Η παρουσία της Παναγίας στο Μέτωπο διαπιστώθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομε μία, η οποία είχε γίνει κοντά μας στο αριστερό μέρος του Μετώπου, εκεί που ήτανε το άλλο τμήμα του Μετώπου, των ευζώνων. Συνέβη το 1941 στον τότε ανθυπασπιστή και μετέπειτα υπολοχαγό Νικόλαο Γκάτζιαρο.
Παραθέτω την αναφορά που είχε κάμει τότε στο Διοικητή του. Ιδού το πλήρες κείμενο:
Η ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΑΝΑΦΟΡΑ:
Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζιαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων
Ενταύθα
ΘΕΜΑ: «Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυριακήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300 μέτρα, χάριν περιπάτου, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύσει να φυσά και ο
ουρανός ήτο αστερόης.
Κατά την επιστροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήματα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως.
Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγμεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στρατού μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλμοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή:
- "Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου", είπε!
"Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ίνα γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβριζεν, εβλασφήμει τα θεία και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι το δίκαιον πάντοτε υπερισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικητήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!".
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.
(Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζιαρος, αφηγείται το συγκλονιστικό θαύμα της Παναγίας που έζησε ο ίδιος στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940. Η μαρτυρία του ηλικιωμένου μαχητή αξιωματικού, είναι καταγεγραμμένη αναφορά, στο βιβλίο του Στρατηγού Κατσιμήτρου,
«Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ»)
Ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός στην ιστορία του κόσμου. Γεγονός που όλοι θα δοκιμάσουμε. Το εδοκίμασαν όλοι όσοι έζησαν σ’ αυτή τη ζωή. Κανένας δεν κατόρθωσε να διαφύγει. Όλοι μας πορευόμεθα προς την ώρα του και, δια της ώρας αυτής, πορευόμεθα προς την αιωνιότητα. Η ώρα, όμως, αυτή είναι άδηλη και άγνωστη. Βέβαιο γεγονός ο θάνατος, αλλά αβέβαιη η ώρα του.
Θα είναι όπως η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας, την οποία δεν γνωρίζει κανείς άνθρωπος. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί ορισμένες εκφράσεις για να μας δείξει το αιφνίδιο της επελεύσεως του θανάτου. «Ως κλέπτης, έρχεται εν νυκτί» . Δηλαδή, όπως το βράδυ έρχεται ένας κλέπτης την ώρα κατά την οποία όλοι κοιμούνται, έτσι θα έλθει και η ώρα του θανάτου. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι ο θάνατος έρχεται χωρίς να προειδοποιεί.
Έχουμε, λοιπόν, οι άνθρωποι την εντύπωση ότι υποκείμεθα σ’ ένα αιφνιδιασμό. Και όπως όταν έχουμε δυο αντίπαλα στρατόπεδα και προσπαθεί το ένα να αιφνιδιάσει το άλλο, διότι ο αιφνιδιασμός είναι ένα προτέρημα προς την πλευρά εκείνου ο οποίος τον μετέρχεται και χάρις σ’ αυτόν πολλές φορές έρχεται και η νίκη, έτσι είναι και ο θάνατος. Έχουμε την εντύπωση ότι ο θάνατος είναι ένας εχθρός που μας αιφνιδιάζει, που προσπαθεί να μας βρει κοιμωμένους και όχι αγρυπνούντες. Νιώθουμε ότι υποκείμεθα σε εχθρική ενέδρα. Αυτή την αίσθηση έχουμε όταν αντιμετωπίζουμε τον θάνατο.
Θα τόνιζε, βέβαια, κανείς ότι μερικές φορές έχουμε κάποια προειδοποίηση για την φοβερή επέλευση του θανάτου. O Θεός ο οποίος θέλησε επιμελώς να μας κρύψει την ημέρα και την ώρα του θανάτου, εν τούτοις ευδοκεί ώστε για ορισμένους ανθρώπους να προηγούνται μερικά προειδοποιητικά σημεία όπως π.χ. μία ασθένεια, που γνωρίζομε πως είναι θανατηφόρος. Έτσι, ο άνθρωπος προειδοποιείται, κατά κάποιο τρόπο, ότι επίκειται η επέλευση αυτού το οποίο ονομάζουμε «μοιραίο» και το ονομάζουμε έτσι γιατί θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε, παρ’ όλο που ο άνθρωπος κάνει χίλιες δυο προσπάθειες προκειμένου ν’ αποφύγει τον θάνατο- καταφεύγει σε γιατρούς, συντηρείται με υγιεινές τροφές, φροντίζει να μην κουράζεται, ελέγχει την πορεία της υγείας του, με κάθε τρόπο, δηλαδή, προσπαθεί να προεκτείνει τον χρόνο της ζωής του. Ωστόσο κι αυτοί οι οποίοι μετέρχονται όλες αυτές τις μεθοδείες προκειμένου να αναστείλουν ή να αναβάλουν την χρονική στιγμή της επελεύσεως του θανάτου τους, τελικά δεν κατορθώνουν τίποτε. Αν ήταν δυνατόν με τέτοιες μεθοδεύσεις ν’ απέφευγε κανείς τον θάνατο, τότε είναι βέβαιο ότι ορισμένοι ισχυροί άνθρωποι, είτε με την δόξα, είτε με τον πλούτο που διαθέτουν, θα κατέβαλλαν αμύθητα ποσά και πλούτο πολύ, προκειμένου με κάθε τρόπο να δυσωπήσουν τον αδυσώπητο θάνατο. Όμως, η αλήθεια είναι διαφορετική. Με κανένα τρόπο δεν κατέστη μέχρι τώρα δυνατόν ν’ αποφύγουμε την επέλευση του «μοιραίου».
(«η μετά Θάνατον ζωή», μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εκδ. Χρυσοπηγή, σελ. 53-55)
Η κ. Χριστίνα Μ. από την Αθήνα γράφει: Υπέφερα από πόνους στην σπονδυλική μου στήλη. Ένα βράδυ όμως οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και έφταναν μέχρι τον αυχένα. Τότε επήγα στο δωμάτιό μου και με μεγάλο παράπονο παρακαλούσα κλαίγοντας να με βοηθήση ο Θεός με τον Άγιό Του Εφραίμ. Φαίνεται ότι ο πόνος της ψυχής μου ήταν δυνατός και για μια στιγμή νοιώθω την παρουσία του Αγίου και το χεράκι του το αγιασμένο να με χαϊδεύη απαλά στο μέτωπο. Εκείνη την στιγμή έγινα παιδί τεσσάρων ετών. Άγιέ μου, είπα, κλαίγοντας, λυπήσου με. Εκείνος άρχισε να με παρηγορή, όχι για τον πόνο που ένοιωθα τον σωματικό, αλλά για τον πόνο της ψυχής. Τι έχεις παιδί μου και κλαις! Σταμάτησε να κλαις και άκουσέ με. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ. Την αγάπη που ζητάς παιδί μου, την πραγματική αγάπη, την έχει ο Θεός, και την χαρίζει εις τα πλάσματά του, αυτά που Τον αγαπούν και τους αγαπά. Εγώ αυτή την στιγμή ήλθα να σου αναγγείλω την αγάπη του Θεού προς εσένα. Και όταν έχης αυτή την αγάπη δεν πρέπει να φοβάσαι από τίποτα, ούτε ακόμη και τον θάνατο. Διότι η αγάπη του Θεού μπορεί να σε σώση και να σε προστατεύση από κάθε ασθένεια, από κάθε δυστυχία και να περιφρουρήσει την ψυχή σου με αδιαπέραστο τείχος, ώστε κανείς να μην μπορέση ποτέ να το παραβιάση. Πρόσεξε όμως έως το τέλος της ζωής σου να μην χάσης την αγάπη του Θεού και αναζητήσης των ανθρώπων. Και έφυγε.
Φώναξα: Άγιέ μου μην φεύγεις. Κάθησε ακόμη λίγο, σε παρακαλώ. Δεν έχω κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο εκτός του Θεού και εσένα. Λυπήσου με, σε παρακαλώ. Φύλαξέ με από την αχαριστία. Φύλαξέ με από την αμαρτία. Προστάτευσέ με, ώστε να διαφυλάξω την αγάπη του Θεού μέσα μου, για να είμαι καλά.
Από εκείνη την στιγμή έπαψα να υποφέρω. Κλωστή και κόπηκε. Έφυγε και το παράπονο...
("ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ του Οσιομάρτυρος και θαυματουργού ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ", βιβλίο Α΄, εκδ. "Ιερά μονή Ευαγγελισμού Θεοτόκου, Νέα Μάκρη Αττικής, 1981, σ. 122)
«Πρέπει να προσέχετε με ακρίβεια σ’ αύτα πού λέγονται. Υπάρχει γκρεμός και χαράδρα βαθειά και από τις δύο πλευρές, αν δεν διαβάσουμε το ρητό προσεκτικά…. Γιατί δεν πρέπει να εξετασουμε μόνο το «δεν είναι ο άνθρωπος κύριος των πράξεών του»,
αλλά και όλη τη συνέχεια,
και για ποιούς ειπώθηκε
και από ποιόν
και για ποιόν
και γιατί,
και πότε
και με ποιό τρόπο.
Γιατί δεν αρκεί να λέμε, ότι στις Γραφές είναι γραμμένο, ούτε γενικά
αποσπώντας λόγια
και μαδώντας τα μέλη του σώματος των θεόπνευστων Γραφών,
και παίρνοντάς τα έρημα και ξένα προς τη συναφειά τους,
να τα παραποιούμε όπως εμείς θέλουμε και χωρίς φόβο. Γιατί έτσι πολλές διδασκαλίες μπήκαν στη ζωή μας παραποιημένες, με το να πείθει ο διάβολος τους πιο ράθυμους να απαγγέλλουν παραποιημένα τα κείμενα των Γραφών, ή προσθέτοντας ή αφαιρώντας να επισκοτίζουν την αλήθεια.
Δεν αρκεί λοιπόν να πούμε, ότι είναι γραμμένο στη Γραφή, αλλά πρέπει να διαβάσουμε και όλη τη συνέχεια· γιατί, αν διακόπτουμε τη μεταξύ τους συνέχεια και συνάφεια, θα προκύψουν με τον τρόπο αυτό πολλές πονηρές διδασκαλίες…
Και όχι μόνο δεν πρέπει να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους, αλλά και να τα προφέρουμε σωστα, και να μην προσθέτουμε τίποτα. Πολλοί λοιπόν περιφέρουν και άλλα χωρία των Γραφών, απαγγέλλοντάς τα παραποιημένα… Περιφέρουν επίσης και άλλο ρητό, χωρίς να διαστρέφουν το νόημά του, αλλά προσθέτοντας και άλλο που δεν είναι γραμμένο.
Γιατί τέτοια είναι η πανουργία του διαβόλου να εισάγει τα ολέθρια διδάγματα του ή με πρόσθεση ή με αφαίρεση ή με διαστροφή ή με παραποίηση των κειμένων….
Δεν πρέπει τα χωρία της Γραφής να τα λέμε έτσι αόριστα,
ούτε να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους,
ούτε να τα αποσπούμε από την ενότητά τους,
ούτε να τα παίρνουμε απομονώνοντάς τα
και απογυμνώνοντάς τα από τη βοήθεια των επομένων και των προηγουμένων, και να συκοφαντούμε αόριστα και να επιδρούμε δυσμενώς.
Γιατί δεν είναι άτοπο, όταν δικαζόμαστε στο δικαστήριο για βιοτικά πράγματα, να διεκδικούμε όλα τα δικαιώματά μας, και τόπους και καιρούς και αιτίες και πρόσωπα, και να προσκομίζουμε μύρια άλλα στοιχεία, ενώ όταν έχουμε αγώνες για την αιώνια ζωή, να αναφέρουμε έτσι γενικά και τυχαία τα χωρία των Γραφών;
Και ένα νόμο βασιλικό δεν τον αναφέρει κανείς γενικά και αόριστα, και αν δεν πει και τον χρόνο και δε δείξει και αυτόν που τον εξέδωσε και δεν τον παρουσιάσει σωστό και ολόκληρο, δικάζεται και τιμωρείται με την έσχατη ποινή, ενώ εμείς αναφέροντας, όχι νόμο ανθρώπινον, αλλά αυτόν που ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, τον χρησιμοποιούμε με τόσο μεγάλη επιπολαιότητα, ώστε να αποσπούμε τμήματα ή μέρη του; Και που αυτά είναι άξια δικαιολογίας και συγγνώμης;» (ΕΠΕ,8Α,479-485)
A. Ποιος είναι για κλάματα
α. Ο δίκαιος μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωάν. 5:24). Δεν πεθαίνει, αλλά ζει αιωνίως στη Βασιλεία του Θεού. Άρα ο δίκαιος (λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) δεν είναι για κλάματα. Για κλάματα είναι εκείνος που ζει στην αμαρτία. Αυτός, είτε ζει, είτε πεθαίνει, είναι αξιοθρήνητος (Εις Αδριάντας, ΣΤ' 3). Πολύ περισσότερον, όταν πεθαίνει. Πάει στο σκότος το εξώτερον!!!
β. Εμείς, όταν πεθαίνει ένας γέρος εκατό χρόνων (που έζησε μακρυά από τον Χριστό, και μέσα στην αμαρτία) δεν τον κλαίμε. Ήταν γέρος!.. Όταν πεθαίνει ένα παλικάρι, που έζησε με αγνότητα, και κοντά στον Χριστό, κλαίμε. Χάθηκε ένας νέος! Όμως, για κλάματα είναι ο γέρος!..
Β. Ο αποχωρισμός
α. Ο απόστολος Παύλος κήρυττε στην Έφεσσο. Οι χριστιανοί τον αγάπησαν. Δέθηκαν μαζί του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, όλοι έκλαιαν απαρηγόρητα. Έπεφταν πάνω του!!! Τον αγκάλιαζαν και τον καταφιλούσαν!!! (Πράξ. 20:37-38) Ο δε Παύλος, δεν τους έλεγε «μην κλαίτε» αλλά τους άφηνε να κλαίνε! «Εγώ νομίζω (λέει ο ιερός Χρυσόστομος) πώς και ο Παύλος έκλαιε» (Όμιλ. ΜΕ',6., εις Πράξ.). «Γιατί κλαίτε, και μου σκίζετε την καρδιά;» έλεγε (ο Παύλος) σε παρόμοια περίπτωση (Πράξ 21:12). Είναι αξιοπρόσεκτο. Ο ουρανοβάμων Παύλος έκλαιε κατά την ώρα του αποχωρισμού!!!
β. Αν ο πρόσκαιρος αποχωρισμός «στοιχίζει» τόσο πολύ (ακόμα και στον άγιο), πόσο μάλλον ο μόνιμος αποχωρισμός, που είναι ο θάνατος. «Ποίος χωρισμός, ω αδελφοί, ποίος θρήνος εν τη παρούση ροπή» (Νεκρώσιμον). Το κλάμα (ακόμα και στους αγίους) είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Ιδού:
• Ο άγιος Δαβίδ, όταν έχασε τον υιό του Αβεσσαλώμ, κλείσθηκε στο δωμάτιό του, και έκλαιε απαρηγόρητα. Πηγαίνοντας δε προς το δωμάτιο μονολογούσε: «Παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ. Παιδί μου, παιδί μου!» (Β΄Βασιλ. 18:33).
• Kι ’ όταν πέθανε η μάνα του Μ. Βασιλείου, ο άγιος έκλαιε σα μικρό παιδί. Έγραφε στον Επίσκοπο Ευσέβιο: «Μη με περιγελάσεις που κλαίω, και έμεινα ορφανός σε τέτοια ηλικία. Συγχώρεσέ με, που δεν μπορώ να υπομένω τον αποχωρισμό μιας ψυχής, που δε βλέπω τίποτε αντάξιο σ’ αυτόν τον κόσμο».
• Και η Παναγία, βλέποντας τον Υιό της να πορεύεται προς τον Γολγοθά, έκλαιε απαρηγόρητα, κτυπώντας τα στήθη της (Λουκ. 23.27).
Γ. Ανακουφίζονται οι πενθούντες
α. Το κλάμα έχει και την ψυχολογική του εξήγηση. Είναι μια «εκτόνωση». Το βαρύτατο φορτίο της λύπης, μετασχηματίζεται σε δάκρυα, και φεύγει από τον άνθρωπο, και «ξαλαφρώνει» ο άνθρωπος. Γι ’ αυτό η Γραφή συμβουλεύει τους πενθούντας να κλαίνε για να παρηγορούνται (Σειράχ 36:16-18). Και γι’ αυτό η καλύτερη παρηγοριά για κείνον που πενθεί, είναι να τον αφήνομε να κλαίει να «ξεσκάει».
β. Όταν τον εμποδίζομε, τον ζημιώνομε ψυχολογικά, «τον σκάμε». Η λύπη συσσωρεύεται μέσα του, εγκυμονώντας πολλούς κινδύνους. ( Αλήθεια. Αν δεν κλάψει η μάνα όταν χάνει το παιδί της, πότε θα κλάψει;)
Δ. Ανακουφίζονται, και οι νεκροί
Καθώς πέθαινε ένας μοναχός, άνοιξε τα μάτια και είδε γύρω του να τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Και μ’ αυτό παρηγορήθηκε η ψυχή του (Ευεργετ. τόμ.Α., σελ. 189,7). Άρα, όταν κλαίνε οι συγγενείς, παρηγορείται η ψυχή. Γι’ αυτό ο νεκρός επιζητεί το κλάμα: «κλαύσατε πάντες επ’ εμοί, αδελφοί και φίλοι, συγγενείς και γνωστοί» (Νεκρώσιμον).
Ε. Πώς πρέπει να κλαίμε
α. Ο Χριστός είπε για τον νεκρό Λάζαρο: «Κοιμάται, θα πάω να τον ξυπνήσω». Και παρόλο αυτό, έκλαψε! Ποιος κλαίει (λέει ο Μ. Βασίλειος) όταν κοιμάται ο φίλος του, και πάει να τον ξυπνήσει; Ο Χριστός (συνεχίζει ο άγιος) έκλαψε συμβολικά. Για να μας δείξει, πώς πρέπει να κλαίμε (Περί Ευχαριστίας). Ήτοι, να κλαίμε, όχι σαν τους αθέους, «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. 4:14), αλλά σαν τους πιστούς που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και στη Βασιλεία Του. Να κλαίμε με την ελπίδα, πως ο αδελφός μας μετέστη από τη γη στον ουρανό, και μια μέρα θα αναστηθεί, όπως ανέστη ο Λάζαρος. Να κλαίμε σαν τον Μ. Βασίλειο, σαν την Παναγία, σαν το Χριστό.
β. Όμως, αλλιώς κλαίμε, όταν πεθαίνει ο δίκαιος, και αλλιώς, όταν πεθαίνει ο αμαρτωλός. Όταν πεθαίνει ο δίκαιος, κλαίμε μεν επειδή έφυγε από κοντά μας, αλλά και νοιώθομε ανακούφιση, επειδή πορεύτηκε εις τόπο αναπαύσεως, «μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον». Όταν όμως πεθαίνει ο αμαρτωλός, κλαίμε δυο φορές! Και επειδή έφυγε από κοντά μας, και επειδή έφυγε αμετανόητος!.. Αλλά δεν απελπιζόμαστε. Eλπίζομε στο έλεος του Κυρίου.
ΣΤ. Οι μεγαλομάρτυρες
α. «Στην ψυχή σου θα πέσει μαχαιριά» (Λουκ. 2:34), προφήτευσε ο δίκαιος Συμεών για την Παναγία. Και «έπεσε». Η σταύρωση του Υιού της ήταν μαχαιριά για την ψυχή της.
β. Μαχαιριά («ρομφαία») αποκαλεί τον θάνατο η Γραφή. Σα να μας λέει: Όποιος χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο, σφαγιάζεται η ψυχή του. Και, όποιος το μαχαίρωμα αυτό το υπομένει άνευ γογγυσμού, λογίζεται ως μεγαλομάρτυρας! «Αν κόβονταν το σώμα σας κομμάτια, και υπομένατε με γενναιότητα δοξάζοντας τον Κύριο, θα είχατε απ΄ Αυτόν μεγάλη ανταμοιβή. Το ίδιο θα γίνει και τώρα, που πονάτε ψυχικά» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις Ολυμπιάδα).
(“Μετά θάνατον”, αρχιμ. Βασ. Μπακογιάννη, σσ. 55-59)
Πνευματικό στήριγμα
Ο Γέροντας προσευχόταν και βοηθούσε πνευματικά και τα αδέρφια του και άλλους συγγενείς που είχαν ανάγκη. Παρά ταύτα ουδέποτε τους επισκέφτηκε και άργησε ολόκληρες δεκαετίες να τους δει στα Κατουνάκια.
Μας διηγείτο: «Μία φορά βλέπω εις τον ύπνο μου τον αδερφό μου ότι τάχα έπεσε στη θάλασσα, και σκεπτόμουνα, εάν πνίγηκε ή όχι. Τότε αμέσως περπατάω επάνω στα κύματα, και περίμενα να βγει στην επιφάνεια. Μόλις βγήκε επάνω, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον βγάζω έξω. Τότε που είδα το όνειρο, αυτός είχε τραυματισθεί σοβαρώς και θαυματουργικώς εσώθη. Το περπάτημα επί των κυμάτων και το άρπαγμα από τα μαλλιά και η σωτηρία του σήμαιναν την προσευχή, το κομποσχοίνι που του κάνω πάντοτε.
»Άλλοτε πάλι, ο αδερφός μου είχε συλληφθεί από κομμουνιστάς και φυλακίστηκε. Είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Το βράδυ εκείνο είδα στον ύπνο μου ότι τον είχαν σε φυλακή και ρώτησα τον φύλακα γιατί τον φυλάκισαν. Μου απάντησε ότι χρωστά 150 λίρες. Τότε βγάζω και του δίδω 200, και τον άφησε ελεύθερο. Πράγματι, θαυματουργικώς εσώθη, αφεθείς ελεύθερος, ενώ τον είχαν για θάνατο.»
Η προσευχή του Γέροντα πρόφθανε στις οικογενειακές δυσκολίες τους. Έτσι η αδερφή του διηγείται: «Βρισκόμουν σε πολύ μεγάλη στεναχώρια, διότι με τον άνδρα μου είμασταν στα πρόθυρα να χωρίσουμε. Ο άντρας μου αγαπούσε πάρα πολύ τη μάνα του που τον πίεζε συνεχώς να με χωρίσει (ήτο ηλικίας 80 ετών). Αφορμή ζητούσε να βρει, για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Εγώ σκεπτόμουν τι θα έκανα με δυο μικρά κοριτσάκια. Το έλεγα στη μητέρα μου και μου απαντούσε: ‘‘Παιδί μου, προσευχή ας κάνουμε. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς το θέλημα του Θεού. Μόνο αν το επιτρέψει ο Θεός, θα γίνει αυτό!’’
» Ο πόνος μου ήταν μεγάλος. Έπαιρνα τη φωτογραφία του Εφραίμ και έκλαιγα, και του μιλούσα, και προσευχόμουν, σαν να ήταν εικόνα η φωτογραφία. Παρακαλούσα με δάκρυα να με βοηθήσει και να με σώσει από τον κίνδυνο αυτό.
»Ο Χαράλαμπος (ο αδερφός μου) είχε πάει την εποχή εκείνη στον Εφραίμ, στο Άγιον Όρος. Του λέει ο Εφραίμ: ‘‘Γιατί η αδερφή μας η Ελένη συνεχώς με ενοχλεί; Γιατί παίρνει τη φωτογραφία μου και ζητά βοήθεια από εμένα κλαίγοντας; Να της πεις να παίρνει την εικόνα της Παναγίας και σ’ αυτήν να προσεύχεται και να παρακαλεί, και όχι στην φωτογραφία μου! Η Παναγία θα τη βοηθήσει∙ η Παναγία θα κάνει το θαύμα της και δεν θα πάθει κακό’’.
»Τις ημέρες εκείνες ήρθε τηλεγράφημα από τη μητέρα του ανδρός μου, όπου έγραφε να πάει στο χωριό για τη γνωστή υπόθεση. Επρόκειτο για την υπόθεση του διαζυγίου. Φαντάζεσθε τη θλίψη μου και τον πόνο μου. Κλείσθηκα στο δωμάτιο. Πήρα την εικόνα της Παναγίας, που μου είχε στείλει ο Εφραίμ με τον γέροντα Νικηφόρο, και κλαίγοντας με λυγμούς έλεγα τον πόνο μου και την παρακαλούσα να με γλιτώσει από τον μεγάλο αυτό κίνδυνο. Το πρωί ο σύζυγός μου θα έφευγε για το χωριό. Το απόγευμα έρχεται ξαφνικά είδησις από το χωριό ότι η πεθερά μου, ενώ δεν είχε τίποτε, δεν ήταν άρρωστη, βρέθηκε νεκρή στην καρέκλα που καθόταν! Έτσι δεν πραγματοποιήθηκε ο κίνδυνος του διαζυγίου, διότι άλλαξε ριζικά ο σύζυγός μου μετά τον θάνατο αυτόν τον ξαφνικό της μητέρας του».
Και για τον μεγάλο του αδελφό, μακαριστό Επαμεινώνδα, αν δεν προσευχήθηκε! Ήταν ο πιο χλιαρός της οικογενείας και αποκόμισε τις περισσότερες προσευχές και ζώντας και μετά θάνατον.
Προσευχόμενος θερμά για μία εξαδέλφη του πολύ πονεμένη, που είχε μπλέξει όμως με μαγεία, ξεπέρασε απ’ ό,τι μας έλεγε κάθε όριο παρακαλώντας: «Χριστέ μου, για το αίμα που έχυσες πάνω στον σταυρό, ελέησε και αυτήν την ψυχή». «Έφαγα έναν μπάτσο που ήταν όλος δικός μου. Ο Θεός όλα τα ανέχεται, αλλά τη μαγεία… μακριά», έλεγε σωφρονισμένος. «Και άλλη μια φορά, ομολογούσε, επιχείρησα κάτι τέτοιο και ερέθισα την οργή του Θεού, αλλά πρόλαβα ζητώντας ‘‘ευλόγησον’’ (συγγνώμη) και δεν έφαγα τον μπάτσο. Φόβος και τρόμος είναι αυτά».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Η χρυσή γιαγιά
Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση του πατέρα για το Όρος, ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είχε κοιμηθεί και η μητέρα του Γέροντα. Αυτή η υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ του θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι’ αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχής, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ο γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; Η κυρία σας, τα παιδάκια σας είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή η γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί, «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό, τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί, το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγό του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ο αξιωματικός. Απορούσε η κοπέλα, αν μια πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ο Γέροντας, όταν έμαθα ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδερφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται η κόρη της: «Όταν η μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ημέρες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ημέρα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθησα κοντά της όλη εκείνην τη νύχτα. Το πρόσωπόν της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! ‘‘Τι λέγεις, μητέρα;’’ τη ρωτούσα, ‘‘τι βλέπεις;’’ ‘‘Τι να σου πω, παιδί μου, τι όμορφα! Τι έβλεπα! Αλλά πού βρίσκομαι;’’ Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
Μετά μία εβδομάδα που ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ο θάνατός της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε η μοναχή που την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδία! Λέω τότε στη μοναχή: ‘‘Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;’’ ‘‘Όχι, κυρία Ελένη’’, απαντά, ‘‘δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό που ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητος. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας’’. Μείναμε κατάπληκτοι! Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί αγίας ψυχής! Σαν ιδρώτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, που ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε) επί μίαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας παρά ο επιτάφιος».
Και ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε∙ αφού έπεσα, τρόπον τινά σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφτασε! Όταν προσευχόμουν γι’ αυτήν, έπαιρνα∙ δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
»Είδα σαν μία θεωρία, να πούμε. Πήγαινε η μητέρα μου στον Χριστό: ‘‘Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία’’. Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
»Πολλές φορές έβλεπα ότι η μητέρα μου είναι ο γερο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο…
»Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατό της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: η μητέρα μας έφθασε σε μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου, και η μητέρα μου γερο-Ιωσήφ ήτανε.
» Η μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα∙ μονάχη της∙ έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γερο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλήν υπομονή που έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές αλλά για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
3,15. «και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ην και εκλήθητε εν ενί σώματι· και ευχάριστοι γίνεσθε»
Η αγάπη (όπως ειπώθηκε), ενώνει και τους αγγέλους και τους ανθρώπους και ότι είναι «τέλειο» σε όλα τα δημιουργήματα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό.
Η αγάπη, αυτή η δημιουργική και πανσυνενώνουσα έλλογη θεανθρώπινη δύναμη, μας συνενώνει στην Εκκλησία με όλες της τις τελειότητες και πρώτιστα «συν πάσι τοις αγίοις».
Και ό,τι είναι έλλογο, θεανθρώπινο και άγιο, εμείς το διαβιώνουμε σαν αθάνατη και αιώνια παν-ενότητα, το διαβιώνουμε «εν ενί σώματι», στο σώμα της Εκκλησίας.
Με την ευαγγελική αγάπη, εμείς αισθανόμαστε την Εκκλησία σαν ένα Θεανθρώπινο σώμα, στο οποίο ο Χριστός είναι κεφαλή και το παν και τα πάντα.
Η αγάπη είναι εκείνη, η οποία κάνει ώστε η ειρήνη του Θεού να βασιλεύει στις καρδιές μας, γιατί αυτή αισθάνεται και ξέρει, ότι ενάντια σε κάθε αμαρτία, θάνατο και κακό, η νίκη της είναι εξασφαλισμένη «δια του Θεού», ο Οποίος είναι αγάπη.
Ο Θεός της αγάπης κυβερνά στις ανθρώπινες καρδιές, με την Θεοφιλία και φιλανθρωπία.
Μόνο με την Θεανθρώπινη Χριστοειδή αγάπη, ο Θεός μετοικεί στην ανθρώπινη καρδιά και στην ανθρώπινη σκέψη «εν Κυρίω Ιησού» (Φιλ. 4,7).
«Προσκαλώντας μας στην ειρήνη του Θεού ο Χριστός, μας κάνει ένα σώμα «τοποθετούμενος» Αυτός σαν κεφαλή σε αυτό το σώμα. Γιατί ένεκα τούτου, εμείς είμαστε «ένα σώμα» και γι’ αυτό έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε την ειρήνη μεταξύ μας, ώστε να αποφεύγεται κάθε διχόνοια και διαίρεση» (Θεοφύλακτος).
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 142-143)
Όποιος εναντιώνεται στον νόμο του Θεού, αυτός γρήγορα θα αρχίσει να εναντιώνεται στον φυσικό και στον κοινωνικό νόμο.
Όποιος εναντιώνεται στη βούληση του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται στη βούληση του καθενός.
Όποιος εναντιώνεται στην εξουσία του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται σε κάθε εξουσία.
Όποιος εναντιώνεται στην αγάπη του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται και στην αγάπη της μητέρας, της γυναίκας, των παιδιών και των φίλων του. Η αγάπη τέτοιου πλάσματος θα μεταμορφωθεί σε φιλαυτία, η φιλαυτία σε απελπισία, ενώ η απελπισία είναι ο πιο σύντομος δρόμος προς την αυτοκτονία.
(“Στοχασμοί περί καλού και κακού”, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σ. 130)
[Ιστορικές Γραμμές, τόμ. Β΄Ιωάννου Παπαϊωάννου, σελ.63-91]
ΥΠΗΡΞΕ ΜΕΓΑΣ Ή ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ;
1. Παρεξήγησε η Ιστορία τον αύτοκράτορα Ιουλιανό;
Είναι δύσκολο να μη συγκινηθείς διαβάζοντας απόψεις σαν κι αυτή: «Ο Ιουλιανός ήταν ένας ανίκητος στρατηγός που στις εκστρατείες του κρατούσε ως τα χαράματα αναμμένο το δαυλό στη σκηνή του για να μελετά και να συγγράφει... Ο Μονταίνιος είδε σ’ αυτόν «έναν σπάνιο και μεγάλον άνθρωπο», ο Βολταίρος τον χαρακτήρισε «δεύτερον σε αρετήν». Ο Σατωμπριάν τον εύρισκε ανώτερο στο ήθος από το θείο του Μεγάλο Κωνσταντίνο...
Εκείνοι που τον αγάπησαν τον αποκάλεσαν άγιο· όσοι τον μίσησαν, τον αναθεμάτισαν για την αιωνιότητα με το στίγμα «Ο Παραβάτης». Όπως κάθε αντιλεγόμενος στην Ιστορία, για την παγκόσμια Λογοτεχνία θα είναι πάντα ενδιαφέρων. Γιατί, όταν η Eπιστήμη διστάζει να βγάλει την οριστική της απόφαση για έναν ήρωα, η Τέχνη μπορεί να εμπνευσθεί απ’ αυτόν υψηλά έργα» (Αθανασίαδη Τάσου, Ο γυιός του ήλιου, σελ. 13 κ.έ.).
Θα ήταν δυνατόν να προσθέσεις ότι πολλοί, από την αρχαιότητα ως στις ημέρες μας, άσχολήθηκαν με ζέση για τον Ιουλιανό και γράφτηκαν αρκετά έργα λογοτεχνικά, ιστορικά, δραματικά, πεζά και ποιητικά. Στην αρχαιότητα ο Ολυμπιόδωρος ύμνησε τον Ιουλιανό. Κατά τους χρόνους του Ρομαντισμού κατέθελγε τη φαντασία και η Λογοτεχνία βρήκε γόνιμο έδαφος στο βίο του. Στη Γερμανία ονομάσθηκε «ο ρομαντικός επί του θρόνου». Ο Γάλλος Αλφρέδος ντε Βινύ έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ο Ρώσσος Δημήτρη Μιρεϊκόφσκυ έγραψε μυθιστόρημα «ο θάνατος των θεών» και ο Ίψεν δράμα «Ο αυτοκράτωρ και ο Γαλιλαίος». Αλλά και άλλοι όπως ο Ιταλός ανθρωπιστής Μαρσίλιο Φικίνο, ο Λατίνος ποιητής Προυδέντιος, ο Μονταίν, ο Βολταίρος, ο Σίλλερ, ο Γκαίτε, ο Ανατόλ Φράνς γοητεύθηκαν από την προσωπικότητα του Ιουλιανού και προβληματίσθηκαν στα έργα τους. Από τους Έλληνες παλαιότερα ο Κλέων Ραγκαβής εδραματοποίησε τον Ιουλιανό, αλλά και πολλοί νεώτεροι διανοούμενοι ελκύσθηκαν και έδωσαν λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα, όπως ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Ν. Ζακόπουλος κ.ά.
Και σε βιβλία ιστορικών μπορείς να διακρίνεις κάποιους προβληματισμούς για την προσωπικότητα του Ιουλιανού, όπως: «Κατ’ εξοχήν τύραννος εθεωρήθη ο Φωκάς (602-610 μ.Χ.). Τουναντίον ο Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) καίτοι επεχείρησε να παρεμποδίσει την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού και επεδίωξε την επαναφοράν της παλαιάς θρησκείας, απεκλήθη απλώς παραβάτης διότι κατά την λοιπήν άσκησιν της εξουσίας δεν απέστη των αρχών του δικαίου και της χρηστής διοικήσεως. Ακόμη και εις την επιβολήν των θρησκευτικών του αντιλήψεων απέφυγε την άσκησιν βίας και τρομοκρατίας, ο Ιουλιανός, αρκεσθείς είτε εις ψυχολογικάς πιέσεις, είτε εις την επιβολήν περιορισμών εις την συμμετοχήν των Χριστιανών εις την διοίκησιν του κράτους και την παιδείαν, ως αυτός ο ιστορικός της Εκκλησίας Σωζομενός μαρτυρεί». (Αίκατ. Χριστοφι¬λοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 119).
Κάποιοι ιστορικοί φθάνουν ως το σημείο να σου εγκωμιάζουν υπερβολικά τον Ιουλιανό: «Δεν υπάρχει εις την Ιστορία φυσιογνωμία περισσότερον ελκυστική, δυσκόλως θα ευρεθή διάνοια υψηλοτέρα, ήθος ευγενέστερον και συγχρόνως μεγαλυτέρα δραστηριότης εις τον βραχύν βίον του ανδρός που έζησεν τριάκοντα δύο (32) έτη. Υπήρξε συγχρόνως μέγας στρατηγός, επιφανής πολιτικός και φιλόσοφος, εξαίρετος συγγραφέας, με ακατάβλητον θέρμην και σθένος, ημέραν και νύκτα καταγινόμενος εις τα ποικίλα έργα. Είναι είς από τους ολιγίστους ιστορικούς άνδρας της αρχαιότητος, οι οποίοι δεσμεύουν το ενδιαφέρον του ερευνητού, όπως και ο Περικλής, ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ίσως και εις μεγαλύτερον βαθμόν, διότι κατηνάλωσεν όλας τας δυνάμεις αυτού με θαυμαστήν δραστηριότητα εις την εκπλήρωσιν παραδοξοτάτης προσπάθειας». (Εγκυκλοπαιδ. των εθνών, Αδαμ. Αδαμαντίου, Ιουλιανός, σελ. 5).
Μερικοί φθάνουν στο σημείο να σου τον χαρακτηρίζουν γενικά μέγαν, όπως: «ήταν άξιος ν’ αναγράφεται ανάμεσα στους μεγάλους, αφού διέθετε τις τέσσερες μεγάλες αρετές: Σοφία, Δικαιοσύνη, Μετριοπάθεια, Θάρρος» (Κ. Δ. Παπαδημητρίου, Το άγνωστον Βυζάντιο, σελ. 41). Και σε σύγχρονο περιοδικό και βιβλίο, που είναι κυρίως Ελληνικής ιδεολογίας έκφραση, σού παρουσιάζεται μέγας ο Ιουλιανός και επαινείται η ένδοξη ελληνικότητά του, ενώ σε άλλες σελίδες ο Κων/νος ο Μέγας, ο Θεοδόσιος ο Μέγας και ο Ιουστινιανός σού επικρίνονται ως άξεστοι, αγροίκοι και δέσμιοι της εβραϊκής ιδεολογίας, (περ. Δαυλός», Δημ. Λάμπρου, «Αναζήτηση» σελ. 160). Ακόμα και ο Παναγ. Κανελλόπουλος ομολογεί πώς ο Ιουλιανός ήταν Έλληνας, «Μέσα στο πνεύμα του ατίθασου Ιουλιανού ζούσε ο ανένδοτος Έλληνας (Παναγ. Κανελλόπουλου, Ιστορία εύρωπ. πνεύματος, τόμ. 1ος, σελ. 32).
Ύστερα από όλα αυτά, και ενδεχόμενα περισσότερα, άρχίζεις να διερωτάσαι: Μήπως καλογηρική εμπάθεια των Χριστιανών μοναχών για τον Ιουλιανό, διετύπωσε τις βαρειές κατηγορίες του δράκου, του Ηρώδη, του Ναβουχοδονόσορα, τέρατος και αποστάτη; Μήπως αδικήθηκε μέχρι τώρα από την Ιστορία και επείγει να εξετάσεις δι' ολίγων τον βίον και τα έργα του Ιουλιανού, για να σχηματίσεις σαφέστερη εικόνα και γνώμη, αλλά και να αποκατασταθεί — κατά το δυνατόν — η αδικηθείσα μορφή του Ιουλιανού;
2. Ποιός ο βίος και το έργο του Ιουλιανού;
Οι βιογράφοι του και οι Ιστορικοί σού αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 331 ή το 332 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από επιφανείς γονείς, τη νεαρή Χριστιανή Βασιλίνα και τον αδελφό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ιούλιο Κωνστάντιο. Η μητέρα του πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε το 337 μ.Χ. στη μεγάλη σφαγή, που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Κων/νου για τη διαδοχή του, αλλά πριν εκλείψει, πρόλαβε και παρέδωσε τα παιδιά του για φύλαξη στο διάκονο Μάρκο.
Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος φρόντισε για την ανατροφή του Ιουλιανού και του αδελφού του, αναθέτοντας την εκπαίδευσή τους στον επίσκοπο της Νικομηδείας Ευσέβιο. Σύντομα όμως η φροντίδα για τον Ιουλιανό και τον αδελφό του ανατέθηκε στο Σκύθη Μαρδόνιο, παιδαγωγό και Ελληνιστή διδάσκαλο, που εμύησε τον Ιουλιανό στη γνώση και στο μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Μέχρι το 343 μ.Χ., που βρισκόταν στη Νικομήδεια, γνώρισε και τον ονομαστό Ελληνιστή, ρήτορα και διδάσκαλο, τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο.
Λίγο αργότερα βρίσκεις τον Ιουλιανό με τον αδελφό του Γάλλο να έχουν απομακρυνθεί στο φρουριο-αγρόκτημα Μάκελλον της Καππαδοκίας»,όπου παρέμειναν έξι (6) χρόνια μελετώντας, όπως σημείωσε και ο ίδιος: «Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν, εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκεν πόθος» (εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 53). Εκεί ήλθαν σε επαφή με τον εξ’ Αγκύρας πρεσβύτερο Γεώργιο, που δάνεισε στον Ιουλιανό τα βιβλία της βιβλιοθήκης του. Κατά την παράδοση εκεί, στο μοναστήρι του Αγίου Μερκουρίου, ο Ιουλιανός έγινε και αναγνώστης. Αλλά μολονότι η αναστροφή του ήταν με κληρικούς και θεολόγους, άρχισε να δημιουργείται και ν' αυξάνει και μία αντιπάθεια κατά των Χριστιανών.
Στην Κωνσταντινούπολη ο επίσκοπος Θεόφιλος που λεγόταν «Ινδός» για το λόγο ότι ήταν έγχρωμος - και αξίζει να σημειώσεις εδώ ότι ο Χριστιανισμός δεν έκανε διάκριση χρώματος — υπέβαλε γύρω στα 350 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο την ιδέα ότι αφού ο ίδιος δεν είχε διάδοχο, θέλημα του Θεού ήταν να βασιλεύσουν τα εξαδέλφια του Γάλλος και Ιουλιανός. Ο Κωνστάντιος αποδέχθηκε την εισήγηση του επισκόπου, επισκέφθηκε ο ίδιος τα εξαδέλφια του στην Καππαδοκία και τα προσκάλεσε στην Κων/πολη. Ο Γάλλος και ο Ιουλιανός ήλθαν αμέσως στην Κων/πολη, όπου ο Γάλλος έγινε καίσαρας και έφυγε για την περιοχή του, ενώ ο Ιουλιανός μαθήτευσε στο Χριστιανό σοφιστή Εκηβόλιο και στο Λάκωνα Νικοκλή, από τους οποίους διδάχθηκε κριτική κειμένων, Ετυμολογία, Γραμματική και Λεξικογραφία, Μετρική, Προσωδία, Ιστορία, Γεωγραφία και Μυθολογία, ακόμα και την τέχνη - τεχνική της στιχοποιΐας.
Λίγο αργότερα ο Κωνστάντιος έδωσε την άδεια στον Ιουλιανό να μένει στη Νικομήδεια και να παρακολουθεί εκεί και στην Πέργαμο μαθήματα. Στην Πέργαμο διατηρούσαν σχολές οι νεοπλατωνικοί Αιδέσιος, Ευσέβιος και Χρυσάνθιος. Παράλληλα σπούδαζε και Χριστιανικά γράμματα, αλλά και τα «υπομνήματα» από τις παραδόσεις του Λιβανίου. Πήγε και στην Έφεσο όπου συνάντησε το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο, «έναν των δραστηριωτέρων απατεώνων όλων των εποχών, ως τον χαρακτηρίζει ο Ε. Stein» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ. τομ. Α' σελ. 158).
Αλλά ο Ιουλιανός ένιωθε ανήσυχος, ιδιαίτερα αφότου ο Γάλλος άρχισε να χάνει τη συμπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίου. «Ο Γάλλος σκληρότατος και καχύποπτος δεν εδίσταζε να επιβάλλη την θανατικήν ποινήν εις τους οπωσδήποτε αντιθεμένους προς αυτόν, ενώ συγχρόνως απέφευγε να μετέχη προσωπικώς εις επιχειρήσεις αποσκοπούσας εις την εμπέδωσιν της τάξεως και ηρεμίας εις την περιοχήν του, περιοριζόμενος εις την λήψιν σκληροτάτων μέτρων κατά των αντιπάλων του. Ως διοικητής Ανατολής με έδραν την Αντιόχειαν το 352 μ.Χ. κατέπνιξεν εις το αίμα επανάστασιν των Ιουδαίων, καύσας την Διοκαισάρειαν, την Τιβεριάδα και Σεπφωρίδα. Γενικώς επέδειξε σκληρότητα και ολιγωρία περί τα κοινά» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ. τόμ. Α σελ. 140). Το 354 μ. X. ο Γάλλος θανατώθηκε, υστέρα από διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβήθηκε και για τη ζωή του, αλλά έχοντας τη συμπάθεια, τη φιλία και την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, δεν διέτρεξε κίνδυνο.
Στα κρίσιμα χρόνια 354-355 μ.Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε στην Κων/πολη, στην Τροία, στα Μεδιόλανα(= Μιλάνο) και το καλοκαίρι του 355 στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μόνο για τρεις μήνες. Στην Αθήνα έγινε μαθητής της Πλατωνικής Ακαδημίας και πιο συγκεκριμένα του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και των νεοπλατωνικών Πρίσκου και Ιμερίου. Στην Αθήνα συνάντησε και τους δυο Καππαδόκες Βασίλειο και Γρηγόριο, αλλά διεφώνησε μαζί τους. Στην Αθήνα παρακολούθησε την εορτή των Παναθηναίων και προσευχήθηκε στην Αθηνά, στην Ακρόπολη.
Την Ιεράν Οδόν διαβαίνοντας πήγε στην Ελευσίνα, συναντήθηκε με τον ιεροφάντη της Ελευσίνας και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, αφού είχε υποστεί τα εξαγνιστικά λούσματα και τους άλλους εξαγνισμούς. Έχοντας μυηθεί και στα Oρφικά Μυστήρια, εισήλθε στα Ιερά των Ελευσινίων μυστηρίων και είδε όλα τα ιερά σύμβολα, είδε τον όφιν του Τριπτολέμου, πήρε μέρος στο συμβολικό δείπνο, έπιε τον κυκεώνα (= μαγικό ποτό) και ύστερα από επικλήσεις στη Θεά Δήμητρα δοκίμασε και τον Ιερόν πλακούντα.
Τότε ήλθε στην Αθήνα η πρόσκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίου στον Ιουλιανό -ύστερα από εισήγηση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας - να τον κάνει καίσαρα και να τον στείλει στην πέραν των Άλπεων Γαλατία. Την αποδέχθηκε, έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε στο Μιλάνο, όπου νυμφεύθηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη, αφού δέχθηκε να του κοπεί ο φιλοσοφικός πώγωνας και ν’ αλλάξει το μανδύα του Έλληνα φιλοσόφου με το στρατιωτικό ένδυμα Ρωμαίου στρατηγού.
Από το Νοέμβριο του 355 μ.Χ. ως το φθινόπωρο του 361 ο Ιουλιανός ήταν καίσαρας στις χώρες της Δύσεως. Οι βιογράφοι του σε πληροφορούν, ότι, ως καίσαρας, ανέδειξε εξαιρετικές ικανότητες και αποδείχθηκε στραγηγός με ακατάβλητη θέληση, υπεράνθρωπη αντοχή πετυχαίνοντας αλλεπάλληλες νίκες κατά των βαρβάρων Γερμανικών φύλων.
Είχε ως κέντρο δράσεως τη Λουτηκία(=σημερινό Παρίσι) και εφάρμοσε με συνέπεια και επιτυχία το διοικητικό και οικονομικό σύστημά του. Πέρασε δυσκολίες εσωτερικές πολλές μέχρις ότου επιβληθεί καθόσον οι στρατιώτες του αρχικά τον έβλεπαν με πολλή καχυποψία και τον ύβριζαν «ασιάτη-εκτεθηλυμένο Έλληνα» ή κόλακα - σοφό βλάκα», μαθαίνοντας ότι ο Αφρικανός υπηρέτης του Ευήμερος και ο Ιεροφάντης της Ελευσίνας τον βοηθούσαν να κάνει θυσίες στους θεούς. Σιγά-σιγά τον αγάπησαν και τον αναγνώρισαν. Φθάνοντας οι ειδήσεις των επιτυχιών του Ιουλιανού στον Κωνστάντιο στην Κων/πολη, άρχισαν να προκαλούν τη ζηλοτυπία του, ιδιαίτερα μετά το 358 μ.Χ.. που πέθανε η προστάτιδα του Ιουλιανού, η αυτοκράτειρα Ευσεβία.
Ωστόσο ο Κωνστάντιος άρχισε μία στρατηγική φθοράς του επιτυχημένου Ιουλιανού: θέλοντας ο Κωνστάντιος να αναλάβει εκστρατεία κατά των Περσών, έστειλε διαταγή στους αρχηγούς των Γαλατικών στρατευμάτων να σπεύσουν να τον βοηθήσουν, χωρίς να ενημερώσει τον καίσαρά τους Ιουλιανό. Μ' αυτόν τον τρόπο θα μειώνονταν οι δυνάμεις του Ιουλιανού κατά το 1/2 και ακόμη γινόταν αντιληπτό ότι ο καίσαρας είχε πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Επί πλέον στις αρχές του 360 μ.Χ. άρχισαν να δρούν και τα βαρβαρικά Γερμανικά φύλα εναντίον του Ιουλιανού, που υποκινήθηκαν κυρίως από τον Κωνστάντιο.
Μπροστά στη διαμορφωθείσα κατάσταση ο στρατός του Ιουλιανού αρνήθηκε να υπακούσει στον Κωνστάντιο, ανταπεξήλθε νικηφόρα στις ύπουλες επιθέσεις των Γερμανικών βαρβαρικών φύλων και το σημαντικότερο ανακήρυξε -διστακτικά στην αρχή- τον Ιουλιανό αυτοκράτορα, που ήπια φερόμενος έστειλε επιστολή στον Κωνστάντιο, ζητώντας να αναγνωρισθεί απ’ αυτόν Αύγουστος. Παράλληλα ο Ιουλιανός κέρδησε πολύτιμο χρόνο, αφού ολόκληρος ο χρόνος του 360 μ.Χ. πέρασε με ανωφελείς διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κωνστάντιου που βρισκόταν στην Αντιόχεια και του Ιουλιανού που παρέμεινε στο Παρίσι.
Το θέρος του 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός αποφάσισε να αντιμετωπίσει δυναμικά τον Κωνστάντιο, αφού πρώτα ζήτησε από τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς να του ορκισθούν πίστη μέχρι θανάτου. Διήρεσε το στρατό του σε τρία μέρη, στέλλοντας το πρώτο τμήμα να προχωρήσει δια μέσου της Βόρειας Ιταλίας, το άλλο κατευθύνοντάς το δια μέσου της Ραιτίας και οδηγώντας ο ίδιος το τρίτο τμήμα κατερχόταν προς την Κωνσταντινούπολη από τη δίοδο του Μέλανος Δρυμού, αποσκοπώντας να φέρει σύγχυση στους διατακτικούς πληθυσμούς και να επιτύχει τον έλεγχο ή την αναγνώριση ευρύτερου τμήματος, ώστε τελικά να αναγκάσει τον Κωνστάντιο να τον αποδεχθεί ως Αύγουστο και συναυτοκράτορα. Τα τμήματα του στρατού του Ιουλιανού, αφού πέρασαν το Δούναβη, κατέλαβαν το Σίρμιο και έφθασαν ως τη Ναϊσσό της Σερβίας, όπου έφθασε η είδηση πως ο Κωνστάντιος, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, πέθανε. Και έτσι στις αρχές Νοεμβρίου του 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε μονοκράτωρ και καθώς δεν υπήρξε καμία αντίσταση, εισήλθε πανηγυρικά στις 11 Δεκ. 361 μ.Χ. στην Κων/πολη.
* * *
Από τη διακυβέρνηση του Ιουλιανού μπορείς να επισημάνεις τις εξής αρχές του και δραστηριότητές του: Eξέδωσε Διάταγμα για ελεύθερη άσκηση της λατρείας κάθε θρησκείας. Ξεκαθάρισε την αυτοκρατορική αυλή από την πολυτέλεια και το μεγάλο πλήθος των υπαλλήλων και αρκέσθηκε σε πολύ μικρό αριθμό υπαλλήλων επιβάλλοντας τη λιτότητα στην όλη ζωή και στις εκδηλώσεις της Αυλής. Απέστειλε έπιστολές - διακηρύξεις στις μεγαλύτερες και ιστορικά σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας και της Ελλάδας με τις οποίες εξέθετε όσα είχε υποστεί από τον Κωνστάντιο και ανακοίνωνε το πολιτικό-διοικητικό του πρόγραμμα. Στο πρόγραμμα διακρίνονταν τρεις στόχοι της πολιτικής του Ιουλιανού: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής του μεγάλου κράτους, η μεταρρυθμιστική εκπαιδευτική και θρησκευτική πολιτική και η εξουδετέρωση του Περσικού κινδύνου:
Οι βιογράφοι σού εκφράζονται με πολλή συμπάθεια κυρίως για το διοικητικό πρόγραμμα, επαινώντας «τη στροφή της προσοχής του προς τις πόλεις της Αυτοκρατορίας και προς τις βουλές τους(=τοπικά βουλευτήρια), που αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Ελληνική παράδοση Αυγούστου, ότι η Αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθνους, τόμ. Ζ σελ. 58).
Τις επιχειρήσεις κατά των Περσών άρχισε ο Ιουλιανός μετά από 16 μήνες διακυβερνήσεως τον Ιούλιο του 362 μ.Χ. ορίζοντας κέντρο δραστηριοτήτων του την Αντιόχεια. Κάποιοι σύγχρονοί του βεβαιώνουν ότι ο Ιουλιανός ονειρευόταν να μετατοπίσει την πρωτεύουσα του κράτους στην Αντιόχεια, όπου και παρέμεινε συνήθως, αλλά δεν κατώρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια των Αντιοχέων. Στην Αντιόχεια κυκλοφόρησε και το έργο του «Μισοπώγων», ένα είδος απολογίας και αυτοσάτιρας, ίσως το πιο ενδεικτικό των διαθέσεών του έργο, καθόσον ο Ιουλιανός δεν έπαυσε ποτέ να συγγράφει. Έχοντας ως πρότυπο διαβιώσεως τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Μέγα Αλέξανδρο για στρατηγό-νικητή των Περσών, το 363 μ.Χ. επεχείρησε εκστρατεία κατά των Περσών, αποσκοπώντας στην κατάχτηση του Περσικού κράτους. Στις πρώτες συγκρούσεις, από 16 ως 25 Ιουνίου 363 μ.Χ. σημείωσε νίκες, αλλά στις 26 Ιουνίου, αφού καταπονήθηκε και εξαπατήθηκε από παραισθήσεις, μάντεις, οιωνοσκόπους, αυτομόλους και κατασκόπους, έπεσε πολεμώντας μεταξύ των πρώτων μαχητών «εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς».
Ποικίλες γνώμες και διαδόσεις σού διασώζουν οι βιογράφοι του για το θάνατο του: «εν τοις ημετέροις ην ο φονεύς» υποστήριζε ο Λιβάνιος, «οικείος στρατιώτης ως ο πολύς λόγος κρατεί» ανέφερε ο Σωκράτης, ενώ ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, που ως αξιωματικός παρακολούθησε την εκστρατεία σημείωσε «άγνωστον πόθεν». Ο Γ. Κεδρηνός, μεταγενέστερος κατά πολύ ανέφερε την παράδοση ότι «τη χειρί του αίματος λαβόμενος έρραινεν εις τον αέρα λέγων νενίκηκας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε» (G. Cedreri, Historiarum Compendium Ρ 307d. σελ. 538).
Εκείνη όμως η παράδοση, που θα σε εντυπωσίαζε περισσότερο, είναι αυτή που αναφέρουν ο Μ. Γλύκας και ο Ι. Μαλάλας: «Και περί ώραν δευτέραν της αυτής ημέρας ο βασιλεύς Ιουλιανός παριών(=επιθεωρώντας) το στράτευμα και δυσωπών( = παρακαλώντας) αυτούς μη ατάκτως φέρεσθαι ετρώθη αδήλως... και προσεσχηκώς Ιουλιανός ο βασιλεύς εαυτόν σφαγέντα κατά της μασχάλης επηρώτησεν αυτούς, πώς λέγεται η κώμη όπου εστίν ο παπυλεών μου(=σκηνή μου); Και είπον αυτώ ότι Ασία λέγεται. Και ευθέως έκραξεν: Ω ήλιε, απώλεσας Ιουλιανόν· και εκχυθείς το αίμα παρέδωκε την ψυχήν ώραν νυκτερινήν πέμπτην... Εν αυτή δε τη νυκτί είδεν εν οράματι και ο οσιώτατος επίσκοπος Βασίλειος ο Καισαρείας Καππαδοκίας τους ουρανούς ηνεωγμένους και τον σωτήρα Χριστόν επί θρόνου καθήμενον και ειπόντα κραυγή. Μερκούριε, απελθών φόνευσον Ιουλιανόν τον βασιλέα, τον κατά των Χριστιανών. Ο δε άγιος Μερκούριος εστώς έμπροσθεν του Κυρίου εφόρει θώρακα σιδηρούν αποστίλβοντα και ακούσας την κέλευσιν αφανής εγένετο. Και πάλιν ευρέθη εστώς έμπροσθεν του Κυρίου και έκραξεν, Ιουλιανός ο βασιλεύς σφαγείς απέθανεν, ως εκέλευσας Κύριε. Και πτοηθείς εκ της κραυγής ο επίσκοπος Βασίλειος διυπνίσθη τεταραγμένος. Ετίμα γαρ αυτόν Ιουλιανός ο βασιλεύς και ως ελλόγιμον(=πολύ μορφωμένο) και ως συμπράκτορα(=φιλικό βοηθό) αυτού, και έγραφεν αυτώ συχνώς. Και κατελθών ο Άγιος Βασίλειος δια τα εωθινά εις την Εκκλησίαν, καλέσας πάντα τον κλήρον αυτού, είπεν αυτοίς το του οράματος μυστήριον, και ότι εσφάγη Ιουλιανός ο βασιλεύς και τελευτά εν τη νυκτί ταύτη· και πάντες παρεκάλουν αυτόν σιγάν και μηδενί λέγειν τι τοιούτον!». (Joannis Malalae, Chronographia I Xiii, Corp. Scr Hist. Byz., σελ. 333-334 και Michael Glycac. Pars IV, σελ. 429).
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρει την φήμη ότι ο Ιουλιανός, όταν τραυματίσθηκε, προσπάθησε να πέσει στον ποταμό, ώστε τα στρατεύματά του να νομίσουν ότι εξαφανίσθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη και να τον τιμήσουν ως Θεό. Ο Σωκράτης πρόσθεσε ότι «υπέκυψεν μετά τινάς ώρας εις τα τραύματά του συνδιαλεγόμενος μέχρι τελευταίας του πνοής, ήρεμος και γαλήνιος ως φιλόσοφος μετά των συντρόφων του περί της sublimitas animo- rum»(=αιωνιότητας των ψυχών). Πιθανώτατα στον ελληνοσύρρο Ιστορικό της Εκκλησίας Θεοδώρητο τον Κύρρου οφείλεται η περισσότερο γνωστή-δραματική ρήση ότι τίναξε στον αέρα μία χούφτα αίμα από την πληγή του ψωνάζοντας, νενίκηκας ω Γαλιλαίε (ή Ναζωραίε)» (εκδ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθν.. τόμ. Ζ , σελ. 344). Και θεωρείται η παράδοση σχετικά με την επέμβαση του Αγίου Μερκουρίου, ως «του 5ου και 6ου αι. μ.Χ. εύρημα αγιογράφων το όραμα του Μ. Βασιλείου για εντολή προς τον άγιο Μερκούριο(=στρατιωτικό άγιο, που μαρτύρησε με σκληρά βασανιστήρια στους διωγμούς του αυτοκράτορα Δεκίου) να κτυπήσει τον Ιουλιανό. Έτσι και η παράδοση, ότι ο άγιος Μερκούριος παρουσιάζεται στον Ιοβιανό, διάδοχο του Ιουλιανού, που έγινε αυτοκράτωρ και του αναγγέλλει ότι θα κτυπούσε τον Ιουλιανό σε τρεις εβδομάδες» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθν., τόμ. Ζ' σελ. 344).
3. Ποιά ήταν η θρησκευτική και εκπαιδευτική πολιτική του Ιουλιανού;
Διακρίνεται στον Ιουλιανό μόνιμη η συμπάθεια προς τους ειδωλολάτρες και ιδιαίτερα από τους χρόνους της πρώτης αρχής του ως καίσαρα στη Γαλατία τα έτη 356- 357 μ.Χ., όταν άφησε να μένουν νεκρό γράμμα οι νόμοι του αυτοκράτορα Κωνσταντίου για διωγμούς των ειδωλολατρών που ασκούσαν μαγεία και εκτελούσαν θυσίες. Και με το πρώτο του διάταγμα, ως Αύγουστος, από τη Δύση επέτρεπε την ελεύθερη άσκηση λατρείας για κάθε θρησκεία. Eξάλλου μόλις είχε γίνει καίσαρας, κάλεσε από την Ελλάδα τον Αφρικανό Ευήμερο και τον ιεροφάντη της Ελευσίνας για να τον βοηθούν να εκτελεί μυστικά τις θυσίες του στους αρχαίους θεούς. Τις απολάμβανε τις θυσίες ο Ιουλιανός, γενόμενος και ο ίδιος θυσιάζων ιερεύς και έλουζε την κεφαλήν του με το αίμα των ζώων των θυσιών, επειδή πίστευε πώς έτσι καθαριζόταν από τις αμαρτίες του. Όμως κρατούσε και προσχήματα προς τους Χριστιανούς, όπως λ.χ. στις 6 Ιανουαρίου του 361, ως Αύγουστος, την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων πήγε και στην Εκκλησία των Χριστιανών και λειτουργήθηκε.
Όταν έγινε μονοκράτορας αυτοκράτορας στην Κων/πολη, μπορείς να σημειώσεις ως πρώτη ενέργειά του την κατάλυση της θεοκρατικής Αυλής, που κληρονόμησε από τον προκάτοχό του Κωνστάντιο. Έτσι μετέβαλε εύκολα πλέον το παλάτι σε τόπο διαμονής ολίγων αφοσιωμένων ειδωλολατρών και άρχισε να εκδίδει νόμους που απέβλεπαν στην παλινόρθωση της ειδωλολατρικής αρχαίας θρησκείας και έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στην επαναδραστηριοποίηση παγανιστικών εορτών και θυσιών σε συνδυασμό με την αναστήλωση των ερειπωμένων αρχαίων ειδωλολατρικών ναών. Υπάρχουν μάλιστα «ακράδαντες αποδείξεις ότι ο Ιουλιανός έκτισε ένα Μιθραίο(=ναό προς τιμήν του Μίθρα) μέσα στα ανάκτορα, που το επισκεπτόταν καθημερινά για ν’ απευθύνει την προσευχή του προς το ύψιστο ον, τον βασιλέα Ήλιο». (Εκδοτ. Αθηνών. Ιστορ. του Ελλην. ’Έθνους, τόμ. Ζ' σελ. 61).
Άλλοι σού παραδίδουν ότι έκανε ειδωλολατρικές θυσίες ακόμα και στην αίθουσα συνεδρίων, ενώ ο Λιβάνιος σε ενημερώνει συγκεκριμένα ότι το πρωί θυσίαζε στο Θεό Ήλιο, το βράδυ στην Κυβέλη και στις θεότητες της νύχτας, ανάβοντας με τα χέρια του ο ίδιος τη φωτιά, κάνοντας τη θυσία ζώου και εξετάζοντας τα σπλάγχνα του.
Είχε και ο Ιουλιανός το μεγαλόπνοο (για τον ίδιο εννοείται όραμά του, που αγκάλιαζε κατά την κρίση του όλους τους τομείς του δημόσιου βίου και ήταν μία θεολογία του ελληνορρωμαϊκού Πανθέου των Oλυμπίων θεών με δύο δογματικούς ύμνους στη Μητέρα των θεών και στο βασιλιά Ήλιο σε συγκερασμό με τον Μιθραϊσμό. Επί πλέον διατήρησε και σημεία της Χριστιανικής παιδείας και αναστροφής του που εντοπίζονται στη διάθεση μεγάλων ποσών για να ιδρυθούν φιλανθρωπικά οικήματα, στην εκπόνηση προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας και ακόμα στη θρησκευτική-ηθική διαπαιδαγώγηση των υπηκόων του, καθώς σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία απέστειλε εγκυλίους ως Pontifex Maximus(=Μέγιστος Αρχιερεύς) προς αρχιερείς. Ως επίδραση της Χριστιανικής ανατροφής του και του Ιαμβλίχειου νεοπλατωνισμού σού εξηγούν οι μελετητές τη δημιουργία φιλοσοφικού ιερατείου από τον Ιουλιανό, στο οποίο ιερατείο συνιστούσε φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, ευλάβεια και εγκράτεια. Και ακόμα περισσότερο ζητούσε από το ιερατείο να οργανώσει και να πλαισιώσει ειδωλολατρικά μοναστήρια, ξενώνες, άσυλα και να αναπτύξει κήρυγμα για τις αξίες του Ελληνισμού.
Από τους πρώτους μήνες της μονοκρατορίας του έχεις δείγματα του πνεύματος της ανεξιθρησκείας, καθώς ανεκάλεσε από την εξορία όλους τους Χριστιανούς επισκόπους που κυρίως ήταν Oρθόδοξοι, εξορισθέντες από τους Αρειανούς. Αντιπροσωπευτική περίπτωση αναφέρεται ο Άγιος Αθανάσιος. Όμως πολύ σύντομα διακρίνεις μεταβολή στη στάση του Ιουλιανού και σκλήρυνση συμπεριφοράς προς τους Χριστιανούς, καθώς εξόρισε και πάλι τον Άγιο Αθανάσιο. Να προσθέτεις ακόμα ότι κολάκευσε τους Εβραίους και έδωσε εντολή για την ανοικοδόμηση του ναού του Σολομώντος επιθυμώντας ταυτόχρονα και να δώσει ένα δείγμα της ανεξιθρησκείας του, αλλά κυρίως ν' αποδείξει σφαλερή την προφητεία του Χριστού για την Ιερουσαλήμ (Κεφ. ΚΑ’ Κατά Λουκάν).
Μπορείς εύκολα να διαπιστώσεις ότι η αντίθεση και η εχθρότητα του Ιουλιανού προς τους Χριστιανούς και τον Χριστιανισμό αυξανόταν κατά γεωμετρική πρόοδο, άλλοτε με ωμές διατάξεις και άλλοτε με προσεκτικές-πονηρές διαδικασίες. Συγκεκριμένα θα είχες να απαριθμήσεις την κατάργηση του λαβάρου και του Χριστογράμματος από τα στρατεύματα και την αντικατάστασή των με παλαιότερα ειδωλολατρικά σύμβολα. Πολύ σύντομα άρχισε να αποκλείει έμμεσα τους Χριστιανούς από το στρατό, δημοσιεύοντας και εφαρμόζοντας το Νόμο ότι κάθε στρατιώτης ώφειλε να προσφέρει θυσίες στους θεούς της παλαιάς(=είδωλολατρικής) θρησκείας. Επανέφερε ταυτόχρονα την επιβολή σκληρών ποινών στο στρατό για πειθαρχία, επιδιώκοντας ν' απονέμει ο ίδιος τη δικαιοσύνη. Κατάργησε την απαλλαγή των Χριστιανών βουλευτών στα τοπικά βουλευτήρια των μεγάλων πόλεων από τις διάφορες φορολογίες και προχώρησε σε ευρεία εκκαθάριση «των δημοσίων υπηρεσιών από πλείστους Χριστιανούς υπαλλήλους, για να αποθαρρύνει πιθανότατα και την παραμικράν διάθεσιν αντιδράσεως κατά των υπέρ της εθνικής θρησκείας σχεδίων του» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου. Ίστορ. Βυζ. κράτ., τόμ. Α σελ. 160). Στα νομίσματα εισήγαγε παραστάσεις εμπνεόμενες από την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία και ειδωλολατρικά σύμβολα. Και ακόμα «αντικατέστησε τους νόμους του Μεγάλου Κωνσταντίνου τους εμπνεομένους υπό Ελληνο - Χριστιανικών αντιλήψεων δια διατάξεων ειλημμένων εκ του κλασσικού Ρωμαϊκού δικαίου» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ., Α σελ. 165).
Απαρίθμησε ακόμα την κατάργηση των προνομίων του Χριστιανικού Κλήρου, που χορηγήθηκαν από τον Μ. Κων/νο, ενώ παραχωρήθηκαν τα ίδια προνόμια στον εθνικό Κλήρο, τον οποιον οργάνωσε κατά το πρότυπο της Χριστιανικής Εκκλησίας. Μάλιστα οι ειδωλολάτρες σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας είχαν εκτραπεί σε πράξεις βίας κατά των Χριστιανών, όπως λ.χ. στην Αλεξάνδρεια, που προκάλεσαν το θάνατο του δουκός Αρτεμίου, ο οποίος αργότερα ανακηρύχθηκε μάρτυρας, καθώς και του επισκόπου Γεωργίου.
Ιδιαίτερα βίαιη αντιχριστιανική συμπεριφορά έδειξε προς τους Χριστιανούς της Αντιοχείας. Στη Δάφνη, προάστειο της πόλεως, υπήρχε αρχαίος ναός του Απόλλωνος, αλλά απέναντι υπήρχε και Χριστιανικό παρεκκλήσιο, όπου είχαν κατατεθεί και ετιμώντο τα οστά του Αγίου Βαβύλα, αγαπητού αγίου των Αντιοχέων. Ο Ιουλιανός διέταξε να μετακομισθεί η λάρνακα του αγίου Βαβύλα μακριά από εκεί, γιατί εμίανε το χώρο του ναού του Απόλλωνος. Για να τονώσει τους ειδωλολάτρες, ο ίδιος προσήλθε στο ναό του Απόλλωνος να προσφέρει θυσία, μολονότι οι πιστοί της αρχαίας θρησκείας ήταν ελάχιστοι, ο ναός ήταν έρημος και ο ίδιος ο ιερέας του Απόλλωνος ήλθε «φέρων οίκοθεν τω Θεώ χήνα». Η ενέργεια του Ιουλιανού εξώργισε τους Αντιοχείς και στις 22 Oκτωβρίου του 362 μ.Χ. εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαϊά που αποτέφρωσε τον ναόν του Απόλλωνος στη Δάφνη. Σε αντίποινα ο Ιουλιανός διέταξε να κλείσουν τη Μητρόπολη της Αντιόχειας, να κατασχέσουν την περιουσία του ναού και να καταστρέψουν και τα Χριστιανικά παρεκκλήσια των διδύμων της Καρίας, που βρίσκονταν και αυτά κοντά στο μαντείο του Απόλλωνος της Δάφνης. Νέο ξέσπασμα λαϊκής κατακραυγής ακολούθησε εναντίον του Ιουλιανού και ακούσθηκαν τα πρώτα σκωπτικά άσματα με θέμα τη φιλοσοφική γενειάδα του Ιουλιανού, ενώ στις αρχές του 363 μ.Χ. άρχισαν να ακούονται και εχθρικά συνθήματα κατά του Ιουλιανού από τους Αντιοχείς που θεωρούσαν αίτιο όλων των κακών τον παραβάτη Ιουλιανό. Τα σκωπτικά άσματα των Αντιοχέων - Χριστιανών ήταν η απάντηση στη σκωπτική συγγραφική δραστηριότητα του Ιουλιανού, που συνέγραψε τότε το έργο του «Κατά Γαλιλαίων», αποκαλώντας σκωπτικά τους Χριστιανούς, Γαλιλαίους.
* * *
Από το δεύτερο έτος της βασιλείας του ο Ιουλιανός άρχισε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής του πολιτικής, όπως αναφέρει ο Γ. Κεδρηνός: «ο δυσσεβής Ιουλιανός ενομοθέτει μη μετέχειν Χριστιανούς Ελληνικών μαθημάτων» (G. Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ 305a). Παρέδωσε την εκπαίδευση στους εθνικούς(=ειδωλολάτρες) υποστηρίζοντας την άποψη ότι η αμάθεια και η αγροικία είναι χαρακτηριστικά των Χριστιανών «Εις ημάς (δηλ. τους εθνικούς) ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος, καθώς και η των θεών αυτής λατρεία, υμέτερος (δηλ. των Χριστιανών) δε κλήρος εστιν η αμάθεια, η αγροικία και ουδέν πλέον».
Στο Νόμο - Διάταγμα περί παιδείας, που δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουνίου 362 μ.Χ. καθώριζε ότι οι Χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να διδάσκονται τα κλασσικά Ελληνικά γράμματα, έχαναν όμως το δικαίωμα να διδάσκουν οι ίδιοι τα Ελληνικά γράμματα. Ένα ειρωνικό σόφισμα επεξηγούσε τη νομοθετική κρίση του Ιουλιανού, ότι δηλαδή «άτοπον είναι οι ερμηνεύοντες τους αρχαίους συγγραφείς να ατιμάζωσι τους υπ’ αυτών τιμηθέντας θεούς».
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβεις τον ύπουλο τρόπο, με τον οποίο πλήττονταν οι Χριστιανοί, καθόσον οι κατά κάποιο τρόπο πανεπιστημιακοί καθηγητές της εποχής εκείνης (σοφιστές και ρητοροδιδάσκαλοι), ή θα έπαυαν να είναι Χριστιανοί ή θα σταματούσαν να διδάσκουν, μια και ο διορισμός των υπέκειτο στην αυτοκρατορική κύρωση. Για το Χριστιανό διδάσκαλο της εποχής του Ιουλιαvoύ «διαγράφονταν oι εξής επιλογές: α) Ν’ αλλάξει την πίστη του για να μη χάσει το επάγγελμά του, β) Να διατηρήσει την πίστη του, αλλά να απολέσει τη θέση του και γ) Να προσαρμοστεί υποκριτικά στην απαίτηση του αυτοκράτορα και μεθοδικά να υπονομεύει την πίστη στους θεούς ή να φανεί ουδέτερος προς την παλαιά θρησκεία. Δεν υπάρχουν στατιστικοί πίνακες» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, Η Εκπαίδευση κατά τον 4ον αι. μ.Χ..σελ. 64).
Σημείωσε μόνον ότι και ο εθνικός(=ειδωλολάτρης) σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος αποδοκίμασε, μάταια βέβαια, τα μέτρα του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών διδασκάλων. «Αλλά και ο Αρμενικής καταγωγής Έλλην φιλόσοφος Προαιρέσιος εκ Καππαδοκίας, Χριστιανός αυτός, καίτοι εξηρέθη της νομοθετικής επιταγής του Ιουλιανού, όπως οι Χριστιανοί καθηγηταί αποστούν της διδασκαλίας εις φιλοσοφικάς σχολάς, παρητήθη της θέσεώς του εις την Σχολήν των Αθηνών, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας δια το ανελεύθερον τούτο μέτρον» (Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζ. Ιστορία, σελ. 120).
Αν εμβαθύνεις περισσότερο, μπορείς να διακρίνεις και τον απώτερο, ευρύτερο στόχο του Ιουλιανού, που «πίστευε ότι θα πετύχαινε στο διάστημα μιας μόνον γενεάς, να μη βρίσκεται πια κανένας μορφωμένος σε ολόκληρη την επικράτεια, που να σκέπτεται και να αισθάνεται με τρόπο Χριστιανικό» (Έκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 62). Και όπως πιο συγκεκριμένα σου επισημαίνει ένας σύγχρονος μελετητής «Με το διάταγμα αυτό σκόπευε να απομακρύνει από τα σχολεία τους Χριστιανούς, για να μην ακονίζουν τη γλώσσα και τη σκέψη τους με την κλασσική Γραμματεία, με τις ασκήσεις της Ρητορικής και τις φιλοσοφικές συζητήσεις, μ’ ένα λόγο να εκβαρβαρίσει σιγά-σιγά το Χριστιανισμό. Ακόμη και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, σύγχρονος του Ιουλιανού ιστορικός και βιογράφος του. χαρακτήρισε το Ιουλιάνειο διάταγμα βάναυσο και απανθρωπο» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, Η Εκπ/ση κατά τον 4ον μ.Χ. αιώνα, σελ. 64).
Στα κείμενα του Ιουλιανού μπορείς να διαπιστώσεις κατά τον αυθεντικώτερο τρόπο τη σκληρή πολεμική του Ιουλιανού εναντίον των Χριστιανών, θα έλεγες με σύγχρονο τρόπο, με την ειρωνεία και το χλευασμό. Π.χ. Στο πρώτο βιβλίο του, «Κατά Γαλιλαίων» και στην «Κοσμολογία» ειρωνευόταν τη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για τους Πρωτοπλάστους, τον Κήπον της Εδέμ και τον Όφιν, που τον θεωρεί «ευεργέτην» του ανθρώπου. Διερωτάται με κυνισμό σε τι γλώσσα μίλησε ο Όφις και γελοιοποιεί την Ιστορία του Πύργου της Βαβέλ. Από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης αρνείται τη Θεία Ευχαριστία και το Βάπτισμα. Χλευάζει τη Χριστιανική λατρεία γιατί συνδέεται με τάφους αγίων και σαρκάζει το Χριστιανικό ιδεώδες της πενίας, γιατί θα κατέρρεε το οικονομικό οικοδόμημα της Κοινωνίας» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του 'Ελληνικού Εθνους, τόμ. Ζ', σελ. 342,343).
Κοντολογής θα μπορούσες να προσθέσεις ότι φαινομενικά ο Ιουλιανός επεδίωξε την ελευθερία λατρείας όλων των θρησκειών και την καλλιέργεια των πολιτών με την Ελληνική παιδεία, ενώ στην πραγματικότητα οι ενέργειές του και οι μέθοδοι, που χρησιμοποίησε για να καθιερώσει και να εδραιώσει δήθεν την ανεξιθρησκεία και την ελληνοποίηση, «αποκάλυπταν ότι στόχος του ήταν η ανατροπή της Χριστιανικής Εκκλησίας» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορ. του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 340).
4. Γιατί ο Ιουλιανός δεν μπορεί να θεωρηθεί Μέγας;
Όσο θυελλώδη και να χαρακτήριζες τον αιώνα του Ιουλιανού - άλλωστε οι περισσότεροι αιώνες της ιστορικής ζωής της ανθρωπότητας υπήρξαν θυελλώδεις - όσο ρομαντικόν ιδεολόγο και ενθουσιώδη Έλληνα να θεωρούσες τον Ιουλιανό, όσο και να παραδεχόσουν ότι η «καλογερική εμπάθεια» και παράδοξοι θρύλοι έρριψαν σκιάν στην αινιγματική -έστω και γλυκειά μορφή, για μερικούς λογετέχνες, που εγείρει αδιάπτωτον ενδιαφέρον και ζωηρότατον έλγητρον- δεν μπορείς να εκτιμήσεις και να αξιολογήσεις ως μέγαν τον Ιουλιανόν.
Δεν διακρινόταν για θάρρος και αποφασιστικότητα πάντοτε ο Ιουλιανός, αν και σε μερικές στιγμές έδειξε νάχει και θάρρος και γενναιότητα. Από την εποχή της νεότητάς του υπήρξε διπλοπρόσωπος, καθώς έκρυπτε τα συναισθήματα του και υποκρινόταν το Χριστιανό, ενώ ουσιαστικά είχε αρνηθεί το Χριστιανισμό. Αλλά συνέχισε και ως καίσαρας και ως αύγουστος ακόμη να υποκρίνεται το Χριστιανό σε κορυφαίες πανηγυρικές εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής. Διπλοπρόσωπος και προς τον «αυτοκράτορα Κωνστάντιο, καθόσον ενόσω ζούσε, δύο πανηγυρικούς - κολακευτικούς λόγους και εγκωμιαστικούς έγραψε για τον Κωνστάντιο και μόλις απέθανε, έστειλε επιστολές στις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας και Ελλάδος, όπου διεκτραγωδούσε τα παθήματά του από τον Κωσταντάντιο, δυσφημώντας τον μετά το θάνατό του. Διστακτικός υπήρξε και όταν ανακηρύχθηκε αύγουστος από το στρατό του, αποφεύγοντας τη διασάφηση των προθέσεών του και μάλλον ευνοήθηκε από το θάνατο του Κωνσταντίου. Και στα βίαια γεγονότα των εθνικών εναντίον των Χριστιανών της Αλεξάνδρειας περιορίσθηκε από μακράν να εκφράσει ακαδημαϊκά την αποδοκιμασία του. Το θάρρος που έδειξε στις εκστρατείες κατά των Γερμανών και η αυτοθυσία του στη τελευταία ατυχή εκστρατεία των Περσών δεν αρκούν να του εξασφαλίσουν τον τίτλο του Μεγάλου.
Μάλιστα αν ήθελες να κρίνεις τον Ιουλιανό ως στρατηγό από την τελευταία του εκστρατεία κατά των Περσών, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσες να τον θεωρήσεις Μέγαν. Έκανε μεγάλα στρατηγικά λάθη, όπως το ότι διεμοίρασε το στράτευμα, αγνοώντας μάλιστα τη μορφολογία του εδάφους και το ότι επιχείρησε πορείες σε έρημο με τροφές μόνον είκοσι (20) ημερών. Λάθος υπήρξε η περιπλάνηση του στρατεύματός του ενοχλουμένου από αφόρητο καύσωνα, από απειλητικά έντομα και τον στρατό των Περσών, που παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις του. Λάθος του υπήρξε και η δράση του της τελευταίας ημέρας του, διότι ενώ είχε διατάξει υποχώρηση του στρατεύματός του, ρίχθηκε ο ίδιος στη συμπλοκή της εμπροσθοφυλακής του, εκτιθέμενος αλλόγιστα σε θανάσιμο κίνδυνο. Ούτε και διάδοχο πρόλαβε να ορίσει, ούτε φρόντισε να έχει, με αποτέλεσμα ο στρατός του να βρεθεί σε μεγάλη αμηχανία και σε θέση πλήρους ηττοπάθειας. Γι’ αυτό και ακολούθησε συνθήκη υποχωρητική στους Πέρσες καθώς το Βυζάντιο παρεχώρησε στους Πέρσες πέντε επαρχίες, την Αρζανηνή και τη Μοξιηνή στην Αρμενία, τη Ζαβδικηνή στη Μεσοποταμία, την Κορδοηνή (σημερινό Τουρκεστάν) και τη Ρημηνή. Και επί πλέον παρεχώρησε το Βυζάντιο και τις πόλεις Νίσιβιν, Σίγγαρα και Castra, Maurorum.
Αλλά και πείσμα, να παραγνωρίζει τα διδάγματα της Ελληνικής Ιστορίας, εντοπίζεις στις δραστηριότητες του Ιουλιανού, τον οποίον τόσον εκτιμούν ως Έλληνα μερικοί μελετητές. Περιφρόνησε την Ελληνική Ιστορία, καθώς παραγνώριζε το στόλο και την αξία του παράγοντα της θαλάσσιας δύναμης· ένας Έλληνας και μέγας μάλιστα δεν θα έκανε το σφάλμα — σωστή αυτοκτονία — να αχρηστεύσει το στόλο του. «Χαρακτηριστικόν της νοοτροπίας του Ιουλιανού, κατά τον Ζωναράν και τούτο· ενώ είχε στόλον επτακοσίων (700) τριήρεων και τετρακοσιων (400) φορτηγών πλοίων, όταν εξεστράτευσε κατά των Περσών, αποβιβασθείς εις Αντιόχειαν και νικήσας, επείσθη εις τους λόγους δύο Περσών αυτομόλων (ή κατασκόπων) και αφού επυρπόλησεν τον στόλον του πλήν δώδεκα πλοίων, ανέλαβεν μίαν εκτάκτως επικίνδυνον επιχείρησιν προς τα ενδότερα δια των ορέων, παρά δε την Κτησιφώντα εφονεύθη και ο στρατός του διελύθη» (Κ.Α. Αλεξανδρή, Η θαλασσία δύναμις εις την Ιστορίαν της Βυζ. αυτοκρατορίας, σελ. 38). Oπωσδήποτε σού είναι πολύ δύσκολον να παραδεχθείς ως μέγαν αυτοκράτορα, έναν που αυτοκαταστρέφει πυρπολώντας το στόλο του, στόλο χιλίων πλοίων!
Ούτε μετριοπάθεια και δικαιοσύνη ανάλογα με την ιδιότητα του Μεγάλου αναγνωρίζεις στον Ιουλιανό. Αναμφίβολα συμπαθείς την παιδική του ηλικία, για τις στερήσεις, την ορφάνια και τους κατατρεγμούς εξαιτίας δυναστικών ερίδων και εγκλημάτων. Αυτή η συμπάθεια όμως δεν αρκεί να παραγνωρίσεις ότι εξέλιπε πολλές φορές η μετριοπάθεια του Ιουλιανού, όταν έγινε αυτοκρατορας. Απομάκρυνε από το στρατό και από την αυλή αρκετούς στρατιωτικούς και υπαλλήλους και κατεδίκασε με δικαστικές αποφάσεις σε θάνατο ή σε εξορία, όσους θεωρούσε έμπιστους του προκατόχου του Κωνσταντίου. Η εξορία του Αγίου Αθανασίου, η επαναφορά άλλων αιρετικών από την εξορία, η δήμευση των περιουσιών και των Ιερών σκευών των Χριστιανικών Εκκλησιών, η ακύρωση των προνομίων των Χριστιανών, ενώ παράλλα χορηγούνται προνόμια στους είδωλολάτρες, η απομάκρυνση των Χριστιανών ενώ ταυτόχρονα οι διακρίσεις και τα αξιώματα προσφέρονταν αποκλειστικά σε εθνικούς(=ειδωλολάτρες), όλα αυτά αποδεικνύουν ξεκάθαρα πώς ούτε μετριοποθής, ούτε δίκαιος, συνεπώς ούτε και Μέγας υπήρξε ο Ιουλιανός ως αυτοκράτορας.
Με αχαριστία φέρθηκε ο Ιουλιανός στον επίσκοπο Αρεθούσης Μάρκο, που το 337 μ.Χ. όντας διάκονος, διέσωσε τον Ιουλιανό και τον αδελφό του Γάλλο, από το λουτρό αίματος της συγγενοκτονίας του Κωνσταντίου. Ο Μάρκος αρνήθηκε να βοηθήσει τον Ιουλιανό στην αποκατάσταση ειδωλολατρικού ναού με αποτέλεσμα να κακοποιηθεί βάναυσα από ομάδα εθνικών, και μόλις έσωσε τη ζωή του. Αλλά και στην περίπτωση του επισκόπου Αλεξανδρείας Γεωργίου, που φονεύθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες, ελέγχεται ο Ιουλιανός καθόσον ηπιότατα τιμώρησε τους ενόχους, ενώ «διέταξε να σταλεί σ’ αυτόν η θαυμάσια βιβλιοθήκη του Γεωργίου, οικειοποιηθείς αγαθά άλλου» (Έκδοτ. ‘Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. ΈΟν., τόμ. Ζ\ σελ. 341).
Εκπλήττεσαι και με τη δολιότητα του Ιουλιανού να τοποθετεί «αγάλματα των ειδωλολατρικών θεοτήτων κοντά στο δικό του, ώστε κάθε φορά οι Χριστιανοί, που προσέρχονταν για ν’ αποδώσουν τις καθιερωμένες τιμές στον αδριάντα του αυτοκράτορος, αντιμετώπιζαν το σκληρό δίλημμα να τιμήσουν μαζί με τον αυτοκράτορα και τις ειδωλολατρικές θεότητες, ή να παραβούν τους νόμους του κράτους, αρνούμενοι να προσκυνήσουν το ομοίωμα του αυτοκράτορος. Αυτή η ενέργεια είναι χαρακτηριστική της δολιότητας με την οποία προσπαθούσε ο Ιουλιανός να παγιδεύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποστατήσουν χωρίς να διακρίνεται ο εξαναγκασμός τους» (Εκδοτ. Αθηνών. Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ σελ. 341).
Ούτε ως ελλόγιμον και σοφόν μπορείς να χαρακτηρίσεις τον Ιουλιανό, όταν αναλογισθείς ότι ως αυτοκράτορας εγκαινίασε - χωρίς διαδόχους ευτυχώς στο Βυζάντιο - μία νέα μορφή δίωξης του Χριστιανισμού και των Χριστιανών, που ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με πνευματική εξόντωση. Μόνον ένα ερώτημα θα αρκούσε ν' απευθύνεις σ’ εκείνους τους θαυμαστές του Ιουλιανού, που τον θεωρούν Μέγαν Έλληνα: με ποιά αρχή και θεωρία η διδασκαλία του αρχαιοελληνικού ανθρωπισμού συμβιβάζεται η πνευματική εξόντωση των αντιτιθεμένων; Όσο για τον Ιουλιανό θα προσυπέγραφες πώς «κακήν υπηρεσίαν στην υπόθεση του ανθρωπισμού προσέφερε, όταν ισχυριζόταν ότι θα απέκλειε από τη φιλολογική και καλλιτεχνική κληρονομιά της Ελλάδος -ακόμα και από τον ίδιον τον πολιτισμό- τους Χριστιανούς καλής θελήσεως» (Baynes - Moss, Βυζάντιο, σελ. 156). Πόσο μέγα να εκτιμήσεις τον Ιουλιανό για τη γνώμη του - κατοχυρωμένη με Νόμους και διατάγματα μάλιστα - ότι μόνον όσοι δέχονται να λατρεύουν τους θεούς του Ολύμπου, αυτοί είναι άξιοι να καλλιεργούν και να διδάσκουν τα αρχαία Ελληνικά γράμματα; Τόσο εύκολα να διαγραφεί ο οικουμενικός και ο διαχρονικός χαρακτήρας της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας; Από όσα γνωρίζεις, κανένας άλλος δεν υποστήριξε τέτοια παραδοξολογία, όπως ο Ιουλιανός, και κανένας δεν εργάσθηκε για να επαναλάβει και να εφαρμόσει-υλοποιήσει τέτοιες, ιδέες και τέτοιους σκοπούς.
Ούτε ως πολιτικόν ηγέτη ικανό και άξιο δικαιολογείσαι να επαινέσεις τον Ιουλιανό, γιατί δεν σου φαίνεται να είχε και λαϊκό έρεισμα -ως αυτοκράτωρ-, καθόσον «βασίσθηκε σε ένα σχετικά μικρόν αριθμό φιλοσόφων και διανοουμένων, μιας «ελίτ...», που είχε μικρή σχέση με τα λαϊκά στρώματα και τα προβλήματά τους» (Αλ. Γ. Κ. Σαββίδη, Τα χρόνια σχηματοποίησης του Βυζαντίου, σελ. 60). Δε διέθετε ικανό και αλάθευτο αισθητήριο για να αντιληφθεί την έλλειψη ενθουσιασμού των πληθυσμών για την πολιτεία του και τις μεταρρυθμίσεις του.
Ίσως να επέμενε κανείς πώς αξίζει να παραδεχθείς τον Ιουλιανό ως δημοκρατικόν ηγέτη, όταν απευθυνόμενος προς τις βουλές (τοπικές) των πόλεων της αυτοκρατορίας αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Eλληνική παράδοση αυγούστου, ότι η αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής, και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (Έκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ σελ. 58). Και «προσεπάθησε να εμφυσήση νέαν πνοήν εις τους αστικούς θεσμούς και την αστικήν ζωήν γενικώς» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. κράτ. τόμ. Α’, σελ. 164). Όμως πέραν από τις φράσεις - λέξεις του Ιουλιανού, δεν έχεις καμμία απόδειξη πώς έλαβε υπόψη του εισηγήσεις των βουλών των πόλεων πρώτα και μετά αποφάσισε, αλλ αντίθετα όλα σού μαρτυρούν πώς ενεργούσε πάντοτε ως απόλυτος μονάρχης.
Και ως πνευματικόν άνθρωπο και συγγραφέα να θεωρήσεις τον Ιουλιανό, δεν διακρίνεις μεγαλοσύνη. Σκέψου ότι στο έργο του «Μισοπώγων» υπερβάλλει και περιγράφει κυνικά τον εαυτόν του. με ακάθαρτη γενειάδα, με φθείρες και όνυχες. Τιμώρησε, γράφει, το πρόσωπό του (γιατί δεν ήταν ωραίος!) αφήνοντας να φυτρώσει πυκνή γενειάδα και υποχρεώνοντάς το ν’ ανέχεται τις «φθείρες, ώσπερ εν λόχμη θηρίων» και μεταχειρίσθηκε την «ευφυΐαν του εις την επικίνδυνον τέρψιν του να κινεί τον γέλωτα των υπηκόων του». (Εγκυκλ. των Εθνών. Αδαμ. Αδαμαντίου, Ιουλιανός, σελ. 47). Αγνοούσε ο Ιουλιανός την απλή αρχή, ότι ο ηγέτης αποφεύγει να προκαλεί τον γέλωτα και την οργή των αρχομένων. Ο Ιουλιανός, ατυχώς, με τα έργα του προκαλούσε τον γέλωτα και με τις πράξεις του την οργή των υπηκόων του.
5. Παλαιές και νέες κρίσεις και κάποιες προεκτάσεις.
Από τους παλαιούς ο Γ. Κεδρηνός διέσωσε την παράδοση ότι στον ίδιο τον Ιουλιανό έφθασε το μήνυμα των καιρών με τον χρησμό απάντηση του μαντείου των Δελφών με το φίλο του Ιουλιανού ιατρό Ορειβάσιο: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσα. Απέσβετο και λάλον ύδωρ» Δηλαδή, να πείτε στο βασιλιά (Ιουλιανό), σωριάσθηκε κάτω η περίτεχνη κατοικία, ο Απόλλωνας δεν έχει πλέον στέγη, ούτε τη μαντική δάφνη, ούτε την πηγή που ομιλεί με φωνές. Στέρεψε και το νερό που (G.Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ. 304 α) κάνει τους ανθρώπους εύγλωττους. Από τους νέους ίσως να εντυπωσίαζε και η γνώμη του Δημ. Βικέλα: «Υπάρχουν άνθρωποι εναβρυνόμενοι εις την καταστροφήν. Αυτή τους ελκύει, αυτή τους εμπνέει. Και από την Ιστορίαν του Γίββωνος εκλεκτότερα τα κεφάλαια ΚΒ’ και ΚΓ' δια τα κατορθώματα του Ιουλιανού, τελευταίου υπερμάχου του πολυθεϊσμού» (Δημ. Βικέλα. Περί Βυζ. μελέτη, σελ. 67) και κατά συνέπεια η ευνοϊκή θεώρηση του Ιουλιανού είναι και θέμα ψυχολογικής ιδιοσυγκρασίας.
Oπωσδήποτε είναι ιστορικά ακριβές και αληθινό ότι «με την άνοδον του Ιουλιανού εις τον θρόνον ήλθεν εις το προσκήνιον το πρόβλημα της συμβιώσεως της φθινούσης αρχαίας θρησκείας και του Αρχαίου πολιτισμού μετά των δογμάτων της νέας θρησκείας και των νέων κοσμο-βιοθεωριακών αντιλήψεων» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. κράτ., Α σελ. 157). Όμως είναι γεγονός ότι ο Ιουλιανός δεν γεννήθηκε ειδωλολάτρης, αλλά αποκήρυξε τη Χριστιανική πίστι, είτε εξαιτίας της τραγικής τύχης των οικείων του, είτε διότι ο ίδιος ταλαιπωρήθηκε ζώντας υπό περιορισμό. Και συντάραζαν τον Ιουλιανό ποικίλα και φλογερά αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα· καθόσον αγαπούσε τον Ελληνισμό και οραματιζόταν μία αναγέννηση του Ελληνισμού ενώ ήταν Ρωμαίος και μιλούσε τη Λατινική, πλήν όμως έγραψε στην Ελληνική. Έμμεσα ήταν και χριστιανός, διότι δανείσθηκε στις μεταρρυθμίσεις του πολλά από τον Χριστιανισμό, αλλ έγινε και ειδωλολάτρης ερχόμενος σε σφοδρή ρήξη με την Εκκλησία που κατέληξε σε ακαταμάχητη έχθρα.
Λέγεται, μερικές φορές, ότι το λάθος, η πλάνη είναι χειρότερα από το έγκλημα. Αυτή η γνώμη ισχύει κατεξοχήν για τον Ιουλιανό και τις επιδιώξεις του. «Τα παράτολμα σχέδια του Ιουλιανού χαρακτηρίζονται ρομαντικά και στην πραγματικότητα ήσαν φοβερά και καταλυτικά για την Εκκλησία» (Στ. Γ. Παπαδόπουλου. Η ζωή ενός μεγάλου, σελ. 209). Γι’ αυτό και ιστορικοί που εκφράσθηκαν κολακευτικά, όπως ο Αδαμ. Αδαμαντίου καταλήγουν να βεβαιώσουν ότι «ο θάνατός του ήτο ευτύχημα δια το κράτος, διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εις το τέλος η προσπάθειά του θα ήναπτε φοβερόν εμφύλιον πόλεμον» (Εγκυκλ. των εθνών, Αδ. Αδαμαντίου. Ιουλιανός, σελ. 57).
Η εποχή του Ιουλιανού σε διδάσκει ότι «παγανισμός και εθνικές λατρείες ξανακυριάρχησαν για λίγο με τα χρήματα και τη δύναμη του κράτους» (Στ. Παπαδοπούλου. Η ζωή ενός Μεγάλου, σελ. 209). Αλλά ο παγανισμός και η ειδωλολατρεία είχαν εσωτερικές αδυναμίες και ηττήθηκαν, όπως σου επισημαίνει και ο Ostrogorsky: «Η εσωτερική αδυναμία του αγώνα του Ιουλιανού φάνηκε πολύ καθαρά, όταν θέλησε να οργανώσει το εθνικό ιερατείο με πρότυπο την Χριστιανική Εκκλησιαστική Ιεραρχία. Ο ζήλος, που έδειξε για την ανανέωση της εθνικής λατρείας, όπως και η προσωπική του συμμετοχή στις θυσίες ζώων στους θεούς, προκάλεσαν τον χλευασμό και την αντίδραση όχι μόνον ανάμεσα στους κύκλους των Χριστιανών. Η νίκη του Χριστιανισμού ήταν πια ιστορική αναγκαιότητα» (Georg Ostrogorsky, Ιστορία του βυζ. κράτους, τόμ. Α', σελ. 110). Και οι ιστορικοί στην έκδοση της Ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Πανμίου Καίμπριτζ) (τόμ. Α σελ. 62) το ίδιο ξεκάθαρα σού τονίζουν: «Ο Ιουλιανός μάταια προσπάθησε ν’ αναστείλει την εξέλιξη. Η renovatio orbis (= ανανέωση του κόσμου) του Χριστιανισμού δεν μπορούσε ούτε ν' αναχαιτισθεί, ούτε ν' αντικατασταθεί από τον παγανισμό και την ειδωλολατρεία».
Η ετυμηγορία της Ιστορίας για τον Ιουλιανό είναι καταδικαστική. Καθόσον «κατά την κοινήν αντίληψιν ο πολιτικός ανήρ πρέπει να επιδιώκει κατά πρώτον λόγον την πρόοδον της υλικής ευπραγίας και της δυνάμεως του κράτους, υπό δε την έποψιν ταύτην η αποστασία του Ιουλιανού υπήρξεν ουδέν άλλο ή μία ασύνετος αντίδρασις» (Λ. Έσσελιγγ. Βυζάντιο και Βυζαντινός πολιτισμός, σελ. 19). Και «δεν δύναται να ονομασθή όπως ηξίωσαν οι εθνικοί μέγας, διότι μέγας δεν είναι ποτέ ο μη ευεργετήσας την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον το έθνος αυτού, ο δε Ιουλιανός βεβαίως δεν ευηργέτησε τον κόσμον» (Κων. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, εκδ. Γαλαξία, τόμ. Η' σελ. 228). Και εντυπωσιακά εύγλωττη η παράγραφος που ακολουθεί και ανήκει σε σύγχρονο επιστήμονα και πολιτικό ηγέτη, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: «Ο Ιουλιανός πρέπει να αισθάνθηκε, στο τέλος, κάποιαν ερημιά γύρω του. Δεν είναι βέβαιο ότι πρόφερε πεθαίνοντας, τις λέξεις· «Νενίκηκας Χριστέ!...». Οι αναχρονισμοί δεν δημιουργούν ιστορία. Η κάθε εποχή έχει το νόμο της. Όποιος τον παραβαίνει - κι' ο Ιουλιανός ήταν μέγας Παραβάτης - φεύγει, χωρίς η δράση του ν' αφήνει βαθειά ίχνη στη γη της ιστορίας. Το ιστορικό κενό δεν μπορεί να διατηρήσει τα ίχνη. Στο κενό αγωνίσθηκε ο Ιουλιανός. Έτσι τα συγγράμματά του -ειδικότερα, όσα κατευθύνονται, όπως ο ύμνος «εις τον βασιλέα Ήλιον», προς κάτι το πνευματικά άπιαστο, ή στρέφονται κατά των Γαλιλαίων (= Χριστιανών) - είναι χαμένα μέσ’ στο ιστορικό κενό». (Παν. Κανελλόπουλου. Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος τόμ. 1ος, σελ. 33).
* * *
Oπωσδήποτε ο Ιουλιανός στο Βυζάντιο δεν είχε ούτε διαδόχους, ούτε μιμητές, ούτε συνεχιστές. Μόνο το 15ο μ.Χ. αιώνα, στη δύση του Βυζαντίου, εμφανίστηκε ένας φιλόσοφος, κατά τη γνώμη άλλων κοινωνιολόγος, ο Γεώργιος Γεμιστός, ο Πλήθων με διαθέσεις ανάλογες προς τις αρχές του Ιουλιανού. Ίδρυσε Νεοπλατωνική Ακαδημία στο Μυστρά της Πελοποννήσου, εδίδασκε και έγραφε σαν αληθινός εθνικός (=ειδωλολάτρης), είχε συνθέσει ένα βιβλίο προσευχών και είχεν ονειρευθεί να δημιουργήσει ένα νεοειδωλολατρικό κόσμο. Αποτέλεσε μία τάση νεοϊουλιανισμού. Ανάλογες τάσεις παρουσιάσθηκαν στον αιώνα του Διαφωτισμού στην Ευρώπη, από φιλοσόφους - διαφωτιστές που εν ονόματι της ανεξιθρησκείας, ουσιαστικά αποδοκίμαζαν το Χριστιανισμό και την Εκκλησία. Βέβαια έχουν την ευθύνη και οι Χριστιανοί των αντίστοιχων εποχών, όπως είχαν μεγίστη ευθύνη και οι Χριστιανοί, ιδία οι άρχοντες, στην εποχή του Ιουλιανού. Αλλ η ευθύνη των Χριστιανών δεν πρέπει να συνεπάγεται το ανεύθυνο της ρήξης των αρνητών με τη Χριστιανική Εκκλησία.
Πολλοί επεσήμαναν ότι στην Ελλάδα, κυρίως ερασιτεχνικά, παρουσιάσθηκαν όψιμοι θαυμαστές και ακόλουθοι μέχρι ενός των ιδεών του Ιουλιανού και γενικότερα αντιχριστιανικών και αντιθρησκευτικών ιδεών εκφραστές και υπέρμαχοι. «Αντιθρησκευτική του εδάφους της Ελλάδος γονιμότης. Παρήγαγε αναρίθμους πτωχαλαζόνας, οίτινες μη εννοούντες μηδέ γρυ εκ των θρησκευτικών, επιτηδεύονται τον άθρησκον ή περιφρονούν την θρησκείαν, ίνα επιδεικνύωνται ως διάνοιαι ισχυραί και ανθρωποι της προόδου» (Χρ. Ανδρούτσου. Εκκλησία και Πολιτεία εξ’ επόψεως Oρθοδόξου, σελ. 81).
Μήπως όμως και στις ήμέρες μας παρουσιάζονται συνάμα Υλισμός και Νεοϊουλιανισμός; Κάποια αιτήματα για να επικρατήσει ως σκοπός της αγωγής των Ελληνοπαίδων η ανεξιθρησκεία, κάποιες προτάσεις, εκφραζόμενες με «επιστημονικά εκπαιδευτικά άρθρα σε συνδικαλιστικά ή επιστημονικά έντυπα των δασκάλων και καθηγητών, που ζητούν να παυσει ο «ιδεολογικός διαπότισμός των νέων» με τα δόγματα του χριστιανισμού, μήπως αποτελούν συγκεκριμένες τάσεις Υλισμού και Νεοϊουλιανισμού; Αλλά μήπως κάποια κρούσματα πολεμικής εναντίον των Χριστιανικών εικόνων και η απαγόρευση με νόμο της κυκλοφορίας χριστιανικών περιοδικών στα σχολεία σε συνδυασμό με την αδιαφορία πολλών για το σχολικό εκκλησιασμό, είναι ένδειξη τάσεως Νεοϊουλιανισμού και Υλισμού; Μήπως αποτελεί μία μορφή Νεοϊουλιανισμού και ο περιορισμός καλλιέργειας του θρησκευτικού συναισθήματος των μαθητών με κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα της ΑΘμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης;
Αναμφισβήτητα η Ελλάδα είναι χώρα ελεύθερη και δημοκρατική, όπου κάθε θρησκεία έχει δικαίωμα ύπαρξης, αλλά η Ιστορική αλήθεια, η αμερόληπτη Ιστορική Αλήθεια υποδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι χώρα Oρθόδοξη Χριστιανική και δεν μπορεί παρά να θεωρήσεις λάθος την τάση Νεοϊουλιανισμού και αποχριστιανισμού στην εκπαίδευση. Και ακόμη υποδεικνύει να θεωρήσεις αρνητική και καταδικασμένη σε αποτυχία την προσπάθεια, όσων αγωνίζονται να παρασύρουν σ’ αυτό το λάθος πολιτική-πνευματική ηγεσία και Τύπο και δι’ αυτών το λαό, όπως αρνητική και καταδικασμένη έμεινε και η προσπάθεια του Ιουλιανού.
Και για εκείνους που τόσο έλκονται από τη μορφή του Ιουλιανού εν ονόματι ελληνολατρείας και θεωρούν άξεστους και βάρβαρους, επηρεασμένους από τον Εβραϊσμό και φανατικούς τους Χριστιανούς, θα είχες να συστήσεις σ’ αυτούς να αναρωτηθούν με το λαϊκό ερώτημα. «Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Διότι ο Ιουλιανός δεν είναι ο καλύτερος εκφραστής του ελληνισμού. Και πώς μπορείς ν’ αγνοήσεις ότι η αρχαία Ελληνική Γραμματεία είναι θρησκευτική γραμματεία, ειδωλολατρική βέβαια, αλλά δεν είναι άθρησκη, για να προβάλλεται ως μοναδική λύση η ανεξιθρησκεία των αρχαίων. Και γιατί η ειδωλολατρεία να είναι ανεκτή, ενώ ο Χριστιανισμός να απορρίπτεται εξ ολοκλήρου και εξ αρχής; Και ακόμη, εν ονόματι ποιου Ελληνικού πνεύματος επιτρέπονται διωγμοί και πνευματική εξόντωση συνανθρώπων και ομοφύλων; Υπήρξε και τότε ανεπίτρεπτη η ταύτιση του Ελληνισμού με την ειδωλολατρεία, να συνεχίζεται όμως σήμερα μια τέτοια προσπάθεια προς τι; Τα αναιμικά τάγματα των θεών της αρχαίας Ελλάδος, δεν μπορούν να βοηθήσουν κανέναν να συλλαμβάνει τα μηνύματα της εποχής του και να αφουγκράζεται τους σφυγμούς της Ιστορίας.