ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
«Μακάριοι όσοι νιώθουν την πνευματική τους φτώχεια, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών» (Ματθαίος 5:3)
Μια εφημερίδα είχε τίτλο σ’ ένα άρθρο-έρευνα: «Με ποια κριτήρια μετράς έναν άνθρωπο;». Μερικά από τα κριτήρια ήταν: Η ικανότητα του να κερδίζει και να χρησιμοποιεί τα χρήματα. Η αξία και η χρονολογία του αυτοκινήτου του. Πόσα μαλλιά έχει. Η δύναμη και το σωματικό του ύψος. Η δουλειά που έχει και πόσο επιτυχημένος είναι. Ποια σπορ αγαπά. Σε πόσα σωματεία μετέχει. Η δυναμικότητα και η αξιοπιστία του.
Πολύ ρηχά και επιφανειακά είναι τα κριτήρια με τα οποία μετράμε τους ανθρώπους. Τα κριτήρια όμως που χρησιμοποιεί ο Χριστός για να αξιολογήσει τον άνθρωπο βρίσκονται σε χτυπητή αντίθεση. Προσέξτε μερικές από τις αξίες και τα μέτρα του Κύριου μας: «Μακάριοι οι φτωχοί στο πνεύμα… οι ελεήμονες… οι καθαροί στην καρδιά… οι ειρηνοποιοί… οι διωκόμενοι για τη δικαιοσύνη…». Άραγε, εμείς πώς βλέπουμε και με τι μέτρα αξιολογούμε τους άλλους αλλά και τους εαυτούς μας;
Κύριε, κάνε με να αξιολογώ τη ζωή μου, όχι με βάση του τι σκέπτεται και λέει ο κόσμος αλλά τι Εσύ λες στο Λόγο Σου.
(Γ.Σ.Κ.)
«…Μη φοβάσαι, γιατί εγώ σε λύτρωσα… Είσαι πολύτιμος στα μάτια μου, έχεις για μένα αξία και σ’ αγαπώ…» (Ησαΐας 43:1,4)
«Γεννήθηκα με μια ουλή στο χείλος μου κι όταν άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο τα παιδιά στην τάξη μου μ’ έκαναν να καταλάβω πως φαινόμουν διαφορετική από τους άλλους, ένα κορίτσι με παραμορφωμένα χείλη, με στραβή μύτη, με άσχημα δόντια και παράξενη φωνή. Όταν οι συμμαθητές μου με ρωτούσαν τι μου συνέβη τους έλεγα ότι είχα πέσει πάνω σ’ ένα κομμάτι γυαλί. Προτιμούσα να τους λέω πως είχα κάποιο ατύχημα, παρά ότι είχα γεννηθεί έτσι… Στη Δευτέρα Δημοτικού είχαμε μια πολύ αγαπητή δασκάλα. Ήταν κοντή και παχουλή, αλλά ακτινοβολούσε ευτυχία. Κάθε χρόνο η δασκάλα μας έκανε μια ακουστική εξέταση. Ήρθε και η σειρά μου. Έπρεπε να σταθούμε κοντά στην πόρτα και να κλείσουμε το ένα αυτί. Εκείνη ήταν καθισμένη στο γραφείο της και ψιθύριζε κάτι που έπρεπε να το επαναλάβουμε π.χ. «Ο ουρανός είναι γαλανός» ή κάτι άλλο. Περίμενα με ανησυχία ν’ ακούσω τι θα μου έλεγε: Ψιθύρισε λίγες λέξεις που ο Θεός είχε βάλει στο στόμα της και που άλλαξαν όλη τη ζωή μου. Είπε: «Πόσο θα επιθυμούσα να ήσουν κόρη μου!».
Αυτά είναι τα λόγια που ψιθυρίζει ο Θεός στο αυτί του καθενός μας, τα ακούμε;
(Σ.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
177. Μην αφήνεις, Κύριε, να κάνω ούτε για μία στιγμή το θέλημα του εχθρού μου, του Διαβόλου. Αξίωνέ με, Κύριε, να υπακούω μονάχα εσένα, να ακολουθώ σταθερά και αποκλειστικά μόνο τον δικό σου δρόμο. «Δευ̃τε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτω̨̃ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον κυρίου του̃ ποιήσαντος ἡμα̃ς. Δουλεύσατε τω̨̃ κυρίω̨ ἐν φόβω̨ καὶ ἀγαλλια̃σθε αὐτω̨̃ ἐν τρόμω̨» (Ψαλμ. δ’ 6, β’ 11).
178. Όλοι οι Άγιοι στον ουρανό και όλοι οι αληθινοί χριστιανοί στη γη είναι «έν σώμά και έν πνεύμα» (Εφες. δ’ 4). Γι’ αυτόν τον λόγο, οι προσευχές των πιστών ακούονται τόσο εύκολα και γρήγορα στον ουρανό. Γι’ αυτό και τόση ελπίδα υπάρχει στην επίκλησι των Αγίων. Αλλά για να είμαστε βέβαιοι ότι οι προσευχές μας θα ακούωνται εύκολα και γρήγορα από τους Αγίους, πρέπει να έχουμε το ίδιο πνεύμα μαζί τους, το πνεύμα της πίστεως και της αγάπης προς τον Θεό και προς τον πλησίον, το πνεύμα των ευαγγελικών αρετών, που μας υψώνει από τα γήινα στα ουράνια.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 89)
69. «Κεχαριτωμένη» (Λουκ. α 28).
Ο ευγενής επισκέπτης του Ουρανού αρχίζει τον διάλογο με τον συνομιλητή του, χρησιμοποιώντας φιλοφρονητικά λόγια. Οι πρώτες λέξεις του Θεού προς την Παρθένο είναι έπαινοι και εγκώμια γι’ αυτήν. Ο Κύριος προσφωνεί την Θεοτόκο «Κεχαριτωμένη». Ο Νυμφίος απευθύνεται πια καθαρά στη Νύμφη, λέγοντάς της: «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου, ιδού ει καλή» (Ασμα Ά. δ' 1) ! Η Θεοτόκος ήταν ο πιο χαριτωμένος άνθρωπος. Ο Θεός της είχε δώσει τις πιο μεγάλες δωρεές, έμελλε δε να της δώση και την ακόμα μεγαλύτερη, να γίνη δηλαδή μητέρα του Γιού του. Κανείς άνθρωπος δεν έλαβε τόσες δωρεές όσες η Θεοτόκος. Το δοχείο της υπάρξεώς της ήταν γεμάτο από τα χαρίσματα του Θεού. Προσφωνόντας επομένως ο Θεός την Παρθένο «Κεχαριτωμένη», (GRATIA ΡΕΕΝΑ) της απέδιδε τον τίτλο που της ταίριαζε ακριβώς.
Η προσφώνησις του ανθρώπου με τον τίτλο του τιμά τον προσφωνούμενο, αλλά και τον συνομιλητή του. Οταν κάποιος προσφωνήται με τον τίτλο του, φιλοτιμείται να φανή άξιος του τίτλου του. Και σε περίπτωσι που η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν είναι ανάλογη με τον τίτλο του, η προσφώνησις του με τον τίτλο του τον βοηθεί να σκεφθή και ίσως να διορθωθή... Πολλοί σήμερα, βουτυγμένοι στη ρουτίνα της καθημερινότητος λησμονούν ότι είναι άνθρωποι! Όταν λοιπόν σ’ ένα απ’ αυτούς πης «Κύριε», τότε βλέπεις στο πρόσωπό του να ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο ικανοποιήσεως. Ο εξαθλιωμένος, ο κουρασμένος, ο ταπεινωμένος, ο περιφρονημένος θυμάται οτι είναι Άνθρωπος, Κύριος και όχι δούλος της ζωής και του κόσμου...
Ας μη διστάζωμε να προσφωνούμε τους ανθρώπους με τους τίτλους των. Οι προσαγορεύσεις καθιερώθηκαν για να μας τιμούν, να μας ανεβάζουν, για να μη λησμονούμε τον προορισμό μας. Για να μας δείχνουν το τι πρέπει ακόμα να γίνωμε...
Η Παρθένος είναι το κέντρο της χαράς του κόσμου. Οι πατέρες μας, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έπειτα, όταν γιόρταζαν γεγονότα χαράς (ονομαστική γιορτή, αρραβώνες, γάμο κλπ.) ένοιωθαν πως ο Χριστός και η Παναγία βρίσκονταν ανάμεσά τους, όπως στο Γάμο της Κανά. Γι΄ αυτό και το πρώτο επιτραπέζιο τραγούδι, με το οποίο άρχιζαν το γλέντι της χαράς τους έλεγε χαρακτηριστικά :
«Σε τούτ’ την τάβλα πούμαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τον Άγγελο φιλεύουμε και τον Χριστό κερνάμε και την Παρθένα Δέσποινα τη διπλοχαιρετάμε, να μας χαρίση τα κλειδιά, του Παραδείσου...
Κάποτε οι άνθρωποι χαίρονταν, έχοντας ανάμεσά τους τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους και τους Αγίους. Γι’ αυτό και η χαρά τους είχε, βαθύτητα, αγνότητα και διάρκεια. Σήμερα πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να διασκεδάσουν μόνοι τους. Χωρίς αναφορά στο κέντρο και την πηγή της χαράς. Ξεκομμένοι από τα πρόσωπα και τα πράγματα του Θεού και της αιωνιότητος. Γι’ αυτό και η διασκέδασίς τους είναι κακή, στιγμιαία και πολλές φορές επιλήψιμη...
Όποιος αληθινα πιστεύει και κάνει την πιστι του βίωμα, αυτός μπορεί να χαίρεται πραγματικά. Πρέπει να νοιώθωμε ευτυχείς γιατί η Ορθοδοξία μας έμαθε όχι μόνο πως να πιστεύωμε αληθινά στον Θεό, αλλά και το πως να χαιρόμαστε κοντά στον Θεό, μαζί με την Παναγία και τους Αγίους της Εκκλησίας μας...
Ο Αρχάγγελος, διαβιβάζοντας το προσωπικό μήνυμα του Θεού προς την Παρθένο τη βεβαιώνει, ότι ο Κύριος είναι μαζί της.
Η Θεοτόκος αγαπούσε τον Θεό. Ήταν η Νύμφη του. Εκείνο που περίμενε ήταν να μάθη αν στα ειλικρινή αισθήματα της ανταποκρινόταν και ο Νυμφίος της Ψυχής της και Θεός της. Και η απάντησις ήλθε: «Ναι! ο Κύριος σε αγαπά και είναι πάντα μαζί σου»!
'Οσοι αγαπούμε τον Θεό, ας μάθωμε να τον περιμένωμε, όπως η μνηστή περιμένει νέα απ’ τον μνηστήρα της. Ας κυττάζωμε στο δρόμο, στον ουρανό, στους ανθρώπους... απο κάπου θα προβάλη ο αγγελιοφόρος του Θεού, φέρνοντας το μήνυμα της αγάπης του. Κι όταν το μήνυμα δεν έρχεται, ας μην αποθαρρυνόμαστε (Λουκ. ιβ' 1). Αντίθετα, ας κρατάμε την αγάπη μας για Εκείνον αναμμένη. Ας την συνδαυλίζωμε να μη αποσβυστή.
Κι όταν η αγάπη μας θα έχη δοκιμασθή, θα έχη σφυρηλατηθή στο καμίνι και το αμόνι των πειρασμών και θ’ αποδειχθή γνήσια και σταθερή, τότε ο Θεός θα στείλη το μήνυμά του, βεβαιώνοντάς μας για τη δική του απέραντη αγάπη. Στις σχέσεις μας με τον Θεό, εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι η δική μας αγάπη. Γι’ αυτό και εκείνο που πρέπει να μας ανησυχή είναι αν η αγάπη μας για τον Θεό παραμένη ζωντανή, θερμή και μεγάλη. Διότι η Αγάπη του Θεού για μας είναι γνωστή. Είναι δεδομένη. Όταν υπάρχη αυτή η προϋπόθεσις της δικής μας αγάπης, Εκείνος δεν θ’ αργήση να μας βεβαιώση για την αμέριστη αγάπη του στο πρόσωπό μας.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
1. “Υπάρχει Θεός;”
Το περί Θεού ερώτημα ανεβαίνει αυθόρμητα στην συνείδηση κάθε ανθρώπου ο οποίος ως σκεπτόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να νοήσει εαυτόν και να συλλάβει το νόημα του κόσμου έξω και ανεξάρτητα από την ιδέα του Θεού. Αισθάνεται ότι δεν είναι ον αυθύπαρκτο· ότι είναι πλάσμα πίσω από το οποίο υπάρχει ποιητική αρχή, από την οποία εξαρτάται και πρός την οποία αναφέρεται. Στη βάση αυτή θεμελιώνεται η θρησκευτικότητα του λογικού όντος που σημαίνει ελεύθερη πνευματική σχέση και εξάρτηση από το δημιουργό του.
Το περί Θεού ερώτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ανάλογο με τη σημαντικότητα της έννοιας του Θεού, που αποτελεί το αντικείμενο αναφοράς του. Είναι ερώτημα καίριο, που θέτει μόνον ο λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η άλογη κτήση δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες και δεν διατυπώνει παρόμοια ερωτήματα· δεν έχει ανάλογους προβληματισμούς. Μόνον ο άνθρωπος ερωτά, γιατί είναι η “λογική εικόνα” του Θεού. Στο περί υπάρξεως του Θεού ερώτημα ανάγεται ο άνθρωπος και από έναν άλλο, όχι λιγότερο σημαντικό, λόγο, από το γεγονός ότι ο Θεός είναι κεκρυμμένος και αθέατος1. Δεν μπορείς να τον συναντήσεις και να τον δεις, να λάβεις εμπειρική αίσθηση της παρουσίας του. Είναι Θεός “σιωπών” και απόκοσμος και, παρόλον ότι κυβερνά τον κόσμο, όμως δεν μπορείς να κατανοήσεις την ενέργειά του αυτή, η οποία είναι άκρως αινιγματική στο φτωχικό μυαλό μας, σε σημείο που, βλέποντας τόση ακαταστασία, τόση κακότητα και τόση φυσική και ηθική αθλιότητα στον κόσμο, να αναρωτιέται κανείς αν πράγματι υπάρχει ο Θεός και προνοεί αληθινά για τα πλάσματα του.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού είναι ζήτημα καθαρά πίστεως. Το ιερό σύμβολο της Πίστεως ρητά ομολογεί “πιστεύω εις ένα Θεόν”. Ο άνθρωπος, ο λογικά σκεπτόμενος, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί ή να μη δεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Με αφετηρία τη σκέψη αυτή, το περί Θεού ερώτημα φέρεται να έχει δευτερεύουσα σημασία. Γιατί, αν πιστεύεις αληθινά στο Θεό, το ερώτημα δεν έχει κανένα νόημα. Αν πάλι δεν πιστεύεις, για ποιο λόγο ρωτάς;
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 11-12)
ΈΝΑΣ νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα πώς κατόρθωσαν οι παλαιότεροι Πατέρες να φτάσουν σε μεγάλα μέτρα αρετής, ενώ οι νεώτεροι, αν και κοπιάζουν κι αυτοί, δεν μπορούν να προοδεύσουν.
- Εκείνοι, παιδί μου, του αποκρίθηκε ο Αββάς, είχαν σαν κύριό τους έργο την προσευχή κι όλα τ’ άλλα τα θεωρούσαν πάρεργο. Οι σημερινοί μοναχοί θεωρούν έργο τα σωματικά και πάρεργο την προσευχή, γι΄ αυτό κοπιάζουν δίχως ψυχική ωφέλεια.
Λησμονούν τα λόγια του Σωτήρος «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ' 33).
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ")
Η θεία κοινωνία και το δαιμόνιο
Φρίκη τρόμος και πανικός κυριεύουν τα δαιμόνια, όταν βρεθούν μπροστά στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, τη θεία Κοινωνία. Γι’ αυτό πάντοτε οι δαιμονισμένοι σπαράζουν και χτυπιούνται ελεεινά, όταν πλησιάσουν στα τίμια Δώρα, πράγμα που δεν συμβαίνει πριν από τον καθαγιασμό και τη μεταβολή Τους. Είναι και τούτο μια συνεχής και περίτρανη απόδειξη, ότι η θεία Κοινωνία είναι πράγματι Σώμα και Αίμα Χριστού.
Στο βίο του αγίου Ευτυχίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ( 6ος αι.), υπάρχει ένα σχετικό περιστατικό.
Στην περιοχή της Αμάσειας, όπου είχε για ένα διάστημα εξοριστεί, βρισκόταν ένα γυναικείο μοναστήρι, που λεγόταν « της Φλαβίας». Μερικές λοιπόν από τις μοναχές έφεραν στον άγιο ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, που είχε κυριευθεί από δαιμόνιο, και δεν πλησίαζε καν τη θεία Κοινωνία. Όταν το πήγαιναν να κοινωνήσει, φώναζε, χτυπιόταν, κλωτσούσε και αποστρεφόταν με αηδία τα άχραντα Μυστήρια.
Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή. Ο άγιος θα λειτουργούσε και θα κοινωνούσε τους πιστούς. Είπε λοιπόν να φέρουν και το κοριτσάκι. Πράγματι, το έφεραν και με πολλή βία το ανάγκασαν να δεχτεί στο στόμα του τη θεία Κοινωνία. Αμέσως όμως έβγαλε μιάν άγρια κραυγή και Την έφτυσε χάμω!
Έφριξαν όλοι. Άφησαν το έξαλλο κορίτσι να φύγει, ενώ ο άγιος μάζεψε με το στόμα του από το έδαφος το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Παρήγγειλε, ωστόσο, να του ξαναφέρουν το δαιμονισμένο πλάσμα την άλλη μέρα.
Όταν ήρθε, ο άγιος προσευχήθηκε και έχρισε όλα του τα μέλη με άγιο έλαιο. Ύστερα δοκίμασε να το μεταλάβει πάλι. Το κορίτσι, αφού αναστέναξε βαθιά, κοινώνησε άφοβα και ήρεμα. Μόλις κατάπιε τη θεία Κοινωνία άφησε μιάν άγρια κραυγή, και αμέσως το πονηρό πνεύμα βγήκε από το στόμα του.
Από τη στιγμή εκείνη το κοριτσάκι θεραπεύθηκε οριστικά, και όλοι δόξαζαν τον Κύριο για τη δύναμη και τη φιλανθρωπία Του.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ. 137-138)
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε πλάσματα που αγαπάμε τη συνήθεια. Η καθημερινότητα μας είναι γεμάτη από πράγματα που συνηθίζουμε να κάνουμε. Είναι μια ρουτίνα που μας γεμίζει ασφάλεια. Πολλές φορές βέβαια μας κουράζει αλλά και πάλι δύσκολα θα ξεβολευόμασταν. Σπάνια θα συναντήσουμε κάποιον που θα μας πει ότι δεν του αρέσει να κάνει κάποια πράγματα επαναληπτικά κάθε μέρα. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της υπερβολής του ψυχαναγκασμού όπου αν κάτι πάει στραβά και δεν γίνουν τα πράγματα όπως τα έχουμε συνηθίσει αρρωσταίνουμε. Πέρα όμως από τις εξωτερικές συνήθειες υπάρχει και μια συνήθεια εσωτερική, πολύ ύπουλη, ανθεκτική και βλαπτική που στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια μας να αλλάξουμε. Πρόκειται για την παγιωμένη αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας, για τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τον εαυτό μας, να φερόμαστε, να σκεφτόμαστε και να αντιδράμε στα ερεθίσματα.
Έχουμε μπει δηλαδή σε μια νόρμα και λειτουργούμε με συγκεκριμένους τρόπους που μπορεί και να μην είναι πάντα και οι πιο αποτελεσματικοί και θετικοί για εμάς. Όταν όμως εισερχόμαστε στην πνευματική ζωή συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους και να δούμε τη ζωή μέσα από άλλα μάτια… τα μάτια του Θεού. Να συνηθίσουμε δηλαδή σε μια νέα κοσμοθεωρία. Πόσο δύσκολο είναι αυτό αν σκεφτούμε και τα λόγια του αποστόλου Παύλου στην προς Ρωμαίους επιστολή ( ζ,17) «Τώρα όμως που είμαι κυριευμένος από την αμαρτία, δεν εκτελώ πλέον εγώ το κακό αλλά η αμαρτία η οποία σαν άλλος τύραννος κατοικεί μέσα μου». Όταν η αμαρτία έχει γίνει η δεύτερη φύση μας τότε τα πράγματα φαντάζουν χωρίς επιστροφή. Η δύναμη της συνήθειας απειλητική, αγέρωχη, τρομακτική δεν μας επιτρέπει να κάνουμε βήμα. Και τότε τί γίνεται; Είμαστε σε αδιέξοδο; Όχι, φυσικά! Τότε καλούμε Αυτόν που βγήκε ζωντανός από τον Τάφο Του, Αυτόν που έκανε τον τυφλό να ξαναδεί, τον ανάπηρο να περπατήσει, τον μουγγό να μιλήσει και που ελευθέρωσε το δαιμονισμένο από τα δαιμόνια. Αυτόν δηλαδή που νίκησε την αμαρτία και το διάβολο, Αυτόν που κατήργησε τη φθορά και το θάνατο! Καλούμε Αυτόν που τίποτα δεν μπορεί να Του σταθεί εμπόδιο. Αυτό που φαίνεται σε εμάς ακατόρθωτο για το Χριστό αρκεί ένα νεύμα για να το αλλάξει.
Αν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε συνήθειες ας πάρουμε από το χέρι το Χριστό για να μας μάθει τις νέες συνήθειες της ζωής μας. Αυτές που θέλει Εκείνος να έχουμε… να συνηθίσουμε δηλαδή να τηρούμε τις εντολές Του, να Τον εμπιστευόμαστε, να Τον ποθούμε, να Τον επικαλούμαστε και να Τον αγαπάμε. Και τότε θα ανακαλύψουμε πως υπάρχει μια δύναμη ασύγκριτα μεγαλύτερη από τη δύναμη της συνήθειας… η δύναμη του Χριστού!(Α.Κ.Β)
Η φυματίωσις του λάρυγγος
Ο π. Ιωάννης της Κρονστάνδης θεράπευε πολλούς με την χάρι της θείας κοινωνίας.
Σε μια περίπτωσι βαρειάς ασθενείας ο καθηγητής Σιμανόφσκυ διέγνωσε φυματίωσι του λάρυγγος. Πληγές κάλυψαν τον λάρυγγα του αρρώστου και η φωνή του χάθηκε. Ο καθηγητής δήλωσε ότι ο ασθενής έχει ζωή μόλις δέκα ημερών.
Οι συγγενείς έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στον π. Ιωάννη. Σε πέντε μέρες έφθασε.
-Γιατί δεν με ειδοποιήσατε ότι είναι τόσο βαρειά ο άρρωστος; Θα έφερνα μαζί μου τη θεία κοινωνία, αν το ήξερα.
Ο ασθενής, καθώς ψυχορραγούσε, κοίταζε ικετευτικά τον μπάτουσκα. Εκείνος, αφού βυθίσθηκε για λίγο στον εαυτό του, γύρισε προς το μέρος του και τον ρώτησε:
-Πιστεύεις ότι εγώ με τη δύναμι του Θεού μπορώ να σε βοηθήσω;
Ο άρρωστος έκανε καταφατικό νεύμα με το κεφάλι. Ο π. Ιωάννης είπε να του ανοίξουν το στόμα και φύσηξε σταυροειδώς τρεις φορές. Μετά χτύπησε δυνατά με το χέρι το μικρό τραπεζάκι, πάνω στο οποίο υπήρχαν διάφορα απολυμαντικά του στόματος και υλικά καυτηριάσεων. Το τραπεζάκι αναποδογύρισε και τα μπουκαλάκια έσπασαν.
-Πετάξτε τα όλα αυτά, είπε απότομα. Σε τίποτα δεν χρειάζονται. Έλα στην Κρονστάνδη να σε κοινωνήσω με τα Άχραντα Μυστήρια. Θα σε περιμένω…
Το βράδυ ήρθε ο καθηγητής Σιμανόφσκυ και ο δόκτωρ Όκουνεφ, ειδικός στις λαρυγγολογικές παθήσεις. Τους πληροφόρησαν ότι την επομένη θα ξεκινούσαν για την Κρονστάνδη. Ο Σιμανόφσκυ δήλωσε ότι ο άρρωστος θα πεθάνη στον δρόμο! Εκείνος όμως είχε εμπιστοσύνη στον μπάτουσκα και πήγε να τον συναντήση.
Έμεινε δύο μέρες στην Κροστάνδη και κοινώνησε από τα χέρια του. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, ο καθηγητής δοκίμασε έκπληξι: Όλες οι πληγές είχαν κλείσει και μόνο η φωνή παρέμενε αδύνατη. Ο Σιμανόφσκυ ενώπιον όλων ωμολόγησε:
-Αυτό είναι κάτι το πρωτοφανές! Είναι ένα ολοφάνερο θαύμα!
Ο ετοιμοθάνατος έζησε ακόμη εικοσιπέντε χρόνια.
( Ιωάννης της Κροστάνδης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.173-175)
" Να κάνεις προσευχή για τα παιδιά "
Τι σας είπε ο Γέροντας για τα παιδιά ;
- Να συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας με αγάπη και καλοσύνη και να κάνουμε προσευχή στο Θεό. Επειδή ήταν αγόρια και μόνοι στην Αθήνα, πάντα είχαμε προβλήματα μαζί τους, μικροπροβλήματα θα έλεγα.
- Πόσα παιδιά έχετε ;
- Τρεις γιους.
Πήγαιναν και τους έλεγα : " Γέροντα, έχουμε προβλήματα με τα παιδιά ". " Θα λυθούνε ", μου έλεγε : " Θα ρθει η ώρα που θα λυθούνε • εσύ να κάνεις προσευχή και ο Θεός θα μιλήσει στην ψυχή τους και θα δεις πως όλοι θα γίνουνε πολύ καλοί ".
- Τί είδους προσευχή σου έλεγε να κάνεις ;
- Μου έλεγε : " Να κάνεις προσευχή ".
Τον ρώτησα : " Τί να λέω ; " Και μου είπε :
" Δικά σου λόγια, ό,τι θέλεις. Θα του πεις αυτά που νομίζεις με δικά σου λόγια και Εκείνος ξέρει. Δεν θέλει να του πεις ειδικά ".
Άλλη φορά πάλι που πήγα, μου είπε :
" Προσευχή θα κάνουμε τώρα " .
Ρώτησα : " Τί να πω Γέροντα ; Κύριε Ιησού Χριστέ… ; " - " Ναι, αυτό, αυτό • τώρα γονάτισε
κάτω και θα λέω εγώ και θα λες και συ… " Και την λέγαμε και οι δύο από μέσα μας.
Μέναμε εκεί κάμποση ώρα γονατιστοί και περίμενα να μου πει " εντάξει, φθάνει " και μου 'λεγε " εντάξει, τώρα πήγαινε κι άλλη φορά
πάλι ".
- Όταν έκανες προσευχή με τον Γέροντα, Ξένια, ένιωθες κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο ;
- Ναι, πάντα. Πάντα πήγαινα με στενοχώρια και έφευγα χαρούμενη. Λες και δεν είχα προβλήματα.
[Γερ.90]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.302-303)
Στη γυναικεία μονή της Ταβέννης, που μόναζαν την εποχή εκείνη περισσότερες από τετρακόσιες μοναχές, έλαμψε με την αρετή της η παρθένος Ισιδώρα. Αυτή η μακαρία υποκρινόταν τη σαλή για την αγάπη του Χριστού. Εξευτέλιζε κάθε μέρα τον εαυτό της. Φορούσε κουρέλια. Έκανε τις πιο ταπεινωτικές δουλειές του μοναστηριού. Εξυπηρετούσε σαν αγορασμένη δούλη όλες τις αδελφές χωρίς καμμιά εξαίρεση.
Εκείνες πάλι, σαν να γύρευαν μ’ αυτό να την ανταμείψουν, την περιφρόνησαν τόσο, που κι από την τράπεζα, κι από την εκκλησία ακόμη, την έδιωχναν. Έτσι η Ισιδώρα έτρωγε τ’ αποφάγια που περίσσευαν στα πιάτα, ζαρωμένη στο τζάκι του μαγειρείου, κι άκουγε την ακολουθία χειμώνα - καλοκαίρι στα σκαλοπάτια της εκκλησίας.
Ήταν αδύνατο να περάση μέρα χωρίς να τη βρίσουν και να την περιπαίξουν. Κι αυτή τα δεχόταν όλα χωρίς κανένα γογγυσμό. Ποτέ δεν αντιμίλησε. Δεν φιλονίκησε. Δεν έδειξε σημάδι ανυπομονησίας.
Και ο Θεός έκανε φανερή σε όλους την αρετή της!
Στο απέναντι βουνό ασκήτευε ο αββάς Πιτηρούν. Ζούσε με μεγάλη στέρηση και παίδευε πολύ το σώμα του. Θα ήταν αυτό ίσως αφορμή που του ήρθε κάποτε ο λογισμός: Άραγε υπάρχει άλλος σ’ αυτόν τον τόπο που να με φτάνη στην αρετή;
Τη νύχτα είδε στον ύπνο του άγγελο Κυρίου.
-Σήκω και πήγαινε στο γυναικείο μοναστήρι, τον πρόσταξε. Εκεί θα βρης μια παρθένο με διάδημα στο κεφάλι! Αυτή είναι ασύγκριτα ανώτερη σου.
Ο αββάς Πιτηρούν δεν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, τράβηξε για το γυναικείο μοναστήρι. Οι μοναχές τού έκαναν λαμπρή υποδοχή, γιατί είχε φήμη αγίου σ’ όλον εκείνο τον τόπο. Ο αββάς πήγε στην εκκλησία και ζήτησε από την ηγουμένη να του παρουσίαση όλες τις αδελφές, για να τις γνωρίση προσωπικά. Του έγινε αμέσως η επιθυμία. Μία –μία λοιπόν οι μοναχές περνούσαν μπροστά από τον αββά, έβαζαν μετάνοια, έπαιρναν την ευλογία του και πήγαιναν στα στασίδια τους. Εκείνος τις παρατηρούσε προσεκτικά, μα δεν έμεινε ευχαριστημένος. Δεν είδε ανάμεσα τους εκείνη που του είπε ο άγγελος, και λυπήθηκε.
Όταν πέρασε και η τελευταία, ρώτησε ο αββάς αν υπάρχει άλλη.
-Όχι, του αποκρίθηκαν, εδώ είμαστε όλες.
-Αδύνατον, είπε ζωηρά εκείνος. Πρέπει να υπάρχει ακόμα μία, που για χάρη της έκανα όλη αυτή την οδοιπορία.
-Έχουμε ακόμα μία, αναγκάστηκε να φανερώση η ηγουμένη μπροστά στην επιμονή του γέροντα, αλλά είναι σαλή. Γι’ αυτό δεν τη λογαριάζουμε με την αδελφότητα.
-Ας έρθη κι αυτή, είπε ο αββάς.
Με πολλή βία οδήγησαν την ταπεινή Ισιδώρα μπροστά στον όσιο, ξυπόλητη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη από τους καπνούς του μαγειρείου. Μόλις την αντίκρυσε εκείνος, έμεινε σαν μαρμαρωμένος από την έκπληξη. Το παλιομάντηλο που σκέπαζε το κεφάλι της, και που οι αδελφές το αηδίαζαν, έλαμψε στα μάτια του σαν ολόχρυση κορώνα! Υποκλίθηκε μπροστά της και της είπε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση:
-Ευλόγησε με, οσία.
Αλλά η ταπεινή Ισιδώρα έσκυψε και του φίλησε τα πόδια.
-Εσύ ευλόγησε με, άγιε πάτερ.
Παραξενεμένες οι μοναχές απ’ όσα έβλεπαν, είπαν στον αββά:
-Μην εξευτελίζης έτσι τον εαυτό σου. Αυτή είναι σαλή!
Εκείνος όμως τις κατακεραύνωσε με το αυστηρό του βλέμμα:
-Εσείς όλες είστε σαλές και ανόητες! Αυτή εδώ είναι πολύ ανώτερη κι από σας κι από μένα! Είθε να μας αξιώση ο Θεός να βρεθούμε στο πλευρό της, στη Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τί του είχε αποκαλύψει ο Θεός για τη μακαρία Ισιδώρα.
Όταν τ’ άκουσαν οι μοναχές, έπεσαν στα γόνατα, ζήτησαν συγχώρηση από την αδελφή τους κι εξομολογήθηκαν στον όσιο τα όσα μέχρι τότε της είχαν κάνει.
Ο όσιος έκανε προσευχή να συγχωρήση ο Θεός τις απερισκεψίες τους. Ύστερα κάλεσε την οσία Ισιδώρα, για να την παρακαλέση να δώση κι αυτή συγχώρηση στις αδελφές. Μα δεν τη βρήκαν πουθενά. Πρόλαβε κι έφυγε κρυφά από το μοναστήρι, για ν’ αποφύγη τον ανθρώπινο έπαινο, και κανείς δεν έμαθε ποτέ πού τελείωσε τη ζωή της.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.243-246)