ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
1483. Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ.
Ο Δόν Μπόσκο στην ονομαστική του εορτή είπε στα παιδιά του
σχολείου: «Θέλω να κάνω σε όλους ένα δώρο για να σας ευχαριστήσω. Γράψετε μου όμως
σε ένα χαρτάκι τι επιθυμεί ο καθένας σας. Βάλτε το όνομα και το επίθετο σας και ρίξετε το
στο γραμματοκιβώτιο μου, και θα προσπαθήσω να ευχαριστήσω όλους σας». Τα παιδιά
ευχαρίστησαν τον καλό τους προστάτη και τη άλλη μέρα έριξαν όλοι το γραμματάκι τους.
Το ένα ζητούσε ένα μολύβι, το άλλο ένα μαχαιράκι, το άλλο ένα βιβλίο και ούτω καθεξής.
Ανάμεσα από τα γράμματα ο Δόν Μπόσκο βρήκε και ένα που έλεγε: «Θέλω να με κάνετε
άγιο και να με βοηθήσετε να σώσω την ψυχή μου». Υπογραφή: Δομένικος Σάβιο. Ο Δόν
Μπόσκο πρόσεξε πολύ το εκλεκτό αυτό παιδί, που έζησε και απέθανε σαν άγιος και η
Καθολική εκκλησία κήρυξε άγιο το 1950.
1542. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ.
Ένας άθεος καθηγητής διέταξε ένα ευσεβή μαθητή του να γράψει στον
πίνακα 1+1+1=1, γιατί Πατήρ συν Υιόν και συν Άγιον Πνεύμα δεν κάνουν παρά ένα μόνον
Θεό.
- Αν εξακολουθείς, του λέγει, να υποστηρίζεις αυτό και στα μαθηματικά, θα έχεις
μηδέν.
Στον έξυπνο μαθητή ήλθε μια ιδέα. Άλλαξε τα σημεία της προσθέσεως με τα σημεία του
πολλαπλασιασμού 1Χ1Χ1=1. Τώρα είδε ότι λογαριασμός ήταν σωστός, και λέγει στον
καθηγητή του:
- Αυτό λέμε εμείς που πιστεύουμε.
Ο καθηγητής του έμεινε με ανοικτό το στόμα.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 666, 691 )
ΠΗΓΑΝ κάποτε, πολύ πρωί, στην καλύβα του Αββά Αχιλλά οι συνασκητές του, ο Αββάς Αμμώης
με τον Αββά Βιτίμιο, και βρήκαν τον Γέροντα να πλέκει το ψαθί του:
- Από τώρα επιασες δουλειά, Αββά; τον ρώτησαν.
- Από το περασμένο βράδυ, τους ομολόγησε εκείνος, μέχρι τώρα έχω πλεξει είκοσι οργιές χωρίς να
τις χρειάζομαι. Αλλά φοβάμαι μήπως αγανακτήσει εναντίον μου ο Θεός και με καταδικάσει με
τους οκνηρούς, όταν μπορώ να εργασθώ και δεν το κάνω.
Θαυμάζοντας την φιλεργία του Γέροντα οι δυό Αββάδες, έφυγαν ωφελημένοι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αυστηρά οι συνασκητές του κάποιον αδελφό, που εργαζόταν την ημέρα που
γιόρταζαν την μνήμη κάποιου μάρτυρος.
- Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του Θεού βασανιζόταν σκληρά κι έχυνε το
αίμα του για την αγάπη του Χριστού, κι εγώ να μην χύσω λίγο ίδρωτα στην εργασία;
ΜΕΡΙΚΟΙ νέοι μοναχοί επισκέφθηκαν κάποιο Γέροντα στην καλύβα του την στιγμή που ήταν
απορροφημένος ο νους του στην προσευχή, ενώ τα χέρια του έπλεκαν με γρηγοράδα.
- Τί πρέπει να κάνει ο μοναχός για να σωθεί, Αββά; τον ρώτησαν.
- Ό,τι βλεπετε, παιδιά μου, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Εννοούσε βέβαια προσευχή και εργασία.
ΟΤΑΝ σηκώνεσαι από το στρώμα, αδελφέ, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, λέγε στον εαυτό σου:
Σώμα, εργάσου για να τραφείς. Ψυχή, νήφε για να σωθείς.
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο
του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζονται εντατικά, είπε στον
Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
- Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. Γ 42).
Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκριση. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήσει τον
ξένο σ’ ένα άδειανό κελλί και να του δώσει ένα βιβλίο να διαβάσει.
Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να
πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανεί κανένας να τον
προσκαλέσει για φαγητό. Μα, όταν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάει μόνος να εξετάσει.
Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζει.
- Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον
βασάνιζε η πείνα.
- Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.
- Και πώς έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι εμένα;
- Μα εσύ, παιδί μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν
έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς που έχουμε σάρκα χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό τον λόγο
αναγκαζόμαστε ν’ άσχολούμαστε και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλεξει την «αγαθή
μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρεση από τον Γέροντα.
- Μάθε, παιδί μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από την Μάρθα και
διαμέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
Η άδεια λαβίδα
Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης ( 1991) εξομολόγησε κάποτε μια γερόντισσα και της έβαλε κανόνα να μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
-Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μια μέρα ο ιερέας της ενορίας της.
-Μου έβαλε κανόνα ο π. Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία.
-Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος. Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε η γιαγιά να μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την αγία λαβίδα άδεια και κρύα. Δεν κατάλαβε τη γεύση της θείας Κοινωνίας.
Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δυο Κυριακές, οπότε η γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα Ιάκωβο .
-Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα που σου έβαλα.
Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μια κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε να κοινωνήσει. Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, που της επέτρεψε τη θεία μετάληψη. Όταν όμως πλησίασε να κοινωνήσει, η αγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της. Αυτό το παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιάκωβο.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.15)
Υπάρχουν στιγμές στην πνευματική μας ζωή που μας παίρνει ο κατήφορος… είτε από παρατεταμένη αμέλεια, είτε από την ψυχική μας διάθεση, είτε από εξωτερικούς παράγοντες, είτε από συνδυασμό πολλών παραγόντων. Το ένα λάθος διαδέχεται το άλλο, τα πάθη διεγείρονται και οι αμαρτίες μάς γίνονται συνήθεια. Η Χάρις του Θεού απομακρυσμένη και ο Χριστός παραμελημένος. Έρχεται το σκοτάδι μέσα μας και ο διάβολος μάς ψιθυρίζει ασταμάτητα: ‘ Παράτα τα! Βλέπεις πως δεν μπορείς να είσαι χριστιανός; Ό,τι θέλω σε κάνω! Κι έλεγες πως θέλεις να γίνεις άγιος, τρομάρα σου…’
Τότε τί κάνουμε; Πώς θα συνεχίσουμε όταν μας πλακώνουν λάθη βαριά και η εξομολόγηση φαίνεται βουνό; ‘ Κι αν ξανακάνω πάλι τα ίδια; Ως πότε θα πέφτω και θα σηκώνομαι; Μήπως να σταματήσω την πνευματική ζωή και να γυρίσω πάλι στα παλιά, μακριά από το Χριστό; Μακριά από το Χριστό; Ε, όχι, αυτό δε γίνεται! Και πού να πάω; Καλύτερα να πεθάνω!’ Ε ναι, αυτό να κάνουμε… να πεθάνουμε! Και να πεθαίνουμε κάθε μέρα! Νομίζω αυτή είναι η λύση… να στεκόμαστε τη νύχτα αναπολόγητοι στην προσευχή μας και να Του λέμε ‘ Κύριε, τα έκανα θάλασσα! Δε μου αξίζει η Βασιλεία Σου γιατί Σε προδίδω συνέχεια. Όμως σπλαχνίσου με και δώσε μου ακόμα μια ημέρα να κάνω αρχή, να πάω ξανά στον πνευματικό μου, όπως την πρώτη φορά, να Σε αγαπήσω από την αρχή, να μάθω από τα λάθη μου, να συγχωρήσω όλους όσους με έβλαψαν, να μισήσω την αμαρτία, να πεθάνω γι’ αυτήν, να αγαπήσω Εσένα μ’ όλη τη δύναμη της ύπαρξης μου και για Σένα να ζω…
‘ Έλα Κύριε και βοήθησε με και δώσε μου ακόμα μια ημέρα μετανοίας αληθινής, έστω μια ακόμα ημέρα μαζί Σου’. Κι όταν το πρωί σηκωθούμε, θα ξέρουμε ότι σηκωθήκαμε όχι από άλλη αιτία αλλά γιατί ο Χριστός μας εμπιστεύθηκε ακόμα μια ημέρα Του, γιατί μας αγαπάει και σήμερα και ακόμα ελπίζει σε μας. Και να Τον δοξολογούμε γι’ αυτό και να προσπαθούμε κάθε λεπτό να Τον ευχαριστούμε και να κρατάμε τις υποσχέσεις μας όπως Αυτός κρατάει τις δικές Του! Να ζούμε την κάθε ημέρα μας σαν μια καινούρια αρχή. Και όταν έλθει η νύχτα να θάψουμε τη μνησικακία και την απελπισία, να ευγνωμονούμε για τον πόνο, να μαθαίνουμε από τα λάθη, να ταπεινωνόμαστε από τις πτώσεις και να δοξολογούμε το Θεό για όλα!
Να ζούμε λοιπόν την κάθε μας ημέρα σαν να είναι η πρώτη, η μόνη και η τελευταία! Και ας αποφασίζουμε το βράδυ λίγο πριν κλείσουμε τα μάτια μας σε ποιον θα αφιερώσουμε την ημέρα που θα ξημερώσει… στο Χριστό, στον εαυτό μας ή στο διάβολο;(Κ.Δ.Κ)
Ο Νικόλαος Μοτοβίλωφ
Τον Σεπτέμβριο του 1831 ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ θεράπευσε τον κτηματία Νικόλαο Αλεξάντροβιτς Μοτοβίλωφ από την επαρχία Σιμπίρσκ και Νιζγκόροντ.
Έπασχε από οξείς ρευματισμούς. Όλο το σώμα του ήταν εξασθενημένο. Τα πόδια παράλυτα, μονίμως λυγισμένα και πρησμένα στα γόνατα. Στην ράχη και στα πλευρά είχε εκτεταμένες πληγές.
Με την κατάστασι αυτή, έπειτα από τρίχρονη δοκιμασία έφθασε στο Σάρωφ, στον όσιο Σεραφείμ. Ήταν 5 του μηνός. Στις 7 και 8, εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου, συναντήθηκε δύο φορές με τον στάρετς. Στις 9 τον μετέφεραν στο ερημητήριο του. Τον κρατούσαν τέσσερις άνδρες και ένας πέμπτος του σήκωνε το κεφάλι. Όταν του ζήτησε να τον θεραπεύση, ο στάρετς είπε:
-Δεν είμαι γιατρός. Όποιος θέλει να θεραπευθή, πρέπει να καταφύγη στους γιατρούς.
-Έχω επισκεφθή τους καλύτερους γιατρούς, αλλά δεν με βοήθησαν. Δεν έχω πλέον άλλη ελπίδα να θεραπευθώ από τα δεινά μου, παρά μόνο το έλεος του Θεού. Επειδή όμως είμαι αμαρτωλός και δεν έχω παρρησία στον Θεό, ζητώ τις άγιες προσευχές σας για να θεραπευθώ.
-Πιστεύετε ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι Θεάνθρωπος και η Υπεραγία Θεοτόκος αειπάρθενη;
-Πιστεύω, απήντησε ο Ν. Μοτοβίλωφ.
-Πιστεύετε ότι ο Κύριος, όπως άλλοτε θεράπευε με μόνο τον λόγο Του κάθε ανθρώπινη αδυναμία, έτσι και τώρα μπορεί να θεραπεύση με την ίδια ευκολία όσους ζητούν τη βοήθεια Του; Πιστεύετε ακόμη ότι η μεσιτεία της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι παντοδύναμη και ότι μ’ αυτή την μεσιτεία μπορεί ο Κύριος να σας θεραπεύση αμέσως και ολοκληρωτικά;
-Πιστεύω με όλη μου την ψυχή και με όλη μου την καρδιά. Αν δεν τα πίστευα όλα αυτά δεν θα ερχόμουν εδώ σε σας.
-Αν πιστεύετε, είσθε ήδη υγιής!
-Πώς είμαι υγιής, αφού πέντε άνθρωποι μου και σεις με κρατάτε στα χέρια;
-Όχι! Είσθε εντελώς υγιής! Αφήστε τον κάτω, είπε στους άνδρες που τον κρατούσαν.
Ύστερα τον ανασήκωσε ο ίδιος από τους ώμους, τον έστησε στα πόδια και του είπε:
-Σταθήτε πιο σταθερά, στηριχθήτε με δύναμι στην γη. Να, έτσι! Μη διστάζετε. Τώρα είσθε τελείως υγιής… Αν βλέπατε πόσο καλά στέκεσθε…
Έφερε έπειτα το ένα χέρι στα χέρια του Ν. Μοτοβίλωφ και το άλλο στον ώμο σπρώχνοντας τον ελαφρά και οδηγώντας τον προς ένα μεγάλο πεύκο.
-Είδατε, αγαπητέ, πόσο ωραία βαδίζετε; Ο ίδιος ο Χριστός ευδόκησε να σας θεραπεύση τελείως. Τώρα μπορείτε να βαδίζετε καλά χωρίς τη βοήθεια μου. Στο εξής θα βαδίζετε πάντοτε καλά.
Ο ασθενής ένιωσε να επισκιάζεται από μια ουράνια δύναμι. Πήρε θάρρος και άρχισε να βαδίζη σταθερά. Ο όσιος Σεραφείμ τον σταμάτησε.
-Αρκετά! Πεισθήκατε τώρα ότι ο Κύριος σάς θεράπευσε τελείως. Βλέπετε τί θαύμα σας έκανε ο Κύριος. Να πιστεύετε λοιπόν πάντοτε σ’ Αυτόν χωρίς αμφιβολίες. Να ελπίζετε στην πρόνοια Του, να Τον αγαπάτε με όλη σας την καρδιά και να ευχαριστήτε την Βασίλισσα των ουρανών, για τις μεσιτείες Της… Επειδή όμως η τριετής δοκιμασία σάς έχει εξασθενήσει, μην περπατάτε πολλή ώρα, αλλά λίγο κάθε φορά. Και να προσέχετε την υγεία σας, που είναι πολύτιμο δώρο του Θεού.
( Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.170-172)
" Κάνε αυτά που μας λέγει ο Χριστός, και τα προβλήματά σου θα πάνε καλά "
Μία μέρα, που βρισκόμουν στο κελί του και κουβεντιάζαμε, άκουγα να ηχεί διαρκώς το τηλέφωνο, χωρίς ο Γέροντας να το σηκώνει το ακουστικό. Κάποια στιγμή όμως, μου είπε : " Σε παρακαλώ σήκωσέ το και ρώτησε, ποιός είναι και τί θέλει " . Ήταν μία κυρία, από κάποια πόλη της Βορείου Ελλάδος και έλεγε, πως ήταν ανάγκη να μιλήσει με το Γέροντα. Εκείνος απάντησε : " Πες της, δεν μπορώ τώρα, έχω πολύ κόσμο που περιμένει, ας πάρει
το βράδυ ".
Το διαβίβασα. Η κυρία παρεκάλεσε να πώ στο Γέροντα, ότι τον παρακαλεί πολύ να προσευχηθεί για ένα σοβαρό και επείγον οικογενειακό της πρόβλημα. Όταν το άκουσε ο Γέροντας, μου είπε να τη διαβεβαιώσω ότι προσεύχεται. Εκείνη επανέλαβε το επείγον του προβλήματος.
Τότε ο Γέροντας μου λέει : " Δώσε μου το τηλέφωνο ". Και, ανοίγοντας τη συσκευή, έτσι που να ακούω το διάλογο, της είπε : " Ε, βρε ευλογημένη, γιατί είσαι ανυπόμονη, αφού σου είπα ότι προσεύχομαι, νομίζεις ότι χρειάζεται να σ' ακούω για να μάθω το πρόβλημά σου ;
Δεν είναι αυτό κι αυτό ; Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο μ' εσένα, είναι και με τον άνδρα σου, που του συμβαίνει αυτό. Αλλά και με το πρώτο σου παιδί και με το δεύτερο, που τους συμβαίνουν αυτά κι αυτά. Δεν είναι έτσι, όπως σου τα λέω ; " Και η κυρία έκπληκτη του απαντούσε : Έτσι είναι ακριβώς, όπως μου τα λέτε, Γέροντα. Κι ο Γέροντας : " Ε, αφού είναι έτσι, κάνε προσευχή, κάνε αυτά που μας λέει ο Χριστός. Θα προσεύχομαι κι εγώ και μην έχεις αγωνία, τα προβλήματά σου θα πάνε καλά ".
Η κυρία δεν εύρισκε λόγια να τον ευχαριστήσει.
Ο Γέροντας, αφού της έδωσε κι άλλες συμβουλές, την ευλόγησε, έκλεισε το τηλέφωνο και στράφηκε σε μένα, που τον κοίταζα εμβρόντητος : " Τα άκουσες ; Τί θαύμα ήταν αυτό ; Τί μεγάλο και τί καλό Θεό που έχουμε ! Εγώ εδώ, εκείνη μία άγνωστη εκεί μακριά, κι ο Θεός έδειξε καθαρά, σε μένα τον αμαρτωλό, τα προβλήματα τα δικά της, του ανδρός της, των παιδιών της. Τί μεγάλο Θεό που έχουμε " !
[Γ 307π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.307-308)
Ο άγιος πρωτοπρεσβύτερος της Κροστάνδης π. Ιωάννης άρχισε το ποιμαντικό του έργο στη δύσκολη κοινωνία της πόλεως αυτής από τα φτωχά παιδιά. Πίσω από τα παιδιά ακολούθησαν οι μεγάλοι. Σιγά- σιγά ο κόσμος τον πλησίασε και ένα καλοκαίρι έκανε έναρξη των συζητήσεων μαζί με τους καθισμένους πάνω στο γρασίδι έξω από την πόλη. Τα παιδιά και οι μεγάλοι άρχισαν να μαζεύωνται γύρω του και, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, τον παρακολουθούσαν με προσοχή. Έπειτα άρχισαν να τον καλούν σπίτια τους. Αυτό βέβαια έγινε σιγά- σιγά. Στην αρχή η σκοτεινή κοινωνία της Κροστάνδης με δυσπιστία και έχθρα αντιμετώπιζε τις προσπάθειες του να την πλησιάση. Με τον καιρό είχε σημαντικές ποιμαντικές επιτυχίες.
« Μια φορά, διηγείται ένας επαγγελματίας, γύρισα στο σπίτι μου κάπως λιγώτερο μεθυσμένος. Βλέπω μέσα ένα νέο παππούλη, που κρατούσε τον γιό μου στα χέρια του και του έλεγε τρυφερά κάτι. Πήγα να ξεσπάσω σε ύβρεις… Τα μάτια όμως του μπάτουσκα ( πατερούλη), μάτια γεμάτα αγάπη και σοβαρότητα, με καθήλωσαν. Ένιωθα ντροπή. Έσκυψα το πρόσωπο καθώς εκείνος κοίταζε κατ’ευθείαν μέσα στην ψυχή μου. Άρχισε να ομιλή. Δεν θα μπορέσω να τα μεταδώσω όλα όσα έλεγε. Μου έλεγε ότι εδώ στην κάμαρα μου έχω τον παράδεισο, γιατί όπου υπάρχουν παιδιά εκεί υπάρχει ο παράδεισος, και δεν πρέπει αυτόν τον παράδεισο να τον ανταλλάσσω με την κνίσα της ταβέρνας. Δεν με κατηγορούσε, αντίθετα με δικαιολογούσε, για τη ζωή που έκανα. Μόνο που εγώ καταλάβαινα ότι ήμουν αδικαιολόγητος… Έφυγε έπειτα και εγώ κάθησα σιωπηλός. Δεν έκλαιγα. Η ψυχή μου όμως ήταν σαν να κλαίη… Η σύζυγος μου με κοίταζε με απορία. Και να, από τότε έγινα άνθρωπος».
Κάποιος έμπορος, χήρος μ’ ένα μικρό γιό, άρχισε από τη στενοχώρια του να πίνη πολύ. Ακολούθησαν εμπορικές ζημιές και χωρίς να το πάρη είδηση κατάντησε μέθυσος. Κάποια φορά τον συνάντησε ο π. Ιωάννης, του είπε ότι ερχόταν ειδικά γι’ αυτόν και άρχισε να τον συμβουλεύη να σταματήση το πιοτό:
-Φθάνει πια να γυρνάς στους δρόμους άπρακτος. Ήσουν άνθρωπος πριν. Άνθρωπος να ξαναγίνης.
Μετά σηκώθηκε, φόρεσε το επιτραχήλιο του και του είπε:
-Για να γίνη μια καλή αρχή στη νέα σου ζωή πρέπει να προσευχηθούμε.
Και άρχισε να προσεύχεται…
« Με δάκρυα προσευχόταν για μένα τον αμαρτωλό, διηγείται ο έμπορος. Έπειτα μας ευλόγησε, εμένα και τον γιό μου, υποσχέθηκε ότι θα μας επισκέπτεται και θα προσεύχεται για μας, και έφυγε…. Αισθανόμουν σαν να ξύπνησα από μεγάλο
και βαθύ ύπνο. Το δωμάτιο μας έγινε πιο αγαπητό σε μένα. Με δάκρυα μετανοίας αγκάλιασα το παιδί μου… Το εμπόριο αποκαταστάθηκε και εγώ ξανάγινα πάλι άνθρωπος».
Μια κοπέλα θεωρούσε τον εαυτό της δυστυχισμένο λόγω πολλών αιτιών από τα παιδικά της ήδη χρόνια. Όταν πια έχασε και τη μητέρα της, ένιωσε τον εαυτό της τόσο θλιμμένο και απογοητευμένο, που άρχισε να σκέπτεται την αυτοκτονία. Κάποτε βρέθηκε στην Κροστάνδη και βυθισμένη στις μαύρες της σκέψεις κάθησε σ’ ένα παγκάκι κάποιου πάρκου. Τότε ένας άγνωστος ιερέας πλησίασε και κάθησε στην άλλη άκρη του πάγκου.
«Εγώ σηκώθηκα και θέλησα να απομακρυνθώ, διηγείται η κοπέλα, αλλά ο άγνωστος παππούλης με σταμάτησε και είπε:
-Με συγχωρείτε… δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω τη βαριά κατάσταση της ψυχής σας και σαν ιερέας αποφάσισα να σας πλησιάσω… Αποκαλύψτε μου τη θλίψη σας. Ίσως ο Κύριος διά μέσου εμού του αμαρτωλού, να σας καταπραΰνη και να σας παρηγορήση…
Εγώ έκλαψα τότε πικρά, πολύ πικρά, αλλά τίποτε δεν μπόρεσα να πω παρά μόνο:
-Είμαι δυστυχισμένη, άχρηστη στον κόσμο.
-Ο μεγάλος νους του Πλάστη δεν μπορεί να κάνη τίποτε άχρηστο στον κόσμο, μου απάντησε αμέσως ο μπάτουσκα».
Έπειτα από την απάντηση αυτή η κοπέλα δεν μπόρεσε να συγκρατηθή και άρχισε η συζήτηση. Με ειλικρινή, πατρική αγάπη ο ιερέας την ενθάρρυνε. Το όνομα του δεν το αποκάλυψε. Όταν όμως αυτή διηγήθηκε το περιστατικό στους οικείους της, δεν τους έμεινε αμφιβολία ότι ήταν ο π. Ιωάννης.
( Ιωάννης της Κροστάνδης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.231-234)
Μήν κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός
- Γέροντα, υπερηφανεύομαι για τις σωματικές ικανότητες και για τα πνευματικά χαρίσματα που νομίζω πώς έχω.
- Γιατί να υπερηφανεύεσαι; Εσύ «εποίησας τον ουρανόν και την γην»; Πρόσεξε, μην κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός καί, ό,τι σού λείπει, μην προσπαθής να δείχνης ότι το έχεις. Να λές στον εαυτό σου: «Ο Θεός, επειδή ήμουν αδύνατη, μου έδωσε μερικά χαρίσματα, γιατί αλλιώς θα στεναχωριόμουν και θα ήμουν κακορρίζικη. Εκείνο που πρέπει να κάνω τώρα είναι να τα αξιοποιήσω, για να πλουτήσω πνευματικά. Δόξα σοι, Θεέ μου! Σ’ ευχαριστώ, που με λυπήθηκες και με βοήθησες». Εσύ θεωρείς ότι είναι δικά σου όλα τα χαρίσματα που έχεις· είναι όμως δικά σου; «Τί έχεις ό ουκ έλαβες;». Εδώ χρειάζεται η εξυπνάδα, εδώ πρέπει να δουλέψης το μυαλό και να καταλάβης ότι όλα τα χαρίσματα είναι του Θεού. Λίγο αν μας εγκαταλείψη η Χάρις του Θεού, τίποτε δεν θα μπορούμε να κάνουμε. Είναι απλά τα πράγματα. Έχει, ας υποθέσουμε, κάποιος μερικές ικανότητες και υπερηφανεύεται γι’ αυτές. Πρέπει να σκεφθή: Που τις βρήκε; Του τις έδωσε ο Θεός. Αυτός τί έκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ο Θεός σε κάποιον λίγο παραπάνω μυαλό και μπορεί να έχη μια μεγάλη επιχείρηση και να ζη άνετα. Να υπερηφανευθή ότι τα καταφέρνει; Λίγο να τον εγκαταλείψη ο Θεός, μπορεί να χρεωκοπήση και να πάη φυλακή.
Πάντως, όποιος έχει χαρίσματα, αλλά δεν έχει ταπείνωση και πληγώνει με την προκλητική συμπεριφορά του τον πλησίον του, αναγκάζει τον Χριστό να πάρη το κατσαβιδάκι και να του λασκάρη λίγο την βίδα, για να ταπεινωθή ακουσίως. Ας υποθέσουμε, κάποιος θέλει να βγάλη έναν βράχο και παιδεύεται, γιατί δεν έχει πολύ μυαλό, ώστε να βρη έναν τρόπο να τον μετακινήση. Οπότε τον πλησιάζει ένας άλλος που είναι λίγο έξυπνος και του λέει: «Βρέ χαμένε, δεν σού κόβει;». Παίρνει αμέσως έναν λοστό, τον κάνει μοχλό και βγάζει εύκολα τον βράχο. Έ, αφού φέρεται έτσι, δεν είναι δίκαιο να πάρη το κατσαβίδι ο Θεός και να του λασκάρη λίγο το μυαλό; Μερικοί που είναι μεγάλοι ρήτορες παθαίνουν μεγάλες διαλείψεις και φθάνουν σε σημείο να μην μπορούν ούτε μια λέξη να πούν! Έτσι ταπεινώνονται. Αν άφηνε ο Θεός κάποιον συνέχεια ρήτορα-ρήτορα κι εκείνος υπερηφανευόταν, τί θα γινόταν; Τον καθέναν ο Θεός τον φρενάρει με κάποιον τρόπο, για να μην πάθη ζημιά.
Πρέπει πολύ να προσέξουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός να μην τα οικειοποιούμαστε, αλλά να ευχαριστούμε τον Θεό και να έχουμε την ανησυχία μην τυχόν δεν ανταποκρινόμαστε σ’ αυτά. Συγχρόνως να πονάμε για τους άλλους που δεν αξιώθηκαν να λάβουν τέτοια χαρίσματα από τον Θεό και να προσευχώμαστε γι’ αυτούς. Και όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να υστερή σε κάτι, να λέμε με τον λογισμό μας: «Εάν αυτός είχε τα χαρίσματα που έδωσε σ’ εμένα ο Θεός, θα ήταν τώρα άγιος, ενώ εγώ δεν τα αξιοποίησα, και επιπλέον αδικώ τον Θεό κάνοντας δικά μου τα χαρίσματα που μου έδωσε». Ο Θεός βέβαια δεν στενοχωριέται, όταν ο άνθρωπος οικειοποιήται τα χαρίσματα που του δίνει· δεν μπορεί όμως να του δώση άλλα, για να μην τον βλάψη. Ενώ, αν κάποιος κινήται απλά και ταπεινά, γιατί αναγνωρίζει ότι τα χαρίσματα που έχει είναι του Θεού, τότε ο Θεός θα του δώση και άλλα.
Με την υπερηφάνεια κάνουμε τον εαυτό μας δυστυχισμένο, επειδή τον απογυμνώνουμε από τα χαρίσματα που μας δίνει ο Θεός, αλλά στενοχωρούμε και τον Θεό, που πονάει, γιατί μας βλέπει δυστυχισμένους. Γ ιατί, ενώ έχει άφθονα πλούτη να μας δωρίση, δεν μας τα δίνει, για να μη μας βλάψη. Γιατί τί γίνεται; Αν μας δώση κάποιο χάρισμα, βλέπουμε τους άλλους σαν μυρμήγκια και τους πληγώνουμε με την υπερήφανη συμπεριφορά μας. Αν δεν μας δώση, απελπιζόμαστε. Οπότε και ο Θεός λέει: «Αν τους δώσω κάποιο χάρισμα, υπερηφανεύονται, βλάπτουν τον εαυτό τους και στους άλλους φέρονται με αναίδεια. Αν δεν τους δώσω, είναι ταλαίπωροι, βασανισμένοι. Κι εγώ δεν ξέρω τί να κάνω».
Να ευχαριστούμε τον Θεό όχι μόνο για τα χαρίσματα που μας έχει δώσει, αλλά και για το ότι μας έχει κάνει ανθρώπους, ενώ Νοικοκύρης είναι και μπορούσε να μας κάνη και φίδια και σκορπιούς και χελώνες και μουλαράκια και γαϊδουράκια. «Ο Θεός, να λέμε, μπορούσε να με κάνη μουλάρι και να έπεφτα σε αδιάκριτα χέρια και να με φόρτωναν εκατόν πενήντα κιλά βάρος και να με χτυπούσαν, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη φίδι ή σκορπιό, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη χελώνα, γουρούνι, βάτραχο, κουνούπι, μύγα κ.λπ., αλλά δεν με έκανε. Τί με έκανε; Με έκανε άνθρωπο. Εγώ έχω ανταποκριθή σε όσα μου έδωσε; Όχι». Αν ο άνθρωπος δεν εξετάζη τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, ενώ φαίνεται στους ανθρώπους δίκαιος, είναι ο μεγαλύτερος άδικος του κόσμου, γιατί δεν αδικεί ανθρώπους, αλλά τον Θεό, που του έδωσε τόσα χαρίσματα. Όταν όμως τα εξετάζη με αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν φθάση σε πνευματικά μέτρα και κάνη χιλιάδες θαύματα την ημέρα, πάλι δεν θα του πη ο λογισμός ότι κάτι κάνει, γιατί όλα τα αποδίδει στον Θεό και αυτός ελέγχεται συνέχεια μήπως δεν έχει ανταποκριθή σε όσα του έδωσε ο Θεός. Και τότε αρχίζει από αυτήν την ζωή η μία Χάρις να διαδέχεται την άλλη και η άλλη την άλλη, και έτσι γίνεται χαριτωμένος άνθρωπος, επειδή η ταπείνωση του έγινε πλέον κατάσταση. Και όταν τα αποδίδη όλα στον Θεό και γίνη ευγνώμων δούλος του Θεού, θα ακούση στην άλλη ζωή το «εύ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω».
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 93-96)
ΜΕ ΤΙΠΟΤΕ άλλο δεν χαίρεται τόσο ο διάβολος, όσο με τον μοναχό που κρύβει στην εξομολόγηση τους λογισμούς του, έλεγε κάποιος Γέροντας.
ΑΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣΑΙ από πονηρούς λογισμούς, συμβουλεύει άλλος Πατήρ, φανέρωσε τους στην εξομολόγηση, για ν’ απαλλαγείς γρήγορα απ΄ αυτούς. Όπως το φίδι εξαφανίζεται μόλις βγει από την φωλιά του, έτσι χάνεται κι ο κακός λογισμός μόλις εξαγορευθεί.
Ένας αδελφός πειραζόταν από σαρκική επιθυμία. Πολλά χρόνια κοπίαζε μόνος του, αλλά δεν έβλεπε ωφέλεια στον εαυτό του. Για να νικήσει τέλος το πάθος του, στάθηκε μια Κυριακή στην μέση της εκκλησίας, ύστερα από την Λειτουργία, και είπε δυνατά, για ν’ ακουστεί από όλους τους μοναχούς:
- Προσευχηθείτε για μένα, αδελφοί, να μ' ελεήσει ο Θεός, γιατί δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια έχω πολεμο στην σάρκα.
Λέγοντας αυτά, αίσθανθηκε αμέσως να έλευθερώνεται από το πάθος. Ό,τι δεν έκανε χρόνων κόπος και άσκηση, το κατόρθωσε σε μια στιγμή η εξομολόγηση.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.120)
Το ζόρισμα δεν βοηθάει τα παιδιά
Μερικοί γονείς κάνουν μεγάλο στρίμωγμα στα παιδιά τους, και μάλιστα μπροστά στους άλλους!
Λές και έχουν ένα μουλάρι και το οδηγούν με την βέργα να πάει ίσα μπροστά,
έχουν το καπίστρι στο χέρι και του λένε: «Να περπατάς ελεύθερα!».
Ύστερα φθάνουν και αυτά στο σημείο να τους δέρνουν.
Σήμερα ήρθε μια μάνα με το παιδί της - ένα παλληκάρι μέχρι εκεί επάνω -, που ήταν άρρωστο.
«Τί να κάνω, Πάτερ; μου λέει, το παιδί μου δεν τρώει και δεν θέλει ούτε να μας δή».
Της είπα τί να κάνη και με ξαναρωτάει: «Τώρα τί να κάνω;».
-Μήπως, Γέροντα, δεν κατάλαβε τί της είπατε;
-Πώς δεν κατάλαβε! «Εγώ ούτε μια ώρα, της είπα, δεν μπορώ να καθήσω μαζί σου,
πώς να μείνη το παιδί μαζί σου; το παλάβωσες!». «Όχι, μου λέει, το αγαπάω».
«Τί το αγαπάς, αφού δεν αναπαύεται κοντά σου, θέλει να φύγη από το σπίτι,
γιατί θέλει να βρίσκεται σε άλλο περιβάλλον. Όταν βρίσκεται μακριά σας, είναι μια χαρά.
Για να μη σας θέλη, φαίνεται φταίτε κι εσείς. Να μην το ερεθίζετε, το σακατεύεις το παιδί έτσι που φέρεσαι.
Με το καλό να του φέρεσαι, με υπομονή». Αφού της είπα όλα αυτά, με ξαναρωτάει: «Τί να κάνω; Το παιδί δεν μας θέλει».
Πώς να συνεννοηθής έτσι; Να είναι το παιδί μια χαρά και να το βγάζουν χαζό. Αυτό είναι βλάβη.
Με το ζόρισμα οι γονείς δεν βοηθούν τα παιδιά, τα πνίγουν.
Συνέχεια «μη αυτό, μη εκείνο, αυτό κάν’ το έτσι...». Πρέπει να τραβούν τα γκέμια τόσο που να μη σπάζουν.
Να ελέγχουν με τρόπο τα παιδιά, για να τα φέρνουν σε έναν λογαριασμό, αλλά να μη δημιουργούνται χάσματα μεταξύ τους.
Να κάνουν ό,τι κάνει ο καλός κηπουρός, όταν φυτεύη ένα δενδράκι: Το δένει απαλά με ένα σχοινάκι σε έναν πάσσαλο,
για να μη στραβώση και να μην τραυματίζεται, όταν το γέρνη ο αέρας λίγο δεξιά-λίγο αριστερά.
Το φράζει κιόλας γύρω-γύρω και συγχρόνως το ποτίζει, το φροντίζει, μέχρι να μεγαλώσουν τα κλωνάρια του,
για να μην το φάνε τα κατσίκια. Γιατί, αν το κουτσουρέψουν τα κατσίκια, πάει, καταστράφηκε.
Ένα κουτσουρεμένο δένδρο ούτε να καρπίση μπορεί ούτε σκιά να κάνη.
Όταν μεγαλώσουν τα κλωνάρια του, τότε ο κηπουρός βγάζει τον φράχτη,
οπότε και καρπίζει το δένδρο και στην σκιά του μπορούν να φιλοξενούνται και κατσίκια και πρόβατα και άνθρωποι.
Οι γονείς όμως πολλές φορές από υπερβολικό ενδιαφέρον θέλουν να δέσουν το παιδί με σύρμα,
ενώ πρέπει να το δένουν απαλά, για να μην το πληγώνουν. Ν
α προσπαθούν να βοηθούν τα παιδιά με τον αρχοντικό τρόπο, ο οποίος καλλιεργεί το φιλότιμο στις ψυχές τους,
ώστε να καταλάβουν το καλό ως ανάγκη. Να τους εξηγούν το καλό, όσο μπορούν με καλό τρόπο, με αγάπη και με πόνο.
Θυμάμαι μια μητέρα που, όταν έβλεπε τα παιδάκια να κάνουν καμμιά αταξία,
τα μάτια της βούρκωναν από πόνο και έλεγε: «μη, χρυσό μου παιδί».
Και με το παράδειγμά της τους μάθαινε να αγωνίζωνται με χαρά, για να αποφεύγουν τους πειρασμούς της ζωής,
να μην ταράζωνται εύκολα μπροστά σε μια δυσκολία, αλλά να την αντιμετωπίζουν με προσευχή και με εμπιστοσύνη στον Θεό.
Σήμερα μικροί-μεγάλοι στον κόσμο ζουν σαν σε τρελλοκομείο, γι’ αυτό χρειάζεται πολλή υπομονή και πολλή προσευχή.
Ένα σωρό παιδιά παθαίνουν εγκεφαλικό.
Είναι λίγο χαλασμένο το ρολόι, το κουρντίζουν και οι γονείς λίγο παραπάνω και σπάζει το ελατήριό του.
Χρειάζεται διάκριση. Άλλο παιδί θέλει περισσότερο κούρντισμα και άλλο λιγώτερο.
Τα καημένα τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε όλα τα ρεύματα.
Όταν ακούν έξω στις διάφορες συντροφιές «μη σέβεστε γονείς, μη σέβεστε τίποτε»,
και οι μητέρες πάνε να τα σφίξουν, τότε αντιδρούν χειρότερα.
Γ ι’ αυτό λέω στις μητέρες να ζοριστούν στην προσευχή, και όχι να ζορίζουν τα παιδιά.
Αν συνέχεια λένε «μή, μή» στο παιδί, ακόμη και για μικροπράγματα, ή καμμιά φορά και άδικα, τότε,
όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό, όταν πάη λ.χ. το παιδάκι να ρίξη βενζίνη στην φωτιά, δεν ακούει και το κάνει,
οπότε μπορεί να πάθη μεγάλη ζημιά. Το παιδί δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στο «μή» κρύβεται η αγάπη.
Αλλά και όταν μεγαλώση λίγο, μπαίνει ο εγωισμός και αντιδράει, όταν του κάνουν καμμιά παρατήρηση,
γιατί λέει: «μικρός είμαι και μου φέρονται έτσι;».
Οι γονείς πρέπει να δώσουν στο παιδί να καταλάβη ότι, όπως, όταν ήταν μικρό, το πρόσεχαν να μην καή,
έτσι και τώρα που μεγάλωσε, υπάρχει άλλη φωτιά.
Γ ι’ αυτό πρέπει να προσέχη, να μη δίνη δικαιώματα στον πειρασμό, για να διατηρήση την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 109-112)