ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Ο Άγιος Παΐσιος που ήταν ένα διάστημα στην Μονή του αγίου Φιλοθέου γράφει για τον γερο-Αυγουστίνο:
«Η μορφή του Γέροντα ήταν φωτεινή, γιατί τον είχε επισκιάσει η Χάρις του Θεού. Την ώρα που θα έφευγε η ψυχή του Γερο-Αυγουστίνου το πρόσωπο του άστραψε τρεις φορές!».
Ήταν Ρώσος στην καταγωγή, μιλούσε σπαστά ελληνικά και έλεγε:
«Καρδιά Πάσχα, νους λάμπα, μάτια δάκρυα».
Είναι καταπληκτικό! ενθουσιάσθηκα, γιατί αυτό είναι το απόσταγμα μιας ζωής...
Αν το αναστρέψουμε, «στα μάτια δάκρυα-μετάνοια, στο νου φως-λάμπα, και στην καρδιά Πάσχα», τότε καταλαβαίνουμε πώς προχωρεί κανείς στην πνευματική ζωή.
Ποιος δεν θέλει να ζήση το Πάσχα στην καρδιά του; Ποιος δεν θέλει να έχη φωτισμένο νου και να μην έχη σύγχυση; Ναι, αυτό αρχίζει από τα δάκρυα της μετανοίας...
Η αμμά (=μητέρα) Δαμιανή, η ησυχάστρια, η μητέρα του αββά Αθηνογένους του επισκόπου των Πετρών, μάς διηγήθηκε και μας είπε.
Ήταν κάποιος ηγούμενος στο άγιο όρος του Σινά, ονομαζόμενος Γεώργιος (έζησε κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ), πολύ μεγάλος και ασκητικός. Σε αυτόν τον αββά Γεώργιο το μέγα Σάββατο, ενώ βρισκόταν στο κελλί του, τού ήρθε μια επιθυμία· ήθελα, λέει, να κάνω την αγία Ανάσταση στην αγία πόλη και να μεταλάβω τα άγια μυστήρια στην αγία Ανάσταση του Χριστού του Θεού μας. Όλη λοιπόν την ημέρα έμεινε ο γέροντας στο κελλί του ασχολούμενος με αυτούς τους λογισμούς και προσευχόμενος· μόλις βράδιασε ήρθε ο μαθητής του, λέγοντας.
- Πάτερ, κέλευσον για τον κανόνα.
Ο γέροντας αποκρίθηκε και του είπε.
- Πήγαινε, και την ώρα της αγίας μεταλήψεως έλα εδώ και έρχομαι.
Έμεινε λοιπόν ο γέροντας στο κελλί του.
Όταν έφτασε η ώρα της αγίας κοινωνίας βρέθηκε ο γέροντας μέσα στο ναό της Αναστάσεως κοντά στον επίσκοπο Πέτρο τον μακάριο και του δίνει την αγία κοινωνία μαζί μ’ όλους τους ιερείς.
Βλέποντάς τον ο πατριάρχης, λέει στον Μηνά, τον συγκέλλο του.
- Πότε ήρθε ο αββάς του Σινά;
Αποκρίθηκε ο σύγκελλος.
- Με την ευχή σας, δέσποτα, δεν τον είδα, παρά τώρα μόνο.
Τότε ο πατριάρχης λέει στον σύγκελλο.
- Πες του να μη φύγει. Γιατί θέλω να γευματίσω μαζί του.
Και ο σύγκελλος πήγε και το είπε στο γέροντα. Και αυτός αποκρίθηκε.
- Ας γίνει το θέλημα του Θεού.
Μόλις λοιπόν έγινε η απόλυση και ο γέροντας προσκύνησε το άγιο μνήμα, βρέθηκε στο κελλί του.
Και να ο μαθητής του χτυπά την πόρτα και τού λέει.
- Πάτερ, κέλευσον, έλα να μεταλάβεις.
Και ο γέροντας πήγε στο ναό μαζί με τον μαθητή του και μετέλαβε τα άγια μυστήρια.
Ο αρχιεπίσκοπος Πέτρος λυπημένος γιατί δεν τον άκουσε, μετά τη γιορτή στέλνει στο γέροντα γράμματα και στον επίσκοπο της Φαράν, τον αββά Φώτιο, και στους πατέρες του Σινά για να του φέρουν τον αββά. Μόλις λοιπόν έφτασε αυτός που μετέφερε τα γράμματα και τα έδωσε, έστειλε στον πατριάρχη τρεις ιερείς, τον αββά Στέφανο τον Καππαδόκη, τον μέγα, τον αββά Ζώσιμο και τον αββά Δουλκήτιο, τον Ρωμαίο. Απολογήθηκε ο γέροντας με γράμμα του, λέγοντας.
- Αγιώτατέ μου δέσποτα, μη θεωρήσεις πως καταφρόνησα την εντολή του αγίου αγγελιοφόρου σου.
Έγραψε και αυτό.
- Για να ξέρει η μακαριότητά σου, πως μετά έξι μήνες και οι δυο μας πρόκειται να συναντήσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό και εκεί θα προσκυνήσουμε.
Φεύγοντας οι ιερείς και φτάνοντας εκεί δίνουν τα γράμματα στον πατριάρχη. Έλεγαν τότε.
- Πολλά χρόνια έχει που δεν βγήκε στην Παλαιστίνη ο γέροντας.
Έδειχναν και τα γράμματα του Φαράν που επιβεβαίωναν αυτά, ότι περίπου 70 χρόνια έχει ο γέροντας να φύγει από το άγιο όρος του Σινά.
Ο θείος όμως και πράος Πέτρος είχε μάρτυρες όλους τους επισκόπους, που παρευρίσκονταν εκεί, καθώς και τον κλήρο, που έλεγαν.
- Εμείς είδαμε τον γέροντα και όλοι τον ασπαστήκαμε με το άγιο φίλημα.
Μετά λοιπόν τη συμπλήρωση των έξι μηνών αναπαύτηκαν ο γέροντας και ο πατριάρχης, σύμφωνα με την προφητεία του γέροντα.
(Πνευματικός Λειμών,Ιωάννου Μόσχου,Φιλοκαλία τομος 2, εκδ. ΕΠΕ, σελ. 247-251)
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.514-518).
Επίλογος του ευαγγελίου: Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού 16,9-20.
Μετά τα εισαγωγικά αυτά ερχόμαστε στην ερμηνεία των εν λόγω στίχων. Στους στιχ. 9-11 (πρβλ. Ιω 20, 11-18 και Λκ 24, 10) παρατίθεται η πρώτη εμφάνιση (Η εμφάνιση το πρωί της πρώτης των Σαββάτων δεν σημαίνει ότι τότε έλαβε χώρα η ανάσταση, κατά την παρατήρηση του Θεοφυλάκτου, ο οποίος γράφει: «Αναστάς δε ο Ιησούς· εδώ βάλε τελεία, έπειτα πες· Πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη Μαρία τη Μαγδαληνή· διότι δεν αναστήθηκε το πρωί. Διότι ποιος ξέρει πότε αναστήθηκε; Αλλά εμφανίστηκε το πρωί, την Κυριακή ημέρα») του Αναστημένου Χριστού, εμφάνιση που έλαβε χώρα σε μία γυναίκα, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, την οποία μνημονεύει ήδη ο ευαγγελιστής στους στιχ. 15,40, 47. 16, 1· ότι την είχε θεραπεύσει ο Ιησούς από επτά δαιμόνια λέγεται και στο Λκ 8,2 χωρίς περισσότερες διευκρινήσεις. Οι «πενθούντες» και «κλαίοντες» μαθητές δυσπιστούν στα λόγια της Μαρίας, η οποία τους αναγγέλλει τα σχετικά με την εμφάνιση του Ιησού. Το χαρακτηριστικό της «απιστίας» των μαθητών που γνωρίζουμε από το υπόλοιπο ευαγγέλιο παρουσιάζεται και εδώ.
Η εκτεταμένη διήγηση του Λουκά 24, 13-35 για την εμφάνιση του Αναστημένου Χριστού σε δύο μαθητές που συνοψίζεται εδώ στους στιχ. 12-13 με κεντρικό σημείο την τελική πληροφορία ότι και σ΄αυτούς δεν πίστεψαν οι μαθητές. Το χαρακτηριστικό της σύντομης αυτής διήγησης είναι η πληροφορία ότι ο Αναστάς εμφανίστηκε «εν ετέρα μορφή». Από την παράλληλη διήγηση του Λουκά φαίνεται ότι οι δύο μαθητές δεν ανήκαν στον κύκλο των δώδεκα (βλ. Λκ 24,18 · 33) και ότι ο ένας από αυτούς ονομάζεται Κλεόπας· η εκκλησιαστική παράδοση, που απηχείται και στην υμνογραφία, ταυτίζει το δεύτερο μαθητή με τον Λουκά, συγγραφέα του τρίτου ευαγγελίου.
Ο στιχ. 14 περιέχει με μεγάλη συντομία τη γνωστή από τους άλλους ευαγγελιστές εμφάνιση στους έντεκα κατά την ώρα του φαγητού (Λκ 24, 36-49. Ιω 20, 19-23). Ο Ιησούς κατακρίνει την «απιστία» και «σκληροκαρδία» των μαθητών – γνωστό ήδη θέμα – γιατί δεν δέχθηκαν την μαρτυρία αυτών που τον είδαν αναστημένο. Στο σημείο αυτό ένας μόνο κώδικας, ο W του 5ου αιώνα που βρίσκεται στο μουσείο Freer της Ουάσινγκτον, παραθέτει μία στιχομυθία μεταξύ Ιησού και μαθητών, γνωστή ως «λόγιον του Freer» που έχει ως εξής:
«Κακείνοι απειλογούντο λέγοντες ότι ο αιών ούτος της ανομίας και της απιστίας υπό τον σατανάν εστίν, ο μην εών (τον μη εώντα;) υπό των πνευμάτων ακάθαρτα (-των;) την αλήθειαν του Θεού καταλαβέσθαι (+και;) δύναμιν. Δια τούτον αποκάλυψόν σου την δικαιοσύνην ήδη, εκείνοι έλεγον τω Χριστώ. Και ο Χριστός εκείνοις προσέλεγεν ότι πεπλήρωται ο όρος των ετών της εξουσίας του σατανά, αλλά εγγίζει άλλα δεινά· και υπέρ ων εγώ αμαρτησάντων παρεδόθην εις θάνατον ίνα υποστρέψωσιν εις την αλήθειαν και μηκέτι αμαρτήσωσιν ίνα την εν τω ουρανώ πνευματικήν και άφθαρτον της δικαιοσύνης δόξαν κληρονομήσωσιν».
Η κυριαρχία του σατανά, τα εγγίζοντα άλλα δεινά, η θυσία του Χριστού και η άφθαρτη δόξα του ουρανού οδηγούν στη σκέψη ότι το λόγιο προήλθε ίσως από ένα περιβάλλον αποκαλυπτικό με έντονα τα χρώματα και τις ιδέες της Αποκάλυψης του Ιωάννη (Grundmann).
Μετά το θέμα της «απιστίας» των μαθητών από το στιχ. 15 ε. επικρατεί άλλη ατμόσφαιρα που κυριαρχείται από την εντολή του Αναστημένου Χριστού να μεταφέρουν παντού το μήνυμά του: «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (πρβλ. Μθ 28, 19 όπου η εντολή δίδεται στους μαθητές, ενώ έχουν συγκεντρωθεί στη Γαλιλαία). Το ευαγγέλιο που «ήλθεν κηρύσσων ο Ιησούς» στη Γαλιλαία (1,14) έχει ευρύτερες οικουμενικές διαστάσεις· προορίζεται για τον «κόσμο άπαντα», για την «κτίσιν πάσαν».
Ο αρχικός κύκλος των μαθητών του Ιησού, η εκκλησία, πρέπει να διευρυνθεί τόσο ώστε να συμπέσει τελικά με άπαντα τον κόσμο. Είναι προφανές ότι ο Αναστάς προσδιορίζει εδώ το ιεραποστολικό καθήκον ως ουσιαστικό έργο της εκκλησίας. Η ανταπόκριση των ανθρώπων στο κήρυγμα με την πίστη και το βάπτισμα, δηλ. η ένταξή τους στην εκκλησία [Ο στίχ 16 παρουσιάζεται εκκλησιολογικά πιο ανεπτυγμένος στο Ματθ. 28,19 «…βαπτίζοντες αυτούς σεις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος». Ο Θεοφύλακτος σχολιάζοντας το «πάση τη κτίσει» του Μάρκου 16,15 παρατηρεί: «Δεν είπε κηρύξατε σε όσους πείθονται, αλλά, σε όλη την κτίση, είτε πείθονται είτε όχι»], οδηγεί στη σωτηρία.
Έτσι, αντί του θέματος «απιστία» - «απιστείν» των προηγούμενων στίχων, από το στιχ. 16 ε. κυριαρχεί το «πιστεύειν» καθώς και τα «σημεία» που θα μπορούν να ενεργούν «εν τω ονόματι» του Ιησού οι πιστεύοντες. Αυτά απαριθμούνται στους στιχ. 17-19: θεραπεία ανθρώπων από δαιμόνια, «γλώσσαι καιναί» [Εάν με τις καινές γλώσσες νοούνται οι λεγόμενες ξένες γλώσσες, «διάλεκτοι αλλοεθνείς»(Ζιγαβηνός), ή κάποια νέα γλώσσα, η γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, η νέα γλώσσα της αγάπης που μιλούν οι πιστοί μέσα στον κόσμο αποτελεί ερμηνευτικό πρόβλημα που τίθεται και εξ’ αφορμής των όσων λέγει ο απ. Παύλος στην Α΄Κορ. κεφ. 12-14. Ο Gnilka σχετίζει τη φράση αποκλειστικά με το γεγονός της Πεντηκοστής], νικηφόρα αντιμετώπιση κινδύνων (από όφεις π.χ. ή από θανάσιμα δηλητήρια), θεραπεία αρρώστων.
Το Πνεύμα του Θεού, που κατά τη διήγηση των Πράξεων 2, 1-11 κατέρχεται κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ήδη προανακρούεται με τα λόγια αυτά του Ιησού, γιατί οι εκδηλώσεις των πιστών που προαναγγέλλονται εδώ (ιάματα γλωσσολαλία κλπ.) είναι δώρα του Αγίου Πνεύματος· και όπως στην περίπτωση του Ιω 20,22 («λάβετε πνεύμα άγιον») ο Ορθόδοξος ερμηνευτής, επίσκοπος Κατάνης Cassien Besobrasoff, ομιλεί για «Ιωάννεια Πεντηκοστή», έτσι και εδώ θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, τηρουμένων των αναλογιών, για «Μάρκεια Πεντηκοστή».
Η εκκλησία παράλληλα με την ιεραποστολική εντολή που παίρνει από τον Αναστάντα εφοδιάζεται με τη δύναμη, που είναι καρπός πίστης, να θεραπεύει αρρώστους, να διώχνει το δαιμονικό στοιχείο από τη ζωή των ανθρώπων, να ανθίσταται νικηφόρα στις διάφορες επιβουλές της φύσης («όφεις») ή των ανθρώπων («θανάσιμόν τι πίωσιν»). Μπορεί να υποστηρίζει κανείς ότι με τις εντολές αυτές του Αναστάντος που καλούνται να πραγματοποιήσουν οι μαθητές και στη συνέχεια η εκκλησία αποκαθίσταται η αρχική παραδείσια προπτωτική αρμονία μεταξύ ανθρώπου και φύσης καθώς και μεταξύ ανθρώπου και συνανθρώπου, όπως ήδη προανακρούεται αυτή η αρμονική συνύπαρξη στη σύντομη διήγηση του ευαγγελιστή για τους πειρασμούς του Ιησού (1,13) μέσα σ΄ ένα περιβάλλον που θυμίζει το Γεν. 3.
Οι στιχ. 19-20 περιέχουν αφ’ ενός μεν την ανάληψη του Κυρίου Ιησού (η οποία κατά τα Λκ 24, 50-53 και Πρ 1, 9-11 συντελείται στο όρος των Ελαιών) και αφ΄ετέρου μια γενική δήλωση της δραστηριότητας των μαθητών «πανταχού». Ο Κύριος, κλείνοντας τον κύκλο της επίγειας δράσης, επανέρχεται «όπου ην το πρότερον», κάθεται «εκ δεξιών του Θεού» [Δες ερμηνευτικό σχόλιο του Ζιγαβηνού: «Και βεβαίως ο Θεός και ο πατέρας του, επειδή είναι ασώματος, δεν θα μπορούσε να έχει δεξιά ή αριστερά. Διότι αυτά είναι σχήματα των σωμάτων. Επομένως λοιπόν το ότι θα καθίσει μεν, δηλώνει ανάπαυση και απόλαυση της θείας βασιλείας· ενώ το, στα δεξιά του Θεού, δηλώνει την οικειότητα και την ίδια τιμή με τον Πατέρα»], και από τη θέση αυτή κατευθύνει την ιστορία και «συνεργεί» στο έργο των μαθητών, επιβεβαιώνοντας το κήρυγμα τους με θαυμαστά γεγονότα («σημεία»). Η τελευταία αυτή περιληπτική δραστηριότητα των μαθητών, που χαρακτηρίστηκε ως η «σύνοψη των Πράξεων των Αποστόλων» (Gnilka. Δες και Τρεμπέλα: «Στη φράση αυτή περιλαμβάνεται η όλη δράση των Αποστόλων, τμήμα της οποίας αφηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων»), δείχνει ότι η ιεραποστολική εντολή του Αναστημένου Χριστού άρχισε ήδη να γίνεται ιστορική πραγματικότητα.
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.509-514).
Επίλογος του ευαγγελίου: Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού 16, 9-20.
Πολλοί ερμηνευτές από τους πρώτους ήδη αιώνες αναρωτιούνται: Ποιό είναι το αρχικό τέλος του ευαγγελίου; Το «εφοβούντο γαρ» [ότι είναι δυνατόν να τελειώνει το ευαγγέλιο με το «γαρ», έδειξαν διάφοροι ερευνητές προσάγοντας παραδείγματα από την αρχαία ελληνική φιλολογία· βλ. π.χ. Πλωτίνου,Εννεάδες 32 (V,5): «τελειότατον γαρ»· και Μουσονίου Ρούφου, Tractatus 12: «γνώριμον γαρ». Τα παραδείγματα είναι από το άρθρο του F.W. van Horst, “Can a book end with γαρ? Note on Mark. 16,8” JTS 1972,121-124. Ο Lane προσάγει παράδειγμα και από την πρόσφατη δημοσίευση της κωμωδίας του Μενάνδρου, Δύσκολος, 437: «ναι μα τον Δία, το γουν πρόβατον μικρού τέθνηκε γαρ»] του στιχ. 8;
Πράγματι στο σημείο αυτό τελειώνει το ευαγγέλιο στους δύο μεγάλους αρχαίους κώδικες του 4ου αιώνα, το Σιναϊτικό (Σιν) και το Βατικανό (Β), επίσης στο μικρογράμματο χειρόγραφο 304 (του 12ου αι.), στη συριακή σιναϊτική μετάφραση και στα περισσότερα χειρόγραφα της αρμενικής μετάφρασης. Από τους εκκλ. συγγραφείς και πατέρες άλλοι παραδίδουν την πληροφορία ότι τα χειρόγραφα του ευαγγελίου που γνωρίζουν τελειώνουν στο «εφοβούντο γαρ» και άλλοι ότι περιέχουν και στους στίχους από το «Αναστάς δε πρωί…» ως το «επακολουθούντων σημείων» (δηλ. τους στιχ. 9-20).
Έτσι π.χ. ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει: «Τα γουν ακριβή των αντιγράφων το τέλος περιγράφει της κατά Μάρκον ιστορίας εν τοις λόγοις του οφθέντος νεανίσκου ταις γυναιξί και ειρηκότος αυταίς μη φοβείσθαι… και ακούσασαι έφυγον και ουδενί ουδέν είπον· εφοβούντο γαρ. Εν τούτω γαρ σχεδόν εν άπασι τοις αντιγράφοις του κατά Μάρκον ευαγγελίου περιγέγραπται το τέλος» (Προς Μαρίνον α ΒΕΠ. 23,328). Επίσης και ο Γρηγόριος Νύσσης: «Εν μεν τοις ακριβεστέροις αντιγράφοις το κατά Μάρκον ευαγγέλιον μέχρι του εφοβούντο γαρ έχει το τέλος» (Εις το άγιον Πάσχα Λόγ. Β 9,PG 46,644-645).
Από την άλλη μεριά όμως ο Βίκτωρ πρεσβύτερος Αντιοχείας γράφει στο τέλος της ερμηνείας του τα εξής: «Ει δε και το «αναστάς πρωί» μετά τα επιφερόμενα παρά πλείστοις αντιγράφοις ου κείνται εν τω παρόντι ευαγγελίω, ως νόθα νομίσαντες αυτά είναι, αλλ’ ήμείς εξ ακριβών αντιγράφων εν πλείστοις ευρόντες αυτά και κατά το Παλαιστινιαίον ευαγγέλιον, ως έχει η αλήθεια Μάρκου, συντεθείκαμεν, και την εν αυτώ επιφερόμενην δεσποτικήν ανάστασιν, μετά το εφοβούντο γαρ… μέχρι του «δια των επακολουθούντων σημείων. Αμήν». Αργότερα ο Ζιγαβηνός παρόλο που γνωρίζει την άποψη ότι η περικοπή είναι «προσθήκη μεταγενεστέρα» ωστόσο την ερμηνεύει: «φασί δε τινες των εξηγητών ενταύθα συμπληρούσθαι το κατά Μάρκον ευαγγέλιον· τα δε εφεξής προσθήκην είναι μεταγενεστέραν. Χρη δε και ταύτην ερμηνεύσαι, μηδέν τη αληθεία λυμαινομένην».
Οι παραπάνω πατερικές μαρτυρίες δείχνουν ότι το ερώτημα περί του τέλους του ευαγγελίου είχε αντιμετωπισθεί ήδη κατά τους πρώτους αιώνες· αυτό μαρτυρούν άλλωστε και οι προσπάθειες συγγραφής επίλογου σε αρχαία χειρόγραφα. Ένας τέτοιος σύντομος επίλογος είναι ο ακόλουθος: Πάντα δε τα παρηγγελμένα τοις περί τον Πέτρον συντόμως εξήγγειλαν. Μετά δε ταύτα και αυτός ο Ιησούς από ανατολής και άχρι δύσεως εξαπέστειλεν δι΄αυτών το ιερόν και άφθαρτον κήρυγμα της αιωνίου σωτηρίας. αμήν
Έναν ευρύτερο και γνωστότερο επίλογο αποτελούν οι στιχ, 9-20 [Ο σύντομος επίλογος μόνος του μαρτυρείται σε χειρόγραφο της itala· ακολουθούμενος και από τον ευρύτερο των στίχ. 9-20 μαρτυρείται στα χειρόγραφα L,Ψ,099,0112,274,579,I 602, και σε μερικές αρχαίες μεταφράσεις. Ο ευρύτερος επίλογος (στιχ. 9-20) μόνος του μαρτυρείται στα A,C,D,K,(W),X,Δ,Θ,Π,f 13,28,33,565,700 κ.α., στα βυζαντινά μικρογράμματα, σε Εκλογάδια, στη Vulgata και σε αρχαίες μεταφράσεις· επίσης στους Ιουστίνο, Ειρηναίο, Τατιανό (Διατεσσάρων(, Δίδυμο] που στις νεώτερες κριτικές εκδόσεις τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες.
Οι σύγχρονοι ερμηνευτές επισημαίνουν, πέρα από τη διαφοροποίηση της χειρόγραφης παράδοσης, και τα εξής: α) Το διαφορετικό λεξιλόγιο των στίχων αυτών που είναι άγνωστο στο υπόλοιπο σώμα του ευαγγελίου. (π.χ. απιστώ, βεβαιώ, βλάπτω, επακολουθώ, θανάσιμος, θεώμαι, μετά ταύτα κλπ)· β) τη διαπίστωση ότι οι άλλοι δύο Συνοπτικοί ευαγγελιστές ακολουθούν τον Μάρκο στη διήγηση του πάθους και της ανάστασης ως το 16, 8 ενώ μετά από το στίχο αυτό ακολουθούν όχι από κοινού αλλ΄ο καθένας ξεχωριστά άλλη σειρά στις αφηγήσεις του για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού· γ) το γεγονός ότι οι στίχοι αυτοί αποτελούν σύνοψη όλων των άλλων ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού.
Επίσης συζητούν οι σύγχρονοι ερμηνευτές το θέμα του συγγραφέα των στιχ. 9-20.
Ορισμένοι αποδίδουν τη συγγραφή του τεμαχίου αυτού στον Αριστίωνα τον οποίο αναφέρει ο Παπίας, επίσκοπος στην Ιεράπολη (Ευσεβίου Εκκλ.Ιστ. Γ 39,ΒΕΠ 19,280), και τούτο γιατί σε αρμενικό χειρόγραφο του έτους 989 υπάρχει η πληροφορία, πιθανώς μεταγενέστερη από την εποχή του χειρογράφου, ότι οι στίχοι αυτοί προέρχονται από κάποιον Αρίστωνα. Έτσι, ορισμένοι ταύτισαν τον Αρίστωνα με τον Αριστίωνα του Παπία (Τρεμπέλας, Β. Ιωαννίδης (Εισαγωγή εις την Κ.Δ. 1960,83)· προς την άποψη αυτή κλίνει και ο Grundmann). Ελάχιστοι πιστεύουν ότι ο ίδιος o ευαγγελιστής μεταγενεστέρως πρόσθεσε αυτόν τον επίλογο στο κείμενό του (X. Παπαϊωάννου,169-179· βλ. κριτική της άποψης του Παπαϊωάννου με τα αρχικά Σ.Ε. στη Θεολογία 2(1924),297-306), ενώ άλλοι τον αποδίδουν αορίστως σε μαθητή του Κυρίου με αναγνωρισμένο κύρος (Lagrange, κ.α.), και άλλοι, τέλος δεν προσδιορίζουν εγγύτερα το συγγραφέα αρκούμενοι στην άποψη ότι είναι διαφορετικό του ευαγγελιστή πρόσωπο (Lane,Schmid,Schweizer,Branscomb κ.α. Δες και W.Farmer,The Last Twelve Verses of Mark, 83 ε).
Λαμβάνοντες υπόψη τις μαρτυρίες των χειρογράφων, τα σχόλια των ερμηνευτών εκκλ. συγγραφέων και πατέρων, καθώς και τις απόψεις των συγχρόνων ερμηνευτών παρατηρούμε τα εξής:
α) Δεν έχει αμφισβητηθεί από κανένα – και δεν είναι άλλωστε δυνατό να αμφισβητηθεί – η κανονικότητα των στιχ. 9-20, το γεγονός δηλαδή ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ευαγγελίου και συνεπώς του κανόνα της Κ.Δ. αφού μαρτυρούνται ήδη από το 2ον αιώνα στους Ιουστίνο, Τατιανό, και Ειρηναίο (Βλ. Ειρηναίου, Έλεγχος Γ 10,6 PG 7,879. Ιουστίνου,Α Απολογία 45,5. ΒΕΠ 3,185. Τατιανού,Διατεσσάρων…..
β) Και αν ακόμα προέρχονται οι στίχοι αυτοί από κάποιον άλλον συγγραφέα, διάφορον του ευαγγελιστή Μάρκου, αποτελούν θεόπνευστο κείμενο της εκκλησίας που περιέχει το μήνυμα της Ανάστασης, όπως το έζησαν και το μετέδωσαν αυτοί στους οποίους εμφανίσθηκε ο Αναστημένος Χριστός.
γ) Είναι ορθή η διαπίστωση ότι οι στίχοι αυτοί αποτελούν σύνθεση και περίληψη όλων των ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού, αποτελούν δηλ. την αρχαιότερη «ευαγγελική αρμονία» (Cassien Besobrasoff,La Pentecote Johannique,1939,28…. Ο Gnilka χαρακτηρίζει τους στίχους 9-20 ως «ένα είδος πασχάλιας κατήχησης για τη διδασκαλία της κοινότητας»). Οι στίχοι 9-11 περιέχουν την εμφάνιση στην Μαρία την Μαγδαληνή (Ιω 20,11-18), οι στιχ. 12-13 την εμφάνιση σε δύο μαθητές που πορεύονται προς Εμμαούς (Λκ 24, 13-35), ο στιχ. 14 την εμφάνιση στους ένδεκα (Λκ 24, 36-49. Ιω 20, 19-23), οι στιχ. 15 ε. την εντολή του Αναστάντος προς τους μαθητές (Μθ 28, 18-20) και τέλος οι στιχ. 19-20 την ανάληψη (Λκ 24, 50-53).
(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.504-508).
Επίσκεψη των μυροφόρων στον κενό τάφο (Μάρκος 16, 1-8).
Όλα τα ευαγγέλιά μας τελειώνουν με την ανάσταση του Χριστού. Για την ακρίβεια αναφέρουν μαρτυρίες για αυτήν (επίσκεψη στον κενό τάφο, εμφανίσεις του Αναστάντος), χωρίς να περιγράφουν αυτό το ίδιο το γεγονός της Ανάστασης (περιγραφή της Ανάστασης με μυθικά χρώματα και διογκωμένες διαστάσεις δίνει το απόκρυφο Ευαγγέλιον Πέτρου. Βλ. Hennecke-Schneemelcher,Neutestamentliche Apokryphen 1959 I,122.). Δεν είναι δυνατόν να δει κανείς και να περιγράψει την ανάσταση, γιατί αυτή εγκαινιάζει ένα νέο κόσμο, που δεν υπάγεται στην νομοτέλεια του παρόντος κόσμου της φθοράς· την ανάσταση τη βλέπει ο πιστός με τα μάτια της πίστης, και τον Αναστημένο Κύριο τον συναντά στα μυστήρια της εκκλησίας (βλ. Λκ 24,30 όπου οι δύο μαθητές στην Εμμαούς αναγνωρίζουν τον Αναστημένο Χριστό όταν ευλόγησε τον άρτον).
Μετά το πέρας του Σαββάτου και «λίαν πρωί» της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, της Κυριακής (η οποία πολύ νωρίς έλαβε το όνομα αυτό καθώς συνάγεται από το χωρίο Αποκ 1,10) έρχονται στο μνήμα τρεις γυναίκες: Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, για να αλείψουν με αρώματα το σώμα του ενταφιασθέντος Ιησού (στιχ. 1-2). Ο εγγύτερος προσδιορισμός του χρόνου της επίσκεψης «ανατείλαντος του ηλίου» θεωρείται από πολλούς ερμηνευτές ως μη εναρμονιζόμενος προς το «λίαν πρωί» του ιδίου στίχου, γι΄αυτό και προτάθηκαν οι ακόλουθες λύσεις:
α) Οι γυναίκες ανεχώρησαν μεν «λίαν πρωί», έφθασαν όμως στο μνήμα όταν ανέτειλε ο ήλιος· β) η μνεία της ανατολής του ηλίου έχει θεολογική έννοια: συμβολίζει την εκ του τάφου έγερση και ανατολή του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης·
γ) πιθανώς δεν εννοείται εδώ η πλήρης ανατολή του ηλίου αλλά το πριν από αυτή λυκαυγές· δ) οι γυναίκες δεν ήλθαν όλες μαζί αλλά μερικές «λίαν πρωί» και άλλες μετά την ανατολή του ηλίου·
ε) ο κώδικας D και μερικά άλλα χειρόγραφα με τη διόρθωση του «ανατείλαντος» σε «ανατέλλοντος» προσπαθούν να τοποθετήσουν την επίσκεψη νωρίτερα.
Νομίζουμε ότι οι χρονικοί προσδιορισμοί των ευαγγελιστών έχουν κάποια ελαστικότητα, γι΄αυτό και συνοδεύονται πολύ συχνά με τις λέξεις «ως», «ωσεί» κ.λ.π. (βλ. σχόλια στο στιχ. 15,25 όπου γίνεται λόγος για την ώρα της σταύρωσης). Ειδικότερα ο Μάρκος συνηθίζει να προσδιορίζει με ένα δεύτερο όρο το ευρύτερο διάστημα που καλύπτει ο αρχικός χρονικός προσδιορισμός (βλ. π.χ. 1,32 «οψίας δε γενομένης, ότε έδυσεν ο ήλιος» κ.α.) το ίδιο πράττει εδώ παρέχοντας με το «ανατείλαντος» τον εγγύτερο προσδιορισμό του χρόνου άφιξης των γυναικών στον τάφο.
Ενώ καθ΄οδόν διαλογίζονται οι γυναίκες πως ή μάλλον ποιος θα σύρει το μεγάλο λίθο, ο οποίος καλύπτει την είσοδο του τάφου, όταν πλησιάζουν διαπιστώνουν ότι ο λίθος «αποκεκύλισται» (στιχ. 2-4). Μόλις εισέρχονται στον τάφο καταλαμβάνονται από δέος, γιατί αντί του νεκρού Ιησού βλέπουν «νεανίσκον» (Τόσο οι πατέρες όσο και οι νεώτεροι ερμηνευτές με τη μορφή του νεανίσκου εννοούν την εμφάνιση αγγέλου: Taylor, Schweizer, Lane, Τρεμπέλας κ.α.) με στολή λευκή να κάθεται στα δεξιά (στιχ. 5). Ο νεανίσκος καθησυχάζει τις μυροφόρες με το «μη εκθαμβείσθε» και κατόπιν απευθύνει σ΄αυτές το μήνυμα της ανάστασης («Διότι πρώτα έπρεπε να τις απαλλάξει από το φόβο και τότε να τους μιλήσει για την ανάσταση»(Βίκτωρ Αντιοχείας)): Ο Ιησούς ο εσταυρωμένος δεν βρίσκεται μεταξύ των νεκρών, «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν» (στιχ.6). Ο αρχηγός της ζωής (η «αυτοζωία», κατά τον ύμνον της εκκλησίας) δεν είναι δυνατόν να φυλακισθεί στον τάφο: Διήλθε μέσα από το βασίλειο των νεκρών, για να «πατήσει τον θάνατον», να καταλύσει το βασίλειο του Άδη και να χαρίσει στους ανθρώπους τη ζωή.
«Ο τάφος του Ιησού δεν είναι πια ο τόπος του θανάτου αλλά της ζωής και της δόξης… το πάθος με την έσχατη μορφή του, το θάνατο, αντιστρέφεται από την ανάσταση… Η Χριστολογία της εξουσίας εισβάλλει θριαμβευτικά για να πει τον τελευταίο λόγο στην ευαγγελική ιστορία» ( Δ. Τρακατέλλης). Κατόπιν, ο άγγελος παραγγέλλει στις γυναίκες, που είναι οι πρώτοι αποδέκτες του μηνύματος της ανάστασης, να αναγγείλουν το γεγονός τους μαθητές, καθώς επίσης να μεταφέρουν σ΄αυτούς την πληροφορία ότι θα συναντήσουν τον Αναστημένο Χριστό στη Γαλιλαία, σύμφωνα με την υπόσχεσή του (βλ.14,18).
Από όλους τους μαθητές ονομαστικά αναφέρεται από τον άγγελο μόνο ο Πέτρος. Η ονομαστική αυτή αναφορά αποβλέπει στο να βεβαιωθεί ο μαθητής αυτός ότι παρά την τριπλή άρνησή του δεν έχασε την εμπιστοσύνη και στοργή του Κυρίου αφού ακολούθησαν μάλιστα, μετά την άρνησή του, τα δάκρυα της μετάνοιας. Άλλωστε στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για ιδιαίτερη εμφάνιση του Αναστάντος σ΄αυτόν (Λκ 24,34 και Α΄Κορ 15,5).
Οι τρεις γυναίκες εξέρχονται από τον τάφο με έντονη την αίσθηση «τρόμου και εκστάσεως». Το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο οποίο συνεχώς γίνεται λόγος για το θάμβος, την έκσταση και τον θαυμασμό του λαού, που παρακολουθεί τα «σημεία» του Ιησού, κατακλείεται με τον τονισμό του τρόμου και της έκστασης ενώπιον του κατ΄εξοχήν «σημείου» που είναι η Ανάσταση.
ΥΠΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
Τοποθέτηση του ζητήματος
Αγαπητοί μου φίλοι,
Είναι πραγματικά ένα μεγάλο προνόμιο το ότι δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούμε σ’ ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημιακό, όχι μ’ εκείνο το στεγνό και στενό, αν και απαραίτητο περιεχόμενο τής μεταδόσεως ορισμένων επιστημονικών γνώσεων, αλλά σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα και το επίπεδο τής στενής και χωρίς περιορισμούς, ως προς το βάθος και το πλάτος τής γνωριμίας, σε επίπεδο που έχει σχέση με την ψυχική ζωή τόσον των ταγμένων για να σας διδάσκουν μερικές γνώσεις όσον και των φοιτητών που έρχονται εδώ για να αποκτήσουν, για να οικοδομήσουν τον ψυχικό τους κόσμο και γι’ αυτό πρέπει να δώσω και στην ανώνυμη αυτή ομάδα των συναδέλφων σας, που σκέφθηκαν να πάρουν αυτήν την πρωτοβουλία, όσο και σ’ όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να έλθετε απόψε, να δώσω την έκφραση τής μεγάλης μου ευχαριστίας που σκέφθηκαν και μένα και με κάλεσαν εδώ για να σας μιλήσω.
Θα πρέπει να σας πω ότι, ό,τι θα ακούσετε από εδώ και εμπρός δεν είναι τίποτε άλλο από προσωπικά μου βιώματα. δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνα που σε ώρες, είτε που απέχουν πολύ από το σήμερα, είτε και πρόσφατες παίδεψαν την ψυχή μου, πράγματα που αποτελούν το τέρμα πορείας πνευματικής, πράγματα που μπορώ να βεβαιώσω γι’ αυτά με την σφραγίδα τής απολύτου εσωτερικής πληροφορίας, με την σφραγίδα ότι επιβεβαιώνονται από την βίωση και απ’ την παρατήρηση αρκετών δεκαετιών από τον καιρό που επέστρεψα στον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Και νομίζω ότι είναι επίκαιρη η εκλογή τού θέματος που έχει σχέση με την Σταύρωση και την Ανάσταση τού Χριστού μας, όχι μονάχα γιατί ευρισκόμαστε στην εποχή εκείνη που έχει τάξει η Εκκλησία μας για τις ψυχές όλων των Χριστιανών να στρέφονται και να προετοιμάζονται και να συμμετέχουν στα Πάθη τού Χριστού μας, αλλά και γιατί ακριβώς η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας τής καταφάσεως τού Χριστιανισμού και τού αντιλόγου εις τον Χριστιανισμό.
Γιατί αν η Σταύρωση και η Ανάσταση τού Χριστού μας είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύαμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε και που είναι ξένα ή αντίθετα προς τον Χριστό και προς το Ευαγγέλιό Του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμισθούν. Γι’ αυτό και με τόση μανία και με τέτοιο πείσμα έχουν εγερθεί τόσες πολλές αντιρρήσεις, έχουν παρουσιασθεί τόσο πολλά επιχειρήματα για να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση τού Χριστού δεν έγινε. Γιατί αν η Ανάσταση τού Χριστού, έγινε, τότε ο Χριστός είναι: «ο Θεός», τότε όλα όσα λέει ο Χριστός, όλα όσα λέει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει, που είναι αντίθετα και ξένα προς τον Χριστό και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωή σύμφωνη με όλα όσα είπε ο Χριστός και εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.
Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση τού Χριστού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
– Η μια είναι ότι ο Κύριος δεν απέθανε επάνω στον Σταυρό και συνεπώς αφού δεν απέθανε και δεν ανεστήθη.
– Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά τής Αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση τού Χριστού.
– Και η τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι ευρέθηκε κενός ο Τάφος Του.
Το εάν ο Χριστός απέθανε πάνω στον Σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη τής Ιατρικής γιατί αυτή είναι εκείνη η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων και η οποία μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με την βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών τού σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση τού οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει. Αξίζει λοιπόν την προσοχή μας ότι αυτή η αμφισβήτηση – ότι ο Χριστός δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό – δεν παρουσιάσθηκε ποτέ κατά το διάστημα τής γενεάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η Σταύρωσις τού Χριστού, δεν παρουσιάσθηκε ούτε και κατά την εποχή των διωγμών, δεν παρουσιάσθηκε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα τού Χριστού και την Ανάστασή Του, δεν παρουσιάσθηκε παρά μόνον στον 17ον αιώνα.
Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό γιατί απλούστατα τότε μονάχα είχαν τελείως εκλείψει οι άνθρωποι που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει, είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς μια ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τής Σταυρώσεως. Εάν και σήμερα είχαμε ανθρώπους, και ευτυχώς που δεν έχουμε, που είχαν παρακολουθήσει την Σταύρωση δεν θα είχε – όπως θα δούμε σε λίγο – παρουσιασθεί μια τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.
Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Είναι βέβαιο το ερώτημα αυτό, εάν ο Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό, συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο άνθρωπος όταν σταυρώνεται. Μια κοινή διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος επάνω στον Σταυρό παρουσιάζεται από τον πόνο και την αιμορραγία που δημιουργούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια τού εσταυρωμένου.
Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά απλώς ένα μικρό συμπλήρωμα πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση τού θανάτου.
Ο θάνατος τού Σταυρού, ο θάνατος τού Χριστού επάνω στον Σταυρό, βεβαίως είχε και αυτό και πολλά άλλα προδιαθετικά αίτια. Ανάμεσα σ’ αυτά θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κύριός μας, τον οποίον «εράπιζον, εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον», λέει το Ευαγγέλιο οι βάρβαροι στρατιώται τής Ρωμ. Αυτοκρατορίας, με όλη την δύναμη η οποία τους χαρακτήριζε και την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να κάνουν τα μαρτύριά τους την εποχή εκείνη. Αλλά βεβαίως, ενώ γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό κτύπημα στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου από έναν τραχύ στρατιώτη μπορεί πραγματικά να τον φέρει σε κατάσταση αφασίας ή λιποθυμίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε.
Θα το αντιπαρέλθουμε για να φθάσουμε σε μία φράση που ίσως χωρίς πολλή προσοχή την ακούμε διότι σαν μετοχή απλώς τού αορίστου αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, όταν μάς λέει το Ευαγγέλιο ότι «φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν...» (Μάρκ. ιε΄ 15).
Τι ήταν το φραγγέλιο; Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μία απλή μαστίγωσις. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτόν που επρόκειτο να υποστεί το φραγγέλιο τον έδεναν σε μια κολώνα και ο ειδικός δήμιος που εκτελούσε την φραγγέλωση έπαιρνε ένα μαστίγιο βαρύ το οποίο είχε πολλές λουρίδες στην άκρη του, πάνω στις λουρίδες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά οστάρια, κότσια από αρνί και τις έφερνε με όση δύναμη είχε πάνω στην ράχη δεμένου ανθρώπου. Πολύ σύντομα, απ’ τα πρώτα κτυπήματα εξεσχίζετο το δέρμα τού ανθρώπου που εδέχετο την φραγγέλωση και ύστερα από μερικά κτυπήματα ακόμη έφευγαν και κατεξεσχίζοντο τελείως οι σάρκες του και απεγυμνώνοντο τα κόκαλα τής ράχης. Αναφέρονται στην ιστορία αρκετές περιπτώσεις από ανθρώπους, που απέθαναν την ώρα τής φραγγελώσεως.
Σ’ αυτήν τώρα την καταξεσχισμένη, καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, κουβάλησε ο Χριστός μας τον Σταυρό του, που ήταν ξύλο βαρύτατο, έτσι ώστε να μπορεί να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου χωρίς να λυγίσει. Και είναι γνωστό αλλά και πάρα πολύ φυσικό να το περιμένει κανείς ότι λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία που τού είχε στοιχίσει απώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού αυτού και έπεσε, όπως λένε οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη, με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορεί να προστατεύσει το σώμα του απ’ τις συνέπειες τής πτώσεως χάρις στο Σταυρό, τον οποίο ήταν αναγκασμένος να κρατάει και που έπεσε σαν βάρος από πάνω του. Και ξέρουμε ότι για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψος τού Γολγοθά, ανέθεσαν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει αυτός για τον υπόλοιπο δρόμο τον Σταυρό.
Ας προσθέσουμε ακόμη και για τα αγκάθια που είχε ο στέφανος εκείνος που σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει το κεφάλι Του και όλοι όσοι έχουν μια πείρα από θάλαμο ατυχημάτων τού Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ιδιαίτερη τάση έχουν να αιμορραγούν τα τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. Αυτό λοιπόν το έξαιμο σώμα, το καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε επάνω στον Σταυρό.
Ας δούμε τώρα για το θέμα τού καρφώματος ακριβώς των άκρων πάνω στον Σταυρό. Από την παράδοση και από την κοινή εντύπωση πιστεύουμε ότι τα καρφιά πέρασαν τις παλάμες.
Όμως από πειράματα που έκανε ένας Γάλλος χειρουργός ο Barbet επάνω σε πτώματα, είδε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα στα κόκαλα τής παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κάτω από το βάρος αυτό, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, τα καρφιά θα έσχιζαν το δέρμα που είναι στην πρόσθια και στην οπίσθια επιφάνεια τής παλάμης πέρα για πέρα ανάμεσα στα δάκτυλα και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω ενώ θα τον συγκρατούσαν μονάχα τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος χειρουργός έδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια τού ανθρώπου που μπορεί να στηρίξει το σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ’ αυτό, είναι ο καρπός, και σε επανειλημμένα πειράματα που έκανε έδειξε ότι σε όποιο σημείο τού καρπού και αν βάλουμε ένα καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους που βρίσκονται εδώ, θα περάσει από έναν ανατομικόν χώρον, γνωστό στους γιατρούς, που λέγεται ο χώρος τού destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια τού καρπού. Και εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μια σειρά 12 παρομοίων πειραμάτων που έκανε ο χειρουργός αυτός είναι δύο παρατηρήσεις του, ότι και στα 12 χέρια κανένα κόκαλο δεν τραυματίσθηκε ή δεν έσπασε από την ήλωση τού χεριού, για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέει και με άλλη μια ευκαιρία, όπως θυμάστε, το Ευαγγέλιο, ότι δεν θα συντριβή κανένα κόκαλο.
Και δεύτερον ότι ακριβώς από τον χώρο αυτό σε επαφή με το καρφί βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο τού χεριού, το μέσο νεύρο, το οποίο σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί επάνω στον Σταυρό το χέρι τού Εσταυρωμένου θα βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή και τραυματισμό από το καρφί. Τώρα το τι σημαίνει να δέχεται και ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν δεχθούμε σ’ ένα σημείο εδώ στον αγκώνα μας, ένα κτύπημα. Εκείνο το αφόρητο αίσθημα τής ηλεκτρικής εκκενώσεως και τής παραλύσεως που δοκιμάζουμε και που πραγματικά επαναστατεί όλο το είναι μας από το ελαφρό κίνημα. Ας σκεφθούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα τής σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο τής Σταυρώσεως.
Επίσης για το καρφί που θα περάσει από τα πόδια ευρέθηκε ότι κι αυτό πρέπει να περάσει από ένα σημείο των ποδιών και δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο εκεί, και αυτό είναι ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο.
Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα, δεν είναι παρά μια μικρή αρχή τού μαρτυρίου τής σταυρώσεως και ακόμη δεν μπήκαμε στο αίτιο που φέρνει τον θάνατο. Και αυτό το αίτιο που φέρνει τον θάνατο έχει μεγάλη σημασία για την συζήτησή μας, για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό.
Για να αντιληφθούμε τον μηχανισμό τού θανάτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. σε μερικές εικόνες παρουσιάζεται ότι οι δύο λησταί δεν είχαν καρφωθεί επάνω στον Σταυρό, αλλά είχαν δεθεί τα χέρια τους με σχοινί. Καμία παράδοση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο ότι συνέβη στους δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, αλλά το ότι αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που και πολλοί ιστορικοί περιγράφουν: ότι δηλαδή μπορεί να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αν έχει εξαρτηθεί επάνω στον σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά απλώς αν έχουν δεθεί τα χέρια του επάνω στον Σταυρό.
Για να το αποδείξουμε αυτό ακόμη καλύτερα δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε μια πειθαρχική ποινή που συνήθιζαν να εφαρμόζουν κατά την διάρκεια τού Πρώτου Παγκ. Πολέμου στον Γερμανικό Στρατό. Αυτή η ποινή ονομάζεται Aufbinden και συνίσταται στο ότι έδεναν αυτόν που είχε τιμωρηθεί, έδεναν τα χέρια του ψηλά από έναν πάσσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του, οι φλέβες του πρήζονταν, το κεφάλι του γινόταν όλο υπεραιμικό και ο άνθρωπος σύντομα έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει.
Ας σημειώσουμε και το τραγικότατο ότι καθώς αναφέρεται από το ιστορικό τού Νταχάου ξαναθυμήθηκαν τότε και εκεί οι Γερμανοί αυτό το μαρτύριο και αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις φρικιαστικές, όπου άνθρωποι απέθαναν και θανατώθηκαν με το μαρτύριο τού Aufbinden. Μάλιστα αναφέρεται ότι κρεμούσαν και ένα μικρό βάρος στα πόδια όταν ήθελαν να συντομεύσουν το μαρτύριο αυτό, που το περιέγραφαν κατάδικοι που βρισκόντουσαν δίπλα την ώρα τού μαρτυρίου αυτού, που όταν φθάσει μέχρι τα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο. Το πρόσωπο τού ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως τού κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που όπως λένε οι μάρτυρες που ήταν μπροστά, εδημιουργείτο μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια τού δυστυχισμένου αυτού καταδίκου. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη χάρις στο βάρος τού σώματος που τραβάει το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια, μια μεγάλη έλξη των χεριών, των μυών, των βραχιόνων, τής ωμικής ζώνης και τού θωρακικού τοιχώματος. Αυτή η έλξις βαστάει τον θώρακα σε μία συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής καίτοι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις.
Και ξέρουμε ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από τον θώρακά μας, ακριβώς χωρίς καμία δύναμη, σαν μια αυτόματη επάνοδο τού μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακος με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος και ανανεώνει τον αέρα στις κυψελίδες του και οξυγονώνει το αίμα του και μπορεί να συνεχίζει και επιβιώνει. Στην κατάσταση τής εξαρτήσεως και από τα χέρια, στην κατάσταση τής Σταυρώσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο περιορισμό τής αναπνοής του σαν και εκείνο που θα βρισκόταν εάν είχε δεθεί με ένα πολύ σφικτό θώρακα ή εάν είχε πλακώσει τον θώρακά του με ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει πάλι αέρα, ώστε ο θάνατος από την σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία. Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στον θώρακα είναι αδύνατο να παροχετευθή, να κατέβει προς την καρδιά, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι. Γι’ αυτό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των σταυρωμένων. Εάν δεν είχε κάποια άλλη διέξοδο, εάν δεν εύρισκε κάποια άλλη διέξοδο, για να μπορέσει να απαλλάξει το κεφάλι του από αυτήν την πληθώρα αίματος θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στον σταυρό.
Όμως ο σταυρωμένος βρίσκει μια διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά με τα οποία είναι καρφωμένα. Έτσι ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση τού βάρους από τα χέρια και από τους ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι και ο άνθρωπος συνέρχεται. Όμως η κούραση, την οποία έχει δεν τού επιτρέπει να καταβάλλει αυτήν την μυϊκή προσπάθεια, ώστε να στηρίζει όλο το βάρος τού σώματός του από το καρφί το οποίο έχει περάσει από τα πόδια του. Έτσι εξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει πάλι η ασφυξία μέχρις ότου μετά από μια διαδοχική σειρά από τέτοιες προσπάθειες εξαντληθεί, μείνει στην στάση τής εξαρτήσεως και πεθάνει από ασφυξία.
Πραγματικά είναι ένα σατανικό σχέδιο θανατώσεως ο σταυρός και γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ ικανοποιούντο, μέσα σε κείνη την βάρβαρη επιθυμία τους να βλέπουν τον άνθρωπο να βασανίζεται, από την θέα των σταυρωμένων ανθρώπων. Και γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο άθλιος ο θάνατος, στην Ρωμαϊκή νομοθεσία αυτός ο θάνατος, ορίζεται να χρησιμοποιείται μονάχα στους δούλους και στους προδότες.
Ο Κικέρων, που είχε παρακολουθήσει θάνατο επάνω στον σταυρό, τον ονομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλ. το πλέον φρικτό βασανιστήριο το οποίο είχε ποτέ παρακολουθήσει. Τώρα σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο ήθελε ο επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση τού θανάτου, τι έκανε; με ένα ισχυρό κτύπημα, διέταζε να σπάσουν οι κνήμες τού σταυρωμένου και έτσι, αφού πια βρισκόταν ο σταυρωμένος σε αδυναμία να στηρίξει το βάρος τού σώματός του στα πόδια του και να ανακουφίσει τον θώρακά του και να μπορέσει να αναπνεύσει, αναγκαζόταν πλέον να εξαρτήσει όλο το βάρος, όπως είπαμε, τού κορμιού του από τα χέρια του και να πεθάνει μέσα στην ασφυξία. Και αυτό ήταν η ειδική χαριστική βολή την οποίαν επεφύλασσαν οι έμπειροι ρωμαίοι εκτελεσταί στους καταδικασμένους σε σταύρωση. Και γι’ αυτό είδατε ότι τους δύο ληστάς που ζούσαν ακόμη τους εξετέλεσαν με την χαριστική βολή αυτή, τους έσπασαν τα πόδια. Όταν, λέει, επήγαν στον Χριστό, είδαν πώς είχε ήδη αποθάνει. Τώρα εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ. Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει πολλές θανατώσεις με σταύρωση, είναι δυνατόν να απατηθεί; Είναι δυνατόν εκείνη την ώρα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια το άτομο; Είναι πασίγνωστο ότι οι νεκροφάνειες δεν συνοδεύονται από άπνοια αλλά μονάχα από φαινομενική άπνοια.
Εάν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατο να ζήση ο άνθρωπος περισσότερο από 3-6 λεπτά, εφ’ όσον το αίμα δεν οξυγονώνεται στους πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στον σταυρό, την ώρα που για να αναπνεύσει ο άνθρωπος, πρέπει να κάνη μια εργώδη προσπάθεια για να κινήσει λίγα εκατοστά αέρος μέσα και έξω από τους πνεύμονές του; Είναι δυνατόν εκείνη την εργώδη προσπάθεια να μην την αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με την ζωή του, εάν ένας κατάδικος παρουσιαζόταν ότι δεν είχε πράγματι πεθάνει, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο; Αλλά ίσως εδώ έμενε σε κάποιο πνεύμα, που πεισματικά στέκει στην αμφιβολία, μία πεισματώδης άρνησις.
Είναι δυνατόν; Ο Κεντυρίων ο εκατόνταρχος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν την πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά εξετέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα τού Χριστού μας, την άλλη, την κλασσική μορφή τής χαριστικής βολής, που είχαν οι Ρωμαίοι για όλους τους καταδίκους σε θάνατο, ασχέτως με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετελείτο η θανάτωσις, δηλ. την λόγχηση τής πλευράς. Αυτό πραγματικά είναι ένα θανάσιμο κτύπημα με όλη τη δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεί να κτυπήσει. Σχεδόν εξ επαφής με την λόγχη που ήτο εις την άκρη τού δόρατός του, την κοφτερή εκείνη λόγχη που μπορούσε να κτυπήσει ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης την έβαλε βαθιά στον θώρακα τού Χριστού μας. Και δεν έβαλε απλώς την λόγχη, αλλά ευθέως έρευσε ύδωρ και αίμα. Τώρα ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία αυτού τού ύδατος και τού αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Και δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, ένα γιατρό, σαν ένα επιστήμονα των θετικών επιστημών που πρέπει να το αναλύσω. Όμως πρέπει να πούμε ότι για να τρέξει αίμα θα πρέπει ασφαλώς να τρύπησε αυτή η λόγχη ή την καρδιά ή ένα μεγάλο αγγείο.
Και να πούμε ακόμη ότι εάν ο Χριστός μας ζούσε, από όπου και αν προήρχετο αυτό το αίμα, θα ήτανε μια συνεχής ροή, ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία τής ζωής. Όμως μετά από εκείνη τη ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε άλλο και ιδίως ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε Καμία αντίδραση. Αντιθέτως επεβεβαίωσε η έλλειψις αυτή τής αντιδράσεως στον Κεντιρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα ότι ο Χριστός απέθανε. Δεν είναι λοιπόν δυνατή αυτή η νεκροφάνεια πάνω στον σταυρό, δεν είναι δυνατή η νεκροφάνεια μπροστά σ’ ένα τόσο μεγάλο τραύμα, κατά το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι η είσοδος μιας λόγχης μέσα στον θώρακα, δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων τής κυκλοφορίας, όπως την καρδιά και των μεγάλων αγγείων, αλλά εξάπαντος προκάλεσε μια κατάσταση που την γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική, τον πνευμοθώρακα, δηλ. την είσοδο αέρος ατμοσφαιρικού έξω από τους πνεύμονες, ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση. Ένας ανοικτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη και αν ο άνθρωπος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβαρυντικός παράγων για την αναπνοή του – όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη η αναπνοή του – ακόμη και αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στον θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα τού αναπνευστικού συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά τον άνθρωπο αυτό.
Ας πούμε ακόμη και κάτι άλλο, ότι μετά από αυτή τη διαπίστωση τού θανάτου από τον Κεντιρίωνα δεν κατέβασαν αμέσως τον Χριστό από τον Σταυρό. Κατεβαίνει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας από τον Γολγοθά που ήταν παρών, μέχρι το πραιτόριο. Πάει, βρίσκει τον Πιλάτο και τού ζητεί το σώμα τού Χριστού.
Ο Πιλάτος εθαύμασε «ει ήδη απέθανε» για να μας έχει και μας πληροφορημένους απόλυτα ότι όταν απέθανε και εκάλεσε τον Κεντιρίωνα, ο οποίος πλέον αυτήν την πεποίθησή του, δεν την επισφραγίζει μονάχα με το ότι έφυγε αφήνοντας τον Χριστό πεθαμένο, αλλά και με το ότι διαβεβαίωσε τον ηγεμόνα, ότι πράγματι απέθανε. Και αφού λέει το διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος; – πρώτος τού Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, δεύτερος τού αγγελιοφόρου προς τον Κεντιρίωνα, τού Κεντιρίωνα προς τον Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξανα-ανεβαίνει ο Ιωσήφ φέρνοντας μαζί του και την σινδόνη και τότε μονάχα γίνεται αυτή η αποκαθήλωση, πράγμα που δίνει άνετο καιρό σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς τού θανάτου και εάν ακόμη, πράγμα λογικώς αδύνατον, θετικώς απαράδεκτον, και εάν ακόμη αυτοί οι μηχανισμοί δεν είχαν προκαλέσει τον θάνατο, να τον προκαλέσουν στο διάστημα αυτό.
Και τώρα αρχίζει η διαδικασία τής ταφής, η οποία μας λέει το ευαγγέλιο, έγινε από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί, καθώς ήταν έθος στους Ιουδαίους.
Βρίσκουμε μέσα στο «ταλμούδ» όλη τη διαδικασία τής ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο τής νεκροφανείας περιείχε και το να βάλουν επί 15΄ ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια τού πεθαμένου για να βεβαιωθούν ότι δεν κουνάει η αναπνοή τού ανθρώπου αυτού το φτερό. Και αφού τον ετοίμασαν, έβαλαν γύρω του την σινδόνη ή τα ωθόνια και τον εκάλυψαν από πάνω καθώς ήταν το έθιμο ακριβώς στους Ιουδαίους και πάνω σε όλα αυτά τα υφάσματα έρριψαν 32 κιλά – 100 λίτ. – από μείγμα τής σμύρνας και τής αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύονται παίρνουν ένα παχύρρευστο κολλώδες σχήμα με το οποίο διαποτίζουν κατά ένα τρόπο τελείως αεροστεγή – όταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλά – από όλες τις πλευρές το πτώμα που περιβάλλεται από τα υφάσματα. Ώστε εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχθεί με το σεντόνι από παντού και με τα οθόνια και είχε περιβραχεί το σεντόνι αυτό μ’ αυτήν την κολλώδη και αδιαπέραστη ουσία, που τόσο άφθονα έπεφτε επάνω του, θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ώστε και αν ξεχάσουμε όλες τις άλλες πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μια από αυτές αρκεί να προκαλέσει τον θάνατο, έχουμε τώρα εδώ, μέσα στον τάφο, μια πρόσθετη αιτία θανάτου, που είναι η ασφυξία από την σμύρνα και την αλόη.
Τον 18ον αιώνα, ο πρώτος που παρουσίασε τα επιχειρήματα τής νεκροφανείας ήταν ο Venturino. Εδέχθησαν οι ορθολογισταί ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν πεθαμένος, πράγμα αδιανόητον. Εάν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιο αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους, ενέργειες και εξετάσεις για να σώσουμε τους βαριά τραυματισμένους δεν είχαμε παρά να τους δώσουμε να μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως να αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου, μια πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.
Αλλά ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε πραγματικά ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάστασις, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει. Πώς, σας παρακαλώ, μπόρεσε να απαλλαγή απ’ αυτόν τον σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων, των υφασμάτων που τον περιέβαλλον; Πώς μπόρεσε να αποκυλήση τον βαρύ λίθο με τον οποίο εσφράγισε ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας την πρωία τής Κυριακής, διερωτώντο ποίος θα τις βοηθήσει να τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο, το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πώς θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε πάνω σε μια αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, παρά μετά από μία πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα οποία σήμερα έχουμε για να κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.
Είναι πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις τού Χριστού; Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στους οποίους ενεφανίσθη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό το σώμα, επείσθησαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά ανεστήθη.
Αντί να σέρνεται, λοιπόν, και να λιποθυμάει αυτό το σώμα, που πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε μια εμφάνιση ανθρώπου που ήτανε γεμάτος από σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει να φθάσει δύο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που προπορεύονταν από αυτό και τους έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για άλλη μια μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη. Ώστε το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά να παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου που αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο τού Σταυρού, αυτό έχει θετικότατα πλέον αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.
Ήταν ψευδαίσθηση;
Τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές. Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα στην Αγία Γραφή, για τις ερμηνείες αυτές είναι αξιόπιστες. Τώρα εδώ, χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, τής νομικής επιστήμης, η οποία είναι η επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια, με μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι, προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, προκειμένου να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και σε μαρτυρίες. Γι’ αυτό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν είναι και πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξις είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Τώρα θα πρέπει να πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις τού Χριστού που υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή τού Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών παρεκκλίσεων από την αλήθεια. Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης ή ψευδαισθήσεως ή θα πρόκειται περί απάτης.
Ας πάρουμε τώρα μία-μία τις δύο αυτές αμφισβητήσεις. Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων. Οι ψευδαισθήσεις θα μας αναγκάσουν τώρα να ξαναγυρίσουμε στην Ιατρική. Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο που η Ιατρική το έχει επί χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους.
Ας αναφέρουμε μερικούς από τους τρόπους αυτούς:
Πρώτα-πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων που έχουν την προδιάθεση γι’ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα που η πραγματοποίησης τους επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά. Στο πρώτο πρέπει λοιπόν να υπάρχει μία προδιάθεση. Το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σε έναν ορισμένο τύπο ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές. Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες που χαρακτηρίζει τον κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Επίσης αυτές οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις αυτές.
Τέλος, εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα. Ας δούμε τώρα, ακολουθούν οι εμφανίσεις τού Χριστού, έστω και ένα από τους βασικούς αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις των ανθρώπων; Πρώτα απ’ όλα, εκείνοι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός είχαν πράγματι την προδιάθεση για να δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπατημένοι, όχι μονάχα ήσαν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους και τους βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήσαν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο Χριστός ανεστήθη. Ώστε λοιπόν, όχι μόνον δεν ήσαν προδιατεθειμένα τα πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήσαν και αρνητικά προδιατεθειμένα για να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δουν τον Χριστό. Τώρα είπαμε, ότι τα πρόσωπα που παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο.
Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε τώρα ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά;
Τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζουμε απ’ τα ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ’ αρχήν είναι πρόσωπα που δεν έχουν φαντασιώσεις.
Ας πάρουμε τον Τελώνη Ματθαίο. Άνθρωπο που πέρασε όλη τη ζωή του πάνω στους λογαριασμούς. Τον Ματθαίο που το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, που δεν έχει τίποτε το λυρικό, που είναι μια πολύ προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές, εξαιρετικά ρεαλιστικές.
Ας πάρουμε τον Θωμά. Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι 10 μαθηταί, που είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται και λέει: «δεν θα πιστέψω, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίσω τον Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο τού σώματός του που μαρτυρεί ότι πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για ψευδαισθήσεις;
Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος ο οποίος κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο που ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και για να ακούσει τον αναστημένο Χριστό, στη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο αποκόρυφο τής μανίας του εναντίον τής ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε; Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο, μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση ψευδαισθήσεως.
Και ακόμη ξέρουμε πως εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πως τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα. Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα να ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα στον τύπο τού ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις;
Τώρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο προς την προσωπικότητα τού καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα τού περιβάλλοντος τού Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές που υφίσταντο, τις βασικές θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος που υπάρχουν ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες τού Ευαγγελίου, των μαθητών τού Χριστού, αποτελούν ένα φάσμα που μπορούμε να πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους τους ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τους μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι είδαν και για το ό,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι οι εμφανίσεις τού Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και χρόνους και ώρες τής ημέρας.
Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Άλλοτε και συνήθως ο Χριστός εμφανίζεται στο φως τής ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στους αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον κήπο τού νεκροταφείου τής Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών, εμφανίζεται σ’ ένα μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο όπου ήσαν κλεισμένοι οι μαθηταί. Εμφανίζεται δίπλα στην λίμνη τής Τιβεριάδος όπου όπως ξέρετε έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις. Και ακόμη είπαμε πώς όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα και ή τείνουν να αραιώσουν ή να ατονίσουν, οπότε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή τείνουν να εντείνονται και να γίνονται συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μία κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε.
Οι εμφανίσεις τού Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40 ημέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μία αραίωση ούτε σε ένα αποκόρυφο, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη. Ας σημειώσουμε ακόμη, ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο. Όχι μονάχα οι περισσότερες από αυτές τις εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους που τον βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή.
Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή και ακόμη ότι για να μην μείνει αμφιβολία στους μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής εντύπωσις η εμφάνισις τού Χριστού, όταν τους είδε ακριβώς από την ταραχή τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία που είδαμε, να αμφιβάλλουν για ό,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρηση του να έχουν την διαβεβαιώσει ότι πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό, πρώτον από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα. Το κερί, απ’ την κηρύθρα και το κόκαλο απ’ το ψάρι. Ακόμη ο Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στην λίμνη, το ψάρι που είχε ο ίδιος όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί. Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.
Πώς θα ήτο δυνατόν από ψευδαισθήσεις να είχαν και να μαρτυρούν και σε μας οι μαθηταί ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις αυτές τού σώματος τού αναστημένου Χριστού;
Ήταν απάτη;
Εάν τώρα οι εμφανίσεις αυτές που περιγράφηκαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης; Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάσταση Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α΄ προς Κορ. επιστ. απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απ. Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο τού Μάρκου, ότι πάνω από 500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήσαν πάρα πολλά. Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσο πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά έτη, να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και να μη βρέθηκε ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο να επανέλθει και να μαρτυρήσει και να διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετέσχε σε μια απάτη και έπεσε θύμα αυτής. Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τους κανόνες περί ενδείξεων τής νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς μάρτυρες η εμφάνισις τού Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο τής απάτης.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο τής απάτης πρέπει να αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση τού Χριστού και την Ανάσταση Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την διακήρυξη τού πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότης. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων ενάρετων αλλά και φθάνει με απόλυτο αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις τού κάθε ανθρώπου. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το κήρυγμα αλλά άνθρωποι, που κατά την μαρτυρία των πιο ασπόνδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό το τόσο αυστηρό, να πουν και να στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ’ ένα τόσο χονδροειδές ψέμα;
Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μία απάτη αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός τής συμπεριφοράς των αποστόλων που αναφέραμε μέχρι τής 3ης ημέρας μετά την σταύρωση τού διδασκάλου. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν περίτρομοι, ήσαν καταπτοημένοι. Ήσαν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν την σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό, στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθηταί προς Εμμαούς. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η υπόθεσης αυτή τού Χριστού έληξε άδοξα με την σταύρωση Του. Ήσαν οχυρωμένοι, όπως είπαμε, επάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να τον είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται να το φανερώσουν οι ίδιοι και αυτήν την στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ’ την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά να είναι μία αληθινή παρουσία η συνάντηση τους μαζί Του.
Εάν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να πουν μια απάτη, δεν θα απέφευγαν να φανερώσουν όλους τους ενδοιασμούς τους οποίους είχαν; Δεν θα απέφευγαν να διακηρύξουν σ’ όλα τα πέρατα τής γης και να το γράψουν σ’ όλα τα Ευαγγέλια ότι ήσαν οι ίδιοι εκείνοι που αμφισβητούσαν, εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι που έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μια συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι διηγήσεις για την εμφάνιση τού Χριστού και πώς αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα να το διακηρύξουνε μπροστά στους δυνατούς τής γης, μπροστά στους ισχυρούς και μπροστά στους ενόπλους, που ήταν έτοιμοι να τους συντρίψουν, αλλά και δίνουν μετά από διωγμούς και μετά από βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση την ζωή τους για μια τέτοια απάτη;
Όπως λέει, πολύ σωστά, ένας Γάλλος, ο Goguel, «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει την ζωή του με βάσανα και με τυρρανισμούς». Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δια να αποφύγει τον διωγμό όχι δια να τον υποστεί. Ώστε λοιπόν, το όλο κήρυγμα τής Εκκλησίας, στηρίζεται επάνω στη διαβεβαιώσει για την Ανάσταση. Και πρέπει να πούμε ακόμα και θάπρεπε να το πούμε ίσως πρώτο απ’ όλα, ότι αυτήν την διαβεβαιώσει για την Ανάσταση την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το υπεστήριξε.
Και πώς είναι δυνατόν, αυτόν που όχι απλώς εκήρυξε, αυτόν ο οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς καμία αμφισβήτηση ανέβηκε πάνω στον Σταυρό γι’ αυτό το κήρυγμα, πώς είναι δυνατόν αυτόν τον άνθρωπο να τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την ταφή Του, ο οποίος σκηνοθετεί την Ανάσταση Του;
Τώρα αφού μιλήσαμε για την απόλυτο αξιοπιστία των εμφανίσεων τού Χριστού που είναι η δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία που εύκολα ανατρέπεται, δηλ. σχετικά με τον κενό τάφο.
Η αμφισβήτηση του κενού τάφου
Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλλει στους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα: τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη Ανάσταση τού Χριστού. Και τι λένε οι αρχιερείς; Τους έδωσαν λέει αργύρια ικανά και τους είπαν να διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα». Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής τής εκδοχής είναι εκείνη η φράσις ότι «αν εκοιμώντο πώς είδαν τι έγινε;» ότι δηλ. έφυγε το σώμα απ’ εκεί. Και «αν δεν εκοιμώντο πώς άφησαν αυτοί οι στρατιώτες τους μαθητές να πάρουν τον Κύριο;»
Τώρα η άλλη σκέψις είναι ότι το σώμα δεν το απεμάκρυναν οι μαθηταί, αλλά το απεμάκρυναν οι αρχιερείς και αυτό για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών τού Χριστού. Αλλά και δω πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και ξένο προς την λογική. Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά εδέχθησαν κατά πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους εκείνη την αυστηρότατη κατηγορία τού Πέτρου ότι «απέκτειναν τον αρχηγό τής ζωής ον ο Θεός ήγειρε εκ νεκρών». Και έτσι ο Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ’ την ημέρα εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.
Πόσο απλό θα ήταν να αποστομώσουν στη γένεσή του το Χριστιανικό κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα τού Χριστού το οποίο είχαν κρύψει! Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτήν την κίνηση, η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση παρουσιάζοντας το σώμα τού Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν, ότι πρόκειται για μια πλάνη.
Ο Αρχιδικαστής τής Αγγλίας, (όπως θα λέγαμε σε μας ο Πρόεδρος τού Αρείου Πάγου), λόρδος Darling, συνοψίζει αυτόν τον έλεγχό του νομικώς πάνω στις ενδείξεις για την Ανάσταση τού Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο:
«Εμείς λέει σαν Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλ. ο Ιησούς Χριστός ανέστη απ’ τους νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διακήρυξε, δεν καλούμεθα να το παραδεχθούμε μόνον με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μια ζωντανή αλήθεια, υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ’ τα γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι πράγματι αληθινή. Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια τής Αναστάσεως πολλοί παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πειστικό επιχείρημα για μας τους ανθρώπους που ζούμε σε μία εποχή κατ’ εξοχήν εποχή αρνήσεως, αποστασίας και συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη χάρις στην Ανάσταση τού Χριστού».
Σύγχρονες μεταστροφές απίστων
Υπάρχουν πάρα πολλές, υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων τού πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.
Υπήρχε στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad, Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τους πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο Joad και ο Θεός», να υποστηρίζη την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι «όσα πίστευα ήταν ψέμα», και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και εκήρυξε σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός. Στον 18ον αιώνα, όπως ανέφερα, είχε φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της. Και στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δεν γίνεται υποδεκτός με τίποτε άλλο παρά με γέλια και καγχασμούς.
Την εποχή εκείνη δύο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης έβαλαν για σκοπό τής ζωής τους να συγγράψουν δύο συγγράμματα, για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή τού Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη, σε αληθινή πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση τού Χριστού ήτο ψέμα.
Ο πρώτος, ο Λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο που απεδείκνυε ότι η συνάντησης τού Παύλου με τον αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο τής Δαμασκού. Και ο άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει «Παρατηρήσεις επί τής Ιστορίας και των Ενδείξεων τής Αναστάσεως τού Χριστού» και περιέχει μία σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από όσα εγώ σας παρουσίασα τώρα, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια τής Αναστάσεως.
Θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό παγκοσμίως είναι το «PUNCH». Επί έτη εκδότης τού Punch υπήρξε ο Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μια επίσκεψις εν τούτοις εις τους Αγίους Τόπους κατέληξε εις αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίον ανέμενε και επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθησης στο θάνατο και την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητο πεποίθησιν για την αλήθεια τής Χριστιανικής πίστεως και με μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα ένας από τους κυριότερους ηγέτες τού Χριστιανικού κινήματος στη Μ. Βρετανία. στο περίφημο «Φεστιβάλ τού Φωτός». Στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην Πλατεία TRAFALGAR τού Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον τής χυδαιότητας και τής παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.
Ίσως όμως πραγματικά για εκείνον που θέλει να κουράσει την σκέψη του, αυτό είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τους Κριτικούς τής Γερμανικής Σχολής, την Κριτική τής Αγ. Γραφής. Και είχε πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφή αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο.
Λέει ο ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως αλλιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες τής ανθρώπινης ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία μεταβολή εξ αιτίας τής επιμονής αυτών των ιδίων των γεγονότων».
Ο συγγραφέας ανακάλυψε μία ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε. Και από αυτήν την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο τού Morison «Ποιος εκύλισε τον λίθο;» που έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας όπου παίρνει όλες τις διεξόδους τής αμφιβολίας και τους κόβει τον δρόμο με τις ίδιες τις μαρτυρίες τής Αγ. Γραφής και με την λογική επάνω σ’ αυτές δέχεται να ασκήσει το έργο τής αμφισβητήσεως και που αποτυγχάνει.
Δίπλα σ’ αυτούς τους διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά παρά πολύ τολμηρό να πω δυο λόγια για τον εαυτό μου.
Το λέω με απόλυτη συναίσθηση για την διαφορά σε ανάστημα και την διαφορά σε κύρος που με χωρίζει απ’ αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σας, και το κάνω για πρώτη φορά, το χρωστώ σε σας που είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα την ζωή τού Πανεπιστημίου, να σας μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια τής γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια τής ζωής μου σαν φοιτητής μέσα στην άρνηση και στην αμφιβολία. Και να σας πω ότι δέχθηκα, μετά από πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα τής Αναστάσεως σαν αληθινό και όλη μου η ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά, τίποτε άλλο, παρά ένα πύρωμα επάνω στην ακρίβεια τού κηρύγματος τής Αναστάσεως. Και έχω να σας πω ότι ούτε μια στιγμή, ούτε μια παρατήρησης μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά να επιβεβαιώσει την αλήθεια τού κηρύγματος τού Ευαγγελίου, την αλήθεια τής Αναστάσεως τού Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά να ζήσω ούτε μία στιγμή, μη πιστεύοντας στην Ανάσταση τού Χριστού. Και θέλω να καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σας, αν αυτό δεν έχει ολοκληρωτικά συμβεί στην ζωή σας, να πάρει την θέση αυτή και να δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, χωρίς φόβο, την Ανάσταση τού Χριστού σαν ένα γεγονός. Και να με βρει, αν θέλει, να συζητήσουμε, αν θέλει και να χαρούμε μαζί τα όσα θα επακολουθήσουν απ’ αυτό το άνοιγμα τής ψυχής στην Ανάσταση τού Χριστού.
Σας ευχαριστώ πολύ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Η αιωνία αλήθεια, Αθήναι, 1960.
3. Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον τής Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ο Κύριος, Ελλ. Μετάφρασις, Αθήναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: LA PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τού ιδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τού ιδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.
«Ας δούμε ποιο είναι το μυστήριο της Ανάστασης του Χριστού και Θεού μας, που συντελείται μυστικώς σε όσους το ποθούμε. Πώς δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές μας και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του και μας...
Όταν εμείς εξερχόμαστε από τον κόσμο και μπαίνουμε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, μπαίνει στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις ψυχές μας και τις ανασταίνει, ενώ αυτές ήταν όντως νεκρές.
Έτσι παρέχει τη δυνατότητα σε εκείνον που αναστήθηκε μαζί του να βλέπει τη δόξα της μυστικής του Ανάστασης...
Η ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωσή της με τη ζωή. Όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν μπορεί να ζει, αν δεν δεχτεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και δεν σμίξει άμικτα με αυτήν, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, αν δεν ενωθεί ανέκφραστα και ασύγχυτα με το Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή...
Η Ανάσταση του Χριστού συντελείται μέσα στον κάθε πιστό, κι όχι μόνο μία φορά, αλλά κάθε ώρα θα λέγαμε, αφού αυτός ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας και λαμπροφορεί και απαστράπτει τις αστραπές της αφθαρσίας και της Θεότητας»
(όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος)
κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος στην εφημερίδα «το Βήμα».
Μια εντυπωσιακή Ανάσταση: Η ανάσταση του Χριστού δεν περιγράφεται στα τέσσερα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Δίδονται μόνο οι μαρτυρίες ανδρών και γυναικών που επισκέφτηκαν τον κενό τάφο ή συναντήθηκαν με τον αναστημένο Χριστό. Γι' αυτό άλλωστε και η βυζαντινή εικονογραφία - πλην ορισμένων περιπτώσεων που μαρτυρούν μάλλον δυτική αναγεννησιακή επίδραση - παριστάνει όχι τη σκηνή της ανάστασης αλλά τον αναστημένο Χριστό να σηκώνει από το βασίλειο του Αδη έναν άνδρα (τον Αδάμ) και μια γυναίκα (την Εύα) ως εκπροσώπους του ανθρώπινου γένους, υπογραμμίζοντας έτσι τις ανθρωπολογικές προεκτάσεις της ανάστασης. Ωστόσο το Ευαγγέλιο του Πέτρου, ένα κείμενο του 2ου αιώνα μ.Χ., δίνει μια φανταστική περιγραφή της ανάστασης παρουσιάζοντας τον Χριστό με υπεράνθρωπες, μυθικές διαστάσεις να εξέρχεται του τάφου:
«Καθώς ξημέρωνε το Σάββατο, νωρίς το πρωί ήρθε πλήθος κόσμου από την Ιερουσαλήμ και τη γύρω περιοχή, για να δουν τον σφραγισμένο τάφο. Τη νύχτα όμως κατά την οποία ξημέρωνε η Κυριακή, οι στρατιώτες είδαν τους ουρανούς να ανοίγουν και δύο άνδρες να κατεβαίνουν από 'κεί μέσα σε λαμπερό φως και να πλησιάζουν τον τάφο. Εκείνη η πέτρα που είχε τοποθετηθεί μπροστά στην είσοδο κύλησε από μόνη της και ήρθε στο πλάι, ο τάφος άνοιξε και οι δύο νεανίσκοι μπήκαν μέσα.
Όταν λοιπόν οι στρατιώτες τα είδαν αυτά, ξύπνησαν τον εκατόνταρχο και τους πρεσβυτέρους - γιατί κι αυτοί επίσης φύλαγαν τον τάφο. Και ενώ αφηγούνταν αυτά που είδαν, βλέπουν πάλι να βγαίνουν από τον τάφο τρεις άνδρες, οι δύο από αυτούς υποβάσταζαν τον ένα και τους ακολουθούσε ένας σταυρός. Των μεν δύο το κεφάλι έφτανε ως τον ουρανό, ενώ του άλλου που τον οδηγούσαν το κεφάλι ξεπερνούσε τους ουρανούς.
Όταν τα είδαν αυτά ο εκατόνταρχος και οι άνθρωποί του, έσπευσαν νύχτα στον Πιλάτο αφήνοντας τον τάφο που φρουρούσαν και ανέφεραν όλα αυτά που είδαν. Είχαν μεγάλη ταραχή και έλεγαν: "Αληθινά, αυτός ήταν ο Υιός του Θεού"».
(Άρθρο Εφημερίδας Το Βήμα: Τα Πάθη και η Ανάσταση στα απόκρυφα ευαγγέλια. Ο κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος είναι καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)
Η απαίτηση της Κριτικής για να αναγνωρίσει την εκ νεκρών Ανάσταση του Ιησού ως αναντίρρητο ιστορικό γεγονός είναι, καθώς ήδη είπαμε, η εξής:
«Να θυσίαζαν οι πρώτοι κήρυκες της Ανάστασης κι αυτή τη ζωή τους, υποστηρίζοντας με το αίμα τους τη μαρτυρία τους».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Εδώ πρέπει τώρα να μελετήσουμε διάφορες περιπτώσεις θανάτου για να ξεχωρίσουμε τη μοναδική κι αξιοθαύμαστη περίπτωση των Αποστόλων του Χριστού.
1.Θάνατος για ιδεολογία
Μπορεί να θανατωθεί ένας άνθρωπος για τις αρχές και την ιδεολογία του, χωρίς με τούτο να συμβαίνει ώστε, κατ’ ανάγκη, οι αρχές κι ιδέες του να είναι αγαθές κι αληθινές. Η ιστορία μας το διδάσκει αυτό, φέρνοντας αρκετά παραδείγματα μαρτύρων, για πολλαπλές αρχές και ιδέες – πολιτειακές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές, - που δεν ήσαν ούτε αγαθές ούτε και αληθινές.
Στην περίπτωση μάλιστα που η θανάτωση είναι αναγκαστική – κατόπιν δικαστικής απόφασης ανέκκλητης – το να δεχθεί ένας το θάνατο, για τις αρχές και τις ιδέες του, δεν προσθέτει με το θάνατό του αυτόν κανένα κύρος σ’ αυτές· γιατί, εφόσον ο θάνατος είναι υποχρεωτικός και με το να τις αρνιόταν δεν θα ξέφευγε τη θανάτωσή του, είναι φυσικό – καθιερωμένο από τον ανθρώπινο εγωισμό – να τις κρατήσει μέχρι θανάτου.
Διαφορετική όμως είναι η περίπτωση όταν ανοίγεται στον μελλοθάνατο η πόρτα να ξεφύγει τον θάνατο εάν θα αρνιόταν τις αρχές αυτές και τις ιδέες του. Εδώ, με το να προτιμήσει αυτός το θάνατο, αποδείχνει ότι σοβαρά τις πιστεύει και μάλιστα τις εκτιμάει περισσότερο απ’ τη ζωή του: Αλλά, και πάλι, εδώ δεν αποδείχνεται με τούτο ότι οι αρχές κι ιδέες του είναι αντικειμενικά αγαθές κι αληθινές. Έχουμε παραδείγματα ανθρώπων ενθουσιαστών ή φανατικών. Έχει κι η πλάνη τους μάρτυρές της, καθώς τους έχει κι η αλήθεια, μας διδάσκει πάλι η Ιστορία· η Βίβλος, μάλιστα, προχωρεί ακόμα πιο πέρα, και μας λέει ότι κι ο σατάν έχει τα θαυματουργά όργανά του, καθώς τα έχει κι ο Θεός (Έξοδος 7/10-12, 20-22, 8/5-7, 17-18. Δευτερονόμιο 13/1-3. 2 Θεσσαλονικείς 2/9-10).
2.Θάνατος για εξωτερικό γεγονός
Προχωρώντας τώρα πιο πέρα, πρέπει να κάνουμε και μια άλλη ακόμα διάκριση· πρέπει να ξεχωρίσουμε μεταξύ «Ιδέας» (φρονήματος) και «Γεγονότος» (εξωτερικού). Διαφέρει η Ιδέα από το Γεγονός· η Ιδέα γεννιέται μες στη Διάνοια, ενώ το γεγονός γεννιέται έξω απ’ τη Διάνοια, κι έρχεται μέσα από τα αισθητήρια του σώματος. Η πρώτη είναι κυρίως υποκειμενική, το δεύτερο είναι κυρίως αντικειμενικό.
Έτσι, ας θεωρήσουμε την περίπτωση ενός μάρτυρα, που προτιμάει να πεθάνει βεβαιώνοντας ένα Γεγονός (όχι Ιδέα), παρά να ξεφύγει το θάνατο με το να το αρνηθεί. Ο θάνατος αυτός έχει αποδεικτική δύναμη για το μαρτυρούμενο γεγονός, μεγαλύτερη από όση θα είχε με ίσους όρους για υποστήριξη μιας Ιδέας· γιατί, καθώς είπαμε, η Ιδέα έχει μέσα της πολλά υποκειμενικά στοιχεία, που μπορεί να γεννήσουν την προκατάληψη, ενώ το εξωτερικό Γεγονός, - όταν αποκλειστεί η περίπτωση ψευδαίσθησης – είναι αντικειμενικό.
Και, αν πολλοί, περισσότεροι από έναν μάρτυρες, προτιμήσουν ελεύθερα το θάνατο για να βεβαιώσουν το ίδιο Γεγονός – όχι όλοι μαζί, αλλά χωριστά σε διάφορους τόπους και διάφορες χρονικές στιγμές – οι θάνατοι αυτοί στο σύνολό τους έχουν πολύ περισσότερη αποδεικτική δύναμη από όση ένας απ’ αυτούς.
Και, εάν επί πλέον ακόμα βεβαιωθεί ότι, όλοι αυτοί προτού χύσουν το αίμα τους ζούσαν επί χρόνια σταθερά κάτω από την επίδραση του Γεγονότος εκείνου, μια καινούρια ζωή που είχε αλλάξει ριζικά την προηγούμενη ζωή τους, μια ζωή αφιερωμένη εξολοκλήρου στο να σώσουν τους συνανθρώπους τους από την πλάνη και την κακία, ανακοινώνοντας σ’ αυτούς για να πιστέψουν το μέγα και σωτήριο Γεγονός, που αυτοί είδαν, άκουσαν και ψηλάφησαν, και γι’ αυτό δούλεψαν αδιάκοπα με ζήλο κι αυταπάρνηση απόλυτη, με σταθερότητα και θάρρος, με μια γαλήνη ενωμένη με δύναμη που ξετύλιξαν μέσα στους ακατάπαυστους και τρομερούς κινδύνους, μ’ ένα ανώτερο και απόλυτα ισορροπημένο πνεύμα, που διαλάμπει από τις λίγες σελίδες που μας άφησαν, απαλλαγμένοι από μυστική έξαρση και φανατισμό, αφιερώνοντας ακόμα και την τελευταία στιγμή προτού χυθεί το αίμα τους για να βεβαιώσουν το Γεγονός· κατόπι από μια τέτοια μεταβολή ζωής, ο εκούσιος θάνατος των μαρτύρων τούτων έχει, για την αμερόληπτη Κριτική – έστω και μόνος του χωρίς άλλες συνοδευτικές αποδείξεις – ένα άπειρο βάρος που δικιολογεί την πλήρη πίστη στο μαρτυρούμενο γεγονός.
3.Μοναδικότητα της μαρτυρίας των αποστόλων
Λοιπόν, τέτοια περίπτωση εκουσίων θανάτων, ανθρώπων μοναδικής ηθικής τελειότητας, για να βεβαιώσουν ένα Γεγονός παγκόσμιας σημασίας, είναι μοναδική στην Παγκόσμια Ιστορία, κι είναι η περίπτωση των Αποστόλων του Χριστού που βεβαιώνουν την Ανάστασή του από τους νεκρούς.
(βιβλίο: Οι αρνητές του υπερφυσικού, Κ. Μεταλληνός, εκδ. Πέργαμος 1987, σελ.104-107)
Πολλοί πεθαίνουν για κάτι που δεν γνωρίζουν, αλλά πιστεύουν ότι είναι αλήθεια. Κανείς δεν πέθανε για κάτι που και γνωρίζει και πιστεύει ότι δεν είναι αλήθεια!
Ως επιχείρημα για την Ανάσταση του Χριστού λέμε οι Χριστιανοί ότι κανείς δεν θα έδινε τη ζωή του για ένα ψέμα. Οι Απόστολοι όμως έδωσαν τη ζωή τους για το Χριστό.
Πολλοί άπιστοι απαντούν ότι και άλλοι έδωσαν και δίνουν τη ζωή τους για μία πίστη, ιδεολογία, ιδανικό κλπ. Οπότε το επιχείρημα της αυτοθυσίας, μας λένε, δεν έχει δύναμη. Μπορούν να το επικαλεστούν οι πάντες!
Υπάρχει όμως μία τεράστια διαφορά. Ένας μουσουλμάνος κλπ, πεθαίνει για το Ισλάμ διότι πιστεύει ότι το Ισλάμ είναι η αλήθεια. Δεν το ξέρει ως αυτόπτης και αυτήκοος με αποδείξεις διότι δεν ήταν εκεί στη σπηλιά που ο Μωάμεθ είδε το πρώτο «όραμα» όπως είπε εκ των υστέρων ο ίδιος. Απλώς το πιστεύει. Του το κήρυξαν και αυτός το πιστεύει. Και για αυτήν την αλήθεια που πιστεύει πεθαίνει.
Αλλά μπορεί κάποιος να αυταπατάται ή να έχει παραπλανηθεί ή εξαπατηθεί κλπ. Άρα η αυτοθυσία του όντως δεν αποδεικνύει τίποτα. Το ίδιο για όλες τις θρησκείες και ιδεολογίες.
Άλλο οι ιδρυτές, άλλο οι οπαδοί! Οι πρώτοι ερευνώνται ιστορικά, όχι οι δεύτεροι!
Οι Απόστολοι όμως είναι τελείως διαφορετική περίπτωση. Δεν πέθαναν για κάτι που πίστεψαν ως αλήθεια. Αλλά για κάτι που ήξεραν! Για ένα γεγονός!
Πολλοί πεθαίνουν για κάτι που «πιστεύουν» ότι είναι αλήθεια. Κανείς όμως δεν πεθαίνει για κάτι που «γνωρίζει», όχι πιστεύει, γνωρίζει ότι δεν είναι αλήθεια.
Πολλοί πεθαίνουν για κάτι που είναι ψέμα αλλά το πιστεύουν ως αλήθεια. Κανείς δεν πεθαίνει για κάτι που είναι ψέμα και το γνωρίζει καλά ότι είναι ψέμα!
Αν η Ανάσταση δεν είχε γίνει τότε οι μαθητές θα πέθαιναν για κάτι που ήξεραν καλά ότι είναι ψέμα. Αυτό είναι η ύψιστη ανοησία και δεν συνέβη ποτέ εκτός αν κάποιος είναι παράφρων ή πλανήθηκε. Αν οι Απόστολοι ήταν παράφρονες ή πλανήθηκαν είναι βεβαίως ένα επόμενο θέμα προς διερεύνηση.
Άρα δεν μας ενδιαφέρει η αυτοθυσία των οπαδών μιας θρησκείας μέσα στους αιώνες, ούτε καν των πρώτων μαθητών της, συμπεριλαμβανομένου και του Χριστιανισμού. Αυτοί μπορεί κάλλιστα να παραπλανήθηκαν και παρασύρθηκαν από τους ιδρυτές μιας θρησκείας και να την πίστεψαν ως αληθινή έστω και αν δεν είναι.
Μας ενδιαφέρει ο θάνατος των πρώτων αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων μιας θρησκείας, των ιδρυτών της! Αυτοί οι πρώτοι πέθαναν για την πίστη τους; Και εννοούμε θάνατο που θα μπορούσαν να αποφύγουν, όχι θάνατο αναγκαστικό! Αν επέλεξαν οι ίδιοι και μάλιστα με χαρά να υποστούν φρικτά βασανιστήρια ενώ είχαν την επιλογή να τα γλιτώσουν, για τέτοιο θάνατο μιλάμε! Πέθαναν για αυτά τα υπερφυσικά γεγονότα που βεβαίωναν; Διότι μόνο αυτοί γνώριζαν την αλήθεια από πρώτο χέρι. Όχι οι μαθητές τους. Αλλά αυτοί οι δάσκαλοι!
Άρα ο εκούσιος θάνατος και η αυτοθυσία εκατομμυρίων μαρτύρων Χριστιανών, κατ’ ουσίαν και αντικειμενικά, όντως δεν είναι αποδεικτικό επιχείρημα της Ανάστασης του Χριστού!
Αντιθέτως, ο εκούσιος θάνατος και η αυτοθυσία των αυτοπτών Αποστόλων για το γεγονός της Ανάστασης είναι αποδεικτικό επιχείρημα, διότι μόνο αυτοί ήξεραν ακριβώς αυτό για το οποίο πέθαιναν. Όχι πίστευαν, αλλά ήξεραν από πρώτο χέρι. Δεν θα πέθαιναν, αυτοί και μόνο αυτοί, για κάτι που, αυτοί και μόνο αυτοί, ήξεραν καλά ότι είναι μύθος, ότι είναι ψέμα, ότι δεν έγινε ποτέ!
(παρακάτω ένας διάλογος του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου με άπιστο νέο)
- (π. Επιφάνιος) Μείζων δέ πάντων των γεγονότων τούτων, ή Ανάστασίς Του. Όλο τό οικοδόμημα του Χριστιανισμού στηρίζεται στό γεγονός τής Αναστάσεως. Αυτό δεν τό λέω εγώ. Τό λέγει ό Απόστολος Παύλος: «Ει Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία ή πίστις ημών». Άν ό Χριστός δέν αναστήθηκε, Όλα καταρρέουν. Ό Χριστός όμως ανέστη, που σημαίνει ότι είναι Κύριος τής Ζωής καί του Θανάτου, άρα Θεός.
- Εσείς τά είδατε όλα αυτά; Πώς τά πιστεύτετε;
- Όχι, εγώ δέν τά είδα. Αλλ’ αυτοί που τά είδαν, δηλ. οι Απόστολοι, τά εβεβαίωσαν καί προσυπέγραψαν αυτήν τήν μαρτυρία τους μέ τό αίμα τους. Ή μαρτυρία της θυσίας της ζωής είναι ή ύψιστη μαρτυρία.
Φέρε μου και σύ κάποιον, πού νά μου πή ότι ό Μαρξ πέθανε και ανέστη και νά πεθάνη γι’ αυτό πού λέει και εγώ θά τόν πιστέψω, ως τίμιος άνθρωπος.
- Νά σάς πω. Χιλιάδες μαρξιστές βασανίσθηκαν και πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Γιατί δέν ασπάζεσθε και σεις τόν μαρξισμό;
- Τό είπες και μόνος σου. Οι μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Δέν πέθαναν γιά γεγονότα. Σέ μιά ιδεολογία όμως είναι πολύ εύκολο νά υπεισέλθη πλάνη. Επειδή δέ είναι ίδιον τής ανθρώπινης ψυχής νά θυσιάζεται γιά κάτι πού πιστεύει, εξηγείται γιατί πολλοί μαρξιστές πέθαναν γιά τήν ιδεολογία τους. Αυτό δέν μάς υποχρεώνει νά τήν δεχθούμε σάν σωστή. Άλλο νά πεθαίνης γιά ιδέες και άλλο νά πεθαίνης γιά γεγονότα.
Οι Απόστολοι όμως δέν πέθαναν γιά ιδέες. Ούτε γιά τό «αγαπάτε αλλήλους», ούτε γιά τις άλλες ηθικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Οι Απόστολοι πέθαναν μαρτυρούντες υπερφυσικά γεγονότα.
Και όταν λέμε γεγονός, εννοούμε ότι υποπίπτει στις αισθήσεις μας και γίνεται αντιληπτό απ’ αυτές. Οι Απόστολοι εμαρτύρησαν «δι’ ά ακηκόασι και εθεάσαντο και αί χείρες αυτών εψηλάφησαν». Και ό Ευαγγελιστής Ιωάννης αυτό ακριβώς λέγει: «ό εωρακώς μεμαρτύρηκε», δηλ. εγώ ό ίδιος πού γράφω αυτά, εγώ ό ίδιος είδα τόν εκατόνταρχο νά λογχίζη τήν πλευράν Του και νά εξέρχεται αίμα και νερό από αυτήν.
Ό Πασκάλ κάμνει έναν πολύ ωραίο συλλογισμό. Λέγει, λοιπόν, ότι μέ τους Αποστόλους συνέβη εν εκ τών τριών: Ή ηπατήθησαν ή μάς εξηπάτησαν ή μάς είπαν τήν αλήθεια…. (βιβλίο: Υποθήκες Ζωής, σελ. 203-206)