ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Το φλεγόμενο κελλί
Ρώτησαν κάποτε τον αββά Παλλάδιο, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη:
-Κάνε αγάπη, πάτερ, και πες μας από ποια αιτία έγινες μοναχός;
-Στην πατρίδα μου, απάντησε εκείνος, μισό χιλιόμετρο μακριά από το τείχος, ζούσε ένας έγκλειστος μοναχός που λεγόταν Δαβίδ. Είχε έρθει από τη Μεσοποταμία. Ήταν πολύ ενάρετος, ελεήμων και εγκρατής. Έμεινε κλεισμένος και προσευχόμενος στο κελλί του, περίπου εβδομήντα χρόνια! Εκείνο τον καιρό, εξ αιτίας βαρβαρικών επιδρομών, τα τείχη της Θεσσαλονίκης φυλάγονταν μέρα και νύχτα από τους στρατιώτες.
Ένα βράδυ οι φρουροί του τείχους που ήταν προς το μέρος του κελλιού του εγκλείστου, είδαν να βγαίνουν φλόγες από τα παράθυρα του. Σκέφτηκαν ότι κάποιοι βάρβαροι πλησίασαν και έβαλαν φωτιά στο κελλί. Όταν όμως ξημέρωσε, βγήκαν έξω και βρήκαν τον γέροντα ζωντανό και το κελλί απείραχτο! Έμειναν γι’ αυτό έκπληκτοι… Την άλλη νύχτα ξαναβλέπουν φλόγες στο κελλί. Το ίδιο γινόταν και τις επόμενες νύχτες. Το παράδοξο φαινόμενο γίνηκε γνωστό σ’ όλη την πόλη και πολλοί πήγαιναν και αγρυπνούσαν στο τείχος για να δουν το φλεγόμενο κελλί. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του γέροντα.
Αφού λοιπόν αντίκρυσα το θαύμα, όχι μια και δύο, αλλά πολλές φορές είπα μέσα μου: « Αν ο Θεός χαρίζη τόση δόξα στους δούλους Του στον κόσμο αυτό, πόση θα τους χαρίση στην αιωνιότητα, όταν σαν ήλιος θα λάμψη το πρόσωπο τους!». Αυτή ήταν η αιτία να φορέσω το μοναχικό τούτο σχήμα.
( Λειμωνάριον )
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 210-2110)
Διάφορες συμβουλές για προσευχή
" Όταν είμαστε στη χάρη του Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή. Να προσεύχεσαι συνεχώς, ακόμα και στο κρεβάτι σου που κοιμάσαι, μέρα ή νύχτα ".
" Όσο κουρασμένος και αν είσαι, να μην παραλείπεις ποτέ να κάνεις το βράδυ, πριν από τον ύπνο σου, το απόδειπνο ".
Σε άλλον όμως αδελφό είπε :
" Όταν είσαι πάρα πολύ κουρασμένος από τη δουλειά σου, ή από την νοερά προσευχή, να λες μόνο το Τρισάγιο. Σου φτάνει "
Μου λέει ένας αδερφός.
" Είχα έλθει από την επαρχία και ήμουν πάρα πολύ κουρασμένος απ' την εργασία μου, το ταξίδι, και το βράδυ είπα το τρισάγιο μόνο και κοιμήθηκα, χωρίς να κάνω απόδειπνο.
Την άλλη μέρα πήγα να δώ το Γέροντα στην Πολυκλινική που ήταν, και γυρίζει και μου λέει :
-" Ε! χθές έκανες τον κουρασμένο και δεν έκανες απόδειπνο. Να μην το επαναλάβεις άλλη φορά ".
[Τζ 129]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.384-385)
Με την νοερή προσευχή μέσα στην Αθήνα
Ξέραμε το μοναχισμό, ξέραμε την αγγελική ζωή από τα βιβλία, από τα ασκητικά.
Την είδαμε στο πρόσωπο του Γέροντος μέσα στην Αθήνα.
Να σας εξομολογηθώ κάτι ; Χρόνια που τον έβλεπα, είχα την εντύπωση ότι έχω δίπλα μου, απέναντί μου, έναν άγγελο. Ένσαρκο άγγελο.
Αυτό είναι η μοναχική πολιτεία, ο αγγελικός βίος.
Αυτό το έφερε ο Γέροντας στην Αθήνα.
Με τη νοερή Προσευχή !
Είναι χαρακτηριστικό ότι τη νοερή προσευχή δεν την περιόριζε μονάχα στους μοναχούς, αλλά πίστευε ότι και οι άνθρωποι του κόσμου μπορεί να τη λένε.
Πήγαινε κάποιος να τον δει;
Σταματούσε για λίγο και έλεγε : " Κύριε Ιησού Χριστέ ... ".
Ήτανε η όλη ζωή του μιά αδιάλειπτη προσευχή.
[Ί 206]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.387)
153. Τί είναι ο ανεξάλειπτος χαρακτήρας των μυστηρίων;
Είναι διδασκαλία που προσπαθεί να εξηγήσει τη μη επανάλειψη των μυστηρίων του βαπτίσματος, του χρίσματος και της ιερωσύνης. ‘Ως γνωστό, τα μυστήρια αυτά τελούνται μία μόνο φορά. Η θεωρία διατυπώθηκε από τη σχολαστική θεολογία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και έκανε την είσοδό της και στην ορθόδοξη θεολογία. Στα μυστήρια αυτά, εκτός από τη θεία χάρη η οποία μεταδίδεται στους βαπτιζομένους, χρισμένους και ιερωμένους, χαράσεται σ’ αυτούς κάποιο σημείο, κάποια σφραγίδα, ένας χαρακτήρας ανεξάλειπτος (character indelebilis) που τους ξεχωρίζει από τους άλλους. Όπως ο ποιμένας —λένε— χαράσσει στο πρόβατό του κάποιο σημάδι, το οποίο δεν φεύγει από πάνω του έστω κι αν αυτό χαθεί, έτσι και σ’ όσους δέχονται το βάπτισμα, το χρίσμα και την ιεροσύνη αποτίθεται κάποιο σημάδι, κάποια σφραγίδα που δεν χάνεται, έστω κι αν ο άνθρωπος εκπέσει της χάριτος, δυνάμει της οποίας έχει την ιδιότητα να δέχεται και να μεταδίδει θείες δωρεές.
Η διδασκαλία αυτή δεν έχει ερείσματα στην Αγία Γραφή. Τα χωρία Έφεσ. 1,13 και Β' Κορ. 1,21-22 είναι πολύ αόριστα, ώστε να στηρίξουν μια τέτοια διδασκαλία. Επίσης γενικές και αόριστες είναι και οι σχετικές μαρτυρίες ορισμένων εκκλησιαστικών ανδρών (Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ωριγένης). Το πολύ η θεωρία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογική γνώμη για την εξήγηση της μη επαναλήψεως των μυστηρίων κυρίως στις περιπτώσεις επιστροφής των εξωμοτών, αιρετικών και σχισματικών στους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας, από την οποία εξέπεσαν.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 218-219)
Αναισχυντία
στη διάπραξη της αμαρτίας
Δεν είναι τόσο φοβερό το ν’ αμαρτάνει κανείς,
όσο η αδιαντροπιά μετά την αμαρτία
και το να μη πειθαρχεί κανείς στους ιερείς,
που παραγγέλλουν προσοχή.
Ε.Π.Ε. 8α,234
στην εμφάνιση
Έχεις νυμφίο το Χριστό.
Γιατί προσπαθείς ν’ αποσπάσεις ανθρώπους εραστές;
Τότε θα σε κρίνει για μοιχεία.
Γιατί δεν στολίζεσαι το στολίδι που αρέσει στο Χριστό,
που αγαπά Εκείνος, δηλαδή, τη ντροπή, τη σωφροσύνη,
την κοσμιότητα, τη σεμνή ενδυμασία;
Αυτή που τώρα έχεις, είναι πορνική και αισχρή.
Δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τις πόρνες απ’ τις παρθένες.
Ε.Π.Ε. 23,254
ακολασία
Όταν η ασχήμια είναι φοβερή, όσα φτειασίδια κι αν επινοήσουν,
δεν μπορούν να υποκριθούν.
Το ότι δε η αδιαντροπιά κάνει πόρνες,
άκουσε τον προφήτη που λέει: «Συμπεριφέρθηκες
προς όλους με αδιαντροπιά, απέκτησες μορφή πόρνης».
Ε.Π.Ε. 24,576
δημόσια
Μόνοι μας κάθε μέρα κεντάμε τον εαυτό μας
και τον πληγώνουμε και τον εκθέτουμε με τις απρέπειες μας,
ξεγυμνωμένοι από κάθε αξιοπρέπεια και κάθε τιμή.
Τα αισχρά μας έργα ούτε καν τα σκεπάζουμε,
ούτε άλλους αφήνουμε να μας διορθώνουν.
Τα διαπράττουμε με ξετσιπωσιά μπροστά σε τόσους
που μας βλέπουν και προκαλούμε τους καγχασμούς και μύρια πειράγματα.
Ε.Π.Ε. 25,156
διαβάλλεις και το Θεό!
Δεν είναι τόσο φοβερό η αμαρτία,
όσο το να ‘σαι αναιδής και ξεδιάντροπος μετά την αμαρτία,
και το να ρίχνεις ευθύνη στο Θεό για τα δικά σου κακά.
Ε.Π.Ε. 34,576
χαλκοπρόσωποι
Πολλές φορές συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε
όσους δεν κοκκινίζουν, χαλκοπρόσωπους.
Ε.Π.Ε. 34, 246
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 175-176)
Να συγκρίνουμε την δοκιμασία μας με την μεγαλύτερη δοκιμασία του άλλου
Το καλύτερο φάρμακο για την κάθε δοκιμασία μας είναι η μεγαλύτερη
δοκιμασία των συνανθρώπων μας, αρκεί να την συγκρίνουμε με την δική μας δοκιμασία,
για να διακρίνουμε την μεγάλη διαφορά και την μεγάλη αγάπη που μας έδειξε ο Θεός
και επέτρεψε μικρή δοκιμασία σ’ εμάς. Τότε θα Τον ευχαριστήσουμε,
θα πονέσουμε για τον άλλον που υποφέρει πιο πολύ και θα κάνουμε καρδιακή προσευχή
να τον βοηθήση ο Θεός. Μου έκοψαν λ.χ. το ένα πόδι; «Δόξα Σοι ο Θεός, να πω,
που έχω τουλάχιστον ένα πόδι· του άλλου του έκοψαν και τα δύο».
Και αν ακόμη μείνω ένα κούτσουρο, χωρίς χέρια και πόδια, πάλι να πω:
«Δόξα Σοι ο Θεός, που περπατούσα τόσα χρόνια, ενώ άλλοι γεννήθηκαν παράλυτοι».
Εγώ, από την στιγμή που άκουσα ότι ένας οικογενειάρχης έχει έντεκα
χρόνια αιμορραγία, είπα: «Τι κάνω εγώ; Κοσμικός άνθρωπος αυτός και να έχη
έντεκα χρόνια αιμορραγία, να έχη παιδιά, να πρέπη να σηκωθή το πρωί να πάη
στην δουλειά, και εγώ ούτε επτά χρόνια δεν συμπλήρωσα που έχω αιμορραγίες!».
Αν σκέφτωμαι τον άλλον που υποφέρει τόσο πολύ, δεν μπορώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.
Ενώ, αν σκέφτωμαι ότι εγώ υποφέρω και οι άλλοι είναι μια χαρά, ότι σηκώνομαι
την νύχτα κάθε μισή ώρα, επειδή έχω πρόβλημα με το έντερο και δεν μπορώ να κοιμηθώ,
ενώ οι άλλοι κοιμούνται ήσυχα, δικαιολογώ τον εαυτό μου, αν γογγύσω.
Εσύ, αδελφή, πόσον καιρό έχεις τον έρπητα;
-Οκτώ μήνες, Γέροντα.
-Βλέπεις; Ο Θεός σε άλλους τον αφήνει δύο μήνες, σε άλλους δέκα μήνες, σε άλλους δεκαπέντε.
Καταλαβαίνω, είναι μεγάλος ο πόνος. Μερικοί φθάνουν σε απόγνωση.
Ένας κοσμικός όμως που έχει έρπητα έναν-δύο μήνες και από τον πολύ πόνο απελπίζεται,
αν μάθη ότι ένας πνευματικός άνθρωπος τον έχει έναν χρόνο και κάνει υπομονή και δεν γογγύζει,
τότε αμέσως παρηγοριέται. «Βρέ, λέει, εγώ τον έχω δύο μήνες και έφθασα στην απελπισία·
ο άλλος ο καημένος έναν χρόνο τον έχει και δεν μιλάει! Εγώ κάνω και αταξίες,
ενώ εκείνος ζη πνευματικά!». Οπότε βοηθιέται χωρίς συμβουλή!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 204-206)
"Όλα αλλάζουν με το κόπο, και η ψυχή και το σώμα"
Για τα προβλήματά μου μου είπε ο Παππούλης: "Αν μιλούσαμε λίγο στο τηλέφωνο,
να δεις θα σου πέρναγαν αμέσως όλα.
Κούραζε το σώμα, μη φοβάσαι τον κόπο. Όλα αλλάζουν με τον κόπο,
και η ψυχή και το σώμα. Μην αφήνεις την ευχή.
Απλά, αβίαστα, παρακάλα θερμά για όλους.
Θα τους ωφελείς με την προσευχή, όχι με τα λόγια.
Αν σε ρωτήσουν, πες ταπεινά: -Έτσι σκέπτομαι.
Πάλι όπως νομίζετε".
[Ά 80]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.187)
1. Όποιος εργάζεται την αρετή σε Κοινόβιο ή σε συνοδία, δεν είναι συνηθισμένο να πολεμήται από την δειλία. Εκείνος όμως που ευρίσκεται σε ησυχαστικώτερους τόπους, ας αγωνίζεται μήπως και τον κυριεύση το γέννημα της κενοδοξίας και η θυγατέρα της απιστίας, δηλαδή η δειλία.
2. Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής που εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.
3. Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, που συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.
4. Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος που εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.
5. Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.
6. Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.
7. Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.
8. Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.
9. Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.
10. Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος που δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.
11. Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄ αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.
Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.
(από το βιβλίο "Κλίμαξ", εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου)
Παναγία: Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιάκωβου, καθώς και οι προσευχές της Οσίας μητέρας του ήταν αιτία… ώστε ο Γέροντας να έχει μια ζωντανή, μία θαυμαστή σχέση με τους Αγίους μας και ιδιαιτέρως με την Παναγία μας.
Εκεί προσέτρεχε για οποιοδήποτε θέμα και πάντα έπαιρνε το ζητούμενο, αφού γνώριζε καλά ότι «ουδείς προστρέχων επί Σοί κατησχυμμένος από σου εκπορεύεται Αγνή Παρθένε Θεοτόκε».
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έπαθε τέτοια σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών του, που ανοίξανε μεγάλες πληγές, βαθιές σχισμές και τρέχανε υγρά. Πονούσε πολύ και δυσκολευόταν να περπατήσει.
Εκείνες τις ημέρες φέρανε για ευλογία στην περιοχή την εικόνα της Παναγίας της Ξενιάς από τον Αλμυρό Βόλου και θα την πήγαιναν στο διπλανό χωριό, Δάφνη.
Θέλησε και ο Ιάκωβος να πάει, με άλλους συγχωριανούς του. Η μητέρα του λόγω της κατάστασής του με δισταγμό του το επέτρεψε, μετά και την παρέμβαση του παπα-Θεοδόση: «Άφησε, Θεοδώρα, το παιδί να πάει, αφού το θέλει τόσο!».
Η πορεία των δύο ωρών με τα πόδια ήταν μαρτυρική. Διηγείτο ο Όσιος:
«Παναγία μου, σε παρακαλώ κάνε με καλά, για να μπορώ να περπατάω, όπως και τα άλλα παιδιά, Της έλεγα κλαίγοντας στο δρόμο. Κι όλο χάιδευα την αγία Εικόνα Της κι έτριβα τις πληγιασμένες μου πατούσες.
Έτσι φτάσαμε στο χωριό, όπου πρόχειρα τοποθέτησαν την εικόνα της Παναγίας πάνω σε μία καρέκλα στην εκκλησία και ο κόσμος προσκυνούσε με πολλή ευλάβεια. Οι χωριανοί μου, αφού προσκύνησαν, ξεκίνησαν για την επιστροφή, γιατί η νύχτα πλησίαζε. Εγώ παρέμεινα για λίγο στην μέσα στην εκκλησία μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και αφού είδα ότι δεν ήταν κανένας άλλος γύρω μου, Της είπα ικετευτικά:
– Παναγία μου, τώρα που είμαστε μόνοι μας, κάνε με καλά, κάνε καλά τα πόδια μου και εγώ δε θα φανώ αχάριστος, αλλά θα δουλέψω, όταν μεγαλώσω και μόλις μπορέσω θ’ ανταποδώσω στη χάρη Σου.
Συγχρόνως έκλαιγα και χάιδευα την αγία Εικόνα και μετά τα πρησμένα μου πόδια. Αφού Την παρακάλεσα πολλές φορές, μόλις βγήκα από την εκκλησία, διαπίστωσα ότι τα πόδια μου δε με πονούσαν πια. Βάδιζα ελεύθερα».
Μέχρι την κοίμησή του ο Γέροντας είχε άσπρες ουλές σαν γραμμές στα πέλματά του, σημάδια του θαύματος της Παναγίας μας. Μετά από πολλά χρόνια, όταν ο Γέροντας εγκαταβίωνε πλέον ως Ιερομόναχος στην Ι.Μ. του Οσίου Δαυίδ, θυμόταν με ευγνωμοσύνη τη θεραπεία του αυτή από την Παναγία και έλεγε:
«Κάποια φορά, ενώ πολύ υπέφερα από ζάλες και ιλίγγους με ειδοποίησαν ότι η εικόνα της Παναγίας Ξενιάς του Αλμυρού ήρθε στη Λίμνη της Ευβοίας.
Παρ’ όλο που είμαι άρρωστος, έχω υποχρέωση στην Παναγία, σκέφτηκα, γιατί μου είχε θεραπεύσει τα πόδια μου, όταν ήμουνα παιδί, και θα κατέβω να προσκυνήσω από ευγνωμοσύνη. Κατέβηκα στη Λίμνη και αφού προσκύνησα, έγινε η λιτανεία με τη θαυματουργή Εικόνα.
Τότε με προέτρεψαν οι άλλοι Ιερείς να συμμετάσχω και μάλιστα να προπορευθώ ως Ιερομόναχος. Εγώ δεν θέλω τιμές για το πρόσωπό μου, αλλά τι να κάνω, έκανα υπακοή και άρχισε η λιτανεία. Σε μία στάση που κάναμε, για να γίνει δέηση, ήλθε η σειρά μου να πω το «επάκουσον ημών ο Θεός, η ελπίς πάντων των περάτων της γης κ.λ.π.».
Τότε βλέπω στην εικόνα ζωντανή την Παναγία μας, η οποία γύρισε το κεφάλι Της και σήκωσε το χέρι Της και με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια Της και σήκωσε το χέρι Της και μ’ ευλόγησε. Εγώ έχασα τη φωνή μου, κόπηκαν τα πόδια μου και με δυσκολία επαναλάμβανα συνεχώς «επάκουσον ημών ο Θεός, «επάκουσον ημών ο Θεός…». όλο το ίδιο. Ο Θεός γνωρίζει πως τελείωσα τη δέηση και συνέχισα την πομπή.
Η Παναγία, παιδί μου, είναι ζωντανή πάνω στην αγία εικόνα Της, το είδα με τα μάτια μου».
(«Ένας σύγχρονος Άγιος - Ο Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)», της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ)
"Ο τυφλός προ του Σταυρού"
Τι είν' η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει απάνω;
-Πηγαίνουν να σταυρώσουν δυο μαζί με κάποιον πλάνο.
-Ποιοι ναν οι δυο, που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους;
-Τους Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους!
-Θα πάω να δω...
Είπα να δω κι ήρθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλός! Εσείς οι άλλοι
δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μέσα στα στήθη είν' άδεια,
όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια!
Πως τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη αυτός μπροστά μου
και μ' ευσπλαχνίσθη, κι έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου
κι αλείφοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο,
μου είπε να πάω στου Σιλωάμ τη στέρνα να τα πλύνω!
Όταν τον πρωτοακτίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι έλαμπε το κάθε κίνημά του...
Φως και τα χείλη, κι η φωνή, τα μάτια κι η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά, στα μάτια του η ελπίδα...
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι είδα
κάθε που ζει και που δεν ζει, κι είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι ήτανε καθρέπτης του η οικουμένη.
Φως η ζωή, χαρά το φως! Ας πάω να δω τον πλάνο
που θα καρφώσουν στο Σταυρό. Κατά το λόφο επάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι οχλοβοή κι αντάρα
χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα.
Που πάει; Σπρώχνει και σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει,
και σταματά προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη.
Θε νάναι μάνα η δύστυχη! Ξάφνου, με μιας σωπαίνει
το πλήθος που ανταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,
κρότοι
πνιγμένοι μεσ' στα βογγητά! Υψώνονται οι δυό πρώτοι
σταυροί· κανείς δεν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ!
Ξανακαρφώνουν
μα βόγγος δεν ακούγεται. Να, και τον τρίτον υψώνουν
Πως; Συ που μούδωσες το φως, εσένα πλάνο λένε;
Κι ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν για να κλαίνε;
Τι να τα κάνω και της γης και τ' ουρανού τα κάλλη;
Πάρε το φως που μούδωσες και τύφλωσέ με πάλι!
Ιωάννου Πολέμη