ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ήταν δυστυχισμένη η Μαρία και άτυχη. Ο άντρας της, ο Μιχάλης, είχε γίνει ανυπόφορος πια μ’ αυτό το μεθύσι. Δεν περνούσε βραδιά που να μη γυρίσει στο σπίτι αμέθυστος. Η ταλαίπωρη η γυναίκα του τον παρακαλούσε να τους λυπηθεί και να πάψει να μεθά.
Τα παιδιά τους, τρία αγόρια και μια κορούδα, δεν τολμούσαν τα δύστυχα να παρουσιαστούν μπροστά του. Άμα τα έβλεπε, γινόταν θηρίο...
Ήταν δειλινό του Μ. Σαββάτου. Η Μαρία αγωνιζόταν να συμμαζέψει το σπίτι, να τακτοποιήσει τα παιδιά, να ετοιμάσει το φαγητό, ώστε όταν έρθουν από την Εκκλησία, να βρουν κάτι για να πάρουν και να νιώσουν τη χαρά της Ανάστασης.
Θα ήταν 6 η ώρα όταν ήρθε απ’ έξω ο Μιχάλης, πάλι μεθυσμένος. Άναψε το αίμα της Μαρίας. Δεν θα μπορούσε η ταλαίπωρη να νιώσει και αυτή χαρά μια μέρα;
Ο Μιχάλης ήταν χάλια. Βρομιάρης, λερωμένος, απαίσιος. Αφού έβρισε και απείλησε όλους, έπεσε στο κρεβάτι σαν πεθαμένος από το μεθύσι. Η Μαρία δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στον εαυτό της. Την κατέλαβε μια οργή ασυγκράτητη. Το βλέμμα της θόλωσε. Η σκέψη της παρέλυσε. Και πήρε στην κατάσταση αυτή μια τρομερή απόφαση.
Πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το μπουκάλι με τη βενζίνη και πήγε στο κρεβάτι του συζύγου της. Έχυσε όλη τη βενζίνη πάνω στα ρούχα του και ήταν έτοιμη να ανάψει ένα σπίρτο και να τον… κάψει!!!
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή από το δρόμο. Κάποιος έλεγε σε άλλον: «Καλή Ανάσταση! Χρόνια πολλά!...».
Τινάχτηκε η Μαρία. Θυμήθηκε ότι ήταν Πάσχα τη βραδιά εκείνη. Ο Χριστός νικητής του πόνου και του θανάτου. Ρίγησε… Τα μάτια της έσταζαν δάκρυα… «Θεέ μου, συγχώρεσέ με… Τι πήγα να κάνω!...».
Πήρε αμέσως καινούρια ρούχα και τα άλλαξε με εκείνα, που ήταν ποτισμένα με τη βενζίνη. Ο Μιχάλης δεν κατάλαβε τίποτε… Πέρασαν 5 ώρες… Να, χτυπούν οι καμπάνες… Ξυπνά όλος ο κόσμος για να πάει στην Εκκλησία…
Άνοιξε τα μάτια και ο Μιχάλης… Σηκώθηκε…
-Μαρία, θα πάμε στην Εκκλησία, είπε… Νιώθω ότι πρέπει να ζητήσω την προστασία του Θεού και το έλεος… Είναι καιρός πια να γίνω άνθρωπος…
Η Μαρία άρχισε να κλαίει. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό και είπε με λυγμούς: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ».
(από το βιβλίο Ρήματα Ζωής)
Σκυφτός, ανόρεχτος, πικραμένος ο Χαρίλαος γυρίζει στο σπίτι του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις τώρα η παρέα του τελείωσε το γλέντι της. Απόψε μάλιστα παρά λίγο και να έρθουν στα χέρια. Κάτι είπε ο Αντώνης, που έθιξε το Χαρίλαο. Άναψε. Τινάχτηκε. Θα γινόταν μεγάλη φασαρία, αν δεν μεσολαβούσαν οι άλλοι.
Τώρα βαρύς και κουρασμένος σέρνει τα βήματά του.
Ξαφνικά, στη στροφή του δρόμου, βλέπει φαναράκια, λαμπάδες, κόσμο. Χαρούμενες φωνές παιδιών αντηχούν στη γειτονιά. «Χριστός Ανέστη», θεία! «Αληθώς Ανέστη», καλό μου παιδί! Ο Χαρίλαος σαν να ξύπνησε από ύπνο.
-Τι; Πως; «Χριστός Ανέστη;» Αλήθεια· απόψε Ανάσταση… Λαμπρή! Όλος ο κόσμος χαίρεται. Εγώ μονάχα τριγυρνώ στους δρόμους έρημος και μοναχός!...
Θυμήθηκε μεμιάς τα περασμένα. Τότε που ήταν και αυτός κοντά στο Θεό! Ξαφνικά να, μπροστά του η Εκκλησία. Ήταν ακόμα ανοιχτή. Ο κόσμος είχε φύγει… Ο Χαρίλαος μπήκε μέσα. Άναψε ένα κερί. Το μοσχολίβανο ακόμα ευωδίαζε. Συγκινήθηκε. Λύγισε η ψυχή του.
-Θεέ μου, δε θέλω να είμαι τέτοιος. Με παρασέρνει το πάθος, η αμαρτία… Βοήθησέ με να μην ξαναπέσω. Να μη…
Δεν πρόφτασε να συμπληρώσει τα λόγια του. Τον έπνιξαν οι λυγμοί. Ακούμπησε σ’ ένα στασίδι. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του ποτάμι.
Πέρασε λίγη ώρα. Απ’ έξω έτυχε να περνούν κάποιοι. «Χριστός Ανέστη!», είπε η μια παρέα. «Αληθώς Ανέστη!», απάντησε η άλλη, που έπαιρνε διαφορετικό δρόμο…
-Ναι! «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος», είπε ο Χαρίλαος. Είθε και η ψυχή μου να αναστηθεί!
Σηκώθηκε. Βγήκε από την Εκκλησία και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.
Μια ξεχωριστή γαλήνη ένιωθε τώρα στην καρδιά του. Κάποιο φως γλυκό του φώτιζε το δρόμο. Λαμπάδα δεν κρατούσε στα χέρια του. Δεν έχει σημασία. Κρατούσε η ψυχή…
Η λουσμένη στο δάκρυ της μετάνοιας ψυχή του, που απόψε πάλι αναστήθηκε…
(από το βιβλίο Ρήματα Ζωής)
Ήταν απόγευμα Μεγάλης Παρασκευής. Ένα δροσερό αεράκι φυσούσε, λες και ήθελε να λιγοστέψει την πένθιμη όψη της ημέρας, που είχε πεθάνει ο Χριστός.
Κάποια γυναίκα, ως 40 χρονών, μαυροφορεμένη, με ένα μπουκέτο δροσερά λουλούδια έμπαινε στο νεκροταφείο. Στην όψη της ήταν αποτυπωμένη η θλίψη και ο βαθύς πόνος. Προχώρησε αργά προς κάποιο τάφο. Το λευκό μάρμαρο με τον ωραίο σταυρό φάνταζαν περισσότερο, καθώς τα απαλά άνθη έγερναν και φιλούσαν τον τάφο.
Ένα όνομα ήταν γραμμένο στο Σταυρό με μια φωτογραφία στη μέση:
Γ/Δ… ετών 19
Η γυναίκα –ήταν η μητέρα του παλικαριού- πλησίασε. Άφησε πάνω στον τάφο τα λουλούδια με όλη τη μητρική της στοργή και μετά κάθισε στο γείσωμα έτσι, ώστε να βλέπει τη φωτογραφία.
Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα, καθώς τα χέρια της χάιδευαν το μάρμαρο, που σκέπαζε το σώμα του παιδιού της. Ώρα πολλή έμεινε σε αυτή τη θέση, κοιτάζοντας, χαϊδεύοντας, ψιθυρίζοντας μισόλογα μέσα στα αναφιλητά της. Ξαφνικά ένιωσε στον ώμο της ένα χέρι. Σήκωσε τα βουρκωμένα μάτια της.
- Μαρία! της είπε η άλλη γυναίκα. Και εγώ είμαι μάνα, που θρήνησα την 15χρονη κόρη μου. Εδώ κοντά την έχω θαμμένη. Όμως!... Δεν πρέπει να λυγίσουμε. Δεν είναι χριστιανικό. Σήκω! Πάμε στην Εκκλησία.
Σήμερα πέθανε ο Ένας, για να ζήσουμε όλοι στην αιωνιότητα.
Ο Γιώργος σου και η Ελένη μου δεν πέθαναν. Όχι! Κοιμούνται. Και θα ξυπνήσουν μια μέρα για να ζήσουν πια αιώνια μαζί μας… Σε δυο μέρες θα έχουμε Ανάσταση. Είναι το μήνυμα της ανάστασης όλων μας.
Η μητέρα σηκώθηκε. Τα μάτια της έπαψαν να στάζουν δάκρυα. Η όψη της γαλήνεψε.
- Σε ευχαριστώ, Βασιλική! είπε η Μαρία απαλά. Με ανακούφισες αφάνταστα. Μου στήριξες την καρδιά. Και ξεκίνησαν για την Εκκλησία. Έφτασαν. Μπήκαν μέσα. Την ώρα εκείνη οι ψάλτες έψαλλαν: «… Ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας…».
- Ναι, Κύριε. Και το παιδί μου θα το αναστήσεις… Πιστεύω! είπε αργά η Μαρία. Δύο δάκρυα έσταξαν πάλι από τα μάτια της. Δεν ήταν δάκρυα οδύνης. Ήταν τώρα ξεχείλισμα ελπίδας…
(από το βιβλίο Ρήματα Ζωής)
Προσηλώνομαι στην εικόνα Σου Κύριε και σιωπώ...
Το φως των οφθαλμών Σου, το φως της αγάπης Σου με διαπερνά και μου μιλά ικετευτικά...
Σου ζητώ..: "Κύριε, να γινόταν να με αγγίξεις, να μπορούσα ν’ αγγίξω την άκρη του χιτώνα Σου ώστε να νιώσω την απόλυτη αγάπη..."
Μου απαντάς: "Μα όλο το ταξίδι εδώ είναι μια διαδρομή αγάπης... Ένα μονοπάτι στο οποίο μαζεύεις, γεμίζεις αγάπη μέχρι να φτάσεις τελικά στην απόλυτη αγάπη.. στην δική Μου αγάπη.."
Όταν έχεις αγάπη, όταν καίγεται η καρδιά σου από την αγάπη Του, τότε απλά τα έχεις όλα.. Δεν φοβάσαι τίποτα.. Έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Κυρίου και βαδίζεις το μονοπάτι σου με χαρά, με ελπίδα, με δύναμη, με αισιοδοξία και σιγουριά ότι καθετί που σου συμβαίνει είναι για κάποιο λόγο.
Για κάποιο λόγο που εσύ τώρα ίσως δεν μπορείς να δεις και τον οποίο θα καταλάβεις στη συνέχεια της διαδρομής...
Όμως δεν ανησυχείς... Ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές σου, δεν απελπίζεσαι, δεν συντρίβεσαι γιατί μέσα σου καίει η φλόγα της αγάπης Του...
Έχεις παραδοθεί και παραδίνεσαι κάθε στιγμή στο θέλημά Του...
Η αγάπη Του, σου επιτρέπει, σου χαρίζει να ζεις τη ζωή σου με ΕΙΡΗΝΗ και ΜΕΤΑΝΟΙΑ...
Σκέψου… Αν ζεις έτσι, είναι δυνατόν να σου λείπει κάτι...;
(...κατόπιν προσευχής...Π.Α.Δ.)
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.514-518).
Επίλογος του ευαγγελίου: Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού 16,9-20.
Μετά τα εισαγωγικά αυτά ερχόμαστε στην ερμηνεία των εν λόγω στίχων. Στους στιχ. 9-11 (πρβλ. Ιω 20, 11-18 και Λκ 24, 10) παρατίθεται η πρώτη εμφάνιση (Η εμφάνιση το πρωί της πρώτης των Σαββάτων δεν σημαίνει ότι τότε έλαβε χώρα η ανάσταση, κατά την παρατήρηση του Θεοφυλάκτου, ο οποίος γράφει: «Αναστάς δε ο Ιησούς· εδώ βάλε τελεία, έπειτα πες· Πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη Μαρία τη Μαγδαληνή· διότι δεν αναστήθηκε το πρωί. Διότι ποιος ξέρει πότε αναστήθηκε; Αλλά εμφανίστηκε το πρωί, την Κυριακή ημέρα») του Αναστημένου Χριστού, εμφάνιση που έλαβε χώρα σε μία γυναίκα, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία μνημονεύει ήδη ο ευαγγελιστής στους στιχ. 15,40, 47. 16, 1· ότι την είχε θεραπεύσει ο Ιησούς από επτά δαιμόνια λέγεται και στο Λκ 8,2 χωρίς περισσότερες διευκρινήσεις. Οι «πενθούντες» και «κλαίοντες» μαθητές δυσπιστούν στα λόγια της Μαρίας, η οποία τους αναγγέλλει τα σχετικά με την εμφάνιση του Ιησού. Το χαρακτηριστικό της «απιστίας» των μαθητών που γνωρίζουμε από το υπόλοιπο ευαγγέλιο παρουσιάζεται και εδώ.
Η εκτεταμένη διήγηση του Λουκά 24, 13-35 για την εμφάνιση του Αναστημένου Χριστού σε δύο μαθητές που συνοψίζεται εδώ στους στιχ. 12-13 με κεντρικό σημείο την τελική πληροφορία ότι και σ΄αυτούς δεν πίστεψαν οι μαθητές. Το χαρακτηριστικό της σύντομης αυτής διήγησης είναι η πληροφορία ότι ο Αναστάς εμφανίστηκε «εν ετέρα μορφή». Από την παράλληλη διήγηση του Λουκά φαίνεται ότι οι δύο μαθητές δεν ανήκαν στον κύκλο των δώδεκα (βλ. Λκ 24,18 · 33) και ότι ο ένας από αυτούς ονομάζεται Κλεόπας· η εκκλησιαστική παράδοση, που απηχείται και στην υμνογραφία, ταυτίζει το δεύτερο μαθητή με τον Λουκά, συγγραφέα του τρίτου ευαγγελίου.
Ο στιχ. 14 περιέχει με μεγάλη συντομία τη γνωστή από τους άλλους ευαγγελιστές εμφάνιση στους έντεκα κατά την ώρα του φαγητού (Λκ 24, 36-49. Ιω 20, 19-23). Ο Ιησούς κατακρίνει την «απιστία» και «σκληροκαρδία» των μαθητών – γνωστό ήδη θέμα – γιατί δεν δέχθηκαν την μαρτυρία αυτών που τον είδαν αναστημένο. Στο σημείο αυτό ένας μόνο κώδικας, ο W του 5ου αιώνα που βρίσκεται στο μουσείο Freer της Ουάσινγκτον, παραθέτει μία στιχομυθία μεταξύ Ιησού και μαθητών, γνωστή ως «λόγιον του Freer» που έχει ως εξής:
«Κακείνοι απειλογούντο λέγοντες ότι ο αιών ούτος της ανομίας και της απιστίας υπό τον σατανάν εστίν, ο μην εών (τον μη εώντα;) υπό των πνευμάτων ακάθαρτα (-των;) την αλήθειαν του Θεού καταλαβέσθαι (+και;) δύναμιν. Δια τούτον αποκάλυψόν σου την δικαιοσύνην ήδη, εκείνοι έλεγον τω Χριστώ. Και ο Χριστός εκείνοις προσέλεγεν ότι πεπλήρωται ο όρος των ετών της εξουσίας του σατανά, αλλά εγγίζει άλλα δεινά· και υπέρ ων εγώ αμαρτησάντων παρεδόθην εις θάνατον ίνα υποστρέψωσιν εις την αλήθειαν και μηκέτι αμαρτήσωσιν ίνα την εν τω ουρανώ πνευματικήν και άφθαρτον της δικαιοσύνης δόξαν κληρονομήσωσιν».
Η κυριαρχία του σατανά, τα εγγίζοντα άλλα δεινά, η θυσία του Χριστού και η άφθαρτη δόξα του ουρανού οδηγούν στη σκέψη ότι το λόγιο προήλθε ίσως από ένα περιβάλλον αποκαλυπτικό με έντονα τα χρώματα και τις ιδέες της Αποκάλυψης του Ιωάννη (Grundmann).
Μετά το θέμα της «απιστίας» των μαθητών από το στιχ. 15 ε. επικρατεί άλλη ατμόσφαιρα που κυριαρχείται από την εντολή του Αναστημένου Χριστού να μεταφέρουν παντού το μήνυμά του: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (πρβλ. Μθ 28, 19 όπου η εντολή δίδεται στους μαθητές, ενώ έχουν συγκεντρωθεί στη Γαλιλαία). Το ευαγγέλιο που «ήλθεν κηρύσσων ο Ιησούς» στη Γαλιλαία (1,14) έχει ευρύτερες οικουμενικές διαστάσεις· προορίζεται για τον «κόσμο άπαντα», για την «κτίσιν πάσαν».
Ο αρχικός κύκλος των μαθητών του Ιησού, η εκκλησία, πρέπει να διευρυνθεί τόσο ώστε να συμπέσει τελικά με άπαντα τον κόσμο. Είναι προφανές ότι ο Αναστάς προσδιορίζει εδώ το ιεραποστολικό καθήκον ως ουσιαστικό έργο της εκκλησίας. Η ανταπόκριση των ανθρώπων στο κήρυγμα με την πίστη και το βάπτισμα, δηλ. η ένταξή τους στην εκκλησία [Ο στίχ 16 παρουσιάζεται εκκλησιολογικά πιο ανεπτυγμένος στο Ματθ. 28,19 «…βαπτίζοντες αυτούς σεις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος». Ο Θεοφύλακτος σχολιάζοντας το «πάση τη κτίσει» του Μάρκου 16,15 παρατηρεί: «Δεν είπε κηρύξατε σε όσους πείθονται, αλλά, σε όλη την κτίση, είτε πείθονται είτε όχι»], οδηγεί στη σωτηρία.
Έτσι, αντί του θέματος «απιστία» - «απιστείν» των προηγούμενων στίχων, από το στιχ. 16 ε. κυριαρχεί το «πιστεύειν» καθώς και τα «σημεία» που θα μπορούν να ενεργούν «εν τω ονόματι» του Ιησού οι πιστεύοντες. Αυτά απαριθμούνται στους στιχ. 17-19: θεραπεία ανθρώπων από δαιμόνια, «γλώσσαι καιναί» [Εάν με τις καινές γλώσσες νοούνται οι λεγόμενες ξένες γλώσσες, «διάλεκτοι αλλοεθνείς»(Ζιγαβηνός), ή κάποια νέα γλώσσα, η γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, η νέα γλώσσα της αγάπης που μιλούν οι πιστοί μέσα στον κόσμο αποτελεί ερμηνευτικό πρόβλημα που τίθεται και εξ’ αφορμής των όσων λέγει ο απ. Παύλος στην Α΄Κορ. κεφ. 12-14. Ο Gnilka σχετίζει τη φράση αποκλειστικά με το γεγονός της Πεντηκοστής], νικηφόρα αντιμετώπιση κινδύνων (από όφεις π.χ. ή από θανάσιμα δηλητήρια), θεραπεία αρρώστων.
Το Πνεύμα του Θεού, που κατά τη διήγηση των Πράξεων 2, 1-11 κατέρχεται κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ήδη προανακρούεται με τα λόγια αυτά του Ιησού, γιατί οι εκδηλώσεις των πιστών που προαναγγέλλονται εδώ (ιάματα γλωσσολαλία κλπ.) είναι δώρα του Αγίου Πνεύματος· και όπως στην περίπτωση του Ιω 20,22 («λάβετε πνεύμα άγιον») ο Ορθόδοξος ερμηνευτής, επίσκοπος Κατάνης Cassien Besobrasoff, ομιλεί για «Ιωάννεια Πεντηκοστή», έτσι και εδώ θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, τηρουμένων των αναλογιών, για «Μάρκεια Πεντηκοστή».
Η εκκλησία παράλληλα με την ιεραποστολική εντολή που παίρνει από τον Αναστάντα εφοδιάζεται με τη δύναμη, που είναι καρπός πίστης, να θεραπεύει αρρώστους, να διώχνει το δαιμονικό στοιχείο από τη ζωή των ανθρώπων, να ανθίσταται νικηφόρα στις διάφορες επιβουλές της φύσης («όφεις») ή των ανθρώπων («θανάσιμόν τι πίωσιν»). Μπορεί να υποστηρίζει κανείς ότι με τις εντολές αυτές του Αναστάντος που καλούνται να πραγματοποιήσουν οι μαθητές και στη συνέχεια η εκκλησία αποκαθίσταται η αρχική παραδείσια προπτωτική αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης καθώς και μεταξύ ανθρώπου και συνανθρώπου, όπως ήδη προανακρούεται αυτή η αρμονική συνύπαρξη στη σύντομη διήγηση του ευαγγελιστή για τους πειρασμούς του Ιησού (1,13) μέσα σ΄ ένα περιβάλλον που θυμίζει το Γεν. 3.
Οι στιχ. 19-20 περιέχουν αφ’ ενός μεν την ανάληψη του Κυρίου Ιησού (η οποία κατά τα Λκ 24, 50-53 και Πρ 1, 9-11 συντελείται στο όρος των Ελαιών) και αφ΄ετέρου μια γενική δήλωση της δραστηριότητας των μαθητών «πανταχού». Ο Κύριος, κλείνοντας τον κύκλο της επίγειας δράσης, επανέρχεται «όπου ην το πρότερον», κάθεται «εκ δεξιών του Θεού» [Δες ερμηνευτικό σχόλιο του Ζιγαβηνού: «Και βεβαίως ο Θεός και ο πατέρας του, επειδή είναι ασώματος, δεν θα μπορούσε να έχει δεξιά ή αριστερά. Διότι αυτά είναι σχήματα των σωμάτων. Επομένως λοιπόν το ότι θα καθίσει μεν, δηλώνει ανάπαυση και απόλαυση της θείας βασιλείας· ενώ το, στα δεξιά του Θεού, δηλώνει την οικειότητα και την ίδια τιμή με τον Πατέρα»], και από τη θέση αυτή κατευθύνει την ιστορία και «συνεργεί» στο έργο των μαθητών, επιβεβαιώνοντας το κήρυγμα τους με θαυμαστά γεγονότα («σημεία»). Η τελευταία αυτή περιληπτική δραστηριότητα των μαθητών, που χαρακτηρίστηκε ως η «σύνοψη των Πράξεων των Αποστόλων» (Gnilka. Δες και Τρεμπέλα: «Στη φράση αυτή περιλαμβάνεται η όλη δράση των Αποστόλων, τμήμα της οποίας αφηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων»), δείχνει ότι η ιεραποστολική εντολή του Αναστημένου Χριστού άρχισε ήδη να γίνεται ιστορική πραγματικότητα.
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.509-514).
Επίλογος του ευαγγελίου: Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού 16, 9-20.
Πολλοί ερμηνευτές από τους πρώτους ήδη αιώνες αναρωτιούνται: Ποιό είναι το αρχικό τέλος του ευαγγελίου; Το «εφοβούντο γαρ» [ότι είναι δυνατόν να τελειώνει το ευαγγέλιο με το «γαρ», έδειξαν διάφοροι ερευνητές προσάγοντας παραδείγματα από την αρχαία ελληνική φιλολογία· βλ. π.χ. Πλωτίνου,Εννεάδες 32 (V,5): «τελειότατον γαρ»· και Μουσονίου Ρούφου, Tractatus 12: «γνώριμον γαρ». Τα παραδείγματα είναι από το άρθρο του F.W. van Horst, “Can a book end with γαρ? Note on Mark. 16,8” JTS 1972,121-124. Ο Lane προσάγει παράδειγμα και από την πρόσφατη δημοσίευση της κωμωδίας του Μενάνδρου, Δύσκολος, 437: «ναι μα τον Δία, το γουν πρόβατον μικρού τέθνηκε γαρ»] του στιχ. 8;
Πράγματι στο σημείο αυτό τελειώνει το ευαγγέλιο στους δύο μεγάλους αρχαίους κώδικες του 4ου αιώνα, το Σιναϊτικό (Σιν) και το Βατικανό (Β), επίσης στο μικρογράμματο χειρόγραφο 304 (του 12ου αι.), στη συριακή σιναϊτική μετάφραση και στα περισσότερα χειρόγραφα της αρμενικής μετάφρασης. Από τους εκκλ. συγγραφείς και πατέρες άλλοι παραδίδουν την πληροφορία ότι τα χειρόγραφα του ευαγγελίου που γνωρίζουν τελειώνουν στο «εφοβούντο γαρ» και άλλοι ότι περιέχουν και στους στίχους από το «Αναστάς δε πρωί…» ως το «επακολουθούντων σημείων» (δηλ. τους στιχ. 9-20).
Έτσι π.χ. ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει: «Τα γουν ακριβή των αντιγράφων το τέλος περιγράφει της κατά Μάρκον ιστορίας εν τοις λόγοις του οφθέντος νεανίσκου ταις γυναιξί και ειρηκότος αυταίς μη φοβείσθαι… και ακούσασαι έφυγον και ουδενί ουδέν είπον· εφοβούντο γαρ. Εν τούτω γαρ σχεδόν εν άπασι τοις αντιγράφοις του κατά Μάρκον ευαγγελίου περιγέγραπται το τέλος» (Προς Μαρίνον α ΒΕΠ. 23,328). Επίσης και ο Γρηγόριος Νύσσης: «Εν μεν τοις ακριβεστέροις αντιγράφοις το κατά Μάρκον ευαγγέλιον μέχρι του εφοβούντο γαρ έχει το τέλος» (Εις το άγιον Πάσχα Λόγ. Β 9,PG 46,644-645).
Από την άλλη μεριά όμως ο Βίκτωρ πρεσβύτερος Αντιοχείας γράφει στο τέλος της ερμηνείας του τα εξής: «Ει δε και το «αναστάς πρωί» μετά τα επιφερόμενα παρά πλείστοις αντιγράφοις ου κείνται εν τω παρόντι ευαγγελίω, ως νόθα νομίσαντες αυτά είναι, αλλ’ ήμείς εξ ακριβών αντιγράφων εν πλείστοις ευρόντες αυτά και κατά το Παλαιστινιαίον ευαγγέλιον, ως έχει η αλήθεια Μάρκου, συντεθείκαμεν, και την εν αυτώ επιφερόμενην δεσποτικήν ανάστασιν, μετά το εφοβούντο γαρ… μέχρι του «δια των επακολουθούντων σημείων. Αμήν». Αργότερα ο Ζιγαβηνός παρόλο που γνωρίζει την άποψη ότι η περικοπή είναι «προσθήκη μεταγενεστέρα» ωστόσο την ερμηνεύει: «φασί δε τινες των εξηγητών ενταύθα συμπληρούσθαι το κατά Μάρκον ευαγγέλιον· τα δε εφεξής προσθήκην είναι μεταγενεστέραν. Χρη δε και ταύτην ερμηνεύσαι, μηδέν τη αληθεία λυμαινομένην».
Οι παραπάνω πατερικές μαρτυρίες δείχνουν ότι το ερώτημα περί του τέλους του ευαγγελίου είχε αντιμετωπισθεί ήδη κατά τους πρώτους αιώνες· αυτό μαρτυρούν άλλωστε και οι προσπάθειες συγγραφής επίλογου σε αρχαία χειρόγραφα. Ένας τέτοιος σύντομος επίλογος είναι ο ακόλουθος: Πάντα δε τα παρηγγελμένα τοις περί τον Πέτρον συντόμως εξήγγειλαν. Μετά δε ταύτα και αυτός ο Ιησούς από ανατολής και άχρι δύσεως εξαπέστειλεν δι΄αυτών το ιερόν και άφθαρτον κήρυγμα της αιωνίου σωτηρίας. αμήν
Έναν ευρύτερο και γνωστότερο επίλογο αποτελούν οι στιχ, 9-20 [Ο σύντομος επίλογος μόνος του μαρτυρείται σε χειρόγραφο της itala· ακολουθούμενος και από τον ευρύτερο των στίχ. 9-20 μαρτυρείται στα χειρόγραφα L,Ψ,099,0112,274,579,I 602, και σε μερικές αρχαίες μεταφράσεις. Ο ευρύτερος επίλογος (στιχ. 9-20) μόνος του μαρτυρείται στα A,C,D,K,(W),X,Δ,Θ,Π,f 13,28,33,565,700 κ.α., στα βυζαντινά μικρογράμματα, σε Εκλογάδια, στη Vulgata και σε αρχαίες μεταφράσεις· επίσης στους Ιουστίνο, Ειρηναίο, Τατιανό (Διατεσσάρων(, Δίδυμο] που στις νεώτερες κριτικές εκδόσεις τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες.
Οι σύγχρονοι ερμηνευτές επισημαίνουν, πέρα από τη διαφοροποίηση της χειρόγραφης παράδοσης, και τα εξής: α) Το διαφορετικό λεξιλόγιο των στίχων αυτών που είναι άγνωστο στο υπόλοιπο σώμα του ευαγγελίου. (π.χ. απιστώ, βεβαιώ, βλάπτω, επακολουθώ, θανάσιμος, θεώμαι, μετά ταύτα κλπ)· β) τη διαπίστωση ότι οι άλλοι δύο Συνοπτικοί ευαγγελιστές ακολουθούν τον Μάρκο στη διήγηση του πάθους και της ανάστασης ως το 16, 8 ενώ μετά από το στίχο αυτό ακολουθούν όχι από κοινού αλλ΄ο καθένας ξεχωριστά άλλη σειρά στις αφηγήσεις του για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού· γ) το γεγονός ότι οι στίχοι αυτοί αποτελούν σύνοψη όλων των άλλων ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού.
Επίσης συζητούν οι σύγχρονοι ερμηνευτές το θέμα του συγγραφέα των στιχ. 9-20.
Ορισμένοι αποδίδουν τη συγγραφή του τεμαχίου αυτού στον Αριστίωνα τον οποίο αναφέρει ο Παπίας, επίσκοπος στην Ιεράπολη (Ευσεβίου Εκκλ.Ιστ. Γ 39,ΒΕΠ 19,280), και τούτο γιατί σε αρμενικό χειρόγραφο του έτους 989 υπάρχει η πληροφορία, πιθανώς μεταγενέστερη από την εποχή του χειρογράφου, ότι οι στίχοι αυτοί προέρχονται από κάποιον Αρίστωνα. Έτσι, ορισμένοι ταύτισαν τον Αρίστωνα με τον Αριστίωνα του Παπία (Τρεμπέλας, Β. Ιωαννίδης (Εισαγωγή εις την Κ.Δ. 1960,83)· προς την άποψη αυτή κλίνει και ο Grundmann). Ελάχιστοι πιστεύουν ότι ο ίδιος o ευαγγελιστής μεταγενεστέρως πρόσθεσε αυτόν τον επίλογο στο κείμενό του (X. Παπαϊωάννου,169-179· βλ. κριτική της άποψης του Παπαϊωάννου με τα αρχικά Σ.Ε. στη Θεολογία 2(1924),297-306), ενώ άλλοι τον αποδίδουν αορίστως σε μαθητή του Κυρίου με αναγνωρισμένο κύρος (Lagrange, κ.α.), και άλλοι, τέλος δεν προσδιορίζουν εγγύτερα το συγγραφέα αρκούμενοι στην άποψη ότι είναι διαφορετικό του ευαγγελιστή πρόσωπο (Lane,Schmid,Schweizer,Branscomb κ.α. Δες και W.Farmer,The Last Twelve Verses of Mark, 83 ε).
Λαμβάνοντες υπόψη τις μαρτυρίες των χειρογράφων, τα σχόλια των ερμηνευτών εκκλ. συγγραφέων και πατέρων, καθώς και τις απόψεις των συγχρόνων ερμηνευτών παρατηρούμε τα εξής:
α) Δεν έχει αμφισβητηθεί από κανένα – και δεν είναι άλλωστε δυνατό να αμφισβητηθεί – η κανονικότητα των στιχ. 9-20, το γεγονός δηλαδή ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ευαγγελίου και συνεπώς του κανόνα της Κ.Δ. αφού μαρτυρούνται ήδη από το 2ον αιώνα στους Ιουστίνο, Τατιανό, και Ειρηναίο (Βλ. Ειρηναίου, Έλεγχος Γ 10,6 PG 7,879. Ιουστίνου,Α Απολογία 45,5. ΒΕΠ 3,185. Τατιανού,Διατεσσάρων…..
β) Και αν ακόμα προέρχονται οι στίχοι αυτοί από κάποιον άλλον συγγραφέα, διάφορον του ευαγγελιστή Μάρκου, αποτελούν θεόπνευστο κείμενο της εκκλησίας που περιέχει το μήνυμα της Ανάστασης, όπως το έζησαν και το μετέδωσαν αυτοί στους οποίους εμφανίσθηκε ο Αναστημένος Χριστός.
γ) Είναι ορθή η διαπίστωση ότι οι στίχοι αυτοί αποτελούν σύνθεση και περίληψη όλων των ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού, αποτελούν δηλ. την αρχαιότερη «ευαγγελική αρμονία» (Cassien Besobrasoff,La Pentecote Johannique,1939,28…. Ο Gnilka χαρακτηρίζει τους στίχους 9-20 ως «ένα είδος πασχάλιας κατήχησης για τη διδασκαλία της κοινότητας»). Οι στίχοι 9-11 περιέχουν την εμφάνιση στην Μαρία την Μαγδαληνή (Ιω 20,11-18), οι στιχ. 12-13 την εμφάνιση σε δύο μαθητές που πορεύονται προς Εμμαούς (Λκ 24, 13-35), ο στιχ. 14 την εμφάνιση στους ένδεκα (Λκ 24, 36-49. Ιω 20, 19-23), οι στιχ. 15 ε. την εντολή του Αναστάντος προς τους μαθητές (Μθ 28, 18-20) και τέλος οι στιχ. 19-20 την ανάληψη (Λκ 24, 50-53).
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.504-508).
Επίσκεψη των μυροφόρων στον κενό τάφο (Μάρκος 16, 1-8).
Όλα τα ευαγγέλιά μας τελειώνουν με την ανάσταση του Χριστού. Για την ακρίβεια αναφέρουν μαρτυρίες για αυτήν (επίσκεψη στον κενό τάφο, εμφανίσεις του Αναστάντος), χωρίς να περιγράφουν αυτό το ίδιο το γεγονός της Ανάστασης (περιγραφή της Ανάστασης με μυθικά χρώματα και διογκωμένες διαστάσεις δίνει το απόκρυφο Ευαγγέλιον Πέτρου. Βλ. Hennecke-Schneemelcher,Neutestamentliche Apokryphen 1959 I,122.). Δεν είναι δυνατόν να δει κανείς και να περιγράψει την ανάσταση, γιατί αυτή εγκαινιάζει ένα νέο κόσμο, που δεν υπάγεται στην νομοτέλεια του παρόντος κόσμου της φθοράς· την ανάσταση τη βλέπει ο πιστός με τα μάτια της πίστης, και τον Αναστημένο Κύριο τον συναντά στα μυστήρια της εκκλησίας (βλ. Λκ 24,30 όπου οι δύο μαθητές στην Εμμαούς αναγνωρίζουν τον Αναστημένο Χριστό όταν ευλόγησε τον άρτον).
Μετά το πέρας του Σαββάτου και «λίαν πρωί» της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, της Κυριακής (η οποία πολύ νωρίς έλαβε το όνομα αυτό καθώς συνάγεται από το χωρίο Αποκ 1,10) έρχονται στο μνήμα τρεις γυναίκες: Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, για να αλείψουν με αρώματα το σώμα του ενταφιασθέντος Ιησού (στιχ. 1-2). Ο εγγύτερος προσδιορισμός του χρόνου της επίσκεψης «ανατείλαντος του ηλίου» θεωρείται από πολλούς ερμηνευτές ως μη εναρμονιζόμενος προς το «λίαν πρωί» του ιδίου στίχου, γι΄αυτό και προτάθηκαν οι ακόλουθες λύσεις:
α) Οι γυναίκες ανεχώρησαν μεν «λίαν πρωί», έφθασαν όμως στο μνήμα όταν ανέτειλε ο ήλιος· β) η μνεία της ανατολής του ηλίου έχει θεολογική έννοια: συμβολίζει την εκ του τάφου έγερση και ανατολή του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης·
γ) πιθανώς δεν εννοείται εδώ η πλήρης ανατολή του ηλίου αλλά το πριν από αυτή λυκαυγές· δ) οι γυναίκες δεν ήλθαν όλες μαζί αλλά μερικές «λίαν πρωί» και άλλες μετά την ανατολή του ηλίου·
ε) ο κώδικας D και μερικά άλλα χειρόγραφα με τη διόρθωση του «ανατείλαντος» σε «ανατέλλοντος» προσπαθούν να τοποθετήσουν την επίσκεψη νωρίτερα.
Νομίζουμε ότι οι χρονικοί προσδιορισμοί των ευαγγελιστών έχουν κάποια ελαστικότητα, γι΄αυτό και συνοδεύονται πολύ συχνά με τις λέξεις «ως», «ωσεί» κ.λ.π. (βλ. σχόλια στο στιχ. 15,25 όπου γίνεται λόγος για την ώρα της σταύρωσης). Ειδικότερα ο Μάρκος συνηθίζει να προσδιορίζει με ένα δεύτερο όρο το ευρύτερο διάστημα που καλύπτει ο αρχικός χρονικός προσδιορισμός (βλ. π.χ. 1,32 «οψίας δε γενομένης, ότε έδυσεν ο ήλιος» κ.α.) το ίδιο πράττει εδώ παρέχοντας με το «ανατείλαντος» τον εγγύτερο προσδιορισμό του χρόνου άφιξης των γυναικών στον τάφο.
Ενώ καθ΄οδόν διαλογίζονται οι γυναίκες πως ή μάλλον ποιος θα σύρει το μεγάλο λίθο, ο οποίος καλύπτει την είσοδο του τάφου, όταν πλησιάζουν διαπιστώνουν ότι ο λίθος «αποκεκύλισται» (στιχ. 2-4). Μόλις εισέρχονται στον τάφο καταλαμβάνονται από δέος, γιατί αντί του νεκρού Ιησού βλέπουν «νεανίσκον» (Τόσο οι πατέρες όσο και οι νεώτεροι ερμηνευτές με τη μορφή του νεανίσκου εννοούν την εμφάνιση αγγέλου: Taylor, Schweizer, Lane, Τρεμπέλας κ.α.) με στολή λευκή να κάθεται στα δεξιά (στιχ. 5). Ο νεανίσκος καθησυχάζει τις μυροφόρες με το «μη εκθαμβείσθε» και κατόπιν απευθύνει σ΄αυτές το μήνυμα της ανάστασης («Διότι πρώτα έπρεπε να τις απαλλάξει από το φόβο και τότε να τους μιλήσει για την ανάσταση»(Βίκτωρ Αντιοχείας)): Ο Ιησούς ο εσταυρωμένος δεν βρίσκεται μεταξύ των νεκρών, «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν» (στιχ.6). Ο αρχηγός της ζωής (η «αυτοζωία», κατά τον ύμνον της εκκλησίας) δεν είναι δυνατόν να φυλακισθεί στον τάφο: Διήλθε μέσα από το βασίλειο των νεκρών, για να «πατήσει τον θάνατον», να καταλύσει το βασίλειο του Άδη και να χαρίσει στους ανθρώπους τη ζωή.
«Ο τάφος του Ιησού δεν είναι πια ο τόπος του θανάτου αλλά της ζωής και της δόξης… το πάθος με την έσχατη μορφή του, το θάνατο, αντιστρέφεται από την ανάσταση… Η Χριστολογία της εξουσίας εισβάλλει θριαμβευτικά για να πει τον τελευταίο λόγο στην ευαγγελική ιστορία» ( Δ. Τρακατέλλης). Κατόπιν, ο άγγελος παραγγέλλει στις γυναίκες, που είναι οι πρώτοι αποδέκτες του μηνύματος της ανάστασης, να αναγγείλουν το γεγονός τους μαθητές, καθώς επίσης να μεταφέρουν σ΄αυτούς την πληροφορία ότι θα συναντήσουν τον Αναστημένο Χριστό στη Γαλιλαία, σύμφωνα με την υπόσχεσή του (βλ.14,18).
Από όλους τους μαθητές ονομαστικά αναφέρεται από τον άγγελο μόνο ο Πέτρος. Η ονομαστική αυτή αναφορά αποβλέπει στο να βεβαιωθεί ο μαθητής αυτός ότι παρά την τριπλή άρνησή του δεν έχασε την εμπιστοσύνη και στοργή του Κυρίου αφού ακολούθησαν μάλιστα, μετά την άρνησή του, τα δάκρυα της μετάνοιας. Άλλωστε στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για ιδιαίτερη εμφάνιση του Αναστάντος σ΄αυτόν (Λκ 24,34 και Α΄Κορ 15,5).
Οι τρεις γυναίκες εξέρχονται από τον τάφο με έντονη την αίσθηση «τρόμου και εκστάσεως». Το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο οποίο συνεχώς γίνεται λόγος για το θάμβος, την έκσταση και τον θαυμασμό του λαού, που παρακολουθεί τα «σημεία» του Ιησού, κατακλείεται με τον τονισμό του τρόμου και της έκστασης ενώπιον του κατ΄εξοχήν «σημείου» που είναι η Ανάσταση.
"Και Εκκλησία λέγω όχι μόνο τον τόπο, αλλά και τον τρόπο, όχι μόνο τους τοίχους της Εκκλησίας, αλλά τους νόμους της Εκκλησίας. Όταν καταφεύγεις στην εκκλησία μην καταφεύγεις στον τόπο, αλλά στη γνώμη. Γιατί εκκλησία δεν είναι τοίχος και στέγη, αλλά πίστη και τρόπος ζωής….
Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου λέγεις τα τείχη και τα όπλα, γιατί τα τείχη με το χρόνο παλαιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δε γερνά. Τα τείχη οι βάρβαροι τα γκρεμίζουν, την Εκκλησία όμως ούτε οι δαίμονες τη νικούν. Και ότι τα λόγια αυτά δεν είναι μεγάλη καύχηση το μαρτυρούν τα πράγματα.
Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και αυτοί που την πολέμησαν χάθηκαν; Αυτή όμως ανέβηκε πάνω από τους ουρανούς. Τέτοιο μεγαλείο έχει η Εκκλησία.
Όταν την πολεμούν, νικάει˙ όταν την επιβουλεύονται, θριαμβεύει˙ όταν τη βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη˙ δέχεται τραύματα και δεν πέφτει από τις πληγές˙ κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται˙ δοκιμάζεται από τρικυμίες, αλλά δεν παθαίνει ναυάγιο˙ παλεύει, αλλά μένει αήττητη˙ αγωνίζεται, αλλά δε νικιέται….
Μην απομακρύνεσαι από την εκκλησία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από την Εκκλησία. Η ελπίδα σου είναι η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία.
Είναι πιο ψηλή από τον ουρανό, είναι πιο πλατιά από τη γη. Ποτέ δε γερνά και πάντοτε είναι νέα.
Γι’ αυτό η Γραφή, για να δηλώσει τη στερρεότητα και τη σταθερότητά της, την ονομάζει όρος˙ για να δηλώσει την αφθαρσία της, την ονομάζει παρθένο˙ για να δηλώσει τη συγγένειά της προς το Θεό, την ονομάζει θυγατέρα˙ για να δηλώσει τη μεγάλη γονιμότητά της, την ονομάζει στείρα που γεννάει επτά˙ για να παραστήσει την ευγένεια της, χρησιμοποιεί χίλια ονόματα….
Γιατί, όπως ο Κύριος της έχει πολλά ονόματα˙ και πατέρας ονομάζεται, και οδός ονομάζεται, και ζωή ονομάζεται, και φως ονομάζεται και βραχίονας ονομάζεται, και εξιλέωση ονομάζεται, και θεμέλιο ονομάζεται, και θύρα ονομάζεται, και αναμάρτητος ονομάζεται, και θησαυρός ονομάζεται, και Κύριος ονομάζεται και Θεός ονομάζεται, και Υιός ονομάζεται, και μονογενής ονομάζεται, και μορφή Θεού και εικόνα Θεού ονομάζεται. Μήπως αρκεί ένα όνομα να παραστήσει το όλον; Καθόλου. Αλλά γι’ αυτόν υπάρχουν άπειρα ονόματα, για να μάθουμε κάτι για το Θεό, έστω και μικρό. Έτσι ακριβώς και η Εκκλησία έχει πολλά ονόματα".
(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ευτρόπιον, ομιλ. Β, αποσπάσματα, Άπαντα τα έργα, Τόμος 33, Ομιλίες, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη, 1985).
«Παρέλαβε η κιβωτός (του Νώε) άλογα ζώα και έσωσε άλογα ζώα· παραλαμβάνει η Εκκλησία παράλογους ανθρώπους και όχι μόνο τους σώζει, αλλά και τους μεταμορφώνει.
Παρέλαβε η κιβωτός κόρακα και έστειλε κόρακα· παραλαμβάνει η Εκκλησία ανθρώπους μαύρους από την αμαρτία, σαν τον κόρακα, και τους παραδίδει αθώους σαν τα περιστέρια·
παραλαμβάνει ανθρώπους με άγρια αισθήματα, σαν το λύκο, και τους παραδίδει ήμερους σαν τα πρόβατα.
Γιατί, όταν μπει μέσα στην Εκκλησία άνθρωπος που αρπάζει, που είναι πλεονέκτης, και ακούσει τα θεία λόγια της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλάζει νοοτροπία, και αντί για λύκος που ήταν γίνεται πρόβατο.
Και ο μεν λύκος αρπάζει και τα ξένα πρόβατα, ενώ το πρόβατο χαρίζει και το μαλλί του» (Εις πτωχόν Λάζαρον, Λόγος ΣΤ,7,ΕΠΕ 25,606)
«Δεν θα σφάλει κανείς, αν ονομάσει την Εκκλησία ανώτερη από την κιβωτό.
Γιατί η κιβωτός δεχόταν ζώα και τα διατηρούσε ζώα, ενώ η Εκκλησία παίρνει τα ζώα και τα μεταβάλλει.
Για παράδειγμα· μπήκε εκεί γεράκι και βγήκε γεράκι· μπήκε λύκος και βγήκε λύκος· ενώ εδώ, στην Εκκλησία, μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι· μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο·
μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί, όχι γιατί αλλάζει η φύση, αλλά γιατί απομακρύνεται η κακία» (Περί μετανοίας, Ομιλ. Η, 1 ΕΠΕ 30,284-286)
Οι ψεύτες!
Ένας ιεροκήρυκας κάποτε θέλησε να δοκιμάσει τους ακροατές του αν παρακολουθούν με προσοχή τα κηρύγματά του και να τηρούν όσα τους λέει. Τους ανήγγειλε λοιπόν:
- Χριστιανοί μου, την άλλη Κυριακή θέλω να σας μιλήσω για το ψέμμα. Θέλω όμως να προετοιμαστείτε κατάλληλα κι εσείς, για να εμπεδώσουμε καλύτερα τις αλήθειες του ευαγγελίου. Γι’ αυτό μέχρι τότε σας παρακαλώ να διαβάσετε καλά το κεφάλαιο 27 του κατά Μάρκον Ευαγγελίου.
Την άλλη Κυριακή ο ιεροκήρυκας ξεκινάει να κάνει το κήρυγμά του και λέει:
- Ποιοι από σας διάβασαν το κεφάλαιο 27 του κατά Μάρκον Ευαγγελίου;
Άρχισαν να σηκώνονται δειλά δειλά κάποια χέρια και σε λίγο οι περισσότεροι είχαν σηκώσει το χέρι τους.
- Βλέπετε, λοιπόν; συνεχίζει ο ιεροκήρυκας. Διαπιστώνετε μόνοι σας πόσο απαραίτητο είναι το κήρυγμα για το ψέμμα, αφού κεφάλαιο 27 δεν υπάρχει στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο! (Ως γνωστό, το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο έχει μόνο 16 κεφάλαια).
Κι οι ακροατές έσκυψαν το κεφάλι τους ντροπιασμένοι.
(Πέτρου Μπότση, Αποφθέγματα και ανέκδοτα, Αθήνα 2002, σελ. 130)