ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

339- ΟΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ.

Αν είχα τις πεποιθήσεις σου θα’ μουν καλύτερος άνθρωπος, παρετήρησε ένας ανήθικος κύριος στον Πασκάλ.
-Άρχισε να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος και θα’ χης τις πεποιθήσεις μου, είπε ο σοφός.

341- ΤΑ ΚΑΛΥΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.

Ένας διάσημος ξένος ιεροκήρυξ συνιστούσε στις νεαρές χριστιανές που βρίσκονταν ανάμεσα στο ακροατήριό του, να χρησιμοποιούν τα εξής καλλυντικά για να είναι πραγματικά ωραίες:
Για τα μάτια: Την αγνότητα. Για τα χείλη: Την αλήθεια. Για το στήθος: Την αγάπη. Για τα χέρια και τα πόδια: Την ακούραστη φιλανθρωπία.

344- Ο ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ.
Ποιος είναι κατά τη γνώμη σου ο πιο ευτυχισμένος; ρώτησε ο Κάρολος ο 9ος βασιλιάς της Γαλλίας τον Τουρκουάτο Τάσσο, διάσημο ιταλό ποιητή.
-Ο Θεός, απήντησε ο ποιητής.
-Καλά ο Θεός, αλλά μεταξύ των ανθρώπων;
-Εκείνος που μοιάζει περισσότερο στο Θεό.
-Και τι είναι εκείνο που μας κάνει να μοιάζουμε περισσότερο στο Θεό; Η δύναμις ίσως;
-Όχι, απάντησε ο Τάσος, είναι η επίμονη εξάσκησις της αρετής.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 153-154)

ΈΒΑΛΕ κάποτε στον νου της μια γυναίκα της αμαρτίας και στοιχημάτισε με τους φίλους της πώς θα το πετύχαινε χωρίς άλλο να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη, και που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν Άγιος άνθρωπος. Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της, κι ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Μόλις βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος, όταν την είδε, ταράχτηκε. Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
- Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποιά ήταν και τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
- Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα τον δρόμο και την συντροφιά μου, κι ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μην με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε τέλος από την συμπάθεια και την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια τον πέπλο της και του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τις επιθυμίες του αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη.
Έριξε καταγής μερικά ξερά φύλλα κι είπε στην γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι έκανε, θερμή προσευχή.
- Απόψε, συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού και αοράτου εχθρού. ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε η νύχτα, τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον κατέκαιγε. Για μια στιγμή ένιωσε να λυγίζει η αντίστασή του και τρόμαξε.
- Αυτοί που μολύνουν το σώμα με πράξεις αμαρτωλές πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή αν θα υπομένεις στην βασανιστική φωτιά.
Άναψε το λυχνάρι του κι έβαλε το δάχτυλό του στην φλόγα. Μα η άλλη φλόγα, που του κατέκαιγε την σάρκα, ήταν πιο δυνατή και δεν τον άφηνε να νιώσει τον πόνο από το κάψιμο. αφού αχρηστεύτηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στην φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο. Ώσπου να ξημερώσει έκαψε και τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η άθλια παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού, και βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε.
Οι φίλοι της στο μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στην σπηλιά του Ερημίτη για να γελάσουν εις βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
- Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
- Μέσα είναι και κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Μπήκαν και την βρήκαν νεκρή.
- Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι.
Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του και τους έδειξε τα δάχτυλά του.
- Για δέστε εδώ, τι μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου! Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να αποδίδω καλό αντί κακού.
Στάθηκε και προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα και το επανέφερε στην ζωή.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 32-34 )

«Βοήθεια των αβοηθήτων»
Το πόσο μπορεί να βοηθήσει η θεία λειτουργία τους χριστιανούς, που μνημονεύονται σ’ αυτήν,
φαίνεται και από τ’ ακόλουθα περιστατικά, που διηγείται ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, πάπας Ρώμης (590-604):
Ζούσε κάποτε ένας αιχμάλωτος μακριά από τους δικούς του και δεμένος με βαρείες αλυσίδες.
Η γυναίκα του συνήθιζε σε τακτές μέρες να τελεί για χάρη του τη θεία λειτουργία.
Μετά από χρόνια ο αιχμάλωτος επέστρεψε στην πατρίδα του.
Ανέφερε τότε στη γυναίκα του, πως ορισμένες μέρες οι αλυσίδες του λύνονταν αόρατα και παράδοξα,
κι έτσι ανακουφιζόταν λιγάκι.
Κατάπληκτη εκείνη, διαπίστωσε πως αυτό συνέβαινε τις μέρες ακριβώς που γινόταν για τη σωτηρία του η θεία λειτουργία.
Ένας ναύτης ταξίδευε μαζί με τον επίσκοπο Πανόρμου Αγάθωνα για τη Ρώμη.
Στη διάρκεια του ταξιδιού ο ναύτης βρισκόταν μέσα σε μια βάρκα, που ήταν δεμένη με σχοινί στο πίσω μέρος του πλοίου. Κάποια στιγμή από την τρικυμία κόπηκε το σχοινί και η βάρκα εξαφανίστηκε.
Το πλοίο ξέπεσε σ’ ένα νησί, την Ούστιβα. Εκεί ο επίσκοπος περίμενε τρεις μέρες μήπως φανεί η βάρκα με το ναύτη.
Τέλος, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο ναύτης πνίγηκε.
Έδωσε λοιπόν εντολή να γίνει θεία λειτουργία για την ανάπαυση της ψυχής του.
Όταν ο επίσκοπος έφτασε στην Ιταλία, εκεί, στην πόλη του Πόρτου, συνάντησε απροσδόκητα το ναύτη.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη.
-Πώς γλύτωσες από το ναυάγιο; τον ρώτησε με φιλόστοργη περιέργεια.
-Για πολλήν ώρα, άγιε δέσποτα, πάλευα με τ’ άγρια κύματα. Η βάρκα γέμισε νερά και αναποδογύρισε πολλές φορές.
Από την προσπάθεια να συγκρατηθώ επάνω της, τελικά εξαντλήθηκα και κάποια στιγμή λιποθύμησα.
Τότε, κι ενώ ούτε ξύπνιος ήμουν ούτε κοιμισμένος, εμφανίζεται μπροστά μου, μες στο πέλαγος, κάποιος, που μου πρόσφερε ψωμί. Έφαγα και δυνάμωσα. Σε λίγο πέρασε ένα πλοίο, που με παρέλαβε και μ’ έβγαλε σώο σε κάποιαν ακτή.
-Μήπως θυμάσαι ποιά μέρα εμφανίστηκε εκείνος ο άγνωστος, που σου πρόσφερε ψωμί; ρώτησε ο επίσκοπος.
Η απάντηση του ναύτη τον γέμισε έκπληξη. Ήταν η μέρα που τέλεσε για χάρη του τη θεία λειτουργία στην Ούστιβα!
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ.21-22)

Ο Αββάς Ιωάννης και ο οδηγός
Κάποια άλλη φορά, ο ίδιος αββάς Ιωάννης οδοιπορούσε με μερικούς αδελφούς μέσα στην έρημο.
Νύχτωσε όμως και ο οδηγός τους έχασε τον δρόμο. Το κατάλαβαν οι αδελφοί και λένε στον αββά Ιωάννη:
-Τί να κάνουμε, γέροντα; Ο οδηγός έχασε τον δρόμο και κινδυνεύουμε να πεθάνουμε περιπλανώμεvoι στην έρημο.
Εκείνος τους απήντησε:
-Ας μην του πούμε τίποτε, γιατί θα στενοχωρηθεί.
Να τί θα κάνουμε: Εγώ θα πω ότι δεν μπορώ από ασθένεια να προχωρήσω, αλλά θα μείνω εδώ μέχρι να φέξει,
οπότε θα ξαναβρούμε τον δρόμο.
Έτσι και έγινε. Σταμάτησαν στο μέρος εκείνο μέχρι το πρωί και δεν ελύπησαν τον αδελφό.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.26)


Όταν πήρα την απόφαση να οδηγηθώ στο Χριστό και στην Εκκλησία Του ήταν γιατί ένιωθα ότι η ψυχή μου νοσούσε τόσο πολύ που είχα φτάσει στο σημείο μηδέν! Αν δε γινόταν κάτι δραστικό είτε θα τρελαινόμουν είτε θα έκανα ανεπανόρθωτο κακό στον εαυτό μου ή στους άλλους… χρόνια τη σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή και αυτή τη λύση, το Χριστό, αλλά όλο με νικούσαν οι κακοί λογισμοί και το ανέβαλλα… ακόμα και την τελευταία στιγμή, ενώ περίμενα να έρθει η σειρά μου να εξομολογηθώ μου ήρθε ο λογισμός ‘ τί δουλειά έχεις εσύ με τους παπάδες; γιατί δεν πας σε έναν ψυχίατρο;’ Πριν προλάβω όμως να επεξεργαστώ αυτό το λογισμό, σήκωσα το κεφάλι μου και το βλέμμα μου καρφώθηκε σε μια εικόνα του ναού απέναντι μου … ‘ ο Ψυχοσώστης’! Ήταν τόσο γλυκός ο Χριστός! Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω Του! Και είπα ‘ εδώ θα μείνω! Αυτός μου έφτιαξε την ψυχή, Αυτός θα μου τη σώσει… μόνο Αυτός!’ Κι όταν εξομολογήθηκα, τόσο πολύ αγάπησα και τον πνευματικό μου! Κι όταν γονάτισα, εμένα που ως τότε κανείς δε με συγχωρούσε, όλοι μόλις ξεσπούσα εξαφανίζονταν, κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να με νιώσει λίγο πιο βαθιά, κανείς εκτός από τη γυναίκα μου, με άγγιξε η χάρη του Θεού και ένιωσα ότι ο Χριστός με συγχώρεσε! Πρώτη φορά ένιωσα την αληθινή Αγάπη και την αληθινή συγχώρεση!
Από τότε έγινα σκλάβος της Αγάπης του Χριστού, γιατί ήμουν νεκρός και αναστήθηκα, τυφλός και είδα, σκλαβωμένος και ελευθερώθηκα! Και είπα ‘ όλη μου τη ζωή θα είμαι ευγνώμων σε Σένα Χριστέ μου! Τί άλλο να ζητήσω; Πρέπει να ζω για να ξεχρεώσω όλα αυτά που μου χάρισες!’ Ήρθε ο Χριστός στην καρδιά μου και ξέχασα την αρρώστια μου γιατί με δέχτηκε όπως ήμουν! Ζούσα για να Τον αγαπώ και αυτή η Αγάπη, η δική Του Αγάπη με θεράπευε οντολογικά χωρίς να το καταλαβαίνω! Κι όταν η Χάρη Του έφυγε, μπορεί να επέστρεψαν τα πάθη, οι ασθένειες, οι πτώσεις, λύγισα, έκανα και κάνω τεράστια λάθη αλλά όπως πριν δεν ήμουν! Γιατί πλέον είχα γνωρίσει το Χριστό!
Η πικρή αλήθεια είναι ότι όχι μόνο δεν έχω ξεχρεώσει αυτά που έκανε για μένα, αλλά έχω χρεωθεί και άλλες άπειρες ευεργεσίες! Ο Κύριος δε μου ζητάει ανταλλάγματα, παρά μόνο την καρδιά μου. Όμως είναι άδικο προς Αυτόν να μην κάνω τίποτα! Παρόλ’ αυτά όμως το νιώθω πως είναι μαζί μου και σιγά σιγά θεραπεύομαι και γίνομαι… κάθε μέρα που βλέπω την εικόνα του Ψυχοσώστη είναι για μένα η πρώτη μέρα με το Χριστό, η μέρα της μετανοίας μου, η έναρξη της θεραπείας μου! Δεν υπάρχει καλύτερος γιατρός από Αυτόν! Και άμισθος βέβαια! Ο Χριστός μας έκανε και συνεχίζει να κάνει τα πάντα για τη θεραπεία και τη σωτηρία της ψυχής μου και του σώματος! Και αν η θεραπεία αποτύχει θα φταίω αποκλειστικά εγώ!
Η θεραπεία μου είναι να είμαι μαζί Του! Δε σκέφτομαι αν θα πάω στον παράδεισο ή στην κόλαση! Σκέφτομαι μόνο να είμαι μαζί Του! Την κόλαση την έζησα πριν Τον γνωρίσω! Τώρα που Τον γνώρισα, αν κρίνει Εκείνος να ξαναζήσω μόνιμα εκεί δίκιο θα έχει! Η διαφορά όμως είναι ότι τώρα και στην κόλαση θα Τον δοξολογώ και θα Του είμαι ευγνώμων και θα έχω την ελπίδα ότι που και που θα έρχεται για λίγο να με βλέπει και αυτό θα είναι μεγάλη παρηγοριά! Γιατί Τον γνωρίζω τώρα πια ποιος είναι και πόσο με αγαπάει! Και ξέρω ότι αν δεν υπήρχε Αυτός, ο Ζωοδότης, να με αγγίξει και να με γιατρέψει, θα ήμουν το πιο δυστυχισμένο πλάσμα πάνω στη γη! (Κ.Δ.Κ.)

Οι μετάνοιες είναι εκούσια θυσία
Συνιστούσε της γονυκλισίας κατά δύναμη, στην προσευχή.
Έλεγε:” Να κάνετε όσες μπορείτε μετάνοιες στην προσευχή.
Έστω και αν αυτό σας κουράζει.
Όταν η προσευχή συνοδεύεται από εκούσια θυσία, γίνεται πιο ευάρεστη στο Θεό και πιο αποτελεσματική”.
[ Γ 64 ]
Σελ.256

Αντί μετανοιών
Είπε ο Γέροντας0Εδώ και λίγο καιρό μου έφεραν ένα ποδήλατο για να ασκούμαι μέσα στο κελί μου.
Ρώτησα και τον καρδιολόγο. Μου είπε, είναι καλό για την καρδιά μου, να ασκούμαι με ρέγουλα.
Το πρωί ξυπνώ από τις δύο, τις τρεις η ώρα. Έχει διαβεί ο νους μου και προσεύχομαι.
Ύστερα, αντί μετανοιών ασκούμαι στο ποδήλατο και λέγω συνέχεια την ευχή”.
[ Ά 54π. ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.256 -257)

Ο ηγούμενος κάποιου κοινοβίου, πολύ ευλαβής και ενάρετος, έκανε κάθε μέρα την προσευχή:
- Σε παρακαλώ, Κύριε, μή με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη
ζωή, αλλά αξίωσέ με να απολάυσουμε όλοι μαζί την ουράνια μακαριότητα.
Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, ότι ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση.


Πλησίαζε η πανήγυρη μιας γειτονικής μονής και τον προσκάλεσαν, αυτόν και τη συνοδεία του. Αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του απέδιδαν εκεί. Την παραμονή όμως άκουσε στον ύπνο του μια μυστηριώδη φωνή να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του . Ο ηγούμενος υπάκουσε στη θεία προσταγή.
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν για τον γειτονικό κοινόβιο. Στον δρόμο τους συνάντησαν, πεσμένο κάτω, ένα δυστυχισμένο γέρο. Τον ρώτησαν τί του συνέβει.
- Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν άπαυσε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, αλλά όταν έφτασα σε αυτό το μονοπάτι, μ’ έριξε κάτω και έφυγε. Τί έγινε και εγώ δεν ξέρω. Και δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να με βοηθήσει να σηκωθώ!
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
-Τί να σου κάνουμε γέροντα; του είπαν οι μοναχοί. Είμαστε και εμείς πεζοί και βιαστικοί.
Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στην πανήγυρη, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο τον φτωχό γέρο...

Σε λίγο, να και ο ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και έκπληκτος τον ρώτησε:
-Μα καλα, δεν πέρασαν από εδώ πριν από λίγο κάτι νέοι μοναχοί; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; Θα πρέπει, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
- Με είδαν και με ρώτησαν, αββά, είπε με λύπη και ο γέρος. Μου είπαν όμως πως ήταν πεζοί και βιαστικοί, και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.
Ο ηγούμενος αναστέναξε βαθιά ντροπιαζμένος από τη συμπεριφορά των υποτακτικών του.
- Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
- Αδύνατο να κινηθώ, πάτερ.
- Έλα λοιπόν να σ’ ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο ηλικιωμένος ηγούμενος αποφασιστικά, και ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
- Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως
είσαι και εσύ νέος; Πήγαινε αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για εμένα. Ευχήσου μόνο να μ’ελεήσει ο Θεός.
- Δεν σ’αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του
Θεού. Θα σε πάω στην πόλη!

Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωνε να σέρνει τα πόδια του. Προχωρούσε πολύ αργά. Σε λίγο όμως έγινε κάτι παράδοξο. Το φορτίο σιγά σιγά ελάφρυνε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη. Σήκωσε το κεφάλι να δει τί συμβαίνει. Στη θέση του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν ένας άγγελος.
- Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε, πως μόνο τότε θ’ αξιωθούν
οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. O Θεός αμείβει τον καθένα κατά τα έργα του.
Αυτά είπε ο άγγελος και πέταξε στον ουρανό. Ο ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο μοναστήρι του για να αρχίσει να κάνει καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να καλλιεργήσει την αγάπη στους υποτακτικούς του.


(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ᾽, σελ.24-26)

678.Ερώτηση. 
Επειδή έχει γραφεί, «μακάριοι είναι οι ειρηνοποιοί»13, άραγε είναι καλό να φροντίζομε για την ειρήνη όλων;
Απόκριση
Είναι καλύτερο το να ειρηνοποιεί κάνεις την καρδιά του. Και αυτό αρμόζει στον καθένα, και μακάριος είναι εκείνος που κάνει αυτό. Το να ειρηνοποιεί όμως εκείνους που μάχονται δεν είναι του καθενός, αλλά εκείνων που μπορούν να παρέλθουν αυτό χωρίς βλάβη. Ο ασθενής οφείλει να χαίρεται με την ειρήνη όλων, να μη επιχειρεί όμως να μεσιτεύει για την ειρήνη του καθενός, παρά μόνο των αγαπητών του κατά Θεόν, και αυτό να το κάνει, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτόν ζημία ψυχής.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.283)

-    Γέροντα, γιατί πέφτω συνέχεια στην γαστριμαργία;
-    Γιατί εκεί έχεις αδυναμία. Ο διάβολος πολεμάει το φυλάκιο που είναι αδύνατο· τα άλλα που είναι οχυρωμένα καλά δεν τα χτυπάει. «Αν καταλάβω αυτό το φυλάκιο, λέει, εύκολα θα καταλάβω ένα-ένα και όλα τα άλλα φυλάκια». Γι’ αυτό, το αδύνατο φυλάκιο πρέπει να οχυρώσης καλά.
-    Γέροντα, πελαγώνω, όταν βλέπω τα πάθη μου.
-    Να μην πελαγώνης ούτε να δειλιάζης. Με θάρρος να παίρνης ένα-ένα τα πάθη σου, αρχίζοντας τον αγώνα σου από το πιο μεγάλο. Στην αρχή βοηθάει να μην τα λεπτολογής, αλλά να χτυπάς και να ξερριζώνης τα πιο χοντρά που βλέπεις. Και καθώς θα αχρηστεύωνται οι ρίζες των μεγάλων παθών, θα ξεραίνωνται και οι λεπτές ρίζες από τα μικρότερα πάθη. Επομένως, όταν ξερριζώσης ένα μεγάλο πάθος, μαζί με αυτό θα ξερριζωθούν και άλλα μικρότερα.
-    Γιατί, Γέροντα, ενώ παίρνω πολλές αποφάσεις να αγωνισθώ με ζήλο κατά των παθών μου, τελικά δεν τις πραγματοποιώ;
-     Γιατί παίρνεις πολλές αποφάσεις μαζί. Τα πάθη, όπως και οι αρετές, αποτελούν μια αλυσίδα. Το ένα πάθος είναι συνδεδεμένο με το άλλο και η μία αρετή είναι συνδεδεμένη με την άλλη, όπως τα βαγόνια του τραίνου είναι ενωμένα το ένα με το άλλο και όλα ακολουθούν το πρώτο. Αν λοιπόν αποφασίσης να αγωνισθής για αρκετό διάστημα, για να κόψης ένα συγκεκριμένο πάθος και να καλλιεργήσης την αντίστοιχη αρετή, θα το πετύχης. Και μαζί μ’ αυτό το πάθος που θα κόψης, θα απαλλαγής και από άλλα πάθη και θα αναπτυχθούν οι αντίστοιχες αρετές. Ας πούμε ότι ζηλεύεις· αν αγωνισθής να μη ζηλεύης, θα καλλιεργήσης την αγάπη, την καλωσύνη, και συγχρόνως θα απαλλαγής από τον θυμό, από την κατάκριση, από την κακία, από την λύπη.
-    Γέροντα, ένα πάθος ή μία κακή συνήθεια είναι καλύτερα να τα κόψης μια και έξω ή σιγά-σιγά;
-     Αν μπορής να τα κόψης μια και έξω, είναι καλύτερα, γιατί διαφορετικά αφήνουν... δέκατα. Δεν χρειάζεται καθυστέρηση. Όταν περνάη κανείς ένα ποτάμι, ιδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεί να το περάση όσο πιο γρήγορα μπορεί, γιατί θα παγώση. Αν το περάση γρήγορα, μέχρι να κρυώση, θα ζεσταθή πάλι. Βλέπεις, και τα άλογα, όταν τα δένουν, αν θέλουν να ελευθερωθούν, κόβουν το σχοινί απότομα. Με τον πειρασμό θέλει απότομα κόψιμο το σχοινί.
-     Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ λέει: «Απάθεια είναι, όχι το να μην αισθάνεται κανείς τα πάθη, αλλά το να μη δέχεται αυτά». Μπορεί και ο απαθής να έχη προσβολή από πάθη;
-    Μπορεί αλλά, ό,τι και να του πετάξη ο διάβολος, καίγεται από την θεία φλόγα που έχει ανάψει μέσα του. Ο διάβολος δεν παύει να προσβάλλη τον άνθρωπο, αλλά, όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται τις προσβολές του εχθρού, τότε καθαρίζει η καρδιά του και κατοικεί πια μέσα του ο Χριστός. Η καρδιά του μετατρέπεται σε καμίνι, σε «βάτο καιομένη», καί, ό,τι και αν πέση μετά μέσα, καίγεται.


(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ.31-33)

ΈΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ, ενώ έπιασε να ράψει τα χερούλια στα ζεμπίλια που είχε έτοιμα για την αγορά, άκουσε τον γείτονά του να μονολογεί:
- Τί να κάνω που έφτασε η αγορά και δεν έχω ετοιμάσει ακόμη τα χερούλια για τα ζεμπίλια μου ο αμελής;
Τότε ο αδελφός πήρε τα δικά του χερούλια και τα πἠγε στον γείτονά του.
- Αυτά μου περισσεύουν, του είπε. Μήπως σου χρειάζονται; Εκείνος τα δέχτηκε με ανακούφιση, σαν δώρο σταλμένο από τον Θεό, χωρίς να υποπτεύεται καν πως ο αδελφός του άφησε ατέλειωτο το εργόχειρό του για να τον αναπαύσει.

ΔΥΟ συνασκητές αγρυπνούσαν μια νύχτα στο εργόχειρο. Έφτιαχναν κλωστή από καννάβι, για να πλέξουν ύστερα σχοινί. Μα η κλωστή του ενός διαρκώς κοβόταν. Άρχισε κι αυτός να χάνει την υπομονή του και να θυμώνει με τον άλλον που η δουλειά του προχωρούσε ομαλά. Εκείνος όμως το κατάλαβε και, για να μην στενοχωριέται ο, αδελφός του, κάθε φορά που του έσπαζε η κλωστή, έκοβε με τρόπο και την δική του. Έτσι έμεναν στο ίδιο σημείο και οι δύο και η δουλειά τελείωσε χωρίς να συμβεί μεταξύ τους δυσαρέσκεια.

ΈΝΑΣ ΑΡΧΑΡΙΟΣ μοναχός πήγε σε κάποιον Γέροντα να πάρει οδηγίες. Συνομίλησαν πολλή ώρα για πολλά πράγματα γύρω από τήν ζωή τους. Ωφελημένος ο νέος και με ψυχική ικανοποίηση σηκώθηκε να φύγει.
- Συγχώρεσέ με, Αββά, είπε, καθώς έβαζε μετάνοια στον Γέροντα, σε εμπόδισα από την προσευχή σου με την επίσκεψή μου σήμερα.
- Δική μου προσευχή, παιδί μου, αποκρίθηκε με καλοσύνη ο αγαθός Γέροντας, είναι να σε αναπαύσω και να σε στείλω ωφελημένο ψυχικά πίσω στο κελλί σου.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 22-23)

katafigioti

lifecoaching