ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(γράφει ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λυών το 180 μ.Χ.).
«Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όπως ξέρετε, το έγραψε ο Ματθαίος. Το έγραψε για τους Εβραίους. Και φυσικά στη γλώσσα τους. Το έγραψε τότε, που οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος βρίσκονταν στη Ρώμη και θεμελίωναν την εκεί Εκκλησία.
Μετά το θάνατο των δύο αυτών αποστόλων ο Μάρκος, μαθητής και εκφραστής των θέσεων του Πέτρου, έγραψε και αυτός Ευαγγέλιο, που περιέχει αυτά που κήρυττε ο Πέτρος.

Την ίδια εποχή έγραψε σε βιβλίο το Ευαγγέλιο και ο Λουκάς, που ήταν συνοδοιπόρος του Παύλου. Ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του έγραψε αυτά που δίδασκε ο Παύλος.
Λίγο αργότερα, δηλαδή τότε που έμενε στην Έφεσο, έγραψε Ευαγγέλιο και ο Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, εκείνος που στον μυστικό δείπνο ανέπεσεν επί το στήθος του Ιησού».


(Ειρηναίου Λουγδούνου, Έλεγχος και ανατροπή… Γ, 1,1,4-7 (P.G. 7,844) στο Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου,Τι είναι ο Χριστός;, Πρέβεζα 1991, σελ. 36)

(γράφει ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λυών το 180 μ.Χ.)
«Επειδή είναι τέσσερα τα σημεία του κόσμου στον οποίο ζούμε και τέσσερεις οι διευθύνσεις των ανέμων και ακόμα η Εκκλησία έχει διασπαρεί σε όλη τη γη και στύλος της και στήριγμά της είναι το Ευαγγέλιο και το Πνεύμα που ζωοποιεί,

είναι φυσικό να έχει τέσσερεις στύλους, που πνέουν από παντού αφθαρσία και ζωοποιούν τους ανθρώπους. Ο Λόγος, ο Δημιουργός των πάντων, που κάθεται πάνω στα Χερουβείμ και συνέχει τα πάντα και φανερώθηκε στους ανθρώπους,

Αυτός μας έδωσε το τετράμορφο Ευαγγέλιο, που διέπεται από ένα Πνεύμα […].

Τα Χερουβείμ έχουν τέσσερα πρόσωπα και εικονίζουν την παρουσία του Χριστού. Το πρώτο ζώο είναι όμοιο με λιοντάρι, που χαρακτηρίζει το δραστήριο, το ηγεμονικό, το βασιλικό,

ο μόσχος την ιερατική και ιερουργική τάξη, ο άνθρωπος την παρουσία του ανθρώπου και ο αετός τη χάρη, που δόθηκε στην Εκκλησία με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.

Και τα Ευαγγέλια συμφωνούν. Έχουν την ίδια μορφή με τα Χερουβείμ, επί των οποίων κάθεται ο Χριστός.

Το κατά Ιωάννην την ηγεμονική και ένδοξη καταγωγή του από τον Πατέρα, το κατά Λουκάν τον ιερατικό χαρακτήρα, ο Ματθαίος τη γέννηση του ανθρώπου […] τον τύπο του πράου και ταπεινόφρονα ανθρώπου […] ο Μάρκος από το προφητικό Πνεύμα, που επιφοίτησε εξ’ ύψους στους ανθρώπους δείχνει την πτερωτική εικόνα του Ευαγγελίου. Γι αυτό και είναι σύντομο και το κήρυγμα το κάνει επιτροχάδην. Είναι προφητικός ο χαρακτήρας του…

Για αυτό και δόθηκαν στην ανθρωπότητα τέσσερεις γενικές διαθήκες (μία του κατακλυσμού με το ουράνιο τόξο, δεύτερη του Αβραάμ με το σημείο της περιτομής, τρίτη η νομοθεσία επί του Μωϋσή, τέταρτη η του Ευαγγελίου με τον Κύριο ημων Ιησού Χριστό […]

Είναι ανόητοι και αμαθείς, επιπλέον δε και αυθάδεις όσοι αρνούνται τη μορφή του Ευαγγελίου και εισάγουν περισσότερες μορφές (για να φανούν ότι βρήκαν περισσότερα από την αλήθεια) είτε λιγότερες (για να αρνηθούν τις οικονομίες του Θεού)»


(Αγίου Ειρηναίου,Έλεγχος και ανατροπή της Ψευδωνύμου γνώσεως Γ΄11,8-9,μετάφρ. Αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, στο βιβλίο Ο Κώδικας των Ευαγγελίων, Σωτηρίου Δεσπότη,εκδ.Άθως, σελ.41-42)

Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο και του λέει:
«Αββά, πες μου κάτι, πώς να σωθώ».
Και του λέει ο γέρων:
«Πήγαινε στο κοιμητήριο και βρίσε τους νεκρούς».
Πήγε λοιπόν ο αδελφός, ύβρισε και λιθοβόλησε. Και γυρίζοντας, το ανέφερε στο γέροντα. Και του λέει:
«Τίποτα δεν σου είπαν;».
Και αποκρίνεται:
«Τίποτα».
Και του λέει ο γέρων:
«Πήγαινε πάλι αύριο και εξύμνησέ τους».

Έφυγε ο αδελφός λοιπόν και πήγε και τους εξύμνησε, λέγοντας:
«Απόστολοι άγιοι και δίκαιοι».
Και ήλθε στο γέροντα και του είπε:
«Τους εξύμνησα».
Και του λέει:
«Τίποτα δεν σου αποκρίθηκαν;».
Είπε ο αδελφός:
«Τίποτα».
Του λέει ο γέρων:
«Είδες πόσο τους εξευτέλισες και τίποτα δεν σου αποκρίθηκαν και πόσο τους εξύμνησες και καθόλου δεν σου μίλησαν;

Έτσι και εσύ γίνε νεκρός, αν θέλεις να σωθείς.

Μήτε την αδικία των ανθρώπων μήτε τους ύμνους τους να λογαριάζεις, όπως οι νεκροί. Και μπορείς να σωθείς»


(Είπε γέρων, εκδ. Αστήρ, Μακαρίου του Αιγυπτίου κγ, σελ. 155)


Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως Δ΄(13)86. Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης.
Ο αγαθός και πανάγαθος και υπεράγαθος Θεός, που έχει την πληρότητα της αγαθωσύνης, εξαιτίας της υπερβολικής αγαθότητός του, δεν ήθελε να υπάρχει μόνον η δική του αγαθή φύση και κανείς
να μην μετέχει σ’ αυτήν. Γι’ αυτό το λόγο πρώτα έπλασε τις νοερές και ουράνιες δυνάμεις, έπειτα τον ορατό και αισθητό κόσμο και τέλος τον άνθρωπο, που αποτελείται και από νοερό και από αισθητό μέρος.
Όλα όσα Αυτός δημιούργησε μετέχουν στη δική του αγαθότητα όσον αφορά στην ύπαρξή τους· διότι Αυτός τους χάρισε την ύπαρξη, επειδή «τα δημιουργήματα υπάρχουν απ’ αυτόν»· όχι διότι μόνον Αυτός
τα έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλ’ επειδή η δική του ενέργεια συντηρεί και συγκρατεί τα δημιουργήματά του. Περισσότερο βέβαια τα ζωντανά πλάσματά του· διότι μετέχουν στο αγαθό και
λόγω της υπάρξεώς τους και λόγω της μετοχής τους στο γεγονός της ζωής. Τα λογικά όντα πάλι μετέχουν περισσότερο, και στα προαναφερθέντα και στη λογική· διότι είναι πιο κοντά σ’ Αυτόν, αν και βέβαια Αυτός
τα ξεπερνά σε ασύγκριτο βαθμό.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, με το να γίνει λογικός και αυτεξούσιος, έχει πάρει την εξουσία να ενώνεται συνεχώς με το Θεό μέσω της δικής του θελήσεως· με την προϋπόθεση βέβαια να παραμένει στο αγαθό, να υπακούει δηλαδή στο Δημιουργό. Επειδή, λοιπόν, έγινε παραβάτης της εντολής του Δημιουργού του και έπεσε στην κατάσταση του θανάτου και της φθοράς, ο Πλάστης και Δημιουργός του γένους μας, χάρη στην πολλή του ευσπλαγχνία, έγινε άνθρωπος όμοιος με μας σε όλα
–εκτός από την αμαρτία–, και ενώθηκε με τη φύση μας. Επειδή δηλαδή μας μετέδωσε την εικόνα του και το πνεύμα του και δεν το τηρήσαμε, γίνεται ο ίδιος μέτοχος της φτωχής και αδύναμης
φύσεώς μας, για να μας καθαρίσει και να μας κάνει άφθαρτους και μέτοχους και πάλι της θεότητός του.
Έπρεπε, λοιπόν, όχι μόνον η πρώτη αρχή της φύσεώς μας (ο Αδάμ) να μετάσχει στο ανώτερο (Θεό), αλλά και κάθε άνθρωπος που θέλει, να μπορεί να ξαναγεννηθεί για δεύτερη φορά και να τραφεί με ξένη τροφή
και κατάλληλη για την αναγέννησή του, και έτσι να φθάσει στην τελειότητα. Με τη γέννησή του βέβαια, δηλαδή με τη σάρκωση, το βάπτισμα, το πάθος και την ανάστασή του ελευθέρωσε τη φύση του προπάτορά μας
από την αμαρτία, το θάνατο και τη φθορά και έγινε η πρώτη αρχή της αναστάσεως· έκανε τον εαυτό του παράδειγμα, τύπο και υπογραμμό, ώστε κι εμείς ν’ ακολουθήσουμε στ’ αχνάρια του· και, ενώ αυτός είναι
φυσικός γιός, εμείς να γίνουμε θετοί γιοί και κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι δικοί του. Μας χάρισε, όπως είπα, δεύτερη γέννηση, ώστε όπως, όταν γεννηθήκαμε από τον Αδάμ, γίναμε όμοιοί του
και κληρονομήσαμε την τιμωρία και τη φθορά, έτσι και τώρα που γεννηθήκαμε απ’ Αυτόν, να γίνουμε όμοιοί δικοί Του και να κληρονομήσουμε την αφθαρσία, την ευλογία και τη δόξα του.
Ακόμη, επειδή ο ίδιος ο Αδάμ είναι πνευματικός, έπρεπε και η γέννησή του να είναι πνευματική· το ίδιο και η τροφή του. Αλλά επειδή ορισμένοι είμαστε διπλοί και σύνθετοι, πρέπει και η γέννησή μας να είναι διπλή, το ίδιο και η τροφή μας σύνθετη. Η γέννηση βέβαια μας δόθηκε με το νερό και το Άγιο Πνεύμα, εννοώ δηλαδή με το άγιο βάπτισμα· η τροφή μας όμως είναι ο ίδιος ο άρτος της ζωής που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Διότι, όταν επρόκειτο να καταδεχθεί τον εκούσιο θάνατο για χάρη μας, τη νύχτα που θα παρέδιδε τον εαυτό του άφησε νέα διαθήκη στους αγίους μαθητές και αποστόλους του και μέσω αυτών σε όλους όσοι πιστεύουν σ’ αυτόν. Στο υπερώο, λοιπόν, της αγίας και ενδόξου Σιών, αφού έφαγε το παλαιό Πάσχα με τους μαθητές του και ολοκλήρωσε την Παλαιά Διαθήκη, στη συνέχεια νίπτει τα πόδια των μαθητών του, παραδίδοντας σύμβολο του αγίου βαπτίσματος. Έπειτα έκοψε τον άρτο και τον μοίρασε σ’ αυτούς λέγοντας: «Πάρτε να φάτε, αυτό είναι το σώμα μου που κόπηκε (θυσιάστηκε) για τη συγχώρεση των αμαρτιών σας». Παρόμοια, πήρε και το ποτήριο με κρασί και νερό και τους το πρόσφερε λέγοντας: «Όλοι να πιείτε απ’ αυτό· αυτό είναι το αίμα της νέας διαθήκης που χύνεται για σας, να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σας· αυτό να το κάνετε για να με θυμάστε. Όσες φορές δηλαδή τρώτε αυτόν τον άρτο και πίνετε αυτό το ποτήριο, κηρύσσετε το θάνατο του Υιού του ανθρώπου και ομολογείτε
την ανάστασή του, έως να έλθει (πάλι με τη δευτέρα παρουσία του).

Εάν, λοιπόν, «ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και δραστικός» και «ο Κύριος έκανε όλα όσα θέλησε», και ακόμη όταν είπε «να γίνει φως,
και έγινε και να γίνει το στερέωμα, και έγινε»· «εάν οι ουρανοί στερεώθηκαν με το λόγο του Κυρίου, και όλη η δύναμή τους στηρίζεται στο πνεύμα που βγήκε από το στόμα του»· εάν ο ουρανός, η γη, το νερό, η φωτιά,
ο αέρας και όλα τα συναφή τους δημιουργήθηκαν με το λόγο του Κυρίου, ακόμη και αυτή η αξιοθαύμαστη ύπαρξη, ο άνθρωπος· εάν με τη θέλησή του ο ίδιος ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και έκανε χωρίς ανδρικό σπέρμα σάρκα του τα καθαρά και αμόλυντα αίματα της Αγίας Αειπαρθένου, πώς θα του είναι αδύνατο να μεταβάλει τον άρτο σε σώμα του και το κρασί και το νερό σε αίμα του;

Είπε στην αρχή (της δημιουργίας): «Η γη να βγάλει χορτάρι»· και μέχρι τώρα με τη βροχή που πέφτει η γη βγάζει τα ίδια χόρτα, διότι η θεία εντολή την παρακινεί και της δίνει δύναμη. Είπε ο Θεός: «Αυτό είναι το σώμα μου», και «αυτό είναι το αίμα μου»,
και «αυτό να το κάνετε για να με θυμάσθε»· και πράγματι, με το παντοδύναμο πρόσταγμά του, αυτό γίνεται έως να έλθει πάλι. Διότι έτσι είπε: «έως ότου έλθει». Και πέφτει βροχή για τη νέα καλλιέργεια με την επίκληση της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος που όλα τα σκεπάζει. Όπως δηλαδή όλα, όσα ο Θεός έφτιαξε, τα έφτιαξε με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, έτσι και τώρα η ενέργεια του Πνεύματος πραγματοποιεί τα υπερφυσικά, τα οποία δεν μπορεί να τα χωρέσει ο νους, παρά μόνον η πίστη. «Πώς θα μου συμβεί αυτό, αφού δεν έχω σχέση με άνδρα;», αναρωτιέται η αγία Παρθένος. «Της απαντά ο αρχάγγελος Γαβριήλ: «Το Άγιο Πνεύμα θα σε επισκεφτεί και η δύναμη του ύψιστου Θεού θα σε σκεπάσει». Και συ τώρα ρωτάς: πώς ο άρτος γίνεται σώμα Χριστού και το κρασί και το νερό αίμα Χριστού; Σου απαντώ εγώ: το Άγιο Πνεύμα τα επιφοιτά και τα μεταβάλλει υπερβαίνοντας τη λογική και τη σκέψη.

Παίρνουμε (στη μετάληψη) άρτο και οίνο· διότι ο Θεός γνωρίζει την ανθρώπινη αδυναμία, η οποία αποφεύγει συνήθως αυτά τα οποία δεν τα γνώρισε με τη χρήση, αφού τη στενοχωρούν. Δείχνοντας, λοιπόν, τη γνωστή του συγκατάβαση πραγματοποιεί
τα υπερφυσικά με μέσα γνωστά στη φύση μας. Και όπως στο βάπτισμα, επειδή οι άνθρωποι συνηθίζουν να λούζονται με νερό και να χρίονται με λάδι, σύνδεσε με το λάδι και το νερό τη χάρη του Αγίου Πνεύματος
και το έκανε λουτρό αναγεννήσεως, έτσι κι εδώ, επειδή οι άνθρωποι συνήθως τρώνε ψωμί και πίνουν νερό, σύνδεσε μ’ αυτά τα δύο τη θεότητά του και τα μετέβαλε σε σώμα και αίμα δικό του, ώστε με τα συνηθισμένα και φυσικά να οδηγούμαστε στα υπερφυσικά.

Το σώμα που (κοινωνάμε) και προήλθε από την αγία Παρθένο είναι αληθινά σώμα ενωμένο με τη θεία φύση· δεν κατεβαίνει από τον ουρανό το σώμα που
αναλήφθηκε, αλλά ο ίδιος ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Θεού. Και εάν θέλεις να μάθεις τον τρόπο –πώς γίνεται–, σου αρκεί ν’ ακούσεις ότι γίνεται από το Άγιο Πνεύμα· όπως ακριβώς ο Κύριος πήρε για τον εαυτό του σάρκα από την αγία Θεοτόκο μέσω του Αγίου Πνεύματος. Και δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο, αλλά μόνον ότι ο Λόγος του Θεού είναι αληθινός, δραστήριος και παντοδύναμος,
ενώ ο τρόπος (της σαρκώσεως) ανεξερεύνητος. Καλό είναι να πούμε και το εξής, ότι, όπως είναι φυσιολογικό στο φαγητό το ψωμί, το κρασί και το νερό με την πρόσληψή τους να μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα αυτού που τα τρώει και τα πίνει, και δεν σχηματίζεται διαφορετικό σώμα από το προηγούμενο, έτσι και ο άρτος της προθέσεως, το κρασί και το νερό με την επίκληση και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος μεταποιούνται με υπερφυσικό τρόπο στο σώμα και το αίμα του Χριστού· και δεν είναι δύο σώματα, αλλά ένα και το ίδιο.

Και γίνεται σ’ αυτούς που με πίστη μεταλαμβάνουν επάξια άφεση των αμαρτιών, αιώνια ζωή και φυλακτήριο της ψυχής και του σώματός τους, ενώ, σε όσους με απιστία κοινωνούν ανάξια, γίνεται κολαστήριο και τιμωρία· όπως και ο θάνατος του Κυρίου έγινε στους πιστούς ζωή και αφθαρσία για ν’ απολαύσουν την αιώνια μακαριότητα, ενώ στους ανυπάκουους και φονιάδες του Κυρίου έγινε τιμωρία και αιώνια κόλαση.
Ο άρτος και ο οίνος δεν είναι πρότυπο του σώματος και αίματος του Χριστού –αλίμονο–, αλλά είναι το ίδιο το θεωμένο σώμα του Κυρίου, όπως το είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Αυτό είναι το σώμα μου», όχι πρότυπο
του σώματος, και όχι πρότυπο του αίματος αλλά «το αίμα μου»· και πριν πει αυτό, είχε πει στους Ιουδαίους, ότι, «εάν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου, δεν θα έχετε αιώνια ζωή. Διότι η σάρκα μου είναι αληθινό φαγητό και το αίμα μου αληθινό πιοτό»· και αλλού είπε: «Αυτός που με τρώει θα ζει».
Γι’ αυτό με κάθε φόβο, με καθαρή συνείδηση και αμετεώριστη πίστη ας πλησιάσουμε· και οπωσδήποτε, εάν δεν αμφιβάλλουμε, θα συμβεί σε μας ανάλογα με την πίστη μας. Και ας τιμήσουμε αυτό με κάθε καθαρότητα,
ψυχική και σωματική· διότι είναι διπλό. Ας το πλησιάσουμε με θερμό πόθο, και σταυρώνοντας τις παλάμες των χεριών μας να δεχθούμε το σώμα του σταυρωμένου (Κυρίου)· να προσηλώσουμε τα μάτια, τα χείλη
και τα μέτωπα και να μεταλάβουμε το θείο άνθρακα, ώστε η φωτιά του πόθου μας να ενωθεί με τη φωτιά του άνθρακα, να κατακάψει τις αμαρτίες μας και να φωτίσει τις καρδιές μας· έτσι, με τη μετοχή μας στη θεία φωτιά να πυρποληθούμε και να θεωθούμε. Ο Ησαΐας είδε άνθρακα· και ο άνθρακας δεν είναι απλό ξύλο, αλλά ενωμένο με φωτιά· έτσι και ο άρτος της θείας κοινωνίας δεν είναι απλός άρτος, αλλά ενωμένος με τη θεότητα. Και το σώμα που έχει ενωθεί με τη θεότητα, δεν είναι μία φύση, αλλά άλλη είναι η φύση του σώματος και άλλη η φύση της θεότητος που είναι ενωμένη μ’ αυτό· επομένως, είναι και τα δύο μαζί, όχι μία αλλά δύο φύσεις.

Ο Μελχισεδέκ, ο ιερέας του ύψιστου Θεού, φιλοξένησε τον Αβραάμ με άρτο και οίνο, όταν εκείνος επέστρεφε από τη σφαγή των αλλοεθνών. Η τράπεζα εκείνη προεικόνιζε αυτή τη μυστική τράπεζα, όπως ακριβώς εκείνος ο ιερέας ήταν τύπος και εικόνα του αληθινού αρχιερέα Χριστού. Διότι είπε (για το Χριστό): «Σύ είσαι αιώνιος ιερέας σύμφωνα με τον τύπο του Μελχισεδέκ». Και οι άρτοι της προθέσεως απεικόνιζαν αυτό τον άρτο. Διότι αυτή είναι η καθαρή θυσία, η αναίμακτη δηλαδή, την οποία μέσω του προφήτη όρισε ο Κύριος να του την προσφέρουμε από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου.
Είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού που συνιστά την ψυχή και το σώμα μας, χωρίς να δαπανάται και να φθείρεται ή ν’ αποβάλλεται στον αφεδρώνα –ποτέ να μην γίνει κάτι τέτοιο– αλλά συνιστά την ουσία μας και τη συντηρεί· αποτελεί οχύρωμα για κάθε είδους βλάβη και καθαρτήριο κάθε ακαθαρσίας. Αν βέβαια δεχθεί νοθευμένο χρυσάφι, το καθαρίζει με την φωτιά της κρίσεως, για να μην καταδικασθούμε
στη μέλλουσα κρίση μαζί με τον κόσμο. Καθαρίζει δηλαδή με αρρώστιες και κάθε λογής επιθέσεις, όπως λέει ο θείος απόστολος: «Εάν κρίναμε τον εαυτό μας, δεν θα κρινόμασταν. Κι όταν κρινόμαστε, ο Κύριος μας τιμωρεί, για να μην κατακριθούμε μαζί με τον κόσμο». Και αυτό είναι εκείνο που λέει: «Επομένως, αυτός που κοινωνεί ανάξια το σώμα και το αίμα του Κυρίου, τρώει και πίνει καταδίκη για τον εαυτό του». Καθαριζόμαστε μ’ αυτό και ενωνόμαστε με το σώμα του Κυρίου και με το Πνεύμα του
και γινόμαστε σώμα Χριστού.

Αυτός ο άρτος είναι η πρώτη αρχή του μελλοντικού άρτου μας, ο οποίος είναι ο επιούσιος· η λέξη «επιούσιος» σημαίνει ή τον μελλοντικό άρτο, της μέλλουσας δηλαδή ζωής, ή αυτόν που τρώμε για τη συντήρηση της υπάρξεώς μας. Είτε έτσι, λοιπόν, είτε αλλιώς, το σώμα του Κυρίου θα εννοηθεί κατάλληλα· διότι η σάρκα του Κυρίου είναι πνεύμα που ζωοποιεί, επειδή συνελήφθη από το ζωοποιό Πνεύμα. «Διότι αυτό που έχει γεννηθεί από το Πνεύμα είναι πνεύμα». Αυτό όμως το λέω χωρίς να καταργώ τη φύση του σώματος, αλλά θέλω να φανερώσω το ζωοποιό και θείο του γνώρισμα.
Αν και ορισμένοι ονόμασαν τον άρτο και τον οίνο αντίτυπα του σώματος και του αίματος του Κυρίου, όπως είπε ο θεοφόρος Βασίλειος, δεν τα ονόμασαν μετά τον αγιασμό, αλλά προτού ν’ αγιασθούν,
επειδή έτσι ονόμασαν την προσφορά. Λέγεται μετάληψη· διότι μ’ αυτήν μεταλαμβάνουμε τη θεότητα του Ιησού.

Λέγεται και είναι αληθινή κοινωνία, επειδή μέσω αυτής βρισκόμαστε εμείς σε κοινωνία με το Χριστό και μετέχουμε στη σάρκα και τη θεότητά του. Ακόμη μέσω αυτής είμαστε σε κοινωνία και ενότητα μεταξύ μας. Επειδή δηλαδή μεταλαμβάνουμε από τον ένα άρτο, όλοι γινόμαστε ένα σώμα και ένα αίμα Χριστού και μεταξύ μας μέλη, με το να γινόμαστε σύσσωμοι του Χριστού.

Γι’ αυτό, με όλη μας τη δύναμη ας προσέξουμε να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να δίνουμε. Διότι ο Κύριος λέει, «μη δώστε τα άγια στους σκύλους μήτε τους μαργαρίτες σας να τους ρίψετε στα γουρούνια», για να μη γίνουμε συνένοχοι στην κακοδοξία τους και δεχθούμε τη δική τους τιμωρία. Διότι, αν (η μετάληψη) είναι βέβαιη ένωση με το Χριστό και μεταξύ μας, τότε οπωσδήποτε ενωνόμαστε με την προαίρεση με όλους όσοι μεταλαμβάνουν μαζί με μας·  αφού αυτή η ένωση δεν γίνεται χωρίς τη συγκατάθεσή μας, αλλά με τη θέλησή μας. «Όλοι, δηλαδή, είμαστε ένα σώμα, διότι κοινωνάμε από το ένα άρτο», όπως λέει ο θείος απόστολος.

Και λέγονται αντίτυπα των μελλοντικών, όχι διότι δεν είναι πραγματικά σώμα και αίμα Χριστού, αλλά διότι τώρα μόνο μ’ αυτά μετέχουμε στη θεία φύση του Χριστού, ενώ τότε νοητά με τη θέα του μόνον.

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm

Ὕστερα, στὴν ἐφηβεία, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη ἡλικία, ἡ ἀγωνία τῶν γονέων εἶναι μεγαλύτερη γιὰ τὰ παιδιά τους, μέχρι νὰ τὰ μορφώσουν καὶ νὰ τὰ ἀποκαταστήσουν.

Οἱ γονεῖς τότε ἂς κάνουν ὅ,τι μποροῦν, γιὰ νὰ τὰ βοηθήσουν, καὶ ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν, γιατὶ ξεπερνάει τὶς δυνάμεις τους, ἂς τὸ ἀναθέτουν στὸν Παντοδύναμο Θεό. Ὅταν ἐμπιστευθοῦν τὰ παιδιά τους στὸν Θεό, τότε ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ βοηθήση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν γίνονται ἀνθρωπίνως.

Ἂν λ.χ. τὰ παιδιὰ δὲν ἀκοῦν, νὰ τὰ ἐμπιστευθοῦν στὸν Θεό, καὶ ὄχι νὰ βρίσκουν διάφορους τρόπους νὰ τὰ ζορίζουν. Νὰ πῆ ἡ μητέρα στὸν Θεό:

«Θεέ μου, δὲν μ᾿ ἀκοῦν τὰ παιδιά μου. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε. Φρόντισέ τα Ἐσύ».

Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση προχθὲς στὴν ἀγρυπνία μιὰ μητέρα ποὺ τὴν γνώριζα ἀπὸ παλιά. Ἦρθε νὰ μὲ χαιρετήση. Βλέπω, εἶχε μαζί της μόνον τὰ μεγαλύτερα παιδιά.

«Ποῦ εἶναι τὰ μικρά;», τὴν ρωτάω.

«Στὸ σπίτι, Γέροντα, μοῦ λέει. Τέτοια μέρα θέλαμε νὰ ᾿ρθοῦμε στὴν ἀγρυπνία καὶ εἴπαμε μὲ τὸν σύζυγο: "Ἀφοῦ σὲ ἀγρυπνία πᾶμε, δὲν πᾶμε κάπου γιὰ διασκέδαση, ὁ Θεὸς θὰ διαθέση ἕναν Ἄγγελο νὰ φυλάξη τὰ μικρά μας"».

Σπάνια συναντᾶς σήμερα τέτοια ἐμπιστοσύνη, γιατὶ τώρα, ὅπως ἔλειψε ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν στοὺς γονεῖς, ἔλειψε καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν γονέων στὸν Θεό. Καὶ ἀκοῦς συχνὰ πολλοὺς γονεῖς νὰ λένε: «Γιατί τὸ δικό μας παιδὶ νὰ πάρη κακὸ δρόμο; Ἐμεῖς ἐκκλησιαζόμαστε». Δὲν δίνουν τὸ κατσαβίδι στὸν Χριστὸ νὰ σφίξη στὰ παιδιὰ λίγο καμμιὰ ...βίδα· θέλουν νὰ τὰ κάνουν ὅλα μόνοι τους.

Καὶ ἐνῶ ὑπάρχει ὁ Θεός, ποὺ προστατεύει τὰ παιδιά, καὶ ὁ Φύλακας Ἄγγελος εἶναι συνέχεια κοντά τους καὶ τὰ προστατεύει καὶ αὐτός, αὐτοὶ ἀγωνιοῦν, μέχρι ποὺ ἀρρωσταίνουν. Καὶ παρόλο ποὺ εἶναι πιστοὶ ἄνθρωποι, φέρονται σὰν νὰ μὴν ὑπάρχη Θεός, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχη Φύλακας Ἄγγελος, ὁπότε ἐμποδίζουν τὴν θεία ἐπέμβαση. Ἐνῶ πρέπει νὰ ταπεινώνωνται καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς θὰ προστατέψη τὰ παιδιά.

(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Δ, σελ. 92-93)

Έλεγαν για τον Αββά Παφνούτιο, ότι δεν έπινε εύκολα κρασί.

Οδεύοντας λοιπόν κάποτε, συνάντησε συμμορία ληστών και τους βρήκε την ώρα που έπιναν κρασί. Τον γνώριζε δε ο αρχιληστής και ήξερε ότι δεν πίνει κρασί.

Και βλέποντάς τον κατακουρασμένο, γέμισε ποτήρι με κρασί, πήρε στο σπαθί στο χέρι και λέει στον γέροντα:
«Αν δεν πιεις σε σκοτώνω».

Καταλαβαίνοντας τότε ο γέρων ότι εντολή Θεού θα έκανε, αποσκοπώντας να τον κερδίσει, πήρε και ήπιε.
Ο δε αρχιληστής, μεταμελημένος, είπε:

«Συγχώρεσέ με, Αββά, που σε στενοχώρησα».
Και λέει ο γέρων:

«Έχω εμπιστοσύνη στο Θεό, ότι, χάρη στο ποτήρι αυτό, θα σε ελεήσει και σε αυτόν και στον άλλο κόσμο». Λέει ο αρχιληστής:
«Με τη χάρη του Θεού, είμαι βέβαιος ότι από τώρα δεν θα κάνω κακό σε κανέναν».

Και κέρδισε ο γέρων όλη τη συμμορία, αφήνοντας το δικό του θέλημα για χάρη του Κυρίου»


(Είπε γέρων. Εκδ. Αστήρ. Αββα Παφνουτίου α, σελ. 232)

Ενώ ο αββάς Μακάριος πήγαινε κάποτε από το έλος στο κελί του, φορτωμένους φοινικοβλαστούς, τον συνάντησε ο διάβολος στο δρόμο, με δρεπάνι.

Και καθώς θέλησε να τον χτυπήσει, δεν μπόρεσε. Και του λέει:
«Πολλή αντίσταση βρίσκω σε σένα, Μακάριε, μη μπορώντας να σου κάμω κακό. Και όμως, ό,τι κάνεις το κάνω και εγώ.

Συ νηστεύεις; Και εγώ δεν τρώω καθόλου. Αγρυπνείς; Και εγώ δεν κοιμάμαι καθόλου.

Ένα μονάχα έχεις και με νικάς».
Τον ρωτά ο Αββάς Μακάριος:
«Ποιο είναι αυτό;».
Και εκείνος αποκρίνεται:

«Η ταπείνωσή σου. Αυτή με εξουδετερώνει»


(Είπε Γέρων. Εκδ. Αστήρ, σελ. 152)

«Αλλά και προς εσάς τους άνδρες εκείνο λέω: Ας μην υπάρχει κανένα τέτοιο αμάρτημα που να σας οδηγεί στο σημείο να χτυπάτε τη γυναίκα. Και τι λέω για τη γυναίκα; Ο ελεύθερος άνδρας δεν επιτρέπεται ούτε δούλη να χτυπά και να χειροδικεί σε βάρος της. Εάν, λοιπόν, είναι μεγάλη ντροπή στον άνδρα να χτυπήσει δούλη, πολύ περισσότερο είναι ντροπή το να σηκώσει χέρι εναντίον ελεύθερης γυναίκας. Και αυτό θα μπορούσε κανείς να το δει και στους ειδωλολάτρες νομοθέτες, οι οποίοι την γυναίκα που έπαθε τέτοια μεταχείριση, δεν την αναγκάζουν να κατοικεί με αυτόν που την χτύπησε, διότι είναι ανάξιος να κατοικεί μαζί της.
Διότι είναι έργο πάρα πολύ μεγάλης παρανομίας το να ατιμάζεις σαν δούλη αυτήν που μοιράζεται τη ζωή μαζί σου και σου είναι βοηθός στα πιο αναγκαία και σπουδαία ζητήματα της ζωής.

Για αυτό και τέτοιος άνδρας, αν βέβαια πρέπει να ονομάζω άνδρα αυτόν και όχι θηρίο, θα έλεγα ότι είναι κακούργος στον ίδιο βαθμό με εκείνον που σκοτώνει τον πατέρα του ή τη μητέρα του.

Διότι αν έχουμε εντολή να εγκαταλείπουμε τον πατέρα και τη μητέρα για χάρη της συζύγου, όχι για να αδικήσουμε εκείνους, αλλά για να τηρήσουμε κάποιο θείο νόμο (…) πως δεν είναι απόδειξη της πιο μεγάλης παραφροσύνης το να κακομεταχειρίζεται κανείς αυτήν για την οποία ο Θεός διέταξε να εγκαταλείπουμε και τους γονείς μας;
Άραγε μόνο τρέλα είναι αυτό; Ποιος θα βαστάξει την ντροπή, πες μου; Ποιος λόγος θα μπορέσει να κάνει φανερή αυτή τη ντροπή, όταν οι κραυγές και οι θρήνοι ακούγονται στους στενούς δρόμους και το τρέξιμο των γειτόνων και αυτών που βρίσκονται εκεί την ώρα εκείνη που κάνει αυτές τις ασχήμιες, σαν κάποιο θηρίο που εξαφανίζει ό,τι υπάρχει μέσα; Καλύτερα να ανοίξει η γη για αυτόν που κακομεταχειρίζεται έτσι τη γυναίκα του, παρά μετά από αυτά τα γεγονότα να εμφανιστεί στην αγορά.
Αλλά θα πει, συμπεριφέρεται με θράσος η γυναίκα. Σκέψου, όμως ότι είναι γυναίκα, το ασθενές όργανο, ενώ εσύ είσαι άνδρας. Για αυτό και τοποθετήθηκες άρχοντας και τέθηκες στην τάξη του κεφαλιού, για να υποφέρεις την αδυναμία αυτής την οποία εξουσιάζεις. Κάνε, λοιπόν, ένδοξη την εξουσία σου· και θα γίνει ένδοξη, αν δεν ατιμάζεις αυτό που εξουσιάζεις.

Και όπως αυτός που βασιλεύει, τόσο σεβαστότερος φαίνεται, όσο περισσότερο σέβεται αυτόν που κυβερνά, ενώ αν ατιμάσει και καταντροπιάσει το μέγεθος και την αξία εκείνου, μειώνει πολύ και τη δική του δόξα, έτσι και συ, αν ατιμάσεις αυτήν που εξουσιάζεις, θα βλάψεις πολύ την τιμή της εξουσίας σου»
(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΚΣΤ στην Α΄Κορινθ., εκδ. ΕΠΕ 18Α, σελ. 166-178. στο «Ο Γάμος, η οικογένεια και τα προβλήματά τους» Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, σελ. 99-100)

ΕΙΝΑΙ συγκινητικά όσα διαβάζομε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από το γήινο κόσμο, για ν' αφήσουν σ' αυτόν την λάμψι του είναι τους, και να πέσουν ύστερα ορμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.

Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκηταί στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησί τους γι' αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ' όλη της την πληρότητα.

Στην σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτή μια έκφρασι ήρεμης ευτυχίας. Σαν ένοιωσε γύρω του τους συνασκητάς του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να ειπή. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ' ευλάβεια μπροστά σ' αυτή τη μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθή γύρω. Περίμεναν ν' ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου Αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθή, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ούρανια.

— Έρχεται ο Αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζη.

Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών.

Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, τη μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο ν' απλώνη το ευλογημένο χέρι του για να πάρη κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητάς του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του.

— Να ο χορός των Αποστόλων και των προφητών!

Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.

— Με ποιόν συνομιλείς, Πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητάς του.

— Ο Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυό δάκρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του.

— Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη. Συ μετανοούσες σ' όλη σου τη ζωή, του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.

— Δεν ξεύρω, Αδελφοί μου, να έχω βάλει ακόμη αρχή.

Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπε σ' αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο.

— Ο Κύριος μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!

Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ' αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε ιδεί τον Ιησού που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να ειπή, μα όλα το εβεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στην μορφή του, ή υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθή στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδιά, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψι του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο Του.

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Τι είναι η ιερά Παράδοση της Εκκλησίας;

    Όπως προειπώθηκε η Παράδοση είναι η δεύτερη πηγή της θείας αποκαλύψεως, ισότιμη και ισόκυρη προς την αγία Γραφή. Είναι δε η Παράδοση η δια ζώσης διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων, η κυκλοφορούσα και φυλασσόμενη στη ζωή και τη συνείδηση της Εκκλησίας. Ως γνωστόν ο Κύριος, ως ο μέγιστος των προφητών και διδάσκαλος, τίποτε το γραπτό δεν παρέδωσε στους Αποστόλους και την Εκκλησία, κηρύσσοντας προφορικά το περιεχόμενο της θείας του αποκαλύψεως. Το αυτό έκαναν στην αρχή και οι Απόστολοι ακολουθώντας το παράδειγμα του Διδασκάλου, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Με το πέρασμα όμως του χρόνου και προς αντιμετώπιση των αυξανόμενων ποιμαντικών αναγκών του κηρύγματος, άρχισαν να καταγράφουν το λόγο του Θεού στα γνωστά κείμενα της αγίας Γραφής.
    Το ίδιο έκανε στη συνέχεια και η Εκκλησία και με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε σιγά σιγά και γραπτώς η ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Αυτή μπορούμε να δούμε στα πολυειδή γραπτά μνημεία τα εκφράζοντα την πίστη της Εκκλησίας, όπως είναι οι δογματικοί όροι των οικουμενικών Συνόδων, οι αποφάσεις των τοπικών που κυρώθηκαν από σύνοδο οικουμενική, οι ιεροί Κανόνες, τα συγγράμματα των Πατέρων, τα κείμενα της θείας λατρείας και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, το κήρυγμα του θείου λόγου κ.α.
    Την ανάγκη της ζωντανής παραδόσεως σε παράλληλη βάση προς το γραπτό λόγο εξαίρει ο απόστολος Παύλος, παραινών τους πιστούς: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών»(Β΄Θεσ. 2,15). (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 17-18)

Ποιο είναι το κριτήριο γνησιότητας της ιεράς Παραδόσεως;

    Το κριτήριο που διακρίνει τη γνήσια Παράδοση από κάθε άλλη ψευδή και κίβδηλη είναι η αποστολικότητα. Η Παράδοση για να είναι γνήσια και αληθινή πρέπει ν’ ανάγεται στην αποστολική εποχή, σε χρόνους δηλαδή που φανερώθηκε αγνή και ανόθευτη η λυτρωτική αλήθεια του ευαγγελίου. Με άλλα λόγια πρέπει να ανάγεται στους ίδιους τους Αποστόλους. Παράλληλα, άλλο κριτήριο γνησιότητας είναι και το κριτήριο της ομοφωνίας, ό,τι δηλαδή πιστεύει και παραδέχεται ομόφωνα το πλήρωμα της Εκκλησίας και διδάσκουν οι ιεροί Πατέρες και οι ποιμένες της. Την αλήθεια αυτή τονίζει χαρακτηριστικά ο Βιγκέντιος ο εκ Λειρίνου σε όσα σχετικά γράφει: «Quod ubique quod semper quod ab omnibus creditum est» (= Ό,τι πανταχού, πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη).
    Είναι φανερό ότι φορείς της αποστολικής παραδόσεως δεν μπορούν να είναι εκείνοι που αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας, αιρετικοί και σχισματικοί. Περιττό δε να σημειωθεί, ότι γνήσιος φορέας της αποστολικής παραδόσεως είναι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία παρέλαβε και διατήρησε ανόθευτη την διδασκαλία των Αποστόλων, όπως αυτή φέρεται αποθησαυρισμένη στα μνημεία τα εκφράζοντα τη ζωή της Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων.
    Τέλος, λέγοντας αποστολική παράδοση δεν εννοούμε αδιάκριτα κάθε παράδοση, αλλά εκείνη που αναφέρεται στη δογματική διδασκαλία και το ήθος της Εκκλησίας και όχι σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας. (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 18-19)


Τι φρονούν περί παραδόσεως οι ετερόδοξοι χριστιανοί;

Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δέχεται, όπως και η Ορθόδοξη, την ιερά Παράδοση ως πηγή της θείας αποκαλύψεως, ισότιμη και ισόκυρη προς την αγία Γραφή. Εντούτοις στην πράξη δε συμφωνεί με την ορθόδοξη αντίληψη, αλλά εκλαμβάνει την παράδοση με έννοια ελαστική, ως ταμείο πίστεως, στο οποίο μπορεί να προσφεύγει όταν θέλει να διατυπώσει κάποιο νέο δόγμα ή να ανυψώσει σε δόγματα μεταγενέστερες θεολογικές γνώμες και δοξασίες.

Τέτοια δόγματα υπάρχουν πολλά (άσπιλος σύλληψις κ.α.), ως και διάφορες άλλες καινοτομίες, κυρίως στην τέλεση και μετάδοση των μυστηρίων (στέρηση του λαού εκ του ποτηρίου της ευχαριστίας, απαγόρευση κοινωνίας των νηπίων κ.τ.ο.). Αν θέλαμε να κάνουμε συσχετισμό, θα λέγαμε ότι κατά την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία είναι ο πιστός τηρητής και φύλακας της παραδόσεως, ενώ κατά τη ρωμαιοκαθολική αυτή παρουσιάζεται μάλλον ως κυρίαρχος, μεταποιώντας αυτή κατά βούληση και προσπαθώντας να συμβιβάσει τα παλαιά με τα εκάστοτε νέα.
    Παράλληλα, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν αναγνωρίζουν την παράδοση ως πηγή της θείας αποκαλύψεως. Οι λόγοι είναι προφανείς. Κατ’ αυτούς η αγία Γραφή είναι η μόνη πηγή του λόγου του Θεού, ο πλήρης και αυτάρκης κώδικας της χριστιανικής πίστεως, ο περιέχων όλες τις αναγκαίες αλήθειες προς σωτηρία. Την παράδοση την απορρίπτουν ως αυθεντική πηγή της πίστεως, ανεχόμενοι αυτή στο μέτρο που δεν αντιφάσκει προς τη Γραφή, και ως ωφέλιμο πλην όχι και αλάθητο χειραγωγό στην ερμηνεία της αγίας Γραφής.

Εντούτοις παρά τη βασική τους αυτή τοποθέτηση, δε φαίνεται ν’ απομακρύνονται ολοσχερώς από το πνεύμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ασχέτως προς τα πολλά που παρέλαβαν από την εκκλησιαστική παράδοση, ο Λούθηρος, τον οποίο αποκαλούν θείον (divinus) και τρίτον Ηλία, και τα συγγράμματα του οποίου μεγάλως εκτιμώνται στη συνείδηση των Διαμαρτυρομένων, ως αντικαταστήσαντα τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, έχει μεγάλο κύρος γι’ αυτούς, ενώ παράλληλα τα συμβολικά τους βιβλία έχουν αποκτήσει ένα είδος «κανόνος πίστεως» (regula fidei), ο οποίος αποτελεί συνεκτικό δεσμό της εκκλησιαστικής τους ταυτότητος και βάση του εκκλησιαστικού κηρύγματος και της ερμηνείας της αγίας Γραφής. Με άλλα λόγια ένα είδος εκκλησιαστικής παραδόσεως.  (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 19-20)

katafigioti

lifecoaching