Είναι δύσκολο να περιγράψει κάποιος διάφορες καταστάσεις της καρδιάς και να τις ερμηνεύσει. Είναι όμως αναγκαίο στον αγωνιστή της πνευματικής ζωής να επιδίδεται στο έργο αυτό, γιατί θα οδηγηθεί στην αυτογνωσία. Στην προσπάθειά του αυτή πολύ θα τον βοηθήσουν και τα βιώματα των άλλων αδελφών του, που διεξάγουν τον ίδιο πνευματικό αγώνα.
Η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μου με οδηγεί στη μετάνοια και τη συντριβή. Ζω στο πένθος, γιατί συνεχίζω να αμαρτάνω. Πάντα έχω μπροστά μου ανοιχτό το δρόμο της παρακοής, αλλά και το δρόμο της επιστροφής. Αμαρτάνω και θλίβομαι. Μετανοώ και πάλι αμαρτάνω. Κάθε φορά όμως που μετανοώ, η χάρη του Θεού μου φέρνει την κατάνυξη στην καρδιά. Τότε μου έρχονται δάκρυα και ανθεί μέσα μου η χαρμολύπη, αυτό το ανέκφραστο συναίσθημα, που γεννιέται από το κατά Θεόν πένθος και το φόβο του Θεού.
Η κατάνυξη είναι εσωτερική κατάσταση της καρδιάς, η οποία δύσκολα μου δημιουργείται και πολύ εύκολα μου χάνεται. Όταν υπάρχει, μου δίνει μία ιδιάζουσα χαρά και μου σταθεροποιεί την αίσθηση ότι είμαι παιδί του Θεού και απολαμβάνω τους καρπούς του νοητού κήπου. Με το συνεχή βασανισμό της συνείδησής μου δροσίζεται η καρδιά μου και επαληθεύεται ο λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ότι η κατάνυξη είναι συνεχής βασανισμός της συνείδησης, ο οποίος με τη νοερά εξομολόγηση κατορθώνει να δροσίζει τη φλογισμένη καρδιά.
Η κατάνυξη με κάνει χαρούμενο και πρόθυμο εργάτη της αγάπης. Συχνά όμως συγχέω την κατάνυξη με τη στεναχώρια, που μου προκαλούν δυσάρεστα γεγονότα της ζωής μου ή αποτυχημένες μου προσπάθειες. Με τον καιρό διαπίστωσα ότι αυτή η στεναχώρια δεν έχει πνευματικό περιεχόμενο και γι’ αυτό με αδρανοποιεί.
Όταν επισκέπτομαι κατανυκτικούς χώρους που έχουν ιστορία και ιερότητα, η κατάνυξή μου εκδηλώνεται με διάπυρες προσευχές και μεγάλες συγκινήσεις. Όταν όμως βρίσκομαι εκεί χωρίς κατάνυξη, και συμβαίνει πολλές φορές αυτό, μένω ασυγκίνητος ή μου προκαλείται μία αίσθηση κατάνυξης, που ξεκινάει από κάποια σχετική ανάμνηση.
----------------
Η μετάνοια ελευθερώνει τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμαρτίας και του δίνει ελπίδα σωτηρίας. Πρέπει να είναι μόνιμη κατάσταση στην ψυχή του συνειδητού χριστιανού, κάτι φυσικά που δεν πετυχαίνεται εύκολα. Όμως δεν πρέπει να λησμονούμε ότι υπήρξαν άνθρωποι, οι οποίοι είχαν τη μετάνοια διαρκή. Ο αββάς Αρσένιος, για παράδειγμα, όλο το χρόνο της ζωής του έκλαιγε και είχε στον κόρφο του ένα μαντίλι για να σκουπίζει τα δάκρυά του. Ο αββάς Ποιμένας επίσης έλεγε ότι αυτός που θέλει να λυτρωθεί από τις αμαρτίες του και να αποκτήσει τις αρετές, πρέπει να ακολουθήσει το δρόμο των δακρύων. Ενώ ο αββάς Διόσκουρος είπε στο μαθητή του, ο οποίος παραξενευόταν από τα συνεχή δάκρυά του, ότι αν του επιτραπεί από το Θεό να δει όλες τις αμαρτίες του, δεν φτάνουν άλλοι τρεις ή τέσσερις να κλαίνε μαζί του για να συγχωρεθεί.
Πνευματικά Θέματα, Πρεσβ. Διονυσίου Τάτση, Β΄ έκδοση: Ιούνιος 2008
Το κάνουν όλοι οι εμπόλεμοι. Προσπαθούν να κρύβουν τις κινήσεις του. Το κάνουν κι όλοι οι δόλιοι και οι πονηροί. Ενεργούν κρυφά και από τα παρασκήνια, χωρίς να φαίνονται. Έτσι παραπλανούν εκείνους που θέλουν να βλάψουν, οι οποίοι, μη γνωρίζοντας από που προέρχονται τα εναντίον τους βέλη, δεν μπορούν να αμυνθούν αποτελεσματικά. Ποιον να πολεμήσουν, αφού δεν τον γνωρίζουν.
Το ίδιο κάνει και ο διάβολος. Αποφεύγει τον κατά μέτωπο αγώνα. Δεν παρατάσσεται εύκολα για μάχη. Προτιμά να κρύβεται, να μη φαίνεται πουθενά, να πείθει, αν είναι δυνατόν, ότι δεν υπάρχει. Και το επιτυγχάνει. Έτσι βλέπουμε πολλοί άνθρωποι να μην παραδέχονται την ύπαρξη του διαβόλου. «Δεν βαριέσαι -λέγουν- διάβολος δεν υπάρχει· είναι απλώς το κακό προσωποποιημένο». Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρανή απόδειξη της δεινής μεθοδείας του διαβόλου να αποκοιμίζει τα θύματά του με το χάπι της δήθεν ανυπαρξίας του. Οι άνθρωποι που πέφτουν στην παγίδα είναι τα ασφαλέστερα θύματα του διαβόλου. Δεν τους φοβάται μη του φύγουν. Να φύγουν από πού; Από τα δίχτυα του διαβόλου; Μα αυτοί δεν πιστεύουν πως υπάρχει διάβολος, γιατί να πολεμούν; Να μάχονται τη σκιά τους;
Κι όμως διάβολος υπάρχει. Μας το λέγει κατηγορηματικά η Αγ. Γραφή. Όταν ο Θείος Ιάκωβος μας συνιστά· «αντίστηται τω διαβόλω, και φεύξευται αφ’ υμών» (Ιακ. 4, 7) τι αλήθεια εννοεί; Εάν ο διάβολος δεν είναι ον υπαρκτό, τότε ποιος συνομιλεί με το Θεό για τον Ιώβ; «Και ιδού ήλθον οι άγγελοι του Θεού παραστήναι ενώπιον του Κυρίου και ο διάβολος ήθλε μετ’ αυτών...» (Ιώβ 1, 6-12). Όταν ο Κύριος συνδιαλέγεται πάνω στο Σαραντάριο όρος με τον διάβολο, δεν συνομιλεί με υπαρκτό πρόσωπο; Με ποιον συζητά ο Κύριος όταν συναντά τους δύο δαιμονιζομένους των Γεργεσηνών; Ο Ευαγγελιστής σημειώνει πως «οι δαίμονες παρεκάλουν» (Ματθ. 8, 31). Δαίμονες, όχι άνθρωποι. Κι όταν ο Κύριος λέγει την παραβολή των ζιζανίων γιατί εξηγεί ότι «ο εχθρός ο σπείρας αυτά (τα ζιζάνια) εστίν ο διάβολος;» Ο Ιωάννης μας βεβαιώνει ότι ο Κύριος ήλθεν «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α΄ Ιωαν. 3, 8). Ποιανού διαβόλου, μήπως εκείνου που δεν υπάρχει; Κι αν δεν υπάρχει διάβολος, τότε πώς εξηγούνται τα φαινόμενα των δαιμονιζομένων ανθρώπων; Ας επισκεφθούν τον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας όσοι αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του διαβόλου για να πεισθούν ότι διάβολος υπάρχει. Και δρα. Και φεύγει κάτω από τη θαυματουργική δύναμη του Αγίου και ελευθερώνει τον άνθρωπο.
Είναι πίστη της Εκκλησίας μας, η ύπαρξη πονηρών πνευμάτων. Γι’ αυτό και υπάρχουν σε χρήση οι ευχές των εξορκισμών κατά των δαιμόνων. Γι’ αυτό κατά την Κατήχηση που προηγείται του Βαπτίσματος, ο ιερέας επικαλείται τη δύναμη του Θεού για την απομάκρυνση «από του ευτρεπιζομένου προς το Άγιο Βάπτισμα» κάθε πονηρού πνεύματος. Τι άραγε σημαίνει ο εξορκισμός· «Εξέλασον απ’ αυτού παν πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, κεκρυμμένον και εμφωλείον αυτού τη καρδιά».
Πράγματι διάβολος υπάρχει ως προσωπική οντότητα. Κι όμως κατορθώνει να κρύβεται επιμελώς και να μην εμφανίζεται, ώστε οι άνθρωποι να μένουν ήσυχοι. Ο Ωριγένης μας λέγει πως σ’ αυτό το σημείο ο διάβολος μοιάζει με τους ηθοποιούς, οι οποίοι φορούν μάσκες και δεν αναγνωρίζονται. «Τέτοιος είναι ο δράκων (ο διάβολος). Ποτέ δεν δείχνει το πρόσωπό του. Όταν παίρνει μορφή ανθρώπου το κάνει για να εξαπατήσει τους ανθρώπους» (ΒΕΠΕΣ 15, 241).
Αυτό το κάνει ο σατανάς για να μην αναγνωρίζεται και γίνεται αποκρουστικός και μισητός. Φαντασθείτε το διάβολο να παίρνει τη γνωστή απαίσια μορφή του, να εμφανιζόταν μπροστά μας, να συστηνόταν ευγενικά και να μας προειδοποιούσε ότι πρόκειται να μας πειράξει. Ποιος τότε σώφρων άνθρωπος θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα τις προσβολές του; Ποιος δεν θα καταλαμβανόταν από ρίγος και δεν θα συσπειρωνόταν εναντίον τέτοιου βρωμερού και ακάθαρτου εχθρού; Τότε ο διάβολος ασφαλώς θα αποτύγχανε. Όλοι θα λάμβαναν τα μέτρα τους. Θα απέφευγαν την επιβουλή του, θα έμεναν μακριά από την ακτίνα δράσεώς του. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα εκείνος κρύβει την παρουσία του. Δεν εμφανίζεται να συστηθεί, δεν παρουσιάζεται. Αλλά τεχνηέντως ρίχνει την ιδέα της ανυπαρξίας του.
Ιδέα που έχει «πιάσει» «επειδή είναι μισητός αυτός ο εφευρέτης της κακίας και μεγάλος δαίμονας ο διάβολος και αν παρουσιαζόταν θα τον πολεμούσαν όλοι, γι’ αυτό, όπως το φίδι, όπως ο δράκοντας, όπως το λιοντάρι που αναζητεί ποιον να αρπάξει και να καταπιεί, έτσι κι αυτός κρύβει και σκεπάζει αυτό που είναι» (ΒΕΠΕΣ 31, 220), λέγει ο Μ. Αθανάσιος αποκαλύπτοντας με χαρακτηριστικούς λόγους αυτή την τέχνη του διαβόλου. Ο δε Κλήμης Ρώμης παρατηρεί σχετικά ότι οι δαίμονες «Στην αρχή δεν φανερώνουν ποιοι είναι για να μη προκαλέσουν ισχυρή αντίσταση» (ΒΕΠΕΣ 1, 137) επιδιώκουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους μ’ αυτόν τον τρόπο. Έτσι το καμουφλάζ του διαβόλου σημειώνει επιτυχίες και οι άνθρωποι πέφτουν θύματα στα χέρια του.
Για τον πιστό το στρατήγημα αυτό είναι ανίσχυρο. Ο πιστός αναγνωρίζει, ότι ο διάβολος είναι πνευματική προσωπικότητα, που ζει και δρα κοντά του. Κάθε απόπειρα του διαβόλου να κρυφτεί είναι άστοχη για τον πιστό, ο οποίος δεν έχει την εντύπωση πως ο αντίδικός του δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα αξιολογεί την ύπαρξή του και ανάλογα κανονίζει τη στάση του.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Είναι κι αυτό ένα από τα τεχνάσματα του διαβόλου. Μας θυμίζει τη μέθοδο που μετέρχονταν οι ειδωλολάτρες άρχοντες για να μεταπείσουν τους χριστιανούς να αρνηθούν την πίστη τους. Τους φέροταν με προσήνεια και γλυκύτητα. Τους έταζαν δόξες και τιμές. Τους υποσχόνταν πλούτη και ανέσεις. Με υποκρισία περισσή προσπαθούσαν να αποσπάσουν μία ομολογία. Με το καλό και ήπια άρχιζαν την επίθεσή τους. «Με το μέλι» και όχι «με το ξύδι». Το σχέδιό τους όμως ήταν αμετακίνητο. Ήθελαν να πετύχουν αυτό που επεδίωκαν. Έτσι και ο αντίδικός μας διάβολος. Αρχίζει τον πόλεμο... Φιλικά και με προσποιητή ειρήνη. Δείχνει κάποια συγκατάβαση, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος, και προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του με την αγάπη δήθεν και το ενδιαφέρον.
Είναι το «χαμόγελο του διαβόλου» που τίθεται σε ενέργεια. Αυτό το κάνει ο πονηρός για δύο λόγους. Πρώτον μεν διότι η κατά μέτωπο επίθεση δημιουργεί ηρωϊκό φρόνημα στον αμυνόμενο και τον οδηγεί σε αντίσταση και νίκη· δεύτερον δε γιατί με τον καλό και ήπιο τρόπο επιτυγχάνονται καλύτερα αποτελέσματα. Ο άνθρωπος πείθεται στις υποβολές του διαβόλου που αποβλέπουν δήθεν στο καλό του, και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει έχει γλυκαθεί από τα ωραία λόγια κι έχει αρχίσει να υποχωρεί.
Η μέθοδος αυτή είναι επικίνδυνη γιατί είναι ύπουλη και κρυφή. Δύσκολα γίνεται αντιληπτή. Ο ήπιος τρόπος της προσβολής είναι δυσδιάκριτος. Ο διάβολος αρχίζει με τα μικρά. Προσπαθεί να μας αποκοιμίσει. Μας παριστάνει την αμαρτία γοητευτική. Τη στολίζει, την αρωματίζει και παρουσιάζει το σκοτάδι σαν φως, την κόλαση σαν παράδεισο, τη δυστυχία σαν ευτυχία. Κι εμείς τον πιστεύουμε. Πιστεύουμε στα γλυκόλογά του και τρέχουμε να απολαύσουμε την αμαρτία. Το δόλωμα έπιασε.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Ίσως φανεί περίεργο. Είναι όμως αλήθεια. Ο διάβολος δεν μεταχειρίζεται όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο. Δεν εφαρμόζει σε όλους την ίδια μέθοδο. Αλλά ερευνά και εξετάζει ποιος τρόπος δράσεως ταιριάζει στον καθένα και αυτόν εν συνεχεία θέτει σε ενέργεια. Δεν είναι ελεύθερος σκοπευτής ο διάβολος. Μετρά καλά και ζυγίζει την κάθε του βολή. Δεν ανέχετε αστοχίες. Γι’ αυτό και ανάλογα με τα πρόσωπα χρησιμοποιεί τα κατάλληλα όπλα. Έτσι, αλλοιώς πολεμά τους ράθυμους και αδιάφορους και αλλοιώς τους πιστούς. Άλλη μέθοδο έχει για τους ασθενείς κατά τον χαρακτήρα κι άλλη για τους ισχυρούς. Άλλο τρόπο εφαρμόζει εναντίον των πονηρών κι άλλο κατά των δικαίων. Γνωρίζει ο πονηρός, ότι όλα τα πυρά του δεν είναι σε θέση να βλάψουν όλους. Για ορισμένους ανθρώπους χρειάζεται ειδική μέθοδος. Ό,τι βλάπτει τον ένα, ενδεχομένως ωφελεί τον άλλον. Γι’ αυτό κι ο Μ. Αθανάσιος τονίζει ότι «ελθόντες (οι δαίμονες) οποίους αν ευρώσι ημάς, τοιούτοι και αυτοί γίνονται προς ημάς...»(P.G. 26, 905). Έχουν τέλεια προσαρμοστικότητα με το περιβάλλον. Και κανονίζουν ανάλογα τη δράση τους. «Ο διάβολος, καθώς μας λέγει η οσία Συγκλητική, έχει πολλές παγίδες και είναι φοβερός κυνηγός. Στα μικρά πουλάκια βάζει μικρά σκάνδαλα και στα μεγάλα όρνεα ετοιμάζει δυνατές παγίδες».
Επομένως, στα μέτρα του καθενός μας κανονίζονται η επιθετικότητα και τα όπλα του. Τους ισχυρούς στην πίστη πολεμά ισχυρά, τους ασθενείς ήπια. Ο αββάς Ισαάκ επιβεβαιώνει αυτή την αλήθεια με όσα γράφει σχετικά: «Έχει παλιά συνήθεια ο διάβολος, ο αντίπαλός μας σ’ αυτόν τον αγώνα, να μοιράζει τις επιθέσεις του εναντίον μας ανάλογα με τα πρόσωπα και τις αδυναμίες».
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, άριστοι γνώστες των σατανικών μεθοδειών και πανουργημάτων, μας έχουν παραδώσει πολλές πληροφορίες πάνω σ’ αυτό το σημείο. Ειδικώτερα ο αββάς Ισαάκ μας διδάσκει ότι ο διάβολος με διαφορετικό τρόπο πολεμά τους ράθυμους και οκνηρούς και με άλλο τους ανδρείους και ζηλωτές, με τρόπο ώστε να μη διαφύγει κανείς, αλλά όλοι να συλλαμβάνονται στα δίχτυα του.
Έτσι τους μεν ράθυμους «από την αρχή τους πολεμεί δυνατά για να τους κάνει να δειλιάσουν και να τους φανεί ο δρόμος της αρετής σκληρός και δύσβατος». Ενώ τους ζηλωτάς τους μεταχειρίζεται διαφορετικά. Δεν τους πολεμά στην αρχή, όταν έχουν θερμό ζήλο για τα πνευματικά, γιατί γνωρίζει ότι «κάθε αρχή είναι θερμότερη από τον πόλεμο και γνωρίζει ότι έχει πολύ ζήλο ο αγωνιστής». Για τους πιστούς περιμένει τον καιρό της ραθυμίας τους. Τότε επιτίθεται εναντίον τους. Αφού ψυχράνθηκε ο ζήλος τους υπάρχει ελπίδα να νικηθούν.
Η διαπίστωση αυτή πρέπει να μας οδηγήσει σε ορισμένα συμπεράσματα. Αφού ο διάβολος μας πολεμά στα μέτρα μας, αυτό σημαίνει πως είναι εχθρός αξιόλογος και δεν πρέπει να τον υποτιμήσουμε καθόλου. Έπειτα αφού τα όπλα του είναι διαλεγμένα ειδικά για τον καθένα μας, πρέπει να είναι και επικίνδυνα. Αν δεν προσέξουμε διατρέχουμε κίνδυνο να ηττηθούμε και να πέσουμε κάτω από τα ανηλεή πλήγματά του. Κι ακόμη ας μη θαρρεύουμε με τις δυνάμεις μας.
Ανά πάσα στιγμή ο πανούργος διάβολος μπορεί να εκμεταλλευθεί μία συγκεκριμένη αδυναμία μας και σ’ αυτή να συγκεντρώσει τα πυρά του. Μη λησμονούμαι ποτέ ότι κάθε όπλο, που ο διάβολος στρέφει εναντίον μας, έχει την ετικέττα μας, προορίζεται για μας προσωπικά. Κι αυτό είναι αρκετό να μας καταστήσει προσεκτικούς και να μας επισημάνει τη σοβαρότητα του αντιπάλου μας.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Το να μάθουμε τις μεθοδίες του διαβόλου, δηλαδή τον τρόπο και τη μέθοδο, την οποία χρησιμοποιεί στον πόλεμο εναντίον μας, είναι ωφέλιμο πολλαπλά. Μας ενημερώνει για τις κινήσεις και τις δυνατότητες του αντιπάλου μας. Μας προετοιμάζει στο να δεχθούμε και αποκρούσωμε τις επιθέσεις του. Μας απαλλάσσει από αδικαιολόγητους φόβους. Και μας οδηγεί στο να οργανώσουμε ανάλογα την άμυνά μας. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να ενδιατρίψουμε με επιμέλεια στην ανακάλυψη και επισήμανση των στρατηγικών σχεδίων του εχθρού.
Μας το συνιστά με τη χρυσή του γλώσσα ο Ιερός Χρυσόστομος «Ας μάθουμε λοιπόν τους τρόπους που χρησιμοποιεί ο διάβολος για να μας υποδουλώνει, από που προέρχεται η πονηρία του, από που μπορεί εύκολα να μας επηρεάσει δια να μη ξαφνιαστούμε όταν έλθουν οι αγώνες, ούτε να θορυβηθούμε βλέποντας καινούργια παλαίσματα, αλλά αφού μελετήσουμε την κατάστασή μας και μάθουμε όλες τις μεθοδείες του διαβόλου, με θάρρος να αναλάβουμε τους αγώνες εναντίον του διαβόλου» (ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ Θ΄).
Οι εχθροί μας δεν είναι όπως είπαμε ευκαταφρόνητοι. «Πονηρούς αληθώς και χαλεπούς -λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος- δολίους, πανούργους, δυνατούς και άυπνους, αοράτους, αΰλους εχθρούς έχομεν· μετά χείρας πυρ κατέχοντας και τον ναόν του Θεού εμπρήσαι επιθυμούντας δια της φλογός της εν εαυτοίς» (Λόγος α). Χρειάζεται λοιπόν ανάλογη δική μας ετοιμασία. Πρέπει να μάθουμε καλά τα τεχνάσματά τους. Δεν πρέπει να λησμονούμε πώς βαδίζουμε πάνω σε ναρκοπέδιο, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγεί. Ο σοφός Σολομών μας τονίζει: «Επίγνωθι ότι εν μέσω παγίδων διαβαίνεις» (Σοφ. Σειράχ 9, 13).
Αυτό δεν είναι ακατόρθωτο. Η μαρτυρία της Αγ. Γραφής και η συσσωρευμένη εμπειρία των Αγ. Πατέρων μας είναι οδηγοί. Ο απ. Παύλος μας διαβεβαιώνει ότι «ου γαρ αυτού (δηλ. του διαβόλου) τα νοήματα αγνοούμεν» (Β΄ Κορ. 2, 11). Όσο μιαρός και κακούργος κι αν είναι ο διάβολος, εμείς μπορούμε να εξιχνιάσουμε τις πανουργίες του και να αποκαλύψουμε τα στρατηγήματά του. Έχουμε τον τρόπο να μάθουμε τα όπλα του, να ενημερωθούμε για την πολεμική του ικανότητα και εφοδιασμένοι μ’ αυτές τις πληροφορίες να ριχθούμε στη μάχη. Κάθε ένας, γνωρίζοντας πλέον τα σχέδια του αντιπάλου του, θα φροντίζει «ίνα μη εμπέση εις παγίδα του διαβόλου» (Α΄ Τιμ. 3, 7). Όλες οι πλεκτάνες και τα μηχανήματα εις βάρος μας θα παραμείνουν χωρίς αποτέλεσμα και ο «δεινός θηρευτής», ο διάβολος θα εμπαίζεται χωρίς να κατορθώνει το σκοπό του. Ας δούμε λοιπόν τα μυστικά του σχέδια. Η γνώση τους έχει πολλά να μας διδάξει.
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Μπορεί ο διάβολος να διαθέτει όπλα ισχυρά και πονηρά ενέδρα. Μπορεί να μετέρχεται το παν εναντίον μας και με μανία να μας επιτίθεται για να μας αιχμαλωτίσει. Όμως δεν είναι ισχυρότερος από τον Κύριο. Κι όπως λαοί μικροί και αδύνατοι δεν φοβούνται, όταν έχουν εξασφαλισμένη τη συμμαχία μιας μεγάλης και ισχυρής χώρας, έτσι και μείς δεν έχουμε να πτοηθούμε από τις πανουργίες του διαβόλου, εφ’ όσον κοντά μας βρίσκεται ο πανίσχυρος Κύριος Ιησούς Χριστός, τον οποίο φοβείται και τρέμει ο διάβολος.
Ο Κύριος είναι φοβερός εις τους εχθρούς και έγινε άνθρωπος και «εις τούτο εφανερώθη... ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» (Α΄ Ιωάν. 3, 8). Η θυσία του έγινε για να καταργήσει «τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. 2, 14-15). Ο Κύριος έργο Του είχε στη γη την απελευθέρωση των ανθρώπων από την τυραννία του διαβόλου. «Διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου» (Πραξ. 10, 38) και με τη σταυρική Του θυσία έγινε «αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5, 9).
Όσες φορές ο διάβολος αντιμετώπισε τον Κύριο έφυγε κατησχυμένος. Κι όταν Τον πείραξε στο Σαραντάριο όρος νικήθηκε από τον Κύριο και αργότερα υφιστάμενος της θαυματουργή ενέργεια των λόγων Του, τρέμοντας και στενάζοντας αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τα θύματά του και να απέρχεται στην άβυσσο. Ποτέ δεν τόλμησε να αντισταθεί στον Κύριο. Πάντοτε ανεγνώριζε τη δύναμή Του και Του μιλούσε με λόγια ικετευτικά. Όταν ο Κύριος κατέβηκε στον Άδη κατήργησε το βασίλειο του διαβόλου και έδωσε την ελευθερία στους δεσμίους.
Γι’ αυτό κι ο Μ. Αντώνιος συνιστά να μη φοβόμαστε τους δαίμονες γιατί όλα τους τα όπλα είναι ανίσχυρα μπροστά στη χάρη του Θεού. «Δεν αρμόζει να φοβόμαστε τους δαίμονες, γιατί οι πανουργίες τους είναι τίποτε σε σχέση με τη χάρη του Θεού» (ΒΕΠΕΣ 33, 24). Δεν έχουμε φόβο πια από τις επιθέσεις τους. Μπορεί να είναι πυρωμένα τα βέλη του, πολυμήχανος ο νους του. Όλα αυτά όμως είναι μηδέν μπροστά στη δύναμη του Ιησού Χριστού, του οποίου και μόνο το όνομα, όταν προφέρεται με πίστη και ευλάβεια, μπορεί να τρέψει σε φυγή στράτευμα ολόκληρο δαιμόνων. «Και Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους» είναι το σύνθημα κάθε πιστού στρατιώτη του Κυρίου. Ο Κύριος είναι δυνατός και κρατά υποχείριο τον πονηρό δράκοντα, ώστε εμείς να τον εμπαίζουμε και να τον καταισχύνουμε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μ. Αντώνιος: «Ο δράκων (ο διάβολος) συνελήφθη με άγκιστρο από τον Σωτήρα Χριστό, όπως το ζώο που του πέρασαν κρίκο στη μύτη, όπως ο δραπέτης δένεται με κρίκο από τη μύτη και με ψελλίο έχει τρυπημένα τα χείλη. Και έχει δεθεί από τον Κύριο σαν πουλάκι για να περιπαίζεται από μας» (ΒΕΠΕΣ 33, 24).
Ο Κύριος ο ίδιος μας έχει διαβεβαιώσει ότι «μείζων εστίν ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω» (Α΄ Ιωάν. 4, 4). Ποιος αλήθεια χριστιανός θα δειλιάσει μπροστά στο Σατανά; Ποιος δεν θα αισθανθεί ασφαλής κάτω από την ιερή σκιά του Κυρίου; Πραγματικά. Είμαστε ασθενείς και αδύνατοι όταν μένουμε μόνοι μακριά από τον Σωτήρα Χριστό. Τότε μοιάζουμε με πρόβατα ξεμοναχιασμένα, με πλοία έξω από το λιμάνι. Όταν όμως έχουμε εξασφαλισμένη τη συμπαράσταση και τη συμμαχία του Ιησού μας τότε εγκαταλείπουμε τη φοβία και τη δειλία και οπλιζόμαστε με θάρρος και ηρωισμό. Κοντά στον Δυνατό γινόμαστε και μεις δυνατοί, κοντά στον Ακατάβλητο, ακατάβλητοι. Κι έτσι έχουμε δυνατότητες να ριχθούμε στη μάχη, να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό, που φαίνεται μεγάλος όπως ο Γολιάθ, ενώ εμείς οι ταπεινοί και ανίσχυροι φαινομενικά όπως ο Δαυίδ, κατ’ ουσίαν όμως πανίσχυροι δούλοι του Χριστού, και θα εξέλθουμε νικητές.
Όμως χρειάζεται να φροντίζουμε να ανήκουμε στον Κύριο. Όταν γίναμε Χριστιανοί ομολογήσαμε, με το στόμα του αναδόχου μας, ότι αρνούμαστε τον διάβολο και δεχόμαστε το Χριστό. «Αποτάσσει τω σατανά και πασί τοις έργοις αυτού και πάσι τοις αγγέλοις αυτού και πάση τη πομπή αυτού;» μας ρώτησαν. Και μεις απαντήσαμε «αποτάσσομαι». Κι έπειτα: «Συντάσσει τω Χριστώ;» Και απαντήσαμε «συντάσσομαι».
Από μας εξαρτάται να φυλάξουμε την ομολογία μας και να τηρήσουμε την υπόσχεσή μας. Τότε «ο εν ημίν» θα μας ενισχύει. Θα εφαρμόζονται τότε οι λόγοι του Ιερού Χρυσοστόμου: «Και αυτό θέλω να γνωρίζετε όλοι, ότι τον πιστό χριστιανό δεν μπορεί τίποτε να τον βλάψει ψυχικά, ούτε αυτός ο διάβολος» (Κατήχησις Ι). Και δεν είναι δυνατόν να γίνει αλλοιώς, αφού «ο γεννηθείς εκ του Θεού τηρεί εαυτόν και ο πονηρός ουχ άπτεται αυτού» (Α΄ Ιω. 5, 18).
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Αν η Μεγάλη Σαρακοστή και η νηστεία σημαίνει τόνωση στον αγώνα είναι γιατί -σύμφωνα με το Ευαγγέλιο- σ’ αυτόν τον αγώνα ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με το κακό και τις δυνάμεις του. Ακριβώς γι’ αυτό χρειαζόμαστε στην περίοδο αυτή ειδικά, τη βοήθεια και τη δύναμη της θείας φλόγας· να λοιπόν γιατί στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής έχουμε τη Θεία Κοινωνία στην ειδική ακολουθία των Προηγιασμένων Δώρων. «Προηγιασμένα» σημαίνει ότι τα Τίμια Δώρα έχουν καθαγιαστεί στη Θεία Λειτουργία της Προηγούμενης Κυριακής και φυλάγονται στην Αγία Τράπεζα για να προσφερθούν την Τετάρτη και την Παρασκευή το βράδυ.
Δεν τελείται η Θεία Ευχαριστία στις μέρες της νηστείας γιατί η τέλεση είναι πανηγυρική, είναι μια διαρκής κίνηση χαράς, αλλ’ όμως έχουμε συνέχεια στην Εκκλησία την παρουσία των καρπών της Θείας Ευχαριστίας.
Είναι ακριβώς όπως και με το Χριστό που «ορατά» μεν αναλήφθηκε στους ουρανούς και όμως αόρατα είναι παρών στον κόσμο· και όπως το Πάσχα που γιορτάζεται μια φορά το χρόνο αλλ’ όμως οι ακτίνες φωτίζουν ολόκληρη τη ζωής της Εκκλησίας, και ακόμα είναι σαν τη Βασιλεία του Θεού που πρόκειται να έρθει αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται ανάμεσά μας.
Η Θεία Ευχαριστία σαν μυστήριο και πανηγυρισμός της Βασιλείας, σαν γιορτή της Εκκλησίας, δεν συμβιβάζεται με τη νηστεία και δεν τελείται στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής- αλλά σαν χάρη και δύναμη της Βασιλείας του Θεού που ενεργεί στον κόσμο, σαν προμηθευτής της «ουσιαστικής τροφής» μας και των όπλων για τον πνευματικό αγώνα μας, βρίσκεται στην καρδιά της νηστείας, είναι στ’ αλήθεια το μάννα εξ ουρανού που μας διατηρεί ζωντανούς στο ταξίδι μας μέσα στην έρημο της Μεγάλης Σαρακοστής.
("ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, πορεία προς το Πάσχα", A. Schmemann, εκδ. πορφύρα)
[..] Ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να μας αντιμάχεται. Γιατί κι αυτό αληθεύει, ότι δηλαδή παραχωρεί ο Θεός και πειραζόμεθα. Δεν θέλει ούτε επιδιώκει ο Θεός να πολεμούμεθα. «Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι» (Ιακ. 1, 13) συνιστά ο θείος Ιάκωβος «Ο Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα» (εθν. αν). Επομένως πειραζόμαστε ο καθένας είτε από την δική του θέληση, είτε από τον διάβολο, με την ανοχή πάντως και την παραχώρηση του Θεού. Αλλά και όταν ακόμη ο Θεός παραχωρεί να πολεμούμαστε από τον διάβολο, αυτό το κάνει για πέντε λόγους, όπως διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα κεφάλαια Αγάπης του.
Ο πρώτος λόγος είναι «ίνα πολεμούμενοι και αντιπολεμούντες εις διάκρισιν της αρετής και της κακίας έλθωμεν». Ο πόλεμος δηλαδή μας χαρίζει πείρα, ώστε να διακρίνουμε το αγαθό από το πονηρό, την αρετή από την αμαρτία, όπως ο εμπειροπόλεμος στρατιώτης γνωρίζει να διακρίνει τα ναρκοπέδια και τα ελεύθερα εδάφη, ώστε να αποφεύγει τα μεν και να βαδίζει στα δε. Ο δεύτερος λόγος είναι «ίνα πολέμω και πόνω της αρετής κτώμενοι, βεβαίαν αυτήν και αμετάπτωτον έξωμεν». Κάθε τι που αποκτούμε με κόπο και θυσία το εκτιμούμε περισσότερο και φροντίζουμε να μην το χάσουμε. Αλλά και την αρετή που θα αποκτήσει κανείς κατόπιν τόσης πολεμικής, δεν θα θέλει να τη χάσει, και με κάθε τρόπο θα μεριμνά να την έχει πάντοτε.
Ο τρίτος λόγος είναι «ίνα προκόπτοντες εις την αρετήν μη υψηλοφρονώμεν αλλά μάθομεν ταπεινοφρονείν». Ο συνεχής πόλεμος μας κρατά στην κατάσταση της ταπεινώσεως, δεν μας επιτρέπει να υπερηφανευθούμε για την αρετή μας και τις κατακτήσεις μας στην πνευματική ζωή. Ο τέταρτος λόγος είναι «ίνα πειραθέντες της κακίας, τέλειον μίσος αυτήν μισήσωμεν». Κάτι που συνεχώς μας ενοχλεί και μας ταράζει το αποστρεφόμαστε και το μισούμε. Και οι πειρασμοί του διαβόλου σ’ αυτό πρέπει να οδηγήσουν το αποτέλεσμα. Να μισήσουμε την αμαρτία και το αίτιό της, δηλαδή το διάβολο. Τέλος πέμπτος και τελευταίος λόγος είναι «μη απαθείς γενόμενοι μη επιλαθώμεθα της οικείας ασθενείας, μη της του βοηθήσαντος δυνάμεως» (P.G. 90, 1005) δηλαδή για να μην λησμονήσουμε ούτε τη δική μας αδυναμία, ούτε τη δύναμη του Θεού, αν παραμείνουμε μακριά από τον πόλεμο και τον πειρασμό.
Επομένως γίνεται φανερό ότι είναι δυνατόν από το πικρό να προέλθει γλυκό και από τον πόλεμο ειρήνη. Αρκεί να μάθουμε την τέχνη του πολέμου, ώστε να αντιταράξουμε ανάλογη άμυνα προς τα τεχνάσματα του εχθρού. Μια άμυνα που δε θα στηρίζεται βέβαια στις δικές μας δυνάμεις αποκλειστικά, αλλά στην βοήθεια του Θεού, αφού «ουκ εν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου εστίν, αλλ’ η εκ του ουρανού η ισχύς» (Α΄ Μακ. 3, 19).
Πόλεμος κατά του σατανά, Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Σ’ ευχαριστώ που μου αποκάλυψες τη θλίψη της πληγωμένης καρδιάς σου. Ένα δυνατό, ακτινοβόλο φως με τυλίγει, κάθε φορά που μοιράζομαι με άλλους τη θλίψη τους…
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χριστός μας λέει: «Καταδέχθηκα το Σταυρό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Και όποιον διαλέγω και θέλω να τραβήξω κοντά Μου, σ’ εκείνον πρώτα-πρώτα στέλνω θλίψεις, και μάλιστα τη μία πίσω από την άλλη. Εκείνου την καρδιά τρυπάω πρώτα με βέλη βουτηγμένα στο πικρό δηλητήριο του πόνου. Αυτό κάνω. Και το κάνω για να πεθάνει. Να πεθάνει για τον κόσμο, να νεκρωθεί απέναντι στην ακαταμάχητη γοητεία, τη γλυκειά έλξη που ασκούν οι εφήμερες απολαύσεις και η κοσμική δύναμη. Η μάστιγα των θλίψεων είναι η σημαία της αγάπης Μου. Μ’ αυτό τον τρόπο πλήγωσα την καρδιά του δούλου μου Δαυίδ. Και όταν η θύελλα των συμφορών τον χώρισε από τον κόσμο, τότε μόνο ο νους του γέμισε με συνταρακτικούς σωτήριους λογισμούς. Μια απροσδόκητη, ευλογημένη μεταστροφή συντελέσθηκε, μέσα του, και πλημμύρισε ολόκληρη την ύπαρξη του..».
("Πνευματικές Νουθεσίες, Οσίου Μακαρίου της Όπτινα", εκδ. Ιερά μονή Παρακλήτου, σ. 15)
Δίδασκε με λόγια, δίδασκε και με έργα. Το καλοκαίρι του 1975, κατά την επίσκεψη του Γέροντα στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας για την εγγραφή κάποιου υποτακτικού του στο δοκιμολόγιο, ο καθηγητής της φωτογραφικής τέχνης στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον κ. Ντάγκλας Λιτλ του πρότεινε να τον φωτογραφίσει. Ως τότε ο Γέροντας σπάνια φωτογραφιζόταν, κι έτσι δεν δέχτηκε. Μετά την επιστροφή στα Κατουνάκια, σε μία από τις Θείες Λειτουργίες του έγινε κάποια ζημιά. Οπότε αναγκάστηκε να επισκεφθεί αμέσως τον πνευματικό, Ιερομόναχο Διονύσιο Μικραγιαννανίτη. Εκεί συνέβαινε να φιλοξενείται ο κ. Λιτλ, ο οποίος μέσω του πνευματικού κατόρθωσε να τον πείσει και να τον φωτογραφίσει. Έκανε υπακοή.
-------------------
Όταν πήρε τον πρώτο υποτακτικό του, έρχονταν συχνά δυο φτωχά γεροντάκια από τα Καρούλια και ο Γέροντας γέμιζε τους ντορβάδες τους με ό,τι υπήρχε στο σπίτι. Κάποτε ήρθε ένα δέμα από κάποιον ευλαβή χριστιανό με διάφορα τρόφιμα. Ο υποτακτικός τακτοποίησε τα πράγματα στα άδεια ράφια. Την άλλη μέρα εμφανίστηκε το ένα από τα δύο γεροντάκια. Ο Γέροντας πήρε τον ντορβά του και τον γέμισε πρόθυμα απ’ ό,τι υπήρχε. Φεύγοντας το γεροντάκι έλεγε ως συνήθως με τη βαριά φωνή του: «Η Παναγία να τα πληθαίνει! Η Παναγία να τα πληθαίνει!». Η καρδιά όμως του υποτακτικού σφίχτηκε βλέποντας άδεια τα ράφια, καθώς αναλογιζόταν: «Εμείς τι θα φάμε;». Την άλλη μέρα ήρθαν δύο δέματα, την παράλλη τρία δέματα και έτσι ο Θεός σωφρόνισε τον μοναχό.
--------------------
Είχε στείλει στην Πάτρα μερικές σφραγίδες και ο παραλήπτης έστειλε τα χρήματα με επιταγή. Η επιταγή όμως ουδέποτε παραλήφθηκε από τον Γέροντα. Έγιναν συνεννοήσεις με τον αποστολέα και έπρεπε ο Γέροντας να κάνει αίτηση στο ταχυδρομείο, ώστε να εξιχνιασθεί ποιος παρέλαβε τα χρήματα. Ο Γέροντας με κανέναν τρόπον δεν δέχτηκε. Μας εξηγούσε ότι είναι πολύ μεγαλύτερος ο μισθός από τον Θεό, όταν κάποιος αδικείται και υπομένει, από το να προσφέρει ελεημοσύνη.
----------------------
Ο γερο-Αλέξης ο αγωγιάτης κάποια μέρα πρότεινε στον Γέροντα να του κουβαλήσει λίγη άμμο από τη θάλασσα. Η άμμος αυτή προοριζόταν για το κελλάκι της Παναγίας, στο οποίο διέμενε τότε ο αγαθότατος γέροντας παπα-Αμβρόσιος. Κάποια στιγμή ακούστηκε στεντόρεια φωνή του π. Αγάθωνα, που έμενε μόνος του ψηλά στον βράχο.
─ Παπα –Εφραιαιαιαίμ!!!
─ Ευλόγησον, απάντησε ο Γέροντας, βγαίνοντας πιο πέρα στο πεζούλι για να τον βλέπει.
─ Να είσι ασυχώρητουουους!!! Η αμμούδα είνι για την Παναγιά, όχι για ισένα.
Ο Γέροντας σιώπησε, δεν ταράχτηκε από τη βαριά κουβέντα που άκουσε, αλλ’ ούτε και περιφρόνησε την παράλογη απαίτηση και την αυθαίρετη παρέμβασή του. Πήρε το μπαστουνάκι του και σιγά-σιγά ανηφόρισε προς τον π. Αγάθωνα. Εκεί έτυχε να βρίσκεται και ο παπα-Αμβρόσιος, ο οποίος διαβεβαίωσε ότι προσφέρει προθύμως την άμμο στον Γέροντα διότι του περισσεύει. Η παρεξήγηση λύθηκε και ο φωνασκών π. Αγάθων ηρέμησε.
---------------------
Κάποτε καταπιάστηκε με κάποιον από τους υποτακτικούς του να βάλουν τη θερμάστρα πετρελαίου στην εκκλησία. Στην προσπάθειά τους εκνευρίστηκε και απάντησε σε μία παρατήρηση του μοναχού: "Τον κακό σου τον καιρό!", έκφραση που δεν τη συνήθιζε και ουδέποτε την ξαναείπε. Μετά από λίγη ώρα τον βλέπει ο μοναχός να μετανίζει μπροστά του ακουμπώντας τα χέρια του στο έδαφος: «Παιδί μου, να με συγχωρέσεις. Είπα κακό λόγο». «Γέροντα, ευλόγησον! Ούτε που το πρόσεξα!» απάντησε ο μοναχός.
-----------------------
Η ευγένειά του ήταν βαθύτατη, προσεκτική, μελετημένη. Πολλές φορές, ενώ ήταν ώρα αναπαύσεως, συνέχιζε την κοπιαστική εργασία του περιμένοντας να επιστρέψει κάποιος αδελφός απ’ την υπακοή στην οποία τον είχε στείλει, για να ξεκουραστούν μαζί.
------------------
Τη συμβουλή του «μην ανοίγεστε, μην ανοίγεστε» με την οποία εννοούσε την αποφυγή νέων πραγμάτων, ιδεών, μεριμνών από τους μοναχούς διότι διαχέουν το νου και εμποδίζουν την πνευματική εργασία, πρώτος εκείνος την εφάρμοζε με πολλή επιμονή.
Έτσι κάποτε προσπαθούσε με πολλή απλότητα να βρει το πρόβλημα της θερμάστρας πετρελαίου που θορυβούσε με τα πτερύγια εξαερισμού της. Χρόνια έκανε υπομονή στον μικρό θόρυβο και τώρα ενεργούσε χωρίς να προσέχει τις τεχνικές λεπτομέρειες της, αλλά το πού θα τον οδηγήσει η διάνοιά του. «Να, Γέροντα, αυτό είναι το πρόβλημα», είπε ο υποτακτικός και το τακτοποίησε αμέσως. «Βρε παιδί μου, εγώ προσέχω πιο πολύ που θα πει ο λογισμός μου». Με τη μικρή αυτή απλοϊκότητα διέσωζε τον πλούτο της απλότητας της διανοίας του.
Άλλοτε πάλι με κανένα τρόπο δε δεχόταν να μάθει πώς χρησιμοποιείται ο ανελκυστήρας στα πολυόροφα κτίρια.
─Να, Γέροντα, είμαστε στον τρίτο όροφο και το κουμπάκι γράφει τον αριθμό 3. Για να κατέβουμε στο ισόγειο πατάμε τον αριθμό 0. Εντάξει;
─Εντάξει.
─Πατήστε το να κατέβουμε.
─Όχι, πάτησέ το εσύ!
Αν επέμενε κανείς, έλεγε με δυσφορία: «Ωχ, με ζάλισες».
---------------
Αργούσε πολύ να κάνει παρατήρηση. Συχνά για στοιχειώδη πράγματα. Έτσι ο αδερφός που ετοίμαζε το Ιερό για τη Θ. Λειτουργία δεν περιποιόταν σωστά τον δίσκο για τα αντίδωρα. Πέρασαν μήνες. Στο τέλος:
─Παιδί μου, έτσι κι έτσι να κάνεις.
─Γέροντα, γιατί δεν μου το είπατε πρωτύτερα;
─Ε, να… απάντησε με πραότητα στη φωνή.
(Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000)