…Μία αλλαγή τόπου δεν φέρνει τον Θεό κοντύτερα σε σας. Άσχετα από το που μπορεί να είστε, ο Κύριος θα ρθεί σε σας αν η ψυχή σας είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να κατοικήσει και να βαδίσει μέσα σας.
Αλλά αν ο έσω άνθρωπος μέσα σας είναι γεμάτος απάτη, τότε, ακόμα κι αν στέκεστε στον Γολγοθά ή στο Όρος των Ελαιών, ή κάτω από το μνημείο της Αναστάσεως, είστε τόσο μακριά από του να λάβετε τον Χριστό μέσα σας όσο ένας που δεν έχει ακόμα αρχίσει να ομολογεί πίστη σ᾽ Αυτόν».
Αντίθετα, «η αληθινή Βηθλεέμ, και ο αληθινός Γολγοθάς, και το αληθινό Όρος των Ελαιών, και η αληθινή Ανάσταση, όλα βρίσκονται στην καρδιά του ανθρώπου που έχει τον Θεό».
Τι θα βρούμε στα Ιεροσόλυμα που είναι νέο; «θα βρούμε ότι ο Χριστός που φανερώθηκε εκεί ήταν ο αληθινός Θεός, αλλά αυτό το ομολογούμε πριν έλθουμε στα Ιεροσόλυμα και μετά το ταξίδι μας η πίστη μας ούτε μειώθηκε ούτε αυξήθηκε.
Γνωρίζαμε επίσης ότι Αυτός έγινε άνθρωπος δια της Παρθένου πριν πάμε στη Βηθλεέμ. Πιστεύαμε στην Ανάσταση των νεκρών πριν δούμε τον τάφο Του. Ομολογούμε την αλήθεια της Αναλήψεως πριν δούμε το Όρος των Ελαιών. Είναι πιο σπουδαίο να «μεταβούμε από το σώμα προς τον Κύριό μας παρά να ταξιδέψουμε από την Καππαδοκία στην Παλαιστίνη».
Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης
(απὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ (ΕΡΓΑ 7), "Οι Ανατολικοί Πατέρες του τετάρτου αιώνα", ελλ. μετ. Π.Κ. Πάλλη, Θεσσαλονίκη: εκδ. Πουρναρά,1991, σελ. 221-231)
Λουκά ι’ 21
Είναι από τις λίγες στιγμές που ένοιωσε ο Ιησούς επί της γης.
Εβδομήντα μαθηταί του —ένας ολόκληρος στρατός σωτηρίας— γυρίζουν
γεμάτοι ενθουσιασμό για την αποτελεσματικότητα του έργου τους,
δηλώνοντας στον Κύριο, ότι «και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν
εν τω ονόματί σου». Ο Ιησούς θα μπορούσε να χειροκροτήση,
ακούοντας την ενθαρρυντική αυτή αναφορά, που είναι το πρώτο
ανακοινωθέν νίκης της Εκκλησίας του. Προτιμάει όμως να δοξολογήση
τον Πατέρα του και να μακαρίση τους μαθητάς του.
Το ξεκίνημα της Εκκλησίας ήταν γεμάτο ελπίδες και ενθουσιασμούς.
Οι μαθηταί αυξάνονταν. Σήκωναν ψηλά τη σημαία του Χριστού
και άρχιζαν να κερδίζουν νίκες, τη μια μετά την άλλη.
Ο Ιησούς σκιρτούσε και στο πρόσωπό του διαγραφόταν η χαρά.
Ένοιωθε σίγουρος για την τελική και ολοκληρωτική νίκη.
«Πάντα μοι παρεδόθη υπό του Πατρός μου» δήλωσε, γεμάτος ικανοποίησι,
την ώρα εκείνη. Η στρατηγική όμως του ουράνιου Αρχηγού του αγώνος
της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν διαφορετική:
«Δια της αποτυχίας του Σταυρού η νίκη». Αυτή την πρωτοφανή
στρατηγική θα την απεκάλυπτε ο Πατήρ στον αρχιστράτηγο
Ιησούν στην κατάλληλη στιγμή.
«Ώσπερ πατήρ αγαθός παίδας ιδών κατορθώσαντάς τι,
ούτω και Σωτήρ αγάλλεται, ότι τοιούτων αγαθών ηξιώθησαν
οι απόστολοι» (Υ Λ 315).
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.106-107)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 11-19. Η θεραπεία των δέκα λεπρών.
17.15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε(1)
μετὰ φωνῆς μεγάλης(2) δοξάζων τὸν θεόν(3),
15 Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε,
γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή το Θεό,
(1) Εφόσον πλέον οι δέκα λεπροί δεν ήταν συμμέτοχοι στη θλίψη
και αθλιότητα, οι 9 από αυτούς, που ήταν Ιουδαίοι,
θα ευχαριστήθηκαν, όταν ο Σαμαρείτης γυρίζοντας τους εγκατέλειψε (p).
Για αυτό και δεν ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν που μετέβαινε αυτός.
«Παρόλο όμως που ήταν Ισραηλίτες, φάνηκαν αχάριστοι, ενώ ο Σαμαρείτης…
επέστρεψε και άφηνε να βγει η φωνή της ευγνωμοσύνης» (Θφ).
(2) Εκφράζοντας έτσι όχι μόνο τη χαρά, αλλά και την ζωηρότατη
ευγνωμοσύνη του προς αυτόν που τον θεράπευσε.
(3) «Διότι πίστευαν ότι ο Χριστός είναι μεν κάποιος μεγάλος
και μεγαλοδύναμος, δεν πίστευαν όμως ακόμη ότι είναι
και από τη φύση του Θεός» (Ζ). Όταν πρόκειται για το Θεό
χρησιμοποιείται το ρήμα δοξάζω, το οποίο μπορεί να συνυπονοήσει
και λατρευτικές εκδηλώσεις, ενώ στον επόμενο στίχο χρησιμοποιείται
το ευχαριστώ, με το οποίο δηλώνεται η ευγνωμοσύνη (g).
Προσευχή
Το κομποσχοινάκι είναι θαυματουργό!
Η καλύτερη προσευχή είναι ό,τι εσύ επινοείς εκείνη την ώρα. Δεν είναι μόνον, θέλω να διαβάσουμε Μετάληψη να μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αύριο. Α, «από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας...»· διαβάζουμε, ούτε καταλαμβάνουμε τι λέμε. Εσύ ο ίδιος να βρεις προσευχή, εσύ ο ίδιος· οπότε καταλαμβάνεις τι λες εις τον Θεό. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη, να πούμε, μεγάλη δύναμη!
----------
Ε, ας υποθέσουμε ότι αύριο θα μεταλάβουμε. Θα ΄ρθει ουσιωδώς ο Παράκλητος να αγιάσει τα Δώρα· πώς θα τον υποδεχθείς; «Στο ελέος Σου, στην ευσπλαχνία Σου, συγχώρεσε με, άνθρωπος είμαι, συγχώρεσέ με». Έχει δύναμη διότι το λες και το καταλαμβάνεις, από μέσα απ’ την ψυχή σου βγαίνει αυτή η ευχή, να πούμε. Διότι πολλές φορές διαβάζουμε, αλλού τρέχει ο νους, αλλά αυτό που βγαίνει από μέσα σου το καταλαμβάνεις τι λες.
-----------
Η ευχή (προσευχή) είναι ο καθρέφτης του Μοναχού.
------------
Ο άγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεί ο άνθρωπος, ο οποίος από ανάγκη δεν πηγαίνει στην εκκλησία, να κάνει τον εαυτό του Θυσιαστήριο, λέει, προσευχόμενος.
Οι άνθρωποι στον κόσμο είναι και επιστήμονες, ούτε το Σάββατο δεν μπορούν να πάνε στην εκκλησία, την Κυριακή, έχουνε την υπηρεσία αυτήν την ώρα. Μπορείς αυτήν την ώρα να κάμεις τον εαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας την προσευχή.
-------------
Θέλεις να γίνεις ένας καλόγηρος πολύ καλός; Μην αφήνεις την ευχή. Κατά το μέτρο σου και η ευχή σου.
--------------
Έλεγα και εγώ στον Γέροντα: «Γέροντα, και στην κόλαση να πάω δε φοβάμαι, αρκεί την ευχή να λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρά σου παραδίδει μέσα αυτή η ευχούλα -μικρή είναι, αλλά πόση δύναμη έχει! Οπότε λες, και στην κόλαση να πάω δεν φοβάμαι, θα λέω την ευχή και στην κόλαση. Αυτά δέστε τα, γιατί τα περάσαμε και τα παραδίδομε και σε εσάς.
--------------
Εμείς είμαστε ραφτάδες στον Άγιο Παύλο, κι όμως ως αρχάριος δεν είχα γνωρίσει ακόμη τον γέρο- Ιωσήφ. Φεύγοντας από το σπίτι πήρα το κομποσχοίνι να πάω στον Άγιο Παύλο. Κατουνάκια-Άγιος Παύλος είναι δυόμιση ώρες. Πέρασα τη Μικρή Αγία Άννα, πέρασα την Αγία Άννα, κατηφορίζω λοιπόν για τη Νέα Σκήτη. Όταν έφτασα κοντά στον μύλο, εκεί από πάνω από τον Ευαγγελισμό, ξύπνησα! Βρε, λέω, πότε έφτασα εδώ πέρα; Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στην ευχή που δεν έβλεπα τον δρόμο!
------------
Θα κάνεις εργόχειρο, κάνεις ένα διακόνημα, μην αφήνεις την ευχούλα, γιατί και η ευχή σε θεοποιεί. Το πρώτο- πρώτο πατέρες, που θα αισθανθείτε, θα είναι η χαρά! Το πρώτο στάδιο, το πρώτο σημείο, το οποίο θα αισθανθείτε λέγοντας την ευχή, είναι η χαρά. Και η χαρά δεν είναι τίποτες άλλο, ένα πετραδάκι στην ακροθαλασσιά, είναι το πράγμα ότι μέσα αρχίζεις και φωτίζεσαι! Γι΄ αυτό λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα, λέγε την ευχούλα και αυτό θα σε φέρει σε άλλη κατάσταση πολύ καλύτερη, την οποία όσο και να σκεφθείς δεν μπορείς να σκεφθείς.
Ο μαθητής του δημοτικού σχολείου δεν μπορεί να καταλάβει τα του γυμνασίου ούτε του γυμνασίου του πανεπιστημίου. Αλλά όταν η χάρις θέλει να έρθει μέσα σου, θα το καταλάβεις ότι είσαι τώρα μαθητής του γυμνασίου, είσαι μαθητής του πανεπιστημίου, ο ίδιος θα το καταλάβεις.
-------------
Μία ψυχή πήγε στην τουαλέτα και έλεγε την ευχή. Α, και φανερώνεται ο διάβολος εκεί. Βρε συ, λέει, βρώμικη ευχή λες. Α, μα και ο καλόγηρος: Άκουσε, αποστάτα της θείας Μεγαλειότητος, λέει, η κένωσις του σώματος πηγαίνει κάτω, η κένωσις της ψυχής πηγαίνει απάνω, δεν έχει καμιά ένωση.
-------------
Στο σπίτι μας παραπάνω καθόταν ένας καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε δαιμονισμένος. Οι γέροι δεν μπορούσαν να έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι τους απάνω, που είναι ο πάτερ- Γεδεών εκεί απάνω, και τους μετελάμβανα. Πήγαινα στο Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν οι γέροι στην Ωραία Πύλη εκεί και τους μεταλάμβανα. Αυτός μου ΄λεγε: «Ο διάβολος εκεί κάθεται στην άκρη, στη Λιτή». Του λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και ο ίδιος έλεγε ότι: «Όταν λέω την ευχή ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη φορά αφρίζει· την τρίτη ευχή άφαντος γίνεται!». Να η δύναμη της ευχής. Αυτό που λένε τα βιβλία μας ότι:
-Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή.
-Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες.
-Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
Να, σ’ αυτόν τον καλόγηρο.
Α, να πούμε και τον άλλον με το καλάθι.
Ένας υποτακτικός, σαν ο Γέροντας τώρα, λέει τον πάτερ-Αρσένιο:
-Λέγε την ευχή.
-Λέω την ευχή, δεν καταλαμβάνω τίποτε.
-Ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει.
-Ε, και πού θα καταλάβω εγώ;
-Ε, καλά, παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα;
-Ναι, θαύμα θέλω να δω, Γέροντα.
-Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στον Θεό να σου δείξει θαύμα, να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. (Τα γράφουν τα πατερικά βιβλία).
-Καλά.
Έκανε προσευχή ο Γέροντας, έκανε και νηστεία, τριήμερο νηστεία.
-Έλα εδώ, παιδί μου, τώρα, πάρε το καλάθι, πήγαινε απάνω στη βρύση να το γιομίσεις νερό.
-Γέροντα, με συγχωρείς, εγώ, λέει, τα μυαλά μου τα ΄χω, το καλάθι θα γιομώσω νερό έξω;
-Καλά, παιδί μου, δεν είπες ότι θέλεις να δεις θαύμα; Να δεις τι δύναμη έχει η ευχή; Δεν θέλεις;
-Ναι, λέει.
-Ε, κάνε αυτό που σου λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή θα λες.
-Να ‘ναι ευλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω. Το νερό γιομίζει το καλάθι, δεν τρέχει το καλάθι, αλλά λέει την ευχή. Εννοείται ο Γέροντας στο δωμάτιο προσηύχετο να του δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγυιό του. Το γιόμωσε το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν να το δείξει στον Γέροντα. «Γέροντα, γιόμωσε το καλάθι νερό!» Στον δρόμο λοιπόν φανερώνεται ο διάβολος με μορφή ανθρώπινη, λέει:
-Καλόγερε, πού πας;
-Πάω στον Γέροντα μου.
-Πώς σε λένε;
-Γεώργιο.
-Πόσα χρόνια έχεις καλόγερος;
-Πέντε-έξι
-Τι δουλειά κάνεις;
-Σφραγίδια
Πάει έφυγε το νερό κάτω! Έπιασε την αργολογία, άφησε την ευχή, πήγε στον Γέροντα με άδειο το καλάθι!
-Τι συμβαίνει, παιδί μου;
-Γέροντα, έτσι και έτσι.
-Άφησες την ευχή, παιδί μου, γι’ αυτό έφυγε το νερό. Βλέπεις όταν έλεγες την ευχή, το καλάθι κρατούσε το νερό, όταν σταμάτησες κι άρχισες την αργολογία, έφυγε το νερό.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Λουκά στ΄ 19
Ήταν συγκλονιστική εμπειρία για τους αδυνάτους ανθρώπους
το άγγιγμα του Ιησού. Μια δύναμις τους διαπερνούσε, θεραπεύοντάς τους.
Ο Ιησούς ήταν μια πηγή η οποία διοχέτευε δύναμι σ’ όποιον τον άγγιζε...
Μόλις η αιμορροούσα έψαυσε το ιμάτιο του Ιησού θεραπεύθηκε.
«Ευθέως εξηράνθη η πηγή του αίματος αυτής». Σαν ηλεκτρικό ρεύμα
την διεπέρασε η δύναμις του Χριστού και τη θεράπευσε (Μαρκ. ε' 29).
Ήταν ακόμη τα πρώτα χρόνια της δράσεως του Ιησού. Ο κόσμος γεμάτος
μεσσιανική αισιοδοξία κατέφευγε κοντά του, σαν τα διψασμένα ελάφια.
Τον άκουγαν, τον έβλεπαν, τον άγγιζαν, έσβηναν τη δίψα της ψυχής των
κι έφευγαν από κοντά του φωτισμένοι και θεραπευμένοι. Τί ωραία χρόνια!
Η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, που είχε πληρώσει την ύπαρξί του,
εκδηλωνόταν συνεχώς και πραγματοποιούσε «σημεία» θαυμαστά και πρωτοφανή.
Ο Ιησούς είχε πια αναδειχθή έργω και λόγω ο Μεσσίας.
Η βασιλική του ρομφαία (Ψαλμ. 44, 4) του έδινε συνεχώς καινούργιες νίκες.
Όλα έδειχναν, ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου θα κερδιθή
με την «μάχαιραν του Πνεύματος ο έστι ρήμα Θεού»(Εφεσ. στ' 7).
Αυτή την εποχή η δύναμις του Ιησού είχε φθάσει στο κατακόρυφο.
Όχι μόνο ο ίδιος ήταν γεμάτος δύναμι, αλλά η δύναμίς του υπερχείλιζε
και χυνόταν προς τα έξω. Ο Ιησούς είχε κάθε λόγο να πιστεύη και να ελπίζη,
ότι το έργο του θα το φέρη εις πέρας με τη δύναμι του Πνεύματος.
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.104-105)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 11-19. Η θεραπεία των δέκα λεπρών.
17.14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς(1)
τοῖς ἱερεῦσιν(2). καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν(3).
14 Βλέποντάς τους εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς».
Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα.
(1) «Χωρίς να τους έχει ακόμη καθαρίσει, τους στέλνει να εμφανιστούν
στους ιερείς… Αυτό βεβαίως το έκανε, δοκιμάζοντας την πίστη τους·
αυτοί λοιπόν, αφού πίστεψαν ότι μπορεί καθώς πορεύονται να τους καθαρίσει,
βάδιζαν αδίστακτα» (Ζ).
(2) «Διότι οι ιερείς εξέταζαν τους λεπρούς και από εκείνους δέχονταν
την απόφαση για το αν είναι καθαροί από τη λέπρα ή όχι. Διότι είχαν
σημάδια οι ιερείς, με τα οποία χαρακτήριζαν την ανίατη λέπρα…
Και προσφερόταν δώρο (από τους θεραπευμένους) αυτό που διέταξε ο νόμος» (Θφ).
Ο πληθυντικός στους ιερείς=καθένας από τους 10 θα πορευόταν στον ιερέα,
τον κοντινό στο σπίτι του. Στο κεφ. ε 14 λέει «στον ιερέα» διότι
ήταν ένας μόνο λεπρός. Επιπλέον ο Σαμαρείτης θα πορευόταν στον ιερέα
στο όρος Γαριζείν (p). Εφόσον ο τελετουργικός νόμος ήταν ακόμη σε ισχύ,
ο Χριστός φρόντιζε πάντα να τηρείται αυτός. Ίσως όμως εδώ να είχε
και κάτι άλλο στο νου του. Η από τους ιερείς διαπίστωση της πλήρους θεραπείας
των λεπρών ήταν ενδεχόμενο να αφυπνίσει τους ιερείς και κάποιους άλλους
μαζί τους να αναζητήσουν τον γιατρό, που έχει τέτοια δύναμη απέναντι
στις σωματικές ασθένειες και γνωρίζοντας αυτόν να σωθούν μέσω της πίστης σε αυτόν.
(3) Η πίστη τους δείχτηκε με την υπακοή τους στο παράγγελμα που τους έδωσε ο Κύριος,
για αυτό και στο δρόμο θεραπεύτηκαν (p). Μέχρι ποια απόσταση προχώρησαν,
δεν καθορίζεται. Πάντως όμως η απόσταση υπήρξε αρκετή για να δοκιμαστεί
η πίστη τους, αλλά όχι και τόσο μεγάλη, ώστε να καθίσταται αδύνατη
η επιστροφή τους προς τον Κύριο (ο). Δεν είπε ο Κύριος ξεκάθαρα σε αυτούς:
Καθαριστείτε από την λέπρα σας. Αλλά δοκιμάζοντας την πίστη και υπακοή τους,
όπως άλλοτε ο Ελισαίος τον Νεεμάν, τους έστειλε αθεράπευτους ακόμη στους ιερείς.
Όσοι αναμένουν τις χάρες και εύνοιες του Χριστού, πρέπει να παίρνουν αυτές
συμμορφούμενοι με τους τρόπους και τις μεθόδους με τις οποίες ο Χριστός
ευαρεστείται να δώσει αυτές σε αυτούς και να μην αξιώνουν ο Χριστός
να συμμορφωθεί με ό,τι αυτοί αναμένουν ή θεωρούν καλύτερο.
Μυστήριο ξένον, λέγει ο Υμνωδός, τη Γέννηση του Χριστού, το να γεννηθή σαν άνθρωπος, όχι κανένας προφήτης, όχι κανένας άγγελος, αλλά ο ίδιος ο Θεός!
Ο άνθρωπος, θα μπορούσε να φθάσει σε μία τέτοια πίστη; Οι φιλόσοφοι και οι άλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ήτανε δυνατό να παραδεχθούν ένα τέτοιο πράγμα; Από την κρισάρα της λογικής τους δεν μπορούσε να περάσει η παραμικρή ψευτιά, όχι ένα τέτοιο τερατολόγημα! Ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής κι άλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, που ήτανε και σπουδαίοι φιλόσοφοι, δε μπορέσανε να τους κάνουνε να πιστέψουνε κάποια πράγματα πολύ πιστευτά, και θα πιστεύανε ένα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αυτό ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους, ανάμεσα σε απονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στο παχνί, που τρώγανε τα βόδια.
Κανένας δεν τον πήρε είδηση, μέσα σε εκείνον τον απέραντο κόσμο, που εξουσιάζανε οι Ρωμαίοι, για τούτο είχε πει ο προφήτης Γεδεών, πως θα κατέβαινε ήσυχα στον κόσμο, όπως κατεβαίνει η δροσιά απάνω στο μπουμπούκι του λουλουδιού, «ως υετός επί πόκον». Ανάμεσα σε τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιος να πάρει είδηση το πιο πτωχό από τα πτωχά, εκείνο που γεννήθηκε όχι σε καλύβι, όχι σε στρούγκα, αλλά σε μία σπηλιά; Και κείνη ξένη, γιατί την είχανε οι τσομπαναρέοι να σταλιάζουνε τα πρόβατά τους.
Το «υπερεξαίσιον και φρικτόν μυστήριο» της Γεννήσεως του Χριστού έγινε τον καιρό που βασίλευε ένας μοναχά αυτοκράτορας απάνω στη γη, ο Αύγουστος, ο ανιψιός του Καίσαρα, ύστερα από μεγάλη ταραχή και αιματοχυσία ανάμεσα στον Αντώνιο από τη μία μεριά, και στον Βρούτο και τον Κάσσιο από την άλλη. Τότε γεννήθηκε κι ο ένας και μοναχός πνευματικός βασιλιάς, ο Χριστός. Κι᾿ αυτό το λέγει η ποιήτρια Κασσιανή στο δοξαστικό που σύνθεσε, και που το ψέλνουνε κατά τον Εσπερινό των Χριστουγέννων: «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης, η πολυαρχία των άνθρωπων επαύσατο. Καί Σού ενανθρωπήσαντος εκ της αγνής η πολυθεία των ειδώλων κατήργηται. Υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον αι πόλεις γεγένηνται. Καί εις μίαν δεσποτείαν Θεότητος τα έθνη επίστευσαν…».
Εξακόσια χρόνια προ Χριστού ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ είδε στο Όνειρό του, πως βρέθηκε μπροστά του ένα θεόρατο φοβερό άγαλμα, καμωμένο από χρυσάφι, ασήμι, χάλκωμα, σίδερο και σεντέφι: Κι άξαφνα ένας βράχος ξεκόλλησε από ένα βουνό και χτύπησε το άγαλμα και το ῾κανε σκόνη. Και σηκώθηκε ένας δυνατός άνεμος και σκόρπισε τη σκόνη, και δεν απόμεινε τίποτα. Ο βράχος όμως που τσάκισε το άγαλμα έγινε ένα μεγάλο βουνό, και σκέπασε όλη τη γη. Τότε ο βασιλιάς φώναξε τον προφήτη Δανιήλ και ζήτησε να του εξήγησει το όνειρο..
Κι ο Δανιήλ το εξήγησε καταλεπτώς, λέγοντας πως τα διάφορα μέρη του αγάλματος ήτανε οι διάφορες βασιλείες, που θα περνούσανε από τον κόσμο ύστερα από τον Ναβουχοδονόσορα και πως στο τέλος ο Θεός θα αναστήσει κάποια βασιλεία που θα καταλύσει όλες τις βασιλείες, όπως ο βράχος που είχε δει στο ενύπνιό του εξαφάνισε το άγαλμα με τα πολλά συστατικά του: «Καί εν ταίς ημέραις των βασιλέων εκείνων, αναστήσει ο Θεός του ουρανού βασιλείαν, ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, που δεν θα καταλυθεί ποτέ στους αιώνες των αιώνων».
Αυτή η βασιλεία η αιώνια, η άφθαρτη, είναι η βασιλεία του Χριστού, η βασιλεία της αγάπης στις ψυχές των ανθρώπων και ιδρύθηκε με την αγία Γέννηση του Κυρίου που γιορτάζουμε σήμερα. Και επειδή είναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αυτό θα είναι αιώνια, γι᾿ αυτό δεν θα χαλάσει ποτέ, όπως γίνεται με τις άλλες επίγειες και υλικές βασιλείες. Όπως ο βράχος μεγάλωνε κι έγινε όρος μέγα και σκέπασε τη γη, έτσι και το κήρυγμα του Ευαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ όλη την οικουμένη, με το κήρυγμα των Αποστόλων: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών»..
Ώστε βγήκε αληθινή η αρχαιότερη προφητεία του Ιακώβ, πως σαν πάψει η εγκόσμια εξουσία των Ιουδαίων, θα έρθει στον κόσμο εκείνος που προορίστηκε, «η προσδοκία των εθνών».
Είναι ολότελα ακατανόητο, για το πνεύμα μας, το ότι κατέβηκε ο Θεός ανάμεσά μας σαν άνθρωπος συνηθισμένος και μάλιστα σαν ο φτωχότερος από τους φτωχούς. Αυτή τη μακροθυμία μονάχα άγιες ψυχές είναι σε θέση να τη νιώσουνε αληθινά, και να κλάψουνε από κατάνυξη.
(ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, "ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ", εκδ. ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2001)
Ματθαίου ιγ' 1
Ο Ιησούς άλλοτε περπατούσε κι άλλοτε καθόταν στην ακροθαλασσιά.
Έμενε μόνος. Σιωπούσε. Άφινε το βλέμμα του να χαθή στον ορίζοντα
της θάλασσας και τουρανού ενώ ο αργαλειός της σκέψεώς του δούλευε.
Δεν γνωρίζομε τί ένοιωθε ο Ιησούς τις στιγμές αυτές.
Σε κανένα ποτέ δεν μίλησε γι’ αυτές.
Ο Ιησούς δεχόταν συνεχώς και κατ’ ευθείαν την αποκάλυψι του Θεού
για όλα και για το κάθε τί που του συνέβαινε. Ο Ίδιος είχε ομολογήσει
για τις στιγμές αυτές, ότι «ουκ ειμί μόνος. Ο Πατήρ μετ’ εμού εστί».
Όλες οι στιγμές της ζωής του Χριστού, ιδίως κοντά στη θάλασσα
ή μέσα στη γαλήνη της εξοχής ή πάνω στην ελευθερία των κορυφογραμμών
πρέπει να ήταν στιγμές κοινής συνεδριάσεως των Τριών Προσώπων της θεότητος,
αιωνία συνέχισις του «ποιήσωμεν» της Γενέσεως.
Ο Ιησούς μετά τις «συνεδριάσεις» αυτές, πεπεισμένος σαν άνθρωπος
απόλυτα για το θείο θέλημα προχωρούσε με αποφασιστικότητα στην εφαρμογή.
Εστήριζε το πρόσωπό του με κατεύθυνσι τον αποφασισμένο υπό του Θεού στόχο,
αφίνοντας τα θεϊκά του χείλη να ψιθυρίζουν την επωδό της απόλυτης
υπακοής και ταπεινώσεως: «Γενηθήτω το θέλημά σου».
«Κατά τας ευαγγελικάς και αποστολικάς μαρτυρίας ο Θεάνθρωπος ευρίσκεται
εν αμέσω επικοινωνία μετά του Πατρός θεωρών αυτόν και «ο εώρακε μαρτυρών»
και δεχόμενος παρ’ αυτού συνεχώς αποκαλύψεις, κατά τας οποίας,
«καθώς ήκουε» παρά του Πατρός, έκρινε και συμφώνως προς όσα νέα,
μείζονα των προτέρων, εδείκνυεν ο Πατήρ, εποίει»(Δογματική Τρ. 2, 129).
"Ευλογητός ει, Κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου"
Σκέψεις για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Μέρος 1ο
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Εκείνος" Ο Ιησούς Χριστός,
εκ. Γρηγόρη, σελ.105-106)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 11-19. Η θεραπεία των δέκα λεπρών.
17.13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν(1) λέγοντες, ᾽Ιησοῦ ἐπιστάτα(2),
ἐλέησον ἡμᾶς(3).
13 και του φώναζαν δυνατά: «Ιησού, αφέντη, ελέησέ μας!»
(1) Το ἦραν φωνὴν συμφωνεί με το πόρρωθεν (p). Έβγαλαν όλοι μαζί
κραυγή ικανή να προσελκύσει την προσοχή του (g). Και «ως προς τον τόπο,
από τη μία, στέκονταν μακριά, ως προς την ικεσία, από την άλλη,
ήλθαν κοντά. Διότι είναι κοντά και σε όλους όσους τον επικαλούνται αληθινά» (Θφ).
(2) «Δηλαδή κύριε, διδάσκαλε» (Ζ). Μόνο ο Λουκάς στην Κ.Δ. χρησιμοποιεί την λέξη,
για έκτη και τελευταία φορά εδώ (L). Όσοι ζητούν βοήθεια από τον Ιησού,
πρέπει να πιστεύουν αυτόν ως κύριο και διδάσκαλό τους. Μόνο εάν είναι
επιστάτης και Κύριος ο Ιησούς, μόνο τότε είναι και Σωτήρας και Λυτρωτής.
(3) Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν του ζητούν να τους θεραπεύσει από τη λέπρα τους,
αλλά λένε το: «Ελέησέ μας». Είναι αρκετό να αναθέτουμε και να εμπιστευόμαστε
τους εαυτούς μας στο έλεος του Χριστού, διότι δεν υπάρχει φόβος να αποτύχουμε.
Ο βίος του Αγίου Νικολάου (Συμεών του Μεταφραστού). Μετάφρ. Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, εκδ. Αποστολική Διακονία.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ (Πρόλογος). Το χέρι των ζωγράφων είναι επιδέξιο και ικανό να μιμηθεί την αλήθεια και να παρουσιάσει μπροστά στα μάτια μας ολοκάθαρα τα σύμβολα των αντικειμένων. Ο λόγος όμως έχει τη δύναμη και να δείξει πολύ πιο καθαρό και λαμπρό εκείνο που θέλει, απ' ό,τι η ζωγραφική, και μπροστά στα μάτια να παρουσιάσει ζωντανό ένα γεγονός. Επί πλέον, ο λόγος γνωρίζει και να βάζει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ένα κεντρί, που να του κεντρίζει το θείο ζήλο, και να παρακινεί στη μίμηση καλών ανθρώπων. Συγχρόνως ο βίος ανθρώπων που έζησαν σύμφωνα με το θέλημα τον Θεού, όταν παρουσιάζεται με το λόγο, έχει τη δύναμη να ελκύσει πολλούς στην αρετή και να τους δημιουργήσει θερμουργό ζήλο για ζωή όμοια με των Αγίων.
Εξαιρετικά όμως ο βίος του θείου Πατρός Νικολάου και την ακοή περισσότερο ευχαριστεί και την ψυχή ευφραίνει και για την εκτέλεση καλών και άγιων έργων υποκινεί. Θα σας διηγηθώ λοιπόν, και θα πραγματευθώ τα έργα και τις πράξεις αυτού του αγίου ανθρώπου, με σκοπό την πνευματική και ηθική σας ενίσχυση, αν και είναι γνωστά στους πολλούς και δεν έχουν ανάγκη από καμιά εξιστόρηση. Παρά ταύτα όμως επιβάλλεται να τα ξαναθυμηθούμε, να τα φέρουμε στη μνήμη μας και να ευφράνουμε τις ψυχές αυτών που αγαπούν την αρετή. Σύμφωνα άλλωστε με αυτό που λέγει η Αγία Γραφή, δηλαδή: «όταν εγκωμιάζεται ο δίκαιος, θα ευφρανθούν οι λαοί» (Παροιμ. κθ,2).
Καταγωγή και βρεφική ηλικία του αγίου Νικολάου
Α. Ο μεγάλος, λοιπόν, και άξιος θαυμασμού αυτός Πατήρ είχε ιδιαίτερη πατρίδα τα Πάταρα της Λυκίας που ήταν παλαιότερα μια από τις επιφανείς πόλεις. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και είχαν περιουσία να ζουν με κάποια άνεση, χωρίς όμως περιττές δαπάνες. Ποτέ δε γεύτηκαν κοσμική δόξα και διακρίνονταν για την ταπεινοφροσύνη τους. Υπήρξαν για το παιδί τους ωραίο υπόδειγμα γονέων που δεν ενδιαφέρονταν για δόξες και πλούτη· εκείνο που φρόντιζαν ήταν να μένουν προσκολλημένοι στην αρετή και αυτήν να επιδιώκουν με κάθε τρόπο.
Έτσι, φυτεμένοι εκεί που χύνονται τα νερά της ευσεβείας έφεραν μαζί στον κόσμο τον ωραιότατο καρπό, το θείο Νικόλαο. Η μητέρα του Αγίου δεν δοκίμασε πόνους άλλου τοκετού, γιατί ταυτόχρονα με τη γέννησή του έμεινε άγονος, σαν η φύση να της απαγόρευε να μπορεί να φέρει στον κόσμο άλλο τέτοιο τέκνο. Αφού όμως έφερε στο φως πρώτο και συνάμα τελευταίο τον ευγενικό κλάδο, παρέδωσε μαζί με το σύζυγό της στο Άγιο Πνεύμα πλούσιο τον καρπό, το θησαυρό των αρετών, τη θάλασσα των αγαθών, τον θαυμαστό σε όλους, δηλαδή το Νικόλαο.
Μόλις ο Άγιος γεννήθηκε από αυτούς τους ευλογημένους γονείς, καθώς μοιάζει ο καρπός με το σπέρμα -απόδειξη της ομοιότητας και προς τον Βαπτιστή- , προκάλεσε τη στειρότητα της μητέρας του. Και πραγματικά, ο Νικόλαος με τη γέννησή του έθεσε τέρμα πλέον σε ωδίνες τοκετού για τη μητέρα του, αφού αυτή κατέστη στο εξής στείρα· και ο Ιωάννης όμως ο Βαπτιστής με τη γέννησή του έθεσε τέρμα σε ωδίνες τοκετού για τη μητέρα του, αφού αυτός υπήρξε και το μοναδικό τέκνο που αυτή έφερε στον κόσμο με τις θερμές της προσευχές, αν και ήταν στείρα.
Επειδή κατά τη βρεφική του ηλικία ο Νικόλαος έπρεπε να θηλάζει και να βρίσκεται κοντά στο μητρικό μαστό, έδειξε και εδώ ο Θεός με θείο σημείο τι άνθρωπος θα γινόταν στο μέλλον, αφού ήδη παρουσίαζε γνωρίσματα ηλικίας που σκέπτεται με φρόνηση. Και συγκεκριμένα, όλη την εβδομάδα (εκτός από την Τετάρτη και Παρασκευή) θήλαζε όπως και τα άλλα βρέφη· την Τετάρτη όμως και την Παρασκευή θήλαζε μια φορά μόνον την ημέρα, και μάλιστα μετά τη δύση του ηλίου. Θηλάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο, ακολουθούσε τέλειο κανόνα και πριν από την παιδική του ηλικία. Έτσι υποδήλωνε από την αρχή της ζωής του ότι είχε οικειότητα με την εγκράτεια.
Ανατροφή, σπουδές, χειροτονία σε ιερέα
Β. Κατ' αυτόν, λοιπόν, τον τρόπο προέκοπτε στην αρετή. Και τα χρηστά ήθη άλλα αντλούσε από τους γονείς του και άλλα είχε έμφυτα και τα καλλιεργούσε σαν γη αγαθή και εύκαρπη. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, τον παρέδωσαν οι γονείς του στο δάσκαλο των γραμμάτων. Ένεκα και των φυσικών του ικανοτήτων και της οξύτητας της διάνοιάς του πέτυχε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, τρέχοντας ανάλαφρα χωρίς εμπόδιο, να μελετήσει και να αφομοιώσει πάρα πολλά μαθήματα. Έτσι έμαθε να ενεργεί σωστά ως πολίτης και απέκτησε την ικανότητα να ομιλεί δημοσίως. Έφευγε μακριά από άκοσμες συντροφιές και απρεπείς συνομιλίες. Δεν συνομιλούσε με γυναίκες και δεν επέτρεπε στα μάτια του να τις κοιτάζουν. Φρόντιζε για την πραγματική σωφροσύνη. Δεν πήγαινε σε κοσμικούς τόπους συναντήσεως. Περνούσε το χρόνο του εξολοκλήρου στους οίκους του Θεού, διαμορφώνοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του άξιο οίκο του Δεσπότη Χριστού.
Και επειδή είχε μελετήσει και είχε μάθει πολύ καλά και την Αγία Γραφή και τις δογματικές αλήθειες περί Θεού και επειδή ήταν κοσμημένος με μύρια πνευματικά χαρίσματα και επειδή παρουσίαζε ειλικρινά στη ζωή του τη σοβαρότητα και αυστηρότητα που ταιριάζει στους ιερείς -αλλά βέβαια και το ήθος του, και πριν από τη γεροντική ηλικία, ήταν και σταθερό και πρεσβυτικό-, αξίωναν να ψηφιστεί πρεσβύτερος (ιερέας). Και όπως το γήρας διασώζει την πρέπουσα σωφροσύνη, μερικές όμως φορές και τη δυσφημεί, έτσι βέβαια και η νεότητα, όταν νικάει τις ορμές του σώματος, μπορεί να συντηρεί και την κοσμιότητα του γήρατος. Γι’ αυτό και την εκτιμάμε όπως ταιριάζει και τη θεωρούμε άξια πολλών επαίνων.
Με τη γνώμη, λοιπόν, του θείου [Πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που τον χειροτόνησε, δηλαδή για τον Νικόλαο, τον αρχιερέα της πόλεως των Μυρέων] του, αδελφού του πατέρα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος (ιερέας), και ανταποδόθηκε έτσι στο Θεό αυτός που υπήρξε δώρο προσευχής για τους γονείς του. Ο αρχιερέας όμως της πόλεως των Μυρέων, ο οποίος κατά καλή τύχη είχε αξιωθεί του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος, βλέποντας την ψυχή του νέου πλούσια σε αρετές, χωρίς κανένα δισταγμό για τη μελλοντική χάρη που θα πλεόναζε σ' αυτόν, είπε τα εξής προφητικά λόγια: «Θα είναι ευεργετική παρηγοριά για τους πενθούντες, θα ποιμάνει με πετυχημένο και καλό τρόπο ψυχές, θα επαναφέρει πλανημένους στα λιβάδια της ορθής πίστεως και θα παρουσιαστεί σε όλους ως σωτήρας στους κινδύνους». Το αν πραγματοποιήθηκαν τα παραπάνω προφητικά λόγια θα το φανερώσει ο λόγος στη συνέχεια.
Ζωή αγγελική σε σώμα θνητό. Διοίκηση του Μοναστηριού και υπευθυνότητα για τους ι. Ναούς
Γ. Και πώς θα μπορούσε να έλθει σε γνώση με αποτελεσματικό τρόπο, πόση υπήρξε η επίδοσή του στην καλλιέργεια των αρετών ύστερα από τη χειροτονία του; Και βέβαια, με τις αγρυπνίες και τις νηστείες και τις προσευχές, στις οποίες είχε παραδώσει τον εαυτό του. Έτσι κατόρθωσε να διατηρήσει καθαρή και αμόλυντη την ιεροσύνη του και φιλοδοξούσε κατ' αυτό τον τρόπο να επιτύχει συμπεριφορά αγγελική σε σώμα θνητό. Με το γεγονός αυτό έδινε αφορμή στους πολλούς να αναμένουν απ’ αυτόν μεγάλα και θαυμαστά πράγματα. Αφού έβλεπε το ύψος αυτό της αρετής του νέου ο θείος του, τον οποίο μνημονεύσαμε προηγουμένως και ονομαζόταν και αυτός Νικόλαος, του ανέθεσε τη διοίκηση του θείου Ναού -τον οποίο έκτισε πρώτα επ’ ονόματι της αγίας Σιών και κατόπιν τον μετέβαλε σε Μοναστήρι- και διόρισε συνεργάτες του στο έργο αυτό όσους εγνώριζε ότι ήταν και συνεργοί του στην αρετή, με σκοπό να συνενδιαφέρονται με αυτόν για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις και να προνοούν με μεγάλη επιμέλεια για τους ιερούς Ναούς. Και κάποτε που σηκώθηκε και πήγε στην Παλαιστίνη ο θαυμαστός αυτός Νικόλαος, με σκοπό να γνωρίσει καλά τους Αγίους Τόπους, καθώς βέβαια μετά από αυτά θα φανερώσει ο λόγος, αυτοί, δηλαδή ο άγιος Νικόλαος με τους διορισθέντες συνεργάτες του, τον αναπλήρωναν στη διοίκηση της επισκοπής και χειρίζονταν τις υποθέσεις του Ναού (Μοναστηριού) και τα διάφορα διαχειριστικά θέματα με τέτοιο τρόπο, σαν να ήταν κατά τύχη παρών ο ίδιος. Αυτά όμως έγιναν αργότερα.
Η άποψη του Αγίου για τα υλικά αγαθά
Δ. Ενώ ο Άγιος ήταν ακόμη νέος, πέθαναν οι γονείς του και έμεινε αυτός μόνος κληρονόμος της περιουσίας τους. Τότε έκαμε για την κηδεία τους όσα πρέπει να κάνει σε φιλόστοργους γονείς ένα παιδί που τους σέβεται και τους αγαπάει. Δεν κοίταξε αμέσως προς την κληρονομιά, όπως θα έκανε κάποια άλλη φιλοχρήματη ψυχή, ούτε φρόντισε το παραμικρό πώς θα μπορούσε να του αυξηθεί ο πλούτος και να διατηρηθεί ρέοντας αφθόνως προς χάρη του. Γιατί από τα πρώτα βήματα της ζωής του παραιτήθηκε από κάθε κοσμική επιθυμία και προσπαθούσε να παρουσιάσει με τη μετέπειτα διαγωγή του, τον τρόπο ζωής που είχε επιλέξει από την αρχή για τον εαυτό του. Και, επιπλέον, άκουε και το θείο Δαβίδ που έλεγε: «Εάν ρέει μπροστά σας ο πλούτος σαν ποτάμι, μην προσκολλάτε σ' αυτόν την καρδιά σας»(Ψαλμ. 61,11), και το σοφό Σολομώντα που έγραψε: «Οι ελεημοσύνες και η πιστή τήρηση των υποχρεώσεων να μη σε εγκαταλείψουν»(Παροιμ. γ,3) και «Να μην παύσεις να βοηθείς τον φτωχό» (Παροιμ. γ 27).
Για το λόγο, λοιπόν, αυτό δεν χρησιμοποίησε τα χέρια του για τη συγκέντρωση χρημάτων. Αντίθετα, υπήρξε απλόχερος σε καθέναν που είχε ανάγκη, κοινό πλούσιο συμπόσιο και ποταμός που έρεε με πολύ και ήσυχο ρεύμα αγάπης και καλοσύνης. Ποταμός με πολύ ρεύμα, γιατί οι ευεργεσίες του προς εκείνους που είχαν υλικές ανάγκες ήταν πλουσιοπάροχες· με ήσυχο ρεύμα, γιατί έκανε τις ευεργεσίες κρυφά και χωρίς να τον παίρνει κανένας είδηση.
Και τώρα αξίζει πραγματικά να υπενθυμίσουμε συγκεκριμένα τις αγαθοεργίες του, για να γίνει γνωστός με περισσότερη ακρίβεια ο πλούτος της αγαθότητας και της φιλανθρωπίας του.
Τρεις αδελφές μπροστά στον κίνδυνο της ατίμωσης. Ο Άγιος, ανέλπιστος προστάτης
Κάποιος άνθρωπος υπέστη οικονομική καταστροφή και κατάντησε άδοξος από ένδοξος και φτωχός από πλούσιος. Ο άνθρωπος αυτός σχεδίαζε όλες τις δυνατές λύσεις στην περιπέτειά του, αφού είχε καταντήσει πάμφτωχος, επειδή του έλειπαν ήδη και αυτά τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση της οικογένειάς του. Αλίμονο! μέχρι και ποιο σημείο η ανέχεια βιάζεται να προχωρεί! Στην απελπισία του, λοιπόν, επάνω πήρε την απόφαση να εκδίδει τις θυγατέρες του (είχε τρεις, που διακρίνονταν για το υπέροχο κάλλος και την εξαιρετική ομορφιά τους) προς ακολασία σ’ αυτούς που το επιθυμούν, παίρνοντας χρήματα, και έτσι να εξασφαλίζει την τροφή για τον εαυτό του και τα παιδιά του.
Και βέβαια λένε: το να θέλει να βορβορολογεί κάποιος από το βόρβορο και να εξασφαλίζει πόρους για τον εαυτό του ποιας άραγε φτώχειας δεν είναι περισσότερο χαλεπό;
Επιθυμούσε, λοιπόν, ο άνθρωπος να τις παντρέψει δεν μπορούσε όμως εξαιτίας της μεγάλης φτώχειας του. Έτσι αυτές θα ατιμάζονταν απ’ όλους και ο σωματικός έρωτας αξίωνε εδώ το δεύτερο άθλο για τον έρωτα των χρημάτων. Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτός βρισκόταν σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση και υπέφερε ψυχικά για την κακή αυτή σκέψη του, όμως προχωρούσε ήδη να κάμει πράξη την απόφασή του. Λένε ότι, πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτε πιο φοβερό από την ανέχεια. Αλλά Συ ο φιλάνθρωπος, ο αγαθοποιός προς όλους τους ανθρώπους Θεός, Συ που κάμπτεσαι με φιλανθρωπία από τις ανάγκες μας, ποιον τρόπο βρίσκεις, λοιπόν, και ποια θεραπεία για το ακαταμάχητο αυτό κακό; Και πράγματι, βρίσκεις τρόπο να φτάσει στ’ αυτιά του θεράποντά σου, του αγίου Νικολάου, αυτό που πρόκειται να συμβεί με τα τρία κορίτσια και τον στέλνεις με τρόπο αξιοθαύμαστο, ως αγαθό άγγελο, στον πατέρα τους, που πιέζεται σωματικά και κινδυνεύει η ψυχή του, να τον συντρέξει στη φτώχεια του και να τον διασώσει από την απώλεια στην οποία αυτή τον οδηγεί.
Εκτός από τα άλλα, κοίτα και τη μεγαλοψυχία του Αγίου, πώς δηλαδή συνδυάζει τη σύνεση με τη συμπάθεια. Να τι έκαμε: Δε σκέφτηκε καθόλου να προσέλθει στο δυστυχισμένο άνθρωπο, ούτε και να συζητήσει για λίγο το θέμα, ούτε να φανερώσει σ’ αυτόν και μόνον το ευεργετικό του χέρι, πράγμα που συνηθίζουν όλοι οι μικρόψυχοι που κάνουν κάποια μικροελεημοσύνη. Γιατί ήξερε ότι αυτά είναι ενοχλητικά γι’ αυτούς που ξέπεσαν από τον πλούτο και τη δόξα στην ανέχεια και στη δυστυχία, αφού και τους ντροπιάζουν και την ευημερία που είχαν πριν τους υπενθυμίζουν. Αλλά, νομίζω, σαν να επιθυμούσε εκείνος να ξεπεράσει και την ευαγγελική παραγγελία, δηλαδή το να μη γνωρίζει το αριστερό χέρι τι κάνει το δεξιό, δεν ηθέλησε να έχει ως μάρτυρα της πράξεώς του ούτε τον ίδιο τον ευεργετούμενο. Έτσι απείχε πολύ από του να ζητεί τη δόξα των ανθρώπων, αφού και περισσότερο αυτός φρόντιζε να κρύβει τις αγαθοεργίες του, παρά άλλοι που έκαναν αισχρές πράξεις. Πήρε, λοιπόν, κομπόδεμα με χρυσάφι, πήγε τα μεσάνυχτα κοντά στο σπίτι του φτωχού ανθρώπου, το έριξε από ένα παραθυράκι μέσα και γύρισε αμέσως σπίτι του, σαν να ντρεπόταν μην τον ιδούν, όταν έκανε αυτή την αγαθοεργία.
Μία από τις αδελφές παντρεύεται. Χρυσάφι και για άλλη.
Πρωί πρωί, που ξύπνησε ο άνθρωπος, βρήκε το χρυσάφι και, στη συνέχεια, αφού έλυσε το κομπόδεμα, εξεπλάγη και νόμιζε ότι μπορεί να είχε εξαπατηθεί, φοβούμενος μήπως δεν είναι χρυσάφι αυτό που έβλεπε. Αναρωτιόταν, λοιπόν, για ποιο λόγο δε θέλησε ο ευεργέτης να έχει ως μάρτυρα της ευεργεσίας του αυτόν που ευεργετήθηκε. Τη στιγμή εκείνη, τρίβοντας το μέταλλο με τα άκρα των δακτύλων του και παρατηρώντας το πιο προσεκτικά, διαπίστωσε ότι ήταν πράγματι χρυσάφι. Για το απροσδόκητο αυτό γεγονός χαιρόταν πολύ, ένιωθε έκπληξη και απορούσε, ενώ έχυνε θερμά δάκρυα από τη μεγάλη του χαρά• δεν είχε και τι να κάνει. Και επειδή, στριφογυρίζοντας πολλά στο νου του, δεν είχε κανέναν από τους γνωστούς του στον οποίο να αποδώσει το γεγονός της αγαθοεργίας αυτής, το απέδωσε στο Θεό και δε σταματούσε να εκφράζει με δάκρυα τις ευχαριστίες του. Τώρα βέβαια, πριν από τις άλλες ανάγκες, βιαζόταν να απαλλαγεί από την αμαρτία του προς το Θεό και πάντρεψε μια από τις θυγατέρες του, την πρώτη, δίνοντάς της ως προίκα το χρυσάφι που έρευσε μόνο του ή, καλύτερα, θα έλεγα το θεόσταλτο, που ήταν σημαντικό.
Το γεγονός του γάμου το πληροφορήθηκε ο θαυμαστός Νικόλαος και διαπίστωσε ότι ο πατέρας έπραξε σύμφωνα με τη γνώμη του —αυτό πράγματι και επιθυμούσε, δηλαδή να του λύσει με το γάμο την πρόφαση της αμαρτίας—, γι’ αυτό και ετοιμάστηκε να προσφέρει βοήθεια και για το δεύτερο κορίτσι. Και πραγματικά, και άλλο κομπόδεμα με χρυσάφι, ισόποσο προς το προηγούμενο, προσέφερε σ’ αυτόν τη νύχτα, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση. Τα χαράματα, λοιπόν, που σηκώθηκε ο πατέρας των κοριτσιών, βρήκε στο δάπεδο το χρυσάφι. Και, αφού είδε πως ο Θεός, χωρίς ο ίδιος να κοπιάσει καθόλου, έριξε σαν βροχή τον πλούτο σ’ αυτόν και του έδωσε, όπως λέει ο λόγος, σιτάρι αλεσμένο, διακατεχόταν και πάλι από την ίδια έκπληξη.
Ακολούθως, αφού έσκυψε βαθιά και στήριξε στο έδαφος το μέτωπό του, έχυνε θερμότερα δάκρυα λέγοντας: «Θεέ αγαθέ, Θεέ κηδεμόνα των πάντων και αίτιε κάθε αγαθού, οικονόμε της σωτηρίας μας, Συ που έγινες άνθρωπος και για τις δικές μου αμαρτίες και τώρα σώζεις εμέ μαζί με τα παιδιά μου από την αναπόφευκτη παγίδα του εχθρού, σε παρακαλώ γνώρισέ μου ποιος είναι ο υπηρέτης του θελήματος σου, ο μιμητής σου, ο άγγελος ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτός που έτσι πάλι με αναπλάθει, που αποκαθιστά την ευημερία μου και με λυτρώνει από την ολέθρια απόφασή μου. Και να, με το δικό σου έλεος δίνω και τη δεύτερη κόρη μου σε νόμιμο άνδρα. Έτσι γλίτωσε πλέον και αυτή τη «μνηστεία» με το διάβολο και εγώ είχα κέρδος, αφού δεν εκτέλεσα πράξη που θα μου προκαλούσε ζημιά στην ψυχή».
Ο γάμος της δεύτερης κόρης. Ο Άγιος προσφέρει χρυσάφι και για την τρίτη κόρη. Ο πατέρας ανακαλύπτει τον ευεργέτη του.
Αυτά έλεγε, και πολύ γρήγορα πάντρεψε και τη δεύτερη κόρη του, έχοντας πλέον και την αγαθή ελπίδα ότι δε θα καθυστερήσει να παντρέψει και την τρίτη.
Πράγματι, πίστευε ότι είχε ήδη την προίκα στα χέρια του. Και το πίστευε αυτό, στηριζόμενος, καθώς ήταν φυσικό, σε ό,τι είχε συμβεί με τις δύο άλλες κόρες του. Ύστερα από αυτά, λοιπόν, παρακολουθούσε προσεκτικά και βρισκόταν σε ετοιμότητα μήπως έλθει ο ευεργέτης και πάλι δεν τον αντιληφτεί. Βέβαια θα ευφραινόταν με την παροχή, θα στενοχωριόταν όμως, αν δεν τον έβλεπε και, ακόμη, αν δεν ήθελε να δεχτεί να του εκφράσει με λόγια την ευγνωμοσύνη του.
Έμενε, λοιπόν, άγρυπνος και έτσι περίμενε την έλευση του φιλανθρώπου. Ο ευεργέτης πήγε και για τρίτη φορά Πήγε όμως πάρα πολύ προσεκτικά, αργά τη νύχτα, χωρίς να ακούγεται καθόλου το περπάτημά του, και, μόλις έφτασε στο συνηθισμένο τόπο, έριξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι κομπόδεμα με ίση ποσότητα χρυσού. Αμέσως απομακρύνθηκε τρέχοντας και γύρισε στο σπίτι του.
Ο πατέρας των κοριτσιών, που δεχόταν τις ευεργεσίες του φιλανθρώπου, μόλις άκουσε το θόρυβο του χρυσού που έπεσε στο δάπεδο —και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι του συμπαρίσταται ο ίδιος πλουτοδότης —, έτρεξε πίσω του με όση ταχύτητα μπορούσε, για να τον φτάσει. Αφού τον έφτασε και γνώρισε ποιος είναι —γιατί ήταν πασίγνωστος για την αρετή του — , η χαρά του ήταν απερίγραπτη, επειδή κρατούσε ασφαλώς το θήραμά του και είχε στα χέρια του τον ευεργέτη του. Έπεσε, λοιπόν, με ευχαρίστηση στα πόδια του και τον αποκαλούσε λυτρωτή και βοηθό και σωτήρα ψυχών που κινδύνευσαν να φτάσουν στο έσχατο της καταστροφής και της αμαρτίας. «Εάν πραγματικά, έλεγε, δεν υποκινούσε τα σπλαχνικά σου αισθήματα ο πολυέλεος Κύριος, θα είχαμε από καιρό ψυχικώς» χαθεί εγώ ο άθλιος πατέρας μαζί με τις τρεις, αλίμονο, θυγατέρες μου. Αλλά τώρα μας έσωσε μέσω του προσώπου σου και μας διαφύλαξε από την πικρή πτώση στην αμαρτία και σήκωσε ο Κύριος φτωχούς από την κατάσταση της βρωμιάς και ανέσυρε από τη γη δυστυχισμένους». Αυτά τα λόγια, λοιπόν, έλεγε στον Άγιο εκείνος ο πατέρας, με δάκρυα χαράς και θερμή πίστη, και παρέμεινε πολύ χρόνο πεσμένος μπροστά στα ευλογημένα πόδια του.
Ο Άγιος όμως, επειδή διαπίστωσε ότι έγινε γνωστός πλέον στον πατέρα των κοριτσιών, τον σήκωσε επάνω και τον δέσμευσε με πολύ μεγάλους όρκους να μην ανακοινώσει ποτέ σε άλλους αυτά που είχαν γίνει, ούτε να γνωστοποιήσει την ελεημοσύνη γενικότερα στο λαό.
Όμως η παραπάνω αγαθοεργία είναι μία από τις ευεργεσίες που έχει κάνει ο Άγιος, και τόσο πολύ μεγάλη και πολύ γνωστή. Αλλά ο Άγιος μοίραζε κάθε ημέρα υλικά αγαθά σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη. Δηλαδή και χόρταινε τους φτωχούς με ψωμί και διέτρεφε αυτούς σε περίοδο πείνας και πλούσια παρείχε τα αγαθά σε πεινασμένες ψυχές. Όμως όλα αυτά βέβαια δε θα μπορούσε κάποιος ούτε περιληπτικά να αναφέρει.
Προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Θαύμα του Αγίου κατά το ταξίδι στη θάλασσα
Η. Επειδή επιθυμούσε διακαώς να φτάσει σε τελειότερα στάδια αρετής και να απολαύσει μεγαλύτερη αγάπη κοντά στο Θεό, τον κατέλαβε η σφοδρή επιθυμία της ησυχίας σε έρημο τόπο. Αφού όμως δεν υπήρχε η δυνατότητα να πετύχει με διαφορετικό τρόπο το ποθούμενο, λαχτάρησε έτσι με θέρμη την αποδημία. Αλήθεια, ο προφήτης λέγει: «Αφοσιωθείτε στη ζωή της ησυχίας και αποκτήστε τη θεία γνώση» (Ψαλμ.45,11). Για τούτο σκέφτηκε να απομακρυνθεί από τον κόσμο και, σύμφωνα με την προτροπή του προφήτη, σχεδίαζε να κατοικήσει σε έρημο τόπο. Και πραγματικά, η ερημία είναι μητέρα της ησυχίας, ενώ η ησυχία συνάπτει με πολύ κατάλληλο τρόπο τις θείες έννοιες και τη θεωρία με το Θεό. Έτσι κάποτε θεώρησε εύλογο να πάει στην Παλαιστίνη, για να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους, όπου έζησε ο Κύριος, ο οποίος υπέστη τα φρικτά πάθη για τη σωτηρία μας. Επιβιβάστηκε λοιπόν σε αιγυπτιακό πλοίο, που εκείνο τον καιρό απέπλευσε από εκεί, και έφτασε στην Παλαιστίνη, με σκοπό να βρει εκεί την πολυπόθητη ερημία και ταυτόχρονα να περιέλθει και να ιδεί, όπως προείπαμε, τους Αγίους Τόπους.
Αλλά ας διακοπεί ο λόγος προς το παρόν για το σκοπό της μεταβάσεως του Αγίου στην Παλαιστίνη και ας ασχοληθούμε για λίγο με το ταξίδι στη θάλασσα. Το αιγυπτιακό πλοίο, λοιπόν, κατευθυνόταν στον προορισμό του και ενώ οι ναυτικοί δεν προέβλεπαν τί καιρικές συνθήκες θα επικρατούσαν κατά τον πλου, ο Άγιος τους προανήγγειλε τρικυμία και πολύ άγριους και ορμητικούς ανέμους. Γιατί, είπε, είδε στον ύπνο του ότι ο ίδιος ο διάβολος ανέβηκε στο πλοίο, έκοψε με μαχαίρι τα καλώδια του ιστίου και των πηδαλίων, έδεσε γύρω-γύρω όλο το πλοίο, το στριφογύρισε και προσπαθούσε να το βυθίσει αύτανδρο.
Αυτά είπε ο Άγιος, και αμέσως, σαν από κάποιο αόρατο σύνθημα, ένας σφοδρότατος άνεμος, αφού πέρασε ανάμεσα από τα νέφη, σήκωσε στο πέλαγος πολύ μεγάλη φουρτούνα. Ταραχή και τρόμος κατέλαβε τους συμπλέοντες. Και γι' αυτό, αφού στάθηκαν κοντά στο μεγάλο Άγιο, προσεύχονταν στο Θεό και παρακαλούσαν τον Άγιο να τους βοηθήσει, γιατί βρίσκονταν σε φοβερό κίνδυνο και δεν είχαν καμιά ελπίδα για σωτηρία, παρά μόνο αν βοηθούσε αυτός που προείπε τον κίνδυνο. Το γεγονός ότι ο Άγιος τους προείπε τον κίνδυνο, τούς δημιούργησε την ελπίδα ότι θα μπορούσε και να τους βοηθήσει.
Εκείνος, λοιπόν, τους έλεγε να έχουν θάρρος και τους διαβεβαίωνε ότι γρήγορα θα απαλλαγούν από τον κίνδυνο. Και πραγματικά, η κατάσταση εξελίχτηκε όπως τους είπε και όλα εκείνα που τους στενοχωρούσαν γρήγορα τελείωσαν. Η θάλασσα ηρέμησε και γαλήνεψε. Τότε αυτοί, αφού ξέχασαν αμέσως τους θρήνους, ξέσπασαν σε ευθυμία και χαρά, ομολογώντας ότι τη σωτηρία τους τη χρωστούσαν στο Θεό και στον υπηρέτη του, τον άγιο Νικόλαο. Και εθαύμαζαν τον Άγιο για δύο λόγους, και για το ότι προείπε τον κίνδυνο και για το ότι βοήθησε να διασωθούν από αυτόν.
Ο Άγιος ανασταίνει ένα ναύτη. Άλλα θαύματα
Θ. Αλλά, ενώ έτσι είχαν αυτά τα αξιοθαύμαστα γεγονότα, ένας ναύτης (αλήθεια, ο διάβολος πάλι προσπάθησε να τους στενοχωρήσει, γιατί θεώρησε προσβολή για τον εαυτό του το θαύμα που έγινε) ανέβηκε στην κορυφή του μεσαίου καταρτιού, για να διορθώσει κάποιο σχοινί του πλοίου. Όταν επρόκειτο πλέον να κατεβεί, γλίστρησε και έπεσε στο μέσο του πλοίου. Με την πτώση του χτύπησε θανάσιμα και το άψυχο σώμα του κοίτονταν στο κατάστρωμα και όλοι τον έβλεπαν νεκρό. Τότε ο Άγιος, που συνήθιζε με την προσευχή του να προσφέρει αμέσως βοήθεια, τον ανέστησε με περισσότερη ευκολία από το να ξυπνούσε έναν που κοιμόταν. Έτσι τον παρέδωσε πάλι ζωντανό στους άλλους ναύτες του πλοίου. Έπειτα οι ναυτικοί ξεδίπλωσαν όλα τα ιστία και ως τον προορισμό τους έπλευσαν με αεράκι λεπτό και ευχάριστο.
Όταν πλέον προσέγγισαν στο λιμάνι και αγκυροβόλησε το πλοίο, αμέσως συντελούνταν πολλά θαύματα, που και η θάλασσα αγαλλόταν. Και αν πρέπει να τα παρουσιάσω συνοπτικά, θα έλεγα ότι δεν υπήρχε κανένας που να υπέφερε από δυστύχημα ή αρρώστια, ή να πιεζόταν από κάποια μεγάλη στενοχώρια, ο οποίος να προσερχόταν στον Νικόλαο και να μην εύρισκε αμέσως θεραπεία και απαλλαγή από το αίτιο που τον στενοχωρούσε.
Έτσι λοιπόν, αφού η θεραπεία των ασθενών γινόταν όχι μόνο με ευκολία, αλλά και χωρίς πληρωμή, ο λόγος είναι σε θέση να δώσει τη δυνατότητα να εξετάσουμε συγχρόνως πόσοι ήταν εκείνοι που θεραπεύτηκαν, πόση ευχαριστία προς το Θεό εκδηλώθηκε και πόση ήταν η χαρά όλων μαζί εκείνων που δοξολογούσαν το Θεό.
Το να παρουσιάσει όμως ένας με τη γραφή καθένα χωριστά από τα θαύματα αυτά του Αγίου είναι παρόμοιο με την προσπάθεια κάποιου άλλου που θα ήθελε να απαριθμήσει την άμμο της θάλασσας και το πλήθος των αστέρων.
Στα ιερά Προσκυνήματα. Επιστροφή. Άλλες θαυματουργικές ενέργειες
I. Ο Άγιος αναχώρησε από εκεί και πήγε στον Τάφο του Χριστού και ακολούθως στο σεβάσμιο Γολγοθά, στον οποίο είχε στηθεί ο σωτήριος Σταυρός. Στη συνέχεια προσήλθε, νυχτερινή ώρα, στο θείο ξύλο του Σταυρού, που είχε τοποθετηθεί σε Ιερό Ναό. Μόλις πλησίασε στο Ναό, οι πύλες άνοιξαν αυτομάτως. Εκεί προσευχήθηκε θερμά και προσκύνησε με πολλή ευλάβεια. Έτσι έλαβε πλουσιότερη τη χάρη και τη δύναμη του αγαθού και παναγίου Πνεύματος.
Αφού διέμεινε στην Παλαιστίνη αρκετό χρονικό διάστημα και για να μη στερηθεί το ποίμνιό του για περισσότερο χρόνο τη γλυκιά του φωνή, πήρε εντολή από το Θεό με θείο όραμα, να γυρίσει στον τόπο του. Για την επιστροφή χρησιμοποίησε πάλι πλοίο. Και εδώ πάλι, μόλις ο θαυμαστός Άγιος επιβιβάστηκε, συνέβησαν θαύματα: αφενός φανερώθηκε η κακουργία των ναυτικών, αφετέρου αποδείχτηκε στο πρόσωπό του κατά τρόπο θαυμαστό η δύναμη του θείου Πνεύματος.
Ο Άγιος, λοιπόν, επρόκειτο να επιστρέψει με πλοίο στην πατρίδα του και, αφού πρώτα έκαμε τη σχετική συμφωνία με τους ναύτες, οι οποίοι βέβαια δεν ήταν καλοί, επιβιβάστηκε στο πλοίο. Εκείνοι όμως, όταν σήκωσαν τις άγκυρες, θυμήθηκαν την πατρίδα τους. Αφού, λοιπόν, βγήκαν από το λιμάνι, άνοιξαν τα πανιά και επειδή ο άνεμος έπνεε ευνοϊκά γι' αυτούς, κατευθύνονταν προς την πατρίδα τους. Η θεία Δικαιοσύνη όμως δεν τους άφησε καθόλου, αλλά τους ακολουθούσε κατά πόδας και τιμώρησε την κακουργία τους. Έπνευσε, λοιπόν, αμέσως με αντίθετη κατεύθυνση μια σφοδρή καταιγίδα, η οποία μετατόπισε το μοχλό του πηδαλίου και το ίδιο το πηδάλιο το απέσπασε από τη θέση του. Η καταιγίδα αυτή, τους απείλησε με τον έσχατο κίνδυνο του καταποντισμού, ενώ τον Άγιο τον έφερε στο λιμάνι της πατρίδας του, αφού εκεί κατά τρόπο θαυμαστό προσορμίστηκε το ακυβέρνητο πλοίο.
Πώς όμως αντιμετώπισε την κακή συμπεριφορά των ναυτών εκείνος ο ευαίσθητος και μεγαλόψυχος άνθρωπος; Δεν πικράθηκε, ούτε θεώρησε αναγκαίο να τους απευθύνει κάποιο σκληρό λόγο. Αλλά και οι ίδιοι είχαν μετανοήσει πικρά για την πράξη τους και ο Άγιος νικήθηκε από τη φιλάνθρωπη καρδιά του, και έτσι τους έστειλε στην πατρίδα τους με καλό και γρήγορο ταξίδι. Αυτός επέστρεψε στην ιερά Μονή της Αγίας Σιών, την οποία, όπως είπαμε, είχε οικοδομήσει ωραιότατα ο θείος του. Εκεί έγινε δεκτός με πολλή χαρά και γέμιζε την ψυχή όλων με απερίγραπτη ευχαρίστηση.
Αλλά γνωρίζω ότι σας διακατέχει θερμός πόθος και διψάτε να μάθετε πώς ανέβη στον αρχιερατικό θρόνο και πώς εργάστηκε ύστερα από τη χειροτονία του στο βαθμό του επισκόπου. Αυτά, λοιπόν, έρχεται να σας κάμει γνωστά ο λόγος. Επειδή, λοιπόν, η θεία Πρόνοια ρύθμιζε με σοφία τα σχετικά με αυτόν και το μεγάλο αυτό πνευματικό φως επρόκειτο να τοποθετηθεί σε μεγάλη λυχνία, τον κατέβασε πάλι στην πόλη, με σκοπό να εργάζεται φιλόπονα τη θεία γλυκύτητα της αρετής.
Αναζήτηση κατάλληλου προσώπου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Θεία οπτασία
ΙΑ. Και ενώ ο Άγιος επιτελούσε έτσι τα έργα της αρετής, ώστε να μην τον βλέπει ανθρώπινο μάτι, έκανε περισσότερο φανερό τον κατά πάντα άξιο εαυτό τον. Η αρετή, πράγματι, δεν έκρυβε τον εργάτη περισσότερο απ' ότι κρύβει το φως εκείνους που περπατούν κάτω από αυτό. [Με αλλά λόγια· η αρετή δεν έκρυβε καθόλου τον εργάτη, όπως το φως δεν κρύβει εκείνους που περπατούν κάτω απ' αυτό]. Και οι καρποί των κόπων του γρήγορα αποκάλυπταν το ευγενές του δένδρου.
Βεβαιότατα γίνεται γνωστός· και ο ουράνιος Πατήρ, ο οποίος βλέπει την αρετή του, που κρύβεται, την επιβραβεύει φανερά. Και πώς έγινε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση· προσέχτε τη διήγηση:
Εκείνον τον τελευταίο καιρό εκοιμήθη (πέθανε) ο αρχιερέας της πόλεως των Μυρέων και έμεινε κενός ο μητροπολιτικός θρόνος. Τότε κατέλαβε θεία επιθυμία τους επισκόπους που ήταν υπό την εξουσία του και τους επίλεκτους από τον υπόλοιπο ιερό Κλήρο να εκλέξουν αρχιερέα πρόσωπο άξιο για τον αρχιερατικό θρόνο. Αφού, λοιπόν, συνάχτηκαν όλοι, κάποιος από αυτούς διατύπωσε τη γνώμη (γεγονός οφειλόμενο στο Θεό και στην οικονομία της θείας σοφίας) να εμπιστευτούν στην προσευχή το θέμα της εκλογής του αρχιερέα και να αφήσουν τη χειροτονία του στην απόφαση του Θεού. Ενώ, λοιπόν, αυτοί προσεύχονταν για το σκοπό αυτό -τους άρεσε πραγματικά η γνώμη που διατυπώθηκε-, ο Κύριος, που κάνει το θέλημα εκείνων που τον φοβούνται και τον τιμούν, φανέρωσε σε έναν από αυτούς ποιον έπρεπε να εκλέξουν αρχιερέα. Και αυτό έγινε ως εξής· ενώ προσευχόταν ο επίσκοπος αυτός, εμφανίστηκε κάποια θεία οπτασία και του φαινόταν ότι τον διέτασσε να πάει και να σταθεί κοντά στις εισόδους του Ναού και ότι του έλεγε: «Όποιος θα έμπαινε πρώτος στο Ναό, αυτός είναι που κινείται με το φωτισμό του δικού μου Πνεύματος. Νικόλαος ονομάζεται ο άνδρας αυτός και σ' αυτού τα χέρια πρέπει να ανατεθεί ο επισκοπικός θρόνος και η προστασία της Εκκλησίας. Και βέβαια το αξίωμα αυτό γι’ αυτόν έχει προοριστεί».
Έργο προσευχής και θείου φωτισμού η εκλογή του Αγίου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Μύρων
ΙΒ. Τις αποκαλύψεις αυτές, που είχε από τη θεία οπτασία εκείνος ο ευσεβής άνθρωπος, δεν τις κράτησε απόρρητες, αλλά τις ανακοίνωσε στη Σύνοδο των επισκόπων και στον υπόλοιπο ιερό Κλήρο. Και ενώ, λοιπόν, όλοι προσεύχονταν με περισσότερη ένταση, εκείνος στον οποίο αποκαλύφθηκε ποιος θα ήταν ο μεγάλος και άξιος, έφτασε στον τόπο που έπρεπε, σύμφωνα με την εντολή της θείας οπτασίας. Ήδη όμως πρωί-πρωί και ο μέγας Νικόλαος, αφού υποκινήθηκε από το θείο Πνεύμα, πήγε και αυτός στην Εκκλησία. Μόλις έφτασε στο Ναό, συναντήθηκε μ' αυτόν που αξιώθηκε να δει τη θεία οπτασία. Τότε ο επίσκοπος που είδε το όραμα αμέσως τον ρώτησε: «Τέκνο μου. πώς ονομάζεσαι:». Εκείνος του απάντησε με πραότητα και λεπτότητα: «Νικόλαος αμαρτωλός, Δέσποτα, δούλος της αγιότητας σου».
Όταν λοιπόν ο ευσεβής εκείνος άνθρωπος άκουσε από τον πραγματικά μεγάλο τα μετρημένα και γεμάτα ταπεινοφροσύνη εκείνα λόγια και αφενός από τον τρόπο κλήσεως του Νικολάου, τον οποίο προείπε η θεία οπτασία, αφετέρου δε από το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης του Αγίου και της εξωτερικής του εμφάνισης, που συμφωνούσε μ’ αυτή (δηλαδή δεν αγνοούσε τον αγιογραφικό λόγο: «Ο Θεός γνωρίζει προς ποιον στρέφει με ευμένεια τα βλέμματα Του· τα στρέψει προς τον ταπεινό και ήσυχο» (Ησαΐου 66,2)), πείστηκε ότι αυτός είναι εκείνος που υποδεικνύει ο Θεός για αρχιερέα, και αμέσως ένιωσε απερίγραπτη ευχαρίστηση. Και η αγαλλίασή του ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και αισθανόταν τέτοια χαρά —γιατί πρέπει να διαλάμπει και ο λόγος της θείας Γραφής— σαν εκείνον που βρίσκει λάφυρα πολλά και σαν εκείνον που βρίσκει τυχαίως κάποιον κρυμμένο θησαυρό (Ματθ.ιγ 41).
Ύστερα από αυτά συλλογίστηκε ότι η εύρεση του μεγάλου πραγματικά για το αρχιερατικό αξίωμα ήταν έργο του θείου φωτισμού. Είπε λοιπόν προς αυτόν: «Τέκνο μου, ακολούθα με», και, αφού τον παρέλαβε, τον πήγε στους επισκόπους. Εκείνοι συμφώνησαν αμέσως με την εξέλιξη του θέματος, το οποίο είχε ανακοινωθεί σ’ αυτούς προηγουμένως από τον επίσκοπο που είχε δει τη θεία οπτασία. Έτσι η ψυχή τους πλημμύρισε από θεία χαρά και έκριναν ότι η απόφαση του Θεού στηρίχτηκε στην αρετή του ανδρός.
Έπειτα, όπως ήταν συγκεντρωμένοι (η Σύνοδος των επισκόπων και οι άλλοι κληρικοί), οδήγησαν αμέσως τον Άγιο στο μέσο του Ναού. Επειδή όμως η είδηση έφτασε παντού πολύ γρήγορα, αφού αυτή έτσι στα σπουδαία γεγονότα συνηθίζει ιδιαίτερα να χρησιμοποιεί συντονισμένο και γρήγορο φτερούγισμα, συγκεντρώθηκε αμέτρητο πλήθος λαού. Όταν, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί, αμέσως οι επίσκοποι, με πολύ υψωμένη τη φωνή, ώστε να τους ακούνε όλοι καλά, είπαν: «Δεχθείτε, αδελφοί, τον δικό σας ποιμένα, δεχθείτε τον με προθυμία, αυτόν που έχρισε το Άγιο Πνεύμα για σας και στον οποίο εμπιστεύτηκε τη διαποίμανση των ψυχών σας και την πνευματική σας κατάρτιση· αυτόν που για το έργο αυτό δεν τον εξέλεξε ανθρώπινη ψήφος, αλλά τον όρισε ο Θεός. Έχουμε, επομένως, αυτόν που ποθούσαμε· αυτόν που ζητούσαμε τον έχουμε λάβει με τρόπο θαυμαστό, Διαποιμαινόμενοι σωστά απ' αυτόν και καθοδηγούμενοι, δεν θα στερηθούμε των ελπίδων να εμφανιστούμε και ενώπιον του Θεού ως ξεχωριστός λαός κατά την ημέρα της δεύτερης παρουσίας και αποκαλύψεως του». Σ’ αυτούς το πλήθος των χριστιανών προσέθεσε την ευχαριστία και απεύθυναν προς το Θεό λόγια ευφροσύνης, την οποία δεν είναι εύκολο να περιγράφει κανείς.
Η χειροτονία του Αγίου. Διωγμοί κατά των χριστιανών. Ο Άγιος στη φυλακή
ΙΓ. Στη συνέχεια η ιερή Σύνοδος των επισκόπων μαζί με τον υπόλοιπο ιερό Κλήρο, αφού τακτοποίησαν προηγουμένως καθετί που ήταν καθιερωμένο από την Εκκλησία να γίνεται στις περιπτώσεις αυτές, τον χειροτόνησαν αρχιερέα. Εκείνος αρχικά ανέβαλλε και φοβόταν την «προεδρία» εξαιτίας της όντως επαινετής δειλίας του. Μόλις όμως ανέβηκε στον αρχιερατικό θρόνο και έγινε προκαθήμενος της Ιεράς Μητροπόλεως της πόλεως των Μυρέων και ανέλαβε τη διοίκηση, ορθοτομούσε το λόγο της αλήθειας και πίστευε και δίδασκε ορθώς τα δόγματα της Πίστεώς μας.
Πολύ ωραία· ο διάβολος όμως έριξε βάσκανο μάτι στους όλο και πληθυνόμενους χριστιανούς, γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί να ανθίζει έτσι η χριστιανική Πίστη. Για το λόγο αυτό μπήκε με μεγάλη οξύτητα στις ψυχές των πολιτικών αρχόντων και αμέσως ο διωγμός κατά των χριστιανών έγινε πιο σφοδρός. Βασιλικά διατάγματα εκδίδονταν σε όλη την οικουμένη και καλούσαν τους πιστούς να αρνηθούν την πίστη τους στο Χριστό. Εάν, λοιπόν, δεν την αρνούνταν, τους περίμεναν αμέσως δεσμά και φυλακίσεις και βαρύτατα βασανιστήρια και, τέλος, μαρτυρικοί θάνατοι. Τα διατάγματα για τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών έφτασαν σύντομα και μέχρι την πόλη των Μυρέων και χρησιμοποιούσαν ως ισχυρά εκτελεστικά όργανα τους θερμούς εραστές της ειδωλολατρίας.
Ο θείος Νικόλαος, λοιπόν, επειδή ήταν μεγάλη προσωπικότητα στην πόλη αυτή και ασπαζόταν τη χριστιανική θρησκεία και με θάρρος διακήρυττε την πίστη του και προδήλως καμάρωνε που κήρυττε το Ευαγγέλιο, συνελήφθη από εκείνους που είχαν την ανώτερη πολιτική εξουσία στην πόλη και αφού δέθηκε με αλυσίδες και υποβλήθηκε σε στρεβλώσεις και σε μύρια άλλα βασανιστήρια, ρίχτηκε στη φυλακή μαζί με πολλούς άλλους χριστιανούς.
Στη φυλακή έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει εκεί ούτε τη στοιχειώδη ανθρώπινη διαβίωση. Τις κακουχίες μέσα στη φυλακή τις υπέμενε με τόση γενναιότητα, όπως ακριβώς κάποιος θα απολάμβανε με μεγάλη ευχαρίστηση τα ευχάριστα. Και στην κατάσταση αυτή που βρισκόταν δεν άφηνε, ο κατά πάντα γενναίος, το ποίμνιό του χωρίς πνευματική βοήθεια, αλλά, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα νεαρά φυτά, πότιζε συνεχώς όλους τους πιστούς με τα νάματα της πίστεώς μας, τους στήριζε τα πόδια πάνω σε αρραγές θεμέλιο, το Χριστό, τους γέμιζε την ψυχή με περισσότερο θρησκευτικό ζήλο και τους έκανε αξιόμαχους στρατιώτες της αλήθειας.
Ο θρίαμβος του χριστιανισμού. Αποφυλάκιση του Αγίου και αγώνες του κατά της ειδωλολατρίας
ΙΔ. Αλλά αμέσως ύστερα από τη συννεφιά εμφανίζεται ο ήλιος και ύστερα από την καταιγίδα κάποιο ήσυχο αεράκι. Κάτι ανάλογο συνέβη και εδώ: Ο Χριστός μας έριξε από ψηλά το βλέμμα του προς το λαό του και κατέλυσε όλες τις ειδωλολατρικές εξουσίες και τις έκαμε να βγάζουν σπαρακτικές κραυγές μαζί με τους δαίμονες φίλους τους. Και αυτές οι εξουσίες ήταν οι Διοκλητιανοί και οι Μαξιμιανοί και όσοι μετά από αυτούς άσκησαν την εξουσία στον κόσμο των ειδωλολατρών. Ο Χριστός, λοιπόν, ύψωσε δύναμη σωτηρίας για το λαό του, με τον τύπο του Σταυρού, που παρουσίασε στον ουρανό με κατάλληλο σχηματισμό αστέρων, κάλεσε έτσι θαυματουργικά τον Κωνσταντίνο, το γιο του Κώνσταντος και της Ελένης, και του εμπιστεύτηκε τον αυτοκρατορικό θρόνο των Ρωμαίων.
Εκείνος, επειδή ήταν συνετός, δεν αγνόησε ποιος ήταν Αυτός που τον κάλεσε, και πήρε θάρρος. Έτσι, λοιπόν, φρουρούμενος από το Χριστό και αντλώντας απ’ Αυτόν δύναμη, έστησε περίοπτο τρόπαιο κατά της πλάνης. Τότε ταπεινώνονταν οφθαλμοί αλαζόνων, κρημνίζονταν ειδωλολατρικοί ναοί, αποφυλακίζονταν οι δέσμιοι για το Χριστό, ανοικοδομούνταν οι χριστιανικοί ναοί και στις εκκλησίες του Θεού δινόταν πάλι η ομορφιά και μεγαλοπρέπεια.
Αφού βέβαια το Διάταγμα του Κωνσταντίνου διελάμβανε και την αποφυλάκιση των δέσμιων για την πίστη τους χριστιανών, κάθε δέσμιος για το Χριστό γύριζε, ελεύθερος πλέον, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ύστερα από αυτό και η Εκκλησία των Μυρέων απολάμβανε το δικό της αρχιερέα, τον Νικόλαο, μάρτυρα κατά την προαίρεση και στεφανωμένο με το στέφανο του μαρτυρίου, χωρίς βέβαια να έχει χύσει το αίμα του.
Εκείνος, πλούσια προικισμένος με θεοδώρητα χαρίσματα, και όλες τις αρρώστιες θεράπευε και διάσημος έγινε όχι μόνο στους πιστούς αλλά, σε σύντομο χρονικό διάστημα, και σε πολλούς ειδωλολάτρες. Και θαύμα απερίγραπτο αποτελούσε ο Άγιος για τις ψυχές όλων.
Επειδή σε πολλούς ακόμη ειδωλικούς βωμούς σύχναζαν κάποια δαιμονικά φύλα, λείψανα κατά κάποιο τρόπο της ειδωλολατρίας, που διατηρούνταν ακόμη και αποτελούσαν αίτια για την απώλεια όχι και λίγων κατοίκων της περιοχής των Μύρων, πυρακτώθηκε η ψυχή του από θείο ζήλο. Εξεγέρθηκε τότε με πολλή ανδρειοσύνη, περιήλθε όλη την περιοχή των Μυρέων και όποιο βωμό πετύχαινε μπροστά του, σαν προετοιμασμένος πολεμιστής κατά δαιμόνων, τον κατεδάφιζε και τον κονιορτοποιούσε, έχοντας πολλή εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Έτσι, αφού απομάκρυνε το πλήθος των πονηρών πνευμάτων, έδωσε τη δυνατότητα στο ποίμνιό του να απολαμβάνει την αληθινή γαλήνη.
Ο Άγιος εξαφανίζει κάθε ίχνος ειδωλολατρίας
ΙΕ. Ενώ ο Άγιος έκανε τέτοιους επιτυχείς αγώνες εναντίον των δαιμόνων, του ήρθε άνωθεν κάποια σκέψη περισσότερο θεία, να μην εξαιρέσει δηλαδή ούτε και αυτόν το ναό της Αρτέμιδος, ο οποίος κατά το κάλλος ήταν ωραιότατος και κατά το μέγεθος ο μεγαλύτερος απ΄ όλους τους άλλους. Έτσι ο ναός αυτός ήταν πολυαγαπημένος τόπος διαμονής για τους απατηλούς δαίμονες. Αφού, λοιπόν κυρίευσε τον Άγιο περισσότερη επιθετική ορμή, εισέβαλε σ' αυτόν με νεανικότερη γενναιότητα -λιοντάρι που λένε με ξίφος- και δεν γκρέμιζε μόνο τα υπεράνω του εδάφους μέλη του ναού, αλλά ανέσκαπτε και αυτά τα θεμέλια του, για να μην υπάρχει ούτε η παραμικρή σπίθα της πλάνης, ούτε να παραμείνει κάποια ριζούλα, που θα μπορούσε να προσελκύει τους ασύνετους. Και για να τα πω συνοπτικά: Τα υψηλά μέρη του ναού τα κατεδάφιζε, ενώ τα χαμηλά και τα θεμέλια τα κονιορτοποιούσε και τα σκόρπιζε στον αέρα. Οι πονηροί βέβαια δαίμονες, νιώθοντας την ορμητικότητα και την πίεση, δεν μπορούσαν να αντισταθούν και να παραμείνουν εκεί· φεύγοντας όμως, φώναζαν και ισχυρίζονταν ότι αδικούνται απ’ αυτόν με τις μεγαλύτερες αδικίες και διώχνονται από την κατοικία τους.
Αυτά, λοιπόν, έτσι γίνονταν δια του Αγίου και η στρατηγική του εναντίον των δαιμόνων ελάμβανε αίσιο πέρας. Αλλά πάλι ο λόγος θέλει να θυμάται και τα άλλα κατορθώματα του Αγίου και να μην παραδώσει στη λήθη εκείνα που είναι άξια να λέγονται και να διατηρούνται στη μνήμη.
Ο Άγιος συμμετέχει στην Α' Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.). Σώζει τους συμπατριώτες του από την πείνα
ΙΣΤ. Όταν κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος χριστιανός βασιλιάς, και μάλιστα τότε που ο μεγάλος αυτός αρχιερέας φρόντιζε να διαφυλάττει όλα τα ορθόδοξα δόγματα της πίστεως από κάθε πλάνη και ξερίζωνε καθετί το κακόδοξο και νόθο, συγκεντρώθηκαν όλοι οι ορθόδοξοι επίσκοποι στη Νίκαια (το 325 μ.Χ.), με σκοπό να στερεώσουν την ορθή διδασκαλία της χριστιανικής Πίστεως, να καταδικάσουν για πάντα τη βλάσφημη αίρεση του Αρείου και να στήσουν όρθια την κλυδωνιζόμενη Εκκλησία. Η Σύνοδος αυτή δογμάτισε ότι ο Υιός είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα, και τα δύο πρόσωπα (Πατήρ και Υιός) αποτελούν μία ουσία.
Στην ιερή, λοιπόν, αυτή Σύνοδο έλαβε μέρος και ο θαυμαστός αυτός αρχιερέας. Εκεί ο Άγιος έγινε πραγματικά στόμα πυρίπνοο κατά του αιρεσιάρχη Αρείου. Συγκεκριμένα, απέδειξε ότι η διδασκαλία του Αρείου ήταν φλυαρία, που δεν είχε καμιά σχέση με την αλήθεια, και αδέξια σπέρματα του διαβόλου, τα οποία ο Άγιος διέλυσε εύκολα σαν νήματα αράχνης και παρέδωσε σε όλους ακριβή κανόνα, της ορθής πίστεως. Όταν τελείωσαν οι εργασίες της Συνόδου, έζευξε την άμαξα και γύρισε πίσω στο ποίμνιό του.
Επιπλέον, και πώς θα μπορούσε κάποιος, που είναι εραστής όντως φιλόθεων διηγήσεων, να παρατρέξει και το εξής: Κάποτε έπεσε φοβερή πείνα στη Λυκία. Τότε και η επαρχία των Μυρέων είχε έλλειψη τροφών και πιεζόταν από την πείνα. Ενώ, λοιπόν, κάποιος ναυτικός είχε αγοράσει σιτάρι να το εμπορευτεί, εμφανίστηκε τη νύχτα σ' αυτόν ο μέγας Νικόλαος και αφού του έδωσε, όχι φανταστικά αλλά στην πραγματικότητα, τρία χρυσά νομίσματα ως εγγύηση, τον πρόσταζε να πλεύσει στο λιμάνι της επαρχίας των Μυρέων και να το πουλήσει στους κατοίκους. Όταν ξύπνησε ο έμπορος και βρήκε στ' αλήθεια στο δεξιό του χέρι τα χρυσά νομίσματα, απέδωσε το γεγονός σε θαύμα και με όση ταχύτητα μπορούσε έπλευσε προς τα Μύρα. Έπειτα πούλησε το σιτάρι στην πόλη. Έτσι και ο ίδιος είχε κέρδος και στους πεινασμένους έδωσε ζωή.
Αλλά και το παρακάτω γεγονός δεν πρέπει να το παραβλέψει κανείς και να μην το εκθέσει με το γραπτό λόγο, αν και είναι ευρύτερα γνωστό και πολυμιλημένο.
Αποστολή στρατού στη Μεγάλη Φρυγία για καταστολή επανάστασης. Ο Άγιος θέτει τέρμα σε λεηλασία
ΙΖ. Στη Μεγάλη Φρυγία, λοιπόν, εκδηλώθηκε μία επανάσταση. Όταν το πληροφορήθηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, αφού έκαμε από κοινού σύσκεψη με τους συμβούλους του για το γεγονός αυτό, έστειλε στη Φρυγία τρεις στρατηγούς μαζί με τους στρατιώτες που είχαν υπό την εξουσία τους (τα ονόματα των στρατηγών ήταν Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων) να καταστείλουν την επανάσταση και να επαναφέρουν την τάξη και τη γαλήνη στην περιοχή αυτή. Οι στρατηγοί με τους στρατιώτες απέπλευσαν αμέσως από την Κωνσταντινούπολη και με πολλή ταχύτητα έφτασαν σε ένα λιμάνι της επαρχίας των Λυκίων. Το επίνειο ονομαζόταν Ανδριάκης. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να αποπλεύσουν εξαιτίας της κακοκαιρίας που επικρατούσε, παρέμεναν για λίγο χρονικό διάστημα στο λιμάνι.
Εντωμεταξύ μερικοί στρατιώτες βγήκαν από το πλοίο να αγοράσουν διάφορα πράγματά που τους χρειάζονταν. Όμως, αυτά που αρέσκονται συνήθως να κάνουν οι στρατιώτες (πραγματικά, αισθάνονται πολλή ευχαρίστηση με ξένα πράγματα που αποκτούν, χρησιμοποιώντας την αρπαγή και τη βία) τα έκαναν και εδώ. Δηλαδή άρπαζαν με τη βία τα αγαθά των κατοίκων. Στη συνέχεια το γεγονός αυτό εξελισσόταν σε ανταρσία και κάποια ταραχή δημιουργήθηκε στην περιοχή που ονομαζόταν Πλάκωμα.
Μόλις, λοιπόν, έγιναν γνωστά στο θαυμαστό Νικόλαο η κατάσταση που επικρατούσε και ποιος ήταν εκείνος που την είχε δημιουργήσει, έφτασε αμέσως στο επίνειο με την ίδια πνευματική του ορμητικότητα. Και όταν κάποιοι τον αντιλήφτηκαν, πέρασε αστραπιαία σε όλους, λόγω της φήμης του, η είδηση για την εκεί παρουσία του. Αμέσως τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλης μαζί με τους απεσταλμένους από το βασιλιά στρατηγούς έσπευσαν να τον συναντήσουν, για να τον προσκυνήσουν, όπως ήταν συνήθεια. Όταν, λοιπόν, ρώτησε τους στρατηγούς για ποιο σκοπό και από που ήλθαν, εκείνοι του απάντησαν ότι είχαν αποσταλεί από το βασιλιά, με σκοπό να διευθετήσουν, με καλό τρόπο για τους κατοίκους της Φρυγίας, επαναστατικές κινητοποιήσεις. Τότε αυτός τους πήρε στην πόλη και τους φιλοξενούσε με εγκαρδιότητα. Έπειτα οι στρατηγοί καθησύχασαν έτσι με ηπιότητα το θόρυβο των στρατιωτών και είχαν την καλή τύχη να λάβουν, όπως έπρεπε, τις ευλογίες του Αγίου.
Ο Άγιος σπεύδει να διασώσει από την εκτέλεση τρεις αδικουμένους
ΙΗ-ΙΘ. Μόλις επρόκειτο οι στρατηγοί με τα στρατεύματα τους να πάρουν το δρόμο για τη Φρυγία, προσήλθαν στον Άγιο μερικοί κάτοικοι της πόλεως και με πολύ ψυχικό πόνο του υπέβαλαν μια θερμότατη παράκληση· του ζήτησαν δηλαδή να υπερασπίσει κάποιους αδικουμένους. Και πραγματικά, πολύ σύντομα αυτοί θα εκτελούνταν άδικα. Συγκεκριμένα, έλεγαν στον Άγιο ότι ο Ευστάθιος, ο διοικητής της πόλεως, αφού δωροδοκήθηκε με πολλά χρήματα από φθονερούς και φοβερά κακούς ανθρώπους, καταδίκασε σε θάνατο τρεις κατοίκους της πόλεως, χωρίς να έχουν κάμει και την παραμικρή παράβαση, και δεν τους επέβαλε κάποια μικρή τιμωρία, που και αυτό βέβαια θα ήταν δυσάρεστο για αθώους, αλλά υποφερτό. Του έλεγαν ακόμη ότι και ολόκληρη η πόλη πενθεί πολύ και οδύρεται για την άδικη καταδίκη των αθώων σε θάνατο και επικαλείται με φωνές απελπισίας την παρουσία του· και, αν πάει εκεί, ο ήλιος δεν πρόκειται να δει τέτοιο μίασμα σ’ αυτή.
Όταν τους άκουσε ο άνθρωπος του Θεού και ακριβέστατος μιμητής της φιλευσπλαχνίας του Ιησού, δε θεώρησε αδικαιολόγητη την ανάγκη για βοήθεια, ούτε καθυστέρησε καθόλου, από τη στιγμή που άκουσε το αίτημα, να σπεύσει να βοηθήσει. Έτσι, αφού ντύθηκε το ζήλο για το καλό, σαν κάποια λεοντή, αμέσως τινάχτηκε όρθιος και γέμισε η ψυχή του με ακατάβλητο θάρρος. Χωρίς καθυστέρηση συμπαρέλαβε τους τρεις στρατηγούς, για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω, και πήρε το δρόμο να προλάβει να σώσει τους αδικούμενους από την εκτέλεση.
Όταν, λοιπόν, έφτασε σε κάποιον τόπο, που ονομαζόταν Λέων, ζητούσε να μάθει από τους εκεί παρευρισκόμενους αν γνωρίζουν κάτι για τους καταδίκους και που τους έχουν αφήσει. Εκείνοι του είπαν ότι τους έχουν στην τοποθεσία που ονομάζεται Διόσκουροι, στην πλατεία. Τότε ο Άγιος προχώρησε κατευθείαν προς τον τόπο του μαρτυρίου των αγίων Κρίσκεντος και Διοσκουρίδου. Προχωρώντας έμαθε ότι οι κατάδικοι λίγο πριν πέρασαν την πύλη και οδηγούνταν κοντά στο Βηρά. Στον τόπο αυτό θα γινόταν η εκτέλεσή τους. Αμέσως επιτάχυνε το βήμα και αναπληρώνοντας την αδυναμία των γηρατειών του με τη φλόγα της καρδιάς του, έφτασε σε σύντομο χρόνο στον καθορισμένο για την εκτέλεση τόπο. Εκεί είδε πολύν όχλο γύρω γύρω συγκεντρωμένον και τους καταδίκους —αλίμονο! με τα χέρια δεμένα πίσω και τα μάτια τους καλυμμένα να περιμένουν με γυμνό τον τράχηλο το χτύπημα του δημίου. Ο δήμιος είχε ήδη βγάλει το ξίφος από τη θήκη του και έβλεπε με φονική και μανιακή διάθεση τους καταδίκους, υποδηλώνοντας με την έκφραση του προσώπου του την ορμή του προς τη σφαγή. Το θέαμα ήταν φρικτό και δεν ήταν δυνατόν να το αντικρίσει συνετός οφθαλμός.
Ο Άγιος διασώζει τους τρεις άδικου μένους. Καταστολή της επανάστασης στη Μεγάλη Φρυγία
Κ. Όταν ο Άγιος είδε αυτό το τραγικό θέαμα, αφού συνδύασε την αυστηρότητα με την πραότητα, δεν έβγαλε δυνατή και ταραγμένη φωνή, ούτε πλησίασε με απρεπή συμπεριφορά και εξαλλοσύνη, αλλά απλώς έτρεξε αμέσως προς τον δήμιο, του άρπαξε το ξίφος από τα χέρια, χωρίς καθόλου να φοβηθεί ούτε να τα χάσει, το πέταξε στο έδαφος και ελευθέρωσε τους καταδίκους από τις χειροπέδες.
Αλλά εκείνο που είναι το πιο εκπληκτικό απ’ όλα είναι το γεγονός ότι αυτά τα έκανε ο Άγιος σαν να είχε απεριόριστη εξουσία στα χέρια του και, ενώ όλοι τα έβλεπαν, δεν υπήρξε κανείς που να τον εμποδίσει. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, οφείλεται στο ότι ντρέπονταν την πλεονάζουσα αρετή του και το ζήλο του για δικαιοσύνη.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που σώθηκαν έχυναν θερμά δάκρυα χαράς και έβγαζαν φωνές αγαλλιάσεως για την ανέλπιστη μεταβολή της τύχης τους, ενώ όλος ο τόπος έγινε ένα θέατρο ανθρώπων, που επευφημούσαν τον Άγιο και επιδοκίμαζαν την πράξη του και ομιλούσαν μεταξύ τους για το γεγονός, κατακυριευμένοι από την έκπληξη και το θαύμα.
Εκεί έκαμε την εμφάνισή του και ο Ευστάθιος, ο διοικητής, ο οποίος άδικα είχε ετοιμάσει γι' αυτούς το ποτήρι του θανάτου. Ο Άγιος όμως δεν έδωσε καμιά σημασία στην παρουσία του και, όταν εκείνος πλησίασε κοντά του, δεν τον δέχτηκε και, ακόμη, όταν προσπαθούσε να πέσει στα πόδια του, τον απώθησε. Επιπλέον, τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο βασιλιά και θα επικαλεσθεί το Θεό να τον τιμωρήσει με τις βαρύτερες τιμωρίες, γιατί χρησιμοποιούσε με πολύ άδικο τρόπο την εξουσία του και διέπραττε μεγάλα κακά και αδικίες.
Ύστερα από αυτά, ο Ευστάθιος αισθανόταν φοβερό το χτύπημα από το κεντρί της μεταμέλειας και ακόμη πιο φοβερούς τους ελέγχους της συνειδήσεώς του. Για το λόγο αυτό επιζητούσε με δάκρυα την ευσπλαχνία και έπεσε ικετευτικά στα πόδια του Αγίου λέγοντας τι βεβαίως θα έπρεπε να κάνει, ώστε ο μεγάλος Άγιος να θέσει τέρμα στην αγανάκτησή του και να τον συγχωρήσει. Έπειτα μετέθετε την ευθύνη του, για την αδικία εις βάρος των τριών ανδρών, στο Σιμωνίδη και τον Ευδόξιο, τους τοπικούς άρχοντες των Μυρέων. Ο Άγιος όμως ήξερε ότι αυτός έλεγε ψέματα. Πραγματικά, γνώριζε πολύ καλά ότι ο Ευστάθιος έβαλε σε κατώτερη μοίρα το δίκαιο από το χρυσάφι, με το οποίο τον δωροδόκησαν, και καταδίκασε αθώους ανθρώπους σε θάνατο. Όλοι, λοιπόν, οι συγκεντρωμένοι εκεί άνθρωποι εξέφραζαν προς τον Άγιο τις ευχαριστίες τους και το όνομα του Νικολάου έγινε στο στόμα τους κελάηδημα και λειτούργημα χωρίς τελειωμό.
Οι στρατηγοί, αφού είδαν αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα και έχοντας σαν κάποιο καλό εφόδιο τις θείες ευχές που αξιώθηκαν να πάρουν από τον Άγιο, πήγαν στη Φρυγία. Εκεί διευθέτησαν τα πάντα με επιτυχία, επανέφεραν στην τάξη όλους τους στασιαστές και επέβαλαν την ειρήνη. Όταν, λοιπόν, περάτωσαν όλες τις εντολές του βασιλιά, γύρισαν αμέσως στο Βυζάντιο χαρούμενοι, όπου τους έγινε τιμητική και μεγαλοπρεπής υποδοχή και από τον ίδιο το βασιλιά και από τους αξιωματούχους. Μετά από αυτή την υποδοχή οι τρεις στρατηγοί, ένδοξοι και επιφανείς, περνούσαν τον καιρό τους γύρω από τα ανάκτορα και η περιποίηση που τους παρεχόταν εκεί ήταν εξαιρετική.
Οι τρεις στρατηγοί συκοφαντούνται και φυλακίζονται
ΚΑ. Δεν επρόκειτο όμως την ευτυχία αυτή των τριών στρατηγών να τη βαστάξει ο φθόνος, ούτε να την υποφέρουν βάσκανα μάτια. Πραγματικά, όπως ο ήλιος είναι οδυνηρός για τα άρρωστα μάτια, έτσι και η ευτυχία και η δόξα κάποιου ανθρώπου φέρνει πόνο στην ψυχή των φθονερών. Και βλέπουμε οι φθονεροί να προτιμούν περισσότερο να κακοπάθουν οι ίδιοι παρά να βλέπουν τους άλλους να ευτυχούν. Για τους λόγους, λοιπόν, αυτούς, και στην περίπτωση των τριών στρατηγών, προσήλθαν κάποιοι φθονεροί άνθρωποι στον έπαρχο της πόλεως, επειδή τύχαινε να έχουν και την εύνοιά του και έπλεξαν φοβερή συκοφαντία εις βάρος τους. Έλεγαν, δηλαδή, ότι οι στρατηγοί είχαν καταστρώσει άσχημα σχέδια και βέβαια δε θα έχει καλό τέλος η ευημερία τους. Συγκεκριμένα, οι συκοφάντες έλεγαν πως, απ' όσα είχαν φτάσει στ αυτιά τους, οι στρατηγοί επιχειρούσαν νεότερες αναστατώσεις και μηχανεύονταν κακές ενέργειες εις βάρος του βασιλιά.
Αφού μ' αυτό τον τρόπο οι φθονεροί άνθρωποι συκοφάντησαν τους στρατηγούς και αφού με πολύ χρυσάφι εξαγόρασαν τον έπαρχο, με την παρέμβαση αυτού ανέτρεψαν την καλή γνώμη και τις φιλικές διαθέσεις του βασιλιά προς αυτούς. Και πραγματικά, ο έπαρχος παρουσιάστηκε στο βασιλιά, του ανέφερε διεξοδικά ό,τι άκουσε από τους συκοφάντες και τον έπεισε να συλλάβει τους τρεις στρατηγούς και αναπολόγητους, όπως έχουν τα πράγματα, να τους κλείσει στη φυλακή, ώστε να μην ξεφύγουν και πραγματοποιήσουν όλα εκείνα που είχαν σχεδιάσει. Έτσι και έγινε, και οι στρατηγοί φυλακίστηκαν, χωρίς ούτε αυτό να γνωρίζουν, για ποιο λόγο δηλαδή καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Τόσο πολύ απείχαν από τη σκέψη για κατάστρωση κάποιου σχεδίου εις βάρος του βασιλιά.
Δεύτερη συκοφαντία κατά των στρατηγών και καταδίκη τους σε θάνατο
ΚΒ. Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα και πάλι η κακότητα των φθονερών, σαν να μην αρκούνταν σ’ αυτά που έγιναν πριν, επινόησε την ακόλουθη και τελική συκοφαντία: Βεβαίως οι στρατηγοί παρέμεναν κλεισμένοι στη φυλακή και κακοπαθούσαν. Οι συκοφάντες όμως, βλέποντας να περνάει ο χρόνος, επειδή φοβήθηκαν μήπως συμβεί κάτι το αδόκητο και γίνει έρευνα στα απόρρητα του δράματος των στρατηγών, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα ο κίνδυνος να γυρίσει στους ίδιους και να θερίσουν τους καρπούς που έσπειραν, προσήλθαν πάλι στον έπαρχο και, πιέζοντάς τον περισσότερο, αξίωναν να μην αφήνει να μένουν οι στρατηγοί έτσι για πολύ χρόνο, αλλά να ενεργήσει να δικαστούν όπως τους αξίζει.
Εκείνος, λοιπόν, επειδή ήταν πάρα πολύ φιλοχρήματος και επειδή ταράχτηκε η καρδιά του με την ιδέα ότι οι συκοφάντες θα μπορούσαν να του κρατήσουν ένα μέρος από τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί, αφού δεν του είχαν δώσει όλο το ποσό από την αρχή -πραγματικά, είναι φοβερό πράγμα ο πλούτος-, παρουσιάστηκε και πάλι στο βασιλιά. Με την εμφάνιση του προσώπου του και τη σκυθρωπή του όψη έδειχνε πως έφερνε δυσάρεστες ειδήσεις. Συγχρόνως έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να φροντίζει πάντοτε για την ασφάλεια της ζωής του βασιλιά, ότι έτρεφε ευνοϊκά αισθήματα προς αυτόν και ότι του είναι πολύ έμπιστος.
Με διάφορα, λοιπόν, δολερά λόγια εξαπάτησε το βασιλιά. «Δέσποτά μου, του είπε, εκείνοι που είχαν καταστρώσει πονηρά σχέδια εις βάρος της εξουσίας σου, ενώ εσύ τους είχες τιμήσει με πλούσια αγαθά και αξιώματα -πραγματικά, σε πολύ ολίγους η ευημερία φέρνει τη σύνεση-, δεν πείστηκαν, και φυλακισμένοι που είναι, να σταματήσουν τα κακόβουλά τους σχέδια, ούτε παρουσίασαν κάποια μεταμέλεια, αλλά και τώρα εμμένουν στην προηγούμενη συμπεριφορά τους και με κακουργία ετοιμάζουν τα ίδια σχέδια. Και αν είναι δύσκολο να τιμωρηθούν αυτοί για τα πονηρά τους σχέδια, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος, ώστε να μην προφτάσουν να μας κάμουν κακό». Οι δόλιες αυτές πληροφορίες θορύβησαν το βασιλιά και τον έβαλαν σε σοβαρές υπόνοιες. Και βέβαια, επειδή ήθελε και απερίσπαστη τη σκέψη του από τέτοιες φροντίδες και να μην αισθάνεται τον παραμικρό φόβο, καταδίκασε σε θάνατο ανθρώπους που δεν είχαν κάμει κανένα κακό.
Οι στρατηγοί πληροφορούνται την καταδίκη τους και προσεύχονται
ΚΓ. Η εκτέλεσή τους, λοιπόν, είχε οριστεί να γίνει την επόμενη ήμερα. Η καταδικαστική απόφαση είχε εκδοθεί από το βράδυ. Όλα τα σχετικά με την καταδικαστική απόφαση πήγε και τα ανακοίνωσε στο δεσμοφύλακα ένας δυστυχής αγγελιοφόρος. Ο δεσμοφύλακας πρώτα έκλαψε μόνος του πολύ για τη συμφορά των στρατηγών. Πραγματικά, ήταν, όπως φαίνεται, περισσότερο φιλάνθρωπος παρά όμοιος με το φιλοχρήματο έπαρχο. Άλλωστε είχε ήδη γίνει και φίλος τους και τους έκανε συντροφιά. Έπειτα πήγε στους καταδικασμένους άνδρες λυπημένος και με δάκρυα στα μάτια. Η όψη του προανάγγελνε τα δυσάρεστα. «Θα ήταν κέρδος μου, τους είπε, να μην άνοιγα συζήτηση μαζί σας από την αρχή, ούτε να έμενα τόσο χρόνο κοντά σας, ούτε να καθόμουν μαζί σας σε κοινό τραπέζι, ούτε να έτρωγα αλάτι μαζί με σας τους δυστυχείς. Και τούτο, γιατί, πραγματικά, πιο ανώδυνα θα αντιμετώπιζα τη συμφορά· λιγότερο θα πονούσα για το χωρισμό· ο πόνος δεν θα έφτανε τόσο βαθιά στην ψυχή μου. Δηλαδή αύριο, αδέλφια μου, θα έχουμε μεταξύ μας τον πικρό —αλίμονο!— και τελευταίο χωρισμό. Αν, λοιπόν, θέλετε, κάνετε κάποια διαθήκη όσον αφορά την περιουσία σας, μήπως σας προλάβει ο πικρός θάνατος και δεν εκπληρωθεί η βούλησή σας». Λυτά είπε, κλαίγοντας, ο δεσμοφύλακας.
Μόλις πληροφορήθηκαν οι στρατηγοί αυτά τα δυσάρεστα πράγματα, έσχιζαν τα ρούχα τους, κινούσαν μεταξύ τους τα χέρια τους με απελπισία, τραβούσαν τα μαλλιά τους, έκλαιγαν γοερά και οδύρονταν, έστρεψαν τα μάτια τους προς τον ουρανό και επικαλούνταν ως μάρτυρα τη θεία δικαιοσύνη. Και, πραγματικά, τι άλλο θα μπορούσε να κάμει η ψυχή τους, αφού είχαν τη συναίσθηση ότι δεν είχαν κάμει κανένα κακό, ώστε δικαιολογημένα να καταδικαστούν σε θάνατο. «Ποιος δαίμονας της ζωής, έλεγαν, μας εβάσκανε; Τι κακό κάμαμε και καταδικαστήκαμε σε θάνατο σαν κακούργοι; Ποιοι είναι οι κατήγοροί μας; Ποιοι είναι εκείνοι που με κακότητα και δολιότητα εξετάζουν τις πράξεις των ανθρώπων;».
Αυτά έλεγαν και καλούσαν ονομαστικά τα μέλη της οικογένειάς τους, τους συγγενείς, τους φίλους. Έβλεπαν πλέον το θάνατο μπροστά στα μάτια τους. Εκδήλωναν και μικρό παράπονο προς το Θεό. με την αιτιολογία ότι δεν έβλεπαν κάποια θαυματουργική επέμβαση, ώστε να διασωθούν από την άδικη σφαγή.
Οι στρατηγοί θυμούνται τον Άγιο και εντείνουν την προσευχή τους
ΚΔ. Ενώ έτσι με πόνο ψυχής θρηνούσαν και οδύρονταν για τη συμφορά τους -αλίμονο!-, ένας από τους τρεις, ο Νεπωτιανός, θυμήθηκε τον άγιο Νικόλαο. Συγκεκριμένα, θυμήθηκε με ποιο τρόπο στα Μύρα ο Άγιος συμπαραστάθηκε σε τρεις ανθρώπους, που είχαν άδικα καταδικαστεί, και τους γλίτωσε από το θάνατο, και έτσι έγινε γι’ αυτούς με τρόπο θαυμαστό σωτήρας και αγαθός προστάτης. Αφού, λοιπόν, ο Νεπωτιανός έφερε στη μνήμη του το παραπάνω γεγονός, το υπενθύμισε με δάκρυα στα μάτια και στους άλλους δύο στρατηγούς. - Η ανάγκη, πραγματικά, είναι εφευρετική και διεγείρει την ψυχή προς πολλές σκέψεις.
Έτσι, λοιπόν, ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους και προσεύχονταν στο Θεό. γινόταν αμέσως και γι' αυτούς μεσίτης ο άγιος Νικόλαος. Και να τι έλεγαν στην προσευχή τους: «Κύριε, ο Θεός του Νικολάου, που πριν λίγο καιρό έσωσες τους τρεις ανθρώπους από άδικο θάνατο, ρίξε το σωτήριό σου βλέμμα και τώρα σ’ εμάς· βλέπεις. Δέσποτα, ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους κάποιος που να μας λυτρώσει τώρα, ούτε που να μας σώσει από το θάνατο· πραγματικά, σφίγγεται η καρδιά μας και οι θλίψεις μας πληθύνθηκαν· ιδού, η φωνή μας σβήνει πριν από τη θανάτωσή μας, η γλώσσα μας λιώνει σαν κερί από τη φωτιά της καρδιάς μας και δεν μπορούμε ούτε και δέηση σε Σένα να κάνουμε, αφού από το σφίξιμο της ψυχής μας χάσαμε τη λαλιά μας. Ας έλθουν σε μας γρήγορα. Κύριε, οι οίκτιρμοί σου, γλίτωσέ μας από τα χέρια αυτών που θέλουν να μας πιουν το αίμα· σπεύσε, αγαθέ, σπεύσε και βοήθησέ μας».
Θεία βοήθεια προς τους στρατηγούς ο Άγιος
ΚΕ. Ο ουράνιος Πατέρας, που προστατεύει εκείνους που Τον φοβούνται και Τον σέβονται, περισσότερο απ' όσο προστατεύει ο άνθρωπος-πατέρας τα παιδιά του, είδε με συμπάθεια αυτούς τους δυστυχείς και τους έστειλε την πιο σύντομη βοήθεια.
Και, συγκεκριμένα, η βοήθεια ήταν η εξής: Ο ευλαβής θεράποντας του Θεού, ο θαυμαστός πραγματικά Νικόλαος, παρουσιάστηκε σε όνειρο στο βασιλιά και του είπε: «Βασιλιά, σήκω γρήγορα και ελευθέρωσε, πριν πάθουν κακό, τους τρεις στρατηγούς που κρατούνται στη φυλακή, γιατί η εις βάρος τους κατηγορία είναι αισχρή συκοφαντία και κατάπτυστη διαβολή». Στη συνέχεια παρουσίασε στο βασιλιά την τραγική αδικία που υφίστανται οι άνθρωποι αυτοί και του περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την όλη δραματική τους κατάσταση. Στην περίπτωση που ο βασιλιάς δεν θα έκανε ό,τι ο Άγιος τον διέταξε, τον απείλησε ότι θα υποκινήσει πολεμική εξέγερση εναντίον του και αυτόν τον ίδιο θα τον εξαφανίσει.
Ο βασιλιάς έμεινε κατάπληκτος από την παρρησία του ανθρώπου αυτού, και γι’ αυτά που του είπε και για το γεγονός ότι μπήκε στα ανάκτορα παράωρα τη νύχτα. Όμως τον ρώτησε: «Ποιος είσαι συ που επισείεις τέτοιες ενέργειες και εκτοξεύεις τέτοιες απειλές εναντίον μου;». Ο Άγιος του απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος, ο μητροπολίτης των Μύρων. Ο βασιλιάς συνταράχτηκε από την οπτασία αυτή και σηκώθηκε από το κρεβάτι του.
Ο Άγιος ακόμη εμφανίστηκε και στον έπαρχο Αβλάβιο, την ώρα που κοιμόταν, και του έδωσε τις ίδιες εντολές για τους τρεις στρατηγούς. Εκείνος τον ρώτησε ποιος είναι και ο Άγιος του απάντησε ότι είναι ο Νικόλαος, που είναι δούλος του Χριστού. Μόλις, λοιπόν, ξύπνησε ο Αβλάβιος, έφερνε στο νου του την οπτασία και προσπαθούσε να εξηγήσει τι τελοσπάντων ήταν αυτό που είδε στον ύπνο του και τι σήμαινε. Εκείνη τη στιγμή ήλθε κάποιος απεσταλμένος του βασιλιά και του ανάγγειλε αυτά ακριβώς που και ο βασιλιάς είδε στον ύπνο του. Και ο Αβλάβιος ανακοίνωσε στον απεσταλμένο του βασιλιά την οπτασία και του εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια όλα εκείνα που είδε στον ύπνο του.
Από το παράδοξο, λοιπόν, αυτό θέαμα έμειναν έκπληκτοι και οι δύο, δηλαδή και ο βασιλιάς και ο έπαρχος, και απορούσαν πώς σαν μετά από σύνθημα, παρουσιάστηκε και στον έναν και στον άλλον η ίδια οπτασία. Επειδή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το όνειρο, ο βασιλιάς ανακάλεσε από τη φυλακή τους τρεις στρατηγούς και ενώ στέκονταν όλοι γύρω του, τους είπε: «Τι μαγείες χρησιμοποιήσατε και μας στείλατε τέτοιες οπτασίες, που μας φοβέριζαν ότι θα υποκινήσουν σφοδρό πόλεμο εναντίον μας και μας απειλούσαν με φοβερές απειλές;». Οι στρατηγοί, επειδή δε γνώριζαν τίποτε τέτοιο, ρωτούσαν με νεύματα ο ένας τον άλλο μήπως κάποιος απ' αυτούς ήξερε κάτι, ρίχνοντας έκπληκτο το βλέμμα του καθένας στο βλέμμα του άλλου.
Τότε ο βασιλιάς, όταν είδε τους στρατηγούς να αντιδρούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφού έμοιαζαν να μη γνωρίζουν τίποτε απολύτως και παραξενεύονταν με όσα άκουαν, αμέσως μετέβαλε τη συμπεριφορά του προς το ηπιότερο και, έχοντάς τους μπροστά του, τους ζήτησε να απαντήσουν σ’ αυτά που άκουσαν.
Οι στρατηγοί απαντούν στο βασιλιά. Έκφραση παραπόνων
ΚΣΤ. Εκείνοι, κοιτάζοντας στο έδαφος και με μάτια γεμάτα δάκρυα, είπαν: «Εμείς, βασιλιά, ούτε ξέρουμε τι πράγμα είναι η μαγεία, ούτε καταστρώσαμε κάποια φοβερά σχέδια εις βάρος της εξουσίας σου. Μάρτυς μας γι’ αυτό ας είναι το μάτι του Θεού, που βλέπει τα πάντα. Και αν αυτά δεν είναι όπως τα λέμε, αλλά κάτι κακό έχει αποφασιστεί από εμάς εναντίον σου, να μη δείξεις, για όνομα του Τριαδικού Θεού, καμιά ευσπλαχνία προς χάρη μας και, επιπλέον, να μη φεισθείς και ολόκληρο το γένος μας. Και, ακόμη, αν υπάρχει τιμωρία βαρύτερη από το θάνατο, να την αποφασίσεις εναντίον μας. Οι πατεράδες μας, βασιλιά, παρέδωσαν σ' εμάς σαν κληρονομιά, που πρέπει να τη διαφυλάττουμε για πάντα, τις εξής αρχές: να τιμάμε το βασιλιά και να προτιμάμε, περισσότερο από καθετί άλλο, την προς αυτόν οφειλόμενη ευμενή διάθεση και, σε περίπτωση που κάποιος παραβαίνει τις αρχές αυτές, να επιβάλλονται σ’ αυτόν βαριές ποινές και να τον μεταχειρίζονται ως εχθρό.
Ακολουθώντας κατά γράμμα αυτές τις αρχές, είχαμε περί πολλού περισσότερο τη δική σου σωτηρία παρά τη δική μας. Για το λόγο αυτό ελπίζαμε να έχουμε από τη δεξιά σου επαίνους, εύνοιες και τιμητικές αμοιβές. Όταν μάλιστα είχε κινηθεί χέρι επαναστατικό εναντίον της εξουσίας σου και η περίπτωση αυτή ζητούσε γενναίους άνδρες για την καταστολή της στάσης αυτής, αφού άφησες τους άλλους αξιωματικούς που είχαν τον ίδιο μ’ εμάς βαθμό, ξεχώρισες εμάς από όλους τους άλλους και μας ανέθεσες τον πόλεμο εναντίον των στασιαστών. Και βέβαια υπακούσαμε με προθυμία στο πρόσταγμά σου και με ευψυχία καταστείλαμε την εκδηλωθείσα στάση (στη Φρυγία). Έτσι αποδείξαμε, ας λεχθεί και με τη βοήθεια του Θεού, έμπρακτα την ανδρεία μας.
«Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι όλοι θα συμφωνήσουν πως, το γεγονός της επιτυχίας μας ενώ αρχικά μας πρόσφερε την ευτυχία, τώρα αποτέλεσε την αφορμή να οπλιστεί ο φθόνος εναντίον μας. Και να κατακρινόμαστε αλίμονο! Θεέ μας, βλέπεις την αδικία-, για κατάστρωση κακών σχεδίων εις βάρος του βασιλιά και περιμένουμε να υποστούμε την εσχάτη των ποινών, το θάνατο. Επομένως, βασιλιά, η απόδειξη της καλής μας διάθεσης προς εσένα στάθηκε για μας υπόθεση της μεγαλύτερης τιμωρίας. Έτσι, αντί για δόξα, που ελπίζαμε, και άλλες αμοιβές, μας πρόλαβε ο φόβος του θανάτου. Ήλιε και θεία Δικαιοσύνη, πώς υποφέρετε να βλέπετε αυτά τα κακουργήματα;».
Ο βασιλιάς αποδίδει στον άγιο Νικόλαο τη σωτηρία των στρατηγών
ΚΖ. Ύστερα από τα λόγια αυτά, ράγισε η ψυχή του βασιλιά γι’ αυτούς τους ανθρώπους και φαινόταν πως ειλικρινά μεταμελήθηκε για την καταδικαστική απόφαση που είχε εκδώσει εις βάρος τους. Έτρεμε, πραγματικά, τα δικαιώματα του Θεού και ντρεπόταν την αλουργίδα, μήπως ο ίδιος εκδίδοντας καταδικαστικές αποφάσεις, κάνει λάθη και υπόκειται σε κατάκριση. Αμέσως, λοιπόν, τους κοίταξε με βλέμμα συμπαθητικό και τους μίλησε με ήμερο τρόπο, σαν να έβαλε πάνω στην πολύ πονεμένη ψυχή του ηρεμιστικά φάρμακα. Εκείνοι, αφού απαλλάχτηκαν από το φόβο να μιλήσουν και επειδή είχαν πλέον από μέρους του βασιλιά τη δυνατότητα της παρρησίας, κοινοποιούσαν το θησαυρό και δεν έκρυβαν την ελπίδα. Με πολύ δυνατή, λοιπόν, φωνή ζήτησαν τη βοήθεια του Θεού με τα εξής λόγια: «Κύριε, ο Θεός του Νικολάου, που είναι δικός σου, Συ που άλλοτε διέσωσες τους τρεις ανθρώπους από άδικο θάνατο, γλίτωσε και εμάς τώρα από αυτόν τον κίνδυνο που επικρέμαται στα κεφάλια μας».
Ο βασιλιάς άρπαξε τα λόγια αυτά και τους ζήτησε να του ειπούν ποιος είναι αυτός ο Νικόλαος, ποιοι είναι αυτοί που έσωσε και πώς τους έσωσε. Αμέσως, λοιπόν, ο Νεπωτιανός τού διηγήθηκε αναλυτικά τα πάντα και πώς ο Άγιος τούς γλίτωσε κατά τρόπο αξιοθαύμαστο, ενώ ο Άδης είχε ανοίξει ήδη το στόμα του να τους καταπιεί. Ο βασιλιάς από την άλλη μεριά, σεμνυνόμενος για την τιμή που και πριν απέδιδε στο Θεό και τους θεράποντές του (τους Αγίους), δεν ξέχασε και στην παρούσα περίπτωση αυτή του την αρετή, αλλά μίλησε και ο ίδιος για τον άνθρωπο του Θεού που είδε στον ύπνο του, και έτσι δεν είχε ανάγκη από πολλά λόγια.
Αφού, λοιπόν, έστρεψε ακόμη περισσότερο τη σκέψη του στο όραμα που είδε και θαύμασε για την παρρησία και το θερμό ζήλο του Αγίου υπέρ των αδικουμένων, ζήτησε αμέσως με επιμονή από τους τρεις στρατηγούς να τον συγχωρήσουν. Και ευθύς αμέσως είπε τα εξής: «Δεν είμαι εγώ εκείνος που σας χαρίζει τη ζωή· τη ζωή σας, σας τη χαρίζει ο Νικόλαος, τον οποίο εσείς επικαλεσθήκατε να σας βοηθήσει και ο οποίος, προστατεύοντας και φροντίζοντας θερμότατα για σας, δεν μας άφηνε ούτε να κοιμηθούμε. Πηγαίνετε, λοιπόν, να τον βρείτε και, αφού κόψετε τα μαλλιά σας, να του εκφράσετε τις ευχαριστίες σας. Ακόμη, σας παρακαλώ, να του πείτε εκ μέρους μου ότι εκείνο που με διέταξε να κάμω, δηλαδή να σας αφήσω ελεύθερους, το έκαμα. Ας μη με απειλεί πλέον».
Αυτά τα λόγια τους είπε ο βασιλιάς, και τους έδωσε χρυσό ευαγγέλιο, ένα άλλο σκεύος, χρυσό και αυτό, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, και δύο επιχρυσωμένες λαμπάδες, με την εντολή να τα αφιερώσουν στον ιερό Ναό των Μύρων.
Έτσι, λοιπόν, οι στρατηγοί, αφού και αυτοί πέτυχαν με θαυμαστό τρόπο τη σωτηρία τους, αμέσως πήραν το δρόμο και με πόδια που βάδιζαν πρόθυμα έφτασαν στον Άγιο και τον αντίκρισαν με απερίγραπτη χαρά. Και από την πληρότητα της ευχαρίστησής τους φαίνονταν πως ήταν πρόθυμοι να αφιερώσουν ολοκληρωτικά και αυτή τη ζωή τους, που με θαυματουργικό τρόπο τους χαρίστηκε, αφού γλίτωσαν από την εκτέλεση, ώστε να αποδώσουν όπως αξίζει πραγματικά την ευχαριστία στο Θεό που με τρόπο θαυμαστό τους ευεργέτησε. Στη συνέχεια αφιέρωσαν στο Ναό τα βαρύτιμα δώρα που τους είχε δώσει ο βασιλιάς για το σκοπό αυτό, ψάλλοντας χαμηλόφωνα και ήρεμα «Κύριε, ποιος άλλος είναι όμοιος προς Σε; Κανένας. Παραμένεις Συ ο μόνος που σώζεις τον φτωχό και απροστάτευτο από τα χέρια εκείνων που είναι πιο δυνατοί από αυτόν» (Ψαλμ. 34,10). Επιπλέον, οι διασωθέντες στρατηγοί δεν άφησαν ούτε αυτούς τους φτωχούς χωρίς να τους προσφέρουν κάποια ευχαρίστηση. Πραγματικά, έκαμαν και σ’ αυτούς πολύ τιμητική δεξίωση με όσα αγαθά είχαν στη διάθεσή τους.
Ο Άγιος διασώζει ταξιδεύοντες στη θάλασσα
ΚΗ. Το όνομα, λοιπόν, του αγίου Νικολάου, ο οποίος ήταν πιστός θεράποντος του Θεού, μεγαλυνόταν με τα θαυμαστά έργα που έκανε ο Θεός. Έτσι η φήμη του Αγίου πήρε φτερά, πέταξε στα ύψη, έτρεχε παντού και περιλάμβανε τα πάντα, διέβαινε το πέλαγος, περιφερόταν σε ολόκληρη τη θάλασσα και δεν άφηνε κανέναν τόπο που να μην ακούει για τα μεγάλα θαύματά του.
Κάποτε ναύτες συνάντησαν στη θάλασσα φοβερή φουρτούνα και έχασαν κάθε ελπίδα σωτηρίας από τις δικές τους δυνάμεις. Επειδή όμως ήξεραν, από τις φήμες που κυκλοφορούσαν, ότι ο μέγας Νικόλαος προσέφερε, ανέλπιστα, αποτελεσματική βοήθεια σε κινδυνεύοντες, όλοι στήριξαν σ’ αυτόν την ελπίδα τους για σωτηρία. Επικαλούνταν λοιπόν, νοερά τη βοήθειά του να σωθούν από τη φουρτούνα, άπλωναν ολόψυχα προς αυτόν τα χέρια τους, σαν να ήταν δίπλα τους, και από αυτόν εξαρτούσαν τη μοναδική βοήθεια. Και ο Άγιος, χωρίς να χάσει καθόλου καιρό, ανέβηκε γρήγορα πάνω στο πλοίο και παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια τους. «Να, τους είπε, με έχετε καλέσει και ήρθα να σας βοηθήσω». Έπειτα, αφού τους προέτρεψε να έχουν θάρρος, πήρε το πηδάλιο στα χέρια του, κάτω από τη θέα όλων, και έτσι σαφώς φαινόταν να κατευθύνει το πλοίο. Επιπλέον ο Άγιος, αφού επιτίμησε τη θάλασσα, κατεύνασε προς χάρη των ναυτών τις τρικυμίες, τους ανεμοστρόβιλους και τα άλλα άσχημα φαινόμενα της κακοκαιρίας, όπως άλλωστε είχε πράξει παλαιότερα και ο Χριστός μας. Έτσι ο Άγιος, με το θαύμα του, χάρισε για τους ναύτες αυτούς ένα ήρεμο και γαλήνιο ταξίδι.
Όταν, λοιπόν, οι ναύτες, πλέοντες με απαλό αεράκι, έφτασαν στη στεριά, κατεβαίνοντας από το πλοίο, βιάζονταν να προφτάσουν αυτόν που τους διέσωσε από τον κίνδυνο. Αφού έμαθαν ότι αυτός πήγε στο Ναό, έσπευσαν εκεί. Εκείνος ανακατεύτηκε με τους άλλους κληρικούς και είχε σταθεί ανάμεσά τους, χωρίς να ξεχωρίζει. Οι ναύτες, μόλις έριξαν σ' αυτόν τα βλέμματά τους, ενώ ουδέποτε στο παρελθόν τον είχαν γνωρίσει, τον αναγνώρισαν από την εμφάνισή του στο πέλαγος και σ' εκείνον αμέσως μίλησαν. Στη συνέχεια έτρεξαν και έπεσαν στα πόδια του και τα φιλούσαν, ενώ συγχρόνως εξέφραζαν με λόγια τις ευχαριστίες τους. Επίσης, ενθυμούμενοι το φοβερό κίνδυνο που διέτρεξαν, εξηγούσαν με δάκρυα και απερίγραπτη χαρά πώς σώθηκαν. Έπειτα διηγούνταν με κάθε λεπτομέρεια και στους παρευρισκομένους το δράμα τους στη θάλασσα και τη θαυματουργική διάσωσή τους.
Ο Άγιος αποκαλύπτει τη μοχθηρία των ναυτικών και τους δίνει συμβουλές
ΚΘ. Ο θαυμαστός όμως Νικόλαος γνώριζε πολύ καλά ότι υπήρχε ανάγκη να σώσει τους ναυτικούς και από τους κινδύνους που απειλούσαν την ψυχή τους, η οποία μάλιστα άξιζε για περισσότερη φροντίδα. Επειδή, λοιπόν, ο Άγιος είχε διορατικό χάρισμα, δώρο του Αγίου Πνεύματος, έβλεπε ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν μοχθηρία στην ψυχή τους, η οποία τους απομάκρυνε από το Θεό και τις εντολές Του. Για το λόγο αυτό, με υψωμένο τον τόνο της φωνής του, τους είπε τα εξής λόγια: «Σας παρακαλώ, παιδιά μου, εξετάστε, εξετάστε στο βάθος τον εαυτό σας· τι πραγματικά άνθρωποι είστε, και στρέψτε τις καρδιές σας, τις σκέψεις σας και τα διανοήματά σας σε ευαρέστηση του Θεού. Γιατί και αν μπορούμε να κρύβουμε από τους άλλους ανθρώπους την άποψή μας, ότι το παν βρίσκεται στο να κάνει κανείς φαύλες πράξεις, και φαινόμαστε καλοί άνθρωποι, όμως δεν είναι δυνατόν καμιά πράξη μας να διαφεύγει από το βλέμμα του Θεού. Η Αγία Γραφή, σχετικά με το θέμα, λέγει· ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο, δηλαδή εξωτερικά και επιφανειακά, ενώ ο Θεός βλέπει την καρδιά, δηλαδή το βάθος της ψυχής του ανθρώπου. Επίσης η Γραφή λέγει και το εξής· «μην κάνετε κακές πράξεις και έτσι, δε θα σας βρει κακό στη ζωή σας». Μάθετε επιμόνως να πράττετε το καλό στους συνανθρώπους σας και να επιδιώκετε με όλη σας την καλή πρόθεση τον αγιασμό του σώματός σας, γιατί, όπως λέγει ο θείος Παύλος, είμαστε Ναός του Θεού και εκείνον που καταστρέφει το Ναό του Θεού θα τον καταστρέψει ο Θεός. Έτσι να κάνετε στη ζωή σας, και θα έχετε το Θεό βοηθό ακαταμάχητο».
Αρκούσαν αυτά που ειπώθηκαν να παρουσιάσουν ικανοποιητικά τη δύναμη με την οποία είχε προικιστεί ο Άγιος από το Θεό και την εκδήλωνε με θαυμαστά έργα. Όμως δε γνωρίζω πως η μνήμη γι' αυτόν δεν ανέχεται να σταματήσει εδώ η όλη εξιστόρηση, αλλά θεωρεί πολύ μεγάλη ζημιά, στην περίπτωση που δεν προσθέσει και τα υπόλοιπα.
Η ακτινοβολία της αρετής του Αγίου. Η εις Κύριον εκδημία του
Λ. Ένας, λοιπόν, παλαιότερος λόγος, που περιήλθε και στα χέρια τα δικά μας, αναφέρει ότι ο μακαριστός αυτός άνθρωπος διακρινόταν για το πρεσβυτικό του ήθος και την αγγελική του όψη και ευωδίαζε από αγιοσύνη και χάρη θεία. Ακόμη ο λόγος λέγει και τα εξής για τον Άγιο: «Όταν κάποιος απλώς τον συναντούσε κατά τύχη στο δρόμο, παρουσίαζε αμέσως μεγάλη βελτίωση στην αρετή, μόνο και μόνο με τη θέα του Αγίου, και γινόταν στον εσωτερικό του κόσμο κάποια μεταμόρφωση. Και καθένας που η ψυχή του υπέφερε από κάποια συμφορά και λύπη, όταν και μόνο τον ατένιζε, εύρισκε ικανοποιητική παρηγοριά και ανακούφιση.
» Επιπλέον, από τον Άγιο έβγαινε και κάποια υπέρφωτη λάμψη και το πρόσωπό του έλαμπε περισσότερο παρά του Μωυσή. Όταν καμιά φορά συνέβαινε να τον συναντήσουν στο δρόμο κάποιοι αιρετικοί, και μόνο αν απολάμβαναν τη γλυκιά του ομιλία, έφευγαν ύστερα, αφού πριν είχαν αποβάλει από την ψυχή τους την αίρεση, που είχε συναυξηθεί με την ηλικία τους, και έβαζαν βαθιά στην καρδιά τους τον ορθό λόγο της αλήθειας».
Ο άγιος Νικόλαος, λοιπόν, έτσι έζησε στη ζωή του· η συμπεριφορά του προς τους συνανθρώπους του υπήρξε αγνή και ευγενική, σύμφωνα με το λόγο της αρετής. Η όλη του ζωή υπήρξε, κατά κάποιο τρόπο, μύρο πολύ ευωδιαστό και θελκτικό, που παρουσιάστηκε στο κέντρο της επαρχίας των Μυρέων και ευωδίασε το λαό.
Ο Άγιος έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Αφού, λοιπόν, συμπλήρωσε πλήρως το χρόνο της επίγειας ζωής του και επειδή ήταν και αυτός άνθρωπος, έπρεπε να λειτουργήσει και γι' αυτόν ο κοινός νόμος της κοινής φύσεως. Προσβλήθηκε, τότε, από σύντομη ασθένεια, κατά τη διάρκεια της οποίας εξέφραζε τις ευχαριστίες του στο Θεό, έψελνε εξόδιους και επικήδειους ύμνους και με την ελπίδα της εις Κύριον εκδημίας του, ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, διατηρούσε πολύ χαρούμενη τη διάθεσή του. Ενώ για τους άλλους χαρά ήταν το να παραμένουν στη σάρκα τους, ο Άγιος χαιρόταν, γιατί θα χωριζόταν πλέον από το σώμα του και θα πήγαινε κοντά στην πηγή της ζωής, το Θεό.
Έτσι, λοιπόν, ο άγιος Νικόλαος άφησε τη φθαρτή αυτή ζωή και μετέβη στην αιώνια εκείνη και μακάρια ζωή, όπου συναναστρέφεται με τη λαμπρότητα των Αγγέλων και συναγάλλεται μ' αυτούς και βλέπει το φέγγος τον Τριαδικού Θεού σε όλο το μεγαλείο και την καθαρότητα. Το τίμιο σώμα του μεταφέρθηκε με τα όσια χέρια επισκόπων και, με τιμητική πομπή όλο τον κλήρο λαμπροφορεμένο, τοποθετήθηκε σε ειδικό τάφο στον ιερό Ναό των Μύρων. Από το σώμα του Αγίου αναβλύζει μύρο μέχρι και σήμερα [γύρω στο 960 μ.Χ., που ο Συμεών ο Μεταφραστής έγραψε το Βίο], το οποίο θεραπεύει ασθένειες, και ψυχικές και σωματικές.
Θαύμα μέγα
ΛΑ. Στον τάφο του Αγίου συνέρρεαν προσκυνητές από κάθε σημείο της γης και έπαιρναν πλούσια τη χάρη από το μύρο που ανέβλυζε. Κάποτε, λοιπόν, κάποιους χριστιανούς, που κατοικούσαν σε περιοχή μακριά από τη Λυκία και χρειάζονταν πολλές ημέρες, για να φτάσουν εκεί, τους κατέλαβε θερμός πόθος να μεταβούν στον τάφο του Αγίου, και για να αντλήσουν μύρο και για να απολαύσουν τη χάρη του αγιάσματος. Προς πραγματοποίηση τον ιερού πόθου τους έβαλαν στο πλοίο τα απαραίτητα τρόφιμα και επρόκειτο πλέον να αποπλεύσουν με προορισμό τη Λυκία.
Τότε ακριβώς ένα πονηρό δαιμόνιο, που παλαιότερα κατοικούσε στο βωμό της Αρτέμιδας και το είχε απομακρύνει από εκεί μαζί με τα άλλα ο σπουδαίος Νικόλαος γκρεμίζοντας το βωμό, έμαθε ποιος ήταν ο σκοπός του θαλασσινού αυτού ταξιδιού. Το δαιμόνιο, λοιπόν, κρατώντας κακία για τον Άγιο, επειδή και το ναό της θεάς κατέστρεψε και το ίδιο το είχε εκδιώξει από εκεί, φρόντιζε με όλη του τη δύναμη να αντιταχθεί στην πραγματοποίηση του ταξιδιού αυτού. Γι’ αυτό και ήθελε να στερήσει τους πιστούς άνδρες από τον αγιασμό και ακόμη, να τους εξασθενίσει κατά κάποιο τρόπο τον ιερό πόθο.
Έτσι έβαλε μπροστά το δόλιο σχέδιό του. Εμφανίστηκε με μορφή γυναίκας, που κρατούσε ένα δοχείο γεμάτο λάδι και τους παρακαλούσε να το μεταφέρουν στον τάφο του Αγίου, επειδή η «ίδια» φοβόταν να αποτολμήσει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι από τη θάλασσα και το γεγονός αυτό «την» εμπόδιζε να πραγματοποιήσει την επιθυμία «της» να επισκεφτεί τον τάφο και να προσφέρει το δώρο «της». Ισχυριζόταν μάλιστα ότι δεν είναι δυνατόν σε γυναίκα να αποτολμάει ταξίδι σε τόσο μεγάλο πέλαγος. «Σας παρακαλώ, λοιπόν, τους έλεγε, πάρτε το δοχείο να το μεταφέρετε στον τάφο και να βάλετε το λάδι στο καντήλι του Αγίου». Τέτοια έλεγε εκείνο το βδελυρό δαιμόνιο και παρακαλούσε τους ευσεβείς αυτούς ανθρώπους για τη μεταφορά του δοχείου στον τάφο του Αγίου. Αυτό, επομένως, ήταν μια δόλια ενέργεια και άξια εξολοκλήρου του διαβόλου που την είχε μηχανευτεί.
Ύστερα, λοιπόν, από πολλά παρακάλια τούς έπεισε και πήραν μαζί τους το δοχείο με το λάδι. Όταν τελείωσε η πρώτη ημέρα του πλου — δικό σου βεβαίως είναι και το έργο αυτό, μέγιστε του Θεού θεράποντα και δεξιέ προστάτη εκείνων που κινδυνεύουν -, εμφανίστηκε τη νύχτα ο Άγιος σ' έναν από τους συμπλέοντες και του έδωσε την εντολή να πετάξουν το δοχείο στη θάλασσα μακριά από το πλοίο. Εκείνος ανακοίνωσε το όραμα και την εντολή και στους άλλους. Έτσι σηκώθηκαν αμέσως πρωί-πρωί και εκτέλεσαν την εντολή. Τότε διαπιστώθηκε το δόλιο σχέδιο που ο διάβολος είχε ετοιμάσει. Πραγματικά, μόλις το δοχείο έπεσε στη θάλασσα, σηκώθηκε αμέσως φλόγα ψηλά στον αέρα και έβγαιναν δυσώδεις οσμές· το νερό, εξαιτίας της εκρήξεως αυτής του δοχείου, διαχωρίστηκε και κόχλαζε από βαθιά και έβγαζε κρότους βρασμού· οι σταγόνες είχαν μεταβληθεί σε σπίθες φωτιάς· το πλοίο, αφού βρέθηκε σε τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή, λίγο χρόνο είχε πλέον και θα βυθιζόταν.
Οι προσκυνητές, καταφοβισμένοι από το παράλογο του κίνδυνου αυτού, έχασαν κάθε ελπίδα σωτηρίας, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με εξαγριωμένο το βλέμμα και βρίσκονταν σε παντελή αμηχανία. Ο άγιος Νικόλαος όμως, που από μακριά φρόντιζε για τη σωτηρία τους και έδωσε την εντολή να πετάξουν το δοχείο στη θάλασσα μακριά από το πλοίο, εμφανίστηκε και εδώ και με τρόπο θαυμαστό τους διέσωσε από το φοβερότατο κίνδυνο. Όντως, και το πλοίο μετακινήθηκε, θαυματουργικά, λίγο πιο πέρα από την κόλαση αυτή της φωτιάς και της θαλασσοταραχής και οι άνθρωποι απαλλάχτηκαν από το φόβο. Αεράκι απαλό και ευωδιαστό έπνευσε σ' αυτούς και η ψυχική τους διάθεση έγινε πολύ χαρούμενη.
Λαμπρός μάρτυρας και αναίμακτος στεφανίτης (Επίλογος)
ΛΒ. Αυτά είναι, Νικόλαε, τα βραβεία που σου χάρισε ο Θεός· αυτές είναι οι αμοιβές των κόπων σου· αυτά είναι τα έπαθλα των ασκητικών σου αγώνων. Και εννοώ τα αφορώντα στην παρούσα ζωή· γιατί τα μελλοντικά, δηλαδή εκείνα για τα οποία έχουμε διδαχτεί ότι έχει ετοιμάσει ο Θεός γι' αυτούς που τον αγαπούν, δεν είναι δυνατόν ούτε μάτια να τα ιδούν, ούτε αυτιά να τα ακούσουν, ούτε καρδιά να τα αντιληφτεί. Εγώ όμως δε θα διστάσω καθόλου να σε ονομάσω λαμπρό μάρτυρα και στεφανίτη αναίμακτο -και ξέρουμε βέβαια πολύ καλά όσα έχουν σχέση με την προαίρεσή σου- , αφού κατανίκησες με μόνη την προσευχή την ασεβή κρατική εξουσία· και με επιτυχία βγήκες από την εξορία της φυλακής· και με λαμπρά τρόπαια επανήλθες στους χριστιανούς της περιοχής σου· και την πρώτη τιμή, που σου είχε γίνει, ακολούθησε και δεύτερη, με τη χάρη και τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας, στον Οποίο μαζί με τον Πατέρα και το άγιο και αγαθό Πνεύμα πρέπει να αποδίδεται δόξα, τιμή και προσκύνηση τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.