E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(Πατρολογία,τόμ. Α΄, Στυλιανού Παπαδόπουλου)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τά απόκρυφα χριστιανικά καί γνωστικά ή γνωστικίζοντα κείμενα σπανίως μπορούμε νά χρονολογήσωμε μέ κάποια ακρίβεια. Τά περισσότερα γρά­φηκαν στον Β' αιώνα. Γιά όσα σχετικά κείμενα υπάρχουν ενδείξεις ότι γράφη­καν στο α' ήμισυ του Β' αιώνα, θά κάνωμε λόγο στο σημείο τούτο. Γιά όσα ή ερευνά νομίζει ότι γράφηκαν στο β' ήμισυ του Β' ή στόν Γ' αι. θά γίνη λόγος βραδύτερα (δηλ. μετά τούς συγγραφείς του Β' ή στούς συγγραφείς του Γ' αί., πάλι μέ τον τίτλο: Απόκρυφα), αφού λείπουν ακριβείς χρονολογήσεις τών κειμένων αυτών. Μερικά απόκρυφα πού επηρέασαν περισσότερο τή ζωή τής αρχαίας Εκκλησίας και πού χρονολογούνται ακριβέστερα, καταχωρίσαμε στη χρονολογική τους σειρά. Τέτοια είναι π.χ. ή Διδαχή, η δήθεν Επιστολή του Βαρνάβα, οί Ωδές του Σολομώντα. Επειδή τά απόκρυφα συνιστούν όλως ιδιαίτερη ομάδα στο χώρο τής εκκλησιαστικής γραμματείας, επειδή έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κι επειδή θά είναι πολύ συνοπτική ή παρουσίασή τους, κρίναμε αναγκαία μία σύντομη γενική εισαγωγή εις αυτά.

Τά απόκρυφα βιβλία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν σωθή σέ ανατολικές γλώσσες (Κοπτική, αιθιοπική...), μολονότι τά περισσότερα γράφηκαν αρχικά στήν ελ­ληνική. Για το Γνωστικισμό, από τούς κόλπους του οποίου προέρχονται πολλά από τά μνημονευόμενα εδώ έργα, δεν κάνομε ιδιαίτερο λόγο, διότι κάτι τέτοιο έγινε στην Εισαγωγή (IV 2).

«Βίβλοι απόκρυφοι» χαρακτηρίζονταν αρχικά τά κείμενα πού προορίζονταν για κλειστή ομάδα μυημένων (σέ θρη­σκευτικά μυστήρια ή θρησκευτική γνώση). Στην εκκλησιαστική γραμματεία ονομάστηκαν απόκρυφα τά έργα πού εμφανίστηκαν ώς κείμενα Αποστόλων ή καινοδιαθηκικών και παλαιοδιαθηκικών γενικά προσώπων χωρίς πράγματι νά προέρ­χονται από αύτά. Ιουδαιοχριστιανοί, αιρετικοί, γνωστικίζοντες χριστιανοί, γνωστικοί, ευφάνταστοι, αφελείς καί πάντως όχι γνήσιοι χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι κατείχαν απόκρυφα βιβλία ή απόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκα­λίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί αποκαλύψεις προσώπων τής ΚΔ, συμπεριλαμβανομένου καί του Χρίστου. Τέτοιο υλικό περιέχεται στά απόκρυφα βιβλία, τά οποία μάλιστα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό,

πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό των βιβλίων με γνήσια εκκλησιαστική Παράδοση.

Είναι μάλιστα κοινός τόπος ότι σημαντικό μέρος τής ορθοδόξου εκκλησιαστικής γραμματείας και ό καθορισμός (τό κλείσιμο) του Κανόνα τής Κ.Δ. αποτελούν αντίδραση τής Εκκλησίας στην πληθωρική απόκρυφη γραμματεία. Συνέβη όμως, παρά τον αγώνα τής Εκ­κλησίας, μερικά απόκρυφα να τιμηθούν στους κόλπους της ως κανονικά ή δευτεροκανονικά βιβλία ή τουλάχιστον ωφέλιμα έργα.

Το είδος των αποκρύφων έργων είναι σέ γενικές γραμμές ανάλογο με τό είδος των κανονικών καινοδιαθηκικών βιβλίων. Έτσι έχομε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές καί Αποκαλύψεις. Η αναλογία αυτή είναι κάποτε πολύ σχετι­κή, διότι π.χ. αποκαλυπτικό υλικό υπάρχει σέ απόκρυφα ευαγγέλια. (Σχετικά πρέπει νά προσθέσωμε ότι οι κύκλοι, πού δημιούργησαν τήν καινοδιαθηκική απόκρυφη γραμματεία, επεξεργάσθηκαν μέ τις ίδιες διαθέσεις καί Ιουδαϊκά από­κρυφα, όπως είναι ή Διαθήκη των 12 Πατριαρχών καί ή Ανάληψις του Ησαΐα).

Οι συντάκτες αποκρύφων έργων διακρίνονται:

εις αυτούς πού μένουν στο χώρο τής συνοπτικής καί καινοδιαθηκικής παραδόσεως, εις αυτούς πού συμπλη­ρώνουν ευρύτερα τήν παράδοση αυτή καί ζητούν νά υποκαταστήσουν τά κανονικά βιβλία, καί εις αυτούς πού δημιουρ­γούν κάτι το τελείως νέο, χωρίς να προϋποθέτουν στοιχεία καινοδιαθηκικής παραδόσεως. Οί τελευταίοι είναι βασικά οί γνωστικοί, των οποίων τά έργα συμβατικά μόνο χαρα­κτηρίζομε απόκρυφα, διότι το μόνο πού διατηρούν από τήν ΚΔ είναι οί επιγραφές (Ευαγγέλιον, Επιστολή...) καί ή απόδοσή τους σέ αποστολικούς άνδρες, κάτι πού δε θεωρείται πάντοτε αναγκαίο.

Σκοπός τών αποκρύφων ήταν ή οικοδομή των πιστών μέ στοιχεία πού ενίσχυαν τήν ευσέβεια, ή συμπλήρωση τών πολλών κενών πού παρουσιάζουν οι περιγραφές καί διηγήσεις γιά τον Κύριο (παιδική ηλικία κλπ.), τα συγγενικά του πρόσωπα (Θεοτόκος, Ιωσήφ) και τούς Αποστόλους, η διάδοση κι επιβολή κακοδοξιών και η προβολή τελείως νέων αποκαλύψεων, κάτι πού ισχύει κυρίως για τα έργα γνωστικής προελεύσεως, δηλ. για τα περισσότερα απόκρυφα έργα.

Η σημασία των αποκρύφων βιβλίων στή ζωή τής Εκκλησίας υπήρξε αρνητική και οπωσδήποτε μεγάλη.

Η πλη­θώρα τους προϋποθέτει αμφιβολίες, πνευματικό αναβρασμό, απώλεια του αποστολικού φρονήματος ή και διάθεση ενσυνείδητης ή ασυνείδητης απορρίψεως του τελευταίου σε μεγάλο αριθμό πιστών. Προϋποθέτει μία Εκκλησία, ή οποία αγωνίζεται σκληρά για τή γνησιότητα καί τήν αλήθειά της, πού κινδυνεύει από ορισμένα μέλη της. Το μέγεθος καί τη σημασία του αγώνα αυτού υπογραμμίζει τό γεγονός ότι το­πικές Εκκλησίες (ή ίδια ή Εκκλησία) για μακρό χρονικό διάστημα εξέλαβαν απόκρυφα βιβλία (τη δήθεν Επιστολή Βαρνάβα, τή Διδαχή...) σαν θεόπνευστα και τα συμπεριέλαβαν στον Κανόνα τής ΚΔ, με αποτέλεσμα τον μερικό αποπροσανατολισμό των πιστών.

Τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους τής Εκκλησίας καί την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων πού αναπτύχθηκαν μέ σκοπό τήν επέκταση, τήν ερμηνεία καί κάποτε τήν αλλαγή τής αποστολικής Παραδόσεως. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Εκκλησία νά εκφράση τήν αυτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ερμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων.

Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δε­καετίες του Α' μέχρι τις τελευταίες του Β' καί τις πρώτες του Γ' αιώνα. Τό σκοπό της ή Εκκλησία πραγματοποιούσε όσο πετύχαινε ή προσπάθειά της νά φανερώση καί νά εκφράση τήν αλήθειά της, τη γνήσια Παράδοσή της. Τήν επιτυχή αυτή προσπάθεια διαπιστώνομε στήν ορθόδοξη εκκλησιαστική γραμματεία, ή οποία, για νά καταδείξη τήν έλλειψη γνησιότητος στά απόκρυφα, έπρεπε νά φανερώση, νά εκφράση τήν ίδια τή γνησιότητα.

Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος αποτελεί τον πρώτο μέγα σταθμό στην αγωνιώδη θεολογική προσπάθεια τής Εκκλησίας νά υπερνικήση τήν κακοδοξία καί τήν παρέκκλιση, φανερώνοντας τήν αλήθεια καί τή γνησιότητα. Όσοι στήν πορεία τής Εκκλησίας ακολούθησαν τό παράδειγμά του και πέτυχαν μέ τό φωτισμό του Πνεύματος να εκφράσουν τήν αλήθεια σέ άλλα θέματα ονομάσθηκαν Πα­τέρες και Διδάσκαλοι.

Η προσφορά των αποκρύφων -πρέπει συγχρόνως νά αναγνωρίσωμε- είναι σημαντική. Διότι αν στήν εποχή πού γράφηκαν δημιούργησαν στήν Εκκλησία μεγάλα προβλήματα καί προκάλεσαν ώς ένα βαθμό τήν ορθόδοξη γραμ­ματεία, σήμερα μας είναι χρήσιμα γιά τούς έξης λόγους:

Μας δίνουν τήν εικόνα τής πνευματικής καί κάποτε τής λειτουργικής καταστάσεως τής αρχαίας Εκκλησίας. Προσφέ­ρουν πολλά στον ιστορικό καί λαογραφικό εμπλουτισμό μας.

Μέ αυτά γνωρίζομε τις ποικίλες τάσεις, τις κεντρόφυγγες δυνάμεις πού γεννήθηκαν στήν Εκκλησία, τις λαϊκώτερες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές αντιλήψεις των πιστών, τή διείσδυση του γνωστικισμού, του Ιουδαϊσμού καί τών ελληνιστικών ή κοσμολογικών αντιλήψεων στή ζωή τής εκκλη­σίας.

Μοναδική γίνεται ή προσφορά των αποκρύφων στή γνώση των ηθών καί εθίμων, των προσδοκιών καί τών προβληματισμών, των ονείρων καί τών φόβων, τών πόνων καί τών απογοητεύσεων τών πρώτων χριστιανών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τά λαϊκώτερα στρώματα, διότι τά περισσότερα απόκρυφα οφείλονται στή γραφίδα αφελών, ασήμων καί ευφάνταστων ανδρών.

Σπανιώτατα στά απόκρυφα βιβλία ανευρίσκει κανείς καί αναφορές ή διηγήσεις, πού κατά παρά­δοση ανταποκρίνονται στά ιστορικά δεδομένα προσώπων καί πραγμάτων τής ΚΔ. Η ακατάσχετη τάση τών αποκρύ­φων νά συμπληρώνουν τά κενά τών βιβλικών διηγήσεων μετέβαλε αυτά σέ μεταλλείο παραδόσεων, ειδήσεων καί εξιστορήσεων, σχετικών μέ τά πρόσωπα τής ΚΔ.

Έτσι τά κείμενα αυτά έχουν συχνά χαρακτήρα θρησκευτικών μυθι­στοριών, πού άπειρες φορές έγιναν πηγή εμπνεύσεως γιά τούς καλλιτέχνες (μωσαϊκά τής Santa Maria Magiore Ρώμης, Δάντης κ.ά.), πρότυπα των μεσαιωνικών θρησκευτικών μυθι­στοριών καί αφορμή για εκκλησιαστικές εορτές (Είσόδια τής Θεοτόκου π.χ., τα όποια εορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου). Ιδιαίτερα ή ελευθερία τους στήν αποδοχή άλλα καί τήν κατασκευή παραδόσεων επηρέασε ίσως καί τήν Αγιολογία (Μαρτυρολογία, Βίοι αγίων, διηγήσεις θαυμάτων), πού ήκμασε κυρίως από τον Δ' αιώνα καί έξής.

Υπεράνω όλων όμως ή προσφορά τών αποκρύφων έγκειται στο ότι αυτά συντελούν έμμεσα στήν κατανόηση καί τή συνειδητοποίηση τής αλήθειας, τής ορθοδοξίας καί τής γνησιότητος τής αποστολικής Παραδόσεως.

Ανευρέσεις αποκρύφων καί γνωστικών έργων.

Από τό τέλος του περασμένου αιώνα μέχρι το 1945 /6 ή απόκρυφη καί γνωστική γραμματεία αυξήθηκε μέ ρυθμό εντυπωσιακό, όπως δείχνουν οί παρακάτω σημειούμενες περιπτώσεις ανευρέσεως κωδίκων—παπύρων, οί οποίοι παραδίδουν απόκρυφα καί γνωστικά Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκα­λύψεις καί ποικίλης μορφής γνωστικά έργα.

α. Κώδικες (κοπτικοί) Askevianus καί Brucianus. Βρέθηκαν στήν Αγγλία τό β' ήμισυ του ΙΗ αι. καί είναι γραμμένοι τον 4/5 αιωνα.

β. Πάπυρος (κοπτικός) Berolinensis 8502. Βρέθηκε το 1896 καί είναι γραμμένος τον 5 αί.

γ. Πάπυρος Oxyrhynchus 1081.

δ. Χειρόγραφα (κοπτικά) του Nag - Hammadi. Αποτελούν γιά τον αιώ­να μας τήν πλουσιώτερη σέ αριθμό καί σπουδαιότερη σε σημασία ανεύρεση χειρογράφων πού αφορουν τό χριστιανισμό καί τό γνωστικισμό. Τό 1945 /6 στο Nag-Hammadi τής Άνω Αιγύπτου, πλησίον του αρχαίου Χηνοβοσκίου, ανευρέθηκαν 13 κώδικες 1130 σελίδων πού περιλαμβάνουν τουλάχιστον 53 έργα, σέ κοπτική μετάφραση. Τα έργα αυτά, πού αρχικά ήσαν όλα σχεδόν γραμμένα στήν ελληνική, παρέμεναν άγνωστα στήν επιστήμη εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (Απόκρυφον Ιωάννου, Σοφία Ιησού Χριστού...), ή ήσαν γνωστά μόνον αποσπασματικά ή από τούς τίτλους τους.

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

(Πατρολογία Α, Στυλιανού Παπαδόπουλου σελ. 200-206)

(Εἰσαγωγικὰ περὶ τῶν Ἀποκρύφων Από το βιβλίο Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, τόμος α΄ Απόκρυφα Ευαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Πουρναρά)

«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» -ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», κατ' αντιδιαστολή προς τα «Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης» - ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα απο τον 2ο μ.Χ. αιώνα και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον ‘κανόνα’ της Κ.Δ. αλλά αναγινώσκονται απλώς ή απορρίπτονται απο τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Σχετίζονται όμως με την Κ.Δ. (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τονς) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις, κ.ά.π.) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Κ.Δ., συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκταση αυτών.

Ο όρος «απόκρυφος» σημαίνει αρχικά αυτό που είναι κρυμμένο και φυλαγμένο προσεκτικά. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή λέγεται ότι στον Χριστό «εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεωςαπόκρυφοι" (2,3), που σημαίνει ότι οι θησαυροί αυτοί είναι κρυμμένοι στον Χριστό, όχι για να μην φανερωθούν στους ανθρώπους, αλλά ότι είναι φυλαγμένοι με μοναδικό τρόπο σαν σε ‘θησαυροφυλάκιο’ από το οποίο αντλεί ο πιστός. Ο όρος δεν ήταν αρχικά μονοσήμαντος. Σε ορισμένους κύκλους αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν ένα ή μερικά απο αυτά τα κείμενα, ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς όμως χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική έννοια, για να δηλώσουν βιβλία αμφίβολης αξίας και προέλευσης και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αιρετικά, και τα κατονόμαζαν σε λίστες που διασώθηκαν. Με τη δεύτερη αυτή έννοια επικράτησε ο όρος ‘απόκρυφα’ στην εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα. Θα δούμε στη συνέχεια ότι με το πέρασμα των αιώνων διαπιστώθηκε ότι δεν είναι όλα τα διασωθέντα απόκρυφα αιρετικά.

Ποιά ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας;

1) Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα ‘κενά’ της Κ.Δ., ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο μερικές φορές απολογητικό. Η πληροφορία του Ιω 20,30 «πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ... α ουκ έστιν γεγραμμένα εν τω βιβλίω ταύτω» ήταν ένα επαρκές βιβλικό έρεισμα για τους αποκρυφογράφους. Ορισμένα άλλα χωρία αποτέλεσαν επίσης έναυσμα για τη συγγραφή κάποιου κειμένου. Π.χ. η πληροφορία τον Β' Κορ 12,2 («οίδα άνθρωπον...αρπαγέντα έως τρίτον ουρανόν...και ήκουσεν άρρητα ρήματα α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι») προκάλεσε την αποκρυφη Αποκάλυψη Παύλου.

Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Κ.Δ. αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα -όνομα που επικράτησε στην παράδοση της εκκλησίας, κυρίως στη λειτουργική- και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζονν ένα πιο σημαντικό ρόλο σ’αυτά. Ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταύρωσης παραδίδεται στα Απόκρυφα με το όνομα Λογγίνος (και έτσι είναι γνωστός στα Συναξάρια και τη λοιπή παράδοση), οι τρεις μάγοι φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, οι δύο ληστές ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς), η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη κ.λπ. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχονν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Έτσι π.χ. γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο στον Άδη και τα εκεί συμβάντα, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου κ.ά.π.

2) Η απόκρυφη φιλολογία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, κάνουν λόγο για απόκρυφες, γραφές που διατείνονται οτι κατέχουν οι διάφορες ομάδες αιρετικών και ιδίως οι Γνωστικοί, με τις οποίες παρασύρουν τους ανύποπτους και αγράμματους χριστιανούς. Ο Ειρηναίος π.χ. αναφερόμενος στους Γνωστικούς λέγει οτι έχουν «αμύθητον πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών, ας αυτοί έπλασαν» και τις οποίες «παρεισφέρουσιν εις κατάπληξιν των ανοήτων και τα της αλήθείας μη επισταμένων γράμματα» (Έλεγχος Α΄20). Εννοεί άραγε τα γνωστά σήμερα Αποκρυφα;

Για ‘βίβλους αποκρύφους’ των αιρετικών κάνει λόγο και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωμματείς Α΄15. Γ΄4), ο δε Ωριγένης, σχολιάζοντας τον πρόλογο του κατά Λουκάν ευαγγελίου «επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν...», με τους πολλούς εννοεί τους αποκρυφογράφους που ‘επεχείρησαν’ αλλά δεν μπόρεσαν να γράψουν ‘ευαγγέλια’, γιατί έγραψαν ‘χωρίς χαρίσματος’ (Ομιλ. Α΄εις Λουκάν)· ως παραδείγματα αναφέρει το Ευαγγέλιο των Δώδεκα, το κατά Αιγυπτίους, το κατά Βασιλείδην, κατά Θωμάν, κατά Ματθίαν «και άλλα πλείονα». Ωστόσο, κάποιες πληροφορίες για το μαρτυρικό θάνατο του Ησαΐα λέγει οτι τις αντλεί από απόκρυφο κείμενο (Επιστ. Προς Αφρικανόν 11,65), επίσης και για το φόνο του Ζαχαρία μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου (Εις Ματθ 10,18). Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφερόμενος στις συζητήσεις για τον κανόνα της Κ.Δ., διακρίνει τα βιβλία σε ‘ομολογούμενα’, ‘αντιλεγόμενα’, ‘νόθα’ και ‘αιρετικά’. Στις δύο τελευταίες ομάδες απαριθμεί ορισμένα από τα γνωστά σήμερα απόκρυφα κείμενα (Εκκλ. Ιστ. Γ' 25).

Επανειλημμένα αναφέρεται σε αιρετικούς που χρησιμοποιούν απόκρυφα κείμενα ο Επιφάνιος (Πανάριον 26,5. 30,3. 34,18. 40,2. 45,4. 47,1. 55,362,2 κ.ά.). Στο έργο ‘Σύνοψις επίτομος της θείας Γραφής’ που αποδίδεται στο Μ.Αθανάσιο (PG 28, 432 Β) αναφέρονται οι Περίοδοι Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, το Ευαγγέλιο κατά Θωμάν, η Διδαχή Αποστόλων και τα Κλημέντια, και χαρακτηρίζονται ως ‘νόθα και απόβλητα’, που δεν περιέχουν τίποτε το ‘έγκριτον και επωφελές’. Πλήρης κατάλογος των αποκρύφων δεν σώζεται απο κανένα εκκλησιαστικό συγγραφέα. Οι κάποιοι ελλιπείς κατάλογοι που σώζονται απο τους Τιμόθεο τον πρεσβύτερο, Ωριγένη, Μ.Αθανάσιο, Ευσέβιο, και αργότερα απο τον Νικηφόρο Πατριάρχη Κων/πόλεως κ.ά. καθώς και απο το Γελασιανό διάταγμα, επικαλύπτονται εν μέρει μεταξύ τους ή περιέχουν ονομασίες που δεν ανταποκρίνονται σε κανένα από τα γνωστά σήμερα Απόκρυφα.

Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων αποκρύφων (π.χ. τον κατά Πέτρον ευαγγελίου) γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Πράγματι τα απόκρυφα κείμενα έχουν μια πολύπλοκη ιστορία, είτε διότι όντας αιρετικά υπέστησαν επεγεργασία απο ορθόδοξο χέρι, είτε διότι άλλα, αντίστροφα, όντας αρχικά ορθόδοξα, έτυχαν επεξεργασίας απο αιρετικούς, πον πρόσθεσαν δικές τους διδασκαλίες. Επίσης πολύπλοκη είναι και η ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης τους. Συμβαίνει μερικές φορές μια αρχαία μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου να είναι εκτενέστερη ή συντομότερη του πρωτοτύπου. Κι ακόμα ορισμένα απόκρυφα σώζονται σε χειρόγραφα που δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους σε όλα τα σημεία. Σε κάποιες περιπτώσεις σώζεται ένα απόκρυφο κείμενο σε μια εκτενή μορφή και σε μια συντομότερη. Άλλοτε, η λατινική μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου είναι εκτενέστερη ή, σε άλλες περιπτώσεις συντομότερη. Αρκετά σώζονται στην ελληνική πρωτότυπή τους γλώσσα, αλλά και σε αρχαίες μεταφράσεις (λατινικές, κοπτικές, συριακές, αιθιοπικές, αρμενικές κ.λ.π.). Μερικά διατηρούνται μόνο σε αυτές τις μεταφράσεις.

Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: Άλλοτε καταδικάστηκαν απο την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη έχει σκηνές που η προέλευσή τους βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Μaria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα απο το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές απο την παιδική ηλικία της Παναγίας. Επίσης τα εικονογραφικά θέματα του σπηλαίου ως τοπου γέννησης του Ιησού, της διάνοιξης του όρους για να σωθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής απο τους στρατιώτες του Ηρώδη, κ.ά.π. αντλούνται από απόκρυφα κείμενα, τα οποία βέβαια με  τη σειρά τους μπορεί να ενσωματώνουν πρωτοχριστιανικές παραδόσεις.

Τα Απόκρυφα προκάλεσαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον της επιστήμης, ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας. Ο J.Charlesworth (The New Testament Apocrypha and Pseudepigrapha: Α guide to publications, 1987, 1-4) διακρίνει τις ακόλουθες φάσεις στο ενδιαφέρον της επιστήμης για τα κείμενα αυτά. Η πρώτη φάση συμπίπτει με τον Μεσαίωνα και την έξαρση τον ενδιαφέροντος κυρίως για το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται απο την αρνητική αξιολόγηση των Αποκρύφων σε σχέση με την υπεροχή των βιβλίων του κανόνα της Κ.Δ. και φθάνει μέχρι τον 18ο αιώνα με τη μνημειώδη έκδοση τον J.A.Fabricius, Codex Apocryphus Novi Testamenti (1703, 21719). Η δεύτερη φάση, κατά το 19ο αιώνα, χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη υποτίμηση των Αποκρύφων και την αντιμετώπισή τους ως νόθων κειμένων. Τα μεγάλα έργα αυτής της εποχής είναι το Dictionnaire des Apocryphes, τον J.P. Migne (τομ. 1-2, 1856), και οι εκδόσεις του C.Tischendorf: Acta Apostolorum Apocrypha (1851), Apocalypses Apocryphae (1866) και Evangelia Apocrypha (1853). H τρίτη φάση τοποθετείται στην αρχή του 20ου αιώνα και σηματοδοτείται με τη συλλογή των ‘Αγράφων’ από τον Reschκαι την ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρυγχου. Βασικά έργα αυτής της εποχής είναι, πέρα απο τις διάφορες εκδόσεις Λογίων της Οξυρύγχου, η πρώτη έκδοση τον Ε. Hennecke, Neutestamentliche Apocryphen (1904), πον επρόκειτο να γνωρίσει πολλές επανεκδόσεις μέχρι σήμερα σε συνεργασία με τον W.Schneemelcher, καθώς και η έκδοση του M.R.James, The Apocryphal New Testament (1924) που αναθεωρημένη και επεξεργασμένη έκδοσή της μας έδωσε πρόσφατα ο K.J.Elliott. H τέταρτη φάση της έρευνας, κατά τον Charlesworth πάντοτε, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρχίζει στη δεκαετία του ΄60 και διακρίνεται για μια θετικότερη εκτίμηση των Αποκρύφων, εφόσον αυτά συνεξετάζονται τώρα παράλληλα προς τη λοιπή χριστιανική παραγωγή των πρώτων αιώνων ως ένα ρεύμα που συνυπάρχει με τα άλλα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας αυτής περιόδου είναι το πλήθος των επιστημονικών εργασιών που βλέπει διεθνώς το φως της δημοσιότητας, ο προγραμματισμός και η εν μέρει πραγματοποίηση ήδη κριτικών εκδόσεων.

Για την τέταρτη από τις περιόδους που διαπιστώνει ο παραπάνω ερευνητής, μπορούμε να προσθέσουμε τα εξής: Η έρευνα των Αποκρυφων προωθείται σήμερα απο μια επιστημονική Εταιρεία πού πρόσφατα  ιδρύθηκε, την Association pour l’ Etude de la Littérature Apocryphe Chrétienne (AELAC), με έδρα τη Λωζάννη και μέλη απο πολλά άλλα πανεπιστήμια, κυρίως της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Εταιρεία οργάνωσε το πρώτο διεθνές συνέδριο για τα Αποκρυφα τον Μάρτιο τον 1995 στη Λωζάννη, εκδίδει το ετήσιο περιοδικό Apocrypha (μέχρι σήμερα 8 τόμοι), προγραμμάτισε και εν μέρει πραγματοποίησε κριτικές εκδόσεις Αποκρύφων στο Corpus Scriptorum Christianorum - Series Apocryphorum (εκδ. οίκος Brepols του Βελγίου) και άρχισε επίσης να εκδίδει σε γαλλική γλώσσα μια σειρά βιβλίων τσέπης με τα Απόκρυφα (σε μετάφραση και με σχόλια) για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Παρόλον ότι τα Απόκρυφα δεν κομίζουν ουσιαστικά κανένα νέο στοιχείο στην χριστιανική αποκάλυψη και παρόλον οτι συγκρίνομενα προς τα κανονικά Καινοδιαθηκικά κείμενα υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης στην ιστορία της θείας Οικονομίας, ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους, μπορεί κανείς να δικαιολογήσει το ενδιαφέρον τόσο των παλαιοτέρων εποχών όσο και της σύγχρονης έρευνας γι' αυτά. Διασώζουν μερικά απο αυτά παραδόσεις στις οποίες στηρίζονται γιορτές της Εκκλησίας, όπως π.χ. το Γενέσιον, τα Εισόδια της Θεοτόκον, κ.ά.

Άλλωστε, πολλά από αυτά -που δεν προέρχονται απο αιρετικούς- έθρεψαν πολλές γενιές χριστιανών στη διάρκεια της ιστορίας, κι αν δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, ζούσαν ωστόσο και ως προσφιλή λαϊκά αναγνώσματα επιδρούσαν στην περιφέρεια, η δε σιωπηρή περιφερειακή διαδρομή τους συχνά αναδυδόταν εντονότερα προς το κέντρο και επηρέαζε την τέχνη, τη λατρεία, την ηθική οικοδομή, την απολογητική διάθεση.

Πριν τελειώσουμε αυτή τη σύντομη Εισαγωγή θέλουμε να σημειώσουμε οτι οι ονομασίες ‘Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης’ ή ‘Απόκρυφη Καινή Διαθήκη’ είναι μάλλον ατυχείς. Προτιμούμε ως επιτυχέστερη την ονομασία ‘Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα’, που χρησιμοποιεί και η Εταιρεία για τη μελέτη των Αποκρύφων, διότι τα κείμενα αυτά παρόλο που από πλευράς φιλολογικών ειδών αναπαράγουν συνήθως, όπως ήδη είπαμε, τα φιλολογικά είδη της Κ.Δ. και βρίσκονται στην προέκταση των θεμάτων της, χρονικά απομακρύνονται απο αυτήν και καλύπτονν όλη των πρώτη χριστιανική χιλιετία, μερικά μάλιστα είναι ακόμη νεότερα.

Τα ελληνικά πρωτότυπα των Αποκρύφων, όσα σώζονται, μπορεί να τα βρει κανείς στις εκδόσεις που σημειώνουμε στην αμέσως παρακάτω Βιβλιογραφία καθώς και στον Α.de Santos Otero (μονο τα Ευαγγέλια). Δεν συμπεριλαμβάνουμε στην παρούσα έκδοση τα Γνωστικά κείμενα που βρέθηκαν το 1946 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου (βλ. Χριστιανικός Γνωστισμός. Τα κοπτικά κείμενα τον Nag Hammadi στην Αίγυπτο, επιμέλεια Σ. Αγουρίδη, εκδ. Άρτος Ζωής, 1989), παρά μόνο ένα εξ αυτών αντιπροσωπευτικό, το κατά Θωμάν ευαγγέλιο, που είναι διαφορετικό από το κατά Θωμάν της παδικής ηλικίας του Ιησού και περιέχει 114 λόγια αποδιδόμενα στον Ιησού.

ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ πήγε με βαρειά καρδιά στον Πνευματικό του και εξωμολογήθηκε:

— Ο λογισμός με βασανίζει, Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού κι ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και τη μετανοιά μου, δεν μπορώ ακόμη να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.

— Μου θυμίζεις, μ' αυτά που μου λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ' ένα φίλο μου αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή του ιστορία.

Ο νέος άκουγε πάντοτε μ' ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:

— Ο φίλος μου, που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο κι ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρη. Αλλ' έπρεπε πρώτα να καθαριστή. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γυιό να κάνη τη δουλειά αυτή. Μα σαν είδε το παλληκάρι εκείνα τα πελώρια αγκάθια και τ' αγριοβότανα, έπεσε σ' απελπισία.

— Δε γίνεται να φτιάξη ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του.  Πώς να ξερριζώσω τόσα αγριόχορτα;

Έτσι έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνη η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έρριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέσι του ως το βράδυ χωρίς να κάνη τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα και την τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνη.

— Τίποτε δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε κι είδε πως ο γυιός του δεν είχε βγάλει ούτε ένα αγκάθι.

— Βαραίνει η ψυχή μου, πατέρα, ωμολόγησε ο νέος, σαν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δε μπορώ να πάρω απόφασι ν' αρχίσω.

— Αν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γη, όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνης και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσης.

Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γυιός, έβαλε αμέσως σε πράξι τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίση το χέρσο χωράφι.

Μιμήσου τον κι εσύ, παιδί μου, κι όταν ξανάρθης, θα μου πης, αν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξερριζώσης με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.

Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμι από την εξομολόγησι, αποφασισμένος να συνεχίση τον καλόν αγώνα.


(Γεροντικόν μοναχής Θεοδωρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΔΥΟ συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθή. Του εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο θάνατος.

Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φώτιση να χειριστή σωστά την υπόθεσι, για να μη προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον συνασκητή του αρρώστου.

— Αββα, του είπε, αυτά σου τα στέλνει ο δείνα Γέροντας.

Ο Αββάς απόρησε.

— Σε μένα τα έστειλε;

— Ναι, είπε ο αδελφός.

Εκείνος τα δέχτηκε συγκινημένος κι ευχαρίστησε τον αδελφό. Ευχαριστημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, επήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.

— Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.

— Τι λες, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε με χαρά ο ασκητής.

— Ναι, Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.

— Δόξα τω Θεό, έκανε ένθουσιασμένος εκείνος.

Έτσι με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκηταί από τη σύνεσι του αδελφού.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ κάποτε να επισκεφθή μια σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ' ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνη κι εκείνος προς τα εκεί.

— Για που; τον ρώτησε ο Όσιος.

— Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς, αποκρίθηκε μ' αναίδεια εκείνος.

— Και τι είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου;

— Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

— Τόσα πολλά; απόρησε ο Όσιος.

— Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέση κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ' όλα θα είναι του γούστου τους.

— Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

— Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήση ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν άγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

— Πώς ονομάζεται; ρώτησε μ' ενδιαφέρον ο Όσιος.

— Θεόπεμπτος, αποκρίθηξε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του.

Συλλογισμένος απο όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέση στην καλύβα του. Ο  Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήση. σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

— Καλά με την ευχή σου, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

— Δε σε πειράζουν οι λογισμοί;

Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώση στον  Όσιο πως δεχόταν ακαθάρτους λογισμούς.

— Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανή αδιάφορος.

— Αχ, αδελφέ μου! Αναστέναξε βαθειά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια ασκητής και γερασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι.

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Όσιου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν' αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίση στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, άλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

— Τι νέα; τον ρώτησε ο Αββάς.

— Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι αυτό κι εγώ ωρκίστηκα να τους αφήσω πολύ καιρό απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα.

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ' αυτή το ποίμνιο Του.

* * *

(Γεροντικόν,Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Τον 19ο αιώνα ένας φιλόδοξος Γάλλος, ο Λαρεβεγιέρ-Λεπώ δημιουργεί δική του θρησκεία και οργανώνει κίνημα με το όνομα Θεοφιλανθρωπισμός. Καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζεται επίμονα, αλλά το κίνημα του δεν ευδοκιμεί.

Πικραμένος κι απογοητευμένος από τη ματαίωση των σχεδίων του, εμπιστεύεται το πρόβλημά του στον μεγάλο και σοφό διπλωμάτη Ταλεϋράνδο. Εκείνος αφού τον άκουσε προσεκτικά, του δίνει μία συμβουλή έξυπνη και πολύ εύστοχη.

- Θα σου υποδείξω εγώ ένα τρόπο που, αν τον εφαρμόσεις , σίγουρα θα στεφθεί με επιτυχία το κίνημά σου. Θα φτιάξεις τη δυνατότερη θρησκεία του κόσμου, θα ξεπεράσεις το Χριστιανισμό και καθετί άλλο. Πρώτα θα κηρύξεις τη θρησκεία σου με πάθος, θα μιλάς με γλώσσα σκληρή, θα ελέγξεις και θα ξεσκεπάσεις κάθε αδικία και παρανομία. Τότε θα σε συλλάβουν, θα σε καταδικάσουν σε θάνατο, θα σε βασανίσουν, θα σε σταυρώσουν κι αφού σ’ ενταφιάσουν, εσύ την τρίτη ημέρα αναστήσου κι έλα να σε δουν. Να είσαι βέβαιος ότι η θρησκεία σου θα επικρατήσει.

Με τήν απάντηση αυτή ο Ταλεϋράνδος ήθελε να πει: Καημένε Λεπώ, το μυστικό της επιτυχίας δεν βρίσκεται στο χρήμα ούτε στη φιλοσοφία ή στην προπαγάνδα αλλά στην ακατάβλητη δύναμη της Αναστάσεως.

Σήμερα, στη σύγχρονη και πολιτισμένη κοινωνία που ζούμε, η ανάσταση του Χριστού πολεμείται από δύο ύπουλους εχθρούς: τον ευδαιμονισμό και την ύβρη, τα δύο πρόσωπα του αντίχριστου. Η Εκκλησία όμως με κεφαλή τον αναστημένο Ιησού οπλίζει τα μέλη της με την πνευματική πανοπλία, ώστε να διεξάγουν τον αγώνα νικηφόρα.

Στεργίου Ν. Σάκκου, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»

Ο αδελφός μας: Ο ιερώτερος Ναός!

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ομιλία Ν΄στο κατά Ματθαίον (απόσπασμα)

"... Κανένας Ἰούδας, λοιπὸν καὶ κανένας Σίμωνας ἄς μὴν πλησιάση σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι: κι οἱ δὺο χάθηκαν ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τους. Ἄς ἀποφύγωμε αὐτὸ τὸ βάραθρο κι ἄς μὴ νομίζωμε ὅτι μᾶς φτάνει γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀφοῦ γδύσωμε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, ποτήριο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἀδαμαντοποίκλιτο νὰ προσφέρωμε στὴν τράπεζα. Ἄν θέλωμε νὰ τιμήσωμε τὴ θυσία, ἄς προσφέρωμε τὴν ψυχή μας ποὺ γι’ αὐτὴν θυσιάστηκε. Αὐτὴ νὰ κάμωμε χρυσῆ. Ἄν αὐτὴ μένει χειρότερη ἀπὸ κόκκαλο καὶ μολύβι κι εἶναι μόνο τὸ σκεῦος χρυσό, ποιὸ τὸ ὄφελος;
Ἄς μὴ προσέχωμε λοιπὸν αὐτὸ μονάχα, πὼς νὰ προσφέρωμε σκεύη χρυσᾶ ἀλλὰ καὶ νὰ προέρχωνται ἀπὸ δίκαιους κόπους. Τότε εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ, ὅταν δὲν ἔχουν πλεονεξία. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία χρυσοχοεῖο οὔτε ἀργυροκοπεῖο, ἀλλὰ σύναξη ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχές. Γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν δέχεται ὅλα αὐτὰ ὁ Θεός. Δὲν ἦταν τότε ἐκεῖνο τὸ τραπέζι ἀπὸ ἀσήμι οὔτε τὸ ποτήρι ἀπὸ χρυσό, ποὺ μ’ ἐκεῖνο ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς του τὸ αἷμα του. Ἦσαν ὅλα ἐκεῖνα ἀκριβὰ καὶ φρικτὰ, γιατὶ ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ πνεῦμα.
Θέλεις νὰ τιμήσης τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴν τὸ περιφρονήσης γυμνό. Μήτε νὰ τὸν τιμᾶς ἐδῶ μὲ ροῦχα μεταξωτὰ καὶ ν’ ἀδιαφορήσης, ὅταν τὸν βλέπης νὰ πεθαίνη ἔξω ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὴ γύμνια.
Ὁ ἴδιος ποὺ εἶπε Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ λόγο του, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο· Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲ μοῦ δώσαστε φαγητό. Καὶ ἀκόμα. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσήμαντους, δὲν τὸ ἐπράξατε οὔτε σ’ ἐμένα. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται ροῦχα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή. Ἐκεῖνο ὅμως χρειάζεται πολλὴ φροντίδα.
Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατὶ ἡ πιὸ εὐχάριστη τιμὴ γιὰ τὸν τιμώμενο εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς νομίζομε. Κι ὁ Πέτρος ἀπέδειξε ὅτι τὸν τιμοῦσε ἐμποδίζοντάς τον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια· αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὅμως ἦταν ἀντίθετο τῆς τιμῆς. Κι ἐσὺ νὰ τὸν τιμᾶς μὲ τὴν τιμή, ποὺ ὁ ἴδιος ὥρισε· ξοδεύοντας τὸν πλοῦτο σου στοὺς φτωχούς. Δὲν ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπὸ χρυσᾶ σκεύη ἀλλὰ ἀπὸ ψυχὲς χρυσές.
δ΄. Δὲ θέλω νὰ ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζωνται πολύτιμα ἀφιερώματα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ ἀξίζει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὰ τὰ δέχεται, περισσότερο ὅπως ἐκείνη. Σ’ αὐτὰ ὠφελεῖται μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, σ’ ἐκείνην ὅμως κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ νομιστῆ τὸ πρᾶγμα σὰν ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία.
Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἶναι γεμάτη ἡ τράπεζά του ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια κι ὁ ἴδιος νὰ πεθαίνει τῆς πείνας;
Χόρτασε πρῶτα τὴν πεῖνα του καὶ τότε ὡς ἐκ περισσοῦ στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του.
Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμεις χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό; Πέστε μου. Ἄν βλέπαμε κάποιον ποῦ στερεῖται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ ἀφίνοντάς τον νὰ εὔρη τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴ πείνα του, ἐμεῖς ντύναμε μονάχα μὲ ἀσήμι τὸ τραπέζι του, ἆραγε θὰ μᾶς ἀναγνώριζε τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ δοκίμαζε μεγαλύτερη ἀγανάκτηση; Κι ἄν τὸν ἐβλέπαμε ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τὸ κρύο νὰ τὸν παγώνη καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσωμε ροῦχα τοῦ φτιάχνομαι χρυσοὺς κίονες λέγοντας ὅτι τὸ κάνομε γιὰ νὰ τὸν τιμήσωμε δὲ θὰ ἰσχυριζόταν ὅτι τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ δὲ θὰ θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα ἔσχατη ὕβρη; Σκέψου το αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν γυρίζη πλάνης καὶ ξένος, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, κι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτῆς στολίζης τὰ πατώματα καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα καὶ κρεμᾶς ἁλυσιδες ἀπὸ λαμπάδες ἀσημένιες καὶ καθόλου δὲ θέλης νὰ κοιτάξης τὸν ἴδιο ποὺ εἶναι ἁλυσοδεμένος στὸ δεσμωτήριο.
Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ σᾶς ἀνακόψω ἀπὸ τέτοιες φιλοτιμίες, ἀλλὰ νὰ κάμετε αὐτὰ μαζὶ μ’ ἐκεῖνες, ἤ μᾶλλον γιὰ νὰ σᾶς συστήσω νὰ κάνετε αὐτὰ πρὶν ἀπ’ αὐτές.
Κανένας δὲν κατηγορήθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτά. Γιὰ τὴν παραμέληση ὅμως τῶν ἄλλων αἰωρεῖται ἡ ἀπειλὴ τῆς γέενας καὶ τῆς ἄσβηστης φωτιᾶς καὶ ἡ τιμωρία μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονοες.
Μὴ στολίζης λοιπὸν τὸ ναὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴ θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ κεῖνον ἀνώτερος ναός.
Καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τ’ ἀφαιρέσουν καὶ βασιλιὰδες ἄπιστοι καὶ τύραννοι καὶ λησταί. Ὅσα ὅμως προσφέρεις στὸν πεινασμένο ἀδελφό σου, καὶ τὸν ξένο καὶ τὸν γυμνὸ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀπαραβίαστο.
Γιατὶ λοιπὸν αὐτὸς λέγει "Τοὺς φτωχοὺς πάντα τοὺς ἔχετε μαζί σας, ἐμένα ὄχι πάντα;"(Ματθ. 26,11) Γι’ αὐτὸ περισσότερο νὰ ἐλεοῦμε, γιατὶ δὲ θὰ τὸν ἔχωμε πάντα κοντά μας πεινασμένο ἀλλὰ στὴν παροῦσα ζωὴ μονάχα. Ἄν θέλης μάλιστα νὰ καταλάβης ὅλο τὸ νόημα τοῦ λόγου, μάθε ὅτι αὐτὸ δὲν εἰπώθηκε στοὺς μαθητὰς –κι ἄς νομίζεται ἔτσι-ἀλλὰ στὴν ἄρρωστη γυναῖκα. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀκομα σὲ κατάσταση τελειότητας κι οἱ μαθηταί του τῆς ἔφεραν δυσκολίες, θέλοντας νὰ τὴν κερδίση τῆς μιλοῦσε ἔτσι. Ἐπειδὴ τὰ εἶπε αὐτὰ γιὰ νὰ τὴν ἐνισχύση, πρόσθεσε· Γιατὶ ταλαιπωρεῖται τὴν γυναίκα; Κι ἐπειδὴ ἔχομε κι ἐκεῖνον πάντα μαζί μας, λέγει. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς μέρες ὡς τὴν συντέλεια τῆς ζωῆς. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται, ὅτι γιὰ τίποτ’ ἄλλο δὲν τὰ ἔλεγε αὐτὰ παρὰ μόνο νὰ μὴν καταμαράνη ἡ ἐπιτήμηση τῶν μαθητῶν τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ παρουσιάστηκε τότε.
Ἄς μὴ συζητοῦμε τώρα γι’ αὐτὰ ποὺ γιὰ κάποιο λόγο ἔχουν λεχθῆ. Ἀλλὰ ἄς διαβάσωμε ὅλους τοὺς νόμους ποὺ ἔβαλε στὴ Καινὴ καὶ στὴν Παλαιὰ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη κι ἄς δείξωμε γι’ αὐτὴ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸ καθαρίζει ἁμαρτίες. Δῶστε ἐλεημοσύνη κι ὅλα θὰ γίνουν καθαρά. Αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴ θυσία. Ἐλεημοσύνη θέλω καὶ ὄχι θυσία. Αὐτὸ ἀνοίγει τοὺς οὐρανοὺς· Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν κοντὰ στὸ Θεὸ δική σου ὑπόμνηση. Αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ τὴν παρθενία. Ἔτσι ἀποδώχτηκαν ἐκεῖνες ἀπὸ τὸ νυμφῶνα, ἔτσι οἱ ἄλλες ὡδηγήθηκαν σ’ αὐτόν.
Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ κάνωμε συνείδησή μας κι ἄς σπείρωμε μὲ φιλοτιμία, γιὰ νὰ θερίσωμε μὲ περισσότερη ἀφθονία. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στὸ αἰῶνα. Ἀμήν."
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, Τόμος Δεύτερος,
Ἀθῆναι 1969, σελ.218-227

Πηγή: http://www.imaik.gr

Fr. Lev Gillet
«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς … Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς…» (Λουκ. κδ΄, 13-15)

Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετήσουμε, νὰ ἐξετάσουμε καλύτερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.

Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους πλησίαζε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Κάποιες φορές, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστό. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπο, ἄμεσα. Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ δική του πρωτοβουλία, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται στὸ δρόμο τους, στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος «ἐπὶ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθει.

Στὴ περίπτωση τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγιση εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπο, ἐμπρός τους· ὅτι δὲν βάδιζε πρός ἀντίθετη κατεύθυνση, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησή τους. Ἔτσι, οἱ μαθητές δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζοντας πίσω τους σέ κάποια ἀπόσταση, τελικά ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀρχικά, βάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθητές ὅτι τοὺς συνώδευε, ἕως ὅτου τοὺς πλησίασε τόσο, ὅσο νὰ ἀκούει τὸν ἦχο τῆς συνομιλίας τους. Τέλος, τοὺς πρόφθασε καί, φθάνοντας στό πλευρό τους, ἔλαβε εὐθὺς μέρος στὸ διάλογο, στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.

Ἡ προσέγγισή Του δὲν ἦταν μόνο τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς πλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι. Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσο τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπο ἀνάλογο ἐκείνου, ποὺ πλησίασε τοὺς μαθητές κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς.

Κάποιοι ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν Ἰησοῦν «κατὰ πρόσωπον»· Τὸν γνωρίζουν λίγο ἕως πολύ· γνωρίζουν πῶς νὰ ἀπευθυνθοῦν πρὸς Αὐτόν, καὶ ἔχουν μάθει νὰ ἀντιλαμβάνωνται πότε Ἐκεῖνος ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς. Ὅμως σήμερα, γιὰ τὸν περισσότερο κόσμο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄγνωστος. Ἔτσι, ὡς ἕνας ἄγνωστος λοιπόν, τοὺς πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ ὁδόν, ὅπως καὶ τοὺς μαθητές πρὸς Ἐμμαούς. Τοὺς πλησιάζει μὲ τέτοιο τρόπο, ὡς νὰ εἶναι κάποιος ἄγνωστος σʼ αὐτούς, ἀλλὰ ἄγνωστος συγγενής τους.

Συνήθως, σκεπτόμαστε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρή πρόθεση νὰ ἀναμείξουμε τὸν Χριστὸ στοὺς συλλογισμούς μας. Καὶ νά, ποὺ ὁ Χριστὸς παρεμβάλλεται στὴ σκέψη μας χωρὶς νὰ τὸ παρατηρήσουμε. Εἰσχωρεῖ στὸ νῆμα τῶν συλλογισμῶν μας, στὰ κύματα τῶν συναισθημάτων μας. Δὲν γνωρίζουμε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, ἀλλὰ λίγο – λίγο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας καινούριος παράγοντας συμμετέχει στὴ δραστηριότητα τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Εἴτε γνωρίζουμε εἴτε δὲν γνωρίζουμε πῶς λέγεται ὁ παράγοντας αὐτός, μᾶς ἐπιβάλλεται· ἀκόμη καὶ ἂν ἀρνούμαστε νὰ δεχθοῦμε ὅσα μᾶς ὑποβάλλει, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ τὸν ὑπολογίσουμε.

Μία σκέψη ἢ μία αἴσθηση, ὁποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει, ἀνοίγουν νέες προοπτικές. Οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαοὺς ἦσαν σκυθρωποὶ καὶ τεθλιμμένοι, ὅση ὥρα βρίσκονταν ἀπορροφημένοι στὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς τους. Ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος βρέθηκε μεταξύ τους καὶ ἄρχισε τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅλα ἔγιναν φωτεινά, ὅλα τὰ προβλήματα λύθηκαν, ὅλα εἰρήνευσαν. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ προηγουμένως συζητοῦσαν καὶ ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἀτέρμονα, ἔπαυσαν τώρα. Ὅλες οἱ περιπλοκὲς λύθηκαν, ὅλοι οἱ λαβύρινθοι βρῆκαν διέξοδο, ἐμπρὸς στὴν ἤρεμη βεβαιότητα, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ μόνος διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς. Ὅλοι, κάποιες στιγμές, εἴμαστε προσκυνητές πρὸς Ἐμμαούς, βαδίζοντας μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς νύκτας, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πέφτει, μὲ τὶς ἀμφιβολίες μας, τὰ ἄγχη μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἀντιζηλίες μας, τὶς διεκδικήσεις μας, τὴ νοησιαρχία μας, τὶς καχυποψίες μας, τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές μας συγκρούσεις. Ὅμως κάποιος, ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τρέχει, μᾶς προφθάνει, καὶ «συνεμπαίνει» στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μας. Καὶ τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια καὶ καθαρότητα εἰσβάλλει στὸ νοῦ καὶ στὴ σκέψη μας· μία μεγάλη ἡσυχία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας. Δὲν γνωρίζουμε ἴσως τὴν ὑπέρτατη ζωντανὴ παρουσία Ἐκείνου, ποὺ διεβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι πίεζαν τὸν Κύριο νὰ μὴ φύγει, ἀλλὰ νὰ μείνει μαζί τους, ἡ ψυχή μας ὁλόκληρη κραυγάζει πρὸς τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Παντοδύναμο: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»…

Πηγή: http://www.imaik.gr

Η πίστη του χριστιανού δοκιμάζεται με την Ανάβαση του Χριστού σαν το χρυσάφι στο χωνευτήρι. Απ’ όλο το Ευαγγέλιο η Ανάσταση του Χριστού είναι το πλέον απίστευτο πράγμα, ολότελα απαράδεκτο από το λογικό μας, αληθινό μαρτύριο για δαύτο. Μα ίσια-ίσια, επειδή είναι ένα πράγμα ολότελα απίστευτο, για τούτο χρειάζεται ολόκληρη η πίστη μας για να το πιστέψουμε. Εμείς οι άνθρωποι λέμε συχνά πως έχουμε πίστη, αλλά την έχουμε μονάχα για όσα είναι πιστευτά απ’ το μυαλό μας. Αλλά τότε, δεν χρειάζεται η πίστη, αφού φτάνει η λογική. Η πίστη χρειάζεται για τα απίστευτα.

Οι πολλοί άνθρωποι είναι άπιστοι. Οι ίδιοι οι μαθητάδες του Χριστού δεν δίνανε πίστη στα λόγια του δασκάλου τους όποτε τους έλεγε πως θ’ αναστηθή, μ’ όλο το σεβασμό και την αφοσίωση που είχαν σ' Αυτόν και την εμπιστοσύνη στα λόγια Του. Και σαν πήγανε οι Μυροφόρες την αυγή στο μνήμα του Χριστού, κ’ είδανε τους δυο αγγέλους που τις μιλήσανε, λέγοντας σ’ αυτές πως αναστήθηκε, τρέξανε να πούνε τη χαροποιά την είδηση στους μαθητές, εκείνοι δεν πιστέψανε τα λόγια τους, έχοντας την ιδέα πως ήτανε φαντασίες: «Και εφάνησαν ενώπιον αυτών ωσεί λήρος (τρέλα) τα ρήματα αυτών, και ηπίστουν αυταίς»...

Βλέπεις καταπάνω σε πόση απιστία αγωνίσθηκε ο ίδιος ο Χριστός; Και στους ίδιους τους μαθητάδες του. Είδες με πόση μακροθυμία τα υπόμεινε όλα; Και μ’ όλα αυτά, ίσαμε σήμερα οι περισσότεροι από μας είμαστε χωρισμένοι από τον Χριστό μ’ ένα τοίχο παγωμένον, τον τοίχο της απιστίας. Εκείνος ανοίγει την αγκάλη Του και μας καλεί κ’ εμείς τον αρνιόμαστε. Μας δείχνει τα τρυπημένα χέρια του και τα πόδια του, κ’ εμείς λέμε πως δεν τα βλέπουμε.
Εμείς ψάχνουμε να βρούμε στηρίγματα στην απιστία μας για να ικανοποιήσουμε τον εγωισμό μας, που τον λέμε Φιλοσοφία και Eπιστήμη.

Η λέξη Ανάσταση δεν χωρά μέσα στα βιβλία της γνώσης μας. Γιατί «η γνώση τούτου του κόσμου, δε μπορεί να γνωρίσει άλλο τίποτα, παρεκτός από ένα πλήθος λογισμούς, όχι όμως εκείνο που γνωρίζεται με την απλότητα της διάνοιας».

Ναι, εκείνους που έχουνε αυτή την ευλογημένη απλότητα της διάνοιας, τους μακάρισε ο Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Και στον Θωμά, που γύρευε να τον ψηλαφήση για να πιστέψη, είπε: «Γιατί με είδες Θωμά, για τούτο πίστεψες; Μακάριοι είναι εκείνοι που δεν είδανε και πιστέψανε».

Ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας δώσει αυτή την πλούσια φτώχεια, και την καθαρή καρδιά, ώστε να Τον δούμε ν’ αναστήνεται για να αναστηθούμε κ’ εμείς μαζί Του. Αυτή η ανηξεριά (η άγνοια) είναι ανώτερη από τη γνώση: «Αύτη εστίν η άγνοια η υπερτέρα της γνώσεως». Καλότυχοι και τρισκαλότυχοι εκείνοι που την έχουνε.

Χριστός ανέστη!

(Φ. Κόντογλου)

Μία εκπληκτική απάντηση! Το φίδι,το κεφάλι & η ουρά...

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Λόγος εις την Γέννησιν του Χριστού, εκδ. ΕΠΕ τόμ. 10 σελ 335)

"...Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ.
Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.
Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα.
Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά.
Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.
Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους.
Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.
Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος.
Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα"....

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

katafigioti

lifecoaching