ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

     Αλλ’ επειδή θυμήθηκα τα ζώα, ας σκεφθούμε και τους ποιμένες των προβάτων, που είναι στην Καππαδοκία, τί και πόσα παθαίνουν για την προστασία των ζώων. Πολλές φορές λοιπόν καταπλακώθηκαν από το χιόνι και έμειναν τρεις συνεχόμενες ημέρες. Λέγεται όμως ότι και οι ποιμένες, που είναι στη Λιβύη, δεν υποφέρουν μικρότερα απ’ αυτούς δεινά, περιπλανώμενοι ολόκληρους μήνες στη φοβερή εκείνη έρημο και γεμάτη από τα άγρια θηρία. Εάν όμως είναι τόσο μεγάλη η φροντίδα για τα άλογα, ποιά απολογία θα έχουμε εμείς που έχουμε αναλάβει ψυχές λογικές και κοιμόμαστε τον βαθύ αυτόν ύπνο; Έπρεπε λοιπόν ν’ αναπαυόμαστε τελείως; έπρεπε να ησυχάζουμε εντελώς; δεν έπρεπε να τρέχουμε παντού και να παραδίνουμε τους εαυτούς μας σε χίλιους θανάτους για χάρη των προβάτων αυτών;
     Ή δε γνωρίζετε την αξία αυτής της αγέλης; δεν πραγματοποίησε άπειρα γι’ αυτήν ο δικός σου Κύριος και δεν έχυσε τελευταία το αίμα του; και συ ζητάς ανάπαυση; και τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από τους ποιμένες αυτούς; Δεν σκέπτεσαι αυτό, ότι περιτριγυρίζουν τα πρόβατα αυτά λύκοι πολύ ποιό μοχθηροί και πιο άγριοι απ’ αυτούς; Δε σκέπτεσαι ποιά ψυχή χρειάζεται εκείνος που πρόκειται να μεταχειρισθεί αυτή την εξουσία; Και οι ηγέτες βέβαια του λαού όταν συσκέπτονται για να αποφασίσουν για τα τυχαία πράγματα, προσθέτουν στις ημέρες τις νύχτες ξαγρυπνώντας, ενώ εμείς που κάνουμε τον αγώνα για τον ουρανό κοιμόμαστε και την ημέρα; και ποιός θα μας γλυτώσει πλέον από την τιμωρία γι’ αυτά; Γιατί, αν χρειαζόταν να κατακομματιάζεται το σώμα μας, αν χρειαζόταν να υποστούμε άπειρους θανάτους, δεν θα έπρεπε να τρέχουμε σαν να πηγαίναμε σε πανηγύρι; Αυτά όμως ας μην τα ακούν μόνο οι ποιμένες αλλά και τα πρόβατα, για να κάνουν πιο πρόθυμους τους ποιμένες, για να παρακινούν περισσότερο την προαίρεσή τους, παρέχοντας κάθε πειθώ και υπακοή, και τίποτε άλλο. Έτσι και ο Παύλος διέταξε λέγοντας, «να υπακούτε και να υποτάσσεσθε στους προϊσταμένους σας, γιατί αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές σας, σαν άνθρωποι που θα δώσουν λόγο για σας». Όταν όμως λέγει, «αγρυπνούν», εννοεί άπειρους κόπους και φροντίδες και κινδύνους.
     Ο καλός λοιπόν ποιμένας, που είναι τέτοιος όπως τον θέλει ο Χριστός, συναγωνίζεται άπειρους μάρτυρες. Γιατί βέβαια εκείνος πέθανε γι’ αυτόν μία φορά, ενώ αυτός πεθαίνει άπειρες φορές για την ποίμνη, αν βέβαια είναι ποιμένας τέτοιος όπως πρέπει να είναι. Γιατί ένας τέτοιος ποιμένας μπορεί να πεθαίνει κάθε ημέρα. Γι’ αυτό και σεις γνωρίζοντας τον κόπο, συμπράττετε με τις προσευχές, με τη φροντίδα, την προθυμία, τη φιλία, για να γίνουμε καύχημά σας και σεις δικό μας. Γι’ αυτό λοιπόν και στον κορυφαίο από τους αποστόλους που αγαπούσε το Χριστό περισσότερο από τους άλλους, αυτό εμπιστεύθηκε, αφού πρώτα τον ρώτησε, αν αγαπιέται απ’ αυτόν, για να μάθεις, ότι αυτό πριν από τα άλλα θεωρείται απόδειξη της αγάπης γι’ αυτόν, καθόσον χρειάζεται αυτό νεανική ψυχή. Αυτά βέβαια τα είπα για άριστους ποιμένες, όχι για τον εαυτό μου και τους δικούς μας, αλλ΄ αν υπάρχει κάποιος τέτοιος, όπως ήταν ο Παύλος, όπως ο Πέτρος, όπως ο Μωυσής. Αυτούς λοιπόν ας μιμηθούμε και άρχοντες και αρχόμενοι, γιατί είναι δυνατό και ο αρχόμενος να είναι εν μέρει ποιμένας του σπιτιού, των φίλων, των υπηρετών, της γυναίκας, των παιδιών του. (ΕΠΕ 17,661-665)

1145. Η ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΗ ΝΙΚΗ.
Ένας Πέρσης ευγενής, μετά την μάχη των Αρβήλων, συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε να τον μεταχειρίζονται καλά και να μη του λείψει τίποτα απ’ όσα θα έκαναν την κατάσταση του λιγότερο σκληρή. Κατόπιν, τον κάλεσε μπροστά του και του μίλησε μ’ ευγένεια και καλοσύνη. Αλλά ο Πέρσης αποκρίθηκε με περιφρόνηση.
Τότε ο Μ. Αλέξανδρος είπε στους αξιωματικούς του: «Πάρτε τον απ’ εδώ για να μη με κάνει να θυμώσω με τις απαντήσεις του. Νίκησα αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά τώρα - πράγμα πολύ πιο δύσκολο – πρέπει να νικήσω και τον εαυτό μου».

1148. ΤΟ ΑΓΡΙΟΤΕΡΟ ΘΗΡΙΟ.
Ρώτησαν έναν φιλόσοφο:
- Ποιο είναι το αγριότερο θηρίο;
Κι εκείνος απάντησε:
- Ο άνθρωπος, όταν θυμώνει.

1152. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ.
Ήθελε κάποτε ο Πλάτων να τιμωρήσει ένα ατίθασο παιδί, αλλά ήταν θυμωμένος. Γυρνά στο φίλο του Ξενοκράτη και του λέγει:
- Σε παρακαλώ, τιμώρησε συ το παιδί αυτό, γιατί είμαι πολύ θυμωμένος.

 (Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 521-523)

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Πατέρες, έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, έτρωγαν μόνο ψωμί κι αλάτι μια φορά την ημέρα κι ούτε απ΄ αυτό χόρταιναν, γι’ αυτό ήταν δυνατοί στο έργο του Θεού.


ΑΦΟΤΟΥ έγινε μοναχός ο Αββάς Διόσκορος, έτρωγε μια φορά την ημέρα λίγο κρίθινο ψωμί η φτιαγμένο από λουπινα.
Κάθε χρόνο επιχειρούσε κι από μια καινούργια άσκηση. Παραδείγματος χάριν, δεν έβγαινε καθόλου από το κελλί του ή έμενε αμίλητος. Έτσι κατόρθωσε να κόψει όλες του τις επιθυμίες.

ΈΝΑΣ αδελφός στο Κοινόβιο του Αγίου Θεοδοσίου, στην Παλαιστίνη, τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια έτρωγε μόνο ψωμί μια φορά την εβδομάδα και δεν έβγαινε από την εκκλησία.

Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης, που ήταν Ηγούμενος σ’ ένα μεγάλο Κοινόβιο στην Αίγυπτο, πήγε κάποτε βαθιά στην έρημο να συναντήσει τον Όσιο Παΐσιο, τον ξακουσμένο ασκητή, που σαράντα ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν εκεί μόνος του.
- Τί κατόρθωσες ζώντας μακριά από τους ανθρώπους, Πάτερ; τον ρώτησε ο Αββάς Ιωάννης.
- Αφότου ήρθα εδώ δεν με είδε ούτε μια φορά ο ήλιος να τρώω, αποκρίθηκε ο Όσιος.
- Ούτε εμένα οργισμένο, είπε ο Αββάς.

ΈΛΕΓΕ για τον Γέροντά του κάποιος υποτακτικός πως είκοσι ολόκληρα χρόνια δεν ξάπλωσε να κοιμηθεί σε στρώμα, αλλά έπαιρνε λίγο ύπνο καθισμένος στο σκαμνί που εργαζόταν. Κι έτρωγε, όλο εκείνο τον καιρό, κάθε δυο μέρες, άλλοτε κάθε τέσσερις ή πέντε. Συνήθιζε να τρώει με το ένα χέρι το λιτό του φαγητό, ενώ το άλλο το είχε πάντα υψωμένο στον ουρανό και προσευχόταν.
- Γιατί το κάνεις αυτό, Αββά; ρωτούσε ο μαθητής του.
- Έχω μπροστά στα μάτια μου την κρίση του Θεού, παιδί μου, και δεν μπορώ να περιμένω, του εξηγούσε ο αγαθός Γέροντας.
Βγήκε μια μέρα από την καλύβα του ο Αββάς και βρήκε τον μαθητή του ξαπλωμένο στο κατώφλι να κοιμάται. Στάθηκε έκπληκτος από πάνω του και τον κοίταζε, κουνώντας περίλυπος την κεφαλή του.
- Που να βρίσκεται άραγε ο λογισμός του και κοιμάται με τόση αφροντισιά;

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 88-89 )

«Σπάζοντας τα δεσμά του θανάτου»
Σε μια από τις επιστολές του ο απόστολος Παύλος λέει ότι, αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε εμείς είμαστε οι πλέον αξιοθρήνητοι των ανθρώπων. Πράγματι, αν δεν έχει αναστηθεί, θα ήμαστε αξιολύπητοι, διότι όλη μας η πίστη, όλο αυτό που ονομάζουμε πνευματική εμπειρία μας και όλη η ζωή που οικοδομούμε πάνω σ’ αυτήν δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια αυταπάτη, ένα ψέμα, μια ψευδαίσθηση. Εμείς όμως είμαστε οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων, επειδή όντως Χριστός Ανέστη. Και αυτό όχι απλώς εκατοντάδες και χιλιάδες αλλά εκατομμύρια ανθρώπων το γνωρίζουν από προσωπική και άμεση εμπειρία. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που θα έλεγαν: Ο Θεός υπάρχει διότι τον έχω συναντήσει. « Χριστός Ανέστη» διότι Τον έχω συναντήσει Αναστημένο.
Και όχι μόνο κατά τρόπο πνευματικό, αλλά και σωματικό – έχουμε τη μαρτυρία των Αποστόλων, ανθρώπων απλών που έφυγαν μακριά από τον Γολγοθά, γνωρίζοντας ( νομίζοντας ότι γνωρίζουν) ότι από τη στιγμή που ο Κύριος τους αποκαθηλώθηκε από τον Σταυρό και ετάφη, είχε νικηθεί οριστικά και κάθε ελπίδα τους είχε για πάντα χαθεί. Και όμως, αυτοί οι ίδιοι γίνονται μάρτυρες της Αναστάσεως – απροετοίμαστοι, διστακτικοί και κατόπιν περιχαρείς. Περιχαρείς, διότι οι γυναίκες ήρθαν το πρωί να αλείψουν με μύρα τον Χριστό και διαπίστωσαν ότι το Σώμα Του δεν ήταν πια εκεί.
Ο Ιωάννης και ο Πέτρος έτρεξαν εκεί αργότερα, και ο τάφος ήταν άδειος. Και όταν πήγαν στους άλλους μαθητές, ρωτώντας, αμφιβάλλοντας, διστάζοντας, ο Χριστός τους παρουσιάστηκε και τους είπε: « Μη φοβάστε. Δεν είμαι φάντασμα, δεν είμαι μια ασώματη φιγούρα. Το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα»! Συνέφαγε μαζί τους, τους μίλησε, τον άγγιξαν! Και πράγματι, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Επιστολή του, οι Απόστολοι μαρτυρούν αυτό που είδαν με τα μάτια τους, αυτό που άκουσαν με τα αυτιά τους κι αυτό που με τα ίδια τους τα χέρια ψηλάφισαν: την αλήθεια! Ναι, Χριστός Ανέστη! Ανέστη όχι ως φάντασμα, όχι ως μια πνευματική παρουσία αλλά ως ο ζωντανός Θεός με το σώμα Του, το σώμα με το οποίο ενσαρκώθηκε. Και πράγματι, αν πιστεύουμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία του κόσμου, τότε, αυτό που ξεπερνάει τη φαντασία μας, είναι πώς Αυτός που είναι η ίδια η Ζωή, μπόρεσε και να πεθάνει. Και αντίθετα το πιο απλό και προφανές είναι ότι, αυτή η Αιώνια Ζωή εννοείται ότι θα έσπαζε τα δεσμά του θανάτου, θα πατούσε τον θάνατο και θα ανίστατο σωματικά, με τη σάρκα Του, δίνοντας έτσι, και σ’ εμάς υπόσχεση αναστάσεως.
Διότι, αναλαμβάνοντας Εκείνος την ανθρώπινη σάρκα, μας έδειξε ότι ο άνθρωπος είναι κάτι τόσο πελώριο και βαθύ, ώστε μπορεί να γίνει ένα με τον Θεό, να ενωθεί μαζί Του. Μας έδειξε ότι όντως, ένα ανθρώπινο πλάσμα τότε μόνο είναι πλήρες, όταν είναι σε ταύτιση με τον Θεό, όταν γίνεται κοινωνός θείας φύσεως, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αποστόλου Πέτρου. Η ανάσταση είναι μια αποκάλυψη του ελέους, της δυνάμεως, της αγάπης του Θεού… αλλά και της μεγαλοσύνης του ανθρώπου. Ο θάνατος δεν μάς φοβίζει πια. Έχει γίνει η θύρα μας προς την αιωνιότητα και ξέρουμε ότι θα έρθει μια μέρα που η φωνή Αυτού που έφερε στην ύπαρξη όλα τα όντα, η φωνή του Σωτήρα μας, θα ηχήσει και πάλι. Θα σταθούμε τότε όλοι ενώπιον του Θεού, περιβεβλημένοι την αιωνιότητα, με μια σάρκα που θα είναι μέρος αυτής της αιωνιότητας. Ας εμπιστευθούμε τον λόγο του Θεού, ας ξεπεράσουμε τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς μας, ας Τον ακούσουμε να μάς μιλά και ας ανταποκριθούμε στο Λόγο Του και στο γεγονός της Αναστάσεως Του με πίστη και ευγνωμοσύνη! Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
( Μητρ. Anthony Bloom, « Στο φως της Κρίσης του Θεού», εκδ.Εν πλω)

Μου το βεβαιώνει η συνείδηση μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.

Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.

Δεύτερον, ο νους μου λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.

Τρίτον, η βούληση μου λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.

Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάσταση Του, Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος, ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού. Μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φως του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας και ότι άκουσε τη φωνή Του και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν τη μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Κι αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, έως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.

Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδηση τους, δονεί την ψυχή τους και ευφραίνει την καρδιά τους. Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και αντιπάλους του Χριστού. Μόνο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.

Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στην ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού. Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.
Αληθώς Ανέστη ο Χριστός!

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται», εκδ. Εν πλω, 2008, σ.70-72)

Η ημέρα του Κυρίου!
Πολλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πως υπάρχει άνεμος, μέχρις ότου φυσήξει ο άνεμος. Άλλοι δεν σκέφτονται πως υπάρχει φως, μέχρι να νυχτώσει. Έτσι και πολλοί χριστιανοί δεν πίστευαν πως υπάρχει Θεός, μέχρι που φύσηξε ο δυνατός άνεμος του πολέμου. Μήτε που σκέφτηκαν το Θεό, όσο τους έλουζε το φως της ειρήνης και η ζωή τους χαμογελούσε. Αλλά, σαν ξέσπασε η λαίλαπα του πολέμου και το σκοτάδι του κακού σκέπασε τον κόσμο, τότε θυμήθηκαν το Θεό. Τότε, δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτε άλλο παρά μόνο το Θεό.
Η ημέρα του Κυρίου! Στην Αγία Γραφή, ημέρα του Κυρίου ονομάζεται η ημέρα εκείνη που για τους ανθρώπους είναι νύχτα φρικτή, γεμάτη αίμα, καπνό, φόβο, τρόμο, πυρετό, κραυγές και φωτιά. Αυτή η ημέρα λέγεται στο ιερό βιβλίο του Θεού ημέρα του Κυρίου. Αναρωτιέστε πώς συμβαίνει αυτό και γιατί έρχεται αυτή η ημέρα; Μέσα στις άγριες συνθήκες του αφόρητου πόνου και της φωτιάς, οι καλοζωισμένοι άνθρωποι οδηγούνται στην πλήρη επίγνωση πως ο Θεός είναι « τα πάντα» και ο άνθρωπος ένα «τίποτε». Οι περήφανοι άνθρωποι γνωρίζουν την ντροπή, οι αλαζόνες σκύβουν το κεφάλι τους κάτω στη γη, οι πλούσιοι περπατούνε με τσέπες άδειες, οι άρχοντες αναζητούν ακόμη και κάποιον δούλο για συντροφιά, οι αξιωματικοί του στρατού χάνουν τα παράσημα τους, οι αμέριμνοι ιερείς κλαίνε μπροστά στους κατεστραμμένους ναούς και οι άπληστες για χρήματα γυναίκες ετοιμάζουν για γεύμα το πιο λιτό φαγητό.
Όλοι τους αναλογίζονται τη μεγαλοσύνη του Δημιουργού και τη μηδαμινότητα του ανθρώπου. Κατανοείτε λοιπόν, για ποιο λόγο αυτή η τρομακτική νύχτα ονομάζεται ημέρα του Κυρίου. Ονομάζεται ημέρα του Κυρίου επειδή φανερώνεται ο Θεός. Όσο καιρό ξημερώνει η απλή καθημερινή ημέρα, ο άνθρωπος δε μνημονεύει το Θεό. Αντιθέτως, τα πάντα βάζει πάνω από το Θεό, ακόμη και τον εαυτό του. Όσο ξημερώνει η απλή καθημερινή ημέρα γελάει περιπαικτικά με όσους εκκλησιάζονται και χλευάζει αυτούς που τον καλούν στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν όμως φτάνει η ημέρα του Κυρίου, όλοι επιστρέφουν στο Θεό, αναγνωρίζουν την εξουσία Του, ρωτάνε για το πού βρίσκεται η εκκλησία, δείχνουν σεβασμό στους ιερείς, αναζητούν θεολογικά βιβλία να διαβάσουν, αναστενάζουν, αισχύνονται για το παρελθόν τους, μετανιώνουν για τις αμαρτίες τους. Την ημέρα του Κυρίου οι άνθρωποι προσφέρουν βοήθεια στους φτωχούς, επισκέπτονται τους ασθενείς, νηστεύουν και κοινωνούν. Αρχίζουν να σκέφτονται το θάνατο που πλησιάζει και αναλογίζονται την άλλη ζωή, εκεί που η ημέρα του Κυρίου είναι διαφορετική. Εκεί στην άλλη ζωή, η ημέρα του Κυρίου είναι ευλογημένη, φωτεινή και αιώνια. Την ημέρα του Κυρίου στην άλλη ζωή, ο άνθρωπος θα είναι πιο σπάνιος και πιο ακριβός και από το πιο ατόφιο και πιο ακριβό χρυσάφι.
Αδελφοί μου, αναρωτιέστε για ποιο λόγο επιτρέπει ο Θεός να έρχονται τόσες δυσκολίες στον κόσμο; Ο Θεός επιτρέπει τόσες δυσκολίες για να αποκτήσει ο άνθρωπος πάλι την αξία του, για να αξίζει ο άνθρωπος περισσότερο και από το πιο καθαρό και πιο ακριβό χρυσάφι. Στις μέρες μας η αξία του ανθρώπου είναι μικρότερη από την αξία του χρυσού. Και αυτό είναι κάτι που είναι αντίθετο με το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Και ό,τι δεν είναι σύμφωνο με την πρόνοια του Θεού, πρέπει να ραγίσει, να γκρεμιστεί, να πεθάνει, να χαθεί. Αν το μαθαίναμε αυτό πριν, τότε δεν θα παθαίναμε τίποτε. Θα ήμασταν δυνατοί, θα ζούσαμε ειρηνικά, γαλήνια, με αγάπη, με σεβασμό στον συνάνθρωπο μας, δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό. Αυτού η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς , Επισκόπου Αχρίδος, ‘Μέσα από το παράθυρο της φυλακής – Μηνύματα στο λαό’, εκδ. « Ορθόδοξος Κυψέλη» σελ.31-34)

Όταν πρωτοϊδρύθηκε το κοινόβιο του οσίου Θεοδοσίου (423-529) στην Παλαιστίνη, ήταν πολύ φτωχό και συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία για τη συντήρηση των μοναχών.
Μια χρονιά, καθώς περίμεναν να γιορτάσουν το Πάσχα, οι αδελφοί έψαχναν απελπισμένα ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για κάτι φαγώσιμο ούτε συζήτηση πια δεν γινόταν. Ένα μικρό πρόσφορο κοίταζαν να βρουν, για να μη στερηθούν τη θεία κοινωνία. Αδύνατον όμως να βρουν! Το ανέφεραν στον γέροντα τους, στον όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία, σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος. Έδωσε μάλιστα εντολή να είναι έτοιμο για τη νυχτερινή θεία λειτουργία το άγιο βήμα, ακόμη και η τράπεζα για το πασχαλινό γεύμα!
Θαύμασαν οι μοναχοί τη βαθιά πίστη του ηγουμένου τους, μα δεν κατόρθωσαν να τη συμμεριστούν.
Βασίλευε ο ήλιος όταν χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δύο καμήλες φορτωμένες!
-Πήγαινα μια μικρή δωρεά σε κάποια σκήτη λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι σας, εξήγησε στους αδελφούς. Μα μόλις έφθασα εδώ, τα ζώα μου σταμάτησαν και με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να τα κάνω να προχωρήσουν! Λέω, μήπως θέλη ο Θεός ν’ αφήσω σε σας αυτά τα λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα; Αυτά έφθασαν μέχρι την Πεντηκοστή και πιο πέρα ακόμη. Ούτε προσφορές έλειπαν για τη θεία λειτουργία από την ανέλπιστη δωρεά.
-Πολύ μεγάλη πίστη! Έλεγαν μεταξύ τους οι υποτακτικοί του οσίου Θεοδοσίου, και από τότε σέβονταν περισσότερο τον άγιο γέροντα τους, που τον στόλιζε η αρετή αυτή.

( Γεροντικόν)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.189-190

Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ - Ποίημα Γ. Βερίτη

Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.

Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.

Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.

Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.

Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.

Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι! 
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.

Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.

Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.

Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.

Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!

Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.

Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.

Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!

Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.

Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.

Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!

Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.

Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!

Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.

Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.

Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.

Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!

Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.

Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;

«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.

«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.

Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.

Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!

Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.

Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.

Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.

Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.

Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.

Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.

Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;

Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.

Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.

Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.

Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!

Βερίτης Γεώργιος

Η καραμέλα του επαίνου

-    Γέροντα, άκουσα κάτι επαίνους καί...
-     Έ, και τί έγινε; Τελείως κούφιο είσαι, βρέ παιδί; Εμάς τί πρέπει να μας ενδιαφέρη; Πώς μας βλέπουν οι άλλοι ή πώς μας βλέπει ο Χριστός; Οι άλλοι θα είναι για μας η κινητήρια δύναμη ή ο Χριστός; Εσύ έχεις σοβαρότητα· μη γίνεσαι ελαφρούτσικη. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και σοβαροί άνθρωποι, μου λένε κάτι επαινετικό και μου έρχεται να κάνω εμετό. Γελώ από μέσα μου και το πετώ πέρα. Κι εσύ κάτι τέτοια να τα πετάς αμέσως. Είναι χαμένα πράγματα! Τί κερδίζουμε, αν μας καμαρώνουν οι άλλοι; Για να μας καμαρώνουν μεθαύριο τα ταγκαλάκια; Όποιος χαίρεται, όταν τον καμαρώνουν οι άνθρωποι, κοροϊδεύεται από τους δαίμονες.
Οι έπαινοι, είτε κοσμικοί είναι είτε πνευματικοί, είτε στο σώμα αναφέρονται είτε στην ψυχή, βλάπτουν, όταν ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, όταν δηλαδή έχη υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας. Γι’ αυτό να προσέχουμε να μην επαινούμε εύκολα τον άλλον, γιατί, αν τυχόν είναι φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεί να καταστραφή.
Οι έπαινοι είναι σαν τα ναρκωτικά. Κάποιος, ας υποθέσουμε, που ξεκινά να κάνη κηρύγματα, μπορεί την πρώτη φορά να ρωτήση αν το κήρυγμα ήταν καλό, αν πρέπη κάτι να προσέξη, για να μην κάνη κακό στον κόσμο. Οπότε και ο άλλος, για να τον ενθαρρύνη, του λέει: «Καλά τα είπες· μόνο σ’ εκείνο το σημείο ήθελε λίγο να προσέξης». Ύστερα όμως, αν έχη λίγη προδιάθεση υπερηφανείας, μπορεί να φθάση να ρωτάη αν ήταν καλό το κήρυγμα, μόνον και μόνο για να ακούση ότι ήταν καλό και να αισθανθή ικανοποίηση. Κι αν του πούν: «πολύ καλό ήταν», χαίρεται. «Ά, λένε καλά λόγια για μένα!», σκέφτεται και φουσκώνει. Αν όμως του πούν: «δέν ήταν καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πώς με μια καραμέλα επαίνου τον ξεγελάει το ταγκαλάκι; Στην αρχή ρωτάει με καλό λογισμό, για να διορθωθή, και μετά ρωτάει, για να ακούη επαίνους και να χαίρεται!Αν χαίρεσθε και νιώθετε ικανοποίηση, όταν σάς επαινούν, και στενοχωριέσθε και κατεβάζετε τα μούτρα, όταν σάς κάνουν καμμιά παρατήρηση η σάς πούν ότι μια δουλειά δεν την κάνατε καλά, να ξέρετε ότι αυτό είναι μια κοσμική κατάσταση. Και η στενοχώρια είναι κοσμική και η χαρά είναι κοσμική. Ένας που έχει πνευματική υγεία, και να του πής: «αυτό δεν το έκανες καλό», χαίρεται, γιατί τον βοήθησες να δη το λάθος του. Πιστεύει ότι δεν το έκανε καλό, γι’ αυτό τον φωτίζει ο Θεός και την επόμενη φορά το κάνει πολύ καλό. Αλλά και πάλι αυτό το αποδίδει στον Θεό. «Τί θα έκανα εγώ μόνος μου; λέει. Αν δεν με βοηθούσε ο Θεός, μπανταλομάρες θα έκανα». Όλα δηλαδή τα τοποθετεί σωστά.
-     Πώς θα μπορέσουμε, Γέροντα, να αισθανώμαστε το ίδιο, και όταν μας επαινούν και όταν μας προσβάλλουν;
-    Αν μισήσετε την κοσμική προβολή, τότε θα δέχεσθε με την ίδια διάθεση και τον έπαινο και την προσβολή.
 
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 75-77)

ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, κάθε Κυριακή, μετά την Λειτουργία, μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερέας την λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο, με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του.Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Ως ευλαβής που ήταν, κατάλαβε την θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία, που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψει, για να της δίνουν ευκολώτερα.

Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 102-103)

katafigioti

lifecoaching