ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Όταν ήμουν στη φυλακή, αρρώστησα πάρα πολύ. Είχα φυματίωσι σε όλη την επιφάνεια και των δύο πνευμόνων κι επίσης, τέσσερις σπόνδυλοι είχαν προσβληθή απο τη φυματίωσι. Είχα, επίσης, εντερική φυματίωσι, διαβήτη, καρδιακή ανεπάρκεια, ίκτερο και άλλες αρρώστιες, που ούτε να θυμηθώ δεν μπορώ. Ήμουν κοντά στο θάνατο.

Στα δεξιά μου ήταν ένας ιερεύς ονόματι Ίσκου. Ήταν ηγούμενος ενός μοναστηριού. Αυτός ο άνθρωπος, γύρω στα σαράντα, είχε βασανισθή τόσο πολύ, που βρισκόταν κοντά στο θάνατο. Όμως το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο. Μιλούσε για την ελπίδα του στη βασιλεία των ουρανών, για την αγάπη του στο Χριστό, για την πίστη του. Ακτινοβολούσε χαρά.

Στα αριστερά μου ήταν ο κομμουνιστής βασανιστής που είχε βασανίσει σχεδόν μέχρι θανάτου αυτό τον ιερέα. Είχε συλληφθή απο τους ίδιους τους συντρόφους του...
Έτσι συνέβη, ώστε ο κομμουνιστής βασανιστής, που είχε βασανίσει αυτόν τον ιερέα σχεδόν μέχρι θανάτου, να έχη βασανισθή κι αυτός σχεδόν μέχρι θανάτου από τους συντρόφους του. Και ξεψυχούσε δίπλα μου. Η ψυχή του βασανιζόταν στην επιθανάτια αγωνία.
Τη νύκτα με ξυπνούσε λέγοντας: "Πάστορα, σε παρακαλώ, προσευχήσου για μένα! Δεν μπορώ να πεθάνω· έχω διαπράξει τόσα τρομερά εγκλήματα".

Τότε είδα ένα θαύμα. Είδα τον ετοιμοθάνατο ιερέα να φωνάζη δύο άλλους κρατουμένους. Στηριζόμενος στους ώμους τους, πέρασε σιγά-σιγά μπροστά από το κρεβάτι μου, κάθισε στο πλευρό του κρεβατιού του φονευτή του, και χάιδεψε το κεφάλι του – δεν θα τη ξεχάσω ποτέ αυτή την κίνησι. Παρακολουθούσα ένα δολοφονημένο άνθρωπο να χαϊδεύη το φονιά του. Αυτή είναι η αγάπη! Μπόρεσε να βρη ένα χάδι για εκείνον!

Τότε είπε ο ιερεύς σ΄εκείνο τον άνθρωπο: "Είσαι νέος. Δεν ήξερες τι έκανες. Σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά". Όμως δεν είπε απλώς αυτά τα λόγια. Μπορείς να πης "αγαπώ" και να είναι απλώς μια λέξι με πέντε γράμματα. Αυτός, όμως, πράγματι αγαπούσε. "Σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά". Έπειτα συνέχισε: "Άν εγώ, που είμαι αμαρτωλός, μπορώ να σε αγαπώ τόσο πολύ, για φαντάσου το Χριστό, που είναι η αγάπη σαρκωμένη, πόσο πολύ σε αγαπάει!
Και όλοι οι Χριστιανοί τους οποίους έχεις βασανίσει, να ξέρης, σε συγχωρούν, σε αγαπούν· και ο Χριστός σε αγαπάει. Επιθυμεί τη σωτηρία σου πολύ περισσότερο από όσο εσύ επιθυμείς να σωθής. Απορείς για το αν είναι δυνατόν να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σου... Εκείνος επιθυμεί να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες σου περισσότερο απο όσο επιθυμείς εσύ να συγχωρηθής. Ποθεί να βρεθής μαζί Του στον ουρανό πολύ περισσότερο από όσο θέλεις εσύ να βρεθής στον ουρανό μαζί Του. Είναι όλος αγάπη. Το μόνο που χρειάζεται είναι να στραφής προς Αυτόν και να μετανοήσης".
Μέσα σ΄ αυτό το κελλί της φυλακής, όπου δεν ήταν δυνατόν να υπάρχη το απόρρητο, άκουσα κι εγώ την εξομολόγησι του φονιά προς το θύμα. Η ζωή είναι πολύ πιο συγκλονιστική από τα μυθιστορήματα. Κανένας μυθιστοριογράφος δεν έχει γράψει ποτέ κάτι τέτοιο. Το θύμα, ετοιμοθάνατο, δεχόταν την εξομολόγησι του φονιά. Ο δολοφονημένος έδωσε την άφεσι στο φονιά του.

Προσευχήθηκαν μαζί, αγκάλιασε ο ένας τον άλλο, και ο ιερεύς επέστρεψε στο κρεβάτι του. Και οι δύο πέθαναν την ίδια εκείνη νύκτα.
Ήταν η νύκτα των Χριστουγέννων.
Αλλά δεν ήταν μία χριστουγεννιάτικη νύκτα, κατά την οποία απλώς φέραμε στη μνήμη μας ότι πριν δύο χιλιάδες χρόνια γεννήθηκε ο Χριστός στη Βηθλεέμ.
Ήταν μία χριστουγεννιάτικη νύκτα στην οποία ο Χριστός γεννήθηκε στην καρδιά ενός κομμουνιστή δολοφόνου.
Αυτά είναι πράγματα που έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια».

(Περιοδικό: "Αγιορείτικη Μαρτυρία", τευχ. 3, σ. 151)

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη

Πηγή:   http://www.apostoliki-diakonia.gr

Παραμονές Χριστουγέννων καί, ὅπως συμβαίνει ὅλο καί συχνότερα τά τελευταῖα χρόνια, βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα πού "καταγγέλουν" ὅτι ἔχει χαθεῖ τό νόημα τῆς γιορτῆς καί ὅτι ὁ ὑπερκαταναλωτισμός ἔχει ἐπιβάλει τό ὕφος καί τήν κυριαρχία του. Ὅμως ἄν ἀπογυμνωθοῦν οἱ γιορτές αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπό τό φολκλορικό τους στοιχεῖο, τά ρεβεγιόν, τήν εὐκαιρία γιά ὀλιγοήμερες διακοπές καί τίς ὑποχρεωτικές οἰκογενειακές συγκεντρώσεις, "πού τίς ἐπιβάλουν οἱ μέρες", τί θά ἀπέμενε ἄραγε γιά τούς πολλούς πού νά θυμίζει ὅτι εἶναι Χριστούγεννα;

Τό ἐρώτημά μας δέν ἀντιμάχεται τήν, δικαιολογημένη ἄλλωστε, δυσθυμία πού καλύπτεται πίσω ἀπό τή "γκρίνια". Θέλουμε ὅμως νά προκαλέσουμε τή σκέψη, καί γιατί ὄχι καί τήν ψυχή μας, νά ἀναγνωρίσει ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι πιά δεδομένα καί αὐτονόητα καί ἡ μεμψιμοιρία δέν μπορεῖ νά τά διορθώσει. Τό πολύ νά τονισθεῖ καί γραπτῶς τό ἔλλειμμα νοήματος καί νά ἐπιδεινωθεῖ τό αἴσθημα τῆς πνευματικῆς μιζέριας καί τῆς συναισθηματικῆς στέρησης πού συγκαλύπτει ἡ τεχνητή λάμψη τῶν ἡμερῶν.

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ καταναλωτική ἔξαρση δέν ἀποτελεῖ τή φυσική ἐκδήλωση μιᾶς εὐτυχίας πού ζητᾶ ἐκτόνωση ἀλλά λειτουργεῖ σάν διεγερτικό μιᾶς χαρᾶς πού δέν ἔχει λόγο καί νόημα ὥστε νά ἐκδηλωθεῖ αὐθόρμητα. Ἡ ὑπερφωταγωγημένη ἐρημία τῶν ἀπρόσωπων πόλεων ἀγωνίζεται νά συσκοτίσει τή σχεδόν ὑπομανιακή ὑποχρεωτική εὐθυμία. Τίποτα ὅμως δέν μπορεῖ νά κρύψει τήν κατάθλιψη πού φουντώνει τέτοιες μέρες, τίς ἀπόπειρες αὐτοκτονίας πού αὐξάνουν καί τά "κοριτσάκια μέ τά σπίρτα" πού γίνονται ὁρατά ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Στό πνευματικό ἐπίπεδο, ἄλλωστε, πόσο μακριά βρισκόμαστε ἀπό αὐτά σχεδόν ὅλοι μας.

Τό νά καταφύγει κανείς σέ μελαγχολικές διαπιστώσεις εἶναι εὔκολο· καί τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι συνήθως ἡ καταφυγή στό πρόσχημα καί στήν ψευδαίσθηση τῶν ἀναμνήσεων τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ, μέχρι νά κυλίσουν οἱ μέρες καί νά ἐπιστρέψουμε στήν ψυχοφθόρα ἀσφάλεια τῆς ρουτίνας μας.

Ἄς μήν καθηλωθοῦμε ὅμως στίς θλιβερές διαπιστώσεις, ὅσο ἀληθινές κι ἄν εἶναι αὐτές. Ἐάν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν καθυπόταξη τῆς σκέψης μας στήν ἀπογοήτευση πού γεννᾶ ἡ παρατήρηση αὐτῶν τῶν φαινομένων καί προσεγγίσουμε τό ψυχολογικό τους ὑπόβαθρο, μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε σέ ἐνδιαφέρουσες ἀνακαλύψεις.

Μέ ὅποιο τρόπο κι ἄν προσπαθεῖται νά καταπνιγεῖ ἡ κραυγή τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἀγωνίας, εἴτε στό θόρυβο τῶν ρεβεγιόν, εἴτε κάτω ἀπό τό πέπλο τῆς φαντασμαγορίας καί τῆς τεχνητῆς εὐφορίας, ἡ μεταμφιεσμένη κατάθλιψη παραμένει ἡ ἀληθινή, κυριαρχοῦσα συναισθηματική κατάσταση. Οἱ εἰδικοί γνωρίζουν καλά τήν ἀμυντική βουλιμική διάθεση τοῦ καταθλιπτικοῦ ἀτόμου, πού προσπαθεῖ νά συγκαλύψει μέ "στοματικές" ἱκανοποιήσεις, ὅπως ἡ καταναλωτική μανία, τό ἔλλειμμα πού βιώνει στό συναισθηματικό ἐπίπεδο. Τυπικό τό παράδειγμα τῆς συζύγου, πού προσπαθεῖ νά ἀνακουφίσει τό καταθλιπτικό ἄγχος τῆς συναισθηματικῆς της στέρησης, "σηκώνοντας" τά μαγαζιά. Ὁ ἴδιος μηχανισμός μᾶς ὠθεῖ νά ἐκφραζόμαστε ψευδοευφορικά στήν προσπάθεια νά ἀποφύγουμε τή συναίσθηση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κενοῦ καί τῆς δυσθυμικῆς μας διάθεσης.

Τί μᾶς κάνει λοιπόν ὁμοθυμαδόν μελαγχολικούς καί κατ' ἀνάγκη συμμέτοχους τῆς προκατασκευασμένης καί ψευδεπίπλαστης ἱλαρότητας πού χαρακτηρίζει τό κλίμα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν; Ἄν τά Χριστούγεννα ἦσαν ἐξ ὁρισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μιά γιορτή τοῦ χειμερινοῦ ἡλιοστασίου ὅπως ἦταν προχριστιανικά ἡ 25η Δεκεμβρίου, τότε ἴσως δέν θά εἶχαν νόημα οἱ σκέψεις καί οἱ προβληματισμοί. Θά μπορούσαμε νά ἐπαναπαυθοῦμε στή σιωπηλή συμφωνία ὅτι κάποιες εὐκαιρίες διαφυγῆς ἀπό τή ρουτίνα εἶναι χρήσιμες· ἑπομένως καί νά συμβιβαστοῦμε μέ τήν ὑποταγή στή χρησιμοθηρία τοῦ γιορτασμοῦ. Ὅσο δέ πιό ἐκκωφαντική ἡ ἀνάπαυλα, τόσο πιό μεγάλη ἡ συγκάλυψη τοῦ τραγικοῦ στοιχείου τῆς καθημερινότητάς μας.

Ὅμως τό βαθύτερο αἴτημα τῆς λύτρωσής μας ἀπό τή φθορά, τό χρόνο καί τήν ἀναγκαιότητα δέν μπορεῖ νά ἀπαντηθεῖ μέ τήν ὑποταγή σέ θεσμοθετημένες ἐπιμέρους ἀναγκαιότητες, ἔστω διασκεδαστικές ἀλλά τελικά πάντοτε φθοροποιές. Πόση χαρά μπορεῖ νά περιέχει ἕνα πανηγύρι στό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι γιορτάζεται ἡ γέννηση Ἐκείνου πού θά μποροῦσε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τήν δουλεία τῆς πνευματικῆς μας ἀνελευθερίας καί τῆς ὑπαρξιακῆς μας μιζέριας, ὅταν Τόν ἔχουμε ἤδη ἐξορίσει ἀπό τή ζωή μας καί ἀπό τό νόημά της; Ποιό γαμήλιο γλέντι δικαιολογεῖ τούς πανηγυρισμούς καί τίς γιορταστικές ὑπερβολές ὅταν ἔχει ἐκδιωχθεῖ ὁ "νυμφίος"; Τέτοιοι "γάμοι" μοιάζουν περισσότερο μέ κηδεῖες τῶν ὁποίων ἡ λαμπρότητα ὀφείλεται κυρίως στίς ἐνοχές τῶν οἰκείων παρά στήν ἀγάπη καί τή χριστοκεντρική ἐλπίδα.

Ἡ συγκαλυμμένη μελαγχολία τῶν ἡμερῶν μπορεῖ νά κρύβει τό ἐνοχοποιημένο πένθος γιά τόν ἐξοστρακισμό τῆς ἐνσαρκωμένης μας ἐλπίδας· τοῦ προαιώνιου Θεοῦ πού "παιδίον γέγονεν" καί ἀναζητᾶ ἐγκάρδιες φάτνες γιά νά τίς μετατρέψει, φιλοξενούμενος ἐκεῖ, σέ οἴκους τοῦ Πατρός Του.

Παρόλο τόν ξεπεσμό της ὑπάρχει κάτι θετικό καί ἐλπιδοφόρο σ' αὐτή τή συνεχῶς πιό ἐκκοσμικευμένη ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς. Ὅσο πιό ψευδεπίπλαστα ἐπιμένουμε νά τή γιορτάζουμε, πνίγοντάς την σέ φῶς ἀπό "νέον" καί πλαστικά πλουμίδια, τόσο πιό κούφια καί ἄπελπις θά εἶναι ἡ γεύση πού θά ἀφήνει. Καί τόσο πιό πολύ ὁ λαός "ὁ καθήμενος ἐν σκότει" θά ἀρχίσει νά ἀναζητᾶ τό Μέγα Φῶς πού τό συλλογικό του ἀσυνείδητο θυμᾶται πώς γνώρισε κάποτε. Ἴσως λοιπόν τότε νά ξαναζητήσει τόν ἀστέρα πού ὁδηγεῖ στή φάτνη. Στήν προσωπική καρδιακή φάτνη τοῦ καθενός πού θά κατανοήσει ὅτι ὅσο ταπεινή καί βρώμικη κι ἄν εἶναι, ὁ Χριστός θά τήν καταδεχθεῖ, θά τήν ἐνοικήσει καί θά τήν μετατρέψει σέ σῶμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Μέχρι τότε, ὅσοι ἀπό μᾶς θέλουν νά βρίσκονται κοντύτερα στή φάτνη παρά στά ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη ἄς προσπαθήσουμε νά ζήσουμε τή γιορτή καί τή ζωή μας μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἄν κάποιος μᾶς ρωτήσει γιά τό ἀστέρι τῶν μάγων ἤ παρατηρήσει τή δική μας πορεία νά βρεῖ τό σωστό δρόμο. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε ἡ χαρά τῆς γιορτῆς θά ξαναβρεῖ τό νόημα καί τήν αὐθεντικότητά της. Τότε, ἀντί τῆς παθητικῆς μας συμμετοχῆς σέ ψευδοπαρηγορητικά τηλεοπτικά βαριετέ, ἴσως σταθοῦμε ἱκανοί νά ἀπολαύσουμε τήν εὐφρόσυνη καί βιωματική μας συμμετοχή στόν χαρμόσυνο ὕμνο: "Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε".

http://www.apostoliki-diakonia.gr

Αν ο Χριστός χτυπήσει την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;
Θα έλθει ίσως σαν άλλοτε φτωχός
Κι αποδιωγμένος.
Σαν ένας εργάτης,
Σαν ένας άεργος
Η ένας απεργός που αγωνίζεται σε δίκαιη απεργία.
Μπορεί να είναι ασφαλιστής
Κι ακόμη πωλητής ανεμιστήρων…
Θ’ ανεβαίνει, αδιάκοπα σκαλοπάτια,
Θα σταματά σε κεφαλόσκαλα
Μ΄ ένα χαμόγελο γλυκό
Στο θλιμμένο του πρόσωπο…
Μα το κατώφλι σας είναι τόσο σκοτεινό…
Άλλωστε, πως να δεις το χαμόγελο αυτών που διώχνεις!
«Δεν μ’ ενδιαφέρει…», θα πείτε,
πριν ακόμη τον ακούσετε.
Κι αν βγει η μικρή σας υπηρέτρια, θα επαναλάβει το μάθημά της:
«Η κυρία έχει τους φτωχούς της»
και θα βροντήξει την πόρτα
καταπρόσωπο στον Φτωχό
που είναι ο ίδιος ο Σωτήρας.
Μπορεί ακόμη να είναι πρόσφυγας,
Ένας από τα δεκαπέντε εκατομμύρια προσφύγων,
Με κάποιο διαβατήριο του Ο.Η.Ε. στο χέρι,
Ένας από αυτούς που κανείς δεν τους θέλει
Και που περιπλανιούνται σ’ αυτή την έρημο,
Τον Κόσμο,
Ένας από εκείνους που πρέπει να πεθάνουν,
«γιατί κανείς δεν ξέρει από που έρχονται
άνθρωποι σαν κι αυτούς…».
Μπορεί να είναι κάποιος μαύρος,
Στην Αμερική,
Ένας νέγρος, όπως τον λεν,
Που κατάκοπος ζητιανεύει άσυλο μες στα ξενοδοχεία της Νέας Υόρκη,
Σαν άλλοτε, στην Ναζαρέτ,
Η Παναγία.
Αν ο Χριστός χτυπήσει αύριο την πόρτα σας, θα τον αναγνωρίσετε;
Θα έχει όψη κουρασμένη,
Καθώς είναι εξαντλημένος,
Συντριμμένος,
Αφού πρέπει να βαστάζει
Όλα τα βάσανα της γης…
Πρόσεξε!…Κανείς δεν δίνει δουλειά
Σ’ έναν τόσο κουρασμένο…
Καθώς μάλιστα αν Τον ρωτήσεις:
«Τι ξέρεις να κάνης;»
Δεν μπορεί ν’ απαντήσει: όλα.
«Από που έρχεσαι;»
Δεν μπορεί να σου πει: από παντού.
«Τι θέλεις να κερδίσεις:»
Δεν μπορεί να πει: εσάς!
Έτσι, θα ξαναφύγει,
πιο κουρασμένος και συντριμμένος,
παίρνοντας μαζί Του, μες στα γυμνά Του χέρια,
την Ειρήνη.

Ραούλ Φολλερώ

Αλήθεια πόσοι από μας έχουν βιώσει ανάλογα περιστατικά "της κατάλληλης στιγμής" και τα αποδίδουμε στην τύχη; Αλήθεια πόσες φορές ακούμε ανθρώπους,  στο άκουσμα  της έκφρασης "έχει ο Θεός" να απαντούν "ο Θεός έχει, έμεις δεν έχουμε".

Ο  Θεός έχει για όλους μας, αρκεί να τον αγάπαμε και να του εμπιστευόμαστε την ζωή μας. Ο Ίδιος μας αποκάλεσε φίλους του. Κι ως φίλους του μας νοιάζεται και μας αγαπά.  Το πιο κάτω περιστατικό αναφέρεται στο βιβλίο: ΥΠΟΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ από την ζωή και την διδασκαλία του π. Επιφανίου (Ιερό ησυχαστήριο Κεχαριτωμένης Θεοτόκου)

Παραμονές των Χριστουγέννων του 1968 διαπίστωσε ευρισκόμενος στο εξομολογητήριο ότι του είχαν μείνει μόνο 50 δρχ. για τους φτωχούς. Τότε διέκοψε για λίγο την εξομολόγηση και είπε προσευχόμενος: Κύριε, αν έλθουν για εξομολόγηση κι άλλοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη χρημάτων, πως να τους αφήσω να φύγουν με άδεια χέρια; Στείλε μου, Σε παρακαλώ, χρήματα.. Μετά την προσευχή αυτή συνέχισε την εξομολόγηση. Ύστερα από λίγο ένα παιδί χτύπησε την πόρτα και παρέδωσε στον Γέροντα ένα φάκελλο λέγοντας:

Ένας κύριος που βιαζόταν, μου έδωσε για σας, π. Επιφάνιε, αυτό το φάκελλο.

Ο Γέροντας άνοιξε το φάκελλο και βρήκε μέσα 20.000 δρχ και ένα σημείωμα με τα λόγια: "Για του φτωχούς σας".

…Βασική προϋπόθεση για την υπερνίκηση των πειρασμών είναι η άρρηκτη συνεργασία θείου και ανθρώπινου παράγοντα ( του Οδυσσέα και του ήλιου). Ούτε μόνος του ο Οδυσσέας μπορούσε να πετύχει το κατασκεύασμα , αλλά ούτε κι ο ήλιος χωρίς τη μεσολάβηση των ανθρώπινων χεριών.
Οι γλυκόλαλες σειρήνες με τις σαγηνευτικές τους μελωδίες τραβάνε όλους τους ταξιδευτές στο νησί τους. Γύρω από το νησί βρίσκονται πεταμένα πολλά κρανία και οστά ανθρώπων…

… Όταν πας να εκτελέσεις ένα βρώμικο έργο , ο διάβολος κοπάζει τα κύματα και με ευκολία το πραγματοποιείς. Όταν όμως ετοιμάζεσαι να εκτελέσεις ένα έργο θεάρεστο, ο διάβολος σηκώνει μεγάλα κύματα και προσπαθεί να σε απομακρύνει από αυτό. Με τη χάρη όμως του Θεού και τη δική μας επιμονή τα εμπόδια ξεπερνιούνται και το έργο ολοκληρώνεται. Έτσι ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του από το νησί των Σειρήνων περνούν αλώβητοι. Ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι, που συμβολίζει το ιδανικό του ( ο πόθος για Ιθάκη ), δεν υποκύπτει στο κάλεσμά τους, όπως και οι σύντροφοι, οι οποίοι δεν τις άκουγαν καθόλου.
Τελικά, μόνο αυτός που είναι δεμένος στο ιδανικό του δηλαδή στον Χριστό, μπορεί να ακούει τις σειρήνες του κόσμου και να μη μαγεύεται από αυτές. Όσοι δεν είμαστε γερά δεμένοι στον Χριστό δεν μπορούμε ν’ ακούμε τις «Σειρήνες» δίχως να κλονιζόμαστε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας παροτρύνουν : «φεύγε και σώζου»∙ δηλαδή να στέκεις μακριά από τις αιτίες των πειρασμών.

Ο π. Πορφύριος που ήταν δεμένος στον Χριστό, μπορούσε να ζει σε κοσμικά περιβάλλοντα, τα οποία κατακλύζονταν από την αμαρτία, και ο νους του να μένει ασάλευτος ∙ συγχρόνως βοηθούσε τον κόσμο που- μαγεμένος από τις «Σειρήνες»- είχε χάσει κάθε ζωή και ικμάδα.
Επίσης, ο όρος «ανύποπτος» που χρησιμοποιεί η Κίρκη, έχει μεγάλη σημασία . Συνήθως το πιο σημαντικό όπλο του εχθρού είναι ο αιφνιδιασμός. Όταν είμαστε ξέγνοιαστοι σε εχθρικό περιβάλλον, κινδυνεύουμε να γίνουμε βορά στον εχθρό. Ο Κύριος είχε πει στους μαθητές Του: «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν.»…


Από το βιβλίο: «ΕΝΘΕΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ Νηπτικά και Ασκητικά σχόλια» Αρχιμ. Αρσένιος Κωτσόπουλος ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΓΑΘΟΣ ΛΟΓΟΣ» ΑΘΗΝΑ 2011

Ο π. Ανανίας Κουστένης γράφει στη «δημοκρατία» για τον Καυσοκαλυβίτη γέροντα και τις εμπειρίες που είχε μαζί του

Ο άγιος Γέροντας Πορφύριος είναι μια πολύ πολύ μεγάλη αγκαλιά. Έσπασε το φράγμα της φιλαυτίας αλλά και της Ορθοδοξίας, θα λέγαμε -είναι τολμηρό αυτό- κι έγινε μια αγκαλιά για την Οικουμένη ολόκληρη. Εγώ, τουλάχιστον, όταν πήγα στην αφεντιά του το 1980, Πρωτομαγιά, με μια μεγάλη δυσκολία στη ζωή μου, έτσι το εισέπραξα.

Είχε κόσμο πολύ. Και περιμέναμε. Ήτανε πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου. Και περιμέναμε να βγει ο Γέροντας. Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι.) Δεν φορούσε ούτε ράσο. Είχε μια πατατούκα, την είχε ρίξει επάνω του. Βγαίνει και περιμέναμε όλοι, χριστιανοί και μη, περιμέναμε να πει ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη»! Δεν είπε «Χριστός Ανέστη». Είπε: «Καλημέρα σας!» Τι ωραία! Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία». Είπε, λοιπόν, αυτά ο Γέροντας και κάτσαμε κει πέρα και λέει: «Ο παπάς να ρθει μέσα». Θα ᾽ταν 100-150 άτομα, γιατί ήταν και αργία και ο καθένας πήγαινε να πει τα βάσανά του, όπως κι εγώ. Το δικό μου φαίνεται ήταν μεγαλύτερο απ᾽ όλων στη φάση αυτή και με κάλεσε μέσα και κάτσαμε. Εγώ δεν μίλαγα, άκουγα, καθόμουν.

 «Ε», μου λέει, «βρε, γι᾽ αυτό στενοχωριέσαι; Αυτό δεν ήτανε κακό, μωρέ παιδάκι. Σε ξερίζωσε από κει ο Θεός για να σε φυτέψει αλλού. Αλλά σε ξερίζωσε λίγο άγαρμπα. Γιατί αλλιώς θα σου στοίχιζε το ξερίζωμα περισσότερο». Άκου τι μου είπε. Εγώ λέω: «Που τα ξέρει Αυτός αυτά;» Δεν μου είχε τύχει άλλη φορά. Είπε κι άλλα διάφορα, που δεν λέγονται εδώ, και με παρηγόρησε ου μετρίως. Σε λίγο μου έφυγαν όλα όσα είχα. Κινδύνευα να τρελαθώ. Ηρέμησα. Αισθάνθηκα μετά ότι είναι δικός μου αυτός. Σαν να τον ήξερα χρόνια και πήγαινα πρώτη φορά. Και μετά έφυγα. Και μ᾽ ακολούθησε, με συνόδευσε μέχρι κάτω, ευχόμενος, σταυρώνοντας. Και νόμισα πως πήγα στον Παράδεισο. Εγώ αυτό εισέπραξα, και στη συνέχεια που πήγαινα στον Γέροντα αυτό εισέπραττα από Εκείνον. Τώρα τι είναι Εκείνος δεν ξέρω. Είναι ένα θαύμα. Είναι η αγάπη του Θεού χειροπιαστή. Είναι η εν ανθρώποις ευδοκία. Είναι ένας δεύτερος Χριστός, είναι ένα μεγαλείο. Τέτοιοι άνθρωποι γεννιώνται μετά παρέλευση αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στη Γη όλη ο Γέροντας Πορφύριος. Εγώ αυτό εισέπραξα, αυτό λέω.

 Και με ᾽παιρνε και τηλέφωνο εκείνος. Χωρίς να ξέρει το τηλέφωνό μου, μ᾽ έπαιρνε τηλέφωνο. Είναι θαύμα αυτό. Έπαιρνε και μιλούσε και συμβούλευε. Και μετά είχα κι άλλες δυσκολίες, κι άλλες… Ήτανε από κοντά.

 Τον Θεό τον ψηλαφούμε μέσω των αγίων. Μας Τον μεταδίδουν, μας Τον κοινοποιούν. Μας κάνουν να Τον αισθανθούμε και να Τον ψηλαφήσουμε, ει δυνατόν. Γίνεται αυτό. Αφού βρήκα κι εγώ το μέλι, έγλειφα τα δάκτυλά μου. Πήγαινα στον Γέροντα. Πάρα πολλά έδωσε, και βοήθησε κι εμένα και αμέτρητους. Και παρακαλούσε πάντοτε κι έλεγε: «Να αγαπάτε, να συγχωράτε. Να εξομολογείσθε καθαρά και να τα λέτε όλα. Να τα λέτε όλα, γιατί τότε φεύγει το κακό από πάνω σας. Και να προσεύχεσθε. Να προσεύχεσθε απλά. Να μιλάτε στον Θεό απλά. Όπως μιλάτε στον πατέρα σας, στη μάνα σας, στον φίλο σας, στον άνθρωπό σας. Καταλαβαίνει ο Θεός».

 Και κάποια άλλη φορά που πήγα εκεί -γλίτωσα από άλλη δυσκολία, ελύθη κάποιο πρόβλημα-, του λέω: «Έγινε με την ευχή Σας». «Όχι, βρε. Με τη δική σου ευχή». «Γιατί;» του λέω. «Μ᾽ αυτά που τραβάς, σε ακούει ο Θεός». «Και γιατί τα τραβάω;» «Έτσι, για να γίνεις καλύτερος. Εγώ, όταν δεν είμαι καλά και μου λένε “Γέροντα, Σας ευχόμεθα να γίνετε καλά”, τους απαντώ: “Όχι καλά να γίνω, να γίνω καλός”».

 Και συμβούλευε πάντα να αγαπάμε και πάντα να συγχωράμε. Και πάντα, αν μπορούμε, να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο. «Τίποτα, βρε, να μην κάνετε, να διαβάζετε το Ευαγγέλιο. Ει δυνατόν όρθιοι. Αυτό είναι και λατρεία και νηστεία και προσευχή και άσκηση και όλα τα καλά».

 Είχε μάθει τα Ευαγγέλια απ᾽ έξω. Και μια φορά μου έλεγε πως μιλούσε ο Ιησούς. Και μου παρίστανε ακριβώς τον Ιησού. «Που το ξέρεις, Γέροντα;» «Μπορώ να πάω κει πέρα εγώ και να ρθω». Πως; Δεν ξέρω. Δεν υπόκεινται στον χωρόχρονο αυτοί. Κι όταν ζούσε αυτό. Τώρα μάλλον.

«Όταν θα φύγω», έλεγε, «θα απαλλαγώ από το σώμα και τις αρρώστιες -είχε πολλές αρρώστιες, ως γνωστόν- και θα ᾽μαι πανελεύθερος, θα πηγαίνω παντού, θα βοηθάω όλους. Δεν θ᾽ αφήνω κανέναν, γιατί τους ανθρώπους τους αγαπώ, γιατί αγαπώ τον Ιησού μου Χριστό». Τα είχε κάνει ένα αυτά τα δυό. Οι δύο εντολές της αγάπης προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο.

 Ήταν αγάπη ο Γέροντας, ο άγιος Πορφύριος, ο βασιλέας της αγάπης. Έγινε αγάπη, έγινε στοργή, έγινε κατανόηση. Ήτανε αστενόχωρη η αγάπη του. Κι απλωνότανε παντού. Σε όλους και σε όλα. Σε Ορθόδοξους, σε ετερόδοξους, σε ετερόθρησκους. Μπορεί να μη συμφωνούσε με τις αμαρτίες και τις αιρέσεις, αλλά συναντιόταν η ψυχή του με την ψυχή τους, όπως και ο Αθάνατος Χριστός. Αγαπούσε τους αμαρτωλούς και τους τελώνες. Δεν συμφωνούσε με τα έργα τους, αλλά αγαπούσε την ψυχούλα τους.

 Άσε που δεν άφηνε να λέμε γι᾽ Αυτόν. Όχι. «Τι πας εσύ και λες για μένα ότι είμαι καλός; Να μη μιλάς. Να μη μιλάς. Αφού δεν είμαι καλός». Ήταν ταπεινός κι είχε αγάπη. Αυτό ήταν ο Γέροντας. Ο,τι άλλο να πω δεν ξέρω.

Ο,τι εισέπραξα από τον Γέροντα οφείλω να το πω. Και να ευχαριστήσω τον Θεό που με έφερε στον δρόμο του Γέροντα και στη ζωή του, και να ευχαριστήσω κι Εκείνον, ο οποίος δεν εγκατέλειψε κανέναν, ούτε κι εμένα τον ελάχιστο και αμαρτωλό. Κι αν σήμερα ζω και είμαι στην Εκκλησία και “κάνω” πέντε πράγματα, αυτά τα οφείλω στον άγιο Πορφύριο.

Πηγή:anazhthseis-elena

Χθες βράδυ γυρίζαμε από το σπίτι κάποιων φίλων, όπου είχαμε διασκεδάσει τη φτώχεια μας και είχαμε υποκριθεί το "βγαίνουμε Σάββατο", τρώγοντας αυτό που θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης "λιτό δείπνο των παραμονών των Χριστουγέννων". Γύρω από το τζάκι (ελλείψει άλλης θέρμανσης), ευτυχείς ωστόσο που είχαμε κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και γεμάτα στομάχια.
Κατά τα μεσάνυχτα που φύγαμε, ο αέρας ήταν αυτός του παλιού δίστιχου "ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει". Ακόμη έχουμε βενζίνη...με το αυτοκίνητο είμαστε αλλά μέχρι να μπούμε, το κρύο τσουχτερό.
Ήξερα πως θα πάω σε ένα ζεστό σπίτι και θα σκεπαστώ με το βαρύ μου πάπλωμα αλλά τούτο δεν με παρηγόρησε, δεν με ζέστανε καθώς πέρασαν από το μυαλό μου (και μετά εγκαταστάθηκαν εκεί) οι άνθρωποι των πάρκων, οι άστεγοι.

Νομίζω πως το τρέμουλό τους πέρασε μέσα από το μπουφάν και με έκανε να ανατριχιάσω, παρά την σχετική ζέστη του αυτοκινήτου.
Πώς κοιμούνται έξω άνθρωποι απόψε;
Θεέ μου πας Eσύ κοντά τους;
Χριστέ μου διδάχθηκες από τα ζώα που σε χνώτιζαν στη Φάτνη και το κάνεις τώρα Εσύ στους ανθρώπους αυτούς; Ανασαίνουν την ανάσα Σου, απόψε αυτοί που κρυώνουν και τους δίνεις την θαλπωρή Σου,
Κάπως έτσι πρέπει να γίνεται, αλλιώς δεν βγαίνει. Δεν αντέχει άνθρωπος έξω απόψε.
Στους 2 βαθμούς η θερμοκρασία.......Παναγία μου, φέρε τα ρούχα που χάρισες στις συγγένισσες σου, όταν μετέστης, και σκέπασέ τους. Εκείνα από το μαλλί των προβάτων, που είχες υφασμένα με νοικοκυροσύνη.
Μπαίνοντας στο σπίτι, άπλωσε το σώμα μου στη ζεστασιά. Στο εικονοστάσι οι Άγιοι ζεστοί και Φίλοι. "Οι άνθρωποι" τους είπα "οι άνθρωποι" και μέσα μου έκλαιγαν οι κρουσταλιασμένες ανασεμιές των πάρκων της πόλης.
Οι Φίλοι δεν με κοίταξαν, όπως άλλες φορές. Ίσως επειδή δεν πήγα στα πάρκα....
Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω τί να κάνω για τους ανθρώπους που τις νύχτες χώνονται μέσα σε λερές κουβέρτες και μεγάλα τρύπια σκουφιά.....Ο Γέροντάς μου τρέχει γι αυτούς και όταν μπορώ δίνω κάτι. Αλλά το τρέξιμο του Γέροντα και το μηδαμινό κάτι μου, δεν φτάνει. Οι άνθρωποι στα πάρκα είναι πολλοί, γίνονται περισσότεροι και τo κρύο ολοένα και πιο τσουχτερό.
Σήμερα διάβασα πως η Τροϊκάνοι είπαν "παντού υπάρχουν άστεγοι. Γιατί όχι και στην Ελλάδα;"
Δεν διάβασα να τους χαστούκισε κάποιος, ούτε καν τους έκραξαν....
Χθες βράδυ, την ώρα που τρεμούλιαζα την ενοχή μου για τα αδέλφια των πάρκων, στη Βουλή ψήφιζαν τον προϋπολογισμό, με πανηγυρισμούς για το.....πρωτογενές πλεόνασμα! Τί ακριβώς είναι αυτό; Έχει κάποια σχέση με τα μελανιασμένα δάχτυλα, τα ανακατωμένα βρώμικα μαλλιά, τα ασπρισμένα χείλη ή τα παγκάκια που το καλοκαίρι στεγάζουν έρωτες και τον χειμώνα θανάτους;
Πέφτει ο ήλιος, θα νυχτώσει κι'απόψε......
Χριστέ μου συγχώρεσέ με, Κύριε ζέστανε τους δύο βαθμούς Κελσίου!

Πηγή:anazhthseis-elena

 

Ένας καθηγητής κρατούσε ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και ρώτησε τους μαθητές: ”Ποιός θέλει αυτό το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ;”
Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν πάνω το χέρι.

Τότε ο καθηγητής το τσαλάκωσε και ξαναρώτησε…. ”Υπάρχει κάποιος που θέλει ακόμη αυτό το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα; Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν πάλι πάνω το χέρι. Έπειτα έριξε το χαρτονόμισμα στο πάτωμα και άρχισε να το κλωτσά και να χοροπηδά πάνω στο 20ευρω με τα παπούτσια του. Το μάζεψε από το πάτωμα τσαλακωμένο , λερωμένο , λασπωμένο. Και τους ξανάκανε την ίδια ερώτηση : ”Ποιός θέλει αυτό το τσαλακωμένο, λερωμένο, λασπωμένο, χαρτονόμισμα των 20 ευρώ ;” Όλοι ξανά στην αίθουσα σήκωσαν πάνω το χέρι. “Παιδιά μου” τους είπε ” Σήμερα θα πάρετε ένα μεγάλο μάθημα. Ό,τι και να έκανα στο χαρτονόμισμα εσείς πάλι το θέλατε γιατί δεν έχασε την αξία του. Ακόμη αξίζει 20 Ευρώ!

Πολλές φορές στην ζωή, μας τσαλακώνουν, μας κτυπούν, μας ρίχνουν κάτω στο πάτωμα, μας ποδοπατούν, άνθρωποι και γεγονότα. Έτσι, πιστεύετε πως πλέον δεν έχετε καμία αξία, αλλά η πραγματική σας αξία δε θα έχει αλλάξει στα μάτια αυτών που σας αγαπούν πραγματικά. Ακόμη και τις μέρες που δεν είμαστε στα καλύτερα μας, η αξία μας παραμένει ”.

«ΔΑΝΕΙΖΕΙ ΘΕΩ Ο ΕΛΕΩΝ ΠΤΩΧΟΝ»
Μία μέρα, την ώρα που περνούσα μαζί με τον όσιο από την πλατεία της πόλης, βλέπω στα δεξιά μου έναν άνθρωπο, που κάτι σιγομουρμούριζε. Τον ακολουθούσαν ένα σμάρι φτωχοί και ζητιάνοι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Κι εκείνος, ενώ έκανε πως τους απόδιωχνε τάχα, τους έβαζε κρυφά στα χέρια τα ελέη της αγάπης του. Μ’ αυτόν τον τρόπο έκρυβε από τους ανθρώπους τις αγαθοεργίες Του.

Εγώ όμως το πήρα είδηση. Σκούντησα λοιπόν τον όσιο και του φανέρωσα χαμηλόφωνα την αρετή του διαβάτη. Αυτός δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε.

- Τον ξέρω, παιδί μου, είπε. Πολλές φορές έχουμε ανταμώσει. Εσύ μάθε μόνο τούτο, ότι για τον Θεό είναι μέγας.

Λίγες μέρες αργότερα του ζήτησα να μου πει κάτι γι’ αυτή την αρετή, και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.

- Ήμουνα παιδί μικρό, είπε, ίσαμε δέκα χρονών , και είχα πάει στην εκκλησία του αγίου αποστόλου Θωμά για να προσευχηθώ. Εκεί βρήκα ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Ανάμεσα στ’ άλλα μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε μάλιστα, ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς, είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του ίδιου του Κυρίου. Με κάποια δυσφορία άκουσα τα λόγια εκείνου του κήρυκα. Μου φάνηκαν υπερβολικά.

“Μα αφού ο Χριστός , όπως μου λένε, είναι στους ουρανούς, στα δεξιά του Πατέρα Του”, συλλογιζόμουν με το παιδικό μου μυαλό, “πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς; ’”. Με τέτοιες σκέψεις προχωρούσα στο δρόμο, όταν, ξάφνου, βλέπω να περνάει ένας φτωχός κουρελής , που- ω του θαύματος!- πάνω απ’ το κεφάλι του είχε την εικόνα της μορφής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Η εικόνα , αόρατη βέβαια στους άλλους, στεκόταν όρθια και ακολουθούσε το ζητιάνο παντού.

Καθώς λοιπόν αυτός περπατούσε, συναντήθηκε μ’ έναν καλό άνθρωπο, που του έδωσε ψωμί. Τη στιγμή όμως που ο φιλάνθρωπος εκείνος διαβάτης άπλωσε το χέρι του, άπλωσε κι ο Χριστός το δικό του μέσ’ από τη μετέωρη εικόνα, πήρε το ψωμί και, αφού ευχαρίστησε , το έδωσε στο φτωχό. Μα ούτε εκείνος ούτε κι ο διαβάτης κατάλαβαν τι έγινε. Ο θαυμασμός μου γι’ αυτό που είδα δεν περιγράφεται. Ε, από τότε πια πίστεψα ακράδαντα , πως όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη , το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού, που τη μορφή Του βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς. Όσο μπορώ λοιπόν ασκώ την αρετή της ελεημοσύνης . Και ο Χριστός μου μ’ ευχαριστεί για κάθε φτωχό που βοηθάω.

Από το βιβλίο: «ΕΝΑΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΟΣΙΟΣ ΝΗΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ»

Του Γεωργίου Παπαζάχου (Επίκ. Καθηγητή Καρδιολογίας)
Γράφω αυτή την επιστολή από μια εσωτερική πίεση να μιλήσω για τον Γέροντα Πορφύριο, που κοιμήθηκε πριν από 40 μέρες. Έζησα τόσα γεγονότα 14 χρόνια κοντά του, σαν ένας από τους γιατρούς του, που δεν πρέπει να το κρύψω από τους αδελφούς μου. Θα διηγηθώ μερικά περιστατικά, που παρουσιάζουν το Γέροντα σαν άρρωστο και σαν γιατρό. Συγχωρέστε μου τα προσωπικά στοιχεία, που αν αφαιρεθούν αλλοιώνουν τα γεγονότα. Ασφαλώς, άλλοι έζησαν άλλες συγκινήσεις κοντά του. Και δεν πρέπει να χαθούν, γιατί αποτελούν σημάδια της αγίας βιοτής του, αποδείξεις της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας και υποθήκες για ολόκληρη τη γενιά μας.

Ήταν πραγματικά άρρωστος. Με πλήθος αρρώστιες επάνω του. Τα περισσότερα συστήματα έπασχαν. Προσωπικά διεπίστωσα: έμφραγμα μυοκαρδίου (προσθιοδιαφραγματικό με πλαγία ισχαιμία), χρονία νεφρική ανεπάρκεια, έλκος δωδεκαδακτύλου (με επανειλημμένες γαστρορραγίες), χειρουργηθείς καταρράκτης (με αποβολή του φακού και τύφλωση), έρπης ζωστήρ στο πρόσωπο, σταφυλοκοκκική δερματίτιδα στο χέρι... βουβωνοκήλη (με συχνή περίσφιγξη), χρονία βρογχίτιδα, αδένωμα της υποφύσεως στο κρανίο.

Και η υπομονή του ιώβειος. Όταν είχε τον έρπητα σε έξαρση και όλο το δεξιό του πρόσωπο (τριχωτό κεφαλής, παρειά, αυτί, σαγόνι) ήταν μια ανοιχτή πληγή, τον ερώτησα πόσο έντονο πόνο αισθάνεται. Μου απάντησε:  “Σάν να ακουμπάω το δεξί μου μάγουλο σε τηγάνι με ζεματιστό λάδι”. Και ήταν απόλυτα ήρεμος. Δεν άφηνε ούτε υποψίες ότι υποφέρει, ούτε ένα βογγητό.

Πολλές φορές, ενώ βρισκόμουν στο κελλί του και κουβεντιάζαμε, συνέβαινε περίσφιγξη της βουβωνοκήλης του, πάντα επώδυνη. Δεν ζητούσε βοήθεια. Αγωνιζόταν να την ανατάξη μόνος του κάτω από τις κουβέρτες του.. Κανείς δε μιλούσε, ενώ από τα χείλη του ακουγόταν ψιθυριστά, με μια ανεπανάληπτη γαλήνη, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας”.

Μερικοί τον παρεξήγησαν κάποτε που φίλησαν το χέρι του καλυμμένο με μια γάζα, νομίζοντας ότι σιχαίνεται. Ήταν η εποχή που εμείς το καλύψαμε, γιατί είχε την σταφυλοκοκκική δερματίτιδα και ήταν ολόκληρο εξελκωμένο.

Αλλ’ η κουβέντα μας ένα βράδυ, μετά την καρδιολογική εξέταση και το τυπικό ηλεκτροκαρδιογράφημα, με συνεκλόνισε. Ούτε φαντάσθηκα ποτέ ότι θα μπορούσε ένας άνθρωπος να αντιμετωπίση έτσι την αρρώστια του. Μου είπε: “Θα σου εξομολογηθώ κάτι, αλλά να μείνη μυστικό. Έχω καρκίνο στην υπόφυση. Ήδη αισθάνομαι τη γλώσσα μου μεγαλωμένη και δεν γυρίζει καλά μέσα στη στοματική κοιλότητα”. Ύστερα μου ανέλυσε ιατρικά και σωστά τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και κατέληξε: “Πρέπει να ξέρης ότι, όταν ήμουν καλογεράκος -ίσως 16 χρονών- στο Άγιο Όρος αισθανόμουνα τόσο ευτυχισμένος, ιδίως μετά τη Θεία Κοινωνία, ώστε έβγαινα στο δάσος και με δάκρυα φώναζα: Δόξα Σοι, Κύριε! Ήρθες ολόκληρος μέσα μου’ σε μένα τον αμαρτωλό’ Εσύ ο Χριστός μου, που σταυρώθηκες και πόνεσες για μένα και σήκωσες τις αμαρτίες μου.  Κι εγώ τι κάνω για σένα; Ποιόν πόνο υποφέρω για σένα; Κύριε, στείλε μου έναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου έναν καρκίνο, να υποφέρω και γω μαζί Σου! Αυτή την προσευχή την έκανα συνέχεια και μετά το εξομολογήθηκα στους Γεροντάδες μου. Εκείνοι μου σύστησαν να μην την επαναλάβω, γιατί εκπειράζω τον Θεό. Ξέρει εκείνος τι θα κάνη. Δεν την ξανάκανα αυτή την προσευχή. Αλλά τώρα, Γιωργάκη μου, μου τον έστειλε τον καρκίνο! Καταλαβαίνεις την ευεργεσία; Έστω και αργά, θα υποφέρω λίγο μαζί Του”. Έμεινα ενεός. Πρώτη φορά στην ιατρική σταδιοδρομία μου άκουγα τη φράση: “Δόξα τω Θεώ, έχω καρκίνο!”. Είχα ξεχάσει ότι μπροστά μου δεν βρισκόταν άνθρωπος κοινός - ήταν ο Γέροντας Πορφύριος.

Ωστόσο ποτέ δεν αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια των πολλών γιατρών-πνευματικών του παιδιών. Μάλιστα μια μέρα τον ερώτησα: “Γιατί πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, κυρίως μοναχοί, αρνούνται την ιατρική βοήθεια, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήση κατ’ ευθείαν η Παναγία;”. Μου απάντησε: “Είναι εγωϊσμός -πονηρή ενέργεια- να νομίζης ότι ο Θεός θα κάνη, κατ’ εξαίρεση από τους πολλούς, θαυματουργική επέμβαση για σένα. Ο Θεός κάνει θαύματα και τώρα, αλλά εσύ δεν πρέπει να το προσδοκάς για σένα. Είναι εγωϊστική εξαίρεση. Άλλωστε και μέσω των γιατρών ο ίδιος ο Θεός ενεργεί. “Ιατρούς και φάρμακα Κύριος έδωκεν”, λέει η Αγία Γραφή”.

Δεχόταν δε μόνο την κλασσική ιατρική, πολλά κεφάλαια της οποίας γνώριζε άριστα. Με την εμπειρία του από τη μακρά θητεία στην Πολυκλινική Αθηνών και με το θεϊκό “χάρισμά” του έβλεπε βαθύτερα την αρρώστια και πολλές φορές μας στρίμωχνε με σαφώς επιστημονικές ερωτήσεις.

Ο Γέροντας θεραπεύει

Ειδικότητά του η “τηλε-διαγνωστική”! Έβλεπε με καταπληκτική ακρίβεια αλλαγές στον εαυτό του και σε άλλους’ συχνά και στους γιατρούς του.

Ο ίδιος μου διηγήθηκε ότι διέγνωσε υπογοναδισμό σε έναν νέο μόνο κοιτάζοντάς τον, κάταγμα σπονδύλου σε μια μοναχή που βρισκόταν σε άλλη πόλη. Είναι ίσως χιλιάδες αυτοί που δέχθηκαν τη διαγνωστική του ενέργεια και επιβεβαιώθηκε η νόσος αργότερα και επιστημονικά.

Εδώ θα αναφέρω μια αυτοδιάγνωσή του. Διεπίστωσε μεταβολές στο ηλεκτροκαρδιογράφημά του, χωρίς καρδιογράφο. Ένα βράδυ μου τηλεφώνησε ανήσυχος: “Έλα, έστω και αργά, και θα δης αλλοιώσεις στο καρδιογράφημα. Πονάω σήμερα, πολλές φορές, και ο πόνος είναι στηθαγχικός”. Διαπίστωσα πράγματι ισχαιμικές μεταβολές (στις απαγωγές v3-v6) και τον ρώτησα σε ποιο stress βρέθηκε σήμερα. Άρχισε να κλαίη και με διακοπές να μου περιγράφη λεπτομερώς σκηνές από τις οδομαχίες στη Ρουμανία. Ήταν η ημέρα της εξεγέρσεως του λαού κατά του Τσαουσέσκου και με το “χάρισμά” του έβλεπε τους πυροβολισμούς και τους θανάτους στις πλατείες, όπως τις δημοσίευσαν οι εφημερίδες τις επόμενες ημέρες. Συνέχισε να κλαίη και τον παρεκάλεσα να ζητήση από τον Θεό να του αφαιρέση για λίγο αυτή την “όραση”. Η καρδιά του βρισκόταν σε κίνδυνο από την ένταση. Θα μπορούσε να κάνη επέκταση του εμφράγματός του. Στην ίδια ένταση βρισκόμουν κι εγώ, βλέποντας την ευαισθησία της “άλλης” καρδιάς ενός αγίου. Έκρυψα τα μάτια μου με το καρδιογράφημα και σκεφτόμουν: Τι σημασία έχουν, Γέροντα, για σένα τα νιτρώδη αντιστηθαγχικά φάρμακα που ετοιμάζομαι να σου δώσω; Εσύ δεν είσαι εκ του κόσμου τούτου. Η καρδιά σου χτυπά στον Ωρωπό και ζη στην Ρουμανία. Στο ηλεκτροκαρδιογράφημα η καρδιά φαίνεται με ισχαιμική “κατάσπαση” του Sε διαστήματος, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται σε μεγάλη “ανάσπαση” προς τον ουρανό. Έφυγα αργά με τον τρόμο ότι είδα λίγο από το φως ενός αγίου.

Εγώ πήγαινα στο κελί του σαν διαγνώστης γιατρός, αλλά πολλές οι φορές που εκείνος έκανε διαγνώσεις για μένα. Θα αναφέρω δύο: Είχα χειρουργηθή από τον καθηγητή κ. Βασ. Γολεμάτη (δύο βουβωνοκήλες ταυτόχρονα) και ενώ ήμουν στη φάση της αναρρώσεως, πήγαμε με τη γυναίκα μου στον Ωρωπό. Δεν ξέρω αν είχε μάθει από φίλους ότι ήμουν χειρουργημένος, αλλά μόλις μπήκαμε με κοίταξε επίμονα για πολλή ώρα στην κοιλιά και μου είπε: “Βλέπω ότι δεξιά έγινε καλή εγχείρηση, αλλά αριστερά αριστοτεχνική’ γιατί περιποιήθηκε τόσο εκεί;”. Η γυναίκα μου μου έκανε νόημα: “Τι λέει ο Γέροντας;”. Δεν είχα πει ούτε σε εκείνη ούτε σε άλλον ότι ο χειρουργός είχε εφαρμόσει την μέθοδο Soudaice αριστερά, επειδή ήταν μεγάλη. Ο Γέροντας το “είδε”.

Τον Δεκέμβριο του 1990 ήμουν στο κρεβάτι με την πολλοστή γαστρορραγία μου. Σε κάποια στιγμή έντονου προβληματισμού μου αν πρέπη να χειρουργηθώ ή όχι, χτύπησε το τηλέφωνο. Μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του Γέροντα: “Αυτές τις μέρες σε επισκέπτομαι συχνά και με το “χάρισμα”, που μου έδωσε ο Θεός ενεργώ θεραπευτικά. Ποτέ δεν είχα μπει στο σπίτι σου τόσες πολλές φορές σε λίγες μέρες.....Κάτι μου λέει να μην το χειρουργήσης τώρα, αλλά να αλλάξης τρόπο ζωής, να χαλαρώσης. Άφησε το χειρουργείο να το σκεφθούμε αργότερα. Τι κάνω εγώ τώρα το γιατρό στο γιατρό; (γελάει). Να ξεκουράζεσαι περισσότερο, γιατί σε αγαπάει ο κόσμος. Μου έφαγες τη δόξα (γελάει)”. Φαντάζεσθε πώς ένοιωσα κάτω από αυτή την προστατευτική του παρουσία!

Αγαπούσε τόσο πολύ όλους τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν και, φυσικά, και τους γιατρούς του, ώστε να ενεργοποιή για μας το θεραπευτικό χάρισμά του. Όσοι τον πλησίαζαν ανεπιτήδευτα έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Πολλές φορές έπαιρνα μαζί μου φιλικά ή συγγενικά πρόσωπα, που εξεπλήσσονταν, όταν άρχιζε να μιλάη για το πρόβλημά τους, χωρίς εγώ να τον ενημερώσω εκ των προτέρων. Κάποια κυρία, φεύγοντας, ήθελε να δώσω όρκο ότι δεν του μίλησα για κείνη πριν πάμε στον Ωρωπό.

Το χάρισμά του τον έκανε περισσότερο ευαίσθητο απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ένα σούρουπο διέκοψαν την καρδιολογική εξέταση οι μοναχές, γιατί έξω είχαν συγκεντρωθεί πολλοί άνθρωποι και περίμεναν να πάρουν την ευχή του πριν νυχτώση. Βγήκα έξω από το κελί και οι επισκέπτες φίλησαν απλώς το χέρι του. Ήταν κουρασμένος και δε μίλησε σε κανέναν. Η τελευταία κυρία βγήκε κλαίγοντας. Όταν ξαναμπήκα βρήκα τον Γέροντα να κλαίη. “Αυτά παθαίνω πάντα, μου είπε. Είδα τώρα αυτή τη μητέρα να τη δέρνη αύριο ο ναρκομανής γιος της, για να του δώση χρήματα. Και η καημένη ασφαλώς θα σκανδαλίστηκε που έχει τέτοιο πρόβλημα και έφυγε χωρίς βοήθεια... Τι μπορείς εσύ να κάνης, φτωχέ Πορφύριε... Κύριε Ιησού...”. Και επανέλαβε πολλές φορές ψιθυριστά τη λέξη “Ιησού”.

Ήταν τόσο απλός και γλυκός άνθρωπος, ώστε να μη κωλύεσαι να του απευθύνης οποιαδήποτε ανόητη ερώτηση. Έτσι μια μέρα τον προκάλεσα αδιάκριτα: “Πώς ξέρεις, Γέροντα, ότι αυτό το προορατικό σου χάρισμα είναι από τον Θεό και όχι από τον Διάβολο;”. Γέλασε καλοκάγαθα και μου είπε: “Το δοκίμασα. Είναι εκ Θεού, γιατί δεν λανθάνει. Να σου δώσω παράδειγμα; Η νεωκόρος στην Πολυκλινική πόναγε στο δεξιό άνω γομφίο και κράταγε το δεξιό μάγουλό της. Της είπα ότι είναι χαλασμένος ο αριστερός γομφίος. Εκείνη επέμενε, αλλά όταν γύρισε από τον οδοντίατρο μου είπε ενθουσιασμένη ότι είχα δίκαιο. Στην ακτινογραφία η βλάβη ήταν αριστερά, αλλά αισθανόταν τον πόνο δεξιά, επειδή ήταν στο ίδιο νευροτόμιο. Αν, λοιπόν, ήταν από τον πονηρό, αυτή η προόραση θα βασιζόταν στο αίσθημα του ασθενούς και θα’ βγαινε λανθασμένη. Του Θεού η ενέργεια δεν σφάλλει”.

Ο Γέροντας σαν γιατρός μου δεν “έβλεπε” μόνο τις σωματικές μου ασθένειες. Φρόντιζε και για τις πολλές πνευματικές ατέλειές μου. Προσπάθειά του να βρω την ταπείνωση. Ένα απόγευμα μου τηλεφώνησε στο ιατρείο, ακριβώς μετά την υπερβολική εκδήλωση αγάπης ενός ζεύγους ασθενών μου που περιποιήθηκα. Μεταφέρω τα λόγια του: “Γιωργάκη, είμαι ο Γέροντας. Εμείς οι δυο θα πάμε μαζί στην κόλαση. Θα ακούσουμε: Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου... Τα αγαθά σου εν τη ζωή σου απήλαυσες, α δε ητοίμασας τίνι έσται;”. Τον διέκοψα: “Τι απολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αυτή τη ζωή; Το σαράβαλο αυτοκίνητο, το άδειο βιβλιάριο ή τον ανύπαρκτο ύπνο μας;”. Απάντησε απότομα: “Τι είναι αυτά που λες; Δε σου λέει ο κόσμος: Τι καλός γιατρός που είσαι; Μας αγαπάς, μας φροντίζεις, δε μας γδέρνεις. Και συ τα αποδέχεσαι, τα χάφτεις. Έ! Τον έχασες το μισθό σου. Το ίδιο παθαίνω και εγώ. Μου λένε πως έχω “χαρίσματα”, πως μπορώ να τους ακουμπήσω και να κάνω θαύματα, πως είμαι άγιος. Και τα χάφτω, ο ανόητος και αδύναμος. Έ! Γι’ αυτό σου είπα ότι μαζί θα πάμε στην κόλαση!”. “Αν είναι να πάμε μαζί”, του απάντησα, “πάμε και στην κόλαση!”. Κι εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο, λέγοντας: “Εγώ σου μιλάω σοβαρά και συ πάντα αστειεύεσαι. Καλή μετάνοια και στους δυο μας”.

Άλλη μέρα ήμουν βαρύθυμος, σκεπτόμενος ότι έφυγαν τα περισσότερα χρόνια μου άκαρπα μέσα από άχρηστες καθημερινές λεπτομέρειες. Τηλεφώνησε ο Γέροντας και με αναπτέρωσε με δυο-τρεις φράσεις του: “Άκουσες ποτέ, γιατρέ, το “ου μη γεύσονται θανάτου”; Μπορούμε, αν θέλουμε, να αποφύγουμε την πεθαμενίλα. Αρκεί να αγαπήσουμε τον Χριστό. Και συ “εξ όλης της καρδίας σου”, κύριε καρδιολόγε” (γελάει).

Ο Γέροντας δεν ήταν μόνο γιατρός. Ήταν και κτηνίατρος. Αγαπούσε τα ζώα. Εξημέρωσε επιθετικούς παπαγάλους και τους έμαθε την Ευχή. Εξεπλάγην όταν άκουσα μέσα στο κελί τον παπαγάλο να επαναλαμβάνη την ευχή. “Είναι πιο πνευματικός από μένα”, είπε. “Εγώ αποκάμνω και κοιμούμαι, αλλ’ αυτός αγρυπνεί”. Τελευταία προσπαθούσε να εξημερώση έναν αετό. Κάποιο Σαββατοκύριακο, στη βόρειο Εύβοια που ησύχαζε, συνέβη το εξής, που μου διηγήθηκε ο ίδιος: “Μιά τσομπάνισσα παρακάλεσε να διαβάσω μια ευχή στο κοπάδι της, γιατί αρρώσταιναν τα γίδια της. Συμφώνησα και έφεραν όλο το κοπάδι κοντά στο εκκλησάκι που έμενα. Στάθηκα μπροστά στο κοπάδι, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά και είπα διάφορες προσευχές από ψαλμικούς στίχους που αναφέρονται στην κτίση. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή στα ζώα. Κανένα δεν κουνιόταν. Ύστερα κατέβασα τα χέρια μου και ο τράγος κινήθηκε μόνος του. Ήρθε κοντά, μου φίλησε το χέρι και υποχώρησε ήρεμα... Τα λέω σωστά Πηνελόπη;” φώναξε στην ανηψιά του, που στεκόταν πιο πέρα. “Ναι, Γέροντα. Ακριβώς έτσι έγιναν. Εγώ ήμουν εκεί”.

Κάθε φορά που πήγαινα στον π. Πορφύριο με συνείχε φόβος μήπως αυτή είναι η τελευταία φορά που τον εξετάζω. Έτσι φρόντιζα να κάνω ψηλάφηση καρδιακής ώσεως και καρωτίδων για αρκετή ώρα, με την βεβαιότητα ότι ψηλαφώ το σώμα ενός αυριανού αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όταν έπαιρνα το χέρι μου από το προκάρδιο επανελάμβανε το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον κόσμο σου”. Πόσα να οφείλη άραγε αυτός ο κόσμος, η γενιά μας, σ’ αυτές τις προσευχές του Γέροντα Πορφυρίου! Και πόσα του οφείλω εγώ προσωπικά!

Φεύγοντας, έσκυβα να πάρω την ευχή του και άλλοτε μου έδινε χαστούκι (ήταν η άκρα εκδήλωση της χαράς του) ή άλλοτε έσφιγγε το κεφάλι μου στα δυο του χέρια, λέγοντας την ευχή (ήταν το δικό του ηλεκτροεγκεφαλογράφημα).

Τώρα εξηγώ γιατί ο Θεός φύτεψε μέσα μου την επιθυμία να σπουδάσω ιατρική σε μεγάλη ηλικία και να γίνω καρδιολόγος. Ήθελε να γνωρίσω και να ψηλαφήσω από κοντά τον απλό, προσηνή και χαρισματικό άγιο Γέροντα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη.

Κάποια μέρα μου είπε: “Όταν θα φύγω θα είμαι πιο κοντά σας. Μετά θάνατον καταργούνται οι αποστάσεις”. Ελπίζω τώρα να μπαίνη ευκολότερα στα σπίτια μας και στις καρδιές μας.

«Ὁ Χριστὸς εἶναι φίλος καὶ τὸ φωνάζει:
Σᾶς ἔχω φίλους, βρὲ δὲν τὸ καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια.
Βρέ, ἐγὼ δὲν βαστάω τὴν κόλαση στὰ χέρια, δὲν σᾶς φοβερίζω·
σᾶς ἀγαπάω!»
«Ἀγαπήσατε τὸν Χριστὸν
καὶ μηδὲν προτιμῆστε τῆς Ἀγάπης Αὐτοῦ»
«Νὰ εὔχεσαι ἔτσι ἁπλά, ἁπλὰ καὶ ταπεινά, μὲ πίστη ἁπλή, χωρὶς νὰ περιμένεις νὰ σοῦ ἀπαντήσει ὁ Θεός. Χωρὶς νὰ δεῖς τὸ χέρι του ἢ τὸ πρόσωπό του ἢ τὸ φωτισμό του. Τίποτα! Νὰ πιστεύεις!
Ἐφόσον μιλᾶς μὲ τὸν Θεό, μιλᾶς πραγματικὰ μὲ τὸν Θεό».
Γέρων Πορφύριος

katafigioti

lifecoaching