ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ ζούσε κάποτε μια μοναχή. Αγωνιζόταν στην πνευματική ζωή και ευαρεστούσε τον Θεό με την άσκηση και την καθαρότητα της ζωής της.
Ο διάβολος όμως τη φθόνησε και ενέπνευσε σε κάποιο νέο έρωτα γι’ αυτή. Η μοναχή βλέποντας ότι σκανδαλίζεται εξαιτίας της ο νέος και κινδυνεύει να χαθεί , παίρνει σε ένα μαντήλι λίγα βρεγμένα όσπρια και φεύγει για την έρημο του Ιορδάνη. Εκεί ασκήτεψε πολλά χρόνια χωρίς να την αντιληφθεί κανείς .
Κάποτε όμως τη συνάντησε ένας διορατικός αναχωρητής και της είπε:
- Αμμά, τι κάνεις σε αυτή την έρημο;
Εκείνη θέλοντας να κρυφτεί, απάντησε:
- Βρίσκομαι εδώ γιατί έχασα το δρόμο. Για την αγάπη του Χριστού, βοήθησέ με να τον βρω.
Ο ερημίτης της λέει:
- Είμαι βέβαιος ότι ούτε τον δρόμο έχασες ούτε δρόμο αναζητάς. Μια και γνωρίζεις λοιπόν ότι το ψέμμα είναι από τον διάβολο, πες μου αληθινά, για ποιά αιτία ήρθες εδώ;
Η μοναχή τότε του απαντά:
- Συμπάθησέ με, αββά. Ένας νέος σκανδαλίστηκε με εμένα και γι’αυτό ήρθα στην έρημο, προτιμώντας να πεθάνω εδώ, παρά να γίνω πρόσκομμα στη σωτηρία του.
- Πόσο καιρό έχεις εδώ;
- Με την χάρη του Θεού δεκαεπτά χρόνια.
- Και τί τρως;
- Να πήρα σ’αυτό το μαντήλι που βλέπεις μερικά βρεγμένα όσπρια, και με την οικονομία του Θεού για μενα τη φτωχή , ενώ τρώω από αυτά τόσα χρόνια, δεν λιγοστεύουν! Αλλά και κάτι άλλο μου συνέβη: Με σκέπαζε η αγαθότητα του Θεού και σ’αυτά τα δεκαεπτά χρόνια δεν με είδε άνθρωπος άλλος εκτός από εσένα σήμερα. Εγώ τους έβλεπα όλους . Eκείνοι όμως όχι!
Μαθαίνοντας αυτά ο αναχωρητής, έφυγε δοξάζοντας τον Θεό για την αρετή της μοναχής.
(Λειμωνάριον)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ.44-45)
Τσιμέντο να γίνουν οι άλλοι!
- Γέροντα, σήμερα, ενώ πολύς κόσμος περίμενε να σάς δή, κάποιος νεαρός δεν περίμενε στην σειρά του· τους προσπέρασε όλους.
- Ναί, ήρθε και μου είπε: «Είναι ανάγκη να σε δώ. Πήγα στο Αγιον Όρος και δεν σε βρήκα και ήρθα εδώ». «Καλά, του λέω, δεν βλέπεις τί κόσμος περιμένει; να σταματήσουν όλοι, για να ασχοληθώ τώρα μ’ εσένα;». «Ναί, Πάτερ», μου λέει. Ακούς κουβέντα; Και να είναι οι άλλοι στις σκάλες όρθιοι, στρυμωγμένοι, μεγάλοι, άρρωστοι, γυναίκες με μικρά παιδιά..., κι εκείνος να επιμένη. Και δεν ήταν ότι είχε κανένα σοβαρό θέμα· χαζομάρες ήταν αυτά που ήθελε να μου πή. Κατάλαβες; Τσιμέντο να γίνουν οι άλλοι!
Να σκεφθήτε, έρχονται μερικοί και μου λένε: «Πάτερ, σήμερα να κάνης προσευχή μόνο για μένα, για κανέναν άλλον». Τέτοια απαίτηση! Είναι σαν να λένε: «Μ’ αυτήν την αμαξοστοιχία θα ταξιδέψω μόνον εγώ· να μην μπή μέσα κανένας άλλος». Αφού πάει και πάει το τραίνο, γιατί να μην μπούν και άλλοι μέσα;
- Γέροντα, ποιό νόημα έχει αυτό που είπε ο Χριστός: «Ός αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν»6;
- Εννοεί να «απολέση» ο άνθρωπος την ζωή του, με την καλή έννοια. Να μην υπολογίζη την ζωή του, να θυσιάζη την ζωή του για τον άλλον. «Μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου έκαστος»7, λέει ο Απόστολος Παύλος. Όλη η βάση στην πνευματική ζωή εδώ είναι: να ξεχνάω τον εαυτό μου με την καλή έννοια και να σκέφτωμαι τον άλλον, να συμμετέχω στον πόνο, στην δυσκολία του άλλου. Να μην κοιτάζω πώς να ξεφύγω την δυσκολία, αλλά πώς να βοηθήσω τον άλλον, πώς να τον αναπαύσω.
- Πώς θα καταλαβαίνω, Γέροντα, τί αναπαύει τον άλλον, για να το κάνω;
- Αν έρχεσαι στην θέση του άλλου, τότε θα καταλαβαίνης τί αναπαύει τον άλλον. Αν όμως μένης κλεισμένη στο καβούκι σου, πώς θα καταλάβης τί αναπαύει τον άλλον;
Στην εποχή μας οι πιο πολλοί κοιτάζουν πώς να πάρουν την θέση του άλλου και όχι πώς να έρθουν στην θέση του άλλου, για να τον καταλάβουν. Παρατηρώ καμμιά φορά πώς μερικοί, ακόμη και όταν πάνε να κοινωνήσουν, δεν περιμένουν στην σειρά τους. Καθένας λέει: «εγώ έχω δουλειά και βιάζομαι» και δεν σκέφτεται: «άραγε είμαι άξιος να κοινωνήσω;» ή «μήπως ο άλλος είναι πιο βιαστικός από μένα;». Τίποτε! κοινωνούν και φεύγουν. Εδώ, ακόμη και να στερηθής την Θεία Κοινωνία για χάρη του άλλου, πρέπει να χαίρεσαι. Κι αν ο ιερεύς έχη μία μόνο μερίδα, μόνον έναν μαργαρίτη, και βρεθή κάποιος άρρωστος που είναι ετοιμοθάνατος και χρειάζεται να κοινωνήση, τότε πρέπει να χαρής που δεν θα κοινωνήσης εσύ, για να κοινωνήση ο άρρωστος. Αυτό θέλει ο Χριστός. Έτσι έρχεται ο Χριστός μέσα στην καρδιά και πλημμυρίζει κανείς από χαρά.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 43-45)
Μἰα φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράχτη για να μεγαλώσουν τον μικρό τους κήπο. Όταν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε τον μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
- Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια που έβγαλε από το στόμα του καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φευγει.
- Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τί σου συμβαίνει;
- Δεν μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί ούτε τον μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε τότε ο Γέροντας, αν δεν φέρετε τον φράχτη στην πρωτινή του θεση.
ΈΝΑΣ πλούσιος άρχοντας πήγε να επισκεφθεί την σκήτη των Πατέρων. Μαζί του είχε πολλά χρήματα για να τους φιλοδωρήσει και ήθελε να τα δώσει στον Πρεσβύτερο, να τα μοιράσει ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
- Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος. Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σ’ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας. Την Κυριακή, που πηγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
- Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δεν γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί. Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
- Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρ’ τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δεχτηκε την καλή σου προαίρεση.
Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.
ΈΝΑΣ αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
- Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
Ο ΑΜΕΡΙΜΝΟΣ μοναχός, που έχει γευθεί την γλύκα της ακτημοσύνης, λέει κάποιος Πατήρ,
νιώθει σαν βάρος περιττό και το ράσο ακόμη που φορά και το λαγήνι του νερού που έχει στο κελλί του, γιατί κι αυτά καμιά φορά του απασχολούν τον νου του.
ΑΛΛΟΣ Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους μοναχούς:
Μην θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο από κείνο που φοράς. Πολλοί καλύτεροί σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περιττά;
Μην γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει την φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μην συνηθίζεις να κρατάς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δώσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδιάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρά μόνο την κεφαλή σου, μην θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 45-47)
στη σάρκωσι και ανάληψι
Ονομάζει Άγια των Αγίων τον ουρανό και το ίδιο το καταπέτασμα του ουρανού, και τή σάρκα Του,
πού εισέρχεται στο εσώτερο του καταπετάσματος, δηλαδή, μέσω του καταπετάσματος της σάρκας Του.
Ε.Π.Ε. 24,562
ο ουρανός
Κατασκευάστηκαν έτσι (στην πρώτη σκηνή), για να μάθουμε, ότι τα Άγια των Αγίων,
δηλαδή, ο ουρανός, είναι ακόμα άβατος.
Ας μη νομίζουμε, λοιπόν, πώς επειδή δεν εισερχόμαστε σ’ αυτόν, δεν υπάρχει, αφού ούτε στα Άγια εισήλθαμε.
Ε.Π.Ε. 24,568
«Άγια τοις κυσί»
Με δέος
Ας τ’ ακούσουν αυτά όσοι διασύρουν το κήρυγμα, όσοι δηλαδή, αδιακρίτως αποκαλύπτουν τους μαργαρίτες
και το δόγμα σ’ όλους και ρίχνουν τα άγια στα σκυλιά και τους χοίρους,
όσοι χρησιμοποιούν ανωφελείς συλλογισμούς.
Ε.Π.Ε. 18,172
Αγιασμός
ψυχής και σώματος
Ν’ αγιάσης την ψυχή σου, ν’ αγιάσης και το σώμα σου, έχοντας διαρκώς τα λόγια της Γραφής στην καρδιά σου και στη γλώσσα σου.
Αν η αισχρολογία καταλερώνει και προκαλή τους δαίμονες, είναι ολοφάνερο,
ότι η πνευματική ανάγνωσις αγιάζει και προσελκύει τη χάρι του αγίου Πνεύματος.
Διότι οι Γραφές είναι θεία τραγούδια.
Ε.Π.Ε. 13,274
πώς γίνεται;
Να σας αγιάζη με το Πνεύμα το Άγιον.
Και μαζί με το Πνεύμα το Άγιον απαιτείται «πίστις αλήθειας».
Αυτά εξασφαλίζουν τη σωτηρία μας, καθόλου τα κατορθώματά μας.
Πίστις αληθινή χρειάζεται και αγιασμός του Αγίου Πνεύματος.
Ε.Π.Ε. 23,74
απ’ την πίστι
«Τον αγιασμόν η πίστις ποιεί»
Ε.Π.Ε. 24,462
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 61-63)
Η υπομονή χαριτώνει τον άνθρωπο
-Γέροντα, πώς μπορείς να αντιμετωπίσης τον άλλον, όταν είναι νευριασμένος;
-Με την υπομονή!
-Και αν δεν έχης;
-Να πάς να αγοράσης! Πουλάνε στα σούπερ-μάρκετ!... Κοίταξε, όταν ο άλλος είναι μπουρινιασμένος, ό,τι και να του πής, δεν γίνεται τίποτε.
Καλύτερα εκείνη την στιγμή να σιωπήσης και να λες την ευχή.
Με την ευχή θα καλμάρη ο άλλος, θα ηρεμήση και θα μπορέσης μετά να συνεννοηθής μαζί του.
Βλέπεις, και οι ψαράδες δεν πάνε να ψαρέψουν, αν δεν έχη μπουνάτσα• κάνουν υπομονή, ώσπου να καλωσυνέψη ο καιρός.
-Που οφείλεται, Γέροντα, η ανυπομονησία των ανθρώπων;
-Στην πολλή... εσωτερική τους ειρήνη! Ο Θεός την σωτηρία των ανθρώπων την κρέμασε στην υπομονή.
«Ο υπομείνας εις τέλος, σωθήσεται», λέει το Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό δίνει δυσκολίες, διάφορες δοκιμασίες, για να ασκηθούν στην υπομονή οι άνθρωποι.
Η υπομονή ξεκινά από την αγάπη. Για να υπομείνης τον άλλον, πρέπει να τον πονέσης. Και βλέπω πώς με την υπομονή σώζεται η οικογένεια.
Είδα θηρία να γίνωνται αρνιά. Με την εμπιστοσύνη στον Θεό τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά και πνευματικά.
Μια φορά, όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, είχα δει στην Κόνιτσα μια γυναίκα που έλαμπε το πρόσωπό της. Ήταν μητέρα πέντε παιδιών.
Μετά θυμήθηκα ποιά ήταν. Ο άνδρας της ήταν μαραγκός και έπαιρνε πολλές φορές δουλειές μαζί με τον μάστορά μου.
Μια κουβέντα να του έλεγαν οι νοικοκυραίοι, λ.χ. «μαστρο-Γιάννη, μήπως αυτό να το κάνουμε έτσι;», γινόταν θηρίο.
«Εμένα θα μου κάνης τον δάσκαλο;», τους έλεγε. Έσπαζε τα εργαλεία του, τα πετούσε και έφευγε.
Αφού παρατούσε την δουλειά του και τα έσπαζε όλα σε ξένα σπίτια, καταλαβαίνεις στο σπίτι του τί έκανε!
Αυτή λοιπόν ήταν του μαστρο-Γιάννη η γυναίκα. Με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες μία μέρα να καθήσης, και αυτή χρόνια ζούσε μαζί του.
Κάθε μέρα περνούσε μαρτύριο, και όμως όλα τα αντιμετώπιζε με πολλή καλωσύνη και έκανε υπομονή.
Επειδή ήξερα την κατάσταση στο σπίτι, όταν την συναντούσα, την ρωτούσα: «Τί κάνει ο κυρ-Γιάννης; Δουλεύει;».
«Έ, πότε δουλεύει, πότε κάθεται λιγάκι!». «Πώς τα περνάτε;». «Πολύ καλά, Πάτερ!», μου έλεγε.
Και το έλεγε με την καρδιά της. Δεν υπολόγιζε που έσπαζε τα εργαλεία του - και αξίας εργαλεία - ούτε που αναγκαζόταν η καημένη να ξενοδουλεύη, για να τα βγάλουν πέρα.
Βλέπετε με πόση υπομονή, με πόση καλωσύνη και με πόση αρχοντιά τα αντιμετώπιζε όλα! Ούτε τον κατηγορούσε καθόλου!
Γ ι’ αυτό ο Θεός την χαρίτωσε και έλαμπε το πρόσωπό της. Μεγάλωσε και τα πέντε παιδιά της και έγιναν πολύ καλά παιδιά.
Μπόρεσε και κράτησε και τα παιδιά της.
-Γέροντα, πώς μπορούσε να δικαιολογή τον άνδρα της;
-Με έναν καλό λογισμό: «Ανδρας μου είναι, έλεγε, θα πη και καμμιά κουβέντα. Και εγώ, αν ήμουν στην θέση του, μπορεί να έκανα τα ίδια».
Εφήρμοζε το Ευαγγέλιο, γι’ αυτό ο Θεός έστελνε την θεία Χάρη Του. Και αν κοσμικοί άνθρωποι κάνουν υπομονή και χαριτώνωνται, πόσο μάλλον πρέπει να κάνουμε υπομονή εμείς οι μοναχοί,
που έχουμε όλες τις προϋποθέσεις, όλες τις δυνατότητες για πνευματική ζωή!
Όπως έχω καταλάβει, τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, όχι μόνο στις οικογένειες αλλά και στα κράτη, γίνονται από τιποτένια πράγματα.
Στην οικογένεια πρέπει ο ένας να ταπεινώνεται στον άλλον, να μιμήται τις αρετές του, αλλά και να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του.
Για μια τέτοια αντιμετώπιση πολύ βοηθάει να σκέφτεται κανείς ότι ο Χριστός θυσιάσθηκε για τις αμαρτίες μας και μας ανέχεται όλους,
δισεκατομμύρια ανθρώπους, αν και είναι αναμάρτητος - ενώ εμείς, όταν ταλαιπωρούμαστε από τις ιδιοτροπίες των άλλων, εξοφλούμε αμαρτίες.
Τα οικονομάει έτσι ο Καλός Θεός, ώστε ο ένας, με το χάρισμα που έχει, να βοηθάη τον άλλον, καί, με το κουσούρι που έχει, να ταπεινώνεται στον άλλον.
Γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τα χαρίσματά του, αλλά έχει και μερικά κουσούρια και πρέπει να αγωνίζεται να τα κόψη.
Έδωσα ένα ξεσκόνισμα σε κάποιον! Να δήτε υπακοή που του κάνει η γυναίκα του, αν και έχει πολλές ικανότητες!
Μπροστά της εκείνος είναι ένα παιδί. Αυτή, με την υπακοή που κάνει, συνέχεια δέχεται, αποθηκεύει, θεία Χάρη, ενώ εκείνος με τον εγωισμό του συνέχεια διώχνει την θεία Χάρη και αδειάζει.
Τελικά ποιός είναι κερδισμένος; Βλέπεις, το μυστικό είναι η ταπείνωση. Όλη η βάση εκεί είναι.
Υπακοή, ταπείνωση.
Αν εκείνος αναγνώριζε την αδυναμία του και ζητούσε βοήθεια από τον Θεό, θα ερχόταν και σ’ αυτόν η θεία Χάρις.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 49-51)
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ"
Σε βλέπω που υποφέρεις!
"Ένα πνευματικοπαίδι του Γέροντα, που τον βοηθούσε πάντα, με μεγάλη προθυμία, στις εργασίες του Μοναστηριού,
είχε μία αδυναμία, που δεν κατάφερε να τη χαλιναγωγήσει.
Αγαπούσε το καλό φαΐ και το καλό κρασί. Μου διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό: "Κάποιο βράδυ, βρέθηκε σε φιλικό σπίτι, με οικογενειακή συντροφιά.
Στο τραπέζι που μας έκαναν, είχε νόστιμο κουνέλι, άλλα ωραία φαγητά και πολύ καλό κρασί.
Φάγαμε, ήπιαμε με το παραπάνω, και αργά, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, φύγαμε.
Φθάσαμε στο σπίτι, έπεσα να κοιμηθώ. Πού να κλείσω μάτι! Γύριζα στο στρώμα από εδώ, γύριζα από εκεί, τίποτα.
Το στομάχι ήταν βαρύ, το κεφάλι βούιζε. Παιδευόμουν έτσι αρκετές ώρες και στεναχωριόμουν.
Κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, ακούω να χτυπάει το τηλέφωνο. Ποιος να είναι τέτοια ώρα;
Κάποιο λάθος θα κάνανε, σκέφθηκα. Σηκώνω το ακουστικό και τί ακούω !
Τη φωνή του Γέροντα. "Ευλογημένε, μου λέει, δεν σου είπα εγώ, μωρέ, τόσες φορές, να μην παρασύρεσαι από το καλό φαΐ και το κρασί;
Να, τώρα τί έπαθες. Και σε βλέπω να υποφέρεις και υποφέρω κι εγώ μαζί σου. Κάνω προσευχή να σου περάσει.
Κάνε κι εσύ προσευχή κι άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο" .
Από τότε, κάθε φορά που βρίσκομαι σε τραπέζι, θυμάμαι εκείνο το μεταμεσονύχτιο τηλέφωνο του Γέροντα και συγκρατώ τον εαυτό μου,
για να μην γαστριμαργήσω πάλι και προπάντων για να μην σε ξαναστεναχωρήσω το Γέροντα.
[ Γ 289 π ]
"Τρεις ημέρες προσευχή και νηστεία"
Ο Γέροντας δεν περιοριζόταν να δίνει μόνο συμβουλές αγάπης, αλλά θυσιαζόταν ο ίδιος για την αγάπη που δίδασκε.
Κάποτε ανέλαβε προσωπικά, με τη συνεργασία εκλεκτού φίλου, την αντιμετώπιση δύσκολου προσωπικού μου προβλήματος.
Σε μία κρίσιμη φάση του, που έπρεπε να μιλήσει καθαρά ο Θεός μέσα από γεγονότα, σήμανε συναγερμό προσευχής και νηστείας.
Ειδοποίησε το φίλο κι εμένα, ότι σε συγκεκριμένες τρεις ημέρες θα προσευχηθούμε θερμά και θα κρατήσουμε αυστηρά νηστεία.
Αυτό και έγινε και ο Θεός μίλησε, με τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Θαύμασα το πνεύμα αυτοθυσίας του Γέροντα και αισθάνθηκα ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη απέναντί του, διότι, προς χάριν μου,
προσευχήθηκε ειδικά ένα τριήμερο, και νήστεψε αυστηρά, παρά την εύθραυστη υγεία του.
Την ίδια ευγνωμοσύνη ένιωσα απέναντι στον εκλεκτό φίλο και πνευματικό τέκνο του Γέροντα.
[ Γ 268 π ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, Σελ. 60 - 62 )
Η αλήθεια είναι ον.
Η αλήθεια δεν είναι σκέψη, δεν είναι λέξη, δεν είναι σχέση των αντικειμένων, δεν είναι νόμος. Η αλήθεια είναι ον.
Η αλήθεια είναι η ζωοδόχος δύναμη, που δίνει ζωή σ’ όλα, η αλήθεια είναι ον, που διαπερνά όλα τα όντα.
Η αλήθεια είναι σαν αέρας -όμως δεν είναι αέρας- στον οποίο κολυμπούν όλα τα όντα σαν φως -όμως, δεν είναι φως- με το οποίο λάμπουν όλα τα όντα στον ουρανό και στη γη.
Η αλήθεια είναι ον. Λίγες είναι οι γλώσσες στον κόσμο που έχουν τόσο καλή και εκφραστική λέξη όπως η σημασία της λεξής «ιάο»* στη σερβική γλώσσα. Η αλήθεια είναι εκείνο, που πάντα είναι ίδιο. Τίποτα δεν είναι πάντα ίδιο και αμετάλλακτο και εφάμιλλο του εαυτού του, πλην της αλήθειας.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 31-32).
*Επιφώνημα ανάλογο του αλί, ουαί, άχου.
Η εμφάνιση του φωτός
Η δεύτερη θεωρία του φωτός που αξιώθηκε να δεχθεί ο νεαρός τότε δόκιμος όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, σε ηλικία 28 ετών, συνέβη το 977 σ’ ένα κελλί της μονής του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολι.
Το βράδυ μιας κοπιαστικής μέρας ο γέροντας του όσιος Συμεών ο Ευλαβής, βλέποντάς τον να μην τρώη και να μην πίνη τίποτε, του είπε
- Γνώριζε, τέκνο μου, ότι ούτε με την νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με την κακοπάθεια, ούτε με καμμιά άλλη αρετή ευχαριστείται τόσο ο Θεός, όσο με την ταπεινή και απλοϊκή και καλοπροαίρετη ψυχή.
Ο υποτακτικός έπεσε με πολλή ταπείνωση στα πόδια του και συντετριμμένος παρακάλεσε:
- Ευχήσου για εμένα, άγιε του Θεού, για να βρω έλεος με τη μεσιτεία σου. Εγώ δεν έχω κανένα από τα καλά που είπες, παρά μόνο πλήθη αμαρτιών, τις οποίες και συ γνωρίζεις.
Συγκινημένος ο γέροντας τον διέταξε να σηκωθή από το έδαφος και να πάη να κοιμηθή λέγοντας μόνο το Τρισάγιο.
«Μόλις άρχισα το Τρισάγιο, περιγράφει ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, θυμήθηκα τα λόγια του αγίου και άρχισα να δακρύζω και να νιώθω χαρά και ευφροσύνη. Και τότε ένα δυνατό φως έλαμψε και μ’ άφησε εκστατικό! Έχασα την αίσθησι του τόπου και του χρόνου. Λησμόνησα ποιος ήμουν. Όταν συνήλθα κατάλαβα ότι φώναζα το «Κύριε, ελέησον». Ποιος όμως στην κατάσταση αυτή κινούσε τη γλώσσα μου σε επίκλησι, δεν γνωρίζω. Ο Θεός το γνωρίζει. Δεν γνωρίζω ακόμη εάν με το σώμα είτε χωρίς το σώμα βρέθηκα σ’ αυτό το φως. Ο Θεός το γνωρίζει… Ένιωσα να ελευθερώνομαι από το ψυχικό μου σκοτάδι και το γήινο φρόνημα, τη ραθυμία, τη νάρκωσι, τον κόπο και το βάρος του φθαρτού σώματος. Ένιωσα γλυκύτητα και πνευματική ηδονή που ξεπερνά κάθε απόλαυσι των αισθητών… Σε λίγο όμως άρχισε σιγά-σιγά να μετριάζεται το άπλετο εκείνο φως, κατά κάποιο τρόπο να περιορίζεται και να συστέλλεται και να σβήνη… Καθώς εγώ συνειδητοποιούσα την απομάκρυνσί του, άρχισα να κυριεύομαι από μια θλίψι. Σφοδρή οδύνη άναψε σαν φωτιά στην καρδιά μου με την απώλεια της γλυκύτατης θέας του ακτίστου φωτός».
(Όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι , Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 59-60).
Θυσία για τους άλλους.
Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πνεύμα θυσίας, αλλά ο Αρσένιος ήταν άφοβος στους κινδύνους και στον θάνατο. Πολλές φορές κινδύνευσε να συλληφθή αιχμάλωτος και αντίκρυσε τον θάνατο από πολύ κοντά.
Κάποτε επρόκειτο να ρίξουν κλήρο για το ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αρσένιος. Τον είδαν οι αντάρτες, αλλά τον πέρασαν για δικό τους. Πήρε τα εφόδια και γύρισε πίσω.
Όταν έβαζαν κάποιον να κάνη επικίνδυνη βάρδια ή περίπολο, τον ρωτούσε ο Αρσένιος: «Τι οικογένεια έχεις;». Αν του έλεγε, «είμαι παντρεμένος, έχω και παιδί», έλεγε, «καλά». Πήγαινε στο υπασπιστήριο, τον άλλαζε και πήγαινε αυτός στην θέση του.
Τον άλλο ασυρματιστή δεν τον άφηνε να κουβαλά ούτε τον ασύρματο ούτε την μπαταρία, για να είναι ελεύθερος σε περίπτωση κινδύνου να τρέξη και να σωθή.
«Σε μια μάχη», διηγήθηκε, «είχα σκάψει μια μικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και μου λέει: "Να μπω και εγώ;". Στρυμώχθηκα και με δυσκολία χωρέσαμε. Έρχεται και άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Σε μια στιγμή με παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος, φορούσα μόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα. Το ξαναπιάνω, τίποτα. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε ξυρίσει μόνο τα μαλλιά και έκανε μια γραμμή έξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά μου. "Καλύτερα", είπα, "να σκοτωθώ μια φορά εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος, και μετά να με σκοτώνη η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή. Πώς να αντέξω μετά, όταν θα σκέφτομαι ότι μπορούσα να τον σώσω και δεν τον έσωσα;". Και ο Θεός φυσικά βοηθά πολύ αυτόν που θυσιάζεται για τους άλλους».
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 69-70).
596- ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΟΥΜΕ.
–Θυμάστε, που μου είχατε υποσχεθή να ενδιαφερθήτε για μια υπόθεσί μου; ρωτούσε κάποιος ένα γνωστό του.
-Καλά που μου το ξαναλέτε, γιατί το είχα ξεχάσει, απαντά εκείνος,
-Όχι, δεν το ξεχάσατε. Μου κάνατε ό,τι σας ζήτησα και ήλθα τώρα να σας ευχαριστήσω.
-Μάλιστα, έχετε δίκηο, δεν είχα ξεχάσει να σας εξυπηρετήσω, αλλά ξέχασα ότι σας εξυπηρέτησα.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 272 )