ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η βοήθεια και η δύναμη που δίνει ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του δεν είναι μια προσωρινή και εύκολη ικανοποίηση των διαφόρων εγωκεντρικών επιθυμιών.

Το Φως που λάμπει από το σκοτεινό σπήλαιο δε σβήνει σαν τα φώτα με τα οποία στολίζουμε το σπίτι μας.

Αυτός που θα δεχθεί αυτό το φως δεν μπορεί να μείνει απαθής και αδιάφορος για τη ζωή. Ούτε μπορεί να αποσυρθεί σ’ ένα δικό του κόσμο με τους δικούς τους ανθρώπους.

Όταν ζητήσει κανείς τη βοήθεια και τη δύναμη του Θεού, θα πρέπει να είναι πρόθυμος να δεχθεί και την ευθύνη που ακολουθεί, για να αναπτύξει και να καλλιεργήσει αυτή τη δύναμη.

Δεν θα μπορεί να επαναπαυτεί στην ψευδαίσθηση ότι το αυτοκίνητό του, το σπίτι του, τα πολλά του κουστούμια και η επαγγελματική του τακτοποίηση είναι ικανά να του δώσουν τη σιγουριά που ζητάει. Ούτε θα αρκεστεί να αντιμετωπίσει τους άλλους με μία αμυντική και φοβισμένη συμπεριφορά. Θα πρέπει να εγκαταλείψει το φανταστικό, παιδικό κόσμο του και το αίσθημα μιας ψευδοαθωότητας, με το οποίο βαυκαλίζεται και αυτός και ο κόσμος γύρω του.

Ο Ιησούς δεν παρέμεινε μωρό. «Προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. 2:52). Κι όταν έστειλε τους μαθητές Του στον κόσμο, τους είπε να είναι φρόνιμοι σαν τα φίδια και ακέραιοι σαν τα περιστέρια (Ματθ. 10:16).

("Ελπίδα και δύναμη από την Φάτνη", π. Σταύρος Κοφινάς, Χριστούγεννα, εκδ. Ακρίτας)

Μια Κυριακή ο Άγιος Σπυρίδων λειτουργούσε μόνος του. Όλο το εκκλησίασμα έψαλλε. Μετά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αμέτρητες αγγελικές φωνές άρχισαν να ψάλλουν. Οι πάντες βουβάθηκαν. Και από την έκπληξη, και από το θαυμασμό, και από το δέος, και από τον φόβο. Και όταν ο Άγιος Σπυρίδων είπε προς τον λαόν «Ειρήνη πάσι», άγγελοι και αρχάγγελοι, Σεραφείμ και Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Εξουσίες, Δυνάμεις, όλες οι ουράνιες δυνάμεις, με μια φωνή απάντησαν: «Και τω Πνεύματί Σου». Έτσι οι πιστοί εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, εκείνη την αξέχαστη Κυριακή, έζησαν την ουράνια λατρεία της θριαμβεύουσας Εκκλησίας να ενώνεται με την επί γης Στρατευομένη Εκκλησία. Τη μια Εκκλησία, με τον Έναν ποιμένα, τον Χριστόν.

Είναι αυτό που ζούσε ο παπα-Τύχων ο Αγιορείτης ασκητής, στο Χερουβικό ύμνο. Άγγελοι τον άρπαζαν στον ουρανό, για μισή ώρα περίπου. Και κει πάνω ζούσε, βίωνε, την ουράνια Λατρεία της Βασιλείας του Θεού. Όταν συνήρχετο μονολογούσε θαμπωμένος, από τα Μεγαλεία του Θεού, Πω πώωω, παράδεισος. Πωπώωω, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Χαρά Θεού. Δόξα Θεού, πλούτος Θεού, άγγελος με ανεβάζει, άγγελος με κατεβάζει. Τι πλούτος, τι μεγαλείον Θεού. Ο παπα-Τύχονας είναι ένας από τους νεοτέρους οσίους λειτουργούς, και ασκητάς Αγιορείτας των ημερών μας, και εκοιμήθη οσιακώς μόλις το 1968.

Αλλά μήπως το ίδιο δε συνέβαινε και με τον Άγιο Νεκτάριο, όταν ελούζετο στον Χερουβικό ύμνο και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από ανέσπερο, ολόλαμπρο, ολόλευκο, άκτιστο φως, μέσα σε αγγελικές ψαλμωδίες;

Και ο Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης ζούσε, όταν ζούσε στο μοναστηράκι έξω από τη Δράμα, ζούσε λειτουργικά με αγγέλους και αρχαγγέλους. Τα Λειτουργικά Πνεύματα πολλές φορές εθεάθησαν να θυμιάζουν την Μεγάλη Είσοδο ευλαβών ιερέων. Και άλλα πάλι να συνωστίζονται στο Άγιον Βήμα δια τα τελούμενα. Πολλές οι παρόμοιες αγγελικές και Χερουβικές συλλειτουργίες από ιερείς ασκητάς του Αγίου Όρους.

Ο ΦΩΣΤΗΡΑΣ της οικουμένης, ο ιερός Χρυσόστομος (40ς αί.), με το διορατικό του χάρισμα είδε πολλές φορές τούς άγίους αγγέλους νά επιτηρούν και νά φυλάνε ακατάπαυστα την εκκλησία, και μάλιστα την ώρα της αναίμακτης θυσίας.
Όταν αρχίζει ο ιερέας νά προσκομίζει", διηγήθηκε ο άγιος στους πνευματικούς του φίλους, "κατεβαίνουν αμέσως Αγγελικές δυνάμεις από τον ουρανό με λαμπρές και θαυμαστές ενδυμασίες. με πόδια γυμνά και σκυμμένο πρόσωπο περιτριγυρίζουν το άγιο θυσιαστήριο, και στέκονται έκει ήσυχοι και σιωπηλοί μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας.
Ύστερα σκορπίζονται σ' όλο το ναό, β0ηθουν τούς κληρικούς πού μεταδίδουν ατό λαό τ' άχραντα Μυστήρια, και τούς δυναμώνουν στην πίστη".

ΣΤΟ βίο τού άγίου Ευθυμίου τού μεγάλου (4ος αι) αναφέρεται μία εντυπωσιακή εμφάνιση θεϊκής φωτιάς σε ώρα θείας λειτουργίας.
Μια Κυριακή λειτουργούσε ο όσιος με το μαθητή του Δομετιανό. Κάποια στιγμή ο Τερέβωνας, πού ήταν πριν Σαρακηνός και στεκόταν εκεί κοντά, βλέπει νά κατεβαίνει φωτιά από τον ουρανό, ν' απλώνεται πάνω στο θυσιαστήριο σαν ένα μεγάλο λευκόϋφασμα και νά σκεπάζει τον μεγάλο Ευθύμιο και το Δομετιανό. Βλέποντας το εξαίσιο θαύμα ο Τερέβωνας φοβήθηκε κι έκανε πίσω. Η θεϊκή φωτιά διατηρήθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος τού τρισάγιου ύμνου.
Έκτός από τον μεγάλο Ευθύμιο και το Δομετιανό, πού βρέθηκαν μέσα ατή φωτιά, το θαύμα το είδε και ο μοναχός Γαρβιήλιος, πού είχε τότε είκοσι πέντε χρόνια στο μοναστήρι και διακρινόταν για την ψυχική του καθαρότητα.
Πολλές φορές, όταν λειτουργούσε ο όσιος Ευθύμιος, έβλεπε άγίους αγγέλους νά συλλειτουργούν μαζί του.
Συχνά επίσης, όταν μετέδιδε στους μοναχούς τη θεία Κοινωνία, έβλεπε άλλους νά φωτίζονται και άλλους νά κατακρίνονται απ' αυτήν σαν ανάξιοι τού θείου φωτισμού.

Ο ΟΣΙΟΣ Σέργιος του Ραντονέζ (1392) είναι ο ιδρυτής της περίφημης Λαύρας της Αγίας Τριάδος, ατό Ζαγκόρσκ της Μόσχας, κι ένας από τούς πιο αγαπημένους άγίους του ρωσικού λαού.
Κάθε φορά πού λειτουργούσε, τον αξίωνε ο Θεός νά έχει συλλειτουργό έναν άγγελο.
Κάποτε ο π. Συμεών, πού υπηρετούσε σαν εκκλησιαστικός_ είδε μια φλόγα νά βγαίνει από την άγία τράπεζα και νά περιβάλλει τον όσιο τον είδε ολόκληρο λουσμένο σ' αυτό το υπερκόσμιο Φως.
Όταν ο όσιος ετοιμάστηκε νά μεταλάβει, ή φλόγα υψώθηκε, μαζεύτηκε σαν ένα πέπλο και βυθίστηκε ατό άγιο ποτήριο. Αφού κοινώνησε, απομακρύνθηκε από την άγία τράπεζα και ρώτησε τον κατάπληκτο μοναχό:
Γιατί, παιδί μου, φαίνεσαι τόσο ταραγμένος;
- Αξιώθηκα, γέροντα, νά δω τη χάρη του Αγίου Πνεύματος νά σε περιβάλλει!...
Τότε ο όσιος του είπε επιτακτικά:. Όσο ζώ, νά μη φανερώσεις σε κανέναν αυτό πού είδες!

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ άγιος Ιάκωβος ο αγιορείτης (lη Νοεμ6ρίου) διηγήθηκε κάποτε στο μαθητή του Μαρκιανό όσα θαυμαστά είδε στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας:
Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, ‘όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. όταν άρχισε νά προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού.
Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα τίμια Δώρα, πού συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη.
Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Αγια, προπορευόταν ένα φως, πού σκέπαζε το λαό. το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την άγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ' αυτήν. 'Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν νά πλησιάσουν. το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ` όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. .
Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο.
Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλά του ξεχυνόταν φως.
Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο ατό δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. 'Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το όποίο μετάλαβε ο λειτουργός.
Όταν τελείωσε ή μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν' ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τούς άγίους αγγέλους".

Ο ΟΣΙΟΣ Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833), ο τόσο προσφιλής αυτός άγιος των 'Ορθοδόξων, ενισχυόταν στους αγώνεςτου από τη θεία πρόνοια με πνευματικά οράματα, πού παρηγορούσαν την ψυχή του.
Σαν διάκονος έβλεπε κατά καιρούς στις ακολουθίες τούς άγίους αγγέλους νά ψάλλουν και να διακονούν μαζί με τούς μοναχούς.
Κάποτε, διηγείται ο ίδιος, λειτουργούσα τη Μεγάλη Πέμπτη.
Μετά τη μικρή είσοδο και τα αναγνώσματα, είπα, ο ταπεινός, πλάι ατό άγιο θυσιαστήριο την εκφώνηση: «Κύριε, σώσον τούς ευσεβείς και επάκουσον ημών».
Ύστερα βγήκα στην ωραία πύλη και, υψώνοντας το οράριο προς το εκκλησίασμα, συμπλήρωσα την ευχή του Τρισάγιου ύμνου: «και εις τους αιώνας των αιώνων».
Τη στιγμή εκείνη έλαμψε μπροστά μου ένα φως.
Κοιτάζω προς τα εκεί, και βλέπω τον Κύριό μας 'Ιησού Χριστό, με τη μορφή του γιου του ανθρώπου ν' αστράφτει πιο πολύ κι απ' τον ήλιο μέσα σε άπλετο φως.
Τον τριγύριζαν σαν σμήνος από μέλισσες οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, αρχαγγέλων, χερουβείμ και σεραφείμ.
Είχε μπει από τη δυτική πύλη, και βαδίζοντας ανάερα στάθηκε απέναντι από τον άμβωνα.
Υψώνοντας μάλιστα το χέρι Του Ευλόγησε τούς λειτουργούς και τούς προσευχομένους.
Τέλος, μπήκε στη θέση πού βρίσκεται ή εικόνα Του, πλάι στην ωραία πύλη.
Η καρδιά μου σκίρτησε από αγαλλίαση, από γλυκύτατη αγάπη για τον Κύριο".
Αξιοσημείωτο εΙναι ότι το όραμα σύνεση την ώρα της εισόδου των ιερέων στο άγιο βήμα, πού συμβολίζει την είσοδό τους στον ίδιο τον ουρανό.
«Ποίησον, Κύριε», δέεται χαμηλόφωνα τη στιγμή εκείνη ο ιερέας, «συν τη είσόδω ημών είσοδον άγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σήν αγαθότητα». Έξάλλου, μετά την είσοδο ψάλετε και ο αγγελικός ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησαν ημάς».
Το όραμα αυτό φανερώνει πώς οι ουράνιες δυνάμεις συλλειτουργούν αόρατα μαζί μας.
Γι' αυτό κάθε πιστός ας γνωρίζει ότι προσεύχεται ανάμεσα στους αγγέλους, σαν νά βρίσκεται στον ουρανό.

Ο Άγιος Θεόφιλος (1788-1853), ένας δια Χριστόν σαλός ιερομόναχος του ρωσικού βορρά, πού ασκήθηκε σε διάφορα μοναστήρια και ερημητήρια του Κιέβου, δεν έπαυε, ακόμα και όταν λειτουργούσε, νά σκανδαλίζει τούς άλλους αδελφούς με την παράξενη συμπεριφορά του.
Ό τότε μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, ενοχλημένος απ' όλ' αυτά, κάλεσε τούς συμβούλους του, για νά εξετάσει μαζί τους την περίπτωση του ιερομόναχου. Σύντομα όμως έριξε φως στην υπόθεση ένας αδελφός, στον όποίο ο στάρετς είχε δώσει εξηγήσεις για την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του στη διάρκεια των ιερών ακολουθιών:
Ο Θεός, του είχε πει εμπιστευτικά, βλέπει την απλότητά μου.
Λειτουργώ σύμφωνα με τη σωστή τάξη, διαβάζω όλες τις απαιτούμενες ευχές και τιμώ τον προεξάρχοντα ως ανώτερό μου.
Όσο όμως βυθίζομαι στη θεωρία της τελέσεως του μυστηρίου, ξεχνώ τον εαυτό μου και ότι ειναι γύρω μου.στη διάρκεια της θείας λειτουργίας βλέπω μια σταυρόσχημη ακτίνα νά κατεβαίνει από ψηλά και νά αιωρείται πάνω από τούς λειτουργούς.
Βλέπω επίσης κάποια δροσιά νά κατεβαίνει στα τίμια Δώρα, και λαμπρούς αγγέλους νά πετάνε πάνω από την άγία τράπεζα ψάλλοντας: « άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ' πλήρης ο ουρανός και ή γη της δόξης σου». Τότε όλη μου ή ύπαρξη αρπάζεται ανέκφραστα, και μου είναι αδύνατον νά τραβήξω την προσοχή μου από το πάντερπνο όραμα.
Αδελφέ, δεν σου λέω δικαιολογίες, άλλά την καθαρή αλήθεια. σε παρακαλώ όμως νά μη φανερώσεις όσα σου είπα, για νά μη σκανδαλιστούν οι άλλοι από μένα, τον βρωμερό αμαρτωλό".

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ μας Άγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης και πολιούχος της Καλύμνου, τελούσε τη θεία λειτουργία με τέλεια προσήλωση στο μυστήριο.
Πολλές φορές συλλειτουργούσε και συνομιλούσε με άγίους, κάποτε μάλιστα με τούς τρεις Ιεράρχες, ενώ συγχρόνως τον περιέβαλλαν χοροί αγγέλων.
Την ώρα της θείας μεταλήψεως, όπως είχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του ή και άλλοι πιστοί, φούσκωνε και ξεχείλιζε το άγιο ποτήριο, χωρίς όμως νά χύνεται ή θεία Κοινωνία.
Η Νίκη Κουτελαίνα, αργότερα μοναχή Σαλώμη, είδε κάποτε τον όσιο στην προσκομιδή πολύ υψωμένο, ενώ τριγύρω παραστέκονταν αγγελικά τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αύτή ότι το άγιο ποτήριο φούσκωνε.
Φοβήθηκε ή γυναίκα, αλλά δεν μίλησε. 'Αργότερα φανέρωσε στον άγιο Σάββα αυτά πού είδε. 'Εκείνος όμως της είπε:
Ω, παιδί μου, μη προς Θεού! μην τα πεις πουθενά!

Ο ΠΑΤΗΡ Αθανάσιος Χαμακιώτης (1967), ο σεμνός λευίτης της «Νεραντζιώτισσας» Αμαρουσίου, λειτουργούσε κάποια μέρα στο παρεκκλήσι της Παναγίας μία γυναίκα από το εκκλησίασμα, ή Ε.Μ., πού στεκόταν μπροστά στο ιερό βλέπει έναν ξανθό διάκονο με λευκή στολή νά υπηρετεί τον π. 'Αθανάσιο μπροστά στην άγία τράπεζα.
Μάλιστα στεκόταν πάντα στα δεξιά του στη διάρκεια της θείας λειτουργίας δεν βγήκε καθόλου από το άγιο βήμα.
Σκέφτηκε ή γυναίκα πώς θα ήταν νεοχειροτονημένος, και του μάθαινε ο ιερέας τη λειτουργική τάξη.
Ή λειτουργία τελείωσε και ο κόσμος έφυγε. Εκείνη όμως παρέμεινε για νά ικανοποιήσει την περιέργειά της, νά δει
Ποίος ήταν ο διάκονος. ο π. ' Αθανάσιος κατέλυσε κι έφυγε, αλλά ο διάκονος δεν έβγαινε από το ιερό.
Τότε ή γυναίκα άνοιξε το παραπέτασμα. Μα δεν είδε κανέναν. Ο διάκονος είχε εξαφανιστεί. και άλλη έξοδος δεν υπήρχε!
Όταν αργότερα διηγήθηκε στον π. Αθανάσιο το περιστατικό, εκείνος με απλότητα της είπε:
Αυτά, παιδί μου, συμβαίνουν, αλλά μη λες πουθενά τίποτα".

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ηγούμενος του όσίου Δαβίδ, γέροντας 'Ιάκωβος Τσαλίκης (1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ' όλες τις ιερές ακολουθίες,
Μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
'Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια.
Συχνά, ατή μεγάλη είσοδω ή στην άγία πρόθεση, τον έβλεπαν νά μην πατάει στό έδαφος, άλλά νά στέκεται και νά βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην άγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους νά κρατούν το Σώμα του Κυρίου.
Οι άνθρωποι", έλεγε, "ειναι τυφλοί και δεν βλέπουν
Τι γίνεται μέσα ατό ναό, ατή διάρκεια της θείας λειτουργίας.
Κάποτε λειτουργούσα, άλλά δυσκολευόμουν νά ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδω, από τα θαυμαστά πού έβλεπαν τα μάτια μου.
'Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε: «Ως τον Βασιλέα των όλων ύποδεξόμενοι».
Ξαφνικά, νιώθω νά με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και νά με οδηγεί στην άγία πρόθεση. Νόμισα πώς ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πώς τόλμησε ο ευλογημένος νά κάνει τέτοιον ασέβεια - νά μπει από την ωραία πύλη και νά με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι νά δω! μία τεράστια φτερούγα, πού είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε νά προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδω...
Τι γίνεται ατό ιερό την ώρα της λειτουργίας! στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου...
Μερικές φορές δεν μπορώ ν' αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. οι άλλοι ιερείς νομίζουν πώς κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά πού βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! και μόλις ο ιερέας πει το «Δι' ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις.
Τότε μέσα ατό ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!".
Απόψε παιδί μου", αποκάλυψε κάποτε σ' ένα μοναχό, "συλλειτουργούσα με άγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια πού δεν περιγράφονται.
Σαν πεθάνω, νά πεις πώς κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και συζούσε με την Άγία Τριάδα".

O άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του.
Κάποτε, σε μια θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία...», ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από τον λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.
Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.
Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και νά! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το εναπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίο ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!
Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. 'Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον λειτουργό. Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει. Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!» Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.

«Όταν ο ιερέας λέει τα άγια τοις αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!» -«Και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ;» -«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…». Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. 'Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.

Αυτό που καμιά θρησκεία, καμιά φιλοσοφία δεν τόλμησε ποτέ να παρουσιάσει ήταν ένας θεός να γίνεται άνθρωπος, 

να υποφέρει και να κενώνει τον εαυτό του από τη μεγαλοπρέπειά του, ώστε να γίνει πλήρως και απολύτως προσιτός σ΄εμάς.
Στην Ενσάρκωση ανακαλύπτουμε ότι ο Θεός μας–ο Άγιος του Ισραήλ, ο Δημιουργός του κόσμου, η Ωραιότης που υπερβαίνει κάθε ωραιότητα, η Αλήθεια και η μόνη πραγματικότητα του κόσμου-
επιλέγει, μέσα από μία αγαπητική κίνηση, να ταυτιστεί τόσο πολύ με τη μοίρα του ανθρώπινου γένους, τόσο πολύ να πάρει επάνω Του ολοκληρωτική και απόλυτη την ευθύνη για τη δημιουργική Του πράξη, ώστε να επιστρατευτεί όλη η ομορφιά του κόσμου –ταυτόχρονα όμως δίνει στον κόσμο την ελευθερία που καταστρέφει και παραμορφώνει αυτή την ομορφιά.
Αυτόν τον Θεό που επιλέγει να γίνει εύθραυστος, ευάλωτος, ανυπεράσπιστος και άξιος περιφρόνησης στα μάτια όλων εκείνων που πιστεύουν μόνο στη δύναμη, στην ισχύ και στην προσωρινά ορατή νίκη, έναν τέτοιο Θεό ο πιστός και ευλαβής άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να Τον έχει επινοήσει.

Μητροπολίτης Antony Bloom

Αρχ. Σεβαστιανού Τοπάλη

Και το θαύμα συνεχίζεται. Η γέννηση του Χριστού συντελείται σε κάθε Θεία Λειτουργία. Το θαύμα τελείται στην πιο κατανυκτική ώρα της, την ώρα του Καθαγιασμού, τότε που γονατίζουν οι καρδιές και τα γόνατα και κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα και μεταποιεί τον άρτο σε Σώμα Χριστού και τον οίνο σε Αίμα Χριστού.
Και κατόπιν με την Θεία Μετάληψη ο Κύριος γεννιέται στην καρδιά του κάθε πιστού. Γεννιέται στην φάτνη της καρδιάς του. Ζει το θαύμα προσωπικά και οντολογικά μέσα του.
Έτσι λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Άνοιξε τις πύλες του ουρανού και κοίτα εκεί μέσα στην Αγία Τράπεζα και θα ατενίσεις το Σώμα του βασιλέως Χριστού. Αυτό, το τιμιότερο από καθετί άλλο, το βλέπεις και στην γη. Και δεν το βλέπεις μόνον, αλλά και το ψηλαφείς. Και δεν το ψηλαφείς απλώς. Αλλά και το εσθίεις και το παίρνεις μαζί σου. Λοιπόν, καθάριζε την ψυχή σου, ετοίμαζε την σκέψη σου προκειμένου να υποδεχθείς το μυστήριο αυτό».

Η γέννηση του Χριστού πρόκειται να τελεστεί στις 25 Δεκεμβρίου, κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Ναό. Εκεί συνεχίζεται το μεγάλο Θαύμα της Γέννησης του Χριστού, που ξεκίνησε προ αιώνων με την προφητεία για τον ερχομό Του και έγινε ιστορικά στην πόλη της Βηθλεέμ.
Ο Ιερός Ναός τώρα είναι το σπήλαιο και η Αγία Τράπεζα η φάτνη. Εκεί με την πίστη μας θα δούμε το Βρέφος Χριστό να ανακλίνεται. Εκεί και εμείς με καθαρή συνείδηση θα δεχτούμε στην καρδιά μας το βρέφος Χριστό και θα γεννηθεί μέσα μας. Θα κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Και αν και φέτος ο Χριστός γεννηθεί μέσα μας, σίγουρα θα φέρει την χαρά και την ειρήνη και την αγάπη.

"Είς Επίγνωσιν Αληθείας"
Κείμενα πνευματικής επίγνωσης

Μια μεγάλη κατανόηση

"Τι σημαίνει μετάνοια;
Συνήθως θεωρείται ως θλίψη για την αμαρτία, ένα αίσθημα ενοχής, μια αίσθηση στενοχώριας και τρόμου για τις πληγές που προκαλέσαμε στους άλλους και στον εαυτό μας. Μια τέτοια άποψη όμως είναι επικίνδυνα ατελής. Η στενοχώρια και ο τρόμος υπάρχουν πράγματι συχνά στη βίωση της μετάνοιας, αλλά δεν είναι ολόκληρη η μετάνοια, δεν αποτελούν καν το σπουδαιότερο τμήμα της. Αν θεωρήσουμε όμως κατά τρόπο κυριολεκτικό τον όρο «μετάνοια», τότε θα βρεθούμε πιο κοντά στην καρδιά του ζητήματος. Μετάνοια σημαίνει «αλλαγή του νου»· όχι απλώς λύπη για το παρελθόν, αλλά μια θεμελιώδης μεταμόρφωση της όρασής μας, ένας νέος τρόπος να βλέπουμε τον εαυτό μας, τους άλλους και το Θεό. Σύμφωνα με τον Ποιμένα του Ερμά, είναι «μια μεγάλη κατανόηση». Μια μεγάλη κατανόηση και όχι, αναγκαστικά, μια συναισθηματική κρίση. Η μετάνοια δεν είναι ένας παροξυσμός τύψεων και αυτό-οικτιρμού, αλλά μεταστροφή, επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής μας στην Αγία Τριάδα.

Ως «νέος νους», ως μεταστροφή και επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής, η μετάνοια είναι κάτι το θετικό και όχι αρνητικό. «Μετάνοιά εστι θυγάτηρ ελπίδος, και άρνησις ανελπιστίας», λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Μετάνοια σημαίνει πως κοιτάζω, όχι προς τα κάτω, στις δικές μου ελλείψεις, αλλά προς τα πάνω, στην αγάπη του Θεού· όχι προς τα πίσω αυτομεμφόμενος, αλλά προς τα μπρος με εμπιστοσύνη. Μετάνοια είναι να βλέπω όχι το γιατί απέτυχα να γίνω κάτι, αλλά τι ακόμη μπορώ να γίνω με τη Χάρη του Χριστού.

Όταν η μετάνοια ερμηνευθεί με αυτή τη θετική έννοια, δεν θεωρείται πλέον μια απλή πράξη, αλλά μια συνεχής στάση. Στην προσωπική εμπειρία κάθε ανθρώπου υπάρχουν αποφασιστικές στιγμές μεταστροφής, στην παρούσα όμως ζωή το έργο της μετάνοιας παραμένει πάντα ανολοκλήρωτο. Η μεταστροφή ή η επανατοποθέτηση του κέντρου της ζωής μας πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται· μέχρι τη στιγμή του θανάτου, όπως το κατανόησε ο αββάς Σισώης, «η αλλαγή του νοός» πρέπει να είναι όλο και πιο ριζική, και η «μεγάλη κατανόηση» όλο και πιο βαθιά.

(…) Η μετάνοια, λοιπόν, είναι μια φώτιση, μια μετάβαση από το σκότος στο φως· μετάνοια σημαίνει να ανοίξουμε τα μάτια μας στη θεϊκή ακτινοβολία· όχι να καθόμαστε θλιμμένοι στο λυκόφως, αλλά να χαιρετούμε την αυγή που έρχεται. Η μετάνοια έχει επίσης εσχατολογικό χαρακτήρα, είναι ένα άνοιγμα προς τα Έσχατα, που δεν βρίσκονται απλώς στο μέλλον, αλλά είναι ήδη παρόντα· το να μετανοούμε σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε πως η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται εν τω μέσω ημών και λειτουργεί ανάμεσά μας, και ότι, αν αποδεχτούμε τον ερχομό της Βασιλείας όλα τα πράγματα θα γίνουν καινούρια για μας.

(…) «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5,4)· η μετάνοια εκφράζει όχι απλώς το πένθος για τις αμαρτίες μας, αλλά και την «παρηγοριά» ή «παράκληση», που προέρχεται από τη βεβαιότητα της συγχώρεσης του Θεού. Η «μεγάλη κατανόηση» ή «αλλαγή νοός», που σημαίνει η μετάνοια, συνίσταται ακριβώς σε τούτο· στην αναγνώριση ότι το φως λάμπει στο σκοτάδι, και πως το σκοτάδι δεν καταπίνει το φως (Ιωάν. 1,5). Μετάνοια, με άλλα λόγια, είναι η αναγνώριση πως υπάρχει καλό, όπως και το κακό, αγάπη, όπως και μίσος· και είναι βεβαίωση πως το καλό είναι δυνατότερο, είναι η πίστη στην τελική νίκη της αγάπης".

Επίσκοπος Κάλλιστος Ware

Κάποιοι μάλλον φοβούνται να ψελλίσουν ακόμα και την λέξη "μετάνοια" πόσο μάλλον να την ζήσουν, γιατί ίσως δεν έχουν την τόλμη να καταλάβουν το πόσο απαραίτητη είναι στην ζωή μας, πόσο αναγκαία είναι για την ένωσή μας με τον Θεό.
Το να μιλούμε περί πνευματικών ζητημάτων (και να θέλουμε να ζήσουμε πνευματικά) χωρίς την μετάνοια, είναι σαν να μιλούμε για Χριστούγεννα χωρίς Χριστό.

Ἕνα ἀπόγευμα ξεκινήσαμε μιὰ παρέα γιὰ τὰ Καλλίσια. Ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου, στὴν αὐλή, συναντήσαμε πλῆθος προσκυνητῶν ποὺ περιμέναν. Ἤμασταν τελευταῖοι. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρά μας, εἶχε νυχτώσει. 

Τὸν εἴδαμε ἕνας-ἕνας καὶ ὅταν τελειώσαμε, ὁ Γέροντας μᾶς ξεπροβόδισε ὣς ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἂν καὶ κατάκοπος, ἔδειχνε εὐδιάθετος. Ἦταν μιὰ ὄμορφη καλοκαιρινὴ νύχτα. Τὸ ἀεράκι φυσοῦσε ἀνάλαφρα καὶ ἡ πανσέληνος εἶχε ἀνατείλει ἀπό τοὺς ἀντικρινοὺς πευκόφυτους λόφους.

Μέσα σε αὐτὸ τὸ εἰδυλλιακὸ τοπίο, ποὺ τὸ ἀσήμωνε τὸ ὠχρὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ μεταμόρφωνε ἀπόκοσμα ὅλα τὰ γύρω, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, ὁ Γέροντας θεώρησε κατάλληλη τὴ στιγμὴ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν προσευχή. Δὲν μᾶς μίλησε θεωρητικά, ἀλλὰ πρακτικά. Πάντοτε ὁ Γέροντας «πράττων ἐδίδασκε». Ἤμασταν τέσσερις τῆς παρέας, κι ὁ Γέροντας πέντε. Μᾶς τοποθέτησε, μὲ μέτωπο στὴν ἀνατολή, δυὸ στὰ δεξιὰ καὶ δυὸ στὰ ἀριστερά του, στὸ μέσον ἐκεῖνος.

«Τώρα θὰ κάνουμε νοερὰ προσευχή, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», μᾶς εἶπε ὁ Ἅγιος Πορφύριος.
«Θὰ λέω ἐγὼ πρῶτα τὰ λόγια κι ὕστερα θὰ τὰ ἐπαναλαμβάνετε ἐσεῖς. Ἀλλὰ προσέξτε, χωρὶς βία καὶ ἄγχος. Θὰ τὰ λέτε ἤρεμα, ταπεινά, μὲ ἀγάπη, μὲ γλύκα».

Ἄρχισε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, με ἐκείνη τὴ λεπτή, τρυφερή, ἐκφραστικὴ φωνή του: «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με». Τὸ ἔλεγε ἀργὰ-ἀργά, μία-μία λέξη, χωρὶς καθόλου βία, σὰν νὰ εἶχε μπροστά του τὸν Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε, κάνοντας μιὰ μεγαλύτερη παύση στὸ «Χριστὲ» καὶ χρωματίζοντας παρακαλεστικὰ τὸ «ἐλέησόν με». Κι ἐμεῖς, κάθε φορὰ ἐπαναλαμβάναμε, προσπαθώντας νὰ μιμηθοῦμε τὴ στάση του, τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς του, κι ἂν ἦταν δυνατό, τὴν ψυχική του διάθεση. Κάποια στιγμὴ ὁ Γέροντας σταμάτησε νὰ λέει μεγαλόφωνα τὴν προσευχὴ καὶ συνέχισαν νὰ τὴν ψιθυρίζουν τὰ χείλη του. Κάναμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο. Πόσο κράτησε αὐτὴ ἡ νυκτερινὴ προσευχή μας; Δὲν θυμᾶμαι. Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι μιὰ συγκίνηση, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ λόγια.

Κάποτε διέκοψε τὴ θεία ἐκείνη σιγή, λέγοντας: Ἂς σταματήσουμε ἐδῶ τὴν κοινὴ προσευχή. Συνεχίστε την μόνοι σας. Ἄντε τώρα νὰ πᾶτε μὲ τὸ καλὸ στὰ σπίτια σας.

Καθὼς ἀπομακρυνόμασταν, γύρισα πίσω τὸ κεφάλι καὶ διέκρινα κάτω ἀπὸ τὸ σεληνόφως, τὴ σεβάσμια σιλουέτα τοῦ Γέροντα, ποὺ στεκόταν ὄρθιος κοντὰ στὰ βράχια, μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο, καὶ μᾶς εὐλογοῦσε.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:"Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου", σ. 371-372.

«Ο μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου όσιος Παύλος ο Απλούς αξιώθηκε να λάβη το κατά δαιμόνων χάρισμα.
Έφεραν κάποτε στον Μέγα Αντώνιο ένα δαιμονισμένο, με δαιμόνιο φοβερό, που έβριζε και τον ίδιο τον ουρανό. Το πρόσεξε αυτό ο όσιος και λέει:
- Δεν είναι έργο δικό μου να βγάζω δαιμόνια. Τέτοιο χάρισμα έχει ο Παύλος. Τους πήγε λοιπόν στον όσιο Παύλο και του είπε:
- Αββά Παύλε, βγάλε το δαιμόνιο από τον άνθρωπο αυτόν, για να γυρίση υγιής στο σπίτι του.
- Γιατί δεν το βγάζεις εσύ;
- Δεν ευκαιρώ εγώ. Έχω άλλο έργο.
Τους άφησε ο Μέγας Αντώνιος και έφυγε. Ο όσιος Παύλος προσευχήθηκε θερμά και λέει στο δαιμόνιο.
- Είπε ο αββάς Αντώνιος να βγης από τον άνθρωπο αυτόν.
- Δεν βγαίνω, παλιόγερε, απαντά εκείνο.
- Βγες, το είπε ο αββάς Αντώνιος.
Το δαιμόνιο τότε άρχισε να βρίζη και τον Μ. Αντώνιο. Τότε ο όσιος βγήκε από το κελλί του μέσα στο καταμεσήμερο, ανέβηκε σε μια πέτρα πυρωμένη από τον ήλιο και φώναξε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν θα κατεβώ απ᾽αυτήν την πέτρα, δεν θα φάω και δεν θα πιώ τίποτε μέχρι να πεθάνω, αν δεν ελευθερώσης αυτόν τον δούλον Σου.
Πριν τελειώση η προσευχή του οσίου, το δαιμόνιο είχε εξαφανισθή».
(«Χαρίσματα και χαρισματούχοι», τόμος Α´ εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 194-195).

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ἀπό το βιβλίο "ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ"

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Ὁ ἰαματικός μεγαλομάρτυς Παντελεήμων γεννήθηκε στήν Νικομήδεια. Πατέρας του ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Εὐστόργιος καί μητέρα του ἡ χριστιανή Εὐβούλη. Μαρτύρησε τό 305 ἐπί αὐτόκράτορος Μαξιμιανοῦ.
Εἶχε σπουδάσει τήν ἰατρική στόν διδάσκαλο τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς Εὐφρόσυνο. Τήν περίοδο τῶν σπουδῶν του γνώρισε τόν ἱερέα τῆς ἐκκλησίας τῆς Νικομηδείας ἅγιο Ἑρμόλαο. Αὐτός καλλιέργησε τά σπέρματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, πού εἶχε σπείρει στήν ψυχή του ἡ εὐσεβής Εὐβούλη, καί μετά τήν κανονική κατήχησι τόν βάπτισε.
Μιά μέρα κάποιοι ἔφεραν στό σπίτι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ἕναν τυφλό. Ὁ ἅγιος, μαζί μέ τόν πατέρα του, τόν δέχθηκε καί τόν ρώτησε τί θέλει.
- Τό φῶς μου ποθῶ, γιατρέ μου. Πῆγα σέ πολλούς γιατρούς, ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά μέ θεραπεύση. Ξόδεψα ὅλη τήν περιουσία μου στά φάρμακα καί δέν βρῆκα κανένα ὄφελος. Σέ παρακαλῶ, λυπήσου τήν ταλαιπωρία μου καί θεράπευσέ με.
- Ἀφοῦ ξόδεψες ὅλη τήν περιουσία σου στούς ἄλλους γιατρούς, τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος, ἐάν ἐγώ σέ θεραπεύσω, τί θά μοῦ δώσεις;
- Ὅ,τι μοῦ ἀπέμεινε μέ χαρά καί προθυμία θά στό χαρίσω. Μόνο νά μέ θεραπεύσῃς.
- Θά σέ θεραπεύσῃ ὁ ἀληθινός Θεός χρησιμοποιώντας γιά ὄργανο Του ἐμένα! Τόν μισθό ὅμως τῆς θεραπείας, πού μοῦ ὑποσχέθηκες, νά τόν μοιράσῃς στούς φτωχούς.
Ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας τοῦ ἁγίου Εὐστόργιος, νομίζοντας ὅτι μέ τήν συνηθισμένη ἰατρική ἀναλαμβάνει νά τόν θεραπεύσῃ, προσπάθησε νά τόν ἐμποδίσῃ:
- Μήν ἀναλαμβάνῃς, παιδί μου, τέτοιο ἔργο, ἀφοῦ τόσοι ἄλλοι γιατροί δέν τό κατώρθωσαν. Πρόσεξε μήν τυχόν ντροπιαστῇς στό τέλος. Τί περισσότερο μπορεῖς νά κάνῃς ἐσύ ἀπό τούς ἄλλους γιατρούς;
Ὁ Εὐστόργιος, νομίζοντας ὅτι ἀναφέρεται στόν διδάσκαλο Εὐφρόσυνο, τοῦ είπε:
- Παιδί μου, δυστυχῶς καί ὁ ἴδιος ὁ διδάσκαλός σου ἐπεχείρησε νά τόν θεραπεύσῃ καί δέν πέτυχε τίποτε.
- Περίμενε, πατέρα, καί θά δῆς τί θά κάνω.
Ἅπλωσε τότε τό δεξί του χέρι, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στά μάτια τοῦ τυφλοῦ καί προσευχήθηκε πρός τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀμέσως τά μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν! Καί ὄχι μόνο τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Μόλις εἶδε ὁ τυφλός ὅτι μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ θεραπεύθηκε, πίστεψε σ᾿ Αὐτόν. Μέ τό θαῦμα αὐτό πίστεψε καί ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Εὐστόργιος. Σέ λίγο καιρό ὁ ἅγιος Ἑρμόλαος βάπτισε καί τούς δύο.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

«Ο ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ», Εις τον βίον του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ

Κάποιος μοναχός της μονής του Σάρωφ κυριεύθηκε από μελαγχολία. Μια φορά μάλιστα που ένιωσε να φθάνη στην απόγνωσι, ζήτησε την συμπαράστασι ενός αδελφού.
Βγήκαν και οι δύο έξω από την μονή μετά τον εσπερινό και άρχισαν να περιπατούν στον κήπο και να παρηγορούνται με την συζήτησι. Πλησίασαν στον σταύλο της μονής. Εκεί κοντά άρχιζε το δρομάκι που ωδηγούσε στην πηγή του οσίου Σεραφείμ.
Ο άρρωστος αδελφός θέλησε ν’ αλλάξη κατεύθυνσι, για να μη συναντηθή με τον στάρετς σ’ αυτήν την ψυχική κατάστασι. Πριν όμως προφθάσουν ν’ απομακρυνθούν, τον βλέπουν να έρχεται προς το μέρος τους.
Οι δύο μοναχοί έπεσαν με σεβασμό στα πόδια του. Εκείνος τους ευλόγησε και τους μίλησε με ασυνήθιστη καλωσύνη. Σαν στοργικός πατέρας! Κατόπιν άρχισε να ψάλλη ένα τροπάριο της ενάτης ωδής του μικρού παρακλητικού κανόνος της Θεοτόκου, που ψάλλεται σε κάθε θλίψι και δοκιμασία:

«Χαράς μου την καρδίαν
πλήρωσον, Παρθένε,
η της χαράς δεξαμένη
το πλήρωμα,
της αμαρτίας την λύπην εξαφανίσασα».
 

Ύστερα χτύπησε το πόδι του στην γη και είπε:

- Δεν μας επιτρέπεται να μελαγχολούμε. Ο Χριστός νίκησε τα πάντα! Ανάστησε τον Αδάμ! Ελευθέρωσε την Εύα! Θανάτωσε τον θάνατο!

Η ψυχική κατάστασις του στάρετς μεταδόθηκε στην ψυχή των αδελφών. Ζωογονημένοι τώρα με την χαρά του, επέστρεψαν στην μονή ειρηνικοί!

(«ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ», τόμος Α΄, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ)

«H ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΥ» ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ» ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Σέ ὅλη του τή ζωή ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μ. Ἀθανάσιος (295-373) ἀγωνιζόταν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάστηκε «Στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας»!
Δέκα χρόνια μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ ἀρχηγοί τῆς ἀρειανικῆς πλάνης συκοφάντησαν αἰσχρά τόν ἅγιο ἱεράρχη καί κατόρθωσαν νά πείσουν τόν αὐτοκράτορα νά συγκληθῆ σύνοδος ἐπισκόπων γιά τήν καθαίρεσή του.
Ἡ σύνοδος συνεκλήθη στήν Τύρο τό 335. Στή δεύτερη συνεδρίασή της συνέβη ἕνα καταπληκτικό ἐπεισόδιο, πού φανερώνει τήν εὐφυΐα καί τή σοφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου.
Σέ κάποια στιγμή, πού ἐπικρατοῦσε ἡσυχία στήν αἴθουσα τῆς συνόδου, ἄνοιξε ξαφνικά ἡ πόρτα καί μιά γυναίκα ὅρμησε μέσα μέ κλάματα καί κοπετούς φοβερούς.
Μέ λυγμούς φώναζε ἀπελπισμένα ὅτι ἐνῶ εἶχε ὑποσχεθῆ νά ζήσῃ ζωή παρθενική, ὁ Μ. Ἀθανάσιος μπῆκε στό σπίτι της γιά νά φιλοξενιθῆ, καί τόλμησε νά τῆς ἐπιτεθῆ καί νά τή διαφθείρῃ!…
Κατάπληξη καί πόνος βαθύς γέμισε ὅλους τούς ἐπισκόπους μπροστά στή νεαρή αὐτή γυναίκα. Τά βλέμματά τους καρφώθηκαν στόν Μ. Ἀθανάσιο, πού κοιτοῦσε ἀδιάφορα κάτω, σάν νά μή συνέβαινε τίποτε. Τότε ὁ πρεσβύτερος Τιμόθεος, πού στεκόταν δίπλα του, γύρισε καί τή ρώτησε τή γυναίκα:
- Ἐγώ ἦρθα σέ σχέσεις μαζί σου; Ἐγώ μπῆκα στό σπίτι σου;
- Ναί, ἐσύ! φώναξε μέ ἀναίδεια ἐκείνη. Ἐσύ μοῦ ἔκλεψες τήν ἁγνότητά μου. Ἐσύ μέ γύμνωσες ἀπό τή σωφροσύνη μου!…
Κινοῦσε ἀπειλητικά τό δάκτυλο στόν πρεσβύτερο Τιμόθεο καί τόν ἔδειχνε σέ ὅλους, πιστεύοντας ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος!… Γιατί, φυσικά, τόν ἅγιο πατριάρχη δέν τόν εἶχε δεῖ ποτέ…
Τώρα πιά τά προπετάσματα εἶχαν κουρελιαστῆ, καί ὁ ὀχετός τῆς συκοφαντίας ἐμφανιζόταν ἀπαίσιος. Μέσα στήν αἴθουσα ἔγινε σάλος μεγάλος. Οἱ ἐχθροί τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶχαν δωροδοκήσει μιά πόρνη γιά νά ψευδομαρτυρήσῃ ἐναντίον του. Μά ἡ ἀπέραντη σοφία του εἶχε ἐπινοήσει τήν πιό ὑπέροχη ἄμυνα. Πληροφορημένος ἀπό πρίν γιά τήν πλεκτάνη πού τοῦ ἑτοίμαζαν, ὀργάνωσε κι αὐτός μαζί μέ τόν πιστό του πρεσβύτερο Τιμόθεο τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ δόλου καί τῆς συκοφαντίας!
Ὅταν ἡ γυναίκα κατάλαβε τό πάθημά της ἦταν ἀργά πιά… Ἄρχισε νά τά χάνῃ, νά τραυλίζῃ, νά μήν ξέρῃ τί νά πῇ. Οἱ ἀρειανοί, πού ξεσκεπάστηκαν τόσο ἀπρόοπτα, ἔσπευσαν νά τή βγάλουν ἔξω καί νά τήν ἐξαφανίσουν. Μάταια ὀρθώθηκε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀπαιτώντας νά κρατηθῇ ἡ γυναίκα γιά νά ὑποβληθῇ σέ κανονική ἀνάκριση καί νά φανερωθοῦν οἱ συκοφάντες. Μέ κραυγές καί ὀχλοβοή κατόρθωσαν οἱ ἀρειανοί νά σκεπάσουν τίς διαμαρτυρίες του. Φωνάζαν ὅτι ὑπάρχουν ἄλλες κατηγορίες, ἀκόμη πιό βαριές, πού καμμιά τέχνη καί καμμιά ἐξυπνάδα δέν θά μποροῦσε νά τίς διαλύσῃ. Γιατί δέν θ᾿ ἀκούσουν πιά μέ τ᾿ αὐτιά, ἀλλά θά δοῦν μέ τά μάτια τά πειστήρια τῆς ἐνοχῆς, πού θά παρουσιαστοῦν στή σύνοδο.
Τό βράδυ τῆς ἴδιας μέρας κάποιος ἄγνωστος, κουρασμένος καί κατασκονισμένος ὁδοιπόρος, ἔφτασε στήν Τύρο. Κατευθύνθηκε ἀμέσως στό σπίτι τοῦ πατριάρχη τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ποιός ἦταν λοιπόν; Ἔνας ἄνθρωπος πού ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ἔστελνε στήν κατάλληλη ὥρα. Μιά καινούργια νίκη ἑτοιμαζόταν γιά τόν Μ. Ἀθανάσιο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀγρυπνοῦσε πάνω ἀπό τόν ἡρωϊκό ἀγωνιστή.
Τήν ἄλλη μέρα ἡ σύνοδος συγκεντρώθηκε πάλι γιά συνεδρίαση. Ὅταν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι κατέλαβαν τίς θέσεις τους, ἕνα μυστηριῶδες κουτί μεταφέρθηκε στήν αἴθουσα καί τοποθετήθηκε κάτω ἀπό τά βλέμματα ὄλων. Σιγή βασίλευε στήν αἴθουσα… Τά μάτια ἦταν καρφωμένα στό κουτί. Οἱ ἀναπνοές σχεδόν συγκρατημένες.
Τό κουτί ἀνοίχτηκε τελετουργικά. Ἕνα ἀνθρώπινο χέρι, ταριχευμένο, πρόβαλε.
- Ἀθανάσιε, εἶπαν οἱ ἀρειανοί. Τό χέρι αὐτό σέ κατηγορεῖ συντριπτικά! Εἶναι τό χέρι τοῦ ἐπισκόπου Ἀρσενίου. Ἀπολογήσου καί πές μας καθαρά, γιατί τό ἔκοψες;
Ἕνα πανδαιμόνιο ἀποδοκιμασιῶν ἀκολούθησε:
Φράσεις βαριές ξεπηδοῦσαν ἀπό τά στόματα τῶν ἀρειανῶν μαζί μέ τούς ἀφρούς τῆς λύσσας τους. Ὁ ἅγιος καθόταν ἤρεμος καί σιωπηλός στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Σέ λίγο σηκώθηκε ὀρθός, σήκωσε τό χέρι γιά νά ἐπιβάλῃ σιωπή, καί εἶπε:
- Ὑπάρχει κανείς ἀνάμεσά μας πού γνώρισε προσωπικά τόν ἐπίσκοπο Ἀρσένιο;
Πολλοί ἀπό τούς συνοδικούς βεβαίωσαν ὅτι τόν εἶχαν γνωρίσει.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος κάλεσε ἀμέσως κάποιον ἀπό τή συνοδεία του καί ζήτησε νά ὁδηγήσουν ἀμέσως στή σύνοδο τόν ξένο πού χθές βράδυ εἶχε φτάσει στήν πόλη. Πέρασαν λίγες στιγμές φοβερῆς ἀναμονῆς. Καί νά, μπαίνει στήν αἴθουσα ἕνας ἄγνωστος ἄνθρωπος. Τό κεφάλι του εἶναι σκυμμένο μπροστά, τόσο πού δέν διακρίνεται κἄν τό πρόσωπό του. Τό σῶμα του εἶναι τυλιγμένο σ᾿ ἕνα μανδύα φαρδύ, πού τόν σκεπάζει ἐντελῶς. Ὁ ἄγνωστος στέκεται στή μέση τῆς συνόδου. Ἡ ἔνταση πού ὑπάρχει στήν ἀτμόσφαιρα εἶναι ἀπερίγραπτή. Λίγες στιγμές ἀκόμη… Ὁ πατριάρχης προχωρεῖ. Στέκεται δίπλα στόν ἄγνωστο, καί τοῦ σηκώνει τό μέτωπο. Μιά κραυγή καταπλήξεως δόνησε τήν αἴθουσα.
- Μήπως λοιπόν εἶναι αὐτό τό θῦμα μου; Μήπως εἶναι αὐτός ὁ ἐπίσκοπος πού ἐγώ σκότωσα; ρώτησε ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Νἄτος λοιπόν, αὐτός πού ζητοῦν οἱ κατήγοροί μου! Αὐτός πού τοῦ φέρθηκα τόσο ὑβριστικά μετά τόν θάνατό του, κόβοντάς του τό χέρι!…
Ναί, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ἀρσένιος! Δέν μποροῦσε νά τό ἀμφισβητήσῃ κανείς. Μιά φοβερή θύελλα ξέσπασε στήν αἴθουσα. Οἱ ἀρειανοί δέν μποροῦσαν πιά νά σταθοῦν ἐκεῖ οὔτε γιά ἕνα λεπτό. Μά ὁ πατριάρχης δέν βιαζόταν… Προχώρησε πάλι στόν ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, σήκωσε σιγά-σιγά τίς πτυχές τοῦ μανδύα καί ἀποκάλυψε πρῶτα τό ἕνα καί ὕστερα τό ἄλλο χέρι. Ἔδειξε στούς ἐπισκόπους καί τά δυό χέρια, καί τό δεξί καί τό ἀριστερό, καί εἶπε:
- Φυσικά, δέν φαντάζομαι νά περιμένῃ κανείς ἀπό σᾶς νά δῇ καί τρίτο χέρι. Νομίζω πώς μᾶλλον ἀπό δύο μᾶς ἔδωσε σέ ὅλους ὁ Θεός!…
Ἡ ἀποκάλυψη ἦταν συντριπτική! Ἡ ἀλήθεια γι᾿ ἄλλη μιά φορά θριάμβευσε…
(βιβλίο: Ὁ στρατιώτης τῆς ἀλήθειας)

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

katafigioti

lifecoaching