Συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«Ερώτηση: Η θλίψη στους πολλούς δεν επιβάλλεται για χάρη δοκιμής;
ΜΑΞΙΜΟΣ: Η δοκιμασία των αγίων γίνεται για να φανερωθούν στη ζωή των ανθρώπων, μέσω της θλίψης, οι διαθέσεις τους ως προς το φύσει καλό, κάνοντας φανερές μαζί μ’ εκείνες και τις αρετές που αγνοούν όλοι, όπως στην περίπτωση του Ιώβ και του Ιωσήφ. Γιατί ο ένας δεχόταν τους πειρασμούς για νά φανερωθεί η κρυμμένη ανδρεία του, ενώ ο άλλος δοκιμαζόταν για να διαλαληθεί η σωφροσύνη που αγιάζει. Και ο καθένας από τους αγίους που δοκίμασε θλίψεις στη ζωή αυτή χωρίς να το θέλει, δοκίμασε τις θλίψεις για κάποια ανάλογη με αυτές οικονομία, ώστε με την ασθένεια που παραχωρούνταν να περάσουν, να καταπατήσουν τον υπερήφανο και αποστάτη δράκοντα, δηλαδή τον διάβολο. Γιατί η υπομονή είναι έργο δοκιμασίας για τον καθένα άγιο» (Φιλοκαλία εκδ. ΕΠΕ,τόμ.15Γ,σ.17)
«Κι αν ακόμα δοκιμάσει όλα μαζί τα οδυνηρά για το σώμα [ο πιστός], δεν αφήνει να χαραχθεί ίχνος λύπης στην ψυχή του, ώστε ν’ αλλάζει η χαρούμενη διάθεσή της. Γιατί δεν θεωρεί ότι είναι στέρηση ηδονής ο πόνος των αισθήσεων. Καθόσον μία ηδονή μόνο γνωρίζει, τη συμβίωση της ψυχής με το λόγο, η στέρηση της οποίας είναι ατέλειωτη τιμωρία, περικλείοντας όλους τους αιώνες. Και γι’ αυτό, αφήνοντας και το σώμα και όλα τα σωματικά, βαδίζει με όλες του τις δυνάμεις προς τη θεία συμβίωση, θεωρώντας μία ζημία, κι αν ακόμη είναι κύριος όλης της γης, το να αποτύχει στην κατά χάρη θέωση που προσδοκά» (15Γ,249)
«Ο τρόπος των πειρασμών σύμφωνα με τη Γραφή είναι διπλός· ηδονικός ο ένας, οδυνηρός ο άλλος· και ο ένας προαιρετικός, ενώ ο άλλος απροαίρετος. Και ο ένας είναι αυτός που γεννά την αμαρτία και σε αυτόν σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου έχουμε λάβει εντολή να απευχόμαστε να εισέλθουμε… Ο άλλος είναι τιμωρός της αμαρτίας που κολάζει τη φιλαμαρτήμονα διάθεση, με τις επιθέσεις ακούσιων πόνων… Και τους δύο πειρασμούς, και τον εκούσιο και τον ακούσιο, τους φροντίζει ύπουλα ο πονηρός· τον ένα σπέρνοντας στην ψυχή κι ερεθίζοντάς τον με σωματικές ηδονές, μηχανευόμενος τρόπους να την απομακρύνει από την επιθυμία της θείας αγάπης· από τον άλλο ζητεί με επιμονή σοφιστική, θέλοντας να φθείρει τη φύση με την οδύνη, για να υποχρεώσει την ψυχή με τη βία, έχοντας καταβληθεί από τους πόνους από την έλλειψη δύναμης, να στρέψει τους λογισμούς προς την κατηγορία του δημιουργού.
Εμείς όμως έχοντας επίγνωση των σκοπών του πονηρού, ας ευχηθούμε ν’ αποφύγουμε τον εκούσιο πειρασμό, για να μην απομακρυνθεί ο πόθος μας από τη θεία αγάπη. Τον ακούσιο όμως πειρασμό που έρχεται με παραχώρηση του Θεού ας τον υποφέρομε με γενναιότητα, για να αποδειχθούμε ότι προτιμούμε από τη φύση τον δημιουργό της φύσης» (15Γ,267-9)
«Γι’ αυτά [τις κατηγορίες εναντίον του] στενάζοντας [ο Μάξιμος κατά την δίκη του] εντονότερα ο άγιος είπε: Ευχαριστώ το Θεό μου που έχω παραδοθεί στα χέρια σας και με κατηγορείτε με τέτοιες κατηγορίες, ώστε μ’ αυτά τα ακούσια ν’ απαληφθούν όσα εκούσια έχω διαπράξει και να καθαρθώ από τις κηλίδες της ζωής» (15Γ,307)
«Αυτήν [την κατά Θεόν λύπη, της μετάνοιας] την δημιουργεί το άγιο Πνεύμα, επιφοιτώντας στις καρδιές των άξιων. Αυτή γνωρίζω εγώ πώς είναι η μόνη που γεννά τη χαρά της βασιλείας των ουρανών. Γιατί είναι σαφώς θείο σπέρμα η κατά Θεόν λύπη, που δίνει ώριμο καρπό την ευφροσύνη των αιώνιων αγαθών» (15Β,85)
«Βαδίζοντας ο Κύριος προς το πάθος, μάς άφησε ειρήνη, και πάλι, όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς, μας έδωσε ειρήνη. Τι υπαινίσσεται μ’ αυτά; Ότι πρέπει ν’ αντιμετωπίζουμε με απάθεια τις αντιξοότητες των καιρών, και ούτε όταν πέφτομε σε περιστάσεις λυπηρές να είμαστε χωρίς ελπίδα για το καλύτερο, ούτε όταν μας τυχαίνουν περιπτώσεις χαράς ν’ αποδιώκουμε τον λογισμό που παιδαγωγεί, αλλά να είμαστε πάντοτε οι ίδιοι και στα δυσάρεστα και στα ευχάριστα» (15Β,415)
«Όταν σου έρθει πειρασμός απροσδόκητος, μην κατηγορείς εκείνον από τον οποίο προήλθε, αλλά προσπάθησε να μάθεις το λόγο για τον οποίο ήρθε, και τότε θα επιτύχεις τη διόρθωσή του. Διότι, είτε με εκείνον, είτε με άλλον θα έπινες οπωσδήποτε το πικρό ποτήρι της αποφάσεως του Θεού…. Όταν είσαι κακότροπος, μην αρνείσαι τα κακοπαθήματα, ώστε, αφού με τον τρόπο αυτό ταπεινωθείς, ν’ αποβάλεις την υπερηφάνειά σου» (14,233)
«Οι πειρασμοί στέλνονται από το Θεό με σκοπό, σ’ άλλους να εξαλείψουν τα αμαρτήματα που ήδη έχουν διαπράξει, σ’ άλλους να εμποδίσουν εκείνα που διαπράττονται τώρα, και σ’ άλλους να προλάβουν τη μελλοντική διάπραξη αυτών. Κοντά σ’ αυτούς υπάρχουν και οι πειρασμοί εκείνοι που στέλνονται για δοκιμή, όπως στην περίπτωση του Ιώβ….
Ο σώφρονας άνθρωπος, σκεπτόμενος τη θεραπευτική δύναμη των θείων τιμωριών, υπομένει με ευχαρίστηση τις συμφορές που συμβαίνουν σ’ αυτόν, και δεν θεωρεί κανένα άλλο αίτιο γι’ αυτές παρά μόνο τις αμαρτίες του. Αντίθετα ο άφρονας, αγνοώντας τη σοφότατη πρόνοια του Θεού, όταν αμαρτάνει και τιμωρείται, θεωρεί αίτιους των κακών που του συμβαίνουν ή το Θεό, ή τους ανθρώπους» (14,235)
«Των πραγμάτων που βρίσκονται έξω από το σώμα, [μερικά] είναι η απόκτηση καλών και πολλών τέκνων και η ατεκνία, ο πλούτος και η φτώχεια, η δόξα και η ατιμία και τα εξής. Από αυτά άλλα θεωρούνται καλά από τους ανθρώπους, και άλλα κακά, κανένα όμως απ’ αυτά δεν είναι από τη φύση του κακό, αλλ’ ανάλογα με τη χρήση τους καθίστανται γενικά είτε κακά, είτε καλά.
Η γνώση είναι καλή από τη φύση της, όπως επίσης και η υγεία, αλλ’ όμως τους πολλούς τα αντίθετα απ’ αυτά τους ωφελούν. Διότι στους κακούς η γνώση, αν και είναι, όπως έχει λεχθεί, καλή από τη φύση της, καταντά βλαβερή, όπως επίσης και η υγεία, και ο πλούτος και η χαρά. Διότι δεν τα χρησιμοποιούν αυτά προς το συμφέρον τους. Άρα λοιπόν σ’ αυτούς συμφέρουν τα αντίθετα. Βέβαια ούτε εκείνα σύμφωνα με την ίδια λογική είναι κακά, αν και θεωρούνται ότι είναι κακά» (14,249)
«Τα κατορθώματα των κοσμικών είναι αιτίες πτώσεως των μοναχών, ενώ τα κατορθώματα μοναχών είναι αιτίες πτώσεως των κοσμικών. Για παράδειγμα, τα κατορθώματα των κοσμικών είναι ο πλούτος, η δόξα, η εξουσία, η υλική απόλαυση, η ευσαρκία, η απόκτηση πολλών και καλών τέκνων, και τα σχετικά μ’ αυτά, στα οποία εάν φθάσει ο μοναχός καταστρέφεται. Τα κατορθώματα πάλι του μοναχού είναι η ακτημοσύνη, η περιφρόνηση της δόξας, η αποφυγή της κοσμικής δύναμης, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, και τα σχετικά μ’ αυτά, στα οποία αν φθάσει ο φιλόκοσμος χωρίς τη θέλησή του, τα θεωρεί μεγάλη δυστυχία του, και κινδυνεύει πολλές φορές να κάνει χρήση και της αγχόνης, μερικοί μάλιστα και χρησιμοποίησαν αυτήν» (14,303)
«Αυτός ακριβώς είναι εκείνος που θέλει να σωθεί, αυτός που δεν προβάλλει άρνηση στα ιατρικά φάρμακα. Τα φάρμακα αυτά είναι οι μεγάλες θλίψεις και λύπες που παραχωρούνται με τις διάφορες δοκιμασίες. Εκείνος που αρνείται αυτά δεν γνωρίζει τι κερδίζει απ’ αυτά, ούτε ποια ωφέλεια θ’ αποκτήσει απ’ αυτά όταν φύγει για την άλλη ζωή» (14,301)
«Εκείνος, που κατά τον καιρό της δοκιμασίας δεν δείχνει μακροθυμία για τα λυπηρά που του συμβαίνουν, δεν έχει ακόμη τέλεια αγάπη, ούτε γνώρισε κατά βάθος την πρόνοια του Θεού, με αποτέλεσμα να αποκόπτει τον εαυτό του από την αγάπη των πνευματικών αδελφών» (14,317)
«Όποιος ξέρει πώς μπορούν και οι σάρκες του φιδιού με τέχνη να θεραπεύουν τους αρρώστους, θα δεχθεί με πίστη και τη μέθοδο της θείας πρόνοιας» (15Β,395)
Συλλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας
«Μην αφήνεις τα αυτιά σου ν’ ακούν τα λόγια του κακολόγου, ούτε τα λόγια σου να φθάνουν στ’ αυτιά εκείνου που του αρέσει να κατηγορεί, μιλώντας ή ακούοντας με ευχαρίστηση λόγια εναντίον του πλησίον σου, για να μη εκπέσεις από τη θεία αγάπη και βρεθείς έτσι ξένος της αιώνιας ζωής… Αποστόμωνε εκείνον που γεμίζει τ’ αυτιά σου με κακόλογα, για να μη προξενήσεις στον εαυτό σου μαζί μ’ αυτόν διπλή αμαρτία· και συνηθίζοντας τον εαυτό σου στο ολέθριο αυτό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον να φλυαρεί εναντίον του πλησίον σου» (14,191)
«Να μη ανέχεσαι τις υπόνοιές σου ή και άλλων ανθρώπων για σκάνδαλα σε βάρος ορισμένων άλλων. Διότι εκείνοι που παραδέχονται σκάνδαλα που συμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο ή με τη διάθεση της ψυχής ή χωρίς αυτήν, δεν γνωρίζουν την οδό της ειρήνης που οδηγεί με την αγάπη τους εραστές αυτής στη γνώση του Θεού» (14,195)
«Εκείνος που περιεργάζεται τις αμαρτίες των άλλων, ή κρίνει τον αδελφό του από υποψία και μόνο, και αυτός δεν έκανε ακόμη αρχή της μετάνοιάς του, ούτε άρχισε την έρευνα για να γνωρίσει τις αμαρτίες του, που στην πραγματικότητα είναι βαρύτερες από πολλά τάλαντα μολύβδου,… Γι’ αυτό, σαν άφρονας και βαδίζοντας μέσα στο σκοτάδι, αφήνοντας τις δικές του αμαρτίες, σκέπτεται τις αμαρτίες των άλλων, είτε αυτές είναι πραγματικές, είτε τις δημιουργεί με την υποψία του» (14,289)
«Εκείνος που με απάθεια ομιλεί για τα αμαρτήματα του αδελφού του, ομιλεί γι’ αυτά για δύο λόγους· ή για να διορθώσει αυτόν, ή για να ωφελήσει άλλον. Εάν ομιλεί γι’ αυτά εκτός από τους λόγους αυτούς, είτε γι’ αυτόν, είτε για άλλον, ομιλεί γι’ αυτά με σκοπό να τον κατηγορήσει και να τον διασύρει, και γι’ αυτό δεν θα διαφύγει τη θεία εγκατάλειψη, αλλά θα υποπέσει οπωσδήποτε και αυτός στο ίδιο ή σε άλλο παράπτωμα, και θα καταντροπιασθεί αφού ελεγχθεί και κατηγορηθεί από άλλους» (14,297)
«Μη νοθεύσεις κατά τη συνομιλία με τους άλλους αδελφούς σου τον έπαινο του αδελφού σου, εξ αιτίας της λύπης που ακόμη υπάρχει μέσα σου κρυμμένη γι’ αυτόν, αναμειγνύοντας κρυφά με τα λόγια σου την κατηγορία, αλλά χρησιμοποίησε στη συνομιλία σου με αυτούς καθαρή καρδιά, σαν να πρόκειται για τον εαυτό σου, και έτσι πάρα πολύ γρήγορα θ’ απαλλαγείς από το ολέθριο μίσος» (14,321)
«Μη θεωρείς σαν φίλους εκείνους που μεταφέρουν λόγια, τα οποία προξενούν λύπη σε εσένα και μίσος εναντίον του αδελφού σου, και αν ακόμη φαίνονται ότι λέγουν την αλήθεια, αλλά ν’ αποστρέφεσαι αυτούς σαν φίδια που θανατώνουν, ώστε και εκείνους να τους σταματήσεις να κακολογούν, και την ψυχή σου ν’ απαλλάξεις από την κακία» (14,323)
«Βλασφήμησε ο τάδε· μη μισήσεις αυτόν, αλλά τη βλασφημία και το δαίμονα που τον έκανε να βλασφημήσει. Εάν όμως μισείς εκείνον που βλασφήμησε, μίσησες άνθρωπο και παρέβηκες την εντολή, και εκείνο ακριβώς που έκανε εκείνος με το λόγο, το κάμνεις συ με την πράξη σου. Εάν φυλάσσεις την εντολή, δείξε τα γνωρίσματα της αγάπης, και βοήθησέ τον, αν μπορείς, ώστε να τον απαλλάξεις από το κακό» (14,343)
Επιλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας
«Ο Θεός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, όπως έχει γραφεί, σκορπώντας σ’ όλους γενικά τις ακτίνες της καλοσύνης Του, και η ψυχή γίνεται στο φρόνημα είτε κερί, όταν αγαπά το Θεό, ή πηλός όταν αγαπά την ύλη. Όπως λοιπόν σύμφωνα με τη φύση του ο πηλός ξεραίνεται από τον ήλιο, ενώ το κερί κατά φύση μαλακώνει, έτσι και κάθε ψυχή που αγαπά την ύλη και τον κόσμο ακούοντας τις νουθεσίες του Θεού κι αντιδρώντας με το φρόνημα, καθώς πηλός σκληραίνει, κι όπως ο Φαραώ, σπρώχνει τον εαυτό της στην καταστροφή. Αλλά κάθε ψυχή που αγαπά το Θεό σαν κερί που είναι μαλακώνει και με την εισδοχή των θεϊκών σημείων και τύπων γίνεται πνευματικό κατοικητήριο του Θεού» (Φιλοκαλία εκδ.ΕΠΕ τόμος14,σ.451-3)
«Όποιος δεν ζει για τον εαυτό του αλλά για το Θεό, γεμίζει από όλες τις θείες δωρεές, που δεν άφηναν να φανερωθούν πιο πριν τα πάθη που τον ενοχλούσαν πιεστικά» (14,457)
«Όπως αποκλειστικό αποτέλεσμα της παρακοής είναι η αμαρτία, έτσι αποκλειστικό έργο της υπακοής είναι η αρετή. Και όπως στην παρακοή επακολουθεί η παράβαση των εντολών και ο χωρισμός από τον εντολοδότη, έτσι και την υπακοή, την ακολουθεί η τήρηση των εντολών και η ένωση με τον εντολέα. Όποιος λοιπόν τήρησε με την υπακοή του μία εντολή κι έπραξε πράξη δικαιοσύνης, διατήρησε αδιαίρετη με την αγάπη την ένωσή του με τον εντολοδότη, ενώ όποιος επάτησε με την παρακοή μία εντολή και αμαρτία έπραξε και τον εαυτό του χώρισε από την ένωση της αγάπης προς τον εντολέα» (14,505)
«Ο φόβος της γέεννας κάνει τους αρχάριους να αποφεύγουν την κακία. Ο πόθος της ανταπόδοσης των αγαθών χαρίζει σ’ όσους προκόβουν την προθυμία για την άσκηση των αρετών. Το μυστήριο της αγάπης υψώνει το νου πάνω από όλα τα δημιουργήματα, κάνοντάς τον τυφλό σ’ όλα τα έπειτα από το Θεό. Γιατί μόνον αυτούς που έγιναν τυφλοί για όλα τα έπειτα από το Θεό, τούς κάνει ο Κύριος σοφούς, δείχνοντάς τους τα θεϊκότερα» (14,507)
«Ο Κύριος δεν πρέπει ν’ αναζητείται έξω από όσους τον ζητούν· πρέπει όσοι τον ζητούν, να τον αναζητούν μέσα τους με πράξεις πίστης» (14,523)
«Εκείνος που αγαπά γνήσια το Θεό, αυτός οπωσδήποτε προσεύχεται και απερίσπαστα προς αυτόν, και εκείνος που προσεύχεται οπωσδήποτε απερίσπαστα, αυτός και αγαπά γνήσια το Θεό. Δεν προσεύχεται απερίσπαστα εκείνος που έχει προσηλωμένο το νου σε κάποιο από τα επίγεια πράγματα, και επομένως δεν αγαπά το Θεό εκείνος που έχει δεμένο το νου του σε κάποιο από τα επίγεια» (14,211)
«Από όλες τις πράξεις μας ο Θεός επιζητεί το σκοπό αυτών, εάν δηλαδή τις κάνουμε προς χάριν αυτού ή για κάποια άλλη αιτία» (14,231)
«Εκείνος που αξιώθηκε να γνωρίσει το Θεό και απόλαυσε την ηδονή που προέρχεται από τη γνώση αυτή, αυτός περιφρονεί όλες τις ηδονές που γεννιούνται από το επιθυμητικό της ψυχής» (14,291-3)
«Η προς το Θεό αγάπη επιθυμεί πάντοτε να βλέπει το νου να πετά και να έρχεται σε στενή επικοινωνία με το Θεό» (14,325)
«Εκείνος που αγαπά το Χριστό οπωσδήποτε και μιμείται αυτόν κατά δύναμη» (14,331)
Επιλογή κειμένων π. Νικόλαος Πουλάδας.
«Το μυστήριο της αγάπης, μας μεταβάλλει από ανθρώπους σε θεούς» (Φιλοκαλία ΕΠΕ τόμος15Β,σ.55)
«Και γενικά, για να μιλήσω με συντομία, η αγάπη είναι το τέρμα όλων των αγαθών, ως η κορυφή των αγαθών και η αιτία κάθε αγαθού, οδηγώντας προς τον Θεό και κατευθύνοντας προς αυτόν όσους πορεύονται με αυτήν, γιατί η αγάπη είναι πιστή και σταθερή και μόνιμη… Γιατί είναι αδύνατο όσοι δεν έχουμε συναφθεί και μονοιάσει πρωτύτερα με τον Θεό, να μπορούμε να συμφωνούμε μεταξύ μας κατά τη γνώμη»(15Β,57)
«Ο πνευματικός πόθος έχει πάντοτε παρόντες όλους μαζί νοερά εκείνους που έχει μεταξύ τους δεμένους, ακόμα κι αν χωριστούν μεταξύ τους σωματικά, μη δεχόμενος τον χρονικό και τοπικό περιορισμό. Γιατί ο πόθος αυτός έχει την ύπαρξή του στο νου, που με κανένα τρόπο δεν συνδιαιρείται ή δεν συμπερικλείεται με τα σώματα όταν χωρίζονται μεταξύ τους τοπικά. Αυτόν τον πόθο αξιώθηκα να έχω από την αρχή προς εσάς τους πανάγιους, και νομίζω ότι πάντα σας βλέπω κοντά μου και σας ακούω να κουβεντιάζετε, και δεν υπάρχει καιρός ή τόπος που να μπορεί να με απομακρύνει από τη θύμησή σας, που πάντοτε μου υπενθυμίζει ότι είστε παρόντες πνευματικά και διώχνετε όλους τους δυσώδεις λογισμούς από μέσα μου, μη υποφέροντας την πολλή ευωδιά της θείας χάριτος που υπάρχει σε σας. Και είμαι πεισμένος, ότι η θύμηση δεν είναι απλή φαντασία της αγιοσύνης σας, αλλ’ αισθάνομαι ότι πραγματικά είστε παρόντες, και κάνω αυτό που γίνεται πληροφορία ακριβή και πραγματική της παρουσίας σας. Η δραστική δηλαδή μέσα σας δύναμη με τη χάρη του Θεού, που απομακρύνει αμέσως μόλις έρθουν στο νου τους ενοχλητικούς δαίμονες, αποτελεί σαφέστατη δήλωση της παρουσίας σας. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο αν κάνει αυτούς που λείπουν σωματικά να είναι παρόντες νοερά ο Θεός που προκαλεί πράγματα καταπληκτικά, όπως ο ίδιος γνωρίζει και όσοι ενεργούν αυτά τα καταπληκτικά με τη δύναμή του σαν θεοί, και τα σώματά τους είναι μεταξύ τους παρόντα πολύ περισσότερο από ό,τι τοπικά. Και αν μόνο με τη θύμησή σας, σεβαστοί μου πατέρες, παρέχετε στους άτιμους λογισμούς μου τόση μεγάλη τιμή, επισκεπτόμενοι αόρατα το πνεύμα μου, πόσο μεγαλύτερο θα είναι εάν σας έχω παρόντες μπροστά στα μάτια μου και αγιάζετε την ακοή μου με ζωντανή φωνή με τα θεϊκά λόγια σας και μου διδάσκετε λαμπρά με τους τρόπους σας την αρετή;(15Β,125-7)
«Της πνευματικής αγάπης γνώρισμα είναι, όχι μόνο να ευεργετεί κανείς όποιους έχουν ανάγκη όταν είναι παρόντες, αλλά να τους εγκαρδιώνει κι όταν είναι απόντες και να μην επιτρέπει να χωρίζονται οι ψυχές από τα σώματα, ούτε βέβαια η δύναμη του λόγου, που μ’ αυτόν η ψυχή έχει την εικόνα του Δημιουργού, να περιορίζεται τοπικά, αλλά ή να συνομιλούμε με τους αγαπητούς μας γι’ αυτά που πρέπει προφορικά έχοντάς τους μπροστά μας, ή ν’ απευθυνόμαστε σ’ αυτούς με γράμματα όταν είναι απόντες. Γιατί αυτόν τον τρόπο επινόησε σοφά η φύση με τη χάρη του Θεού, για να ενώνονται στενά όσοι είναι χωρισμένοι μεταξύ τους σωματικά με μεγάλη τοπική απόσταση. Γιατί έτσι ο λόγος μεταδιδόμενος συχνότερα με τη φωνή και την επιστολή σταλάζει μέσα στην ψυχή ανεξάλειπτη μνήμη, για να βλέπουμε πάντοτε αυτούς που είναι πάντα παρόντες με αγάπη στην ψυχή μας και να τους αγκαλιάζουμε και να αναιρούμε όλα τα λυπηρά» (15Β,379)
«Με την αγάπη ποτέ δεν μπορούν ν’ απουσιάσουν ο ένας από τον άλλον, ακόμα κι αν απέχουν μεταξύ τους σωματικά με μεγάλη απόσταση, όσοι γνωρίζουν να φροντίζουν όπως πρέπει τα σπέρματα της αγάπης» (15 Β,431)
«Όσοι έχουν καταδεθεί μεταξύ τους με τα άλυτα δεσμά της θείας αγάπης, και όταν βρίσκονται μαζί και όταν είναι μακριά, επιτείνουν περισσότερο τα δεσμά της, επειδή την έχουν στην ψυχή τους χάρη στον Θεό, που είναι ο ίδιος αγάπη και παρέχει στους άξιους και τη δύναμη να μπορούν ν’ αγαπούν, και, όπως νομίζω, πολύ δίκαια. Γιατί, μαζί με όσα από τη φύση τους ρέουν και κυλούν, συμβαίνει συνήθως να φεύγει μαζί τους και η διάθεση εκείνων που βρίσκονται μεταξύ τους σε μια κατάσταση ανάλογη μ’ αυτά, ενώ με όσα είναι σταθερά και πάντοτε τα ίδια, μένει συνήθως τελείως ακλόνητη και άσειστη η στοργή εκείνων που βρίσκονται μεταξύ τους σε μια ανάλογη πάλι κατάσταση μ’ αυτά, που επιτείνει τόσο πολύ τον μεταξύ τους πόθο, όσο συμβαίνει ο αίτιος της σχέσης αυτής Θεός να έλκει προς τον εαυτό του εκείνους που είναι μεταξύ τους πνευματικά συνδεδεμένοι. Αγαπώντας σε λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο, πολύ αγαπημένε μου, σ’ έχω στην ψυχή μου αχώριστο από εμένα για πάντα, με τυπωμένη τη μορφή σου στο βάθος του νου μου, έστω κι αν υπάρχει μεγάλο μάκρος του χρόνου και μεγάλη μεταξύ μας τοπική απόσταση, χωρίς να παύω ποτέ να σε βλέπω νοερά και να σε ασπάζομαι. Εξαιτίας αυτού, πιστεύοντας ότι μ’ αγαπάτε εξίσου μ’ εμένα, αν όχι και περισσότερο, δεν παραλείπω να σας γράφω ακούραστα για όσα είναι ανάγκη, επειδή είμαι βέβαιος ότι έχουμε αποκτήσει οι δυο μας με την πνευματική αγάπη μια ψυχή» (15Β,397-9)
«Εκείνος που αγαπά το Θεό δεν είναι δυνατό να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και δυσκολεύεται από τα πάθη εκείνα που δεν έχουν ακόμα καθαρισθεί» (14,177)
«Εκείνος που βλέπει ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για οποιοδήποτε πταίσμα προς τον οποιοδήποτε άνθρωπο, είναι ξένος εξ’ ολοκλήρου της αγάπης προς το Θεό· διότι η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται τελείως το μίσος προς τον άνθρωπο» (14,177)
«Εκείνος που ασκεί την ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν γνωρίζει διαφορά μεταξύ πονηρού και αγαθού, μεταξύ δικαίου και αδίκου στα πράγματα τα αναγκαία για το σώμα, αλλά σ’ όλους μοιράζει εξ ίσου ανάλογα με την ανάγκη τους, αν και προτιμά, εξ’ αιτίας της αγαθής διαθέσεώς του, τον ενάρετο από τον κακό» (14,179)
«Η διάθεση της αγάπης δεν γίνεται φανερή μόνο με τη δόση χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση του λόγου του Θεού και τη σωματική διακονία» (14,181)
«Από τα πάθη άλλα είναι σωματικά, και άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές από το σώμα, ενώ τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο όμως τα αφαιρεί η αγάπη και η εγκράτεια· η αγάπη αφαιρεί τα ψυχικά, ενώ η εγκράτεια τα σωματικά» (14,193)
«Μην πληγώσεις ποτέ κάποιον από τους αδελφούς σου και μάλιστα παράλογα, για να μη συμβεί κάποτε, μη υποφέροντας τη θλίψη, να εγκαταλείψει την προσπάθεια, αλλά και συ δεν θ’ αποφύγεις ποτέ τον έλεγχο της συνειδήσεως, που θα σου προξενεί πάντοτε λύπη κατά την ώρα της προσευχής και θ’ απομακρύνει το νου σου από την παρρησία απέναντι στο Θεό» (14,195)
«Για τις πέντε αυτές αιτίες αγαπώνται οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, είτε είναι αυτές αξιέπαινες, είτε αξιοκατάκριτες. Ή δηλαδή αγαπώνται εξ’ αιτίας του Θεού, όπως ο ενάρετος που αγαπά όλους, και όπως εκείνος που αγαπά τον ενάρετο και αν ακόμα δεν είναι ενάρετος· ή εξ αιτίας της φύσεως, όπως οι γονείς τα τέκνα και αντίστροφα· ή από ματαιοδοξία, όπως αγαπά εκείνος που τιμάται εκείνον που τον τιμά· ή από φιλαργυρία, όπως εκείνος που αγαπά τον πλούσιο με σκοπό να λάβει χρήματα απ’ αυτόν· ή από φιληδονία, όπως εκείνος που υπηρετεί δουλικά τη γαστέρα και όλα τα σχετικά με την ακολασία. Η πρώτη αιτία είναι επαινετή, η δεύτερη βρίσκεται στη μεσαία κατάσταση, ενώ οι υπόλοιπες είναι εκδηλώσεις πάθους.
Εάν κάποιους τους μισείς, άλλους ούτε τους αγαπάς ούτε τους μισείς, άλλους πάλι τους αγαπάς αλλά περιορισμένα, και άλλους τους αγαπάς υπερβολικά, εξ’ αίτιας αυτής της ανισότητας γνώριζε ότι βρίσκεσαι μακριά από την τέλεια αγάπη, η οποία προϋποθέτει ν’ αγαπά κανείς εξ ίσου τον κάθε άνθρωπο» (14,215)
«Εκείνος που είναι τέλειος στην αγάπη και έφθασε σε πλήρη απάθεια δεν γνωρίζει διαφορά μεταξύ του εαυτού του και του ξένου, μεταξύ της δικής του υπάρξεως και της ξένης, μεταξύ του πιστού και του άπιστου, μεταξύ του δούλου και του ελεύθερου, και γενικά μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, αλλ’ επειδή κατόρθωσε να υποτάξει την τυραννική εξουσία των παθών και αποβλέπει στη μία φύση των ανθρώπων, όλους τους θεωρεί ίσους και προς όλους συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο» (14,227)
«Οπωσδήποτε, εκείνος που δεν φθονεί, ούτε οργίζεται και ούτε τρέφει μνησικακία εναντίον εκείνου που τον λύπησε, δεν σημαίνει και ότι αγαπά αυτόν. Διότι μπορεί, και χωρίς ν’ αγαπά, να μη ανταποδίδει κακό αντί κακού, εξ αιτίας της εντολής, οπωσδήποτε όμως δεν είναι δυνατό ακόμα και ν’ ανταποδώσει αβίαστα καλό αντί κακού, καθόσον το να ευεργετεί κανείς με όλη τη διάθεση της καρδιάς του εκείνους που τον μισούν, αυτό είναι γνώρισμα μόνο της τέλειας πνευματικής αγάπης.
Εκείνος που δεν αγαπά κάποιον, δεν σημαίνει οπωσδήποτε και ότι μισεί αυτόν· ούτε πάλι, εκείνος που δεν μισεί κάποιον, σημαίνει ότι αγαπά οπωσδήποτε αυτόν, αλλ’ είναι δυνατό να βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση προς αυτόν· ούτε δηλαδή να τον αγαπά, ούτε και να τον μισεί» (14,237)
«Εάν συ τρέφεις μνησικακία εναντίον κάποιου, να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, οπότε θα σταματήσεις την επενέργεια του πάθους, απομακρύνοντας με την προσευχή τη λύπη από την ανάμνηση του κακού που σου έκανε, και έτσι, αφού αποκτήσεις την αγάπη προς αυτόν και γίνεις φιλάνθρωπος, θα εξαφανίσεις εξ’ ολοκλήρου από την ψυχή σου το πάθος. Εάν πάλι άλλος τρέφει μνησικακία εναντίον σου, συγχώρησε αυτόν και δείξε ταπεινοφροσύνη, και, συναναστρεφόμενος αυτόν με καλοσύνη, τον απαλλάσσεις από το πάθος του αυτό» (14,305)
«Μην περιφρονήσεις την εντολή της αγάπης, διότι μ’ αυτήν θα γίνεις υιός του Θεού, την οποία παραβαίνοντας, θα βρεθείς να είσαι υιός της γέεννας» (14,317)
«Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη, θα βρεις όμως αυτήν, αν την αναζητήσεις, μόνο στους μαθητές του Χριστού, διότι και μόνο αυτοί είχαν την αληθινή Αγάπη, δάσκαλο αγάπης»(14,351)
«Φίλος γνήσιος είναι εκείνος που στον καιρό του πειρασμού υποφέρει αθόρυβα και ατάραχα μαζί με τον πλησίον του σαν δικές του τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές που προξενούν οι περιστάσεις σ’ αυτόν» (14,299)
«Μη νοθεύσεις κατά τη συνομιλία με τους άλλους αδελφούς σου τον έπαινο του αδελφού σου, εξ αιτίας της λύπης που ακόμη υπάρχει μέσα σου κρυμμένη γι’ αυτόν, αναμειγνύοντας κρυφά με τα λόγια σου την κατηγορία, αλλά χρησιμοποίησε στη συνομιλία σου με αυτούς καθαρή καρδιά, σαν να πρόκειται για τον εαυτό σου, και έτσι πάρα πολύ γρήγορα θ’ απαλλαγείς από το ολέθριο μίσος» (14,321)
3,6 «Δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας»
«Ζώντες» οι άνθρωποι στα πάθη, στις επιθυμίες, στις διάφορες ειδωλοπροσκυνήσεις, ζουν σε αυτό που είναι εναντίον του Θεού. Τέτοια ζωή δεν είναι τίποτε διαφορετικό, από «διαρκή» αντίθεση προς τον Θεό. Σε αυτή την Θεοαντίθεση, ζουν μόνο οι «υιοί της υπακοής», στον πατέρα τους τον διάβολο.
Γιατί αυτός είναι ο πρώτος και κύριος αντίπαλος, ο κύριος αντίθετος του Θεού. Με όλο του το είναι «αντιτίθεται» στο πανάγιο θέλημα του Θεού. Εξάλλου, ο διάβολος με τι χαρακτηρίζεται, με τι είναι διάβολος; Με την αμαρτία και το κακό.
Και οι άνθρωποι που ζουν στην αμαρτία και στο κακό, αναπόφευκτα υιοθετούνται από τον διάβολο και καθίστανται «αυτομάτως» υιοί αντίθεσης προς τον Θεό, υιοί Θεοαντίθεσης.
Η πορνεία, η ακαθαρσία, το πάθος, οι κακές επιθυμίες και η πλεονεξία, κάνουν τον άνθρωπο «Υιό» του διαβόλου. Και γενικά κάθε αμαρτία και κάθε πάθος, κάνει τον άνθρωπο «Υιό» του διαβόλου. Άνθρωπε, αν είσαι υπόδουλος σε οποιαδήποτε αμαρτία και οποιοδήποτε πάθος, πρέπει να γνωρίζεις ότι είσαι ταυτόχρονα και «υιός» αντίθεσης προς τον Θεό, «υιός» Θεοαντίθεσης.
Και ο Θεός όσο και αν είναι ο Παν-αγαπών και ο Μοναδικός Φιλάνθρωπος, δεν μπορεί να «αγαπήσει» την αμαρτία και το κακό, γιατί αυτά είναι «η ριζική» αντίθεση στο ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ, στην ΦΥΣΗ ΤΟΥ. Γι’ αυτά έχει μόνο «οργή» και έχει σχετικά γραφεί. «Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων» (Ρωμ. 1,18).
Και οι άνθρωποι, συνειδησιακά και επίμονα, τόσο έγιναν ένα με την αδικία, ώστε να καταστούν «υιοί απειθείας», υιοί παρακοής στο θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό, έρχεται «η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας», για όλα τους τα αμαρτήματα και την αμετανοησία που έχουν στις κακίες τους.
Γιατί αυτοί, ευθυγραμμίστηκαν με την αμαρτία και το κακό και θα ανταμειφθούν με την «αιώνια κατάληξή» τους, που θα είναι η αιώνια καταδίκη τους.
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 122-123)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.7 Τίς δὲ(1) ἐξ ὑμῶν δοῦλον(2) ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα(3),
ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, Εὐθέως(4) παρελθὼν ἀνάπεσε(5),
7 »Ποιος από σας, όταν ο δούλος του, που τον έχει για να οργώνει
τα χωράφια ή να βόσκει τα πρόβατα, έρθει στο σπίτι από το χωράφι,
θα του πει: “έλα αμέσως και κάθισε να φας”;
(1) Η παραβολή του αχρείου δούλου στους σ. 7-10 είναι μόνο στον Λουκά.
Έγιναν απόπειρες σύνδεσης με τα προηγούμενα. Τέτοια σύνδεση είναι
και η επόμενη: «Επειδή η πίστη κατορθώνει πολλά… και στολίζει αυτόν
που την έχει και με θαυματουργίες, αλλά από αυτά είναι λογικό ο άνθρωπος
πολλές φορές να πέσει σε υψηλοφροσύνη, ασφαλίζει τους αποστόλους
ώστε να μην υπερηφανεύονται για τα κατορθώματα» (Θφ). Κανείς λοιπόν άλλος
λογικός σύνδεσμος με τα προηγούμενα δεν απομένει, παρά μόνο ότι η χάρη
των θαυμάτων, που χορηγήθηκε στους αποστόλους, έκανε επίκαιρη την πρόσκληση
αυτή σε ταπεινοφροσύνη (L). Και αν ακόμη κατορθώσετε θαύματα στο όνομά μου,
δεν πρέπει να υποθέσετε ότι είστε άξιοι αμοιβής για αυτά.
Παρ’ όλα αυτά, πιο πιθανό φαίνεται, ότι καμία σχέση δεν υπάρχει με τα προηγούμενα,
εφόσον σε εκείνα μεν γίνεται λόγος για θαύματα, ενώ εδώ για αυτά
τα οποία διαταχτήκαμε (σ. 10), τα οποία είναι τα συνηθισμένα καθήκοντα
της χριστιανικής ζωής (p), ενώ τα θαύματα δεν είναι δυνατόν να συγκαταλεχθούν
στην κατηγορία αυτών που διαταχτήκαμε (g).
(2) Δεν πρόκειται εδώ για εργάτη που εργάζεται για ημερομίσθιο, αλλά για δούλο.
Ανάμεσα σε αυτόν και τον κύριο καμία συμφωνία δεν έχει συναφθεί,
αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι ο κύριος δεν είναι υποχρεωμένος να φροντίζει
για τη διατροφή και ανάπαυση του δούλου του (L).
(3) Που εργάζεται έξω από το σπίτι (δ). Ο δούλος σύμφωνα με τα όσα τότε
επικρατούσαν επέστρεφε το απόγευμα στο σπίτι του κυρίου, αφού είχε εργαστεί
ολόκληρη την ημέρα στην εξοχή είτε καλλιεργώντας τον αγρό,
είτε φυλάγοντας το ποίμνιο (g). Με το οργώνει και το βόσκει σήμανε κάθε
είδος εργασίας, από την πιο κουραστική (οργώνει) μέχρι την ελαφρότερη (βόσκει) (ο).
Ο Ιησούς για αυτά που τότε επικρατούσαν δεν εκφράζει γνώμη.
Ούτε επιδοκιμάζει ούτε αποδοκιμάζει αυτά. Χρησιμοποιεί μόνο αυτά για σύγκριση.
Δεν προϋποθέτει παρ’ όλα αυτά, ότι ο δούλος επιστρέφει εξαντλημένος
από τον κόπο, αλλά μάλλον φαίνεται ότι εξοικονόμησε τις δυνάμεις του
με βάση την πρόβλεψη ότι μετά την επιστροφή στο σπίτι μένει
σε αυτόν και άλλο έργο (L).
(4) Το «ευθέως (αμέσως)» πρέπει να συνδεθεί μάλλον με το «παρελθών (πέρασε)»
και όχι με το «ἐρεῖ (θα πει)», όπως φαίνεται από το «μετά ταύτα» που ακολουθεί
στο σ. 8, το οποίο αντισταθμίζει το ευθέως
(5) Πλησίασε και πάρε θέση στο τραπέζι· κάθισε να φας (p).
Περιστέρι οδηγός
Ένας νεαρός και ευσεβής άρχοντας της Γεωργίας, ο Ευάγριος, βγήκε μια ημέρα για κυνήγι με μερικούς φίλους του. Περνώντας από το Μγβίμε (που στα γεωργιανά σημαίνει σπήλαιο) στάθηκε να ξαποστάση, ενώ οι σύντροφοί του ξεμάκρυναν, αναζητώντας αχνάρια θηραμάτων.
Ξαφνικά, βλέπει ένα περιστέρι να πετάη προς την βορεινή πλευρά της χαράδρας, έχοντας στο ράμφος του ένα ψωμάκι, και να χώνεται σε μια σπηλιά. Σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε, χωρίς το ψωμί αυτή τη φορά, και χάθηκε.
Το βράδυ, μετά το κυνήγι, ο Ευάγριος γύρισε στο σπίτι του συλλογισμένος. Εκείνο το περιστέρι δεν έφευγε από τον νου του. Έτσι, την άλλη ημέρα, κίνησε μόνος του για ιόν ίδιο τόπο. Με έκπληξη είδε ξανά το περιστέρι. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, εκείνο μπήκε στην σπηλιά με το ψωμάκι στο ράμφος και βγήκε χωρίς αυτό.
Ο Ευάγριος αποφάσισε τότε να μπη στην σπηλιά και τα έχασε, όταν αντίκρυσε ένα σκελετωμένο άνθρωπο, που προσευχόταν γονατιστός, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Όταν ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, που ασκήτευε εκεί.
- Άνθρωπε του Θεού, τραύλισε ο Ευάγριος. Ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ;.
- Ανέστιος και ερημοπλάνος είμαι, απάντησε ο Όσιος Σίω. Δοξολογώ τον Κύριο, ελπίζοντας να βρω το έλεος του.
Ο Ευάγριος κυριεύθηκε τότε από θείο έρωτα. Έπεσε στα πόδια του σπηλαιώτη Όσιου και του ζήτησε να μείνη κοντά του.
- Ας είναι, απάντησε εκείνος. Θα κάνης όμως πρώτα ό,τι σου πω. Τράβα για το ποτάμι και, σαν φθάσης εκεί, χτύπησέ το με τούτο το ραβδί. Τα νερά θα χωριστούν στα δύο για να περάσης. Θα πας στο σπίτι σου και, αφού μοιράσεις την περιουσία σου στους φτωχούς, θα πάρης τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φθάσης στο ποτάμι, θα ξαναχτυπήσης τα νερά με το ραβδί. Αν χωριστούν και σ’ αφήσουν να περάσης, θα φανή πως είναι θέλημα Θεού να μείνης κοντά μου. αν όμως δεν συμβή κάτι τέτοιο, τότε θα γυρίσης πίσω.
Ο Ευάγριος ακολούθησε τις οδηγίες του Όσιου κατά γράμμα. Γύρισε στο σπίτι του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και κίνησε πάλι βιαστικά για το Μγβίμε. Το περιστέρι τον ακολουθούσε σ’ όλη του την πορεία. Για ένα πράγμα μόνο ανησυχούσε ο Ευάγριος: μήπως το ποτάμι δεν του άνοιγε δρόμο. Μα ο Θεός τον είχε ήδη συμπεριλάβει στην χορεία των εκλεκτών του. Τα νερά παραμέρισαν και τον άφησαν να περάση ελεύθερα.
Σε λίγο έβαζε μετάνοια στον Όσιο Σίω.
- Έκανα ό,τι μου είπες, τίμιε Πάτερ. Και τώρα σου παραδίδω μαζί με το ραβδί και τον εαυτό μου.
Από τότε το περιστέρι δεν ξαναφάνηκε.
ΆΓΙΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 378-380)
Ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής (+662 μ.Χ) πολέμησε σχεδόν μόνος του την αίρεση του Μονοθελητισμού, καθώς οι περισσότερες Εκκλησίες είχαν παρασυρθεί σε αυτήν. Με το κύρος και την αγιότητά του τελικώς επικράτησε η ορθόδοξη διδασκαλία του μετά τον θάνατό του. Από κάτω παραθέτουμε τα ίδια τα λόγια του από τα έργα του και το ορθόδοξο γενναίο φρόνημά του εναντίον της πλάνης και της αίρεσης.
«[Αφηγείται ο ίδιος] Χτες δεκαοκτώ του μηνός, που ήταν της αγίας Πεντηκοστής, ο Πατριάρχης με ερώτησε και μου είπε·
«Ποιας Εκκλησίας είσαι; του Βυζαντίου; Της Ρώμης; Της Αντιόχειας; Της Αλεξάνδρειας; Των Ιεροσολύμων; Να, όλες ενώθηκαν μαζί με τις επαρχίες τους. Αν λοιπόν είσαι της καθολικής Εκκλησίας, να ενωθείς, μήπως, ανοίγοντας και βαδίζοντας ένα νέο και παράξενο δρόμο στη ζωή σου, πάθεις αυτό που δεν περιμένεις».
Σ’ αυτούς απάντησα· «Καθολική Εκκλησία αποφάνθηκε ο Θεός των όλων, ότι είναι η ορθή και σωτήρια ομολογία σ’ αυτόν, μακαρίζοντας τον Πέτρο για την καλή ομολογία που του έκανε. Ας μάθω όμως την ομολογία, με βάση την οποία έγινε η ένωση όλων των Εκκλησιών, και δεν χωρίζομαι από το καλό που έγινε».… «Άκουσε λοιπόν», είπαν· «ο δεσπότης και πατριάρχης έκρινε καλό με επιστολή του πάπα Ρώμης να αναθεματιστείς, αν δεν υπακούσεις, και να υποστείς τον θάνατο που θα σου ορίσουν». «Ό,τι όρισε ο Θεός για μένα πριν από τους αιώνες, αυτό ας εκπληρωθεί, απάντησα σ’ αυτούς όταν τους άκουσα»» (Φιλοκαλία ΕΠΕ τόμος 15Β,σελ.451-453)
«[Βίος Μαξίμου] - Eσύ σε ποιά εκκλησία ανήκεις;» (θα χρησιμοποιήσω τα ίδια τους τα λόγια), «του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, των Ιεροσολύμων; Ορίστε, όλες αυτές και μαζί και οι επαρχίες τους ενώθηκαν. Αν είσαι λοιπόν και εσύ της Καθολικής Εκκλησίας, ενώσου, μήπως ανοίγοντας νέα, διαφορετική οδό στη ζωή, πάθεις εκείνα που δεν περιμένεις». Σ’ αυτούς ο μακάριος…επίκαιρα και συνετά αποκρίνεται·
«Καθολική Εκκλησία είπε ο Κύριος ότι είναι η ορθή και σωτήρια ομολογία της πίστεως, γι’ αυτό και μακάρισε τον Πέτρο που ομολόγησε καλά, πάνω στον οποίο διεκήρυξε ο Θεός των όλων ότι θα οικοδομήσει αυτή την Εκκλησία. Επιθυμώ ωστόσο να μάθω την ομολογία πάνω στην οποία έγινε η ένωση όλον των Εκκλησιών. Κι αν η ένωση έγινε ορθά, ούτε εγώ θα μείνω αμέτοχος»…. Δεν μπορώ λοιπόν αυτό να το λέγω [για μία θέληση του Χριστού] ούτε διδάχθηκα από τους αγίους Πατέρες να το ομολογώ. Στην εξουσία σας βρίσκεται και ό,τι λοιπόν νομίζετε κάνετε. … Αυτοί επειδή δεν είχαν τι να αντιτάξουν σε αυτά, αναφέρουν σ’ αυτόν την απόφαση των κρατούντων, λέγοντας, πώς αν δεν πειθόταν, θα υποβαλλόταν σε ανάθεμα και θα τον οδηγούσαν στο θάνατο που του είχε ορισθεί. Αυτός με πραότητα και πολύ ταπεινά λέγει· «Ό,τι έχει ορισθεί από το Θεό για μένα τώρα ας λάβει το τέλος του κι ας είναι για τη δόξα εκείνου, τη γνωστή πριν από τους αιώνες»» (15Γ,313-315)
« «Όλη πραγματικά η δύναμη των ουρανών δεν με πείθει να το δεχθώ αυτό. Γιατί τι θ’ απολογηθώ, δεν λέγω στο Θεό, αλλά στη συνείδησή μου, αφού για τη δόξα των ανθρώπων, που καθ’ εαυτήν δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης, αρνήθηκα την πίστη που σώζει εκείνους που τη δέχονται; [[[ άλλη διατύπωση:«Με δυνατή φωνή φώναξε αυτό· «Όλη η δύναμη των ουρανών δεν θα με πείσει να κάνω αυτό που μου προτείνετε. Τι δηλαδή θ’ απολογηθώ, δεν λέγω στον Θεό, αλλά στη δική μου συνείδηση, αν για τη δόξα των ανθρώπων, που δεν έχει καθόλου ύπαρξη, αρνηθώ τώρα την πίστη που με σώζει;»(Βίος, 15Γ,325) ]]] Με αυτόν το λόγο σηκώθηκαν, κι όλους αυτούς τους κυβερνούσε ο θυμός· του τραβούσαν τα μαλλιά, τον έσπρωχναν, τον χτυπούσαν, τον παρέλυσαν κυριολεκτικά και από την κορφή ως τα νύχια τον γέμισαν με φτυσίματα, που η βρομιά τους αναδινόταν από τα ρούχα που φορούσε μέχρι που πλύθηκαν.(15Γ,55)
«Όσο όμως οι πρόεδροι της Κωνσταντινούπολης υπερηφανεύονται για τα προσκόμματα που τοποθετηθήκαν και γι’ αυτούς που τα τοποθέτησαν, δεν υπάρχει λόγος ή τρόπος να με πείσει να κοινωνώ μαζί τους» (15Γ,19)
«Προσέξτε μήπως με την πρόφαση της ειρήνης βρεθούμε ότι έχουμε προσβληθεί από τη νόσο της αποστασίας και κηρύττομε εκείνον που είπε ο θείος Απόστολος, ότι θα είναι ο πρόδρομος της παρουσίας του Αντίχριστου. Αυτά σας τα είπα… χωρίς δισταγμό, για να λυπηθείτε τον εαυτό σας κι εμάς. Με προστάζετε να τα έχω αυτά γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου και να έρθω να κοινωνήσω με την Eκκλησία στην οποία κηρύττονται αυτά, και να γίνω κοινωνός μ’ εκείνους που αληθινά διώχνουν το Θεό, ενώ μαζί του διώχνουν τάχα τον διάβολο. Να μη μου δώσει κάτι τέτοιο ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία. Κι αφού γονάτισε είπε· Σας λέγω, αν προστάζετε κάτι στο δούλο σας, κάντε το· εγώ όμως ποτέ δεν θα γίνω συγκοινωνός με εκείνους που δέχονται αυτά τα πράγματα» (15Γ,27)
«Γιατί εγώ και μ’ αυτά που γίνονται δεν έρχομαι σε κοινωνία, ν’ αναφέρονται δηλαδή στην αγία αναφορά όσοι έχουν δεχθεί ανάθεμα· γιατί φοβάμαι την καταδίκη από το ανάθεμα» (15Γ,42)
«Ο ευσεβής κανόνας της Εκκλησίας αναγνωρίζει ως άγιες και έγκριτες εκείνες τις συνόδους, που τις χαρακτήρισε η ορθότητα των δογμάτων» (15Γ,29)
«Του λέει ο Έπαρχος: - Κοινωνείς με την Εκκλησία των εδώ ή δεν κοινωνείς; Αποκρίθηκε και είπε· - Δεν κοινωνώ. Του λέει εκείνος· - Γιατί; Αποκρίθηκε· - Επειδή απέρριψε τις συνόδους. Είπε εκείνος· - Αν απέρριψε τις συνόδους, πώς αναφέρονται στα δίπτυχα; Και λέγει αυτός· - Και ποια η ωφέλεια από τα ονόματα, αν απορριφθούν τα δόγματα;» (15Γ,105)
«Και σ’ έμενα ας μην επιτρέψει ο Θεός να καταδικάσω κάποιον ή να πω, ότι εγώ μόνο σώζομαι. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να έχω ταραχή στη συνείδησή μου, ότι με οποιοδήποτε τρόπο πλανήθηκα στην πίστη μου προς τον Θεό» (15Γ,91-3)
« «Η φωνή μου είναι αδύνατη κι είμαι βραδύγλωσσος»[λόγια του Μωϋσή], και ο άλλος [Ιερεμίας] «Δέσποτα Κύριε, εσύ που υπάρχεις· δεν ξέρω να μιλήσω, επειδή είμαι νέος». Γιατί στ’ αλήθεια έχω αδύνατη φωνή και είμαι βραδύγλωσσος και μου λείπει η γνώση να λέγω τα σωστά. Ούτε ο νους μου μπορεί να συλλάβει τα θεία, ούτε ο προφορικός μου λόγος μπορεί να εξυπηρετήσει το μέγεθος αυτών που μου ζητήσατε. Είμαι ακόμη νέος στα πάθη και γίνεται σ’ εμένα επανάσταση της σάρκας ισχυρότερη από το νόμο του Πνεύματος, οπότε, και αν υποθέσουμε ότι δεν υστερώ καθόλου στα θέματα αυτά, ποιος είναι τόσο θρασύς και τολμηρός, ώστε να προσθέσει κάτι σε όσα θεσπίσθηκαν έτσι από τους ιεράρχες με θεία απόφαση;» (15Β,359)
«Αυτήν την πίστη έμαθα εγώ και διδάχθηκα τόσο από τους αγίους και μακάριους Πατέρες μας που έχουν ήδη κοιμηθεί, όσο και από αυτούς που τώρα ζούνε και τους έχουμε εμπιστευθεί τη διεύθυνση της καθολικής αγίας Εκκλησίας του Θεού, και που την κατευθύνουν ορθά προς το λιμάνι του θείου θελήματος, με την οποία πίστη και με τις δικές τους ικεσίες θα αναχωρήσω εγκαταλείποντας την παρούσα ζωή, προσφέροντας στον Θεό, αντί κάθε άλλου αξιώματος, αυτήν την ομολογία καθαρή και αμόλυντη και ανώτερη από κάθε ζάλη αιρετική. Γιατί δεν έχω να καυχηθώ για ζωή λαμπρυσμένη από έργα δικαιοσύνης, επειδή έγινα σε όλη την εδώ ζωή μου με δική μου γνώμη παραβάτης των θείων νόμων» (15Β,261)
"Πολλοί είμαστε εκείνοι που διδάσκουμε, αλλά λίγοι είμαστε εκείνοι που κάνουμε αυτό που διδάσκουμε. Όμως το λόγο του Θεού δεν πρέπει κανείς να τον νοθεύει εξ' αιτίας της αμέλειάς του, αλλά να ομολογεί την αδυναμία και να μην κρύβει την αλήθεια του Θεού, ώστε να μην είμαστε άξιοι κατηγορίας μαζί με την παράβαση των εντολών, και για την παρερμηνεία και νοθεία του λόγου του Θεού"(14,343-5)
«Οι εναντίον μου κατηγορίες είναι ψεύτικες και ανυπόστατες. Αν όμως ο ορισμός είναι να κάνετε κάτι, κάντε το. Αφού σέβομαι τον Θεό, δεν αδικούμαι» (15Γ,103)
«Θαυμάζω πώς, ενώ είστε πατριάρχες, λέτε ψέματα με τόσο θράσος» (15Γ,167)
«[Ρωτά ο Μάξιμος] - Και ποιος από τους διακεκριμένους διδασκάλους διδάσκει μία ενέργεια; Και τότε έφερε ο Θεοδόσιος ψευδή χωρία, που αυτοί περιφέρουν, των αγίων Ιουλίου Ρώμης και του Θαυματουργού Γρηγορίου και του Αθανασίου και τα διάβασε. - Ας φοβηθούμε βέβαια τον Θεό κι ας μη θελήσουμε να τον παροργίσομε με την περιφορά των αιρετικών χωρίων. Κανένας δεν αγνοεί, ότι είναι του ασεβούς Απολιναρίου. Αν έχεις άλλα χωρία, δείξε τα μας» (15Γ,31)
«Γι’ αυτό κι έτσι που προβάλλουν την επιστολή προς τον Μαρίνο, δηλαδή πλαστή και τάχα γραμμένη από μένα, ενώ είναι τελείως ξένη και όχι δική μου, εγώ ο ίδιος την απορρίπτω και παρακαλώ να την απορρίψουν όμοια μ’ εμένα όλοι όσοι ομολογούν μ’ ευσέβεια τον Κύριο, για ν’ αποκλείσουμε κάθε αφορμή από τους αντίθετους, που προβάλλουν προφάσεις εν αμαρτίαις, και χρησιμοποιούν ως συγκάλυμμα της αντιλογίας τους τη συκοφαντία που εκτοξεύουν εναντίον μας» (15 Α,173)
«[η τιμωρία που προτάθηκε να του επιβληθεί]…Να ξεριζώσουν τη βλάσφημη γλώσσα σας. Κι έπειτα και το δεξί σας χέρι το απαίσιο, που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας, να το κόψουν με το μαχαίρι και να περιφερθούν αυτά τα δύο σιχαμερά μέλη σας μόλις αφαιρεθούν τριγυρίζοντας τα δώδεκα τμήματα της ίδιας της Βασιλικής πόλης»(15Γ,67)
«Αν όποιος λέγει τα διδάγματα των αγίων Γραφών και των αγίων Πατέρων προκαλεί [δήθεν, όπως τον κατηγορούσαν οι εχθροί του] σχίσμα στην Εκκλησία, όποιος διαγράφει τα διδάγματα των Πατέρων τι θα φανεί πως προξενεί στην Εκκλησία, που χωρίς αυτά δεν μπορεί να σταθεί ούτε αυτό το ίδιο το όνομα της Εκκλησίας;» (15Γ,87)
«Αν όμως εννοούν τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν θα τους το επιτρέψουμε με κανένα τρόπο. Ας δείξουν έναν μονάχα από τους επιφανείς και γνωστούς σε όλους (Πατέρες), ώστε κι εμείς την ημέρα της διάγνωσης των πράξεών μας, όταν θα μας κατηγορεί ο Χριστός ο Θεός και θα μας λέγει, «Για ποιο λόγο δεχθήκατε λέξη που καταργεί όλο το μυστήριο της σάρκωσής μου», να έχουμε ως απολογία μας, ότι σεβαστήκαμε τη γνώμη σε όλα του (ιερού) πατέρα» (15Γ,151)
«Η άποψη αυτή είναι και αμάρτυρη από τους μάρτυρες της αληθείας, δηλαδή τους αγίους Πατέρες» (15 Α,153)
«Κάθε λέξη και λόγος που δεν έχει ειπωθεί από τους πατέρες, αποτελεί ολοφάνερα καινοτομία» (PG 91,216C)
«Με θάρρος ας διακηρύξομε ότι έχει δύο φυσικά θελήματα σύμφωνα με τους Πατέρες, εφόσον δεν είναι δίχως ψυχή και νου, κι ας μην τολμήσουμε να εκστομίσουμε καινούργια διατύπωση, για την οποία δεν θα μπορούμε να καταφύγομε στην πατρική αυθεντία» (15Α,41)
«(Οι αιρετικοί) ή παρουσιάζουν στο σημείο αυτό τους εαυτούς τους σοφότερους από τους αγίους Πατέρες που χρησιμοποίησαν τη διατύπωση αυτή [2 θελήσεις Χριστού] και δεν διανοήθηκαν καμμιά διαίρεση, παραπλανημένοι από την ιδέα ότι μπορούν να προσεγγίσουν τα θεία πνευματικότερα από αυτούς· ή, εξετάζοντας μόνοι με τον εαυτό τους τούς λόγους των όντων, φουσκωμένοι από την οίηση της γνώμης τους, δεν κατάλαβαν ότι τους ξέφυγε η αλήθεια» (15Β,177)
«Εγώ δική μου διδασκαλία δεν έχω, αλλά την κοινή της καθολικής Εκκλησίας. Δεν διατύπωσα οποιαδήποτε άποψη, για να μπορεί να λεχθεί δικό μου δόγμα» (15Γ,89)
«Δικό μου βέβαια τίποτε δεν θα πω, απλώς θα πω ό,τι διδάχθηκα από τους Πατέρες, χωρίς να παρακάμπτω καθόλου από τη σχετική μ’ αυτά διδασκαλία τους» (15Β,281)
«Δεν προφέρουμε απλώς λέξεις χωρίς σημασία, αλλά σηματοδοτούμε τις λέξεις με έννοιες. Γι’ αυτό το λόγο βρήκα πολλές φορές να παραχωρούν οι θεηγόροι Πατέρες λέξεις, καθόλου όμως έννοιες, γιατί το μυστήριο της σωτηρίας μας δεν υπάρχει σε λέξεις και συλλαβές, αλλά σε νοήματα και πράγματα. Το ένα το έκαναν φροντίζοντας την ειρήνη, ενώ το άλλο στηρίζοντας τις ψυχές με την αλήθεια» (15Β,359)
«Εξάλλου κι εσύ δεν μπορείς να διαπιστώσεις ακριβώς τις σκέψεις τους σε μια άλλη διατύπωση και γλώσσα, όπως στη δική σου γλώσσα που ανατράφηκες, όπως ακριβώς βέβαια και εμείς τη δική σας σκέψη στη δική σας διατύπωση και γλώσσα. Θα φροντίσουν όμως οπωσδήποτε αυτοί και γι’ αυτό όταν μάθουν τη βλάβη με την πείρα» (15 Α,183)
«(Απαντά στον Πύρρο, που έπεσε στην αίρεση) Επειδή, ο Θεός ακούει, κανένας τόσο πολύ, για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις σου, δεν μ’ ετίμησε ούτε με σεβάστηκε, όσο εσείς. Αλλά αφού ασθενήσατε τώρα ως προς το Χριστιανικό δόγμα, θεώρησα φοβερό να προτιμήσω αντί της αλήθειας, τη χάρη που μου κάνατε» (15Γ,113-5)
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος [να λυθεί η θεολογική διαφωνία], παρά να παρασιωπηθούν τα πρόσωπα, και ν’ αναθεματισθούν αυτά τα δόγματα» (15Γ,199)
«Ας εξετάσουμε κι ένα άλλο. Ο Θεός εξέλεξε και ανέδειξε αποστόλους και προφήτες και διδασκάλους για τον καταρτισμό των πιστών, ο διάβολος όμως εξέλεξε και ανέδειξε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους κατά της ευσέβειας, ώστε κι ο παλαιός νόμος να καταπολεμηθεί και ο ευαγγελικός. Ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους θεωρώ μόνο τους αιρετικούς, των οποίων οι λόγοι και οι λογισμοί είναι διεστραμμένοι. Όπως λοιπόν αυτός που δέχεται τους πραγματικούς Αποστόλους και Προφήτες και Διδασκάλους δέχεται τον Θεό, έτσι κι οποίος δέχεται τους ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τον διάβολο» (15Γ,25)
«Καθαιρέθηκαν έπειτα από αυτά στη σύνοδο που έγινε στην όγδοη ινδικτιώνα, ποια μυσταγωγία μπορούν να τελέσουν; Ή ποιο Πνεύμα επιφοιτά σε όσα αυτοί επιτελούν;» (15Γ,91)
«Γιατί θυμάμαι, όταν ήμουν στο νησί της Κρήτης, μερικούς ψευτοεπισκόπους από τη μερίδα του Σεβήρου που ήρθαν σε διένεξη μ’ εμένα» (15Α,65)
«Με προσευχές και ειλικρινή ορθόδοξη πίστη. Γιατί προδοσία είναι η παραλλαγή της ιδέας γι’ αυτόν και τα σχετικά μ’ αυτόν, που με την πρόσληψη της ομολογίας και της διδασκαλίας των ετεροδόξων τον απαρνείται, με σκοπό την αναίρεση της πανάγιας σάρκας που έλαβε από εμάς, ή καλύτερα την ανατροπή της οικονομίας στο σύνολό της, και που είναι τόσο βαρύτερη προδοσία από την πρώτη που έγινε τις μέρες που ήταν μαζί μας ένσαρκος ο Λόγος, όσο τελειότερη έγινε σε όλους και η γνώση της θεότητάς του και η αλήθεια της ανθρώπινης διάστασής του, που έφτασε στα πέρατα της οικουμένης με το μεγαλόφωνο κήρυγμα των άγιων Πατέρων που την κήρυξαν» (15Α,97)
«[Απευθύνονται στον Μάξιμο] - Ο Τύπος [συμβιβαστικό έγγραφο του Βασιλιά] που τώρα εμείς προτείνουμε έγινε για λόγους οικονομίας και όχι για λόγους δογματικούς. Τότε ο άγιος απάντησε και είπε·
- Ούτε εύλογο είναι ούτε δίκαιο να ασχολείται κανείς με τέτοιους νεωτερισμούς, και ότι αυτό είναι έργο ψευδοδιδασκάλων και απατεώνων, τους οποίους ούτε ν’ ακούμε πρέπει, αλλά ν’ αλλάζουμε δρόμο όσο μπορούμε και ν’ απομακρυνόμαστε από αυτούς, για να μην νομιστεί ότι απολαμβάνουμε μ’ ευχαρίστηση τη συντροφιά τους» (15Γ,321)
«Δεν πρέπει λοιπόν να βοηθείς με οποιοδήποτε τρόπο τους αιρετικούς ως αιρετικούς, … και για τις αιτίες που αναφέραμε, για να μη μας διαφύγει ότι προσκρούουμε στο θέλημα του Θεού, και για το ότι δεν είναι καλό να τους δίνουμε την ευχέρεια να θριαμβολογούν για το ψεύδος τους και να κινητοποιούνται απειλητικά εναντίον της ευσέβειας, για να μην μπορέσουν, παρουσιασμένοι από εμάς, σαν το φίδι, με δάγκωμα απάτης να κλονίσουν μερικούς από τους αφελέστερους από την ασφαλισμένη βάση της πίστης, και να βρεθούμε και εμείς, πράγμα που δεν θέλουμε, να συμμετέχουμε στη δίκη που τους απειλεί γι’ αυτό. Γιατί και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω οι αιρετικοί να θλίβονται και νιώθοντας χαρά για την κακοποίηση τους, αλλά πιο πολύ γιατί χαίρομαι κι αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τι είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα σκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε για να σας παρακινήσω να δείξετε τη σκληρότητα του φιλανθρώπου. Να μη συμβεί τέτοια τρέλα. Αλλά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε με προσοχή και μετά από εξέταση τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεστε τα πάντα στους πάντες, σύμφωνα με το τι χρειάζεται ο καθένας από σας. Κι επιθυμώ και εύχομαι να είστε σκληροί απόλυτα κι αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη συγκρότηση της φρενοβλαμμένης δοξασίας τους, γιατί εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια να ενισχυθεί η πλάνη για περισσότερη καταστροφή εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ’ αυτήν» (15Β,161,165)
«Ας κατατροπώσουμε με σοφία εκείνους που είναι στο πνεύμα εξίσου αντίθετοι με τον εαυτό τους και μεταξύ τους και με την αλήθεια, κι ας τους απομακρύνομε αποφασιστικά από την αυλή μας, δηλαδή την καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, κι ας μη δώσουμε καθόλου οποιαδήποτε είσοδο για να στραφούν κατά της ορθόδοξης πίστης σε όσους μηχανεύονται τρόπους να μετακινήσουν ληστρικά πατρογονικά όρια με το να γκρεμίζουν» (15Α,117)
«Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος του εγκωμίου μου προς εκείνον, δηλαδή τον Πύρρο, να τον απομακρύνω δηλαδή ήρεμα από την αντίθετη γνώμη και να τον επαναφέρω στον ορθό λόγο της πίστης. Αν όμως κάποιος πλανάται στο σκοπό που επιδίωκα και δυσφορεί ακόμα για το εγκώμιο και δεν αποδέχεται καθόλου την οικονομία που εφάρμοσα στο πράγμα, ας την προσπεράσει κι ας απορριφθεί όπως νομίζει το εγκώμιο, το οποίο στο εξής δεν το αποδοκιμάζω ούτε εγώ, και μάλλον μου γίνεται δυσάρεστο μετά την τέλεια παρανόηση του ανθρώπου» (15 Α,175)
«Αν όμως για χάρη της οικονομίας αναιρείται μέσα στην κακοπιστία η σωτηρία πίστη, αυτό το είδος της λεγόμενης οικονομίας είναι πλήρης χωρισμός από τον Θεό και όχι ένωση. Γιατί μπορεί αύριο οι Εβραίοι οι ασεβέστατοι να πουν· Ας διευθετήσομε την ειρήνη μεταξύ μας κι ας ενωθούμε· ας αφαιρέσομε εμείς την περιτομή, εσείς το βάπτισμα, κι ας μην πολεμήσομε πια μεταξύ μας. Το πρότειναν κάποτε…» (15Γ,83)
«Έτσι προσπαθώντας ν’ ανατρέψει το μέγα μυστήριο της σχετικής μ’ εμάς οικονομίας ο αλιτήριος [ο μονοθελήτης Σεβήρος], χρησιμοποιεί με πονηριά τα ονόματα ως δεινός ρήτορας, κάνοντας δύσκολο να παρατηρηθεί η υποκλοπή των πραγμάτων και ερεθίζοντας κατά κάποιο τρόπο την αίσθηση στην παραδοχή της ασέβειας» (15 Α,335)
«Το πρωτάκουστο δόγμα περί αναστάσεως, που όλοι σχεδόν τώρα πρεσβεύουν, και μάλιστα οι επιφανείς τάχα μοναχοί, ώστε ούτε καν ιδέα να περνά ότι ακόμα προοδοποιείται η παρουσία του Αντίχριστου, αλλά μάλλον να πιστεύει και να διαβεβαιώνει όποιος έχει και στοιχειώδη σκέψη, ότι ο Αντίχριστος είναι ήδη παρών, έχοντας σαν μάρτυρα αυτού του κακού την ανεδαφικότητα των λόγων» (15Β,115)
«Πορεύομαι πενθώντας μέσα μου και σκυθρωπός, αναλογιζόμενος τα λόγια αυτά [των αιρετικών], όταν δεν προσέχονται, πετώντας παντού σαν σπίθες, πόσο θάνατο ψυχών θα προκαλέσουν, και κανένας δεν είναι σε θέση ή έχει τη θέληση να υπερασπιστεί το λόγο που κινδυνεύει εξαιτίας της κακίας των καιρών που επικρατεί. Γι’ αυτό κι αναστενάζω περισσότερο»(15Β,123)
«Στασιάζουν κατά της αγίας Εκκλησίας του Θεού κι αποκόπτονται αλόγιστα από το κοινό σώμα. Και δεν προκαλούν τόσο, αλλά πιο πολύ πάσχουν καθώς νεκρώνονται άθλια και καταστρέφονται με το χωρισμό και ετοιμάζουν την τιμωρία του εαυτού τους για την ασέβεια προς το σώμα του Χριστού» (15Β,191)
«Παρακαλώ να παρακολουθείτε προσεκτικότερα τους προμάχους των αιρέσεων, για να μην μπορέσει κάποιος από αυτούς, ξεγελώντας σας με την πειστικότητα του ψεύδους, να θολώσει το διαυγές και ζωτικό νάμα της πίστης σας με τους ίδιους τους ρύπους των άσεβών δογμάτων, πράγμα που εύχομαι να μη συμβεί. Γιατί είναι ξίφος δίστομο και ακονισμένο ξυράφι η γλώσσα τους, που σφάζει ψυχές και τις παραπέμπει στο λάκκο του Άδη και το βάραθρο του σκότους, αποστερώντας τες με την απατηλή ηθικολογία τους από τη ζωή του Χριστού» (15Β,227)
«[Σε μοναχές που επέστρεψαν πάλι στην αίρεση] Επειδή όμως για τις δικές μου αμαρτίες, ο πονηρός που παρέσυρε από την αρχή με απάτη σε όλεθρο και απώλεια το γένος των ανθρώπων, μπόρεσε να παραπείθει και σας να προτιμήσετε από την αλήθεια το ψεύδος, και περισσότερο από τον Θεό και από τα αγαθά τα ορισμένα για τους αγίους, εξαιτίας της κακής συνήθειας, να χαρισθείτε σε ανθρώπους απατεώνες, που έχουν μάθει μόνο να δελεάζουν προς το θάνατο, και μπόρεσε να σας στρέψει, για να μιλήσω σύμφωνα με τους προφήτες, σαν σκυλιά στον ίδιο σας τον εμετό, σας παραγγέλλω, αν είναι τόσο ανίατη η ασθένειά σας και βάλατε τελικό σκοπό σας ν’ αποστραφείτε τη χάρη του Θεού, να δώσετε στον Θεόπεμπτο τις δωρεές που έκανα σ’ εσάς» (15Β,349)
«Αν μόνον εσείς [γράφει σε μοναχές που επέστρεψαν πάλι στην αίρεση] συμφιλιωθείτε και πάλι με τον Χριστό τον Θεό και θεραπεύσετε τέλεια με την επιστροφή σας την αποκοπή και διαίρεση που τολμήσατε από το σώμα του» (15Β,351)
«[Επιστολή στον πρεσβύτερο Γεώργιο] Αυτόν το λόγο κηρύττοντάς τον ορθόδοξα, θα έχεις αυτόν που θ’ ανακηρύξει εσένα σύμφωνα με την υπόσχεσή του και θα σου δωρίσει την απόλαυση των αγαθών του» (15Α,81)
«Διδαχθήκαμε ότι έχουμε ανάγκη από άριστη πολιτεία καθόλου λιγότερο από την ορθή πίστη, για να επιτύχουμε την αιώνια ζωή, μην τυχόν, εποικοδομώντας με πονηρές πράξεις πάνω στο θεμέλιο της πίστης αυτά που δεν αρμόζουν, αντί της απόλαυσης της ατελεύτητης χαράς και δόξας, καταστήσομε τους εαυτούς μας, επειδή περιφρονήσαμε την κλήση και τη χάρη της υιοθεσίας, υπόδικους για την αιώνια φλόγα» (15Β,219)
"Η Εκκλησία... ούτε βασανίζεται με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των αιρέσεων στο λόγο και στο βίο, δηλαδή στην πίστη και την πολιτεία (=τρόπο ζωής)"(14Γ,261)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 1-10. Διάφορες διδασκαλίες.
17.6 εἶπεν δὲ ὁ κύριος(1),
Εἰ ἔχετε(2) πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως(3),
ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ(4) ταύτῃ, ᾽Εκριζώθητι καὶ φυτεύθητι
ἐν τῇ θαλάσσῃ(5)· καὶ ὑπήκουσεν ἂν(6) ὑμῖν.
6 Κι εκείνος τους είπε: «Αν είχατε πίστη σαν κόκκο σιναπιού,
θα λέγατε σ’ αυτή τη μουριά: “ξεριζώσου και πήγαινε να φυτρώσεις στη θάλασσα”
κι εκείνη θα σας υπάκουε.
(1) Δες Ματθ. ιζ 20 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Το «Εἰ ἔχετε… ἐλέγετε ἂν» είναι ανώμαλη σύνταξη. Για αυτό και υπάρχει
και η διαφορετική γραφή «ει είχετε» που προήλθε από διόρθωση (p).
(3) «Τόσο έντονη και δυνατή και θερμή σαν κόκκο σιναπιού·
διότι τέτοια ποιότητα έχει αυτός» (Ζ). Δεν είναι ζήτημα προσθήκης απλής πίστης,
αλλά γνήσιας και θερμής πίστης (p), πίστης ενεργητικής,
όχι νεκρής αλλά ζωντανής, όχι αδρανούς και χλιαρής. Αυτή η πίστη έχει
δύναμη και δέντρα ολόκληρα με έναν λόγο να μεταφυτέψει από την ξηρά στη θάλασσα.
Και έχει τη δύναμη αυτή όχι από μόνη της, αλλά χάρις στη θεία δύναμη,
η οποία σύμφωνα με θεία υπόσχεση παρέχεται πλούσια στους πιστούς.
(4) Και τώρα στην Παλαιστίνη είναι συνηθισμένες τόσο οι λευκές όσο
και οι σκούρες μουριές. Και στη νεότερη Ελλάδα το δέντρο ονομάζεται
ακόμη συκαμινέα. Είναι αβέβαιο εάν η σικάμινος ταυτίζεται
με την συκομορέα στου Λουκ. ιθ 4. Δύο ενδείξεις μπορούν να προβληθούν
για την ταύτιση των 2 δέντρων. Δηλαδή· στη μετάφραση των Ο΄ οπουδήποτε
το εβραϊκό πρωτότυπο έχει την λέξη σίμιν, μεταφράζεται στο ελληνικό σικάμινος,
παρόλο που με τη λέξη σημαίνεται η συκιά και όχι η συκαμινέα·
και επιπλέον σήμερα ακόμη δείχνεται η συκαμινέα ως από τότε γνωστή στην Παλαιστίνη.
Πάντως και τα δύο δέντρα είναι διαφορετικά από την αγγλική συκομόρο,
η οποία είναι είδος πλατανιού (p).
(5) «Δύο λοιπόν ταυτόχρονα είναι τα μεγάλα, και το να μετακινηθεί αυτό
που είναι ριζωμένο στη γη και το να φυτευτεί στη θάλασσα. Διότι τι θα μπορούσε
να φυτευτεί στο νερό; Είναι φανερό λοιπόν ότι με το να πει αυτά,
δείχνει την δύναμη της πίστης» (Θφ). «Αν δηλαδή αυτό που έχει μπηχτεί έτσι
και είναι ριζωμένο στη γη, θα μπορούσε να το μετακινήσει η δύναμη της πίστης,
θα μπορούσε κάποιος συνολικά να πει, ότι δεν υπάρχει τίποτα τόσο ακίνητο που
δεν θα μπορούσε να το σαλεύσει η πίστη» (Σχ.).
(6) Ο αόριστος είναι αξιοσημείωτος=Το πράγμα με το που θα λεγόταν,
αμέσως θα βρισκόταν συντελεσμένο (g).
3,4 «Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη»
Από την αρχή μέχρι το τέλος, η ζωή των χριστιανών είναι ζωή «εν Χριστώ». Και όχι μόνο «εν Χριστώ», αλλά και ο Χριστός είναι η ζωή μας». Ιδού ο ορισμός της ζωής. Ιδού τι είναι ζωή. Χριστός = ζωή. Αν το έζησες, αυτό είναι Χριστός.
Αν έτσι πιστεύεις και έτσι αισθάνεσαι, τότε είσαι χριστιανός. Σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται η μη «πεπερασμένη» μεγαλειότητα και το ένθεο μεγαλείο της ανθρώπινης ζωής.
Σταυρωθήκατε με τον Χριστό, πεθάνατε μαζί του, αναστηθήκατε και αναληφθήκατε με Αυτόν, γι’ αυτό και «υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη», όταν θα έρθει στον κόσμο μας για δεύτερη φορά.
Η ζωή σας είναι αδιάκοπη διαβίωση της ζωής του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Πραγματικά, στην χριστιανική ζωή μας τίποτε δεν είναι δικό μας, αλλά όλα είναι του Χριστού.
Ό,τι ευαγγελικό, ένθεο, αθάνατο και αιώνιο έχουμε, ανήκει στον Χριστό και προέρχεται απ’ Αυτόν. Ω! δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, όλα τα δικά μας είναι «δι’ Αυτού» δικά μας, και απ’ Αυτόν δικά μας· και η σκέψη είναι Χριστοσκέψη και η αίσθηση είναι Χριστοαίσθηση και η ζωή είναι Χριστοζωή.
Την αιώνια αυτή αλήθεια φανερώνει ο άγιος Απόστολος, όταν ευαγγελίζεται στους χριστιανούς: «η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;» (Α' Κορ. 6,19).
«Niste svoji», δεν ανήκετε στον εαυτό σας. Όλα τα δικά σας είναι του Χριστού, αλλά επειδή ακριβώς είναι του Χριστού είναι δικά σας. «είτε Παύλος είτε Απολλώς είτε Κηφάς είτε κόσμος είτε ζωή είτε θάνατος είτε ενεστώτα είτε μέλλοντα, πάντα υμών εστίν, υμείς δε Χριστού, Χριστός δε Θεού» (Α' Κορ. 3,22-23).
«Τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. Απεθάνετε γαρ, και η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή υμών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη».
Εμβαθύνοντας στην ευαγγελική αυτή ευαγγελία ο ιερός Χρυσόστομος ευαγγελίζεται: «Δεν είναι αυτή, λέγει, η δική σας ζωή- είναι κάποια άλλη ζωή. Ήδη βιάζεται να μεταθέσει αυτούς, και αγωνίζεται επίμονα να παρουσιάσει αυτούς ότι κάθονται στους ουρανούς, αν και είναι νεκροί, συνηθίζοντας και από τα δύο αυτούς να μη επιζητούν τα γήινα. Είτε λοιπόν είσθε νεκροί, είτε είσθε στους ουρανούς, δεν πρέπει να ζητείτε τίποτε το γήινο. Δεν φαίνεται ο Χριστός; Ούτε η ζωή σας. Στον Θεό υπάρχει άνω στους ουρανούς. Τι λοιπόν συμβαίνει; πότε θα ζήσουμε; «όταν φανερωθή ο Χριστός, ο οποίος είναι η ζωή σας», τότε να ζητείτε την δόξα, τότε την ζωή, τότε την απόλαυση. Αυτά είναι προπαρασκευαστικά για να απομακρύνει αυτούς από τις απολαύσεως και τις ανέσεις. Έτσι συνήθιζε αυτός, ενώ ομιλεί για άλλα, μεταπηδά σε άλλα· για παράδειγμα, ομιλώντας για κείνους που τρέχουν έγκαιρα στα δείπνα, μεταπήδησε αμέσως στην παρατήρηση των μυστηρίων. Διότι έχει μεγάλη δύναμη ο έλεγχος, όταν γίνει σε ανύποπτο χρόνο. «Είναι κρυμμένη», λέγει, από σας. «τότε και σεις μαζί με αυτόν θα φανερωθήτε». Συνεπώς τώρα δεν φαίνεσθε. Πρόσεχε με ποιο τρόπο μετέθεσε αυτούς στον ουρανό. Όπως δηλαδή προανέφερα, πάντοτε προσπαθεί να δείξη ότι έχουν τα ίδια που έχει και ο Χριστός, και σε όλες τις επιστολές του το ίδιο θέμα υπάρχει, να δείξη δηλαδή ότι σε όλα είναι μέτοχοι με τον Χριστό. Γι’ αυτό και κεφαλή και σώμα τον ονομάζει, και τα πάντα κάνει για να παρουσιάσει αυτό το πράγμα.
Εάν λοιπόν θα φανερωθούμε τότε, ας μη στενοχωρούμαστε, όταν δεν απολαμβάνουμε την τιμή. Εάν η ζωή αυτή δεν είναι ζωή, αλλά είναι κρυμμένη, οφείλουμε να ζούμε αυτή την ζωή σαν νεκροί. «Τότε και σεις», λέγει, «μαζί με αυτόν θα φανερωθήτε δοξασμένοι». «Δοξασμένοι», είπε, όχι έτσι απλά, αφού και το μαργαριτάρι είναι κρυμμένο, έως ότου είναι μέσα στο στρείδι. Και αν λοιπόν μας βρίζουν, ας μη θλιβόμαστε, και αν ακόμη παθαίνουμε οτιδήποτε. Διότι δεν είναι δική μας ζωή αυτή η ζωή, είμαστε ξένοι και προσωρινοί. «Διότι πεθάνατε» λέγει. Ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε στο νεκρό σώμα που έχει ταφεί ή δούλους να αγοράζει ή σπίτια να κτίζει ή να κάνει πολυτελή ενδύματα; κανένας. Ας μη είστε λοιπόν ούτε και σεις, αλλά όπως ακριβώς ένα μόνο ζητούμε, να μη γυμνωθούμε δηλαδή, έτσι και εδώ ας ζητούμε μόνο ένα. Τάφηκε ο πρώτος μας άνθρωπος. Τάφηκε όχι μέσα στην γη, αλλά στο νερό, χωρίς να τον διαλύει ο θάνατος, αλλά αφού διέλυσε τον θάνατο, ο οποίος τον θανάτωσε, όχι με το νόμο της φύσεως, αλλά με το ισχυρότερο από την φύση πρόσταγμα της εξουσίας του Κυρίου. Διότι αυτά που από την φύση έγιναν θα μπορέσει κάποιος και να τα διαλύσει, αυτά όμως που γίνονται με το πρόσταγμά του όχι πια. Τίποτε δεν είναι μακαριώτερο από την ταφή αυτή, για την οποία όλοι χαίρονται, και άγγελοι και άνθρωποι, και ο Κύριος των αγγέλων. Για την ταφή αυτή δεν χρειάζονται ούτε ενδύματα ούτε λάρνακα, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο» (Ιερού Χρυσοστόμου. Oμιλία Ζ' προς Κολασσαείς). «Η ζωή των αληθινών Χριστιανών, είναι μέλλουσα ζωή! Γιατί αυτή η γήινη ζωή, μοιάζει περισσότερο με τον θάνατο παρά με την ζωή» (Οικουμένιος).
«Οι χριστιανοί ζητούν τα άνω, που βρίσκονται στον ουρανό και ζουν μια άλλη ζωή, την ζωή στον Θεό, που είναι αθέατη για τα γήινα μάτια» (Θεοφύλακτος).
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 114-117)