ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
…Αλλά για να μπορέσουμε να πούμε «Άφες ημίν ως και ημείς αφίεμεν», είναι πολύ πιο δύσκολο. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ζωής. Έτσι αν δεν είμαστε προετοιμασμένοι να αφήσουμε πίσω μας κάθε αντιπάθεια που έχουμε, ενάντια σε κείνους που ήταν κυρίαρχοί μας ή σκληρά αφεντικά μας, δεν μπορούμε να περάσουμε αντίπερα. Αν έχουμε τη δύναμη να συγχωρούμε, δηλαδή να εγκαταλείπουμε στη γη της δουλείας όλη τη δουλική νοοτροπία, τη λαιμαργία, την απληστία και την πικρία, τότε μπορούμε να φτάσουμε στην αντίπερα όχθη. Μετά από αυτά θα βρεθούμε στην καφτερή έρημο, γιατί χρειάζεται αρκετός χρόνος για να γίνει ο σκλάβος ελεύθερος «εν Χριστώ» άνθρωπος. Όλα όσα είχαμε, όταν είμαστε σκλάβοι στην Αίγυπτο, τώρα τα στερούμαστε. Δεν έχουμε πια στέγη, ούτε καταφύγιο, ούτε τροφή. Δεν έχουμε τίποτα εκτός από την έρημο και το Θεό. Η γη δεν μπορεί πια να μας θρέψει. Δεν μπορούμε πια να βασιστούμε στη φυσική γήινη τροφή και έτσι του ζητάμε: «Τον άρτον ημών τον επιούσιον». Ο Θεός μας τον δίνει ακόμα και όταν παραστρατούμε, γιατί αν δεν το ’κανε έτσι θα πεθαίναμε, πριν φτάσουμε στα σύνορα της γης της επαγγελίας.
Θεέ μου, κράτησέ μας στη ζωή, δώς μας χρόνο να πλανιόμαστε, να μετανοούμε, να βρίσκουμε τη σωστή πορεία.
("Ζωντανή Προσευχή", αρχιεπ. Antony Bloom, σ. 48)
2. Υπάρχουν λογικά επιχειρήματα που να αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού;
Τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν υπάρχουν. Την ύπαρξη του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει λογικά, όπως αποδεικνύει τις φυσικές αλήθειες. Η ουσία του Θεού είναι απολύτως υπερβατική, αθέατη στους σωματικούς μας οφθαλμούς και απρόσιτη στη φυσική μας διάνοια. Έμμεσα μόνο μπορούμε να διακρίνουμε τη θεία ενέργεια, η οποία συνέχει, συγκρατεί τα όντα και είναι διάχυτη στην εξωτερική δημιουργία. Και αυτή πάλι μόνο με τους οφθαλμούς της ψυχής μας μπορούμε να τη συλλάβουμε. Τα φυσικά κτίσματα είναι η εξάγγελοι των τελειοτήτων του Θεού. Ο απόστολος Παύλος μαρτυρεί: “ τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης… “2.
Τις φυσικές αλήθειες ο άνθρωπος αποδεικνύει επιστημονικά, ώστε αυτοί που τις αρνούνται να είναι παράλογοι. Την ύπαρξη όμως του Θεού κανένας δεν μπορεί να την αποδείξει με επιχειρήματα λογικά, ώστε αυτός που την αρνείται να παραλογίζεται. Η αλήθεια του Θεού βρίσκεται πέρα από κάθε αποδεικτική δυνατότητα του πλάσματος. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος θα πιστέψει στην ύπαρξη του Θεού. Και αυτό του αρκεί. Δεν θα προσπαθήσει να την αποδείξει και να την κατοχυρώσει λογικά. Αυτό είναι έξω από την αρετή και το ήθος του, που οικοδομείται αποκλειστικά στη μυστηριακή αλήθεια του Θεού. Το να προσπαθεί κανείς να αποδείξει στον άπιστο ότι υπάρχει Θεός, είναι έργο άχαρο και μάταιο. Ο Θεός υπάρχει στην περιοχή της καρδιάς που την φλογίζει η πίστη, και όχι στο μυαλό που κυριαρχείται από το λόγο και διέπεται από την αυστηρή επιστημονική γνώση. Αν ο Θεός δεν υπάρχει στην καρδιά ως μυστική παρουσία, δεν υπάρχει πουθενά. Γι’ αυτό, όταν ερωτώμαστε από ανθρώπους λογικοκρατούμενους αν υπάρχει Θεός, η απάντηση μας πρέπει να είναι αρνητική. Όχι, δεν υπάρχει Θεός όπως τον θέλεις εσύ, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα σου. Ο Θεός που υπάρχει σε υπερβαίνει απόλυτα!
Ο Θεός φυσικά υπάρχει αντικειμενικά. Δεν είναι αφαίρεση, πλάσμα του νού και της φαντασίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Τον αντικειμενικά υπάρχοντα Θεό ο άνθρωπος αποδέχεται με την πίστη και την αγάπη του. Ως λογικά όμως σκεπτόμενο ον, προσπαθεί παράλληλα να δικαιώσει και με επιχειρήματα την πίστη του αυτή. Πρός το σκοπό αυτό διαμόρφωσε από πολύ παλαιά διάφορους λογικούς συλλογισμούς. Στη θεολογία οι συλλογισμοί αυτοί είναι γνωστοί ως «αποδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού». Φυσικά δεν πρόκειται περί επιστημονικών αποδείξεων. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντίφαση. Πώς μπορείς να αποδείξεις το αναπόδεικτο; Όπως έχουμε πει, ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όντα, δεν είναι μέγεθος φυσικό που να μπορεί να εκτιμηθεί με κριτήρια αισθητά και εμπειρικά. Αν μπορείς να αποδείξεις την ύπαρξη του, τον κατεβάζεις από την υψηλή του περιωπή και τον κατατάσσεις στο επίπεδο των φυσικών κτισμάτων. Σε τελική ανάλυση καταστρέφεις την ίδια την έννοια του. Οι συλλογισμοί για τους οποίους μιλάμε δεν είναι αποδείξεις, αλλά ενδείξεις, επιχειρήματα λογικοφανή, δείκτες που προσανατολίζουν τη σκέψη προς το δυνατό της υπάρξεως του Θεού. Δεν αποδεικνύουν αναγκαίως αυτήν, αλλ’ υπάρχουσα την καθιστούν λογικοφανή, ή τουλάχιστον, όχι παράλογη. Οι κυριότερες από τις ενδείξεις αυτές είναι δύο, η κοσμολογική και η τελολογική. Η κοσμολογική λέγεται έτσι, γιατί ξεκινά από τον κόσμο, στον οποίο κυριαρχεί ο νόμος της αιτιώδους συνάφειας των όντων. Κάθε τί που υπάρχει δεν είναι αυθύπαρκτο, αλλά έχει αιτία από την οποία προέρχεται. Είναι αιτιατό. Θα ήταν παράλογο να σκεφτούμε, λόγου χάρη, ότι ένας άνθρωπος, ένα σπίτι, ένα πλοίο ή οτιδήποτε άλλο βρέθηκε ξαφνικά και τυχαία στον κόσμο, χωρίς γεννήτορα, οικοδόμο, ναυπηγό. Συλλογιζόμαστε λοιπόν· αν όλα ανεξαίρετα τα όντα φέρνουν πίσω τους την αιτία που τα παρήγαγε, ο τεράστιος και θαυμαστός αυτός κόσμος είναι δυνατό να βρέθηκε μόνος του και κατά τύχη στο είναι, χωρίς να έχει πίσω του μία παντοδύναμη ποιητική αρχή; Ασφαλώς όχι. Η παντοδύναμη αυτή αρχή είναι ο Θεός. Ο απόστολος Παύλος λέει χαρακτηριστικά: “ Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός”3.
Η τελολογική δε ένδειξη λέγεται έτσι, γιατί αφορμάται από τον κόσμο ως ένα σκόπιμα και τελολογικά διατεταγμένο όλο. Ο κόσμος κυριαρχείται και λειτουργεί πάνω σε νόμους απαράβατους και σταθερούς. Τα όντα - κυρίως ο άνθρωπος - υπακούουν σε ένα σκοπό, έχουν κάποιο προορισμό, ένα τέλος προς το οποίο σπεύδει η ύπαρξη τους. Η ζωή τους δεν είναι τυχαία και άσκοπη. Όλα δε μαζί είναι συναρθρωμένα κατά τρόπο που τα κάνει ένα παναρμόνιο όλο, μια ομορφιά που προκαλεί δέος και θαυμασμό, ένα αληθινό κόσμημα (εξ’ου και “κόσμος”), ένα αριστουργηματικό κομψοτέχνημα. Και συλλογιζόμαστε, πώς είναι δυνατόν αυτό το όμορφο κομψοτέχνημα, αυτό το έκπαγλο αρχιτεκτόνημα με την πάνσοφη δόμηση και τη σκόπιμη διάταξη του, με την πολυδυναμία και την πολυαρμονία του, να είναι ένα προϊόν τυφλής τέχνης, να βρέθηκε εική και ως έτυχε στο είναι; Ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν αποτελεί ωμό παραλογισμό; Ας κάνουμε το πράγμα σαφέστερο με ένα παράδειγμα. Αν κάποιος ισχυριστεί, ότι ένα βιβλίο εμφανίστηκε ξαφνικά σε μία βιβλιοθήκη, χωρίς να το έχει γράψει κανένας και χωρίς κάποιος να επιστατήσει στην εκτύπωση του· ότι κόπηκε μία μέρα από μόνο του το τυπογραφικό χαρτί σε σχήμα σελίδων, τα δε γράμματα της αλφαβήτου κινήθηκαν και ενώθηκαν τυχαία το ένα με το άλλο σε μορφή κεφαλαίων και παραγράφων και κατόπιν τυπώθηκαν οι σελίδες χωρίς την επιστασία ειδικού τεχνητή, ο ισχυρισμός αυτός δεν θα ήταν καθαρός παραλογισμός; Λέμε λοιπόν· αν για τη συγγραφή ενός βιβλίου είναι απαραίτητη η παρουσία συγγραφέα, για την ύπαρξη του φυσικού κόσμου, τον οποίο χαρακτηρίζουν τόση αρμονία και τόση σοφία, τόση ομορφιά και τόση πολυδύναμη αρχιτεκτονική τάξη, δεν πρέπει να υπάρχει μια πάνσοφη και παντοδύναμη ποιητική αρχή; Βεβαίως πρέπει να υπάρχει και αυτή είναι ο Θεός. Ο ιερός ψαλμωδός σε συγκίνηση αναφωνεί: “ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας”. 4
Συγκεφαλαιώνοντας, τα μαθηματικά αξιώματα και οι φυσικές αλήθειες είναι λογικώς αναγκαίες και καθολικώς αποδεκτές. Οι θείες αλήθειες είναι λογικώς δυνατές. Δεν αποδεικνύονται επιστημονικά. Μπορούν να διευκολύνουν την πίστη στην ύπαρξη του Θεού. Δεν την γεννούν. Φυσικά όποιος πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Θεού δεν έχει ανάγκη από λογικά επιχειρήματα για να ενισχυθεί στην πίστη του. Όπως και τον άπιστο δύσκολα μπορεί να μετακινήσει από την απιστία του οποιαδήποτε επιχειρηματολογία λογική. Μόνον όσοι έχουν ασθενή και κυμαινόμενη πίστη (κυρίως οι προβληματιζόμενοι νέοι) μπορούν να ωφεληθούν από τις ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού και να στερεώσουν την πίστη τους. Και αυτό πάντοτε με τη χάρη και το φωτισμό του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 12-15)
Θυμάμαι τον πρώτο καιρό που προσλήφθηκα στην εταιρία που δουλεύω, είχα μεγάλη ανησυχία για να τα καταφέρω, επειδή η εργασία μου ήταν πολύ απαιτητική! Είχα το νου στα λάθη μου και πως θα βελτιωθώ και δεν προλάβαινα να ασχοληθώ με τη δουλειά κάποιου άλλου συναδέλφου εκτός κι αν μου ζητούσε βοήθεια. Τώρα μετά από δυο χρόνια, παρατηρώ ότι είμαι πιο άνετος και αρχίζω να εξετάζω και τη δουλειά των άλλων και να τη σχολιάζω ‘ Αυτός είναι γρήγορος, αυτός είναι απρόσεχτος, αυτός είναι πολυλογάς’. Έτσι ακριβώς κάνω και στην πνευματική μου ζωή. Ενώ στην αρχή ασχολιόμουν μόνο με το Χριστό και τις αμαρτίες μου μετά κοίταγα και τις αμαρτίες των άλλων! Τί δείχνει αυτό; Κατά τη γνώμη μου την κύρια αιτία της κατακρίσεως που είναι η υπερηφάνεια.
Νομίζουμε ότι ‘έχουμε μάθει τη δουλειά’, ότι έχουμε γίνει καλοί χριστιανοί, καλύτεροι από τους άλλους και γι’αυτό κομπάζουμε συγκρινόμενοι μ’ αυτούς, τους μειώνουμε γιατί δεν τα κατάφεραν όπως κι εμείς δυστυχώς και τους έχουμε καταδικασμένους για την κόλαση. Μήπως μας έδωσε όμως κανείς το δικαίωμα να περιεργαζόμαστε τί κάνουν οι αδελφοί μας; Μήπως μας έχει προσλάβει ο Χριστός ως βοηθούς Του για να Τον συμβουλεύουμε ποιος θα πάει στον Παράδεισο και ποιος στην Κόλαση; Ας σκεφτούμε για μια στιγμή ότι είμαστε δίπλα στον Κύριο Ιησού Χριστό τη φρικτή εκείνη ώρα της τελικής Κρίσης που έρχονται οι ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων προς το Δημιουργό και Κριτή τους. Να σταθούμε δίπλα στην Αγάπη του Χριστού μας και να μας ρωτήσει ‘ Αυτός τι λες; Θα μπει στον Παράδεισο;’ Νομίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε λέξη, νιώθοντας πόσο αγαπάει ο Κύριος το κάθε Του πλάσμα;
Αφού λοιπόν δεν μπορούμε να κρίνουμε στον Ουρανό γιατί κρίνουμε στη γη; Επειδή την κατάκριση οι πιο πολλοί την έχουμε ψωμοτύρι νομίζουμε ότι δεν είναι τόσο σημαντική. Κοιτάμε στο περιτύλιγμα της σοκολάτας να δούμε αν έχει ίχνη από γάλα και την ίδια στιγμή λέμε ‘ ο Κώστας τρώει τυρί Παρασκευιάτικα, αν είναι δυνατόν!’ Πόσο μεγάλο λάθος είναι η κατάκριση! Όσο τη συνεχίζουμε μην απορούμε που έχουμε πνευματική ακαρπία. Ο Χριστός την αποστρέφεται την κατάκριση. Μας έδωσε εντολή να αγαπάμε, όχι να κρίνουμε. Αν θέλουμε να είναι μαζί μας και αν Τον αγαπάμε ας κοιτάμε το πλήθος των αναρίθμητων δικών μας λαθών και δε θα πλήξουμε ποτέ!(Κ.Δ.Κ)
…Ο Κύριος μας περιμένει πάντοτε για να ενώσουμε τον εαυτό μας μαζί του εν αγάπη, αλλά εμείς αντ’ αυτού απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από κοντά του. Γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη. Αλλά η αγάπη του δεν είναι σύστοιχη με την αντίληψη αυτού του κόσμου. Η αγάπη που ο κόσμος μας δίνει αποτελείται από οδύνη και υποδούλωση, διότι τα πονηρά πνεύματα ανακατεύονται μαζί της. Μικρό ποσοστό αγάπης υπάρχει. Το μεγαλύτερο μέρος της είναι απλά υποδούλωση. Τα πονηρά πνεύματα προσπαθούν να μας υποδουλώσουν, ώστε να αγκιστρωθούμε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα, προκειμένου να αποτραπεί η καρδιά μας από το να αναζητήσει τον Θεό, την πηγή της ζωής και της αγάπης. Διότι γνωρίζουν ότι αν η καρδιά μας ενωθεί με Εκείνον, τότε δεν μπορούν πλέον να μας πλησιάσουν. Τον άνθρωπο που έχει αξιωθεί της Χάριτος και έχει ενωθεί με την αγάπη του Θεού, τα πονηρά πνεύματα δεν μπορούν να τον πλησιάσουν, διότι τον προστατεύει η θεία αγάπη.
Η αγάπη είναι το πιο ισχυρό μέσο άμυνας που υπάρχει. Δεν υπάρχουν όπλα και δύναμη που να μπορούν να αναμετρηθούν με την αγάπη. Ενώπιον της αγάπης τα πάντα νικώνται.
("Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας", γέροντα Θαδδαίου, σ. 159)
(Μαρκ. θ' 29)
«Ο Κύριος και Θεός μας, Ιησούς Χριστός μαζί με
όλα τα καλά που μας πρόβαλε ως παράδειγμα,
πηγαίνοντας μετά το βάπτισμά Του στην έρημο,
αρχίζει με νηστεία τη νοητή πάλη με το διάβολο,
που τον πλησίασε σαν να ήταν απλός άνθρωπος.
Με τον τρόπο που τον νίκησε ο Κύριος δίδαξε και
εμάς τους ανάξιους δούλους, πώς να διεξάγουμε
τον αγώνα εναντίον των πονηρών πνευμάτων,
δηλαδή με ταπείνωση και νηστεία και προσευχή
και νήψη».
Του Αββά Κρονίου
α’. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Κρόνιο: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και του λέγει, ότι, σαν ήλθε ο ’Ελισαίος στη Σωμανίτιδα, τη βρήκε να μη συνδέεται με κανέναν. Συνέλαβε λοιπόν και γέννησε μόνο με την παρουσία του Ελισαίου. Και του λέγει ο αδελφός: «Τί νόημα έχει αυτό;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Η ψυχή, αν ανανήψη και μαζευθή στον εαυτό της από τον περισπασμό και παρατήση το δικό της θέλημα, τότε δέχεται την επίσκεψη του Πνεύματος του Θεού. Μπορεί λοιπόν, έτσι, να γέννηση, επειδή στείρα είναι».
β'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Χρόνιο: «Τί να κάμω με τη λήθη, οπού αιχμαλωτίζει τον νου μου και δεν με αφήνει να αισθάνωμαι, ωσότου με φέρη στην ίδια την αμαρτία;». Και λέγει ο γέρων: Όταν οι αλλόφυλοι κυρίευσαν την κιβωτό εξ αιτίας της κακής πράξεως των παιδιών του Ηλί, την έσυραν ώσπου την έφεραν στον ναό του θεού τους Δαγών». Και τότε έπεσε με το πρόσωπο στη γη. Και λέγει ο αδελφός: «Τί σημαίνει αυτό;». Ο δε γέρων είπε: «Ότι, αν φθάση ο άνθρωπος στο να αιχμαλωτίση τον νου μες από τις ίδιες του τις αφορμές, έτσι τον σέρνουν κατάχαμα, έως ότου τον φέρουν πάνω από το αόρατο πάθος. Σ’ εκείνο λοιπόν τον τόπο, αν στραφή ο νους και ζητήση τον Θεό και αναλογισθή την αιώνια κρίση, ευθύς το πάθος πέφτει και άφαντο γίνεται. Γιατί, καθώς είναι γραμμένο, όταν αποστραφής και στενάξης, τότε θα σωθής και θα γνωρίσης που βρισκόσουν».
γ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Κρόνιο: «Με ποιό τρόπο φθάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη;». Του απαντά ο γέρων: «Με τον φόβο του Θεού». Του λέγει ο αδελφός: «Και πώς φθάνει στον φόβο του Θεού;». Του λέγει ο γέρων: «Κατά τη γνώμη μου, αν συμμαζεύση τον εαυτό του από το κάθε τί και παραδοχή σε κόπο σωματικό και αναλογισθή με όλη τη δύναμή του την έξοδο από το σώμα και την κρίση του Θεού».
δ'. Είπε ο Αββάς Κρόνιος, ότι, αν δεν έφερνε ο Μωυσής τα πρόβατα κάτω από το όρος Σινά, δεν θα έβλεπε τη φωτιά στη βάτο. Ρώτησε ο αδελφός τον γέροντα: «Τί νόημα έχει η βάτος;». Και του λέγει: «Η βάτος αναφέρεται στη σωματική πράξη. Γιατί είναι γραμμένο, ότι ομοιάζει η βασιλεία των ουρανών με θησαυρό κρυμμένο σε αγρό». Λέγει ο αδελφός στον γέροντα: «Λοιπόν, χωρίς σωματικό κάματο, δεν αξιώνεται ο άνθρωπος κάποια τιμή;». Του λέγει ο γέρων: «Λέγει η Γραφή: Αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν, ος αντί της προκειμένης αυτώ χαράς υπέμεινε σταυρόν. Και πάλι ο Δαυίδ λέγει: Ει δώσω ύπνον τοίς οφθαλμοίς μου και τοίς βλεφάροις μου νυσταγμόν, και τα εξής».
ε’. Είπε ο Αββάς Κρόνιος, ότι μας διηγήθηκε ο Αββάς Ιωσήφ του Πηλουσίου: «Ενώ έμενα στο Σινά, ήταν εκεί ένας αδελφός καλός και ασκητής, αλλά και κατά το σώμα ευπαρουσίαστος. Και ερχόταν στην εκκλησία, κατά τη σύναξη, φορώντας ρούχο χιλιομπαλωμένο και μικρό μαφόρι παλιό. Και βλέποντάς τον έτσι να έρχεται πάντα στη σύναξη, του λέγω: Αδελφέ, δεν βλέπεις τους άλλους μοναχούς, πώς είναι σαν ’Άγγελοι, κατά τη λατρεία, στην εκκλησία; Πώς συ έρχεσαι πάντα εδώ φορώντας παλιά; Και εκείνος αποκρίθηκε: Συγχώρησέ με, Αββά, αλλά δεν έχω αλλά. Τον πήρα λοιπόν στο κελλί μου και του έδωσα ράσο και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Από εκεί και πέρα λοιπόν η περιβολή του ήταν σαν και των λοιπών αδελφών και τον έβλεπες και έλεγες ότι ήταν Άγγελος. Κάποτε δε, χρειάστηκε στους πατέρες να στείλουν δέκα αδελφούς στον βασιλέα για κάποια ανάγκη. Και διάλεξαν και αυτόν μαζί μ’ εκείνους όπου θα πήγαιναν. Αλλά μόλις το άκουσε, έβαλε μετάνοια στους πατέρες, λέγοντας: Για όνομα του Κυρίου, συγχωρήστε με, είμαι δούλος ενός από τους εκεί άρχοντες. Και αν με αναγνωρίση, θα με αποσχηματίση και θα με ξανακάμη δούλο του. Αφού λοιπόν έπεισε τους πατέρες και τον άφησαν, έμαθα ύστερα, από κάποιον όπου τον γνώριζε πολύ καλά, ότι, όταν ήταν στον κόσμο, είχε μεγάλο πολιτικό αξίωμα. Και για να μη αναγνωρισθή και τον ενοχλήσουν οι άνθρωποι, τούτο προφασίστηκε. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχαν οι πατέρες να αποφεύγουν τη δόξα και τις ανέσεις Του κόσμου τούτου».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
12. Επιτρέπονται η ανάγνωση και η μετάφραση τον αρχέτυπου κειμένου της αγίας Γραφής;
Σε αντίθεση με το στενό κληρικοκρατικό πνευμα της Λατινικής Εκκλησίας στην ιστορία της οποίας μπορεί να ανιχνεύσει κανείς απαγορεύσεις τόσο στην ελεύθερη ανάγνωση της Γραφής από το λαό, όσο και στη μετάφραση του επίσημου λατινικού κειμένου της, στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία εναρμονίζεται η ελεύθερη θεολογική έρευνα προς το πνεύμα πειθαρχίας στην εκκλησιαστική αυθεντία, πράγμα σαφώς δημοκρατικό και βρισκόμενο στο μέσο μεταξύ της απολυταρχικής αυθεντίας της Εκκλησίας της Ρώμης και της ασυδοσίας του προτεσταντικού φιλελευθερισμού, η ανάγνωση των Γραφών και η μετάφρασή τους όχι μόνο δεν απαγορεύονται, αλλά και πολυειδώς επιτρέπονται και ενθαρρύνονται.
Το πράγμα δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό. Η Γραφή, όπως ήδη σημειώσαμε, είναι ο θεόπνευστος λόγος του Θεού («πάσα γραφή θεόπνευστος», Β' Τιμ. 3,16). Ο δε Κύριος, η πηγή της θείας αλήθειας, συστήνει την έρευνα των Γραφών, στην οποία υπάρχει ζωή πνευματική: «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αύταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (’Ιωάν. 5,39). Ο ορθόδοξος πιστός έχει πρωταρχικό χρέος να μελετά την Γραφή με σεβασμό και αγάπη, για να μαθαίνει τη θεία αλήθεια, να καλλιεργείται πνευματικά και να ετοιμάζεται για την αιώνια ζωή. Ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί να το απαγορεύσει η Εκκλησία, γιατί έτσι έρχεται σε αντίφαση προς την πνευματικότητα και την αποστολή της. Με μία όμως επιφύλαξη: Η ανάγνωση της Γραφής, επειδή οι αλήθειες και τα νοήματά της δεν είναι πάντοτε διαυγή, πρέπει να γίνεται μέσα στο παραδοσιακό πνεύμα της Εκκλησίας, η οποία είναι ο πιστός φύλακας και ο αλάθητος ερμηνευτής της. Η μελέτη της Γραφής πρέπει να γίνεται με τη χειραγωγία της Εκκλησίας (ερμηνευτικά υπομνήματα, σχολιασμοί, εξηγήσεις κ.ά.), γιατί σε εναντία περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρεκδοχής των ιερών νοημάτων και δημιουργίας αιρέσεων, όπως αυτό συμβαίνει στα πλαίσια του φιλελευθέρου Προτεσταντισμού. Μέσα στο πνεύμα αυτό πρέπει να γίνει νοητή και η θέση της ‘Ομολογίας του Δοσιθέου, ότι η Εκκλησία δεν θεωρεί πάντοτε θεμιτή την ανάγνωση της θείας Γραφής.
Το ίδιο ισχύει και για τη μετάφραση της αγίας Γραφής. Και ως προς τη μετάφραση των Έβδομήκοντα (Ο') αυτή απολαμβάνει μεγάλου κύρους στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία η μετάφραση βρίσκεται σε λειτουργική χρήση, ως έργο της θείας πρόνοιας για την προετοιμασία των εθνών να δεχτούν τη χριστιανική αλήθεια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η μετάφραση αυτή είναι και θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σε μετάφραση δεν έχει νόημα. Ως προς τις άλλες μεταφράσεις της αγίας Γραφής, το φιλελεύθερο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας ανενδοίαστα τις επιτρέπει, οι δε μη έλληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν η κάθε μία μετάφραση της Γραφής στη δική της εθνική γλώσσα. Τέλος, ως προς τη μετάφραση της Γραφής στο ελληνικό γλωσσικό Ιδίωμα, είναι περιττό να σημειώσουμε ότι πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς την ιεροπρέπεια του κειμένου, αποφευγομένων όλων των λεκτικών εκκεντρικοτήτων και της φραστικής χυδαιότητας, που μπορούν να βλάψουν το κύρος των Γραφών και να ζημιώσουν τη σωτήρια επίδρασή τους. ’Εννοούμε μεταφράσεις απλές και ζωντανές που μπορούν να μιλήσουν ευεργετικά στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 25-26)
αντρών και γυναικών
Την εποχή των αποστόλων μαζί ήσαν και άντρες και γυναίκες. Διότι και οι άντρες ήσαν άντρες, και οι γυναίκες ήσαν γυναίκες. Τώρα όμως όλα έγιναν άνω-κάτω. Οι μεν γυναίκες γλίστρησαν στα ήθη των πορνών, οι δε άντρες σε τίποτε δεν διαφέρουν από μαινόμενα άλογα.
Ε.Π.Ε. 11,802
η κακία ονομάζεται αρετή
Θλίβομαι, διότι η κακία θεωρείται αρετή και νομίζεται ως λαμπρό και σεμνό πράγμα το υπερήφανο και καταφρονητικό ύφος. Κάτι που είναι μεγάλη παγίδα του διαβόλου, περιβάλλοντα με δόξα την κακία. Γι’ αυτό και κάτι τέτοιο δύσκολα εξαλείφεται.
Ε.Π.Ε. 17,618
της αλήθειας
Ο απόστολος Παύλος ήταν ποικίλος στο λόγο του, αλλά πάντοτε σαφής και κατανοητός. Οι εχθροί του διέστρεφαν τα λόγια ανάλογα με τις πλανεμένες σκέψεις τους.
Ε.Π.Ε. 19,548
και των θαυμάτων
Έβλεπαν τον Χριστό να βγάζη δαιμόνια, και όμως τον αποκαλούσαν δαιμονισμένο. Φυσικά η κατηγορία αυτή δεν αναφερόταν σ’ Εκείνον, που έβγαζε τα δαιμόνια, αλλά σ’ εκείνους, που είχαν πωρωμένη διάνοια.
Ε.Π.Ε. 19,550
γραφικών χωρίων
Πολλοί μιλάνε συνεχώς καιγια άλλα χωρία της Γραφής, αλλά διαβάζοντας τα, τα παραποιούν. Δεν θα έπρεπε να αφήσουμε τη σωστή ανάγνωσι της Γραφής και να διαστρέφουμε τα νοήματά της με δικά μας λόγια.
Ε.Π.Ε. 8α,480
του Ευαγγελίου
Ποιους ο απόστολος Παύλος ονομάζει σκυλιά; Εδώ μιλάει για μερικούς, που σ’ όλες τις Επιστολές του υπαινίσσεται. Ήσαν Ιουδαίοι απαίσιοι και βδελυροί, αισχροκερδείς και φίλαρχοι, που για να παραπλανήσουν πολλούς πιστούς, κήρυτταν και τον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό, διαστρεβλώνοντας το κήρυγμα του Ευαγγελίου.
Ε.Π.Ε. 21,626
γνώμης
Μερικοί όχι μόνο απιστούσαν στην αλήθεια, αλλά και την κατηγορούσαν... Όταν π.χ. τους μιλάμε για το βάπτισμα και για την άφεσι δι’ αυτού των αμαρτημάτων, λένε: Πώς είναι άξια του Θεού, να συγχωρούνται οι αμαρτίες εκείνου, που έπραξε μύρια κακά;
Ε.Π.Ε. 23,180
προ Χριστού
Τίποτε χειρότερο δεν υπήρχε από την ανθρώπινη εκείνη θηριωδία, όπως εκδηλωνόταν προ της παρουσίας του Ιησού Χριστού. Σαν εχθροί και αντίπαλοι συμπεριφέρονταν μεταξύ τους. Πατέρες έσφαζαν τα παιδιά τους. Μητέρες ερωτεύονταν τα παιδιά τους. Τίποτε όρθιο, ούτε φυσικός ούτε γραπτός νόμος. Όλα είχαν ανατραπή.
Ε.Π.Ε. 24,106
η αίρεσις
Εδώ εννοεί τις φιλονικίες με αιρετικούς, για να μη κουραζώμαστε στα χαμένα. Δεν βγαίνει κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Όταν κάποιος είναι διεστραμμένος, είναι σαν να σπέρνης πάνω σε πέτρες.
Ε.Π.Ε. 24,120
σεξουαλική
Ω σεις που αναποδογυρίσατε τα πάντα! Έρχεστε σε μίξι με τους άντρες σαν να είναι γυναίκες, και βγάζετε τις γυναίκες, σαν να είναι άντρες, στον πόλεμο. Αυτό είναι έργο του διαβόλου, το να συγχέη και να διαστρέφη τα πάντα.
Ε.Π.Ε. 24,112
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 49-51)
Του Αββά Κασσιανού
α'. Διηγήθηκε ο Αββάς Κασσιανός: «Πήγαμε κάποτε εγώ και ο άγιος Γερμανός στην Αίγυπτο, σ’ ένα γέροντα. Μας φιλοξένησε και τον ρωτήσαμε: Για ποιο λόγο, τον καιρό της υποδοχής των ξένων αδελφών, τον κανόνα της νηστείας μας, όπως τον παρελάβαμε στην Παλαιστίνη, δεν τον τηρείτε; Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Η νηστεία πάντα μαζί μου είναι. Ενώ σάς, να κρατώ πάντα μαζί μου, δεν μπορώ. Και η μεν νηστεία είναι και χρήσιμο πράγμα και αναγκαίο, αλλά εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση. Την εκπλήρωση όμως της αγάπης την απαιτεί αναγκαστικά ο νόμος του Θεού. Δεχόμενος λοιπόν, στα πρόσωπά σας, τον Χριστό, οφείλω να υπηρετήσω με κάθε φροντίδα. Όταν όμως σας ξεπροβοδίσω, μπορώ να ξαναπάρω τον κανόνα της νηστείας. Γιατί δεν μπορούν — καθώς λέγει η Γραφή,— οι υιοί του νυμφώνος να νηστεύουν, όσον καιρό ο νυμφίος είναι μαζί τους. Όταν όμως λείψη ο νυμφίος, τότε νόμιμα θα νηστεύσουν».
β’. Ο ίδιος είπε, ότι ήταν κάποιος γέρων και τον υπηρετούσε άγια παρθένος. Και οι άνθρωποι έλεγαν: «Δεν είναι καθαροί». Και το άκουσε ο γέρων. Όταν δε βρισκόταν στα στερνά του, είπε στους πατέρες: Όταν τελευτήσω, φυτέψετε το ραβδί μου σε τάφο. Και αν βλαστήση και κάμη καρπό, μάθετε ότι καθαρός είμαι απέναντί της. Και αν δεν βλαστήση, θα γνωρίζετε ότι έπεσα μαζί της». Και φυτεύτηκε το ραβδί και την τρίτη μέρα βλάστησε και έκαμε καρπό. Και όλοι δόξασαν τον Θεό.
γ'. Είπε πάλι: «Πήγαμε σε κάποιον άλλο γέροντα. Και μας έβαλε να φάμε. Ενώ δε είχαμε χορτάσει, μας προέτρεπε να φάμε και άλλο. Εγώ του είπα ότι δεν μπορούσα πλέον και μου αποκρίθηκε: Εγώ, έξη φορές αφού ήλθαν αδελφοί, έβαλα τραπέζι και προτρέποντας τον καθένα, έτρωγα και εγώ μαζί και ακόμη πεινώ. Και συ, μια φορά αφού έφαγες, τόσο χόρτασες, ώστε να μη μπορής να φας παραπάνω;».
δ'. Διηγήθηκε πάλι ο ίδιος, ότι πήγε ο Αββάς Ιωάννης, άνθρωπος όπου ηγουμένευε σε μεγάλο Κοινόβιο, στον Αββά Παΐσιο, όπου ζούσε σε πολύ μακρυνή έρημο σαράντα χρόνια. Και έχοντας του πολλή αγάπη και άρα και θάρρος, του είπε: «Τι κατώρθωσες με το να είσαι τέτοιος αναχωρητής τόσο καιρό και να μη σε ενοχλή εύκολα άνθρωπος;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Αφ’ ότου εμόνασα, ποτέ δεν με είδε ο ήλιος να τρώγω». Είπε δε και ο Αββάς Ιωίννης: «Ούτε εμένα να οργίζωμαι».
ε'. Ενώ ο ίδιος ο Αββάς Ιωάννης τελείωνε τον επίγειο βίο του και εκδημούσε πρόθυμα και ιλαρώς στον Θεό, τον κύκλωσαν οι αδελφοί, ζητώντας του επίμονα κάποιο λόγο σύντομο και σωτήριο να τους αφήση σαν παρακαταθήκη, με τον όποιο θα μπορούσαν να κατορθώσουν την εν Χριστό τελειότητα. Και εκείνος, στενάζοντας, είπε: «Ποτέ δεν έκαμα το δικό μου θέλημα. Και ούτε δίδαξα κανέναν κάτι οπού πριν δεν το έκαμα».
στ'. Διηγήθηκε πάλι για άλλο γέροντα, οπού έμενε στην έρημο. Ότι ζήτησε από τον Θεό το χάρισμα, ποτέ να μη νυστάξη σαν γινόταν ομιλία πνευματική. Αν δε τινάς προσθέση λόγια καταλαλιάς η αργολογία, ευθύς να τον παίρνη ο ύπνος, για να μη γεύεται τέτοιο φαρμάκι η ακοή του. Και ο ίδιος έλεγε ότι ο διάβολος φροντίζει πολύ για την αργολογία, ενώ εχυρεύεται κάθε διδασκαλία πνευματική. Χρησιμοποίησε δε το έξης παράδειγμα: «Κάποτε — λέγει — μιλούσα για ωφέλεια σε μερικούς αδελφούς και σε τόσο βαθύ ύπνο έπεσαν, ώστε να μη μπορούν να κινήσουν ούτε τα βλέφαρά τους. Εγώ λοιπόν, θέλοντας να δείξω την ενέργεια του δαίμονος, έκαμα να παρεισφρύση η αργολογία. Τότε, χάρηκαν και ευθύς ξύπνησαν. Στέναξα λοιπόν και τους είπα: Έως τώρα, για ουράνια πράγματα μιλούσαμε και όλων σας τα μάτια έκλειναν από τον ύπνο. Μόλις όμως μπήκε στη μέση λόγος αργός, όλοι με προθυμία σηκωθήκατε. Έτσι, αδελφοί, σας παρακαλώ, λάβετε επίγνωση της ενεργείας του πονηρού δαίμονος και προσέχετε τον εαυτό σας, φυλάγοντάς τον από τον νυσταγμό, όταν κάνετε η ακούτε κάτι το πνευματικό».
ζ'. Είπε πάλι: Ένας συγκλητικός έκαμε αποταγή και μοιράζοντας στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, κράτησε μερικά για τον εαυτό του, μη θέλοντας να δεχθή την ταπεινοφροσύνη, οπού πηγάζει από την τελεία αποταγή, ούτε να ακολουθήση τη γνησία υποταγή, οπού ορίζει ο κοινοβιακός κανών. Σ’ αυτόν, ο άγιος Βασίλειος είπε τα έξης: Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχό δεν έκαμες».
η'. Είπε πάλι, ότι υπήρχε κάποιος μοναχός οπού κατοικούσε σε σπήλαιο, στην έρημο. Και τον πληροφόρησαν οι κατά σάρκα συγγενείς του ότι ο πατέρας του είναι βαρειά άρρωστος, πρόκειται να τελευτήση και θα έπρεπε να γυρίση στο σπίτι για να τον κληρονομήση. Αλλά αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ πριν από εκείνον πέθανα για τον κόσμο. Νεκρός ζωντανόν δεν κληρονομεί».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
183. Γιατί σε όλη την κτίσι και στο κάθε κομμάτι της όλα είναι τόσο σοφά τακτοποιημένα και κινούνται με τόσο θαυμάσια αρμονία; Αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος ο Δημιουργός τα διευθύνει και τα κυβερνά. Και γιατί στον άνθρωπο –την κορωνίδα της κτίσεως- υπάρχει τόση αταξία και δυσαρμονία; Γιατί η ζωή του είναι έτσι ακανόνιστος και παραμορφωμένη; Γιατί ο άνθρωπος εννοεί να διευθύνη και να κυβερνά ο ίδιος τον εαυτό του, εναντίον της θελήσεως και της σοφίας του Δημιουργού του. Ώ αμαρτωλέ άνθρωπε! Πρόσφερε όλο τον εαυτό σου στον Κύριο και Θεό σου. Και τότε όλη σου η ζωή θα γίνη αρμονική, ωραία, όπως υπήρξε και η ζωή των Αγίων. Γιατί αυτοί το ίδιο έκαμαν. Πρόσφεραν τον εαυτό τους ολοκληρωτικά στον Χριστό. Και, έτσι, η Εκκλησία, καθημερινά, μας προβάλλει το παράδειγμά τους, προς μίμησι.
184. Η Κυρία Θεοτόκος είναι ο ωραιότατος ναός της Αγίας Τριάδος. Είναι, μετά Θεόν, ο θησαυρός όλων των αγαθών, της αγνότητος, της αγιότητος, της αληθινής σοφίας, η πηγή της πνευματικής δυνάμεως.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 90-91)