

7) Μόνο σέ αυτόν επιτρέπεται γιά τήν ανάγκη τών καιρών νά εκδίδη νέους νόμους, νά συγκροτή νέες κοινότητες, νά ιδρύη ένα κανονικό μοναστήρι, όπως επίσης νά διαιρή πλούσιες επισκοπές καί νά συνενώνη τίς πτωχές σέ μία. 

8) Μόνος αυτός δύναται νά χρησιμοποιή τά αυτοκρατορικά διάσημα (solus possií uti imperialibus insigniis). 

9) Μόνου τού πάπα τούς πόδες ασπάζονται όλοι οί ηγεμόνες (solius papae pedes omnes principes deosculentur), 

10) Μόνου εκείνου τό όνομα αναφέρεται στις εκκλησίες. 

11) Τούτο (= πάπας) είναι μοναδικό όνομα στόν κόσμο (Hoc unicum est nomen in mundo). 

12) Σε αύτόν έπιτρέπεται νά εκθρονίζη αυτοκράτορες (illi liceaí imperatores deponere). 

13) Σε αυτόν έπιτρέπεται σέ περίπτωση ανάγκης νά μεταθέτη επισκόπους από τή μία επισκοπή σέ άλλη. 

14) Αυτός δύναται νά χειροτονή οποιονδήποτε θέλει κληρικό από κάθε εκκλησία. 

15) Ο χειροτονημένος από αυτόν (= πάπα) δύναται νά προΐσταται σε άλλη εκκλησία, αλλά όχι καί νά ύπηρετή σέ αύτήν, δέν πρέπει δέ νά λάβη ανώτερο βαθμό από άλλον επίσκοπο. 

16) Καμμία σύνοδος δεν δύναται χωρίς την εντολή εκείνου νά ονομασθή γενική (nulla synodus absque precepto eius debet generalis vocari). 

17) Κανένα Διάταγμα (capitulum) καί κανένα κανονικό βιβλίο δέν γίνεται δεκτό χωρίς τήν αυθεντία (auctoritate) εκείνου. 

18) Οι αποφάσεις εκείνου πρέπει να μήν ακυρώνονται από κανένα, αλλ' αυτός μόνος δύναται να ακυρώνη (= τίς αποφάσεις) όλων (Sententia illius a nullo debeat retractan et ipse omnium solus retractare possit), 

19) Αυτός δέν πρέπει να κρίνεται από κανένα (α nemine ipse iudicari debeat). 

20) Κανείς δεν δύναται νά καταδικάση τόν προσφεύγοντα στόον αποστολικό θρόνο (nullus audeat condemnare apostolicam sedem apellantem). 

21) Πρός αυτόν πρέπει νά παραπέμπονται οι μείζονες υποθέσεις οποιασδήποτε Εκκλησίας (majores causae cuiuscunque ecclesiae ad earn refeni debeant). 

22) Ή Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν πλανήθηκε ποτέ και κατά τη μαρτυρία τής Γραφής δεν θά πλανηθή είς τόν αιώνα (Romana ecclesia nunquam erravit nec in perpetuum Scriptura testante errabit). 

23) Ο Ρωμαίος ποντίφηκας, αv έχη χειροτονηθή κανονικώς, καθίσταται αναμφιβόλως άγιος διά των αξιομισθιών τούυ μακαρίου Πέτρου... (Romanus pontifex, si canonice fuerit ordinatus, meritis beati Petri indubitanter effïcitur sanctus...). 

24) Με εντολή καί έγκριση εκείνου οί υποκείμενοι επιτρέπεται νά καταγγέλλουν. 

25) Δύναται χωρίς συνοδική απόφαση νά καθαιρή καί νά αποκαθιστά επισκόπους. 

26) Δεν θεωρείται καθολικός, όποιος δεν συμφωνεί με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία (Catholicus non habeatur, qui non concordat Romanae ecclesiae). 

27) Δύναται να απαλλάσση τούς υπηκόους από τήν υποχρέωση πίστεως πρός αδίκους (α fidelitate iniquorum subiectos potest absolvere). "

 

Η γνησιότητα του συντόμου αυτού κειμένου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά είναι αβάσιμη και η ιστορική ερμηνεία του ως προγραμματικού κειμένου της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως. Η υπόθεση του G.B. Borino (Archivio della R. Deputazione Romana de storia patria, 67, 1944, 237-252), ότι το κείμενο αποτελεί απλές και σύντομες θεματολογικές σημειώσεις προς έρευνα για επαλήθευση στις κανονικές συλλογές, έτυχε ευνοϊκής υποδοχής (K. Hofmman, Studi Gregoriani, I, 533-540) και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εύλογη τόσο από την ιδιότυπη μορφή των προτάσεων, όσο και από την άτακτη παράθεση ή σύνδεσή τους. Είναι όμως αναντίρρητο ότι και υπό την έννοια αυτή η επιλογή των έστω προς μελέτη θεμάτων των κανονικών παραπομπών υποδηλώνει την αναφορά των συγκεκριμένων προτάσεων σε μία ήδη συγκροτημένη θεωρεία στη σκέψη του Γρηγορίου Ζ΄ περί της παπικής αυθεντίας. 

Όλες οι προτάσεις απορρέουν μεν από την ήδη υφιστάμενη κανονική θεωρία, αλλά όλες έχουν και μία συγκεκριμένη αναφορά στα ειδικότερα πρακτικά προβλήματα του μεταρρυθμιστικού αγώνα του Γρηγορίου Ζ΄. Είναι γεγονός ότι στις προτάσεις αυτές του Dictatus papac αποδόθηκε από την ιστορική έρευνα, το όλο βάρος του περί «περιβολής» αγώνα του παπισμού και οι συγκρούσεις δύο αιώνων περίπου μεταξύ των παπών και των γερμανών αυτοκρατόρων. Συμπεριλαμβάνονται βεβαίως στο παπικό αυτό κείμενο προτάσεις για το πρωτείο του πάπα στην Εκκλησία (18, 19, 22, και 23), οι οποίες προκύπτουν από παλαιότερες ερμηνείες των κανονολόγων στα πλαστά κείμενα της ψευδο-Κωνσταντινείου Δωρεάς και των ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων και ήσαν αναγκαίες στον αγώνα του πάπα για την «περιβόλη» των επισκόπων από τους κοσμικούς άρχοντες».

(Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά τόμος Β σελ. 336-337)

«…. Το παπικό πρωτείο ενισχύθηκε με τις ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, οι οποίες αποδόθηκαν στον Ισίδωρο Μερκάτορα και συντάχθηκαν οπωσδήποτε πριν από τα μέσα του Θ΄ αιώνα είτε στη Γαλλία, είτε στην Ισπανία ή και σε κάποιο άλλο μέρος της Δύσεως, οπωσδήποτε όμως όχι στη Ρώμη. Συγκροτήθηκαν από τέσσερα τμήματα (Collectio Hispana – Gallica Augustidunensis, Capitula Angilrami, Capitularia του Βενεδίκτου Λεβίτα, ψευδο-Ισιδώριοι Διατάξεις).

Οι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει χαλκευμένες παπικές διατάξεις της συλλογής περιέχουν: 

α) 60 πλαστά παπικά δεκρετάλια από τον Κλήμη μέχρι τον Μιλτιάδη (314), 

β) νοθευμένα συνοδικά κείμενα από την ήδη νοθευμένη συλλογή Hispana Gallica, και 

γ) παπικά δεκρετάλια από τον Σίλβεστρο μέχρι τον Γρηγόριο Α’ τον Μέγα (590-604), από τα οποία τα 115 είναι εξ ολοκλήρου πλαστά και τα 125 έχουν υποστεί επί μέρους νοθείες, τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις. Η ακολουθηθείσα τεχνική κατά τη νόθευση των αυθεντικών κειμένων ή κατά τη δημιουργία των πλαστών υπήρξε πράγματι εντυπωσιακή. Στόχος βεβαίως των ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων ήταν η κατοχύρωση της συγκεντρωτικής παπικής εξουσίας με την ιστορικοκανονική θεμελίωση του παπικού πρωτείου. 

Σύμφωνα με τις ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις ο πάπας είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, αφού στον πάπα, ως βικάριο του Πέτρου (vicarious Petri) ή και ως προέκταση του ιδίου του Πέτρου (Petrus ipse) έχουν δοθεί αφ’ενός μεν οι κλείδες της Βασιλείας, οι οποίες παραχωρήθηκαν από τον Κύριο μόνο στον απόστολο Πέτρο, αφ’ετέρου δε η ιερατική εξουσία, η οποία παραχωρήθηκε από τον Κύριο πρώτα στον απόστολο Πέτρο και διά μέσου αυτού στους λοιπούς αποστόλους. 

Ο πάπας είναι ο παρατεινόμενος Πέτρος (Petrus ipse) στον ιστορικό βίο της Εκκλησίας, από τον οποίο λαμβάνουν την ιερατική εξουσία όλοι οι άλλοι επίσκοποι της Εκκλησίας. Οι επίσκοποι είναι απλοί εκπρόσωποι (vicarii) του πάπα στις κατά τόπους εκκλησίες, γι’αυτό και τα δημιουργούμενα σοβαρά εκκλησιαστικά ζητήματα (causae majores) πρέπει να επιλύονται από τον πάπα, αφού και αυτή ακόμη η αυθεντία των Οικουμενικών συνόδων πηγάζει από τον πάπα, κ.α. 

Οι ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις έγιναν γνωστές πριν από τα μέσα του Θ’ αιώνα στη Ρώμη, χρησιμοποιήθηκαν από τον Νικόλαο Α΄ και τους διαδόχους του και επηρέασαν σοβαρά την εκκλησιαστική ζωή της Δύσεως. Η προϋπάρχουσα λοιπόν διαφοροποίηση του παπικού θρόνου από την Ανατολή και η εξάρτηση του από το Φραγκικό κράτος κατέστησαν πλέον τη ρήξη Ανατολής και Δύσεως ζήτημα χρόνου. Το σχίσμα της εποχής του Φωτίου (863-867) και το μέγα σχίσμα (1054) συνδέονται άρρηκτα προς τις μεταβολές, οι οποίες επήλθαν κατά την περίοδο της εικονομαχίας στις σχέσεις των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως».

 

(Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά τόμος Α σελ. 802)

Β.   Πλαστογραφίες των παπικών

 

Πηγή: http://impantokratoros.gr/

 

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΨΕΥΔΟΙΣΙΔΩΡΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ  

  

      Το εντελώς ασύστατο, αντιευαγγελικό, αντιπατερικό και αντίθετο προς κάθε έννοια Δογματικής για το πρωτείο εξουσίας του πάπα, το στηριζόμενο στην παρερμηνεία της λέξης «πέτρα» των λόγων του Κυρίου προς τον Απόστολο Πέτρο, γίνεται τελικά φανερό και από την χρήση της πλαστογραφίας εκ μέρους των παπικών. Όταν δηλαδή, οι παπικοί είδαν ότι οι αξιώσεις τους για κυριαρχία δεν γίνονταν με κανένα τρόπο δεκτές από την Ανατολή, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την αντιχριστιανική μέθοδο της πλαστογράφησης της Ιστορίας, με την βοήθεια της οποίας παρουσίασαν σε κάποια στιγμή την λεγόμενη ψευδο-Κωνσταντίνεια Δωρεά και κατόπιν τις λεγόμενες ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, που είχαν σκοπό την υποστήριξη των περί πρωτείου εξουσίας αντιλήψεων των παπών και ταυτόχρονα την καταπολέμηση των θεοκρατικών ιδεών των αυτοκρατόρων. Για τούτο, κατά τον Β. Στεφανίδη, «παρομοιάσθηκαν προς το πελώριον μαγικόν ξίφος του θρυλικού Ζείγκφρειδ», που σφυρηλατήθηκε στα μέσα της θ'  εκατονταετηρίδας, για να χρησιμοποιηθεί σαν αποτελεσματικό όπλο, στον αγώνα των παπών, το στρεφόμενο εναντίον κάθε άλλης εκκλησιαστικής εξουσίας. (Βλ. Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1959, 300)  

Α. Η ΨΕΥΔΟ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΟΣ ΔΩΡΕΑ  

      Ως ψευδο-Κωνσταντίνειος Δωρεά χαρακτηρίστηκε η πλαστή εκείνη «Δωρεά», που έγινε δήθεν από τον Μ. Κωνσταντίνο, όταν αναχώρησε από την Δύση, παραχωρώντας στον τότε πάπα Σίλβεστρο, που θεράπευσε τον αυτοκράτορα από την αρρώστια της λέπρας, «την διοίκηση του δυτικού κράτους, αυτοκρατορική εξουσία, αυτοκρατορικές τιμές και αυτοκρατορικά διάσημα» (Κ. Μουρατίδη, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ επόψεως ορθοδόξου και των νεοτέρων κατευθύνσεων εν τη εκκλησιολογία και τη πολιτειολογία, Αθήναι 1965, σ. 140).  

α) Πότε πρωτοπαρουσιάσθηκε στο προσκήνιο της Ιστορίας.  

      Η δήθεν δωρεά του Μ. Κωνσταντίνου προς τον πάπα Σίλβεστρο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, ως δήθεν αληθινή, από τον πάπα Ανδριανό στην επιστολή που έστειλε προς τον Κάρολο το Μέγα στα τέλη του όγδοου μ.Χ. αιώνα (771-795), ώστε να αναγνωρίσει και να αποδώσει στο πρόσωπό του όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα, που περιλαμβάνονται σ' αυτήν. Από την εποχή εκείνη, και για 800 και περισσότερα χρόνια η «Δωρεά» αυτή προβαλλόταν από τους παπικούς ως αληθινή, παρά τα καταφανή ψεύδη, που περιλαμβάνονταν σ' αυτήν, μέχρις ότου αποδείχθηκε και από Δυτικούς ερευνητές η νόθευση και η πλαστογράφησή τους. «Όσον ανεπιτήδειος και αν ήτο ο δόλος ούτως, σημειώνει για τούτο ο ιστορικός Fleury, ηπάτησεν όμως άπασαν την Λατινικήν Εκκλησίαν και εν διαστήματι 800 ετών εθεώρουν τούτον ως αληθή και μόλις εγκατέλιπον αυτόν κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα, σήμερον Δε πας τις, οποσούν καλώς ανατεθραμμένος, πείθεται ευκόλως περί της δολιότητος ταύτης» (Livre quaranfe quatrieme C.XXII, vol. III, ρ157).  

Β) Το περιεχόμενο της ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς.  

      Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, ο πάπας της Ρώμης Σίλβεστρος (313-335) θεράπευσε, όπως είπαμε, τον Μ. Κωνσταντίνο από την αρρώστια της λέπρας, από την οποία έπασχε, και τον βάπτισε Χριστιανό. Για τον λόγο αυτόν δήθεν ο Μ. Κωνσταντίνος του παρέδωσε σαν δωρεά, τη διοίκηση ολόκληρης της Εκκλησίας, στην οποία περιλαμβάνονται ιδιαίτερα τα εξής: 

Η αρχική εξουσία του πάπα, υπεράνω της βασιλείας και όλων των γήινων θρόνων! 

Το πρωτείο εξουσίας επάνω σε όλους τους εκκλησιαστικούς θρόνους της Ανατολής, δηλ. υπεράνω του θρόνου της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Κωνσταντινουπόλεως, και γενικότερα όλων των εκκλησιών της οικουμένης! 

Η δωρεά του παλατίου του Λατεράνου, του βασιλικού διαδήματος, του λώρου και του ωμοφορίου, που «περικυκλοί» το βασιλικό τράχηλο, της πορφυράς χλαμύδας, του κόκκινου χιτώνα και όλων των βασιλικών ενδυμάτων και των αξιωμάτων των βασιλικών αλόγων. Στα πιο πάνω περιλαμβάνονται επίσης και πολλά άλλα και μάλιστα τα βασιλικά σκήπτρα, οι σφραγίδες και τα λοιπά κοσμήματα της βασιλικής μεγαλειότητας! 

Η δυνατότητα να φορεί ο πάπας Σίλβεστρος το βασιλικό διάδημα, δηλ. το χρυσό στεφάνι, στολισμένο μα ατίμητα μαργαριτάρια «εις αίνεσιν του Θεού και εις τιμήν του αγίου και κορυφαίου των Αποστόλων»! 

Η υποχρέωση των βασιλέων και ηγεμόνων των κρατών να κρατούν τα λουριά του αλόγου του ώστε να δοξάζεται «πλέον παρά την βασιλείαν την γήινην και κράτους δόξης κοσμήται»! 

Η μεταφορά της βασιλείας στα μέρη της Ανατολής, διότι θεωρήθηκε δήθεν άδικα να έχει ο επίγειος βασιλιάς την έδρα του εκεί, όπου εστίν η αρχική ιερατεία και η κεφαλή της αληθινής θρησκείας»! (βλ. Ράλλη και Ποτλή, Σύναξις ιερών Κανόνων, τομ. 6ος, σελ. 261).  

Γ) Πως αποδεικνύεται το πλαστό της ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς.  

      Το ψεύδος και η πλαστότητα της δωρεάς αυτής γίνονται φανερά από πάρα πολλούς λόγους και μάλιστα από τους εξής: 

1) Από ιστορικά λάθη 

      Στη δωρεά αυτή γίνεται λόγος για Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, ενώ δεν υπήρχε όχι μονάχα πατριάρχης, αλλά ούτε ακόμη και η πόλη της Κωνσταντινούπολης! Γίνεται επίσης λόγος στην δωρεά αυτή και για σύμφωνη γνώμη και συγκατάθεση της γερουσίας με τον αυτοκράτορα, ενώ την εποχή εκείνη η Γερουσία ήταν ακόμη ειδωλολατρική και μέχρι τον αυτοκράτορα Ουαλεντιανό πρόσφερε θυσίες στα είδωλα! (Αγ. Νεκταρίου Αιγίνης, ο.π. 202). Ο Μ. Κωνσταντίνος, κατά την δωρεά αυτή, διένειμε στους τρείς γιούς του τις περιοχές που ανέλαβαν να διοικήσουν, δωρίζοντας στον τότε πάπα και τα αναφερόμενα στην δωρεά μέρη, ενώ και κατά την εποχή ακόμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) οι περιοχές της Νότιας Ιταλίας, της Σικελίας κ.α. ήταν κάτω από την διοίκηση του αυτοκράτορα!

     Εξαιτίας των ιστορικών αυτών λαθών ακριβώς παρατηρήθηκε πολύ σωστα αργότερα ότι «ουδέν εστι ψευδέστερον της φανταστικής δωρεάς της Ρώμης και της δυτικής βασιλείας προς τον πάπα Σίλβεστρον τον Α' υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου» ( Νεκταρίου Πενταπόλεως, Ιστορική μελέτη περί των αιτιών του Σχίσματος, τ. Α', Αθήναι 1998, 199).  

2) Από τους αρχαίους ιστορικούς που αναιρούν τους ισχυρισμούς της Ψευδο- Κωνσταντίνειας Δωρεάς.  

      Κατά τον ιστορικό Ευσέβειο Καισαρίας, ο Μ. Κωνσταντίνος Δε βαπτίσθηκε από τον πάπα Σίλβεστρο (314-335), αλλά από τον εξάδελφο του αυτοκράτορα Ευσέβιο Νικομηδείας με την συμπαράσταση και άλλων Επισκόπων σε ένα προάστιο της Νικομήδειας λίγο πιο μπροστά από το θάνατό του (Περί του βίου του Μ. Κωνσταντίνου, βιβ. Δ' κεφ. 61,62,63) από τον ιστορικό Σωζόμενο (Εκκλ. Ιστορία, βιβ.β, κεφ. λβ) από τον ιστορικό Σωκράτη (Εκ. Ιστ., βιβ. Α, κεφ. 39) κ.α. Σύμφωνα με τους πιο πάνω αναφερόμενους ιστορικούς, δηλαδή, η βάπτιση του Μ. Κωνσταντίνου δεν έγινε πριν τη μεταφορά της πρωτεύουσας από την Δύση στην Ανατολή, αλλά μετάαπό αυτήν και ακριβέστερα πριν από το τέλος της ζωής του. Όσον αφορά δε την ασθένεια, δε θεραπεύθηκε από αυτήν ποτέ, εφόσον εξ' αυτής οδηγήθηκε το 337 στο θάνατο. Όλα επομένως εκείνα,που αναφέρονται στην λεγόμενη Κωνσταντίνεια Δωρεά είναι ψευδή και για τούτο δίκαια χαρακτηρίζεται ως Ψευδο-Κωνσταντίνεια. 

3) Από τους νεότερους ερευνητές, που αρνούνται τη γνησιότητα της Ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς. 

      Ο πρώτος από τους νεότερους ερευνητές της Δύσης, που αρνήθηκε τη γνησιότητα της Ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς, ήταν ο Λαυρέντιος Βάλλα, που έζησε κατά τον ιε' αιώνα μ.Χ. Στη συνέχεια δε έγραψαν για την νοθεία αυτή ή ακριβέστερα την πλαστογράφηση και πάρα πολλοί άλλοι και μάλιστα ο περίφημος Döllinger, που εξέδωσε το έργο του «οι περί παπισμού μύθοι των μέσων αιώνων» το 1863 στο Μόναχο, διαχωρίζοντας την θέση του από τον Παπισμό, εξαιτίας κυρίως του πρωτείου. 

4) Από την σιωπή των παπών μέχρι τον 8ο μ.Χ. αιώνα. 

      Όλοι οι διάδοχοι του Σιλβέστρου πάπες, που έδρασαν μέχρι την εποχή του Αδριανού Α' (771-795), Δε χρησιμοποίησαν ποτέ ούτε έκαναν λόγο για την λεγόμενη του Μ. Κωνσταντίνου δωρεά, παρότι ήλθαν σε έριδες και προστριβές με πολλούς αυτοκράτορες. Αν, δηλαδή, η δωρεά είχε κάποια ιστορική βάση, τότε κάποιοι υπερφίαλοι πάπες θα τη μεταχειρίζονταν ασφαλώς, σαν όπλο, στις αντιδικίες που είχαν κάθε τόσο με τους αυτοκράτορες του βυζαντίου.  

5) Από το αντιευαγγελικό περιεχόμενο και το ύφος της. 

      Όταν οι πλαστογράφοι των παπών κατασκεύασαν την Ψευδο- Κωνσταντίνεια Δωρεά, Δε σκέφθηκαν ασφαλώς ότι με το κατασκεύασμά τους αυτό ανέτρεπαν στην πραγματικότητα ολόκληρη τη διδασκαλία του Κυρίου, που είχε διακηρύξει απερίφραστα το «μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11,29). Όποιος δηλ., από τους πιστούς μελετήσει την Αγία Γραφή και κατόπιν τη λεγόμενη «Κωνσταντίνεια Δωρεά», θα αντιληφθεί ευθύς αμέσως από το περιεχόμενο και το ύφος της τελευταίας ότι οι εκάστοτε πάπες θωρακιζόταν με τη «Δωρεά» αυτή, χωρίς να είναι δυνατόν στο εξής σ' αυτούς να ζουν, όπως προδιέγραψε για τους μαθητές Του ο Κύριος, «ως πρόβατα εν μέσω λύκων», δηλαδή χωρίς να στηρίζονται σε βαλάντια και σε ραβδιά για την υπεράσπισή τους. Για τούτο σημείωσε χαρακτηριστικά ο Κ. Μουρατίδης ότι η τοιαύτη αλλοίωσις της φύσεως του κατ' εξοχήν πνευματικού και υπερκοσμικού της Εκκλησίας οργανισμού απετέλει πλήρη παρεκτροπίν από του χρυσού κανόνα επί τη βάσει του οποίου ερρυθμίζοντο αι προς την πολιτείαν σχέσεις της αρχαίας Εκκλησίας» (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ επόψεως ορθοδόξου..., τ. Α', Αθήναι 1965, 141). Η νόθευση Δε αυτή της ευαγγελικής διδασκαλίας, κατά τον πιο πάνω συγγραφέα, αποτέλεσε την αρχή «της μακραίωνος τραγωδίας», συντελώντας στην απορρόφηση του Επισκόπου της Ρώμης «υπό των κοσμικών μεριμνών» και « εις την εκτροπήν από της κύριας αποστολής του».  

6) Από το ότι το πρωτείον το «νομοθέτησε» δήθεν ο Μ. Κωνσταντίνος. 

      Το πρωτείο, σύμφωνα με την «Δωρεά» αυτή, δεν το είχε λάβει ο πάπας ούτε από τον Απόστολο Πέτρο ούτε γενικότερα από την Εκκλησία, αλλά από ένα κοσμικό άρχοντα. Ο Μ. Κωνσταντίνος όμως, ως αυτοκράτορας, δεν ήταν δυνατόν να χαρίζει κανένα πρωτείο, διότι στην πραγματικότητα δεν είχε λάβει από το Θεό τέτοια εξουσία.  

  

Β. ΟΙ ΨΕΥΔΟ-ΙΣΙΔΩΡΕΙΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ  

      Σαν να μην έφθανε όμως η μία γκάφα, στην οποία περιέπεσαν οι παπικοί, για να στηρίξουν τα αστήρικτα, προχώρησαν δυστυχώς και σε μία άλλη παρόμοια, ανακατεύοντας, όπως θα φανεί πιο κάτω, αλήθειες και ψεύδη, με την δημιουργία των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων.  

α) Γιατί ονομάσθηκαν Ψευδο-Ισιδώρειοι Διατάξεις.  

      Ως Ψευδο-Ισιδώρειοι Διατάξεις χαρακτηρίσθηκε η συλλογή των νόθων παπικών Δεκρεταλίων, των οποίων η κατάρτιση αποδόθηκε στον Ισπανό Ισίδωρο τον Μερκάτορα (ΘΗΕ 12,482). Το όνομα αυτό προέκυψε από την ένωση των ονομάτων δύο συγγραφέων, από τον Ισίδωρο της Σεβίλλης και από τον συγγραφέα μεταφράσεων εκκλησιαστικών αποφάσεων Μάριο Μερκάτορα (Β.Στεφανίδου, Εκ. Ιστορία, Αθήναι 1959, σ.299). Με το όνομα του Ισιδώρου της Σεβίλλης (560-636) υπήρχε παλαιότερη συλλογή γνήσιων κανόνων και παπικών διατάξεων. Στη συλλογή εκείνη στα μέσα του ενάτου μ.Χ. αιώνα αναμίχθηκαν με τρόπο σατανικό τα αληθινά με 94 ψεύτικα δεκρετάλια, ώστε να ενισχυθεί η παπική εξουσία έναντι των αυτοκρατόρων και των ηγετών των άλλων εκκλησιών. Για τον λόγο αυτό αναφέρεται από τον ιστορικό Β. Στεφανίδη, ότι «Ουδεμία άλλη νοθεία εν τη παγκοσμίω ιστορία συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης και ουδεμία άλλη είχε τόσο μεγάλα αποτελέσματα» (ο.π.). Από την επισταμένη μελέτη, δηλαδή, των θεολογικών πηγών, κατά τον πιο πάνω συγγραφέα, «ελήφθησαν στοιχεία», τα οποία παραμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να λάβουν το ποθούμενο από τους παπικούς νόημα, χωρίς να γίνεται εύκολα αντιληπτή η φοβερή νόθευσή τους (ο.π. 299-300).    

β) Τα περιεχόμενα των πλαστών διατάξεων.  

      Σύμφωνα με τα κείμενα των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων, η ιερωσύνη είναι υπεράνω της πολιτικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό ο πάπας, ως κεφαλή δήθεν της ιερωσύνης, είναι η ορατή κεφαλή ολόκληρης της Εκκλησίας, δηλαδή caput totius orbi (κεφαλή ολόκληρης της οικουμένης), έχοντας την απόλυτη κυριαρχία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά ζητήματα. Κάθε Δε επίσκοπος είναι αντιπρόσωπος του Πάπα, από τον οποίο λαμβάνει την εξουσία. Για τον λόγο αυτό από τον κάθε επίσκοπο και από οποιαδήποτε σύνοδο είναι δυνατόν να γίνει έκκληση προς τον πάπα για την λύση του προβλήματός τους, διότι αυτός, ως βικάριος δήθεν του Χριστού επί της γης, έχει το  προνόμιο να δικάζει και να επιλύει όλες τις διαφορές. Ουδεμία σύνοδος επίσης είναι δυνατόν να συγκληθεί και να πραγματοποιηθεί, είτε αυτή είναι τοπική είτε οικουμενική, χωρίς την προηγούμενη άδεια του πάπα! Οι αποφάσεις Δε όλων των συνόδων δεν έχουν κανένα κύρος, αν δεν εγκριθούν τελικά από τον εν ενεργεία πάπα, που είναι ο ανώτατος δικαστής και διοικητής της Εκκλησίας υπερκείμενος των Συνόδων!  

γ) Πότε παρουσιάσθηκαν.  

      Οι Ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις παρουσιάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τον πάπα Νικόλαο Α' (858-867), για τον οποίο είχε ειπωθεί ότι «όλου του κόσμου αυτοκράτορα εαυτόν εποίει». Ο πάπας αυτός διεκήρυσσε αλαζονικά ότι ο αυτοκράτορας έλαβε την εξουσία του από τον απόστολο Πέτρο και για τούτο είναι οπωσδήποτε υποτελής σ' αυτόν. Για τον λόγο αυτόν μάλιστα, κατά τον Κ. Μουρατίδη, θεωρούσε τόσο επιτακτική και αναγκαία την χρίση, την στέψη και την επικύρωση του αυτοκράτορα από τον πάπα, «όσο και την εκ βασιλικού γένους καταγωγήν» (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, τ. Α' Αθήναι 1965, σ.138) για τους βασιλείς. 

δ) Τι αποδεικνύει το πλαστό και ψευδές των Διατάξεων αυτών.  

      Το ψευδές και πλαστό των Ψευδο-Ισιδώρειων Διατάξεων αποδεικνύουν πολλοί λόγοι και μάλιστα οι πιο κάτω: 

1). Η αναφορά των παπικών εγκυκλίων του α', β', γ' μ.Χ. αιώνων. 

      Ο πλαστογράφος των διατάξεων αυτών περιέπεσε στο λάθος να συμπεριλάβει και εγκυκλίους παπικές του α, του β' και γ' μ.Χ. αιώνων, δηλαδή και του Κλήμεντα, του Ανέγκλητου, του Ευάρεστου κ.α., ενώ κανένας από τους αρχαίους ιστορικούς δεν κάνει λόγο για αυτές. Ο Διονύσιος ο Μικρός, που έδρασε το έκτο μ.Χ. αιώνα, είχε περισυλλέξει, κατά τον άγιο Νεκτάριο Αιγίνης, αρχαίους Κανόνες και παπικές εγκυκλίους, που εκδόθηκαν από το 398 και εξής, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν βρήκε παπικές διατάξεις πριν από το έτος αυτό (Μελέτη Ιστορική..., τ. Α', Αθήναι 1998, σ. 190-191).  

2). Λόγοι εσωτερικοί. 

     Σε κάθε μελετητή απροκατάληπτο οι παπικές αυτές Διατάξεις παρουσιάζονται ως πλαστές για λόγους εσωτερικούς, από τους οποίους σπουδαιότεροι είναι οι πιο κάτω: 

1. Οι παρουσιαζόμενοι αναχρονισμοί 

     Ο επίσκοπος της Ρώμης Μιλτιάδης, που ήταν πάπας από το 311 μέχρι το 314, στις Διατάξεις αυτές κάνει λόγο για τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου (325), που έγινε μετά τον θάνατό του, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι ο πάπας, ως κεφαλή, είχε δήθεν το πρωτείο εξουσίας επάνω στα άλλα τέσσερα πατριαρχία! Ο τίτλος όμως του πατριάρχη επικράτησε, κατά τους ιστορικούς πολύ αργότερα, δηλ. στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του μικρού (408-450). Από τους αναχρονισμούς αυτούς γίνεται ολοφάνερο ότι ο πλαστογράφος των Διατάξεων αυτών έγραφε με βάση δεδομένα των δικών του χρόνων, χωρίς να σκεφθεί επακριβώς τα ιστορικά πλαίσια των προσώπων , που παρουσίαζε.   

2. Το ύφος των Δεκρεταλίων. 

     Το ύφος των Ψευδο- Ισιδώρειων Διατάξεων είναι για του πάπες τόσο υπεροπτικό, που δεν εκφράζει το ήθος των παπών της εποχής εκείνης, αλλά πολύ μεταγενέστερης. Για το λόγο αυτό αναγκάσθηκαν και πολύ από τους Ρωμαιοκαθολικούς, όπως για παράδειγμα, ο Baronius, o Bellarminus κ.α., να παραδεχθούν την νοθεία των Διατάξεων αυτών.   

3. Οι έρευνες των νεότερων ιστορικών.  

      Την νοθεία των Διατάξεων αυτών απέδειξαν στα νεότερα χρόνια για πρώτη φορά οι Λουθηρανοί συγγραφείς των Μαγδεβουργικών εκατονταετηρίδων Φλάκιος και οι λοιποί του 16ου μ.Χ. αιώνα (βλ. Νεκταρίου Αιγίνης, ο.π. 190). Μετά Δε από τους πιο πάνω, για την νοθεία αυτή έγραψαν και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και καθολικοί ερευνητές. Για το λόγο αυτό σήμερα οι Διατάξεις αυτές Δε χαρακτηρίζονται ως Ισιδώρειες αλλά ως Ψευδο- Ισιδώρειες. «Μετ' επιμελούς ερεύνης, λέγει για τούτο ένας από τους ερευνητές αυτούς ο Abbe Fleury, ευρέθησαν εν αυτοίς (δηλ. εν τοις Δεκτρεταλίοις) διάφορα αποσπάσματα των αγίων Λέοντος και Γρηγορίου και άλλων παπών, ζησάντων πολύ ύστερον εκείνων, οίτινες αναφέρονται ως εκδόντες τα δεκρετάλια. Πάσαι Δε σχεδόν αι χρονολογίαι αυτών εισίν επινενοημέναι και το ψεύδος καταφαίνται εν τω περιεχομένω τρανότατα» (Livre quarante quatrieme C.XXII, τομ., ΙΙΙ σελ. 157).  

ΑΧΙΛΛΕΑ Β. ΠΙΤΣΙΛΚΑ, Η ΑΛΗΘΙΝΗ "ΠΕΤΡΑ" ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"  

 

Πηγή: http://impantokratoros.gr/

 

Fulton Sheen (Καθηγητής Ψυχολογίας)


Πῶς τόν φαντάζεσαι τόν Θεό;

•Μήπως τόν βλέπεις σάν κάποιο ὁ ὁποῖος κάθεται σέ πανύψηλο θρόνο πού στραβομουτσουνιάζει καί θυμώνει ὅταν δέν τόν λατρεύεις καί δέν τόν δοξάζεις;

•Μήπως σάν κάποιο ὁ ὁποῖος χαίρεται καί εὐχαριστιέται μαζί σου ὅταν πηγαίνεις ἐκκλησία καί προσεύχεσαι;

•Μήπως ἔχεις τήν ἐντύπωση πώς ὁ Θεός εἶναι ἕνας καλωσυνάτος παππούς (γεροντάκος) πού δέν τοῦ καίγεται καρφί τό τί κάνεις μέ τήν ζωή σου, φτάνει σύ νά εἶσαι εὐχαριστημένος μέ τόν ἑαυτό σου;


Ἄν ἔτσι πιστεύεις γιά τόν Θεό, δέν θά καταλάβεις ποτέ:

•οὔτε γιατί ἔχεις χρέος νά Τόν λατρεύεις

•οὔτε γιατί ὁ Θεός εἶναι καλός μόνο ὅταν σέ ἀφήνει νά κάνεις τά ὅποια θελήματά σου-ἐλεύθερο.


Ἄς ξεκινήσομε ὅμως μέ τό πρῶτο ἐρώτημα: γιατί ἔχομε χρέος νά Τόν λατρεύομε.

Ἡ λέξη λατρεία στήν ἀρχική της σημασία σημαίνει: ἀπονέμω ἀξία, τιμή καί σεβασμό σέ κάποιο ἤ σέ κάτι . Συνεπώς, λατρεία εἶναι ἡ ἐκδήλωση σεβασμού, τιμής, ἀξίας, ἀναγνώρισης. Π.χ. ὅταν χειροκροτῶ ἕνα ἠθοποιό ἐπάνω στήν σκηνή ἤ ἕνα ποδοσφαιριστή (ἀθλητή), τόν τιμῶ· τοῦ ἀναγνωρίζω κάποια ἀξία· τόν λατρεύω. Κάθε φορά πού ἕνας ἄνδρας -τήν παλαιότερη ἐπόχη- ἔβγαζε τό καπέλο του σέ μιά διερχόμενη γυναίκα, τό ἔκαμε εἰς ἔνδειξη τιμῆς (τιμητικά).

Γιά τόν Θεό, λατρεία εἶναι κάτι παραπάνω. Λατρεύω τόν Θεό σημαίνει: ἀναγνωρίζω τήν δύναμή Του, τήν καλωσύνη Του, τήν ἀξία Του, τήν μεγαλωσύνη Του, τήν κυριαρχία Του, τήν ἀλήθεια Του...

•Ἄν δέν λατρεύεις τόν Θεό, μάθε το, λατρεύεις κάτι ἄλλο ἤ κάποιον ἄλλο, πού 9 στίς 10 φορές θά εἶναι ὁ ἑαυτός σου!

•Ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, θεός εἶσαι σύ! Καί ἄν ἐσύ εἶσαι θεός - ὁ νομοθέτης καί ὁ δημιουργός, τότε τί νά σοῦ εἰπῶ; Ἐγώ εἶμαι ἄθεος. Ὁ βασικός λόγος πού οἱ ἄνθρωποι σήμερα λατρεύουν λίγο τόν Θεό καί πολύ τόν ἑαυτό τους, εἶναι ὅτι δέν θέλουν νά τό «χωνέψουν» ὅτι εἶναι κτίσματα-δημιουργήματα καί ὄχι δημιουργοί!

Νά λοιπόν, γιατί ἔχεις χρέος νά λατρεύεις τόν Θεό.

Ὄχι γιατί ὁ Θεός τό ἔχει ἀνάγκη, ἤ διαφορετικά θά αἰσθανόταν δυστυχισμένος καί ἀτελής, ἀλλά ἐπειδή σύ θά εἶσαι δυστυχισμένος καί ἀτελής.

Μια φορά και έναν καιρό πατερας και γιος ήθελαν να κινήσουν για την πόλη για να ψωνίσουν τα απαραίτητα. Πήραν λοιπόν μαζί τους και τον γαϊδαράκο τους για να τους βοηθήσει στο κουβάλημα και κίνησαν για την πολιτεία.

Πάνω στον γαϊδαράκο καθόταν ο μικρός ενώ ο πατέρας προπορευόταν πεζός κρατώντας τον χαλινό του ζώου. Εκεί που περπατούσαν λοιπόν, συνάντησαν έναν διαβάτη ο οποίος σχολίασε:

«Κοίτα το παλιόπαιδο που κάθεται πάνω στο γαϊδουράκι και αφήνει τον γερο-πατέρα του να περπατάει και να κουράζεται».

Ο πατέρας που έδινε πάντα πολύ μεγάλη σημασία στο «τι θα πει ο κόσμος», έδωσε αμέσως εντολή στο γιο του να ξεπεζέψει για να ανέβει αυτός.

«Έτσι δεν θα ξαναεκτεθούμε στον κόσμο» είπε.

Δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν και παρακάτω συναντούν έναν άλλο διαβάτη, που βλέποντας… τους ξίνισε τα μούτρα του και σχολίασε… «Καλά δεν ντρέπεται ο άσπλαχνος πατέρας που αφήνει το γιο του να περπατά και να κουράζεται ενώ αυτός στρογγυλοκάθεται πάνω στο γαϊδουράκι;»

Κρύος ιδρώτας έλουσε τον δυστυχή πατέρα για το δηκτικό σχόλιο, έτσι αμέσως ανέβασε και τον γιο του στο υποζύγιο.

«Έτσι δεν θα ξαναεκτεθούμε στον κόσμο» είπε.

Δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, καβαλημένοι και οι δύο πάνω στο γαϊδουράκι και λίγα χιλιόμετρα πριν την πόλη συναντούν έναν άλλο διαβάτη, που βλέποντας τους έμεινε με ανοικτό το στόμα του και σχολίασε;

«Καλά δεν ντρέπονται οι αναίσθητοι που έχουν στρογγυλοκαθίσει και οι δύο τους πάνω στο κακόμοιρο το γαϊδουράκι;»

Μια και δύο ο πατέρας λέει στον γιο του: «Αυτό είναι άνω ποταμών. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση τώρα που θα πάμε στην πόλη να εκτεθούμε! Πρέπει να ξεκουράσουμε το γαϊδουράκι!»

Φτιάχνουν λοιπόν ένα αυτοσχέδιο φορείο, έβαλαν το γαϊδουράκι απάνω και κίνησαν καμαρωτοί – καμαρωτοί για την πόλη.

Με το που φτάνουν στην αγορά φυσικά επεκράτησε μεγάλη αναστάτωση αφού όλοι σκασμένοι στα γέλια σχολίαζαν «Κοίτα τους ηλίθιους έχουν ένα μια χαρά γαϊδούρι και αντί να τους κουβαλάει, το κουβαλάνε αυτοί!»

Και όλα αυτά προς μεγάλη απογοήτευση του αξιοπρεπούς πατρός που τελικά είδε τον χειρότερο εφιάλτη του να γίνεται πραγματικότητα…

το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας;

1. Ποτέ μα ποτέ δεν μπορείς να έχεις τους πάντες ικανοποιημένους.

2. Αν άγεσαι και φέρεσαι από την γνώμη των άλλων τότε ποτέ δεν θα μπορέσεις να κάνεις αυτό που εσύ πραγματικά θέλεις και χρειάζεσαι.

Γέροντα, γιατί η Παναγία άλλοτε µου δίνει αµέσως αυτό που της ζητώ και άλλοτε όχι;

– Η Παναγία, όποτε έχουµε ανάγκη, απαντά αµέσως στην προσευχή µας• όποτε δεν έχουµε, µας αφήνει, για να αποκτήσουµε λίγη παλληκαριά.

 

Όταν ήµουν στην Μονή Φιλοθέου, µια φορά, αµέσως µετά την αγρυπνία της Παναγίας µε έστειλε ένας Προιστάµενος να πάω ένα γραµµα στην Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της µονής και να περιµένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν µε το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο µοναστήρι µας – απόσταση µιαµιση ώρα µε τα πόδια.

Ήµουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου την χώριζα στα δύο• µέχρι της Μεταµορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ηµέρα της Μεταµορφώσεως έτρωγα, και µετά µέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε.

Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά την αγρυπνία και ούτε σκέφθηκα να πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι. Έφθασα στην Μονή Ιβήρων, έδωσα το γραµµα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιµένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευµα, αλλά αργούσε να έρθη.

Άρχισα εν τω µεταξύ να ζαλίζοµαι. Πιό πέρα είχε µια στοίβα από κορµούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα µε τον λογισµο µου: «Ας πάω να καθήσω εκεί που είναι λίγο απόµερα, για να µη µε δη κανείς και αρχίση να µε ρωτάη τι έπαθα». Όταν κάθησα, µου πέρασε ο λογισµος να κάνω κοµποσχοίνι στην Παναγία να µου οικονοµήση κάτι.

Αλλά αµέσως αντέδρασα στον λογισµο και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πραγµατα θα ενοχλής την Παναγία;». Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµι, δύο σύκα και ένα µεγάλο τσαµπι σταφύλι. «Πάρε αυτά, µου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα• µε έπιασαν τα κλαµατα, ούτε ήθελα να φάω πιά … Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζη και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τι θα πη αυτό!

 

 

Γέροντος Παισίου«ΛΟΓΟΙ, τόμ. Ϛ´, Περί Προσευχής»

έκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης,

Στην παραβολή αυτή βλέπουμε ξεκάθαρα το μοντέλο της μετάνοιας και τα βήματα που θέλει ο Θεός να ακολουθήσουε έτσι ώστε αυτή να χαρακτηριστεί πλήρης και θεραπευτική.

Πρώτο στάδιο.

"και ελθών είς εαυτόν"

Η συνειδητοπόιηση της αμαρτίας ειναι το βασικό στάδιο της μετάνοιας . Ο,τι κάνουμε το κάνουμε έπειδή βρισκόμαστε σε κατάσταση ασυνειδησίας. Με άλλα λόγια οι πράξεις μας που δεν ευθυγραμίζονται με το θέλημα του Θεού. Αυτό συμβαίνει επειδή η ψυχή μας δεν είναι σε κατάσταση νηψης (σε πνευματική εγρήγορση). Οι καταστάσεις όμως της ζωής και η πρόνοια του Θεού μας φέρνουν σε σημείο πνευματικής ανάνηψης και συνειδήτοποίησης της κατάστασής μας.

Δεύτερο στάδιο

"Πατέρα αμάρτησα σε σένα και στον ουρανό."

Η συνειδητοποίηση της αμαρτίας απο μόνη της θεωρείται ως μεταμέλεια αλλα όχι μετάνοια. Η μετάνοια προϋποθέτει την ομολογια της αμαρτιας ενώπιον ανθρωπων. Η λέξη ομο-λογια σημαινει δημόσια (ομο) παραδοχή ενώποιον Χριστού και ανθρώπων. "Οπου δυο ή τρείς ειναι συνηγμένοι εν τω ονοματί μου εκει είμαι και εγώ" Εκεί η ομολογία της αμαρτίας έχει σαν συνέπεια την θεραπεία μας γιατι ο Ιησους που ακούει θεραπεύει την αμαρτία συμφωνα με το Α΄ Ιωάννου 1:9. Εξάλλου οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας ειναι αυτοί που θα δώσουν λόγο για την ψυχή μας και σε αυτους πρέπει να υποτασόμαστε.

Τρίτο στάδιο

Η αποκατάταση με το γιορτινό δείπνο.

Η ολοκλήρωση της μετανοίας μας συντελείται με τη συμμετοχή μας στο γιορτινό τραπέζι που μέτέχουμε κάθε Κυριακή. Το Αρνίο ως άλλος μόσχος σιτευτός θυσιάζεται για να μπορούμε να μετέχουμε του Σώματος και του Αιματός Του και η Χάρις του Θεού που αναπληρωνει τα ελλείποντα θα έρθει για να ολοκληρώσει τη θεραπεία μας και να επουλώσει τις ψυχές μας από τα τραύματα που αποκτήσαμε από τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας.

Βεβαια καθοριστική στάση στην όλη μετάνοια του ασώτου επαιξε η στάση του πατέρα ο οποίος προτίμησε να συντρίφτεί η είκόνα του επιτυχημένου πατέρα στους γύρω του παρά να συντρίψει την ψυχή του γιού του με τις ενοχές.Και αυτή η στάση του πατέρα έδωσε ελπίδα στον υπο επιστροφή άσωτο υιο. Οι ενοχές ως γνωστόν είναι η δικαιολογία του ανθρώπου για να μήν αλλάξει. Στη συγκεκριμένη περιπτωση ο άσωτος ελέυθερος απο την κατάκριση του πατέρα του και άρα απο τις ένοχές που δημιουργεί αυτή μπορεσε να γυρίσει ελπίζοντας στη θέση του δούλου, ταπεινωμένος αλλα ελεύθερος από την ελπίδα στην αμαρτία.

Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Αναδημοσίευση από: anakalypsi

katafigioti

lifecoaching