ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
1,15 «ος έστιν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως».
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «εικών του Θεού του αοράτου». Ιδού γιατί το αίμα του είναι τόσο πολύτιμο, τόσο πανάξιο. Είναι το αίμα Αυτού του ιδίου του Θεού, ο οποίος «κατέστη» άνθρωπος και έδωσε στον άνθρωπο, όλη του την Θεότητα, όλες του τις ένθεες άξιες και δυνάμεις, συνενώνοντάς τες ασύγχυτα, αχώριστα, αδιαίρετα και για πάντα με την ανθρώπινη φύση.
Σε Αυτόν βλέπουμε την εικόνα του Θεού του αοράτου, την εικόνα του Ίδιου του Θεού. Όσο η ανθρώπινη «δράση» μπορεί να δει τον Θεό. Και το ότι παρατηρεί (ο θάνατος) Αυτόν, σαν τέλειο Θεό και αναμάρτητο άνθρωπο, αυτό οπωσδήποτε για τον ίδιο τον θάνατο είναι θάνατος.
Ιδού λοιπόν η αδυναμία του θανάτου να τον κρατήσει στο βασίλειό του και για χάρη τούτου και τις ανθρώπινες ψυχές, ένεκα των οποίων Αυτός ο Χριστός ήρθε στον γήινο κόσμο μας.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι ο θάνατος χάρηκε απεριόριστα, όταν οι άνθρωποι παρέδωσαν σε αυτόν τον Ιησού χριστό, «τον Δίκαιο», τον Οποίο κανένας ποτέ δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για αμαρτία. (Ιω. 8,46. Ιω. 3,5. Α' Πέτρ. 2,22).
Και όταν Αυτός κατέβηκε στο βασίλειο του θανάτου, στον άδη και αυτός τον κοίταξε και είδε ότι ήταν ο τέλειος, ο Αληθινός Θεός και ο τέλειος Άνθρωπος, ο Αναμάρτητος, ολόκληρος αυτός παραδόθηκε και από τις δυνάμεις του διαλύθηκε, θανατώθηκε και δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει στο βασίλειό του ούτε Αυτόν, ούτε τις ανθρώπινες ψυχές, ένεκα των οποίων ήρθε ανάμεσά μας. (Πραξ. Απ. 2,24).
«Πρωτότοκος πάσης κτίσεως». Κάθε δημιούργημα έχει την αρχή του στον χρόνο και αρχίζει με τον χρόνο, ο Κύριος Χριστός όμως δεν έχει καιρική, χρονική αρχή. Αυτός είναι γεννημένος από τον Θεό πριν από όλους τους αιώνες, πριν από όλους τους καιρούς! Άναρχα γεννημένος στην αιωνιότητα, γι’ αυτό και είναι Αιώνιος όπως είναι και ο Πατέρας, ο Οποίος και τον εγέννησε. Ο Πατέρας, είναι Αιώνιος Πατέρας, όπως είναι και ο Υιός Αιώνιος. Δεν υπήρχε στιγμή στην αιωνιότητα που ο Πατέρας να ήταν χωρίς Υιό. Αν υπήρχε τέτοια στιγμή και ο Υιός ήταν επόμενος, κατά την Θεότητα, από τον Πατέρα, τότε δεν θα υπήρχε Αγία Τριάδα: Θεός Πατέρας, Θεός Υιός, Θεός Άγιο Πνεύμα.
Αυτό σημαίνει: δεν θα υπήρχε αληθινός Θεός και Κύριος. Είναι ειπωμένο: «πρωτότοκος πάσης κτίσεως», για να μη μπερδευτεί ο Κύριος Χριστός σαν Παντοδύναμος Δημιουργός με τα δημιουργήματα. Παντοδύναμος Δημιουργός; Ναι, άπειρες φορές ναι.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 33-34)
Η αιωνιότης της ψυχής
Ω ψυχή αγία σπίθα,
του Νοητού Ήλιου,
ανεκτίμητο κειμήλιο του κόσμου
και των αγγέλων τιμιωτέρα!
Όλη η ορατή δημιουργία
κι ο ουρανός με τα στολίδια του
στολίσθηκαν για σένα,
Ω ψυχή, θησαυρέ μου!
Εάν χαθή το παν στον κόσμο
τίποτε δεν έχασα εγώ,
διότι όλα δεν είναι τόσο ακριβά
όσο είσαι εσύ, ψυχή μου.
Αλλά (αλλοίμονο)! εάν στερηθώ εσένα
τότε τα πάντα έχασα:
και την προετοιμασμένη δόξα στους ουρανούς
και ό,τι καλό είχα!
Εξαγορασμένη από την καταδίκη
με το θεϊκό Αίμα,
είσαι καλεσμένη να ευωδιάσης
με την ευωδία του «ουρανίου Μύρου».
Με το «μυστικό ενέχυρο»,
που σου εμπιστεύθηκε στο βάπτισμα,
θα κληθής την ημέρα του γάμου,
σ’ Αυτόν να παρουσιασθής.
Θα παρέλθη ο ουρανός και η γη
και συ θα παραμένης πάντοτε,
διότι, ψυχή μου, συ είσαι η εικόνα
του προαιώνιου Θεού!
Αγίου Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου
("Ο βίος του Αγ. Ιωάννου του νέου Χοζεβίτου", Αρχιμ. Κωνσταντίνου, σελ. 153-154)
Του Α β β ά Ιωάννη,
οπού έμενε σε Κοινόβιο
Ήταν ένας αδελφός οπού ζούσε σε Κοινόβιο, πολύ αφωσιωμένος στην άσκηση. Ακούοντας δε κάποιοι αδελφοί, σε Σκήτη, γι’ αυτόν, ήλθαν να τον δουν. Και εισήλθαν στον τόπο οπού εκείνος εργαζόταν. Και αφού τους ασπάσθηκε γύρισε και συνέχισε την εργασία του. Βλέποντας οι αδελφοί τότε τι έκαμε, του λέγουν: «Ιωάννη, ποιος σου έβαλε το σχήμα; Ή ποιος σε έκαμε μοναχό και δεν σε δίδαξε ότι πρέπει να παίρνης από τους αδελφούς το πανώρασο και να τους λες: ευχηθήτε ή καθίστε;». Και τους αποκρίνεται: «Ο Ιωάννης ο αμαρτωλός δεν ευκαιρεί για τέτοια».
Του Αββά Ισιδώρου της Σκήτης
α΄. Έλεγαν για τον Αββά Ισίδωρο, τον πρεσβύτερο της Σκήτης, ότι, αν είχε τινάς αδελφό αντίλογο και ασθενή ή ολίγωρο ή υβριστή και ήθελε να τον αποδιώξη, έλεγε: «Ας μου τον φέρετε έμενα». Και τον έπαιρνε κοντά του και με τη μακροθυμία του τον έσωζε.
β΄. Ένας αδελφός τον ρώτησε, λέγοντας: «Γιατί οι δαίμονες σε φοβούνται τόσο πολύ;». Του άπαντα ο γέρων: «Γιατί, αφ’ ότου έγινα μοναχός, προσπαθώ να μη αφήνω την οργή να ανεβή στα χείλη μου».
γ΄. Έλεγε πάλι, ότι είχε σαράντα χρόνια, οπού, ενώ αισθανόταν την κατά διάνοιαν αμαρτία, ποτέ δεν είχε συγκατατεθή ούτε σε επιθυμία ούτε σε θυμό.
δ'. Είπε πάλι: «Εγώ, όταν ήμουν νεώτερος και έμενα στο κελλί μου, μέτρο συνάξεως δεν είχα. Η νύχτα και η μέρα μου ήταν σύναξη».
ε'. Είπε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Ισίδωρο, ότι έπλεκε δεμάτι ζεμπιλιών κάθε νύχτα. Και τον παρακαλούσαν οι αδελφοί, λέγοντας: «Ανάπαυσε τον εαυτό σου λίγο, γιατί πλέον γήρασες». Και τους έλεγε: «Αν έκαιαν τον Ισίδωρο και τη στάχτη του στον άνεμο σκόρπιζαν, ούτε και τότε δεν θα είχα τίποτε στο ενεργητικό μου, γιατί ο Υιός του Θεού ήλθε εδώ για μας».
στ'. Ο ίδιος είπε για τον Αββά Ισίδωρο, ότι του έλεγαν οι λογισμοί: «Είσαι μεγάλος άνθρωπος». Και τους αποκρινόταν: «Μήπως είμαι ίσος με τον Αββά Αντώνιο; Ή έφτασα καθόλου τα μέτρα του Αββά Παμβώ και των λοιπών πατέρων, οπού ευαρέστησαν στον Θεό;». Και αυτά παρεισάγοντας, εύρισκε ειρήνη. Και όταν οι νοητοί εχθροί πήγαιναν να τον κάμουν να λιγοψυχήση, ότι δήθεν υστέρα από όλα αυτά επρόκειτο να καταλήξη στην κόλαση, τους έλεγε ο ίδιος: «Και στην κόλαση να βρεθώ, πάλι από κάτω μου θα σας έχω».
ζ΄. Είπε ο Αββάς Ισίδωρος: «Πήγα κάποτε στην αγορά να πουλήσω κάτι αντικείμενα. Και βλέποντας την οργή να με πλησιάζη, παράτησα τα αντικείμενα εκείνα και έφυγα».
η'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ισίδωρος στον Αββά Θεόφιλο, τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Και σαν γύρισε στη Σκήτη, τον ρώτησαν οι αδελφοί: «Πώς είναι η πόλη;». Και εκείνος τους αποκρίθηκε: «Σας βεβαιώνω, αδελφοί, εγώ πρόσωπο ανθρώπου δεν είδα, παρά μονάχα του Αρχιεπισκόπου». Εκείνοι δε, ακούοντάς τον, ταράχθηκαν και είπαν: «Τους κατάπιε η γη, Αββά;». Και αυτός είπε: «Όχι, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Αλλά δεν με νίκησε ο λογισμός να δω κάποιον». Και εκείνοι, ακούοντας, θαύμασαν και στηρίχτηκαν, για να φυλάγωνται και να μη σηκώνουν ψηλά τα μάτια τους.
δ'. Ο ίδιος Αββάς Ισίδωρος είπε: «Η σύνεση των αγίων αυτή είναι, να έχουν επίγνωση του θείου θελήματος. Γιατί όλα τα κατορθώνει ο άνθρωπος στην υπακοή της αλητείας, όντας πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Και από όλα τα πνεύματα φοβερώτερο είναι το να ακολουθή τινάς την καρδιά του, ήγουν τον δικό του λογισμό και όχι τον νόμο του Θεού. Και ύστερα πέφτει σε πένθος, επειδή δεν γνώρισε το μυστήριο ούτε βρήκε την οδό των αγίων για να εργάζεται σ’ αυτή. Τώρα λοιπόν, καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω, γιατί η σωτηρία είναι στον καιρό της θλίψεως. Το λέγει και η η γραφή: Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
όχι των αμαρτημάτων του άλλου
Δεν απαγορεύει ο Κύριος το να κρίνη κανείς, αλλά προτρέπει να βγάζη πρώτα το δοκάρι από το δικό του μάτι και υστέρα να διορθώνη τα λάθη των άλλων. Ώστε αν ενεργής για το καλό, τότε να φροντίσης πρώτα τον εαυτό σου, αφού το δικό σου αμάρτημα είναι και μεγαλύτερο και εμφανέστερο. Αν όμως αδιαφορής για το εαυτό σου (πνευματικά), είναι ολοφάνερο, ότι τον αδελφό σου τον κρίνεις όχι από αγάπη, αλλ’ επειδή τον μισείς και θέλεις να τον διαπομπεύσης.Ε.Π.Ε. 10,72
του Χριστού
Γι’ αυτό σταύρωσαν τον Κύριο δημοσίως, για να Τον διαπομπεύσουν στα μάτια όλων. Γι’ αυτό και Τον σταύρωσαν στρατιωτικά χέρια, για να τολμήσουν δημόσια όσα τόλμησαν ως παρανοϊκές ενέργειες. Καθένας θα λύγιζε βλέποντας τον όχλο που ακολουθούσε και θρηνούσε. Όχι όμως κι εκείνα τα θηρία (τους σταυρωτές).
Ε.Π.Ε. 12,324
όχι των άλλων
Όπως παραγγέλλει ο Χριστός, να μη διαπομπεύης με τον έλεγχό σου τον άλλον πήγαινε μεταξύ σας να τα πήτε. Και πάλι όχι για να τον κατηγορήσης, ούτε επεμβαίνοντας, αλλά μιλώντας του με πόνο και συμπάθεια για την αμαρτία του. Και συγχρόνως να είσαι και συ έτοιμος να παραδώσης τον εαυτό σου σε έλεγχο, όταν διαπράττης κάποιο αμάρτημα.
Ε.Π.Ε. 18α,754
όχι δημόσιος έλεγχος αδελφών
Αυτός που νουθετεί τον αδελφό, δεν το κάνει δημόσια, δεν του εξαπολύει βρισιές. Τον νουθετεί με πόνο, κατ’ ιδίαν και με πολλή προσοχή. Ο ίδιος καταπληγώνεται, δακρύζει, οδύρεται.
Ε.Π.Ε. 23,98
όχι από το Χριστό
Όπως θέλουμε εμείς τα δικά μας να μη βγαίνουν στη φόρα, έτσι και ακόμα περισσότερο ο Θεός δεν θέλει να διαπομπεύεται ο αμαρτωλός. Γι΄ αυτό για θεραπεία σε όλους τους ανθρώπους πρόσφερε την παραίνεσι και τη συμβουλή κατ’ ιδίαν. Δεν μας διασύρει για τα αμαρτήματά μας, εκτός αν διαπιστώση, ότι είμαστε αναίσθητοι και τα προβάλλουμε. Ε.Π.Ε.;;;;
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 45-46)
λστ'. Είπε κάποιος από τους πατέρες γι’ αυτόν: «Ποιός είναι ο Ιωάννης, οπού, με την ταπείνωση του, κρέμασε όλη τη Σκήτη στο μικρό του δάχτυλο;».
λζ'. Ρώτησε ένας από τους πατέρες τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, τί είναι ο μοναχός. Και εκείνος είπε: «Κόπος. Γιατί ο μοναχός σε κάθε έργο κοπιάζει. Έτσι είναι ο μοναχός».
λη΄. Είπε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι ένας πνευματικός γέρων έγινε έγκλειστος και έβγαλε μεγάλο όνομα στην πόλη και είχε δόξα πολλή. Και τον ειδοποίησαν: «Κάποιος από τους αγίους βρίσκεται στα στερνά του. Πήγαινε να τον ασπαστής, πριν κοιμηθή». Και συλλογίστηκε μέσα του: «Αν βγω τη μέρα, θα τρέξουν γύρω μου οι άνθρωποι και θα μου κάμουν πολλή δόξα και θα χάσω την ειρήνη μου. Θα ξεκινήσω λοιπόν το βράδι, με το σκοτάδι ξεφεύγοντάς τους όλους». Βγήκε λοιπόν, σαν έπεσε το βράδι, από το κελλί του, επειδή ήθελε να μη τον πάρη είδηση κανείς. Αλλά να, από τον Θεό στέλνονται κάτω δυο Άγγελοι με φανούς, κάνοντας του φως. Έτσι όλη η πόλη πρόστρεξε, βλέποντας τη δόξα του. Και όσο νόμιζε ότι απέφευγε τη δόξα, τόσο πιο πολύ δοξάσθηκε. Σ’ αυτό το γεγονός εκπληρώθηκε το γραμμένο: «Πάς ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».
λθ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός: «Δεν γίνεται να χτίση τινάς σπίτι αρχίζοντας από τα επάνω και καταλήγοντας στα κάτω. Θα αρχίση από τα θεμέλια και θα συνέχιση προς τα άνω». Του λέγουν: «Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια;». Τους αποκρίνεται: «Τα θεμέλια είναι ο πλησίον, το πως θα τον κερδίσης. Και ωφελείσαι πρώτος. Γιατί σ’ αυτόν κρέμονται όλες οι εντολές του Χρίστου».
μ'. Έλεγαν για τον Αββά Ιωάννη, ότι κάποιας κόρης τελεύτησαν οι γονείς και απόμεινε ορφανή. Το δε όνομά της ήταν Παϊσία. Σκέφθηκε λοιπόν να μεταβάλη το σπίτι της σε ξενοδοχείο, για να εξυπηρετή τους πατέρες της Σκήτης. Εργαζόταν αρκετό καιρό σαν ξενοδόχος, εξυπηρετώντας τους πατέρες. Μετά δε από καιρό, αφού εξαντλήθηκε το βιός της, άρχισε να στερήται. Τότε την πλησίασαν άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον αγαθό της σκοπό. Έτσι, άρχισε να κάνη κακή ζωή και κατέληξε στην ακολασία. Το άκουσαν οι πατέρες και πολύ λυπήθηκαν. Φώναξαν λοιπόν τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν: «Ακούσαμε για την αδελφή εκείνη ότι πήρε τον κακό δρόμο. Όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της. Τώρα και εμείς ας της δείξουμε αγάπη και ας τη βοηθήσουμε. Κάμε λοιπόν τον κόπο και πήγαινε σ’ αυτήν και, με τη σοφία οπού σου έδωσε ο Θεός, λύσε το πρόβλημά της». Πήγε, έτσι, ο Αββάς Ιωάννης να τη βρή και λέγει στο γραΐδιο οπού έκανε χρέη θυρωρού: «Ανάγγειλέ με στην κυρά σου». Αλλά εκείνη τον απέπεμψε, λέγοντας: «Σεις από την αρχή της φάγατε όλα όσα είχε και δεν είχε. Και να, είναι φτωχή». Της λέγει ο Αββάς Ιωάννης: «Μα πρόκειται να της κάμω μεγάλο καλό». Τα δε παιδιά της, χαμογελώντας, του λέγουν: «Τι έχεις λοιπόν να της προσφέρης και θέλεις να τη δής;». Και εκείνος αποκρίθηκε, λέγοντας: «Από που ξέρετε τί έχω να της δώσω;». Ανέβηκε το γραΐδιο και της ανέφερε τα σχετικά μ’ αυτόν. Και της λέγει η νέα γυναίκα: «Αυτοί οι μοναχοί πάντοτε πηγαινοέρχονται πλάι στην Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια». Και αφού στολίστηκε, λέγει: «Κάμε μου τη χάρη να μου τον φέρης επάνω». Όταν λοιπόν ανέβηκε εκείνος, αυτή πρόλαβε και κάθισε στο κλινάρι. Ήλθε ο Αββάς Ιωάννης και κάθισε κοντά της. Κοιτάζοντάς τη δε στο πρόσωπό, της λέγει:
«Τί σου έφταιξε ο Χριστός και κατάντησες έτσι;». Ακούοντάς τον δε, πάγωσε ολόκληρη. Σκύβει τότε το κεφάλι ο Ιωάννης και άρχισε να κλαίη πικρά. Του λέγει: «Αββά, γιατί κλαίς;». Και σηκώνοντας για μια στιγμή το κεφάλι, πάλι έσκυψε κλαίοντας και της λέγει: «Βλέπω ότι ο σατανάς παίζει στην όψη σου και να μη κλάψω;». Και σαν τον άκουσε, του λέγει: «Υπάρχει μετάνοια, Αββά;». Της αποκρίνεται: «Ναι». Του λέγει: «Πάρε με όπου θέλεις». Της λέγει: «Πάμε». Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Πρόσεξε δε ο Αββάς Ιωάννης ότι τίποτε δεν κανόνισε ούτε είπε για το σπίτι της. Και θαύμασε. Όταν λοιπόν έφτασαν στην έρημο, έγινε βράδι. Και αφού έφτιαξε με την άμμο μικρό προσκεφάλι για χάρη της και το σφράγισε με το σχήμα του Σταυρού, της λέγει: «Κοιμήσου εδώ». Το ίδιο δε έκαμε και για τον εαυτό του λίγο παρά πέρα και αφού τελείωσε τις προσευχές του, πλάγιασε. Γύρω δε στα μεσάνυχτα, βλέπει, ξυπνώντας, ένα δρόμο φωτεινό να ξεκινά από τον ουρανό και να καταλήγη στη γυναίκα εκείνη. Και είδε τους Αγγέλους του Θεού να μεταφέρουν ψηλά την ψυχή της. Σηκώνεται, λοιπόν, πηγαίνει κοντά της και τη σκουντά με το πόδι. Μόλις δε αντιλήφθηκε ότι πέθανε, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και δεόταν στον Θεό. Και άκουσε ότι η λιγόωρη μετάνοιά της έγινε δεκτή πιο καλά από ό,τι η μετάνοια άλλων, οπού διαρκεί πολύ καιρό, αλλά δεν έχει τόση φλόγα.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
166. Δόξα στη δύναμι της χάριτός σου, Κύριε! Τίποτε, καμμία αντίστασις της αμαρτίας, δεν μπορεί να σε νικήση, αν σε επικαλούμαι με πίστι. Έτσι, όταν οι πειρασμοί απειλούν την ψυχή μου, κάνω το σημείο του Σταυρού και λέγω μέσα μου: «Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθή στη χάρι σου, Κύριε». Τότε η ταραχή παύει, οι επιθέσεις του κακού εξανεμίζονται και η ειρήνη σου βασιλεύει στην καρδιά μου. Δόξα στη δύναμί σου, Κύριε!
167. Αξίωσέ με, Κύριε, να απαρνηθώ τον εαυτό μου, να βγάλω από πάνω μου την κατάρα που κληρονόμησα από τον Αδάμ. Κύριε Ιησού, νέε Αδάμ, μετάβαλέ με. Κάμε με καινούργιο άνθρωπο. Αξίωσέ με να ενδυθώ εσένα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 85-86)
Όλοι γνωρίζουμε πως η αιτία της εξόδου των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο ήταν η ανυπακοή τους στην εντολή του Θεού! Αυτή όμως δεν ήταν το μόνο λάθος τους. Αν ο Αδάμ και η Εύα είχαν αναγνωρίσει το λάθος τους με συντριβή και ζητούσαν συγνώμη, τότε δεν ξέρουμε αν ο Θεός θα έπαιρνε την ίδια απόφαση. Οι περισσότεροι μεταξύ σοβαρού και αστείου κατηγορούν την Εύα ότι ξεγελάστηκε από το διάβολο. Ποια ήταν όμως η αντίδραση του Αδάμ; Είπε στο Θεό ‘δε φταίω εγώ… η γυναίκα που μου έδωσες!’ Πού ήταν η αγάπη του Αδάμ στο Θεό; Έφτασε στο σημείο να τον κατηγορήσει εμμέσως πλην σαφώς! Πού ήταν η αγάπη του προς την Εύα; Απ’ τα πλευρά του τη δημιούργησε ο Κύριος κι όμως αυτός αντί να πάρει το φταίξιμο πάνω του, αντί να δείξει αγάπη, την κατηγόρησε. Την κατηγόρησε για να δικαιολογηθεί! Και μ’ αυτή τη δικαιολογία ο Θεός αναγνώρισε ότι το δημιούργημα Του έπαθε σοβαρότατη βλάβη και δεν μπορούσε πια να είναι σε κοινωνία μαζί Του!
Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, ήρθε ο κατακλυσμός, οι Δέκα Εντολές, οι Προφήτες, ο ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία Του, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος αλλά ο άνθρωπος συνεχίζει τα ίδια! Δικαιολογίες, δικαιολογίες, δικαιολογίες… Αντί να δούμε την αλήθεια κατάματα, πόσο πολύ μηδαμινοί είμαστε, πόσο ανεπαρκείς, πόσο φταίμε ενώπιον του Χριστού και έτσι να έλθουν τα δάκρυα, η ταπείνωση και το θείο Έλεος, αβασάνιστα αυτοαθωωνόμαστε και ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους. Δικαιολογούμε τον εαυτό μας σε όλα… ‘ δε φταίω εγώ που δεν πηγαίνω στη Θεία Λειτουργία, οι παπάδες την κάνουν πολύ πρωί’, ‘δε φταίω εγώ που δεν μπορώ να συγχωρήσω, αυτοί φταίνε για το κακό που μου έκαναν’, ‘δε φταίω εγώ που μοίχευσα, δεν με ικανοποιούσε η σύζυγος’ και άλλες φτηνές δικαιολογίες μέχρι και ‘ δε φταίω εγώ που δεν αγαπάω πολύ, έτσι με έφτιαξε ο Θεός!’ Ο άγιος Πορφύριος έλεγε ‘ ο χριστιανός πάντα φταίει’ και ο άγιος Παΐσιος πως οι δικαιολογίες δεν έχουν θέση στη ζωή του χριστιανού!
Εμείς όμως προτιμάμε το Θεό των ψυχολόγων που δεν πιέζει, δε μαλώνει, δε ζητάει τίποτε! Λένε ‘ μην έχεις ενοχές, οι άλλοι φταίνε , όχι εσύ. Μην αυτοβασανίζεσαι. Αγάπα τον εαυτό σου!’ Ωραία αγάπη… βολικά όλα, Χριστός βολικός. Χρειάζεται γενναιότητα να είσαι χριστιανός. Να πεις ‘ Ναι, φταίω, δεν έχω δικαιολογίες. Είμαι αναπολόγητος αλλά ελπίζω σε Σένα Χριστέ μου!’ Τότε θα έρθει και θα μας σκεπάσει η θεία Χάρις και θα είμαστε πάλι σε κοινωνία με την Αγία Τριάδα και θα καταλάβουμε πως άλλο είναι η ψευτοπαρηγοριά των φίλων που μας χαϊδεύουν τα αυτιά και μας λένε ‘ έχεις δίκιο’ και άλλο η παρηγοριά του Θεού. Εμείς διαλέγουμε! Τί προτιμάμε ; τη δικαιολογία και την αυτοδικαίωση ή τη Θεοκοινωνία; Όποιος επιλέγει τη δικαιολογία απομακρύνεται από την αυτογνωσία, χάνει την ταπείνωση και απωθεί τη Χάρη του Θεού. Όποιος επιλέγει τη θυσία, ακόμα κι αν έχει εκατό δικαιολογίες , βαδίζει στα χνάρια του Χριστού, μαζί με το Χριστό και το Άγιο Πνεύμα! Ας αποφασίσουμε λοιπόν… και τα δύο μαζί δε γίνεται!(Κ.Δ.Κ)
«Υποταχτείτε λοιπόν στο Θεό, αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από σας» (Ιακ. 4:7)
Ένας ορθολογιστής ιεροκήρυκας, αφού ανέπτυξε μια μέρα κάποιες από τις ορθολογιστικές του θέσεις, κατέληξε λέγοντας: «Και ξέρετε, φίλοι μου, δε φοβάμαι το διάβολο». «Αυτό δεν έχει σημασία», πετάχτηκε ένας από τους ακροατές του. «Σημασία έχει αν ο διάβολος φοβάται εσένα».
Από μια άλλη άποψη, υπάρχουν μόνο δύο θρησκείες. Η θρησκεία του Θεού και η θρησκεία του διαβόλου. Η θρησκεία του διαβόλου είναι εκείνη που υπόκωφα διδάσκει τον άνθρωπο, χωρίς αυτός να το καταλαβαίνει, πως δεν υπάρχει «διάβολος». Πως η άγνοιά μας και οι κάποιοι φόβοι μας τον παρουσιάζουν υπαρκτό, κι επομένως δε θα πρέπει να τον φοβόμαστε. Έτσι εξαπατώντας μας, μας πλανά και μας κάνει δικούς του. Η θρησκεία όμως του Θεού είναι εκείνη που διδάσκει ότι ο Θεός επιθυμεί να βασιλεύει μέσα στην ανθρώπινη καρδιά και όταν Τον δεχτούμε δια του Ιησού Χριστού και εν Πνεύματι Αγίω, συμβαίνει το αντίθετο από εκείνο που διδάσκει ο ορθολογισμός. Ο διάβολος φοβάται εμάς, και θεωρώντας το Θεό μέσα μας, ούτε καν μας πλησιάζει. Να η νίκη του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ζωή. «Μη δίνετε αφορμή στο διάβολο» (Εφ. 4:27).
«Διατηρήστε καθαρή τη διάνοιά σας! Να είστε άγρυπνοι! Γιατί ο αντίδικός σας ο διάβολος σαν το βρυχόμενο λιοντάρι περιφέρεται ζητώντας ποιόν θα καταφέρει να καταβροχθίσει!» (Α’ Πέτρου 5:8)
Ο πιο επιδέξιος, γι’ αυτό κι ο πιο επικίνδυνος εχθρός του κάθε χριστιανού, είναι ο διάβολος. Ο φημισμένος ιεροκήρυκας, ο Μούντυ, έλεγε: «Ο τακτικότερος ακροατής των κηρυγμάτων μου είναι ο διάβολος. Είναι παρών σε κάθε λατρεία μας. Και δεν κάθεται αδρανής. Κάνει τον έναν να νυστάζει, τον άλλον να σκέφτεται το χωράφι του, τον άλλο το μαγαζί του, τον άλλον τις διαφορές του με το γείτονά του, άλλον το ένα άλλον το άλλο, αρκεί να τους κάνει να μην ακούνε και να μην αφομοιώνουν το μήνυμα του Ευαγγελίου». Αλλά δεν ενεργεί μόνο έτσι ο διάβολος. Το χειρότερο είναι ότι παρασύρει πολλούς στην αμαρτία με δελεαστικούς πειρασμούς. Πως μπορούμε ν’ απαλλαχτούμε απ’ αυτόν; Το λέει ο απ. Ιάκωβος: «Υποταχτείτε στον Θεό, αντισταθείτε στο διάβολο και θα φύγει από σας» (Ιακ. 4:7)
(Σ.Α.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
164. Να συμπεριφέρεσαι στον πλησίον σου με άδολο καρδιά, δηλαδή με την αγάπη που τρέφεις για τον εαυτό σου. Έτσι, είναι πολύ πιθανό, ο πλησίον σου να σου επιστρέψη την ίδια αγάπη. Αλλά και αυτό να μη γίνει, θα αισθανθή μέσα του σεβασμό προς την αρετή σου, θα την τιμήση και θα θελήση ίσως, αργότερα, να τη μιμηθή.
165. Είναι δυσάρεστο για τον υπερήφανο να του ζητηθή να είναι ταπεινός προς τους άλλους. Στον φθονερό, να λέγη καλά λόγια για τους εχθρούς του. Στον εκδικητικό, να συγχωρήση και να συμφιλιωθεί. Στον φιλοχρήματο, να πληρώση τα χρέη του. Στον σαρκολάτρη, να ασχοληθή με τη σωτηρία της ψυχής του. Αλλά όλοι αυτοί πρέπει οπωσδήποτε να δαμάσουν τα αισθήματά τους και τα πάθη τους. Να κάμουν ό,τι απαιτείται από το Ευαγγέλιο. Αλλοιώς, παραδίδοντας τον εαυτό τους αμετανόητα στα πάθη τους, θα πέσουν στην αιώνια απώλεια.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 85)
66. «Πριν η συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα»
Η Παρθένος συνέλαβε τον Ιησού μ ε τ ά την μνηστεία της με τον Ιωσήφ και οχι προ της μνηστείας. Ο Χρυσόστομος ερωτά: «Αλλά διατί δεν έμεινεν έγκυος προτού να μνηστευθή; Δια να παραμείνη επ’ όλίγον κρυφόν το γεγονός... και δια να απαλλαγή από κάθε πονηράν υποψίαν η Παρθένος» (ΑΑΠ/ X, 63, 83). Διότι «πώς ήτο δυνατόν οι Φαρισαίοι να παραδεχθούν εγκυμοσύνην υπερφυσικήν, πρωτάκουστον και ακατανόητον και μάλιστα καχύποπτοι και κακόβουλοι όπως ήσαν; Και φυσικά η φαρισαϊκή κακία δεν θα εδυσκολεύετο να εφαρμόση και εις την περίπτωσιν της Παρθένου αυστηρώς τον νόμον, δηλαδή να την θανατώση με λιθοβολισμόν» (X, 35) .
Πρόκειται για εκδήλωσι της θείας Προνοίας. Εάν η Παρθένος συνελάμβανε π ρ ό της μνηστείας, η δοκιμασία της θα ήταν μεγαλύτερη γι’ αυτήν και το κυοφορούμενον. Με τον πέπλο της μνηστείας η πρόνοια του Θεού σκεπάζει το γεγονός για τους πολλούς, ενώ ταυτόχρονα δεν αφήνει και τον έ ν α, τον Ιωσήφ, στο πέλαγος της καχυποψίας. «Διότι, όταν εκείνος (ο Ιωσήφ) που έπρεπε να ζηλεύση περισσότερον απο όλους εμφανίζεται όχι μόνον να μη προβαίνη εις την διαπόμπευσιν και την ατίμωσιν της Παρθένου, αλλά και επιπλέον να την κρατή κοντά του και να την υπηρετή μετά την κύησιν, καθίσταται φανερόν, ότι ούτε θα την εδέχετο κοντά του ούτε θα προσέφερε τας άλλας υπηρεσίας του, εάν δεν είχε πιστεύσει απολύτως ότι το συμβάν προήρχετο εκ της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος» (ΑΑΠ/Χ, 63, 73) .
Ο απόστ. Παύλος βεβαιώνει οτι ο θεός «ούκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. ι' 13) . Αυτό μαρτυρεί και η περίπτωσις της εγκυμοσύνης της Θεοτόκου. Ο Θεός ελαφρύνει το βάρος της δοκιμασίας της δεν επιτρέπει το βάρος αυτό να την συνθλίψη. Ο Κύριος δεν περιορίζεται μ ό ν ο σε εντολές και στο να αναθέτη στους ανθρώπους διάφορες δύσκολες αποστολές. Έρχεται και βοηθεί ο ίδιος. Ενισχύει τον εντολοδόχο και με το παντοδύναμο χέρι Του απαλύνει το βάρος της αποστολής που Εκείνος του ανέθεσε. Χωρίς το παντοδύναμο αυτό χέρι κανένας άνθρωπος ούτε και η Θεοτόκος θα μπορούσε να σηκώση το βάρος της κλήσεως και της αποστολής του Θεού. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος δήλωσε κατηγορηματικά: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. ιε' 5).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη )