ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

749- ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΔΙΚΟ.

Κάποιος άραβας πριν πεθάνη είχε συντάξει τη διαθήκη του και μεταξύ άλλων είχε γράψει και τα εξής:

«Έθεσα όλη μου την περιουσία στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο του γραφείου. Όσα περιέχει τα παραχωρώ στον πιο ευτυχισμένο της γης».

Μετά το θάνατό του 10.000 πρόσωπα έτρεξαν στον καδή για να τον βεβαιώσουν πως ήταν οι πιο ευτυχισμένοι της γης και ότι γι’ αυτό είχαν δικαίωμα στο θησαυρό. Δεν έλειψαν οι φιλονικίες, τα κτυπήματα, οι φωνές. Ο καδής, για να προλάβη χειρότερα, έσπευσε να δηλώση πως αυτός ήταν ο πιο ευτυχισμένος της γης και ότι γι’ αυτό ο θησαυρός του ανήκε.

Ανοίγει λοιπόν το χρηματοκιβώτιο και βρίσκει μέσα…μερικά χαλίκια μ’ ένα γράμμα που έλεγε:

«Αν ήσουν πραγματικά ο πιο ευτυχισμένος της γης, θα είχες ανάγκη από τα χρήματά μου;…».

752- Ρώτησαν ένα αναχωρητή:

-Πως κατορθώνεις σε τέτοια απομόνωσι που ζης και με τόσες στερήσεις να είσαι πάντα ευτυχισμένος;

-Προσπαθώντας να έχω τον Θεό πάντα μαζί μου, γιατί Αυτός είναι που πλημμυρίζει τη ζωή μου από ευτυχία, απάντησε ο αναχωρητής.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 343-345)

ΈΝΑΣ ΑΓΑΘΟΤΑΤΟΣ Ερημίτης γειτόνευε με κάποιον τεμπέλη μοναχό, που βαριόταν να δουλέψει και για να ζήσει πήγαινε κρυφά στην καλύβη του γείτονά του και του έκλεβε τα πράγματα.
Ο Ερημίτης το είχε καταλάβει, αλλά δεν έκανε ποτέ του λόγο γι’ αυτό στον ένοχο.
- Για να κάνει τέτοια πράξη, θα έχει πολλή ανάγκη ο αδελφός, έλεγε συχνά στον εαυτό του ο αγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως σκληρά για να καταφέρει να ζήσει και μ’ όλο τούτο εστερείτο, γιατί ο κλέφτης, παίρνοντας για κουταμάρα την σιωπή του, είχε εντελώς αποθρασυνθεί και δεν του άφηνε σχεδόν ούτε ψωμί να φάει.
Έφθασε η ώρα να κοιμηθεί ο Ερημίτης κι αι αδελφοί της σκήτης μαζευτηκαν γύρω του να πάρουν την ευχή του. Ανάμεσά τους ο ετοιμοθανατος είδε εκείνον που τόσα χρόνια τον είχε κάνει να υποφέρει με τις κλεψιές του. Του έγνεψε να πάει κοντά του και, όταν εκείνος πλησίασε, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά του κι άρχισε να τα φιλά.
- Ευχαριστώ τα χέρια αυτά, έλεγε, που έγιναν αφορμή να βρω σήμερα τον Παράδεισο.


ΑΝ μάθεις πως κάποιος σε μισεί και σε κακολογεί - λέει ένας από τους Πατέρες - μην του κρατάς κακία. Αν μπορείς μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι θα έχεις το θάρρος να πεις στον Χριστό την ώρα της Κρίσεως: -Άφες, Δέσποτα, τα οφειλήματά μου, καθώς και εγώ άφησα τα οφειλήματα του πλησίον μου.

ΈΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ έχασε τον δρόμο του καθώς περπατούσε στην έρημο και για πολλές ώρες περιπλανιόταν άσκοπα. Επιτέλους, συναντήθηκε με κάποιους ανθρώπους και τους παρακάλεσε να του δείξουν τον τοπο που ήθελε να πάει. Εκείνοι όμως ήταν κακοποιοί και βλέποντάς τον μόνο και ξένο τον παρέσυραν πολύ μακριά με σκοπό να τον ληστέψουν. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς τον πήρε από πίσω.
Ο μοναχός κατάλαβε τις κακές προθέσεις τους, αλλά δεν είπε τίποτε. Όταν έφτασαν κοντά στον ποταμό και επιχείρησαν να τον περάσουν, βγήκε ξαφνικά από τα νερά ένας μεγάλος κροκόδειλος και όρμησε εναντίον του ληστή. Τόσο αιφνίδια ήταν η επίθεση, που εκείνος τα έχασε και χωρίς άλλο θα κατασπαρασσόταν από τα δόντια του θηρίου, αν δεν προλάβαινε ο μοναχός να τον γλυτώσει, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή.
Συγκινημένος ο ληστής από το φέρσιμο του μοναχού, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε συγγνώμη για το κακό που θα του έκανε.
- Μόλις θα περνούσαμε το ποτάμι, του ομολόγησε, είχα σκοπό να σε σκοτώσω, αλλά η καλοσύνη σου με πρόλαβε.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 64-64)

 

 

Η «αμαρτία» του γερο –Αυγουστίνου
Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο- Αυγουστίνος ο Ρώσος ( 1882- 1965),ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής. Κάποτε παρουσιάστηκε οδιάβολος μέσα στο κελλί του σαν σκύλος φοβερός. Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του. Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχοφωνάζοντας:-Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ’την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος. Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή… χτύπησε το διάβολο! Περίμενε με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάει στον πνευματικό του να εξομολογηθεί το ‘αμάρτημα’ του. Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα(μιάμιση ώρα απόσταση από το κελλί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε. ‘ ‘Ο πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός’’, διηγόταν αργότερα ο γέροντας, ‘ ‘και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε να κοινωνήσω. Έγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσχοίνι, και μετά πήγαστη θεία λειτουργία και κοινώνησα. ’’ Οταν ο παπάς έβαζε την αγία λαβίδα στο στόμα μου, είδα την αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα! Και τη μασούσα για να την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μια μεγάλη αγαλλίαση, που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σανλαμπάδα. Έφυγα γρήγορα για να μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη θεία μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελλί μου’’.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.50-51)

Από την πρώτη στιγμή που άκουσα κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας την προτροπή του Χριστού ‘ πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών’ [Κατά Ματθαίον κστ΄27-28] δηλαδή ‘ πιείτε από το ποτήριο αυτό πάντες γιατί αυτό είναι το Αίμα μου με το οποίο επικυρώνεται η Νέα Διαθήκη και το οποίο χύνεται για τη σωτηρία πολλών για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους’ αναρωτήθηκα γιατί ο Χριστός είπε ‘ περί πολλών εκχυνόμενον’ και όχι ‘ περί πάντων…’. Από την ερμηνεία των Πατέρων αυτό που με εντυπωσίασε είναι πως το είπε αυτό ο Χριστός στους Μαθητές Του για να τους προϊδεάσει ότι δε θα πιστέψουν όλοι σ’Αυτόν και έτσι να μην απογοητευθούν!
Είναι μεγάλη η θλίψη αυτού που αγαπάει το Χριστό, ζει γι’ Αυτόν και Τον ευαγγελίζεται να βλέπει πως ό,τι κι αν κάνει μερικές φορές η αντίσταση των ανθρώπων μακριά από το Θεό είναι άκαμπτη! Είναι σαν να είσαι μισοπεθαμένος στην έρημο και ξαφνικά να βρίσκεις μια τεράστια όαση! Να πίνεις νερό και να βυθίζεσαι μέσα σ’αυτό και καταχαρούμενος να πηγαίνεις στους συνανθρώπους σου που ξέρεις πολύ καλά πόσο ανάγκη το έχουν αλλά αυτοί να μη σου δίνουν σημασία! Ή να λένε ‘ κάποια στιγμή θα έρθουμε’, μην καταλαβαίνοντας πως κάθε στιγμή που περνάει μπορεί να είναι και η τελευταία! Διάβασα μια έρευνα του 2000 που απαριθμούσε τους ορθόδοξους χριστιανούς του πλανήτη σε 250.000.000 ενώ τους παπικούς σε 1 δισεκατομμύριο και τους προτεστάντες σε 850.000.000! Αυτό όμως δε με θλίβει σχεδόν καθόλου γιατί είμαι σίγουρος θα οικονομήσει έτσι ο Χριστός που στο τέλος θα τραβήξει πολλούς πάνω Του! ( όσους θέλουν δηλαδή)
Περισσότερο με ανησυχούν οι ‘ορθόδοξοι’ που είναι απλά βαπτισμένοι αλλά αρνούνται πεισματικά να έρθουν στην εκκλησία – δεν τη θέλουν - πιστεύουν απλά σε μια ανώτερη δύναμη ή σε ένα Χριστό δικό τους ( πόσες φορές έχω ακούσει τη φράση ‘ άλλο ο Θεός άλλο ο Χριστός’) ή που θέλουν τόσο πολύ να έρθουν αλλά υψώνονται ως ένα τεράστιο βουνό μπροστά τους οι έννοιες ‘ αμαρτία’ και ‘εξομολόγηση’ ακόμα και οι πιο ανώδυνες ‘σφάλμα’ και ‘συζήτηση’. Και ίσως πιο πολύ απ’όλα προβληματίζομαι με εμάς που καυχιόμαστε για το ότι είμαστε ορθόδοξοι αλλά μόνο στα λόγια και πολλές φορές ούτε σ’αυτά! Είναι μεγάλο μαρτύριο η ιεραποστολή! Μεγάλος αγώνας! Με παρηγορεί όμως πλήρως ότι βρίσκομαι σε έναν ναό που γίνεται από τους ιερείς ιεραποστολική προσπάθεια! Πολλές φορές αισθάνομαι την ενορία μας σαν να είναι ολόκληρος ο κόσμος, το σπίτι μου, το μοναστήρι μου, η παλαίστρα μου και ο παράδεισος μου! Είναι μεγάλη ευλογία για όλους μας να είμαστε εκεί με τους ιερείς, τα αδέρφια μας και όλα αυτά που ζούμε… χαρές και λύπες στη Αγκαλιά του Χριστού μας και της Θεοτόκου! Μακάρι η αγάπη μας και οι προσευχές μας να προσελκύσουν σ’αυτό το ναό ή σε άλλους όλο τον κόσμο!
Μα και αν μπει κάποιος νέος πιστός κάθε ηλικίας, ειδικά νέος, να προσέχουμε πάρα πολύ! Να τον υποδεχτούμε με αγάπη, με διάκριση και προσοχή! Γιατί όσο δύσκολα έρχεται κάποιος νέος τόσο εύκολα μπορεί να ξαναφύγει. Ο κόσμος ο ψεύτικος είναι πολύ δελεαστικός! Εμείς πρέπει να υποδεχόμαστε τα νέα μέλη της εκκλησίας με χαρά πνευματική, με την Αλήθεια του Χριστού μας και με σύνεση. Όπως η μητέρα μάς εμπιστεύεται το νεογέννητό της κι εμείς το πιάνουμε με φόβο και τρόμο να μην το βλάψουμε, έτσι πρέπει να φερόμαστε και στα νέα παιδιά. Να μη νιώθουν ποτέ μοναξιά, ακόμα κι όταν την επιλέγουν! Αν καταφέρουμε όποιος έρχεται στην εκκλησία μας, ακόμα και δειλά- δειλά , να ακούσει μια ομιλία, να θέλει να έρχεται συνέχεια και να μη φύγει ποτέ, τότε νομίζω θα έχουμε καταφέρει πολλά! Γιατί για τους στατιστικολόγους ένας άνθρωπος είναι απλά μια μονάδα, σχεδόν τίποτα, για το Χριστό όμως μια ψυχή, η κάθε ψυχή έχει ανεκτίμητη αξία! (Κ.Δ.Κ)

Ο θάνατος του υποκριτού

Σε μια πόλη ζούσε κάποιος με φήμη αγίου. Όλοι τον τιμούσαν και τον θαύμαζαν βλέποντας την ευσέβεια και την αρετή του. Εκείνος όμως διαρκώς παρώργιζε τον Θεό, γιατί δεν έδιωχνε τους πονηρούς και αισχρούς λογισμούς και δεχόταν τις αμαρτωλές φαντασίες.

Έτσι, ενώ εξωτερικά και φαινομενικά δεν αμάρτανε και παρουσιαζόταν στα μάτια των ανθρώπων σαν άγιος, εσωτερικά και πραγματικά ασελγούσε. Κάποτε αρρώστησε με μια σοβαρή ασθένεια και έφθασε στο θάνατο. Ολόκληρη τότε η πόλις απαρηγόρητη θρηνολογούσε και όλοι, άνδρες και γυναίκες, πενθούσαν θεωρώντας κοινή συμφορά το θάνατό του. Έτυχε να βρίσκεται στην πόλι και ένας διορατικός γέροντας. Μόλις άκουσε τον πάνδημο οδυρμό και είδε την απερίγραπτη θλίψι της πόλεως και έμαθε την αιτία, έσπευσε κι αυτός στον ετοιμοθάνατο για να πάρη την ευλογία του. Είδε εκεί τον επίσκοπο με όλους τους κληρικούς και τους άρχοντες της πόλεως να κρατούν αναμμένες λαμπάδες και να του συμπαραστέκωνται. Άκουσε το πλήθος να οδύρεται:- Μας εγκαταλείπει ο άγιος! Ο πατέρας μας! Ο σωτήρας μας! Αυτός που μας έσωσε με τις προσευχές του!... Ποια ελπίδα σωτηρίας θα έχουμε τώρα; Ποια ασφάλεια θα μας απομείνη; Ο διορατικός γέροντας πλησίασε περισσότερο και με τα εσωτερικά μάτια της ψυχής αντικρύζει θέαμα φοβερό και αξιοδάκριτο: Είδε κάποιον να καρφώνη στην καρδιά του δήθεν αγίου και σωτήρος μια πύρινη τρίαιανα και να ξερριζώνη με μανία την ψυχή του. Ταυτόχρονα άκουσε και μια φωνή από τον ουρανό προς αυτόν που του έπαιρνε την ψυχή: - Όπως ο άνθρωπος αυτός ποτέ δεν με ευχαρίστησε, έτσι κι εσύ ποτέ μη σταματήσης να τον βασανίζης και τιμωρής. Το επεισόδιο αυτό του διορατικού γέροντα, που διέσωσε ο όσιος Ευθύμιος ο Μέγας (377- 473), άφησε ζωντανή μαρτυρία του πόσο σφάλλει η ανθρώπινη κρίσις και του πόση σημασία έχει η εσωτερική καθαρότης. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Συναξαριστής Α΄).

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 67-68)

«Ακριβώς αυτή είναι η φύσις και η δύναμις και η αξία των Μυστηρίων. Να μεταβάλλουν πράγματα, να αλλοιώνουν καταστάσεις, να μεταμορφώνουν γεγονότα, να καθιστούν τον αμαρτωλόν άγιον, τον απηγορευμένον ευλογημένον, να υψώνουν το γεώδες εις τον ουρανόν. Ναι, «πέντε λεπτά» προ του γάμου είναι αμαρτία η σαρκική συνάφεια του ζεύγους «πέντε λεπτά αργότερα» δεν είναι αμαρτία.
«Πέντε λεπτά» προ της ευλογίας του Ιερέως έχομεν επί της αγίας Τραπέζης «ψωμάκι» και «κρασάκι» «πέντε λεπτά (γράφε, εν δευτερόλεπτον) αργότερα» έχομεν αυτό τούτο το τεθεωμένον Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας!
«Πέντε λεπτά» προ της βαπτίσεως του κατηχουμένου είναι βαρύτατη αμαρτία η μετάδοσις εις αυτόν της θείας Ευχαριστίας «πέντε λεπτά αργότερα» η μετάδοσις είναι πράξις επιβεβλημένη και αγία.
«Πέντε λεπτά» προ της χειροτονίας του εις Επίσκοπον ο «εψηφισμένος» είναι Πρεσβύτερος και δεν δύναται να τελέσει χειροτονίαν Κληρικού «πέντε λεπτά αργότερα», συνεχιζόμενης της διά την ιδικήν του χειροτονίαν τελούμενης θείας Λειτουργίας, χειροτονεί Πρεσβύτερον και Διάκονον.
Αλλά διατί να μείνωμεν εις τα θειότατα και υπερφυσικά, τουτέστιν εις τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας; Μήπως και εις τα «καθ’ ημάς», δηλαδή τα ανθρώπινα, παρόμοια δεν ισχύουν;
«Πέντε λεπτά» προ της υπογραφής του συμβολαίου υπό του συμβολαιογράφου και των συμβαλλομένων και της σφραγίσεώς του, είναι τούτο απλούς χάρτης. «Πέντε λεπτά αργότερα» είναι δημόσιον έγγραφον δημιουργούν αναμφισβήτητους νομικάς συνεπείας (δικαιώματα και υποχρεώσεις) απροσμετρήτου ενίοτε εκτάσεως.
«Πέντε λεπτά» προ της υπογραφής της η διαθήκη ουδέν διαφέρει χάρτου περιτυλίγματος «πέντε λεπτά αργότερα» έχει την δύναμιν να καθορίσει την τύχην περιουσίας εκατοντάδων εκατομμυρίων.
«Πέντε λεπτά» προ της ορκωμοσίας του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι απλούς πολίτης, εστερημένος οιασδήποτε ειδικής εξουσίας, «πέντε λεπτά αργότερα» δύναται να απολύση την Κυβέρνησιν και να διαλύση την Βουλήν…».

... Αλλά ας ίδωμεν αν αι ανωτέρω «νεονικολαΐτικαι» θεωρίαι, ότι δηλαδή το Ευαγγέλιον μόνον τας «επί χρήμασι» σαρκικάς σχέσεις απαγορεύει, είνε δυνατόν να εύρουν στήριγμα τι εις την Καινήν Διαθήκην. Θα βεβαιωθώμεν ότι και εν τη Καινή Διαθήκη πορνεία είνε η εκτός γάμου σχέσις, αδιαφόρως αν αύτη γίνεται επί χρήμασιν ή… «εξ αγάπης»· Ερωτώμεν τους φρονούντας το αντίθετον: Πώς ερμηνεύουν τον λόγον του Κυρίου «ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε’ 32); Βεβαίως ενταύθα η λέξις δηλοί την μοιχείαν (είπομεν ότι ενίοτε χρησιμοποιείται και με έννοιαν γενικήν και καθολικήν), αλλά το βαρύνον είνε ότι δια της λέξεως πορνεία, χαρακτηρίζεται η παράνομος σαρκική μείξις ασχέτως αν γίνεται επί χρήμασιν ή όχι. Εν εναντία περιπτώσει, αν δηλαδή η λέξις πορνεία εννοή αναγκαίως και αποκλειστικώς την επ’ αμοιβή σχέσιν και δεν αναφέρεται και εις την «εξ αγάπης» τοιαύτην, τότε θα καταλήξωμεν εις συμπέρασμα αληθώς τερατώδες. Ιδού αυτό:
Ο Κύριος επιτρέπει το διαζύγιον δι’ αθέτησιν της συζυγικής πίστεως, άλλ’ υπό ένα απαράβατον όρον: Ότι η άπιστος σύζυγος έλαβε χρήματα παρ’ εκείνου μετά του οποίου συνήψε σχέσεις. Αν δεν έλαβε χρήματα, αν έπραξεν ό,τι έπραξεν «εξ αγάπης» προς τον «φίλον» της, τότε δεν έχομεν πορνείαν. Άρα δεν εκπληρούται ο ρητός όρος του Κυρίου και το διαζύγιον αποκλείεται. Άλλαις λέξεσιν, ο αδικούμενος σύζυγος πρέπει να συνεχίζη υποχρεωτικώς την μετά της μοιχαλίδος συζυγίαν του, ανεχόμενος και αυτήν και τας απιστίας της, αφού αύται δεν έχουν ως κίνητρον τα χρήματα, αλλά μόνον την… «αγάπην»!!! Όπου δεν μεσολαβούν χρήματα, δεν υπάρχει πορνεία. Και όπου δεν υπάρχει πορνεία, δεν επιτρέπεται, κατά τους λόγους του Κυρίου, το διαζύγιον! Συμφωνείτε, αδελφοί; ‘Εκεί άγουν ευθέως και ασφαλώς αί θεωρίαι σας, ότι η πορνεία σημαίνει μόνον και αποκλειστικώς την επί χρήμασι σχέσιν…
Επίσης ερωτώμεν: Πώς ερμηνεύουν, οι τοιαύτας θεωρίας διδάσκοντες, το χωρίον του Παύλου Α’ Κορ. ε’, 1 κ.έ.; Ιδού τι λέγει ο θείος Απόστολος: «Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνεσιν ονομάζεται, ώστε γυναικά τίνα του πατρός έχειν». Ο άνθρωπος αυτός δεν επεσκέπτετο τα πορνεία· απλώς σ υ ν έ ζ η με την μητρυιάν του. Και προφανώς ο δεσμός του ήτο «εξ αγάπης». Δεν συζή τις… επί χρήμασι! Δια τον Παύλον όμως η αθέμιτος αύτη συζυγία ήτο πορνεία! Ποία άλλη απόδειξις χρειάζεται περί του ότι πορνεία δεν χαρακτηρίζεται η επί χρήμασι μείξις, αλλά πάσα εκτός νομίμου γάμου σαρκική συνάφεια; Σαφέστατον και το εδάφιον Α’ Κορ. ζ’, 8-9:
«Λέγω δε τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν (=ας έλθουν εις κοινωνίαν γάμου)· κρείσσον γαρ έστι γαμήσαι ή πυρούσθαι». Επιθυμεί ο μέγας Απόστολος την ισόβιον αγαμίαν δια πάντας τους άγαμους. Δεν αγνοεί όμως ότι η αγαμία είνε μεν ανωτέρα, άλλ’ όχι και εύκολος οδός. Δι’ αυτό και προσθέτει: «Ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν». Ήτοι: Εάν δεν δύνανται να επιβληθούν εις τας ορμάς της σαρκός, ας έρχωνται εις κοινωνίαν γάμου. Μοναδική η διέξοδος δια του γάμου. «Μονόδρομος». Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Η αγαμία λοιπόν δια τους δυναμένους να έγκρατευθοϋν ή γάμος διά τους μη δυναμένους. Ούτε διανοείται ο Παύλος την εύκολον «λύσιν» των «εξ αγάπης» σχέσεων δια τους μη εγκρατευομένους. Το δίλημμα το οποίον θέτει είνε άτεγκτον: Εγκρατεύεσαι; Μείνον άγαμος! Δεν εγκρατεύεσαι; «Παντρέψου»! Αυτά λέγει ο Παύλος ή μάλλον το Πνεύμα το Άγιον δια του Παύλου. Πάσα άλλη «λύσις» είνε «νεονικολαϊτικόν» επινόημα… Ερχόμεθα και εις το χωρίον Α’ Κορ. ζ’, 27-28: «Δέδεσαι γυναικί; Μη ζήτει λύσιν. Λέλυσαι από γυναικός; Μη ζήτει γυναίκα. Εάν δε και γήμης, ουχ ήμαρτες». Μίαν σχέσιν βλέπει ο Παύλος αναμάρτητον: Την εν τω γάμω! Εάν είσαι άγαμος, λέγει, μείνον όπως είσαι μη ζήτει γυναίκα. Απόφυγε τον γάμον και ζήσον εν παρθενία. Αλλ’ ο Παύλος δεν ίσταται ενταύθα. Γνωρίζει ότι οι χριστιανοί της εποχής εκείνης κατέχονται υπό «ενθουσιαστικών τάσεων»· γνωρίζει ακόμη ότι επίκειται η εμφάνισις αιρετικών, διδασκόντων ότι ο γάμος είνε ακάθαρτος, είνε αμαρτία, και δι’ αυτό οι πιστοί πρέπει να τον αποφεύγουν (Α’ Τιμ. δ’,3). Φοβούμενος λοιπόν μήπως παρεξηγηθούν οι λόγοι του αυτοί ως νομοθετούντες υποχρεωτικώς την ισόβιον παρθενίαν, ως κηρύσσοντες τον γάμον ακάθαρτον, προσθέτει τα όσα είδομεν ανωτέρω: «Εάν δε και γήμης (=έλθης εις γάμον), ουχ ήμαρτες». Δεν είνε αμαρτία ο γάμος. Εάν δεν θέλης να μείνης όπως είσαι, ήτοι άγαμος, αλλά θέλης να νυμφευθής, είνε τούτο δικαίωμά σου.
Ή μείνον άγαμος λοιπόν ή νυμφεύσου. Εν εκ των δύο. Ουδέ υπαινιγμός τις περί σχέσεων «εξ αγάπης» έξω του γάμου. Ο Παύλος μόνον την εν αγνότητι αγαμίαν και τον νόμιμον γάμον γνωρίζει ως καταστάσεις εκτός αμαρτίας. Χαρακτηριστική και η εν αμέσω συνεχεία φράσις του: «Και εάν γήμη η παρθένος, ουχ ήμαρτε». Μέγα και υψηλόν πράγμα η ισόβιος παρθενία. Αλλ’ όμως δεν είνε αμαρτία, λέγει ο Απόστολος, να έλθη εις γάμον ή παρθένος (εννοείται η μη αφιερωθείσα εις τον Θεόν). Τονίζομεν: Η παρθένος! Δεν λέγει απλώς «η γυνή», αλλ’ «η παρθένος», θεωρεί αυτονόητον ο Παύλος ότι είνε παρθένος η ερχόμενη εις κοινωνίαν γάμου χριστιανή γυνή (εκτός βεβαίως εάν είνε χήρα ή εάν προηγουμένως έζη μακράν του Χριστού). Πού λοιπόν οι προ του γάμου «προχωρημένοι δεσμοί»; Πού αι «εξ αγάπης» προγαμιαίαι σχέσεις; Πώς δε θα ήτο δυνατόν να μη ομιλή περί «παρθένου» γυναικός ο Παύλος, πώς θα ήτο νοητόν να μη απαιτήται παρθενία προ του γάμου εν τη Καινή Διαθήκη, η οποία καλεί ημάς εις ισάγγελον πολιτείαν, εις ουράνιον βιοτήν, όταν και εν αύτη τη Παλαιά Διαθήκη, τη και την πολυγαμίαν επιτρεπούση και τα εύκολα διαζύγια ανεχομένη, νομοθετήται αμειλίκτως η υποχρέωσις της γυναικός να ευρεθή παρθένος κατά τον γάμον της επί ποινή λιθοβολισμού της; «…Εάν δε επ’ αληθείας γένηται ο λόγος ούτος (ήτοι η κατηγορία του συζύγου) και μη ευρεθή παρθένια τη νεάνιδι, και εξάξουσι την νεάνιν επί τας θύρας του οίκου του πατρός αυτής και λιθοβολήσουσιν αυτήν εν λίθοις, και αποθανείται, ότι εποίησεν αφροσύνην εν υιοίς Ισραήλ εκπορνεύσαι τον οίκον του πατρός αυτής» (Δευτερ. κβ’, 20-21). Ακούετε, αδελφοί; Ανωτέρας και υψηλότερος ηθικάς επιταγάς είχεν η Παλαιά Διαθήκη και κατωτέρας η Καινή; Αι θυγατέρες των Εβραίων έπρεπε να ζώσιν εν παρθενία μέχρι του γάμου των και αι θυγατέρες των χριστιανών, αι γυναίκες τής Βασιλείας των Ουρανών (ούτω καλείται ο Χριστιανισμός και η Εκκλησία υπ’ Αυτού του Κυρίου), είνε ελεύθεραι να έχουν προγαμιαίας σχέσεις, αρκεί να μη λαμβάνουν δι’ αυτάς… χρήματα (!), αλλ’ απλώς να ολοκληρώνουν δι’ αυτών την «αγάπην των»;
Πού οδηγούμεθα με αύτας τας νεονικολαϊτικάς επινοήσεις; Οδηγούμεθα όχι απλώς εις «άθεσμον ηδονήν», αλλ’ εις ΑΤΥΠΟΝ ΠΟΛΥΓΑΜΙΑΝ! Διότι είνε αυτονόητον ότι αν επιτρέπονται αι «εξ αγάπης» σαρκικαί σχέσεις, δεν επιτρέπονται «εφ’ άπαξ» δια βίου. Αν δηλαδή αι χριστιανοί νέαι διαφωνήσουν βραδύτερον με το πρόσωπον το οποίον αγαπούν σήμερον και με το οποιον «ολοκληρώνουν την αγάπην των», δεν κωλύονται να το αντικαταστήσουν με άλλο. Εάν και με εκείνο διαφωνήσουν και χωρισθούν, θα αναζητήσουν την «αγάπην» τρίτου, μετέπειτα τετάρτου, πέμπτου, κ.ο.κ., μέχρις ότου «κάπου, κάποτε, με κάποιον» καταλήξουν εις γάμον. Τα όμοια βεβαίως θα πράττουν και οι χριστιανοί νέοι. Όλα δε αυτά είνε αναμάρτητα (!!!), διότι γίνονται… «εξ αγάπης» και όχι δια χρήματα! Ωραίος Χριστιανισμός! «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος»…
Ας επισφραγίσωμεν όμως το άρθρον μας με προσφυγήν εις Αυτόν Τούτον τον Κύριόν μας. Ας ακούσωμεν τι Ούτος διδάσκει περί σχέσεων εκτός γάμου. Νομοθετών το αδιάλυτον του γάμου, παρεκτός λόγου πορνείας, ακούει την αντίδρασιν – διαμαρτυρίαν των μαθητών Του: «Ει ούτως εστίν η αιτία του άνθρωπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι» (Ματθ. ιθ’ 10). Εάν το διαζύγιον είνε τόσον δύσκολον, εάν δια μίαν μόνην αιτίαν δύναται τις να διαζευχθή την γυναίκα του, τότε δεν συμφέρει να έρχεται τις εις γάμον. Προτιμότερον είνε να μένη άγαμος. Τι απαντά ο Κύριος εις αυτά; Ότι πρέπει να έρχεται τις εις γάμον δι’ αυτόν ή εκείνον τον λόγον, π.χ. ίνα συντελέση εις την διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους κ.τ.τ.; Ο χ ι! Η απάντησίς Του είνε κεραυνός: «Ο δε είπεν αυτοίς· ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται· εισί γαρ ευνούχοι, οίτινες εκ κοιλίας μητρός εγεννήθησαν ούτω- και εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνουχίσθησαν υπό των ανθρώπων, και είσιν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των ουρανών. Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ’ 11-12).
Δηλαδή ο Κύριος παρουσιάζει την αγαμίαν ως «βουνό». Ως πράγμα μέγα, τεράστιον, δυσχερές, δυσκατόρθωτον. Δεν είνε απλούν και εύκολον να αποφύγη τις τον γάμον, λέγει. Η οδός της αγαμίας είνε δυσχερέστατη και δι’ αυτό είνε βατή μόνον εις ολίγους, εις ελαχίστους. Η αγαμία είναι «δόμα» Θεού, είνε ειδικόν χάρισμα του Ουρανού(*). Αλλά διατί ο Κύριος ομιλεί ούτω; Ποία η δυσκολία της αγαμίας, όταν εν αύτη (τη αγαμία) υπάρχη η δυνατότης τόσον της συναισθηματικής ικανοποιήσεως, όσον και της αισθησιακής απολαύσεως; Όταν, δηλαδή, δύναται και ο εν αγαμία διατελών να συνδέεται προς μίαν γυναίκα με δεσμούς αγάπης και να ικανοποιή ελευθέρως μετ’ αυτής την σαρκικήν του επιθυμίαν; Πού το δυσκατόρθωτον της αγαμίας όταν και το συναίσθημα πληρούται με ένα «δεσμόν», άλλοτε ολιγοχρόνιον, άλλοτε μακροχρόνιον, ενίοτε δε και μόνιμον, και η ικανοποίησις της σαρκικής επιθυμίας επιτρέπεται υπό μόνην την προϋπόθεσιν ότι αύτη (η ικανοποίησις) γίνεται «εξ αγάπης» και όχι επί χρήμασι; Ποίος ή ποία δεν δύναται να εύρη και να ερωτευθή είτε μονίμως είτε -εν ανάγκη- διαδοχικώς, εν πρόσωπον και ούτω να δώση διέξοδον και εις του συναισθήματος τας απαιτήσεις και εις τής σαρκός τα «οιδήματα»;
Που έγκειται η δυσκολία της εν αγαμία «ελευθέρας συμβιώσεως» ενός ζεύγους αγαπωμένων προσώπων; Αυτού του είδους η αγαμία όχι μόνον δεν είνε δυσκολωτέρα του γάμου, αλλά και πολύ ευκολωτέρα. Έχει όλα σχεδόν τα πλεονεκτήματα του γάμου (αγάπην, στοργήν, αφοσίωσιν, σαρκικήν ηδονήν, περιποίησιν κ.τ.τ.), πλην των μειονεκτημάτων του, δηλαδή των υποχρεώσεων του και των δεσμεύσεων του. Και όμως ο Κύριος βροντοφωνεί ότι η αγαμία είνε «βουνό», είνε δυσχερέστατη, είνε δι’ ελαχίστους. Διατί αυτό; Απλούστατα, διότι ο Κύριος θεωρεί αδιανόητον την τοιαύτην αγαμίαν.
Ο Κύριος ταυτίζει την αγαμίαν προς την παρθενίαν. Δια τον Κύριον η αγαμία σημαίνει ισόβιον «μοναξιάν»,ισόβιον παρθενίαν, ισόβιον αγνότητα. Το διακηρύσσει, άλλωστε, ρητώς, σαφώς και απεριστρόφως: «Ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον (της αγαμίας), αλλ’ οις δέδοται… Εισίν ευνούχοι, οίτινες ευνούχισαν εαυτούς δια την βασιλείαν των Ουρανών. Ο δυναμενος χωρείν χωρείτω». Επιλογή της αγαμίας, λέγει ο Κύριος, σημαίνει, ούτε ολίγον ούτε πολύ, απόφασιν «ευνουχισμού»! «Ο δυναμενος χωρείν», λοιπόν, ήτοι ο δυνάμενος να «ευνουχίση εαυτόν» (όχι έργω, εννοείται, αλλά διαθέσει), «χωρείτω»· ας ακολουθήση την οδόν της αγαμίας. Αγαμία και «ευνουχισμός» (επαναλαμβάνομεν: ευνουχισμός ηθικός, όχι φυσικός) είνε δύο πράγματα ταυτόσημα, δια τον Κύριον. Δι’ αυτό επισημαίνει ότι αύτη (η αγαμία) είνε δυσχερής και δυσεπίτευκτος και προσήκει εις μικρόν αριθμόν ανθρώπων. Δύο μόνον οδοί, λέγει ο Κύριος υπάρχουν: Ο γάμος, ο οποίος, παρά το αδιάλυτον και τας εντεύθεν δεσμεύσεις, είνε δια τους πολλούς, και η αγαμία, η οποία, ως απαιτούσα «ευνουχισμόν», ήτοι ισόβιον παρθενίαν, ισόβιον και συνεχή και σκληρόν αγώνα προς καθυπόταξιν τής ισχυρότατης φυσικής γενετησίου ορμής, άμα δε και ως συνεπαγόμενη ισόβιον «μοναξιάν», είνε δια τους ολίγους. Τρίτη οδός δεν υπάρχει! Αυτά ορίζει, αυτά εντέλλεται, αυτά νομοθετεί ο Κύριος, αδελφοί. Μη πειρώμεθα ημείς να «λύσωμεν» ή να διαστρέψωμεν τας εντολάς Του, ίνα μη «θησαυρίσωμεν την οργήν» Του «εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού» (πρβλ. Ρωμ. β’ 5).
Ου μόνον δ’ ενταύθα, αλλά και αλλαχού ο Κύριος διδάσκει σαφέστατα ότι είνε αδιανόητος η σαρκική σχέσις έκτος ή άνευ νομίμου γάμου. Ας διεξέλθουν οι πιστοί νέοι, άνδρες και γυναίκες, τον διάλογον του Κυρίου μας μετά της Σαμαρείτιδος. Ότε είπε προς αυτήν ο Κύριος «Ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε» και εκείνη απήντησεν «Ουκ έχω άνδρα», ο Κύριος απεκρίθη: «Καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γαρ άνδρας έσχες και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθές είρηκας» (Ιωάν. δ’, 16-18). Η Σαμαρείτις αναμφιβόλως δεν ελάμβανεν ασφαλώς χρήματα δια τας σχέσεις της με τον άνδρα εκείνον. «Εξ αγάπης» συνέζη μετ’ αυτού. Και όμως! Ο Κύριος δεν αναγνωρίζει, δεν αποδέχεται αυτήν την «συζυγίαν». Εφ’ όσον δεν είχε τελεσθή γάμος (κατά τα τότε ισχύοντα, εννοείται), θεωρεί αθέμιτον την τοιαύτην «ένωσιν». «Και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ», λέγει. Δια τον Κύριον, δηλαδή, η Σαμαρείτις δεν ζη εν επιτρεπτή συζυγία. Μοιχική και όχι νόμιμος είνε η μετά ανδρός συνοίκησίς της. Δεν είνε ούτος «ανήρ αυτής», κατά την τάξιν την οποίαν καθώρισεν ο Θεός απ’ αρχής, θεσπίσας τον γάμον ως φυσικόν θεσμόν και δεσμόν μέχρις ου, εν τη νέα οικονομία, ανυψώση τούτον εις ιερώτατον Μυστήριον. Ούτε αυτή είνε «γυνή αυτού». Δεν είνε σύζυγοι, αλλά ζεύγος μοιχών. Η έλλειψις αμοιβής δια την σαρκικήν επαφήν, η «εξ αγάπης» συνοίκησις και σχέσις αυτών, δεν ισχύει ουδ’ επ’ ελάχιστον να μεταβάλω την κατάστασιν από αθεμίτου εις θεμιτήν. Ο λόγος του Κυρίου ηχεί ως βροντή: «Και νυν ον έχεις ούκ έστι σου ανήρ»!
Ποίαν άλλην απόδειξιν θέλομεν περί του ότι ο Κύριος δεν αναγνωρίζει σαρκικάς σχέσεις εκτός νομίμου γάμου, έστω και αν αύται γίνονται άνευ χρημάτων, άλλ’ «εξ αγάπης» και μόνον; Χαρακτηριστικόν μάλιστα είνε ότι και αυτή η Σαμαρείτις, καίτοι συζή «εξ αγάπης» μετά του προσώπου αυτού, εν τούτοις, επειδή δεν έχει τελέσει μετ’ αυτού γάμον (σημειωτέον ότι ηδύνατο αύτη να τελέση και έκτον γάμον, κατά τα τότε ισχύοντα), δεν θεωρεί την συνοίκησιν αυτήν νόμιμον και επιτρεπτήν δεν θεωρεί το πρόσωπον μεθ’ ού συζή «άνδρα της», σύζυγόν της. Δεν τρέφει αυταπάτας. Γνωρίζει τι διαπράττει. Έχει συνείδησιν ότι συνοικεί παρανόμως, εφ’ όσον δεν ετέλεσε γάμον. Δι’ αυτό και δεν τολμά να τον εμφανίση ως σύζυγόν της, καίτοι όχι δια χρήματα, αλλ’ «εξ αγάπης» έχει σχέσεις μετ’ αυτού. «Κύριε, άνδρα ουκ έχω», λέγει. Δεν έχω σύζυγον. Δεν είμαι υπανδρευμένη. Και ομιλεί ούτω ποία; Μία χριστιανή γυνή; Μία Ιουδαία; Όχι! Αλλά μία Σαμαρείτις! Δηλαδή μία γυνή η οποία πλην του Μωσαϊκού Νόμου, πλην τής «Πεντατεύχου», ουδέν άλλο βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης ανεγνώριζεν. Απέρριπτε Ψαλμούς, Προφήτας κ.τ.λ.. Ήρκει ο Μωσαϊκός Νόμος να της δημιουργήση συνείδησιν μοιχαλίδος, εφ’ όσον είχε σχέσεις μετά του ηγαπημένου της, χωρίς να έχη τελέσει γάμον μετ’ αυτού. Και σήμερον έρχονται «χριστιανοί» (;!) νέοι και νεανίδες να υποστηρίξουν «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ», ότι δεν είνε επίμεμπτοι οι άνευ γάμου, δηλαδή, αι προ του γάμου σχέσεις των, εφ’ όσον γίνονται «εξ αγάπης» και όχι επί χρήμασιν!… Όχι πλέον ο Χριστός, όχι οι Προφήται, όχι η Καινή Διαθήκη, όχι οι Κανόνες της Εκκλησίας, όχι οι άγιοι Πατέρες, αλλ’ η Σαμαρείτις Φωτεινή διαμαρτύρεται και φωνάζει προς αυτούς: «Αδελφοί μου, πάσα εκτός νομίμου γάμου σαρκική συνάφεια είνε πορνεία και μοιχεία. Αφήσατε τας σοφιστείας περί δεσμών εξ αγάπης και περί σχέσεων επί χρήμασι. Αι διακρίσεις αύται είνε εμπνεύσεις της κοιλίας σας. Μη σας πλανά ο Διάβολος. Μη απατάτε εαυτούς. Συνέλθετε και ανανήψατε!…»
Αδελφοί, προσοχή! Όλοι είμεθα αμαρτωλοί και ανάξιοι- όλοι είμεθα εναγείς και τρισάθλιοι. Όλοι αμαυρούμεν καθημερινώς «της ψυχής το ωραίον ταις των παθών ηδοναίς» και «σπιλούμεν τον της σαρκός ημών χιτώνα» και «υποπίπτομεν τη των παθών αχθηδόνι και τη ενύλω φθορά». «Τις καθαρός από ρύπου…»; Ας προσφέρωμεν όμως την αμαρτωλότητά μας εν ταπεινώσει προς τον Θεόν υπό μορφήν μετανοίας. Είνε εγκληματικόν, είνε σατανικόν, να την προσφέρωμεν εν αυταρέσκεια προς τους αδελφούς μας υπό μορφήν «υψηλής θεολογίας »! Ας καθιστώμεν τας προσωπικάς μας αδυναμίας αντικείμενον εξομολογήσεως- όχι, προς Θεού!, αντικείμενον διδασκαλίας! Μεταβάλλοντες τας πτώσεις μας εις «ι δ ε ο λ ο γ ί α ν », και πολλώ μάλλον εις… «θεολογίαν»(!), καθησυχάζομεν (;) μεν, ή μάλλον ναρκώνομεν την συνείδησίν μας, αυξάνομεν όμως μυριοπλασίως την έναντι τού Θεού ενοχήν μας.
Αδελφοί, «στώμεν καλώς· στώμεν μετά φόβου»! Όσοι ηλεήθημεν παρά Θεού να «έχωμεν την διακονίαν ταύτην», να είμεθα «θεολόγοι», Κληρικοί ή λαϊκοί, ας απορρίψωμεν μακράν ημών «τα κρυπτά της αισχύνης, μη περιπατούντες εν πανουργία, μηδέ δολούντες τον λόγον του Θεού, αλλά τη φανερώσει τής αληθείας συνιστώντες εαυτούς προς πάσαν συνείδησιν ανθρώπων ενώπιον του Θεού» (Β’ Κορ. δ’ 1-2). Μόνον ούτω δεν θα «κηρύσσωμεν εαυτούς, αλλά Χριστόν Ιησούν» (Αυτόθι,ς’ 5).

(Από το βιβλίο: ΑΡΘΡΑ-ΜΕΛΕΤΑΙ-ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ, ΤΟΜΟΣ Α’ ΑΘΗΝΑ 1986)

" Να 'ναι ευλογημένο, Γέροντα "
Εγώ εκεί στο Όρος, σου είπα και την άλλη φορά, ζούσα σαν στο Παράδεισο.
-Και γιατί φύγατε, Γέροντα;
-Δεν έφυγα, με διώξανε.
-Σας διώξανε; Γιατί;
- Είναι μεγάλη ιστορία. Ήμουν αεικίνητος, δραστήριος. Δε στεκόμουν λεπτό. Συνεχώς δημιουργούσα δουλειές για άσκηση. Πάντα στην υπακοή.
Ο ένας Γέροντας έλεγε : " Σκάψε εδώ " .
Έσκαβα. Ερχόταν ο άλλος :
" Γιατί σκάβεις εδώ ; "
-Μου είπε ο π. Ιωαννίκιος.
-Όχι εδώ. Να φύγεις από δώ, να πας εκεί .
-Να 'ναι ευλογημένο. Πήγαινα .
Ερχόταν ο π. Ιωαννίκιος :
Βρε τί σου είπα ; Εδώ σ' έστειλα ; Δε σου 'πα εκεί ;
-Ναί, αλλά ο παπα-Παντελεήμονας είπε εδώ.
-Καλά, συνέχισε.
Οι άλλοι τους θεωρούσαν αυστηρούς.
Ελάχιστοι στέριωναν. Εγώ τους υπάκουα πρόθυμα .
Τους έβλεπα καλούς.
Τώρα που τα αναλογίζομαι, παραδέχομαι ότι ήσαν αυστηροί .
Ξυπόλητος χειμώνα - καλοκαίρι.
Χωρίς κρέας, αβγά, τυρί . Αυστηρή νηστεία . Ήμουν υγιέστατος. Από δώδεκα ετών, έως δεκαεννιά .
[Ά 40π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.277)

Το σημαντικώτερο φιλανθρωπικό ίδρυμα που οικοδόμησε, με μύριους κόπους και φροντίδες, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908) ήταν η Εργατική Εστία. Χρειάστηκαν τουλάχιστον εννέα χρόνια για να συγκεντρωθούν χρήματα και να θεμελιωθή το τεράστιο αυτό έργο. Ολοκληρώθηκε το 1881 και τα εγκαίνια έγιναν στις 12 Οκτωβρίου 1882. Μόλις όμως τελείωσε η ανοικοδόμηση, συνέβη μια φοβερή συμφορά: Κάποια νύχτα σ’ένα γειτονικό κέντρο διασκεδάσεως άναψε πυρκαγιά! Η φωτιά γρήγορα μεταδόθηκε στα γύρω κτίρια και πλησίαζε στην Εστία. Ο π. Ιωάννης με πολλή ανησυχία παρακολουθούσε τον κίνδυνο που ερχόταν, και παρακάλεσε τον διευθυντή της αστυνομίας Γολοβάτσεφ να λάβη τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα στην περιοχή. Η παράκληση του όμως αγνοήθηκε και τελικά η Εστία κάηκε!
Ο π. Ιωάννης πικράθηκε πολύ και με ασυνήθιστη για τον χαρακτήρα του οξύτητα έλεγξε τον Γολοβάτσεφ, χωρίς όμως να τον προσβάλη κατονομάζοντας τον:
-Δεν μας έκανε επίθεση κανένας εξωτερικός εχθρός με σπαθί και φωτιά. Μας έκανε επίθεση ένας εσωτερικός εχθρός, ύπουλος, ντυμένος με την πανοπλία της αισχρότητος, της προδοτικής φιλίας και της αδιαφορίας για τη συμφορά που μας ήρθε. Έδειξαν αυτή την αδιαφορία άνθρωποι, οι οποίοι ανέλαβαν να υπηρετούν την κοινωνική ασφάλεια… Το ασφαλιστικό ταμείο και οι νέες δωρεές, που αυτή τη φορά ήρθαν απ’όλα τα μέρη της Ρωσίας, έσωσαν την κατάσταση. Η Εστία ξαναχτίστηκε. Ο Γολοβάτσεφ σε λίγο έπεσε στα δικαστήρια για ανάρμοστες ενέργειες και ο π. Ιωάννης, που πολύ καλά γνώριζε τον « βίο και την πολιτεία» του, προσκλήθηκε να καταθέση. Πώς συμπεριφέρθηκε τότε; Δεν έθιξε καν τα παραστρατήματα του Γολοβάτσεφ! Αντίθετα, προσπάθησε να τον σώση εκθέτοντας μερικά του καλά σημεία. Ήταν τόσο εμφανής η προσπάθεια του να τον αθωώση, που ο εισαγγελέας παρατήρησε ότι ο μάρτυς στο δικαστήριο είναι υποχρεωμένος να λέη την αλήθεια χωρίς να κρύβη τίποτε.
-Ομιλώ σαν ιερέας, απάντησε με παρρησία ο π. Ιωάννης, προσπαθώντας έτσι να ανταποδώση το κακό με το καλό.

( Ιωάννης της Κροστάνδης)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.94-95)


(Η παρακάτω ιστορία αφορά δυο γεροντάκια, τον Γερο-Ιωσήφ και τον Γερο-Εφραίμ, στα οποία έκανε υπακοή ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής όταν ήταν νέος. Δείγμα της ασκητικότητος και της απλότητός τους είναι το ακόλουθο περιστατικό, το οποίο αφηγείται ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης).

Του Γερο-Εφραίμ μια φορά του έπεσε και του έσπασε το γιουβέτσι με τη μανέστρα. Πώς να το μαζέψει μες στα χώματα; Πάει και λέει στον Γέροντά του:
-Έπεσε και έσπασε το γιουβέτσι, Γέροντα.
Και ο Γερο-Ιωσήφ, με ανεξικακία και απλότητα, του απάντησε:
-Ε, να το φάμε εκεί.
Και πράγματι έκατσαν και έτρωγαν το φαγητό από κάτω.

katafigioti

lifecoaching