ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

28- Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΙ ΜΑΣ. Που είμεθα, μαμά, πριν γεννηθούμε; Ζητούσε ένας μικρός στη μητέρα του.

-Στη σκέψι του Θεού, απαντά εκείνη.

Ο μικρός έμεινε σιωπηλός. Σε λίγο όμως απάντησε:

-Επομένως τώρα, που γεννηθήκαμε, πρέπει ο Θεός να βρίσκεται στη σκέψι μας.

33- ΤΕΛΕΙΑ ΠΡΑΞΙΣ ΑΓΑΠΗΣ. «Αν σε αγαπώ, Κύριε, έλεγε η αγία Θηρεσία της Άβιλα, δεν είναι για τον Παράδεισο, που μου έταξες. Αν φοβούμαι να αμαρτήσω, δεν είναι για την Κόλασι, που με αυτή με φοβέρισες. Εκείνο που με τραβά κοντά σου, Κύριε, είσαι σύ, είσαι σύ μόνος. Είσαι σύ, που βρίσκεσαι εσταυρωμένος με καταματωμένο το σώμα και με την αγωνία του θανάτου. Η αγάπη σου τόσο κατάκτησε την καρδιά μου, που κι αν δεν υπήρχε Παράδεισος θα σε αγαπούσα, ακόμη κι αν δεν υπήρχε Κόλασις θα σε φοβόμουν».

36- Η ΑΓΑΠΗ ΝΙΚΑ. Ο άνεμος και ο ήλιος στοιχημάτισαν ποιος από τους δυο θα έβγαζε το καπέλλο κάποιου διαβάτου.

Ο άνεμος, βέβαιος ότι θα κέρδιζε το στόιχημα, φύσηξε πρώτος δυνατά, αλλ’ ο διαβάτης έβαλε βαθύτερα το καπέλλο. Φύσηξε ακόμα πιο δυνατά, μα ο διαβάτης, για να εξασφαλισθή, έβαλε και το χέρι για να στηρίξη το καπέλλο. Ο άνεμος δεν κατώρθωσε τίποτα.

Ήρθε η σειρά του ήλιου. Θέρμανε τον αέρα και τη γη. Ζεστάθηκε κι ό διαβάτης και δεν άργησε να βγάλη το καπέλλο του. Κι έτσι ο ήλιος κέρδισε.

……………………………………….

Με τη βία και το θυμό τίποτα δεν κατορθώνομε. Με τη θέρμη της αγάπης όλα επιτυγχάνονται.

41- ΗΡΩΪΚΗ ΘΥΣΙΑ. Ο Σεβασμ. Βλαδίμηρος Γήζα, έλαβε την άδεια να εγκαταλείψει τη Ρουμανία, κατά την κατάληψι της εξουσίας από τους κομμουνιστάς.

Στο σταθμό, μια κυρία παρουσιάζεται κλαίγοντας και, τρομοκρατημένη, ζητεί να φύγη. Συγκινημένος ο επίσκοπος της παραχωρεί τη θέσι του και παραμένει στη Ρουμανία. Λίγο αργότερα, φυλακίσθηκε για την πίστι και αφοσίωσί του στην Εκκλησία, και πέθανε στη φυλακή στις 16 Μαΐου 1954.

43- ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΙΣ. Όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 15ος εκάλεσε στο παλάτι του τον περίφημο χειρούργο της εποχής του Μορέ, για να περιποιηθή την πληγή που είχε στο πόδι του, του είπε:

-Γιατρέ, ελπίζω ότι θα με περιποιηθήτε με διαφορετικό τρόπο, απ’ ό,τι περιποιείσθε τους κοινούς ασθενείς σας.

- Σίρ, του απήντησε ο Μορέ, λυπούμε πολύ, αλλά μου είναι αδύνατο να σας περιποιθώ διαφορετικά.

-Γιατί; Ρώτησε έκπληκτος ο βασιλιάς.

-Απλούστατα, διότι περιποιούμαι τους ασθενείς του νοσοκομείου, σαν βασιλείς!

45- ΠΙΣΤΙΣ ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ. Ο Πάπας Πίος Θ΄, δεχόμενος σε ακρόασι τους συνέδρους του Αγίου Βικεντίου, τους έλεγε τα σοφά αυτά λόγια:

-Ο κόσμος δεν πιστεύει πια στην Εκκλησία, δεν πιστεύει πια στο ιερατείο. Πιστεύει μόνο στην αδελφική αγάπη.


(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 30-35)

2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Ουδέποτε προτίμησα το προσωπικό μου συμφέρον από την ωφέλεια του αδελφού μου, έλεγε συχνά ο Μέγας Αντώνιος.
***
OΤΑΝ Ο ΑΒΒΑΣ Θεόδωρος ήταν ακόμη υποτακτικός, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον φούρνο της Σκήτης να ψήσει τα παξιμάδια του. Εκεί βρήκε κάποιον άλλον που ήθελε να φουρνίσει τα δικά του, μα δεν έβρισκε βοηθό. Ο νεαρός Θεόδωρος άφησε κάτω τον τορβά του κι έδωσε ένα χέρι στον αδελφό. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και έφτασε άλλος με ψωμιά. Ο Θεόδωρος παραχώρησε πάλι την θέση του και πρόσφερε την βοήθειά του. Σε λίγο ήρθε τρίτος και τέταρτος έως έξι. Ο Θεόδωρος βοήθησε τους αδελφούς και τελευταίος από όλους έψησε τα δικά του παξιμάδια. Έδυε ο ήλιος πλέον, όταν γύρισε στον Γέροντά του. Του είπε τον λόγο που τον έκανε να καθυστερήσει τόσο πολύ, χωρίς να θεωρεί όμως ότι έκανε κάτι αξιόλογο.
***
ΡΩΤΗΣΑΝ τον Αββά Αγάθωνα πώς εκδηλώνεται η ειλικρινής αγάπη προς τον πλησίον, κι εκείνος ο μακάριος, που είχε αποκτήσει την βασίλισσα των αρετών σε τέλειο βαθμό, αποκρίθηκε:
- Αγάπη είναι να βρω έναν λεπρό και να του δώσω ευχαρίστως το σώμα μου και, αν είναι δυνατόν, να πάρω το δικό του.
***
ΠΟΛΛΑ ανέκδοτα διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον αδελφό.
Κάποτε κατέβηκε στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του και σκόνταψε επάνω σ’ έναν δυστυχισμένο άνθρωπο, παραπεταμένο στον δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως την στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφθεί να τον βοηθήσει.
Ο Όσιος τον σήκωσε τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που πήρε από τα πανέρια του νοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα, Λένε μάλιστα πώς έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον φρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάζει τα έξοδα του.
Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήταν σε θέση να γυρίσει στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.
***
ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ πάλι που πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργόχειρο του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά έναν φτωχό γέρο ανάπηρο.
- Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μην με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
- Πόσα λεφτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος, κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
- Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
- Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίτα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάω.
- Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό.Έτσι, σε κάθε καλάθι που πουλούσε ξόδευε τα χρήματα, χάριν του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο, το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πώς είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μία εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι, ετοιμάστηκε να φύγει από την αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι, τελείωσα πια την δουλειά μου.
- Ε, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πάς ως το σταυροδρόμι κι από κει φεύγεις, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο άγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε με πολλή δυσκολία, γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Όταν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκειά φωνή να του λέει:
- Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεό και στην γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δει εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος, γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από τον Θεό, να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
***
ΘΑ ΕΛΕΓΕ κανείς πώς αυτός ο Αγάθων ζούσε και κινούνταν μόνο και μόνο για ν’ αναπαύει τον πλησίον του. Όταν τύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας. Όταν πήγαιναν ξένοι στο κελλί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνει τράπεζα για να τους φιλοξενήσει.
Κάποτε του χάρισαν ένα σκαλιστήρι, για να καλλιεργεί τον κήπο του.
- Τί όμορφο σκαλιστηρακι! έκανε ένας αδελφός, που έτυχε να το δει στα χέρια του μια μέρα.
Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει, αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩ επίσης λένε πώς είχε τόση αγάπη για τον πλησίον του, ώστε ουδέποτε στην ζωή του αρνήθηκε σε άνθρωπο βοήθεια ή οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξυπηρέτηση. Όταν οι αδελφοί ζητούσαν την συνεργασία του, την προσέφερε ευχαρίστως, λέγοντας πάντα με χαμόγελο:
- Μαζί με τον Κύριό μου θα έργασθώ σήμερα για την ωφέλεια της ψυχής μου.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 8-10 )

Ο άρτος που έγινε πέτρα
Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.)ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του αγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μια μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, που συνήθιζαν να κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το εξής περιστατικό:
Η γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για να κοινωνήσει. Δεν κοινώνησε όμως, αλλ’ αφού πήρε στα χέρια της τον άρτο, τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει, χωρίς κανείς άλλος ν’ αντιληφθεί αυτό που έκανε.
Όταν αργότερα γινόταν η θεία λειτουργία των ορθοδόξων, η γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για να κοινωνήσει. Σαν ήρθε η σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι του ιερού Χρυσοστόμου, αλλά δεν τον έβαλε στο στόμα της˙ μετέλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Η γυναίκα φοβήθηκε. Με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ’ όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο άγιος Ιωάννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για να θυμίζει το θαύμα.
[22]

(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 11-12.)

Εκείνος λοιπόν που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του
πρέπει να τη θερμαίνει δια παντός με τη μνήμη του Κυρίου Ιησού,
έχοντας αυτήν μόνο ως ακατάπαυστη μελέτη και έργο.
Γιατί, όποιος θέλει ν’ απορρίψει τη σαπίλα, δεν πρέπει άλλοτε να προσεύχεται και άλλοτε όχι,
αλλά ν’ ασχολείται πάντοτε με την προσευχή μέσα στη φύλαξη του νου,
ακόμα κι αν είναι έξω από τους ευκτήριους οίκους.
Γιατί, όπως εκείνος που θέλει να καθαρίσει τον χρυσό,
αν αφήσει και για λίγο ακόμα να σταματήσει η φωτιά του χωνευτηρίου,
κάνει πάλι σκληρή την καθαριζόμενη ύλη,
έτσι κι εκείνος που άλλοτε ενθυμείται τον Θεό κι άλλοτε όχι, αυτό που νομίζει ότι αποκτά με την προσευχή, τούτο το χάνει με την αργία.

(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.85)

Ο Ευλόγιος και ο ανάπηρος
Ο μακάριος Ευλόγιος, κεντρισμένος από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε τους κοσμικούς θορύβους, τις δόξες, την μόρφωσι, τα πλούτη και ακολούθησε τον εξής δρόμο για την σωτηρία του:
Βρήκε στην αγορά της πόλεως έναν ανάπηρο χωρίς χέρια και πόδια. Αφού συλλογίσθηκε την δυστυχία του, προσευχήθηκε και έδωσε υπόσχεσι στον Θεό:
-Κύριε, στο όνομά Σου, παίρνω αυτόν τον σακάτη και τον περιποιούμαι μέχρι θανάτου, για να σωθώ μ’ αυτή την προσφορά. Χάρισέ μου υπομονή να τον υπηρετώ.
Τον πλησίασε έπειτα και του είπε:
-Θέλεις να σε πάρω στο κελλί μου και να σε υπηρετώ;
-Με πολλή χαρά, απήντησε εκείνος.
Τον πήρε λοιπόν ο Ευλόγιος στο κελλί του και τον φρόντιζε: Τον έτρεφε, τον έλουζε, τον έντυνε, τον παρηγορούσε, τον περιέθαλπε. Με τις περιποιήσεις αυτές ο ανάπηρος υπέμεινε καρτερικά την κατάστασί του και αντιμετώπιζε τον Ευλόγιο μ’ ευγνωμοσύνη. Έπειτα όμως από δεκαπέντε χρόνια, τον εκυρίευσε πνεύμα ακηδίας και εξεγέρθηκε εναντίον του.’Άρχισε να τον περιλούζη με βρισιές και κοροϊδίες:
-Παλιάνθρωπε, δραπέτη, έκλεψες ξένα χρήματα και θέλεις να σωθής προσφέροντάς μου υπηρεσία. Πήγαινέ με πάλι στην πόλι, στην αγορά που με βρήκες.
Άλλοτε απαιτούσε:
-Θέλω κρέας!
Του έφερνε ο Ευλόγιος κρέας, αλλά εκείνος δεν ησύχαζε. Φώναζε:
-Δεν αναπαύομαι. Θέλω να βλέπω κόσμο. Θέλω να ξαναπάω στην αγορά. Πήγαινέ με εκεί που με βρήκες.
Απελπισμένος ο Ευλόγιος κατέφυγε στους γειτονικούς μοναχούς και τους λέει:
-Τι να κάνω, που αυτός ο σακάτης με έχει φέρει σε απόγνωσι; Να τον εγκαταλείψω; Έχω δώσει υπόσχεσι στον Θεό και φοβάμαι. Να μην τον εγκαταλείψω; Μου κάνει μαύρη την ζωή. Δεν ξέρω λοιπόν, τι να κάνω.
Κι εκείνοι του λένε:
-Εφ΄ όσον ζη ο Μ. Αντώνιος, τι ρωτάς εμάς; Πάρε τον σακάτη, πήγαινε στην σπηλιά του και ρώτησε τον. Και ό,τι σου πη, κάνε υπακοή, γιατί μιλάει ο Θεός με το στόμα του.
Τους άκουσε, πήρε τον ανάπηρο και πήγε στον όσιο. Εκείνος τον χαιρέτησε με το όνομά του, ενώ δεν τον είχε ξαναδή. Και τον ρώτησε:
-Γιατί ήρθες εδώ;
-Αυτός που σου αποκάλυψε το όνομά μου, απήντησε ο Ευλόγιος, θα σου αποκάλυψε και το πρόβλημά μου.
-Γνωρίζω γιατί ήρθες! Αλλά πες το και συ, για να το ακούσουν και οι αδελφοί που είναι εδώ.
-Βρήκα στην αγορά αυτόν τον σακάτη και έδωσα υπόσχεσι στον Θεό να τον περιθάλψω, ώστε να σωθώ μ’ αυτόν και αυτός μ’ εμένα. Επειδή όμως έπειτα από δεκαπέντε χρόνια μ’ έφερε σε μεγάλη δοκιμασία, σκέφθηκα να τον εγκαταλείψω. Γι’ αυτό ήρθα στην οσιότητά σου. Να με συμβουλεύσης τι πρέπει να κάνω. Και να προσευχηθής για μένα, γιατί πολύ υποφέρω.
Του λέει με σοβαρό ύφος ο όσιος:
-Ώστε θέλεις να τον εγκαταλείψης... Αυτός όμως που τον έπλασε, δεν τον εγκαταλείπει. Αν εσύ τον εγκαταλείψης, θα βάλη έναν καλύτερό σου να τον περιμαζέψη.
Ο Ευλόγιος στα λόγια αυτά σιώπησε. Ο όσιος γύρισε τότε προς τον ανάπηρο και άρχισε να τον μαστιγώνη με την παιδαγωγική του γλώσσα:
- Άθλιε, ανάξιε του ουρανού και της γης, δεν παύεις να θεομαχής; Δεν ξέρεις ότι ο ίδιος ο Χριστός σε υπηρετεί; Πώς τολμάς να τα βάλης με τον Χριστό; Στο όνομα του Χριστού δεν σε περιποιείται ο Ευλόγιος;
Έπειτα τους πήρε και τους δύο και τους συμβούλευσε:
-Πηγαίνετε και μη χωρισθήτε μεταξύ σας. Ο Θεός θα σας οικονομήση. Σας ήρθε πειρασμός, γιατί και οι δύο βαδίζετε προς το τέλος των αγώνων σας και πρόκειται να βραβευθήτε με στεφάνια υπομονής. Μη λοιπόν χωρίσετε, και όταν θα έρθη ο άγγελος, να σας βρη στον τόπο της ασκήσεώς σας.
Συγκινημένοι εκείνοι με τα λόγια αυτά γύρισαν γρήγορα στο κελλί τους και συνέχισαν τον αγώνα τους. Και σε σαράντα ημέρες εκοιμήθη ο Ευλόγιος. Και σε άλλες τρείς εκοιμήθη και ο ανάπηρος.
(Λαυσαϊκή ιστορία)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.17-19 )

Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου
Μια μέρα, που σκέψεις πικρίας με κατέκλυζαν για κάποιους ανθρώπους, που με κατέκριναν άδικα, ο Γέροντας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την επιθετική μου, όπως είπε, στάση. Του αντέτεινα, ότι ούτε είπα, ούτε έκανα οτιδήποτε εναντίον των επικριτών μου, αλλά μόνο σκεπτόμουν αρνητικά, χωρίς να εξωτερικεύομαι και, γι' αυτό, χωρίς να θίγω κανέναν. Τότε ο Γέροντας μου φανέρωσε ακόμη ένα μυστικό του πνευματικού αγώνος, λέγοντάς μου: «Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό. Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό».
Δίδασκε δηλαδή ο Γέροντας Πορφύριος ότι η κακή σκέψη μας για κάποιο συνάνθρωπό μας από τη μια μεριά μολύνει την ψυχή μας ως αμαρτία, από την άλλη μεριά κάνει ή μπορεί να κάνει κακό σ' αυτόν. Η κακή σκέψη εκπέμπει μια κακή δύναμη, που επηρεάζει τον άλλον, όπως η προσευχή τον βοηθά. Βέβαια όλα αυτά πρέπει να κατανοηθούν σωστά μέσα στη διδασκαλία της Εκκλησίας για την ύπαρξη πονηρών και αγαθών πνευμάτων και το έργο τους, που είναι για τα πονηρά μεν η διαβολή, το ψεύδος, η ταραχή, η διχόνοια κ.λ.π., για τα αγαθά δε η διακονία εκείνων που μέλλουν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Η κακή σκέψη δεν κρύβεται. Επηρεάζει δυσμενώς για μας εκείνον για τον οποίο σκεπτόμαστε άσχημα, ακόμη και από μακριά, ακόμη και όταν δεν συνειδητοποιεί αυτός το λόγο για τον οποίο έρχεται σε αντίθεση μαζί μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμεθα «καθαροί τη καρδία», καθαροί όχι μόνο από κακά έργα, αλλά και από κακές σκέψεις, ιδιαίτερα δε από τη μνησικακία και την πίκρα. [Γ 38π]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.248-249)

Ο άθεος είναι δήμιος του εαυτού του.
Όταν ο άνθρωπος στρέψει το πρόσωπό του στον Θεό, όλοι οι δρόμοι οδηγούν σ’ Αυτόν. Όταν ο άνθρωπος αποστρέψει το πρόσωπό του από τον Θεό, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην καταστροφή.
Όποιος αρνηθεί τον Θεό, με τον λόγο και την καρδιά, τίποτα δεν μπορεί να κάνει στη ζωή, που να μην οδηγεί στην ολοκληρωτική ερήμωση του σώματος και της ψυχής.
Γι’ αυτό μην βιάζεσαι να ψάξεις δήμιο για τον άθεο. Τον βρήκε μόνος του στον εαυτό του, πιο αξιόπιστο, απ’ όσο όλος ο κόσμος μπορούσε να του προσφέρει.

Τα δυνατά πνεύματα.
Δεν φθάνει μόνο η δύναμη της θέλησης, ούτε μόνο η δύναμη της αίσθησης, ούτε μόνο η δύναμη του νου. Ούτε όλα αυτά μαζί φθάνουν χωρίς τον φωτεινό στόχο.
Ως προς τι αξίζει η ταχύτητα των ποδιών και η δύναμη των πνευμόνων στον αθλητή, εάν ο καθένας απομακρύνεται από αυτόν με φόβο και εάν κανείς δεν θέλει τη βοήθειά του;
Όλα τα ισχυρά και θυελλώδη στοιχεία της φύσης, ντυμένα στο σκοτάδι της νύχτας, γεμίζουν τον ταξιδιώτη με φόβο. Όμως, όταν ο πρωινός ήλιος τα φωτίσει, ο ταξιδιώτης γίνεται φίλος μ’ αυτά. 
Τέτοια είναι και τα λεγάμενα δυνατά πνεύματα. Ντυμένα στο σκοτάδι του εγωισμού και της ματαιοδοξίας είναι σκιάχτρα και για τους ανθρώπους και για τη φύση γύρω τους. Όμως, σαν φωτιστούν με θεϊκό φως, γίνονται ανατολής χαρά για όλα γύρω τους.
Τα χαλάζι είναι πια δυνατό από τη βροχή, αλλά γι' αυτό δεν έχει φίλους στη γη.

Η καλοσύνη βλέπει μακριά.
Η καλοσύνη βλέπει μακριά και βλέπει τις πια απομακρυσμένες αιτίες. Η μοχθηρία είναι κοντόφθαλμη και βλέπει τις πια κοντινές αιτίες.
Η μοχθηρία και το πουλί βλέπουν ότι χρειάζεται σύννεφο για να βρέξει. Η καλοσύνη βλέπει ότι χρειάζεται ο Θεός για να βρέξει.
Η μοχθηρία και ο γάιδαρος βλέπουν ότι χρειάζεται κοπριά για να μεγαλώσει τα καλαμπόκι. Η καλοσύνη βλέπει ότι χρειάζεται ο Θεός για να μεγαλώσει το καλαμπόκι

(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 18-19).

… τόσο πρέπει να διατηρούν την εγκράτεια στις τροφές, ώστε να μη φθάσει κανείς ποτέ να βδελυχθεί κάποια απ’ αυτές•γιατί τούτο είναι και επικατάρατο και εντελώς δαιμονικό. Δεν απέχουμε από τις τροφές γιατί είναι κακές -μη γένοιτο- αλλ’ απέχουμε για να διαπαιδαγωγούμε κατάλληλα τα αρρωστημένα μέρη της σάρκας, αποφεύγοντας τις πολλές και νόστιμες τροφές, και επί πλέον για να έρχεται και το περίσσευμά μας σε επαρκή βοήθεια στους φτωχούς, πράγμα που είναι γνώρισμα ειλικρινούς αγάπης. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47
Η νηστεία έχει καύχημα και καθ’ εαυτήν, όχι όμως προς το Θεό• γιατί μοιάζει με εργαλείο που ρυθμίζει στη σωφροσύνη εκείνους που θέλουν. Δεν πρέπει λοιπόν να μεγαλοφρονούν οι αγωνιστές της ευσέβειας γι’ αυτήν, αλλά μόνο πρέπει να περιμένουμε με πίστη στο Θεό την επίτευξη του σκοπού μας• γιατί ούτε οι τεχνολόγοι αποδίδουν ποτέ το αποτέλεσμα του επαγγέλματος στα εργαλεία, αλλ’ ο καθένας τους περιμένει το είδος της κατασκευής, ώστε ν’ αποδείξει από εκείνο την ακρίβεια της τέχνης.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 171,175 )

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 93. 
Η οδός της αρετής, για εκείνους που αρχίζουν ν’ αγαπούν την ευσέβεια,
φαίνεται πολύ τραχεία και θλιβερή, όχι γιατί εκείνη τάχα είναι τέτοια,
αλλά γιατί η ανθρώπινη φύση ευθύς αμέσως από τη μητρική κοιλιά
συναναστρέφεται άφθονα με τις ηδονές.
Σ’ εκείνους όμως που μπορούν να ξεπεράσουν τη μέση της γίνεται όλη ευχάριστη και άνετη.
Γιατί η φαύλη συνήθεια, όταν υποταχθεί στην καλή με την ενέργεια του αγαθού,
χάνεται μαζί με τη μνήμη των αλόγιστων ηδονών.
Από τότε λοιπόν ευχαρίστως η ψυχή περνά όλα τα μονοπάτια των αρετών.
Γι’ αυτό ο Κύριος, εισάγοντάς μας στην οδό της σωτηρίας, λέγει,
«πόσο στενή και θλιμμένη είναι η οδός που οδηγεί στη βασιλεία και πόσο λίγοι θα περάσουν απ’ αυτήν».
Προς εκείνους όμως που θέλουν με σοβαρή πρόθεση να προχωρήσουν στην τήρηση των αγίων εντολών του λέγει,
«ο ζυγός μου είναι καλός και το φόρτωμά μου είναι ελαφρό».
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.269)

Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, μέρος 3ο. 

«Να αγαπήσεις τον Κύριο και Θεό σου μέσα απ’ όλη σου την καρδιά, με όλη σου την ψυχή, με όλη σου τη δύναμη και με όλη σου τη διάνοια» (Λουκ. 10, 27). Αυτή η εντολή αρχικά φαίνεται πολύ απλή, όμως οι λέξεις της περικλείουν κάτι πολύ περισσότερο από εκείνο που βλέπει κανείς με την πρώτη ματιά. Όλοι ξέρουμε τι σημαίνει να αγαπάει κανείς κάποιον με όλη του την καρδιά. Ξέρουμε την ευχαρίστηση και την ψυχική θαλπωρή που του δίνει, όχι μόνο η παρουσία του αγαπημένου, αλλά και η απλή θύμησή του. Έτσι πρέπει να προσπαθήσουμε να αγαπήσουμε το Θεό. Κάθε φορά που μνημονεύεται το Άγιο Όνομά Του θα πρέπει να γεμίζει η ψυχή και η καρδιά μας με αστείρευτη γλυκύτητα και ζεστασιά. Η μνήμη του Θεού πρέπει να είναι μέσα μας αδιάκοπα. Παρά ταύτα εμείς Τον σκεπτόμαστε μόνο περιστατικά.
Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε το Θεό με όλη τη δύναμή μας, αν δεν ξεριζώσουμε από μέσα μας καθετί που δεν έχει σχέση μ’ Αυτόν. Μετά από μια αγωνιστική προσπάθεια πάνω στη θέλησή μας, πρέπει να στραφούμε σταθερά προς το Θεό, είτε την ώρα που προσευχόμαστε - πράγμα που είναι πιο εύκολο, αφού κατά την ώρα της προσευχής είμαστε ήδη συγκεντρωμένοι στο Θεό - είτε την ώρα που κάνουμε οποιοδήποτε έργο. Στη δεύτερη όμως περίπτωση απαιτείται εκπαίδευση, γιατί κάνοντας κάτι, συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στο έργο μας, το οποίο πρέπει, με ειδική προσπάθεια αργότερα, να το αφιερώσουμε στο Θεό.
Οι Μάγοι έκαναν τόσο μεγάλο ταξίδι για να συναντήσουν το Χριστό και κανείς δεν ξέρει πόσες δυσκολίες χρειάστηκε να ξεπεράσουν μέχρι να φτάσουν μπροστά Του. Καθένας μας ταξιδεύει για να συναντήσει το Θεό, όπως έκαναν κι αυτοί. Οι Μάγοι ήταν φορτωμένοι με δώρα. Χρυσάφι για το βασιλιά. Λιβάνι για το Θεό. Σμύρνα για τον «Υιό του ανθρώπου», που θα υπέμενε θάνατο. Που να βρούμε όμως εμείς χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, αφού Του οφείλουμε τα πάντα; Ξέρουμε καλά ότι καθετί που έχουμε μας δόθηκε απ’ Αυτόν και δεν μας ανήκει σίγουρα και για πάντα. Όλα μπορούν να μας αφαιρεθούν. Όλα εκτός από την αγάπη. Και αυτό είναι που κάνει την αγάπη μοναδική και γι’ αυτό το λόγο η αγάπη είναι κάτι που μπορούμε να το προσφέρουμε. Όλα τα άλλα, τα μέλη του σώματός μας, η νοημοσύνη μας, τα υπάρχοντά μας, μπορούν να μας αφαιρεθούν δια της βίας, αλλά την αγάπη δεν υπάρχει τρόπος να μας την πάρει κανείς, εκτός αν εμείς οι ίδιοι τη δώσουμε. Με αυτή την έννοια, με τον τρόπο που είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε τη ζωή της αγάπης, δεν είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα της ψυχής ή του σώματός μας. Παρόλο ότι βασικά η αγάπη είναι θείο δώρο, αφού κανένας από μόνος του δεν μπορεί να τη δημιουργήσει, όμως είναι το μόνο πράγμα το οποίο, αν ποτέ κανείς το αποκτήσει, μπορεί να το οικειοποιηθεί ή να το προσφέρει.
O Bernanos στο βιβλίο «Ημερολόγιο ενός επαρχιακού ιερέα» λέει ότι μπορούμε ακόμα και την υπερηφάνειά μας να προσφέρουμε στο Θεό: «Δώσε την υπερηφάνειά σου, με όλα τα επακόλουθά της, δώστα όλα». Η υπερηφάνεια που προσφέρεται με αυτό το πνεύμα γίνεται δώρο αγάπης στα μάτια του Θεού. Και κάθε δώρο αγάπης είναι πάντα ευπρόσδεκτο από το Θεό.
Το «να αγαπάς τους εχθρούς σου και να ευλογείς όσους σε μισούν» (Ματθ. 5, 44), είναι εντολή του Θεού, την οποία λίγο - πολύ μπορεί ο καθένας να εφαρμόσει. Το να συγχωρέσει όμως κανείς αυτούς που έκαναν ένα αγαπημένο του πρόσωπο να υποφέρει, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι σαν να του λένε να κάνει, όχι πράξη αρετής, αλλά παρανομία. Ακόμη όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη μας για κάποιον που υποφέρει, τόσο μεγαλύτερη είναι η ικανότητά μας να μοιραστούμε τον πόνο μαζί του και να τον συγχωρήσουμε για τυχόν σφάλματά του. Και με αυτή την έννοια κατακτάει κανείς τον υψηλότερο βαθμό της αγάπης, όταν δηλαδή μπορεί όπως ο Ραββίνος Yehel Μikhael να λέει: «Είμαι ο αγαπημένος μου». Όσο όμως λέμε «εγώ» και «αυτός» δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε στα παθήματα του αδελφού μας και να αποδεχτούμε τον πόνο του. Η Θεοτόκος, όταν βρισκόταν κοντά στο Σταυρό του Κυρίου, δεν αναλύθηκε σε δάκρυα, όπως συνηθίζουν να την παριστάνουν οι δυτικές αγιογραφίες. Βρισκόταν σε τόσο απόλυτη κοινωνία με τον Υιό της, ώστε δεν διαμαρτυρήθηκε για τίποτα. Σταυρωνόταν κι αυτή μαζί με το Χριστό. Πέθαινε κι αυτή μαζί του. Η Μητέρα ολοκλήρωνε τώρα εκείνο που είχε αρχίσει την ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού, όταν είχε προσφέρει τον Υιό της στο Θεό. Μόνος ο Χριστός απ’ όλους τους «υιούς Ισραήλ», έγινε τότε δεκτός από το Θεό «ως θυσία ζώσα». Και Εκείνη η Oποία τον είχε προσκομίσει δεχόταν τώρα με τη σειρά της τη συνέπεια της λειτουργικής πράξεώς της, η οποία τώρα εύρισκε πραγματικά την εκπλήρωσή της. Όπως τότε ο Χριστός βρισκόταν σε κοινωνία μαζί της, έτσι και τώρα Αυτή βρισκόταν σε απόλυτη κοινωνία μαζί του και δεν υπήρχε τίποτα για το οποίο μπορούσε να διαμαρτυρηθεί.

(Ζωντανή Προσευχή. Antony Bloom, σελ. 23-26).

katafigioti

lifecoaching