E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε τον Αββά Λογγίνο ποιά αρετή θεωρεί σπουδαιότερη απ' όλες. Ο σοφός Γέροντας αποκρίθηκε:

— Καθώς η υπερηφάνεια είναι το πιο μεγάλο από όλα τα κακά, αφού κατώρθωσε να ρίξη τους Αγγέλους από τον Ουρανό στην άβυσσο, έτσι και η ταπεινοφροσύνη είναι η πιο μεγάλη απ' όλες τις αρετές. Αυτή έχει τη δύναμι κι από την άβυσσο ακόμη ν' ανεβάση στον Ουρανό τον αμαρτωλό. Για το λόγο αυτό ο Κύριος μακαρίζει πριν απ' όλους τους πτωχούς τω πνεύματι.

* * *

ΠΡΟΤΙΜΩ πτώσι με ταπεινοφροσύνη, παρά νίκη με υπερηφάνεια, λέγει άλλος Πατήρ.

* * *

ΚΑΙ Ο ΑΒΒΑΣ  Σαρματιας:

— Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό, που αναγνωρίζει το σφάλμα του και ταπεινώνεται, παρά ενάρετο με αυταρέσκεια.

* * *

ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, πότε αποκτά ο άνθρωπος ταπείνωσι.

— Όταν θυμάμαι τις αμαρτίες του συνεχώς; αποκρίθηκε.

* * *

ΑΛΗΘΙΝΗ ταπείνωσι έχει εκείνος που βάζει πρώτος μετάνοια, ενώ του φταίει ο άλλος, λέγει άλλος Πατήρ.

* * *

ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιον από τους Πατέρας, ποιά νομίζει πως είναι η αληθινή πρόοδος του ανθρώπου.

— Η ταπεινοφροσύνη, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό. Όσο πιο πολύ κατεβαίνει ή ψυχή σε βάθος ταπεινοφροσύνης, τοσο αναβαίνει σ' όλες τις άλλες αρετές.

* * *

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας επαρχίας έπεσε μια φορά σε μεγάλη αμαρτία. Την άλλη μέρα ήταν γιορτή κι επρόκειτο να λειτουργήση σε μιαν εκκλησία, που πανηγύριζε και που πήγαινε συνήθως ολόκληρη η πόλις. Μόλις μπήκε στην εκκλησία ο Επίσκοπος, ανέβηκε στον άμβωνα, φανέρωσε μπροστά στο πλήθος την αμαρτία του, έβγαλε το ωμοφόριό του, το έδωσε στο Διάκονό του, και είπε με πολλή συντριβή δυνατά για ν' ακουστή απ' όλους:

— Ύστερα από τέτοια αμαρτία, δεν μπορώ να είμαι πια Επίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον άξιο.

Έκανε να φύγη, ο κόσμος όμως, που τον αγαπούσε, τον εμπόδισε.

— Μείνε στη θέσι σου κι ας είναι επάνω μας η αμαρτία σου, φώναξαν όλοι με μια φωνή.

Συγκινημένος ο Επίσκοπος από την αγάπη του λαού, ανέβηκε πάλι στον άμβωνα και φώναξε:

— Αν θέλετε να μείνω στη θέσι, που ανάξια κατέχω, θα κάνετε ό,τι σας ειπώ.

Πρόσταξε να κλειστούν άμεσως οι πόρτες της εκκλησίας και να μείνη μόνο μια μικρή έξοδος. Έπεσε κατάχαμα μπροστά σ' αυτή και είπε δυνατά στο εκκλησίασμα για να τον ακούσουν όλοι:

— Δεν θα έχη μέρος με τον Θεό όποιος δεν με πατήση, προτού βγή από εδώ.

Οι χριστιανοί, για να μη χάσουν τον Επίσκοπο τους, υπήκουσαν. Ένας-ένας, που έβγαινε, πατούσε από πάνω του. Όταν πέρασε και ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να λέγη:

— Για τη μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε η αμαρτία του.

* * *

ΕΙΔΑ κάποτε, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου και τρόμαξα.

— Ποιός τάχα μπορεί να τις ξεφύγη; έλεγα στενάζοντας. Άκουσα τότε μυστηριώδη φωνή να μου αποκρίνεται:

— Ο ταπεινόφρων.

* * *

ΝΕΟΣ Μοναχός ακόμη ο Αββάς Ποιμήν, ζήτησε να μάθη από τον Μέγα Αντώνιο τι έπρεπε να κάνη για να βρη τη σωτηρία του:

— Να παραδέχεσαι τα σφάλματά σου με συντριμμένη καρδιά, του αποκρίθηκε ο Πατήρ των Πατέρων, και να ταπεινώνεσαι μπροστά στον Θεό. Να υπομένης επίσης καρτερικά τους Πειρασμούς, που σου συμβαίνουν, και να είσαι βέβαιος πως θα σωθής.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Εἶπα στὸν γέροντα ἀσκητὴ ὀγδοντάρη :

«Πές μου πατέρα μου

Γιατί σὲ τούτη δῶ τὴ σφαῖρα

Ἀχώριστα περιπατοῦν ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα;

Γιατί σὰν νὰ ‘σὰν δίδυμα φυτρώνουνε ἀντάμα

Τ ’ἀγκάθι καὶ τὸ λούλουδο, τὸ γέλιο καὶ τὸ κλάμα;

Γιατί στὴν πιὸ ἑλκυστική τοῦ δάσους πρασινάδα

Σκορπιοὶ φωλιάζουν κι’ ὄχεντρες καὶ κρύα

φαρμακάδα;

Γιατί προτοῦ τὸ τρυφερὸ μπουμπούκι ξεπροβάλλει

Καὶ ξεδιπλώσει μπρὸς στὸ φῶς τ’ ἀμύριστά του κάλλη

Μαῦρο σκουλήκι ἔρχεται μιὰ μαχαιριὰ τοῦ δίνει

Κι ἕνα κουρέλι ἄψυχο στὴν κούνια του τὸ ἀφήνει;

Τέλος γιατί εἰς τοῦ παντὸς τὴν τόση ἁρμονία

Νὰ χώνεται ἡ σύγχυσις κι ἡ ἀκαταστασία;


Ἀπήντησεν ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴ βαρειὰ φωνή του

 

Πρὸς οὐρανοὺς ὑψώνοντας τὸ χέρι τὸ δεξί του


«Ὀπίσω ἀπὸ τὰ χρυσὰ ἐκεῖ ἐπάνω νέφη

Κεντᾶ ὁ Μεγαλόχαρος ἀτίμητο γκεργκέρφι*

Κι ἐφόσον εἰς τὰ χαμηλὰ ἐμεῖς περιπατοῦμεν

Τὴν ὄψη τὴ ξανάστροφη παιδί μου θεωροῦμεν

Καὶ εἶναι ἄρα φυσικὸν λάθη ὁ νοῦς νὰ βλέπει

Ἐκεῖ ποὺ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει πρέπει.


Περίμενε σὰν Χριστιανὸς νὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα

Ποὺ ἡ ψυχή σου φτερωτὴ θὰ σχίσει τὸν αἰθέρα

Καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ κέντημα ἀπ’ τὴν καλὴ κοιτάξεις

Καὶ τότε… ὅλα σύστημα θὰ σοῦ φανοῦν καὶ τάξις».

*γκεργκέφι = κέντημα

Καλλίνικος Κωνσταντῖνος (Πρωτοπρεσβύτερος (+)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που αγαπά τη σιωπή κι αποφεύγει τις πολλές κουβέντες, έλεγε ο Αββάς Μωϋσής, μοιάζει με ώριμο σταφύλι, γεμάτο γλυκό χυμό· ο πολυλογάς με αγουρίδα.

* * *

ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, που με τα χείλη σωπαίνουν και με το νού φλυαρούν, λέγει άλλος Πατήρ. Άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε απ' αυτά που λένε δεν είναι περιττό κι ανώφελο.

* * *

ΑΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ την αρετή της σιωπής, λέγει κάποιος Αββάς, μη καυχηθής πως κατώρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλλίτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς.

* * *

ΈΝΑΣ από τους Γέροντας σε κάποια σκήτη είχε διορατικό χάρισμα. Όταν γινόταν σύναξι και συζητούσαν ζητήματα πνευματικά οι Πατέρες, ο Γέροντας έβλεπε γύρω του Αγγέλους να τους χειροκροτούν. Όταν η συζήτησι γύριζε στα γήινα, οι Άγγελοι απομακρύνονταν λυπημένοι.

* * *

ΠΟΣΟ δυσκολεύομαι να συγκρατώ τη γλώσσα μου! έλεγε μια μέρα ένας νέος Μοναχός στον Αββά Νισθερώ πολύ στενοχωρημένος.

— Όταν κουβεντιάζης, βρίσκεις ξεκούρασι;

— Ποτέ.

— Τότε για ποιό λόγο κουβεντιάζεις; Μάθε να σωπαίνης. Προτίμα καλλίτερα ν' ακούς τους άλλους να μιλούν, όταν πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, τον συμβούλεψε ο σοφός Γέροντας.

                                                            * * *

ΛΕΝΕ πως τρία χρόνια κρατούσε συνεχώς στο στόμα του ένα βότσαλο ο Αββάς Αγάθων για να συνηθίση τη γλώσσα του στην τελεία σιωπή

* * *

ΤΡΕΙΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρεις διαφορετικούς δρόμους για την αγάπη του Χριστού.

Ο ένας αποφάσισε ν' αφιερώση τη ζωή του στο να συμφιλιώνη μεταξύ τους τους εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθειά το έργον του ειρηνοποιού.

Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους.

Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στην έρημο να ζήση ξένος κι άγνωστος ανάμεσα στους ασκητάς και ερημίτας.

Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο πρώτος, αηδιασμένος από τις δολοπλοκίες, τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε να βρη το σύντροφο του να ιδή μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του. Αλλά κι εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία κι η κακομοιριά των συνανθρώπων του ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφθανε να την ανακουφίση, καθώς ήθελε. Κι οι δυο μαζί τότε ξεκίνησαν να συναντήσουν τον παλιό τους φίλο, να ιδούν τι κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριό του κι αφού του διηγήθηκαν τα βάσανα τους, τον ρώτησαν τι απόκτησε ζώντας τόσα χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Εκείνος αντί να τους αποκριθή με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο: Πήρε ένα δοχείο, το γέμισε νερό κι είπε στους φίλους του να κυττάξουν μέσα.

— Βλέπετε τίποτε; τους ρώτησε.

— Νερό ταραγμένο.

Ύστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πια, τους είπε να ξανακυττάξουν μέσα.

— Τι βλέπετε;

— Τα πρόσωπά μας, αποκρίθηκαν εκείνοι.

— Να, λοιπόν, τι απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλλίτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένοιωσα κόπο κι απογοήτευσι.

Οι άλλοι δυο συμφώνησαν πως ο ερημίτης είχε δίκαιο.

* * *

ΈΝΑΣ αρχάριος Μοναχός συμβουλεύθηκε κάποιον διακριτικό Γέροντα:

— Αν η συμπεριφορά του Αδελφού μου με σκανδαλίζει, Αββά, πρέπει εγώ να του ζητήσω συγγνώμη;

— Ζήτησέ του συγγνώμη, αποκρίθηκε ο Γέροντας, αλλά πάψε να τον συναναστρέφεσαι. Δεν ακούς τον Μέγα Αρσένιο τι συμβουλεύει; με όλους έχε αγάπη, αλλ' από όλους άπεχε.'


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΕΝΑΣ νέος αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθή στο δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με τη συνείδησί του, ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετανοια του ανθρώπου.

— Αν κατά τύχη σκιστή κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο;

— Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωσι.

— Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το φόρεμα σου κι εύκολα δεν το πετάς, πως δε θα λυπηθή ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνη ό,τι είναι δυνατόν για να το διορθώση; είπε ο καλός Γέροντας κι ανάπαυσε το νέο.

* * *

ΕΝΑΣ αρχάριος Μοναχός πήγε στενοχωρημένος στον Όσιο Ποιμένα.

— Έπεσα σε μεγάλο σφάλμα, Αββά, του εξωμολογήθηκε, και θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια για να μετανοήσω.

— Είναι πολλά, του είπε ο Όσιος.

— Είναι αρκετοί τρείς μήνες, τότε;

— Και τόσο είναι πολύ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Εγώ σου λέγω πως, αν ειλικρινά μετανοήσης και πάρης σταθερή απόφασι να μην επαναλάβης ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότης του Θεού.

* * *

ΑΛΛΟΣ Αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα, αν ο Θεός εύκολα συγχωρή τις αμαρτίες του ανθρώπου.

— Πώς είναι δυνατόν να μη συγχωρή, τέκνον μου, Εκείνος που δίδαξε τη μακροθυμία στους ανθρώπους; Δεν παραγγέλλει στον Πέτρο να συγχωρή εκείνον που του σφάλλει «έως εβδομηκοντάκις επτά» δηλαδή επάπειρον; αποκρίθηκε ο Γέρων.

* * *

ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος πάλι ζήτησε να του εξηγήση τι ακριβως είναι μετάνοια.

— Η μη επανάληψις της ιδίας αμαρτίας, αποκρίθηκε ο Όσιος Ποιμην.

* * *      

ΕΝΑΣ Αδελφός εξωμολογήθηκε στον Αββά Σισώη:

— Έπεσα, Πάτερ. Τι να κάνω τώρα;

— Σήκω, του είπε με τη χαρακτηριστική του απλότητα ο Άγιος Γέροντας.

— Σηκώθηκα, Αββά, μα πάλι έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ωμολόγησε με θλίψι ο Αδελφός.

— Και τι σ' εμποδίζει να ξανασηκωθής;

— Ως πότε; ρώτησε ο Αδελφός.

— Έως ότου σε βρή ο θάνατος ή στην πτώσι ή στην έγερσι. Δεν είναι γραμμένο «όπου εύρω σε εκεί και κρινώ σε»; εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου στον Θεό να βρεθής την τελαυταία σου στιγμή σηκωμένος με την άγια μετάνοια.

* * *

ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος νέος παραστράτησε, μα τόσο μετανόησε, όταν η θεία Χάρις τον επεσκέφθηκε στο άκουσμα ενός μόνο κηρύγματος, που άφησε τον κόσμο και έγινε καλόγερος. Έφτιαξε μια καλύβα στην έρημο κι έκλαιε κάθε μέρα με πολύ πόνο τις αμαρτίες του. Με τίποτε δε μπορούσε να παρηγορηθή.

Μια νύχτα, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς, περιτριγυρισμένος από φως ουράνιο. Πήγε κοντά του με καλωσύνη:

— Τι έχεις, άνθρωπε, και κλαις με τόσο πόνο; τον ρώτησε με τη γλυκειά φωνή Του.

— Κλαίω Κύριε, γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο αμαρτωλός.

— Ω, τότε σήκω.

— Δε μπορώ μόνος, Κύριε.

Άπλωσε τότε το θεϊκό Του χέρι ο Βασιλιάς της αγάπης και τον βοήθησε να σηκωθή. Εκείνος όμως δεν σταμάτησε να κλαίη.

— Τώρα γιατί κλαις;

Πονώ, Χριστέ μου, γιατί σε λύπησα. Ξώδεψα τον πλούτο των χαρισμάτων Σου σε ασωτίες.

Έβαλε τότε με στοργή το χέρι Του ο φιλάνθρωπος Δεσπότης στο κεφάλι του πονεμένου αμαρτωλού και του είπε με ιλαρότητα:

— Αφού για μένα πονάς τόσο πολύ, εγώ έπαυσα πια να λυπάμαι για τα περασμένα.

Ο νέος σήκωσε το βλέμμα του να ευχαριστήση το Σωτήρα του, μα Εκείνος δεν ήτο πια εκεί. Στη θέσι που πατούσε είχε σχηματισθή ένας πελώριος ολόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πια από το βάρος της αμαρτίας, έπεσε και τον προσκύνησε.

Μ' ευγνωμοσύνη στην ψυχή, ύστερα από το όραμα εκείνο, κατέβηκε πάλι στην πολιτεία ο νέος για να γίνη πιο θερμός κήρυκας της μετανοίας και να οδηγήση στον Χριστό πολλούς άλλους παραστρατημένους.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΕΝΑΣ Μοναχός κατέβηκε στην πόλι να πουλήση το εργόχειρό του. Στο δρόμο συνάντησε κατά τύχη μια ωραία νέα, θυγατέρα ειδωλολάτρου ιερέως. Άφησε αφύλαχτο τον εαυτό του και τόσο κυριεύτηκε από την κακή επιθυμία, πού ξέχασε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον Χριστό για παρθενία και αγνότητα και τη ζήτησε από τον πατέρα της για σύζυγο.

— Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ, του είπε εκείνος, αν δεν ρωτήσω πρώτα το θεό μου.

Πήγε πράγματι στο μαντείο να πάρη χρησμό.

— Ζήτησέ του ν' αρνηθή το σχήμα του Μοναχού και το Βάπτισμά του, απάντησε το μαντείο ή μάλλον ο διάβολος.

Αρνούμαι και τα δύο, τόλμησε να ξεστομίση ο δυστυχισμένος καλόγερος, σκοτισμένος από την παράλογη επιθυμία του. Τότε είδε να βγαίνη από το στόμα του ένα κάτασπρο περιστέρι και να χάνεται στο άπειρο.

Ο πατέρας της νέας όμως δεν ικανοποιήθηκε αμέσως, ζήτησε και δεύτερο χρησμό.

— Μη του δώσης τη θυγατέρα σου, είπε το μαντείο. Ο Θεός του δεν τον εγκατέλειψε ακόμη.

Σαν τ' άκουσε ο αρνητής συγκλονίστηκε, συντρίφτηκε η καρδιά του.

— Ο άθλιος εγώ, εφώναξε, αρνήθηκα ένα Θεό που ποτέ δεν αρνείται το έργον των χειρών Του.

Θρηνώντας τη φοβερή αμαρτία του πικρά, σαν τον Πέτρο, γύρισε στην έρημο. Πήγε ευθύς σ' έναν από τους αγίους Πατέρας κι εξομολογήθηκε βαθειά μετανοημένος.

Εκείνος τον άκουσε με κατανόησι, τον στήριξε, τον παρηγόρησε, αλλά του έδωσε βαρύ επιτίμιο:

— Κλείσου σ' εκείνο το απόμερο σπήλαιο, του είπε και του έδειξε τη σπηλιά που ήταν επάνω από την καλύβα του, στην κορφή του βράχου. Τρώγε λίγο ξερό ψωμί μια φορά στις τρεις ημέρες και μη παύσης να προσεύχεσαι με θερμά δάκρυα στον φιλάνθρωπο Θεό να σ' ελεήση. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ για χάρι σου κι ελπίζω πως με κάποιο σημείο θα μας φανερώση ο Κύριος πως δέχτηκε τη μετανοιά σου.

— Ο Αδελφός ακολούθησε πιστά τη συμβουλή του Αγίου Γέροντος. Ενήστευε όμως κι ο Πνευματικός και συγκοπίαζε με τον μετανοούντα.

— Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, έλεγε στην προσευχή του, με πολύ πόνο, ο συμπαθής Γέροντας, χάρισε μου την ψυχή του Αδελφού και δέξου τη μετάνοιά του.

Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε τους στεναγμούς και των δύο. Ύστερα από μια βδομάδα που πήγε ο Γέροντας να ιδή τι κάνει ο Αδελφός, εκείνος του φανέρωσε πως είχε διακρίνει πολύ ψηλά στον ουρανό το περιστέρι, που με την άρνησι είχε βγή απ' το στόμα του.

— Εξακολούθησε τον αγώνα, Αδελφέ, κι έχε την ελπίδα σου στο θείο έλεος, είπε ο Γέροντας και τον άφησε πάλι μόνο.

— Πέρασε ακόμη μια βδομάδα κι ο Αδελφός, πιο παρηγορημένος, εξωμολογήθηκε στο Γέροντα πως το ποθούμενο περιστέρι πήγε και στάθηκε πολύ κοντά στο κεφάλι του.

— Συνέχισε, τέκνο, την καλή σου μετάνοια, είπε εκείνος ευχαριστημένος.

Σαν πέρασε κι η τρίτη βδομάδα, πήγε πάλι ο καλός Πνευματικός να επισκεφθή την ψυχή που είχε αναλάβει. Βρήκε τον Αδελφό να κλαίη από χαρά.

Ηρθε το περιστέρι, Αββά, του είπε μόλις τον είδε, λίγο προτού φανής εσύ και κάθισε επάνω στο κεφάλι μου. Καθως άπλωσα με λαχτάρα το χέρι μου να το κρατήσω, να μη μου φύγη πια, μ' ένα πήδημα εκείνο μπήκε στο στόμα μου.

— Ας έχη δόξα ο Θεός, τέκνον μου, είπε συγκινημένος ο Αββάς, που μας πληροφόρησε πως δέχτηκε τη μετάνοιά σου. Πήγαινε τώρα στο κελλί σου και πρόσεχε πολύ τον εαυτό σου να μη διώξης άλλη φορά τη Χάρι του Αγίου Πνεύματος, που έλαβες στο Άγιο Βάπτισμα και την ανανεώνεις με τα άλλα Μυστήρια της Εκκλησίας.

Ο Αδελφός όμως δε θέλησε πια ν' αποχωριστή τον άγιο Γέροντα. Έμεινε στην υποταγή του και με την σοφή του καθοδήγησι αγωνίστηκε τον καλό αγώνα της αρετής, ως το τέλος της ζωής του.

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη,εκδ. Λυδία)

ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του:

— Είμαι αίτιος γι' αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου.

Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν' απαλλαγή. Στο τέλος κάμφθηκε η αντιστασίς του. Έπεσε σ' απόγνωσι.

— Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο.

Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθως περπατούσε με βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:

— Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ' αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω να το αποτελειώσης.

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στη θλιμμένη καρδιά του Αδελφού. Με σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε το δρόμο για την έρημο. Μα κι ο Αγαθός Θεός αφάνισε το λογισμό του.

* * *

ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμι της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στον Θεό μ' αυτά τα πονεμένα λόγια: «Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ σαν χωματένιος, που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από την λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμι να μ' εμποδίσης. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσης τον δίκαιο, ούτε αν σώσης τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευθούν την αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου, και σώσε με με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ' όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».

Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμη ήτο ήρεμος. Κάποια φορά, που πάλι νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίστασι, γονάτισε παρευθύς κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη θεία ευσπλαγχνία ερέθισε τον διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:

— Άθλιε, δεν νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου του Θεού το όνομα; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.

— Μαθε κι εσύ, του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθής να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.

— Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε άφαντος.

Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος όμως ούτε μια στιγμή δεν έπαυσε να προσέχη τον εαυτό του και έκλαιε συχνά σαν θυμόταν τα σφάλματά του.

— Εύγε σου! Έχεις κατάνυξι, του ψιθύριζε καμμιά φορά στo λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξη τώρα στην υψηλοφροσύνη.

— Ανάθεμά σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνησι ο νέος. Μήπως αρέσει στο Θεό να χάση ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίη;

* * *

(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη εκδ. Λυδία)

Αναφέρει ακόμα ο π. Επιφάνιος:

"Επισκέφθηκα προ ετών μεγάλη γυναικεία Μονή.

Μεταξύ των μοναζουσών, τις οποίες γνώριζα, ήταν και μία σχεδόν αιωνόβια. Ύπαρξη ολιγογράμματη, αλλά αγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν σηκωνόταν πλέον απ' το κρεβάτι. Καθόταν μόνο πάνω σ' αυτό.

Πήγα στο κελλί της. Κλαίγοντας μου είπε το... παράπονό της:

"Αχ, αυτή η γερόντισσα! Την παρακαλώ να μου δίνει δουλειά να κάνω εδώ πάνω στο κρεβάτι, αφού δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Μπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέει ότι δούλεψα ογδόντα χρόνια στο Μοναστήρι. (Είχε μεταβεί εκεί σε ηλικία 16 ετών.) Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες και ταϊζουν εμένα.

Τί να κάνω, όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στεναχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω.

Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι και αναπαύθηκα.

Σκέφθηκα να κάνω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σα να δουλεύω κι εγώ. Βλέπεις αυτό το κομποσχοίνι;

(Μου έδειξε ένα κομποσχοίνι που είχε πολύ μεγάλους κόμπους.)

Δεν το αφήνω καθόλου απ' τα χέρια μου μέρα-νύκτα, εκτός από δύο-τρεις ώρες κατά τις οποίες κοιμάμαι.

Κάνω συνέχεια προσευχή για τη Γερόντισσα και για τις Καλόγριες που δουλεύουν για να τρώω εγώ.

Αλλά κάνω και για άλλους. Για το Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για το Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τους Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ.

Έτσι αισθάνομαι λιγότερο βάρος στη ψυχή μου που τρώω δίχως να δουλεύω...". Δακρύζω όσες φορές φέρνω στη μνήμη μου τη σκηνή αυτή. Έκτοτε δεν ξαναείδα την οσία εκείνη Μοναχή.

Μετά από λίγους μήνες απήλθε σε άλλους κόσμους, για να συνεχίζει εκεί τις "εκ βαθεων" προσευχές της "για όλους όσους θυμηθεί" (ελπίζω και για μένα...), αν και πλέον χωρίς το χονδρό κομποσχοίνι της, το οποίο τάφηκε μαζί με το ιερό σκήνος της...

(π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες, στο βιβλίο Το χαμόγελο του Θεού, αρχιμ Ιωάννου Κωστώφ)

Αναφέρει ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος:

"Θα σας πω ένα ωφέλιμο, από την πατρίδα μου. Γύρω στο 1917, 1916, κάπου εκεί , αν δεν με απατά η μνήμη μου, υπήρχε κάτω στην πατρίδα μου, στην Καλαμάτα, ένας νέος ονόματι Ηλίας Παναγουλάκης.

Αυτός ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής, ήταν καλλίφωνος και περνούσε τη ζωή του με μερικούς άλλους νέους γυρίζοντας στα καλντερίμια εκεί και τους δρόμους και παίζοντας κιθάρες και όργανα για να βγαίνουν οι κοπέλες από τα παράθυρα. Είχε ένα ταβερνείο, στο οποίο μαζεύονταν όλοι οι αλήτες της Καλαμάτας και στους οποίους επιβαλλόταν σαν αρχηγός. Όλη η αληταρία της Καλαμάτας είχε αρχηγό τον Ηλία Παναγουλάκη. Έδερνε με το παραμικρό. Απλώς γιατί τον στραβοκοίταξαν.

Ήταν πάρα πολύ χειροδύναμος. Αγράμματος βέβαια. Όλα τα ι τα έγραφε με γιώτα. Και ζούσε τη ζωή του με αυτό τον τρόπο. Γλέντι και τραγούδι και διασκέδαση. Κάποτε πέθανε ένας φίλος του, από την παρέα του. Πήγε στην κηδεία, στο νεκροταφείο. Άκουσε την φράση του Ευαγγελίου: "Αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν". Αγράμματος ήτανε, την κατάλαβε όμως, "Μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν". Τί είναι τούτο το πράγμα; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον; Πλησιάζει έναν επίτροπο και του υποβάλλει αυτή την ερώτηση: Τί λέει; Τί φράση είναι αυτή την οποία είπε ο παπάς; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον;

Κατά θεία πρόνοια, έπεσε στα χέρια κάποιου ευσεβούς επιτρόπου, ο οποίος του είπε αρκετά πράγματα. Αυτά ήταν αρκετά, βέβαια και με τη θέα του νεκρού. Είδε πριν από λίγο, ότι όλα έληξαν, όλα τελείωσαν γι΄αυτό τον άνθρωπο, ως εδώ ήταν αυτός ο άνθρωπος. Δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο πέρα, να ζήσει περισσότερο. Τελείωσαν όλα. Υπό το φάσμα του θανάτου, τα λόγια αυτά του επιτρόπου βρήκαν απήχηση. Κατεβαίνει στην πόλη...

Το νεκροταφείο απείχε λίγο απ' την άκρη της πόλεως, τώρα πια είναι σχεδόν μέσα στην πόλη. Κατεβαίνει, λοιπόν, στην πόλη. Παίρνει μαύρα κρέπια και ντύνει το δωμάτιο του. Δηλαδή όλους τους τοίχους τους έντυσε με μαύρα κρέπια. Πουλάει όλα τα αντικείμενα του ταβερνείου. Ανεβαίνει στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, το οποίο απέχει μια ώρα από την Καλαμάτα. Και εξομολογείται σε ένα καλό πνευματικό που υπήρχε τις μέρες εκείνες, με δάκρυα και συντριβή μεγάλη, και δίνει υπόσχεση ότι θα ζήσει πια υποδειγματική Χριστιανική ζωή.

Πηγαίνει λίγες μέρες στο χωριό του, αποχαιρετά του δικούς του, ξανάρχεται στην πόλη και πιάνει μια σπηλιά της πόλεως και αποφάσισε να γίνει εκεί ασκητής. Αυτό έπεσε σαν βόμβα στην πόλη, γιατί ήταν πασίγνωστος. Ο καλύτερος τραγουδιστής της Καλαμάτας. Οι φίλοι του τον νόμισαν τρελό. Μπα, λένε, αυτός τρελάθηκε και τον παράτησαν. Αυτός άφησε γένια, άφησε μαλλιά, φόρεσε ένα παλιόρασο, από κάποιον το ζήτησε και έμεινε εκεί στη σπηλιά.

Πολλά παιδιά νεαρής ηλικίας, τα οποία ελκύσθηκαν από το παράδειγμά του, πήγαιναν να τον δουν. Τί είναι αυτός ο άνθρωπος. Άλλοι από περιέργεια. Πήγαιναν κι αυτός τους δίδασκε, είχε βρει κάτι συναξάρια. Με τις ελάχιστες γραμματικές γνώσεις τις οποίες είχε, προσπαθούσε να διαβάζει τα συναξάρια, κάτι άλλα βιβλία πατερικά και να τους διδάσκει. Κάποιος φίλος του τού πρόσφερε χρήματα να κτίσει μερικά κελλάκια, γιατί από τα παιδιά πολλοί ήθελαν να μείνουν μαζί του. Αυτός που είχε το κτήμα στο οποίο υπήρχε η σπηλιά τον έδιωξε, τον κυνήγησε. Του λέει, φύγε από δω. Έφυγε, κάποιος άλλος του πρόσφερε μια μικρή περιοχή, στην οποία έκτισε κελλάκια με τα χρήματα, τα όποια του έδωσε αυτός ο εύπορος κύριος.

Τα κελλάκια υπάρχουν ακόμη. Οι πόρτες είναι τόσο μικρές, ώστε μόνο πλαγίως μπορεί να μπει κανείς. Αυτό το είχε κάνει επίτηδες, για να υπενθυμίζει την στενή πύλη του παραδείσου. Και τα κελλάκια ήταν ενάμιση μέτρο επί ένα ογδόντα, δύο μέτρα.. κάτι τέτοιο, πάρα πολύ μικρά. Και αυτός είχε μια σπηλιά εκεί πέρα, στην οποία ασκήτευε.

Με την πάροδο του χρόνου έκτισαν και ένα Εκκλησάκι και έκαναν αγρυπνίες εκεί πέρα. Από τους πρώτους καρπούς του ανθρώπου αυτού, ήταν ο μακαρίτης πατήρ Ιωήλ Γιαννακόπουλος. Από αυτόν ξεκίνησε. Δέκα πέντε ετών παιδί έφευγε από το κρεβάτι του, πήδαγε απ' το παράθυρο, γιατί δεν τον άφηνε ο πατέρας του και πήγαινε και παρακολουθούσε τις αγρυπνίες του Παναγουλάκη. Εγώ βέβαια ήμουν αγέννητος τότε. Από ανθρώπους που τον πλησίαζαν τα ξέρω αυτά, από ανθρώπους τέτοιους, τον πατέρα Ιωήλ και άλλους.

Ο π. Ιωήλ πήγαινε εκεί και κάποια μέρα μάλιστα, τον έπιασε ο πατέρας του, έφευγε το βράδυ έντεκα, εντεκάμιση όταν κοιμόταν και γύριζε το πρωί πέντε, πεντέμιση η ώρα και ξανάπεφτε στα ρούχα- ένα πρωί λοιπόν, τον έπιασε ο πάτερας του και τον έδειρε αγρίως τον μακαρίτη. Όταν όμως μεγάλωσε, πήγε και έμεινε μαζί του αρκετά χρόνια. Και πολλοί άλλοι πήγαν και ωφελούνταν απ' αυτόν πάρα πολύ. Ήταν τέτοια η επίδραση του κηρύγματός του, ώστε ο Διοικητής του Κέντρου της Καλαμάτας έστελνε περιπόλους στις προσβάσεις της περιοχής στην οποία βρισκόταν -ένα ύψωμα στο ΒΑ άκρο της πόλεως-, έστελνε περιπόλους για να εμποδίζουν τους στρατιώτες να πλησιάζουν. Επειδή οι στρατιώτες που πήγαιναν και παρακολουθούσαν το κήρυγμά του γύριζαν στο κέντρο και πέταγαν τα αρτύσιμα φαγητά τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και έμεναν εντελώς άσιτοι. Υπερτόνιζε τη νηστεία, τις αγρυπνίες, κυρίως αυτά είναι τα γνωρίσματα των ασκητών. Αλλά ήταν και έντονα Χριστοκεντρικός άνθρωπος.

Κάποτε μου είπε ο πατήρ Ιωήλ δύο περιπτώσεις οι οποιές αποδεικνύουν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε χάρισμα από το Θεό και προορατικό, αλλά μπορώ να πώ και θαυματουργικό χάρισμα.

Το κελλί του είχε στέγη καλάμια και κεραμίδια, και, για να μην πέφτουν κομμάτια απ' τα ασβέστια και τα καλάμια κάτω, είχε βάλει ένα χαρτί μπλε, απ' αυτό που τύλιγαν τα βιβλία, το ξέρετε, τις κόλλες αυτές. Μεσολαβούσε όμως μεταξύ του χαρτιού και της στέγης των καλαμιών, ένα διάστημα δύο τρείς πόντοι. Εκεί, λοιπόν, είχε μπει ένα έντομο, εμείς στην Μεσσηνία τα λέμε μπουρμπούδουλα αυτά τα πράγματα, δεν ξέρω πώς τα τα λέτε εσείς, αυτά τα χρυσά, τα οποία δένουν τα παιδάκια στην κλωστή και τα τραβάνε.

-Χρυσόμυγες τα λέμε εμείς.

-Λοιπόν, είχε μπει μία φορά ένα τέτοιο πράγμα και βούιζε, την ώρα κατά την οποία δίδασκε τα παιδιά, τους νεαρούς οι οποίοι πήγαινανε εκεί. Αυτοί άρχισαν να γελάνε και να πειράζουν ο ένας τον άλλο ακούγοντας το βούουουου, που έκανε πάνω αυτό. Το αντιλήφθηκε ο Παναγουλάκης αυτό, κοίταξε προς τα πάνω, σήκωσε το χέρι και λέει: "Επιτιμήσαι σοι Κύριος, διάβολος, σατανά!" Σε δευτερόλεπτα σταματάει.

Δεύτερη περίπτωση, την οποία μου είχε πει ο π. Ιωήλ. Αυτός, ο π. Ιωήλ, ήταν πάρα πολύ βραδύγλωσσος, στα νεανικά του χρόνια. Για να πει μία λέξη, έπρεπε να μαρτυρήσει ο άλλος, ο οποίος τον άκουγε. Τρομακτική βραδυγλωσσία, τρομακτική, και στα τελευταία κάτι του είχε μείνει, αλλά μολις διακρινόταν. Στα μαθητικά του χρόνια ήταν απαίσια βραδύγλωσσος, αφόρητος.

Όπως μου έλεγε ο ίδιος και όπως μου λέγανε και οι συμμαθητές του. Κάποτε, λοιπόν, κάτι ήθελε να εκφράσει και δεν μπορούσε, προσπαθούσε πολύ ώρα και... και... και... συνέχεια ο καημένος και δεν μπορούσε. Τον πλησίασε, τον εθώπευσε στο κεφάλι και του λέει: "Άκουσε παιδί μου, η βραδυγλωσσία θα σου περάσει. Κάτι μόλις θα σου αφήσει, αλλά θα σου περάσει και θα γίνεις και κήρυκας του Ευαγγελίου". Ήταν τότε δεκαπέντε δεκαέξι ετών, κάτι τέτοιο.

Και άλλα πολλά τέτοια. Α, και ένα ακόμη. Πριν αποφασίσει να μείνει οριστικά στη σπηλιά, πήγε και βρήκε όλους τους ανθρώπους τους οποίους είχε αδικήσει, είχε δείρει, είχε με οποιοδήποτε τρόπο βλάψει και ζήτησε από όλους συγχώρεση. Στις φυλακές Ναυπλίου βρισκόταν ένας κατάδικος, σε βαριά ποινή, γιατί, δεν ξέρω, κάποιο έγκλημα είχε κάνει. Αυτόν κάποτε είχε αποπειραθεί να τον μαχαιρώσει ο Παναγουλάκης. Και είχε δικασθεί, τότε, ο Παναγουλάκης ένα μικρό χρονικό διάστημα, γιατί έφταιγε ο άλλος. Πήγε, λοιπόν, στο διευθυντή των φυλακών και τον παρακάλεσε να του φέρει τον κατάδικο αυτό να τον δει. Όταν ο κατάδικος άκουσε ότι τον ζητά ο Παναγουλάκης, δεν ήθελε να παρουσιασθεί. Αμάν, λέει και εδώ ήλθε να με σκοτώσει. Είδε κι έπαθε ο διευθυντής να τον πείσει, ότι δεν πάει με τέτοιες διαθέσεις. Τελικά πείσθηκε αυτός και άφησε να τον πάνε στο εντευκτήριο εκεί της φυλακής. Ο Παναγουλάκης πήγε, έπεσε στα πόδια, του έβαλε μια εδαφιαία μετάνοια, του φίλησε τα πόδια, του λέει με συγχωρείς για ότι σου είχα κάνει. Εγώ πια αποφάσισα να αλλάξω ζωή, εύχομαι κι εσύ να μιμηθείς το παράδειγμά μου. Γύρισε, λοιπόν, και ζήτησε συγνώμη απ' όλους.

Έζησε μία ζωή οσιακή, κοιμόταν τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο, ποτέ στο κρεβάτι. Είχε μέσα στη σπηλιά του αυτή, η οποία συγκοινωνούσε με ένα κελλάκι, ένα σκαμνάκι μικρό και έβαζε τα χέρια έτσι, σ' ένα μικρό τραπεζάκι, το οποίο είχε, έβαζε τα χέρια έτσι και το κεφάλι πάνω στα χέρια και κοιμόταν τρεις ώρες περίπου το 24ωρο καθιστός. Ποτέ δεν έπεσε, ούτε σε σανίδα κάτω, καθιστός πάντοτε.

Έτρωγε πάντοτε μετά τη δύση του ηλίου, λάδι μόνο Σάββατο και Κυριακή, όλο το χρόνο. Κρέας και ψάρι ποτέ. Και μόνο στα τέλη της ζωής του, επειδή προσβλήθηκε λόγω της μεγάλης ασκήσεως από καλπάζουσα φυματίωση, μετά από εντονότατη πίεση των πνευματικών του τέκνων έφαγε λίγο κρεατόζουμο. Δεν ήταν δική του κατάλυση, βέβαια, αλλά είχε βαρύτατη φυματίωση ο ίδιος και δεν μπόρεσε ο καημένος να αντέξει και το 1921 ή 1922, δεν θυμάμαι ακριβώς έφυγε από τον κόσμο αυτό, αφού διήνυσε μια οσιακή ζωή και αφού πολλόυς ανθρώπους οδήγησε στο σωστό δρόμο.

Σας είπα απ' τους πρώτους καρπούς του π. Ηλία είναι ο π. Ιωήλ ο Γιαννακόπουλος, η ηγουμένη της Μονής των καλογραίων Φιλοθέη κάτω στην Καλαμάτα, ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος που πήγε στην Ουγκάντα -όλοι αυτοί από 'κει μέσα βγήκανε, απ' τον Παναγουλάκη.

Ο π. Ευσέβιος Θεριάκης, ιερομόναχος στην Καλαμάτα.

Τόσοι και με τόσων ετών εργασία αρχιερείς και ιεροκύρηκες και δεν κατορθώνουν να βγάλουν δύο τρεις εργάτες του Ευαγγελίου. Πλείστοι όσοι αρχιερείς και ιεροκήρυκες -και αυτός ο αστοιχείωτος άνθρωπος, ο αγράμματος, έδωσε στο Ευαγγέλιο πάρα πολλούς εργάτες. Και πολιτογράφησε στον Παράδεισο πάρα πολλές ψυχές με την οσιακή του ζωή.

(π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Άρθρα και Μελέτες)

Η στάση μας στη θεία λειτουργία

Βρέθηκα τελευταία σε μια κεντρική εκκλησία των Αθηνών και έζησα βαθύ πόνο. Την ώρα που κοινωνούσαν οι αρχιερείς και οι ιερείς, γύρω μου είχαν στηθεί "πηγαδάκια" - και όχι από ανθρώπους χωρίς παιδεία. Δέκα βήματα από το Άγιο Ποτήριο, και οι "τρελές αγελάδες" με το "ουράνιο" των βαλκανίων εκάλυπταν την παρουσία του Κυρίου.

Η θλιβερή αυτή σκηνή έφερε στη μνήμη μου μια συζήτηση με τον Γέροντα Πορφύριο πριν από πολλά χρόνια. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω μερικά κεντρικά νοήματα από εκείνα που μου έλεγε και έμειναν ζωηρά στη μνήμη μου. Ήταν και εκείνος στεναχωρημένος, γιατί οι πιστοί είχαν απαιτήσεις -και δικαίως- από τον ιερέα, να είναι προσευχόμενος στο άγιο βήμα, αλλά οι ίδιοι πολλές φορές με τη στάση τους δεν τον βοηθούν.

-Εγώ, έλεγε, τους θυμιάζω και εκείνοι δεν υποκλίνονται. Λέω "στώμεν καλώς" και αυτοί κάθονται. Τους ευλογώ και εκείνοι κουβεντιάζουν. Και το τραγικότερο, λέω "πίετε εξ αυτού πάντες" και προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία ελάχιστοι. Μεγάλος πόνος για τον ιερέα.

-Βρε, δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Κύριος. "Πάντες"!

Μήπως έχει καμιά άλλην έννοια η λέξη και δεν την ξέρω; Και παρακάτω η ευχή λέει: "και δι' ημών παντί τω λαώ". Φυσικά, όσοι δεν έχουν κωλύματα. Οι άλλοι πρέπει να πάρουν προηγουμένως άφεση πνευματικού. Αλλιώς, χωρίς Θεία Κοινωνία, χωρίς Χριστό, πώς θα βγεις μέσα στην καθημερινότητα; Ήρθες στην Εκκλησία και έχασες το σπουδαιότερο, το Δώρο, το παν: έμεινες με το αντίδωρο.

Ξέρεις βρε Γιωργάκη, τι είναι το Άγιο Θυσιαστήριο; Ό,τι πολυτιμότερο επί της γης. Οι βασιλικοί θρόνοι, οι προεδρικοί θώκοι, οι ακαδημαϊκές έδρες έχουν μικρή αξία. Η Αγία Τράπεζα είναι η φλεγόμενη βάτος. Εδώ κατεβαίνει ο Χριστός, το Άγιο Πνεύμα παρόν, οι άγγελοι τριγύρω. Φοβερό θέαμα. Έγω πολλές φορές φοβόμουνα να ακουμπήσω τα χέρια μου επάνω στην Αγία Τράπεζα.

Και σ' αυτό το θαύμα μπροστά, να ακούς τους πιστούς να ψιθυρίζουν για πεζά θέματα, να μη βιώνουν το μοναδικό γεγονός.

Ποιός λειτουργεί, μωρέ; Ο παπάς μόνος του ή όλοι -κλήρος και λαός- μαζί; Γιατί τη λέμε "λειτουργία"; Ε! Όπως στέκεται ο ιερέας, πρέπει να στέκεται και ο πιστός. Συγκεντρωμένος. Απόλυτα παραδομένος στο Θεό. Αυτή την ώρα δεν είμαστε στη γη. "Οι τα Χερουβείμ εικονίζοντες". Είμαστε στον ουρανό, μπροστά στην Αγία Τριάδα. Χωρίς "βιωτική μέριμνα". Είμαστε όλοι ιερουργοί... Πώ, πώ, πώ! Τί μας αξιώνει ο Θεός να ζούμε!

Εάν πιστεύουμε ότι μπροστά μας τελεσιουργείται η Μεγάλη Θυσία, θα πρέπει να στεκόμαστε "μετά φόβου Θεού". Να κλαίμε από ευτυχία που ο ίδιος ο Θεός κατέρχεται και θυσιάζεται από αγάπη για μας.

Εαν δεν πιστεύουμε, γιατί ερχόμαστε στην Εκκλησία; Ποιόν κοροϊδεύουμε; Πιο συνεπείς είναι αυτοί που δεν μπαίνουν στο Ναό.

-Πας, βρε Γιωργάκη, σε συναυλίες μουσικής;

-Ναι, Γέροντα, με ξεκουράζουν.

-Άκουσες κανένα να κουβεντιάζει εκεί; Όλοι είναι σιωπηλοί. Να μη διακόψουν το έργο. Ε! Ποιό έχει μεγαλύτερη αξία; Οι "ήχοι" της μουσικής, που πράγματι ξεκουράζουν, ή η "βοή" του Αγίου Πνεύματος, που σώζει;

Εάν σε καλέσει ο βασιλιάς ή ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και φωνάξει το όνομα σου να πάρεις το δώρο του, μπορείς να του γυρίσεις την πλάτη και να του πεις "δεν το θέλω"; Γιατί στο Χριστό που για "την πολλή Του αγάπη" θυσιάζεται αυτή τη στιγμή για σένα, εσύ δεν προσέρχεσαι, αλλά γυρνάς την πλάτη και ψιλοκουβεντιάζεις; Και τί δώρο προσφέρει! Τον εαυτό Του.

Στην Εκκλησία σιωπούμε, συγκεντρωνόμαστε και μιλάμε στο Θεό...

Τα κατάλαβες αυτά που λέω;

Εάν ναι, έχεις ευθύνη να ευαισθητοποιείς και τους άλλους αδελφούς μας που αγνοούν τα τελεσιουργούμενα φρικτά Μυστήρια.

Έτσι είναι, όπως τα λέω.

Να μας δίνει ο Θεός δύναμη να αντέχουμε το "θαύμα".

Κανονικά θα έπρεπε και ο ιερέας και ο πιστός να πεθαίνουν, ζώντας κοντά στο Μυστήριο, τόσο κοντά στον ήλιο. Αλλά ευδοκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός και -άκου φρικτό πράγμα- αναπαύεται κι όλας στη μηδαμινότητά μας...

Εδώ έκλαψε ο σεβάσμιος γέροντας, ο αληθινός λειτουργός... Και πρόσθεσε:

-Φεύγεις, έτσι, από τη Θεία Λειτουργία γεμάτος γαλήνη, που ακτινοβολεί και στο περιβάλλον... Τώρα μεταφέρεις Χριστό. Έγινες χριστοφόρος.

Μια ευχή τα λέει όλα: "Δος ημίν εν οσιότητι λατρεύειν Σοι".

(Πηγή: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου,Εκδ. Ι.Μ. Μεταμορφώσεως,Μήλεσι)

Η προσευχή μέσα στο Ναό
Κάποτε μου είπε ο π. Πρφύριος: "Ο ορθόδοξος ασκητισμός δεν είναι μόνο για τα μοναστήρια, αλλά και για τον κόσμο. Είναι μεγάλη ευλογία η προσευχή μέσα στο Ναό, οι μακρές ακολουθίες και η δοξολογία του Θεού εν πνεύματι αγάπης. Να' ξερες πόσο οι ψυχές βασανίζονται από τα πάθη και πόσο ανακουφίζονται κοντά στην αγάπη του Χριστού! Για μένα θα ήταν πιο ευχάριστο να αποτραβηχτώ στο Άγιο Όρος, στη σκήτη της μετανοίας μου και εκεί στην ερημιά να δοξολογώ το Θεό".

Οι ευχές, οι εκφωνήσεις και το πρόσωπο του Γέροντα
Εκείνο που έχω να συμπληρώσω εδώ, είναι ότι για πρώτη φορά έβλεπα τον πατέρα Πορφύριο, αλλά και τον ζούσα στη Θεία Λειτουργία.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση διότι είχε μία λαμπερή όψη. Βέβαια, την είχε πάντοτε, ήταν φωτεινός, είχε φωτεινό πρόσωπο, αλλά κατά τη Θεία Λειτουργία είχε κάτι, ας πούμε, το εξαίσιο. Πράγμα, που νόμισα ότι ήταν το φυσικό που έβλεπα, διότι πρώτη φορά τον έβλεπα και τον συναντούσα. Το δεύτερο δε στοιχείο, που με εντυπωσίασε, ήταν στο θέμα των ευχών και των εκφωνήσεων. Ο τρόπος του ήταν τέτοιος, που έδειχνε ότι συνομιλούσε με κάποιον που ήταν απέναντί του, που τον έβλεπε.

Ο Γέρων πολύ αγαπούσε τους ύμνους της Εκκλησίας μας
Ο Γέρων Πορφύριος τόνιζε επίσης ότι εκείνο που τον είχε βοηθήσει πάρα πολύ, ήταν η μελέτη και η ενασχόληση, η σχολή - κατά το "σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος ο Θεός" -στα υμνογραφικά, κυρίως, κείμενα της Εκκλησίας μας. Πολύ αγαπούσε τους ύμνους της Εκκλησίας μας και του άρεσε να τους διαβάζει, να τους απαγγέλει και να τους ψάλλει.
Οι ύμνοι, αυτοί οι πνευματικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας μας, υπομνηματίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο την Αγία Γραφή, την Ορθόδοξη παράδοση μας, τα πατερικά κείμενα, τη δογματική της Εκκλησίας και όλη τη θεολογία.

Ο Γέροντας ως λειτουργός
Αλλά και η λατρευτική ζωή στο ναό του Αγίου Γερασίμου είχε ωραία εξέλιξη. Είχαν τότε στο ναό μια χορωδία κι έπρεπε η φωνή του ιερέα να ανταποκρίνεται στο ψάλσιμο της χορωδίας και να αποφεύγονται ψαλτικά πλημμελήματα. Γι' αυτό πήγε στο Ωδείο, όπου σημείωσε μεγάλη πρόοδο. Τελείωσε ένα κύκλο σπουδών. Έμαθε και πιάνο. Ως όργανο, όμως, αγαπούσε πιο πολύ το αρμόνιο.

Αργότερα, στο ναο, στη θέση της χορωδίας υπήρχε επίσημος ψάλτης, κάτοχος της βυζαντινής μουσικής, Σπυρίδων Περιστέρης, που έμελλε να καταλάβει αργότερα το πρώτο αναλόγιο των Αθηνών, αφού έγινε πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού. Η συνεργασία τους ήταν άριστη. Αν καμιά φορά από όσους βρίσκονταν στο αναλόγιο γινόταν κάποιο λάθος, κάποια παρατυπία, ο Γέροντας δε μιλούσε και δε χαλούσε την ατμόσφαιρα της Θείας Λειτουγίας. Μια φορά, που παραχώρησε τη θέση του σε κάποιον επισκέπτη ιερέα, δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση. Άρχισε να λέει στους ψάλτες: "Όχι αυτό το απολυτίκιο, το άλλο. Ψάξετε να βρείτε το άλλο". Έκείνοι έψαχναν. Δεν το έβρισκαν. Μεγάλο κακό. Αυτή η άσχημη κατάσταση έκανε τον ψάλτη και τους βοηθούς του να εκτιμήσουν την ευγένεια και τη διακριτικότητα του πατρός Πορφυρίου.

Οι Αλεβιζάτοι ήσαν καθηγητές Πανεπιστημίου. Στον κύκλο τους είχαν πολλόυς πανεπιστημιακούς. Όλοι αυτοί εκκλησιάζονταν σον Άγιο Γεράσιμο. Πήγαιναν και καθηγητές της Θεολογικής σχολής, όπως ο μεγάλος θρησκειολόγος Λεωνίδας Φιλιππίδης, που ευλαβείτο υπερβολικά το Γέροντα. Ολόκληρο Πανέπιστήμιο συγκεντρωνόταν στο Ναό της Πολυκλινικής. Η Λειτουργία ήταν πραγματική μυσταγωγία. Το ευαγγέλιο ο Γέροντας το απέδιδε με μοναδική χάρη και ζωντάνια. Μάλιστα τη Μεγάλη Εβδομάδα, στην ακολουθία των παθών, οι αναγνώσεις των δώδεκα Ευαγγελίων είχαν κάτι, που δεν υπήρχε όμοιό του. Ο π. Πορφύριος, με τη χάρη που είχε, έβλεπε το Χριστό να πάσχει και συγκλονιζόταν. Πολλές φορές από τη μεγάλη συγκίνηση έσπαζε η φωνή του και δυσκολευόταν να συνεχίσει την ανάγνωση. Κάποια φορά δεν άντεξε άλλο και διέκοψε την ανάγνωση. Μετά έπλυνε το πρόσωπο του, που ήταν λουσμένο στα δάκρυα, ζήτησε συγνώμη από το εκκλησίασμα και, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, συνέχισε. Περιττεύει να πούμε τι συγκλονιστική συγκίνηση μεταδιδόταν στους χριστιανούς. Ήταν σαν να βρίσκονταν κι αυτοί στη Γεσθημανή, στο Πραιτώριο, στον Γολγοθά και με κομμένη ανάσα παρακολουθούσαν το θείο δράμα. Κάποια φορά ο Γέροντας είχε μαζί του στην ακολουθία των παθών ένα δικό του ιερέα, πνευματικό του τέκνο, και του είπε να είναι έτοιμος. Αν αναγκαζόταν να διακόψει την ανάγνωση του Ευαγγελίου, να συνέχιζε εκείνος.
Στη νυχτερινή Λειτουργία του Πάσχα, όταν ερχόταν η ώρα να πει τον περίφημο Κατηχητικό Λόγο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, δημιουργείτο πρωτοφανής συγκίνηση και ιερός ενθουσιασμός. Το λόγο τον απήγγελε από στήθους, αργά, επίσημα, ωραιότατα. Όλους τους λόγους του ιερού Χρυσόστομου τους αγαπούσε, αλλά αυτόν ειδικά τον υπεραγαπούσε.  Τον έλεγε λοιπόν, αργά αργά, επιβλητικά, χωρίς να κρατεί φυλλάδα, παρά μόνο την πασχαλινή λαμπάδα. Το αποκορύφωμα του μεγαλείου ήταν στις φράσεις: "Ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Επικράνθη, και γαρ κατηργήθη...",  καθώς ο λαός από κάτω επαναλάμβανε το "επικράνθη". Ανεπανάληπτες ιερές συγκινήσεις.
Κάθε εκκλησιαστική ευχή, κάθε ανάγνωση ιερού κειμένου, την ευλαβείτο. Έπρεπε να λεχθούν με τον καλύτερο τρόπο. Σ' όλη του τη ζωή βοηθούσε αναρίθμητους ιερείς, μοναχούς, ψάλτες, αναγνώστες, να ψάλλουν και να διαβάζουν με τον πιο ωραίο τρόπο, αντάξιο του Θεού.

(Πηγή: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, Εκδ. Ι.Μ. Μεταμορφώσεως,Μήλεσι)

katafigioti

lifecoaching