ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
365. Γλυκύτατε Χριστέ, κατέβηκες από τους ουρανούς για να μας βρης και να μας σώσης. Δεν κήρυξες μόνο στον Ναό το Ευαγγέλιό σου, αλλά και σε πόλεις και σε χωριά. Δεν περιφρόνησες κανένα σου πλάσμα. Επισκέφτηκες τα σπίτια όλων όσοι σε πόθησαν. Δεν έμεινες μέσα στο σπίτι σου, αλλά κυκλοφορούσες ανάμεσα στον λαό σου, αναζητώντας με αγάπη κάθε ψυχή. Αξίωνε και μας τους ιερείς σου να κυκλοφορούμε έτσι ανάμεσα στον λαό σου. Να μη μένουμε κλεισμένοι στο σπίτι μας, μακριά από το ποίμνιό σου. Να είμαστε κοντά του, ανάμεσα του. Να ανοίγουμε το στόμα μας και να μιλάμε με τους ενορίτες μας μέσα στο πνεύμα της πίστεως και της αγάπης. Να τους ανοίγουμε την πατρική μας καρδιά. Να τους εποικοδομούμε και με τα έργα μας, υλικά και πνευματικά έργα. «Τῆς δὲ εὐποιΐας καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε» (Εβρ. ιγ’ 16).
366. Όταν ο Αρχέκακος σε πειράζη με λογισμούς απιστίας γύρω από τη Θεία Ευχαριστία, ψιθυρίζοντάς σου ότι είναι αδύνατο να μεταβληθή ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού, απάντησέ του: «Ναι, είναι αδύνατο για σένα και για μένα –δίκιο έχεις,– αλλά όχι και για τον Θεό». Γιατί «πάντα δυνατὰ ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ» (Μαρκ. ι’ 27). Ό,τι ο Θεός θέλει, γίνεται. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός … καὶ ἐγένετο οὕτως» (Γεν. α’ 9). Ο λόγος του είναι και γεγονός. «Φέρει τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αυτού» (Εβρ. α’ 3). Όλοι οι κόσμοι στηρίζονται στον Λόγο του Θεού. Είναι δυνατόν να αμφιβάλλουμε για μία αλήθεια που μας τη μαρτυρούν η πείρα μας και ολόκληρος η ορατή και αόρατος δημιουργία; Ο ιερεύς μόνο λέγει τις ευχές, μόνο κινεί τα χέρια του και ο Κύριος κάνει τη θαυμαστή μεταβολή των Τιμίων Δώρων. «Αὐτός ἐστιν ο προσφέρων και ο προσφερόμενος» (από την ευχή κατά τον χερουβικό ύμνο).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 155-156)
Γνωρίζει ο Θεός αυτά τα οποία έχεις ανάγκη και φροντίζει για σένα. Ο Θεός σε έφερε εκεί που σε έφερε, ο Θεός σε φωτίζει, σε καθοδηγεί. Γιατί λοιπόν πέφτεις σε μέριμνα ακόμα και στα πνευματικά ζητήματα;
Ενώ δηλαδή νομίζεις ότι τάχα ασχολείσαι με πνευματικά θέματα και έχεις πνευματικά ενδιαφέροντα και έχεις πνευματικά ερωτήματα και έχεις πνευματικές απορίες και θέλεις να σου εξηγούν και θέλεις να σου πουν και να μάθεις, τελικά περιπλέκεσαι, τελικά μπαίνεις σε μέριμνα και σε φροντίδα.
Εγώ θα έλεγα και περισσότερο και από αυτό. Δεν είναι απλώς ότι μπαίνει κανείς σε κάποιες φροντίδες, αλλά παγιδεύεται από τον ίδιο τον εαυτό του, από τον εγωισμό του.
Ο άνθρωπος παιδεύεται συνέχεια από αυτήν την τάση που έχει, να θέλει να είναι κάτι. Και σε όποιο σκαλοπάτι κι αν βρεθεί πάλι εκεί ξαναγυρίζει.
Ας πούμε, πρόκοψε κανείς κάπως πνευματικά και επομένως έχει επικοινωνία με πνευματικούς ανθρώπους και ρωτάει κτλ. Αλλά και εκεί πάλι θέλει να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι κάτι είναι. Γι’ αυτό και ασχολείται τόσο πολύ και απασχολείται μ’ αυτά. Όχι από θείο ζήλο, αλλά από υπερηφάνεια.
Παγιδεύεται από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, επειδή έμαθε τάχα πολλά, και το παίζει πλέον παράγων εκκλησιαστικός και αρχίζει να λέγει αδιακρίτως την άποψή του, να μιλά με θράσος, να πράττει αυτόβουλα και αλαζονικά. Παγιδεύεται μέσα στην φιλαυτία του και εκεί μέσα χάνει πλέον τον βαθύ νόημα των γνώσεων που έχει αποκομίσει από τους γέροντες που συζήτησε, τα βιβλία που διάβασε, τις απαντήσεις που έλαβε.
Όλα λοιπόν εκείνα τα πνευματικά ζητήματα που τον απασχολούσαν έχουν μπει πλέον στην άκρη και τώρα απλά τα χρησιμοποιεί για να δεσπόζει στο κέντρο η μέριμνα της ανάδειξης του «εγώ» του.
(από το βιβλίο: Αββάς Βαρσανούφιος -Ερμηνεία Πατερικών κειμένων- Πανόραμα Θεσσαλονίκης)
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Ο νους αποκτά τη χάρη με τα άγια μυστήρια
Ο νους αποκτά τη χάρη με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Έτσι η προσευχή με την αγία της δύναμη χαριτώνει το νου και ο νους που έλαβε την ποιότητα της προσευχής γεννά και κατευθύνει κάθε λογισμό του στους θείους δρόμους, για να μη συντριβεί ποτέ σε ζοφερά αδιέξοδα. Το ίδιο και η αγάπη με την αγία της δύναμη χαριτώνει το νου και ο άνθρωπος ευαγγελίζεται και πραγματώνει τη χριστοειδή αγάπη σ’ όλους τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματα και όλη την κτίση. Έτσι και η ταπείνωση, και η πραΰτητα, και η νηστεία και όλες οι άλλες ευαγγελικές αρετές, κάθε μια με την αγία της ενέργεια χαριτώνει το νου, και μ’ αυτό τον τρόπο τον μεταμορφώνει, τον αγιάζει, τον χριστοποιεί, τον θεώνει, τον θεανθρωποποιεί, τον αθανατοποιεί, τον αιωνιοποιεί και έτσι ζει με χαρά και αγαλλίαση για το αιώνιο μέσα στο χρόνο, για το θείο μέσα στο ανθρώπινο, για το θεανθρώπινο ανάμεσα στους ανθρώπους· ζει για τον Κύριο Ιησού Χριστό και μέσα στο χρόνο και στην αιωνιότητα και με όλη την ύπαρξή του δέχεται την αιώνια θεία Σοφία που μας έχει δοθεί με τη Θεία Αποκάλυψη.
Πράγματι, ποιος νους ανθρώπινος και ποια ανθρώπινη διάνοια ή ποια γνώση μπορεί να γνωρίσει και να εισδύσει στο πανάγιο μυστήριο της σώζουσας Εκκλησίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ολόκληρος ο Θεάνθρωπος Χριστός με όλες Του τις θείες και θεανθρώπινες τελειότητες και πραγματικότητες; Διάνοια ανθρώπινη και νους ανθρώπινος με οποιοδήποτε ανθρώπινο μέσο δεν μπορούν να συλλάβουν και πολύ περισσότερο να περιλάβουν την άπειρη πραγματικότητα της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας, που βρίσκεται όλη στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού. Εδώ όλα είναι μυστήρια μυστηρίων και κάθε ένα από αυτά υπερβαίνει άμετρα και ανέκφραστα κάθε νου και διάνοια ανθρώπινη. Αυτά τα άγια και θεία μυστήρια της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας και του Θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας είναι όλα ενωμένα και συναρμοσμένα με τη θεία αγάπη του Χριστού, που υπάρχει άπειρα και απεριόριστα σε κάθε μόριο της υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την «υπέρ λόγον και έννοιαν» αγάπη η ανθρώπινη ύπαρξη λιώνει από άφατη κατάνυξη και «εκχέεται» ενώπιον του Θεού σε άπειρα «Ωσαννά». Η αγάπη αυτή είναι συγχρόνως και «ζέουσα», γνήσια θεϊκή, θεανθρώπινη γνώση και επίγνωση. Από αυτό έχουμε και την ασύγκριτη και μοναδική αρχή της καινοδιαθηκικής γνωσιολογίας: «πας ο αγαπών, γινώσκει τον Θεόν» (Α’ Ιω. 4, 7-8), γνωρίζει τον Θεό με την «υπέρ νουν», υπέρλογη επίγνωση, επίγνωση στην οποία συμμετέχει όλος ο εσωτερικός, θεοειδής και θεονοσταλγικός άνθρωπος. Την αγάπη όμως αυτή την έχει μέσα του σε ανυπολόγιστες διαστάσεις, μόνο εάν ζει στην Εκκλησία «συν πάσι τοις αγίοις» με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Γιατί μ’ αυτή την εν χάριτι θεανθρώπινη ζωή θεραπεύεται από τη φιλαμαρτησία και τα πάθη η ψυχή του και ο νους και η καρδιά, και καθίστανται θεϊκώς υγιή διά του Χριστού και έτσι γίνονται άξια και ικανά για την αληθινή θεογνωσία και την αληθινή γνώση των υπέρ νουν και υπέρ φύσιν.
Ο ανθρώπινος νους, αποξενωμένος από το Θεό, είναι η έρημος και το κενό όπου ο άνθρωπος τρέφεται με σκιές και ονειροπολήματα. Αντί για το είναι ο ανθρώπινος νους αγάπησε το μη-είναι, αντί για τη ζωή αγάπησε το θάνατο και πάνω σ’ αυτόν στήριξε τον εαυτό του και κάθε ενέργειά του. Σ’ αυτό έγκειται και η βασική πλάνη του ανθρώπινου νου και η ματαιότητά του. Δύο ζωές: η εκτός Θεού, «εν ματαιότητι του νοός» του ανθρώπινου· και η χριστιανική — μέσα στο πλήρωμα της θεότητας, εν τω Θεανθρώπω, στον Οποίο κατοικεί «το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9· 1, 19). Ζώντας με το Χριστό και εν τω Χριστώ ζούμε με το νου του Θεού, με το Λόγο του Θεού και δίκαια διακηρύσσουμε «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. 2, 16).
Ζώντας χωρίς τον Θεό ο νους του ανθρώπου διαφθείρεται, διαστρέφεται, καθίσταται εφάμαρτος, θνητός, διαβολοειδής. Και βαθμιαία φθάνει να μη γνωρίζει πράγματι τον Θεό. Αλλά μη γνωρίζοντας τον Θεό ο ανθρώπινος νους δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τον άνθρωπο ούτε τον κόσμο. Ένας τέτοιος άθεος και αντίθεος νους συγχρόνως γίνεται και απάνθρωπος και μισάνθρωπος. Και έτσι τελικά ο άνθρωπος χωρίς Θεό είναι πάντοτε άνθρωπος χωρίς νου: δηλαδή άθεος, άνους, άφρων. «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός» (Ψαλμ. 14. 1). Αμέσως μόλις ο νους εγκαταλείψει τον Θεό, και αυτό σημαίνει αμέσως μόλις εγκαταλείψει την Αλήθεια, φθείρεται, διασπάται, γίνεται «κατεφθαρμένος» και γεννώνται μέσα του κακές σκέψεις όπως τα σκουλήκια σε σαπισμένο κρέας (Πρβλ. Α’ Τιμ. 6. 5, 4). Ευνόητο είναι τότε ότι οι άνθρωποι οι «κατεφθαρμένοι τον νουν» (Β’ Τιμ. 3. 8) αντιστέκονται στην αλήθεια, σε κάθε αλήθεια, στην υπέρτατη Αιώνια Αλήθεια, στο Θεό και Θεάνθρωπο Χριστό.
Πώς οι χριστιανοί μπορούν να απορρίψουν τον παλαιό άνθρωπο; Με το να ανανεώνονται «τω πνεύματι του νοός αυτών». Αυτό σημαίνει να αλλάξει το πνεύμα του νου, να αλλάξει η διάθεση του νου, η συνήθεια του νου, να αλλάξει ο τρόπος νοήσεως, ο τρόπος σκέψεως. Με μία λέξη: να μεταμορφώσεις και να μεταλλάξεις μέσα σου αυτό τον κύριο ειδωλολάτρη και άθεο, το νου· και να τον στρέψεις από το άθεο προς τον Θεό, από τα μη του Χριστού προς το Χριστό. Και αυτό κατορθώνεται κατεξοχήν με την άσκηση στην πίστη και μαζί της μ’ όλες τις άλλες ευαγγελικές ασκήσεις, της αγάπης, της προσευχής, της νηστείας, της ταπεινοφροσύνης, της θεοσέβειας, της σωφροσύνης, της πραότητας, της εγκράτειας. Καθεμιά από αυτές τις ασκήσεις ανανεώνει το νου με τη μεταμορφωτική της δύναμη. Και βαθμιαία θεραπεύεται ο νους από τις άρρωστες σκέψεις του, από τους ασθενείς διαλογισμούς και αντιλήψεις του. Βαθμιαία υγιαίνει, ώσπου με τη δύναμη του Χριστού να θεραπευθεί και να καταστεί με το Άγιο Πνεύμα εντελώς υγιής.
Ο θεραπευμένος νους, υγιής πλέον και ανανεωμένος, γίνεται δημιουργός υγιών, φωτισμένων, αγίων, θείων, αθάνατων σκέψεων. Σκέπτεται τώρα διά του Θεού, σκέπτεται διά του Χριστού. Η Θεοσκέψη, η Χριστοσκέψη γίνεται η συνεχής του διάθεση και κατάσταση, το «πνεύμα» του, η νοοτροπία του. Γι’ αυτό ο άγιος Απόστολος διακηρύττει εν ονόματι όλων των χριστιανών: «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (A’ Κορ. 1. 16). Επομένως για όλα νοούμε διά Χριστού του Θεού. Με την αλλαγή του νου στον άνθρωπο αλλάζουν τα πάντα, ανανεώνονται τα πάντα. Απ’ αυτό έχει το όνομά της και η μετάνοια· από το «μετά» και «νους», δηλαδή αλλαγή του νου, ανανέωση του νου.
(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1985, σσ.286,289-290, 292-295, 297-298)
“Επιθυμείτε σεις τα χαρίσματα και σας δείχνω πηγή
χαρισμάτων. Διότι δεν δείχνω ένα και δύο ή και τρία
χαρίσματα, αλλά μία οδό, αυτή που οδηγεί σ’ όλα αυτά.
Και όχι απλή οδό αλλά με υπερβολή, δηλαδή οδό που
προηγείται όλων των χαρισμάτων. Διότι τα χαρίσματα
δεν έχουν δοθεί όλα σε όλους, αλλά σε άλλους δίνονται
αυτά, σε άλλους εκείνα· αυτό όμως που σας δείχνω,
η αγάπη, είναι δώρο που ανήκει γενικώς σε όλους.
Γι’ αυτό και όλους καλώ στην αγάπη προς τον πλησίον”.
Το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τα λέει όλα
Τον παρακάλεσα μία ημέρα να μου υποδείξει έναν τρόπο προσευχής κι αν ήταν δυνατόν, να μου εμπιστευθεί το δικό του τρόπο προσευχής. Και η απάντηση ήταν άμεση και... πληρωμένη.
-Και τί την πέρασες την προσευχή, για φαγητό που προσφέρεται κατά παραγγελία ; Ή φάρμακο που χορηγείται με συνταγή ; Εγώ σου έχω πει να ζητάς μόνο τη σωτηρία της ψυχής. Να ζητάς, δηλαδή, να καταστείς κληρονόμος της αιωνίου Βασιλείας των Ουρανών. Και όλα τ' άλλα να τ' αφήνεις στην κρίση του Θεού. Σου υπενθυμίζω, για ακόμη μιά φορά, το " Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν των Ουρανών και πάντα ταύτα προστεθήσονται ". Αυτό δεν σου αρκεί ; Εάν δεν σου αρκεί αυτό, ή δεν σε ικανοποιεί απόλυτα, περιορίσου στη νοερά προσευχή. Για μένα, το " Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Ελέησόν με " τα λέει όλα. Και οπωσδήποτε περισσότερα από αυτά που λες εσύ. Αρκεί να το λες με πίστη και αφοσίωση. Και μάλιστα, την ώρα εκείνη να φαντάζεσαι ότι έχεις μπροστά σου τον εσταυρωμένο Ιησού. Και άκου. Την ώρα που θα το λες, θα στρέψεις το νου σου κατ' εδώ, προς εμένα. Και εγώ θα συλλαμβάνω τη σκέψη σου, και θα προσεύχομαι μαζί σου, για σένα. Αυτό είναι το καλύτερο. Και αυτό σου συνιστώ να κάνεις.
-Ναί, Παππούλη μου, αλλά δεν το λέτε σωστά. -Εγώ σωστά το λέω. Εσύ το εννοείς λανθασμένα. Και ξέρεις γιατί ; Γιατί ξεχωρίζεις τον εαυτό σου από τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Όπως αγαπάμε τον εαυτό μας, έτσι πρέπει να αγαπάμε και τον πλησίον μας. Εγώ αγαπώ όλο τον κόσμο σαν τον εαυτό μου. Γι' αυτό δε βλέπω το λόγο γιατί να λέω : Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησον μας και όχι ελέησον με. Αφού εγώ και ο κόσμος είμαστε ένα και το αυτό ! Έτσι θα το λες και εσύ : Ελέησόν με.
[Κ 176π.]
"Ένας νέος συγκλονίστηκε από μια ωραία και προκλητική κοπέλα"
Κάποια μέρα ο Γέροντας μου απεκάλυψε:
"Ήρθε μια φορά ένας νέος και μου είπε ότι,
καθώς ταξίδευε καλοκαίρι με το πλοίο,
είδε απέναντί του μια ωραία και προκλητική κοπέλα και συγκλονίσθηκε.
Τότε εγώ είδα την ψυχή του και του είπα: Βρέ ευλογημένε,
με την ευαισθησία που σου χάρισε ο Θεός, εσύ τώρα θα έπρεπε να έχεις αγιάσει.
Ίσως άλλος πνευματικός να έβλεπε το περιστατικό σαν ευκαιρία
να κατακεραυνώσει τον αμαρτωλό, ο Γέροντας όμως το είδε σαν ευκαιρία
να του αποκαλύψει το θείο δώρο της μεγάλης ευαισθησίας του
και την δυνατότητά του να αγιάσει μέσω αυτής,
"έρωτι έρωτα διακρουόμενος και πυρ πυρί αύλω αποσβεννύων".
[Γ 363π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.190)
Για το πως οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν σαν παιδιά, ώστε να γίνουν υιοί του Θεού.
«αμήν λέγω υμίν· εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 18:3)
Αυτά λέγει Κύριος και ο λόγος Του είναι άγιος και αληθινός. Τι πλεονέκτημα έχουν τα παιδιά έναντι των μεγάλων; Έχουν τρία πλεονεκτήματα: την πίστη, την υπακοή και την συγχωρητικότητα. Το παιδί ρωτάει το γονιό του για τα πάντα και, ασχέτως του τι απαντά εκείνος, πιστεύει το γονιό του. Το παιδί υπακούει στο γονιό του και εύκολα υποτάσσει το θέλημά του στο θέλημα του γονιού του. Το παιδί είναι συγχωρητικό και, μολονότι προκαλεί εύκολα, συγχωρεί γρήγορα. Ο Κύριός μας απαιτεί και τα τρία αυτά από όλους τους ανθρώπους, δηλαδή πίστη, υπακοή και συγχωρητικότητα. Επιθυμεί οι άνθρωποι να πιστεύουν σ’ Αυτόν απροϋπόθετα, χωρίς όρους, όπως ένα παιδί πιστεύει στο γονιό του· και να είναι συγχωρητικοί ο ένας με τον άλλον, αμνησίκακοι, χωρίς να απαντούν στο κακό με κακό.
Πίστη, υπακοή και συγχωρητικότητα είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της ψυχής ενός παιδιού. Η αγνότητα και η χαρά είναι επιπρόσθετα στοιχεία. Ένα παιδί δεν είναι άπληστο, ένα παιδί δεν είναι φιλήδονο, ένα παδί δεν είναι ματαιόδοξο. Τα μάτια του παιδιού είναι αμόλυντα απ’ τα ακόλαστα πάθη και η χαρά του αμόλυντη από τις μέριμνες.
Αδελφοί μου, ποιος άραγε μπορεί να μας κάνει ξανά σαν τα παιδιά; Κανένας, εκτός από τον Ένα Χριστό. Εκείνος μπορεί να μας κάνει σαν τα παιδιά και να μας βοηθήσει να γεννηθούμε ξανά, με το παράδειγμά Του, τη διδασκαλία Του και τη δύναμη του Αγίου Του Πνεύματος.
Ω, Κύριε Ιησού, τέλειο Εσύ στην υπακοή και την ταπείνωση, αιώνιο Παιδί του Ουράνιου Πατέρα, βοήθησέ μας να γίνουμε σαν αρτιγέννητα βρέφη, μέσα απ’ την πίστη σε Σένα, την υπακοή σε Σένα και την συγχωρητικότητα προς αλλήλους.
(πηγή: «Ο Πρόλογος της Αχρίδος», Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ. Άθως)
- Σκέφτομαι πολλές φορές, παιδιά, πώς άραγε να ήταν οι άγιοι;
Πώς να ζούσαν;
Και τι δεν θα 'δινα να γνωρίσω από κοντά έναν άγιο άνθρωπο.
Που να τον βρεις όμως στη σημερινή εποχή, που όλοι μας έχουμε εξαχρειωθεί;
Ρώτησε ο διάκος της συντροφιάς μας.
- Κι όμως υπάρχουν και σήμερα άγιοι, του απάντησα!
Εγώ μάλιστα έχω γνωρίσει έναν!
Τον λένε Γέροντα Ιερώνυμο και μένει στην Αίγινα!
Αυτό ήταν!
Έτρεξε αμέσως ως η διψασμένη έλαφος μέχρι την Αίγινα!
Βρήκε τον Γέροντα Ιερώνυμο και είπαν πνευματικά.
Όταν γύρισε και μας συνάντησε ήταν αλλοιωμένος την καλήν αλλοίωσιν, πλήρης ευλογίας και πνευματικής ευφροσύνης από την συνάντησή του με τον Όσιο των ημερών μας!
Πλήρης ενθέων συναισθημάτων μας διηγήθηκε:
- Όταν συνάντησα τον Γέροντα Ιερώνυμο, αισθάνθηκα τέτοια χαρά, που νόμισα ότι βρήκα τον ίδιο τον Χριστόν μας!
Τι άνθρωπος είναι αυτός, αδελφοί;
Ένοιωσα τέτοια παρηγοριά, τέτοια αγαλλίαση και τόση δύναμη μπήκε μέσα μου, που η καρδιά μου πήγε να σπάσει από χαρά.
Τα συναισθήματά μου δεν περιγράφονται!
Απέναντί του όλες οι θεολογικές μου γνώσεις εκμηδενίστηκαν, μπροστά στον δικό του απλό, μα προφητικό λόγο.
Είναι ένας πραγματικός Άγιος!
(Γέροντας Ιερώνυμος, ο Ησυχαστής της Αίγινας, υπό Πέτρου Μπότση, Αθήνα 2006, σελ. 11 επ.)
[…] Έτσι λοιπόν ενεργώντας, θα σηκωθώ τα μεσάνυχτα, θα γονατίσω και θα κλάψω με θλίψη για την αμαρτωλή ψυχή μου και με δάκρυα και στεναγμούς θα πω στον Κύριο·
Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, γνωρίζω ότι αμάρτησα ενώπιόν σου περισσότερο από κάθε φύση ανθρώπων και αυτών των αλόγων ζώων και των ερπετών, σε σένα τον φοβερό και απρόσιτο Θεό μου, και δεν είμαι άξιος να τύχω ποτέ από σένα καθόλου έλεος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν τολμούσα να προσέλθω και να γονατίσω μπροστά σου, φιλάνθρωπε βασιλιά, μέχρι που άκουσα την άγια φωνή σου να λέγει·
«δεν επιθυμώ με τη θέλησή μου τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά το να επιστρέψει και να ζήσει»· και πάλι, «χαρά γίνεται στον ουρανό όταν μετανοεί ένας αμαρτωλός».
Όμως, Δέσποτα, φέροντας στη μνήμη μου και την παραβολή που είπες για τον άσωτο Υιό, το πώς δηλαδή, ενώ αυτός ερχόταν και προτού σε πλησιάσει, εσύ ο εύσπλαχνος έτρεξες, έπεσες επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησες, στηρίζοντας το θάρρος μου στο πέλαγος της αγαθότητάς σου, έτρεξα κοντά σου με οδύνη και λύπη και σκυθρωπή καρδιά, όντας πυρωμένος και φοβερά τραυματισμένος και κείμενος φοβερά εξαιτίας των αμαρτιών μου στα έγκατα του άδη.
Όμως από τώρα και στο εξής σου δίνω το λόγο μου, Κύριε, ότι όσο προστάζεις ακόμη να βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το σώμα, δεν θα σ’ εγκαταλείψω, ούτε θα επιστρέψω πίσω, ούτε επίσης θα πλησιάσω τα μάταια και τα πονηρά.
Εσύ όμως, ο Θεός μου, γνωρίζεις καλά την αδυναμία μου, την ταλαιπωρία, την ολιγοψυχία μου και τις προλήψεις που πρόκειται να με τυραννήσουν και να με στενοχωρήσουν.
Βοήθησέ με, σε ικετεύω γονατιστός μπροστά σου, και μη μ’ εγκαταλείπεις, ούτε να μ’ αφήσεις για πολύ να περιγελώμαι και να περιπαίζομαι από τον εχθρό, εμένα που από τώρα, αγαθέ, είμαι δούλος σου.
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τ. 19Δ, σ. 416 & 418)
168. Ποια είναι η θέση τον προσώπου του λειτουργού στην τέλεση των εκκλησιαστικών μυστηρίων;
Όπως ειπώθηκε στα προηγούμενα, ο τελετουργός των μυστηρίων είναι κατ’ ουσίαν ο ιδρυτής αυτών, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ο ιερέας είναι απλό όργανο δια του οποίου επιτελούνται τα μυστήρια.
Στο πνεύμα αυτό ο ορθόδοξος ιερέας κρύβει επιμελώς το πρόσωπό του κατά την τέλεση των μυστηρίων, απαγγέλλοντας τις ιερουργίες σε τύπο παθητικό (σε τρίτο ενικό πρόσωπο) όπως: Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού και χρίεται, αρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ.λ.
Αντίθετα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία ο λειτουργός φέρεται να τελεί ο ίδιος τα μυστήρια, απαγγέλλοντας τις ιερουργίες σε πρώτο ενικό πρόσωπο, όπως: εγώ σε βαπτίζω, σε χρίω κ.ο.κ.. Το ύφος αυτό είναι εκφραστικό του οξέος χωρισμού του κλήρου από τον λαό, που παρατηρείται στη Λατινική Εκκλησία.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 238-239)