ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Ο παπα – Τύχων ο Ερημίτης
Χαιρόταν περιμένοντας το μακάριο τέλος ο ρώσος ερημίτης της Καψάλας ιερομόναχος Τύχων. Κυριολεκτικά ο μακάριος αυτός αθωνίτης έπαιζε με τον θάνατο!
Άνοιξε ο ίδιος τον τάφο του δέκα μέτρα περίπου από το κρεββάτι του. Τον έσκαψε με τα χέρια του και στο σωρό του χώματος που έβγαλε, τοποθέτησε ένα φτυάρι.
- Να, έτσι ρίξη χώμα, έλεγε στον υποτακτικό του π. Παΐσιο (Άγιο) και έκανε τη σχετική κίνησι ρίχνοντας μια φτυαριά χώμα μέσα στον τάφο του.
Φύτεψε και ένα δεντρολίβανο στην άκρη. Συχνά έδινε οδηγίες για το τι θα κάνουν στην έξοδό του.
- Πεθαίνει παπα –Τύχων; Σιωπή! Κάνει κομποσχοίνι. Μετά λες: Παπα- Τύχων πέθανε.
Και άλλοτε πρόσθετε:
- Καλός, όχι καλός παπα-Τύχων… Θεός Δευτέρα Παρουσία πη καλός, όχι καλός.
Είχε ετοιμάσει ο άνθρωπος του Θεού και γράμματα που θα τα έστελναν μετά το θάνατό του σε γνωστούς και φίλους του. Ανάμεσα στους παραλήπτες ήταν ο πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος, μητροπολίτες, ιερομόναχοι και άλλοι. Έγραφε λοιπόν:
«Φίλος παπα –Τύχων απέθανε ημέρα… (άφηνε κενό) παρακαλώ διάβασε μια ευχή».
Πολλές φορές τον ρωτούσαν οι νεαροί μοναχοί του γειτονικού μοναστηριού.
- Θα σου κόψωμε εφέτος, παπα – Τύχων, ξύλα για τον χειμώνα;
- Θα κόψετε, αν δεν πεθάνη. Αν πεθάνη, δεν θα κόψετε, απαντούσε.
Κάποτε του έδωσαν ένα κλαδί βασιλικό για να μυρίση. Αφού ανέπνευσε την ευωδία του, έκανε ποικίλους μορφασμούς που έδειχναν την ικανοποίησι του από το άρωμα και αμέσως πρόσθεσε:
- Καλό βασιλικό αυτό, μα καλύτερο Παράδεισος!
Στο τέλος πια της πορείας του ο Κύριος του αποκάλυψε ότι επρόκειτο να τον παραλάβη. Κάλεσε τότε τον π. Παΐσιο για να είναι κοντά του. Εκείνος τον φρόντιζε με πολλή στοργή και αγάπη.
Σαν πραγματικό του πατέρα τον έβλεπε. Ο γέροντας ήθελε να εκφράση την ευγνωμοσύνη του και έλεγε με δάκρυα:
- Γλυκό Παΐσιο.
Μια μέρα λέει στον υποτακτικό του:
- Παπα –Τύχων, αν θέλη Θεός ζήση μια εβδομάδα, δέκα μέρες…
Σε λίγες ημέρες ο π. Παΐσιος μπαίνει μέσα στο κελλάκι που ήταν ο γέροντας, και τον είδε να ψάχνη να βρη κάποιον. Γύριζε δεξιά, αριστερά… Σε μια στιγμή ρωτά:
- Που είναι Παναγία, άγιο Σέργιο, άγιο Σεραφείμ;
Πιάνει το ράσο του υποτακτικού και του λέει:
- Συ, άγιο Σέργιο;
- Όχι, γέροντα, εγώ ο Παΐσιος είμαι.
Ησύχασε για λίγο ο ασκητής, μα ο π. Παΐσιος τον ρώτησε:
- Γέροντα, τι σου είπε η Παναγία;
Και η απάντησις ήταν η εξής:
- Είπε παπα- Τύχωνα περάσει γιορτή της, πάρη!
Και πράγματι, αφού πέρασε η εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου, σε δύο μέρες, στις 10 – 9 – 1968, αφού έλαβε το «εφόδιον της αθανασίας», τα Άχραντα Μυστήρια, εξέφρασε την ευχαρίστησί του με προσευχή και με λαμπερό πρόσωπο, έκανε το σημείο του σταυρού και ανεπαύθη.
Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε με πολλή κατάνυξι και το εξαγιασμένο σκήνος ετάφη στον χώρο που είχε ετοιμάσει από καιρό ο ίδιος. Εκεί στο απλό μνήμα υπάρχει στημένο το σημάδι της ελπίδος και της αναστάσεως, επάνω στο οποίο είναι γραμμένα με το χέρι του μακαρίου Τύχωνα τα εξής λόγια: «Αμαρτωλός Τύχων Ιερομόναχος. 60 χρόνια Αγ. Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πράγματι δεν υπάρχει καλύτερη δοξολογία του Υψίστου από τη ζωή και την τελευτή των αγίων του!
(ο παπα – Τύχων)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 242-244)
Σωτηρία μου, παρηγοριά μου, ζωή μου, φως μου, ελπίδα μου, αναψυχή μου, χαρά μου, καταφυγή μου, σκέπη, ενίσχυση της ψυχής μου, ευφροσύνη, γλυκύτητα, τείχος, προσφυγή, οχύρωμα, όπλο, βοήθεια, δόξα, πνοή μου, προστασία, μεσιτεία, γαλήνη, επίσκεψη, καύχημα, ειρήνη, ισχύς, βάδισμα, ύμνηση, τροφή, στολή, χαρά, ευλογία, άγκυρα, αφθονία, δροσιά, σεμνοπρέπεια, αγιοσύνη, μεγαλοσύνη, λύτρωση· παρηγοριά στις λύπες μου, βοηθός της δυσκολίας μου, φωτισμός και αγιασμός της ψυχής μου, η απελευθέρωση από τις αμαρτίες μου, η τέρψη της ψυχής μου από τον Θεό, η θεοστάλακτη ρανίδα της κατάξερης καρδιάς μου, η φεγγόβολη λαμπάδα της ζοφερής ψυχής μου, η ενδυμασία της γυμνότητάς μου, το σταμάτημα των στεναγμών μου, η μεταβολή των συμφορών μου· η εγκράτεια, η αγνότητα, η ανδρεία, η σωφροσύνη, που είναι το κόσμημα των αρετών, η ελευθερία μου, το λιμάνι, ο θησαυρός, το πραγματικά αιώνιο εμπόρευμα, η σταθερή μετάνοια, η ανύψωση, η υγεία, η ωραιότητα, η δύναμη, η ορθοφροσύνη, η σύνεση, η αγαλλίαση, η λαμπρότητά μου.
Κυρία μου, και ακοίμητη και ακαταίσχυντη προστασία προς τον Θεό μου. Δες την πίστη μου και τον ένθεο πόθο μου, και επειδή έχεις τη συμπάθεια και τη δυνατότητα, διότι είσαι Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού και εύσπλαχνου, δέξου την πανάθλια ψυχή μου και κάνε την άξια, με τη μεσιτεία και τη βοήθειά σου, για τη δεξιά μερίδα του μονογενή Υιού σου, και για την ανάπαυση των εκλεκτών και των αγίων του, διότι δεν έχω άλλο βοηθό εκτός από σένα, ούτε άλλη βοήθεια.
Ελπίζοντας σ’ εσένα, ας μην απογοητευθώ. Σ’ εσένα έχω την καύχησή μου· μη στρέψεις το πρόσωπό σου μακριά από μένα τον ανάξιο δούλο σου για τις πολλές μου αμαρτίες και ανομίες· διότι έχεις τη θέληση και τη δύναμη, επειδή γέννησες με ανέκφραστο τρόπο τον Ένα της Τριάδας. Έχεις αυτά με τα οποία θα πείσεις, αυτά με τα οποία θα ικετεύσεις· έχεις δηλαδή τα χέρια με τα οποία Τον κράτησες με τρόπο ανέκφραστο, τους μαστούς με τους οποίους Τον θήλασες. Θύμισε Του τα σπάργανα· την άλλη φροντίδα από τη βρεφική Του ηλικία. Συσχέτισε με τα δικά σου τα δικά Του: το σταυρό, το αίμα, τα τραύματα, με τα οποία σωθήκαμε και με τα οποία δοξασθήκαμε.
Μη λοιπόν απομακρύνεις από μένα τη δική σου προστασία, αλλά απεναντίας βοήθα με, και σκέπαζέ με, και σώζε με διαρκώς, διότι χαίρεται με τις αιτήσεις σου ο μονογενής σου Υιός· διότι έχεις χρεωμένο σ’ εσένα αυτόν που είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου»· και πολύ περισσότερο, επειδή θέλησε ο Ίδιος να συγκαταριθμηθεί με τους δούλους, θα φυλάξει, σύμφωνα με την απόφασή του, την υποχρέωση σ’ εσένα που υπηρέτησες γι’ αυτόν την ανέκφραστη γέννηση. Γι’ αυτό και χαίρεται με τις παρακλήσεις σου, θεωρώντας δική Του τη δόξα σου, και εκπληρώνει τις αιτήσεις σου ως χρέος. Μόνο μην παραβλέψεις εμένα τον ανάξιο· ούτε οι απρέπειες των πράξεών μου να εμποδίσουν το αμέτρητο έλεός σου.
Θεοτόκε μου, το υπερπόθητο όνομα· διότι κανένα τρόπαιο δεν είναι σταθερότερο από τη δική σου βοήθεια. Διότι εσύ αφαίρεσες κάθε δάκρυ από το πρόσωπο της γης· εσύ γέμισες την κτίση με κάθε ευεργεσία. Εύφρανες τα ουράνια, έσωσες τα επίγεια· συμφιλίωσες το πλάσμα, εξιλέωσες τον Πλάστη· έκανες τους Αγγέλους να σκύψουν κάτω, ανύψωσες τους ανθρώπους· μεσίτευσες δια μέσου του εαυτού σου ανάμεσα στα ουράνια και στα γήινα· μετέτρεψες με τον καλύτερο τρόπο τα πάντα και τα έκανες τελειότερα.
Με τη μεσολάβησή σου έχουμε στην εξουσία μας αψευδή τα σύμβολα της ανάστασής μας· με τη μεσολάβησή σου ελπίζουμε να επιτύχουμε την επουράνια βασιλεία. Εσένα έχουμε βοηθό της σωτηρίας μας, εσένα έχουμε υπερασπιστή για τη βοήθειά μας, εσένα προβάλλουμε στόμα για την απολογία μας, εσένα περιφέρουμε καύχημα για την ελπίδα μας, εσένα έχει οχυρότατο τείχος το πλήθος των Χριστιανών. Εσύ άνοιξες διάπλατα τις αμπάρες του παραδείσου, εσύ μας ετοίμασες να βαδίσουμε στους ουρανούς, εσύ μας έκανες οικείους με τον Υιό σου και Θεό.
Με τη μεσολάβησή σου κάθε δόξα, τιμή και αγιότητα, από τον ίδιο τον πρώτο Αδάμ και ως τη συντέλεια του κόσμου, και προσφέρονταν και προσφέρεται και θα προσφέρεται, μόνη Πανάχραντη, στους Αποστόλους, στους Προφήτες, στους Μάρτυρες, στους δίκαιους και ταπεινούς κατά την καρδιά· και χάρη σ’ εσένα, Κεχαριτωμένη, χαίρεται όλη η κτίση· και εγώ χάρη σ’ εσένα παίρνω θάρρος, με τη μεσολάβηση τη δική σου, η οποία γέννησες πραγματικά, κατά την ανθρώπινη φύση, τον αληθινό Θεό, στον Οποίο πρέπει όλη η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(από το βιβλίο: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τ. ΣΤ’, “Προσευχές στην Θεοτόκο”. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1998, σ. 367)
115. «Ούκ ήν αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β' 7).
Κατά την άφιξί τους στη Βηθλεέμ, τους περίμενε νέο πρόβλημα: δεν υπήρχε τόπος για να καταλύσουν. Οι επισκέπτες είχαν κατακλύσει την μικρή πόλι: τα πανδοχεία της πόλεως, τα σπίτια, οι δρόμοι, τα πάντα ήσαν γεμάτα κόσμο... Ο Ιωσήφ, μπαίνοντας στην πόλι είχε προσέξει φαίνεται κάτι μικρά σπήλαια που τα χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για σταύλους ζώων. Όταν οι προσπάθειές του για κατάλυμα αποδείχθηκαν μάταιες, έσυρε το υποζύγιο με τη Μαριάμ σ’ ένα από τα σπήλαια εκείνα... Εκεί βρήκε λίγο χώρο για την Παρθένο και τον εαυτό του και μια φάτνη ( = παχνί) για το γαϊδουράκι του.
Ήταν το κατάλυμά τους, μέχρι να τελειώση η διαδικασία της απογραφής.
Όλα αυτά είναι τόσο κοινά, τόσο ανθρώπινα... Άνθρωποι και ζώα συγκεντρωμένοι σε μια μικρή πόλι, για ένα τυπικό, πολιτικοκοινωνικό γεγονός, την απογραφή του πληθυσμού! Τίποτε το Ιδιαίτερο δεν λέει στους πολλούς το γεγονός αυτό. Οι πιο πολλοί θα είχαν κουβαληθή εκεί αναγκαστικά «δια τον φόβον των Ρωμαίων κατακτητών». Ταξίδι, μέσα στην καρδιά του χειμώνα για κάτι ανώφελο... Όλοι οι ταξιδιώτες στο πανδοχείο, στα σπίτια, στους δρόμους θα καταριόνταν τον αυτοκράτορα και την ώρα που υπόγραφε το Διάταγμα της απογραφής…
Μόνο ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος έμεναν σιωπηλοί. Διδαγμένοι από τα δικά τους, πρόσφατα γεγονότα, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν σ’ αυτά τα μυστικά νήματα για να κατανοήσουν και τα τωρινά. Τί σημαίνουν όλα αυτά, γι’ αυτούς και ιδίως για το κυοφορούμενο Βρέφος; Έτσι βρίσκονταν στο σωστό δρόμο. Γιατί, τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν ύστερ’ από λίγο, τους έδωσαν την απάντησι που ζητούσαν...
Είναι καλό να σιωπούμε μπροστά και στα πιο απλά και τυπικά γεγονότα της ζωής μας. Εξ όψεως ίσως να είναι ασήμαντα. Μπορεί όμως να κρύβουν εκπληκτικές εξελίξεις. Πίσω από ένα ασήμαντο προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικοπολιτικό γεγονός μπορεί να κρύβεται ο Ίδιος ο Κύριος που έρχεται στη ζωή και στον κόσμο μας. Ο Κύριος έρχεται συνήθως όταν δεν τον περιμένομε! «Δια τούτο γρηγορείτε» (πρβλ. Ματθ. κστ' 41) !
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 144-145)
143. Ποιος είναι ο ιδρυτής των μυστηρίων;
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είπαμε πιο πάνω, ότι τα μυστήρια δεν είναι έργα ανθρώπων, αλλά του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού και σ’ αυτό οφείλεται η απόλυτη δραστικότητά τους. Είναι βέβαια αληθές ότι στην Αγία Γραφή ρητή μαρτυρία περί της ιδρύσεως των μυστηρίων από τον Κύριο, έχουμε μόνο για το βάπτισμα και την ευχαριστία. Όμως δεν έχουμε μαρτυρία και για το αντίθετο, ότι δηλαδή τα υπόλοιπα πέντε ιδρύθηκαν από τους Αποστόλους ή την Εκκλησία. Εκείνο, λοιπόν, που ισχύει για τα δύο πρέπει κατ’ αναλογία να ισχύσει και για τα υπόλοιπα πέντε. Άλλωστε στην αρχαία Εκκλησία τα ιερά μυστήρια ήταν συνδεδεμένα με ποικίλες άλλες μεταγενέστερες ιερουργίες, των οποίων η ιστορική αρχή δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Για την ίδρυση όλων των μυστηρίων από τον Κύριο πρώτος μίλησε ο ψευδώνυμος Αμβρόσιος.
Η ιδέα η διατυπωθείσα από ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, ότι τα μυστήρια του βαπτίσματος και της ευχαριστίας ιδρύθηκαν άμεσα από τον Κύριο, τα δε υπόλοιπα έμμεσα δια των Αποστόλων, δεν μειώνει το κύρος των εκκλησιαστικών μυστηρίων, γιατί σε κάθε περίπτωση δεν παύουν αυτά να είναι αγωγοί της θείας χάριτος. Η εκδοχή όμως αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί σε μαρτυρία της Αγίας Γραφής. Επίσης όταν λέμε, ότι ο Κύριος ίδρυσε όλα τα Εκκλησιαστικά μυστήρια, δεν πρέπει να κατερχόμαστε σε λεπτομέρειες, αποδίδοντας στον Κύριο και τη διατύπωση του τυπικού μέρους της τελέσεως αυτών, η διαμόρφωση του οποίου μπορεί ν’ αποδοθεί στους Αποστόλους. Αυτό φυσικά δεν προσβάλλει τη θεία σύσταση των μυστηρίων. Στο μυστήριο, λόγου χάρη, της μετάνοιας ο Κύριος έδωσε στους Αποστόλους τη δύναμη να συγχωρούν αμαρτίες, αυτοί δε ή η Εκκλησία καθόρισαν την τυπική τελετουργία του μυστηρίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 208-209)
Δυσωδία
η ακολασία
Αν δεν φαίνεται το σαπισμένο μέρος, κανένας δεν γνωρίζει από που προέρχεται η δυσωδία, αλλ’ αποδίδεται σ’ ολόκληρο το σώμα. Γι’ αυτό ο Παύλος προτρέπει πολύ τους χριστιανούς (της Κορίνθου) να καθαρίσουν τελείως τη ζύμη.
Ε.Π.Ε. 18,422
Δωδεκαετής
ο Ιησούς
Ο Ιησούς Χριστός τίποτε δεν έκανε όσο ήταν παιδί. Μόνο ένα ξέρουμε κατά τη μαρτυρία του Λουκά, ότι δωδεκαετής στο Ναό καθόταν και άκουγε τους διδασκάλους και από τις ερωτήσεις του φαινόταν αξιοθαύμαστος. Και σωστά δεν άρχισε τα θαύματά Του από μικρή ηλικία. Διότι οι άνθρωποι θα εξελάμβαναν τα θαύματά Του για φαντασίες. Αν οι πολλοί είχαν τέτοια υποψία τότε που ως μεγάλος, ως άνδρας, έκανε θαύματα, πολύ περισσότερο αν θαυματουργούσε ως μειράκιο.
Ε.Π.Ε. 13,36
Δώρα
των μάγων
Σε ποιον πρόσφεραν το χρυσάφι, το λιβάνι και τη σμύρνα οι μάγοι; Φαίνεται σαφώς, ότι ήδη είχαν πτερωθή με την πίστι. Τα δώρα ήσαν διαφορετικά, το καθένα με το δικό του κήρυγμα. Δεν είναι άλλωστε αξιοκαταφρόνητο αυτό που από πολλούς έχει λεχτή: Με το χρυσάφι έδειχναν, ότι ο Χριστός είναι βασιλιάς, με το λιβάνι τον δέχονταν σαν Θεό, και με τη σμύρνα (το άρωμα) προμήνυαν το Πάθος Του, δείχνοντας και την ταφή του. Όλα αυτά τα κήρυτταν με όσα ενεργούσαν οι μάγοι. Δεν ήταν, λοιπόν, το φαινόμενο αστρονομικό, αλλά σημείο και δύναμις της θείας οικονομίας.
Ε.Π.Ε. 33,320
δεν δέχεται ο Χρυσόστομος
Δέχτηκα την τιμή αυτών που μου έστειλες. Σου τα στέλνω όμως πίσω, χωρίς φυσικά να περιφρονώ την ευγένειά σου. Τα επιστρέφω, γιατί είναι περιττή για μένα η απόλαυσίς τους. Δεν έχω νιώσει την ανάγκη τους.
Ε.Π.Ε. 38,118
Δωρεά
η θεία Κοινωνία
Η θεία Κοινωνία είναι δωρεά, δεν είναι αμοιβή. Είναι χάρισμα, δεν είναι ξεπλήρωμα.
Ε.Π.Ε. 18α,236
ανεκδιήγητη
Λέγοντας «δωρεά», εννοεί και τα πολλά αγαθά, που αποκτούν με την ελεημοσύνη και όσοι την δίνουν και όσοι την παίρνουν. Ή εννοεί τα πνευματικά αγαθά, που πρόσφερε με πολλή προθυμία σε όλη την οικουμένη ο Χριστός, με την ενανθρώπησί Του, πράγμα που είναι και το πιο πιθανό.
Ε.Π.Ε. 19,522
ανεκδιήγητη
Η δωρεά του Θεού δεν είναι μόνο ανεκδιήγητη, αλλά και η ειρήνη του ξεπερνά κάθε περιγραφή. Με αυτήν συμφιλίωσε τα άνω με τα κάτω.
Ε.Π.Ε. 19,552
κληρονομία σωτηρίας
Μιλάει ο Παύλος για κλήρο, φανερώνοντας, ότι κανένας με τα δικά του κατορθώματα δεν πετυχαίνει τη βασιλεία των ουρανών. Κανένας δεν έχει να επιδείξη τέτοια αρετή, ώστε να είναι άξιος της βασιλείας του Θεού. Όλα τα χρωστάμε στη δωρεά του Θεού.
Ε.Π.Ε. 22,110-112
του Θεού, όχι μικρή
Να μην περιεργαζώμαστε την απόφασι του Θεού. Εκείνο, που ο δωρεοδότης Θεός μας έδωσε, να το διατηρούμε, είτε είναι μικρό είτε είναι το πιο ασήμαντο. Και έτσι οπωσδήπητε θα ωφελούμαστε. Άλλωστε τίποτε δεν είναι μικρό από τις δωρεές του Θεού.
Ε.Π.Ε. 24,282
δεν εισπράττουν όλοι τη σωτηρία
Όσοι προστρέχουν στον Χριστό, όλοι απολαμβάνουν τη δωρεά, σωζόμενοι με τη χάρι Του. Όσοι όμως θέλουν να σωθούν με τα έργα του Νόμου, αυτοί εκπίπτουν και της χάριτος.
Ε.Π.Ε. 34,148
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. )
338. Πώς πρέπει να αντιμετωπίζη η ψυχή μας τις σωματικές ασθένειες, που επιτρέπει ο Θεός να μας βρούν; Η αρρώστια είναι βασανιστικό πράγμα. Φέρει ταραχή στον άνθρωπο, του σωρεύει σκέψεις που η μία είναι σκοτεινότερη της άλλης. Η καρδιά και τα χείλη του είναι έτοιμα να γογγύσουν, να βλασφημήσουν. Αλλά ο πιστός χριστιανός αλλοιώς αντιμετωπίζει την αρρώστια του. Την υποφέρει με γενναίο φρόνημα. Όχι μόνο δεν λυπάται αλλά και προσπαθεί να χαίρη για το γεγονός αυτό. Προσπαθεί να χαίρη, γιατί βλέπει σ’ αυτό μία ευκαιρία προς εξαγνισμό της ψυχής από τις αμαρτίες της. «Ὅν ἀγαπἀ Κύριος παιδεύει» (Εβρ. ιβ’ 6). Οφείλει να χαίρη, γιατί, τώρα, δεν ικανοποιει τα πάθη που θα ικανοποιούσε αν ήταν υγιής σωματικά. Βλέπει την αρρώστια του σαν ένα Σταυρό, σαν την οδό τη «στενή και τεθλιμμένη», που οδηγεί στον Θεό. Αν ο Κύριος άφησε να μας βρή μία αρρώστια, ασφαλώς το έκαμε για το καλό της ψυχής μας. Οι αρρώστιες, στα χέρια της Θείας Προνοίας, είναι σαν φάρμακα για την ψυχή. Φάρμακα που τη θεραπεύουν από τα πάθη της, τις κακές της συνήθειες και ροπές. Ούτε μία αρρώστια, απ’ όσες επιτρέπει η Θεία Πρόνοια, δεν πρέπει να μείνη χωρίς όφελος. Μ’ αυτές τις σκέψεις, ο πιστός υπομένει την αρρώστια με ένα γλυκό αίσθημα, με ειρήνη βαθειά. «Ο παθὼν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας» (Α’ Πέτρ. δ’ 1), λέγει η Γραφή.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 144)
142. Μπορούμε ν’ αμφιβάλλουμε για τη δραστικότητα των μυστηρίων;
Όχι δεν μπορούμε, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας ως αληθινών ορθόδοξων μελών της Εκκλησίας μας. Γιατί τα μυστήρια δεν είναι ανθρώπινες τελετές, για τις οποίες μπορούν να δημιουργηθούν υποψίες και αμφιβολίες ως προς τη δραστική δύναμη και την ενέργειά τους. Δεν μπορείς δηλαδή ν’ αμφιβάλλεις αν, δεχόμενος τον άρτο και τον οίνο της ευχαριστίας, κοινωνείς ή όχι του πραγματικού σώματος και του αίματος του Κυρίου. Ούτε όταν προσέρχεσαι στο μυστήριο της μετάνοιας, μπορείς ν’ αμφιβάλλεις ότι λαμβάνεις άφεση αμαρτιών.
Στα μυστήρια δεν ενεργούν αυτοτελώς άνθρωποι ατελείς και αδύναμοι (εδώ δεν έχει σημασία ότι οι τελετουργοί των μυστηρίων είναι οι ιερείς, άνθρωποι αμαρτωλοί και
αδύνατοι, οι οποίοι είναι απλά μέσα, όργανα δια των οποίων τελούνται εξωτερικά τα μυστήρια), αλλά ο ίδιος ο Χριστός, το τελεταρχικό Πνεύμα του Θεού το οποίο είναι πανάγιο, μη έχοντας ελλείψεις και αδυναμίες. Τα μυστήρια στηρίζονται στο σωτήριο έργο του Χριστού, στο «ειργαμένο έργο» —όπως λέμε — που πηγάζει από τη σταυρική θυσία του Κυρίου. Το έργο αυτό είναι αλάθητο και αδιάπτωτο και στη βάση αυτή είναι αδιάπτωτη και η λυτρωτική χάρη η απορρέουσα απ’ αυτό. Το να αμφιβάλλει κανείς για τη δραστικότητα των μυστηρίων αποτελεί μεγάλη αμαρτία, που θέτει σε κίνδυνο την ιδιότητα του χριστιανού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 207-208)
«Και γιατί τάχα με προσφωνείτε: Κύριε, Κύριε, αφού δεν εφαρμόζετε αυτά που λέω;» (Λουκάς 6:46)
Ήμουν άρρωστος στο κρεβάτι.
Γονάτισες να προσευχηθείς.
Ευχαρίστησες το Θεό,
Που εσύ δεν ήσουν άρρωστος!
Δεν είχα σπίτι να μείνω.
Ήρθες και μου κήρυξες.
Μου είπες για την πνευματική στέγη,
Της αγάπης του Θεού.
Ήμουν μόνος, εγκαταλειμμένος.
Με είδες και πήγες προσευχήθηκες,
Να μου κρατήσει συντροφιά ο Θεός!
Τα ξέρεις όλα τόσο καλά!
Χριστιανέ, φαίνεσαι τόσο άγιος!
Τόσο κοντά στο Θεό!
Μα εγώ είμαι ακόμα πεινασμένος.
Και μόνος. Και ξεχασμένος. Και κρυώνω…
«Ποιο είναι το όφελος, αδελφοί μου, αν κάποιος ισχυρίζεται πως έχει πίστη, αλλά δεν έχει έργα;»
(Ιακώβου 2:14-17)
(Σ.Α.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
336. Ο τρόπος θεραπείας μιας πνευματικής νόσου (αμαρτίας) διαφέρει πολύ από τον τρόπο θεραπείας των σωματικών παθήσεων. Στη δευτέρα περίπτωσι, χρειάζεται προσοχή και αβρότης απέναντι του πονεμένου μέρους. Πρέπει να του βάλουμε χλιαρό νερό, μαλακά επιθέματα, καταπαραϋντικά κ.λ.π. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις πνευματικές παθήσεις. Αν έχης κάποια τέτοια αρρώστια, μην την καλομεταχειρίζεσαι, αλλά σταύρωσέ την. Μη της φέρεσαι με επιείκια, μη τη θωπεύεις. Αλλά κάμε ευθύς το αντίθετο απ’ ό,τι σου ζητεί. Αν μίσησες τον πλησίον σου, σταύρωσε ευθύς αυτό το πάθος, άρχισε ευθύς να αγαπάς με περισσότερη αγάπη και πάθος τον πλησίον σου. Αν έπεσες στο αμάρτημα της φιλαργυρίας, αγωνίσου ευθύς να γίνης γενναιόδωρος. Αν παρασύρθηκες από τον φθόνο, κάμε ευθύς την καρδιά σου καλόβολη. Αν έπεσες σε υπερηφάνεια, ευθύς ταπείνωσε τον εαυτό σου και γίνε χώμα να σε πατήσουν οι άλλοι. Αν φάνηκες λαίμαργος, αγωνίσου με τη νηστεία και κρατήσου στην εγκράτεια με υπομονή. Το μυστικό της τέχνης για να θεραπεύσουμε τις νόσους της ψυχής έγκειται στο να μη της λυπώμαστε καθόλου, αλλά να τις ξερριζώνουμε αμείλικτα.
337. Όσο είναι σ’ εμάς εύκολο να ζητάμε με λόγια από τον Θεό κάτι, άλλο τόσο και απείρως πιο πολύ εύκολο είναι στον Θεό να μας το δώση. Ο Θεός λέγει: «το ρήμα μου ό εάν εξέλθη εκ του στόματός μου, ου μη αποστραφή, έως αν τελεσθή όσα αν ηθέλησα». (Ησ. νε’ 11). Ο λόγος του Θεού ισοδυναμεί με έργο.
("Η εν Χριστώ ζωή μου" - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδ. Παπαδημητρίου, σ. 143)
114. «Απογράψασθαι Σύν Μαριάμ... ούση εγκύω» (Λουκ. θ΄5).
Περί το τέλος της εγκυμοσύνης της, η Θεοτόκος αναγκάζεται να ταξιδεύση. Το Ρωμαϊκό Διάταγμα δεν χωρούσε εξαιρέσεις. Σαν νομοταγείς πολίται ο Ιωσήφ και η Μαριάμ έπρεπε να απογραφούν στην πόλι της οικογενειακής των καταγωγής: στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας (διότι από εκεί καταγόταν ο κοινός πρόγονός τους, ο Δαβίδ, (Α' Βασ. ιστ' 1-13). Ο Ιωσήφ αναλαμβάνει μια νέα υποχρέωσι και ευθύνη έναντι της εγκυμονούσης Παρθένου: την ευθύνη του ταξειδιού και της απογραφής.
Ο Ιωσήφ δεν ήταν άνδρας της Μαρίας, αλλά μόνο αρραβωνιαστικός της και το κυοφορούμενο βρέφος της δεν ήταν παιδί του. Αυτό το γνώριζαν καλά και οι δύο τους, όπως είπαμε. Ο Ιωσήφ, φαίνεται ότι είχε πια ξεπεράσει και τις δύο αυτές καταστάσεις. Είχε πια αναλάβει πλήρως (χωρίς αυτό να σημαίνη ότι και είχε πλήρως καταλάβη) την αποστολή του προστάτου της Παρθένου και του Πατέρα του κυοφορουμένου θείου Βρέφους. Διότι, όπως υπογραμμίζει ο ιερός Επιφάνιος «ο Θεός έδωσε στην Παρθένο τον Ιωσήφ όχι δια να την νυμφευθή, αλλά δια να την διαφυλάξη και να είναι μάρτυς των όσων θα συνέβαιναν» (Χ,34).
Στο πρόσωπο του Ιωσήφ, η Παρθένος βρήκε τον πολύτιμο προστάτη της και ο «απάτωρ» Ιησούς, έναν άνθρωπο για πατέρα. Ο ουράνιος Πατέρας δεν άφησε κανένα κενό. Για τον υιό του εδημιούργησε μια πραγματική ανθρώπινη οικογένεια.
Ο Ιησούς στα βρεφικά και παιδικά του χρόνια δεν στερήθηκε την οικογενειακή στοργή. Έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα της οικογενειακής θαλπωρής. Ανατράφηκε μέσα σε μια οικογένεια που βασιζόταν όχι στη συγγένεια του αίματος, αλλά στην κοινή υπακοή στο θέλημα του Θεού, που είναι ανώτερη από το δεσμό του αίματος.
Η ανθρώπινη σχέσις που δημιουργεί η κοινή υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ανώτερη και πιο ισχυρή από την εξ΄ αίματος σχέσι. Η πρώτη είναι πάντοτε σταθερή, ενώ η δεύτερη, πολλές φορές, κλονίζεται και διακόπτεται. Ο Κύριος, ο όποιος «εποίησε εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων» (Πραξ. ιζ΄ 26) ήλθε και χάρισε στην ανθρωπότητα ένα συνεκτικό δεσμό πιο ισχυρό από το αίμα: την πίστι, την αγάπη και την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Με το δεσμό αυτό ένωσε τα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος πριν ακόμη ο ίδιος γεννηθή σαν άνθρωπος. Την πρώτη οικογένεια της Κ. Διαθήκης, την Αγία Οικογένεια του Χριστού την εδημιούργησε όχι η «σάρξ και το αίμα», αλλά η υπακοή στο θέλημα του Θεού.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 143-144)