ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Κάνε το σταυρό σου και περιφρόνησε το διάβολο
Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π.Πορφύριος για το διάβολο.
Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει.
Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία.
Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει.
Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί.
Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,
μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου!
Και το μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.
Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του!
Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.
Εισέπραξε την τιμωρία του…
[Κ 124]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.146-147)
Η εναέρια προσευχή
Η πριγκίπισσα Ε. Σ. είχε έναν ανηψιό που υπόφερε από τέτοια αδυναμία, ώστε δεν μπορούσε να περπατήση μόνος του. Τον έφερε λοιπόν με φορείο στο Σάρωφ και τον ωδήγησε στον όσιο Σεραφείμ.
Ο στάρετς εκείνη την ώρα στεκόταν στην πόρτα του κελλιού του, σαν να περίμενε τον άρρωστο. Αφού μπήκαν μέσα, του είπε:
- Θα προσευχηθούμε και οι δύο, χαρά μου, κι εσύ κι εγώ. Πρόσεξε όμως! Θα μείνης ξαπλωμένος όπως είσαι και δεν θα γυρίσης από το άλλο πλευρό.
Ο νέος έμεινε πολλή ώρα σ’ αυτή τη θέσι, μέχρι που εξαντλήθηκε η υπομονή του και θέλησε από περιέργεια να δη τι κάνη ο όσιος. Γυρίζει λοιπόν και βλέπει τον άγιο να προσεύχεται μετέωρος, στον αέρα! Ήταν τόσο ξαφνικό και ασυνήθιστο θέαμα, που έβαλε τις φωνές.
Ο στάρετς τελείωσε την προσευχή, πλησίασε τον άρρωστο και του είπε:
- Τώρα λοιπόν θα πης σε όλους ότι ο Σεραφείμ είναι ένας άγιος και προσεύχεται στον αέρα… Πρόσεξε! Μέχρι να πεθάνω, μην πης σε κανέναν αυτό που είδες, διαφορετικά θ’ αρρωστήσης πάλι.
Ο νέος σηκώθηκε από το κρεββάτι. Στηριζόταν βέβαια σε άλλους, αλλά βγήκε από το κελλί περπατώντας. Στον ξενώνα τον πολιόρκησαν με ερωτήσεις:
- Τι σου έκανε, τι σου είπε ο π. Σεραφείμ;
Προς γενική όμως κατάπληξι δεν τους είπε ούτε λέξι. Στην Πετρούπολι έφθασε τελείως υγιής! Μετά από καιρό, αφού πληροφορήθηκε ότι ο όσιος εκοιμήθη, φανέρωσε την εναέρια προσευχή του αγίου.
(Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 153-154)
Επιστολή Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α το 511 μ.Χ.
Βασιλιά μου, μπροστά μας υπάρχουν δύο περιπτώσεις και πρέπει να επιλέξουμε τη μία από τις δύο: δηλαδή ή να ζούμε αισχρά και ανελεύθερα συμφωνώντας και ενωνόμένοι με τους Ακέφαλους (Μονοφυσίτες), ή να πεθάνουμε έντιμα ακολουθώντας τα ορθά δόγματα των Αγίων Πατέρων. Ε, μάθε, εμείς προτιμάμε να πεθάνουμε. Διότι τόσο πολύ απέχουμε από το να ακολουθούμε τα καινοφανή και κακόδοξα δόγματα, ώστε όχι μόνο θα μένουμε αμετακίνητοι στη θέση μας, ακολουθώντας με απόλυτη ακρίβεια τους προηγούμενους νόμους (δόγματα) που θέσπισαν οι άγιοι πατέρες, αλλά και εκείνους που τυχόν θα παρασυρθούν και θα παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, ευσεβώς θα τους αποκηρύξουμε και θα τους υποβάλλουμε σε ανάθεμα. Και όχι μόνο τούτο· αλλά και αν χειροτονήσετε κάποιον από τους Ακέφαλους, εμείς δεν πρόκειται να τον δεχτούμε με καμία βία. Μακάρι όμως, βασιλεύ Ιησού Χριστέ, να μη γίνει ποτέ τέτοιο πράγμα.
Αν βέβαια συμβεί κάτι τέτοιο, αφού επικαλεστούμε ως μάρτυρα της αλήθειας τον Θεό, ή, να πούμε καλύτερα, Εκείνον, τον Ιησού, που τώρα βλασφημείται από αυτούς, τους Ακέφαλους, θα προβάλλουμε αντίσταση μέχρις αίματος. Και όπως για την πατρίδα, έτσι και περισσότερο για την ορθή πίστη θα προσφέρουμε ευχάριστα τις ψυχές μας, έστω και αν δούμε και αυτούς τους Αγίους Τόπους παραδομένος στο πυρ. Γιατί άλλωστε, και ποιο είναι το όφελος μόνο του ονόματος, όταν επιτέλους αυτά τα ιερά πράγματα καθυβρίζονται και προπηλακίζονται;
Λοιπόν, βασιλιά μου, εμείς δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να φρονήσουμε, ούτε να πούμε καθόλου, ούτε να παραδεχτούμε κάτι που δεν συμφωνεί με τα θεσπισθέντα από τις τέσσερις άγιες και οικουμενικές Συνοδούς …
Σχετικώς λοιπόν με αυτά, και πυρ να ανάβει εναντίον μας, και ξίφος να ακονίζεται, και ο πικρός θάνατος να επιφέρεται καταπάνω μας, μάλλον δε αντί ενός, αν είναι δυνατόν, και μύριοι θάνατοι, εμείς δεν θα προδώσουμε ποτέ την ορθή πίστη και ούτε θα αθετήσουμε και θα ατιμάσουμε εκείνα που ορθώς δογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες. Ας είναι δε μάρτυρες τούτου οι ιδρώτες τους για την ορθόδοξη Πίστη και τα πολλά τους αγωνίσματα. Και τα δόγματά τους θα μένουν οπωσδήποτε στερεά και αμετάβλητα…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 90-92)
Ο μυστικός Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και οι μαθητές του Ρούστικος και Ελευθέριος
Ο άγιος Διονύσιος ζούσε στην Αθήνα την εποχή των Αποστόλων. Καταγόταν από οικογένεια πλούσια και αρχοντική και είχε αποκτήσει τόση σοφία και τόση αρετή με τα μέσα που του παρείχαν οι επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων, ώστε είχε εκλεγεί μέλος του εννεαμελούς Αρείου Πάγου που αποτελούσε το ανώτατο δικαστήριο και τη διοικητική συνέλευση του δήμου των Αθηναίων.
Όταν ο μέγας Απόστολος Παύλος, καθοδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα, ήλθε να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Αθήνα, ο Διονύσιος τον κάλεσε να λάβει τον λόγο στον Άρειο Πάγο. Από το ύψος του βράχου αυτού που προεξέχει πάνω από την πόλη των Αθηνών, ο πτωχός σκηνοποιός διέλυσε τις σοφιστείες των φιλοσόφων και έδειξε καθαρότατα στους Αθηναίους ότι ο «άγνωστος θεός» — για τον οποίο η φυσική λογική τους, τους είχε δώσει μία ασαφή υπόνοια — είναι ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, και ότι ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα (Πράξεις 17, 23-25). Τους εδίδαξε επίσης ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ' εικόνα Θεού και εκλήθη να γίνει κοινωνός της ζωής του Θεού εν Χριστώ Ιησού, τω Υιώ αυτού, τω σαρκωθέντι δι' ημάς και αναστάντι εκ νεκρών, και τω πάλιν ερχομένω κρίναι τους ανθρώπους.
Ακούοντάς τον να ομιλεί για ανάσταση νεκρών, η πλειονότητα των ακροατών, με τη διάνοιά τους εσκοτισμένη από τις προκαταλήψεις της ανθρώπινης σοφίας, χλεύασε τον Απόστολο Παύλο. Ωστόσο, τα λόγια αυτά περί ζωής αιωνίου άγγιξαν την καρδιά κάποιων από το ακροατήριο, οι οποίοι ασπάσθηκαν την πίστη του Χριστού. Μεταξύ αυτών ήταν ο άγιος Ιερόθεος και ο άγιος Διονύσιος. Ακούοντας την αφήγηση των θείων Παθών του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και τα σημεία που συνέβησαν μετά τον θάνατό του, ο σοφός Διονύσιος θυμήθηκε ότι μερικά χρόνια πριν, όταν βρισκόταν στην Ηλιουπόλη της Αιγύπτου μαζί με άλλους σοφούς, παρακολούθησε μία έκλειψη ηλίου η οποία κατέλυε όλους τους νόμους της αστρονομίας <1>. Είχε ανακράξει τότε: «Ή ο Θεός πάσχει, ή ήλθε το τέλος του κόσμου!» Προετοιμασμένοι κατ' αυτό τον τρόπο να αναγνωρίσουν Εκείνον, τη βουλήσει του οποίου ηττώνται οι νόμοι της φύσεως, ο Διονύσιος και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος άκουσαν με προθυμία τη διδασκαλία του αγίου Αποστόλου και του ζήτησαν να βαπτισθούν.
Μετά από καιρό, ο Παύλος έφυγε σε νέες περιοδείες κι άφησε τον άγιο Ιερόθεο επίσκοπο Αθηνών. Ωσάν αετός που μπορεί να κοιτάζει κατάματα τη λάμψη του ηλίου, ο Ιερόθεος διείσδυε στα θεία μυστήρια, ελάχιστα όμως αποτύπωσε γραπτώς, προτιμώντας να μυεί προφορικά και κρυφίως τον μαθητή του Διονύσιο στις άρρητες θεωρίες που του χάριζε ο Θεός. Μετά τον θάνατο του Ιεροθέου, ο Διονύσιος έγινε με τη σειρά του επίσκοπος Αθηνών και έλαβε εκ Θεού το χάρισμα να αποκαλύπτει γραπτώς την υψηλή διδαχή των διδασκάλων του σχετικά με την άφατο απειρία της θείας φύσεως - στην οποία ταιριάζουν μόνον αρνητικές και αντινομικές εκφράσεις (η λεγόμενη αποφατική θεολογία) — και τον ανεξάντλητο πλούτο της θείας αποκαλύψεως μέσω των θείων ονομάτων και ενεργειών (καταφατική θεολογία).
Περιέγραψε πώς ο αισθητός και ο νοητός κόσμος ενώνονται εν τω Θεώ σε μία μεγαλειώδη ιεραρχημένη διάταξη. Εξήγησε πώς η ιεραρχία της Εκκλησίας - από τον επίσκοπο έως τον μοναχό — αντικατοπτρίζει επί γης τις εννέα τάξεις των αγγελικών ταγμάτων και διανέμει το θείο φως σύμφωνα με τον βαθμό καθαρότητος εκάστου πιστού. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν ότι ήταν ένας νεοπλατωνικός φιλόσοφος με χριστιανικό ένδυμα, η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, φωτισμένη από τις φωτεινές ακτίνες της διδασκαλίας του, πιστεύει ότι ο «θείος Διονύσιος» οπωσδήποτε δανείσθηκε και χρησιμοποίησε τη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής του, ανατρέποντας όμως τελείως τις θεμελιώδεις θέσεις της ελληνικής φιλοσοφίας.
Χρησιμοποιώντας αυτό το τέχνασμα, για να καταδείξει ότι η μωρία τον Σταυρόν εμώρανε την σοφίαν του κόσμου (Α' Κορ. 1), σε όλα τα έργα του διακηρύττει ότι Εκείνος ο οποίος είναι πέραν παντός ονόματος και πάσης ουσίας, ο κατοικών απαθώς εις τον υπέρφωτον γνόφον, εφανερώθη εν σαρκί δια να μας καταστήσει κοινωνούς του απροσίτου φωτός του.
Ο Διονύσιος έφθασε σε τόσον υψηλό βαθμό θεωρίας, ώστε αξιώθηκε να συναριθμηθεί μετά των Αποστόλων και μυστηριακώς μετεφέρθη όπως εκείνοι στα Ιεροσόλυμα για να κηδεύσουν το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου <2>. Επέστρεψε κατόπιν στην Αθήνα και έμεινε εκεί αρκετό καιρό, προσηλυτίζοντας τους εθνικούς και καθοδηγώντας με σύνεση το πνευματικό του ποίμνιο.
Προς το τέλος της βασιλείας του Νέρωνος (περί το 68), λέγεται ότι ο Διονύσιος μετέβη στη Ρώμη για να κάνει έναν απολογισμό των αποστολών του στον Απόστολο Παύλο. Παρευρέθη στο μαρτύριο του μεγάλου Αποστόλου, και κατόπιν επανέκαμψε στην Ελλάδα. Επέστρεψε ξανά στη Ρώμη την εποχή που Πάπας ήταν ο άγιος Κλήμης [24 Νοεμ.] και κατόπιν εντολής του ξεκίνησε με τους μαθητές του, τον πρεσβύτερο Ρούστικο και τον διάκονο Ελευθέριο, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού στη Γαλατία <3>. Και αφού εκήρυξε τον λόγο της αληθείας σε διάφορα μέρη, ο άγιος Διονύσιος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, που την εποχή εκείνη δεν ήταν παρά μία μικρή κωμόπολη βυθισμένη στο σκότος της άγνοιας και της ειδωλολατρίας. Έκτισε μια εκκλησία, όπου τελούσε τα θεία Μυστήρια και εκήρυττε τα μεγαλεία του Θεού. Εκεί έκανε πολλά θαύματα, και οι μαθητές του πολλαπλασιάσθηκαν και ξεκίνησαν να διαδώσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στη Μεγάλη Βρεταννία και στην Ισπανία.
Η φήμη του αγίου Διονυσίου κίνησε τον φθόνο του δαίμονα, που έβαλε την σκέψη στον αυτοκράτορα Δομητιανό (περί το 96) ότι εκείνος ο Έλληνας επίσκοπος, που κήρυττε τον νέο Θεό, επιθυμούσε να δημιουργήσει αναταραχή και επεδίωκε να υποκινήσει τον λαό σε εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Ματαίως προσπάθησαν να πείσουν τον Διονύσιο και τους συντρόφους του ν' απαρνηθούν τον Θεό για τον οποίο ζούσαν και επιθυμούσαν να πεθάνουν. Με μεγάλη, λοιπόν, χαρά, έμαθαν ότι καταδικάσθηκαν σε αποκεφαλισμό. Ο Θεός δεν αρκέσθηκε να δώσει στον άγιο μάρτυρα το χάρισμα της θεογνωσίας και της διδασκαλίας, θέλησε επίσης να δείξει μέσω του μάρτυρος ότι δια της πίστεως, οι χριστιανοί νικούν τον θάνατο. Αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, ο άγιος Διονύσιος σηκώθηκε όρθιος προς κατάπληξη όλων των παρευρισκομένων, πήρε το κεφάλι στα χέρια του και περπάτησε περίπου δύο μίλια ώσπου συνάντησε μια γυναίκα ενάρετη ονόματι Κατούλα, στα χέρια της οποίας απέθεσε το πολύτιμο και τίμιο λείψανο. Η τιμία κάρα του αγίου Διονυσίου φυλάσσεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος, στην οποία τη δώρησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (11ος αιώνας).
Σημειώσεις
1. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Επ. 7, 2, PG 3, 1081.
2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων Γ', 2, PG 3, 681.
3. Η διήγηση του μαρτυρίου του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου ταυτίζεται στην πραγματικότητα με εκείνη του μαρτυρίου του αγίου Διονυσίου των Παρισίων [9 Οκτ.]. Τα δύο πρόσωπα αποτέλεσαν αντικείμενο σύγχυσης, πιθανώς με την άφιξη στη Γαλλία ενός χειρογράφου με έργα που αποδίδονται στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, το οποίο προσέφερε μια αποστολή βυζαντινών πρέσβεων στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (827). Την παράδοση αυτή πήρε και διασκεύασε ένας ανώνυμος συγγραφέας Βίων αγίων και η διασκευή αποτέλεσε πρότυπο του εγκωμίου που συνέθεσε ο άγιος Μιχαήλ ο Σύγγελος [18 Δεκεμ.], ο οποίος μετέφερε τη χρονολογία του μαρτυρίου από τα χρόνια της βασιλείας του Δομητιανού σ' εκείνα της βασιλείας του Τραϊανού, και η διήγηση στη συνέχεια ενσωματώθηκε από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή στο Μηνολόγιο του.
("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος δεύτερος - Οκτώβριος, σ. 37-40)
Κάποτε ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης αφόρισε έναν αδελφό, και βέβαια δίκαια· ή, όχι μόνο δίκαια, αλλά και φιλάνθρωπα. Και τον αφόρισε, επειδή η νόσος του, πράγματι, ένα τέτοιο φάρμακο χρειαζόταν. Εκείνος όμως το καλό που του έκανε ο όσιος με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να θεραπευτεί, το ανταπέδωσε με το κακό. Δηλαδή, παραβαίνοντας συγχρόνως και την τάξη, επέβαλε το ίδιο επιτίμιο στον Όσιο, χωρίς αυτός να έχει υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα… Επομένως ο αδελφός εκείνος περιέπεσε και σε άλλη χαλεπότατη νόσο, την αναισχυντία.
Τι έπραξε λοιπόν ο μέγας κατά τη μετριοφροσύνη και δια της ταπεινοφροσύνης του υψηλότατος και ουράνιος; Δέχτηκε το επιτίμιο, σαν να του είχε επιβληθεί καλώς και σαν να είχε θέση σε αυτόν, και δεν κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, μέχρις ότου ο αδελφός που τον έδεσε με το επιτίμιο, αυτός ο ίδιος και τον έλυσε. Ήταν δηλαδή ο όσιος Θεοδόσιος καταφανώς μιμητής του Μωυσή: φοβερός μεν και αμείλικτος στους αμαρτάνοντες προς τον Θεόν, επιεικέστατος δε και ανεκτικότατος προς εκείνους που έφταιγαν σε αυτόν. Έτσι δεν ήταν ούτε ευκαταφρόνητος, για την πραότητα του, ούτε φορτικός, για την υπερβάλλουσα αυστηρότητά του…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 120)
«Ποια από τα αγαθά είναι δικά σου, πες μου; Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά;
Δε θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Και αυτά που έχεις από που προέρχονται;
Διότι, αν πεις από την τύχη, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον Κτίστη,
ούτε ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε. Εάν πάλι ομολογείς ότι προέρχονται από τον Θεό,
πες μου τον λόγο για τον οποίο τα πήρες.
Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος μας μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή;
Γιατί εσύ είσαι πλούσιος και εκείνος στερείται;
Για να δεχθείς εσύ μισθό αγαθότητας και αξιόπιστης διαχειρήσεως,
και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής».
(Μεγάλου Βασιλείου, Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας», P.G. 31, 276B-C)
«Πρέπει και αυτό να προστεθεί για να γίνει γνωστό σε ποιο ύψος ταπεινώσεως έφτασε ο όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης. Λοιπόν, κάποτε διαπληκτίζονταν και αλληλοδέρνονταν δύο αδελφοί. Εκείνος τους συμβούλευε να σταματήσουν την έχθρα και να συμφιλιωθούν όπως είναι πρέπον σε κάθε χριστιανό, πολύ δε περισσότερο στους μοναχούς. Όμως, παρά τις παραινέσεις του, εκείνοι δεν πείθονταν και το μεταξύ τους μίσος αποδεικνυόταν ισχυρότερο από τις συμβουλές του.
Τότε ο όσιος έγινε ικέτης και, ο ποιμένας των προβάτων, ο διδάσκαλος των μαθητών, ο πατέρας των τέκνων, τους ζητούσε το καλό τους, σαν να επρόκειτο για ευεργεσία δική του· και, ο ιατρός, τους παρακαλούσε να τους θεραπεύσει πληγή και την ασθένειά.
Τους παρακαλούσε δε όχι απλώς και αμελώς, αλλά μέσα από τα βάθη της ψυχής του και με ταπείνωση που ξεπερνούσε κάθε όριο και μέτρο. Πράγματι, έπεσε κάτω και κειτόταν στο έδαφος, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό, τρόπο άκρας ταπείνωσης, θα μαλάξει τη σκληρότητα της έχθρας. Και δεν σταμάτησε να τους παρακαλεί, μέχρις ότου και με μαλαξε και διέλυσε το μίσος που υπήρχε ανάμεσα τους. Έτσι λοιπόν ο όσιος τους δύο εκείνους αδελφούς, που τους χώριζε ένα άσπονδο μίσος, τους συνέδεσε με τα δεσμά της φιλίας». (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 119)
64. Το Filioque είναι τριαδολογική κακοδοξία;
Αναντιρρήτως ναι και μάλιστα μεγάλη, γιατί φθείρει την περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία.
Κατά την ορθόδοξη πίστη το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, που είναι η πηγή της θεότητας των δύο άλλων προσώπων του τριαδικού Θεού, και πέμπεται στον κόσμο δια του Υιού προς τελείωση του έργου της απολυτρώσεως. Η διδασκαλία αυτή στηρίζεται στο κλασικό χωρίο της Γραφής Ιωάν. 15,26: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της Αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται...», όπου ο μεν ενεστώς «εκπορεύεται» σημαίνει την αΐδια πρόοδο του Πνεύματος παρά του Πατρός, ο δε μέλλων «πέμψω» την έγχρονη αποστολή του Πνεύματος από τον Υιό. Αυτός είναι γενικά ο ορθόδοξος τύπος εκπορεύσεως του Άγιου Πνεύματος.
Η Ρωμαϊκή όμως Εκκλησία έχει άλλη αντίληψη. Διδάσκει ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός αλλά και εκ του Υιού (Ex Patre Filioque). Τη διδασκαλία της αυτή στηρίζει σε χωρία της Γραφής (Ιωαν. 16,13.5 κ.ά.) τα οποία ερμηνεύει με το δικό της τρόπο. Το Filioque, η ιδέα του οποίου προέρχεται από τη θεολογία του Αυγουστίνου, η Λατινική Εκκλησία το προσέθεσε στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως στην Ισπανία σε σύνοδο του Τολέδου το 589, προφανώς για να στηρίξει την πίστη στη θεότητα του Λόγου, που πολεμούσε τότε λυσσωδώς ο Δυτικογοτθικός Αρειανισμός. Από την Ισπανία μεταφέρθηκε το Filioque και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όχι βέβαια χωρίς αντίδραση.
Το Filioque, που δεν έχει πραγματικό έρεισμα στη Γραφή και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, η Ορθόδοξη Εκκλησία το είδε σαν δεινή τριαδολογική αίρεση και το πολέμησε ισχυρά. 1) Γιατί καταργεί το αξίωμα του Πατρός ως πηγαίας θεότητας. 2) Καταλύει «το της μοναρχίας πολυύμνητον κράτος», εισάγοντας δύο αρχές στη θεότητα, τον Πατέρα και τον Υιό. 3) Επιφέρει σύγχυση των υποστατικών ιδιωμάτων των προσώπων, τα οποία (ιδιώματα) είναι αυστηρώς προσωπικά, αμετακίνητα και αμετάδοτα, ώστε να διερωτάται κανείς γιατί ο Πατήρ να μη γεννάται από τον Υιό και ο Υιός να εκπορεύεται από το Πνεύμα; κ.ο.κ. 4) Υποβαθμίζει το Πνεύμα έναντι του Υιού, υποβαθμίζοντας το θεοπρεπές του αξίωμα και θέτοντας σε κίνδυνο το αγιαστικό έργο του.
Το Filioque που έγινε αίτια διασχίσεως των δυο Εκκλησιών επί Φωτίου (867) και Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054) δεν είναι «θεολογούμενον», μία δηλαδή αμφιλεγόμενη δογματική δοξασία, της οποίας η αθέτηση δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Τουναντίον, για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία είναι κορυφαίο δόγμα πίστεως (De fide), του οποίου η άρνηση στερεί τον άνθρωπο της σωτηρίας· για δε την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αθέτηση κορυφαίας στιγμής της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας, της οποίας η αποδοχή καταδικάζει αιώνια τον άνθρωπο.
Στο θεολογικό διάλογο που διεξάγουμε με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το Filioque αποτελεί πρόβλημα ακανθώδες. Πρέπει δε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μην παίζουμε «εν ου παικτοίς».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 86-88)
224. Σεις τα γήϊνα πλάσματα, που σας λείπει η αγνότης, χαρήτε για το γεγονός ότι η Παρθένος Μαρία, η Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, έφθασε στην υψηλότερη κορυφή της ψυχικής και σωματικής αγνότητος. Χαρήτε γι’ αυτό και παρακαλείτε την να αξιώση σας και τα τέκνα σας να ζήσετε αγνά σ’ αυτόν τον διεφθαρμένο κόσμο, τον γεμάτο από πειρασμούς. Για την απόλυτο αγνότητά της και ταπεινωσύνη της και τις άλλες αρετές της, χάρις στις οποίες αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Θεού, όταν προσφέρουμε την Αναίμακτο Θυσία, λέμε το «Εξαιρέτως» προς χάριν της, στη Θεία Λειτουργία.
225. Να προσεύχεσαι για τους άλλους όπως θα προσευχόσουν για τον εαυτό σου, γιατί είμαστε όλοι ένα σώμα, παιδιά του ιδίου Ουρανίου Πατρός.
226. Όταν κάνουμε την προσευχή μας, πρέπει να νοιώθουμε βαθειά αποστροφή προς τις αμαρτίες μας και να μετανοούμε ειλικρινά και αποφασιστικά γι’ αυτές. Τι συμβαίνει όμως συχνά; Τις αποστρεφόμαστε με τη γλώσσα και τη διάνοι, ενώ η καρδιά μας δεν κατανύσσεται. Και έτσι, μένουμε στις ίδιες αμαρτίες, που ζητούμε να μας απαλλάξη ο Κύριος. Και πραγματοποιείται σ’ εμάς η προφητεία του Ησαΐου: «Εγγίζει μοι ο λαός ούτος εν τω στόματι αυτού και εν τοις χείλεσιν αυτών τιμώσι με, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού» (Ησ. κθ’ 13).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 103-104)
«Έλεγε ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης προς τον εαυτό του: «Αν ουδείς από τους στρατιώτες του κόσμου δεν έχει το θάρρος και δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε από τη γραμμή του να εισορμήσει αμέσως στο μέσο των εχθρών, στην περίπτωση που είναι παντελώς ανεκπαίδευτος στην τεχνική του πολέμου, πώς θα μπορέσω εγώ που δεν είμαι ακόμη ασκημένος για αντιπαράθεση ούτε περιζωσμένος με την άνωθεν δύναμη να αντιπαραταχθώ και να πολεμήσω με τον εχθρό σε μία συμπλοκή που θα είναι άκρως δύσκολη και επικίνδυνη, αφού ή πάλη «δεν θα είναι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές, προς τις εξουσίες, προς τους κοσμοκράτορες του κόσμου του αιώνα τούτου, προς τα πονηρά πνεύματα;»
Λοιπόν, πρέπει πρώτα να μαθητεύσω σε πνευματικούς πατέρες οι οποίοι έχουν προασκηθεί στους καλούς αγώνες, κατά των πνευμάτων της πονηρίας, και να γυμναστώ καλά από αυτούς στους τρόπους καταπολέμησης των νοητών εχθρών. Μετά ταύτα, ας πάω και εγώ να εγκαταβιώσω μόνος στην έρημο ώστε να δρέπω τους καρπούς που κατά καιρόν φύονται από την ησυχία και τη σιωπή» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 41-42)