«Η καλύτερη προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνη την ώρα. Δεν είναι μόνο, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α «από ρυπαρών χειλέων από βδελυράς καρδίας…»· διαβάζουμε, ούτε καταλαβαίνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαβαίνεις τι λες στο Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, μεγάλη δύναμη! *** Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα έρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος να αγιάσει τα Δώρα· πώς θα Τον υποδεχθείς; «Στο έλεός Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με, άνθρωπος είμαι, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαβαίνεις, από μέσα από την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου, το καταλαβαίνεις τι λες» (Γέρ. Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. Ι.Ησυχ. σ.192,193)
Η περίοδος του Τριωδίου είναι μία μικρογραφία της όλης πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Το να παρακολουθεί, κανείς τα νοήματα των ύμνων των ημερών είναι αρκετό, για να δει την πορεία του αγώνα που ο άνθρωπος έχει κάνει μπροστά του. Αρχίζοντας από τη βάση της πνευματικής ζωής μέχρι το τέλος, που είναι ο αγιασμός και η θέωση του ανθρώπου. Είναι μία πολύ πλούσια πνευματική περίοδος το Τριώδιο, που λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του κάθε ανθρώπου πλέον, ζώντας μέσα στις ποικίλες υποχρεώσεις που έχει ο καθένας δεν είναι εύκολο απόλυτα να παρακολουθεί κανείς όλες τις πνευματικές ευκαιρίες που μας δίνει η περίοδος αυτή. Η πορεία του Τριωδίου χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η μία πριν την έναρξη των νηστειών, η άλλη είναι η περίοδος των αγίων νηστειών και μετά η Μεγάλη Εβδομάδα των Αγίων Παθών του Κυρίου και της Αναστάσεως. Η περίοδος πριν τη νηστεία είναι μία προπαρασκευαστική περίοδος, η οποία μας δείχνει πώς μπορούμε ν’ αγωνιστούμε και ποιος είναι ο πραγματικός τρόπος που μπορεί ο άνθρωπος να μπει μέσα σ’ αυτό τον πνευματικό αγώνα. Η βάση όλης της εν Χριστώ ζωής δεν είναι τίποτα άλλο παρά το φρόνημα της μετάνοιας. Η μετάνοια γεννάται από την ταπείνωση.
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Εκεί ο Κύριος ξεκάθαρα μας δείχνει έναν άνθρωπο γεμάτο αμαρτία, τελείως ανήθικο, ο οποίος ενώπιον του Θεού δικαιώνεται. Ταυτόχρονα μας δείχνει και έναν ηθικό άνθρωπο, ευσεβή και «θρήσκο», ο οποίος τηρεί όλες τις διατάξεις του νόμου, αλλά αντί να δικαιωθεί από τον Θεό κατακρίνεται, γιατί δεν βρήκε το κλειδί με το οποίο ανοίγει τη θύρα της πνευματικής ζωής. Αυτό το κλειδί είναι το κλειδί της μετάνοιας και της ταπείνωσης. Αυτά πάνε μαζί. Έτσι δεν μπορεί κανένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει ταπείνωση να έχει μετάνοια, ο υπερήφανος άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει. Μόνο ο ταπεινός μετανοεί πραγματικά, γιατί μετάνοια σημαίνει συντριβή της καρδίας του ανθρώπου, και μέσα απ’ αυτή τη συντριβή ο άνθρωπος πρέπει να επικαλεσθεί το όνομα του Θεού, το οποίο είναι το μόνο που μπορεί να τον σώσει. Η μετάνοια είναι οδύνη, πόνος. Έτσι όμως μπορείς να αναμορφωθείς. Η μετάνοια είναι το κλειδί που ανοίγει τη θύρα του ελέους του Θεού. Γιατί η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια που δεν μπορεί να επιτύχει ποτέ την αναμαρτησία. Μόνο ο Χριστός ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος και κατά χάριν η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία έλαβε αυτό το χάρισμα από τον Θεό. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα όραμα ότι κάποτε θα γίνουμε αναμάρτητοι, γιατί είναι αδύνατο. Αφού λοιπόν η αμαρτία είναι ένα δεδομένο αναπόφευκτο, πρακτικά για εμάς, εκείνο το οποίο θα μπορέσει να μας παραστήσει ενώπιον του Θεού δεν είναι τα έργα μας και η αρετή μας αλλά η πραγματική μετάνοιά μας. Έτσι καταρρίπτουμε τον μύθο ότι θα γίνουμε μόνο ηθικοί και ενάρετοι, γιατί όσο ηθικοί και αν είμαστε, σίγουρα έχουμε και αμαρτίες. Έτσι τη σχέση μας με τον Θεό δεν μπορούμε να την οικοδομήσουμε πάνω στο ότι θα ξεφύγουμε από την αμαρτία αλλά στο γεγονός της μετάνοιας. Μαθαίνουμε να μετανοούμε και να στεκόμαστε σωστά μπροστά στον Θεό μέσα σ’ ένα πνεύμα μετάνοιας.
Η μετάνοια λοιπόν γεννάται από την ταπείνωση. Ο ταπεινός άνθρωπος μετανοεί και δεν δικαιολογείται. Από τη στιγμή που δικαιολογείται κάποιος, δεν μπορεί να μετανοήσει. Όταν παρέχει στον εαυτό του ελαφρυντικά, μειώνει ταυτόχρονα τη φλόγα της μετάνοιας. Γι’ αυτό οι πατέρες δεν δεχόντουσαν καμία δικαιολογία, όχι πως δεν υπάρχει δικαιολογία όταν αμαρτάνει κάποιος, αφού όλοι μας όταν αμαρτάνουμε υποκείμεθα σε κάποιο γεγονός. Ωστόσο, αν αντιμετωπίσει κανείς την αμαρτία με πόνο και στέκεται όπως οι Άγιοι χωρίς δικαιολογία ενώπιον του Θεού και μαθαίνει το ήθος του Τελώνου, τότε αυτό είναι η βάση της επιτυχίας. Όλα τα αλλά μάς οδηγούν προς αυτή την κατάσταση.
Η δεύτερη Κυριακή του Ασώτου υιού, δείχνει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο, πως ο Θεός δέχεται τον επιστρέφοντα άνθρωπο. Δεν υπάρχει περίπτωση να εκδιωχθεί ο μετανοών (άνθρωπος). Δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψεις και ο Θεός να σε διώξει.
Η τρίτη Κυριακή με τη διήγηση της Δευτέρας Παρουσίας μας δείχνει ότι η πίστη δεν είναι κάτι το αφηρημένο αλλά το συγκεκριμένο μέσα από τα έργα της αγάπης και του πνευματικού αγώνα.
Την τέταρτη Κυριακή, ο Κύριος μας δείχνει τον αληθινό τρόπο της νηστείας και ότι πρέπει να μεταθέσουμε την καρδιά μας εκεί όπου είναι ο θησαυρός μας.
Ακολουθεί η πρώτη εβδομάδα των νηστειών με την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ιστορικά υπάρχει κάποιος λόγος με το θέμα της εικονομαχίας, το οποίο βασάνισε την Εκκλησία για περισσότερο από έναν αιώνα και μετά, αφού δόθηκε ένα τέλος ιστορικά και θεολογικά, η Εκκλησία πανηγυρίζει αυτή την ημέρα. Ωστόσο, όπως και οι πατέρες λένε, δεν είναι ένα γεγονός ιστορικό. Το γεγονός της εικονομαχίας παραμένει πάντοτε μπροστά μας. Γιατί η εικονομαχία κτυπούσε το κέντρο της ίδιας της σωτηρίας του ανθρώπου. Ήταν η εξ υπαρχής αίρεση που επαναλαμβάνετο κάθε φορά με άλλη μορφή. Η αίρεση έλεγε ότι ο Θεός δεν έγινε αληθώς άνθρωπος. Έτσι, αφού ο Θεός δεν έγινε αληθώς άνθρωπος, ούτε ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αληθώς κατά χάριν Θεός. Όταν αρνούνταν αυτοί οι άνθρωποι να προσκυνούν και να βλέπουν τις εικόνες και οι πατέρες και η Εκκλησία επέμεναν σ’ αυτές, δεν είναι γιατί οι μεν ήταν ευσεβείς και φοβούνταν πως ήταν είδωλα και οι άλλοι δεν ασχολούνταν και υποτιμούσαν την κατάσταση. Σίγουρα δεν ήταν έτσι.
Στέκονταν στο γεγονός ότι αφ’ ης στιγμής ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος και ήταν τέλειος άνθρωπος και τέλειος Θεός, μπορούμε να περιγράφουμε και να ζωγραφίζουμε τον Χριστό. Γιατί στέκει όλη αυτή η πίστη στην αληθινή σάρκωση του Θεού Λόγου. Σ’ αυτό που ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει ότι «ὁ Λόγος Σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξα αὐτοῦ», είδαμε τη σάρκωση του Θεού. Δηλαδή αυτή η αίρεση κτυπούσε κατ’ ουσίαν το ίδιο βάθος της πίστεως. Μέσα στον χώρο της Εκκλησίας δεν έχουμε να κάνουμε με ιδέες ή θεωρίες ή φιλοσοφία αλλά με ένα πρόσωπο που λέγεται Ιησούς Χριστός. Δεν πρόκειται για ιδέες του Ευαγγελίου, όσο ωραίες κι αν θεωρηθούν. Μέσα στην Εκκλησία δεν λατρεύουμε την αγάπη, την ελευθερία ως ιδέες, αλλά έχουμε να αναπτύξουμε μία σχέση με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτός ο Χριστός ο οποίος έγινε άνθρωπος και παραμένει μέσα στην Εκκλησία ως το πρόσωπο το οποίο εμείς είδαμε. Δεν είδαμε τον Πατέρα ποτέ. Αλλά είδαμε τον Θεό Λόγο και βλέποντας τον Θεό Λόγο είδαμε τον Πατέρα. Γιατί ο Χριστός είναι η εικόνα του Πατέρα και ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Χριστού. Γι’ αυτό ο Χριστός έγινε άνθρωπος, γιατί είμαστε εικόνες του και είναι αυτός που έπλασε τα πάντα. Έτσι μέσα στον χώρο της Εκκλησίας έχουμε αυτό το γεγονός της παρουσίας του Χριστού. Από τη στιγμή που έχουμε ένα πρόσωπο, τότε η στάση μας απέναντι στο πρόσωπο αυτό δεν είναι στάση πίστεως. Δεν είναι αρκετό να πεις στον Χριστό ότι τον πιστεύεις. Στις ιδεολογίες και σε συστήματα ιδεών, σε κοσμοθεωρίες και κομματικές ιδεολογίες, μπορείς να πεις ότι πιστεύεις. Όμως μέσα στην Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει αυτό. Εκείνο που γίνεται είναι ότι, ναι, πατάς πάνω στο σκαλοπάτι της πίστεως όμως δεν μένεις εκεί, αλλά ανεβαίνεις στην αγάπη. Μέσα στην Εκκλησία καλείσαι να αναπτύξεις μία σχέση αγάπης με τον Χριστό, χρειάζεται και η αποδοχή της αλήθειας του Χριστού και του Ευαγγελίου που είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Δεν μπορείς να μείνεις όμως μόνο σ’ αυτό. Πρέπει να προχωρήσεις στο τέρμα. Ο Απόστολος λέει ότι θα καταργηθεί στο τέλος και η ελπίδα και η πίστη και θα μείνει η αγάπη. Ένας νέος που αναζητά και ψάχνει να δει πού βρίσκεται η αλήθεια, πρέπει να καταλάβει πως, εάν συγκρίνει την Εκκλησία με τις άλλες αλήθειες και τη θεωρήσει ως μία αλήθεια, όσο καλή διάθεση και αν έχει, δεν μπορεί να καταλάβει πως η Εκκλησία δεν μιλά για μίαν αλήθεια, αλλά μιλά για τον Χριστό που είναι η αλήθεια του κόσμου. Ο Χριστός είναι η αλήθεια, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ειρήνη, είναι το Α και το Ω, είναι το παν μέσα στην Εκκλησία. Επομένως, ό,τι κάνουμε στον χώρο της Εκκλησίας, όλοι οι αγώνες που κάνουμε είναι για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον Χριστό με όλη μας την καρδία. Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τη δική μας σχέση αγάπης με τον Χριστό. Πώς γίνεται όμως αυτό; Το πρώτο πράγμα είναι να ερευνήσουμε να μάθουμε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο. Γι’ αυτό στην αρχή της πνευματικής ζωής πολύ βοηθά η μελέτη. Τόσο πολύ που οι πατέρες λένε πως για τους αρχάριους ανθρώπους η μελέτη βοηθά περισσότερο κι από την προσευχή ή τουλάχιστον το ίδιο. Είναι πολύ σημαντικό να διαβάζουμε πνευματικά βιβλία, βίους των αγίων, να δούμε πώς αυτοί οι άνθρωποι που ερωτεύθηκαν τον Θεό και αγωνίστηκαν στη ζωή τους, όπου κι αν βρίσκονταν, τη ζωή τους την βάπτισαν μέσα σ’ αυτή την πορεία της σχέσης τους με τον Θεό. Τότε αρχίζει και η διαδικασία της πνευματικής ζωής. Αρχίζει η τήρηση των εντολών του Θεού. Και παραμένουμε στην αγάπη του Θεού μέσα από αυτή την τήρηση των εντολών Του. Αυτές οι εντολές δεν είναι εντολές ιδιοτροπίας αλλά είναι φάρμακα. Είναι η θεραπευτική αγωγή της Εκκλησίας μας την οποία μόλις τηρήσει ο άνθρωπος, έχει αποτελέσματα. Όσο ο άνθρωπος τηρεί τις εντολές του Θεού, παράγεται ζήλος ο οποίος είναι δύναμη, που δίνει στον άνθρωπο την έλξη να μπορέσει να αγωνιστεί περισσότερο. Μόλις αρχίσει η μείωση της τήρησης των εντολών του Θεού, αρχίζει και η ενέργεια να πέφτει μέχρι που να σβήσει, να σταματήσει δηλαδή ο πνευματικός αγώνας. Ο Θεός στην αρχή δίνει δωρεάν τη χάρη Του. Μόλις μπει κάποιος στην Εκκλησία όλα είναι εύκολα. Μελέτη βίων αγίων, συμμετοχή σε διάφορες ακολουθίες, τήρηση νηστειών, όλα γίνονται τόσο εύκολα. Ακολούθως πρέπει να αγωνισθεί ο άνθρωπος, για να λάβει τη Χάρη αυτή.
Ο Θεός λοιπόν, ο οποίος έγινε αληθινός άνθρωπος και είναι ο σεσαρκωμένος Θεός Λόγος, αποτελεί το πρότυπο καθενός από εμάς αλλά και το κέντρο της αγάπης μας. Εμείς καλούμαστε να έχουμε μία προσωπική σχέση μαζί Του και σ’ αυτή την πορεία ξαναφτιάχνουμε τον συντετριμμένο εαυτό μας, που αυτό έχει οπωσδήποτε ένα αποτέλεσμα: να φτιαχτεί ξανά η εικόνα του Θεού που έσπασε ο διάβολος μέσα από την πτώση. Μέσα στην Εκκλησία μ’ όλη αυτή τη θεραπευτική αγωγή πρέπει να δούμε το γεγονός της θεραπείας μας, που είναι συγκεκριμένο και έχει συγκεκριμένους καρπούς.
(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Παράκληση. Περιοδική έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού”, τ. 76)
Δύο φράσεις πρόχειρες πρέπει να έχει στα χείλη ο μοναχός. «Να ‘ναι ευλογημένο», όταν πρέπει να υπακούσει, και «ευλόγησον», όταν πρέπει να ζητήσει συγγνώμη. Και τον νου στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» Και αν η σκέψη και η καρδιά πάει στους γονείς και φίλους, πρέπει να ξέρει ότι φεύγοντας ο Θεός έστειλε άγγελο στο πόδι του.
Έτσι, προσπαθώντας να ενθαρρύνει στην αποταγή του κόσμου τους αρχάριους μοναχούς, συνήθιζε να λέει: «Ζούσε ένα γεροντάκι στο Άγιον Όρος και δέχτηκε κοντά του έναν νέο που επιθυμούσε να γίνει μοναχός. Τον συμβούλευε να μη σκέπτεται τον κόσμο, την οικογένειά του (είχε μια μητέρα και δύο ανύπαντρες αδελφές), και να αφήνει τη μέριμνα και την επιστασία τους στον Θεό. Του έδωσε μία εντολή: Εάν επισκεφθεί την καλύβη τους κάποιος λαϊκός, να αποφύγει να ρωτάει τι συμβαίνει στον κόσμο.
» Μετά από καιρό όμως πέρασε κάποιος επαίτης και ο μοναχός λησμονήσας την εντολή του γέροντα τον ρώτησε από πού ήταν. Κι όταν έμαθε ότι ήταν απ’ τον τόπο του, κάμφθηκε και ρώτησε για την οικογένειά του. Έμαθε ότι οι δικοί του περνούν δύσκολα, καθότι η μητέρα του ήταν χήρα και οι αδελφές του αναγκάζονταν να εργάζονται σε διάφορες εργασίες, κινδυνεύοντας καθώς ήταν απροστάτευτες. ‘‘Είχαν έναν αδελφό’’, είπε ο επαίτης, ‘‘ο οποίος όμως τους εγκατέλειψε και ήρθε εδώ στο Άγιον Όρος να μονάσει’’.
» Οι λογισμοί έπνιξαν τον νέο μοναχό. Ο γέροντας τον είδε στεναχωρημένο και ρώτησε την αιτία. Και όταν έμαθε, κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας: ‘‘Δεν έπρεπε να με παρακούσεις, παιδί μου’’. Ο μοναχός δεν άντεξε στην πίεση των λογισμών, εγκατέλειψε τον γέροντά του και πήρε τον δρόμο για τον τόπο του. Κουρασμένος απ’ την οδοιπορία κάποια στιγμή κάθησε σε μία σκιά να ξεκουραστεί. Εκεί τον πήρε για λίγο ο ύπνος, και αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά του ένας φωτεινός άγγελος και του είπε: ‘‘Ο Θεός, από τη στιγμή που ξεκίνησες για το Άγιον Όρος με σκοπό να αφιερωθείς σ’ Αυτόν, έστειλε εμένα στη θέση σου, για να προστατεύω τη μητέρα σου και τις αδελφές σου. Τώρα που πηγαίνεις εσύ να τις προστατεύσεις, εγώ δεν χρειάζομαι πια και φεύγω’’. Ξύπνησε ο μοναχός ταραγμένος και μετανοημένος για το εγχείρημά του∙ επέστρεψε αμέσως στον γέροντά του στο Άγιον Όρος. ‘‘Παιδί μου’’, του είπε εκείνος, ‘‘επέστρεψες; Διαρκώς προσευχόμουν, όσο έλειπες, να σε φωτίσει ο Θεός, να ξεφύγεις την παγίδα του εχθρού’’. Έτσι συνέχισαν ειρηνικά την ασκητική τους ζωή.
» Πέρασαν πάλι μερικά χρόνια κι ένας ευλαβής προσκυνητής τους επισκέφτηκε χάριν ωφελείας. Ο νέος μοναχός σιωπηλός του προσέφερε νερό, λουκούμι, καφέ. Ενώ ο γέροντας συζητούσε μαζί του, αντιλήφθηκε ότι ο επισκέπτης είναι συντοπίτης του υποτακτικού του. Διακριτικά ρώτησε για την κατάσταση της οικογενείας του. Κι άκουσε το θαύμα του Θεού, ότι κάποιος ξενιτεμένος συγχωριανός τους επέστρεψε έχοντας μία καλή περιουσία, είδε τη μεγάλη κόρη και τη ζήτησε σε γάμο. Προίκισε τη μικρή και αποκατέστησε και αυτήν. Έτσι, η ευλογία του Θεού ήρθε στο σπίτι τους. Φώναξε τον υποτακτικό και πασιχαρής του διηγήθηκε την ευλογία που έφερε ο άγγελος στο σπίτι του».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
3. Πρέπει, να υποφέρουμε αρκετά στην καρδιά μας, μέχρι να μάθουμε την ταπεινοφροσύνη. O Κύριος στέκει διαρκώς στο πλάι μας, επιτρέποντας να νιώσουμε πόνο αριστερά στο στήθος μας, έτσι ώστε να φύγει από μέσα μας όλη η δυσωδία. Κι εμείς αυτό που λέμε συνέχεια είναι, «Εκείνο και το άλλο μου είπε... Με προσέβαλε όσο δεν παίρνει... Ε, αυτό είναι ασυγχώρητο!». Πώς είναι δυνατόν να μη συγχωρούμε, τη στιγμή που είμαστε ίδιοι με τους άλλους; Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε κι εμείς προσβάλλει τους πλησίον μας; Πρέπει λοιπόν να μάθουμε να διατηρούμε τη γαλήνη μας. Δεν μπορείς να μάθεις την ταπείνωση, αν δεν έχεις φτάσει να υποφέρεις πολλά στην καρδιά σου.
Οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι αν δεν ταπεινώσουμε τον εαυτό μας, ο Κύριος δεν θα σταματήσει να μας ταπεινώνει. Θα χρησιμοποιήσει κάποιον προκειμένου να μας ταπεινώσει. Κάποιος θα προκαλέσει την οργή μας και θα το κάνει μέχρι να μάθουμε να παραμένουμε ήρεμοι και γαλήνιοι κάθε φορά που προκαλούμαστε. Όταν μπορούμε να παραμένουμε ήρεμοι κάθε φορά που κάποιος μας επιτίθεται απ’ όλες τις πλευρές, όταν μπορούμε να διατηρούμε την εσώτερή μας γαλήνη παρά την σκαιότητα του προσώπου αυτού, τότε η ψυχή μας θα γίνει μειλίχια και ταπεινή, και θα πορευτούμε στη ζωή αυτή έχοντας πλήρη επίγνωσή της. Και οι πλησίον μας θα λένε: «Άλλαξες· είχες θυελλώδη ιδιοσυγκρασία, αλλά τώρα έχεις με κάποιο τρόπο γίνει ήρεμος και ψύχραιμος». Αλλά δεν θα είμαστε εμείς που έχουμε γίνει ψύχραιμοι. Θα είναι μάλλον η νίκη καταπάνω στο κακό που φανερώνει κατ’ αυτό τον τρόπο τον εαυτό της.
(από το βιβλίο «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας - Βίος και διδαχές του Γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα», σ. 108)
Ο αββάς Αντώνιος κάποια φορά βυθίζοντας βαθιά τη σκέψη του, ζήτησε να μάθει τα κρίματα του Θεού:
– "Κύριε, είπε, πώς μερικοί ζουν λίγα χρόνια και πεθαίνουν, ενώ άλλοι φτάνουν στα βαθιά γεράματα;
Γιατί κάποιοι ζουν μέσα στη φτώχεια και άλλοι πλουτίζουν; Και πώς συμβαίνει άδικοι να πλουτίζουν και δίκαιοι άνθρωποι να 'ναι φτωχοί;".
Άκουσε τότε μια φωνή να του λέει:
– "Αντώνιε, τον εαυτό σου πρόσεχε. Αυτά είναι κρίματα Θεού και δεν σε συμφέρει να τα μάθεις".
Μέγας Αντώνιος
Ο Όσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε σε ηλικία πενήντα μόλις χρόνων και η μνήμη του τιμάται στις 2 Απριλίου.
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σσ. 384-386)
Δεν έχουμε να παλέψουμε με ένα και μόνο εχθρό, τον εαυτό μας. Πολλοί εχθροί και ποικιλώνυμοι επιβουλεύονται τη σωτηρία μας. Και επιδιώκουν με κάθε μέσο να μας παρασύρουν προς την αμαρτία και την απώλεια. Κάθε ένας από τους εχθρούς αυτούς έχει το δικό του μέτωπο, το δικό του ζωτικό χώρο, το δικό του σύστημα πολεμικής. Μα όλοι μαζί συμφωνούν σ’ ένα σκοπό, που είναι η ματαίωση του έργου της λυτρώσεώς μας, αυτής που Κύριος με τη θυσία Του προσφέρει σε όσους την επιθυμούν. Ο Κύριος έγινε ο «αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5, 9) για όλους μας, και οι εχθροί αυτοί επιδιώκουν την παραμονή μας στην κατάσταση της φθοράς και του θανάτου.
Εάν θα θέλαμε να κάνουμε μια κάποια αναγνώριση του εδάφους και να επισημάνουμε τους ψυχικούς μας εχθρούς, εκτός βέβαια από τον κακό μας εαυτό, θα έπρεπε να αναφέρουμε βασικά τον κόσμο και τον διάβολο. Ο κόσμος που μας περιβάλλει με το δικό του φρόνημα και τις δικές του αντιλήψεις γίνεται τις πιο πολλές φορές εμπόδιο στον πνευματικό μας αγώνα. Πολλές φορές η γνώμη των άλλων ανθρώπων, το «τι θα πει ο κόσμος» γίνεται αρνητικό στοιχείο και παράγοντας ανασχετικός για την πνευματική μας πρόοδο. Και τούτο γιατί οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν δεν έχουν όλοι τις δικές μας πεποιθήσεις. Εκείνοι με άλλο τρόπο έχουν συλλάβει το νόημα της ζωής. Δεν πολυ-ενδιαφέρονται για τα πνευματικά ζητήματα. Το θέλημα του Θεού δεν τους απασχολεί. Έχουν τη δική τους κοσμοθεωρία. Αγνοούν τη βουλή του Θεού. Έτσι οι σκέψεις και οι πράξεις τους δεν συμπορεύονται με τη διδασκαλία της πίστεώς μας. Είναι σκέψεις και πράξεις εγωιστικές, υλιστικές, χοϊκές.
Είναι λοιπόν φυσικό οι άνθρωποι του κόσμου να μη συμφωνούν με τους ανθρώπους του Θεού. Πόσο χαρακτηριστικά διατυπώνει την αλήθεια αυτή ο Θείος Ιάκωβος: «Ος αν ουν βουληθή φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιάκ. 4, 4). Δεν υπάρχει μέση λύση. Ή θα πρέπει να είμαστε με το μέρος του κόσμου ή με το μέρος του Θεού. Είναι ασυμβίβαστα και τα δύο μαζί. Για τούτο και ο απ. Παύλος τόνιζε ότι «ει ανθρώποις ηρεσκόν, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ. 1, 10). Αν ήθελα να αρέσω δηλ. στους ανθρώπους δεν θα ήμουν δούλος Χριστού, γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν, λένε και πράττουν τελείως διαφορετικά απ’ όσα σχετικά εντέλλεται ο Θεός.
Βασικός, λοιπόν, εχθρός της πνευματικής μας πορείας είναι ο κόσμος και οι επιθυμίες του. Και χρειάζεται να προσέχουμε πολύ στις επιθέσεις του για να προφυλάξουμε τον εαυτό μας από πτώσεις.
Εκτός από τον κόσμο υπάρχει, όπως είπαμε, και άλλος εχθρός. Είναι ο διάβολος. Εχθρός ισχυρός, δυνατός, πονηρός και πανούργος. Αυτός ο εχθρός πρόκειται να μας απασχολήσει διεξοδικώτερα στη συνέχεια. Όσο δυνατός, μεθοδικός και άγρυπνος είναι εκείνος, άλλο τόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε εμείς. Για να είμαστε όμως προσεκτικοί, δεν αρκεί να γνωρίζουμε απλώς τον εχθρό. Χρειάζεται να τον σπουδάσουμε, να μελετήσουμε τη δύναμη και τα όπλα του, και κυρίως να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο δρα, κινείται και μάχεται, ώστε ανάλογη να είναι και η εκ μέρους μας αντιμετώπισή του.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Τα γεννήματα της αμαρτίας
Ο φόβος, η σύγχυση, η αδυναμία, η ασθένεια και ο σκοτισμός του νου γεννώνται από την αμαρτία.
Με την αμαρτία ο άνθρωπος προκαλεί άλλους εναντίον του, προξενεί σύγχυση στη συνείδηση του, έλκει επάνω του τους δαίμονες και τους δίνει όπλα να στραφούν εναντίον του.
Με την αμαρτία ο άνθρωπος διαχωρίζει τον εαυτό του από τον Θεό, υψώνει τείχος ανάμεσα σ’ αυτόν και την πηγή κάθε καλού, αποξενώνεται απ’ τον φύλακα άγγελό του.
Η διάπραξη της αμαρτίας σηματοδοτεί μια κήρυξη πολέμου εναντίον του Θεού και όλων των θεϊκών δυνάμεων. Αυτό είναι πιο παράλογο και απ’ το αν ένα ξεραμένο φθινοπωρινό φύλλο κήρυττε πόλεμο εναντίον του ανέμου!
Πράγματι, εδώ συμβαίνει το πιο παράλογο απ’ όλα: ένας άνθρωπος κηρύσσει πόλεμο στο Θεό! Η κίνηση αυτή από μόνη της εγγυάται την καταστροφή και τη διάλυση του ανθρώπου, εάν αυτός δεν συνέλθει γρήγορα κι αν δεν μετανοήσει εγκαίρως και δεν προστρέξει στο Θεό για βοήθεια.
Ο μέγας προφητάναξ Δαβίδ είχε πλήρη επίγνωση της δεινής καταστάσεως του αμαρτωλού ανθρώπου. Άλλωστε και ο ίδιος είχε προσωπική εμπειρία. Ένιωθε απερίγραπτο φόβο, σύγχυση, αδυναμία και μοναξιά. Αισθανόταν τα βέλη των ανθρώπων αλλά και τα βέλη των δαιμόνων.
Μολαταύτα, συνειδητοποιώντας την οικτρή κατάστασή του, ομολόγησε την αμαρτία του και συντετριμμένος έβαλε μετάνοια ενώπιον του Θεού, πότισε τη γη με δάκρυα μετανοίας και λόγους βαθιάς οδύνης που έκαιγαν σαν φωτιά· και προσευχήθηκε στον ελεήμονα Θεό να τον συγχωρήσει. Όταν όλες οι αμαρτίες του είχαν συγχωρεθεί, ένιωσε να τον κατακλύζει άρρητη ευλογία.
Τη μακαριότητα της ψυχής που έχει συγχωρηθεί αδυνατούσε ο Δαβίδ να την εκφράσει με λόγια. Μπορούσε μόνο να μας δηλώσει και να μας βεβαιώσει, από τη μία πλευρά, για την κατάσταση αμαρτωλότητας και, από την άλλη, για την κατάσταση της συγχώρησης από τον Θεό, βασισμένος στην άμεση εμπειρία του και των δύο καταστάσεων. Είπε: Μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι (Ψαλμοί 31,1). Ποια είναι αυτή η ευλογία που μακαρίζει ο Δαβίδ;
Ελευθερία, ανδρεία, χαρά απερίγραπτη, δύναμη, θάρρος, διαύγεια σκέψεως, ειρήνη της συνειδήσεως, ελπίδα στον Θεό, υμνωδία στον Θεό, αγάπη για τους πλησίον και νόημα στη ζωή του ανθρώπου! Με άλλα λόγια: φως, χαρά και δύναμη – αυτή είναι η ευλογία.
Αυτή είναι η μακαριότητα που αισθάνεται εδώ στη γη κάποιος του οποίου οι αμαρτίες έχουν συγχωρηθεί. Αν εδώ είναι έτσι, τότε ποια ευλογία τον αναμένει εκεί στους ουρανούς;
Κύριε και Θεέ, συγχώρησε τις ανομίες μας με το άπειρο έλεός Σου και κάλυψε τις αμαρτίες μας.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος»-Οκτώβριος, εκδ. Άθως)
Είναι μεγάλη υπόθεση ο σωστός δάσκαλος, ιδίως στις μέρες μας! Τα παιδιά είναι άγραφες κασέτες·
ή θα γεμίσουν βρώμικα τραγούδια ή βυζαντινή μουσική. Το έργο του δασκάλου είναι ιερό.
Έχει μεγάλη ευθύνη και, αν προσέξει, μπορεί να πάρει μεγάλο μισθό από το Θεό.
Πρέπει να βρουν τρόπο οι εκπαιδευτικοί να περνάνε κάποια μηνύματα στα παιδιά για το Θεό
και για την πατρίδα.
Ας σπείρουν αυτοί το σπόρο, και ας μην τον δουν να βλαστάνει.
Τίποτε δεν πάει χαμένο· κάποια στιγμή θα πιάσει τόπο.
(γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Α΄, "Με πόνο και αγάπη για το σύγχρονο άνθρωπο")
Είναι ανάγκη;
Ίσως μερικοί διατυπώσουν το ερώτημα· αφού ο Χριστός σταυρώθηκε και έχυσε το αίμα Του για την σωτηρία μας, δεν αρκεί αυτό; Χρειάζεται και ο δικός μας αγώνας; Η αναγκαιότητα αυτού του αγώνα γίνεται εύκολα αντιληπτή, αν σκεφθούμε ότι ναι μεν ο Κύριος έχυσε πάνω στο Σταυρό το τίμιο αίμα Του και προσέφερε θεληματικά τον Εαυτό του υπέρ ημών θυσία, όμως όλα αυτά άνοιξαν απλώς το δρόμο της σωτηρίας μας, παραμέρισαν τα ανυπέρβλητα εμπόδια και μας έδειξαν τη θύρα της Βασιλείας. Τώρα χρειάζεται ο καθένας μας να βαδίσει αυτό το δρόμο, δηλαδή να προσφέρει τον προσωπικό του στοιχείο στην μεγάλη υπόθεση της λυτρώσεώς του, να οικειοποιηθεί και να κάνει δική του τη θυσία του Σωτήρος. Το προσωπικό αυτό στοιχείο της συμμετοχής μας στο απολυτρωτικό έργο του Κυρίου μας ενσαρκώνεται και εκδηλώνεται στον ατομικό μας αγώνα για την απαλλαγή μας από την αμαρτία.
Όπως γνωρίζουμε, εξαιτίας της παρακοής των πρωτοπλάστων ο άνθρωπος εξέπεσε από το ύψος της χάριτος και έχασε τα πολύτιμα δώρα, με τα οποία τον είχε προικίσει ο Δημιουργός και Πλάστης και Θεός του. Έτσι η όμορφη ψυχική εικόνα του πρώτου ανθρώπου με μιας έχασε την πραότητά της, σκούριασε, πάλιωσε, μαύρισε και αχρειώθηκε. Τότε ένας άλλος άνθρωπος γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε μέσα του, άνθρωπος «παλαιός» και κακός που τον σύρει προς την αμαρτία και την αυτοκαταστροφή. Την ύπαρξη μέσα μας αυτού του παλαιού ανθρώπου την αισθανόμαστε πικρά.
Ο απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Ρωμαίους αυτά τα τόσο χαρακτηριστικά λόγια, που ζωγραφίζουν έντονα αυτή την αλήθεια: «Βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσί μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου...» (Ρωμ. 7, 23). Πράγματι! Πόσες φορές δεν αισθανόμαστε κάποιον άλλο εαυτό μας -τον κακό μας εαυτό όπως λέμε- να μας εμποδίζει από το δρόμο του Θεού! Πόσες φορές δεν νιώθουμε να προέρχεται από μέσα μας μια σκληρή και αδυσώπητη αντίδραση για το καλό! Πολλές φορές ο παλαιός άνθρωπος επιχειρεί να ματαιώσει τα καλά μας σχέδια, προδίδει την παρουσία του και γίνεται εμπόδιο στο δρόμο της σωτηρίας μας.
Αλλά τότε, προσλαμβάνει μία ιδιαίτερη σημασία η συμμετοχή μας στον αγώνα και η επιμονή μας μέχρι την τελική νίκη. Εάν δεν είχε μεσολαβήσει η πτώση και η αμαρτία, δεν θα χρειαζόταν κανένας αγώνας εκ μέρους μας. Τώρα όμως που και από τον ίδιο τον εαυτό μας προέρχεται η αντίδραση και η πολεμική, χρειάζεται να αγωνισθούμε εναντίον των εχθρών μας και να κερδίσουμε ως έπαθλο τη νίκη πάνω στα πάθη μας που ως άλλα μικρόβια υποσκάπτουν την ψυχική μας υγεία.
Πόλεμος κατά του Σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή