ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιωάννου 4,4 Ἔδει(1) δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας.
Ιω. 4,4 Επρεπε δε να περάση δια μέσου της Σαμαρείας (μετάφραση Κολιτσάρα Ι.).
(1) Εάν επρόκειτο να ακολουθήσει τον συντομότερο δρόμο προς τη Γαλιλαία, αναγκαστικά έπρεπε να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια. Είναι αλήθεια, ότι οι αυστηρότεροι των Ιουδαίων απέφευγαν τη δίοδο μέσα από τη Σαμάρεια, προτιμώντας το ταξίδι μέσω Περαίας, το οποίο ήταν μακρότερο. Ο Κύριος όμως απαλλαγμένος από το Ιουδαϊκό μίσος κατά των Σαμαρειτών, δεν θεωρεί αναγκαίο να προτιμήσει αυτόν το δρόμο (ο).
Με το «έπρεπε» «δείχνει ο Ευαγγελιστής ότι τα σχετικά με τη Σαμαρείτιδα τα έκανε σαν κάτι συμπτωματικό στο δρόμο του» (Ζ). «Διότι ασφαλώς δεν είχε κάνει για αυτό και μόνο τη μετάβαση στους Σαμαρείτες, για να κηρύξει σε αυτούς το λόγο… αλλά επειδή έπρεπε να περάσει από εκεί, για αυτό τους διδάσκει» (Κ). Παρήγγειλε στους μαθητές του να μην μπουν σε πόλη Σαμαρειτών (Ματθ. ι 5), ούτε να κηρύξουν το ευαγγέλιο ή να ενεργήσουν θαύματα σε αυτήν. Αλλά ούτε και αυτός έρχεται στη Σαμάρεια εξεπίτηδες, για να κηρύξει σε αυτήν. Η εύνοια την οποία δείχνει τώρα στους Σαμαρείτες, εκδηλώθηκε σαν κάποιο επεισόδιο που συνέβη συμπτωματικά. Είναι ένα ψίχουλο από το ψωμί των παιδιών, το οποίο κατά σύμπτωση έπεσε από το τραπέζι των κυρίων.
Ιω. 4,5 ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ(1), πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ(2) τῷ υἱῷ αὐτοῦ·
Ιω. 4,5 Ερχεται, λοιπόν, εις πόλιν της Σαμαρείας, η οποία ελέγετο Συχάρ, πλησίον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στον υιόν του τον Ιωσήφ.
(1) Προκλήθηκε αμφισβήτηση για το όνομα αυτής της πόλης. Διότι η μόνη πόλη, η γνωστή στην τοποθεσία αυτή, ήταν η Συχέμ, που συχνά αναφέρεται στην Π.Δ. Έγινε υπόθεση λοιπόν από άλλους μεν, που καταπολέμησαν τη γνησιότητα του τετάρτου ευαγγελίου, ότι ο συγγραφέας του, ξένος με την Παλαιστίνη, έπεσε σε πλάνη· από άλλους πάλι, ότι η Συχάρ είναι η ίδια η Συχέμ και ότι το όνομα αυτό προήλθε από παραφθορά του ονόματος Συχέμ που έγινε είτε εξεπίτηδες λόγω της κακής έννοιάς του (Συχέμ=ψεύδος ή πόλη αυτών που πίνουν), είτε από την εύκολη μεταβολή ενός και μόνου γράμματος.
Η φυσικότερη εξήγηση είναι, ότι η Συχάρ είναι άλλη πόλη, η οποία ήδη από την εποχή του Ευσεβίου και του Ιερωνύμου διακρίνεται και καθορίζεται από τον Ευσέβιο ότι βρίσκεται πριν τη Νεάπολη, η οποία Νεάπολη είναι η ίδια η Συχέμ, όπως αργότερα αυτή ονομαζόταν. Ομοίως το Ταλμούδ μιλά για κάποια τοποθεσία που ονομαζόταν Σουκάρ, όπως και για πηγή Σουκάρ και πεδιάδα Σουκάρ. Σήμερα επίσης πολύ κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ υπάρχει ένα χωριό που ονομάζεται Ελ-Ασκάρ (g).
(2) Κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές βρήκαν εδώ, ότι η πληροφορία αυτή του ευαγγελιστή βασίζεται σε ψευδή ιουδαϊκή παράδοση, η οποία προήλθε από παρανόηση, στην οποία και οι ίδιοι οι Ο΄ (μετάφραση της Π.Δ.των 70 μεταφραστών) παρασύρθηκαν. Σύμφωνα με το Γεν. μη 22 δηλαδή ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «ἐγὼ δὲ δίδωμί σοι Σίκιμα ἐξαίρετον ὑπὲρ τοὺς ἀδελφούς σου, ἣν ἔλαβον ἐκ χειρὸς Ἀμοῤῥαίων ἐν μαχαίρᾳ μου καὶ τόξῳ.(=Εγώ δε παραχωρώ εις σε και τους απογόνους σου εκλεκτήν κληρονομίαν, ανωτέραν από το μερίδιον των άλλων αδελφών σου, την πόλιν Συχέμ, την οποίαν εγώ ανακατέλαβον από τους Αμορραίους με την μάχαιράν μου και το τόξον (μετ. Κολιτσάρα Ι))». Η λέξη, την οποία οι Ο΄ μεταφράζουν Σίκιμα, είναι αυτή η ίδια, η οποία στο εβραϊκό κείμενο σημαίνει και μερίδα. Ισχυρίζονται λοιπόν κάποιοι νεώτεροι, ότι οι Ο΄ πήραν τη λέξη με έννοια γεωγραφική, ενώ ο Ιακώβ μιλούσε για μερίδιο γης γενικά. Από εδώ σύμφωνα με αυτούς προήλθε η λαϊκή παράδοση, την οποία βρίσκουμε εδώ και σύμφωνα με την οποία ο Ιακώβ έδωσε τα Σίκιμα ή την Συχέμ στον Ιωσήφ.
Αλλά όπως φαίνεται από το παραπάνω χωρίο, ο Ιακώβ μιλά για τμήμα γης, το οποίο με μάχη έλαβε από τους Αμορραίους και υπαινίσσεται προφανώς την φονική επίθεση του Συμεών και Λευΐ κατά της πόλης Συχέμ, που αναφέρεται στο Γεν. λδ 25-27, εφόσον καμία άλλη πολεμική επιχείρηση δεν αναφέρεται κατά τη ζωή του Ιακώβ.
Οπότε κάθε απροκατάληπτος δεν μπορεί παρά να δεχτεί, ότι στο νου του Ιακώβ όταν έλεγε τα λόγια του Γεν. μη 22, υπήρχε και η Συχέμ, και μεταχειρίστηκε ο πατριάρχης εξεπίτηδες λέξη που σήμαινε συγχρόνως και ό,τι η λέξη μερίδα, εκφράζοντας με αυτήν και τα δύο. Και ότι η εκδοχή αυτή είναι ακριβής, φαίνεται και από την έννοια, την οποία οι ίδιοι οι γιοι του Ιακώβ, που άκουσαν τα λόγια αυτά, απέδωσαν σε αυτά. Αντιλήφθηκαν δηλαδή αυτοί, ότι ο πατέρας τους μιλούσε προς αυτούς και για τη Συχέμ. Οπότε λοιπόν, όταν οι απόγονοί τους έφεραν στη γη Χαναάν τα οστά του Ιωσήφ, η πρώτη τους φροντίδα υπήρξε να αποθέσουν αυτά «στο μερίδιο του αγρού τον οποίο απέκτησε ο Ιακώβ από τους Αμορραίους που κατοικούσαν στα Σίκιμα» (Ιησ.Ν. κδ 32). Όσον αφορά στους Ο΄, αυτοί επειδή βρέθηκαν μπροστά σε αληθινό λογοπαίγνιο και μη μπορώντας να μεταφράσουν αυτό επακριβώς στην Ελληνική γλώσσα, διατήρησαν τη λέξη με έννοια γεωγραφική (g).
Ιω. 4,6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ(1). ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς(2) ἐκ τῆς ὁδοιπορίας(3) ἐκαθέζετο οὕτως(4) ἐπὶ τῇ πηγῇ(5)· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη(6).
Ιω. 4,6 Υπήρχε δε εκεί το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήτο από την οδοιπορίαν, εκάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι. Η ώρα δε ήτο εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι.
(1) Υπάρχει ακόμα και ονομάζεται Βιρ-Ζακούμπ. Βρίσκεται γύρω στα 35 λεπτά ανατολικά της Νεάπολης (Ναπλούς, της παλαιάς Συχέμ), ακριβώς στο μέρος, όπου ο δρόμος από νότο προς βορρά ακολουθώντας την κοιλάδα Μοκχνά στρέφεται απότομα προς δυτικά για να εισχωρήσει στη στενή κοιλάδα της Συχέμ. Το πηγάδι σύμφωνα με τον Anderson, ο οποίος το 1866 κατέβηκε σε αυτό, είναι εσωτερικά επενδυμένο με παχύ τοίχο και έχει διάμετρο 9 ποδιών και βάθος 75 πόδια. Τέθηκε το ερώτημα, γιατί ανοίχτηκε από τον Ιακώβ αυτό το πηγάδι, που αποτελεί γιγάντιο έργο αφού στη χώρα εκείνη υπάρχει αφθονία πηγών (γύρω στις 80 μόνο στη Συχέμ και γύρω της).
Η πιθανή και ευλογοφανής απάντηση είναι, ότι το πηγάδι αυτό είναι έργο ανθρώπου ξένου στη γη εκείνη, όπως ήταν ο Ιακώβ, ο οποίος ήθελε να ζει ανεξάρτητα από τους κατοίκους, στους οποίους ανήκαν οι πηγές, και να χτίσει μνημείο κατοχής, που θα μαρτυρούσε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας του στο τμήμα εκείνο της γης (g). «Ονομάζει το πηγάδι πηγή, επειδή πηγάζει από κάτω» (Ζ). Το πηγάδι αυτό μαζεύει νερό στον πυθμένα με στράγγισμα. Για αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμη η εδώ διπλή ονομασία του, δηλαδή της πηγής (σ. 6) και του πηγαδιού (σ. 11,12)(β),
(2) «Σύμφωνα με την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης» (Ζ).
«Επειδή είχε πραγματικό σώμα που συμπληρωνόταν από όσα και όλα τα ανθρώπινα σώματα, αναγκαστικά είναι υποταγμένο και το δικό του σώμα στα κοινά πάθη… και στους κόπους που έρχονται ως επακόλουθο πολύ έντονης κίνησης» (Ω).
Όπως και στο α 14 τονίζεται η πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου. Υπήρξε αληθινός και πραγματικός άνθρωπος, υποκείμενος στις ασθένειες και τα αδιάβλητα (=ακατηγόρητα) πάθη της ανθρώπινης φύσης. Υπήρξε και φτωχός άνθρωπος, διότι αλλιώς θα ταξίδευε πάνω σε άλογο ή σε άμαξες και άρματα. Όταν μεταφερόμαστε άνετα και με τα μέσα της εύκολης και ταχείας συγκοινωνίας, ας θυμόμαστε τους κόπους των πεζοποριών, τους οποίους ο Κύριος υπέμεινε για εμάς. Ακόμα ο Κύριος φαίνεται να ήταν άτομο λεπτής ιδιοσυγκρασίας και οργανικής σύστασης. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από το ότι, όταν έφθασαν στο πηγάδι, οι μαθητές δεν ήταν όσο αυτός κουρασμένοι, αλλά χωρίς δυσκολία εξακολούθησαν το δρόμο τους προς την πόλη, «για να αγοράσουν τροφές».
(3) Είχε κάνει μακρά πορεία πεζός (b).
«Δείχνει σε εμάς ταυτόχρονα ότι ήταν χωρίς υπερηφάνεια και απέριττος, διότι δεν χρησιμοποιούσε μεταφορικό ζώο για οδοιπορία… συγχρόνως όμως δείχνει και το ότι περπατούσε με προθυμία και όχι ράθυμα» (Θφ).
(4) Ή «όχι σε θρόνο, όχι πάνω σε προσκέφαλο, αλλά απλά, όπως ήταν, πάνω στο έδαφος» (Χ). «Ο λόγος δηλαδή διδάσκει την έλλειψη υπερηφάνειας» (Ζ). Έτσι όπως παρείχε η ευκολία του εδάφους· έτσι όπως ήταν χωρίς πομπή, μόνος… ο λαϊκός χαρακτήρας της ζωής του Ιησού είναι άξιος κάθε θαυμασμού (b).
Ή, αναφέρεται στο «κουρασμένος από την οδοιπορία». «Κάθισε εξαιτίας του κόπου, λόγω του καύσωνα» (Χ). Κουρασμένος, καθώς ήταν, κάθισε.
Ή το οὕτως απλούστατα φανερώνει το: κατά συνέπειαν, το «για αυτό», όπως σήμερα λέμε. Παραδείγματα αυτής της χρήσης συναντιούνται και στους Σοφοκλή, Ξενοφώντα και Πλάτωνα (δ). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιθανότερη.
(5) Ή, πάνω στο πηγάδι, στον τοίχο που περιβάλλει το στόμιό του· ή, δίπλα στο πηγάδι, κοντά στο πηγάδι.
(6) «Επομένως και λόγω της θερμότητας της ώρας χρειαζόταν ανάπαυση και δροσιά» (Θφ). «Ήταν ακριβώς μεσημέρι, την ώρα δηλαδή που ο ήλιος αγγίζει πιο έντονα τα σώματα των ανθρώπων» (Ζ). «Έκτη (12η) όχι ακριβώς, αλλά περίπου έκτη ώρα, λέει» (Κ).
Ιω. 4,7 ἔρχεται(1) γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας(2) ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν(3).
Ιω. 4,7 Την ώραν εκείνην έρχεται μία γυναίκα από την Σαμάρειαν, να βγάλη νερό. Της είπε ο Ιησούς• “δος μου να πιώ”.
(1) Πώς η γυναίκα αυτή σε τέτοια ώρα ήλθε τόσο μακριά, για να αντλήσει νερό, ενώ θα μπορούσε να βρει τέτοιο και μέσα στο χωριό, είναι άγνωστο. Ίσως εργαζόταν στους αγρούς και προκειμένου να επιστρέψει στο σπίτι της κατά την ώρα εκείνη του φαγητού (δες σ. 15) ήλθε στο πηγάδι (g).
(2) Το «από τη Σαμάρεια» πρέπει να το συνδέσουμε με το «γυναίκα» και όχι με το «έρχεται», διότι κατά τη δεύτερη περίπτωση θα έπρεπε να σημαίνει όνομα πόλης, η οποία βρισκόταν γύρω στις δύο ώρες μακριά (g). Όχι από την πόλη Σαμάρεια, αλλά από τη χώρα της Σαμάρειας. Δηλαδή ήταν αυτή ιθαγενής και όχι ξένη ή διαβάτης (κ). Σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ήταν αυτή η αγία Φωτεινή που γιορτάζει στις 26 Φεβρουαρίου (β). Η ιστορία της γυναίκας αυτής είναι η ιστορία μίας αμαρτωλής που βρισκόταν σε άγνοια, την οποία ο Χριστός παίρνοντας σε τόσο άθλια κατάσταση, την απέδειξε μεγαλόκαρδη και αφοσιωμένη ιεραπόστολο.
(3) Η αίτηση αυτή δεν σημαίνει ότι ο Κύριος «υποκρίνεται ότι διψά» (Κ) και «δεν ζητούσε νερό διότι διψούσε» (Ζ).
«Είναι λόγος του Κυρίου που φροντίζει τη σωματική ανάγκη. Παρόλο που αυτός που ζητά, δεν ήταν σάρκα άψυχη, αλλά θεότητα που χρησιμοποιούσε σάρκα έμψυχη» (Β). Μετά τόσο μακρά οδοιπορία επόμενο ήταν ο κουρασμένος από αυτήν Κύριος να διψά. Αλλά το ότι πραγματικά διψούσε και ζητούσε να χορτάσει τη δίψα του, δεν αποκλείει, ότι ζήτησε νερό «συγκαταβαίνοντας, ώστε με μια καλή αφορμή να πιάσει συζήτηση με τη γυναίκα» (Ζ) και «απευθύνοντάς της αμέσως τον λόγο της διδασκαλίας, από τα πράγματα που είχε μπροστά του άρχισε να κάνει τη συνομιλία» (Κ).
Δες πώς η θεία Πρόνοια πραγματοποιεί ένδοξους σκοπούς με γεγονότα, τα οποία φαίνονται τελείως τυχαία. Η συνάντηση της γυναίκας αυτής στο πηγάδι, μάς υπενθυμίζει τις ιστορίες της Ρεβέκκας, της Ραχήλ και των θυγατέρων του Ιοθόρ, οι οποίες όλες πήραν συζύγους, καλούς συζύγους, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Μωϋσής, με συναντήσεις κοντά σε πηγάδι. Πώς η χάρη, που προετοιμάζει τη σωτηρία του ανθρώπου οδηγεί τους καλεσμένους απροσδόκητα στα μέσα της σωτηρίας. Βρέθηκα σε αυτούς που δεν με ζητούσαν, λέει ο Κύριος. Άρχισε ο Κύριος με κάποιο κοινό και συνηθισμένο αίτημα και οδήγησε σιγά σιγά τη γυναίκα σε ανώτερη σφαίρα συζήτησης. Θεία μέθοδος και τέχνη, την οποία ο καθένας από τους ακόλουθους του Κυρίου πρέπει να μάθει από τα χείλη του Διδασκάλου να χρησιμοποιεί και αυτός. Ο Κύριος βάζει τον εαυτό του στη θέση αυτού που ζητά. Ήθελε να ανοίξει δίοδο προς την καρδιά της γυναίκας, για να την ελεήσει. Και για αυτό γνώριζε, ότι όσο χαμηλότερα αυτός συγκατέβαινε, τόσο βεβαιότερη ήταν η προσέγγισή του προς την ψυχή της.
Ιω. 4,8 οἱ γὰρ(1) μαθηταὶ(2) αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν(3) ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(4).
Ιω. 4,8 Διότι οι μαθηταί του, που θα εφρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν υπάγει εις την πόλιν, δια να αγοράσουν τροφάς.
(1) Οι ομάδες που πεζοπορούσαν κουβαλούσαν μαζί τους αγγείο, ώστε στο δρόμο να αντλούν νερό. Φαίνεται λοιπόν, ότι τέτοιο κουβαλούσαν μαζί τους και οι μαθητές, το οποίο το πήραν τώρα μαζί τους κατά την είσοδό τους στην πόλη. Το «γαρ» λοιπόν παρέχει τον λόγο, για τον οποίο ο Κύριος βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει νερό από τη Σαμαρείτιδα. Ο λόγος όμως, που ως αιτιολογία παρουσιάζεται εδώ, αποδεικνύει και ότι πράγματι ο Ιησούς διψούσε και ότι αν ήταν εκεί οι μαθητές, θα ζητούσε το νερό από αυτούς (g).
(2) Αυτό δεν αποκλείει να έμεινε και κάποιος μαζί με τον Ιησού, ίσως ο Ιωάννης, ο οποίος και περιγράφει σε εμάς τον διάλογο. Μάλλον φαίνεται πιθανόν, ότι σε τέτοιο άγνωστο και δυσμενές περιβάλλον θα παρέμεινε και κάποιος να συντροφεύσει τον διδάσκαλο (g).
(3) Δηλαδή την Συχέμ.
(4) Αυτό υποδηλώνει, ότι ο φραγμός, που διαχώριζε τους Ιουδαίους από τους Σαμαρείτες, δεν ήταν ανυπέρβλητος. Οι ραββίνοι έλεγαν ότι «αυτός που τρώει το ψωμί Σαμαρείτου είναι όμοιος με αυτόν που τρώει το χοιρινό κρέας». Όμως η απαγόρευση αυτή δεν ήταν απόλυτη. Διότι δεν εκτεινόταν στα λαχανικά και τους καρπούς, ούτε στα άβραστα αυγά. Από την άλλη επίσης, διενεργούνταν συνεχές εμπόριο διαμέσου της Σαμαρείας από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ και το αντίθετο (β,g). Παίρνουμε εδώ μάθημα δικαιοσύνης και τιμιότητας. Το φαγητό, το οποίο θα έτρωγε ο Κύριος, αγοράστηκε και πληρώθηκε, όπως έπραττε αυτό και ο Παύλος (Β΄Θεσ. γ 8).
Ιω. 4,9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ(1) Ἰουδαῖος ὢν(2) παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ(3) συγχρῶνται(4) Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ιω. 4,9 Λεγει τότε εις αυτόν η Σαμαρείτις• “πως συ, που είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιής από εμέ, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα;” Είπε δε αυτό, διότι οι Ιουδαίοι εμισούσαν και απεστρέφοντο τους Σαμαρείτας και δεν ήθελαν να έχουν καμμίαν επικοινωνίαν και σχέσιν με αυτούς.
(1) Η ολοφάνερη απλότητα της Σαμαρείτιδας λάμπει αμέσως από τα πρώτα της λόγια (b). Ήταν φυσικό να εκφράσει την έκπληξή της η γυναίκα. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, κρύβεται κάποια ειρωνεία στα λόγια αυτά και κατά κάποιο τρόπο κάποιο συναίσθημα χαιρεκακίας και θριάμβου, διότι ένας Ιουδαίος βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει κάποια χάρη από μία γυναίκα που ανήκε σε λαό τόσο περιφρονούμενο από τους Ιουδαίους (β,Alford).
(2) «Αλλά από πού κατάλαβε, ότι είναι Ιουδαίος; Από την ενδυμασία ή από την ομιλία» (Ζ)· «και από τα ρούχα ίσως και από τις υπόλοιπες κινήσεις του σώματος» (Θφ). Σύμφωνα με τον Stier οι Ιουδαίοι πρόφεραν παχιά το σ (sch), ενώ οι Σαμαρείτες συριστικά (g).
(3) Ολόκληρη η φράση είναι παρένθεση του Ευαγγελιστή που εκφράζει την αιτία για την οποία φαινόταν αυτό παράδοξο στη Σαμαρείτιδα (b). Η παρατήρηση αυτή του ευαγγελιστή ήταν απαραίτητη για τους εθνικούς αναγνώστες του, τους Χριστιανούς από τα έθνη, οι οποίοι μπορούσαν να αγνοούν την καταγωγή του Σαμαρειτικού λαού, για την οποία δες Δ΄ Βασ. ιζ 24 και εξής.
«Από πού πήραν λοιπόν το όνομα; Το βουνό λεγόταν Σομόρ από το όνομα του ιδιοκτήτη του, όπως λέει και ο Ησαΐας· Και η κεφαλή των Σομόρων είναι Εφραΐμ (Ησ. ζ 9). Αλλά οι κάτοικοι δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά Ισραηλίτες» (Χ). «Αφού ήλθαν όμως σε σύγκρουση με το Θεό, παραδόθηκαν στους Ασσύριους σε διάφορους καιρούς. Στο τέλος ο Ασσύριος εκστράτευσε εναντίον τους επειδή σχεδίασαν αποστασία, τους κυρίευσε και δεν τους άφησε να μένουν στη χώρα» (Θφ), «αλλά αυτούς μεν μετέφερε στη Βαβυλώνα και στη Μηδεία και αφού πήρε από εκεί έθνη από διάφορα μέρη, τους έβαλε να κατοικήσουν στη Σαμάρεια» (Χ). Οι Σαμαρείτες δηλαδή ήταν μεγάλος λαός που προήλθε από 5 έθνη που μετανάστευσαν από την Ανατολή από το βασιλιά των Ασσυρίων και εγκαταστάθηκαν στη Σαμάρεια σε αντικατάσταση των αιχμαλωτισμένων κατοίκων της.
Ο λαός αυτός συνδύασε με τη λατρεία των εθνικών του θεών και τη λατρεία του Ιεχωβά και μετά την επιστροφή των Ισραηλιτών από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, πρόσφεραν σε αυτούς τις υπηρεσίες τους για ανοικοδόμηση του ναού, αλλά απωθήθηκαν. Για αυτό, έχτισαν και αυτοί ναό στο όρος Γαριζείν, παίρνοντας ως πρώτο τους ιερέα κάποιον Ιουδαίο ιερέα με το όνομα Μανασσής, ο οποίος είχε παντρευτεί κάποια Περσίδα. Οι Σαμαρείτες μισούνταν από τους Ιουδαίους περισσότερο από ότι οι εθνικοί και είναι χαρακτηριστικό του μίσους αυτού, το ότι οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν ως προσήλυτους Σαμαρείτες (g).
«Οι Ιουδαίοι λοιπόν όταν γύρισαν από την αιχμαλωσία, πάντοτε τους ζήλευαν, επειδή ήταν Ασσύριοι στην καταγωγή και μαζί με όλους τους εθνικούς, μισούσαν και αυτούς» (Θφ). «Διότι δεν χρησιμοποιούσαν όλες τις Γραφές, αλλά δέχονταν μόνο τα βιβλία του Μωϋσή, ενώ στους προφήτες δεν έδιναν πολλή σημασία. Πάσχιζαν όμως οι Σαμαρείτες να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν γενάρχη τους» (Χ).
(4) «Δηλαδή δεν έχουν σχέσεις» (Ζ).
«Εσύ όμως παρατήρησε, σε παρακαλώ, πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· Διότι δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν συγχρωτίζονται με τους Ιουδαίους, αλλά οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες» (Χ).
Με αυτό αποκλείεται όχι κάθε συνομιλία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, αλλά η οικειότητα (b). Οι Ιουδαίοι διεξήγαγαν εμπόριο με τους Σαμαρείτες. Αλλά η σε αυτό συνομιλία τους με εκείνους, που γινόταν από ανάγκη, περιοριζόταν στο ελάχιστο (ο). Ολόκληρη η παρένθεση αποσιωπάται από τον σιναϊτικό και τον κώδικα Βέζα.
Ιω. 4,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ(1), καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι(2), δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας(3) αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν(4) σοι ὕδωρ ζῶν(5).
Ιω. 4,10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε• “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ.
(1) Το «Θεού» είναι γενική υποκειμενική που φανερώνει τη δωρεά, την οποία ο Θεός και Πατέρας δίνει στους ανθρώπους (δ). «Δηλαδή αν ήξερες, τι δίνει ως δώρα ο Θεός» (Θφ). Η δωρεά είναι το τρεχούμενο νερό (b). Δωρεά, όχι χρέος και οφειλή, της οποίας την εξόφληση θα δικαιούμασταν να ζητήσουμε από το Θεό. Δωρεά και όχι δάνειο, του οποίου ο Θεός θα ζητήσει από εμάς την επιστροφή. Μολονότι όμως ο Χριστός με τις δωρεές του Πνεύματος προβάλλεται ολοφάνερος μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, πόσα πλήθη από αυτούς τον αγνοούν! Δεν γνωρίζουν, ποιος είναι εκείνος, ο οποίος μέσω του ευαγγελίου του λέει προς αυτούς: Δώσε μου να πιω. Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Κύριος τους καλεί.
(2) Με μετριοφροσύνη μιλά σε τρίτο πρόσωπο (b). «Έλεγε αυτό για τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά τον εαυτό του σε αυτήν» (Ζ).
(3) Αντίθεση με έμφαση με το «αἰτεῖς» του σ. 9 (b). Όχι εκείνος πρώτος… αλλά εσύ πρώτη θα τον προλάβαινες και θα ζητούσες από αυτόν και θα σου έδινε… νερό τρεχούμενο (δ). Όσοι γνωρίζουν το Χριστό, ζητούν από αυτόν και καταφεύγουν με την προσευχή προς αυτόν. Εάν δεν ζητάς από το Χριστό, σημαίνει, ότι δεν γνώρισες το Χριστό και δεν αισθάνθηκες την αξία των δωρεών του.
(4) «Διατυπώνει το λόγο του απαλλαγμένο από καύχηση, λέγοντας ότι ο ίδιος είναι Θεός… Διότι πείθοντάς την να θαυμάσει τη δωρεά του Θεού, παρουσιάζει τον εαυτό του χορηγό αυτής… Σε ποιόν θα μπορούσε να ταιριάζει το να χαρίζει τα του Θεού; Όχι σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός;» (Κ).
Πράγματι. Για να εκτιμήσει κάποιος δεόντως το βάθος των λόγων αυτών, πρέπει να έχει υπ’ όψη, ότι στην Π.Δ. ο ίδιος ο Ιεχωβά ονομάζεται πηγή ζωής (Ψαλμ. λε 8-9) και πηγή νερού ζωής (Ιερεμ. β 13,ιζ 13), ενώ σύμφωνα με την Αποκάλυψη ο ποταμός του νερού της ζωής πηγάζει από το θρόνο του Θεού και του αρνίου (β).
(5) Στην κυριολεξία λέγεται για το νερό που ρέει και είναι από πηγή, όχι αυτό που είναι ακίνητο σε δεξαμενή ή σε πηγάδι (δες Γεν. κστ 19,Λευϊτ. ιδ 5)(β). Λέγεται λοιπόν εδώ σε αντίθεση με το νερό του πηγαδιού που δεν ρέει (μ).
«Νερό όχι στάσιμο, όπως τα σαπισμένα και χαλασμένα στους λάκκους και τα πηγάδια, αλλά ζωντανό, δηλαδή που αναβλύζει, που ξεπηδά, που κινείται» (Θφ). Νερό ζωντανό είναι ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, η αιώνια ζωή, η σωτηρία ως πλήρης ικανοποίηση όλων των πόθων και των αναγκών της καρδιάς (g).
Ή, «το νερό της διδασκαλίας του· νερό μεν, διότι σαν νερό καθαρίζει τη βρωμιά της αμαρτίας και σβήνει τη φλόγα των παθών και θεραπεύει την ξηρότητα και ακαρπία της απιστίας· τρεχούμενο δε, διότι είναι ανεξάντλητο και αεικίνητο» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, σύμφωνα με το Ιω. ζ 38-39 «νερό ζωντανό ονομάζει την ζωοποιό χορηγία του Πνεύματος, με την οποία και μόνο η ανθρωπότητα… ήδη ξερή και άγονη από κάθε αρετή… πίνοντας την ζωοποιό χάρη, κοσμείται από παντού με διάφορες μορφές αγαθών» (Κ).
Ονομάζεται λοιπόν νερό τρεχούμενο. «Διότι η χάρη του Πνεύματος κάνει την ψυχή αεικίνητη προς το αγαθό, γεννώντας πάντοτε σε αυτήν αναβάσεις (πνευματικές)» (Θφ).
«Η χάρη του Πνεύματος άλλοτε ονομάζεται φωτιά, άλλοτε νερό· διότι τα ονόματα αυτά παρουσιάζουν όχι την ουσία, αλλά την ενέργεια… οπότε με το νερό φανερώνει τον καθαρισμό που το Πνεύμα παρέχει, και την πολλή παρηγοριά του νου που το υποδέχεται» (αμ). Οι χάρες του Πνεύματος και οι παρηγοριές του ικανοποιούν κάθε ψυχή, η οποία γνωρίζει τη δική της φύση και τις ανάγκες της.
Ιω. 4,11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή(1)· Κύριε(2), οὔτε ἄντλημα(3) ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν(4);
Ιω. 4,11 Λεγει εις αυτόν η γυναίκα• “Κυριε, ούτε δοχείον έχεις, δια να βγάλης νερό, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από που λοιπόν έχεις, και μάλιστα την ώρα αυτήν, το δροσερό νερό;
(1) «Πρόσεξε με πόση επιείκεια απαντά… Μπορούσε να απαντήσει με αυθάδεια… ότι αν είχες το τρεχούμενο νερό, δεν θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα το έδινες πρώτα στον εαυτό σου… Όμως τίποτα από αυτά δεν είπε, αλλά απαντά με πολλή επιείκεια» (Χ).
(2) «Δεν τον αποκαλεί εδώ απλώς Κύριο, αλλά του αποδίδει πολλή τιμή» (Χ). Πριν δεν τον ονόμασε Κύριο· τώρα τον ονομάζει έτσι (b). Αυτά που ειπώθηκαν από τον Κύριο και ο τρόπος, με τον οποίο ο Κύριος μιλούσε, της επέβαλαν το σεβασμό (ο).
(3) «Εννοεί το αγγείο» (Ζ).
(4) «Άλλο έλεγε σε αυτήν και άλλο υποπτεύθηκε εκείνη» (Χ).
Αυτή «νερό ζωντανό βεβαίως, ως προς το δικό του σκοπό, ονομάζει αυτό που αντλήθηκε πρόσφατα από τους πηγαίους μαστούς» (Κ), το «νερό που αναβλύζει και ξεπετάγεται» (Ζ). Η Σαμαρείτιδα μη μπορώντας να αντιληφθεί, ότι ο Κύριος μιλούσε πνευματικά και βλέποντας από την άλλη, ότι ήταν αδύνατον ο Κύριος να αντλήσει νερό από το βαθύ πηγάδι, ρωτά, εάν θα ήταν δυνατόν εκεί, όπου ο Ιακώβ άνοιξε πηγάδι βαθύ για ανεύρεση νερού, αυτός που συνομιλούσε μαζί της να πετύχει, ώστε να αναβλύσει νερό πηγαίο (g).
Η έννοια της όλης φράσης: Το νερό για το οποίο μιλάς δεν μπορεί να είναι αυτού του πηγαδιού, διότι από αυτό δεν έχεις τα μέσα να αντλήσεις. Από πού λοιπόν έχεις αυτό το νερό το οποίο είπες; (δ). Οι πηγές του ζωντανού αυτού νερού, το οποίο ο Χριστός έχει για εκείνους, οι οποίοι έρχονται σε αυτόν, είναι μυστικές. Η πηγή της ζωής «είναι κρυμμένη» μαζί με το Χριστό. Ο Χριστός έχει αφθονία ανεξάντλητη για εμάς, παρόλο που πολλοί από εμάς δεν βλέπουν, από πού έχουν αυτόν.
Ιω. 4,12 μὴ σὺ μείζων εἶ(1) τοῦ πατρὸς ἡμῶν(2) Ἰακώβ(3), ὃς ἔδωκεν ἡμῖν(4) τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε(5) καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ(6);
Ιω. 4,12 Μηπως συ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωκε το πηγάδι εις ημάς, και από το νερό του οποίου έπιε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα ζώα που έβοσκε;”
(1) Δες και η 53. «Ο Ιακώβ έδωσε σε εμάς αυτήν την πηγή… και αυτός και οι γιοι του έπιναν από αυτήν. Και δεν θα έπιναν, εάν βεβαίως είχε άλλη καλύτερη» (Χ). «Επομένως λοιπόν, εάν εσύ θα μπορούσες να δώσεις καλύτερο νερό, είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ» (Ζ). Μήπως είσαι ανώτερος κατά την αξία και τη δύναμη, ώστε να μπορείς να κάνεις μεγαλύτερα και καλύτερα από εκείνον; (b).
(2) «Βλέπεις με ποιο τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή καταγωγή;» (Χ). Ονομάζει έτσι τον Ιακώβ, διότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιώσηπου (Αρχ. θ 14,3) οι Σαμαρείτες αξίωναν ότι κατάγονταν από τον Εφραίμ και τον Μανασσή (g). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Θεωρούσαν πατέρα τους τον Ιακώβ διότι και αυτός είχε την καταγωγή από τους Χαλδαίους» (Ζ), αφού οι Σαμαρείτες ήταν «αλλογενείς, άποικοι Βαβυλωνίων» (Κ).
(3) Ο οποίος υπήρξε πολύ επιδέξιος όσον αφορά στην ποιμενική ζωή και την προμήθεια νερού (b).
(4) Στο πρόσωπο του Ιωσήφ (b). Σε εμάς, οι οποίοι είμαστε άμεσοι απόγονοί του και νόμιμοι κληρονόμοι του (ο).
(5) Η γυναίκα θέλει να πει, ότι ο ίδιος ο πατριάρχης υπήρξε ευχαριστημένος από το νερό αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο (b).
«Αυτό είναι έπαινος της γλυκύτητας του νερού. Διότι τόσο πολύ, λέει, του άρεσε η πηγή του πατριάρχη, ώστε και αυτός…» (Θφ). Το ότι ήταν έργο και απόκτημα του Ιακώβ δεν είναι απόδειξη της καλής του ποιότητας, διότι μπορούσε από τη στιγμή που το κατασκεύασε, αν έβλεπε την κακή του ποιότητα, να μην το χρησιμοποιήσει (δ).
(6) Κυρίως τα ζώα, τα οποία ο Ιακώβ έτρεφε· τα πρόβατα, οι κατσίκες και τα ερίφια μαζί με τα αρνιά. Εννοείται, ότι και οι δούλοι και οι δούλες, οι οποίες έτρεφαν τα ζώα, έπιναν επίσης από αυτό (b). «Το ότι έπιναν και τα ζώα του είναι ενδεικτικό της αφθονίας του νερού» (Θφ).
Ιω. 4,13 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ(1)· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου(2) διψήσει πάλιν·
Ιω. 4,13 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε• “καθένας, που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάση πάλιν.
(1) «Δεν είπε· Ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ» (Χ), αλλά «πολύ έξυπνα πάλι ο Σωτήρας αρνείται την καύχηση στα λόγια, αφού δεν είπε με σαφήνεια ότι είναι ανώτερος» (Κ). «Και αυτό μεν το φυλάει στη σιωπή, αλλά με άλλα λόγια που μπορούν να πετύχουν εξίσου αυτό, παραπέμπει τη γυναίκα από αυτά που θα ειπωθούν να συλλογιστεί την υπερβολή της υπεροχής» (Ω).
(2) «Κάνει τη σύγκριση όχι από κατηγορία, αλλά από υπεροχή· διότι δεν λέει ότι το νερό αυτό δεν είναι τίποτα, ούτε ότι είναι ασήμαντο και ευκαταφρόνητο» (Χ), αλλά «παρουσιάζει ότι είναι ασύγκριτη η διαφορά των νοητών νερών σε σχέση με τα αισθητά και πιο γήινα» (Κ). Δεν υποτιμά ο Κύριος το νερό του πηγαδιού, ούτε την από τον Ιακώβ παρασχεθείσα στους απογόνους του υπηρεσία με το άνοιγμα αυτού, αλλά απλώς τονίζει την ασύγκριτη διαφορά μεταξύ του υλικού αυτού νερού και του πνευματικού (ο).
Σύμφωνα με τον Stier τα λόγια αυτά του Κυρίου: Καθένας που πίνει από το νερό αυτό θα διψάσει πάλι, αποτελούν «ωραία επιγραφή, για να τοποθετηθεί στις πηγές».
«Άκουσε νερό ζωντανό η γυναίκα προηγουμένως, αλλά δεν κατάλαβε. Επειδή δηλαδή λέγεται νερό ζωντανό και αυτό που δεν στερεύει και αναβλύζει συνεχώς… οπότε αυτό νόμισε η γυναίκα ότι εννοεί. Για αυτό λοιπόν, κάνοντας σαφέστερο σε αυτήν αυτό που έλεγε, πρόσθεσε λέγοντας…» (Χ).
Ιω. 4,14 ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ(1) δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ(2) εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος(3) ἁλλομένου(4) εἰς ζωὴν αἰώνιον(5).
Ιω. 4,14 Εκείνος όμως που θα πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”.
(1) Σε αντίθεση με τον Ιακώβ.
«Δεν είπε, Ναι, είμαι ανώτερος του Ιακώβ… αλλά από αυτά που είπε, αυτό απέδειξε. Διότι η διαφορά των νερών, διακηρύττει τη διαφορά αυτών που τα παρέχουν» (Ζ).
«Σχεδόν λέει το εξής· Αν ανεβάζεις τον Ιακώβ σε μεγαλύτερη τιμή… επειδή έδωσε σε εσάς νερό από το οποίο αυτός που πίνει, πάλι επιστρέφει στην ίδια δίψα, ποιός θα πρέπει να σκεφτείς ότι είναι αυτός, που μπορεί να δώσει νερό… το οποίο μπορεί να γίνει για αυτόν που πίνει πηγή ανεξάντλητου νερού και ο οποίος παρέχει νερά σωτηρίας;» (Ω).
Η δωρεά του Χριστού παρουσιάζεται ανεκτίμητη όταν συγκριθεί με τα πράγματα του κόσμου, διότι τότε διαπιστώνεται ότι ξεπερνά κάθε σύγκριση.
(2) Στο συμβολικό λόγο διψασμένοι λέγονται αυτοί που αισθάνονται πάρα πολύ την στέρηση και έλλειψη εκείνων με τα οποία η ψυχή συνέρχεται, ενισχύεται και στηρίζεται και οι οποίοι επιθυμούν αυτά άπληστα. Δες στ 35,ζ 37 (G). Η γλώσσα του Ιγνατίου στην επιστολή του προς Ρωμαίους (ζ 2,3) έχει πολλή συγγένεια με τα λόγια αυτά του Κυρίου (χ). Να τα λόγια αυτά του Ιγνατίου:
«Ο δικός μου έρωτας σταυρώθηκε και δεν υπάρχει μέσα μου φωτιά αγάπης για την ύλη· αλλά υπάρχει νερό ζωντανό, που αναπηδάει μέσα μου και μου λέει· Έλα προς τον Πατέρα. Δεν ευχαριστιέμαι με τροφή φθοράς, ούτε με τις ηδονές αυτής της ζωής. Άρτο Θεού θέλω, δηλαδή τη σάρκα του Ιησού Χριστού».
(3) «Εκείνο το νερό από τη φύση του εξαντλείται, ενώ αυτό πηγάζει παντοτινά» (Ζ). Στο σ. 10 προβάλλεται ο Θεός ως πηγή νερού. Στους Εβραίους όμως υπήρχε και η διδασκαλία, ότι ο άνθρωπος που εξομοιώνεται με τη θεία σοφία γίνεται και αυτός πηγή, από την οποία ξεπηδούν ρεύματα ζωντανού νερού. Έτσι στον Ησαΐα συναντιέται η υπόσχεση, ότι «… η ψυχή σου… θα είναι… σαν πηγή στην οποία δεν τελείωσε το νερό» (Ησ. νη 11). Παράλληλο χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και το Σοφίας Σειράχ κδ 21-31 (β).
Ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν συνυπονοεί, ότι η ψυχή, η οποία δροσίστηκε από το θαυμάσιο αυτό νερό, έγινε ανεξάρτητη από τη συνεχή βοήθεια και επίσκεψη του Θεού. Η ιδέα που εκφράζεται είναι ότι η λήψη αυτού του νερού εξασφαλίζει στην ψυχή με τη χάρη του Θεού αιώνια ευλογία και ικανοποίηση των ευγενών πόθων της, απαλλάσσοντας αυτήν από τη δίψα και τον πνευματικό θάνατο (ο).
«Όπως ακριβώς δηλαδή αυτόν που έχει μία πηγή στο εσωτερικό του, δεν θα τον κυριεύσει ποτέ δίψα, έτσι ούτε και αυτόν που έχει αυτό το νερό» (Χ). «Με την πηγή φανέρωσε το ανεξάντλητο και ατελείωτο αυτού του νερού» (Ζ). Ο Χριστός ικανοποιεί την ψυχή όχι διώχνοντας τη δίψα της, η οποία ωθεί αυτήν στην τελειοποίησή της, αλλά παρέχοντας σε αυτήν με τη δωρεά του Πνεύματός του εσωτερική ανεξάντλητη πηγή, που ικανοποιεί συνεχώς και αυτόματα αυτήν τη δίψα (μ).
(4) «Θα αναβλύζει» (Ζ). Σημαίνεται η πλούσια καρποφορία των πιστών. Το ρήμα «άλλομαι» όταν λέγεται για το νερό, είναι θελκτική έκφραση (b)· «θα γίνει πηγή… όπου τα νερά πηδούν ψηλά και η διάνοια αναβλύζει και ταχύτατα πετά ακολουθώντας το ευκίνητο αυτό νερό που προκαλεί την ανάβλυση και το πήδημα στο ανώτερο, στην αιώνια ζωή» (Ω). Μία συνηθισμένη πηγή μπορεί να πηδά σε ύψος, αλλά η δύναμη της βαρύτητας έλκει αυτήν πάλι προς τη γη. Η πνευματική αυτή πηγή πηδά προχωρώντας ολοένα μπροστά, έως ότου οδηγήσει στην αιώνια ζωή. Οι σκέψεις των κοσμικών ανθρώπων πηγαίνουν πάντοτε προς τα κάτω αφού διευθύνονται από κάποιον ηθικό νόμο βαρύτητας. Ο Χριστός δίνει την εσωτερική δύναμη, με την οποία ο νόμος αυτός της βαρύτητας ξεπερνιέται (μ).
Όπου βρίσκεται ο Χριστός, καθισμένος στον ουρανό στα δεξιά του Πατέρα του, εκεί ωθεί και αυτό το νερό, που χύνεται από αυτόν σαν από πηγή, αυτόν που ποτίζεται από αυτό. Πουθενά αλλού στη Γραφή το ρήμα αυτό δεν χρησιμοποιείται για το νερό. Στους Ο΄ όμως χρησιμοποιείται για τη δραστική και δυναμική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος (Κριτ. ιδ 6,19, Α΄Βασ. ι 10,ιστ 13). Ίσως εδώ να γίνεται χρήση αυτού αναφορικά και με την ενέργεια του πνευματικού νερού, της θείας χάρης, η οποία είναι πολλές φορές ορμητική όπως τα ορμητικά νερά.
(5) Η πρόθεση ε ἰ ς εδώ δηλώνει μάλλον το σκοπό. «Για να παρέχει ζωή αιώνια» (Ζ). «Έχει τη δύναμη να τον τρέφει για ζωή αιώνια» (Κ). Όπως το ρεύμα του νερού δεν σταματά έως ότου καταλήξει στον ωκεανό, έτσι και το πνευματικό νερό της χάρης ως ουράνιο ρεύμα πηδά τείνοντας να επανέλθει στο ύψος, από όπου έχει την πηγή, παρέχοντας την πλήρη ικανοποίηση των εσωτερικών επιθυμιών της ψυχής με την παρουσία και την αγάπη του Θεού (ο). «Αναβλύζει για ζωή αιώνια και υψώνει και ανεβάζει προς την ζωή, αυτόν που το έχει, σαν πηγή μέσα του» (Ω).
Ιω. 4,15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε(1), δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ(2), ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι(3) ἐνθάδε ἀντλεῖν(4).
Ιω. 4,15 Λεγει προς αυτόν η γυναίκα• “Κυριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μη έρχωμαι εδώ, να βγάζω νερό”.
(1) Η γυναίκα με σεβασμό και σοβαρότητα πολλή μιλά προς τον Κύριο, και κανένα ίχνος ειρωνείας δεν κρύβεται στα λόγια της. «Ήδη για δεύτερη φορά αποκαλεί Κύριο η Σαμαρείτιδα τον Σωτήρα» (Ω). Μόνο εξακολουθεί να παρανοεί τη φύση του νερού, για το οποίο της μιλά ο Κύριος, για αυτό και το αίτημά της παρουσιάζεται αρκετά αφελές και αστείο.
«Άκουσε νερό ζωντανό η γυναίκα, αλλά δεν κατάλαβε. Επειδή δηλαδή νερό ζωντανό λέγεται και το ανεξάντλητο και που αναβλύζει συνεχώς, χωρίς να διακόπτεται η ανάβλυση, αυτό νόμισε η γυναίκα… Πίστεψε όμως αμέσως και φάνηκε πολύ συνετότερη από τον Νικόδημο» και «εδώ επειδή είδε ακριβέστερα μεν, χωρίς όμως να κατανοήσει το παν… προτίμησε αυτόν από τον Ιακώβ. Διότι δεν χρειάζομαι, λέει, αυτήν την πηγή, εάν πάρω από εσένα εκείνο το νερό. Βλέπεις πώς τον προτιμά από τον πατριάρχη;» (Χ) και «πώς αρχίζει να περιφρονεί τώρα και την πηγή του Ιακώβ;» (Θφ).
(2) Η γυναίκα ζητά τώρα το νερό, όπως οι Ιουδαίοι ζητούσαν ψωμί στο στ 34… και λέει «δώσε μου» σε εκείνον ο οποίος πριν απηύθυνε τον ίδιο λόγο προς αυτήν (b).
(3) Ο σιναϊτικός και ο βατικανός γράφουν διέρχωμαι, διέρχομαι.
(4) Εξακολουθώντας να νομίζει, ότι πρόκειται για υλικό νερό, επιθυμεί να έχει την πηγή αυτήν του νερού στο σπίτι της (b). Εδώ τερματίζεται το πρώτο μέρος του διαλόγου (g). Η Σαμαρείτιδα έχει ήδη ζητήσει το νερό το ζωντανό αν και ελάχιστα ή καθόλου δεν έχει κατανοήσει τη φύση του. Ο Κύριος τώρα ζητά να προετοιμάσει αυτήν για κατανόηση και λήψη αυτής της δωρεάς (ο).
Ιω. 4,16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου(1) καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.
Ιω. 4,16 Τοτε είπε προς αυτήν ο Ιησούς• “πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζή με αυτόν”.
(1) «Και ποια συμφωνία, θα πει κάποιος, υπάρχει με το να πει «Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου;». Ο λόγος ήταν για δωρεά και χάρη… Με επιμονή παρακαλούσε η γυναίκα ζητώντας να πάρει και λέει· φώναξε τον άνδρα σου, σαν να έδειχνε ότι πρέπει και εκείνος να συμμετέχει σε αυτά» (Χ).
Η απάντηση του Κυρίου, αν και φαίνεται απότομη και άσχετη με τα προηγούμενα, αν την εξετάσουμε προσεκτικότερα παρουσιάζεται τελείως φυσική. Η γυναίκα είπε «για να μην έρχομαι εδώ να αντλώ» και στα λόγια αυτά ανταποκρίνονται πλήρως τα λόγια του Κυρίου «και έλα εδώ» (b). Η γυναίκα λέγοντας αυτά αναφερόταν και στους ανθρώπους του σπιτιού της, για τους οποίους κόπιαζε ερχόμενη για να αντλήσει νερό. Και μαζί με εκείνους θα έπινε το νέο αυτό νερό. Εφόσον λοιπόν και εκείνοι θα συμμετείχαν σε αυτό, ο Κύριος φυσικότατα προσκαλεί αυτήν να φωνάξει τον άνδρα της (g).
Συγχρόνως όμως ο Κύριος αποβλέπει «στο να αρπάξει μία αφορμή και να προφητεύσει τα σχετικά με αυτήν και να την διορθώσει… Διότι το να πει από την αρχή, ότι έχεις κάνει πολλούς γάμους… θα φαινόταν άκαιρο και περιττό» (Ζ) και «ενοχλητικό, ενώ το να πάρει από αυτήν την αφορμή και να διορθώσει όλα αυτά, και πολύ φυσικό ήταν και αυτήν που άκουγε την έκανε πραότερη» (Χ).
Με την πρόσκληση αυτή ο Ιησούς ανοίγει τα βάθη της συνείδησης της γυναίκας και προκαλεί τη μετάνοιά της (b).
Δεν απομακρύνεται από τον λόγο για το ζωντανό νερό ο Κύριος ζητώντας από τη Σαμαρείτιδα να φωνάξει και τον άνδρα της. Ό,τι είχε πει στη γυναίκα για ζωντανό νερό, θα παρέμενε ακατανόητο σε αυτήν, διότι δεν είχε πειστεί αυτή για το ότι ήταν ένοχη. Ήταν λοιπόν ανάγκη να αφυπνιστεί η συνείδησή της, να ανοίξει το κρυμμένο απόστημα της αμαρτίας και τότε θα γινόταν ευκολότερα αντιληπτό στη γυναίκα το φάρμακο της χάρης. Όσοι ζητούν τα νερά της χάρης και της χαράς, πρέπει να έχουν υπ’ όψιν, ότι οι πρώτες σταγόνες των νερών αυτών είναι τα δάκρυα της μετανοίας. Η γυναίκα επιθυμούσε να πιει από την πηγή του Χριστού, αλλά για αυτό θα έπρεπε να πιει από την πηγή της συντριβής, την οποία ήταν απαραίτητο να αισθανθεί για τις αμαρτίες της.
Ιω. 4,17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα(1). λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω(2)·
Ιω. 4,17 Απεκρίθη η γυναίκα και είπε• “δεν έχω άνδρα”. Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς• “καλά είπες ότι, δεν έχω άνδρα.
(1) Ή, περιορίζεται στην όχι ψευδή, ατελή όμως ομολογία της για απόκρυψη του αίσχους της (δ). Δεν ομολογεί μεν ολόκληρη την αλήθεια, αλλά και δεν τολμά να πει ψέματα παρουσιάζοντας ως σύζυγο νόμιμο αυτόν με τον οποίον παράνομα συζούσε. Αυτό δηλώνει κάποιο βαθμό ευθύτητας εκ μέρους της.
Ή, «νομίζοντας ότι μιλά σε απλό άνθρωπο, επιχείρησε να διαφύγει την προσοχή κρύβοντας το αισχρό του πράγματος». «Σπεύδοντας και να κρυφτεί και να πάρει, λέει: δεν έχω άνδρα» (Θφ).
(2) Αληθινά. Κρύβεται στα λόγια του Κυρίου ύψιστη βαρύτητα συνδυασμένη με ύψιστη ευγένεια (b).
«Αφού άκουσε αυτά ο Χριστός, στην κατάλληλη ώρα λοιπόν κάνει τον έλεγχο, λέγοντας και τα δύο με ακρίβεια· διότι και τους προηγούμενους τους αρίθμησε όλους και αυτόν που τώρα κρυβόταν τον αποκάλυψε» (Χ).
Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα γράφουν: έχεις.
Ιω. 4,18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες(1), καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ(2)· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας(3).
Ιω. 4,18 Διότι πέντε συζύγους τον ένα κατόπιν του άλλου επήρες και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου• τούτο που είπες αληθινό είναι”.
(1) «Φανερά, διαδοχικά· αυτό δεν εμποδιζόταν· όταν όμως πέθανε ο πέμπτος, κανείς πλέον δεν ήθελε να την πάρει φανερά γυναίκα του. Αυτή όμως μην αντέχοντας την επιθυμία, είχε κρυφό αυτόν με τον οποίο συζούσε» (Ζ).
Η ευκολία, με την οποία ερχόταν σε νέο γάμο, ώστε πέντε τον ένα μετά τον άλλον να παντρευτεί, έδειχνε βιασύνη, που δεν άρμοζε σε σοβαρή γυναίκα. Ίσως εδώ κάποιοι από τους άνδρες αυτούς να μην πέθαναν αλλά να χώρισαν την γυναίκα αυτή, το οποίο επιβάρυνε τη θέση της. Αλλά και η με κρυφό άνδρα σχέση της μαρτυρεί ακράτεια, την οποία ούτε η επανειλημμένη χηρεία ή και ο χωρισμός μπόρεσαν να σβήσουν. Πάντως ο Κύριος αφυπνίζει τώρα τη συνείδηση αυτής, η οποία και θα μαρτυρούσε στη γυναίκα για το που συνίστατο η ενοχή της (ο).
(2) «Επειδή είναι κρυφός» (Ζ). Ο νόμος δεν εμπόδιζε αυτήν να πάρει και έκτο σύζυγο. Όμως ο έκτος αυτός γάμος… δεν έγινε· είτε άρνηση, είτε κάποιο άλλο εμπόδιο, που δημιουργούνταν από το ένα ή από το άλλο μέρος, συντέλεσαν να παρεμποδίσουν αυτόν (b). Αυτός, με τον οποίο συζούσε, είτε δεν είχε ποτέ παντρευτεί αυτήν ή είχε ως νόμιμη άλλη γυναίκα ή και οι προηγούμενοι άνδρες της ή κάποιος από αυτούς ζούσε ακόμη, και συνεπώς αυτή με το να συνδεθεί με άλλον, ενώ ζούσε ακόμα ο προηγούμενος σύζυγός της, ήταν μοιχαλίδα. Παρατήρησε όμως με πόση λεπτότητα ο Κύριος υποδεικνύει την παρεκτροπή της σε αυτήν. Δεν της λέει: είσαι μοιχαλίδα. Αλλά της λέει: «Και αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άνδρας σου» και αφήνει στη συνείδησή της να πει το υπόλοιπο. Οι έλεγχοι γίνονται ευπρόσδεκτοι και αποβαίνουν ωφέλιμοι, εφόσον είναι απαλλαγμένοι από κάθε προκλητικότητα και τραχύτητα.
(3) Καθορίζει αυτό που ειπώθηκε αληθινά=Δεν είπες ολόκληρη την αλήθεια, αλλά αυτό, δηλαδή το ότι δεν έχεις άνδρα, το είπες αλήθεια (ο).
Είναι εντελώς εσφαλμένο και πάρα πολύ άτοπο ότι η Σαμαρείτιδα με τους 5 άνδρες της σύμφωνα με κάποια θεία σύμπτωση, όπως ο Hengstenberg νομίζει, αλληγορικά παριστάνει τα 5 έθνη που κατοίκησαν τη Σαμάρεια (Δ΄ Βασ. ιζ 24), από τα οποία το καθένα έφερε τους δικούς του θεούς (Ιωσ. Ιουδ. Αρχ. 9. 14,3) ή ότι η κατοίκηση αυτή της Σαμάρειας από τα 5 έθνη είναι η ιστορική βάση από την οποία φτιάχτηκε η διήγηση αυτή (όπως ο Strauss φλυαρεί), διότι όπως σωστά παρατηρεί ο Meyer, σε αυτήν την περίπτωση ο γαμοκλόπος και μοιχός, τον οποίο η γυναίκα είχε, θα παρίστανε τον Ιαβέ, τον οποίο οι Σαμαρείτες τότε λάτρευαν, επομένως η αλληγορία θα ήταν άτοπη και βλάσφημη (δ).
Ιω. 4,19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε(1), θεωρῶ(2) ὅτι προφήτης εἶ σύ(3).
Ιω. 4,19 Λεγει εις αυτόν η γυναίκα• “Κυριε, από όσα μου εφανέρωσες, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Θα επωφεληθώ από αυτήν την ευκαιρίαν να σε ρωτήσω δι' ένα πολύ σοβαρόν θρησκευτικόν ζήτημα.
(1) «Δεν δυσανασχέτησε που ελέγχθηκε ολοφάνερα, ούτε θεώρησε προσβολή τον έλεγχο» (Ζ), «αλλά θαυμάζει μάλλον αυτόν και επιμένει περισσότερο» (Χ). Και «για τρίτη τώρα φορά αποκαλεί κύριο τον σωτήρα μας» (Ω).
Δεν αρνείται την αλήθεια της απευθυνόμενης κατηγορίας, αλλά με τη σιωπή της επιβεβαιώνει αυτήν. Ούτε οργίζεται, διότι της έγινε λόγος για την παρεκτροπή της, όπως συμβαίνει συνήθως σε πολλούς. Αντίθετα δεχόμενη τον έλεγχο, προχωρά περισσότερο αποκαλώντας αυτόν που ελέγχει, Κύριε. Δηλαδή χρησιμοποιεί προσφώνηση τιμητική, την οποία απευθύνουμε σε πρόσωπα που προσελκύουν την εμπιστοσύνη και το σεβασμό μας.
(2) «Δηλαδή αντιλαμβάνομαι» (Ζ) από τη γνώση σου για τα πιο απόκρυφα πράγματα (b), «μου φαίνεσαι ότι είσαι προφήτης» (Χ).
(3) «Δεν θεωρεί ακόμα ότι είναι αυτός ανώτερος από τους προφήτες ούτε ο προφητευμένος (Μεσσίας), αλλά ότι είναι κάποιος προφήτης» (Ω).
Μπαίνει μπροστά το «προφήτης» με έμφαση. Ο προφήτης είχε το ειδικό χάρισμα της ενόρασης και πρόγνωσης (β). Για τη λέξη προφήτης δες θ 17.
«Προφήτης αλήθειας είναι αυτός που πάντοτε γνωρίζει τα πάντα, αυτά μεν που έγιναν όπως έγιναν, αυτά δε που γίνονται όπως γίνονται, και αυτά που θα γίνουν όπως θα είναι» (Κ. Ομιλ. 2,6).
Η γυναίκα αισθάνεται έκπληξη, διότι αυτός που για πρώτη φορά συναντά και τελείως άγνωστος αποκάλυψε σε αυτήν λεπτομέρειες, τις οποίες ήταν αδύνατον να γνωρίζει με φυσικό τρόπο (ο). Η πρόθεσή της που ρωτά τώρα, είναι ευθεία και δεν αποβλέπει στο να μεταφέρει τη συζήτηση από θέμα, το οποίο την έθιγε προσωπικά, σε κάποιο γενικότερο θέμα.
«Δεν τον ρωτά τίποτα βιοτικό, ούτε για υγεία σώματος, ούτε για χρήματα, ούτε για πλούτο, αλλά αμέσως για δόγματα» (Χ).
Ιω. 4,20 οἱ πατέρες ἡμῶν(1) ἐν τῷ ὄρει τούτῳ(2) προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε(3) ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος(4) ὅπου δεῖ προσκυνεῖν(5).
Ιω. 4,20 Οι πατέρες μας ελάτρευσαν τον Θεόν στούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν. Σεις όμως οι Ιουδαίοι λέγετε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν”.
(1) «Εννοεί τον Αβραάμ και όσους ζούσαν τότε· διότι εκεί λένε ότι οδηγήθηκε ο γιος του για θυσία» (Χ). «Και ο Ιακώβ έστησε εκεί θυσιαστήριο» (Ζ).
Σύμφωνα με κάποια σαμαρειτική παράδοση στο Γαριζείν ο Αβραάμ ανήγειρε το θυσιαστήριο για προσφορά του Ισαάκ και στο όρος αυτό συναντήθηκε και με τον Μελχισεδέκ (μ). Και σύμφωνα με την σαμαρειτική μετάφραση της Πεντατεύχου στο Γαριζείν πρόσφεραν οι Ιουδαίοι την πρώτη θυσία, όταν πέρασαν τον Ιορδάνη και μπήκαν στην αγία γη (χ). Αλλά και σύμφωνα με την Γραφή ο Αβραάμ (Γεν. ιβ 7) και ο Ιακώβ (Γεν. λγ 20) ανήγειραν θυσιαστήρια στη Συχέμ. Πάντως και σύμφωνα με το Δευτ. ια 29, κζ 12 το Γαριζείν θεωρείται ως τόπος ευλογίας. Επιπλέον μετά την επιστροφή από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία στα χρόνια του Νεεμίου γύρω στο 400 π.Χ. είχε χτιστεί και ναός στο Γαριζείν που καταστράφηκε από τον Ιωάννη τον Υρκανό γύρω στο 129 π.Χ. Και σήμερα ακόμα οι κάτοικοι του Ναπλούς (της παλαιάς Συχέμ) πηγαίνουν σε ορισμένες ημέρες στο Γαριζείν για τέλεση θρησκευτικών τελετών (g,β,F).
(2) Η γυναίκα έδειχνε το όρος Γαριζείν (b), διότι το πηγάδι του Ιακώβ βρίσκεται στους πρόποδές του.
(3) «Η γυναίκα έκανε την ερώτηση θεωρώντας, ότι είναι ανώτερο το δόγμα των Σαμαρειτών από αυτό των Ιουδαίων, και τον τόπο του όρους εκείνου πιο τίμιο από τον τόπο των Ιεροσολύμων» (Ζ).
(4) Για τον οποίο τόπο στο Δευτ. ιβ 5 λέγεται, ότι «ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός… ἐπονομάσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ καὶ ἐπικληθῆναι, καὶ ἐκζητήσετε καὶ εἰσελεύσεσθε ἐκεῖ (=θα ζητάτε να μεταβαίνετε εκεί, στον τόπον, τον οποίον θα εκλέξει Κύριος ο Θεός σας δια να τιμάται ιδιαιτέρως εκεί το όνομά του). Δες και Δευτ. ιστ 2,κστ 2. Όμως το όνομα αυτού του τόπου δεν δόθηκε στην Πεντάτευχο, αλλά στα μεταγενέστερα βιβλία του Νόμου, τα οποία δεν αναγνωρίζονταν από τους Σαμαρείτες. Ότι ο τόπος αυτός είναι η Ιερουσαλήμ συναντιέται στο Β΄ Παρ. στ 6,ζ 12,Ψαλμ. οζ 68 (β). Ο σιναϊτικός αποσιωπά το: ο τόπος.
(5) Στο στίχο αυτό το ρήμα βρίσκεται με απόλυτη έννοια για τη λατρεία του Θεού. Το σύνολο της θρησκείας μπορεί να συμπεριληφθεί στο «προσκυνώ» (b). Δεν συμπλήρωσε η γυναίκα τον λόγο της, αλλά αφού είπε «οι πατέρες… λέτε» άφησε να καταλάβει ο Σωτήρας την αναγκαστικά επόμενη ερώτηση: Εσύ λοιπόν ως προφήτης τι λες για αυτό; (δ). Από το παράδειγμα της Σαμαρείτιδας διδασκόμαστε, ότι αποτελεί απόδειξη, ότι είμαστε συνετοί και σοφοί, όταν αρπάζουμε κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία για να διδαχτούμε τα του Θεού. Όταν βρισκόμαστε με πρόσωπα, τα οποία μπορούν να μας διδάξουν, ας είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε και ας έχουμε κατάλληλες ερωτήσεις για να προβάλλουμε σε αυτούς.
Ιω. 4,21 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι(1) ὅτι ἔρχεται ὥρα(2) ὅτε οὔτε(3) ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε(3) ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε(4) τῷ πατρί(5).
Ιω. 4,21 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς• “πίστευσέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα μόνον θα λατρεύσετε τον ουράνιον Πατέρα.
(1) Μόνο εδώ ο Κύριος λέει πίστεψέ με (b). Η φράση με την ίδια σημασία, που συνήθως χρησιμοποιείται σε αυτό το ευαγγέλιο, είναι το Αμήν αμήν λέγω (β).
Ο Κύριος με την απάντηση που δίνει «δε απάντησε σε αυτήν την ερώτηση. Διότι θεώρησε περιττό πλέον να πει και να αποδείξει γιατί οι μεν πατέρες της λάτρευαν το Θεό στο όρος, ενώ οι Ιουδαίοι στα Ιεροσόλυμα» (Χ).
Με την απάντησή του ως προφήτης «προαναγγέλλει την κατάργηση συγχρόνως και της σαμαρειτικής και της ιουδαϊκής λατρείας» (Ζ).
«Εσύ μεν, λέει, προσπαθείς να δείξεις ότι τα των Σαμαρειτών είναι πιο σεβαστά από των Ιουδαίων, εγώ όμως σου λέω ότι ούτε αυτά ούτε εκείνα έχουν το προνόμιο, αλλά θα υπάρξει μία άλλη κατάσταση καλύτερη και από τα δύο» (Θφ).
(2) «Ώρα και καιρό… εννοεί τον ερχομό του στον κόσμο με το σώμα του» (Κ).
(3) «Λέει ότι η μορφή της λατρείας και των δύο θα γίνει πιο αληθινή. Γιατί δεν θα ζητηθεί, λέει, τόπος πια στον οποίο κυρίως θα πιστεύουν ότι κατοικεί ο Θεός, αλλά επειδή γεμίζει και μπορεί να συγκρατεί τα πάντα «θα προσκυνήσουν τον Κύριο ο καθένας από τον τόπο του»(Σοφον. β 11) όπως λέει κάποιος από τους άγιους προφήτες» (Κ).
Δες και Μαλαχίου α 11. Τα λόγια του Κυρίου εδώ είναι σε πλήρη αρμονία με το β 19, όπου προανήγγειλε την καταστροφή του ναού (β).
Η ιδέα που εκφράζεται εδώ είναι ότι δεν θα υπάρχουν αποκλειστικοί τόποι λατρείας και με το νέο πνεύμα θα καταργηθούν οι τοπικές διακρίσεις. Οι Σαμαρείτες δεν θα εξαναγκάζονταν να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα για λατρεία του Θεού, αλλά ούτε και οι Ιουδαίοι να μεταβούν στο Γαριζείν (ο). Και οι μεν και οι δε θα συναντιούνταν στη μεγάλη οικογένεια του επουράνιου Πατέρα (g). Η λατρεία του Θεού τώρα με το ευαγγέλιο δεν είναι δεμένη σε κάποιο τόπο, όπως συνέβαινε στην εποχή του νόμου, αλλά το θέλημα του Θεού είναι οι άνθρωποι να προσεύχονται σε κάθε τόπο. Δες Α΄Τιμ. β 8.
(4) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, εσείς οι Σαμαρείτες και οι Ιουδαίοι (b), ή, εσείς οι Σαμαρείτες.
(5) Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη για να σημάνει το Θεό σε σχέση με την υιότητα του Χριστού. Εδώ όμως μάλλον θέλει να σημάνει το Θεό ως Πατέρα όλων. Αποτελεί ίσως αυτό απάντηση και στο «οι πατέρες μας», που είπε η Σαμαρείτιδα. Σαν να έλεγε: Μην καυχιέστε για τους προγόνους σας. Διότι κάθε τέτοια καύχηση θα επισκιαστεί και θα αντικατασταθεί από την πληροφορία του ότι όλοι οι πιστοί θα έχουν πατέρα το Θεό (β,ο).
Ιω. 4,22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ(1) οὐκ οἴδατε(2), ἡμεῖς(3) προσκυνοῦμεν(4) ὃ(1) οἴδαμεν(5)· ὅτι ἡ σωτηρία(6) ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν(7).
Ιω. 4,22 Σεις οι Σαμαρείται, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίον πολύ ολίγον γνωρίζετε. Ημείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμεν εκείνο που περισσότερον από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζομεν. Διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώση την σωτηρίαν εις όλους τους λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίου.
(1) Είναι ουδέτερο γένος, για να εκφράσει γενικότερα αυτό που θέλει να σημάνει=όχι μόνο το Θεό ως αντικείμενο λατρείας, αλλά και τον τρόπο της λατρείας και γενικά τις θρησκευτικές εκδοχές (ο).
(2) Η υπεροχή της ιουδαϊκής λατρείας όχι για τον τόπο (το ναό στα Ιεροσόλυμα), αλλά για τις υψηλότερες θρησκευτικές ιδέες των Ιουδαίων (κ). «Διότι οι Σαμαρείτες προσκυνούν το Θεό με απλό και χωρίς εξέταση λόγο» (Κ). «Διότι αν και σέβονταν τον ίδιο Θεό… αλλά αγνοούσαν ότι είναι Κύριος όλων των εθνών… ενώ οι Ιουδαίοι γνώριζαν, ότι είναι παντοκράτωρ» (Ζ).
Επειδή περιορίστηκαν σε μόνη την Πεντάτευχο και απόρριψαν τα βιβλία των προφητών και τα άλλα βιβλία της Π.Δ., αποστερήθηκαν οι Σαμαρείτες από τη σαφέστερη διδασκαλία σχετικά με το Θεό και τον Μεσσία που έβγαινε από αυτά. Η αποστέρηση όμως αυτή σε συνδυασμό με τις δεισιδαιμονίες και τις ψεύτικες αντιλήψεις για το Θεό και τον τόπο της λατρείας του, τις οποίες είχαν κληρονομήσει από τους ειδωλολάτρες προγόνους τους, έκανε εξ’ ολοκλήρου ακριβή την διακήρυξη αυτή του Κυρίου για αυτούς (ο).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αν και από μόνη της είναι αληθινή, «Οι Σαμαρείτες επειδή νόμιζαν ότι το θείο περιέχεται σε κάποια τοπική περιγραφή, δέχτηκαν έλεγχο με τα λόγια που άκουσαν ότι: «Προσκυνείτε αυτό που δεν γνωρίζετε», και γίνεται σε εσάς ανώφελη η λατρεία που αποβλέπει στο Θεό· διότι Θεός που νομίζεται ότι είναι εγκατεστημένος σε κάποιο τόπο, δεν είναι Θεός» (Γν). Σημείωσε, ότι η άγνοια δεν μπορεί ποτέ να είναι μητέρα της αληθινής αφοσίωσης και λατρείας, αλλά τελείως αντίθετα καταστρέφει αυτήν.
(3) «Μιλά πάλι ως Ιουδαίος και ως άνθρωπος» (Κ), και «συγκαταλέγει τον εαυτό του με τους Ιουδαίους. Διότι μιλά σύμφωνα με την ιδέα της γυναίκας κατά την οποία είναι προφήτης των Ιουδαίων» (Χ).
«Διότι και από τους Ιουδαίους βλάστησε» (Ζ). Με αυτά που λέει εδώ «αποδίδει και κάποια μεγαλύτερη σύνεση στη λατρεία των Ιουδαίων» (Κ), «και απέδειξε ότι οι Ιουδαίοι ήταν ανώτεροι, όχι προτιμώντας έναν τόπο από άλλον τόπο, αλλά δίνει τα πρωτεία από εκείνη τη λογική των Ιουδαίων» (Χ).
(4) «Και κατατάσσει πάλι, ως άνθρωπος, τον εαυτό του μεταξύ εκείνων που προσκυνούν, αυτός που προσκυνείται μαζί με το Θεό και Πατέρα και από εμάς και από τους αγίους αγγέλους. Επειδή δηλαδή φόρεσε τη μορφή δούλου, εκπληρώνει τη διακονία που ταιριάζει σε υπηρέτη, χωρίς να έχει χάσει το να είναι Θεός και Κύριος και προσκυνητός» (Κ).
Ας μη νομίζει κάποιος ως κατώτερο του εαυτού του το να έρχεται στο ναό και να λατρεύει σε αυτόν το Θεό μαζί με τους ομοίους του, αφού ο υιός του Θεού έπραξε αυτό.
(5) «Οι Ιουδαίοι δέχονταν, όσο τους ήταν δυνατόν, τη γνώση του όντος μέσω του νόμου και των προφητών» (Κ). Εκείνοι οι οποίοι με τις Γραφές και την υπόλοιπη διδασκαλία, έλαβαν κάποια γνώση του Θεού, μπορούν να λατρεύουν το Θεό με τρόπο ικανοποιητικό για το εσωτερικό τους και αρεστό στο Θεό.
(6) Η μέσω του Μεσσία απολύτρωση, «η σωτηρία του κόσμου» (Ζ). Ή, συνεκδοχικά ο ίδιος ο Σωτήρας· «ισχυρίζεται ότι αυτός ο ίδιος δηλαδή είναι η σωτηρία» (Κ). «Όταν ακούσεις ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, για αυτόν που λέει αυτά να ακούς τα λόγια αυτά. Διότι αυτός ήταν η προσδοκία των εθνών» (Ω).
(7) Διότι ο Χριστός καταγόταν σωματικά από το σπέρμα του Δαβίδ, ο Δαβίδ όμως ήταν από τη φυλή του Ιούδα» (Κ).
«Από τους Ιουδαίους… ενανθρώπησε ο Χριστός» (Ζ). Στο σ. αυτόν εκφράζεται η υπεροχή της Ιουδαϊκής λατρείας και τα προνόμια της Ιουδαϊκής φυλής. Στον επόμενο σ. τονίζεται η απλότητα της ιδανικής λατρείας του Θεού και η καθολικότητα της αληθινής θρησκείας. Και οι δύο αυτές οπτικές περιλαμβάνονται στο δ΄ ευαγγέλιο. Ο Ιωάννης δεν λησμονεί το χρέος, το οποίο ο Χριστιανισμός οφείλει στον Ιουδαϊσμό, αλλά από την άλλη θεωρεί τον Χριστιανισμό ως τη θρησκεία όλων των ανθρώπων και κάθε εποχής (β). Από τους Ιουδαίους η σωτηρία, αλλά δεν περιορίστηκε και σε μόνους αυτούς. Διότι ο Θεός, τον οποίο αυτοί γνωρίζουν και προσκυνούν, είναι πατέρας όλων (τ).
Ιω. 4,23 ἀλλ᾿(1) ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν(2), ὅτε οἱ ἀληθινοὶ(3) προσκυνηταὶ(4) προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι(5) καὶ ἀληθείᾳ(6)· καὶ γὰρ(7) ὁ πατὴρ(8) τοιούτους(9) ζητεῖ(10) τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.
Ιω. 4,23 Αλλά έρχεται πλέον ώρα, και μάλιστα τώρα ήλθε, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνηταί θα τιμήσουν και θα λατρεύσουν τον ουράνιον Πατέρα με το φωτισμένον και καθαρόν πλέον πνεύμα των και με λατρείαν όχι τυπικήν και συμβολικήν, αλλά αληθινήν και σαφή. Διότι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι τον νουν και καθαροί κατά την καρδίαν, αυτοί που θα τον λατρεύουν.
(1) Σε αντίθεση με την κατά το παρελθόν Ισραηλιτική υπεροχή. «Αφού προτίμησε από τους Σαμαρείτες τους Ιουδαίους, τώρα προτιμά πάλι από τους Ιουδαίους τους Χριστιανούς» (Ζ). «Υπερέχουμε, γυναίκα, από εσάς, λέει, ως προς τον τρόπο της λατρείας, αλλά και αυτός θα τελειώσει πλέον» (Χ). «Θα ξεπεραστούν όχι τα σχετικά με τους τόπους μόνο, αλλά και τα σχετικά με τον τρόπο της λατρείας» (Θφ).
(2) «Δηλαδή έφτασε ήδη» (Ζ). Με αυτά τα λόγια αυξάνει ακόμα περισσότερο την ήδη αυξημένη προσοχή της γυναίκας. «Μη νομίσεις, λέει, ότι αυτή η προφητεία είναι τέτοια, σαν να πρόκειται δηλαδή να γίνει μετά από πολύ χρόνο· διότι τα πράγματα έφτασαν ήδη και είναι στην πόρτα» (Χ).
(3) Δες α 9.
(4) Αληθινοί προσκυνητές είναι οι γνήσιοι προσκυνητές (β)· οι ελεύθεροι από υποκρισία και νεκρή τυπικότητα (ο)· εκείνοι, των οποίων οι ιδέες της λατρείας ξεπερνούν τους περιορισμούς του χρόνου και τόπου όπως και τους συμβολικούς τύπους, τα οποία ανήκουν στη σφαίρα της σάρκας (μ).
«Λέγοντας «αληθινοί» απέκλεισε μαζί με τους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους· διότι παρόλο που αυτοί ήταν καλύτεροι από εκείνους, αλλά από τους μελλοντικούς θα είναι πολύ κατώτεροι» (Χ).
Είναι δυνατόν λοιπόν να είμαστε καλύτεροι σε σύγκριση με τους πλησίον μας, και όμως να μην είμαστε όσο πρέπει και όσο θέλει ο Θεός καλοί.
(5) «Με αυτό το οποίο μέσα μας είναι ασώματο… δηλαδή με την ψυχή και την καθαρότητα του νου» (Χ). Το πνεύμα είναι οι ανώτερες δυνάμεις της ψυχής, με τις οποίες αυτή επικοινωνεί με τον θείο κόσμο και οι οποίες αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τον τόπο όπου συναντιούνται Θεός και άνθρωπος και το θυσιαστήριο, όπου η αληθινή λατρεία λατρεύεται. (Δες Ρωμ. α 9 «τον οποίο λατρεύω με το πνεύμα μου» και Εφεσ. στ 18 «προσευχόμενοι… με το πνεύμα»). Το ανθρώπινο αυτό πνεύμα διεισδυόμενο από το Άγιο Πνεύμα γίνεται ικανό για πνευματική και αληθινή λατρεία (g).
«Αυτός που δεν πήρε μέσα του το Πνεύμα που δίνει ζωή, και που δεν ακολουθεί τα πνευματικά προστάγματα του νόμου, αυτός θα ήταν… ο οποίος δεν προσκυνά τον Πατέρα με το πνεύμα» (Ω).
«Διότι δεν πρέπει κάποιος να προσκυνά το Θεό σαρκικά και με σαρκικές θυσίες, αλλά πνευματικά. Διότι πράγματι και ο Θεός θα μπορούσε να κατανοηθεί ως πνεύμα κατά αναλογία με αυτόν που τον λατρεύει πνευματικά και νοητά» (Ω).
Πρέπει να λατρεύουμε το Θεό με προσήλωση της διάνοιας και με θερμή διάθεση, με όλο το εσωτερικό μας. Η λατρεία την οποία ζητά από εμάς ο Θεός, είναι πράξη, στην οποία όλες οι δυνάμεις του εσωτερικού ανθρώπου με θερμότητα και κάθε προθυμία συνδυάζονται έτσι, ώστε και η διάνοια και η θέληση και η καρδιά να δεσμεύονται το ίδιο σε λατρεία και υπηρεσία του Θεού. Λατρεύω το Θεό πνευματικά και αληθινά σημαίνει η διάνοια να εγκολπώνεται την αλήθεια με όλες της τις δυνάμεις· και η θέληση με όλες τις ενέργειές της, όπως και τα συναισθήματα των καρδιών μας να είναι πάντα δεμένα ισχυρά στο έργο της γνώσης και προσοικείωσης του Παντοδύναμου Θεού και της ευλαβικής μας προσέγγισης σε αυτόν.
(6) Αυτή η πνευματική λατρεία είναι και αληθινή. Όχι με την έννοια του ειλικρινής, διότι με ειλικρινή διάθεση μπορούσε και ο Ιουδαίος και ο Σαμαρείτης να προσκυνά, αλλά με την έννοια του πραγματική (g). Αυτή η λατρεία «δεν είναι με σκιές και τύπους, αλλά με αλήθεια» (Ζ).
«Τα προηγούμενα ήταν τύπος, η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα θύματα, τα θυμιάματα· τώρα όμως όχι πλέον, αλλά το παν είναι αλήθεια»(Χ).
Η πνευματική προσκύνηση είναι λατρεία που γίνεται με τον φωτιζόμενο από το Άγιο Πνεύμα λόγο μας και με συνείδηση του πνευματικού μας προορισμού, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να κανονίζουμε τις σχέσεις μας με το Θεό (δ). Αυτή η λατρεία λέγεται και «αληθινή», επειδή ανταποκρίνεται στον αληθινό και τέλειο τύπο της λατρείας, που έγινε δυνατός μόνο μετά την πλήρη εν Χριστώ αποκάλυψη του Θεού Πατέρα και την μέσω αυτού επίσης πνευματική και ηθική αναγέννηση του ανθρώπου (κ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με την παραπάνω:
«Πολλοί φαίνονται μεν ότι προσκυνούν με την ψυχή, αλλά δεν έχουν ορθή αντίληψη για το Θεό. Για αυτό πρόσθεσε το «με αλήθεια». Πρέπει δηλαδή και με το νου να προσκυνούμε το Θεό και να έχουμε αληθινή αντίληψη για αυτόν» (Θφ).
(7) Συναντιέται και στο Ιω. δ 45=Διότι βεβαίως (β).
(8) Και προηγουμένως είπε «θα προσκυνήσουν τον πατέρα». Τονίζει την ιδιαίτερη σχέση των αληθινών προσκυνητών με τον ουράνιο Θεό. Αυτή θα είναι σχέση υιών προς Πατέρα (g).
(9) «Δηλαδή όχι τυπικούς αλλά αληθινούς, που τελούν θυσίες όχι με σωματικό αλλά με πνευματικό τρόπο» (Ζ).
(10) Ζητά να βρει αυτούς διότι σπάνια συναντιούνται (b). Αυτό δηλώνει, ότι η οδός της πνευματικής λατρείας είναι στενή και επιπλέον επίσης ότι η απαραίτητη και μόνη αρεστή στο Θεό λατρεία είναι η πνευματική.
Ιω. 4,24 πνεῦμα(1) ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ(2) δεῖ προσκυνεῖν.
Ιω. 4,24 Ο Θεός είναι Πνεύμα, πανυπερτέλειον και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί εις ωρισμένους μόνον τόπους. Και εκείνοι, οι οποίοι τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με όλην των την ψυχήν, με αφωσιωμένην την καρδίαν και την διάνοιάν των εις αυτόν, με φωτισμένην και αληθινήν γνώσιν περί αυτού και της λατρείας, που του ταιριάζει”.
(1) Μπαίνει μπροστά αν και είναι κατηγορούμενο του υποκειμένου «Θεός», για έμφαση (δ). «Τίποτα άλλο δεν σημαίνει παρά μόνο το ασώματο» (Χ). Και όχι απλώς ένα Ον χωρισμένο από σώμα και τόπο, αλλά που έχει επίσης πνευματικές ιδιότητες, αλήθεια, σοφία, αγιότητα, δύναμη κλπ (b).
Ο Θεός είναι Πνεύμα, όχι απλώς ένα Πνεύμα, αλλά το όντως Ον. Πάντως εδώ πρόκειται για τη φύση και ουσία του Θεού και όχι για την προσωπικότητα (β). Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα είναι αλήθεια που κηρύττεται και στην Π.Δ. (Γ΄ Βασ. η 27). Και οι Σαμαρείτες επίσης φαίνεται να δέχονταν αυτήν όπως και οι Ιουδαίοι. Το νέο στην παρούσα διδασκαλία του Κυρίου είναι η συνέπεια που βγαίνει από αυτήν την αλήθεια, δηλαδή το «με πνεύμα και αλήθεια πρέπει να προσκυνούν» (g). Ως Πνεύμα ο Θεός είναι πάνω από τους τοπικούς περιορισμούς και είναι πανταχού παρών. Κάθε τόπος λοιπόν είναι κατάλληλος για λατρεία του, αρκεί αυτή να γίνεται με πνεύμα και αλήθεια. To μάτι του που βλέπει τα πάντα, βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων και διακρίνει τα απόκρυφα ελατήρια και σκέψεις και προθέσεις τους.
«Επειδή η Σαμαρείτιδα λέει προς τον Κύριο ότι στο βουνό πρέπει να προσκυνούν το Θεό, σαν να περικλείεται ο Θεός σε τόπο… για αυτό λέει ο Λόγος σε αυτήν που έχει πλανηθεί από την αλήθεια, ότι είναι Πνεύμα ο Θεός, δηλαδή ασώματος και αυτοί που τον προσκυνούν δεν μπορούν σωματικά να προσεγγίζουν τον ασώματο» (Γν).
«Δεν είναι λοιπόν δυνατόν, από τη στιγμή που άκουσες τη λέξη «Πνεύμα» να εντυπώσεις στη σκέψη σου μία περιορισμένη φύση, που υπόκειται σε μεταβολές και αλλοιώσεις ή ολοκληρωτικά όμοια με την κτίση, αλλά καθώς προχωράς με τις σκέψεις προς τα υψηλά, είναι ανάγκη να εννοήσεις κάποια ουσία νοερή, άπειρη στη δύναμη, απεριόριστη στο μέγεθος, αμέτρητη με αιώνες και χρόνους, άφθονη από τα αγαθά που έχει» (Β).
Ο Θεός είναι Πνεύμα, διότι είναι άπειρος και αιώνιος Νους· είναι λογικό, ασώματο, αόρατο και άφθαρτο Ον. Είναι ευκολότερο να πει κάποιος τι δεν είναι ο Θεός, παρά να καθορίσει τι είναι. Είναι Πνεύμα, που δεν έχει σάρκα και οστά. Αλλά ποιος ξέρει τους δρόμους του Πνεύματος;
(2) «Αυτού λοιπόν που είναι ασώματος, τέτοια πρέπει να είναι και η λατρεία και να προσφέρεται με αυτό που είναι μέσα μας ασώματο, δηλαδή με την ψυχή και την καθαρότητα του νου… Μη θυσιάζετε λοιπόν πρόβατα και μοσχάρια, αλλά αφιέρωσε όλο τον εαυτό σου στο Θεό και κάνε τον ολοκαύτωμα. Διότι αυτό σημαίνει το να παρουσιάσεις τον εαυτό σου θυσία ζωντανή… να σταυρώνεις τον εαυτό σου και να φονεύεις τις παράλογες επιθυμίες και να τις κατασφάζεις» (Χ).
Η λατρεία του Θεού, ο οποίος είναι πνεύμα, απαιτεί προ παντός την ενδότερη φύση του ανθρώπου, απαλλαγμένη από οποιοδήποτε εμπόδιο που περιορίζει είτε σε ορισμένη θέση τον τόπο της αποκάλυψης του Θεού είτε στην εξωτερική σάρκα τη λατρεία (C). Η εξωτερική λατρεία πρέπει να συνοδεύεται από την λατρεία στο εσωτερικό θυσιαστήριο της καρδιάς και αυτής να είναι εκδήλωση (μ).
Διότι η λατρεία είναι αυτή που οδηγεί την όλη φύση μας στο Θεό. Είναι η αφύπνιση της συνείδησής μας από την αγιότητά του, ο χορτασμός της διάνοιάς μας από την αλήθειά του, η κάθαρση της φαντασίας μας από την καλλονή του, το άνοιγμα της καρδιάς μας από την αγάπη του, η υποταγή της θέλησής μας στις βουλές του (τ). Αναμφίβολα ο Ιησούς δεν αποδοκιμάζει και την εξωτερική λατρεία, η οποία είναι επίσης αναγκαία, εφόσον η ανθρώπινη φύση και σύσταση είναι διπλή. Δείχνει όμως ποια πρέπει να είναι και η λατρεία που εκδηλώνεται εξωτερικά, για να γίνεται θεάρεστη. (Δες Ματθ. στ 5 και εξής, 16 και εξής)(F). Ο σιναϊτικός έχει την γραφή: Εν πνεύματι αληθείας.
Ιω. 4,25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή(1)· οἶδα(2) ὅτι Μεσσίας(3) ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός(4)· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος(5), ἀναγγελεῖ(6) ἡμῖν(7) πάντα(8).
Ιω. 4,25 Λεγει προς αυτόν η γυναίκα• “γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Οταν έλθη εκείνος, θα μας τα αναγγείλη όλα”.
(1) «Αυτά που λέχθηκαν προκάλεσαν ίλιγγο στη γυναίκα και δεν μπόρεσε να φτάσει στο ύψος αυτών που ειπώθηκαν και επειδή κουράστηκε, άκουσε τι λέει» (Χ).
(2) «Και από πού οι Σαμαρείτες περίμεναν την έλευση του Χριστού…; Από τα ίδια τα γραπτά του Μωϋσή» (Χ).
«Διότι έγραψε ο Μωϋσής. Θα εμφανίσει ο Κύριος ο Θεός προφήτη σαν εμένα, από τους αδελφούς σας» (Ζ), στο Δευτ. ιη 15. Ακριβή όμως ιδέα, όπως και το ότι πλησιάζει η έλευση του Μεσσία δεν μπορούσαν να έχουν παρά μόνο από τους Ιουδαίους και από την επαφή τους με αυτούς (δ).
(3) «Μεσσίας όμως ονομάζεται στα εβραϊκά, το οποίο οι μεν εβδομήντα (μεταφραστές) το μετέφρασαν Χριστός, ενώ ο Ακύλας Ηλειμμένος (= Χρισμένος)» (Ω).
(4) Η μετάφραση του ονόματος ανήκει μάλλον στον ευαγγελιστή, που θέλει να κάνει κατανοητή την έννοια της ονομασίας Μεσσίας στους αναγνώστες του, οι οποίοι είναι οι περισσότεροι εθνικοί (g).
(5) Συνήθως στον Ιωάννη έχει έννοια αποκλειστική, όπως και εδώ. Αντιθέτει αυτόν τον αποκαλυπτή με όλους τους άλλους, και με αυτόν ακόμα τον οποίο η γυναίκα έχει μπροστά της (g).
(6) Η πρόθεση στο ρήμα δηλώνει την τέλεια σαφήνεια (g). Θα μας φανερώσει ως έγκυρος ερμηνευτής του θείου θελήματος (ο).
(7) Η Σαμαρείτιδα κατέχεται από ειλικρινή πόθο και προσδοκία του Μεσσία (κ). Η προδιάθεσή της στην πίστη υπήρχε η μόνη, η οποία μπορούσε να προκαλέσει την ομολογία του Σωτήρα στον επόμενο στίχο (δ).
(8) Συνεπώς και το αντικείμενο και τη μορφή της θείας λατρείας (ο).
Ιω. 4,26 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι(1).
Ιω. 4,26 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς• “εγώ είμαι ο Χριστός, ο οποίος αυτήν την στιγμήν σου ομιλώ”.
(1) Ο Ιησούς ομολογεί τον εαυτό του Μεσσία μπροστά στη Σαμαρείτιδα, μολονότι σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. η 4,ιστ 20,ιζ 9 κλπ) αποκρύπτει κατά τα πρώτα έτη της δημόσιας δράσης του την ιδιότητά του αυτήν από τους Ιουδαίους (g,β). Ο λόγος για αυτό είναι ίσως, ότι η γυναίκα είχε ατελή μεν, αλλά όχι και πλανημένη αντίληψη για τον Μεσσία όπως οι Ιουδαίοι.
«Και στους μεν Ιουδαίους που συνεχώς έλεγαν· Έως πότε θα κρατάς την ψυχή μας σε αμφιβολία; Πες μας εάν είσαι εσύ ο Χριστός, σε αυτούς δεν απαντούσε με σαφήνεια, ενώ σε αυτήν είπε φανερά ότι αυτός είναι· διότι η γυναίκα είχε καλύτερη διάθεση από τους Ιουδαίους… και με αδέκαστη κρίση και απλή διάνοια είπε όσα είπε… διότι πράγματι άκουσε και πίστεψε και προσείλκυσε και άλλους στην πίστη» (Χ).
Με παρόμοιο τρόπο εξηγείται και η διαφορετική γλώσσα του Κυρίου προς τον Ναθαναήλ και τον Νικόδημο.
«Στον μεν Νικόδημο έφερε ως παράδειγμα το φίδι και στον Ναθαναήλ υπενθύμισε προφητείες, ενώ σε αυτήν δεν είπε τίποτα παρόμοιο» «αλλά με το νερό και την προφητεία για το πρόσωπό της την προσελκύει και με αυτά την κάνει να θυμηθεί το Χριστό και αποκαλύπτει πλέον τον εαυτό του». Αυτό οφείλεται στο ότι «εκείνοι μεν ήταν άνδρες και ασχολούνταν με αυτά, ενώ αυτή ήταν γυναίκα απλή και αμαθής και άπειρη από τις Γραφές» (Χ).
«Και δεν είπε κάτι σε αυτήν από τον Μωϋσή, αποδεικνύοντας τα σχετικά με τον εαυτό του, αφού ήταν άπειρη στη Γραφή, αλλά την μετέπεισε από μόνη τη συνείδησή της» (αμ).
Η γυναίκα αυτή δεν είχε δει άλλοτε τον Κύριο και δεν είχε δοθεί σε αυτήν η ευκαιρία να παρακολουθήσει τα θαύματά του, τα οποία θα έπειθαν αυτήν για το ποιος ήταν αυτός που τα ενεργούσε. Σημείωσε λοιπόν, ότι σε εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν το πλεονέκτημα των εξωτερικών μέσων της γνώσης και χάρης, ο Θεός έχει άλλες μυστικές οδούς για να αντικαταστήσει την έλλειψη αυτών. Σημείωσε ακόμα, πόσο κοντά ήταν ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα σε στιγμή που αυτή ζητούσε να τον βρει, αγνοώντας που είναι. Πολλοί κλαίνε για το ότι ο Χριστός είναι απών και επιθυμούν την παρουσία του, την ώρα που αυτός τους μιλά. Ασφαλώς όπου υπάρχει πόθος εγκάρδιος για το Χριστό, ο Χριστός δεν είναι μακριά από αυτόν τον πόθο. Μπορείτε να είστε βέβαιοι, όταν έχετε τον πόθο αυτόν, ότι ο Χριστός είναι πολύ πιο κοντά σε εσάς από όσο φαντάζεστε. Παρόλο που δεν τον βλέπετε, οι παρηγοριές του αντηχούν στα βάθη σας. Ο Κύριος μιλά σε εμάς με μύριες φωνές. Μιλά ειρηνικά, συζητώντας με μακροθυμία με μας. Αλλά είναι σπάνιες οι καρδιές, οι οποίες τον ακούνε. Ευτυχείς οι ψυχές, που ποθούν τον Κύριο όπως τα διψασμένα ελάφια τις πηγές των νερών, οι οποίες από τον πόθο αυτόν ωθούμενες βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία μαζί του.
Ιω. 4,27 καὶ ἐπὶ τούτῳ(1) ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς(2) ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι(3) εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς(4) μετ᾿ αὐτῆς;
Ιω. 4,27 Και αυτήν ακριβώς την ώρα ήλθαν οι μαθηταί του και ηπόρησαν, διότι ο διδάσκαλός των συνωμιλούσε με γυναίκα εις δημόσιον τόπον (πράγμα το οποίον απηγόρευαν οι ραββίνοι των Ιουδαίων). Αλλά κανείς δεν είπε• τι ζητείς από αυτήν η δια ποίον θέμα συζητείς μαζή της.
(1) Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα έχουν τη γραφή: ἐν τούτῳ. «Με την έννοια: ενώ λέγονταν αυτά» (Ζ). «Σε πάρα πολύ κατάλληλο καιρό ήλθαν, όταν είχε τελειώσει η διδασκαλία» (Χ). «Η παρουσία των μαθητών έδωσε τέλος στα λόγια προς τη γυναίκα» (Κ).
(2) Τα περισσότερα από τα χειρόγραφα έχουν τη γραφή: εθαύμαζον. Τι όμως θαύμαζαν;
«Την έλλειψη υπερηφάνειας, την ταπείνωση την υπερβολική, ότι ενώ ήταν τόσο ξακουστός, ανεχόταν… να συζητά με ασήμαντη γυναίκα και Σαμαρείτιδα» (Χ). Επικρατούσε μεγάλη περιφρόνηση προς τις γυναίκες. Μία από τις ευχαριστίες, οι οποίες αναπέμπονταν στην καθημερινή λατρεία της συναγωγής ήταν και αυτή: Ας είσαι ευλογητός, Κύριε… διότι δεν με έκανες γυναίκα (τ).
Υπήρχε προκατάληψη ραββινική και παράγγελμα ραββινικό, σύμφωνα με το οποίο: «Μην παρατείνεις την συνομιλία με γυναίκα· ας μη συζητά κάποιος στο δρόμο με γυναίκα, ούτε με τη δική του σύζυγο· ας κατακαίγονται τα λόγια του νόμου μάλλον παρά να διδάσκονται σε γυναίκες» (Pirke Aboth). Από αυτά εξηγείται η έκπληξη των μαθητών, οι οποίοι για πρώτη ίσως φορά θα έβλεπαν τον διδάσκαλο να μιλά σε δημόσιο τόπο με γυναίκα (g).
(3) Η έκπληξή τους όμως δεν έδωσε σε αυτούς το θάρρος να ρωτήσουν τον διδάσκαλο για το αντικείμενο και το σκοπό της συζήτησης (g). Αναμφίβολα η έκφραση του Κυρίου, που μιλούσε για τη Μεσσιακή του ιδιότητα, είχε μέσα της πολύ επιβλητικότητα και σοβαρότητα, τα οποία επέβαλαν σιγή στους μαθητές (ο). «Αλλά όμως, αν και ένιωσαν έκπληξη δεν ρώτησαν την αιτία… Τόσο πολύ ένιωθαν απέναντί του δέος και ντροπή» (Χ). «Σιώπησαν, τιμώντας τον» (Ζ). Διδάξου από την επιφυλακτικότητα και σιωπή αυτή των μαθητών, ότι όταν αντιμετωπίζεις δύσκολες περιστάσεις, οι οποίες σου φαίνονται ανεξήγητες σε σχέση με τη σοφή και αγαθή Πρόνοια, μένε πάντοτε αναπαυμένος με την πληροφορία, ότι καθετί που πράττει ο Κύριος και καθετί που επιτρέπει και για σένα είναι καλό, σοφό και ωφέλιμο.
(4) Ή, το μεν «ζητάς» αναφέρεται σε κάποια υπηρεσία, την οποία ο Κύριος ζήτησε από τη Σαμαρείτιδα, ενώ το «λαλείς» σε διδασκαλία που απευθύνθηκε σε αυτήν (g). Ή, το μεν «ζητάς» απευθύνεται προς τη γυναίκα (=Τι θέλεις από τον διδάσκαλο;), ενώ το «λαλείς» προς τον Κύριο (=Τι διδάσκεις αυτήν;)(β). Πιο επιτυχής ερμηνεία μάλλον η πρώτη.
Ιω. 4,28 Ἀφῆκεν οὖν(1) τὴν ὑδρίαν(2) αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις(3)·
Ιω. 4,28 Η δε γυναίκα αφήκε από την μεγάλην της συγκίνησιν την στάμνα της στο πηγάδι και έφυγε δια την πόλιν, όπου και είπεν στους ανθρώπους•
(1) Μετά την αποκάλυψη που έγινε σε αυτήν. Βαθιά συγκινημένη δεν μιλά, αλλά ενεργεί, όπως αυτοί που κυριαρχούνται από κάποια ισχυρή εντύπωση.
(2) «Είτε για να την γεμίσει επιστρέφοντας ύστερα από αυτά, είτε ξεχνώντας τα πιο ασήμαντα πράγματα, γεμάτη από χαρά· επίσης μπορούσε τώρα να τρέχει χωρίς να εμποδίζεται από κάποιο φορτίο. Συμπεριφέρεται η γυναίκα προς το νερό, όπως ο Ιησούς μετά από λίγο στο ψωμί σαν πράγμα δευτερεύουσας σημασίας» (b).
«Τόσο άναψε φλόγα μέσα της από όσα ειπώθηκαν ώστε και το αγγείο να αφήσει και την ανάγκη για την οποία είχε πάει εκεί» (Χ).
«Τόσο γρήγορα λοιπόν προτίμησε το νερό του Χριστού από την πηγή του Ιακώβ» (Θφ).
«Ήλθε να αντλήσει νερό και επειδή πέτυχε την αληθινή πηγή, περιφρόνησε την αισθητή, διδάσκοντάς μας… όταν ακούμε να γίνεται λόγος για τα πνευματικά, να παραβλέπουμε όλα τα βιοτικά και καθόλου να μην τα λογαριάζουμε» (Χ). Πρακτικές παρατηρήσεις πάνω στην ενέργεια αυτή της γυναίκας: Όταν ήλθαν οι μαθητές, αποχώρησε ευγενικά, για να αφήσει τον Κύριο ελεύθερο να φάει. Τα λόγια του Κυρίου έθελγαν αυτήν, δεν έπρεπε όμως αυτή να αποδειχτεί άξεστη και αγενής. Υπάρχει καιρός για το κάθε πράγμα. Και καθετί είναι ωραίο στον καιρό του. Έσπευσε η γυναίκα. Υπέθετε ότι ο Κύριος όταν θα προγευμάτιζε, θα εξακολουθούσε την πορεία του και θα απομακρυνόταν από την πόλη της. Έτρεξε λοιπόν για να αναγγείλει τα συμβάντα και στους συμπολίτες της. Για λίγο είναι ακόμα το φως μαζί σας. Σημείωσε, πώς η γυναίκα αυτή χρησιμοποίησε το χρόνο. Όταν διακόπηκε η συνομιλία της με τον Ιησού, έσπευσε να ανακοινώσει τα σχετικά με αυτήν και στους άλλους. Όταν ακούσαμε το λόγο του Θεού, τότε είναι καιρός να μιλήσουμε για αυτόν και στους άλλους. Άφησε τη στάμνα της. Όσοι γνώρισαν το Χριστό, αποδεικνύουν αυτό με άγια περιφρόνηση προς τα μάταια αγαθά του κόσμου.
(3) Με αυτό σημαίνονται οι πρώτοι τυχόντες, τους οποίους η γυναίκα συνάντησε μπαίνοντας στην πόλη (g).
Ιω. 4,29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον(1) ὃς εἶπέ μοι πάντα(2) ὅσα ἐποίησα(3)· μήτι(4) οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;
Ιω. 4,29 “ελάτε να ιδήτε ένα άνθρωπον, ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάμει. Μηπως αυτός είναι ο Χριστός;”
(1) «Πρόσεξε με πόση σύνεση μιλάει. Διότι δεν είπε· Ελάτε να δείτε το Χριστό, αλλά και αυτή προσελκύει τους άνδρες με την ίδια συγκατάβαση με την οποία και ο Χριστός την προσείλκυσε» (Χ).
«Ελάτε και δείτε, λέει συνετά, φωνάζοντας κατά κάποιο τρόπο με θερμότερες φωνές· Θα είναι αρκετή και μόνο η θέα για να πιστέψετε» (Κ).
Δες με πόσο ενδιαφέρον επιζητά να γνωρίσει στους συγγενείς και συμπολίτες της το Χριστό. Όταν βρήκε το θησαυρό εκείνον, συγκάλεσε τους φίλους και τους γείτονες, όχι μόνο για να χαρούν μαζί της αλλά και για να συμμετάσχουν σε αυτόν το θησαυρό. Η γυναίκα αυτή έγινε απόστολος διδάσκοντας όλους εκείνους, οι οποίοι γνώρισαν τον Ιησού και απόλαυσαν τις δωρεές του, ότι πρέπει και αυτοί να πράττουν ό,τι εξαρτάται από αυτούς, ώστε και άλλοι να έρθουν σε αυτόν. Η γυναίκα απευθύνθηκε προς τους συμπολίτες της. Αν και κοντά μας είναι κάθε άνθρωπος, τον οποίο μας δίνεται ευκαιρία να ευεργετήσουμε, όμως πολλές τέτοιες ευκαιρίες για ευεργεσία παρέχονται σε εμάς απέναντι σε εκείνους μαζί με τους οποίους συζούμε και για αυτό έχουμε προς αυτούς τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις.
(2) Με υπερβολή λέει αυτό, στην ουσία όμως είναι αλήθεια. Από τα συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής της, τα οποία ο Ιησούς σε αυτήν αποκάλυψε, σχημάτισε αυτή την εδραία πεποίθηση, ότι και όλα τα απόκρυφά της ήταν γνωστά σε αυτόν και μπορούσε αν το έφερνε η περίσταση να φανερώσει σε αυτήν αυτά (ο). «Παρόλο που δεν της αποκάλυψε όλη τη ζωή της, αλλά από αυτά που ειπώθηκαν πείστηκε και για τα άλλα» (Χ).
(3) «Δεν ντράπηκε να πει ότι μου είπε όλα όσα έκανα, αν και βεβαίως μπορούσε να πει με άλλο τρόπο· Ελάτε να δείτε κάποιον που προφητεύει» (Χ). «Αλλά δεν κάνει έτσι, αλλά περιφρονεί τη δική της υπόληψη και αποβλέπει μόνο στο να κηρύξει την αλήθεια» (Θφ).
«Διότι όταν θερμανθεί η ψυχή με τη θεία φωτιά, δεν βλέπει πλέον σε τίποτα από τα γήινα, ούτε τη δόξα, ούτε την ντροπή, αλλά για ένα μόνο νοιάζεται, για την φλόγα που την έχει κυριεύσει» (Χ). Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτ. και βατικανού: ἅ εποίησα.
(4) Ο τρόπος αυτός της ερώτησης φανερώνει δισταγμό, υπάρχει όμως μέσα του και κάποια ελπίδα, ότι η απάντηση μπορεί να είναι θετική. Η πεποίθηση όμως της Σαμαρείτιδας ήταν, ότι αυτός που συζήτησε μαζί της ήταν ο Χριστός. Γιατί λοιπόν εκφράζεται έτσι;
«Για να μη φανεί ότι κρίνει από μόνη της για τόσο σοβαρή υπόθεση· διότι θεωρούνταν μέγιστο πράγμα το να αναγνωρίσει κάποιος τον προσδοκώμενο (Μεσσία)… Υποκρίνεται λοιπόν ότι διστάζει κατά κάποιο τρόπο, ώστε οι ίδιοι να βγάλουν την απόφαση» (Ζ),
«και έτσι κάνει πιο εύκολα αποδεκτό τον λόγο» (Θφ). Μία τέτοια για τον Μεσσία είδηση ήταν τόσο σοβαρή και καταπληκτική ώστε θα φαινόταν μάλλον απίθανη. Προσαρμόζεται λοιπόν η γυναίκα συνετά στη διάθεση των ακροατών της και εκφράζεται με κάποιο δισταγμό (ο).
Για αυτό «ούτε μίλησε με σαφήνεια, ούτε σιώπησε· διότι δεν ήθελε να τους παρασύρει με τη δική της γνώμη, αλλά αφού ακούσουν το Χριστό, να γίνουν κοινωνοί αυτής της απόφασης… Διότι ήξερε, ήξερε καλά ότι, εάν δοκίμαζαν μόνο από εκείνη την πηγή, θα πάθαιναν τα ίδια, τα οποία έπαθε και αυτή» (Χ).
Ιω. 4,30 ἐξῆλθον(1) οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο(2) πρὸς αὐτόν.
Ιω. 4,30 Εβγήκαν, λοιπόν, από την πόλιν οι άνθρωποι και ήρχοντο προς αυτόν.
(1) Αφού μαζεύτηκαν από την Σαμαρείτιδα σε μεγάλο αριθμό, βγήκαν (g).
«Οι Σαμαρείτες παρουσιάζονται ανώτεροι από την παραφροσύνη των Ιουδαίων και… ακούγοντας ένα και μόνο θαύμα, σπεύδουν τρέχοντας προς τον Ιησού, έχοντας πιστέψει όχι με τα λόγια των αγίων προφητών… ούτε με τον Ιωάννη που τον έδειχνε με το δάχτυλό του, αλλά με τη διήγηση μιας γυναίκας, και μάλιστα αμαρτωλής» (Κ).
Παρόλο που θα φαινόταν σε οποιονδήποτε από τους Σαμαρείτες εκείνους απίθανο, ότι σε μία τόσο άσημη αλλά και τόσο κακού χαρακτήρα γυναίκα θα παρεχόταν η τιμή να κηρύξει πρώτη στην πατρίδα της την έλευση του Μεσσία, όμως ο Θεός ενέπνευσε στις καρδιές τους την διάθεση και κλίση, ώστε να προσέξουν στα λόγια της και να μην θεωρήσουν αυτά σαν κάποιο ανόητο μύθο. Μην ξεχνάμε, ότι «ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι, ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που αυξάνει» (Α΄ Κορ. γ 7)
(2) Ο παρατατικός λέγεται σε σχέση με την ακόλουθη αφήγηση του διαλόγου του Ιησού με τους μαθητές (β)= Την ώρα που οι Σαμαρείτες ήταν στο δρόμο, ρωτούσαν οι μαθητές λέγοντας…
Ιω. 4,31 Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ(1) ἠρώτων(2) αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε(3).
Ιω. 4,31 Εν τω μεταξύ οι μαθηταί παρακαλούσαν τον διδάσκαλον και έλεγαν• “ραββί, φάγε”.
(1) Στο διάστημα μεταξύ της αναχώρησης της Σαμαρείτιδας και της άφιξης των Σαμαρειτών (b).
(2) Όπως συχνά στη Γραφή, έχει και εδώ την έννοια του «παρακαλώ», χωρίς να χάνει και την άλλη έννοιά του, του «ρωτώ» (μήπως ήθελε να φάει)(g).
«Δηλαδή τον παρακαλούσαν να φάει» (Ζ).
«Επειδή τον έβλεπαν κουρασμένο από την οδοιπορία και από τον καύσωνα που υπήρχε, τον παρακαλούσαν· το ότι τον παρακαλούσαν να φάει, δεν ήταν ένδειξη αυθάδειας, αλλά φιλοστοργίας για τον διδάσκαλο» (Χ).
Όταν ο Κύριος κάθισε στο πηγάδι ήταν κουρασμένος και είχε ανάγκη ξεκούρασης. Αλλά η ευκαιρία για σωτηρία ψυχών, η οποία παρουσιάστηκε σε αυτόν, τον έκανε να λησμονήσει τον κόπο του και την πείνα του. Και τόσο λίγο θυμόταν τη σωματική τροφή, ώστε οι μαθητές τον προσκαλούσαν να φάει. Και η πρόσκληση αυτή δείχνει όχι μόνο την αγάπη, την οποία οι μαθητές είχαν προς τον διδάσκαλο, αλλά και την αγάπη του διδασκάλου για σωτηρία ψυχών. Ας μάθουμε από εδώ την άγια αδιαφορία και προς αυτές ακόμα τις αναγκαίες ενισχύσεις της ζωής σε σύγκριση με τα πνευματικά και ουράνια.
(3) Σωστά παρατηρήθηκε, ότι η παράκληση αυτή των μαθητών αποτελούσε τώρα άκαιρη παρεμβολή (Stier) και ότι οι μαθητές δείχνουν στην περίπτωση αυτή την ίδια αδυναμία να υψωθούν από τα υλικά στα πνευματικά, την οποία προηγουμένως και η Σαμαρείτιδα, η οποία δεν αντιλήφθηκε την πνευματική έννοια των λόγων του Κυρίου για ζωντανό νερό (Tholuck).
Ιω. 4,32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς(1)· ἐγὼ(2) βρῶσιν(3) ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς(2) οὐκ οἴδατε(4).
Ιω. 4,32 Αυτός δε απορροφημένος από το υψηλόν πνευματικόν έργον του και αδιάφορος δια το υλικόν φάγητον, τους είπε• “εγώ έχω φάγητον να φάγω, που σεις δεν το ξέρετε”.
(1) «Όταν άρχισε λοιπόν η επιστροφή των Σαμαρειτών, που εντός ολίγου αναμενόταν αυτή… όλος εξολοκλήρου στρέφεται στη σωτηρία αυτών που είχαν κληθεί, και δεν νοιάζεται καθόλου για την τροφή του σώματος… ώστε με αυτό πάλι να ωφελήσει τους διδασκάλους των εκκλησιών και να τους πείσει να παραβλέπουν κάθε κόπωση, και να θεωρούν ανώτερη από τη φροντίδα του σώματος τη φροντίδα για αυτούς που σώζονται» (Κ).
Από την έναρξη της δημόσιας δράσης του ο Κύριος δεν δοκίμασε ίσως παρόμοια χαρά με εκείνην την οποία αισθάνεται τώρα. Η χαρά αυτή είχε χορτάσει αυτόν ακόμα και φυσικά (g). Η επιστροφή της Σαμαρείτιδας και η προσδοκόμενη έλευση των Σαμαρειτών συνδυαζόμενες μαζί με το ζωηρότατο ενδιαφέρον του Ιησού να σώσει αυτούς, εξουδετέρωσαν φυσικά και αυτό το αίσθημα της πείνας.
«Ο Κύριος ξέρει, ότι η Σαμαρείτιδα πρόκειται να προσελκύσει όλη σχεδόν την πόλη προς αυτόν, και ότι θα πιστέψουν σε αυτόν οι Σαμαρείτες» (Θφ).
Ο πνευματικός του ζήλος έδιωξε την πείνα (b).
(2) Ισχυρή αντίθεση και με πολλή έμφαση.=Εγώ έχω το δικό μου φαγητό. Εσείς έχετε το δικό σας (g). Αντιθέτει την ειδική αποστολή του, η οποία ξεπερνούσε κάθε υλικό, με ό,τι απασχολούσε τη στιγμή εκείνη τους μαθητές. Αυτή βρισκόταν πάνω από καθετί, το οποίο οι μαθητές μπορούσαν τότε να κατανοήσουν. Όμως δεν μέμφεται αυτούς, αλλά διακηρύσσει γενική αρχή μεγάλης σπουδαιότητας· ότι δηλαδή παρόλο που η φυσική τροφή αποτελεί ανάγκη για το σώμα, πρέπει όμως να θεωρείται κατώτερη και υποταγμένη στην υψηλότερη πνευματική τροφή, η οποία συνίσταται στην υπακοή προς το Θεό και στην υπηρεσία του θελήματός του για σωτηρία των ανθρώπων (ο).
(3) Εννοεί κυρίως εδώ όχι την πράξη του να τρώει κάποιος όπως στο Α΄ Κορ. η 4, αλλά την ίδια την τροφή (σ. 34) δηλαδή αυτό που χρησιμοποιείται στην πράξη της τροφής, δηλαδή το φαγητό (β).
«Τη σωτηρία των ανθρώπων την ονόμασε εδώ φαγητό, δείχνοντας πόση επιθυμία έχει για τη δική μας φροντίδα· όπως ακριβώς δηλαδή σε εμάς είναι ποθητό το να τρώμε, έτσι σε αυτόν το να σωθούμε» (Χ).
«Τόσο πολύ επιθυμώ αυτήν, λέει, όσο κανείς από εσάς την αισθητή τροφή» (Θφ). Προτιμά τη λέξη βρώση από την πιο σωστή βρώμα, διότι αυτή αρμόζει περισσότερο στην πνευματική έννοια του λόγου αυτού, παρά το συγκεκριμένο βρώμα (φαγητό)(g).
(4) «Γιατί δεν είπε αμέσως· Δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα του Πατέρα μου;… Διότι ήθελε πρώτα με την ερώτηση να τους κάνει προσεκτικότερους και να τους συνηθίσει με τέτοιου είδους αινίγματα, να ακούνε τα λόγια του» (Χ). Πολύ ευχάριστο αίνιγμα! (b).
Ιω. 4,33 ἔλεγον οὖν(1) οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους(2)· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν(3);
Ιω. 4,33 Ελεγαν τότε μεταξύ των οι μαθηταί• “μήπως του έφερε κανείς να φάγη;”
(1) Δηλώνει την συνέπεια της προηγουμένης άρνησης του Κυρίου να φάει και της διακήρυξής του, ότι έχει φαγητό (ο).
(2) «Ντρέπονταν να ρωτήσουν εκείνον» (Ζ). Η σοβαρότητα και επιβολή του Κυρίου απέτρεπε την ανάρμοστη οικειότητα και συγκρατούσε αυτούς που ζούσαν μαζί του να απευθύνουν σε αυτόν ερωτήσεις.
(3) Για την έννοια του «μη τις» δες σ. 29.
«Οι μαθητές θεωρώντας ότι μιλά για αισθητή τροφή, απορούν μεταξύ τους» (Ζ). «Γιατί λοιπόν θαυμάζεις, αν η γυναίκα, ακούγοντας νερό, φανταζόταν ακόμα νερό, τη στιγμή βεβαίως που και οι μαθητές ακόμα παθαίνουν τα ίδια και δεν καταλαβαίνουν μέχρι στιγμής τίποτα πνευματικό; Αλλά απορούν μεν, πάλι όμως αποδίδουν στον διδάσκαλο την οφειλομένη τιμή και τον σεβασμό, αφού μεταξύ τους μεν συζητούν, αλλά αυτόν δεν τολμούν να τον ρωτήσουν» (Χ).
Είχε τόση ανορεξία για τις τροφές που έφεραν, ώστε οι μαθητές νόμισαν, ότι είχε ήδη φάει. Όσοι έχουν ως ειδικό έργο τους την πνευματική διακονία, όταν παρουσιάζεται σε αυτούς κάποια επείγουσα περίπτωση για αυτήν, ας προτιμούν και από αυτήν την σωματική τροφή, το να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πνευματικού έργου. Αυτό έπραξε και ο δούλος του Αβραάμ, ο οποίος, όταν του πρόσφεραν «άρτους να φάει, είπε· Δεν θα φάω, μέχρι να πω τα λόγια που έχω να πω» (Γεν. κδ 33). Ομοίως και ο Σαμουήλ, ο οποίος δεν δέχτηκε να ξαπλώσει για ανάπαυση πριν χρίσει τον Δαβίδ βασιλιά (Α΄ Βασ. ιστ 13).
Ιω. 4,34 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐμὸν βρῶμά(2) ἐστιν ἵνα ποιῶ(3) τὸ θέλημα(4) τοῦ πέμψαντός με(5) καὶ τελειώσω(6) αὐτοῦ τὸ ἔργον(7).
Ιω. 4,34 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς• “ιδικόν μου πολυτιμότατον φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλε και να αποπερατώσω στον τέλειον βαθμόν και με τον τέλειον τρόπον το έργον του, δηλαδή την σωτηρία των ανθρώπων.
(1) Ο Κύριος «ερμηνεύει τον λόγο» (Ζ) και «αφαιρώντας όλο το κάλυμμα του λόγου, παρουσίασε ολοφάνερη σε αυτούς την αλήθεια» (Κ).
(2) Με το οποίο η όρεξή μου ικανοποιείται (b). Ο Κύριος υπονοεί, ότι μόνη η πνευματική ζωή είναι αληθινή ζωή, πραγματική ζωή, και το να τρέφει κάποιος την ζωή αυτή είναι ασυγκρίτως σπουδαιότερο από το να ενισχύει την σωματική του ύπαρξη (μ).
(3) Ενεστώτας, που σημαίνει ότι η συμμόρφωση προς το θείο θέλημα πρέπει να είναι μόνιμη και συνεχής πράξη, που γίνεται σε κάθε στιγμή. Τελείως διαφορετικά το «τελειώσω» που ακολουθεί σε χρόνο μέλλοντα, αναφέρεται στη στιγμή, όταν το όλο έργο θα είναι πλέον συντελεσμένο και ο Ιησούς θα φωνάξει τετέλεσται (Ιω. ιθ 30)(g).
Το έργο, το οποίο είχε πράξει διδάσκοντας τη Σαμαρείτιδα, το έργο, το οποίο επρόκειτο να πράξει προς τους Σαμαρείτες, αυτό ήταν φαγητό και πιοτό για αυτόν. Αποτελούσε αυτό την μεγαλύτερη απόλαυση και ικανοποίηση από όσες μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Ουδέποτε πεινασμένος άνθρωπος ή κάποιος Επικούρειος θα ανέμενε με τόσο σφοδρό πόθο πλούσιο γεύμα, ούτε θα απολάμβανε με τόση αγαλλίαση τα σε αυτό παρατιθέμενα ορεκτικά και φαγητά, με όση ο Κύριος επιδιδόταν στο έργο της σωτηρίας ψυχών. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να τον ευχαριστήσει περισσότερο, όσο το να ευεργετεί ψυχές. Όταν προσκαλούνταν να φάει, δεχόταν την πρόσκληση, επειδή πάντοτε επιζητούσε ευκαιρίες για να κάνει το καλό και να ωφελήσει πνευματικά τους καλεσμένους στο γεύμα· αυτό ήταν πάντοτε η τροφή που του έδινε ευφροσύνη.
(4) Η σχέση μεταξύ των δύο ουσιαστικών θέλημα… έργο, ανταποκρίνεται στη σχέση των δύο ρημάτων. Για να έλθει σε πέρας το έργο, πρέπει να εκτελείται πιστά και συνεχώς το θέλημα (g).
(5) «Λέει ότι στάλθηκε… από τον Θεό Πατέρα σύμφωνα με τον τρόπο της ενανθρώπησης, κατά τον οποίο έλαμψε στον κόσμο με σάρκα» (Κ).
(6) =Να φέρω σε πλήρες τέλος, να συντελέσω. Ο Ιησούς δεν είχε ακόμη φτάσει ούτε στο μέσο του χρόνου της δημόσιας δράσης του. Και όμως ήδη σκέφτεται για το τέλος. Με τόσο ζήλο δρούσε σε όλο αυτό το διάστημα (b). Από την αρχή της δημόσιας δράσης του είχε συγκεντρώσει τη σκέψη του ολόκληρη στο πώς θα έφερνε σε πέρας το έργο για το οποίο στάλθηκε (ο). Ο Κύριος έγινε σε εμάς τέλειο παράδειγμα, διδάσκοντάς μας να πράττουμε το θέλημα του Θεού (α) με επιμέλεια και πλήρη αφοσίωση σαν να ήταν αυτό το μόνο και κύριο έργο μας, (β) με χαρά και απόλαυση, σαν να ήμασταν σε αυτό στο στοιχείο μας, (γ) με σταθερότητα και επιμονή, όχι μόνο σκεπτόμενοι να το πράξουμε, αλλά και αποσκοπώντας να το φέρουμε σε αίσιο πέρας.
(7) «Αποπερατώνει το έργο του, με το να γίνεται ο ίδιος σωτηρία σε αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν» (Κ). Η φράση «αὐτοῦ τὸ ἔργον» αναφέρεται όχι μόνο στην επιστροφή των Σαμαρειτών, για την οποία επρόκειτο τη στιγμή εκείνη, αλλά και στην όλη κλήση του Κυρίου (μ). Έργο ένα, μέγα, που περιλάμβανε Ισραηλίτες, Σαμαρείτες και όλα τα έθνη (b).
Ιω. 4,35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε(1) ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται(2); ἰδοὺ λέγω ὑμῖν(3), ἐπάρατε(4) τοὺς ὀφθαλμοὺς(5) ὑμῶν καὶ θεάσασθε(4) τὰς χώρας(6), ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν(6) ἤδη(7).
Ιω. 4,35 Δεν λέγετε σεις, ότι τετράμηνος είναι ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Εκτός όμως από τον υλικόν θερισμόν, υπάρχει και ο πνευματικός. Ιδού σας λέγω, σηκώσατε τα μάτια σας και κυττάξατε τους Σαμαρείτας, που έρχονται, και τας άλλας χώρας και θα ιδήτε ότι είναι έτοιμοι πλέον δια τον θερισμόν, όπως, όταν από πράσινα σιτηρά ωριμάσουν και φαίνωνται λευκά τα στάχυα, είναι έτοιμα προς θερισμόν.
(1) Ο Κύριος κάνει αισθητή την στην προκειμένη περίπτωση ανάγκη δραστηριότητας και ζήλου στην εκτέλεση του θελήματος του επουράνιου Πατέρα, με παράδειγμα από αυτά που συμβαίνουν στην υλική σπορά, όπου το σιτάρι που σπέρνεται φυτρώνει και ωριμάζει για θερισμό αφού περάσει ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν όμως ωριμάσει, πρέπει να θεριστεί (ο). Οι μαθητές, την ώρα που ετοίμαζαν το γεύμα και θεωρούσαν ότι αυτό ήταν η επείγουσα για τη στιγμή εκείνη ανάγκη, δεν υποπτεύονταν ότι πλησίαζε κάποιος θερισμός πνευματικός (g).
(2) Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές θεώρησαν, ότι ειπώθηκε αυτό άσχετα με τους αγρούς της Συχέμ, οι οποίοι απλώνονταν μπροστά στα μάτια του Κυρίου και των μαθητών του σπαρμένοι ήδη. Το «δεν λέτε εσείς», θεωρήθηκε ότι αναφέρεται σε παροιμιακό λόγο που συνηθιζόταν στους Ιουδαίους και γνωστό από τους μαθητές= Δεν ξέρετε και δεν λέτε εσείς την γνωστή παροιμία για τα χωράφια ότι… Πιθανότερη όμως παρουσιάζεται η ερμηνεία ότι ο λόγος αυτός του Κυρίου λέγεται σε σχέση με τους αγρούς που απλώνονταν δίπλα από το πηγάδι του Ιακώβ και ήταν ήδη σπαρμένοι και σε σχέση με την εποχή κατά την οποία ο Κύριος επιχειρώντας το ταξίδι προς Ιουδαία βρέθηκε τώρα στη Συχέμ.
«Γιατί εκείνο τον καιρό ήταν εποχή του χειμώνα και το καλάμι των σπόρων που μόλις είχε φυτρώσει και ήταν νέο άρχιζε πια να ανεβαίνει από τη γη, και μετά από τέσσερις μήνες αναμενόταν να πέσει στα χέρια του θεριστή» (Κ).
Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ο θερισμός στην Παλαιστίνη γίνεται γύρω στα μέσα Απριλίου, («Ο θερισμός λοιπόν στην Ιουδαία αρχίζει να γίνεται γύρω στο μήνα… Νισάν, όταν γιορτάζεται το πάσχα, ώστε μερικές φορές έκαναν τα άζυμα από νέο σιτάρι. Αλλά έστω ότι δεν γινόταν εκείνο τον μήνα ο θερισμός, αλλά κατά τον επόμενο από αυτόν… Και σε αυτήν την περίπτωση, ο πριν το τετράμηνο καιρός… είναι ακμαίος χειμώνας» (Ω) τα συμβάντα στο πηγάδι του Ιακώβ σημειώθηκαν γύρω στα μέσα Δεκεμβρίου. Οποιαδήποτε παρ’ όλα αυτά από τις δύο αυτές εκδοχές και να προτιμήσουμε, με τα λόγια αυτά ο Κύριος θέλησε να τονίσει, ότι στη φυσική σπορά είναι ανάγκη να αναμείνει κάποιος με υπομονή την πάροδο αρκετού χρονικού διαστήματος, ώστε σε αυτό να φυτρώσει και να ωριμάσει το στάρι που σπάρθηκε.
(3) «Εγώ όμως σας λέω, ότι έφτασε ο νοητός θερισμός» (Θφ). Αντιτίθεται με το «δεν λέτε εσείς»· αυτό που συμβαίνει στη φύση (δεν λέτε εσείς…) αντιτίθεται με αυτά που γίνονται στη σφαίρα του Πνεύματος (να, εγώ σας λέω). Σε αυτήν μπορεί ο πνευματικός σπόρος να ωριμάσει αμέσως, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, να περάσει χρόνος μακρός. Και η απόδειξη βρισκόταν μπροστά στη θέα των μαθητών (σηκώστε τα μάτια σας)(g). Πριν λίγα μόλις λεπτά είχε σπείρει ο Κύριος τα πρώτα σπέρματα στην καρδιά της γυναίκας, και όμως δημιουργήθηκε ρεύμα Σαμαρειτών που έσπευδαν από την πόλη προς αυτόν, και αυτό αποτελούσε αγρό έτοιμο ήδη για θερισμό (μ).
Η εποχή του ευαγγελίου είναι εποχή θέρους και το έργο του ευαγγελίου είναι έργο θερισμού. Ο καιρός του θερισμού είναι καιρός εργασίας. Όλων τα χέρια πρέπει να είναι στο έργο. Ο καθένας πρέπει να εργάζεται για τον εαυτό του, για να ωριμάσει κάτω από την επίδραση της χάρης και των δωρεών του ευαγγελίου. Οι διάκονοι λοιπόν του Κυρίου πρέπει να εργάζονται, για να ελκύσουν ψυχές στον Κύριο. Η εποχή του θερισμού ακόμα είναι ευκαιρία, σύντομη και περιορισμένη περίοδος, η οποία δεν διαρκεί για πολύ. Έτσι και ο χρόνος, στον οποίο μπορούμε να επωφεληθούμε από το ευαγγέλιο είναι χρόνος ειδικής ευκαιρίας, η οποία όταν περάσει, δεν επιστρέφει πλέον.
(4) Με αυτά ο Κύριος εφιστά την προσοχή των μαθητών σε θέαμα απροσδόκητο, το οποίο αυτοί δεν μπορούσαν να εξηγήσουν (g).
«Διότι πράγματι έβλεπαν λοιπόν το πλήθος των Σαμαρειτών να έρχεται» (Χ) «και τις ψυχές τους που ήταν πρόθυμες και έτοιμες στην πίστη, οι οποίες σαν λευκά χωράφια χρειάζονται θερισμό» (Θφ).
(5) «Μάτια εδώ λέει τα μάτια και του νου και του σώματος» (Χ). Έβλεπαν με τα σωματικά μάτια το πλήθος να έρχεται, το οποίο για καθέναν που βλέπει και αντιλαμβάνεται πνευματικά, ήταν αγρός πνευματικός, έτοιμος για θερισμό.
(6) «Το χωράφι και ο θερισμός, δηλώνουν το ίδιο, το πλήθος των ψυχών που είναι έτοιμες για την υποδοχή του κηρύγματος… και την ετοιμότητα της θέλησής τους, την ονομάζει λευκά χωράφια. Διότι όπως ακριβώς τα στάχυα, όταν γίνουν λευκά, είναι έτοιμα για θερισμό, έτσι και αυτοί τώρα είναι έτοιμοι για σωτηρία» (Χ). «Χωράφια μεν ονομάζει τα πλήθη των Σαμαρειτών που έρχονται ήδη προς αυτόν· λευκά δε τα ονομάζει, διότι είναι έτοιμοι για να πιστέψουν» (Ζ).
Ή, και γενικότερα, χωράφια είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα, η οποία μέσω διαφόρων δρόμων είχε προετοιμαστεί για υποδοχή του Σωτήρα. Δείγμα λοιπόν και απόδειξη αυτής της κατάστασης είναι οι Σαμαρείτες που έρχονται (δ). Αυτοί ήταν μέρος του όλου. Ο κόσμος όλος αποδεχόταν το σωτήριο κήρυγμα. Ήταν επίσης λευκός, ώριμος για υποδοχή του (κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(7) Αντιτίθεται με το προηγούμενο «ἔτι τετράμηνος»= Στην υλική σπορά χρειάζεται να περάσει τετράμηνο. Εδώ όμως ετοιμάστηκε το παν σε λίγες στιγμές (ο). Μπαίνει στο τέλος της όλης πρότασης για την έμφαση (g).
Ιω. 4,36 καὶ ὁ θερίζων(1) μισθὸν(2) λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν(3) εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ(4) καὶ ὁ θερίζων.
Ιω. 4,36 Και εκείνος, που θερίζει στον πνευματικόν αυτόν αγρόν, παίρνει τον μισθόν του και χαίρει, διότι προσκαλεί και συγκεντρώνει τους ανθρώπους δια την αιώνιον ζωήν. Ετσι και εις την πνευματικήν καλλιέργειαν και εκείνος που σπείρει, δηλαδή εγώ, χαίρει, όπως επίσης χαίρετε και σεις που θα θερίσετε.
(1) «Θέρισαν οι απόστολοι» (Χ). Δες σ. 38 και ιε 16. Μπορεί να είναι ο λόγος γενικός. «Μιλάει εδώ γενικότερα για όλους όσους πρόκειται να πιστέψουν, Σαμαρείτες και Ιουδαίους» (Ζ). Σε αυτήν την εκδοχή, σποριάς εκτός από τον Κύριο είναι δυνατόν «και οι προφήτες είναι αυτοί που έσπειραν» (Χ). Και το ακόλουθο «ώστε να χαίρεται μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει», θα το ερμηνεύσουμε:
«Επειδή επρόκειτο να πει ότι άλλος έσπειρε και άλλος θερίζει, για να μην νομίσει κάποιος ότι οι προφήτες στερούνται του μισθού, λέει κάτι παράξενο και παράδοξο και το οποίο δεν συμβαίνει στα αισθητά πράγματα… Διότι στα μεν αισθητά πράγματα εάν συμβεί άλλος να σπείρει και άλλος να θερίσει, δεν χαίρονται μαζί, αλλά λυπούνται αυτοί που έσπειραν, διότι ενώ άλλοι κουράστηκαν, χαίρονται όμως μόνοι αυτοί που θερίζουν· εδώ όμως δεν είναι έτσι, αλλά και αυτοί που δεν θερίζουν αυτά που έσπειραν, χαίρονται το ίδιο με αυτούς που θερίζουν» (Χ).
«Οι προφήτες έσπειραν, αλλά δεν θέρισαν. Δεν έχουν όμως στερηθεί εξαιτίας αυτού από την ευχαρίστηση, αλλά χαίρονται μαζί μας, έστω και αν δεν θερίζουν μαζί μας» (Θφ).
Πολύ αξιόλογη όμως και η ερμηνεία των νεωτέρων, σύμφωνα με την οποία τα λόγια αυτά του Κυρίου δεν ειπώθηκαν με έννοια γενική, αλλά αναφέρονται στην περίπτωση αυτή της επικείμενης επιστροφής των Σαμαρειτών. Η έννοιά τους λοιπόν είναι η εξής: Στα υλικά οι άνθρωποι σπέρνουν με δάκρυα και κόπους, ώστε μετά από αρκετό χρόνο να θερίσουν με αγαλλίαση (Ψαλμ. ρκε 5). Σε αυτήν εδώ όμως την πνευματική σπορά, εγώ ο σποριάς χαίρομαι ταυτόχρονα με εσάς τους θεριστές, διότι σπορά και θερισμός συμπίπτουν κατά τον ίδιο χρόνο (g,β).
(2) Ή, μισθός είναι η ίδια η αιώνια ζωή, στην οποία ο θεριστής εισάγει με το κήρυγμά του αυτούς που πιστεύουν σε αυτό (κ).
Ή, είναι η χαρά που συνοδεύει την διακονία, που αποβλέπει σε σωτηρία ψυχών και την συγκομιδή καρπών πνευματικών, οι οποίοι θα μείνουν αιώνια (ο,g). Χωρίς να αποκλείεται και η έννοια της αμοιβής, την οποία θα πάρουν από τον Κύριο και στη μέλλουσα ζωή αυτοί που υπηρετούν καλά στον αγρό του. Ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα πληρώσει καλά όσους χρησιμοποιεί στο έργο του. Διότι δεν θα κάνει ό,τι και ο Ιωακείμ, ο γιος του βασιλιά Ιωσία, ο οποίος έχτισε «σπίτι όχι με δικαιοσύνη και τον μισθό του διπλανού του δεν θα του τον πληρώσει» (Ιερεμ. κβ 13), ούτε ό,τι πράττουν εκείνοι για τους οποίους ειπώθηκε «να, ο μισθός αυτών που θέρισαν τα χωράφια σας που τους τον στερήσατε, κράζει» (Ιακ. ε 4). Οι θεριστές του Κυρίου κράζουν βεβαίως προς αυτόν νύχτα και ημέρα, αλλ’ όμως δεν κράζουν και εναντίον του διότι δεν έχουν κανένα παράπονο εναντίον του, αλλά τελείως αντιθέτως ευλογούν την δικαιοσύνη του και την αγαθότητά του.
(3) Καρπός είναι οι ψυχές που σώζονται, οι οποίες ελευθερωμένες από την αμαρτία και το θάνατο, εισάγονται στην αιώνια ζωή (ο,β).
(4) Μπορούμε να το πάρουμε ότι λέγεται και για τη χαρά στη μέλλουσα ζωή στην ουράνια Ιερουσαλήμ, όταν με χαρά θα βλέπουν όλοι οι εργάτες του Θεού τους καρπούς των κόπων τους (δ).
Ιω. 4,37 ἐν γὰρ τούτῳ(1) ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός(2), ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
Ιω. 4,37 Και εις την περίστασιν αυτήν εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, που λέγει ότι άλλος έχει σπείρει και άλλος θερίζει. Εγώ έσπειρα, σεις και οι διάδοχοί σας θα θερίσετε.
(1) Στο ότι θα θερίσετε εσείς σήμερα (g).
(2) «Λόγο αληθινό εννοεί κάποια παροιμία που κυκλοφορούσε στο πλήθος» (Θφ). Το να σπείρει ένας για να θερίσει άλλος, είναι άδικο και δυσάρεστο (Ιώβ λα 8), και έρχεται ως ποινή και κατάρα για τις αμαρτίες αυτού που έσπειρε (Δευτ. κη 30,Μιχ. στ 15). Και κάθε ημέρα στον ανθρώπινο βίο βρίσκει εφαρμογή και αποδεικνύεται ακριβής και αληθινή η παροιμία: Άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει. Στον πνευματικό όμως θερισμό η παροιμία αυτή βρίσκει κατεξοχήν την επαλήθευσή της, όχι λόγω αμαρτιών του σποριά, αλλά από ανιδιοτέλεια αυτού ή από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται το πνευματικό έργο (β).
Και έχει μεν υπ’ όψη ο Κύριος την συγκομιδή της τωρινής περίστασης, κατά την οποία οι μαθητές θα δοκιμάσουν τώρα τη χαρά, από την επιστροφή των Σαμαρειτών, μολονότι δεν έσπειραν αυτοί και δεν κοπίασαν για αυτήν. Προδιαγράφει όμως συγχρόνως σε αυτούς και την φύση του αποστολικού τους έργου, σαν να προλέγει σε αυτούς, ότι και αυτοί εν καιρώ θα γίνουν σποριάδες, για να αφήσουν σε άλλους την αποστολή του θερισμού (ο).
Ιω. 4,38 ἐγὼ(1) ἀπέστειλα(2) ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι(3), καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε(4).
Ιω. 4,38 Εγώ σας έστειλα δια να θερίσετε εκείνο, δια το οποίον σεις δεν έχετε κοπιάσει. Αλλοι, εγώ και οι προ εμού προφήται, εκοπίασαν, και σεις έχετε εισέλθει στους κόπους των, δια να θερίσετε.
(1) Ο Κύριος του θερισμού σύμφωνα με τα Ματθ. θ 38,Λουκ. ι 2. Εφαρμόζει τώρα την γενικώς ισχύουσα παροιμία και στους μαθητές του (ο,F). «Δες πώς όλα τα λέει σαν δεσπότης και εξουσιαστής» (Θφ).
(2) Το ρήμα λέγεται σε πολλά σημεία στον Ιωάννη, για τους μαθητές όμως ότι στάλθηκαν από τον Κύριο, μόνο εδώ και στο ιζ 18 (β). Ο αόριστος μάλλον μπαίνει προληπτικά για αυτά που πρόκειται να συμβούν, σαν αυτά να συνέβησαν. Μιλά λοιπόν ο Κύριος για την μετά το θάνατό του αποστολή των μαθητών και την γενικότερη αποστολική διακονία τους.
(3) «Διαβεβαιώνει ότι οι απόστολοι εισχώρησαν στους κόπους των αγίων προφητών» (Κ). Οι άλλοι αυτοί είναι τα πρόσωπα που διακρίθηκαν στην Π.Δ., ο Πρόδρομος, και ειδικότερα ο ίδιος ο Κύριος. Μιλά για κόπο.
«Διότι το πάρα πολύ επίπονο ήταν το εξής, το οποίο χρειαζόταν πολύ κόπο, το να ρίξει δηλαδή τα σπέρματα και να εισάγει μία ψυχή αμύητη στη θεογνωσία» (Χ). «Σποριάδες είναι ο Μωϋσής και οι προφήτες που έγραψαν τα σχετικά με τη νουθεσία μας, στους οποίους κατέληξαν οι έσχατοι χρόνοι, και κήρυξαν τον ερχομό του Χριστού· θεριστές είναι οι απόστολοι που αποδέχτηκαν το Χριστό… σπόρος είναι όλος ο λόγος που έγινε με αποκάλυψη μυστηρίου που τηρούνταν σε σιωπή από αιώνες» (Ω).
Στην παρούσα περίπτωση της επιστροφής των Σαμαρειτών, «άλλοι» ήταν πρωτίστως ο Κύριος, ο οποίος παρά τον κόπο της οδοιπορίας, με τον λόγο του είλκυσε την Σαμαρείτιδα, και έπειτα σε κάποιο βαθμό και η Σαμαρείτιδα (β,ο,g). Στο Ματθ. ιγ 37 ονομάζεται ο Κύριος σποριάς του αγαθού σπέρματος, και αναντίλεκτα είναι ο Μέγας Σποριάς.
(4) «Εσείς ήλθατε στα εύκολα· διότι όπως στο θερισμό ο καρπός μαζεύεται με ευκολία και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα το αλώνι γεμίζει από δεμάτια, που δεν περιμένουν τις καιρικές μεταβολές… έτσι γίνεται και τώρα» (Χ).
«Οι απόστολοι εισχώρησαν στον κόπο του Μωϋσή και των προφητών αφού τους μύησε ο Ιησούς» (Ω). Εννοείται όμως, ότι αυτό ακριβώς θα δοκίμαζαν εκ πείρας και οι ίδιοι οι απόστολοι στο δικό τους έργο, του οποίου μεγάλο μέρος θα έμενε, για να θερίσουν άλλοι αυτό (g). Τα λόγια «άλλοι κοπίασαν και εσείς μπήκατε στον κόπο τους» εφαρμόζονται σε κάθε περίοδο της εκκλησιαστικής ζωής (β).
Από τους κόπους των εργατών του ευαγγελίου, οι οποίοι πέθαναν και έφυγαν, πολύς αγαθός καρπός είναι δυνατόν να συγκομίζεται από τους επιζώντες και τους διαδόχους τους. Έχουμε λοιπόν λόγους να ευλογούμε το Θεό για εκείνους, οι οποίοι έζησαν ως εργάτες του αγρού του πριν από εμάς· διότι εμείς μπήκαμε στον κόπο τους. Οι σπουδές τους, οι κόποι τους, τα κηρύγματά τους, οι συγγραφές τους έκαναν ευκολότερο το έργο μας.
Ιω. 4,39 Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν(1) τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός(2), μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.
Ιω. 4,39 Από δε την πόλιν εκείνην πολλοί Σαμαρείται επίστευσαν εις αυτόν από τα λόγια της γυναικός εκείνης, που επεβεβαίωνε ότι μου είπε όλα όσα έκανα.
(1) Πίστεψαν ως τον Μεσσία τον οποίο είχε υποσχεθεί ο Θεός. Να και ο θερισμός που ανάγγειλε ο Κύριος στο σ. 35 στους μαθητές. Αναμφίβολα η πίστη των Σαμαρειτών είναι αόριστη και γενική, είναι όμως ικανή να φέρει αυτούς στο Χριστό, για να γίνει κοντά του φωτεινότερη και ισχυρότερη.
(2) Η υπερφυσική γνώση την οποία επέδειξε ο Ιησούς, ήταν αρκετή χωρίς κάποιο άλλο θαύμα να προσελκύσει στην πίστη.
«Οι Ιουδαίοι αν και γνώριζαν πολύ περισσότερα από τους Σαμαρείτες και είχαν ανατραφεί με τους Προφήτες, φάνηκαν στην προκειμένη περίπτωση κατώτεροι από αυτούς. Διότι αυτοί μεν και από τη γυναίκα και χωρίς να δουν κανένα θαύμα, βγήκαν και παρακαλούσαν το Χριστό να μείνει κοντά τους· ενώ οι Ιουδαίοι παρόλο που είδαν και θαύματα όχι μόνο δεν τον κρατούσαν κοντά τους, αλλά και τον έδιωχναν» (Χ).
Για το λόγο της γυναίκας. Δες πώς ο Θεός ευαρεστείται μερικές φορές να χρησιμοποιεί ασθενέστατα όργανα για έναρξη και ολοκλήρωση αγαθού έργου. Δες επίσης, ότι «λίγη φωτιά πόση ύλη ανάβει». Ο Κύριος διδάσκοντας μία φτωχή γυναίκα, διέδωσε τη γνώση της αλήθειας σε ολόκληρη πόλη. Ας μη γίνονται απρόθυμοι και ας μην αποθαρρύνονται οι κήρυκες του ευαγγελίου, εάν έχουν λίγους ή και άσημους ακροατές. Οι λίγοι αυτοί θα διαδώσουν ό,τι ακούνε και σε περισσότερους. Τέλος δες, πόσο αποτελεσματικό είναι να μιλά κάποιος για το Χριστό από την πείρα του, όπως μίλησε στους συμπολίτες της η Σαμαρείτιδα.
Ιω. 4,40 ὡς οὖν(1) ἦλθον πρὸς αὐτὸν(2) οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς(3)· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας(4).
Ιω. 4,40 Οταν, λοιπόν, ήλθον εις αυτόν οι Σαμαρείται, τον παρακαλούσαν να μείνη μαζή τους• και έμεινε εκεί δύο ημέρας.
(1) Το ὡς οὖν υπάρχει μόνο στον Ιωάννη (ια 6, ιη 6, κ 12, κα 9), όχι όμως και στους συνοπτικούς (β). Με αυτό περιλαμβάνει την αφήγηση από το σ. 30 (ο).
(2) Πρώτο αποτέλεσμα της πίστης τους ήταν να έλθουν προς αυτόν (g). Ο ευαγγελιστής ούτε αφηγείται ούτε υπαινίσσεται ότι έγινε κάποιο θαύμα από τον Ιησού σε αυτήν την ευκαιρία (ο). Αυτό κάνει πιο αξιόλογη την προθυμία των Σαμαρειτών στην πίστη.
«Αν και δεν ήταν λογικό αυτοί να πιστέψουν και λόγω του ότι δεν είδαν κανένα θαύμα και λόγω του ότι ένιωθαν απέχθεια για τους Ιουδαίους· αλλά όμως, επειδή έκριναν τα λόγια του σύμφωνα με την αλήθεια… σχημάτισαν ιδέα υψηλότερη από αυτά τα εμπόδια και φιλοτιμούνταν να τον θαυμάζουν περισσότερο» (Χ).
Οι Σαμαρείτες όταν για πρώτη φορά συναντήθηκαν στο πηγάδι με τον Ιησού, τίποτα το κατά κόσμον έκτακτο δεν θα είδαν σε αυτόν. Αντιθέτως θα έκανε σε αυτούς εντύπωση το άσημο της εξωτερικής του εμφάνισης και η ολοφάνερη φτώχεια του. Αλλά αυτά δεν μείωσαν την εκτίμησή τους προς αυτόν και τις ελπίδες με τις οποίες ήλθαν προς αυτόν. Μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι δεν σκανδαλίζονται με το Χριστό εκ πρώτης όψεως.
(3) «Ήθελαν να τον κρατήσουν για πάντα» (Χ). Να μείνει πάντοτε ή τουλάχιστον μακρό χρόνο (b), «και να τους προσφέρει πλούσια τον σωτήριο λόγο» (Κ). «Διότι αυτό το να μείνει, σημαίνει το να κατοικήσει τελείως μαζί τους» (Θφ).
(4) Επαναλαμβάνει και στο σ. 43 την ίδια φράση. Η επανάληψη αυτή, προδίδει πόσο γλυκιά παρέμεινε η ανάμνηση της διαμονής αυτής στον ευαγγελιστή (g).
Ιω. 4,41 καὶ πολλῷ πλείους(1) ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ(2),
Ιω. 4,41 Και από την διδασκαλίαν, που τους έκαμε, επίστευσαν πολύ περισσότεροι εις αυτόν.
(1) Περισσότεροι από εκείνους, οι οποίοι πίστεψαν στον Ιησού από τον λόγο της γυναίκας. Σε αυτούς όμως περιλαμβάνονται και αυτοί που πίστεψαν προηγουμένως με το λόγο της γυναίκας, διότι αυτοί σύμφωνα με το σ. 42 λένε στη γυναίκα· δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ (ο).
(2) Αντιτίθεται με το λόγο με τον οποίο έδωσε μαρτυρία η γυναίκα (ο). Με τον ίδιο τον δικό του λόγο, τον οποίο άμεσα αυτοί από το στόμα του άκουσαν.
«Ο ευαγγελιστής δεν εξηγεί τα επί μέρους θαυμαστά λόγια της διδασκαλίας του, αλλά δίνει βεβαίως σε εμάς να καταλάβουμε από την κατάληξη των πραγμάτων, τη δύναμη της θείας του διδασκαλίας. Διότι πολλά βεβαίως και από τα μεγάλα προσπερνούν οι ευαγγελιστές» (Θφ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι για μεν τα λεγόμενα από τον Κύριο χρησιμοποιείται εδώ η λέξη λόγος, ενώ μετά από λίγο για τα λόγια της γυναίκας χρησιμοποιείται η λέξη λαλιά, η οποία τίποτα το περιφρονητικό δεν κρύβει αλλά σημαίνει μάλλον κάτι εξωτερικό, τον τρόπο ομιλίας, κάποια αναγγελία (g).
Ιω. 4,42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι(1) διὰ τὴν σὴν λαλιὰν(2) πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν(3), καὶ οἴδαμεν(4) ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου(5) ὁ Χριστός.
Ιω. 4,42 Και εις την γυναίκα έλεγαν ότι “στον Ιησούν δεν πιστεύομεν πλέον από όσα συ μας είπες περί αυτού, αλλά διότι ημείς, οι ίδιοι τον έχομεν ακούσει και γνωρίζομεν καλά ότι πράγματι αυτός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός”.
(1) Η αληθινή πρόοδος της πίστης γίνεται εδώ ολοφάνερη (b). Το πρώτο στάδιο της μύησης στην πίστη συντελείται με όσα οι άλλοι λένε σε αυτόν που πιστεύει· η πλήρης όμως και βέβαιη πίστη εξαρτάται από την προσωπική επικοινωνία με το Χριστό (β). Η πίστη γεννιέται από την ακοή, από το μήνυμα, το οποίο μας γνωστοποιείται από τους κήρυκες του ευαγγελίου. Οι Σαμαρείτες από το μήνυμα της γυναίκας πήραν την πρώτη ώθηση στο να γνωρίσουν τον Κύριο και να λάβουν άμεση γνώση και πείρα του. Έτσι η από τους γονείς και κήρυκες διδασκαλία και η μαρτυρία της εκκλησίας, όπως και αυτών που έλαβαν πείρα του Ιησού κοντά μας συνιστούν σε εμάς το ύψος και την σωτηριώδη ιδιότητα του λόγου του Κυρίου και λαμβάνουμε από αυτούς την πρώτη γνωριμία με το Σωτήρα.
Αλλά η πίστη που με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε μέσα μας πρέπει να αυξηθεί, να ισχυροποιηθεί και να ωριμάσει με το ίδιο μέσο, με το οποίο έγινε τέτοια και στους Σαμαρείτες. Με την άμεση δηλαδή γνωριμία μας με τον Ιησού και με την μαρτυρία αυτού του ιδίου. Από την πρώτη ώθηση πληροφορηθήκαμε από τους άλλους ότι οι Γραφές περιέχουν τον λόγο της αιώνιας ζωής. Αλλά όταν και εμείς οι ίδιοι εγκύψουμε σε αυτές και με τη δική μας πείρα δοκιμάσουμε τον φωτισμό, την αναγέννηση, τον αγιασμό, την παρηγοριά των λόγων του Ιησού, τότε πιστεύουμε όχι για τον λόγο, τον οποίο μας είπαν οι άλλοι, αλλά διότι εμείς οι ίδιοι ερευνήσαμε και με άμεση πείρα βεβαιωθήκαμε.
(2) Ο σιναϊτικός και ο του Βέζα γράφουν: μαρτυρίαν.
(3) Χωρίς αντικείμενο, διότι η έννοια συγκεντρώνεται στο «αυτοί». «Θαυμάζουν όχι πλέον από όσα μαθαίνουν από άλλους, αλλά από αυτά που οι ίδιοι άκουσαν» (Κ).=Εμείς οι ίδιοι ακούσαμε με τα αυτιά μας. «Αρνούνται την πίστη που προήλθε από τον λόγο της γυναίκας, επειδή βρήκαν καλύτερο από εκείνη, το ότι άκουσαν τον ίδιο τον σωτήρα» (Ω).
(4) Και γνωρίζουμε αφού σχηματίσαμε πεποίθηση.
«Παρόλο που άκουσαν τη γυναίκα να λέει με αμφιβολία· Μήπως αυτός είναι ο Χριστός; Δεν είπαν και αυτοί ότι και εμείς υποπτευόμαστε, ούτε ότι νομίζουμε, αλλά ότι γνωρίζουμε» (Χ).
(5) «Δεν ομολογούν το Χριστό σαν έναν από τους πολλούς, αλλά τον όντως Σωτήρα» (Χ). Και όχι Σωτήρα μόνο των Ιουδαίων, αλλά «επειδή η οικουμένη ήταν χαμένη, ήλθε αυτός να την σώσει» (Ζ).
«Σωτήρα του κόσμου και μαζί με το άρθρο. Αυτός είναι ο Σωτήρας, αυτός που κυριολεκτικά και στην πραγματικότητα έσωσε όλους» (Θφ).
Προφανής νέα πρόοδος στην πίστη των Σαμαρειτών. Δεν θεωρούν αυτόν μόνο διδάσκαλο έγκυρο, αλλά και Σωτήρα του κόσμου. Οι Σαμαρείτες αφού πίστεψαν τον Ιησού, ο οποίος ήταν Ιουδαίος, ως τον αληθινό Μεσσία, κατά φυσική συνέπεια θεώρησαν αυτόν ως Μεσσία, όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και δικό τους και όχι κλεισμένο στα εθνικά όρια ενός μόνου λαού. Επιπλέον η επικοινωνία με το Χριστό που παρατάθηκε για διήμερο, επόμενο ήταν να συντελέσει στην αποσαφήνιση των αντιλήψεών τους σχετικά με το Μεσσία και στην πλήρη από αυτούς κατανόηση των λόγων της θείας υπόσχεσης, τους οποίους διάβαζαν στην Πεντάτευχο «θα ευλογηθούν με εσένα όλες οι φυλές της γης» (Γεν. ιβ 3)(g).
Η περιγραφή αυτή του πρώτου στη Σαμάρεια κηρύγματος του Σωτήρα… καθόλου δεν αντιφάσκει με την μετά από αυτό πρόσκαιρη εντολή που δόθηκε στους μαθητές του να κηρύξουν στους Ιουδαίους και όχι στους Σαμαρείτες και τα έθνη (Ματθ. ι 5). Η εντολή αυτή καθόλου δεν δέσμευε αυτόν, αλλά μόνο τους αποστόλους. Επιπλέον η αναφερόμενη στο Λουκ. θ 52-53 απιστία των κατοίκων μιας κωμόπολης των Σαμαρειτών… καθόλου δεν αναιρεί ότι ήταν δυνατόν να πιστέψουν οι κάτοικοι αυτής εδώ της κωμόπολης (δ).
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 136-163 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Όπως σου έγραψα πριν λάβω το τελευταίο γράμμα σου, μάλλον δεν θα μπορέσω να έρθω τώρα ως εκεί. Είναι περίοδος σαρακοστής, οι υποχρεώσεις μου είναι πολλές και δεν υπάρχει κανείς να μ’ αντικαταστήσει εδώ.
Γράψε μου τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια. Αν σου φαίνεται πιο εύκολο να εξιστορήσεις όσα συνέβησαν σαν ν’ αφορούν τρίτο πρόσωπο, κάνε το κι έτσι. Θα καταλάβω.
«Ενδυναμού εν τη χάριτι τη εν Χριστώ Ιησού» (Β' Τιμ. 2:1). Μην πέσεις σε απελπισία, ακόμα και στις πιο ζοφερές στιγμές της μάχης. Αντίθετα μάλιστα, διάλεξε ειδικά αυτές τις στιγμές για να ριχτείς ορμητικά μέσα στη θάλασσα του ελέους του Κυρίου μας, προσφέροντάς Του τον πληγωμένο σου εαυτό και ικετεύοντας Τον για βοήθεια. Επιδοκιμάζω ανεπιφύλακτα την πρόθεσή σου να επικοινωνήσεις αμέσως μ’ ένα καλό πνευματικό, να εξομολογηθείς και, όποτε σου επιτρέψει, να κοινωνήσεις.
Δοξασμένο ας είναι το όνομα του Κυρίου, που τα ιερά μυστήρια της εξομολογήσεως και της θείας ευχαριστίας σε θεράπευσαν εντελώς. Μετά απ’ αυτό όμως, μην ξεχνάς τα λόγια Του: «Ίδε υγιής γέγονας• μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται» (Ιω. 5:14).
5. Συνεργασία με τη θεία χάρη
Δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί σου έκαναν τόση κατάπληξη τα λόγια μου, ότι δηλαδή είμαι ανίκανος να σε βοηθήσω χωρίς τη συνδρομή της χάριτος του Θεού και χωρίς τη δική σου προσπάθεια. Αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσα να παραδεχτώ πως, από τη δική μου πλευρά, μπορώ να φανώ χρήσιμος σε οποιονδήποτε; Στην πράξη, κάθε φορά που μου ζητούν βοήθεια, προσεύχομαι θερμά, αναγνωρίζοντας το ασήκωτο φορτίο της αμαρτωλότητος και αναξιότητος μου, και έχοντας την απόλυτη επίγνωση ότι μόνο από υπακοή στην εντολή του Κυρίου μας επιχειρώ οτιδήποτε. Αλλ’ ακόμα και με τη συγκατάθεση του Θεού, οι προσευχές και οι προσπάθειές μου δεν ωφελούν σε τίποτα, αν δεν μπει σε ενέργεια και η δική σου θέληση και αποφασιστικότητα.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι με τη χάρη του Θεού, που ενεργεί μεσ’ από τα μυστήρια της μετάνοιας και της θείας κοινωνίας, παίρνεις την άφεση για το παρελθόν. Όμως, αργά ή γρήγορα, το κακό θα ορμήσει πάλι εναντίον σου με τους πειρασμούς.
Και αν δεν θέλεις τότε να πέσεις ακόμα πιο χαμηλά και αξιοθρήνητα απ’ ό,τι προηγουμένως, θα πρέπει να προβάλεις ηρωική αντίσταση. Να γιατί επιμένω ότι, αν θέλεις να σε βοηθήσω, είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση και της δικής σου θελήσεως.
Στα γράμματά σου συνεχώς γράφεις, πώς και όταν η θέλησή σου παίρνει το σωστό δρόμο, είναι πάντως ακόμα απελπιστικά ανίσχυρη και ασθενική. Δεν πειράζει. Μετάτρεψε αυτή την αδυναμία σε πηγή ταπεινώσεως, λέγοντας: «Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί» (Ψαλμ. 6:3). Σταθερά και αποφασιστικά ακολούθησέ τη σωστή πορεία, ελπίζοντας στην καλύτερη έκβαση. Ερεύνησέ τα πιο κρυφά σημεία των σκοτεινών λαβυρίνθων, που περιβάλλουν το φωτεινό πυρήνα της καρδιάς σου. Και ξερίζωσέ την υπερηφάνεια. Ξερίζωσέ αυτό το αγριόχορτο οπουδήποτε το βρεις μέσα στον αγρό της ψυχής σου.
Όταν βλέπεις τα σκοτεινά πάθη να σου παίρνουν ό,τι καλύτερο έχεις μέσα σου, μην απελπίζεσαι. Μόνος, ήσουν πράγματι αδύναμος. Αλλά με του Θεού τη βοήθεια, είσαι τρομερά δυνατός. Ασκώντας και χαλυβδώνοντας τη βούλησή σου, ώστε να κάνει το θέλημα του Θεού, εγκατάλειψε με ταπείνωση κι εμπιστοσύνη τον εαυτό σου στο έλεος Του. Αν έτσι κάνεις, τότε και οι δικές μου προσευχές θα σε βοηθήσουν πολύ.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.101-103 )
Ώ, αν καταλαβαίναμε την μακροθυμία του Θεού! Εκατό χρόνια χρειάσθηκαν για να γίνη η Κιβωτός του Νώε . Μήπως ο Θεός δεν μπορούσε να κάνη γρήγορα μία Κιβωτό; Αλλά άφησε τον Νώε να παιδεύεται εκατό χρόνια, για να καταλάβουν και οι άλλοι και να μετανοήσουν. Εκείνος έλεγε: «Δέστε, θα γίνη κατακλυσμός! Μετανοή-στε!». Εκείνοι τον κορόιδευαν. «Κλουβιά, έλεγαν, φτιάχνει» και είχαν τον χαβά τους. Και τώρα, σε δύο λεπτά μπορεί ο Θεός όλον τον κόσμο να τον συγκλονίση και να τον κάνη να αλλάξη, να γίνουν όλοι πιστοί, σούπερ πιστοί! Πώς; Αν γυρίση το κουμπί στον σεισμό σιγά-σιγά από τα 5 στα 6 ρίχτερ... στα 7... Στα 8, οι πολυκατοικίες θα πάνε σαν τους μεθυσμένους, θα αρχίση η μία να χτυπά την άλλη. Στα 10 όλοι θα πούν: «Ήμαρτον! Σε παρακαλούμε, σώσε μας». Μπορεί και όλοι να πούν: «Καλόγεροι θα γίνουμε!». Μόλις όμως τελειώση ο σεισμός, ενώ ακόμη θα κουνιούνται λίγο, λαλά δεν θα πέφτουν, πάλι στα μπουζούκια θα τρέξουν. Γ ιατί η επιστροφή τους αυτή δεν θα έχη πραγματική μετάνοια, αλλά απλώς θα πούν έτσι, για να γλυτώσουν το κακό.
- Γέροντα, όταν συμβαίνη λ.χ. μία θεομηνία και είναι οργή Θεού, αν προσευ¬χηθούν οι δίκαιοι, δεν εισακούονται;
- Ξέρεις τί γίνεται; Δεν είναι ότι έχει μετάνοια ο κόσμος, όποτε εισακούονται από τον Θεό οι δίκαιοι. Αλλο είναι όταν παροργίζουμε τον Θεό και το αναγνωρίζουμε, τότε λυπάται ο Θεός και μας βοηθάει. Αλλά, όταν δεν αναγνωρίζη κανείς ότι παροργίζει τον Θεό και συνεχίζη το τυπικό του, τότε πώς να ακούση ο Θεός τις προσευχές των δικαίων; Σφάλλει ο άνθρωπος; Πρέπει να καταλάβη ότι σφάλλει, για να τον συγχωρήση ο Θεός. Μετά, βλέπετε, οι πνευματικοί άνθρωποι, αν κάνουν κάποιο σφάλμα, δεν έχουν ελαφρυντικά. «Υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων», λέει μία ευχή . Για τον καημένο τον κόσμο τα σφάλματα είναι «αγνοήματα», ενώ για τους πνευματικούς ανθρώπους είναι «αμαρτήματα». Γι' αυτό, αν γίνη κάποιο σφάλμα από πνευματικούς ανθρώπους, είναι βαρύ. Οι κοσμικοί έχουν ελαφρυντικά. Φέτος τον Δεκαπενταύγουστο που επίασε φωτιά στο Αγιον Όρος, ήταν κάτι φοβερό! Έφθασαν όλοι οι ειδικοί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνη τίποτε. Όλοι παρακολουθούσαν την φωτιά. Και μερικοί έλεγαν: «Γιατί η Παναγία δεν την σβήνει;». Φθάνουμε σε σημείο να βλασφημούμε το όνομα του Θεού. Μετά από έξι ημέρες επίασε πάλι φωτιά σε άλλο σημείο, αλλά επίασε βροχή και την έσβησε αμέσως. Δεν καταλαβαίνουν, πώς αυτή η φωτιά έσβησε και η άλλη δεν έσβηνε;
Ορισμένοι, χωρίς να γνωρίζουν τους πνευματικούς νόμους που λειτουργούν, προσεύχονται με πόνο, αλλά δεν εισακούονται, γιατί είναι πια οργή Θεού. Ορισμένοι πάλι δεν προσεύχονται, δεν κάνουν ούτε ένα κομποσχοίνι, γιατί συμφωνούν με την δικαία οργή του Θεού, που σκοπό έχει να συνετίση τους ανθρώπους. Ο Θεός να φωτίση περισσότερο εμάς τους μοναχούς, γιατί οι περισσότεροι είμαστε μωρές παρθένες και τα λυχνάρια μας έχουν νερό με λίγο λάδι στο φιτίλι. Οι κοσμικοί περιμένουν από εμάς να τους φωτίσουμε τον δρόμο, για να μη σκοντάφτουν!
Να παρακαλούμε να δίνη ο Θεός μετάνοια στον κόσμο, για να αποφύγουμε την δικαία οργή του Θεού. Η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί ν' αντιμετωπισθή διαφορετικά παρά μόνο με μετάνοια και τήρηση των εντολών Του.
(Λόγοι Παϊσίου τόμος Α σελ.124-126)
Του Αββά Γρηγορίου του Θεολόγου
α'. Είπε ο Αββάς Γρηγόριος : « Αυτά τα τρία απαιτεί ο Θεός από κάθε άνθρωπο οπού έχει βαπτισθή : Πίστη ορθή από την ψυχή του, αλήθεια από τη γλώσσα του και σωφροσύνη από το σώμα του ».
β'. Είπε πάλι : « Ολόκληρος ο βίος του ανθρώπου είναι σαν μια μέρα για όσους κοπιάζουν με πόθο».
Του Αββά Γελασίου
α'. Έλεγαν για τον Αββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο από δέρματα, οπού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα. Και πάνω του ήταν γραμμένη ολόκληρη η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Το είχε δε αφήσει να βρίσκεται στην εκκλησία, ώστε όποιος αδελφός ήθελε, να μπορή να διαβάση. Σαν ήλθε δε ένας ξένος αδελφός να επισκεφφή τον γέροντα, το είδε και το επεθύμησε. Το έκλεψε λοιπόν και βγήκε. Αλλά ο γέρων δεν τον πήρε από πίσω για να τον πιάση, αν και κατάλαβε τί είχε συμβή. Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και προσπαθούσε να το πουλήση. Και βρίσκοντας κάποιον οπού ήθελε να το αγοράση, απαιτούσε την τιμή, νομίσματα δεκαέξη. Αλλά ο αγοραστής του λέγει :
« Δός το μου πρώτα να το εξετάσω και υστέρα σου πληρώνω την τιμή του ». Του το δίνει λοιπόν. Και εκείνος, άφου το πήρε, το έφερε στον Αββά Γελάσιο να το εξετάση, λέγοντάς του την τιμή οπού ώρισε ο πωλητής. Και του λέγει ο γέρων : « Αγόρασε το, γιατί είναι καλό και αξίζει την τιμή οπού είπες ». Φεύγει ο άνθρωπος εκείνος και λέγει στον πωλητή άλλα και οχι ό,τι του είχε πή ο γέρων. Του είπε : « Να, το έδειξα στον Αββά Γελάσιο και μου είπε ότι είναι ακριβή η τιμή του και δεν την αξίζει». Τον ακούει ο άλλος και του λέγει : « Τίποτε άλλο δεν σου είπε ο γέρων ; ». Του απαντά : « Όχι». Τότε του λέγει : « Δεν θέλω πλέον να το πουλήσω ». Γεμάτος δε συντριβή, ήλθε στον γέροντα, έβαλε μετάνοια και τον παρακάλεσε να το πάρη πίσω. Αλλά ο γέρων δεν ήθελε να το πάρη. Τότε του λέγει ο αδελφός : « Αν δεν το πάρης, δεν θα έχω ανάπαυση ». Του αποκρίνεται ο γέρων : « Αν δεν θα έχης ανάπαυση, να, το δέχομαι». Και έμεινε ο αδελφός εκείνος έως το τέλος του επιγείου βίου του και ωφελήθηκε από το έργο του γέροντος.
β'. Στον ίδιο Αββά Γελάσιο, άφησε κάποτε ένας γέρων, μοναχός και αυτός, οπού διέμενε κοντά στη Νικόπολη, ένα κελλί και το γύρω του χωράφι. Ένας δε γεωργός του Βακάτου, του τότε άρχοντος στη Νικόπολη της Παλαιστίνης, επειδή ήταν συγγενής του κοιμημένου γέροντος, παρουσιάστηκε στον παρά πάνω Βακάτο και αξίωσε να πάρη στην κατοχή του εκείνο το χωράφι, γιατί, δήθεν, σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε να περιελθη σ’ αυτόν. Και εκείνος, δραστήριος άνθρωπος καθώς ήταν, προσπαθούσε με τα ίδια του τα χέρια να πάρη το χωράφι από τον Αββά Γελάσιο. Αλλά ο Αββάς, μη θέλοντας μοναχικό κελλί να παραδώση σε κοσμικό άνθρωπο, δεν του το παραχωρούσε. Βλέποντας δε ο Βακάτος τα ζώα του Αββά Γελασίου να μεταφέρουν τις ελιές του κληρονομημένου απ’ αυτόν χωραφιού, τα απέσπασε με τη βία, πήρε στο σπίτι του τις ελιές και με κακή συμπεριφορά άφησε ύστερα τα ζώα και τους αγωγιάτες. Αλλά ο μακάριος γέρων, τον μεν καρπό καθόλου δεν τον διεκδίκησε, την κυριαρχία όμως του χωραφιού δεν την παρεχώρησε, για την αιτία οπού είπαμε. Έτσι, εξαγριωμένος ο Βακάτος και επειδή είχε και άλλες ανάγκες οπού τον κέντριζαν, - ήταν, βλέπετε, φιλόδικος - τρέχει στην Κωνσταντινούπολη, κάνοντας τον δρόμο πεζή. Σαν έφθασε στην Αντιόχεια, άκουσε για τον άγιο Συμεών, οπού έλαμπε τότε σαν μεγάλος φωστήρας, με την υπεράνθρωπη αρετή του και θέλησε, σαν χριστιανός, να δη τον άγιο. Βλέποντάς τον δε από τον στύλο ο άγιος Συμεών, μόλις έμπαινε στη Μονή, τον ρώτησε : « Από που είσαι; Και που πας ; ». Και εκείνος αποκρίνεται: « Από την Παλαιστίνη είμαι και στην Κωνσταντινούπολη πηγαίνω ». Και ο άγιος τον ξαναρωτά : « Και για ποιόν λόγο;». Του απαντά ο Βακάτος : «Για πολλές υποθέσεις. Και ελπίζω, με τις ευχές της αγιωσύνης σου, να ξαναγυρίσω και να προσκυνήσω τα άγια πόδια σου». Και του λέγει ο άγιος Συμεών: «Δεν θέλεις, αμαρτωλότατε άνθρωπε, να πης ότι εναντίον του ανθρώπου του Θεού πηγαίνεις ; Αλλά δεν θα ευοδωθή η πορεία σου. Ούτε θα ξαναδής το σπίτι σου. Αν λοιπόν θέλης να με άκούσης, τρέχα πίσω σ' αυτόν και βάλε του μετάνοια, αν βέβαια προφθάσης να είσαι ζωντανός ». Και ευθύς τον πιάνει πυρετός, τον βάζουν σε ενα κλειστό φορείο οι συνοδοί του και βιάζεται να γυρίση πίσω και να βάλη μετάνοια μπροστά στον Αββά Γελάσιο, όπως του είχε πη ο άγιος Συμεών. Αλλά φθάνοντας στη Βηρυτό πέθανε, χωρίς να ξαναδή το σπίτι του, κατά την προφητεία του αγίου. Αυτά, ο γυιός του, οπού τον έλεγαν επίσης Βακάτο, μετά το τέλος του πατέρα του, σε πολλούς και αξιοπίστους άνδρες τα διηγήθηκε.
γ'. Και αυτό επίσης πολλοί από τους μαθητές του το διηγήθηκαν. Κάποτε, οπού τους έφεραν ένα ψάρι, το τηγάνησε ο μάγειρος και το έφερε στον κελλαρίτη. Αλλά ο κελλαρίτης, επειδή του ετυχε μια βιαστική δουλειά, βγήκε από το κελλάρι, άφησε το ψάρι χάμω, μέσα στην απλάδα, και παρήγγειλε σ’ ένα καλογεροπαίδι μικρό να το φυλάξη προς ώρας για τον μακάριο Γελάσιο, οπού θα επέστρεφε. Αλλά το παιδί, λαίμαργο καθώς ήταν, άρχισε να τρώη με βουλιμία το ψάρι. Μπαίνοντας δε κατόπιν ο κελλαρίτης και βρίσκοντάς το να καταβροχθίζη το ψάρι, θύμωσε με το παιδί οπού καθόταν χάμω. Και χωρίς να το καλοσκεφθή, του έδωσε μια με το πόδι. Αλλά το χτύπημα ήταν καίριο, το παιδί έχασε τις αισθήσεις του και πέθανε. Τότε έπιασε φόβος τον κελλαρίτη. Πλάγιασε τον νεκρό στο ίδιο του στρωσίδι, τον σκέπασε και πήγε και έπεσε στα πόδια του Αββά Γελασίου, λέγοντάς του τί είχε συμβή. Εκείνος τότε του παρήγγειλε να μη το πη σε κανέναν άλλο και τον πρόσταξε, αφού όλοι θα αποσύρονταν στα κελλιά τους το βράδι, να μεταφέρη το πεθαμένο παιδί στο διακονικό, να το αποθέση μπροστά στο θυσιαστήριο και να φύγη. Πήγε ο γέρων στο διακονικό και στάθηκε να προσευχηθή. Και κατά την ώρα της νυχτερινής ψαλμωδίας, οπού συνάχτηκαν οι αδελφοί, βγήκε ο γέρων εχοντάς το παιδόπουλο να τον ακολουθή από πίσω, χωρίς κανείς να μάθη τί είχε συμβή, παρά μονάχα το ήζεραν αυτός και ο κελλαρίτης, έως την κοίμηση του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.60-63 )
«Ο Θεός δεν έχει θρησκεία.»(Mahatma Gandhi)
«Πιστεύω στο Θεό, αλλά όχι σαν ένα πράγμα, όχι σαν κάποιον γέρο στον ουρανό. Πιστεύω πως αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν Θεό, βρίσκεται στον καθέναν από εμάς. Πιστεύω πως ό,τι δίδαξαν ο Χριστός, ο Μωάμεθ, ο Βούδας και όλοι οι υπόλοιποι, ήταν σωστό. Απλά στις μεταφράσεις κάτι πήγε στραβά.»(John Lennon)
«Δεν πιστεύω στο Θεό και δεν είμαι άθεος.»(Albert Camus)
«Όταν ένας άνθρωπος υποφέρει από μια ψευδαίσθηση, αυτό ονομάζεται παραφροσύνη. Όταν πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από μια ψευδαίσθηση, αυτό ονομάζεται Θρησκεία.»(Robert M. Pirsig)
«Με ή χωρίς θρησκεία, οι καλοί άνθρωποι μπορούν να φέρονται καλά και οι κακοί άνθρωποι να κάνουν κακό; Αλλά για τους καλούς ανθρώπους το να κάνουν το κακό – αυτό απαιτεί θρησκεία.»(Steven Weinberg)
«Πιστεύω στο Θεό, μόνο που τον ονομάζω Φύση.»(Frank Lloyd Wright)
«Πιστεύω στη θεμελιώδη αλήθεια όλων των μεγάλων θρησκειών του κόσμου.» (Mahatma Gandhi)
«Σε μισώ Θεέ. Σε μισώ σαν να υπάρχεις πραγματικά.»(Graham Greene)
«Όταν απαντώνται τα πάντα, είναι απάτη.»(Sean Penn)
«Οι άνθρωποι επιτρέπουν στο Θεό να βρίσκεται παντού εκτός από το θρόνο Του. Θα Του επιτρέψουν να βρίσκεται στο εργαστήρι Του για να κατασκευάζει κόσμους και να φτιάχνει αστέρια. Θα Του επιτρέψουν να βρίσκεται στην Εκκλησία Του, να μοιράζει τον οβολό Του και να απονέμει τις αφθονίες Του. Θα Του επιτρέψουν να διατηρήσει τη γη και να βαστάζει τους στυλοβάτες αυτής, ή να ανάβει τα φώτα του παραδείσου, ή να κυβερνά τα κύματα του ασταμάτητου ωκεανού; Όταν όμως ο Θεός ανέρχεται στο θρόνο Του, τα πλάσματά Του τρίζουν τα δόντια τους. Και ανακηρύσσουμε έναν ενθρονισμένο Θεό και το δικαίωμά Του να κάνει το θέλημά Του με τα κεκτημένα Του, να διαθέσει τα πλάσματά Του όπως σωστά πιστεύει, χωρίς να τα συμβουλευτεί πάνω στο θέμα; είναι τότε που γιουχάρουμε και αποστρεφόμαστε, και είναι τότε που οι άνθρωποι παριστάνουν πως δεν μας ακούν, γιατί ο Θεός στο θρόνο Του δεν είναι ο Θεός που αγαπούν. Ωστόσο είναι ο Θεός πάνω στο θρόνο Του που λατρεύουμε να κηρύττουμε. Είναι ο Θεός πάνω στο θρόνο Του Εκείνος που εμπιστευόμαστε.»(Charles Spurgeon)
«Το ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ. Το ότι όλη μου η ύπαρξη χρειάζεται απεγνωσμένα το Θεό, αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω.»(Jean-Paul Sartre)
«Αν ο Θεός υπάρχει, ελπίζω να έχει μια καλή δικαιολογία.»(Woody Allen)
«Εκλαμβάνουμε το Θεό όπως ένας αεροπόρος εκλαμβάνει το αλεξίπτωτό του; Υπάρχει εκεί για τις περιπτώσεις ανάγκης αλλά ελπίζει να μη χρειαστεί ποτέ να το χρησιμοποιήσει.» (C.S. Lewis)
«Υπάρχει πολλή υπερηφάνεια στην άρνησή μου να πιστεύω στο Θεό.»(Orhan Pamuk)
«Δεν υπάρχει Θεός ανώτερος από την αλήθεια.»(Mahatma Gandhi)
«Αν ήταν να κατασκευάσω έναν Θεό θα τον εφοδίαζα με τρόπους και ποιότητες και χαρακτηριστικά που στον Παρόντα εκλείπουν.»(Mark Twain)
«Ήμουν χριστιανή από μικρό κορίτσι. Η Χριστιανοσύνη μου ωστόσο είναι ένα ακαθόριστο χάος από σκέψεις και απόψεις και φτιάχνω το Θεό όπως με βολεύει – όπως όταν ψωνίζω στο εμπορικό κέντρο και διαλέγω ότι θέλω, έτσι συνδυάζω και την πίστη σαν να ήταν ένα συνολάκι. Με κάποιο τρόπο, δε νομίζω ότι ο Δημιουργός, ο ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ, ο Σωτήρας του κόσμου είναι κάτι που μπορούμε να συνδυάσουμε κατά το δικό μας γούστο.(Cindy Martinusen-Coloma)
«Καλύτερα να μην υπάρχει Θεός γιατί αλλιώς θα βρεθώ σε μεγάλο μπελά.»(Patricia Marx)
«Οι άνθρωποι θα αναζητήσουν τα πέρατα του γαλαξία προκειμένου να αποφύγουν αυτό που χρειάζονται πραγματικά.»(Criss Jami)
«Ο τυπικός αθεϊστής επαναστατεί ενάντια στο Θεό όπως ένας έφηβος επαναστατεί ενάντια στους γονείς του. Όταν οι επιθυμίες ή τα πρότυπά του δεν εκπληρώνονται όπως αυτός κρίνει σωστό, τότε εξεγειρόμενος ορμά έξω από το σπίτι απορρίπτοντας το Λόγο του Θεού και διερευνώντας εξονυχιστικά εκείνους που στέκονται δίπλα στο Λόγο του Θεού. Ο επιθετικός προσδιορισμός «Ουράνιε Πατέρα» είναι μια μεγαλειώδης αντανάκλαση, μια σύνδεση με την ανθρώπινη φύση.»(Criss Jami)
«Γιατί όταν παύουμε να λατρεύουμε το Θεό, δεν λατρεύουμε το τίποτα, λατρεύουμε τα πάντα.»(G.K. Chesterton)
«Τα διαφορετικά δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο από διαφορετικά μονοπάτια για να φτάσουμε τον ίδιο Θεό.»(Sri Ramakrishna)
«Οι μαθηματικοί είναι οι ιερείς του σύγχρονου κόσμου.»(Bill Gaede)
«Υποβαθμίζουμε υπερβολικά το Θεό, Του καταλογίζουμε τις ιδέες μας, επειδή μας δυσαρεστεί το ότι είμαστε ανίκανοι να Τον καταλάβουμε.»(Dostoyevsky)
«Οι άνθρωποι προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι αντιρρήσεις απέναντι στη Χριστιανοσύνη πηγάζουν από την αμφιβολία. Αυτό είναι μια παντελής παρεξήγηση. Οι αντιρρήσεις απέναντι στη Χριστιανοσύνη πηγάζουν από την ανυπακοή, την αντιπάθεια στην υποταγή, την επανάσταση ενάντια σε κάθε αρχή. Συνεπώς, οι άνθρωποι μέχρι στιγμής απλά χτυπούν τον αέρα στην πάλη τους ενάντια στις αντιρρήσεις, επειδή παλεύουν πνευματικά με την αμφιβολία αντί να παλεύουν ηθικά με την αντίδραση. (Soren Kierkegaard)
«Δεν είναι καν αρκετό να πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός. Πρέπει να πιστέψεις στο Θεό που είναι εκεί.»(Swindoll Charles R)
«Και γι’αυτό όλοι εμείς με μια φωνή ονομάζουμε το Θεό διαφορετικά ως Παραμάτμα, Ισβάρα, Σίβα, Βισνού, Ράμα, Αλλάχ, Κούντα, Νταντα Ορμούζντα, Ιεχωβά, Θεό και μια άπειρη ποικιλία ονομάτων. Είναι ένας, ωστόσο πολλοί.(Mahatma Gandhi)
«Και δεν υπάρχει άλλη θρησκεία από την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ο Ράμα, ο Ναραγιάνα, Ο Ισβάρα, Ο Κούντα, ο Αλλάχ, ο Θεός. [Όπως λέει ο Ναρασίνχα, «τα διαφορετικά σχήματα με τα οποία σφυρηλατείται ο χρυσός προκαλούν διαφορετικά ονόματα και μορφές; Τελικά όμως όλα είναι χρυσός.»].»(Mahatma Gandhi)
«Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε πιο αλαζονικό από το να πιστεύεις ότι ο δικός σου θεός είναι αληθινός, ενώ οι χιλιάδες θεοί που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα στο ρου της ιστορίας είναι γελοίες φαντασιοπληξίες.»(Thor Benson)
Χαίρετε (Ματθαίου κη’ 9).
Ο αναστημένος Ιησούς συναντά μέσα στον κήπο τις Μυροφόρες γυναίκες και τους απευθύνει τον αναστάσιμο χαιρετισμό: «Χαίρετε». Γίνεται έτσι η αποκατάστασις της γυναικός στην προπτωτική της κατάστασι. Μετά την πτώσι η Εύα άκουσε από το στόμα του Θεού, «περιπατούντος εν τω Παραδείσω το δειλινόν», την κατάρα του πόνου και των δακρύων. Μετά την Ανάστασι οι Μυροφόρες ακούνε από το στόμα του Ιησού, που περπατούσε μέσα στον ανοιξιάτικο κήπο το πρωινό της καινούργιας ημέρας, τον χαιρετισμό της αποκαταστάσεως: «Χαίρετε». Το τραγικό δειλινό της πτώσεως το διαδέχεται το χαρούμενο πρωινό της Αναστάσεως. Και το θρήνο της Εύας τον διεδέχθη η χαρά των Μυροφόρων. Αυτές «την προγονικήν απόφασιν απορρίψασαι, τοις Αποστόλοις καυχώμεναι έλεγον. Εσκύλευται ο θάνατος, ηγέρθη Χριστός, ο Θεός». «Η γυνή εξαπατηθείσα εν παραβάσει... πρώτη της αναστάσεως γίνεται μάρτυς, ίνα την εκ της παραβάσεως καταστροφήν δια της κατά την ανάστασιν πίστεως ανορθώση» (Γρηγόριος Νύσσης, L. 326).
Ο Αναστημένος Ιησούς αναδημιουργεί την ιστορία και αναπλάσσει τους ανθρώπους. Τον αναγνωρίζομε από τα έργα του. Ένας τεχνίτης εφαρμόζει την ίδια τεχνική. ένας γιατρός εφαρμόζει την ίδια μέθοδο. Από την τακτική αναγνωρίζομε τον τεχνουργό, τον δημιουργό. Απ’ όσα έγιναν στον κήπο της Ιερουσαλήμ το πρωινό εκείνο μαντεύομε τον Δημιουργό. Η σκέψις μας προχωρεί στο πρωινό εκείνο της πρώτης δημιουργίας. Τα ίδια πράγματα. Η ίδια τακτική. Άρα και ο ίδιος Δημιουργός. Γι’ αυτό είμαστε βέβαιοι, ότι ο Ιησούς είναι Εκείνος, που ήλθε «καινουργήσαι τον Αδάμ.»
«Ει και εν τάφω κατήλθες αθάνατε, αλλά του Άδου καθείλες την δύναμιν. Και ανέστης ως νικητής, Χριστέ ο Θεός, γυναιξί μυροφόροις φθεγξάμενος Χαίρετε και τοις σοις Αποστόλοις ειρήνην δωρούμενος, ο τοις πεσούσι παρέχων ανάστασιν» (Πεντηκοστάριον, 3).
ωσεί λήρος Λουκά κδ' 11
Η πρώτη και παντοτεινή αντίδρασις στο άγγελμα της Αναστάσεως: «θρησκευτικό γυναικείο παραλήρημα»! Μέχρι τώρα η αντίδρασις σε ό,τι έβλεπαν και άκουγαν από τον Ιησού είχε εκδηλωθή και κορυφωθή με τη σταύρωσι. Απ’ εδώ κι’ εμπρός αρχίζει ο πόλεμος και σε ό,τι δεν είδαν: στην Ανάστασι του. Θα νόμιζε κανείς, ότι η Ανάστασις θα ήταν το ακαταμάχητο όπλο του Ιησού. Τι περίεργο όμως!
Όπως δεν έγινε δεκτός ο Ιησούς του λόγου και του σταυρού, έτσι αποδοκιμάζεται και ο αναστημένος Ιησούς. Πράγμα, που αποδεικνύει ότι ο Ιησούς είναι αντικείμενο πίστεως. Χωρίς πίστι δεν είναι δεκτός ούτε ο σωματικός, ούτε ο αναστημένος Ιησούς. Ούτε ο ορατός και ψηλαφητός, ούτε ο αόρατος και αναφής (αψηλάφητος). Ο Ιησούς δεν επρόκειτο να γίνη δεκτός στη γη παρά μόνο δια της πίστεως. Κι αυτή η Ανάστασις του Ιησού έγινε τελικά θέμα πίστεως. Έτσι εφαρμόσθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είπε, ότι χωρίς πίστι, «ούτε εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (οι άνθρωποι).
Η πίστις, το θείο αυτό δώρο στον άνθρωπο, η έκτη αίσθησις, είναι ο μόνος τρόπος αποδοχής του Ιησού και του μηνύματος του. Με το εφόδιο της πίστεως ο Ιησούς έγινε δεκτός περισσότερο απ’ εκείνους, που δεν τον είδαν και δεν τον εψηλάφησαν. Γι’ αυτό και ο Κύριος τους εμακάρισε και τους είπε: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
« Όρθος ην βαθύς και αι Γυναίκες ήλθον επί το μνήμα σου, Χριστέ. Αλλά το σώμα ουχ ευρέθη, το ποθούμενον αυταίς. Διό απορουμέναις, οι ταις αστραπτούσαις εσθήσεσιν επιστάντες, Τι τον ζώντα μετά των νεκρών ζητείτε; έλεγον. Ηγέρθη ως προείπε. Τι αμνημονείτε των ρημάτων αυτού; Οίς πεισθείσαι, τα οραθέντα εκήρυττον. Αλλ' εδόκει λήρος τα ευαγγέλια. Ούτως ήσαν έτι νωθείς οι Μαθηταί. Αλλ’ ο Πέτρος έδραμε και ιδών εδόξασε σου πρός εαυτόν τα θαυμάσια» (Παρακλητική, 466).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ.299-301 )
Ούκ έστιν ώδε ηγέρθη (Ματθαίου κη΄6 ).
Ο θρίαμβος του Φωτός! Οι φρουροί, άγρυπνοι φυλάνε τον σφραγισμένο τάφο. Οι σταυρωταί του Ιησού κοιμούνται ικανοποιημένοι. Οι μαθηταί ταλαντεύονται στο πέλαγος της αμφιβολίας. Και ο Ιησούς είναι αναστημένος! Το Φώς ενίκησε το σκοτάδι.
Η ανάστασις του Ιησού είναι η νίκη του Θεανθρώπου, αλλά και η γελοιοποίησις των εχθρών του. Επίστευσαν στην παντοδυναμία της λογικής. Του ψεύδους. Στην εγγύησι των σφραγίδων. Στην ασφάλεια των όπλων και τη δύναμι των στρατιωτών. Στηρίχθηκαν στην αληθοφάνεια της ψευτοδίκης. Θεμελίωσαν το θεοκτόνο εγχείρημα τους στην αριθμητική της απιστίας. Και καυχήθηκαν πως κατώρθωσαν το «τέλειο έγκλημα». Εκτός από μια μικρή «λεπτομέρεια», που ήταν και ο κρυφός τους φόβος: «Εκείνος ο πλάνος είπεν έτι ζών, μετά τρεις ημέρας εγείρομαι... και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» (Ματθ. κζ’ 63-65). Όπως ακριβώς και συνέβη. Ο Ιησούς ανέστη και η πλάνη των εχθρών του απεδείχθη «χείρων της πρώτης». Έπειτα από την Ανάστασι, αν οι εχθροί του Ιησού ήταν συνεπείς, θάπρεπε ή να πιστεύσουν ή να εξαφανισθούν από το πρόσωπο της γης. Άλλη λύσις δεν υπήρχε. Ήταν οι φοβερά απατημένοι. Οι ωλοκληρωτικά χαμένοι και ηττημένοι. Θάπρεπε να εξαφανισθούν στους λόγγους, στις ερημιές... (Μήπως αυτό έγινε με τον «περιπλανώμενο Ιουδαίο;»).
Όσοι εχθρεύονται τον Ιησού, θα πρέπει να ντρέπωνται για τον εαυτό τους. Ό,τι τους μένει, μετά την Ανάστασι του, είναι το όνειδος, η πλάνη και η ήττα. Σταυρώνουν τον Ιησού για να τον εξοντώσουν κι’ Εκείνος ζη. Θάβουν τον Ιησούν για να τον εξαφανίσουν κι’ Εκείνος ανασταίνεται. Φυλάνε τις σφραγίδες του τάφου, που είναι κενός. Αρνούνται τον λόγο του κι’ αυτός αποδεικνύεται αληθινός και αιώνιος. Παλεύουν, αγωνίζονται, συνασπίζονται, ψεύδονται, χειροδικούν, παρανομούν για να σβήσουν το Φως. Και τελικά δεν το κατορθώνουν. Τι φοβερή ντροπή για ένα αντίπαλο... Όσοι πιστεύομε στον Αναστημένο Κύριο, ας τον δοξάζωμε για την μεγάλη και απόλυτη νίκη του.
« Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού ».
τη μια των Σαββάτων ( Ιωάννου κ’ 1)
Από τα χαράματα της Κυριακής αρχίζει το μυστήριο της Oγδόης βιβλικής Ημέρας. Είναι η Ημέρα της Αναστάσεως, η απαρχή της αιωνιότητος. Η ανάστασις του Ιησού είναι το ορόσημο, που δηλώνει την έναρξι της καινούργιας βιβλικής Ημέρας. Της Oγδόης. Η Ημέρα έχει δύο όψεις. Η μια όψις της Oγδόης Ημέρας αποκαλύπτεται στη ζωή και τη λατρεία της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι μέσα στην Εκκλησία προγεύονται την Ογδόη Ημέρα, την αιωνιότητα. Η άλλη όψις θ’ αποκαλυφθή μετά την κοινή Ανάστασι και τη δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Τότε θ’ αρχίση οριστικά η Oγδόη και ατελεύτητη Ημέρα της αιωνιότητος.
Στις έξι κοσμογονικές Ημέρες ο Θεός Πατέρας δια του Θεού Λόγου εν Αγίω Πνεύματι δημιουργεί τον πνευματικό και υλικό κόσμο και τον άνθρωπο. Την έβδομη Ημέρα ο Υιός του Θεού «εν ονόματι του Θεού Πατρός και εν Πνεύματι Αγίω» εργάζεται και ολοκληρώνει τη σωτηρία του πεπτωκότος ανθρώπου. Την Oγδόη Ημέρα (πρώτη φάσις) το Άγιον Πνεύμα «συν Πατρί και Υιώ» απεργάζεται τη σωτηρία και την αποκατάστασι των πάντων «εν τω Χριστώ». Η πρώτη αυτή φάσις της Oγδόης Ημέρας προσφέρεται στην ανθρωπότητα για να οικειοποιηθή την σωτηρία, που επέτυχεν ο Ιησούς. Είναι η προθεσμία του Θεού για την αποδοχή της σωτηρίας. Το Άγιο Πνεύμα δια της Εκκλησίας «εργάζεται» για να δεχθούν τη σωτηρία όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι. Τη γήινη φάσι της Oγδόης Ημέρας τη γράφει η μακροθυμία του Πατέρα, που περιμένει το παιδί του. Η δευτέρα φάσις της Oγδόης Ημέρας θα είναι η άχρονη αιωνιότης κατά την οποία θα κυριαρχήση η «ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», «η Καινή Ιερουσαλήμ», η αιώνια κατοικία του Θεού μετά των ανθρώπων.
«Τις αν είη η ογδόη, ή η του Χριστού αναστάσιμος ημέρα;» (Μ. Αθανάσιος, L. 120).
Ποιά είναι η Ογδόη; Δεν είναι μήπως η ημέρα του Κυρίου, η μεγάλη και επιφανής...; Την ωνόμασε δε ογδόην επειδή ήθελε να δείξη την αλλαγήν της καταστάσεως εκείνης και την ανακαίνισιν της μελλούσης ζωής. Διότι ο παρών βίος τίποτε άλλο δεν είναι παρά μια εβδομάς, που αρχίζει από την πρώτην ημέραν και τελειώνει εις την εβδόμην... Όταν δε τα παρόντα παύσουν να υφίστανται και καταργηθούν τότε θα εμφανισθή ο δρόμος της ογδοάδος». (Ι. Χρυσόστομος, Άπαντα τ. 12, 43).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ.297-299)
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Χαρώνη Βασιλείου)
Α') ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
989.Ακόμη λοιπόν και το να κοινωνεί κανείς καθημερινά το άγιο Σώμα και Αίμα του Χρίστου είναι καλό και ωφέλιμο, εφόσον ο Ίδιος λέει σαφώς: «Εκείνος που τρώει τη Σάρκα μου (με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας) και πίνει το Αίμα μου έχει ζωή αιώνια»1. Γιατί ποιος αμφιβάλλει ότι το να μετέχει κανείς συνεχώς στη ζωή (που είναι ο Χριστός) δεν είναι τίποτε άλλο παρά να ζει μια πλούσια και γεμάτη από όλα τα είδη των αγαθών ζωή; Εμείς πάντως κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, δηλαδή Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά επίσης και τις άλλες ήμερες, όταν υπάρχει μνήμη κάποιου Αγίου. Εξάλλου το να εξαναγκάζεται κανείς στις περιόδους διωγμού, εφόσον δεν υπάρχει ιερεύς και μάλιστα λειτουργός, να λαμβάνει με τα δικά του χέρια την θεία Κοινωνία, είναι περιττό να αποδείξω ότι αυτό δεν είναι καθόλου αξιόμεμπτο, αφού την πρακτική αυτή έχει κατοχυρώσει μακρά συνήθεια με τα ίδια τα γεγονότα. Πράγματι όλοι όσοι μονάζουν στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ιερεύς, μεταλαμβάνουν μόνοι τους από τη θεία Κοινωνία που διατηρούν στα ερημητήρια τους. Στην Αλεξάνδρεια δε και σ’ όλη την Αίγυπτο ακόμη και κάθε λαϊκός έχει συνήθως Κοινωνία στο σπίτι του και μεταλαμβάνει οποτεδήποτε θέλει... "Άλλωστε και στην Εκκλησία ο ιερεύς παραδίδει την αγία Μερίδα και εκείνος που την δέχεται την κρατεί με όλη την ελευθερία και έτσι την πλησιάζει στο στόμα του με το δικό του χέρι. Το ίδιο είναι λοιπόν κατ’ ουσίαν, είτε μία Μερίδα δεχθεί κανείς από τον ιερέα είτε πολλές Μερίδες μαζί 2. [Επιστ. 93, Προς Καισαρίαν Πατρικίαν περί Κοινωνίας, ΕΠΕ3, 502-504 ΒΕΠ55,124-125ΜG 32, 484-485). Ι.Ιω. 6,54.
2. Οι πληροφορίες, που παρέχει ο Μ. Βασίλειος στην παρούσα επιστολή και αφορούν τη συμμέτοχη των Χριστιανών στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας κατά την εποχή του, είναι πολύτιμες: α) Επιτρέπει και θεωρεί ωφέλιμη την καθημερινή Κοινωνία στους πιστούς, που, όπως η ευγενής Καισαρία, το ποθούσαν, β) Μας πληροφορεί ότι στην Επισκοπή του οι Χριστιανοί κοινωνούσαν κάθε εβδομάδα την Κυριακή, την Τετάρτη, την Παρασκευή και το Σάββατο, καθώς και στις μνήμες των Αγίων. γ) Δεν γίνεται κανένας λόγος για νηστεία των λαϊκών πριν από τη θεία Κοινωνία. Οι πιστοί λαϊκοί κοινωνούσαν και την Κυριακή, χωρίς να νηστεύουν το Σάββατο, αφού το Σάββατο δεν γίνεται νηστεία ο) Οι μοναχοί είχαν στα κελιά τους Μερίδες της θείας Κοινωνίας και κοινωνούσαν, όταν το επιθυμούσαν. ε) Στη ν Αίγυπτο ακόμη και οι λαϊκοί είχαν στα σπίτια τους θεία Κοινωνία και κοινωνούσαν μόνοι τους, στ') Η μερίδα του αγίου Άρτου, εμβαπτισμένη στο Αίμα του Χριστού, εδίδετο από τον ιερέα στα χέρια του πιστού, ο οποίος την πλησίαζε στο στόμα του και κοινωνούσε μόνος του. Η αγία Λαβίδα άρχισε να χρησιμοποιείται αργότερα. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο σοφός Ιεράρχης είναι υπέρμαχος της συνεχούς θείας Μεταλήψεως.
Β) ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ
990.Είναι αναγκαία για την κληρονομιά της αιώνιας ζωής η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χρίστου.(Ηθικά, όρος ΚΑ', ΒΕΠ53, 58-ΜG31, 7370).1.Ιω. 6,53-54.
Γ) ΤΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΣΥΧΝΑ
991.Ποιο είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνων που τρώνε τον Άρτο και πίνουν από το Ποτήριο του Κυρίου; Το να διατηρούν συνεχή και αδιάκοπη τη μνήμη του Κυρίου, που πέθανε και αναστήθηκε για μας. [Ηθικά, όρος Π, κβ, ΒΕΠ 53,131- 991,869Β).
Δ') ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ
992. Δεν είναι δυνατόν χωρίς νηστείας Ιερουργίας να αποτολμήσει (ο ιερεύς) να τελέσει τη θεία Λειτουργία.(Περί νηστείας Α \ 6, ΕΠΕ 6, 34-ΒΕΠ54,14-ΜG 31,172Β).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο ανωτέρω κείμενο γίνεται λόγος για τη λεγόμενη ευχαριστιακή νηστεία, νηστεία από φαγητό και ποτό που διαρκούσε από τα μεσάνυχτα μέχρι την ώρα της θείας Λειτουργίας. Τούτο ίσχυε για τους λειτουργούς , κατ’ επέκταση όμως η ανωτέρω νηστεία τηρείται σήμερα και από τους λαϊκούς που πρόκειται να κοινωνήσουν [ βλ. τον κανόνα ΜΗ ‘ της Συνόδου της Καρθαγένης, Πηδάλιον, έκδ. Αστέρος, σ. 487 και κανόνας θ’ αγ. Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Πηδάλιον, σ. 727.] Με τα ανωτέρω συμφωνεί, όπως μας βεβαίωσε, και ο καθηγητής της Λειτουργικής Ιωάννης Φουντούλης. Η ανωτέρω ωραία παράδοση δεν τηρείται από τους Καθολικούς οι οποίοι κοινωνούν, αφού πάρουν πριν από τρεις ώρες το πρωινό τους.
Ε') ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΞΙΑ ΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΕΙ
993. Δεν ωφελείται τίποτε οποίος δεν κατανοεί το σκοπό για τον όποιον έχει δοθεί η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, όταν προσέρχεται στη Θεία Κοινωνία. Εκείνος δε που μεταλαμβάνει ανάξια καταδικάζεται1.(Ηθικά, όροςΚΛ: ΒΕΠ53, 59-ΜG31, 740Α).1.Α'Κορ. 11,27-29.
Ζ') ΜΕ ΠΟΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΟΒ' 995. Με τι είδους φόβο ή με ποια διάθεση οφείλουμε να μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Το φόβο μας τον διδάσκει ο απόστολος Παύλος, λέγοντας: «Εκείνος που τρώει και πίνει ανάξια τα Τίμια Δώρα, τρώει και πίνει καταδίκη για τον εαυτό του»1. Την πεποίθηση δε αυτή τη δημιουργεί: η πίστη στους λόγους του Κυρίου, που είπε : «Αυτό που σάς δίνω τώρα είναι το Σώμα μου, που σε λίγο παραδίδεται θυσία πάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία σας. Αυτό να κάνετε πάντοτε, για να ενθυμείσθε τη θυσία μου»2, και η μαρτυρία του ευαγγελιστή Ιωάννη, που ανέφερε πρώτα τη δόξα του Λόγου και ύστερα πρόσθεσε τον τρόπο της ενανθρωπήσεως, όταν είπε ότι «ο Λόγος (ο Υιός του Θεού) έγινε άνθρωπος και κατασκήνωσε ανάμεσά μας, και εμείς είδαμε τη δόξα του, θεία δόξα που είχε από τον Πατέρα του σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάρη και αλήθεια»3, και ο απόστολος Παύλος επίσης, που έγραψε ότι «ο Χριστός, αν και είχε την ίδια ουσία και τα ίδια ιδιώματα με το Θεό Πατέρα του, δεν θεώρησε ότι είχε από αρπαγή την ισότητά του προς το Θεό, αλλά άδειασε τον εαυτό του από την άπειρη δόξα της θεότητας του και πήρε μορφή δούλου, αφού έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Και βρέθηκε έτσι κατά την εμφάνιση σαν απλός άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτό του με το να γίνει υπάκουος στον Πατέρα του μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού»4. Όταν λοιπόν πιστέψει η ψυχή στα λόγια αυτά και σε αλλά παρόμοια και της ίδιας σπουδαιότητας, και βεβαιωθεί για τη μεγαλειότητα της δόξας και θαυμάσει την υπερβολική ταπείνωση και υπακοή, ότι ο τόσο μεγάλος υπάκουσε στον Πατέρα του μέχρι θανάτου για να ζήσουμε εμείς, τότε νομίζω ότι κατορθώνει να αποκτήσει τη διάθεση αγάπης προς το Θεό και Πατέρα, «ο Οποίος δεν λυπήθηκε τον Υιό του, αλλά Τον παρέδωσε στο σταυρικό θάνατο για όλους μας»5, και την αγάπη προς το μονογενή του Υιό, ο Οποίος υπάκουσε μέχρι θανάτου για τη δική μας απολύτρωση και σωτηρία. Και μπορεί έτσι να υπακούσει στον απόστολο Παύλο, που περιγράφει ως κανόνα, για τους υγιείς στην πίστη, την αγαθή τους συνείδηση, όταν λέει: «Η αγάπη του Χριστού μας κρατάει όλους σφιχτά δεμένους, γιατί εκρίναμε τούτο ότι, εάν ένας, ο Χριστός, πέθανε για όλους, (ως αντιπρόσωπός μας), άρα όλοι πέθαναν. Και πέθανε για όλους, ώστε, όσοι ζουν, να μη ζουν πλέον για τον εαυτό τους, αλλά για Κείνον, που πέθανε και αναστήθηκε για χάρη τους»6. Τέτοια διάθεση και ετοιμασία οφείλει να έχει οποίος μεταλαμβάνει τον άρτον και τον οίνο (το Σώμα και το Αίμα του Χριστού).
(Όροι και επιτομήν, ΡΟΚ (172), ΕΠΕ9, 206-208-ΒΕΠ53, 299-ΜG 31,1196). 1. Α'Κορ. 11,29. 2. Λουκ. 22,19.3.Ιω. 1,14. 4. Φιλιπ. 2,6-8. 5. Ρωμ. 8,32.6.Β' Κορ. 5,14-15.
Η ] ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΨΥΧΑ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
996.’’ Γευθείτε, δοκιμάστε και θα πεισθείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος»1. Σε πολλά μέρη της Γραφής έχουμε παρατηρήσει ότι οι δυνάμεις της ψυχής έχουν τα ίδια ονόματα με τα εξωτερικά μέλη του σώματος. Επειδή δε ο Κύριός μας είναι αληθινός άρτος και η σάρκα του η αληθινή βρώση, είναι ανάγκη να αισθανθούμε εσωτερικά με την πνευματική γεύση την ηδονή (τη γλυκύτητα) της απολαύσεως του άρτου. "Όπως η γλυκύτητα του μέλιτος δεν μπορεί να περιγράφει με το λόγο σ’ εκείνους που δεν το έχουν ποτέ δοκιμάσει, όσο γίνεται αντιληπτή, από την ίδια την αίσθηση της γεύσεως, έτσι και η γλυκύτητα του ουράνιου λόγου δεν μπορεί να παραδοθεί με σαφήνεια και καθαρότητα δια μέσου της διδασκαλίας, αν δεν εξετάσουμε περισσότερο και βαθύτερα τα δόγματα της αληθείας (τις αλήθειες της πίστεως) και μπορέσουμε έτσι με την προσωπική μας πείρα να κατανοήσουμε την αγαθότητα και γλυκύτητα του Κυρίου. Είπε «γευθείτε» και όχι χορτάστε, γιατί τώρα γνωρίζουμε μόνον ένα μέρος της αλήθειας και βλέπουμε την αλήθεια «δι ‘εσόπτρου εν αινίγματι»2 (θαμπά σαν σε μεταλλικό καθρέπτη και τόσο ατελώς, ώστε να μας μένουν πολλά αινίγματα). Θα έλθει όμως κάποτε καιρός, κατά τον όποιον ο τωρινός αρραβώνας3 και το γεύμα αυτό της χάριτος θα το απολαύσουμε εμείς σε τέλειο βαθμό. [Εις ΛΓ Ψαλμ6,ΕΠΕ5,220-222-ΒΕΠ52,81-82-MG29,364]
1.Ψαλμ.33,9.Ο στίχος αυτός του Ψαλμού ψάλλεται στο κοινωνικό κατά τη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων.2.Α’Κορ.13,9,12 3.Εφεσ.1,14 Ο αρραβώνας που μας δόθηκε ως εγγύηση της αιώνιας κληρονομιάς είναι το Άγιο Πνεύμα. Βλ.και Α’Κορ.13,10-12.
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μ. Βασιλείου, Χαρώνη Βασιλείου)
Α') Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ
1209. Δεν πρέπει να λέμε κάτι εναντίον αδελφού που απουσιάζει με σκοπό να τον διασύρουμε, πράγμα που είναι συκοφαντία και κατάκριση, έστω κι αν είναι αληθινά όσα λέμε.
[Επιστ 22, Περί τελειότητος βίου μοναχών, 1, ΕΠΕ3, 462- ΒΕΠ55, 41- ΜG 32,289).
Β') ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΡΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΩΣ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΞΔ' 1210. Τι σημαίνει το: «Μην κατακρίνετε και δεν θα κατακριθείτε από το Θεό»1.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Επειδή ο Κύριος άλλοτε μεν λέει: «Μην κατακρίνετε και δεν θα κατακριθείτε από το Θεό», άλλοτε δε προστάζει να κρίνουμε δίκαια 2, συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται εξολοκλήρου να κρίνουμε, αλλά διδασκόμαστε ότι η μια κρίση από την άλλη είναι διαφορετική. Ο απόστολος Παύλος μας έδειξε καθαρά σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να κρίνουμε και σε ποιες όχι, γιατί ως προς εκείνα μεν που ανήκουν στη διάκριση του καθενός και δεν διατάσσονται από τη Γραφή είπε: «Συ λοιπόν γιατί κατακρίνεις τον αδελφό σου;»3, και: «Ας μην κατακρίνουμε πλέον ο ένας τον άλλον»4, ως προς εκείνα δε που δυσαρεστούν το Θεό, καταδίκασε εκείνους που δεν κρίνουν και ο ίδιος διατύπωσε την κρίση του με τα εξής λόγια: «Γιατί εγώ, αν και είμαι απών σωματικά, είμαι όμως παρών ανάμεσα σας με το πνεύμα μου, έχω πλέον κρίνει και καταδικάσει, σαν να ήμουνα παρών, αυτόν που έχει διαπράξει τη φοβερή αυτή αμαρτία (να συζεί με τη μητριά του). Να συναχθείτε λοιπόν στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού όλοι σας και σεις και το πνεύμα μου μαζί με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να παραδώσουμε αυτόν τον άνθρωπο στο σατανά (με την αποκοπή του από την Εκκλησία), για να τιμωρηθεί σκληρά το σώμα του, ώστε να σωθεί η ψυχή του κατά την ημέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»5. Συνεπώς, αν κάτι ανήκει στη δική μας διάκριση ή είναι αμφίβολο, δεν πρέπει να κρίνουμε γι’ αυτό τον αδελφό, σύμφωνα με το λόγο του αποστόλου Παύλου που αναφέρεται σ’ εκείνα που αγνοούμε: «“Ώστε μη σπεύδετε να κάνετε κρίσεις πρόωρα, έως ότου έλθει ο Κύριος, που θα φωτίσει και θα αποκαλύψει όσα είναι κρυμμένα στο σκοτάδι και θα φανερώσει τις επιθυμίες των καρδιών»6, είναι δε απαραίτητη ανάγκη να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα του Θεού, για να μη δεχθεί μαζί με τον ένοχο και εκείνος που σιωπά (και δεν διαμαρτύρεται) την οργή του Θεού, έκτος εάν, επειδή πράττει τα ίδια με τον κατηγορούμενο, δεν έχει παρρησία να κρίνει τον αδελφό (τον πλησίον), ακούγοντας τον Κύριο που λέει: «Βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα ίδείς καθαρά, ώστε να βγάλεις (με προσοχή και αγάπη) το άχυράκι από το μάτι του αδελφού σου»7.
(Όροι κατ’ επιτομήν , ΡΞΑ' (164), ΕΠΕ9,196-198-ΒΕΠ53, 295-296- ΜG 31,1189-1192).
1. Λουκ. 6,37. 2.΄΄Μη κρίνετε κατ’όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε [ Ιω.7,24] 3.Ρωμ.14,10. 4.Ρωμ.14,13 5.Α΄Κορ.5,3-5 6.Α’Κορ.4,5. 7.Ματθ.7,5
Γ) ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΜΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
1211. Δεν πρέπει να κατακρίνουμε κάποιον, αν δεν εξακριβώσουμε μπροστά στον κατηγορούμενο όσα τον αφορούν, έστω κι αν είναι πολλοί οι κατήγοροί του.
(Ηθικά, ΝΑ', ΒΕΠ53, 82 ΜG 31, 781Β).1.Ιω. 7,50-51. Πράξ. 25,14-16.
Δ’] ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΕ’ 1212.Τι είναι κατάκριση.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Σε δύο περιπτώσεις, κατά τη γνώμη μου, επιτρέπεται να πούμε κάτι κακό για κάποιον. Όταν υπάρχει ανάγκη να συσκεφθεί κανείς με άλλους πεπειραμένους πώς θα διορθωθεί εκείνος που αμάρτησε, και όταν χρειαστεί να προφυλάξουμε εκείνους που από άγνοια μπορούν πολλές φορές να συναναστραφούν με κάποιον κακό, σαν να ήταν καλός. Γιατί ο απόστολος Παύλος παράγγειλε να μη συναναστρέφεται κανείς με ανθρώπους τέτοιου είδους1, για να μη δεχθεί κάποτε αγχόνη στην ψυχή του. Αυτό που βρίσκουμε ακριβώς ότι έκαμε ο ίδιος απόστολος, γράφοντας στο Τιμόθεο: «Αλέξανδρος ο χαλκουργός μου προξένησε πολλά κακά.5Απ’ αυτόν να φυλάγεσαι και συ, γιατί εναντιώθηκε πολύ στο κήρυγμά μου»2. Εάν λοιπόν δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη, σαν την παραπάνω, εκείνος που κατακρίνει με σκοπό να συκοφαντήσει και να διασύρει, είναι επικριτής, ακόμη κι όταν είναι αληθινό αυτό που λέει.
(Όροι κατ’ επιτομήν, ΚΕ’, ΕΠΕ9, 42-44 ΒΕΠ 53, 241-242- ΜG 31, 1100).1.Β' Θεσ. 3,14.2. Β' Τιμ. 4,14-15.
Ε') ΟΣΟΙ ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΥΝ ΑΦΟΡΙΖΟΝΤΑΙ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΣΤ’
1213. Εκείνος που κατηγορεί τον αδελφό ή ακούει άλλον να τον κακολογεί και τον ανέχεται, με ποια ποινή πρέπει να τιμωρείται.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Πρέπει και οι δύο να αφορίζονται (να εκδιώκονται), γιατί, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Εκείνον που κακολογούσε κρυφά τον πλησίον του, αυτόν εγώ τον έδιωχνα»1. Και σ’ άλλο σημείο της Αγ. Γραφής αναφέρεται: «Μην ευχαριστείσαι να ακούς τον επικριτή (τον κακολόγο), για να μην εκδιωχθείς»2. (Όροι κατ’ επιτομήν, ΚΣΤ’, ΕΠΕ 9, 44-ΒΕΠ53,242) 1.Ψαλμ. 100,5. 2. Παροιμ. 20,13.
ΣΤ) Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΕΠΙΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΖ' 1214. Εάν κάποιος κατηγορήσει τον προϊστάμενο, πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντι του.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ
Η καταδίκη αυτής της συμπεριφοράς είναι φανερή από την οργή του Θεού εναντίον της Μαριάμ1, όταν αυτή κατηγόρησε το Μωυσή. Ο Θεός δεν άφησε ατιμώρητο το αμάρτημα της, παρόλο που ο ίδιος ο Μωυσής προσευχόταν γι’αυτή»2. [Όροι κατ’ επιτομήν, ΚΖ’, ΕΠΕ9, 44-46-ΒΕΠ53,242-ΜG 31,1101]
1.Η Μαριάμ ήταν αδελφή του Μωυσή. 2.Αριθ.12,10κ.ε.
Ζ.Η ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΨΙΘΥΡΙΣΜΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΟ ΜΙΣΟΣ
1215. Οι ψιθυρισμοί και η συνεννόηση με νεύματα, όλα αυτά να αποκλείονται, γιατί ο ψιθυρισμός ενέχει την υποψία της κατακρίσεως και η συνεννόηση με νεύματα είναι ένδειξη κάποιας κρυφής βαναυσότητας κατά του αδελφού. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι η αρχή μίσους και καχυποψίας. (Λόγος ασκητικός Γ’, 2, ΕΠΕ8,150-ΒΕΠ53,135-ΜG 31, 885).
Η') ΚΑΤΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΑΥΞΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ
1216. Μη γίνεσαι δικαστής και κριτής ξένων πταισμάτων. Γιατί όσοι σφάλλουν έχουν δίκαιο κριτή, «Ο οποίος θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του»1 Συ κράτησε το δικό σου φορτίο και όσο μπορείς κάμε το ελαφρότερο. "Όποιος αυξάνει το φορτίο του, ο ίδιος και θα το βαστάξει2. [Λόγος ασκητικός Α', 4, ΕΠΕ8,106-ΒΕΠ53,391-ΜG31, 636].1.Ρωμ. 2,6.
2.Όποιος δηλαδή με την κατάκριση αυξάνει το φορτίο των αμαρτιών του, ο ίδιος θα τιμωρηθεί επί πλέον και για το αμάρτημα της κατακρίσεως.
Θ') ΝΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ ΤΙΣ ΚΑΛΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΙΣ ΚΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ
1217. Και όταν δεις τον πλησίον να αμαρτάνει, να μην εξετάσεις το παρόν αμάρτημα του, αλλά να θυμηθείς και όσα καλά έχει πράξει ή πράττει ακόμη, και πολλές φορές θα τον βρεις καλύτερο από τον εαυτό σου, όταν εξετάζεις όλα του τα έργα και δεν κρίνεις μόνο μερικά. (Περί ταπεινοφροσύνης, 5, ΕΠΕ6,122-ΒΕΠ54,184-ΜG31, 536).
«Όσο πιο σκοτεινή η νύχτα, τόσο πιο λαμπερά τα αστέρια, Όσο πιο βαθειά η θλίψη, τόσο πιο κοντά ο Θεός!» (Fyodor Dostoevsky)
«Ο πόνος επιμένει όταν ασχολούμαστε με αυτόν. Ο Θεός μας ψιθυρίζει στις χαρές μας, μας μιλά στις συνειδήσεις μας, αλλα φωνάζει στους πόνους μας. Είναι το δικό Του μεγάφωνο για να ξυπνήσει έναν κουφό κόσμο.» (C.S. Lewis)
«Μερικές φορές ο Θεός επιτρέπει αυτό που μισεί, για να ολοκληρώσει αυτό που αγαπά.»(Joni Eareckson Tada, The God I Love)
«Ασφαλές;» είπε ο κύριος Κάστορας; « δεν ακούς τι σου λέει ο κύριος Κάστορας; Ποιος μίλησε για ασφάλεια; Φυσικά και δεν προσφέρει ασφάλεια. Αλλά είναι καλός. Είναι ο Βασιλιάς, στο λέω.»(C.S. Lewis, The Lion, the Witch and the Wardrobe)
«Δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα καλό; αυτό είναι ο Θεός. Όλα τα υπόλοιπα είναι καλά όταν κοιτούν προς Εκείνον και κακά όταν Του γυρίζουν την πλάτη.» (C.S. Lewis, The Great Divorce)
«Οτιδήποτε βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Θεού, δεν είναι ποτέ εκτός ελέγχου.» Charles Swindoll
«Μίλα μου για την αλήθεια της θρησκείας και θα ακούσω με χαρά. Μίλα μου για το καθήκον της θρησκείας και θα ακούσω πειθήνια. Μην έρχεσαι όμως και μου μιλάς για τις παρηγοριές της θρησκείας γιατί θα υποπτευθώ ότι δεν καταλαβαίνεις.» (C.S. Lewis)
«Ενέδωσα και παραδέχτηκα ότι ο Θεός είναι Θεός.» (C.S. Lewis)
«Μια μοναχική μέρα είναι ο τρόπος του Θεού να σου πει ότι θέλει να περάσει μερικό ποιοτικό χρόνο μαζί σου.» (Criss Jami, Killosophy)
«Μου φάνηκε πως άκουσα το Θεό να λέει, «Άσε κάτω το όπλο σου και θα μιλήσουμε.»(C.S. Lewis)
«Αν οι αποδείξεις μας σε αυτό το σημείο είναι δυνατές και νιώθουμε την απόλυτη διαβεβαίωση ότι ο Θεός μας αγαπά, θα αλλάξουμε τις ερωτήσεις μας. Δεν θα ρωτάμε, «Γιατί συνέβη αυτό;» ή «Γιατί δε νοιάζεται για μένα ο Θεός;» Αντ’ αυτού, οι ερωτήσεις μας θα γίνουν, «Τι μπορώ να μάθω από αυτή την εμπειρία;» ή «Πώς θα ήθελε ο Θεός να το χειριστώ αυτό;»(John Bythewa)
«Κάποια μέρα θα κατανοήσω το Άουσβιτς. Αυτό ήταν μεν μια γενναία δήλωση, αλλά αφελώς παράλογη. Κανείς ποτέ δεν θα κατανοήσει το Άουσβιτς. Αυτό που θα μπορούσα να καταγράψω με μεγαλύτερη ακρίβεια θα ήταν: Κάποια μέρα θα γράψω για τη ζωή και το θάνατο της Σόφι και με αυτό τον τρόπο θα αποδείξω πώς το απόλυτο κακό δεν εξαλείφεται ποτέ από τον κόσμο. Το Άουσβιτς από μόνο του παραμένει ανεξήγητο. Η πιο βαθυστόχαστη δήλωση που έχει γίνει σχετικά με το Άουσβιτς δεν είναι καν δήλωση, αλλά απάντηση. Η ερώτηση: « Πείτε μου, στο Άουσβιτς πού ήταν ο Θεός;» Και η απάντηση: « Και πού ήταν ο άνθρωπος;» (William Styron, Sophie's Choice)
«Ω, Θεέ της Σκόνης και των Ουράνιων Τόξων, Βοήθησέ μας να δούμε Ότι χωρίς τη Σκόνη το Ουράνιο Τόξο Δεν θα υπήρχε.» (Langston Hughes)
«Ο Θεός μας έδωσε το κλάμα έτσι ώστε οι υπόλοιποι άνθρωποι να μπορούν να δουν πότε χρειαζόμαστε βοήθεια και να μας βοηθούν." (Joshilyn Jackson)
« Η νοσοκόμα χαμογέλασε και με χτύπησε ελαφρά στον ώμο. Μην τα παρατάς ακόμα. Μερικές φορές όταν νομίζουμε πως ο Θεός έχει γράψει το Τέλος, στην πραγματικότητα εννοεί την Αρχή»(Rachel Van Dyken)
«Αν ο Θεός μας στέλνει σε δύσκολα μονοπάτια, προμηθευόμαστε με γερά παπούτσια.»(Corrie ten Boom)
«Πιστεύω πως ο λόγος που κάποιες φορές έχουμε τη λανθασμένη αίσθηση ότι ο Θεός είναι τόσο μακριά, είναι γιατί ακριβώς εκεί Τον έχουμε τοποθετήσει. Τον έχουμε κρατήσει σε απόσταση, και όταν αργότερα είμαστε σε ανάγκη και Τον καλούμε στην προσευχή μας, αναρωτιόμαστε πού είναι. Είναι ακριβώς εκεί που Τον αφήσαμε".(Ravi Zacharias)
«Του είπα ότι κάποτε κι εγώ έχασα όλα όσα είχα και ότι νομίζω πως αυτό ίσως να είναι ο τρόπος του Θεού να ορθώνει τοίχους γύρω μας για να μας αναγκάσει να Τον κοιτάξουμε»(Kimberly Novosel)
«Όταν κάνω αυτές τις ερωτήσεις στο Θεό, δεν παίρνω καμία απάντηση. Αλλά ένα κάπως ξεχωριστό είδος «καμίας απάντησης». Δεν είναι μια κλειδωμένη πόρτα. Είναι περισσότερο σαν μια σιωπηλή, σίγουρα όχι άσπλαχνη ματιά. Σαν να κούνησε το κεφάλι Του όχι σε απόρριψη, αλλά αποποιούμενος την ερώτηση. Σαν, «Ηρεμα παιδί μου, δεν καταλαβαίνεις.»(C.S. Lewis)
«Ακόμα και αν υπήρχε πόνος στον Παράδεισο, όλοι όσοι καταλαβαίνουν θα τον επιθυμούσαν"(C.S.Lewis)
«Τι βρίσκουμε το Θεό να κάνει με αυτή την υπόθεση της αμαρτίας και του κακού;… Ο Θεός δεν εξάλειψε το στοιχείο του κακού. Το μεταμόρφωσε. Δεν σταμάτησε τη Σταύρωση. Αναστήθηκε.»(Dorothy L. Sayers)
«Δεν γνωρίζω τις απαντήσεις στις δύσκολες ερωτήσεις της ζωής, γνωρίζω όμως Εκείνον που τις γνωρίζει και αυτό είναι αρκετό… προς το παρόν.»(Toni Sorenson)
«Για να το θέσω αλλιώς, ο πόνος είναι το μεγάφωνο του Θεού για να αφυπνίσει έναν κωφό κόσμο. Γιατί να είναι πόνος; Γιατί δεν μπορεί να μας αφυπνίσει πιο μαλακά, με βιολιά ή γέλιο; Επειδή το όνειρο από το οποίο πρέπει να ξυπνήσουμε, είναι το όνειρο ότι τα πάντα πάνε καλά.»(William Nicholson)
«Ο Θεός δεν πιστεύει στον εύκολο τρόπο.»(James Agee)
«Ο Θεός πάντα αγνοεί την παρούσα τελειότητα για την απόλυτη τελειότητα".(Oswald Chambers)
«Αν ο Θεός δημιούργησε τις σκιές, ήταν για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στο φώς.»(Pope John XXIII)
«Αυτό που έμαθα στη Ρουάντα ήταν ότι ο Θεός δεν είναι απών όταν απελευθερώνεται μεγάλο κακό. Είτε το κακό δημιουργείται από τον άνθρωπο, είτε υποβοηθείται από σκοτεινότερες δυνάμεις, ο Θεός είναι πάντα εκεί, σώζοντας εκείνους που ανταποκρίνονται στις προτροπές Του και προσπαθώντας να θεραπεύσει τους υπόλοιπους.(James Riordan)
«Στη δίκη του Θεού, θα ρωτήσουμε: γιατί το επέτρεψες όλο αυτό; Και η απάντηση θα είναι μια ηχώ: γιατί το επέτρεψες όλο αυτό;(Ilya Kaminsky)
«Αποδέξου την παύση, Ο Θεός αναδιατάσσει τη λίστα αναπαραγωγής"(Mimika Coone)
«Μπορείς να αφήνεις τη Βίβλο ανέγγιχτη στο κομοδίνο σου. Μπορείς να αγνοείς επιθυμίες, όνειρα, πόρτες, παροτρύνσεις και ανθρώπους. Δεν μπορείς όμως να αγνοείς τον πόνο, μπορείς;»(Mark Batterson)
"Τα μάτια δεν βλέπουν καλά τον Θεό, παρά μόνο μέσα από δάκρυα". (Βίκτωρ Ουγκώ)
"Λοιπόν, Θεέ μου, δεν σου ζητώ τίποτε. Να υπάρχεις, αυτό είναι αρκετό".(Πωλ Κλωντέλ)
"Ο Θεός θα ήταν άδικος αν δεν ήμασταν ένοχοι." (Blaise Pasca)
"Η λύπη κοιτάζει πίσω. Ο φόβος κοιτάζει τριγύρω. Η πίστη κοιτάζει ψηλά" (Ralph Emerso)
"Όλα όσα έχω δει μου διδάσκουν να εμπιστεύομαι τον Δημιουργό για όλα όσα δεν έχω δει" (Ralph Emerson)
"Πίστη δεν είναι η βεβαιότητα ότι ο Θεός θα κάνει αυτό που θέλεις εσύ. Είναι η βεβαιότητα ότι ο Θεός θα κάνει αυτό που είναι το σωστό" (Max Lucado)