Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η κ. Χριστίνα Μ. από την Αθήνα γράφει: Υπέφερα από πόνους στην σπονδυλική μου στήλη. Ένα βράδυ όμως οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και έφταναν μέχρι τον αυχένα. Τότε επήγα στο δωμάτιό μου και με μεγάλο παράπονο παρακαλούσα κλαίγοντας να με βοηθήση ο Θεός με τον Άγιό Του Εφραίμ. Φαίνεται ότι ο πόνος της ψυχής μου ήταν δυνατός και για μια στιγμή νοιώθω την παρουσία του Αγίου και το χεράκι του το αγιασμένο να με χαϊδεύη απαλά στο μέτωπο. Εκείνη την στιγμή έγινα παιδί τεσσάρων ετών. Άγιέ μου, είπα, κλαίγοντας, λυπήσου με. Εκείνος άρχισε να με παρηγορή, όχι για τον πόνο που ένοιωθα τον σωματικό, αλλά για τον πόνο της ψυχής. Τι έχεις παιδί μου και κλαις! Σταμάτησε να κλαις και άκουσέ με. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ. Την αγάπη που ζητάς παιδί μου, την πραγματική αγάπη, την έχει ο Θεός, και την χαρίζει εις τα πλάσματά του, αυτά που Τον αγαπούν και τους αγαπά. Εγώ αυτή την στιγμή ήλθα να σου αναγγείλω την αγάπη του Θεού προς εσένα. Και όταν έχης αυτή την αγάπη δεν πρέπει να φοβάσαι από τίποτα, ούτε ακόμη και τον θάνατο. Διότι η αγάπη του Θεού μπορεί να σε σώση και να σε προστατεύση από κάθε ασθένεια, από κάθε δυστυχία και να περιφρουρήσει την ψυχή σου με αδιαπέραστο τείχος, ώστε κανείς να μην μπορέση ποτέ να το παραβιάση. Πρόσεξε όμως έως το τέλος της ζωής σου να μην χάσης την αγάπη του Θεού και αναζητήσης των ανθρώπων. Και έφυγε.
Φώναξα: Άγιέ μου μην φεύγεις. Κάθησε ακόμη λίγο, σε παρακαλώ. Δεν έχω κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο εκτός του Θεού και εσένα. Λυπήσου με, σε παρακαλώ. Φύλαξέ με από την αχαριστία. Φύλαξέ με από την αμαρτία. Προστάτευσέ με, ώστε να διαφυλάξω την αγάπη του Θεού μέσα μου, για να είμαι καλά.
Από εκείνη την στιγμή έπαψα να υποφέρω. Κλωστή και κόπηκε. Έφυγε και το παράπονο...

("ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ του Οσιομάρτυρος και θαυματουργού ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ", βιβλίο Α΄, εκδ. "Ιερά μονή Ευαγγελισμού Θεοτόκου, Νέα Μάκρη Αττικής, 1981, σ. 122)

«Πρέπει να προσέχετε με ακρίβεια σ’ αύτα πού λέγονται. Υπάρχει γκρεμός και χαράδρα βαθειά και από τις δύο πλευρές, αν δεν διαβάσουμε το ρητό προσεκτικά…. Γιατί δεν πρέπει να εξετασουμε μόνο το «δεν είναι ο άνθρωπος κύριος των πράξεών του»,
αλλά και όλη τη συνέχεια,
και για ποιούς ειπώθηκε
και από ποιόν
και για ποιόν
και γιατί,
και πότε
και με ποιό τρόπο.
Γιατί δεν αρκεί να λέμε, ότι στις Γραφές είναι γραμμένο, ούτε γενικά
αποσπώντας λόγια
και μαδώντας τα μέλη του σώματος των θεόπνευστων Γραφών,
και παίρνοντάς τα έρημα και ξένα προς τη συναφειά τους,
να τα παραποιούμε όπως εμείς θέλουμε και χωρίς φόβο. Γιατί έτσι πολλές διδασκαλίες μπήκαν στη ζωή μας παραποιημένες, με το να πείθει ο διάβολος τους πιο ράθυμους να απαγγέλλουν παραποιημένα τα κείμενα των Γραφών, ή προσθέτοντας ή αφαιρώντας να επισκοτίζουν την αλήθεια.
Δεν αρκεί λοιπόν να πούμε, ότι είναι γραμμένο στη Γραφή, αλλά πρέπει να διαβάσουμε και όλη τη συνέχεια· γιατί, αν διακόπτουμε τη μεταξύ τους συνέχεια και συνάφεια, θα προκύψουν με τον τρόπο αυτό πολλές πονηρές διδασκαλίες…
Και όχι μόνο δεν πρέπει να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους, αλλά και να τα προφέρουμε σωστα, και να μην προσθέτουμε τίποτα. Πολλοί λοιπόν περιφέρουν και άλλα χωρία των Γραφών, απαγγέλλοντάς τα παραποιημένα… Περιφέρουν επίσης και άλλο ρητό, χωρίς να διαστρέφουν το νόημά του, αλλά προσθέτοντας και άλλο που δεν είναι γραμμένο.
Γιατί τέτοια είναι η πανουργία του διαβόλου να εισάγει τα ολέθρια διδάγματα του ή με πρόσθεση ή με αφαίρεση ή με διαστροφή ή με παραποίηση των κειμένων….
Δεν πρέπει τα χωρία της Γραφής να τα λέμε έτσι αόριστα,
ούτε να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους,
ούτε να τα αποσπούμε από την ενότητά τους,
ούτε να τα παίρνουμε απομονώνοντάς τα
και απογυμνώνοντάς τα από τη βοήθεια των επομένων και των προηγουμένων, και να συκοφαντούμε αόριστα και να επιδρούμε δυσμενώς.
Γιατί δεν είναι άτοπο, όταν δικαζόμαστε στο δικαστήριο για βιοτικά πράγματα, να διεκδικούμε όλα τα δικαιώματά μας, και τόπους και καιρούς και αιτίες και πρόσωπα, και να προσκομίζουμε μύρια άλλα στοιχεία, ενώ όταν έχουμε αγώνες για την αιώνια ζωή, να αναφέρουμε έτσι γενικά και τυχαία τα χωρία των Γραφών;
Και ένα νόμο βασιλικό δεν τον αναφέρει κανείς γενικά και αόριστα, και αν δεν πει και τον χρόνο και δε δείξει και αυτόν που τον εξέδωσε και δεν τον παρουσιάσει σωστό και ολόκληρο, δικάζεται και τιμωρείται με την έσχατη ποινή, ενώ εμείς αναφέροντας, όχι νόμο ανθρώπινον, αλλά αυτόν που ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, τον χρησιμοποιούμε με τόσο μεγάλη επιπολαιότητα, ώστε να αποσπούμε τμήματα ή μέρη του; Και που αυτά είναι άξια δικαιολογίας και συγγνώμης;» (ΕΠΕ,8Α,479-485)

A. Ποιος είναι για κλάματα
α. Ο δίκαιος μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωάν. 5:24). Δεν πεθαίνει, αλλά ζει αιωνίως στη Βασιλεία του Θεού. Άρα ο δίκαιος (λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) δεν είναι για κλάματα. Για κλάματα είναι εκείνος που ζει στην αμαρτία. Αυτός, είτε ζει, είτε πεθαίνει, είναι αξιοθρήνητος (Εις Αδριάντας, ΣΤ' 3). Πολύ περισσότερον, όταν πεθαίνει. Πάει στο σκότος το εξώτερον!!!
β. Εμείς, όταν πεθαίνει ένας γέρος εκατό χρόνων (που έζησε μακρυά από τον Χριστό, και μέσα στην αμαρτία) δεν τον κλαίμε. Ήταν γέρος!.. Όταν πεθαίνει ένα παλικάρι, που έζησε με αγνότητα, και κοντά στον Χριστό, κλαίμε. Χάθηκε ένας νέος! Όμως, για κλάματα είναι ο γέρος!..

Β. Ο αποχωρισμός
α. Ο απόστολος Παύλος κήρυττε στην Έφεσσο. Οι χριστιανοί τον αγάπησαν. Δέθηκαν μαζί του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, όλοι έκλαιαν απαρηγόρητα. Έπεφταν πάνω του!!! Τον αγκάλιαζαν και τον καταφιλούσαν!!! (Πράξ. 20:37-38) Ο δε Παύλος, δεν τους έλεγε «μην κλαίτε» αλλά τους άφηνε να κλαίνε! «Εγώ νομίζω (λέει ο ιερός Χρυσόστομος) πώς και ο Παύλος έκλαιε» (Όμιλ. ΜΕ',6., εις Πράξ.). «Γιατί κλαίτε, και μου σκίζετε την καρδιά;» έλεγε (ο Παύλος) σε παρόμοια περίπτωση (Πράξ 21:12). Είναι αξιοπρόσεκτο. Ο ουρανοβάμων Παύλος έκλαιε κατά την ώρα του αποχωρισμού!!!
β. Αν ο πρόσκαιρος αποχωρισμός «στοιχίζει» τόσο πολύ (ακόμα και στον άγιο), πόσο μάλλον ο μόνιμος αποχωρισμός, που είναι ο θάνατος. «Ποίος χωρισμός, ω αδελφοί, ποίος θρήνος εν τη παρούση ροπή» (Νεκρώσιμον). Το κλάμα (ακόμα και στους αγίους) είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Ιδού:
• Ο άγιος Δαβίδ, όταν έχασε τον υιό του Αβεσσαλώμ, κλείσθηκε στο δωμάτιό του, και έκλαιε απαρηγόρητα. Πηγαίνοντας δε προς το δωμάτιο μονολογούσε: «Παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ. Παιδί μου, παιδί μου!» (Β΄Βασιλ. 18:33).
• Kι ’ όταν πέθανε η μάνα του Μ. Βασιλείου, ο άγιος έκλαιε σα μικρό παιδί. Έγραφε στον Επίσκοπο Ευσέβιο: «Μη με περιγελάσεις που κλαίω, και έμεινα ορφανός σε τέτοια ηλικία. Συγχώρεσέ με, που δεν μπορώ να υπομένω τον αποχωρισμό μιας ψυχής, που δε βλέπω τίποτε αντάξιο σ’ αυτόν τον κόσμο».
• Και η Παναγία, βλέποντας τον Υιό της να πορεύεται προς τον Γολγοθά, έκλαιε απαρηγόρητα, κτυπώντας τα στήθη της (Λουκ. 23.27).

Γ. Ανακουφίζονται οι πενθούντες
α. Το κλάμα έχει και την ψυχολογική του εξήγηση. Είναι μια «εκτόνωση». Το βαρύτατο φορτίο της λύπης, μετασχηματίζεται σε δάκρυα, και φεύγει από τον άνθρωπο, και «ξαλαφρώνει» ο άνθρωπος. Γι ’ αυτό η Γραφή συμβουλεύει τους πενθούντας να κλαίνε για να παρηγορούνται (Σειράχ 36:16-18). Και γι’ αυτό η καλύτερη παρηγοριά για κείνον που πενθεί, είναι να τον αφήνομε να κλαίει να «ξεσκάει».
β. Όταν τον εμποδίζομε, τον ζημιώνομε ψυχολογικά, «τον σκάμε». Η λύπη συσσωρεύεται μέσα του, εγκυμονώντας πολλούς κινδύνους. ( Αλήθεια. Αν δεν κλάψει η μάνα όταν χάνει το παιδί της, πότε θα κλάψει;)

Δ. Ανακουφίζονται, και οι νεκροί
Καθώς πέθαινε ένας μοναχός, άνοιξε τα μάτια και είδε γύρω του να τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Και μ’ αυτό παρηγορήθηκε η ψυχή του (Ευεργετ. τόμ.Α., σελ. 189,7). Άρα, όταν κλαίνε οι συγγενείς, παρηγορείται η ψυχή. Γι’ αυτό ο νεκρός επιζητεί το κλάμα: «κλαύσατε πάντες επ’ εμοί, αδελφοί και φίλοι, συγγενείς και γνωστοί» (Νεκρώσιμον).

Ε. Πώς πρέπει να κλαίμε
α. Ο Χριστός είπε για τον νεκρό Λάζαρο: «Κοιμάται, θα πάω να τον ξυπνήσω». Και παρόλο αυτό, έκλαψε! Ποιος κλαίει (λέει ο Μ. Βασίλειος) όταν κοιμάται ο φίλος του, και πάει να τον ξυπνήσει; Ο Χριστός (συνεχίζει ο άγιος) έκλαψε συμβολικά. Για να μας δείξει, πώς πρέπει να κλαίμε (Περί Ευχαριστίας). Ήτοι, να κλαίμε, όχι σαν τους αθέους, «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. 4:14), αλλά σαν τους πιστούς που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και στη Βασιλεία Του. Να κλαίμε με την ελπίδα, πως ο αδελφός μας μετέστη από τη γη στον ουρανό, και μια μέρα θα αναστηθεί, όπως ανέστη ο Λάζαρος. Να κλαίμε σαν τον Μ. Βασίλειο, σαν την Παναγία, σαν το Χριστό.
β. Όμως, αλλιώς κλαίμε, όταν πεθαίνει ο δίκαιος, και αλλιώς, όταν πεθαίνει ο αμαρτωλός. Όταν πεθαίνει ο δίκαιος, κλαίμε μεν επειδή έφυγε από κοντά μας, αλλά και νοιώθομε ανακούφιση, επειδή πορεύτηκε εις τόπο αναπαύσεως, «μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον». Όταν όμως πεθαίνει ο αμαρτωλός, κλαίμε δυο φορές! Και επειδή έφυγε από κοντά μας, και επειδή έφυγε αμετανόητος!.. Αλλά δεν απελπιζόμαστε. Eλπίζομε στο έλεος του Κυρίου.

ΣΤ. Οι μεγαλομάρτυρες
α. «Στην ψυχή σου θα πέσει μαχαιριά» (Λουκ. 2:34), προφήτευσε ο δίκαιος Συμεών για την Παναγία. Και «έπεσε». Η σταύρωση του Υιού της ήταν μαχαιριά για την ψυχή της.
β. Μαχαιριά («ρομφαία») αποκαλεί τον θάνατο η Γραφή. Σα να μας λέει: Όποιος χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο, σφαγιάζεται η ψυχή του. Και, όποιος το μαχαίρωμα αυτό το υπομένει άνευ γογγυσμού, λογίζεται ως μεγαλομάρτυρας! «Αν κόβονταν το σώμα σας κομμάτια, και υπομένατε με γενναιότητα δοξάζοντας τον Κύριο, θα είχατε απ΄ Αυτόν μεγάλη ανταμοιβή. Το ίδιο θα γίνει και τώρα, που πονάτε ψυχικά» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις Ολυμπιάδα).

(“Μετά θάνατον”, αρχιμ. Βασ. Μπακογιάννη, σσ. 55-59)

Πνευματικό στήριγμα
Ο Γέροντας προσευχόταν και βοηθούσε πνευματικά και τα αδέρφια του και άλλους συγγενείς που είχαν ανάγκη. Παρά ταύτα ουδέποτε τους επισκέφτηκε και άργησε ολόκληρες δεκαετίες να τους δει στα Κατουνάκια.
Μας διηγείτο: «Μία φορά βλέπω εις τον ύπνο μου τον αδερφό μου ότι τάχα έπεσε στη θάλασσα, και σκεπτόμουνα, εάν πνίγηκε ή όχι. Τότε αμέσως περπατάω επάνω στα κύματα, και περίμενα να βγει στην επιφάνεια. Μόλις βγήκε επάνω, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον βγάζω έξω. Τότε που είδα το όνειρο, αυτός είχε τραυματισθεί σοβαρώς και θαυματουργικώς εσώθη. Το περπάτημα επί των κυμάτων και το άρπαγμα από τα μαλλιά και η σωτηρία του σήμαιναν την προσευχή, το κομποσχοίνι που του κάνω πάντοτε.
»Άλλοτε πάλι, ο αδερφός μου είχε συλληφθεί από κομμουνιστάς και φυλακίστηκε. Είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Το βράδυ εκείνο είδα στον ύπνο μου ότι τον είχαν σε φυλακή και ρώτησα τον φύλακα γιατί τον φυλάκισαν. Μου απάντησε ότι χρωστά 150 λίρες. Τότε βγάζω και του δίδω 200, και τον άφησε ελεύθερο. Πράγματι, θαυματουργικώς εσώθη, αφεθείς ελεύθερος, ενώ τον είχαν για θάνατο.»
Η προσευχή του Γέροντα πρόφθανε στις οικογενειακές δυσκολίες τους. Έτσι η αδερφή του διηγείται: «Βρισκόμουν σε πολύ μεγάλη στεναχώρια, διότι με τον άνδρα μου είμασταν στα πρόθυρα να χωρίσουμε. Ο άντρας μου αγαπούσε πάρα πολύ τη μάνα του που τον πίεζε συνεχώς να με χωρίσει (ήτο ηλικίας 80 ετών). Αφορμή ζητούσε να βρει, για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Εγώ σκεπτόμουν τι θα έκανα με δυο μικρά κοριτσάκια. Το έλεγα στη μητέρα μου και μου απαντούσε: ‘‘Παιδί μου, προσευχή ας κάνουμε. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς το θέλημα του Θεού. Μόνο αν το επιτρέψει ο Θεός, θα γίνει αυτό!’’
» Ο πόνος μου ήταν μεγάλος. Έπαιρνα τη φωτογραφία του Εφραίμ και έκλαιγα, και του μιλούσα, και προσευχόμουν, σαν να ήταν εικόνα η φωτογραφία. Παρακαλούσα με δάκρυα να με βοηθήσει και να με σώσει από τον κίνδυνο αυτό.
»Ο Χαράλαμπος (ο αδερφός μου) είχε πάει την εποχή εκείνη στον Εφραίμ, στο Άγιον Όρος. Του λέει ο Εφραίμ: ‘‘Γιατί η αδερφή μας η Ελένη συνεχώς με ενοχλεί; Γιατί παίρνει τη φωτογραφία μου και ζητά βοήθεια από εμένα κλαίγοντας; Να της πεις να παίρνει την εικόνα της Παναγίας και σ’ αυτήν να προσεύχεται και να παρακαλεί, και όχι στην φωτογραφία μου! Η Παναγία θα τη βοηθήσει∙ η Παναγία θα κάνει το θαύμα της και δεν θα πάθει κακό’’.
»Τις ημέρες εκείνες ήρθε τηλεγράφημα από τη μητέρα του ανδρός μου, όπου έγραφε να πάει στο χωριό για τη γνωστή υπόθεση. Επρόκειτο για την υπόθεση του διαζυγίου. Φαντάζεσθε τη θλίψη μου και τον πόνο μου. Κλείσθηκα στο δωμάτιο. Πήρα την εικόνα της Παναγίας, που μου είχε στείλει ο Εφραίμ με τον γέροντα Νικηφόρο, και κλαίγοντας με λυγμούς έλεγα τον πόνο μου και την παρακαλούσα να με γλιτώσει από τον μεγάλο αυτό κίνδυνο. Το πρωί ο σύζυγός μου θα έφευγε για το χωριό. Το απόγευμα έρχεται ξαφνικά είδησις από το χωριό ότι η πεθερά μου, ενώ δεν είχε τίποτε, δεν ήταν άρρωστη, βρέθηκε νεκρή στην καρέκλα που καθόταν! Έτσι δεν πραγματοποιήθηκε ο κίνδυνος του διαζυγίου, διότι άλλαξε ριζικά ο σύζυγός μου μετά τον θάνατο αυτόν τον ξαφνικό της μητέρας του».
Και για τον μεγάλο του αδελφό, μακαριστό Επαμεινώνδα, αν δεν προσευχήθηκε! Ήταν ο πιο χλιαρός της οικογενείας και αποκόμισε τις περισσότερες προσευχές και ζώντας και μετά θάνατον.
Προσευχόμενος θερμά για μία εξαδέλφη του πολύ πονεμένη, που είχε μπλέξει όμως με μαγεία, ξεπέρασε απ’ ό,τι μας έλεγε κάθε όριο παρακαλώντας: «Χριστέ μου, για το αίμα που έχυσες πάνω στον σταυρό, ελέησε και αυτήν την ψυχή». «Έφαγα έναν μπάτσο που ήταν όλος δικός μου. Ο Θεός όλα τα ανέχεται, αλλά τη μαγεία… μακριά», έλεγε σωφρονισμένος. «Και άλλη μια φορά, ομολογούσε, επιχείρησα κάτι τέτοιο και ερέθισα την οργή του Θεού, αλλά πρόλαβα ζητώντας ‘‘ευλόγησον’’ (συγγνώμη) και δεν έφαγα τον μπάτσο. Φόβος και τρόμος είναι αυτά».

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000

 

Η χρυσή γιαγιά
Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση του πατέρα για το Όρος, ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είχε κοιμηθεί και η μητέρα του Γέροντα. Αυτή η υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ του θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι’ αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχής, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ο γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; Η κυρία σας, τα παιδάκια σας είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή η γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί, «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό, τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί, το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγό του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ο αξιωματικός. Απορούσε η κοπέλα, αν μια πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ο Γέροντας, όταν έμαθα ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδερφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται η κόρη της: «Όταν η μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ημέρες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ημέρα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθησα κοντά της όλη εκείνην τη νύχτα. Το πρόσωπόν της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! ‘‘Τι λέγεις, μητέρα;’’ τη ρωτούσα, ‘‘τι βλέπεις;’’ ‘‘Τι να σου πω, παιδί μου, τι όμορφα! Τι έβλεπα! Αλλά πού βρίσκομαι;’’ Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
Μετά μία εβδομάδα που ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ο θάνατός της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε η μοναχή που την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδία! Λέω τότε στη μοναχή: ‘‘Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;’’ ‘‘Όχι, κυρία Ελένη’’, απαντά, ‘‘δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό που ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητος. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας’’. Μείναμε κατάπληκτοι! Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί αγίας ψυχής! Σαν ιδρώτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, που ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε) επί μίαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας παρά ο επιτάφιος».
Και ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε∙ αφού έπεσα, τρόπον τινά σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφτασε! Όταν προσευχόμουν γι’ αυτήν, έπαιρνα∙ δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
»Είδα σαν μία θεωρία, να πούμε. Πήγαινε η μητέρα μου στον Χριστό: ‘‘Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία’’. Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
»Πολλές φορές έβλεπα ότι η μητέρα μου είναι ο γερο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο…
»Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατό της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: η μητέρα μας έφθασε σε μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου, και η μητέρα μου γερο-Ιωσήφ ήτανε.
» Η μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα∙ μονάχη της∙ έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γερο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλήν υπομονή που έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές αλλά για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000

3,15. «και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ην και εκλήθητε εν ενί σώματι· και ευχάριστοι γίνεσθε»

Η αγάπη (όπως ειπώθηκε), ενώνει και τους αγγέλους και τους ανθρώπους και ότι είναι «τέλειο» σε όλα τα δημιουργήματα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό.
Η αγάπη, αυτή η δημιουργική και πανσυνενώνουσα έλλογη θεανθρώπινη δύναμη, μας συνενώνει στην Εκκλησία με όλες της τις τελειότητες και πρώτιστα «συν πάσι τοις αγίοις».
Και ό,τι είναι έλλογο, θεανθρώπινο και άγιο, εμείς το διαβιώνουμε σαν αθάνατη και αιώνια παν-ενότητα, το διαβιώνουμε «εν ενί σώματι», στο σώμα της Εκκλησίας.
Με την ευαγγελική αγάπη, εμείς αισθανόμαστε την Εκκλησία σαν ένα Θεανθρώπινο σώμα, στο οποίο ο Χριστός είναι κεφαλή και το παν και τα πάντα.
Η αγάπη είναι εκείνη, η οποία κάνει ώστε η ειρήνη του Θεού να βασιλεύει στις καρδιές μας, γιατί αυτή αισθάνεται και ξέρει, ότι ενάντια σε κάθε αμαρτία, θάνατο και κακό, η νίκη της είναι εξασφαλισμένη «δια του Θεού», ο Οποίος είναι αγάπη.
Ο Θεός της αγάπης κυβερνά στις ανθρώπινες καρδιές, με την Θεοφιλία και φιλανθρωπία.
Μόνο με την Θεανθρώπινη Χριστοειδή αγάπη, ο Θεός μετοικεί στην ανθρώπινη καρδιά και στην ανθρώπινη σκέψη «εν Κυρίω Ιησού» (Φιλ. 4,7).
«Προσκαλώντας μας στην ειρήνη του Θεού ο Χριστός, μας κάνει ένα σώμα «τοποθετούμενος» Αυτός σαν κεφαλή σε αυτό το σώμα. Γιατί ένεκα τούτου, εμείς είμαστε «ένα σώμα» και γι’ αυτό έχουμε υποχρέωση να διατηρήσουμε την ειρήνη μεταξύ μας, ώστε να αποφεύγεται κάθε διχόνοια και διαίρεση» (Θεοφύλακτος).

("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 142-143)

Όποιος εναντιώνεται στον νόμο του Θεού, αυτός γρήγορα θα αρχίσει να εναντιώνεται στον φυσικό και στον κοινωνικό νόμο.

Όποιος εναντιώνεται στη βούληση του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται στη βούληση του καθενός.

Όποιος εναντιώνεται στην εξουσία του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται σε κάθε εξουσία.

Όποιος εναντιώνεται στην αγάπη του Θεού, τούτος σύντομα θα αρχίσει να εναντιώνεται και στην αγάπη της μητέρας, της γυναίκας, των παιδιών και των φίλων του. Η αγάπη τέτοιου πλάσματος θα μεταμορφωθεί σε φιλαυτία, η φιλαυτία σε απελπισία, ενώ η απελπισία είναι ο πιο σύντομος δρόμος προς την αυτοκτονία.

(“Στοχασμοί περί καλού και κακού”, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σ. 130)

[Ιστορικές Γραμμές, τόμ. Β΄Ιωάννου Παπαϊωάννου, σελ.63-91]
ΥΠΗΡΞΕ ΜΕΓΑΣ Ή ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ;
1. Παρεξήγησε η Ιστορία τον αύτοκράτορα Ιουλιανό;
Είναι δύσκολο να μη συγκινηθείς διαβάζοντας απόψεις σαν κι αυτή: «Ο Ιουλιανός ήταν ένας ανίκητος στρατηγός που στις εκστρατείες του κρατούσε ως τα χαράματα αναμμένο το δαυλό στη σκηνή του για να μελετά και να συγγράφει... Ο Μονταίνιος είδε σ’ αυτόν «έναν σπάνιο και μεγάλον άνθρωπο», ο Βολταίρος τον χαρακτήρισε «δεύτερον σε αρετήν». Ο Σατωμπριάν τον εύρισκε ανώτερο στο ήθος από το θείο του Μεγάλο Κωνσταντίνο...
Εκείνοι που τον αγάπησαν τον αποκάλεσαν άγιο· όσοι τον μίσησαν, τον αναθεμάτισαν για την αιωνιότητα με το στίγμα «Ο Παραβάτης». Όπως κάθε αντιλεγόμενος στην Ιστορία, για την παγκόσμια Λογοτεχνία θα είναι πάντα ενδιαφέρων. Γιατί, όταν η Eπιστήμη διστάζει να βγάλει την οριστική της απόφαση για έναν ήρωα, η Τέχνη μπορεί να εμπνευσθεί απ’ αυτόν υψηλά έργα» (Αθανασίαδη Τάσου, Ο γυιός του ήλιου, σελ. 13 κ.έ.).
Θα ήταν δυνατόν να προσθέσεις ότι πολλοί, από την αρχαιότητα ως στις ημέρες μας, άσχολήθηκαν με ζέση για τον Ιουλιανό και γράφτηκαν αρκετά έργα λογοτεχνικά, ιστορικά, δραματικά, πεζά και ποιητικά. Στην αρχαιότητα ο Ολυμπιόδωρος ύμνησε τον Ιουλιανό. Κατά τους χρόνους του Ρομαντισμού κατέθελγε τη φαντασία και η Λογοτεχνία βρήκε γόνιμο έδαφος στο βίο του. Στη Γερμανία ονομάσθηκε «ο ρομαντικός επί του θρόνου». Ο Γάλλος Αλφρέδος ντε Βινύ έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, ο Ρώσσος Δημήτρη Μιρεϊκόφσκυ έγραψε μυθιστόρημα «ο θάνατος των θεών» και ο Ίψεν δράμα «Ο αυτοκράτωρ και ο Γαλιλαίος». Αλλά και άλλοι όπως ο Ιταλός ανθρωπιστής Μαρσίλιο Φικίνο, ο Λατίνος ποιητής Προυδέντιος, ο Μονταίν, ο Βολταίρος, ο Σίλλερ, ο Γκαίτε, ο Ανατόλ Φράνς γοητεύθηκαν από την προσωπικότητα του Ιουλιανού και προβληματίσθηκαν στα έργα τους. Από τους Έλληνες παλαιότερα ο Κλέων Ραγκαβής εδραματοποίησε τον Ιουλιανό, αλλά και πολλοί νεώτεροι διανοούμενοι ελκύσθηκαν και έδωσαν λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα, όπως ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Τάσος Αθανασιάδης, ο Ν. Ζακόπουλος κ.ά.
Και σε βιβλία ιστορικών μπορείς να διακρίνεις κάποιους προβληματισμούς για την προσωπικότητα του Ιουλιανού, όπως: «Κατ’ εξοχήν τύραννος εθεωρήθη ο Φωκάς (602-610 μ.Χ.). Τουναντίον ο Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) καίτοι επεχείρησε να παρεμποδίσει την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού και επεδίωξε την επαναφοράν της παλαιάς θρησκείας, απεκλήθη απλώς παραβάτης διότι κατά την λοιπήν άσκησιν της εξουσίας δεν απέστη των αρχών του δικαίου και της χρηστής διοικήσεως. Ακόμη και εις την επιβολήν των θρησκευτικών του αντιλήψεων απέφυγε την άσκησιν βίας και τρομοκρατίας, ο Ιουλιανός, αρκεσθείς είτε εις ψυχολογικάς πιέσεις, είτε εις την επιβολήν περιορισμών εις την συμμετοχήν των Χριστιανών εις την διοίκησιν του κράτους και την παιδείαν, ως αυτός ο ιστορικός της Εκκλησίας Σωζομενός μαρτυρεί». (Αίκατ. Χριστοφι¬λοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σελ. 119).
Κάποιοι ιστορικοί φθάνουν ως το σημείο να σου εγκωμιάζουν υπερβολικά τον Ιουλιανό: «Δεν υπάρχει εις την Ιστορία φυσιογνωμία περισσότερον ελκυστική, δυσκόλως θα ευρεθή διάνοια υψηλοτέρα, ήθος ευγενέστερον και συγχρόνως μεγαλυτέρα δραστηριότης εις τον βραχύν βίον του ανδρός που έζησεν τριάκοντα δύο (32) έτη. Υπήρξε συγχρόνως μέγας στρατηγός, επιφανής πολιτικός και φιλόσοφος, εξαίρετος συγγραφέας, με ακατάβλητον θέρμην και σθένος, ημέραν και νύκτα καταγινόμενος εις τα ποικίλα έργα. Είναι είς από τους ολιγίστους ιστορικούς άνδρας της αρχαιότητος, οι οποίοι δεσμεύουν το ενδιαφέρον του ερευνητού, όπως και ο Περικλής, ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ίσως και εις μεγαλύτερον βαθμόν, διότι κατηνάλωσεν όλας τας δυνάμεις αυτού με θαυμαστήν δραστηριότητα εις την εκπλήρωσιν παραδοξοτάτης προσπάθειας». (Εγκυκλοπαιδ. των εθνών, Αδαμ. Αδαμαντίου, Ιουλιανός, σελ. 5).
Μερικοί φθάνουν στο σημείο να σου τον χαρακτηρίζουν γενικά μέγαν, όπως: «ήταν άξιος ν’ αναγράφεται ανάμεσα στους μεγάλους, αφού διέθετε τις τέσσερες μεγάλες αρετές: Σοφία, Δικαιοσύνη, Μετριοπάθεια, Θάρρος» (Κ. Δ. Παπαδημητρίου, Το άγνωστον Βυζάντιο, σελ. 41). Και σε σύγχρονο περιοδικό και βιβλίο, που είναι κυρίως Ελληνικής ιδεολογίας έκφραση, σού παρουσιάζεται μέγας ο Ιουλιανός και επαινείται η ένδοξη ελληνικότητά του, ενώ σε άλλες σελίδες ο Κων/νος ο Μέγας, ο Θεοδόσιος ο Μέγας και ο Ιουστινιανός σού επικρίνονται ως άξεστοι, αγροίκοι και δέσμιοι της εβραϊκής ιδεολογίας, (περ. Δαυλός», Δημ. Λάμπρου, «Αναζήτηση» σελ. 160). Ακόμα και ο Παναγ. Κανελλόπουλος ομολογεί πώς ο Ιουλιανός ήταν Έλληνας, «Μέσα στο πνεύμα του ατίθασου Ιουλιανού ζούσε ο ανένδοτος Έλληνας (Παναγ. Κανελλόπουλου, Ιστορία εύρωπ. πνεύματος, τόμ. 1ος, σελ. 32).
Ύστερα από όλα αυτά, και ενδεχόμενα περισσότερα, άρχίζεις να διερωτάσαι: Μήπως καλογηρική εμπάθεια των Χριστιανών μοναχών για τον Ιουλιανό, διετύπωσε τις βαρειές κατηγορίες του δράκου, του Ηρώδη, του Ναβουχοδονόσορα, τέρατος και αποστάτη; Μήπως αδικήθηκε μέχρι τώρα από την Ιστορία και επείγει να εξετάσεις δι' ολίγων τον βίον και τα έργα του Ιουλιανού, για να σχηματίσεις σαφέστερη εικόνα και γνώμη, αλλά και να αποκατασταθεί — κατά το δυνατόν — η αδικηθείσα μορφή του Ιουλιανού;
2. Ποιός ο βίος και το έργο του Ιουλιανού;
Οι βιογράφοι του και οι Ιστορικοί σού αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 331 ή το 332 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από επιφανείς γονείς, τη νεαρή Χριστιανή Βασιλίνα και τον αδελφό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ιούλιο Κωνστάντιο. Η μητέρα του πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε το 337 μ.Χ. στη μεγάλη σφαγή, που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Κων/νου για τη διαδοχή του, αλλά πριν εκλείψει, πρόλαβε και παρέδωσε τα παιδιά του για φύλαξη στο διάκονο Μάρκο.
Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος φρόντισε για την ανατροφή του Ιουλιανού και του αδελφού του, αναθέτοντας την εκπαίδευσή τους στον επίσκοπο της Νικομηδείας Ευσέβιο. Σύντομα όμως η φροντίδα για τον Ιουλιανό και τον αδελφό του ανατέθηκε στο Σκύθη Μαρδόνιο, παιδαγωγό και Ελληνιστή διδάσκαλο, που εμύησε τον Ιουλιανό στη γνώση και στο μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος. Μέχρι το 343 μ.Χ., που βρισκόταν στη Νικομήδεια, γνώρισε και τον ονομαστό Ελληνιστή, ρήτορα και διδάσκαλο, τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο.
Λίγο αργότερα βρίσκεις τον Ιουλιανό με τον αδελφό του Γάλλο να έχουν απομακρυνθεί στο φρουριο-αγρόκτημα Μάκελλον της Καππαδοκίας»,όπου παρέμειναν έξι (6) χρόνια μελετώντας, όπως σημείωσε και ο ίδιος: «Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν, εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκεν πόθος» (εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 53). Εκεί ήλθαν σε επαφή με τον εξ’ Αγκύρας πρεσβύτερο Γεώργιο, που δάνεισε στον Ιουλιανό τα βιβλία της βιβλιοθήκης του. Κατά την παράδοση εκεί, στο μοναστήρι του Αγίου Μερκουρίου, ο Ιουλιανός έγινε και αναγνώστης. Αλλά μολονότι η αναστροφή του ήταν με κληρικούς και θεολόγους, άρχισε να δημιουργείται και ν' αυξάνει και μία αντιπάθεια κατά των Χριστιανών.
Στην Κωνσταντινούπολη ο επίσκοπος Θεόφιλος που λεγόταν «Ινδός» για το λόγο ότι ήταν έγχρωμος - και αξίζει να σημειώσεις εδώ ότι ο Χριστιανισμός δεν έκανε διάκριση χρώματος — υπέβαλε γύρω στα 350 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο την ιδέα ότι αφού ο ίδιος δεν είχε διάδοχο, θέλημα του Θεού ήταν να βασιλεύσουν τα εξαδέλφια του Γάλλος και Ιουλιανός. Ο Κωνστάντιος αποδέχθηκε την εισήγηση του επισκόπου, επισκέφθηκε ο ίδιος τα εξαδέλφια του στην Καππαδοκία και τα προσκάλεσε στην Κων/πολη. Ο Γάλλος και ο Ιουλιανός ήλθαν αμέσως στην Κων/πολη, όπου ο Γάλλος έγινε καίσαρας και έφυγε για την περιοχή του, ενώ ο Ιουλιανός μαθήτευσε στο Χριστιανό σοφιστή Εκηβόλιο και στο Λάκωνα Νικοκλή, από τους οποίους διδάχθηκε κριτική κειμένων, Ετυμολογία, Γραμματική και Λεξικογραφία, Μετρική, Προσωδία, Ιστορία, Γεωγραφία και Μυθολογία, ακόμα και την τέχνη - τεχνική της στιχοποιΐας.
Λίγο αργότερα ο Κωνστάντιος έδωσε την άδεια στον Ιουλιανό να μένει στη Νικομήδεια και να παρακολουθεί εκεί και στην Πέργαμο μαθήματα. Στην Πέργαμο διατηρούσαν σχολές οι νεοπλατωνικοί Αιδέσιος, Ευσέβιος και Χρυσάνθιος. Παράλληλα σπούδαζε και Χριστιανικά γράμματα, αλλά και τα «υπομνήματα» από τις παραδόσεις του Λιβανίου. Πήγε και στην Έφεσο όπου συνάντησε το νεοπλατωνικό φιλόσοφο Μάξιμο, «έναν των δραστηριωτέρων απατεώνων όλων των εποχών, ως τον χαρακτηρίζει ο Ε. Stein» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ. τομ. Α' σελ. 158).
Αλλά ο Ιουλιανός ένιωθε ανήσυχος, ιδιαίτερα αφότου ο Γάλλος άρχισε να χάνει τη συμπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίου. «Ο Γάλλος σκληρότατος και καχύποπτος δεν εδίσταζε να επιβάλλη την θανατικήν ποινήν εις τους οπωσδήποτε αντιθεμένους προς αυτόν, ενώ συγχρόνως απέφευγε να μετέχη προσωπικώς εις επιχειρήσεις αποσκοπούσας εις την εμπέδωσιν της τάξεως και ηρεμίας εις την περιοχήν του, περιοριζόμενος εις την λήψιν σκληροτάτων μέτρων κατά των αντιπάλων του. Ως διοικητής Ανατολής με έδραν την Αντιόχειαν το 352 μ.Χ. κατέπνιξεν εις το αίμα επανάστασιν των Ιουδαίων, καύσας την Διοκαισάρειαν, την Τιβεριάδα και Σεπφωρίδα. Γενικώς επέδειξε σκληρότητα και ολιγωρία περί τα κοινά» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ. τόμ. Α σελ. 140). Το 354 μ. X. ο Γάλλος θανατώθηκε, υστέρα από διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβήθηκε και για τη ζωή του, αλλά έχοντας τη συμπάθεια, τη φιλία και την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, δεν διέτρεξε κίνδυνο.
Στα κρίσιμα χρόνια 354-355 μ.Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε στην Κων/πολη, στην Τροία, στα Μεδιόλανα(= Μιλάνο) και το καλοκαίρι του 355 στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μόνο για τρεις μήνες. Στην Αθήνα έγινε μαθητής της Πλατωνικής Ακαδημίας και πιο συγκεκριμένα του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και των νεοπλατωνικών Πρίσκου και Ιμερίου. Στην Αθήνα συνάντησε και τους δυο Καππαδόκες Βασίλειο και Γρηγόριο, αλλά διεφώνησε μαζί τους. Στην Αθήνα παρακολούθησε την εορτή των Παναθηναίων και προσευχήθηκε στην Αθηνά, στην Ακρόπολη.
Την Ιεράν Οδόν διαβαίνοντας πήγε στην Ελευσίνα, συναντήθηκε με τον ιεροφάντη της Ελευσίνας και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, αφού είχε υποστεί τα εξαγνιστικά λούσματα και τους άλλους εξαγνισμούς. Έχοντας μυηθεί και στα Oρφικά Μυστήρια, εισήλθε στα Ιερά των Ελευσινίων μυστηρίων και είδε όλα τα ιερά σύμβολα, είδε τον όφιν του Τριπτολέμου, πήρε μέρος στο συμβολικό δείπνο, έπιε τον κυκεώνα (= μαγικό ποτό) και ύστερα από επικλήσεις στη Θεά Δήμητρα δοκίμασε και τον Ιερόν πλακούντα.
Τότε ήλθε στην Αθήνα η πρόσκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίου στον Ιουλιανό -ύστερα από εισήγηση της αυτοκράτειρας Ευσεβίας - να τον κάνει καίσαρα και να τον στείλει στην πέραν των Άλπεων Γαλατία. Την αποδέχθηκε, έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε στο Μιλάνο, όπου νυμφεύθηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη, αφού δέχθηκε να του κοπεί ο φιλοσοφικός πώγωνας και ν’ αλλάξει το μανδύα του Έλληνα φιλοσόφου με το στρατιωτικό ένδυμα Ρωμαίου στρατηγού.
Από το Νοέμβριο του 355 μ.Χ. ως το φθινόπωρο του 361 ο Ιουλιανός ήταν καίσαρας στις χώρες της Δύσεως. Οι βιογράφοι του σε πληροφορούν, ότι, ως καίσαρας, ανέδειξε εξαιρετικές ικανότητες και αποδείχθηκε στραγηγός με ακατάβλητη θέληση, υπεράνθρωπη αντοχή πετυχαίνοντας αλλεπάλληλες νίκες κατά των βαρβάρων Γερμανικών φύλων.
Είχε ως κέντρο δράσεως τη Λουτηκία(=σημερινό Παρίσι) και εφάρμοσε με συνέπεια και επιτυχία το διοικητικό και οικονομικό σύστημά του. Πέρασε δυσκολίες εσωτερικές πολλές μέχρις ότου επιβληθεί καθόσον οι στρατιώτες του αρχικά τον έβλεπαν με πολλή καχυποψία και τον ύβριζαν «ασιάτη-εκτεθηλυμένο Έλληνα» ή κόλακα - σοφό βλάκα», μαθαίνοντας ότι ο Αφρικανός υπηρέτης του Ευήμερος και ο Ιεροφάντης της Ελευσίνας τον βοηθούσαν να κάνει θυσίες στους θεούς. Σιγά-σιγά τον αγάπησαν και τον αναγνώρισαν. Φθάνοντας οι ειδήσεις των επιτυχιών του Ιουλιανού στον Κωνστάντιο στην Κων/πολη, άρχισαν να προκαλούν τη ζηλοτυπία του, ιδιαίτερα μετά το 358 μ.Χ.. που πέθανε η προστάτιδα του Ιουλιανού, η αυτοκράτειρα Ευσεβία.
Ωστόσο ο Κωνστάντιος άρχισε μία στρατηγική φθοράς του επιτυχημένου Ιουλιανού: θέλοντας ο Κωνστάντιος να αναλάβει εκστρατεία κατά των Περσών, έστειλε διαταγή στους αρχηγούς των Γαλατικών στρατευμάτων να σπεύσουν να τον βοηθήσουν, χωρίς να ενημερώσει τον καίσαρά τους Ιουλιανό. Μ' αυτόν τον τρόπο θα μειώνονταν οι δυνάμεις του Ιουλιανού κατά το 1/2 και ακόμη γινόταν αντιληπτό ότι ο καίσαρας είχε πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Επί πλέον στις αρχές του 360 μ.Χ. άρχισαν να δρούν και τα βαρβαρικά Γερμανικά φύλα εναντίον του Ιουλιανού, που υποκινήθηκαν κυρίως από τον Κωνστάντιο.
Μπροστά στη διαμορφωθείσα κατάσταση ο στρατός του Ιουλιανού αρνήθηκε να υπακούσει στον Κωνστάντιο, ανταπεξήλθε νικηφόρα στις ύπουλες επιθέσεις των Γερμανικών βαρβαρικών φύλων και το σημαντικότερο ανακήρυξε -διστακτικά στην αρχή- τον Ιουλιανό αυτοκράτορα, που ήπια φερόμενος έστειλε επιστολή στον Κωνστάντιο, ζητώντας να αναγνωρισθεί απ’ αυτόν Αύγουστος. Παράλληλα ο Ιουλιανός κέρδησε πολύτιμο χρόνο, αφού ολόκληρος ο χρόνος του 360 μ.Χ. πέρασε με ανωφελείς διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κωνστάντιου που βρισκόταν στην Αντιόχεια και του Ιουλιανού που παρέμεινε στο Παρίσι.
Το θέρος του 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός αποφάσισε να αντιμετωπίσει δυναμικά τον Κωνστάντιο, αφού πρώτα ζήτησε από τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς να του ορκισθούν πίστη μέχρι θανάτου. Διήρεσε το στρατό του σε τρία μέρη, στέλλοντας το πρώτο τμήμα να προχωρήσει δια μέσου της Βόρειας Ιταλίας, το άλλο κατευθύνοντάς το δια μέσου της Ραιτίας και οδηγώντας ο ίδιος το τρίτο τμήμα κατερχόταν προς την Κωνσταντινούπολη από τη δίοδο του Μέλανος Δρυμού, αποσκοπώντας να φέρει σύγχυση στους διατακτικούς πληθυσμούς και να επιτύχει τον έλεγχο ή την αναγνώριση ευρύτερου τμήματος, ώστε τελικά να αναγκάσει τον Κωνστάντιο να τον αποδεχθεί ως Αύγουστο και συναυτοκράτορα. Τα τμήματα του στρατού του Ιουλιανού, αφού πέρασαν το Δούναβη, κατέλαβαν το Σίρμιο και έφθασαν ως τη Ναϊσσό της Σερβίας, όπου έφθασε η είδηση πως ο Κωνστάντιος, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, πέθανε. Και έτσι στις αρχές Νοεμβρίου του 361 μ.Χ. ο Ιουλιανός βρέθηκε μονοκράτωρ και καθώς δεν υπήρξε καμία αντίσταση, εισήλθε πανηγυρικά στις 11 Δεκ. 361 μ.Χ. στην Κων/πολη.
* * *
Από τη διακυβέρνηση του Ιουλιανού μπορείς να επισημάνεις τις εξής αρχές του και δραστηριότητές του: Eξέδωσε Διάταγμα για ελεύθερη άσκηση της λατρείας κάθε θρησκείας. Ξεκαθάρισε την αυτοκρατορική αυλή από την πολυτέλεια και το μεγάλο πλήθος των υπαλλήλων και αρκέσθηκε σε πολύ μικρό αριθμό υπαλλήλων επιβάλλοντας τη λιτότητα στην όλη ζωή και στις εκδηλώσεις της Αυλής. Απέστειλε έπιστολές - διακηρύξεις στις μεγαλύτερες και ιστορικά σημαντικότερες πόλεις της Ιταλίας και της Ελλάδας με τις οποίες εξέθετε όσα είχε υποστεί από τον Κωνστάντιο και ανακοίνωνε το πολιτικό-διοικητικό του πρόγραμμα. Στο πρόγραμμα διακρίνονταν τρεις στόχοι της πολιτικής του Ιουλιανού: η ριζική αναδιάρθρωση της διοικητικής μηχανής του μεγάλου κράτους, η μεταρρυθμιστική εκπαιδευτική και θρησκευτική πολιτική και η εξουδετέρωση του Περσικού κινδύνου:
Οι βιογράφοι σού εκφράζονται με πολλή συμπάθεια κυρίως για το διοικητικό πρόγραμμα, επαινώντας «τη στροφή της προσοχής του προς τις πόλεις της Αυτοκρατορίας και προς τις βουλές τους(=τοπικά βουλευτήρια), που αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Ελληνική παράδοση Αυγούστου, ότι η Αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθνους, τόμ. Ζ σελ. 58).
Τις επιχειρήσεις κατά των Περσών άρχισε ο Ιουλιανός μετά από 16 μήνες διακυβερνήσεως τον Ιούλιο του 362 μ.Χ. ορίζοντας κέντρο δραστηριοτήτων του την Αντιόχεια. Κάποιοι σύγχρονοί του βεβαιώνουν ότι ο Ιουλιανός ονειρευόταν να μετατοπίσει την πρωτεύουσα του κράτους στην Αντιόχεια, όπου και παρέμεινε συνήθως, αλλά δεν κατώρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια των Αντιοχέων. Στην Αντιόχεια κυκλοφόρησε και το έργο του «Μισοπώγων», ένα είδος απολογίας και αυτοσάτιρας, ίσως το πιο ενδεικτικό των διαθέσεών του έργο, καθόσον ο Ιουλιανός δεν έπαυσε ποτέ να συγγράφει. Έχοντας ως πρότυπο διαβιώσεως τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Μέγα Αλέξανδρο για στρατηγό-νικητή των Περσών, το 363 μ.Χ. επεχείρησε εκστρατεία κατά των Περσών, αποσκοπώντας στην κατάχτηση του Περσικού κράτους. Στις πρώτες συγκρούσεις, από 16 ως 25 Ιουνίου 363 μ.Χ. σημείωσε νίκες, αλλά στις 26 Ιουνίου, αφού καταπονήθηκε και εξαπατήθηκε από παραισθήσεις, μάντεις, οιωνοσκόπους, αυτομόλους και κατασκόπους, έπεσε πολεμώντας μεταξύ των πρώτων μαχητών «εν μέσοις τοις πολεμίοις γενόμενος, δόρατι βάλλεται κατά της πλευράς».
Ποικίλες γνώμες και διαδόσεις σού διασώζουν οι βιογράφοι του για το θάνατο του: «εν τοις ημετέροις ην ο φονεύς» υποστήριζε ο Λιβάνιος, «οικείος στρατιώτης ως ο πολύς λόγος κρατεί» ανέφερε ο Σωκράτης, ενώ ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, που ως αξιωματικός παρακολούθησε την εκστρατεία σημείωσε «άγνωστον πόθεν». Ο Γ. Κεδρηνός, μεταγενέστερος κατά πολύ ανέφερε την παράδοση ότι «τη χειρί του αίματος λαβόμενος έρραινεν εις τον αέρα λέγων νενίκηκας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε» (G. Cedreri, Historiarum Compendium Ρ 307d. σελ. 538).
Εκείνη όμως η παράδοση, που θα σε εντυπωσίαζε περισσότερο, είναι αυτή που αναφέρουν ο Μ. Γλύκας και ο Ι. Μαλάλας: «Και περί ώραν δευτέραν της αυτής ημέρας ο βασιλεύς Ιουλιανός παριών(=επιθεωρώντας) το στράτευμα και δυσωπών( = παρακαλώντας) αυτούς μη ατάκτως φέρεσθαι ετρώθη αδήλως... και προσεσχηκώς Ιουλιανός ο βασιλεύς εαυτόν σφαγέντα κατά της μασχάλης επηρώτησεν αυτούς, πώς λέγεται η κώμη όπου εστίν ο παπυλεών μου(=σκηνή μου); Και είπον αυτώ ότι Ασία λέγεται. Και ευθέως έκραξεν: Ω ήλιε, απώλεσας Ιουλιανόν· και εκχυθείς το αίμα παρέδωκε την ψυχήν ώραν νυκτερινήν πέμπτην... Εν αυτή δε τη νυκτί είδεν εν οράματι και ο οσιώτατος επίσκοπος Βασίλειος ο Καισαρείας Καππαδοκίας τους ουρανούς ηνεωγμένους και τον σωτήρα Χριστόν επί θρόνου καθήμενον και ειπόντα κραυγή. Μερκούριε, απελθών φόνευσον Ιουλιανόν τον βασιλέα, τον κατά των Χριστιανών. Ο δε άγιος Μερκούριος εστώς έμπροσθεν του Κυρίου εφόρει θώρακα σιδηρούν αποστίλβοντα και ακούσας την κέλευσιν αφανής εγένετο. Και πάλιν ευρέθη εστώς έμπροσθεν του Κυρίου και έκραξεν, Ιουλιανός ο βασιλεύς σφαγείς απέθανεν, ως εκέλευσας Κύριε. Και πτοηθείς εκ της κραυγής ο επίσκοπος Βασίλειος διυπνίσθη τεταραγμένος. Ετίμα γαρ αυτόν Ιουλιανός ο βασιλεύς και ως ελλόγιμον(=πολύ μορφωμένο) και ως συμπράκτορα(=φιλικό βοηθό) αυτού, και έγραφεν αυτώ συχνώς. Και κατελθών ο Άγιος Βασίλειος δια τα εωθινά εις την Εκκλησίαν, καλέσας πάντα τον κλήρον αυτού, είπεν αυτοίς το του οράματος μυστήριον, και ότι εσφάγη Ιουλιανός ο βασιλεύς και τελευτά εν τη νυκτί ταύτη· και πάντες παρεκάλουν αυτόν σιγάν και μηδενί λέγειν τι τοιούτον!». (Joannis Malalae, Chronographia I Xiii, Corp. Scr Hist. Byz., σελ. 333-334 και Michael Glycac. Pars IV, σελ. 429).
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός αναφέρει την φήμη ότι ο Ιουλιανός, όταν τραυματίσθηκε, προσπάθησε να πέσει στον ποταμό, ώστε τα στρατεύματά του να νομίσουν ότι εξαφανίσθηκε κατά τρόπο μυστηριώδη και να τον τιμήσουν ως Θεό. Ο Σωκράτης πρόσθεσε ότι «υπέκυψεν μετά τινάς ώρας εις τα τραύματά του συνδιαλεγόμενος μέχρι τελευταίας του πνοής, ήρεμος και γαλήνιος ως φιλόσοφος μετά των συντρόφων του περί της sublimitas animo- rum»(=αιωνιότητας των ψυχών). Πιθανώτατα στον ελληνοσύρρο Ιστορικό της Εκκλησίας Θεοδώρητο τον Κύρρου οφείλεται η περισσότερο γνωστή-δραματική ρήση ότι τίναξε στον αέρα μία χούφτα αίμα από την πληγή του ψωνάζοντας, νενίκηκας ω Γαλιλαίε (ή Ναζωραίε)» (εκδ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθν.. τόμ. Ζ , σελ. 344). Και θεωρείται η παράδοση σχετικά με την επέμβαση του Αγίου Μερκουρίου, ως «του 5ου και 6ου αι. μ.Χ. εύρημα αγιογράφων το όραμα του Μ. Βασιλείου για εντολή προς τον άγιο Μερκούριο(=στρατιωτικό άγιο, που μαρτύρησε με σκληρά βασανιστήρια στους διωγμούς του αυτοκράτορα Δεκίου) να κτυπήσει τον Ιουλιανό. Έτσι και η παράδοση, ότι ο άγιος Μερκούριος παρουσιάζεται στον Ιοβιανό, διάδοχο του Ιουλιανού, που έγινε αυτοκράτωρ και του αναγγέλλει ότι θα κτυπούσε τον Ιουλιανό σε τρεις εβδομάδες» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. Έθν., τόμ. Ζ' σελ. 344).
3. Ποιά ήταν η θρησκευτική και εκπαιδευτική πολιτική του Ιουλιανού;
Διακρίνεται στον Ιουλιανό μόνιμη η συμπάθεια προς τους ειδωλολάτρες και ιδιαίτερα από τους χρόνους της πρώτης αρχής του ως καίσαρα στη Γαλατία τα έτη 356- 357 μ.Χ., όταν άφησε να μένουν νεκρό γράμμα οι νόμοι του αυτοκράτορα Κωνσταντίου για διωγμούς των ειδωλολατρών που ασκούσαν μαγεία και εκτελούσαν θυσίες. Και με το πρώτο του διάταγμα, ως Αύγουστος, από τη Δύση επέτρεπε την ελεύθερη άσκηση λατρείας για κάθε θρησκεία. Eξάλλου μόλις είχε γίνει καίσαρας, κάλεσε από την Ελλάδα τον Αφρικανό Ευήμερο και τον ιεροφάντη της Ελευσίνας για να τον βοηθούν να εκτελεί μυστικά τις θυσίες του στους αρχαίους θεούς. Τις απολάμβανε τις θυσίες ο Ιουλιανός, γενόμενος και ο ίδιος θυσιάζων ιερεύς και έλουζε την κεφαλήν του με το αίμα των ζώων των θυσιών, επειδή πίστευε πώς έτσι καθαριζόταν από τις αμαρτίες του. Όμως κρατούσε και προσχήματα προς τους Χριστιανούς, όπως λ.χ. στις 6 Ιανουαρίου του 361, ως Αύγουστος, την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων πήγε και στην Εκκλησία των Χριστιανών και λειτουργήθηκε.
Όταν έγινε μονοκράτορας αυτοκράτορας στην Κων/πολη, μπορείς να σημειώσεις ως πρώτη ενέργειά του την κατάλυση της θεοκρατικής Αυλής, που κληρονόμησε από τον προκάτοχό του Κωνστάντιο. Έτσι μετέβαλε εύκολα πλέον το παλάτι σε τόπο διαμονής ολίγων αφοσιωμένων ειδωλολατρών και άρχισε να εκδίδει νόμους που απέβλεπαν στην παλινόρθωση της ειδωλολατρικής αρχαίας θρησκείας και έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στην επαναδραστηριοποίηση παγανιστικών εορτών και θυσιών σε συνδυασμό με την αναστήλωση των ερειπωμένων αρχαίων ειδωλολατρικών ναών. Υπάρχουν μάλιστα «ακράδαντες αποδείξεις ότι ο Ιουλιανός έκτισε ένα Μιθραίο(=ναό προς τιμήν του Μίθρα) μέσα στα ανάκτορα, που το επισκεπτόταν καθημερινά για ν’ απευθύνει την προσευχή του προς το ύψιστο ον, τον βασιλέα Ήλιο». (Εκδοτ. Αθηνών. Ιστορ. του Ελλην. ’Έθνους, τόμ. Ζ' σελ. 61).
Άλλοι σού παραδίδουν ότι έκανε ειδωλολατρικές θυσίες ακόμα και στην αίθουσα συνεδρίων, ενώ ο Λιβάνιος σε ενημερώνει συγκεκριμένα ότι το πρωί θυσίαζε στο Θεό Ήλιο, το βράδυ στην Κυβέλη και στις θεότητες της νύχτας, ανάβοντας με τα χέρια του ο ίδιος τη φωτιά, κάνοντας τη θυσία ζώου και εξετάζοντας τα σπλάγχνα του.
Είχε και ο Ιουλιανός το μεγαλόπνοο (για τον ίδιο εννοείται όραμά του, που αγκάλιαζε κατά την κρίση του όλους τους τομείς του δημόσιου βίου και ήταν μία θεολογία του ελληνορρωμαϊκού Πανθέου των Oλυμπίων θεών με δύο δογματικούς ύμνους στη Μητέρα των θεών και στο βασιλιά Ήλιο σε συγκερασμό με τον Μιθραϊσμό. Επί πλέον διατήρησε και σημεία της Χριστιανικής παιδείας και αναστροφής του που εντοπίζονται στη διάθεση μεγάλων ποσών για να ιδρυθούν φιλανθρωπικά οικήματα, στην εκπόνηση προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας και ακόμα στη θρησκευτική-ηθική διαπαιδαγώγηση των υπηκόων του, καθώς σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία απέστειλε εγκυλίους ως Pontifex Maximus(=Μέγιστος Αρχιερεύς) προς αρχιερείς. Ως επίδραση της Χριστιανικής ανατροφής του και του Ιαμβλίχειου νεοπλατωνισμού σού εξηγούν οι μελετητές τη δημιουργία φιλοσοφικού ιερατείου από τον Ιουλιανό, στο οποίο ιερατείο συνιστούσε φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, ευλάβεια και εγκράτεια. Και ακόμα περισσότερο ζητούσε από το ιερατείο να οργανώσει και να πλαισιώσει ειδωλολατρικά μοναστήρια, ξενώνες, άσυλα και να αναπτύξει κήρυγμα για τις αξίες του Ελληνισμού.
Από τους πρώτους μήνες της μονοκρατορίας του έχεις δείγματα του πνεύματος της ανεξιθρησκείας, καθώς ανεκάλεσε από την εξορία όλους τους Χριστιανούς επισκόπους που κυρίως ήταν Oρθόδοξοι, εξορισθέντες από τους Αρειανούς. Αντιπροσωπευτική περίπτωση αναφέρεται ο Άγιος Αθανάσιος. Όμως πολύ σύντομα διακρίνεις μεταβολή στη στάση του Ιουλιανού και σκλήρυνση συμπεριφοράς προς τους Χριστιανούς, καθώς εξόρισε και πάλι τον Άγιο Αθανάσιο. Να προσθέτεις ακόμα ότι κολάκευσε τους Εβραίους και έδωσε εντολή για την ανοικοδόμηση του ναού του Σολομώντος επιθυμώντας ταυτόχρονα και να δώσει ένα δείγμα της ανεξιθρησκείας του, αλλά κυρίως ν' αποδείξει σφαλερή την προφητεία του Χριστού για την Ιερουσαλήμ (Κεφ. ΚΑ’ Κατά Λουκάν).
Μπορείς εύκολα να διαπιστώσεις ότι η αντίθεση και η εχθρότητα του Ιουλιανού προς τους Χριστιανούς και τον Χριστιανισμό αυξανόταν κατά γεωμετρική πρόοδο, άλλοτε με ωμές διατάξεις και άλλοτε με προσεκτικές-πονηρές διαδικασίες. Συγκεκριμένα θα είχες να απαριθμήσεις την κατάργηση του λαβάρου και του Χριστογράμματος από τα στρατεύματα και την αντικατάστασή των με παλαιότερα ειδωλολατρικά σύμβολα. Πολύ σύντομα άρχισε να αποκλείει έμμεσα τους Χριστιανούς από το στρατό, δημοσιεύοντας και εφαρμόζοντας το Νόμο ότι κάθε στρατιώτης ώφειλε να προσφέρει θυσίες στους θεούς της παλαιάς(=είδωλολατρικής) θρησκείας. Επανέφερε ταυτόχρονα την επιβολή σκληρών ποινών στο στρατό για πειθαρχία, επιδιώκοντας ν' απονέμει ο ίδιος τη δικαιοσύνη. Κατάργησε την απαλλαγή των Χριστιανών βουλευτών στα τοπικά βουλευτήρια των μεγάλων πόλεων από τις διάφορες φορολογίες και προχώρησε σε ευρεία εκκαθάριση «των δημοσίων υπηρεσιών από πλείστους Χριστιανούς υπαλλήλους, για να αποθαρρύνει πιθανότατα και την παραμικράν διάθεσιν αντιδράσεως κατά των υπέρ της εθνικής θρησκείας σχεδίων του» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου. Ίστορ. Βυζ. κράτ., τόμ. Α σελ. 160). Στα νομίσματα εισήγαγε παραστάσεις εμπνεόμενες από την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία και ειδωλολατρικά σύμβολα. Και ακόμα «αντικατέστησε τους νόμους του Μεγάλου Κωνσταντίνου τους εμπνεομένους υπό Ελληνο - Χριστιανικών αντιλήψεων δια διατάξεων ειλημμένων εκ του κλασσικού Ρωμαϊκού δικαίου» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία Βυζ. κράτ., Α σελ. 165).
Απαρίθμησε ακόμα την κατάργηση των προνομίων του Χριστιανικού Κλήρου, που χορηγήθηκαν από τον Μ. Κων/νο, ενώ παραχωρήθηκαν τα ίδια προνόμια στον εθνικό Κλήρο, τον οποιον οργάνωσε κατά το πρότυπο της Χριστιανικής Εκκλησίας. Μάλιστα οι ειδωλολάτρες σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας είχαν εκτραπεί σε πράξεις βίας κατά των Χριστιανών, όπως λ.χ. στην Αλεξάνδρεια, που προκάλεσαν το θάνατο του δουκός Αρτεμίου, ο οποίος αργότερα ανακηρύχθηκε μάρτυρας, καθώς και του επισκόπου Γεωργίου.
Ιδιαίτερα βίαιη αντιχριστιανική συμπεριφορά έδειξε προς τους Χριστιανούς της Αντιοχείας. Στη Δάφνη, προάστειο της πόλεως, υπήρχε αρχαίος ναός του Απόλλωνος, αλλά απέναντι υπήρχε και Χριστιανικό παρεκκλήσιο, όπου είχαν κατατεθεί και ετιμώντο τα οστά του Αγίου Βαβύλα, αγαπητού αγίου των Αντιοχέων. Ο Ιουλιανός διέταξε να μετακομισθεί η λάρνακα του αγίου Βαβύλα μακριά από εκεί, γιατί εμίανε το χώρο του ναού του Απόλλωνος. Για να τονώσει τους ειδωλολάτρες, ο ίδιος προσήλθε στο ναό του Απόλλωνος να προσφέρει θυσία, μολονότι οι πιστοί της αρχαίας θρησκείας ήταν ελάχιστοι, ο ναός ήταν έρημος και ο ίδιος ο ιερέας του Απόλλωνος ήλθε «φέρων οίκοθεν τω Θεώ χήνα». Η ενέργεια του Ιουλιανού εξώργισε τους Αντιοχείς και στις 22 Oκτωβρίου του 362 μ.Χ. εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαϊά που αποτέφρωσε τον ναόν του Απόλλωνος στη Δάφνη. Σε αντίποινα ο Ιουλιανός διέταξε να κλείσουν τη Μητρόπολη της Αντιόχειας, να κατασχέσουν την περιουσία του ναού και να καταστρέψουν και τα Χριστιανικά παρεκκλήσια των διδύμων της Καρίας, που βρίσκονταν και αυτά κοντά στο μαντείο του Απόλλωνος της Δάφνης. Νέο ξέσπασμα λαϊκής κατακραυγής ακολούθησε εναντίον του Ιουλιανού και ακούσθηκαν τα πρώτα σκωπτικά άσματα με θέμα τη φιλοσοφική γενειάδα του Ιουλιανού, ενώ στις αρχές του 363 μ.Χ. άρχισαν να ακούονται και εχθρικά συνθήματα κατά του Ιουλιανού από τους Αντιοχείς που θεωρούσαν αίτιο όλων των κακών τον παραβάτη Ιουλιανό. Τα σκωπτικά άσματα των Αντιοχέων - Χριστιανών ήταν η απάντηση στη σκωπτική συγγραφική δραστηριότητα του Ιουλιανού, που συνέγραψε τότε το έργο του «Κατά Γαλιλαίων», αποκαλώντας σκωπτικά τους Χριστιανούς, Γαλιλαίους.
* * *
Από το δεύτερο έτος της βασιλείας του ο Ιουλιανός άρχισε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής του πολιτικής, όπως αναφέρει ο Γ. Κεδρηνός: «ο δυσσεβής Ιουλιανός ενομοθέτει μη μετέχειν Χριστιανούς Ελληνικών μαθημάτων» (G. Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ 305a). Παρέδωσε την εκπαίδευση στους εθνικούς(=ειδωλολάτρες) υποστηρίζοντας την άποψη ότι η αμάθεια και η αγροικία είναι χαρακτηριστικά των Χριστιανών «Εις ημάς (δηλ. τους εθνικούς) ανήκουσιν η ευγλωττία και αι τέχναι της Ελλάδος, καθώς και η των θεών αυτής λατρεία, υμέτερος (δηλ. των Χριστιανών) δε κλήρος εστιν η αμάθεια, η αγροικία και ουδέν πλέον».
Στο Νόμο - Διάταγμα περί παιδείας, που δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουνίου 362 μ.Χ. καθώριζε ότι οι Χριστιανοί είχαν το δικαίωμα να διδάσκονται τα κλασσικά Ελληνικά γράμματα, έχαναν όμως το δικαίωμα να διδάσκουν οι ίδιοι τα Ελληνικά γράμματα. Ένα ειρωνικό σόφισμα επεξηγούσε τη νομοθετική κρίση του Ιουλιανού, ότι δηλαδή «άτοπον είναι οι ερμηνεύοντες τους αρχαίους συγγραφείς να ατιμάζωσι τους υπ’ αυτών τιμηθέντας θεούς».
Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβεις τον ύπουλο τρόπο, με τον οποίο πλήττονταν οι Χριστιανοί, καθόσον οι κατά κάποιο τρόπο πανεπιστημιακοί καθηγητές της εποχής εκείνης (σοφιστές και ρητοροδιδάσκαλοι), ή θα έπαυαν να είναι Χριστιανοί ή θα σταματούσαν να διδάσκουν, μια και ο διορισμός των υπέκειτο στην αυτοκρατορική κύρωση. Για το Χριστιανό διδάσκαλο της εποχής του Ιουλιαvoύ «διαγράφονταν oι εξής επιλογές: α) Ν’ αλλάξει την πίστη του για να μη χάσει το επάγγελμά του, β) Να διατηρήσει την πίστη του, αλλά να απολέσει τη θέση του και γ) Να προσαρμοστεί υποκριτικά στην απαίτηση του αυτοκράτορα και μεθοδικά να υπονομεύει την πίστη στους θεούς ή να φανεί ουδέτερος προς την παλαιά θρησκεία. Δεν υπάρχουν στατιστικοί πίνακες» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, Η Εκπαίδευση κατά τον 4ον αι. μ.Χ..σελ. 64).
Σημείωσε μόνον ότι και ο εθνικός(=ειδωλολάτρης) σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος αποδοκίμασε, μάταια βέβαια, τα μέτρα του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών διδασκάλων. «Αλλά και ο Αρμενικής καταγωγής Έλλην φιλόσοφος Προαιρέσιος εκ Καππαδοκίας, Χριστιανός αυτός, καίτοι εξηρέθη της νομοθετικής επιταγής του Ιουλιανού, όπως οι Χριστιανοί καθηγηταί αποστούν της διδασκαλίας εις φιλοσοφικάς σχολάς, παρητήθη της θέσεώς του εις την Σχολήν των Αθηνών, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας δια το ανελεύθερον τούτο μέτρον» (Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζ. Ιστορία, σελ. 120).
Αν εμβαθύνεις περισσότερο, μπορείς να διακρίνεις και τον απώτερο, ευρύτερο στόχο του Ιουλιανού, που «πίστευε ότι θα πετύχαινε στο διάστημα μιας μόνον γενεάς, να μη βρίσκεται πια κανένας μορφωμένος σε ολόκληρη την επικράτεια, που να σκέπτεται και να αισθάνεται με τρόπο Χριστιανικό» (Έκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 62). Και όπως πιο συγκεκριμένα σου επισημαίνει ένας σύγχρονος μελετητής «Με το διάταγμα αυτό σκόπευε να απομακρύνει από τα σχολεία τους Χριστιανούς, για να μην ακονίζουν τη γλώσσα και τη σκέψη τους με την κλασσική Γραμματεία, με τις ασκήσεις της Ρητορικής και τις φιλοσοφικές συζητήσεις, μ’ ένα λόγο να εκβαρβαρίσει σιγά-σιγά το Χριστιανισμό. Ακόμη και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, σύγχρονος του Ιουλιανού ιστορικός και βιογράφος του. χαρακτήρισε το Ιουλιάνειο διάταγμα βάναυσο και απανθρωπο» (Α.Β. Γιαννικόπουλου, Η Εκπ/ση κατά τον 4ον μ.Χ. αιώνα, σελ. 64).
Στα κείμενα του Ιουλιανού μπορείς να διαπιστώσεις κατά τον αυθεντικώτερο τρόπο τη σκληρή πολεμική του Ιουλιανού εναντίον των Χριστιανών, θα έλεγες με σύγχρονο τρόπο, με την ειρωνεία και το χλευασμό. Π.χ. Στο πρώτο βιβλίο του, «Κατά Γαλιλαίων» και στην «Κοσμολογία» ειρωνευόταν τη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης για τους Πρωτοπλάστους, τον Κήπον της Εδέμ και τον Όφιν, που τον θεωρεί «ευεργέτην» του ανθρώπου. Διερωτάται με κυνισμό σε τι γλώσσα μίλησε ο Όφις και γελοιοποιεί την Ιστορία του Πύργου της Βαβέλ. Από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης αρνείται τη Θεία Ευχαριστία και το Βάπτισμα. Χλευάζει τη Χριστιανική λατρεία γιατί συνδέεται με τάφους αγίων και σαρκάζει το Χριστιανικό ιδεώδες της πενίας, γιατί θα κατέρρεε το οικονομικό οικοδόμημα της Κοινωνίας» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του 'Ελληνικού Εθνους, τόμ. Ζ', σελ. 342,343).
Κοντολογής θα μπορούσες να προσθέσεις ότι φαινομενικά ο Ιουλιανός επεδίωξε την ελευθερία λατρείας όλων των θρησκειών και την καλλιέργεια των πολιτών με την Ελληνική παιδεία, ενώ στην πραγματικότητα οι ενέργειές του και οι μέθοδοι, που χρησιμοποίησε για να καθιερώσει και να εδραιώσει δήθεν την ανεξιθρησκεία και την ελληνοποίηση, «αποκάλυπταν ότι στόχος του ήταν η ανατροπή της Χριστιανικής Εκκλησίας» (Εκδοτ. Αθηνών, Ιστορ. του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ', σελ. 340).
4. Γιατί ο Ιουλιανός δεν μπορεί να θεωρηθεί Μέγας;
Όσο θυελλώδη και να χαρακτήριζες τον αιώνα του Ιουλιανού - άλλωστε οι περισσότεροι αιώνες της ιστορικής ζωής της ανθρωπότητας υπήρξαν θυελλώδεις - όσο ρομαντικόν ιδεολόγο και ενθουσιώδη Έλληνα να θεωρούσες τον Ιουλιανό, όσο και να παραδεχόσουν ότι η «καλογερική εμπάθεια» και παράδοξοι θρύλοι έρριψαν σκιάν στην αινιγματική -έστω και γλυκειά μορφή, για μερικούς λογετέχνες, που εγείρει αδιάπτωτον ενδιαφέρον και ζωηρότατον έλγητρον- δεν μπορείς να εκτιμήσεις και να αξιολογήσεις ως μέγαν τον Ιουλιανόν.
Δεν διακρινόταν για θάρρος και αποφασιστικότητα πάντοτε ο Ιουλιανός, αν και σε μερικές στιγμές έδειξε νάχει και θάρρος και γενναιότητα. Από την εποχή της νεότητάς του υπήρξε διπλοπρόσωπος, καθώς έκρυπτε τα συναισθήματα του και υποκρινόταν το Χριστιανό, ενώ ουσιαστικά είχε αρνηθεί το Χριστιανισμό. Αλλά συνέχισε και ως καίσαρας και ως αύγουστος ακόμη να υποκρίνεται το Χριστιανό σε κορυφαίες πανηγυρικές εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής. Διπλοπρόσωπος και προς τον «αυτοκράτορα Κωνστάντιο, καθόσον ενόσω ζούσε, δύο πανηγυρικούς - κολακευτικούς λόγους και εγκωμιαστικούς έγραψε για τον Κωνστάντιο και μόλις απέθανε, έστειλε επιστολές στις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας και Ελλάδος, όπου διεκτραγωδούσε τα παθήματά του από τον Κωσταντάντιο, δυσφημώντας τον μετά το θάνατό του. Διστακτικός υπήρξε και όταν ανακηρύχθηκε αύγουστος από το στρατό του, αποφεύγοντας τη διασάφηση των προθέσεών του και μάλλον ευνοήθηκε από το θάνατο του Κωνσταντίου. Και στα βίαια γεγονότα των εθνικών εναντίον των Χριστιανών της Αλεξάνδρειας περιορίσθηκε από μακράν να εκφράσει ακαδημαϊκά την αποδοκιμασία του. Το θάρρος που έδειξε στις εκστρατείες κατά των Γερμανών και η αυτοθυσία του στη τελευταία ατυχή εκστρατεία των Περσών δεν αρκούν να του εξασφαλίσουν τον τίτλο του Μεγάλου.
Μάλιστα αν ήθελες να κρίνεις τον Ιουλιανό ως στρατηγό από την τελευταία του εκστρατεία κατά των Περσών, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσες να τον θεωρήσεις Μέγαν. Έκανε μεγάλα στρατηγικά λάθη, όπως το ότι διεμοίρασε το στράτευμα, αγνοώντας μάλιστα τη μορφολογία του εδάφους και το ότι επιχείρησε πορείες σε έρημο με τροφές μόνον είκοσι (20) ημερών. Λάθος υπήρξε η περιπλάνηση του στρατεύματός του ενοχλουμένου από αφόρητο καύσωνα, από απειλητικά έντομα και τον στρατό των Περσών, που παρακολουθούσε όλες τις κινήσεις του. Λάθος του υπήρξε και η δράση του της τελευταίας ημέρας του, διότι ενώ είχε διατάξει υποχώρηση του στρατεύματός του, ρίχθηκε ο ίδιος στη συμπλοκή της εμπροσθοφυλακής του, εκτιθέμενος αλλόγιστα σε θανάσιμο κίνδυνο. Ούτε και διάδοχο πρόλαβε να ορίσει, ούτε φρόντισε να έχει, με αποτέλεσμα ο στρατός του να βρεθεί σε μεγάλη αμηχανία και σε θέση πλήρους ηττοπάθειας. Γι’ αυτό και ακολούθησε συνθήκη υποχωρητική στους Πέρσες καθώς το Βυζάντιο παρεχώρησε στους Πέρσες πέντε επαρχίες, την Αρζανηνή και τη Μοξιηνή στην Αρμενία, τη Ζαβδικηνή στη Μεσοποταμία, την Κορδοηνή (σημερινό Τουρκεστάν) και τη Ρημηνή. Και επί πλέον παρεχώρησε το Βυζάντιο και τις πόλεις Νίσιβιν, Σίγγαρα και Castra, Maurorum.
Αλλά και πείσμα, να παραγνωρίζει τα διδάγματα της Ελληνικής Ιστορίας, εντοπίζεις στις δραστηριότητες του Ιουλιανού, τον οποίον τόσον εκτιμούν ως Έλληνα μερικοί μελετητές. Περιφρόνησε την Ελληνική Ιστορία, καθώς παραγνώριζε το στόλο και την αξία του παράγοντα της θαλάσσιας δύναμης· ένας Έλληνας και μέγας μάλιστα δεν θα έκανε το σφάλμα — σωστή αυτοκτονία — να αχρηστεύσει το στόλο του. «Χαρακτηριστικόν της νοοτροπίας του Ιουλιανού, κατά τον Ζωναράν και τούτο· ενώ είχε στόλον επτακοσίων (700) τριήρεων και τετρακοσιων (400) φορτηγών πλοίων, όταν εξεστράτευσε κατά των Περσών, αποβιβασθείς εις Αντιόχειαν και νικήσας, επείσθη εις τους λόγους δύο Περσών αυτομόλων (ή κατασκόπων) και αφού επυρπόλησεν τον στόλον του πλήν δώδεκα πλοίων, ανέλαβεν μίαν εκτάκτως επικίνδυνον επιχείρησιν προς τα ενδότερα δια των ορέων, παρά δε την Κτησιφώντα εφονεύθη και ο στρατός του διελύθη» (Κ.Α. Αλεξανδρή, Η θαλασσία δύναμις εις την Ιστορίαν της Βυζ. αυτοκρατορίας, σελ. 38). Oπωσδήποτε σού είναι πολύ δύσκολον να παραδεχθείς ως μέγαν αυτοκράτορα, έναν που αυτοκαταστρέφει πυρπολώντας το στόλο του, στόλο χιλίων πλοίων!
Ούτε μετριοπάθεια και δικαιοσύνη ανάλογα με την ιδιότητα του Μεγάλου αναγνωρίζεις στον Ιουλιανό. Αναμφίβολα συμπαθείς την παιδική του ηλικία, για τις στερήσεις, την ορφάνια και τους κατατρεγμούς εξαιτίας δυναστικών ερίδων και εγκλημάτων. Αυτή η συμπάθεια όμως δεν αρκεί να παραγνωρίσεις ότι εξέλιπε πολλές φορές η μετριοπάθεια του Ιουλιανού, όταν έγινε αυτοκρατορας. Απομάκρυνε από το στρατό και από την αυλή αρκετούς στρατιωτικούς και υπαλλήλους και κατεδίκασε με δικαστικές αποφάσεις σε θάνατο ή σε εξορία, όσους θεωρούσε έμπιστους του προκατόχου του Κωνσταντίου. Η εξορία του Αγίου Αθανασίου, η επαναφορά άλλων αιρετικών από την εξορία, η δήμευση των περιουσιών και των Ιερών σκευών των Χριστιανικών Εκκλησιών, η ακύρωση των προνομίων των Χριστιανών, ενώ παράλλα χορηγούνται προνόμια στους είδωλολάτρες, η απομάκρυνση των Χριστιανών ενώ ταυτόχρονα οι διακρίσεις και τα αξιώματα προσφέρονταν αποκλειστικά σε εθνικούς(=ειδωλολάτρες), όλα αυτά αποδεικνύουν ξεκάθαρα πώς ούτε μετριοποθής, ούτε δίκαιος, συνεπώς ούτε και Μέγας υπήρξε ο Ιουλιανός ως αυτοκράτορας.
Με αχαριστία φέρθηκε ο Ιουλιανός στον επίσκοπο Αρεθούσης Μάρκο, που το 337 μ.Χ. όντας διάκονος, διέσωσε τον Ιουλιανό και τον αδελφό του Γάλλο, από το λουτρό αίματος της συγγενοκτονίας του Κωνσταντίου. Ο Μάρκος αρνήθηκε να βοηθήσει τον Ιουλιανό στην αποκατάσταση ειδωλολατρικού ναού με αποτέλεσμα να κακοποιηθεί βάναυσα από ομάδα εθνικών, και μόλις έσωσε τη ζωή του. Αλλά και στην περίπτωση του επισκόπου Αλεξανδρείας Γεωργίου, που φονεύθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες, ελέγχεται ο Ιουλιανός καθόσον ηπιότατα τιμώρησε τους ενόχους, ενώ «διέταξε να σταλεί σ’ αυτόν η θαυμάσια βιβλιοθήκη του Γεωργίου, οικειοποιηθείς αγαθά άλλου» (Έκδοτ. ‘Αθηνών, Ιστορία του Έλλην. ΈΟν., τόμ. Ζ\ σελ. 341).
Εκπλήττεσαι και με τη δολιότητα του Ιουλιανού να τοποθετεί «αγάλματα των ειδωλολατρικών θεοτήτων κοντά στο δικό του, ώστε κάθε φορά οι Χριστιανοί, που προσέρχονταν για ν’ αποδώσουν τις καθιερωμένες τιμές στον αδριάντα του αυτοκράτορος, αντιμετώπιζαν το σκληρό δίλημμα να τιμήσουν μαζί με τον αυτοκράτορα και τις ειδωλολατρικές θεότητες, ή να παραβούν τους νόμους του κράτους, αρνούμενοι να προσκυνήσουν το ομοίωμα του αυτοκράτορος. Αυτή η ενέργεια είναι χαρακτηριστική της δολιότητας με την οποία προσπαθούσε ο Ιουλιανός να παγιδεύσει τους Χριστιανούς, ώστε να αποστατήσουν χωρίς να διακρίνεται ο εξαναγκασμός τους» (Εκδοτ. Αθηνών. Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ σελ. 341).
Ούτε ως ελλόγιμον και σοφόν μπορείς να χαρακτηρίσεις τον Ιουλιανό, όταν αναλογισθείς ότι ως αυτοκράτορας εγκαινίασε - χωρίς διαδόχους ευτυχώς στο Βυζάντιο - μία νέα μορφή δίωξης του Χριστιανισμού και των Χριστιανών, που ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με πνευματική εξόντωση. Μόνον ένα ερώτημα θα αρκούσε ν' απευθύνεις σ’ εκείνους τους θαυμαστές του Ιουλιανού, που τον θεωρούν Μέγαν Έλληνα: με ποιά αρχή και θεωρία η διδασκαλία του αρχαιοελληνικού ανθρωπισμού συμβιβάζεται η πνευματική εξόντωση των αντιτιθεμένων; Όσο για τον Ιουλιανό θα προσυπέγραφες πώς «κακήν υπηρεσίαν στην υπόθεση του ανθρωπισμού προσέφερε, όταν ισχυριζόταν ότι θα απέκλειε από τη φιλολογική και καλλιτεχνική κληρονομιά της Ελλάδος -ακόμα και από τον ίδιον τον πολιτισμό- τους Χριστιανούς καλής θελήσεως» (Baynes - Moss, Βυζάντιο, σελ. 156). Πόσο μέγα να εκτιμήσεις τον Ιουλιανό για τη γνώμη του - κατοχυρωμένη με Νόμους και διατάγματα μάλιστα - ότι μόνον όσοι δέχονται να λατρεύουν τους θεούς του Ολύμπου, αυτοί είναι άξιοι να καλλιεργούν και να διδάσκουν τα αρχαία Ελληνικά γράμματα; Τόσο εύκολα να διαγραφεί ο οικουμενικός και ο διαχρονικός χαρακτήρας της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας; Από όσα γνωρίζεις, κανένας άλλος δεν υποστήριξε τέτοια παραδοξολογία, όπως ο Ιουλιανός, και κανένας δεν εργάσθηκε για να επαναλάβει και να εφαρμόσει-υλοποιήσει τέτοιες, ιδέες και τέτοιους σκοπούς.
Ούτε ως πολιτικόν ηγέτη ικανό και άξιο δικαιολογείσαι να επαινέσεις τον Ιουλιανό, γιατί δεν σου φαίνεται να είχε και λαϊκό έρεισμα -ως αυτοκράτωρ-, καθόσον «βασίσθηκε σε ένα σχετικά μικρόν αριθμό φιλοσόφων και διανοουμένων, μιας «ελίτ...», που είχε μικρή σχέση με τα λαϊκά στρώματα και τα προβλήματά τους» (Αλ. Γ. Κ. Σαββίδη, Τα χρόνια σχηματοποίησης του Βυζαντίου, σελ. 60). Δε διέθετε ικανό και αλάθευτο αισθητήριο για να αντιληφθεί την έλλειψη ενθουσιασμού των πληθυσμών για την πολιτεία του και τις μεταρρυθμίσεις του.
Ίσως να επέμενε κανείς πώς αξίζει να παραδεχθείς τον Ιουλιανό ως δημοκρατικόν ηγέτη, όταν απευθυνόμενος προς τις βουλές (τοπικές) των πόλεων της αυτοκρατορίας αντανακλούσε την πεποίθηση του αναθρεμμένου με την κλασσική Eλληνική παράδοση αυγούστου, ότι η αυτοκρατορία ήταν μία ομοσπονδία ημιαυτόνομων πόλεων με συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής, και όχι μια απολυταρχική μηχανή, που καταβρόχθιζε εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις» (Έκδοτ. Αθηνών, Ιστορία του Ελλην. Έθν., τόμ. Ζ σελ. 58). Και «προσεπάθησε να εμφυσήση νέαν πνοήν εις τους αστικούς θεσμούς και την αστικήν ζωήν γενικώς» (Ιωάν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. κράτ. τόμ. Α’, σελ. 164). Όμως πέραν από τις φράσεις - λέξεις του Ιουλιανού, δεν έχεις καμμία απόδειξη πώς έλαβε υπόψη του εισηγήσεις των βουλών των πόλεων πρώτα και μετά αποφάσισε, αλλ αντίθετα όλα σού μαρτυρούν πώς ενεργούσε πάντοτε ως απόλυτος μονάρχης.
Και ως πνευματικόν άνθρωπο και συγγραφέα να θεωρήσεις τον Ιουλιανό, δεν διακρίνεις μεγαλοσύνη. Σκέψου ότι στο έργο του «Μισοπώγων» υπερβάλλει και περιγράφει κυνικά τον εαυτόν του. με ακάθαρτη γενειάδα, με φθείρες και όνυχες. Τιμώρησε, γράφει, το πρόσωπό του (γιατί δεν ήταν ωραίος!) αφήνοντας να φυτρώσει πυκνή γενειάδα και υποχρεώνοντάς το ν’ ανέχεται τις «φθείρες, ώσπερ εν λόχμη θηρίων» και μεταχειρίσθηκε την «ευφυΐαν του εις την επικίνδυνον τέρψιν του να κινεί τον γέλωτα των υπηκόων του». (Εγκυκλ. των Εθνών. Αδαμ. Αδαμαντίου, Ιουλιανός, σελ. 47). Αγνοούσε ο Ιουλιανός την απλή αρχή, ότι ο ηγέτης αποφεύγει να προκαλεί τον γέλωτα και την οργή των αρχομένων. Ο Ιουλιανός, ατυχώς, με τα έργα του προκαλούσε τον γέλωτα και με τις πράξεις του την οργή των υπηκόων του.
5. Παλαιές και νέες κρίσεις και κάποιες προεκτάσεις.
Από τους παλαιούς ο Γ. Κεδρηνός διέσωσε την παράδοση ότι στον ίδιο τον Ιουλιανό έφθασε το μήνυμα των καιρών με τον χρησμό απάντηση του μαντείου των Δελφών με το φίλο του Ιουλιανού ιατρό Ορειβάσιο: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσα. Απέσβετο και λάλον ύδωρ» Δηλαδή, να πείτε στο βασιλιά (Ιουλιανό), σωριάσθηκε κάτω η περίτεχνη κατοικία, ο Απόλλωνας δεν έχει πλέον στέγη, ούτε τη μαντική δάφνη, ούτε την πηγή που ομιλεί με φωνές. Στέρεψε και το νερό που (G.Cedrini, Historiarum Compendium, Ρ. 304 α) κάνει τους ανθρώπους εύγλωττους. Από τους νέους ίσως να εντυπωσίαζε και η γνώμη του Δημ. Βικέλα: «Υπάρχουν άνθρωποι εναβρυνόμενοι εις την καταστροφήν. Αυτή τους ελκύει, αυτή τους εμπνέει. Και από την Ιστορίαν του Γίββωνος εκλεκτότερα τα κεφάλαια ΚΒ’ και ΚΓ' δια τα κατορθώματα του Ιουλιανού, τελευταίου υπερμάχου του πολυθεϊσμού» (Δημ. Βικέλα. Περί Βυζ. μελέτη, σελ. 67) και κατά συνέπεια η ευνοϊκή θεώρηση του Ιουλιανού είναι και θέμα ψυχολογικής ιδιοσυγκρασίας.
Oπωσδήποτε είναι ιστορικά ακριβές και αληθινό ότι «με την άνοδον του Ιουλιανού εις τον θρόνον ήλθεν εις το προσκήνιον το πρόβλημα της συμβιώσεως της φθινούσης αρχαίας θρησκείας και του Αρχαίου πολιτισμού μετά των δογμάτων της νέας θρησκείας και των νέων κοσμο-βιοθεωριακών αντιλήψεων» (Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορ. Βυζ. κράτ., Α σελ. 157). Όμως είναι γεγονός ότι ο Ιουλιανός δεν γεννήθηκε ειδωλολάτρης, αλλά αποκήρυξε τη Χριστιανική πίστι, είτε εξαιτίας της τραγικής τύχης των οικείων του, είτε διότι ο ίδιος ταλαιπωρήθηκε ζώντας υπό περιορισμό. Και συντάραζαν τον Ιουλιανό ποικίλα και φλογερά αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα· καθόσον αγαπούσε τον Ελληνισμό και οραματιζόταν μία αναγέννηση του Ελληνισμού ενώ ήταν Ρωμαίος και μιλούσε τη Λατινική, πλήν όμως έγραψε στην Ελληνική. Έμμεσα ήταν και χριστιανός, διότι δανείσθηκε στις μεταρρυθμίσεις του πολλά από τον Χριστιανισμό, αλλ έγινε και ειδωλολάτρης ερχόμενος σε σφοδρή ρήξη με την Εκκλησία που κατέληξε σε ακαταμάχητη έχθρα.
Λέγεται, μερικές φορές, ότι το λάθος, η πλάνη είναι χειρότερα από το έγκλημα. Αυτή η γνώμη ισχύει κατεξοχήν για τον Ιουλιανό και τις επιδιώξεις του. «Τα παράτολμα σχέδια του Ιουλιανού χαρακτηρίζονται ρομαντικά και στην πραγματικότητα ήσαν φοβερά και καταλυτικά για την Εκκλησία» (Στ. Γ. Παπαδόπουλου. Η ζωή ενός μεγάλου, σελ. 209). Γι’ αυτό και ιστορικοί που εκφράσθηκαν κολακευτικά, όπως ο Αδαμ. Αδαμαντίου καταλήγουν να βεβαιώσουν ότι «ο θάνατός του ήτο ευτύχημα δια το κράτος, διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εις το τέλος η προσπάθειά του θα ήναπτε φοβερόν εμφύλιον πόλεμον» (Εγκυκλ. των εθνών, Αδ. Αδαμαντίου. Ιουλιανός, σελ. 57).
Η εποχή του Ιουλιανού σε διδάσκει ότι «παγανισμός και εθνικές λατρείες ξανακυριάρχησαν για λίγο με τα χρήματα και τη δύναμη του κράτους» (Στ. Παπαδοπούλου. Η ζωή ενός Μεγάλου, σελ. 209). Αλλά ο παγανισμός και η ειδωλολατρεία είχαν εσωτερικές αδυναμίες και ηττήθηκαν, όπως σου επισημαίνει και ο Ostrogorsky: «Η εσωτερική αδυναμία του αγώνα του Ιουλιανού φάνηκε πολύ καθαρά, όταν θέλησε να οργανώσει το εθνικό ιερατείο με πρότυπο την Χριστιανική Εκκλησιαστική Ιεραρχία. Ο ζήλος, που έδειξε για την ανανέωση της εθνικής λατρείας, όπως και η προσωπική του συμμετοχή στις θυσίες ζώων στους θεούς, προκάλεσαν τον χλευασμό και την αντίδραση όχι μόνον ανάμεσα στους κύκλους των Χριστιανών. Η νίκη του Χριστιανισμού ήταν πια ιστορική αναγκαιότητα» (Georg Ostrogorsky, Ιστορία του βυζ. κράτους, τόμ. Α', σελ. 110). Και οι ιστορικοί στην έκδοση της Ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Πανμίου Καίμπριτζ) (τόμ. Α σελ. 62) το ίδιο ξεκάθαρα σού τονίζουν: «Ο Ιουλιανός μάταια προσπάθησε ν’ αναστείλει την εξέλιξη. Η renovatio orbis (= ανανέωση του κόσμου) του Χριστιανισμού δεν μπορούσε ούτε ν' αναχαιτισθεί, ούτε ν' αντικατασταθεί από τον παγανισμό και την ειδωλολατρεία».
Η ετυμηγορία της Ιστορίας για τον Ιουλιανό είναι καταδικαστική. Καθόσον «κατά την κοινήν αντίληψιν ο πολιτικός ανήρ πρέπει να επιδιώκει κατά πρώτον λόγον την πρόοδον της υλικής ευπραγίας και της δυνάμεως του κράτους, υπό δε την έποψιν ταύτην η αποστασία του Ιουλιανού υπήρξεν ουδέν άλλο ή μία ασύνετος αντίδρασις» (Λ. Έσσελιγγ. Βυζάντιο και Βυζαντινός πολιτισμός, σελ. 19). Και «δεν δύναται να ονομασθή όπως ηξίωσαν οι εθνικοί μέγας, διότι μέγας δεν είναι ποτέ ο μη ευεργετήσας την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον το έθνος αυτού, ο δε Ιουλιανός βεβαίως δεν ευηργέτησε τον κόσμον» (Κων. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελλην. Έθνους, εκδ. Γαλαξία, τόμ. Η' σελ. 228). Και εντυπωσιακά εύγλωττη η παράγραφος που ακολουθεί και ανήκει σε σύγχρονο επιστήμονα και πολιτικό ηγέτη, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: «Ο Ιουλιανός πρέπει να αισθάνθηκε, στο τέλος, κάποιαν ερημιά γύρω του. Δεν είναι βέβαιο ότι πρόφερε πεθαίνοντας, τις λέξεις· «Νενίκηκας Χριστέ!...». Οι αναχρονισμοί δεν δημιουργούν ιστορία. Η κάθε εποχή έχει το νόμο της. Όποιος τον παραβαίνει - κι' ο Ιουλιανός ήταν μέγας Παραβάτης - φεύγει, χωρίς η δράση του ν' αφήνει βαθειά ίχνη στη γη της ιστορίας. Το ιστορικό κενό δεν μπορεί να διατηρήσει τα ίχνη. Στο κενό αγωνίσθηκε ο Ιουλιανός. Έτσι τα συγγράμματά του -ειδικότερα, όσα κατευθύνονται, όπως ο ύμνος «εις τον βασιλέα Ήλιον», προς κάτι το πνευματικά άπιαστο, ή στρέφονται κατά των Γαλιλαίων (= Χριστιανών) - είναι χαμένα μέσ’ στο ιστορικό κενό». (Παν. Κανελλόπουλου. Ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος τόμ. 1ος, σελ. 33).
* * *
Oπωσδήποτε ο Ιουλιανός στο Βυζάντιο δεν είχε ούτε διαδόχους, ούτε μιμητές, ούτε συνεχιστές. Μόνο το 15ο μ.Χ. αιώνα, στη δύση του Βυζαντίου, εμφανίστηκε ένας φιλόσοφος, κατά τη γνώμη άλλων κοινωνιολόγος, ο Γεώργιος Γεμιστός, ο Πλήθων με διαθέσεις ανάλογες προς τις αρχές του Ιουλιανού. Ίδρυσε Νεοπλατωνική Ακαδημία στο Μυστρά της Πελοποννήσου, εδίδασκε και έγραφε σαν αληθινός εθνικός (=ειδωλολάτρης), είχε συνθέσει ένα βιβλίο προσευχών και είχεν ονειρευθεί να δημιουργήσει ένα νεοειδωλολατρικό κόσμο. Αποτέλεσε μία τάση νεοϊουλιανισμού. Ανάλογες τάσεις παρουσιάσθηκαν στον αιώνα του Διαφωτισμού στην Ευρώπη, από φιλοσόφους - διαφωτιστές που εν ονόματι της ανεξιθρησκείας, ουσιαστικά αποδοκίμαζαν το Χριστιανισμό και την Εκκλησία. Βέβαια έχουν την ευθύνη και οι Χριστιανοί των αντίστοιχων εποχών, όπως είχαν μεγίστη ευθύνη και οι Χριστιανοί, ιδία οι άρχοντες, στην εποχή του Ιουλιανού. Αλλ η ευθύνη των Χριστιανών δεν πρέπει να συνεπάγεται το ανεύθυνο της ρήξης των αρνητών με τη Χριστιανική Εκκλησία.
Πολλοί επεσήμαναν ότι στην Ελλάδα, κυρίως ερασιτεχνικά, παρουσιάσθηκαν όψιμοι θαυμαστές και ακόλουθοι μέχρι ενός των ιδεών του Ιουλιανού και γενικότερα αντιχριστιανικών και αντιθρησκευτικών ιδεών εκφραστές και υπέρμαχοι. «Αντιθρησκευτική του εδάφους της Ελλάδος γονιμότης. Παρήγαγε αναρίθμους πτωχαλαζόνας, οίτινες μη εννοούντες μηδέ γρυ εκ των θρησκευτικών, επιτηδεύονται τον άθρησκον ή περιφρονούν την θρησκείαν, ίνα επιδεικνύωνται ως διάνοιαι ισχυραί και ανθρωποι της προόδου» (Χρ. Ανδρούτσου. Εκκλησία και Πολιτεία εξ’ επόψεως Oρθοδόξου, σελ. 81).
Μήπως όμως και στις ήμέρες μας παρουσιάζονται συνάμα Υλισμός και Νεοϊουλιανισμός; Κάποια αιτήματα για να επικρατήσει ως σκοπός της αγωγής των Ελληνοπαίδων η ανεξιθρησκεία, κάποιες προτάσεις, εκφραζόμενες με «επιστημονικά εκπαιδευτικά άρθρα σε συνδικαλιστικά ή επιστημονικά έντυπα των δασκάλων και καθηγητών, που ζητούν να παυσει ο «ιδεολογικός διαπότισμός των νέων» με τα δόγματα του χριστιανισμού, μήπως αποτελούν συγκεκριμένες τάσεις Υλισμού και Νεοϊουλιανισμού; Αλλά μήπως κάποια κρούσματα πολεμικής εναντίον των Χριστιανικών εικόνων και η απαγόρευση με νόμο της κυκλοφορίας χριστιανικών περιοδικών στα σχολεία σε συνδυασμό με την αδιαφορία πολλών για το σχολικό εκκλησιασμό, είναι ένδειξη τάσεως Νεοϊουλιανισμού και Υλισμού; Μήπως αποτελεί μία μορφή Νεοϊουλιανισμού και ο περιορισμός καλλιέργειας του θρησκευτικού συναισθήματος των μαθητών με κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου στα Νεοελληνικά Αναγνώσματα της ΑΘμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης;
Αναμφισβήτητα η Ελλάδα είναι χώρα ελεύθερη και δημοκρατική, όπου κάθε θρησκεία έχει δικαίωμα ύπαρξης, αλλά η Ιστορική αλήθεια, η αμερόληπτη Ιστορική Αλήθεια υποδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι χώρα Oρθόδοξη Χριστιανική και δεν μπορεί παρά να θεωρήσεις λάθος την τάση Νεοϊουλιανισμού και αποχριστιανισμού στην εκπαίδευση. Και ακόμη υποδεικνύει να θεωρήσεις αρνητική και καταδικασμένη σε αποτυχία την προσπάθεια, όσων αγωνίζονται να παρασύρουν σ’ αυτό το λάθος πολιτική-πνευματική ηγεσία και Τύπο και δι’ αυτών το λαό, όπως αρνητική και καταδικασμένη έμεινε και η προσπάθεια του Ιουλιανού.
Και για εκείνους που τόσο έλκονται από τη μορφή του Ιουλιανού εν ονόματι ελληνολατρείας και θεωρούν άξεστους και βάρβαρους, επηρεασμένους από τον Εβραϊσμό και φανατικούς τους Χριστιανούς, θα είχες να συστήσεις σ’ αυτούς να αναρωτηθούν με το λαϊκό ερώτημα. «Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Διότι ο Ιουλιανός δεν είναι ο καλύτερος εκφραστής του ελληνισμού. Και πώς μπορείς ν’ αγνοήσεις ότι η αρχαία Ελληνική Γραμματεία είναι θρησκευτική γραμματεία, ειδωλολατρική βέβαια, αλλά δεν είναι άθρησκη, για να προβάλλεται ως μοναδική λύση η ανεξιθρησκεία των αρχαίων. Και γιατί η ειδωλολατρεία να είναι ανεκτή, ενώ ο Χριστιανισμός να απορρίπτεται εξ ολοκλήρου και εξ αρχής; Και ακόμη, εν ονόματι ποιου Ελληνικού πνεύματος επιτρέπονται διωγμοί και πνευματική εξόντωση συνανθρώπων και ομοφύλων; Υπήρξε και τότε ανεπίτρεπτη η ταύτιση του Ελληνισμού με την ειδωλολατρεία, να συνεχίζεται όμως σήμερα μια τέτοια προσπάθεια προς τι; Τα αναιμικά τάγματα των θεών της αρχαίας Ελλάδος, δεν μπορούν να βοηθήσουν κανέναν να συλλαμβάνει τα μηνύματα της εποχής του και να αφουγκράζεται τους σφυγμούς της Ιστορίας.

Διελκυστίνδα
Ωστόσο ο λόγος αυτός επαληθεύτηκε στις σχέσεις του παπα-Νικηφόρου με τον κυρ-Γιάννη. Έπεσε ζήλεια. Ο γέροντας δυσκολευόταν πολύ να ανεχθεί τις ελάχιστες περιποιήσεις που έκανε ο παπα-Εφραίμ στον πατέρα του. Ένας δύσκολος και μακρύς αγώνας άρχισε∙ ένας αγώνας που δεν ταίριαζε ούτε στην πνευματική του κατάσταση ούτε στον αρχοντικό χαρακτήρα του. Πέρασε τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του προσπαθώντας να καταπραΰνει τον παπα-Νικηφόρο και να υπηρετεί, χωρίς να δίνει στόχο, τον πατέρα του. Ο γερο-Ιωσήφ που τον στήριζε, τον εμψύχωνε και τον ειρήνευε, είχε προ πολλού απέλθει προς τον Κύριο. Ο κυρ-Γιάννης, που νόμιζε ότι λόγω ηλικίας σύντομα θα πεθάνει, ζούσε και ζούσε. Έζησε κοντά τους οκτώ ολόκληρα, μαρτυρικά για τον παπα-Εφραίμ, χρόνια. Οι πατέρες έλεγαν: «Ο παπα-Εφραίμ μπήκε ανάμεσα σε δύο πυρά: απ’ τη μια ο πατέρας του, απ’ την άλλη ο γέροντάς του».
Σε φωτογραφία της συνοδίας της εποχής εκείνης ο παπα-Εφραίμ μοιάζει πιο γέρος από τα γεροντάκια. Σε τόσο ψυχικό κόπο μπήκε, που στο τέλος τα ‘βάλε με τον Θεό. Όπως ο πολύαθλος Ιώβ φώναζε εν προσευχή: «Ποιος θα μπει δικαστής ανάμεσά μας, που μου έδωσες αυτόν τον αβάσταχτο πειρασμό, Θεέ μου;»
Και ο γερο-Ιώβ όμως στεναχωριόταν. Είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ιώβ κάποια στιγμή που αρρώστησε πολύ. Αλλά συνήλθε και έζησε κάνα-δυο χρόνια ακόμη. «Βρε παιδί μου, έλεγε, λίρες να μου είχαν στρώσει στον δρόμο, δεν θα ‘ρχόμουν, αν ήξερα». Καθόταν στο δωματιάκι του και ολημερίς προσευχόταν με το κομποσχοίνι λέγοντας είτε την ευχή είτε «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε».
Κάποια μέρα φώναξε το παιδί του:
─Εφραίμη μου, Εφραίμη μου!
─Τι είναι, παππού;
─Έλα να σου πω κάτι. Να, εδώ που καθόμουν με πήρε λίγο ο ύπνος και άνοιξε η πόρτα και μπήκαν τρεις γυναίκες. Η μεσαία φορούσε στο κεφάλι της κορώνα και μου είπε:
─Τι κάνεις;
─Τι να κάνω∙ να, στενοχωρεύομαι. Μου λέει:
─Γι’ αυτό ήρθα, να σου πω να μη στενοχωρεύεσαι. Δεν θέλω να στενοχωρεύεσαι. Και έγιναν άφαντες.
─Ε! παππού, η Παναγία ήταν. Είδες τι σου είπε; Εδώ σε θέλει. Μη βάζεις λογισμούς να φύγεις.
Ο νευρώδης και οξύθυμος μπαρμπα-Γιάννης μεταβλήθηκε σε πράο και ανεξίκακο γερο-Ιώβ. Ο παπα-Εφραίμ θαύμαζε την ανεξικακία του και έβρισκε τον εαυτό του ελλειμματικό. Αρρώστησε κάποτε ο παπα-Νικηφόρος. Ο γερο-Ιώβ πρόλαβε στο παιδί του με αληθινό ενδιαφέρον: «Παιδί μου, να ρίξεις ποτήρια (βεντούζες) στον γέροντα, είναι κρυωμένος».
Η υπομονή του όμως έμελλε να δοκιμασθεί ως το τέλος. Κάποια νύχτα βγήκε στην υπαίθρια τουαλέτα, παραπάτησε και έπεσε. Είχε σπάσει τη λεκάνη του. Σαράντα μέρες έζησε μέσα στους πόνους μη θέλοντας να ειδοποιηθεί ο γιος του ο αξιωματικός, μήπως στεναχωρηθεί. Στις 8 Απριλίου 1971 κοιμήθηκε εν Κυρίω.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000

 

[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Κων/νου Παπαρρηγόπουλου,εκδ. Κάκτος,τόμος 8,σελ 234-256]
Ο αναγνώστης θυμάται ότι από τη γενική σφαγή των συγγενών του Κωνσταντίου, που έγινε στην αρχή της βασιλείας του, είχαν σωθεί μόνο δυο εξαδέλφια του βασιλιά, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός. Από αυτούς, ο πρώτος τότε ήταν δώδεκα χρονών και ο δεύτερος έξι. Και οι δυο ήταν γιοι του αδελφού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Ιουλίου Κωνσταντίου, που ήταν ανάμεσα στα θύματα της σφαγής. Για πολλά χρόνια είχε οριστεί να κατοικούν σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, όπου, ζώντας αρκετά άνετα, ανατρέφονταν και εκπαιδεύονταν από ονομαστούς δασκάλους, μαζί με άλλους και από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας.
Τελικά, το 351, ο Κωνστάντιος θεώρησε σωστό να δώσει το αξίωμα του Καίσαρα στον Γάλλο και να του αναθέσει τη διοίκηση της Ασίας με έδρα την Αντιόχεια. Ο Γάλλος όμως, δεν έδειξε καμιά επιδεξιότητα για να εκπληρώσει αυτό το έργο, αλλά αντίθετα έγινε ένοχος πολλών εγκλημάτων. Έτσι, ανακλήθηκε γύρω στα τέλη του 354 στην Κωνσταντινούπολη, φυλακίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Ιουλιανός κινδυνέυσε να έχει την ίδια τύχη, γιατί οι γύρω από τον Κωνστάντιο τού έλεγαν ότι ήταν αδύνατο αυτός ο νέος να μην έχει μέσα του την εκδίκηση για τα τόσα παθήματα της οικογένειάς του. Αλλά ο Ιουλιανός, που ανατράφηκε μέσα στη δυστυχία, έμαθε από πολύ νωρίς να κρύβει τη θλίψη του και την οργή του. Εκτός από αυτό, ανέλαβε την προστασία του η βασίλισσα Ευσεβία, που την καλοσύνη την οποία έδειξε προς τον Ιουλιανό συντηρούσε, σύμφωνα με την άποψη μερικών, και άλλο πιο τρυφερό αι-σθημα. Ο Κωνστάντιος πείστηκε να λυπηθεί και πάλι τον εξάδελφό του και όρισε ως τόπο διαμονής του την Αθήνα. Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα που προέκυψαν κατά τη σύντομη παραμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα, θα πρέπει να εκθέσουμε πώς ήταν αυτά τα χρόνια αυτή η πόλη και ποιες ήταν οι διαθέσεις του Ιουλιανού όταν διατάχτηκε να έρθει εδώ.
Η Αθήνα είχε χάσει πριν από καιρό την παλιά πολιτική και ηθική θέση της, ενώ από την εποχή που κυριεύτηκε από τον Σύλλα είχε πάθει και αρκετές υλικές ζημιές. Αλλά η ασυναγώνιστη δόξα που περιέβαλλε την πρωτεύουσα αυτή του αρχαίου ελληνισμού, τα λαμπρά μνημεία που τη στόλιζαν, η ευλάβεια που διατηρούσαν οι πολυάριθμοι ακόμα ειδωλολάτρες προς τα ελευσίνια μυστήρια και η συνείδηση για την ευγνωμοσύνη που οφειλόταν σ΄ αυτή τη χώρα, η οποία υπήρχε σε όλον τον ελληνικό κόσμο, την έκαναν σεβαστή στους άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους και πηγή μόρφωσης για όλους τους λόγιους άνδρες που συνέχιζαν να συρρέουν εδώ τόσο περισσότερο καθώς από τα χρόνια του Αδριανού, όπως είδαμε, οι σχολές της Αθήνας είχαν ιδιαίτερη αυτοκρατορική προστασία.
Είναι αλήθεια ότι σ’ αυτές τις σχολές δεν διδάσκονταν τώρα σπουδαία πράγματα και θεωρητικά ζητήματα, αλλά επικρατούσε η άγονη εκείνη σοφιστική τέχνη, στην οποία αναφερθήκανε εκτεταμένα (σελ. 65 και επ. αυτού του βιβλίου) και όπου το φιλοσοφικό σύστημα των νεοπλατωνικών μάταια αγωνιζόταν για πολλά χρόνια να δώσει κάποια νέα ζωή και ενεργητικότητα. Έτσι οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτές τις σχολές κατά τον τέταρτον αιώνα, από τον Λιβάνιο και τον Ευνάπιο, παριστάνουν εκείνες τις σχολές όχι μόνο όπως τις περιγράψαμε άλλοτε σύμφωνα με τις διηγήσεις του Φιλόστρατου, αλλά ακόμα περισσότερο ανάξιες για την αληθινή επιστήμη. Η εκπαίδευση στην Αθήνα είχε καταντήσει πράγματι μια ταπεινή λογομαχία, που τα κυριότερα ελατήριά της ήταν η χρηματική απληστία των δασκάλων και οι κωμικοτραγικές φιλονικίες ανάμεσα στους διδασκόμενους.
Ως τον Πειραιά και καμιά φορά ως το Σούνιο στέλνονταν άνθρωποι που έργο τους ήταν να προσελκύσουν τους νέους μαθητές που έρχονταν στο ένα ή στο άλλο διδασκαλείο, απαράλλαχτα όπως συμβαίνει σήμερα όταν φτάσετε με πλοίο σε κάποια μεγάλη πόλη, που ορμούν στο κατάστρωμα διάφοροι μεσίτες οι οποίοι προσπαθούν να σας πείσουν να πρότιμήσετε το ένα ή το άλλο ξενοδοχείο. Τότε όμως, δεν περιορίζονταν σε απλές προτροπές, αλλά εκτόξευαν και απειλές εναντίον όσων είχαν ήδη από πριν αποφασίσει που θα φοιτούσαν. Καμιά φορά και οι ίδιοι οι δάσκαλοι κατέβαιναν στον Πειραιά για να ψαρέψουν μαθητές. Τελικά, όταν οι μαθητές έφταναν σώοι στην Αθήνα, συνήθως με την προστασία του πλοιάρχου που τους είχε μεταφέρει, έπεφταν και πάλι σε νέους διαπληκτισμούς, κατά τους οποίους συχνά συνέβαιναν θάνατοι και τραυματισμοί.
Προπάντων, κάθε δάσκαλος αξίωνε να έχει μαθητές του όλους τους συμπατριώτες του. Όταν ο Ευνάπιος, π.χ. σπούδαζε στην Αθήνα, όσοι κατάγονταν από την Ανατολή συγκεντρώνονταν γύρω από τον Επιφάνιο, οι Άραβες γύρω από τον Διόφαντο, εκείνοι που ήταν από τον Πόντο γύρω από τον θεϊκό, όπως τον θεωρούσαν, Προαιρέσιο, που κοντά του συνέρρεαν και πολλοί σπουδαστές από τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Αλλά ο κανόνας αυτός δεν ήταν απαράβατος, με συνέπεια συνεχείς αποσκιρτήσεις από τον ένα δάσκαλο στον άλλο να συντηρούν αδιάκοπα τη φωτιά των διενέξεων. Οι διενέξεις αυτές γίνονταν τόσο περισσότερο φοβερές, καθώς το σύνολο των μαθητών είχε διαιρεθεί σε ένοπλους «χορούς» που είχαν τους δικούς τους «προστάτες»· οι χοροί αυτοί θεωρούσαν τις αιματηρές αυτές συγκρούσεις σαν αγώνες για την προάσπιση της πατρίδας τους. Η κατάσταση μάλιστα γινόταν τόσο κρίσιμη, ώστε αναγκαζόταν να επεμβαίνει ο ανθύπατος της Αχαΐας και να καλεί ενώπιόν του στην Κόρινθο τους αντιπάλους, και μαθητές και δασκάλους. Τότε γινόταν, με την παρουσία του ανθυπάτου, μεγάλος και επίσημος ρητορικός αγώνας, ιδιαίτερα αν τύχαινε ο Ρωμαίος άρχοντας να έχει κάποια ελληνική παιδεία.
Εξαιτίας της αδιάκοπης αυτής διχόνοιας, ούτε οι δάσκαλοι ούτε οι μαθητές μπορούσαν να εμφανιστούν στα θέατρα και στις στοές· γιατί όταν συναντιούνταν δυο αντίπαλοι χοροί, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Έτσι οι μαθητές περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας μπάλα και τη νύχτα τους ακούγοντας γλυκόλαλες τραγουδίστριες. Μερικοί μάλιστα, οι περισσότερο ανάγωγοι, δεν δίσταζαν να ληστεύουν τα σπίτια φιλήσυχων πολιτών. Πολλοί, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε τέτοια άσωτη ζωή, έπεφταν στα νύχια των τοκογλύφων.
Αλλά όσο ολέθρια κι αν είχε καταντήσει η παρακμή των σχολών στην Αθήνα, οι σχολές αυτές, επειδή ήταν από τα κυριότερα καταφύγια της ελληνικής παιδείας που είχε απομείνει, δεν στερούνταν από κάθε αξία, ιδιαίτερα εξαιτίας των περιστάσεων που τις περιστοίχιζαν. Βέβαια, δε γινόταν λόγος για σπουδαία φιλοσοφικά συστήματα και για πραγματική εκπαίδευση παρά μόνο μετά το τέλος του πέμπτου αιώνα, οπότε και θα πούμε περισσότερα γι’ αυτά. Εντούτοις όμως, διδασκόταν η γλώσσα, η αμίμητη γλώσσα του Πλάτωνα και του Δημοσθένη· σώζονταν τα ονόματα των πραγμάτων, διατηρούνταν οι μνήμες του παρελθόντος. Το να γίνονται όλα αυτά τα αιώνια, έστω και με λόγια απογυμνωμένα από την πραγματική ουσία των ιδεών τους, αλλά στον ίδιο χώρο που άλλοτε είχαν γίνει, υπό τον καθαρό ουρανό του και με την παρουσία των λαμπρών του μνημείων, που ακόμα υψώνονταν ακέραια, δεν μπορούσε παρά να έχει κάποιαν ακαταμάχητη επίδραση και να συντηρεί αισθήματα που δεν ήταν πάντοτε μη ευγενικά. Η Αθήνα έμοιαζε τότε ως ένα βαθμό με κείνους τους γέροντες, οι οποίοι, αφού έκαναν στην ακμή της ηλικίας τους έργα μεγάλα και ένδοξα, ευχαριστούνται στα τέλη της ζωής τους να διηγούνται τα αξιομνημόνευτα γεγονότα με τα οποία είναι συνδεμένο το όνομά τους. Οι άνθρωποι τούς ακούνε με ευχαρίστηση και πολλές φορές ωφελούνται από αυτή την ακρόαση.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε τώρα και στην Αθήνα· οι άνθρωποι συνέρρεαν εδώ για να θαυμάσουν τα μνημεία τα οποία διακήρυτταν το παλαιό μεγαλείο και για να ακούσουν τους δασκάλους που έτσι ή αλλιώς δεν έπαυαν να θυμίζουν εκείνο το μεγαλείο. Αν τα δημόσια θέατρα ήταν έρημα, οι πιο πλούσιοι από τους σοφιστές κατασκεύαζαν θέατρα στα σπίτια τους, που ήταν κομψές απομιμήσεις τιον μεγάλων εκείνων οικημάτων που κατοικούσαν κάποτε οι μούσες. Και εκεί, με τους φίλους, τους συγγενείς και τους μαθητές τους, χειροκροτούσαν τα αριστουργήματα των αρχαίων χρόνων. Αν πολλοί από τους νέους ξόδευαν τη ζωή τους σε ασωτείες και τιποτένιες διασκεδάσεις, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που διέκοπταν τις μονότονες ασχολίες τους και επισκέπτονταν και μελετούσαν τα ελευσίνια μυστήρια, κάνοντας μακρινές εκδρομές ως την Κόρινθο, την έδρα του ανθυπάτου Αχαΐας, και ως τα Ολύμπια και τα Ίσθμια και τους άλλους εθνικούς αγώνες, που δεν τελούνταν μεν με την αλλοτινή λαμπρότητα και πολυτέλεια, εξακολουθούσαν όμως να προσελκύουν σημαντικά πλήθη θεατών. Άλλωστε, η πόλη της Αθήνας διατηρούσε ως ένα βαθμό το αρχαίο της πολίτευμα, τους τύπους αυτού του πολιτεύματος, αλλά οι τύποι εκείνοι, με τις αναμνήσεις με τις οποίες συνδέονταν, είχαν ένα ισχυρό θέλγητρο και επιδρούσαν στις ψυχές και στο ήθος των ανθρώπων, καθώς είδαμε κατά την επιδρομή των Γότθων.
Οι βασιλιάδες συνέχιζαν να σέβονται αυτό το πολίτευμα και να δέχονται ευγνωμονώντας τα αξιώματά του. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όχι μόνο, όπως είδαμε, ήθελε να ονομάζεται στρατηγός των Αθηναίων, αλλά αύξησε και τα προνόμια των επικεφαλής των σχολών και των δασκάλων τους, και τους δασκάλους αυτούς τους απάλλαξε από πολλούς φόρους και υποχρεώσεις. Έστελνε επίσης, για να μοιραστεί, στο δήμο των Αθηναιων αξιόλογη ποσότητα σιταριού κάθε χρόνο, και τον τελευταίο καιρό ακόμη ο βασιλιάς Κώνστας διόρισε στην πόλη «νησιά όχι λίγα ούτε μικρά για να παίρνει τους φόρους». Βέβαια, στην Αθήνα δεν ήταν λίγοι οι οπαδοί της νέας θρησκείας, αλλά η πόλη θεωρούνταν ως το τελευταίο μεγάλο καταφύγιο της αρχαίας λατρείας, του αρχαίου τρόπου ζωής, και πολυάριθμοι ειδωλολάτρες προσέρχονταν εδώ γι’ αυτόν το λόγο με ευλάβεια, όπως οι χριστιανοί στα Ιεροσόλυμα.
Γενικά η Αθήνα γύρω στα μέσα του τέταρτου αιώνα διατηρούσε ακόμη, όπως φαίνεται, τον χαρακτήρα εκείνον που τόσο χαριτωμένα έχει περιγράφει ο Λουκιανός, ο οποίος άκμασε γύρω στα τέλη του δεύτερου αιώνα, στο βιβλίο του που επιγράφεται «Νιγρίνος ή περί φιλοσόφου ήθους», εγκωμιάζοντας την ελευθερία, τη χωρίς φθόνο διαβίωση και την ησυχία και την αποχή από κάθε ασχολία που επικρατούσαν σ' αυτή την πόλη. Και πρόσθετε ότι η διαμονή στην Αθήνα, με συντροφιά τη φιλοσοφία και με τη δυνατότητα που έδινε να διατηρήσει κανείς καθαρό το ήθος του, ταίριαζε ιδιαίτερα σε σπουδαίο άντρα, συνηθισμένο να περιφρονεί τον πλούτο και φίλο της φυσικής ζωή. Και ο Λουκιανός καταλήγει: «Όποιος όμως αγαπάει τον πλούτο, γοητεύεται από το χρυσάφι, και την ευχαρίστηση στη ζωή τη μετράει με την πορφύρα και την εξουσία και δεν έχει γευτεί την ελευθερία, δεν έχει δοκιμάσει την ελευθερία του λόγου και δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια... ο τέτοιος άνδρας ας πάει να ζήσει στη Ρώμη». Και ας σημειωθεί ότι δεν μπορούμε να μην πιστέψουμε τον Λουκιανό, γιατί περισσότερο ασχολούνταν με τα σπουδαία γεγονότα παρά σπούδαζε γύρω από όσα άξιζαν μόνο για παιχνίδια.

Ο Ιουλιανός λοιπόν, που διατάχτηκε τότε να πάει στην Αθήνα, ήταν τουλάχιστον ο μισός Έλληνας· γιατί είχε γεννηθεί στο Βυζάντιο και η ελληνική ήταν η μητρική του γλώσσα. Έτσι, δεν είναι παράδοξο που από μικρό παιδί αγάπησε αυτή τη γλώσσα, μελέτησε τα αρχαία της αριστουργήματα και θαύμαζε το ηθικό και πολιτικό μεγαλείο μέσα στο οποίο είχαν τα αριστουργήματα αυτά δημιουργηθεί κάποτε. Η εντύπωση που προξένησε ο αρχαίος εκείνος κόσμος στην ευαίσθητη ψυχή του νέου, υπήρξε τόσο περισσότερο βαθύτερη όσο η γύρω του κατάσταση, συγκρινόμενη με το παρελθόν σε μια πρώτη ματιά, παρουσίαζε φοβερή αντίθεση. Ο Ιουλιανός ήξερε ότι ο εξάδελφός του Κωνστάντιος στήριξε όλη τη βασιλική σταδιοδρομία του θυσιάζοντας χωρίς έλεος όλους τους συγγενείς. Ήξερε ότι ο επίσκοπος της Νικομήδειας Ευσέβιος, ένας από τους πρώτους λειτουργούς του νέου θρησκεύματος, έλεγαν ότι αυτός ήταν που ετοίμασε την ελεεινή αυτή τραγωδία. Έβλεπε το νέο θρήσκευμα να είναι διαιρεμένο σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα που οι συγκρούσεις τους δεν περιορίζονταν σε θεωρητικές συζητήσεις αλλά συνοδεύονταν από εξορίες, διωγμούς, φόνους, εξεγέρσεις. Και δεν καταλάβαινε, ή δεν ήθελε να καταλάβει, τη σπουδαιότητα της φιλονικίας, αλλά γνώριζε ότι οι αντίπαλοι μεταχειρίζονταν τις θρησκείες για να ικανοποιήσουν πολλά ανθρώπινα πάθη και συμφέροντα.
Ο Ιουλιανός, όχι μόνο είχε δεχτεί το άγιο βάφτισμα, αλλά για αρκετό καιρό έδειξε και εξαιρετικό ζήλο υπέρ του νέου θρησκεύματος. Βαθμιαία όμως, άρχισε να συμβαίνει μέσα του μια αλλόκοτη αλλοίωση αισθημάτων και σκέψεων. Από την αντιπαράθεση εκείνη του παρόντος με το παρελθόν, οδηγήθηκε πρώτον μεν στο συμπέρασμα ότι ο χριστιανισμός ήταν η αιτία της παράδοξης αυτής παρακμής ή τουλάχιστον ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν ικανός να αντιμετωπίσει αυτή την παρακμή, και βαθμιαία οδηγήθηκε στο δεύτερο συμπέρασμα ότι αυτή η αλλοίωση των πραγμάτων προέκυψε από την εξαχρείωση του αρχαίου θρησκεύματος και του τρόπου ζωής, και ότι η αναμόρφωση του κόσμου δεν ήταν δυνατό να επιτύχει παρά μόνο με την παλινόρθωση εκείνου του τρόπου ζωής και του θρησκεύματος.
Για μας, που κρίνουμε τις απόψεις του Ιουλιανού σήμερα,ύστερα από δεκαπέντε αιώνες, γνωρίζοντας όλα τα αγαθά που έφεραν τελικά οι αρχές του Ευαγγελίου, η πλάνη του Ιουλιανού γίνεται ακατανόητη. Αλλά για την εποχή του ο παραλογισμός εκείνος εξηγείται ως ένα βαθμό. Ο Ιουλιανός δεν έμοιαζε με τον αδελφό του τον Γάλλο· είχε, όπως θα δούμε, πολλά από τα προτερήματα με τα οποία οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο προκόβουν συνήθως και καμιά φορά μεγαλουργούν: ευφυΐα, παιδεία, χρηστότητα, ανδρεία, τύχη. Του έλειπε όμως ένα προτέρημα, η μαγιά δηλαδή, που χωρίς αυτή και το πιο καλό σιτάρι δεν δίνει καλό ψωμί· η μαγιά που κατέχουν και οι πιο κοινοί από τους ανθρώπους, που καμιά φορά δεν κατέχουν περιέργως οι πιο ευφυείς, που την ονο-μάζουμε ορθό νου. Ο ορθός νους ανθρώπων όπως ο Κωνσταντίνος και ο Αθανάσιος καταλάβαινε ότι κανένας θεσμός δημιουργημένος από ανθρώπους όταν εφαρμόζεται σε ανθρώπους δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει από την ανθρώπινη αδυναμία και το ανθρώπινο συμφέρον και ότι μόνο αφού περάσει από πολλές δοκιμασίες δίνει τους καλύτερους καρπούς του. Και έχοντάς τα υπόψη τους αυτά οι άνδρες εκείνοι, υπέμεναν τις συμφορές που είχαν να αντιμετωπίσουν με την πεποίθηση ότι θα έρθει εποχή όπου ο χριστιανισμός, αποβάλλοντας τη σκουριά του υλικού με το οποίο έπρεπε να συμπράξει, θα πρόσφερε στην ανθρωπότητα πλούσιες και οπωσδήποτε καθαρές τις ευεργεσίες του.
Μήπως κάτι τέτοιο δε συνέβη και σε άλλους θεσμούς στην αρχή της εφαρμογής τους; Μήπως το συνταγματικό πολίτευμα και στην ίδια την Αγγλία στην αρχή έδωσε τίποτε άλλο από αδιάκοπους εμφύλιους πολέμους, σφαγές, καταστροφές, ανατροπές βασιλιάδων, ηθική και κοινωνική εξαχρείωση που τις περιπέτειές τους με φρίκη και αποστροφή, μα την αλήθεια, διαβάζουμε στην ιστορία εκείνων των χρόνων, κατά τον δέκατο έβδομο και τον δέκατο όγδοο αιώνα; Μήπως η άριστη αυτή από τις πολιτικές θεσμοθεσίες δεν αναγκάστηκε να περάσει από το χωνευτήρι αυτό των ανθρώπινων παθών και συμφερόντων για να μετριάσει και να εξευγενίσει τα πάθη, για να ρυθμίσει και να ηθικοποιήσει τα συμφέροντα και να μπορέσει έτσι να αναδείξει στα δικά μας χρονιά το αγγλικό έθνος ως το πιο χρηστό, το πιο εύνομο και το πιο συνετό από τα έθνη που κυβερνιούνται στη γη; Γιατί λοιπόν να απορούμε που ο χριστιανισμός πέρασε από παρόμοια η παραπλήσια δοκιμασία; Ναι μεν ο χριστιανισμός ήταν θείος θεσμός, ενώ το συνταγματικό πολίτευμα είναι ανθρώπινος θεσμός· μήπως όμως, και οι δυο από ανθρώπους σε ανθρώπους δεν επρόκειτο να εφαρμοστούν;
Τις αλήθειες όμως αυτές δεν διδάσκει παρά μόνο η μακρόχρονη πείρα ή ο ορθός νους που ως ένα βαθμό αναπληρώνει την πείρα. Πόσοι άνθρωποι, κατά τα αλλά καλοί και αγαθοί, με προτερήματα συχνά εξαιρετικά, παγιδευμένοι από την ηθική και κοινωνική ξεδιαντροπιά που συνήθως είναι οι πρώτοι σύντροφοι του συνταγματικού πολιτεύματος, δεν απελπίστηκαν για την τύχη αυτού του πολιτεύματος και δεν έφτασαν στο σημείο να προτιμήσουν αντί γι’ αυτό την απόλυτη μοναρχία; Κάτι ανάλογο συνέβη με τον Ιουλιανό, που θεώρησε ως υπεύθυνες τις αρχές του Ευαγγελίου για τα όσα δεινά, εξαιτίας της κακής εφαρμογής αυτών των αρχών, συνέ- βαιναν και, το χειρότερο, νόμιζε ότι τα δεινά αυτά δεν μπορούν να θεραπευτούν παρά μόνο με την ανανέωση της ειδωλολατρίας.
Τη διάθεση αυτή του Ιουλιανού τη συντηρούσαν, εννοείται, οι πολυάριθμοι ειδωλολάτρες που υπήρχαν ακόμα και ιδίως οι νεοπλατωνικοί που οι σπουδαιότεροι από αυτούς εκείνη την εποχή, ο Αιδέσιος, ο Χρυσάνθιος, ο Μάξιμος, που έμεναν στην Πέργαμο και στην Έφεσο, είχαν περιστοιχίσει το νεαρό βασιλόπουλο και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να το κάνουν σύμμαχό τους. Οι νεοπλατωνικοί, καθώς είδαμε, αρχικά είχαν μιαν αντίληψη για τη θεότητα σχετική κάπως με τη χριστιανική, και προσπάθησαν συγχρόνως να ερμηνεύσουν πιο λογικά τους μύθους της ειδωλολατρίας. Αλλά εκτός από το ότι τις ερμηνείες αυτές τις διαφοροποιούσαν συνεχώς ο καθένας κατά τη γνώμη του και έτσι κανένα οριστικό και σπουδαίο φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν, οι νεοπλατωνικοί προσέκρουσαν πολύ σύντομα και σε άλλο φοβερό σκόπελο.
Όσο αντικείμενο των νεοπλατωνικών ήταν η φιλοσοφία τους, που κήρυττε τη λεπτολόγο ενασχόλησή της με την έννοια του υπέρτατου όντος ώστε να αποκαλυφθούν τα μυστήρια των αλληγοριών που δήθεν κρύβονταν πίσω από τους ελληνικούς μύθους, οι σχετικές συζητήσεις μπορούσαν να ψυχαγωγούν, αν όχι να διδάσκουν, το μορφωμένο κοινό προς το οποίο απευθύνονταν. Αλλά δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά· θέλησαν να φτάσουν ως την ίδρυση θρησκευτικού συστήματος για να επηρεάσουν τα πλήθη. Τότε, καταλαβαίνοντας ότι οι φιλοσοφικές και θεολογικές εκείνες συζητήσεις δεν αρκούσαν να πείσουν την πλειοψηφία των ανθρώπων, σοφίστηκαν να χρησιμοποιήσουν τους ίδιους τους θεούς της ειδωλολατρίας για να εντυπωσιάσουν τον εύπιστο όχλο με διάφορες μαγείες. Μεταχειρίστηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό τους επιδέξια και αδιάντροπα όσα είχαν απομείνει από τα μυστήρια του αρχαίου θρησκεύματος, ιδίως στην Έφεσο και στην Ελευσίνα, και ισχυρίστηκαν ότι μπορούν να μπουν στα μυστικά του μέλλοντος, να επιβάλουν τη θέλησή τους στα κατώτερα πνεύματα, να επικοινωνήσουν με τους ουράνιους θεούς και, απαλλάσσοντας την ψυχή από τα υλικά δεσμά, να την φέρουν σε άμεση σχέση προς το ανώτατο θείο πνεύμα.
Ευκολονόητη είναι η αλλόκοτη σύγχυση των ιδεών που προέκυψε από τον συνδυασμό αυτόν της φιλοσοφίας, της μυθολογίας και της μαγείας. Και όμως, ο Ιουλιανός, που έβρισκε παράλογα και καταστροφικά τα δόγματα του Ευαγγελίου, των αποστόλων και των πατέρων της χριστιανικής εκκλησίας, έπεσε θύμα της τερατώδους εκείνης σύγχυσης των ιδεών και ενώ αφενός ομολογούσε την ύπαρξη κάποιου όντος, τελειότατου, αόρατου και ακατάληπτου από τον αδύναμο άνθρωπο, αφετέρου έφτασε να πρεσβεύει ότι το υπέρτατο αυτό ον γέννησε πολλούς κατώτερους θεούς, τον Άρη, τον Ερμή, την Αθηνά, την Αφροδίτη και τους άλλους γνωστούς θεούς της αρχαιότητας· να πρεσβεύει ότι στους θεούς αυτούς ανέθεσε το υπέρτατο ον τη δημιουργία του ανθρώπου και τη διοίκηση του επίγειου κόσμου μας· με ένα λόγο να πρεσβεύει ότι οι πιο δημοφιλείς δοξασίες των ειδωλολατρών μπορούν θαυμάσια να συμβιβαστούν με την πιο φιλοσοφική αντίληψη για τη θεότητα.
Με αυτές τις προδιαθέσεις έφτασε ο Ιουλιανός τον Μάιο του 335 στην Αθήνα. Εδώ, όλα συντέλεσαν στο να ενισχύσουν την πλάνη του: η θέα των λαμπρότατων μνημείων του αρχαίου θρησκεύματος και εκείνων των αγαλμάτων που η ομορφιά τους μπορούσε, μα την αλήθεια,να γοητεύσει ψυχή και φαντασία λιγότερο επηρεασμένες· οι εισηγήσεις προς τον Ιουλιανό των πιο ικανών ειδωλολατρών ρητόρων που μέσω αυτού έλπιζαν να πετύχουν τον θρίαμβο των δικών τους δοξασιών και συμφερόντων· τα ελευσίνια μυστήρια, που ακόμα ενέπνεαν τόσο σεβασμό και που οι τελετές και οι θυσίες τους ήταν τόσο επιδέξιες στο να συντηρούν τη δεισιδαιμονία που είχε κυριεύσει τον Ιουλιανό. Τότε ήταν λοιπόν, πιθανότατα, που, με την αδιάκοπη επίδραση των ποικίλων αυτών πειρασμών, ρίζωσε στην ψυχή του η απόφαση να υψώσει, μόλις του δινόταν ευκαιρία, τη σημαία του αρχαίου θρησκεύματος και να την αντιπαρατάξει στη σημαία του χριστιανισμού, για να ξαναζωντανέψουν οι αρχαίες ένδοξες ημέρες.
Εννοείται ότι έκρυβε αυτόν τον σκοπό του και προσποιούνταν τον χριστιανό, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι και η ελάχιστη νύξη για τις πραγματικές του πεποιθήσεις προς τον Κωνστάντιο, θα προκαλούσε την καταστροφή όλων εκείνων των ονείρων του. Η ταραχή όμως της καρδιάς του και του μυαλού του προδινόταν από το βλέμμα του και τη συμπεριφορά του.
Συνέπεσε τότε, από παράδοξη συγκυρία, να βρίσκονται στην Αθήνα, ως συμμαθητές και σύντροφοι του Ιουλιανού, δυο νέοι που τα ονόματά τους επρόκειτο επί αιώνες να αντηχήσουν ως τα πέρατα του χριστιανικού κόσμου. Οι δυο αυτοί νέοι ήταν ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Μέγας Βασίλειος, οι οποίοι είχαν έρθει στην Αθήνα όχι όπως εκείνος για να ενισχύσουν τις ειδωλολατρικές πεποιθήσεις τους, αλλά αντίθετα για να πάρουν από την αρχαία φιλοσοφία και ευγλωττία τα όπλα με τα οποία σε λίγο πολέμησαν για να υπερασπιστούν τη νέα πίστη. Ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι προς τους οποίους θα μπορούσε ο Ιουλιανός να δώσει εξηγήσεις για τις προθέσεις του. Φαίνεται όμως, ότι ο Γρηγόριος κατάλαβε από τότε τι σκεφτόταν και τι μελετούσε εκείνος ο συμμαθητής του. Τουλάχιστον ιδού, πώς τον περιέγραψε όταν ήταν στην Αθήνα στον λόγο του «β' στηλιτευτικός κατά βασιλέως Ιουλιανού»:
«Από παλιά είχα καταλάβει τις διαθέσεις του Ιουλιανού, όταν βρισκόμουν μαζί του στην Αθήνα (...) Διπλός ήταν ο λόγος που ήρθε εκεί: αφενός για να μάθει περισσότερα για την ιστορία της Ελλάδας από τις σχολές που υπήρχαν εκεί, αφετέρου —και αυτός ο λόγος ήταν ο πιο κρυφός και όχι πολύ γνωστός— να συναντήσει τους θύτες και τους απατεώνες της αρχαίας θρησκείας που χαρακτηριστικό τους ήταν η ασέβεια. Τότε λοιπόν, δεν παρατήρησα καμιά κακή συμπεριφορά του άνδρα, παρ’ όλο που δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ όσους ασχολούνταν με αυτά που να συμπεριφέρεται καλά. Αλλά με έκανε να υποψιαστώ η ανωμαλία στο ήθος του και η αλλοπαρμένη όψη του. (...) Γιατί θεωρούσα ότι κανένα σημάδι επάνω του δεν έδειχνε φυσιολογικό: ο αυχένας του λύγιζε συνεχώς, οι ώμοι του κουνιούνταν και ανασηκώνονταν, τα μάτια του ήταν ερεθισμένα και κοιτούσαν γύρω τους σαν μάτια παράφρονα, τα πόδια του ήταν ασταθή και τρέκλιζαν, τα ρουθούνια του έμοιαζαν να βγάζουν βρισιές και περιφρόνηση, το ίδιο και οι γκριμάτσες του προσώπου του, το γέλιο του ήταν ακράτητο και βραχνό, έκανε νοήματα χωρίς λόγο, η ομιλία του ήταν άκαμπτη και κοβόταν απότομα, οι ερωτήσεις του άτακτες και ασύνετες και οι απαντήσεις του δεν ήταν καλύτερες, που η μια αναιρούσε την άλλη, και ασταθείς, που έδειχναν μιαν ανακατεμένη παιδεία. Αλλά τι χρειάζεται να γράφω λεπτομέρειες; Τον είδα ποιος ήταν πριν από τα έργα του και τον γνώρισα όταν τα διέπραττε. Και αν ήταν μαζί μου μερικοί εκείνη την εποχή που τα παρατήρησαν αυτά και τα ακόυσαν, δεν θα ήταν δύσκολο να τα πουν· αλλά επειδή εγώ τα είδα, αμέσως μίλησα γι’ αυτά, για το ποιο κακό τρέφει στους κόλπους της η πολιτεία των Ρωμαίων».
Ο Ιουλιανός έμεινε στην Αθήνα μόνο έξι μήνες, γιατί το Νοέμβριο του 355 ο Κωνστάντιος θεώρησε ότι έπρεπε να τον ονομάσει Καίσαρα και να του αναθέσει τη διοίκηση της Γαλατίας. Η επαρχία αυτή υπέφερε πάρα πολύ από τα γερμανικά φύλα και χρειαζόταν έναν υπέρτατο άρχοντα με ιδιαίτερα προσόντα. Άλλωστε ο Κωνστάντιος, καθώς δεν είχε παιδιά, αισθανόταν την ανάγκη ενός βοηθού, και η αγαθή Ευσεβία διέλυσε και πάλι τη δυσπιστία που θα μπορούσε ο βασιλιάς να διατηρεί για κείνον τον συγγενή.
Ύστερα από μερικά χρόνια ο Ιουλιανός έγραφε προς τους Αθηναίους ότι έκλαψε πικρά εγκαταλείποντας την πόλη τους. Πάντως, άσχετα με τα αισθήματά του, ο Ιουλιανός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά και ενώ δε φαινόταν να είναι καθόλου προετοιμασμένος για να αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο, ενώ η κυβέρνηση στο Βυζάντιο τού ύψωνε πολλές και ποικίλες δυσκολίες, αναδείχτηκε εντούτοις επιδέξιος στρατηγός. Σε διάστημα πέντε χρόνων όχι μόνο έδιωξε τους Γερμανούς πέρα από το Ρήνο και τους κατατρόπωσε και τους ανάγκασε να υποταχτούν ακόμα και μέσα στην πατρίδα τους, αλλά και την πολύ άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στη Γαλατία την αντιμετώπισε με πολλούς τρόπους. Αυτές όμως οι επιτυχίες προκάλεσαν τον φθόνο του Κωνσταντίου, ο οποίος, θέλοντας να απομακρύνει από τη Γαλατία τις λεγεώνες που είχαν νικήσει υπό τον συνάρχοντά του και λάτρευαν τον Ιουλιανό, τις διέταξε να πάνε στην Ασία για να αντιπαραταχτούν, στον ποταμό Ευφράτη, εναντίον του Σαπώρ ο οποίος συνεχώς βρισκόταν σε επίθεση. Οι λεγεώνες όμως, δε λογάριασαν τη διαταγή του βασιλιά και αναγόρευσαν τον Ιουλιανό βασιλιά, παρά τη θέλησή του. Ο Ιουλιανός πρότεινε στον Κωνστάντιο να συμβιβαστούν. Δυστυχώς, η βασίλισσα Ευσεβία, που θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτόν το συμβιβασμό, είχε πεθάνει πριν από λίγο. Ο Κωνστάντιος απέρριψε χωρίς συζήτηση τη συνδιαλλαγή κι έτσι ο Ιουλιανός όρμησε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ο Κωνστάντιος πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 361 κι έτσι αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος. Η εξουσία του Ιουλιανού, που βρισκόταν στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, αναγνωρίστηκε χωρίς καμιά αντίρρηση από ολόκληρο το κράτος.
Ο Ιουλιανός, συγχρόνως με την έναρξη της φιλονικίας με τον εξάδελφό του, είχε καθώς φαίνεται έρθει σε συνεννοήσεις με τους φίλους του στην Ελλάδα για την εφαρμογή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ιδιαίτερα με τον Περγαμηνό Οριβάσιο και τον Λίβυο Ευήμερο. Είχε μάλιστα, όπως βεβαιώνουν, πάρει κοντά του και τον ιεροφάντη των ελευσίνιων μυστηρίων, και είχε αποφασίσει, μαζί με αυτόν και τους δυο φίλους του, όλα τα σχετικά με την ανόρθωση του αρχαίου δόγματος. Μόλις συνέβη η ρήξη με το βασιλιά, απαρνήθηκε και επίσημα την πίστη και προς τον Κωνστάντιο και προς τον Χριστό· αφιέρωσε έτσι τον εαυτό του στους αθάνατους θεούς και έγινε αποστάτης και παραβάτης της διδασκαλίας του Σωτήρα, και με αυτά τα προσωνύμια έμεινε στην ιστορία και στην εκκλησία.
Μόλις έφτασε στην Παννονία, έγραψε προς τις ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα προς τη Βουλή και το δήμο των Αθηναίων, προς τους Κορίνθιους, τους Λακεδαιμόνιους, κάνοντας γνωστή την πρόθεσή του και ζητώντας τη βοήθειά τους.
Η επιστολή προς τους Αθηναίους, που περισώθηκε ολόκληρη ως εμάς, είναι αξιοσημείωτη από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα για το ότι ο Ιουλιανός δεν κολακεύει την πόλη όπως οι κοινοί σοφιστές και ρήτορες, αλλά την απεικονίζει όπως ήταν τότε, λέγοντας, ότι «σώζεται ακόμη σε σας από την αρετή των προγόνων σας κάτι σαν μικρή φλόγα». Γενικά ο Ιουλιανός είχε πρακτικό πνεύμα. Έσφαλε μεν ως προς τη θεμελιακή άποψή του, αλλά ήξερε καλά τις δυσκολίες με τις οποίες είχε να παλέψει επιδιώκοντας το ξαναζωντάνεμα του αρχαίου βίου που ψυχορραγούσε. Εννοείται ότι οι πολυάριθμοι ειδωλολάτρες της Ελλάδας και της Μακεδονίας αποδέχτηκαν πρόθυμα την πρόσκλησή του. Του έστειλαν λοιπόν, πρέσβεις, στο Σίρμιο όπου βρισκόταν, για να τον διαβεβαιώσουν ότι θα τον βοηθούσαν με κάθε τρόπο στην προσπάθειά του. Ιδιαίτερα στην Αθήνα, όταν ζούσε ακόμα ο Κωνστάντιος και οι λεγεώνες του κατείχαν τη Θράκη, άνοιξαν οι ναοί της Αθηνάς και των άλλων θεών που από καιρό είχαν κλείσει, ξαναχτίστηκαν οι βωμοί και έγιναν θυσίες και γιορτές σύμ-φωνα με το αρχαίο πατροπαράδοτο έθιμο.
Με το θάνατο του Κωνσταντίου ο Ιουλιανός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και ασχολήθηκε με τη μεταρρύθμιση του πολιτεύματος που, φυσικά, τη συνδύαζε με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση. Αν πιστέψουμε τον Λιβάνιο, καταρχήν θέλησε να καταργήσει την υπέρτατη εξουσία· αυτό τελικά δεν το έκανε, αλλά αποποιήθηκε για πάντα τον τίτλο του Dominus ή Δεσπότη, απέδωσε στους υπάτους και στη σύγκλητο την εξουσία τους, ενίσχυσε τους τοπικούς θεσμούς στις πόλεις, κατάργησε την πανηγυρική συνοδεία της ανατολικής βασιλείας και προπάντων την πολλή πολυτέλεια των ανακτόρων. Δεν πρέπει όμως, να πάρουμε κατά γράμμα όσα λέει ο Λιβάνιος για την αυλή του Κωνσταντίου. Σύμφωνα με τον ξακουστό αυτόν σοφιστή ο Ιουλιανός βρήκε στα ανάκτορα «χίλιους μαγείρους, όχι λιγότερους κουρείς, περισσότερους οινοχόους, σμήνη τραπεζοκόμους, ευνούχους περισσότερους από τις μύγες που βρίσκονται κοντά στους βοσκούς την άνοιξη». Αυτά είναι υπερβολές. Ο κύριος σκοπός του Ιουλιανού ήταν η ανόρθωση του αρχαίου θρησκεύματος, και για να πραγματοποιήσει το ανόητο όνειρό του κατασπατάλησε μάταια θησαυρούς πρακτικής δραστηριότητας. Σαν εραστής που έχασε τα λογικά του μπροστά στο πτώμα πολυπόθητης ερωμένης, φανταζόταν ο ταλαίπωρος ότι μπορούσε, με τα φιλιά του και τα αγκαλιάσματα, να δώσει ζωή σε ένα σώμα που διατηρούσε μεν ακόμα ασυναγώνιστη ομορφιά, αλλά εντούτοις ήταν άψυχο. Θέαμα οικτρό, που όμως είναι ανάγκη να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειές του.
Ο ιεροφάντης των ελευσίνιων μυστηρίων στάλθηκε με πολλά δώρα και συνοδευόμενος από τους παλιούς δασκάλους του βασιλιά, να αναλάβει την επιμέλεια των ιερών της Ελλάδας. Ο δε Οριβάσιος, γιατρός και φίλος του Ιουλιανού, διατάχτηκε να πάει στους Δελφούς για να ανορθώσει το ιερό του Απόλλωνα. Αλλά το μέγεθος της παρακμής του τόσο ένδοξου άλλοτε και πλούσιου αυτού ιερού, φανερώνεται από το χρησμό που δόθηκε τότε στον απεσταλμένο του αυτοκράτορα. Ο χρησμός, που τον διέσωσε ως εμάς ο Γεώργιος ο Κεδρηνός, έλεγε τα εξής:
Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά· Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην. ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ.
[Να πείτε στο βασιλιά ότι γκρεμίστηκε η περίτεχνη αυλή. Ο Απόλλωνος δεν έχει πια καλύβα, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε].
Δεν είναι σαν να ακούει κανείς τον τελευταίο αποχαιρετισμό της Πυθίας, και δε μοιάζουν αυτά τα λόγια σαν επίγραμμα που η Πυθία προτείνει να χαραχτεί στον τάφο της; Συγχρόνως άρχισαν να ανοικοδομούνται και να στολίζονται πολυάριθμοι ναοί στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στην Πελοπόννησο. Η Νικόπόλη και η Ελευσίνα αναστηλώνονταν λαμπρές από τα ερείπιά τους· ο αρχαίος τρόπος ζωής στην Αθήνα, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει, φαινόταν να αναγεννιέται· οι αγώνες και οι γιορτές στους Δελφούς, στο Άργος, στην Ολυμπία, στο Άκτιο, στην Αντιόχεια έγιναν με μεγαλοπρέπεια, σύμφωνα με τα παλιά έθιμα· τα γυμναστήρια γέμισαν αθλητές· ιδιαίτερα προστατεύτηκαν από το βασιλιά οι φιλοσοφικές σχολές, ο οποίος, σε εγκώμιο που έγραψε για τη βασίλισσα Ευσεβία, παρομοιάζει τη σπουδή της φιλοσοφίας στην Ελλάδα με τις αστείρευτες πηγές του Νείλου, και προσθέτει: «Ποτέ λοιπόν, δε χάθηκε η φιλοσοφία από τους Έλληνες ούτε εγκατέλειψε την Αθήνα ούτε τη Σπάρτη ούτε την Κόρινθο· και ελάχιστα δίψασε εξαιτίας αυτών των πηγών το άνυδρο Άργος».
Προπάντων όμως, ο ίδιος ο Ιουλιανός εκπλήρωνε με ευλάβεια τα καθήκοντα του αρχιερέα, διορίζοντας επιτρόπους του αυτών των καθηκόντων στις διάφορες επαρχίες φιλοσόφους και ιερείς, όσους θεωρούσε κατάλληλους για την εφαρμογή των σχεδίων του, από τους οποίους μερικοί πέτυχαν πράγματι σε κάποιες περιοχές την ειρηνική ανόρθωση των αρχαίων ιερών, όπως, π.χ., ο Χρυσάνθιος που του είχε ανατεθεί η Λυδία.
Η συμπεριφορά του Ιουλιανού προς τους χριστιανούς ήταν γενικά μετριοπαθής και σχεδόν όπως ο θείος του, ο Μέγας Κωνσταντίνος, είχε πολιτευτεί προς του ειδωλολάτρες. Δικαιολογημένα υπερηφανεύεται γι’ αυτό συχνά, λέγοντας στην 34η επιστολή του: «Συμπεριφέρθηκα προς όλους τους Γαλιλαίους τόσο ήπια και φιλάνθρωπα ώστε κανένας πουθενά να μην υποφέρει από βία ούτε να έλκεται σε ιερό ούτε να επηρεάζεται από οποιοδήποτε σχετικό αντίθετα με τη θέλησή του». Και στην 52η επιστολή: «Θεώρησα τον εαυτό μου προστάτη των Γαλιλαίων, και μου χρωστάνε μεγαλύτερη χάρη απ’ ό,τι στον προκάτοχό μου», δηλαδή στο βασιλιά Κων- στάντιο.
Τους χριστιανούς τους ονομάζει Γαλιλαίους, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο, γιατί, κατά τον Ιωάννη Μαλάλα, ως την εποχή του Ευόδου που έζησε στα χρόνια του Κλαύδιου, οι χριστιανοί ονομάζονταν Ναζωραίοι και Γαλιλαίοι· χριστιανοί ονομάστηκαν από τον ίδιο τον επίσκοπο Εύοδο. Καμιά φορά μάλιστα ο Ιουλιανός έφερνε ως παράδειγμα για μίμηση στους εξευτελισμένους και εξαχρειωμένους ιερείς της ειδωλολατρίας τις τόσο θαυμάσια οργανωμένες χριστιανικές εκκλησίες, όπως μαρτυρεί η 49η επιστολή του προς τον αρχιερέα της Γαλατίας Αρσάκιο.
Αλλά αυτές οι εκδηλώσεις του Ιουλιανού ήταν θεωρητικές, γιατί η πραγματικότητα τον παρέσυρε σε άτοπες ενέργειες που δύσκολα μπορούν να εξηγηθούν. Δεν πρόκειται βέβαια να πιστέψουμε τις υπερβολές στις οποίες εκτράπηκαν οι χριστιανοί στις κατηγορίες τους κατά του Ιουλιανού, που ένα δείγμα τους το παραθέτουμε εδώ, όπως το αφηγείται ο Κεδρηνός: «Ο Ιουλιανός χάραξε δέκα χιλιάδες γυναίκες που εγκυμονούσαν και αψαίρεσε το συκώτι των εμβρύων· και πολλά παιδιά έσφαζε και τα θυσίαζε στα είδωλα». Τέτοια φοβερά ανοσιουργήματα ο χρηστός, ο αγαθός, ο φιλάνθρωπος Ιουλιανός δεν έκανε ποτέ. Και δε θεωρούμε δίκαιο να κατακριθεί απόλυτα για το ότι αφαίρεσε από τον χριστιανικό κλήρο τα μεγάλα προνόμιά του, γιατί και οι κατοπινοί χριστιανοί αυτοκράτορες δε νόμισαν ποτέ σωστό να επαναφέρουν όλα εκείνα τα προνόμια. Ούτε θα τον κατηγορήσουμε για την ανοικοδόμηση που επιχείρησε του ιουδαϊκού ναού της Ιερουσαλήμ, γιατί και αυτό μπορεί ίσως να εξηγηθεί ως ένα βαθμό ως δείγμα της ανεξιθρησκείας του βασιλιά. Αλλά εκτράπηκε σε άλλες πράξεις εντελώς αδικαιολόγητες.
Ο Ιουλιανός λάτρευε την ελληνική παιδεία και έγραφε την ελληνική σαν δική του γλώσσα. Και είναι αξιοσημείωτο ότι όλοι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες που επιχείρησαν κάποια σπουδαία κοινωνική μεταρρύθμιση του κράτους, την ελληνική γλώσσα χρησιμοποίησαν για να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους· είναι τόσο πολύ βέβαιο ότι η γλώσσα αυτή, και στην εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας, θεωρούνταν και ήταν επικρατέστερη από τη λατινική. Ο Μάρκος Αυρήλιος, που έλπισε να εκπαιδεύσει ηθικά τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές της στωϊκής φιλοσοφίας, στην ελληνική συνέταξε το πρόγραμμά του, δηλαδή «Τα καθ’ εαυτόν». Ο Μέγας Κωνσταντίνος, που ύψωσε τη σημαία του χριστιανισμού, ελληνικά γράμματα έγραψε πάνω της και σε ελληνική πόλη την έστησε. Και ο Ιουλιανός, που ονειρεύτηκε την ανάσταση του αρχαίου βίου, στην ελληνική γλώσσα έγραψε όλες τις επιστολές του.
Ο Ιουλιανός όμως, δεν αγάπησε μόνο την ελληνική παιδεία και γλώσσα· ήθελε να τις κάνει κτήμα δικό του και των γύρω του, κατατάσσοντας τους χριστιανούς τελείως στην κατηγορία των βαρβάρων, για να τους τιμωρήσει επειδή αποστρέφονταν την αρχαία θρησκεία του ελληνισμού. Για το σκοπό αυτό, συγχέοντας επιδέξια την ειδωλολατρία με τα υπόλοιπα συστατικά του ελληνισμού, έλεγε ειρωνευόμενος, «σε μας ανήκουν η ευγλωττία και οι τέχνες της Ελλάδας καθώς και η λατρεία των θεών της· δική σας δε κληρονομιά είναι η αμάθεια, η αγένεια και τίποτε άλλο· αυτή είναι η σοφία σας». Στηριζόμενος πάνω σ’ αυτό το σόφισμα όχι μόνο απέκλεισε τους χριστιανούς από όλα τα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, αλλά, το ακόμη πιο φοβερό, τους απαγόρευε να σπουδάζουν τη γραμματική, τη ρητορική, την ιατρική και αυτές ακόμα τις καλές τέχνες, παραδίνοντας όλη την εκπαίδευση στους ειδωλολάτρες σοφιστές.
Καμιά άλλη από τις διατάξεις του Ιουλιανού δεν μπορούσε να προξενήσει στον χριστιανισμό βαρύτερη πληγή και καμιά δεν προκάλεσε πιο πικρή αγανάκτηση στους χριστιανούς. Η αγανάκτηση αυτή εκδηλώθηκε λαμπρά από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με το περίφημο σημείο του λόγου του κατά του Ιουλιανού, του «Στηλιτευτικού α'», που αρχίζοντας με τις λέξεις «πολλών γαρ και δεινών όντων εφ’ οις εκείνος μισείσθαι δίκαιος, ουκ έστιν ό,τι μάλλον ή τούτο παρανομήσας φαίνεται» («από όσα πολλά και φοβερά έχει πράξει εκείνος και έχουν προκαλέσει δικαιολογημένα την οργή, δεν υπάρχει κάτι περισσότερο παράνομο από αυτό»), συνεχίζει ως το τέλος του λόγου, υποδείχνοντας την απαραίτητη ανάγκη της συμμαχίας του χριστιανισμού με τον αρχαίο ελληνισμό.
Επρόκειτο πράγματι να καθιερωθεί το διαζύγιο του νέου δόγματος από τον αρχαίο ελληνισμό και να ανατραπεί έτσι από τα θεμέλιά της η μία από τις δυο βάσεις πάνω στις οποίες δεν έπαψε από τότε να στηρίζεται λίγο-πολύ ο ελληνισμός. Πώς λοιπόν μπορούσε να μην οργιστεί η ευαίσθητη ψυχή του Ναζιανζηνού; Έτσι δικαιολογημένα φωνάζει, αποτεινόμενος στους ειδωλολάτρες: «Όλα τα άλλα τα άφησα σε όσους τα θέλουν, τον πλούτο, την ευγενική καταγωγή, τη δόξα, την εξουσία, που προσφέρονται σ’ αυτόν τον κόσμο και προκαλούν ονειρική ευχαρίστηση. Ενδιαφέρομαι μόνο για τον αρχαίο λόγο, και δε λογαριάζω καμιά επίπονη προσπάθειά μου σε γη και θάλασσα που είναι αναγκαία για να μπορώ να τον χρησιμοποιώ».
Οι δυο αντίπαλες μερίδες ανταγωνίζονταν έτσι ποια περισσότερο από την άλλη θα έκανε δικούς της τους θησαυρούς της ελληνικής σοφίας και ευφυΐας. Αλλά η πάλη δεν περιοριζόταν σ’ αυτό. Ο Ιουλιανός με νόμο υποχρέωσε τους χριστιανούς να δώσουν αποζημιώσεις για όσες ζημιές προκάλεσαν με την καταστροφή ειδωλολατρικών ναών, που έγινε στα χρόνια των προηγούμενων βασιλιάδων και ιδιαίτερα επί Κωνσταντίου. Η εφαρμογή αυτού του νόμου δεν μπορούσε παρά να συνοδευτεί από βιαιοπραγίες, οποία κι αν ήταν η επιθυμία του βασιλιά να τις αποφύγει. Ο επίσκοπος Αρεθουσίων Μάρκος βασανίστηκε ανελέητα από τους άρχοντες αυτής της πόλης, γιατί δεν παραδεχόταν ότι ήταν υποχρεωμένος να δώσει αποζημίωση για ένα ναό που άλλοτε τον είχε καταστρέφει. Τελικά ο βασιλιάς του έσωσε τη ζωή. Αλλά αν αληθεύει, όπως βεβαιώνεται, ότι ο επίσκοπος εκείνος είχε πολύ συντελέσει στο να γλιτώσει ο Ιουλιανός το θάνατο στην εποχή της σφαγής που είχε εξαπολύσει ο Κωνστάντιος κατά των συγγενών του, ο Ιουλιανός βέβαια έδειξε θλιβερή αγνωμοσύνη που δεν πρόλαβε τα παθήματα του γέροντα, ή τουλάχιστον που δεν τιμώρησε τους ενόχους.
Οι χριστιανοί από την άλλη πλευρά, δεν ήταν δυνατόν χωρίς αμφιβολία να μείνουν αδιάφοροι θεατές τέτοιτον επιθέσεων. Έτσι, όταν ο Ιουλιανός επιχείρησε να ανανεώσει τους τόπους όπου γίνονταν οι ειδωλολατρικές τελετές και γιορτές
και εκτράπηκε σε βρισιές κατά των χριστιανικών ιερών που είχαν εντωμεταξύ ανεγερθεί, πυρπολήθηκε τη νύχτα ο ναός του Απόλλωνα στη Δάφνη, και καταδιώχτηκαν φοβερά γι’ αυτό οι χριστιανοί. Επίσης μερικές αταξίες που έγιναν στην Έδεσσα από τους αρειανούς, έδωσαν αφορμή στο βασιλιά να δημεύσει όλη την εκκλησιαστική τους περιουσία, και τα χρήματα τα μοίρασε στους στρατιώτες και τα κτήματα τα έκανε δημόσια. Η κατάσταση λοιπόν, ερεθιζόταν όλο και περισσότερο, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ξεσπούσε φοβερός εμφύλιος πόλεμος σε όλο το κράτος αν επιζούσε ο Ιουλιανός.
Αλλά ο Ιουλιανός δε βασίλευε ούτε καν δυο χρόνια. Αφού νίκησε, όπως είπαμε, τα γερμανικά φύλα, φλεγόταν από την επιθυμία να ταπεινώσει και τους βαρβάρους οι οποίοι από ανατολικά είχαν προκαλέσει, στα χρόνια του Κωνσταντίου, πληγές κατά του κράτους, κι έτσι ξανάρχισε δραστήρια τον πόλεμο, μόλις έγινε βασιλιάς, κατά του Σαπώρ. Είχε την πρόθεση να μην περιοριστεί σε απλή άμυνα, αλλά να εισβάλει στο εσωτερικό του αντίπαλου κράτους. Συγκρότησε λοιπόν στρατό από 65.000 άνδρες, κατασκεύασε πολυάριθμο στόλο πάνω στον Ευφράτη και όρμησε κατά της Μεσοποταμίας, κυρίευσε όσες πόλεις της θέλησαν να αντισταθούν, πέρασε τον ποταμό Τίγρη, παρ’ όλο που οι Πέρσες αγωνίστηκαν να εμποδίσουν αυτό το πέρασμά του, και πολιόρκησε την Κτησιφώντα. Δεν μπόρεσε όμως να κυριεύσει την οχυρή και μεγάλη αυτή βασιλεύουσα και προχώρησε, μέσ’ από τις πλούσιες επαρχίες της Περσίας, αναζητώντας τον Σαπώρ. Αλλά εδώ έχασε τον προσανατολισμό του, έπεσε σε αδιάβατες ερημιές κι έτσι αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Τότε έκανε την εμφάνισή του ο μεγάλος στρατός του Πέρση βασιλιά, πιέζοντάς τον και απειλώντας τον συνεχώς. Ο Ιουλιανός δεν έχασε ούτε την ανδρεία του ούτε την υπομονετικότητά του, και ετοιμαζόταν να επαναλάβει το θέαμα που είδε κάποτε ο κόσμος, στους ίδιους περίπου τόπους, από τους μυρίους του Ξενοφώντα, όταν, μέσα στις ασταμάτητες εκείνες συμπλοκές, μαθαίνοντας κάποια μέρα ότι ο εχθρός είχε χτυπήσει την οπισθοφυλακή του, έτρεξε στο πεδίο της μάχης χωρίς θώρακα και έπεσε πληγωμένος βαριά. Πέθανε τη νύχτα της 25ης Ιουνίου του 363, σε ηλικία 32 χρόνων. Λένε ότι ξεψυχώντας πήρε στα χέρια του αίμα από την πληγή του και ράντισε τον αέρα, φωνάζοντας: «Νενίκηκας Χριστέ· κορέσθητι Ναζωραίε». Αργότερα μεταφέρθηκε το σώμα του στην Ταρσό και τον έθαψαν σ' ένα προάστιο αυτής της πόλης, και πάνω στον τάφο του χαράχτηκε αυτό το επίγραμμα:
Ιουλιανός μετά Τίγριν αγάρροον ενθάδε κείται, αμφότερον βασιλεύς τ’ αγαθός κρατερός τ’ αιχμητής.
[Ο Ιουλιανός βρίσκεται εδώ, ύστερα από το πέρασμα του ορμητικού Τίγρη, βασιλιάς αγαθός, γενναίος και πολεμικός].
Ο ειδωλολάτρης ιστορικός Ζώσιμος τον ονόμασε μέγα· οι χριστιανοί χρονογράφοι συγκέντρωσαν εναντίον του τις φοβερότερες βρισιές. Τη δική μας γνώμη την ξέρει ο αναγνώστης. Ο Ιουλιανός είχε πράγματι πολλές αρετές, αλλά δεν κατάλαβε τον αληθινό χαρακτήρα και τις πραγματικές ανάγκες της εποχής του. Αν είχε γεννηθεί στον καιρό της ακμής του αρχαίου κόσμου, επειδή το πνεύμα του θα βρισκόταν σε φιλική ατμόσφαιρα, οι αρετές εκείνες, γεννώντας καλούς καρπούς, θα τον είχαν αναδείξει άξιον να συναγωνιστεί τον Ξενοφώντα ή τον Αγησίλαο. Επειδή όμως γεννήθηκε σε χρόνια ξένα προς το πνεύμα που επικρατούσε μέσα του, οι αρετές αυτές κατάντησαν άγονες και θα μπορούσαν να γίνουν καταστροφικές αν ζούσε. Κάτι σχετικό συμβαίνει και στον φυσικό κόσμο. Υπάρχουν μετεωρολογικά φαινόμενα όπως το χαλάζι, ο κεραυνός και τα παρόμοια, πάντοτε ζημιογόνα, όπως οι μοχθηροί άνθρωποι. Ο Ιουλιανός βέβαια, δεν ήταν μοχθηρός άνθρωπος, όπως τον παράστησαν οι χριστιανοί. Αλλά υπάρχουν και φυσικά γεγονότα, όπως ο καύσωνας του ήλιου και τα παρόμοια, που όταν συμβαίνουν στον κατάλληλο καιρό είναι πάρα πολύ ευεργετικά, αλλά όταν συμβαίνουν εκτός εποχής μπορούν να φέρουν φοβερές συμφορές.
Με τον Ιουλιανό συνέβη αυτό το τελευταίο. Έτσι δεν μπορεί να ονομαστεί, όπως απαίτησαν οι ειδωλολάτρες, μέγας, γιατί ποτέ δεν είναι μέγας εκείνος που δεν ευεργέτησε την ανθρωπότητα, ή τουλάχιστον το δικό του έθνος, και ο Ιουλιανός βέβαια δεν ευεργέτησε τον κόσμο. Επειδή όμως, κανένας συνετός άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα φυσικά εκείνα γεγονότα, εξεταζόμενα καθεαυτά, είναι αγαθοποιά, το ίδιο και κάθε αληθινός γνώστης της ιστορίας δεν μπορεί να μην ομολογήσει ότι ο Ιουλιανός θα γινόταν άριστος ηγεμόνας αν, ή γεννιόταν σε εποχή πιο συγγενική του, ή πολιτευόταν καταλληλότερα σχετικά με τις γύρω του περιστάσεις.

Σελίδα 1 από 516

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (605) Αγάπη Θεού (345) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (167) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (231) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (97) Άγιο Φως (1) άγιοι (179) άγιος (197) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (106) αγώνας πνευματικός (272) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (127) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (14) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (116) αμαρτία (344) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (146) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (324) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (10) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (201) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (109) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (149) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (10) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (32) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (33) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (41) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (25) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (10) γυναίκα (36) δάκρυα (58) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (28) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (235) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (147) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (39) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (70) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (19) εγωισμός (250) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (55) εκκλησία (239) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (17) ελεημοσύνη (115) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (59) εντολές (12) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (168) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (185) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (194) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (15) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (54) Εφραίμ Άγιος Νέας Μάκρης (1) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (39) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (37) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (306) θάρρος (100) θαύμα (259) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (130) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (56) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (333) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (6) θέωση (6) θλίψεις (282) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (14) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (7) ιεραποστολή (49) ιερέας (177) ιερωσύνη (16) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουλιανός Παραβάτης (2) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (64) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (12) Ιστορία Παγκόσμια (16) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (331) Ιωάννης Χρυσόστομος (401) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (7) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (119) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (26) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (49) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Κωνσταντίνος Άγιος (2) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (117) λόγος Θεού (21) Λουκάς Ευαγγελιστής Άγιος (1) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (102) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (371) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (3) μίσος (12) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (21) μοναχισμός (114) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (11) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (2) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (3) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (55) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (32) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (293) όρκος (1) πάθη (270) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (380) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (335) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (23) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (28) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (546) πλησἰον (69) πλούτος (75) Πνευματικές Νουθεσίες (93) πνευματική ζωή (280) πνευματικός πατέρας (121) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (28) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (272) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (91) προορισμός (16) προσευχή (814) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (11) Σιλουανός Άγιος (3) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (86) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (95) συκοφαντία (2) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (23) συναξάρι (2) συνείδηση (26) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (54) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (35) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (271) ταπείνωση (196) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (21) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (129) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (26) υπομονή (228) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (11) φιλία (31) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (56) φὀβος Θεοὐ (26) φύση (1) φως (46) Φώτιος άγιος (1) χαρά (124) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (122) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (365) Χριστούγεννα (69) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (23) ψυχαγωγία (10) ψυχή (275) ψυχολογία (25)