ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ (1314-1392) ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Γι’ αυτό και δεν τον αναγνώριζαν οι επισκέπτες. Κάποιος χωρικός από ένα μακρινό χωριό άκουγε πολλά για τον όσιο. Επιθύμησε λοιπόν να τον δη. Ήρθε στη μονή και άρχισε να ρωτά, πού θα τον συναντούσε. Του είπαν ότι βρισκόταν στον κήπο. Πήγε στον κήπο και είδε έναν απλό μοναχό, ντυμένο μ’ ένα ρούχο γεμάτο μπαλώματα, να σκάβη τη γη. Ο χωρικός σκέφτηκε ότι του είπαν ψέμματα. Περίμενε να δη ένα λαμπροφορεμένο ηγούμενο μέσα σε δόξα και τιμή. Γύρισε λοιπόν στο μοναστήρι και άρχισε να παρακαλή:
-Πέστε μου, πού είναι ο γέροντας; Ήρθα από πολύ μακριά και θέλω να τον δω και να πάρω την ευχή του.
Οι αδελφοί του απάντησαν:
-Aυτός που είδες στον κήπο είναι ο όσιος πατέρας μας.
Ο χωρικός έμεινε απαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, που όταν ο όσιος γύρισε από τον κήπο και μπήκε στο μοναστήρι, έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, για να μην τον κοιτάξη. « Τόσους κόπους έκανα και ήρθα εδώ», συλλογιζόταν, « για να δω έναν ένδοξο προφήτη και τώρα βλέπω ένα φτωχό και κακοντυμένο μοναχό…»
Ο φωτισμένος όσιος διάβασε τους λογισμούς του χωρικού και ολόψυχα ευχαρίστησε τον Κύριο, γιατί όσο ο φιλόδοξος χαίρεται στις τιμές και στους επαίνους, τόσο ο ταπεινός χαίρεται στις θλίψεις και στους εξευτελισμούς. Επειδή όμως συμπάθησε τον απλοϊκό χωρικό, τον κάλεσε κοντά του, του πρόσφερε φαγητό και του είπε χαρούμενα:
-Mη λυπάσαι, αδελφέ. Σε λίγο θ’ αντικρύσης αυτόν που τόσο πολύ επιθυμείς να δης.
Μόλις ο μακάριος είπε τα λόγια αυτά, ήρθε αγγελιαφόρος και ανήγγειλε την άφιξη του πρίγκιπα της χώρας. Ο όσιος σηκώθηκε και βγήκε να υποδεχτή τον επίσημο επισκέπτη, που ήρθε με μια μεγάλη συνοδεία αξιωματούχων. Ο ηγεμόνας βλέποντας τον ηγούμενο, έβαλε από μακριά εδαφιαία μετάνοια, ζητώντας ταπεινά την ευλογία του. Ο όσιος τον ευλόγησε και με τιμή τον οδήγησε στο εσωτερικό της μονής. Κάθησαν ο ένας δίπλα στον άλλο και άρχισαν να συζητούν, ενώ όλοι οι συνοδοί έμειναν όρθιοι!
Ο χωρικός δεν μπορούσε να πιστέψη στα μάτια του. Αυτός που με τόσο σεβασμό προσκύνησε ο πρίγκιπας ήταν ο μοναχός τον οποίο ο ίδιος περιφρόνησε και δεν ήθελε ν’ αντικρύση; Δειλά ρώτησε κάποιον:
-Αδελφέ, ποιος είναι αυτός που κάθεται πλάι στον πρίγκιπα;
-Δεν τον γνωρίζεις; Είναι ο ηγούμενος Σέργιος.
-Πραγματικά τυφλώθηκα και δεν αναγνώρισα τον γέροντα! κακολογούσε τον εαυτό του ο χωρικός.
Πλησίασε αργότερα γεμάτος ντροπή τον όσιο και προσκυνώντας τον, ζήτησε συγνώμη για την προηγούμενη στάση του. Εκείνος τον ενθάρρυνε:
-Μη λυπάσαι! Να χαίρεσαι γιατί είσαι ο μόνος που σκέφτηκες σωστά για μένα. Οι άλλοι πλανώνται νομίζοντας ότι είμαι κανένα σπουδαίο πρόσωπο.
Ο όσιος ευχαριστήθηκε περισσότερο για την περιφρόνηση του χωρικού παρά για τις τιμές του άρχοντα. Ο χωρικός πάλι, τόσο εντυπωσιάστηκε από το ταπεινό φρόνημα του οσίου, που λίγο αργότερα ήρθε ξανά στο μοναστήρι και έγινε μοναχός.
( Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.248-250)
4. Είναι σωστό το «πίστευε και μη ερεύνα»;
Και ναι και όχι. Και εξηγούμαστε. Τα δόγματα της πίστεως μας τα φανέρωσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τα κήρυξε στους Αποστόλους και αυτοί τα παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία αυθεντικώς τα ερμηνεύει και τα διδάσκει. Οι δογματικές αλήθειες απευθύνονται σε ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να τις ακούσουν και να τις αποδεχθούν. Ληπτικό όργανο των θείων αληθειών είναι πρωταρχικά ο νους του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί τον ουσιώδη πυρήνα της θείας “εικόνος”, η οποία υπάρχει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, ως λογικά σκεπτόμενο ον, θα ακούσει τα δόγματα και δεν θα τα αποδεχθεί παθητικά, αλλά θα αντιδράσει προς αυτά σύμφωνα με τη νοητική φύση του. Θα τα βάλει στο μυαλό του και θα τα δουλέψει. Θα τα ερευνήσει και θα τα εξετάσει σε όλες τις πτυχές και σε όλες τις σχέσεις τους και τις αναφορές τους. Αυτό το έργο κάνει κυρίως η θεολογία με εργαλείο τον ανθρώπινο λόγο. Το έργο αυτό, η έρευνα δηλαδή, είναι κατά πάντα νόμιμο και εξυπηρετεί την ευχερέστερη κατανόηση των δογμάτων από την πιστεύουσα συνείδηση της Εκκλησίας. Ερωτάται όμως· η έρευνα αυτή, που θα κάνει ο άνθρωπος με το μυαλό του, είναι απροϋπόθετη και απεριόριστη; Ασφαλώς όχι. Τα δόγματα σε οποιαδήποτε μορφή τους είναι αλήθειες υπερβατικές, στις οποίες δεν μπορεί να αναχθεί από μόνος του ο κτιστός ανθρώπινος λόγος. Είναι αλήθειες μεταφυσικές, απρόσιτες στην ανθρώπινη διάνοια. Ο άνθρωπος μπορεί μεν και οφείλει να τις ερευνήσει, όμως μέχρι ενός ορίου, και ανάλογα με τη φυσική αντοχή που διαθέτει. Όταν δε εξαντλήσει τα όρια του, οφείλει να σταματήσει την έρευνα, διότι η περαιτέρω αναζήτηση, και άσκοπη είναι και επικίνδυνη. Στο σημείο ακριβώς αυτό θα παραλάβει τη σκυτάλη η πίστη, η οποία μπορεί έμμεσα να εισχωρήσει στο αδιάγνωστο και απερίληπτο, να λάβει εσωτερική αίσθηση της αλήθειας, στην οποία αδυνατεί να εμβατεύσει γυμνός ο ανθρώπινος λόγος. Η αξίωση να ερευνώνται τα πάντα με τον ανθρώπινο λόγο οδήγησε (και οδηγεί) τους αιρετικούς στη διαστρέβλωση των αληθειών της πίστεως, με κατάληξη την απώλεια της ψυχής τους. Απ’ όσα ειπώθηκαν, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τόσο η έρευνα όσο και η μη έρευνα είναι επιτρεπόμενες στη χριστιανική πίστη, όταν φυσικά κάθε μια από αυτές κινείται μέσα στα ενδεδειγμένα και φυσιολογικά της όρια.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 17-18)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ
13. Ποιά είναι η έννοια του χριστιανικού Θεού;
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χριστιανικού Θεού, το οποίο τον διαστέλλει από κάθε άλλη εξωχριστιανική περί Θεού αντίληψη, είναι η σύναψη ενότητας και τριαδικότητας. Δηλαδή, ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία ή τη φύση και τριαδικός στα πρόσωπα ή τις υποστάσεις. Η ενότητα της ουσίας προφυλάσσει το χριστιανικό Θεό από κάθε πολυθεϊστική παράσταση (όπως στην αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία, όπου υπήρχε δήμος θεοτήτων), ενώ η πολλότητα των υποστάσεων τον προφυλάσσει από την πενία θεότητας, από μία ξηρή και άκαμπτη παράσταση της φύσεως του Θεού, αντίληψη που είχε η περί Θεού έννοια του Ιουδαϊσμού.
14. Πώς πρέπει να εκλάβουμε τις υποστάσεις στο Θεό;
Οι υποστάσεις στη θεότητα είναι τρεις: ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο. Δεν είναι δε ψιλά ονόματα, απλές ονομασίες χωρίς περιεχόμενο, ούτε εκφάνσεις ή προσωπεία τα οποία υποδύεται η μία φύση του Θεού για να επικοινωνεί εξωτερικά με τον κόσμο (δημιουργία, αποκάλυψη, σωτηρία), όπως δίδασκε στην αρχαία Εκκλησία ο Σεβελλιανισμός, ούτε πάλι τρία αυθυπόστατα κέντρα στα οποια να μερίζεται και να εκφράζεται αδιάκριτα η όλη ουσία του Θεού· αλλ΄ είναι τροποι υπάρξεως του ενός Θεού, στους οποίους διακρίνεται και συνάπτεται συγχρόνως η θεότητα. Οι τρεις υποστάσεις, αν και είναι πραγματικές διακρίσεις στο Θεό, εντούτοις δεν διασπούν ούτε κατατέμνουν τη μία φύση του Θεού σε τρεις επί μέρους Θεούς, καθόσον κάθε μία είναι πλήρης φορέας της θείας και βουλής, τα δε πρόσωπα εμπεριχωρούν άλληλα δηλαδή το ένα βρίσκεται μέσα στα δύο άλλα, συναπτόμενα μεταξύ τους εν αγάπη. Στην Τριάδα υπάρχουν διακρίσεις και ενώσεις. Διακρίσεις είναι οι υποστάσεις και ενώσεις η μία ουσία και η μία βουλή και ενέργεια.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 29-30)
Αν παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων, θα παραβλέψη και ο Θεός τα δικά μας
- Γέροντα, σήμερα στην διαλογή των ελιών κατέκρινα μερικές αδελφές, γιατί έβλεπα ότι δεν έκαναν προσεκτικά την δουλειά τους.
- Κοίταξε να αφήσης τις κρίσεις και τις κατακρίσεις, γιατί μετά θα σε κρίνη κι εσένα ο Θεός. Εσύ δεν βάζεις καμμιά ελιά λίγο χαλασμένη με τις καλές;
- Όχι, Γέροντα, προσέχω να μη βάζω.
- Αν μας κάνη τέτοιο καλό διάλεγμα ο Χριστός στην Κρίση, χαθήκαμε! Ενώ, αν τώρα παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και δεν τους κατακρίνουμε, θα μπορούμε τότε να πούμε στον Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι εμένα σε καμμιά άκρη μέσα στον Παράδεισο!». Θυμάστε τί γράφει το Γεροντικό για έναν αμελή μοναχό που σώθηκε, επειδή δεν κατέκρινε; Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνη, ήταν πολύ χαρούμενος και ειρηνικός. Τότε ο Γέροντάς του, για να ωφεληθούν οι Πατέρες που είχαν μαζευτή από τα γύρω Κελλίά, τον ρώτησε: «Αδελφέ, πώς δεν φοβάσαι τον θάνατο, αφού έζησες με αμέλεια;». Και ο αδελφός του απάντησε: «Είναι αλήθεια ότι έζησα με αμέλεια· από τότε όμως που έγινα μοναχός προσπάθησα να μην κατακρίνω κανέναν, οπότε τώρα θα πω στον Χριστό: Χριστέ μου, είμαι ένας ταλαίπωρος, αλλά τουλάχιστον την εντολή Σου "μή κρίνετε, ίνα μη κριθήτε", την τήρησα». «Μακάριος είσαι, αδελφέ, του είπε τότε ο Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρίς κόπο».
- Γέροντα, μερικοί πνευματικοί άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον να ζη αμαρτωλά, λένε: «Ά, αυτός, έτσι που πάει, είναι για την κόλαση!».
Άχ, αν οι κοσμικοί άνθρωποι θα πάνε στην κόλαση από τις καταχρήσεις, οι πνευματικοί άνθρωποι θα πάνε από τις κατακρίσεις... Για κανέναν δεν μπορούμε να πούμε ότι θα πάη στην κόλαση. Ο Θεός δεν ξέρουμε πώς εργάζεται. Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Κανέναν να μην καταδικάζουμε, γιατί έτσι παίρνουμε την κρίση από τα χέρια του Θεού· πάμε να γίνουμε θεοί. Αν μας ρωτήση ο Χριστός την ημέρα της Κρίσεως, ας πούμε την γνώμη μας...
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 106-108)
Ο ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ μας κάνει γνωστή στ' απομνημονεύματά του την πνευματική ζωή των μοναχών της εποχής του.
Σε μια από τις περιοδείες του στην αφρικανική έρημο γνώρισε τον περιβόητο Αββά Απολλώ, που είχε στη συνοδεία του πάνω από πεντακόσιους μαθητές.
Το καθημερινό πρόγραμμα της ζωής τους, μας λέει ο Παλλάδιος ήταν αυτό περίπου:
Νήστευαν ως την ένατη ώρα, ενώ εργάζονταν με απόλυτη σιωπή. Μετά σταματούσαν το εργόχειρο πήγαιναν όλοι στην εκκλησία της Σκήτης και
παρακολουθούσαν την Θεία Λειτουργία με πολλή ευταξία και κατάνυξη. Στο τέλος κοινωνούσαν με μεγάλη ευλάβεια τα Άχραντα Μυστήρια.
Ακολουθούσε η λιτή τους τράπεζα. Ψωμί και ωμά λαχανικά ή όσπρια βρεγμένα ήταν η πιο συνηθισμένη τους τροφή.
Ύστερα κάθονταν γύρω από τον πνευματικό τους πατέρα και διδάσκαλο και άκουγαν με προσοχή τον λόγο του Θεού
που με πολλή σοφία εκείνος τους ερμήνευε. Έτσι, τους έπαιρνε η νύχτα. Έπεφταν λίγες ώρες να ξεκουραστούν για να σηκωθούν πάλι τα μεσάνυχτα να προσευχηθούν και
να ψάλουν ύμνους στον Θεό, ώσπου να ξημερώσει. Αυτός ο τρόπος ζωής τους είχε εντελώς εξαϋλώσει, μας βεβαιώνει ο χριστιανός περιηγητής
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.140-141)
Αισθήσεις
στα αισχρά
Το μάτι βλέπει τα σώματα,
τα κάλλη, τα χρήματα, αυτά που είναι από τη γη.
Μ’ αυτά ευχαριστιέται.
Το αυτί ηδονίζεται με το αισθησιακό τραγούδι,
με την κιθάρα και τον αυλό και την αισχρολογία.
Αυτά όλα έχουν σχέση με τη γη.
Ε.Π.Ε. 22,244
γυμνάζονται
Πώς γίνονται εξασκημένα τα αισθητήρια μας;
Με τη συχνή ακρόαση των Γραφών,
με το να ενδιατρίβουμε σ’ αυτές.
Ε.Π.Ε. 24,414
Αισχρολογία
λερώνει
Να αγιάσεις την ψυχή σου,
να αγιάσεις και το σώμα σου,
έχοντας τα λόγια της Γραφής
διαρκώς στην καρδιά σου και στη γλώσσα σου.
Αν η αισχρολογία καταλερώνει και προκαλεί τους δαίμονες,
είναι ολοφάνερο, ότι η πνευματική ανάγνωσις αγιάζει
και προσελκύει τη χάρι του αγίου Πνεύματος.
Διότι οι Γραφές είναι θεία τραγούδια.
Ε.Π.Ε. 13,274
αιτία
όλων των κακών η έλλειψη αγάπης
«Το πάντων αίτιον των κακών, το μη είναι αγάπην, τούτο πάντα διέλυσε».
Ε.Π.Ε. 23,104
η αμαρτία γεννάει όλα τα κακά
Όλων των κακών αιτία είναι τα αμαρτήματα.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων δημιουργούνται λύπες.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων ταραχές.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων πόλεμοι.
Εξ’ αιτίας των αμαρτημάτων γεννιώνται νόσοι
και όλα τα δυσθεράπευτα πάθη, που μας βρίσκουν.
Ε.Π.Ε. 30,266
γιατί ενεργούμε όσα ενεργούμε!
Τιμάμε τους μάρτυρες όχι απλώς επειδή βασανίστηκαν,
αλλ’ επειδή για τον Χριστό βασανίστηκαν.
Ε.Π.Ε. 34,200
των κακών δεν είναι ο Θεός
Όταν δούμε ακαταστασία στη ζωή, αμέσως θεωρούμε το Θεό ως αίτιο!
Αλλά κάτι τέτοιο δεν ανακαλύπτει φάρμακο στα τραύματα,
αλλά προσθέτει τραύμα στο ήδη υπάρχον τραύμα.
Ε.Π.Ε. 34,546
του κακού ο Θεός;
Βρίζεται ο Θεός, που δεν έχει κάνει κάτι κακό.
Για όσους διαπράττουν αυτό το τόλμημα,
η τιμωρία θα είναι μεγάλη.
ΕΠΕ 34,578
Αιφνίδιος
ο θάνατος
Η γυναίκα, ενώ είναι αμέριμνη και γελάει και τίποτε δεν προγραμματίζει,
ξαφνικά την πιάνουν απερίγραπτοι πόνοι τοκετού και σταματούν όλα.
Έτσι κι οι ψυχές εκείνες, σαν έρθει η επιφανής ημέρα.
Ε.Π.Ε. 22,532
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 121-122)
3. Αφού σύμφωνα με το νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, καθετί που υπάρχει πρέπει να έχει τον πλάστη του, το Θεό ποιός τον έπλασε;
Το ερώτημα αυτό διατυπώνεται συχνά κυρίως από εκείνους που δεν πιστεύουν, για να δικαιολογήσουν την απιστία τους και συνάμα να πλήξουν την πίστη των άλλων στην ύπαρξη του Θεού. Παρόλον ότι το ερώτημα αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να αιφνιδιάζει, στη βαθύτερη ουσία του είναι πυροτέχνημα λογικό, λογισμός πλανεμένος, ανούσιος και ανυπόστατος.
Το πρώτο σφάλμα είναι ότι τον καθολικό νόμο της αιτιώδους συνάφειας των όντων, που ισχύει αυστηρά στο κτιστό πεδίο των όντων, στα υλικά και πνευματικά κτίσματα, τον εφαρμόζει με άλματα λογικά ανεπίτρεπτα σε σφαίρες στις οποίες καμία απολύτως θέση δεν μπορεί να έχει, δηλαδή στη σφαίρα του θείου. Ο Θεός δεν είναι κτίσμα και ποίημα, ώστε να έχει δημιουργική αρχή. Αν είχε κτίστη και ποιητή, δεν θα ήταν απλούστατα Θεός. Το ερώτημα συνεπώς φθείρει την έννοια του Θεού, τον κατεβάζει στο επίπεδο των κτιστών όντων και καταστρέφει την υπερβατική ουσία του. Βασικό στοιχείο της έννοιας του Θεού είναι η αυθυπαρξία. Ο Θεός είναι το απόλυτο όν, το αϊδίως και αφ’ εαυτού υπάρχον, από το οποίο προέρχεται κάθε άλλη μορφή υπάρξεως. Είναι το «ον»5. Συνεπώς δεν μπορεί να είναι αιτιατό, στο μέτρο που αιτιατά είναι τα φυσικά κτίσματα, διότι θα εξισωνόταν με αυτά, και θα έπαυε να είναι ότι είναι, ο άναρχος, ο αυθυπόστατος και αϊδίως υπάρχων Θεός.
Κατόπιν το ερώτημα συνιστά το λογικό σφάλμα του «εν αρχή αιτείσθαι». Αν ο Θεός, επί τη βάση της συνάφειας των όντων, είχε ανάγκη από πατέρα δημιουργό, τότε και ο πατέρας του θα είχε την αυτήν ανάγκη, και ο πατέρας του πατέρα του και έτσι θα προβαίναμε στο συλλογισμό μας επ’ άπειρον ρωτώντας για την εκάστοτε ποιητική αρχή. Μια τέτοια όμως διαδικασία δεν θα αποτελούσε ένα ανόητο παιχνίδι λογικό; Θα πρέπει, λοιπόν, κάπου να σταματήσουμε, το ερώτημα μας σε κάποια αρχή αυθύπαρκτη και ακίνητη, που εξ’ ορισμού πλέον θα είναι η πηγή κάθε άλλου κτιστού είναι, κάθε άλλης κινήσεως και κάθε άλλης μορφής υπάρξεως. Αυτή η πηγή και αρχή του όντος είναι ο Θεός.
(Ανδρέου Θεοδώρου, Απαντήσεις σε Ερωτήματα Δογματικά, Αποστολική Διακονία, σελ. 16-17)
Πώς ενώ έχουμε μάθει να ελέγχουμε και την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής μας, να είμαστε σχεδόν υποχόνδριοι και ψυχαναγκαστικοί, να παραδώσουμε τα ηνία σε κάποιον άλλο; Πώς γίνεται ενώ θέλουμε και μας αρέσει να περνάνε όλα από τα χέρια μας, να είμαστε συγκεντρωτικοί και υπεραναλυτικοί και απίστευτα σχολαστικοί να αφεθούμε στα χέρια κάποιου άλλου; Πώς όταν έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε και να διαχειριζόμαστε με περισσή δεξιοτεχνία τις υποθέσεις μας και να μην εμπιστευόμαστε κανέναν άλλο γι’ αυτές παρά μόνο τον εαυτό μας να εμπιστευθούμε ξαφνικά… το Χριστό;
Ναι, το Χριστό! Γιατί αυτό μας ζητά Εκείνος… να αφήσουμε απαλά τη ζωή μας στα χέρια Του. Να ακουμπήσουμε τις μέριμνες και το φορτίο μας στα πόδια Του. Να πηγαίνουμε σ’ Εκείνον για να μας αναπαύει. Να μην αγωνιούμε για τις υποθέσεις μας. Γιατί Αυτός είναι πιο μεγάλος από αυτές. Μα πώς θα το κάνουμε αυτό; Πώς θα συντελεστεί αυτή η εσωτερική μεταβολή; Φαντάζει αδύνατο, ουτοπία, σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ναι, για εμάς σίγουρα! Όχι όμως και για το Χριστό! Για το Χριστό τίποτα δεν είναι αδύνατο ‘ Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν’ (Λουκ. ιη΄27). Άρα λοιπόν θα πάμε σ’ Εκείνον και θα Του ζητήσουμε να πάρει αυτός το τιμόνι και να οδηγήσει στην υπόλοιπη διαδρομή γιατί εμείς κουραστήκαμε, χαθήκαμε, μπλεχτήκαμε και απογοητευτήκαμε και χρειαζόμαστε έναν έμπειρο και ικανό οδηγό για να συνεχίσουμε!
Και μπορεί στην αρχή να μας ξενίζει που καθόμαστε στη θέση πλέον του συνοδηγού όμως στη συνέχεια θα διαπιστώσουμε ότι έτσι θα απολαμβάνουμε πιο ήρεμα και ξεκούραστα τη διαδρομή και θα οικτίρουμε τον εαυτό μας για τον κόπο, την ενέργεια, τη φαιά ουσία που καταναλώσαμε και τη φθορά που υποστήκαμε. Πώς όμως θα ξεπιαστούμε από τον εαυτό μας και θα πιαστούμε από το Χριστό; Πώς θα πάψουμε να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και θα εμπιστευθούμε το Χριστό; Πώς θα αφήσουμε την ασφάλεια του αεροπλάνου μας και θα πηδήξουμε στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο με τη βεβαιότητα ότι θα μας πιάσει ο Χριστός; Και πώς θα γίνουμε κάποιοι άλλοι και θα αποχωριστούμε αυτό που ήμασταν τόσα χρόνια;
Η αρχή λένε είναι το ήμισυ του παντός! Το πρώτο που χρειάζεται να γίνει είναι η μεταστροφή μας, η μετάνοια μας, να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι τελικά τίποτα δεν είναι κάτω από το δικό μας έλεγχο, ποτέ δεν ήταν… αυτό είναι μια ψευδαίσθηση… Ο Θεός είναι ο Παντοκράτορας και Παντεπόπτης! Οπότε είναι προς το συμφέρον μας να επικαλούμαστε τη βοήθεια Του! Ας δοκιμάσουμε λοιπόν να αναθέσουμε για αρχή κάποιες από τις υποθέσεις μας σε Εκείνον, ας ξεφορτώσουμε λίγο από το βάρος μας! Γιατί ενώ μπορούμε, αν το ζητήσουμε, να έχουμε τον πιο σπουδαίο και δυνατό σύμμαχο, να πολεμάμε μόνοι μας; Δεν είναι κουτό και μάταιο να παλεύουμε με τα θηρία χωρίς το θηριοδαμαστή; Δεν είναι αφελές και επικίνδυνο να αφήνουμε το Χριστό έξω από τη ζωή μας; Εμείς όσο και να προσπαθούμε θα φτάσουμε μέχρι κάποια όρια… για το Χριστό όμως δεν υπάρχουν όρια, ούτε αδιέξοδα, ούτε εμπόδια αφού ούτε ο θάνατος μπόρεσε να τον σταματήσει! Εκείνος γνωρίζει καλύτερα το συμφέρον της ψυχής μας και είναι βέβαιο πως πάντα θα φροντίζει γι’ αυτό. Ο άνθρωπος λέει ‘ δείξε μου και θα Σε εμπιστευθώ’ , ο Χριστός λέει ‘ εμπιστεύσου Με και θα σου δείξω’!(Α.Κ.Β)
Το Βάπτισμα
-Γέροντα, οι Βορειοηπειρώτες, όταν πεθάνουν, τί θα γίνουν που δεν είναι βαπτισμένοι;
-Έ, οι περισσότεροι έχουν από τους γονείς τους αεροβάπτισμα.
Υπάρχουν και νοσοκόμες που αεροβαπτίζουν τα παιδάκια.
Μια νοσοκόμα βάπτισε ένα παιδάκι μέσα σε μια λεκάνη με νερό.
Σου λέει αυτό είναι πιο καλό από το αεροβάπτισμα,
αλλά ο Θεός είδε την διάθεσή της... Πόση χάρη έχουν οι νεοφώτιστοι!
Μια φορά είχα γνωρίσει ανάμεσα σε τριακόσια πενήντα άτομα μια γυναίκα που ήταν βαπτισμένη.
Ρώτησα «ποιά είναι αυτή;», και μου είπαν ότι ήταν μια Τουρκάλα που είχε βαπτισθή.
Έλαμπε το πρόσωπό της. Μπροστά της οι άλλοι φαίνονταν βάρβαροι.
-Γέροντα, είναι σωστό στο Βάπτισμα να δίνωνται δύο ονόματα στα παιδιά;
-Αν είναι να μαλώνουν τα ανδρόγυνα και να χωρίζουν, ας δώσουν και τρία!
Αν και τα σωστά ονόματα σήμερα τα έχουν κάνει!... Βίκυ, Πέπη, Μιμή...
-Γέροντα, μια μητέρα έχασε το παιδάκι της στον πέμπτο μήνα της κυοφορίας και στενοχωριέται,
γιατί γεννήθηκε νεκρό και ούτε αεροβάπτισμα δεν μπόρεσαν να κάνουν.
-Αφού δεν έφταιγε η ίδια, ας έχη εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού.
Έχει ο Θεός λογαριασμό για όλα αυτά τα παιδάκια.
-Η μητέρα μου, Γέροντα, μου είπε ότι το αδελφάκι μου πέθανε λίγες ώρες μετά την γέννησή του και δεν πρόλαβε να το βαπτίση.
Της είπα να το πη στον Πνευματικό.
-Αφού ήθελε να το βαπτίση, αλλά δεν πρόλαβε, έχει ελαφρυντικά. Εδώ άλλες κάνουν εκτρώσεις και σκοτώνουν τα παιδιά τους.
Την κρίση του Θεού δεν την ξέρουμε. Βαρύ αμάρτημα θα ήταν, αν από αμέλεια δεν βάπτιζε το παιδί και πέθαινε αβάπτιστο.
Εσύ αντιμετώπισες το θέμα με την λογική. Αυτή είναι η θεολογία του ορθολογισμού.
Είπα κάποτε σε μια συντροφιά ότι ένα παιδάκι στην Βόρειο Ήπειρο το είχαν βαπτίσει τρεις φορές.
Μια φορά η γιαγιά, μια ο παππούς και μια η μάνα, κρυφά ο ένας από τον άλλον, γιατί ο καθένας το θεωρούσε αβάπτιστο.
Πετιέται τότε κάποιος και λέει: «Αυτό είναι αντικανονικό». «Βρέ, του λέω, δογματικά βάφτισαν το παιδί τρεις φορές;
Τρείς φορές ευλογήθηκε αυτό το παιδί!».
-Γέροντα, ο Θεός οικονομάει να βλέπουν στον ύπνο τους οι άνθρωποι κεκοιμημένους συγγενείς τους
και να συνομιλούν μαζί τους, για να βοηθηθούν στην πίστη, στην μετάνοια;
-Ναί, δεν σας έχω πει κι εγώ κάποιο περιστατικό; Ένας μοναχός στο Άγιον Όρος ήταν από ένα χωριό που βρισκόταν στο βουλγαρικό έδαφος
και υπήρχαν εκεί πολλοί αβάπτιστοι. Μου είπε λοιπόν ότι, όταν ήταν λαϊκός και ήταν ακόμη αβάπτιστος, είδε στον ύπνο του το ανηψάκι του,
που είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, να είναι έξω από ένα πολύ όμορφο περιβόλι και να κλαίη.
Μέσα στο περιβόλι ήταν πολλά παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δεν πας κι εσύ μέσα;», το ρώτησε.
«Πώς να πάω μέσα; Εγώ είμαι αβάπτιστο», απάντησε εκείνο.
Μετά από αυτό πήγε αμέσως και βαπτίσθηκε ο ίδιος και ύστερα διηγήθηκε στον παπά το όνειρο που είδε.
Έτσι οικονόμησε ο Θεός, για να καταλάβουν και οι άλλοι τί αξία έχει το Βάπτισμα.
Έπειτα άρχισαν να βαπτίζουν τα παιδιά τους σ’ εκείνο το χωριό.
-Γέροντα, υπάρχουν γονείς που έκαναν πολιτικό γάμο, αλλά θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους. Επιτρέπεται;
-Γιατί να μην επιτρέπεται; Αλλωστε τί φταίνε τα καημένα τα παιδάκια;
Το ότι θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους δείχνει πώς κάτι έχουν μέσα τους, δεν είναι τελείως αδιάφοροι.
Φαίνεται, κάπου θα μπερδεύτηκαν. Αν θέλη κανείς να τους βοηθήση, πρώτα πρέπει να δη για ποιό λόγο δεν έκαναν θρησκευτικό γάμο
και ύστερα για ποιό λόγο θέλουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους.
-Γέροντα, μια μοναχή που είχε βαπτίσει κάποιο παιδάκι, όταν ήταν στον κόσμο, εκτός από την προσευχή που θα κάνη γι’ αυτό,
πρέπει να του στέλνη δώρα, όπως συνηθίζεται;
-Έ, τώρα η μοναχή είναι απαλλαγμένη απ’ αυτά. Οι γονείς της μοναχής, αν θέλουν, μπορούν κάτι να κάνουν. Ο μοναχός με την προσευχή θα βοηθήση.
-Δηλαδή, αν το σκεφθούν οι γονείς μόνοι τους;
-Ναί, να μην τους υποχρεώση η μοναχή. Να κάνη προσευχή να τους φωτίση ο Θεός. Πάντως ο νουνός έχει μεγάλη ευθύνη.
Οι γονείς μου είχαν υποσχεθή σε μια φιλική μας οικογένεια ότι ένα παιδάκι τους θα το βάφτιζε κάποιος από την οικογένειά μας.
Όταν ήρθε εκείνη η ώρα, έλειπαν όλοι οι δικοί μου και μου είπαν να το βαπτίσω εγώ.
Ήμουν τότε δεκαέξι χρονών και δεν ήθελα να το βαπτίσω, γιατί αισθανόμουν την ευθύνη που θα αναλάμβανα.
Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Έκανα λοιπόν προσευχή. «Θεέ μου, είπα, αν είναι να γίνη καλός άνθρωπος, πάρε από εμένα όλα τα χρόνια και δώσ’ τα σ’ αυτό.
Αν όμως είναι να γίνη κακός, πάρ’ το τώρα που είναι αγγελούδι». Το βάφτισα και το ονόμασα Παύλο.
Σε μία εβδομάδα πέθανε. Στον Ουρανό τώρα είναι ασφαλισμένο.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 122-125)
"Βία του Μωσαϊκού Νόμου ή προσευχή του Αγίου;"
Με απασχολούσε πάντοτε το ακανθώδες πρόβλημα της σχέσεως αγάπης και βίας.
Από τη μία πλευρά η αγάπη, όπως την έζησε και τη δίδαξε ο Χριστός και κάθε αγιασμένος άνθρωπος Του,
κι από την άλλη η πολύμορφη βία, μεταξύ των πολιτών ή των κρατών.
Ρώτησα το Γέροντα ποιά είναι η γνώμη του για το θέμα αυτό. Εκείνος μου απήντησε: "Είναι μπερδεμένα τα πράγματα".
Και συνέχισε τη διήγηση μιας παραβολικής ιστορίας: "Ήταν κάποτε ένα Μοναστήρι στο βουνό,
όπου οι μοναχοί ζούσαν ειρηνικά. Μιά μέρα έκαναν επιδρομή ληστές, μπήκαν μέσα στο Ναό της Μονής
αγριωποί και ο αρχηγός του ζήτησε τον Ηγούμενο. Ένας μοναχός τον ειδοποίησε κι εκείνος, που βρισκόταν μέσα στο Ιερό,
παρεκάλεσε τον αρχιληστή να περιμένει λίγο, ώσπου να τελειώσει μιά εργασία του.
Γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα κι άρχισε μιά θερμή προσευχή στο Χριστό, να τους γλιτώσει απ' αυτό τον κίνδυνο.
Ο αρχιληστής, στο διάστημα αυτό, περιεργαζόταν τις τοιχογραφίες του Ναού.
Άγριος όπως ήταν, τράβηξε την προσοχή του η εικόνα της μελλούσης κρίσεως και ιδιαίτερα του φοβερού δράκοντα που έβγαζε φωτιές
από το ανοιχτό στόμα του και κατάπινε τους κολασμένους. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το Ιερό ο Ηγούμενος.
Ο αρχιληστής, μόλις τον είδε, του είπε απότομα: "Θα μου δώσεις αμέσως όλους τους θησαυρούς του Μοναστηριού,
γιατί αλλιώς θα σας σφάξουμε. Αλλά πρώτα θέλω να μου εξηγήσεις τί παριστάνει η ζωγραφιά".
Ο Ηγούμενος, που εξακολουθούσε να προσεύχεται κρυφά, του εξήγησε, ότι από τη μια πλευρά είναι ο Χριστός,
που παίρνει μαζί του στον Παράδεισο τους δικαίους, κι από την άλλη ο διάβολος-δράκοντας,
που καταπίνει στο καμίνι της κολάσεως τους αμαρτωλούς". "Ποιοί είναι οι αμαρτωλοί;" ξαναρώτησε ο αρχιληστής.
Ο Ηγούμενος του απάντησε: "Είναι αυτοί που σκοτώνουν, που βρίζουν, που ατιμάζουν, αυτοί που κάνουν κάθε κακό".
"Δηλαδή, ρώτησε ανήσυχος, κι εγώ στην κόλαση θα πάω;" "Όπως φαίνεται, του λέει ο Ηγούμενος, για κει προορίζεσαι".
"Και δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσω την κόλαση;" ρώτησε. "Υπάρχει", του απαντά ο Ηγούμενος.
- "Και ποιός είναι αυτός;"
- "Να μετανοιώσεις για όλες τις αμαρτίες σου, να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις και να αγωνισθείς να αποφεύγεις το κακό
και να κάνεις το καλό". - "Πού μπορώ να το κάνω αυτό;" - "Εδώ στο Μοναστήρι".
Τότε ο αρχιληστής στρέφεται ξαφνικά στους ληστές που τον ακολουθούσαν και τους λέει: "Εγώ θα μείνω εδώ".
Έφυγαν οι ληστές, και ο αρχιληστής εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο, που τον έκανε δόκιμο μοναχό.
Του έβαλε και κανόνα, να μη κάνει τίποτε χωρίς να ρωτάει το Γέροντα μοναχό, κοντά στον οποίο θα έκανε το διακόνημα του.
Μια μέρα τον έστειλε, μαζί με τον συνοδό μοναχό, να κόψουν ξύλα από το βουνό και να τα φέρουν στο Μοναστήρι για το χειμώνα.
Ξεκίνησαν με το ζώο τους, έφθασαν στο βουνό, έκοψαν και τα φόρτωσαν τα ξύλα, αλλά πριν προλάβουν να ξεκινήσουν,
εμφανίσθηκαν μπροστά στους ληστές, τους πήραν το ζώο με τα ξύλα και τους ξυλοκόπησαν.
Ο αρχιληστής - μοναχός οργίσθηκε, αλλά, πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ρώτησε το συνοδό του: "Τί λένε τα βιβλία να κάνουμε τώρα;"
Ο συνοδός του απήντησε: "Τίποτα. Ο νόμος του Χριστού λέει, ότι αν κάποιος σε χαστουκίσει,
εσύ να γυρίσεις και το άλλο μάγουλο". Έφυγαν οι ληστές με τα κλεμμένα, έφυγαν και μοναχοί δαρμένοι και με άδεια χέρια.
Όταν τους είδε ο Ηγούμενος, λυπήθηκε, αλλά δεν είπε τίποτε.
Έπειτα από μερικές μέρες, τους ξανάστειλε στο βουνό για ξύλα με άλλο ζώο, αλλά επαναλήφθηκαν περίπου τα ίδια.
Ο Ηγούμενος ήταν πολύ σκεπτικός, δεν ήξερε τί να κάνει.
Επειδή όμως έκανε πολύ κρύο, με κόπο βρήκε τρίτο ζώο και τους ξανάστειλε στο βουνό.
Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το φορτωμένο ζώο, παρουσιάζονται πάλι οι ίδιοι ληστές,
τους παίρνουν το ζώο κι αρχίζουν πάλι να τους δέρνουν.
Η αγανάκτηση του αρχιληστή -μοναχού κορυφώθηκε, όμως ρώτησε πάλι το συνοδό του: "Βρες γρήγορα τί λένε οι Γραφές να κάνουμε".
Ο συνοδός του είπε πάλι: "Τίποτα. Ο νόμος του Χριστού λέει υπομονή και αγάπη στους εχθρούς".
Ο αρχιληστής - μοναχός δεν ικανοποιήθηκε και του λέει: "Για θυμήσου καλά, δεν υπάρχουν άλλες Γραφές να λένε κάτι άλλο;"
Ο συνοδός του του απαντά: Ε, υπάρχει και η Παλαιά Διαθήκη, με το νόμο του Μωυσή". - "Και τί λέει αυτός ο νόμος;"
"Λέει οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος". "Αυτός είναι καλός νόμος", φώναξε ο αρχιληστής - μοναχός
και δίνει μια γροθιά σ' έναν ληστή και τον ξαπλώνει κάτω. Οι άλλοι ληστές τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
Τότε αυτός άνοιξε το ράσο του και φάνηκε το δασύτριχο στήθος του. "Ξέρετε ωρέ, ποιός είμαι εγώ;" λέει στους τρομαγμένους ληστές.
"Είμαι ο τάδε ξακουστός αρχιληστής, που έγινα καλόγερος.
Αν δεν θέλετε να σας λιανίσω όλους, αφήστε αυτό το φορτωμένο ζώο και τσακιστείτε να μας φέρετε φορτωμένα
και τα άλλα δύο κλεμμένα". Οι ληστές συμμορφώθηκαν με την εντολή του.
Έτσι, οι δύο μοναχοί επέστρεψαν θριαμβευτικά στο Μοναστήρι, με τρία φορτωμένα ζώα.
Μόλις τους είδε ο Ηγούμενος, σταυροκοπήθηκε απορημένος και δόξασε το Χριστό.
Τότε ο αρχιληστής - μοναχός του λέει: "Μη δοξάζεις το Χριστό, άγιε Ηγούμενε, αλλά δόξαζε το Μωυσή.
Με το νόμο του Μωυσή τα φέραμε πίσω όλα τα κλεμμένα, γιατί αν πηγαίναμε ακόμα με το νόμο του Χριστού
και αδειανοί θα γυρίζαμε και δαρμένοι". Μου έκανε εντύπωση αυτή η ιστορία, που μου τη διηγήθηκε ο Γέροντας
με απαράμιλλη χάρη, και προσπαθούσα να την ερμηνεύσω, όταν άρχισε να μου λέει δεύτερη: "Ήταν ένα Μοναστήρι,
όπου όλοι οι μοναχοί είχαν γεράσει και πεθάνει, εκτός από έναν, που ζούσε εκεί σαν ερημίτης.
Ο μοναχός αυτός ήταν τελείως αγράμματος, αλλά είχε δυνατή και απλή πίστη.
Καθώς έκανε τις ακολουθίες του και τα διακονήματά του, πίστευε ότι ο Χριστός και οι άγιοι είναι ζωντανοί
και τον συντροφεύουν, γι' αυτό και τους μιλούσε τακτικά, όπως μιλά κανείς σε ζωντανούς ανθρώπους.
Μια μέρα που βγήκε από το Μοναστήρι, μπήκαν σ' αυτό ληστές, έκλεψαν ό,τι βρήκαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους κι έφυγαν.
Όταν επέστρεψε ο μοναχός και είδε το γυμνωμένο Μοναστήρι, ταράχθηκε.
Αμέσως έτρεξε στο Ναό, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, στάθηκε μπροστά στον Άγιο Νικόλαο,
στάθηκε μπροστά στον προστάτη του Μοναστηριού άγιο και άρχισε να διαμαρτύρεται:
"Άγιε μου Νικόλα, τί έγινε εδώ όταν έλειπα;
Ήρθαν κακοί άνθρωποι και έκλεψαν το Μοναστήρι κι εσύ τους κοιτάζεις και δεν μιλούσες;
Τί έκανες για να εμποδίσεις τους ληστές; Βλέπω ότι δεν έκανες τίποτα.
Αμ τότε δεν σου αξίζει η θέση αυτή που έχεις, αφού δεν προστάτεψες το Μοναστήρι. Θα σε βγάλω απ' εκεί".
Κι αμέσως ξεκολλά την εικόνα του αγίου από το τέμπλο, την βγάζει έξω από το Μοναστήρι, την ακουμπά σ' ένα βράχο,
επιστρέφει και κλείνει την πόρτα. Δεν πέρασε μιά ώρα και ακούει δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα.
Ανοίγει και τί να δεί. Οι ληστές με τα ζώα τους φορτωμένα με όλα τα κλεμμένα και να του λένε:
Εμείς κλέψαμε το Μοναστήρι και, καθώς φεύγαμε, τα ζώα μας περπατούσαν κανονικά, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν και δεν προχωρούσαν.
Τα χτύπησαμε, τα τραβούσαμε, έμεναν ακίνητα. μόλις όμως γύριζαν πίσω, έτρεχαν.
Είπαμε ότι, όπως φαίνεται, ο Θεός θέλει πίσω τα κλεμμένα και στ' τα φέραμε.
Ο μοναχός πήρε τα πράγματα και καθώς έφευγαν οι ληστές, ευχαρίστησε το Θεό.
Τότε θυμήθηκε την εικόνα του αγίου, πήγε στο βράχο που την είχε ακουμπήσει, την προσκύνησε και είπε:
"Τώρα σε παραδέχομαι, Άγιε Νικόλα. Είσαι ο προστάτης του Μοναστηριού".
Πήρε θριαμβευτικά την εικόνα του Αγίου και την τοποθέτησε στη θέση της".
Συνδυάζοντας στη σκέψη μου τις δύο αυτές ιστορίες, συμπέρανα ότι ο Γέροντας ήθελε να μου πεί ότι η εφαρμογή της αγάπης
και της μη βίας στους εχθρούς, προϋποθέτει αγιότητα, όπως στον Ηγούμενο της πρώτης ιστορίας
και στον απλοϊκό μοναχό της δεύτερης. Ενώ στον αρχιληστή - μοναχό, ο οποίος δεν είχε ακόμη αναπτύξει την αγιότητα,
η προσφυγή στο Μωσαϊκό Νόμο έγινε αναγκαίο κακό.
[Γ 74-80]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.122-126)