ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Ο άνθρωπος γεννιέται αληθινά όχι όταν τον φέρει στον κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστέψει στον αναστάντα Σωτήρα Χριστό, διότι τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί προς θάνατο, για τον τάφο. Η ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των χριστιανών, η μητέρα των αθανάτων. Δια της πίστεως στην ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα. Αυτό είναι αδύνατο! παρατηρεί ο σκεπτικιστής. Και ο αναστάς Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. 9,23) (π. Ιουστίνος Πόποβιτς)

Ήταν δυστυχισμένη η Μαρία και άτυχη. Ο άντρας της, ο Μιχάλης, είχε γίνει ανυπόφορος πια μ’ αυτό το μεθύσι. Δεν περνούσε βραδιά που να μη γυρίσει στο σπίτι αμέθυστος. Η ταλαίπωρη η γυναίκα του τον παρακαλούσε να τους λυπηθεί και να πάψει να μεθά.
Τα παιδιά τους, τρία αγόρια και μια κορούδα, δεν τολμούσαν τα δύστυχα να παρουσιαστούν μπροστά του. Άμα τα έβλεπε, γινόταν θηρίο...
Ήταν δειλινό του Μ. Σαββάτου. Η Μαρία αγωνιζόταν να συμμαζέψει το σπίτι, να τακτοποιήσει τα παιδιά, να ετοιμάσει το φαγητό, ώστε όταν έρθουν από την Εκκλησία, να βρουν κάτι για να πάρουν και να νιώσουν τη χαρά της Ανάστασης.
Θα ήταν 6 η ώρα όταν ήρθε απ’ έξω ο Μιχάλης, πάλι μεθυσμένος. Άναψε το αίμα της Μαρίας. Δεν θα μπορούσε η ταλαίπωρη να νιώσει και αυτή χαρά μια μέρα;
Ο Μιχάλης ήταν χάλια. Βρομιάρης, λερωμένος, απαίσιος. Αφού έβρισε και απείλησε όλους, έπεσε στο κρεβάτι σαν πεθαμένος από το μεθύσι. Η Μαρία δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στον εαυτό της. Την κατέλαβε μια οργή ασυγκράτητη. Το βλέμμα της θόλωσε. Η σκέψη της παρέλυσε. Και πήρε στην κατάσταση αυτή μια τρομερή απόφαση.
Πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το μπουκάλι με τη βενζίνη και πήγε στο κρεβάτι του συζύγου της. Έχυσε όλη τη βενζίνη πάνω στα ρούχα του και ήταν έτοιμη να ανάψει ένα σπίρτο και να τον… κάψει!!!
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή από το δρόμο. Κάποιος έλεγε σε άλλον: «Καλή Ανάσταση! Χρόνια πολλά!...».
Τινάχτηκε η Μαρία. Θυμήθηκε ότι ήταν Πάσχα τη βραδιά εκείνη. Ο Χριστός νικητής του πόνου και του θανάτου. Ρίγησε… Τα μάτια της έσταζαν δάκρυα… «Θεέ μου, συγχώρεσέ με… Τι πήγα να κάνω!...».
Πήρε αμέσως καινούρια ρούχα και τα άλλαξε με εκείνα, που ήταν ποτισμένα με τη βενζίνη. Ο Μιχάλης δεν κατάλαβε τίποτε… Πέρασαν 5 ώρες… Να, χτυπούν οι καμπάνες… Ξυπνά όλος ο κόσμος για να πάει στην Εκκλησία…
Άνοιξε τα μάτια και ο Μιχάλης… Σηκώθηκε…
-Μαρία, θα πάμε στην Εκκλησία, είπε… Νιώθω ότι πρέπει να ζητήσω την προστασία του Θεού και το έλεος… Είναι καιρός πια να γίνω άνθρωπος…
Η Μαρία άρχισε να κλαίει. Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό και είπε με λυγμούς: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ».

(από το βιβλίο Ρήματα Ζωής)

Σκυφτός, ανόρεχτος, πικραμένος ο Χαρίλαος γυρίζει στο σπίτι του. Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Μόλις τώρα η παρέα του τελείωσε το γλέντι της. Απόψε μάλιστα παρά λίγο και να έρθουν στα χέρια. Κάτι είπε ο Αντώνης, που έθιξε το Χαρίλαο. Άναψε. Τινάχτηκε. Θα γινόταν μεγάλη φασαρία, αν δεν μεσολαβούσαν οι άλλοι.
    Τώρα βαρύς και κουρασμένος σέρνει τα βήματά του.
    Ξαφνικά, στη στροφή του δρόμου, βλέπει  φαναράκια, λαμπάδες, κόσμο. Χαρούμενες φωνές παιδιών αντηχούν στη γειτονιά. «Χριστός Ανέστη», θεία! «Αληθώς Ανέστη», καλό μου παιδί! Ο Χαρίλαος σαν να ξύπνησε από ύπνο.
    -Τι; Πως; «Χριστός Ανέστη;» Αλήθεια· απόψε Ανάσταση… Λαμπρή! Όλος ο κόσμος χαίρεται. Εγώ μονάχα τριγυρνώ στους δρόμους έρημος και μοναχός!...
    Θυμήθηκε μεμιάς τα περασμένα. Τότε που ήταν και αυτός κοντά στο Θεό! Ξαφνικά να, μπροστά του η Εκκλησία. Ήταν ακόμα ανοιχτή. Ο κόσμος είχε φύγει… Ο Χαρίλαος μπήκε μέσα. Άναψε ένα κερί. Το μοσχολίβανο ακόμα ευωδίαζε. Συγκινήθηκε. Λύγισε η ψυχή του.
    -Θεέ μου, δε θέλω να είμαι τέτοιος. Με παρασέρνει το πάθος, η αμαρτία… Βοήθησέ με να μην ξαναπέσω. Να μη…
    Δεν πρόφτασε να συμπληρώσει τα λόγια του. Τον έπνιξαν οι λυγμοί. Ακούμπησε σ’ ένα στασίδι. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του ποτάμι.
    Πέρασε λίγη ώρα. Απ’ έξω έτυχε να περνούν κάποιοι. «Χριστός Ανέστη!», είπε η μια παρέα. «Αληθώς Ανέστη!», απάντησε η άλλη, που έπαιρνε διαφορετικό δρόμο…
    -Ναι! «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος», είπε ο Χαρίλαος. Είθε και η ψυχή μου να αναστηθεί!
    Σηκώθηκε. Βγήκε από την Εκκλησία και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.
    Μια ξεχωριστή γαλήνη ένιωθε τώρα στην καρδιά του. Κάποιο φως γλυκό του φώτιζε το δρόμο. Λαμπάδα δεν κρατούσε στα χέρια του. Δεν έχει σημασία. Κρατούσε η ψυχή…
    Η λουσμένη στο δάκρυ της μετάνοιας ψυχή του, που απόψε πάλι αναστήθηκε…
    
(από το βιβλίο Ρήματα Ζωής)

Μιλώντας με το Θεό σαν να είναι δίπλα μου. Ένα μεγάλο Ευχαριστώ σε Εκείνον.
Τις ημέρες αυτές ζώντας από κοντά τα Θεία Πάθη, μέσα στο χώρο της Εκκλησίας αισθάνθηκα μια έντονη ανάγκη να εκφράσω μια τεράστια ευγνωμοσύνη.

Μια ευγνωμοσύνη που ένιωσα να ξεχειλίζει από τα βάθη της καρδιάς μου.
Κύριε σε ευχαριστώ πολύ μου αξίωσες να είμαι κοντά Σου, να πω το ΝΑΙ στο διακριτικό κάλεσμα ΣΟΥ, να έχω ένα δικό μου στασίδι στο ναό Σου, και από εκεί να ενώνομαι πνευματικά σε μια κοινή προσευχή με όλους αυτούς που συναντώ κάθε Κυριακή στις δικές τους θέσεις, σε μια αιώνια σχέση ενότητας.
Σιγά – σιγά, χρόνο με το χρόνο, στάδιο με το στάδιο ανακάλυψα τα κρυφά στοιχεία της Σταύρωσης και της Ανάστασης Σου. Μέσα από τη Σταύρωση Σου είδα να γεννιέται η Ανάσταση μου.

Η Ανάσταση είναι η παρουσία στο χώρο της εκκλησίας, η αγαλλίαση της καρδιάς, η βαθιά κατάνυξη και η συστολή της σκέψης, η ελπίδα που γεννιέται την ώρα της Σταύρωσης, η βεβαιότητα ότι αυτό δεν είναι το τέλος αλλά κάτι άλλο υπάρχει.

Αυτό χρειαζόμουν Κύριε, ίσως καμιά άλλη Ανάσταση δεν χρειάζομαι.

Δεν γνωρίζω ποια μπορεί να είναι η Ανάσταση της άλλης ζωής, γνωρίζω πολύ καλά ποια είναι η Ανάσταση αυτή που ζω μαζί Σου.
Αυτό αισθάνθηκα Κύριε ζώντας τα πάθη Σου, και ξέρω πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι κατάκτηση, είναι ένα βίωμά που δεν μπορώ να προσπεράσω χωρίς να το μοιραστώ.

Αναρωτιέμαι άραγε Κύριε είμαι άξια να λέω ότι Σε αισθάνομαι; Θα κρατήσει αυτό για πάντα;
Σου έχω υποχρέωση Θεέ μου, το λέω σαν να ζω μια μεγάλη κοσμική δωρεά, αλλά δεν γνωρίζω άλλη λέξη από αυτό το ελάχιστο «ευχαριστώ», ως μια έκφραση ευγνωμοσύνης που με αξίωσες να Σε αισθάνομαι, να Σε επιθυμώ όλο και πιο πολύ, να Σε αγαπώ κάθε μέρα και περισσότερο, να μην μπορώ να ζήσω χωρίς Εσένα.
Σε ευχαριστώ πολύ Κύριε. Τι όμορφη που έγινε η ζωή μου κοντά Σου!

 

«Α! κοιμόντουσαν, λέτε, οι φύλακες!
Αλλά όταν μιλάτε έτσι, μήπως κοιμάται το λογικό σας περισσότερο από όσο οι φύλακες;
Εάν κοιμόντουσαν, τι είδαν; Και εάν δεν είδαν τίποτα, ποιού πράγματος είναι μάρτυρες;
Τι είδους μάρτυρες είναι αυτοί που κοιμούνται;
Σε τι περιλαμβάνεται η μαρτυρία τους;
Να. Είναι σαν να έλεγαν: Μαρτυρούμε, ότι οι μαθητές του Ιησού έκλεψαν το σώμα του, και η μαρτυρία μας είναι απολύτως αδιαμφισβήτητη, διότι, όταν το σώμα κλάπηκε,
κοιμόμασταν ύπνο τόσο βαθύ,
ώστε ούτε ακούσαμε, ούτε είδαμε τίποτα!!!»

(ιερός Αυγουστίνος)

Αντί άλλης Πασχάλιας ευχής θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφυρίου, όπως τα έζησα μια Τρίτη Διακαινησίμου στο κελλάκι του.
Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα, με παρεκάλεσε να μη φύγω. Κάθησα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεββάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του.
Με ρώτησε:

- Ξέρεις το τροπάριο που λέει «Θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν...»;
- Ναι, γέροντα, το ξέρω.
- Πες το.

Άρχισα γρήγορα-γρήγορα:
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των πατέρων Θεόν και υπερένδοξον».

- Το κατάλαβες;
- Ασφαλώς το κατάλαβα.

Νόμισα πως με ρωτάει για την ερμηνεία του.
Έκανε μία απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε:

- Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης. Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μία άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε ο κόσμος αυτό το Πάσχα, αυτό το πέρασμα.
Ο Χριστός μας πέρασε από τον θάνατο στη ζωή. Γι' αυτό σήμερα «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν». Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την «απαρχή» της «άλλης βιοτής, της αιωνίου», της ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε.
Σιώπησε για λίγο και συνέχισε πιο δυνατά:

- Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Άδης. Τώρα όλα είναι χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε κι εμείς να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του... Τι ευτυχία η Ανάσταση!
«Και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον».Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι; Να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε κι εμείς να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική μας.
Διέκοψε και πάλι τον λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα.

- Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε.

Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου, σε κάθε πόνο σου, να συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στον εαυτό σου και να λες αργά-αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου - και στη ζωή του κόσμου όλου - έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου 'σφιξε το χέρι, λέγοντας:

- Σου εύχομαι να «σκιρτάς» από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο μας πέρασε ο Αναστάς Κύριος, «ο μόνος ευλογητός των Πατέρων».

Ψάλλε τώρα και το «Χριστός Ανέστη»...

(Γεώργιος Παπαζάχος, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής, Επιστολή στο περιοδικό “Σύναξη”)

ΠΙΣΤΗ

Στο δρόμο που το σώμα μου βαδίζει,

μια σκέψη το μυαλό μου βασανίζει.

Η αμφιβολία που το Είναι μου αγγίζει

Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;

Του Ιούδα έμαθα πως ήτανε τριάντα

Σφιχτή θηλιά όμως τον έπνιξε για πάντα

Μια πίστη κρεμασμένη από ιμάντα

Εικόνας τραγικής, λεζάντα.

Του Άννα, η ύβρις κι η απληστία

Μιας πίστης λύκου με προβάτου ενδυμασία

Το είδωλο της επαινεί μ’ αλαζονεία

Ντυμένη με ιερή και φαύλη υποκρισία.

Του νεανίσκου που ερωτά, τι αγαθόν ποιήσει

Τον πλούτο και τα κτήματα πως δύναται ν’ αφήσει

Μια πίστη που στον ουρανό είναι αδυνάτου φύση

Πως σκέφτηκες φιλάργυρε εκεί να σ’ οδηγήσει;

Του εκ δεξιών Σου στο Σταυρό το δάκρυ που κυλάει

Μια πίστη μέσα σε λυγμούς, συγχώρεση ζητάει

Η ευσπλαχνία ενός Θεού που ξέρει ν’ αγαπάει

Και θέση στον Παράδεισο για το ληστή φυλάει.

Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;

Η λόγχη που Σε κέντησε τώρα κι εμένα αγγίζει

Ο θάνατος κι ας πέθανε ακόμα με βασανίζει

Μα έχω πνεύμα αθάνατο και προς Εσέ βαδίζει.

 

Βαγγέλης Γεροντάκης

Αναδημοσίευση από: anakalypsi

Η Φύσις του Χριστού στενάζει
στου σταυρού το ξύλο πλησιάζει
εκεί θυσία θα γενεί
όχι από αμαρτία αλλά από υπακοή
 
Το ξύλο στέκει ακλόνητο
το Σώμα θα σηκώσει
το σύμπαν στέκει εμβρόντητο
κατάνυξη θα νιώσει
 
Ο δαίμονας χαιρότανε
του δάγκωσε τη φτέρνα
σα λυσσασμένη σμέρνα.
Μα ο Κύριος δε διαμαρτυρόταν
γιατί για μας θυσιαζόταν  
 
Καρφιά, χολή και ξύδι
όνειδος,γύμνια, κοροϊδία,
αυτά του πρόσφερε με μανία το φίδι,
κι ας ένιωθε πως έτριζε το δικό του στασίδι.
 
Το Αίμα Του όπως έρεε
ο κόσμος κλονιζόταν
τέλος Κυρίου έβλεπαν  
πλησίον να ερχόταν
 
Τετέλεσται εφώναξε
το έργο εκπληρώθη
ο σατανάς εφρίαξε
μα η φύση ελυτρώθη
 
Στον τάφο τον εβάλανε
θρηνούσαν και πενθούσαν
τον δάσκαλο που αγάπαγαν
αυτόν αναζητούσαν.  
 
Η φύσις του ησύχασε
στον Άδη εκατέβη
στους πεθαμένους κήρυξε και
κάλεσε όποιον πίστευε
στον ουρανό ν' ανέβει.
 
Η φύσις Του αναστήθηκε
η δόξα Του αιωνία
η στενοχώρια χάθηκε
βρήκε παρηγορία  
 
Και εμείς εκεί ατενίζουμε
στο έργο του Κυρίου
γι αγάπη και συγχώρηση και
ιλασμό Αρνίου.

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)

Μοῦ γράφεις ὅτι ἄκουσες ἀπό ἡλικιωμένες γυναῖκες κάποιο παραμύθι γιά τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ, καί ρωτᾶς ποῦ βρέθηκε αὐτό τό παραμύθι;

Διαβάστε τήν Καινή Διαθήκη! Μήν ντροπιάζεστε μπροστά στόν οὐρανό καί τή γῆ μέ τή ἄγνοια τῆς πίστης σας! Ἀφῆστε στήν ἄκρη ὅλες τίς ἄλλες σπουδές καί ἀναγνώσματα μέχρι νά μάθετε πρῶτα αὐτό πού εἶναι τό πιό σημαντικό καί πιό σωτήριο. Πρῶτα ἔρχεται ἡ ἐπιστήμη περί πίστεως καί κατόπιν οἱ ὑπόλοιπες σπουδές…

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι λόγια ἀλλά φοβερή πραγματικότητα. Γί αὐτό εἶναι καλύτερα νά τίς γνωρίζουμε καί ἀπό τά λόγια. Δύο πληγές στά χέρια, δύο πληγές στά πόδια καί μία στά πλευρά. Ὅλες ἀπό μαῦρο σίδερο καί ἀκόμα περισσότερο ἀπό τήν κατάμαυρη ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Τρυπημένα τά χέρια πού εὐλόγησαν. Τρυπημένα τά πόδια πού περπάτησαν καί ὁδήγησαν στή μόνη ὀρθή ὁδό. Τρυπημένο στό στῆθος, ἀπό τό ὁποῖο ξεχυνόταν πύρινη οὐράνια ἀγάπη στά παγωμένα ἀνθρώπινα στήθη.

Ἐπέτρεψε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά Τοῦ τρυπήσουν τά χέρια ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν πολλῶν χεριῶν – δάση χεριῶν – τά ὁποία φόνευσαν, ἔκλεψαν, ἔκαψαν, ἅρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Καί νά τοῦ τρυπήσουν τά πόδια γιά τίς ἁμαρτίες πολλῶν ποδιῶν – δάση ποδιῶν – πού περπάτησαν στό κακό, σύλησαν τήν ἀθωότητα, καταπάτησαν τό δίκαιο, μόλυναν τά ἱερά καί πάτησαν τήν καλοσύνη. Καί τοῦ τρύπησαν τό στῆθος ἐξαιτίας πολλῶν πετρωμένων καρδιῶν – νταμάρια καρδιῶν – στίς ὁποῖες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία καί κάθε ἀσέβεια καί οἱ ἱερόσυλοι λογισμοί καί οἱ κτηνώδεις ἐπιθυμίες καί στίς ὁποῖες μέσα ἀπό ὅλους τοὺς αἰῶνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια ἀδελφοῦ ἐναντίον ἀδελφοῦ, γείτονα ἐναντίον γείτονα, ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Τά χέρια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά θεραπευθοῦν τοῦ καθενός τά χέρια ἀπό τά ἁμαρτωλά ἔργα. Τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά ἐπιστρέψουν καθενός τά πόδια ἀπό τούς ἁμαρτωλούς δρόμους. Τό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκε γιά νά πλυθεῖ κάθε καρδιά ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί σκέψεις.

Ὅταν ὁ ἀπαίσιος Κρόμβελ, δικτάτορας τῆς Ἀγγλίας, ἄρχισε νά ἁρπάζει τήν περιουσία τῶν μονῶν καί ἔκλεινε τά μοναστήρια, ἔγινε σέ ὁλόκληρη τήν ἀγγλική χώρα μία θορυβώδης λιτανεία ἀπό μερικές χιλιάδες ἀνθρώπινες ψυχές σέ ἔνδειξη τῆς λαϊκῆς ἀποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι μέ τήν ἐπιγραφή στίς σημαῖες : «Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ» καί ἔψελναν ὕμνους ἐκκλησιαστικούς καί τελοῦσαν λειτουργίες πρός τόν Θεό στούς ἀγρούς. Φοβήθηκε ὁ ἀπαίσιος δικτάτορας πολύ καί περισσότερο φοβήθηκε ἐκεῖνες τίς σημαῖες παρά ὁτιδήποτε ἄλλο καί μείωσε τή βιαιοπραγία του.

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ ἄς σοῦ μάθουν, νά φροντίζεις τίς πέντε αἰσθήσεις σου γιά τόν ζῶντα Θεό.

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ εἶναι πέντε πηγές πεντακάθαρου αἵματος, μέ τό ὁποῖο πλύθηκε τό ἀνθρώπινο γένος καί ἁγιάσθηκε ἡ γῆ. Ἀπ’ αὐτές τίς πέντε πληγές χύθηκε ὅλο τό αἷμα τοῦ Δικαίου, ὅλο μέχρι τήν τελευταία σταγόνα. Ὁ Θαυματουργός Κύριος, πού ἤξερε νά πολλαπλασιάσει τούς ἄρτους καί μέ πέντε ἄρτους νά χορτάσει πέντε χιλιάδες πεινασμένους, πολλαπλασιάζει ἐκεῖνο τό πεντακάθαρο αἷμα Του καί μ’ αὐτό τρέφει καί ἑνώνει σέ χιλιάδες ναούς πολλά ἑκατομμύρια πιστῶν. Αὐτό εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία.

Τή Μ. Παρασκευή πλησίασε ψυχικά μαζί μέ τήν Παναγία Θεομήτορα κάτω ἀπό τό Σταυρό γιά νά σέ πλύνει ἐκεῖνο τό ζωοποιό αἷμα ἀπό τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ. Γιά νά μπορεῖς μέ τήν καθαρισμένη καί ἀναζωογονημένη ψυχή νά φωνάξεις τήν Κυριακή μαζί μέ τίς Μυροφόρες: Χριστός Ἀνέστη!

Οι τολμηροί. 
Αλλ’ όχι. Μέσα από τα σκοτάδια της γενικής εγκαταλείψεως (την ώρα της Σταύρωσης), χαράζει μια αχτίδα και μια ελπίδα λάμπει.
Είναι η απόφασις ενός ευσχήμονος βουλευτού, που στα στήθη του αντηχεί αδυσώπητη η φωνή του καθήκοντος. Και «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».
Γνωρίζει καλά τις συνέπειες του διαβήματός του. Ξέρει, πως ο λυσσών όχλος είναι έτοιμος να του απαγγείλη δεινή κατηγορία και να κραυγάση «και συ εκ των μαθητών ει του ανθρώπου τούτου».
Ένα θεόρατο φράγμα δυσκολιών, φόβων, κινδύνων, συνεπειών υψώνεται μπροστά του. Αλλ’ η φωνή του καθήκοντος, που βοά στα στήθη του, είναι χείμαρρος ορμητικός, που συνεπαίρνει όλα τα εμπόδια και τον οδηγεί ικέτη μπροστά στον Πιλάτο κι έπειτα από λίγο αποκαθηλωτή μπροστά στο Σταυρό.
Δεν αρνείται σαν τον Πέτρο ούτε καιροσκοπεί σαν τον Πιλάτο, αλλά βρίσκει την τόλμη και το θάρρος να ζητήση, αυτός ο βουλευτής, το σώμα ενός λαομίσητου κατάδικου, που απέθανε σαν τον έσχατο των κακούργων επάνω στο ξύλο της τιμωρίας.
«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», για να προσφέρη στον Διδάσκαλο όλες τις νεκρικές τιμές και το «λελατομημένον εκ πέτρας» ακόμη οικογενειακό του μνημείο.
Θα χρειάζεται πάντα τόλμη για να πλησιάση ο άνθρωπος το Σταυρό του Χριστού. Την τόλμη της ανασταυρώσεως του κόσμου, που θα του δίνη τη δύναμι για να υψώνεται σε αποκαθηλωτή του Χριστού και να επαναλαμβάνη τους αιωνίους λόγους του μεγάλου Σταυροφόρου των Εθνών. «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ ζή δε εν εμοί Χριστός». «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».
Από το βιβλίο «Σκηνές από το πάθος»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο691)

katafigioti

lifecoaching