ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Η πίστη, βάση της αγάπης

Η πίστη είναι η βάση της αγάπης.

Ξαγρύπνα ασταμάτητα, για να κρατάς την πίστη, και ξαγρύπνα ασταμάτητα ώστε ο σπόρος της αγάπης, τον οποίο η πίστη φέρνει μέσα της, να αυξηθεί και να σου φέρει χαρά. Εφόσον μόνη της η πίστη χωρίς την αγάπη, θα παρέμενε κρύα και άχαρη. Όμως και όταν μέσα σου κρυώσει η αγάπη, και δεν αυξηθεί και δεν φέρει καρπό χαράς, κράτα την πίστη και περίμενε.
Κράτα την πίστη με κάθε κόστος. Και περίμενε, ακόμα και χρόνια, μέχρι η αγάπη να φυτρώσει από την πίστη. Εάν χάσεις την αγάπη, θα έχεις χάσει πολλά, όμως εάν χάσεις και την πίστη, τα έχεις χάσει όλα. Εάν χάσεις την αγάπη, θα έχεις χάσει τον καρπό από το δέντρο, όμως εάν χάσεις την πίστη, θα έχεις κόψει το δέντρο.

Όταν μία χρονιά ο αγρός δεν φέρει καρπούς, ο υπομονετικός νοικοκύρης καλλιεργεί τον αγρό με διπλάσιο κόπο, ώστε την επόμενη χρονιά να φέρει σοδιά. Του λένε οι γείτονες να πουλήσει τον αγρό, ενώ αυτός σιωπά και εργάζεται. Όταν και την επόμενη χρονιά ο αγρός δεν φέρει σοδιά, ο υπομονετικός νοικοκύρης καλλιεργεί τον αγρό με τριπλάσιο κόπο. Ακόμα πιο δυνατά του φωνάζουν οι γείτονες να πουλήσει τον αγρό, ενώ αυτός σιωπά και εργάζεται. Και όταν την τρίτη χρονιά ο αγρός φέρει σοδιά, είναι τριπλάσια η χαρά του νοικοκύρη. Τότε οι γείτονές του σιωπούν, και αυτός χαίρεται. Ενώ εάν είχε πουλήσει τον αγρό την πρώτη χρονιά, τι θα χαιρόταν;


(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 98-99)

…Δεν είναι δυνατόν να γίνει κανείς άλλος άνθρωπος την ώρα που αρχίζει να προσεύχεται, αλλά, με το διαρκή έλεγχο των λογισμών του, μαθαίνει λίγο - λίγο να διακρίνει την αξία τους. Οι λογισμοί που καλλιεργούμε στην καθημερινή μας ζωή, αυτοί και έρχονται στο νου μας κατά την ώρα της προσευχής. Η προσευχή με τη σειρά της θα αλλάξει και θα εμπλουτίσει την καθημερινή ζωή μας και ακόμα θα γίνει το θεμέλιο μιας νέας και πραγματικής κοινωνίας με το Θεό και το συνάνθρωπο.

Όλες οι συγκινήσεις που αισθανόμαστε όταν προσπαθούμε να προσευχηθούμε δεν έχουν καμιά σημασία. Εκείνο που πρέπει να προσφέρουμε στο Θεό είναι η σταθερή απόφαση να παραμείνουμε πιστοί σ’ Αυτόν κι ο αγώνας για να ζήσει μέσα μας Εκείνος. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο καρπός της προσευχής δεν είναι αυτή ή εκείνη η συγκινησιακή κατάσταση, αλλά η βαθιά αλλαγή ολόκληρης της προσωπικότητάς μας.

Στόχος μας πρέπει να είναι το να μπορέσουμε να σταθούμε ενώπιον του Θεού, να ζήσουμε την παρουσία Του. Να καταθέσουμε ενώπιον Του όλες τις ανάγκες μας και να αντλούμε απ’ Αυτόν δύναμη, κουράγιο κι ό,τι άλλο μας χρειάζεται, ώστε η ζωή μας να είναι σύμφωνη με το θέλημά Του. Το να εκπληρώνεται το θέλημα του Θεού στη ζωή μας είναι ο μόνος σκοπός της προσευχής, καθώς επίσης και το κριτήριο της σωστής προσευχής. Την καλή προσευχή δεν την κάνουν τα μυστικιστικά συναισθήματα και οι συγκινήσεις. O Θεοφάνης ο Έγκλειστος λέει:

«Ρώτησε τον εαυτό σου. Προσευχήθηκα σωστά σήμερα; Μην προσπαθήσεις να βρεις πόσο βαθιές ήταν οι συγκινήσεις που ένιωσες ή πόσο βαθύτερα κατανόησες τα θεία πράγματα. Αναρωτήσου: Εφαρμόζω το θέλημα του Θεού καλύτερα από πριν; αν το εφαρμόζεις η προσευχή έχει ήδη καρποφορήσει. Αν όχι, τότε ο χρόνος που δαπάνησες και στάθηκες ενώπιον του Θεού πήγε χαμένος, οτιδήποτε και αν προσέγγισες διανοητικά ή οποιαδήποτε συναισθήματα κι αν ένιωσες….

(Ζωντανή Προσευχή. Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 81-82)

"Ο νους μου εταράχθηκε,
σκοτείνιασε η καρδιά μου,

σαν τρικυμία οι λογισμοί
έπνιξαν τη χαρά μου.

Στα γόνατα Σε φώναξα,
γύρεψα στη ματιά Σου,

να βρω παθών
τη λησμονιά,

ειρήνης την ελπίδα.

Τα δάκρυα γίναν
προσευχή,

κι ο πόνος ταξιδιώτης,
που βρήκε

στης αγάπης Σου,
τ’ απάνεμο λιμάνι.

Χριστέ μου!

Φως μου της ψυχής,
και φάρος της καρδιάς μου,

τα βήματά μου οδήγησε
στο αιώνιο θέλημά Σου."

(Π.Α.Δ.)

κδ'. Διαβαίνοντας κάποτε ο Αββάς Μακάριος μαζί με κάποιους αδελφούς μες από την Αίγυπτο, άκουσε ένα παιδί να λέγη στη μητέρα του : «Μανούλα, κάποιος πλούσιος με αγαπά και τον μισώ. Και κάποιος φτωχός με μισεί και τον αγαπώ ». Και ακούοντας ο Αββάς Μακάριος, θαύμασε. Και του λέγουν οι αδελφοί : « Γιατί θαύμασες, πάτερ, αυτά τα λόγια;». Και τους αποκρίνεται ο γέρων : « Πράγματι, ο Κύριός μας πλούσιος είναι και μας αγαπά, εμείς όμως δεν θέλουμε να τον ακούσουμε. Ο δε εχθρός μας ο διάβολος φτωχός είναι και μας μισεί, αλλά εμείς αγαπάμε τη ρυπαρότητά του ».
κε΄. Τον παρακάλεσε ο Αββάς Ποιμήν με πολλά δάκρυα, λέγοντας : « Πες μου κάτι, πώς να σωθώ ». Του αποκρίθηκε δε ο γέρων και είπε : « Αυτό όπου ζητάς, έφυγε τώρα από τους μοναχούς ».
κστ΄.  Πήγε κάποτε ο Αββάς Μακάριος στον Αββά Αντώνιο. Και αφού μίλησε μαζί του, γύρισε σε Σκήτη. Και ήλθαν οι πατέρες σε υποδοχή του. Και καθώς μιλούσαν, τους είπε ο γέρων : « Είπα στον Αββά Αντώνιο, ότι δεν έχουμε Θεία Ευχαριστία στον τόπο μας ». Και άρχισαν οι πατέρες να μιλούν για άλλα και παρέλειψαν να τον ρωτήσουν και να μάθουν τι αποκρίθηκε ο γέρων, ούτε δε ο γέρων τους το είπε. Και αυτό λοιπόν έλεγε κάποιος από τους πατέρες, ότι σαν δουν οι πατέρες ότι παραλείπουν οι αδελφοί να ρωτήσουν για κάτι το ωφέλιμο σ’ αύτούς, αναγκάζουν το εαυτό τους να μιλήσουν πρώτοι. Και αν δεν αναγκασθούν από τους αδελφούς, δεν εισέρχονται ακόμη στο θέμα. Για να μη φανούν ότι μιλούν χωρίς να ρωτηθούν και δοθή έτσι εντύπωση αργολογίας.
κζ΄ . Παρακάλεσε ο Αββάς Ησαΐας τον Αββά Μακάριο, λέγοντας : «Πες μου κάτι ». Και του λέγει ο γέρων « Φεύγε τους ανθρώπους ». Και τον ρωτά ο Αββάς Ησαΐας : « Τι σημαίνει το να φεύγη τινάς τους ανθρώπους ; ». Και ο γέρων του αποκρίθηκε : « Το να μείνης στο κελλί σου και να κλάψης τις αμαρτίες σου ».
κη΄. Έλεγε ο Αββάς Παφνούτιος, ο μαθητής του Αββά Μακαρίου : « Παρακάλεσα τον πατέρα μου, λέγοντας : Πες μου κάτι. Και εκείνος μου είπε : Μη κάμης κακό σε κανένα και μη κατακρίνης κανέναν. Αυτά να τηρής και σώζεσαι ».
κθ'. Είπε ο Αββάς Μακάριος : « Να μη κοιμηθής σε κελλί αδελφού οπού έχει κακή φήμη ».
λ'. Πήγαν κάποτε στον Αββά Μακάριο μερικοί αδελφοί σε Σκήτη και δεν βρήκαν στο κελλί του τίποτε παρά νερό σαπισμένο. Και του λέγουν : « Αββά, έλα επάνω σε κώμη και σε αναπαύουμε ». Τους λέγει ο γέρων : « Γνωρίζετε, αδελφοί, το αρτοποιείο του δείνα στην κώμη ; ». Και του απαντούν : « Ναι ». Τους λέγει κατόπιν ο γέρων : « Και εγώ το γνωρίζω. Γνωρίζετε και το χωράφι του δείνα όπου ο ποταμός περνά ; ». Του λέγουν : « Ναι ». Τους λέγει τότε ο γέρων : « Και εγώ το γνωρίζω. Όταν λοιπόν θέλω, δεν έχω την ανάγκη σας, αλλά μόνος μου πηγαίνω ».
λα'. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο, ότι, αν πήγαινε σ’ αυτόν κάποιος αδελφός σαν σε άγιο και μεγάλο γέροντα με φόβο, τίποτε δεν του έλεγε. Αν δε κάποιος από τους αδελφούς του έλεγε για να τον ταπεινώση : « Αββά, όταν ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πουλούσες, δεν σε έδερναν οι φύλακες ; », του μιλούσε μετά χαράς για ότι τον ρωτούσε.
λβ΄. Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον μεγάλο, ότι έγινε, καθώς είναι γραμμένο, Θεός επίγειος. Γιατί, καθώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο Αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα, οπού τα έβλεπε σαν να μη τα έβλεπε και τα άκουε σαν να μη τα άκουε.
λγ'. Διηγήθηκε ο Αββάς Βιτίμιος, ότι έλεγε ο Αββάς Μακάριος : « Ενώ έμενα κάποτε σε Σκήτη, κατέβηκαν εκεί δυο νέοι από ξένο τόπο. Και ο μεν ένας είχε γενειάδα, ενώ ο άλλος μόλις οπού του φύτρωνε γενειάδα. Και ήλθαν σ’ εμένα, λέγοντας : Που είναι το κελλί του Αββά Μακαρίου ; Και εγώ είπα : Τι τον θέλετε ; Και απαντούν : Ακούοντας τα σχετικά μ’ αυτόν και τη Σκήτη, ήλθαμε να τον δούμε. Τους λέγω : Εγώ είμαι. Και έβαλαν μετάνοια, λέγοντας : Εδώ θέλουμε να μείνουμε. Αλλά εγώ, βλέποντάς τους μαλθακούς και σαν καλομαθημένους σε πλούτη, τους λέγω : Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ. Και λέγει ο μεγαλύτερος : Αν δεν γίνεται να μείνουμε εδώ, πηγαίνουμε άλλου. Λέγω εγώ στον λογισμό μου : Γιατί τους αποδιώχνω και σκανδαλίζομαι ; Ο κόπος θα τους κάμη να φύγουν μόνοι τους. Και τους λέγω τότε : Ελάτε, φτιάχτε για τον εαυτό σας κελλί, αν μπορήτε. Μου λέγουν: Δείξε μας τόπο και το φτιάχνουμε. Τους έδωσα δε πελέκι και σακκούλι γεμάτο ψωμιά, καθώς και αλάτι. Τους έδειξα και βράχο σκληρό, λέγοντας : Κόψετε εδώ πέτρα και φέρετε ξύλα από το έλος και αφού φτιάξετε στέγη, μείνετε. Και μέσα μου, πίστευα ότι εξ αίτιας του κόπου θα έφευγαν. Με ρώτησαν δε, τι εργασία κάνουν εδώ οι μοναχοί. Και τους λέγω : Πλεξούδες. Και παίρνω βάγια από το έλος και τους δείχνω την αρχή της πλεξούδας και πώς πρέπει να ράβουν. Και τους είπα : Κάνετε ζεμπίλια, δίνετέ τα στους φύλακες και θα σας φέρνουν ψωμιά. 'Ύστερα λοιπόν εγώ έφυγα. Αυτοί δε, με υπομονή, όλα τα έκαμαν όσα τους είπα. Και δεν ήλθαν σ’ εμένα, επί τρία χρόνια. Και έμεινα πολεμώντας τους λογισμούς και λέγοντας : Ποιά να είναι τάχα η εργασία τους και δεν ήλθαν να με ρωτήσουν για λογισμούς ; Οι από μακριά έρχονται σ’ εμένα και αυτοί οπού είναι κοντά μου δεν ήλθαν, αλλά ούτε και σε άλλους πήγαν. Μόνο στην εκκλησία πηγαίνουν, σιωπώντας, για να μεταλάβουν. Και προσευχήθηκα στον Θεό, νηστεύοντας μια εβδομάδα, να μου φανερώση τι εργασία έκαναν. Και αφού πέρασε η εβδομάδα, σηκώθηκα και πήγα σ’ αυτούς, για να δω πώς ζουν. Χτύπησα την πόρτα, μου άνοιξαν και με ασπάσθηκαν σιωπώντας. Και αφού έκαμα ευχή, κάθισα. Νεύοντας δε ο μεγαλύτερος στον μικρότερο να βγη έξω, κάθισε φτιάχνοντας πλεξούδα και δεν έλεγε τίποτε. Και την ώρα την ενάτη, χτύπησε και ήλθε ο μικρότερος και ετοίμασε λίγο φαγητό και παρέθεσε τραπέζι, αφού του ένευσε ο μεγαλύτερος. Και έβαλε τρία παξιμάδια και έμεινε σιωπώντας, εγώ δε είπα : Σηκωθήτε, να φάμε. Και σηκωθήκαμε και φάγαμε. Και έφερε το κανάτι και ήπιαμε. Μόλις δε έγινε βράδι, μου λέγουν : Πηγαίνεις ; Εγώ τους αποκρίθηκα : Όχι, αλλά εδώ θα κοιμηθώ. Και μου έστρωσαν ένα ψαθί παράμερα και για τον εαυτό τους άλλο, στην άλλη γωνία, παράμερα. Και ξεζώστηκαν και έβγαλαν τους αναλάβους τους. Και έπεσαν μαζί στο ψαθί, απέναντι μου. Μόλις δε πλάγιασαν, προσευχήθηκα στον Θεό να μου φανέρωση την εργασία τους. Και άνοιξε η στέγη και έγινε φως σαν να ήταν μέρα. Αυτοί όμως δεν έβλεπαν το φως. Και πιστεύοντας ότι κοιμόμουν, σκουντά ο μεγαλύτερος τον μικρότερο στο πλευρό, σηκώνονται, ζώνονται και απλώνουν τα χέρια στον ουρανό. Εγώ τους έβλεπα, αυτοί όμως δεν με έβλεπαν. Και είδα τους δαίμονες να έρχονται σαν μυίγες στον μικρότερο. Και άλλοι μεν έρχονταν να καθίσουν στο στόμα του, άλλοι δε στα μάτια του. Και είδα Άγγελο Κυρίου, κρατώντας πύρινη ρομφαία, να τον περιτειχίζη και να διώχνη τους δαίμονες απ’ αυτόν. Στον δε μεγαλύτερο, δεν μπορούσαν να πλησιάσουν. Και κατά το πρωί, ξανάπεσαν στο στρωσίδι τους. Και εγώ έκαμα πώς ξύπνησα και αυτοί το ίδιο. Μου λέγει τότε ο μεγαλύτερος μονάχα αυτά τα λόγια : θέλεις να πούμε τους δώδεκα ψαλμούς ; Λέγω : Ναι. Και ψάλλει ο μικρότερος πέντε ψαλμούς από έξη στίχους και ένα Αλληλούια. Και σε κάθε στίχο, έβγαινε λαμπάδα φωτιάς από το στόμα του και ανέβαινε στον ουρανό. Το ίδιο και με τον μεγαλύτερο, όταν άνοιγε το στόμα του ψάλλοντας, σαν σχοινί φωτιάς έβγαινε και έφθανε έως τον ουρανό. Και εγώ είπα λίγα, οπού τα θυμόμουν. Και βγαίνοντας, λέγω : Ευχηθήτε για μένα. Και αυτοί έβαλαν μετάνοια, σιωπώντας. Έμαθα λοιπόν ότι ο μεγαλύτερος ήταν τέλειος. Ενώ τον μικρότερο τον πολεμούσε ακόμη ο εχθρός. Ύστερα δε από λίγες μέρες, κοιμήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός και την τρίτη μέρα ο μικρότερος ». Και όταν πήγαιναν μερικοί από τους πατέρες στον Αββά Μακάριο, τους έπαιρνε στο κελλί τους, λέγοντας : « Ελάτε να δήτε τον τόπο μαρτυρίου των μικρών ξένων ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

33. Ο Αδάμ ήταν ο γενάρχης του ανθρώπινου γένους;

Ναι, ήταν. Ήταν η ρίζα του ανθρώπινου γένους, από την οποία εκβλαστάνουν όλοι οι καταγόμενοι απ’ αυτόν άνθρωποι. Η Γραφή λέγει: «(ο Θεός) εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης». Στην ενότητα αυτή της φύσεως δε στηρίζεται μόνο η καταγωγή των ανθρώπων από το γενάρχη και η μετάδοση της αμαρτίας του προπάτορα σε όλους τους απογόνους του Αδάμ, αλλά και η καταγωγή των πιστών από τη νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητας, το Χριστό, και η μετάδοση σ’ αυτούς των καρπών του σωτηρίου έργου Του.

Αν όμως όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από το αυτό ζεύγος (Αδάμ και Εύα), τότε που οφείλονται οι ποικίλες διαφορές που παρατηρούνται στους ανθρώπους, ως προς το κρανίο, το χρώμα, τη νοητική κατάσταση και τη σωματική τους εν γένει διάπλαση; Οι διαφορές αυτές είναι πραγματικές· όμως δεν οφείλονται σε διαφορετικούς γενάρχες, τους οποίους έπλασε τάχα ο Θεός με τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά. Οφείλονται μάλλον στις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο έζησαν οι άνθρωποι, στο κλίμα, τη δίαιτα και τα αλλά συναφή. Το ότι οι άνθρωποι αποτελούν μία πανανθρώπινη ενότητα αποδεικνύουν η γόνιμη σύζευξη μεταξύ τους, η δι’ ασκήσεως δεκτικότητα των καθυστερημένων ανώτερης σκέψεως και ζωής και τα πορίσματα της συγκριτικής γλωσσολογίας, μυθολογίας και εθνολογίας.

 

34. Πώς μεταδίδεται η ψυχή στον άνθρωπο;

Στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχει ομοφωνία στην ορθόδοξη θεολογία. Ενώ για την καταγωγή του σώματος, ότι δηλαδή αυτό προέρχεται από τους γονείς με τη διαδικασία της φυσικής συλλήψεως οι πάντες συμφωνούν, για την καταγωγή της ψυχής δεν υπάρχει ομόφωνη διδασκαλία.
Σχετικά με το θέμα αυτό υπάρχουν τρεις βασικές θεωρίες: η της προϋπάρξεως, της μεταφυτεύσεως και της δημιουργίας.
Κατά τη θεωρία της προϋπάρξεως, οι ψυχές προϋπήρχαν των σωμάτων σε έναν άλλο κόσμο, στον οποίο ελεύθερα αμάρτησαν, και ο Θεός για να τις τιμωρήσει τις στέλνει στη γη να μπουν σε υλικά σώματα για να καθαρθούν. Τη θεωρία αυτή, που δίδαξε ο Ωριγένης, την καταδίκασε η Εκκλησία. Κατά τη Γραφή η αμαρτία έλαβε αρχή αφότου ο άνθρωπος πήρε από το Θεό την ψυχοσωματική του ύπαρξη και όχι νωρίτερα. Άλλωστε κανένας ιστορικός άνθρωπος δεν έχει μέσα του τη συνείδηση ότι αμάρτησε σε έναν άλλο πρότερο κόσμο και ότι στη γη ζει για να καθαρθεί.

Κατά τη θεωρία της μεταφυτεύσεως (Traducianismus, εκ του Tradux = αποσπάδα, υποφυάδα), την οποία αποδέχοντοι αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας (Τερτυλλιανός, Μ. Αθανάσιος, Γρηγόριος Νύσσης), η ψυχή καταβάλλεται στον άνθρωπο από τους γονείς μαζί με το σώμα δια της φυσικής συλλήψεως. Η θεωρία αυτή, που είναι σύμφωνη με τους νόμους γεννήσεως των άλλων όντων, εξηγεί κάπως τη μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος και εξαίρει την πανσοφία του Θεού που δημιούργησε τα πάντα εφάπαξ, χωρίς να έχουν αυτά ανάγκη άλλης δημιουργικής ενέργειας του Θεού, εκτός μόνο της συντηρητικής Του θείας πρόνοιας. Από την άλλη όμως μεριά αντίκειται προς την περιωπή της πνευματικής ψυχής, την οποία κατεβάζει στη στάθμη της φυσικής συλλήψεως του υλικού σώματος.

Κατά τη θεωρία, τέλος, της δημιουργίας (Creatianismus), την οποία δέχονται οι Λατίνοι Πατέρες, ο Θεός δημιουργεί κάθε φορά την ψυχή την οποία στέλλει να ενωθεί με το υλικό σώμα (το έμβρυο) που μορφώνεται δια της γαμικής ενώσεως στη μήτρα της γυναίκας. Η θεωρία αυτή, υπέρ της οποίας φαίνεται να συμφωνούν αρκετά χωρία της αγίας Γραφής, εξαιρεί μεν το μεγαλείο της πνευματικής ψυχής δημιουργουμένης απ’ ευθείας από το Θεό, την παρουσιάζει όμως να μολύνεται από το προπατορικό αμάρτημα με την ένωσή της με το υλικό σώμα, πράγμα που θυμίζει μανιχαϊστικές διαρχικές αντιλήψεις.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 50-52)

ιγ΄.  Ανέβηκε κάποτε ο Αββάς Μακάριος από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εισήλθε στο ιερό για να κοιμηθή. Ήταν δε εκεί σκελετοί παλαιοί, από νεκρούς ειδωλολάτρες. Και, παίρνοντας ένα, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Οι δαίμονες λοιπόν, βλέποντας το θάρρος του, φθόνησαν. Και θέλοντας να τον τρομάξουν, φώναζαν τάχα σε μια γυναίκα, λέγοντας : « Καλή μας, έλα μαζί μας στο λουτρό ». Και αποκρίθηκε άλλος δαίμων, από κάτω του, σαν από τους νεκρούς, λέγοντας : « Ξένον έχω επάνω μου και δεν μπορώ να έλθω ». Αλλά ο γέρων δεν πτοήθηκε και με θάρρος χτυπούσε τον σκελετό, λέγοντας : « Σήκω, πήγαινε στο σκοτάδι, αν μπορής ». Και ακούοντας το οι δαίμονες, φώναξαν δυνατά : « Μας νίκησες!». Και έφυγαν καταντροπιασμένοι.
Ιδ΄.  Έλεγαν για τον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο, ότι, ανεβαίνοντας από Σκήτη και φορτωμένος ζεμπίλια, κουράστηκε και κάθισε. Και προσευχήθηκε, λέγοντας : « Θεέ μου, συ ξέρεις ότι δεν μπορώ πια ». Και, ευθύς, βρέθηκε στον ποταμό.
ιε΄. Είχε κάποιος γυιό παράλυτο στην Αίγυπτο. Και τον έφερε στο κελλί του Αββά Μακαρίου. Και, αφήνοντας τον μπροστά στην πόρτα να κλαίη, έφυγε μακριά. Σκύβοντας λοιπόν ο γέρων, είδε το παιδί και του λέγει : « Ποιος σε έφερε εδώ ; ». Και αποκρίνεται : « Ο πατέρας μου με έρριξε εδώ και έφυγε ». Του λέγει ο γέρων : « Σήκω και φθάσε τον ». Και, ευθύς, βρίσκοντας την υγεία του, σηκώθηκε και έφτασε στον πατέρα του. Και έτσι γύρισαν στο σπίτι τους.
ιστ'. Ο Αββάς Μακάριος ο μέγας έλεγε στους αδελφούς, στη Σκήτη, όταν απέλυε τη σύναξη: « Φεύγετε, αδελφοί ». Και του είπε ένας από τους γέροντες : « Που έχουμε να φύγουμε πιο πολύ από την έρημο αυτή ; ». Εκείνος δε έθετε το δάχτυλό του στο στόμα, λέγοντας : « Αυτό να φεύγετε ». Και έμπαινε στο κελλί του και έκλεινε τη θύρα και καθόταν.
ιζ'. Είπε ο ίδιος Αββάς Μακάριος : « Αν, επιτιμώντας κάποιον, κινηθής σε οργή, δικό σου πάθος ικανοποιείς. Δεν χρειάζεται να χάσης την ψυχή σου, για να σώσης άλλους ».
ιη΄. Ο ίδιος Αββάς Μακάριος, όταν ήταν στην Αίγυπτο, βρήκε κάποιον οπού είχε ζώο και του έκλεβε τα υπάρχοντα του. Και ο ίδιος, σαν να ήταν κανείς ξένος, συμπαραστάθηκε στον κλέφτη, φόρτωνε μαζί του το ζώο και πολύ ατάραχα τον ξεπροβόδιζε, λέγοντας τα έξης: «Τίποτε δεν φέραμε μέσα στον κόσμο, άρα και τίποτε δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, φεύγοντας. Ο Κύριος έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι και έγινε. Ευλογητός ο Κύριος για όλα».
ιθ΄.  Ρώτησαν κάποιοι τον Αββά Μακάριο, λέγοντας : « Πώς πρέπει να προσευχώμαστε ; ». Τους λέγει ο γέρων : « Δεν χρειάζονται περιττά λόγια, αλλά να απλώνετε τα χέρια και να λέτε : Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με. Και αν έρχεται πειρασμός : Κύριε, βοήθησέ με. Εκείνος γνωρίζει τι είναι για καλό μας και μας ελεεί ».
κ΄. Είπε ο Αββάς Μακάριος: «Αν σου έχη γίνη η εξουδένωση σαν τον έπαινο και η φτώχεια σαν τον πλούτο και η ανέχεια σαν την αφθονία, δεν πεθαίνεις. Γιατί είναι αδύνατον, όποιος σωστά πιστεύει και εργάζεται με ευσέβεια, να πέση σε ακάθαρτα πάθη και σε πλάνη διαμόνων».
κα΄.  Έλεγαν ότι αμάρτησαν δύο αδελφοί σε Σκήτη και τους χώρισε ο Αββάς Μακάριος, οπού καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και γι αυτό επωνομαζόταν «ο πολιτικός». Ήλθαν μερικοί και το ανέφεραν στον Αββά Μακάριο, τον μέγα, τον Αιγύπτιο. Και εκείνος είπε: «Δεν είναι οι αδελφοί χωρισμένοι, αλλά ο Μακάριος είναι χωρισμένος». Γιατί του έτρεφε αγάπη. Άκουσε ο Αββάς Μακάριος ότι τον χώρισε ο γέρων και έφυγε στο έλος. Βγήκε λοιπόν ο Αββάς Μακάριος ο μέγας. Και τον βρίσκει να τον τρώνε τα κουνούπια: «Συ χώρισες τους αδελφούς και να, ήταν να φύγουν και να πάνε στην κώμη. Εγώ χώρισα εσένα και συ, σαν καλή παρθένος, στον εσώτερο κοιτώνα έφυγες εδώ. Εγώ δε, καλώντας τους αδελφούς, έμαθα απ’ αυτούς και είπα : Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε. Βλέπε λοιπόν και συ, αδελφέ, μη από δαίμονες ξεγελάστηκες, γιατί τίποτε δεν είδες. Αλλά βάλε μετάνοια για το σφάλμα σου ». Και εκείνος είπε : « Αν θέλης, ορισέ μου μετάνοια ». Βλέποντας δε ο γέρων την ταπείνωση του, έλεγε : « Πήγαινε και νήστευσε τρεις εβδομάδες, τρώγοντας κάθε εβδομάδα». Γιατί αυτό ήταν πάντα το έργο του, να νηστεύη τις εβδομάδες.
Κβ΄. Είπε ο Αββάς Μωυσής στον Αββά Μακάριο, σε Σκήτη : « θέλω να ησυχάσω και δεν με αφήνουν οι αδελφοί ». Και του λέγει ο Αββάς Μακάριος : « Βλέπω ότι η ιδιοσυγκρασία σου είναι τρυφερή και δεν μπορείς να αποστραφής αδελφό. Αλλά αν θέλης να ησυχάσης, πήγαινε στα ενδότερα της ερήμου, στην Πέτρα. Και εκεί ησυχάζεις». Αυτό και έκαμε και βρήκε ανάπαυση.
κγ΄. Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο και του λέγει : « Αββά, πες μου κάτι, πώς να σωθώ ». Και του λέγει ο γέρων : « Πήγαινε στο κοιμητήρι και βρίσε τους νεκρούς». Πήγε λοιπόν ο αδελφός, ύβρισε και λιθοβόλησε. Και γυρίζοντας, το ανέφερε στον  γέροντα. Και του λέγει : « Τίποτε δεν σου είπαν ; ». Και αποκρίνεται : « Τίποτε ». Και του λέγει ο γέρων : « Πήγαινε πάλι αύριο και εξύμνησε τους ». Έφυγε ο αδελφός λοιπόν και πήγε και τους εξύμνησε, λέγοντας : « Απόστολοι άγιοι και δίκαιοι ». Και ήλθε στον γέροντα και του είπε: « Τους εξύμνησα ». Και του λέγει : « Τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν ; ». Είπε ο αδελφός : « Τίποτε ». Του λέγει ο γέρων : « Είδες πόσο τους εξευτέλισες και τίποτε δεν σου αποκρίθηκαν και πόσο τους εξύμνησες και καθόλου δεν σου μίλησαν ; Έτσι και συ γίνε νεκρός, αν θέλης να σωθής. Μήτε την αδικία των ανθρώπων μήτε τους ύμνους τους να λογαριάζης, όπως οι νεκροί. Και μπορείς να σωθής ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

200. Πρέπει να είμαστε ένα πνεύμα με τον Κύριο, πνεύμα αγιότητας, αγάπης, αγαθότητος, πραότητος, μακροθυμίας, ελέους. Όποιος δεν έχει αυτό το πνεύμα, δεν ανήκει στον Θεό. Ας γίνουμε αγάπη, ας γίνουμε ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. Κύριε, αξίωσέ μας να το κατορθώσουμε. «Γένοιτο εφ’ ημάς το έλεός σου».

201. Τι θα γίνη μ’ εμάς στη μέλλουσα ζωή, όταν κάθε τι που μας αιχμαλώτισε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο –πλούτη, τιμές, φαγοπότι, πολυτελή ρούχα, φανταχτερά σπίτια – δεν θα τα έχουμε πλέον μαζί μας; Όταν όλα αυτά θα μας φαίνωνται σαν όνειρο που διαλύθηκε; Όταν τα έργα της πίστεως και της αρετής, της εγκρατείας, της αγνότητος, της καλωσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής, της υπακοής θα μας ζητηθούν και δε θα μπορούμε να τα παρουσιάσουμε στον Κριτή μας;

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 95-96)

31. Η γυναίκα βρίσκεται στο αυτό δημιουργικό ύψος με τον άντρα;

Απόλυτα ναι. Από την πλάση της η γυναίκα δεν είναι κατώτερη από τον άντρα. Δεν υπάρχει κάτι ουσιώδες από τη φυσική ανθρώπινη ιδιοσυστασία που να μην το έχει και αυτή. Είναι άρτιος και ολοκληρωμένος άνθρωπος στο αυτό μέτρο που είναι και ο άντρας. Έχει πλήρη όλα τα συστατικά της φύσεως μέρη, σώμα και ψυχή. Ο Θεός όταν θέλησε να πλάσει τον άνθρωπο, δεν τον έπλασε μόνο άντρα, αλλά και γυναίκα. Η πραγματική ιδέα του ανθρώπου, θεωρείται ισότιμα και στα δύο φύλα, μάλλον στην ένωση των δύο. Χωρίς το ένα απ’ αυτά η Ανθρώπινη ιδέα είναι ελλιπής. Αν η Γραφή λέει, ότι η γυναίκα πλάστηκε από το Θεό μετά την πλάση του άντρα και από την πλευρά του, αυτό δεν σημαίνει οποιαδήποτε υποτίμηση της γυναίκας, αλλά το στενό σύνδεσμο και την αλληλεξάρτηση των δύο φύλων, άσχετα αν στην ιεράρχηση της ζωής ο άντρας φέρεται — όχι πάντοτε βέβαια— να προέχει της γυναίκας. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, οφειλόμενο σε πολλούς λόγους όχι πάντοτε αδιάβλητους. Στις καταχρήσεις στον τομέα αυτό οφείλουν τη γένεση τους και τα διάφορα φεμινιστικά κινήματα, τα οποία όμως δεν είναι κι αυτά πάντα αδιάβλητα.

Η γυναίκα είναι ίση με τον άντρα τόσο στη φυσική τάξη της δημιουργίας, όσο και στο πεδίο της χάριτος και της βασιλείας του Θεού. Όσοι κακολογούν και υποβαθμίζουν τη γυναίκα —στο μεσαίωνα έφθασαν σε σημείο να διερωτώνται αν η γυναίκα έχει ψυχή! — είναι ανόητοι. Άλλωστε από γυναίκα δε γεννήθηκε ο Υιός του Θεού, την οποία ανέδειξε «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ένδοξοτέραν άσυγκρίτως των Σεραφείμ»;.

 

32. Ποιά είναι τα συστατικά μέρη της φύσεως του ανθρώπου;

Είναι δύο, το σώμα και η ψυχή. Το πρώτο είναι υλικό, πλάστηκε από το χώμα της γης, και είναι από τη φύση του φθαρτό (δε θα πέθαινε βέβαια αν ο πρώτος άνθρωπος δεν έπεφτε στην αμαρτία)· το δεύτερο, η ψυχή, δεν προέρχεται εξ απορροής από την ουσία του Θεού (δεν είναι δηλαδή κομμάτι της), αλλά ουσία άυλη και νοερά, αθάνατη και άφθαρτη, που πλάστηκε «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν) και δόθηκε σαν εμφύσημα θείο στο σώμα για να το κινεί και να το ζωογονεί. Αυτή είναι η αντίληψη στην ορθόδοξη ανθρωπολογία.

Παράλληλα όμως με αυτή υπάρχει και μία άλλη θεωρία κατά την οποία η φύση του ανθρώπου έχει τρία συστατικά μέρη, το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή. Είναι η τριχοτομική θεωρία που εμπνέεται από τα διδάγματα της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Σ’ αυτή στηρίχθηκε ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, για να διατυπώσει τα ειδικά διδάγματά του στο πεδίο της Χριστολογίας, καθώς και άλλοι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας. Στη Γραφή υπάρχουν πολλά χωρία που εκ πρώτης όψεως στηρίζουν τη θεωρία αυτή: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος»· «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁλόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη». Τα χωρία όμως αυτά και αλλά παρόμοια διδάσκουν πράγματι την τριχοτομική θεωρία;

Αν μελετηθούν προσεκτικά, νομίζω όχι. Η διάκριση που γίνεται μεταξύ πνεύματος και ψυχής είναι μάλλον φαινομενική, παρά πραγματική. Δε σημαίνει ότι αυτά τα δύο είναι ίδια και αυτοτελή συστατικά μέρη στην πνευματική ουσία του ανθρώπου, αλλά είναι δύο όψεις ενός και του αυτού πράγματος, της ψυχής, ανάλογα με τη στροφή της είτε στο Θεό και τα θεία πράγματα (πνεύμα), είτε στα υλικά και τα χαμαίζηλα (ζωική ψυχή). Έτσι η Γραφή τον άνθρωπο που είναι αφοσιωμένος στο Θεό και κινείται από τη χάρη του ‘Αγίου Πνεύματος τον αποκαλεί πνευματικό, τον δε αποκομμένο από το Θεό και προσηλωμένο στα υλικά πράγματα της γης τον χαρακτηρίζει σαρκικό ή ψυχικό.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 49-50)

«Ο κάθε άνθρωπος ας είναι πρόθυμος στο να ακούσει, συγκρατημένος στο να μιλάει» (Ιακ. 1:19)

Κάποιος είπε: «Μερικές φορές είναι καλύτερα ν’ αφήνεις τον άλλον με την απορία γιατί δε μίλησες, παρά γιατί μίλησες». Αυτό είναι πολύ σωστό, γιατί δεν υπάρχει ίσως τίποτε άλλο που να ανοίγει κατά λάθος τόσο συχνά όσο το στόμα του ανθρώπου.

Κάποιος είπε: «Ο λόγος που τα σκυλιά είναι τόσο αγαπητά κι έχουν τόσους πολλούς καλούς φίλους είναι ότι προτιμούν να κουνούν την ουρά τους παρά τη γλώσσα τους».

Η Αγία Γραφή λέει: «Αν κανείς δε φταίει σε λόγο, αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος, ικανός να κυβερνήσει και ολόκληρο το σώμα του» (Ιακ. 3:2). Κι ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Και σας βεβαιώνω πως για κάθε ανώφελο λόγο που θα πουν οι άνθρωποι θα λογοδοτήσουν την Ημέρα της Κρίσης. Γιατί με βάση τα λόγια σου θα αθωωθείς και με βάση τα λόγια σου θα καταδικαστείς» (Ματ. 12:36-37).

Μια ξένη παροιμία λέει: «Μη δίνεις πολλή ελευθερία στη γλώσσα σου, για να μη σε κάνει σκλάβο της».

Ας προσευχόμαστε ο Θεός να μας βοηθήσει να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μας μ’ έναν τρόπο που κι εμάς θα μας εξυψώνει ηθικά και το όνομα Εκείνου θα δοξάζει.

Σε μια τοπική εφημερίδα της Πολιτείας Κάνσας της Αμερικής, είχε δημοσιευτεί η εξής αγγελία: «Είμαι διαθέσιμος για μισή ώρα ν’ ακούω όποιον με πάρει τηλέφωνο για πέντε δολάρια. Ο αριθμός τηλεφώνου είναι…». Σε πολλούς προκάλεσε έκπληξη η αγγελία αυτή. Θεώρησαν θρασύ αυτόν που την έβαλε. Το εκπληκτικό όμως στην υπόθεση ήταν τα αποτελέσματα της δημοσίευσης. Ο άνθρωπος αυτός άρχισε να δέχεται από 10 μέχρι 20 τηλεφωνήματα την ημέρα! Αυτή η ιστορία κρύβει ένα μεγάλο γεγονός. Ο άνθρωπος σήμερα θα έδινε οτιδήποτε, απλά και μόνο για να τον ακούει κάποιος. Γι’ αυτό βλέπουμε και τη μεγάλη αύξηση των επισκέψεων σε ψυχιάτρους ή ψυχολόγους, οι οποίοι πληρώνονται για ν’ ακούν. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πει σε κάποιον άλλο τον πόνο του και να συμμεριστεί τα προβλήματά του. Δώσε λίγο χρόνο σήμερα, απλά ν’ ακούσεις κάποιον που έχει την ανάγκη να μιλήσει.

 

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

198. Πρέπει να εξομολογούμαστε συχνά τις αμαρτίες μας, απαλλάσσοντας τον εαυτό μας από το βδελυρό βάρος τους. Σκέψου, άνθρωπε, σε τι αθλία κατάστασι σε έφερε η αμαρτία και τι έκαμε για τη σωτηρία σου ο Κύριος σου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού. Θυμήσου τη Σάρκωσί του, τη διδαχή του, τα θαύματά του, το Πάθος του, την ταφή του, την εκ νεκρών έγερσί του. Σκέψου τι αντίλυτρο προσέφερε για μας και τι απαιτεί από μας τώρα: να του προσφέρουμε ολόκληρο τον εαυτό μας, να ζούμε πλέον όχι για το εγώ μας, αλλά γι’ Αυτόν, κάνοντας τις εντολές του. Μακριά λοιπόν από κάθε τι που οδηγεί στην αμαρτία. Ας σταυρώσουμε τη σάρκα με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Ας αποστρέψουμε τα μάτια από τα πλανερά θέλγητρα του κόσμου τούτου. Ας κερδίσουμε την ψυχή μας με την υπομονή. Ας αγαπάμε τον Θεό με όλο μας το είναι και το πλησίον μας σαν τον εαυτό μας.

199. Τι έκαμε ο Κύριος για μας, τα ασήμαντα, αχάριστα και βυθισμένα στο κακό πλάσματά του; Έγειρε τους ουρανούς και κατέβηκε, φόρεσε τον πηλό της σαρκός μας, πραγματοποίησε πλήθος θαύματα, έχυσε το αίμα του στον Σταυρό, «κατήλθεν εις Άδου», έδεσε τον Σατανά, έθραυσε τις πύλες του Άδου, ελευθέρωσε τους «πεπεδημένους» (δεσμίους), που βρίσκονταν εκεί, ύψωσε το γένος μας στον ουρανό. Ας ανταποκριθούμε λοιπόν στην κορυφαία του εντολή, αγαπώντας αλλήλους. Ας παύσουμε να τον προσβάλλουμε με την αντίστασι του εγώ μας, στο άγιο θέλημά του. Κύριε, βοήθησέ μας!

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 95)

katafigioti

lifecoaching