ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Του Αββά Ποιμένος
α'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ποιμήν, όταν ήταν νεώτερος, σ’ ένα γέροντα, να τον ρωτήση για τρεις λογισμούς. Όταν λοιπόν έφθασε στον γέροντα, ξέχασε τον ένα από τους τρεις. Και γύρισε στο κελλί του. Αλλά μόλις έβαλε το χέρι να ξεκλειδώση την πόρτα, θυμήθηκε τον λησμονημένο λογισμό. Και άφησε το κλειδί και γύρισε στον γέροντα. Και του λέγει ο γέρων: « Γρήγορα ξαναγύρισες, αδελφέ ». Και του ιστόρησε: « Όταν πήγα να πιάσω το κλειδί, θυμήθηκα τον λογισμό όπου αποζητούσα και δεν άνοιξα, γι’ αυτό γύρισα ». Και το μάκρος του δρόμου ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Του έλεγε δε ο γέρων: « Στους Αγγέλους ανήκεις, Ποιμήν. Και το όνομα σου θα γίνη ξακουστό σε όλη την Αίγυπτο ».
β'. Κάποτε, ο αδελφός του Αββά Ποιμένος Παΐσιος σχετίστηκε με κάποιους έξω από το κελλί του, πράγμα οπού ο Αββάς Ποιμήν δεν το ήθελε. Σηκώθηκε λοιπόν, πήγε στον Αββά Αμμωνά και του λέγει: « Ο αδελφός μου ο Παΐσιος κάνει συντροφιά με κάποιους και έχασα την ειρήνη μου ». Του λέγει ο Αββάς Αμμωνάς: « Ποιμήν, ακόμη ζής ; Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου. Και βάλε στην καρδιά σου ότι έχεις ήδη ένα έτος μέσα στο μνήμα ».
γ΄. Ήλθαν κάποτε πρεσβύτεροι από τον κόσμο στις Μονές όπου ήταν ο Αββάς Ποιμήν. Και πήγε στο κελλί του ο Αββάς Ανούβ και του λέγει: « Ας καλέσουμε εδώ σήμερα τους πρεσβυτέρους ». Και ενώ έμεινε για πολύ δεν του έδωσε απόκριση. Λυπήθηκε λοιπόν και βγήκε. Του λέγουν αυτοί οπού έμεναν κοντά του: « Αββά, γιατί δεν του αποκρίθηκες ; ». Και τους απαντά ο Αββάς Ποιμήν: « Τί να του πώ ; Εγώ είμαι νεκρός. Και ο νεκρός δεν μιλά. Ας μή με λογαριάσουν ότι βρίσκομαι εδώ μέσα μαζί τους ».
δ΄. Ήταν ένας γέρων στην Αίγυπτο, πριν έλθουν εκείνοι οπού ήταν μαζί με τον Αββά Ποιμένα. Και είχε γνώση και τιμή πολλή. Όταν λοιπόν ανέβηκαν ο Αββάς Ποιμήν και οι δικοί του από τη Σκήτη, τον άφησαν οι άνθρωποι και έρχονταν στον Αββά Ποιμένα. Και φθονούσε ο γέρων και τους κακολογούσε. Άκουσε λοιπόν ο Αββάς Ποιμήν και λυπήθηκε. Και λέγει στους αδελφούς του: « Τί θα κάμουμε μ' αυτόν τον μεγάλο γέροντα; Γιατί σε θλίψη μας έρριξαν οι άνθρωποι, με το να παρατήσουν τον γέροντα και να προσέχουν εμάς οπού δεν είμαστε τίποτε. Πώς λοιπόν μπορούμε να καλοκαρδίσουμε τον γέροντα; ». Και τους λέγει ύστερα: « Ετοιμάστε λίγο φαγητό και πάρετε και ένα φλασκί κρασί. Και ας πάμε, να φάμε μαζί του. Ίσως έτσι τον καλοκαρδίσουμε ». Πήραν λοιπόν τα φαγώσιμα και πήγαν. Και σαν έκρουσαν τη θύρα, τους ακούει ο μαθητής του και ρωτά: « Ποιοί είστε; ». Και αυτοί είπαν: «Πες στον Αββά, ότι ο Ποιμήν είναι και θέλει να πάρη την ευλογία του ». Το ανεκοίνωσε ο μαθητής, αλλά εκείνος αποκρίθηκε: « Πήγαινε, δεν ευκαιρώ ». Αλλά εκείνοι έκαμαν υπομονή μέσα στο λιοπύρι, λέγοντας: « Δεν φεύγουμε, αν δεν μας κάμη τη χάρη ο γέρων να μας δεχθή ». Ο δε γέρων, βλέποντας την ταπείνωση και την υπομονή του Αββά Ποιμένος, κατανύχθηκε και τους άνοιξε. Μπήκαν λοιπόν και έφαγαν μαζί του. Ενώ δε έτρωγαν, έλεγε: « Αληθινά, δεν είναι μόνο ό,τι άκουσα για σας, αλλά εκατονταπλάσια είδα στη συμπεριφορά σας ». Και έγινε φίλος τους από εκείνη τη μέρα.
ε'. Θέλησε κάποτε ο άρχων της χώρας εκείνης να δή τον Αββά Ποιμένα και δεν ήθελε ο γέρων. Τότε, με πρόφαση ότι ήταν κακοποιός, έπιασε τον γυιό της αδελφής του και τον έρριξε στη φυλακή, λέγοντας: « θα τον απολύσω όταν έλθη ο γέρων και παρακάλεση γ’ αυτόν ». Και ήλθε η αδελφή του κλαίοντας μπροστά στη θύρα. Αυτός όμως δεν της αποκρινόταν. Εκείνη δε τον κατηγορούσε, λέγοντας: « Σκληρόκαρδε, λυπήσου με, μονάκριβο τον έχω ». Και εκείνος έστειλε και της εμήνυσε : « Ο Ποιμήν παιδιά δεν έκαμε ». Και έτσι έφυγε. Ακούοντας το ο άρχων, του εμήνυσε: « Έστω και με απλό σου πρόσταγμα, τον αφήνω ελεύθερο ». Αλλά ο γέρων του αντιμήνυσε, λέγοντας: « Εξέτασε σύμφωνα με τους νόμους. Και αν είναι άξιος θανάτου, ας πεθάνη. Αν όχι, κάμε όπως θέλεις ». Ο δε άρχων, αφού το άκουσε, τότε τον άφησε ελεύθερο.
στ'. Έπεσε σε αμαρτία κάποτε ένας αδελφός, σε Κοινόβιο. Ήταν δε σ’ εκείνους τους τόπους ένας αναχωρητής. Και για πολύ καιρό, δεν πρόβαλε. Πήγε δε ο Αββάς του Κοινοβίου στον γέροντα και του ανέφερε για τον πεσμένο. Και εκείνος είπε: « Να τον διώξετε ». Βγήκε λοιπόν ο αδελφός από το Κοινόβιο, εισήλθε σε χαράδρα και έκλαιε εκεί. Έτυχε δε να περάσουν από εκεί κάποιοι αδελφοί, πηγαίνοντας στον Αββά Ποιμένα και άκουσαν τον αδελφό να κλαίη. Και πλησιάζοντας τον, τον βρήκαν σε θλιβερό κατάντημα. Και του ζήτησαν να τον πάνε στον γέροντα. Και δεν ήθελε, λέγοντας « Εδώ εγώ θα πεθάνω ». Φτάνοντας δε στον Αββά Ποιμένα, του το διηγήθηκαν. Τους παρακάλεσε και τους έστειλε, λέγοντας: « Πέστε του ότι ο Αββάς Ποιμήν σε φωνάζει ». Και ήλθε σ’ αυτόν ο αδελφός. Βλέποντας τον δε ο γέρων θλιμμένο, σηκώθηκε και τον ασπάστηκε. Και μιλώντας του χαρωπά, τον παρακάλεσε να φάγη. Έστειλε δε ο Αββάς Ποιμήν έναν από τους αδελφούς του στον αναχωρητή, λέγοντας: « Από πολλά χρόνια επιθυμούσα να σε δώ, ακούοντας τα σχετικά με σένα. Και από οκνηρία και των δυο μας δεν συναντηθήκαμε. Τώρα λοιπόν, μια και το θέλει ο Θεός και υπάρχει αιτία, κόπιασε έως εδώ, να ιδωθούμε ». Και συνήθιζε να μη βγαίνη από το κελλί του. Και ακούοντας, έλεγε: « Αν ο Θεός δεν πληροφόρησε στην καρδιά του τον γέροντα, δεν θα μου μηνούσε ».
Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε σ’ αυτόν. Και αφού ασπάσθηκαν ο ένας τον άλλο με χαρά, κάθισαν. Του είπε δε ο Αββάς Ποιμήν: « Δυο άνθρωποι ήταν σ' ένα τόπο και είχαν και οι δυο νεκρούς. Άφησε δε ο ένας τον δικό του νεκρό και πήγε να κλάψη τον νεκρό του άλλου ». Ακούοντας δε ο γέρων, κατανύχθηκε απ’ αυτά τα λόγια και θυμήθηκε τι έκαμε και είπε: « Ποιμήν, είσαι πολύ ψηλά στον ουρανό, ενώ εγώ είμαι πολύ χαμηλά στη γη ».
ζ΄. Πήγαν κάποτε γέροντες πολλοί στον Αββά Ποιμένα. Και να, ένας συγγενής του Αββά Ποιμένος είχε παιδί και το πρόσωπο του, από ενέργεια του πονηρού, στράφηκε προς τα πίσω. Και βλέποντας ο πατέρας του το πλήθος των γερόντων, πήρε το παιδί και καθόταν έξω από το Μοναστήρι κλαίοντας. Έτυχε δε κάποιος γέρων να βγή. Και βλέποντας τον, του λέγει: « Τί κλαις, άνθρωπέ μου ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε: « Συγγενής είμαι του Αββά Ποιμένος. Και να, συνέβη στο παιδί μου αυτός ο πειρασμός. Και θέλοντας στον γέροντα να το φέρουμε, φοβηθήκαμε. Γιατί δεν θέλει να μας δή. Τώρα λοιπόν, αν μάθη ότι εδώ είμαι, στέλνει και με διώχνει. Αλλά εγώ, βλέποντας τη δική σας παρουσία, τόλμησα να έλθω. Λυπήσου με λοιπόν, Αββά, αν θέλης και πάρε το παιδί μέσα και προσευχηθήτε γι' αυτό». Πήρε ο γέρων το παιδί, μπήκε και χρησιμοποίησε φρόνιμο τρόπο. Ήγουν δεν το παρουσίασε ευθύς στον Αββά Ποιμένα. Αλλά, αρχίζοντας από τους νεωτέρους αδελφούς, έλεγε: « Σταυρώστε το παιδί ».
Αφού δε τους έβαλε όλους να σταυρώσουν το παιδί ο ένας μετά τον άλλο, το έφερε υστέρα στον Αββά Ποιμένα. Αυτός όμως δεν ήθελε να το πλησιάση. Οι άλλοι, ωστόσο, τον παρακαλούσαν, λέγοντας: « Ό,τι όλοι, κάμε και σύ, πάτερ ». Στέναξε τότε, σηκώθηκε και προσευχήθηκε, λέγοντας: « Θεέ μου, κάμε καλά το πλάσμα σου, για να μή κυριευθή από τον εχθρό ». Και αφού το σταύρωσε, ευθύς το θεράπευσε και το γύρισε στον πατέρα του έχοντας την υγεία του.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Του Αββά Ολυμπίου
α΄. Είπε ο Αββάς Ολύμπιος: « Κατέβηκε κάποτε ένας ιερεύς των ειδωλολατρών σε Σκήτη και ήλθε στο κελλί μου και κοιμήθηκε. Και βλέποντας τη διαγωγή των μοναχών, μου λέγει: Έτσι ζώντας, τίποτε δεν σας φανερώνει ο Θεός σας; Και του λέγω: Τίποτε. Και μου λέγει: Και όμως εμάς, όταν ιερουργούμε στον θεό μας, τίποτε δεν κρύβει, αλλά μας αποκαλύπτει τα μυστήρια του. Ενώ σείς, τόσους κόπους κάνοντας, αγρυπνίες, ησυχίες και ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε; Οπωσδήποτε λοιπόν, αν τίποτε δεν βλέπετε, λογισμούς αμαρτωλούς έχετε στις καρδιές σας και αυτοί σας χωρίζουν από τον Θεό σας. Έτσι, δεν σας αποκαλύπτονται τα μυστήρια του. Και πήγα και ανέφερα στους γέροντες τα λόγια του ιερέως. Και θαύμασαν και είπαν, ότι έτσι είναι. Γιατί οι ακάθαρτοι λογισμοί χωρίζουν τον Θεό από τον άνθρωπο ».
β΄. Ο Αββάς Ολύμπιος των Κελλιών πολεμήθηκε από πειρασμό σαρκικής αμαρτίας. Και του λέγει ο λογισμός: « Πήγαινε, πάρε γυναίκα ». Σηκώθηκε λοιπόν, έφτιαξε πηλό και έπλασε μια γυναίκα. Και λέγει μέσα του: « Να η γυναίκα σου. Πρέπει λοιπόν να εργάζεσαι πολύ για να τη θρέψης ». Και εργαζόταν με πολύ κόπο. Και άλλη φορά, πάλι φτιάχνοντας πηλό, έπλασε για τον εαυτό του θυγατέρα. Και λέγει στον λογισμό του: « Γέννησε η γυναίκα σου. Πρέπει πιο πολύ να εργάζεσαι, για να μπορέσης να θρέψης και να ντύσης το παιδί σου ». Και έτσι κάνοντας, μάρανε τον εαυτό του. Και λέγει στον λογισμό: « Δεν αντέχω άλλο στον κόπο ». Και είπε: « Αν δεν αντέχης στον κόπο, μήτε γυναίκα να ζητήσης ». Και βλέποντας ο Θεός τον κόπο του, του σταμάτησε τον πειρασμό και αναπαύτηκε.
Του Αββά Ορσισίου
α΄. Είπε ο Αββάς Ορσίσιος : « Πλιθάρι άψητο, αν το βάλης σε θεμέλιο κοντά σε ποτάμι, δεν αντέχει ούτε μια μέρα. Ψημμένο όμως, μένει σαν την πέτρα. Έτσι και ο άνθρωπος όπου έχει σαρκικό φρόνημα και δεν πέρασε, σαν τον Ιωσήφ, από τη φωτιά του φόβου του Θεού, διαλύεται όταν αναλάβη εξουσία. Γιατί πολλοί είναι οι πειρασμοί στους τέτοιους, όταν βρίσκωνται ανάμεσα σε ανθρώπους. Και είναι καλό, ξέροντας τινάς έως που φθάνουν οι δυνάμεις του, να αποφεύγη το βάρος της εξουσίας. Όσοι όμως στηρίζονται στην πίστη, είναι αμετακίνητοι. Γι’ αυτόν λοιπόν τον αγιώτατο Ιωσήφ αν θελήση τινάς να μιλήση, θα πη, ότι δεν ήταν επίγειος. Πόσους πειρασμούς πέρασε και σε τί χώρα, οπού δεν υπήρχε τότε ίχνος θεοσεβείας ! Αλλά ο Θεός των πατέρων του ήταν μαζί του και τον έβγαλε από κάθε θλίψη και τώρα βρίσκεται μαζί με τους πατέρες του στη βασιλεία των ουρανών. Και εμείς λοιπόν, έχοντας επίγνωση των δυνάμεών μας, ας αγωνισθούμε. Γιατί μόλις έτσι θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε την κρίση του Θεού ».
β'. Είπε πάλι: « Πιστεύω ότι αν τινάς δεν φυλάξη την καρδιά του καλά, όλα όσα άκουσε τα ξεχνά και αμελεί. Και έτσι ο εχθρός, βρίσκοντας τόπο σ’ αυτόν, τον καταβάλλει. Το λυχνάρι οπού ετοιμάσαμε και φωτίζει, αν δεν του βάλουμε, από αμέλεια, λάδι, σβήνεται σιγά - σιγά και το σκοτάδι γίνεται πιο δυνατό γύρω του. Και όχι μόνο αυτό. Μπορεί να συμβή και άλλο: Ένα ποντίκι, κινούμενο γύρω του και ζητώντας να καταφάγη το φυτίλι, δεν μπορεί να κάμη τίποτε πριν σωθή το λάδι. Όταν όμως δη ότι όχι μόνο φως δεν έχει αλλά ούτε και τη ζέστη της φωτιάς, τότε, θέλοντας να αποσπάση το φυτίλι, ρίχνει κάτω και το λυχνάρι. Και αν μεν είναι οστράκινο, γίνεται κομμάτια. Αν δε τύχη να είναι χάλκινο, το ξαναβάζει στη θέση του ο νοικοκύρης. Έτσι και με τη ψυχή όπου αμελεί. Το Άγιο Πνεύμα υποχωρεί, έως ότου οριστικά σβήση η φλόγα. Και τότε, ο εχθρός, αφού καταφάγη την προθυμία της ψυχής, αφανίζει και το σώμα με την αμαρτία. Αν όμως είναι άνθρωπος οπού έχει καλή προαίρεση απέναντι του Θεού και απλώς παρασύρθηκε σε αμέλεια, ο Θεός, σπλαχνικός όντας, τον φέρνει στον φόβο του και στην μνήμη των αιωνίων βασάνων, έτσι δε, τον κάνει να νήφη και να φυλάγεται από εκεί και πέρα με ασφάλεια πολλή, έως την ημέρα της επισκέψεως του.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

Οι δύο σέχοι

Κάποτε δύο σέχοι (αρχηγοί μουσουλμανικών φυλών και μάγοι) από το Χατζή–Πεχτές επισκέφθηκαν τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη (1840-1924).

Ο άγιος τους δέχθηκε με καλωσύνη και τους πρόσφερε καφέ. Οι σέχοι όμως άρχισαν κάτι ανόητες και συγκεχυμένες ερωτήσεις, που του έφερναν πονοκέφαλο. Για ν’ απαλλαγή, τους είπε:

- Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου.

Εκείνοι δεν κατάλαβαν και του είπαν:

- Παπάς Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαϊμαλί) και άμα το φορέσης, σ’ όλη σου τη ζωή δεν θα σου πονέση το κεφάλι!

Ο όσιος τους απάντησε αυστηρά:

- Έχω μεγαλύτερη δύναμι από τη δική σας και μπορώ να σας κάνω με τη δύναμι του Χριστού να μη κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που κάθεσθε.

Τους άφησε αμέσως και πήγε δίπλα στο κελλί του.

Όταν αποτελείωσαν τον καφέ τους οι σέχοι και θέλησαν να φύγουν, με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τον τόπο που κάθονταν, γιατί ένιωθαν να είναι δεμένοι μ’ ένα αόρατο δέσιμο! Αναγκάσθηκαν τότε να φωνάξουν τον άγιο Αρσένιο, για να τους λύση. Εκείνος πήγε αμέσως, αλλά δεν τους μίλησε. Μόνο νόημα τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους.

Οι σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγχώρησι:

- Παπάς Εφέντης, συγχώρα μας. Η δύναμις σου είναι μεγάλη, γιατί την παίρνεις από τη μεγάλη σου πίστι! Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε.

(Αρσένιος ο Καππαδόκης)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 168-169)

«Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά,
διότι αυτοί θα δουν το Θεό».

                                                     (Ματθ. ε΄8)

 

«Ο Κύριος δια του Προφήτου Ησαΐου παρήγγελε

στους Ιουδαίους να λουστούν και να καθαριστούν

πρώτα για να διαλλαγεί μαζί τους.

Ώστε μόνο με τους καθαρούς στην καρδιά διαλλέγεται

το θείο και σε αυτούς εμφανίζεται και κατοικεί».

(Αγίου Νεκταρίου,
Επιστολή προς την Γερόντισσα Ξένη,
35 Ποιμ. Επιστολές, σ. 98)

     Αυτό που λείπει πάρα πολύ στις μέρες μας είναι άνθρωποι φωτεινοί, χαρούμενοι, ελπιδοφόροι. Όλοι μας έχουμε ανάγκη να έχουμε γύρω μας τέτοιους ανθρώπους. Είναι για μας στήριγμα και πηγή δύναμης και αισιοδοξίας. Αντίθετα όμως περιτριγυριζόμαστε συνήθως από ανθρώπους θαμπούς, μουντούς, θυμωμένους, αγχωμένους και απελπισμένους. Κι όμως, ο Χριστός άλλα μας κάλεσε να κάνουμε! « Χαίρετε» είπε ο Αναστημένος Χριστός στις Μυροφόρες μόλις βγήκε από τον Τάφο. « Μη φοβείσθε, αλλά χαίρετε» ( Ματθ. κη΄,9-10) Άρα λοιπόν η Ανάσταση του Χριστού γίνεται για τον άνθρωπο η πηγή της χαράς του και κάθε ευλογίας.
    Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως δε γίνεται να είμαστε αληθινά χαρούμενοι όταν έχουμε απομακρυνθεί ή αποκοπεί από το Χριστό! Αυτός είναι η Πηγή όλων των αγαθών! Αν θέλουμε να διώξουμε το σκοτάδι από μέσα μας, τη λύπη, το φόβο, την απόγνωση και ό,τι άλλο μας βαραίνει και μας φθείρει ας τρέξουμε στο Ζωοδότη και Ψυχοσώστη Χριστό! Η ψυχή μας δεν φτιάχτηκε για να είναι κοινωνός της λύπης αλλά για να είναι κοινωνός της χαράς… δηλαδή του Χριστού! Και όταν δεν υπάρχει αυτή η κοινωνία τότε επέρχονται όλα τα δεινά πάνω της και μαραζώνει και φοβάται και θλίβεται γιατί την αποσυνδέσαμε από τον τροφοδότη της, από το Δημιουργό της! Όταν ο Χριστός αποχαιρετούσε τους μαθητές Του τους είπε πως τώρα νιώθουν λύπη αλλά σύντομα, όταν εμφανισθεί σ’ αυτούς ξανά, όχι μόνο μετά την Ανάσταση αλλά κυρίως όταν δια της νέας ζωής και κοινωνίας μαζί Του θα τον αισθάνονται ενωμένο μαζί τους, θα χαρεί η καρδιά τους και αυτή τη χαρά δεν θα μπορεί κανείς να την πάρει αλλά θα είναι παντοτινή και διαρκής! ( Ιω. ιστ΄22)
     «Εγώ ειμί ο Ων» δηλαδή « Εγώ είμαι εκείνος που είμαι» είπε ο Θεός στον Μωυσή. ( Έξοδος 3,14) Μας φανέρωσε έτσι ότι δεν είναι μια δύναμη αόριστη που κατευθύνει τον κόσμο από μακριά αλλά ότι είναι πρόσωπο, είναι Πατέρας γεμάτος στοργή και αγάπη για τα παιδιά του. Είναι παντού και πάντα κοντά μας. Ας ανασκουμπωθούμε λοιπόν, ας αναλογιστούμε λίγο τη ζωή μας και ας επαναπροσδιόρισουμε τη σχέση μας με το Θεό. Αν δούμε ότι απουσιάζει εντελώς τότε θα καταλάβουμε γιατί τόσο καιρό ζούμε μέσα στη θλίψη, το φόβο και την αγωνία. Αν διαπιστώσουμε ότι οι σχέσεις μας μαζί Του είναι τυπικές, είναι καιρός να γίνουν ουσιαστικές. Εκείνος μας περιμένει υπομονετικά όλους κοντά Του να μας προσφέρει απλόχερα όλα Του τα ελέη! Χωρίς τη χαρά του Χριστού μπορούμε να πνιγούμε ακόμα και σε μια κουταλιά νερό, με τη χαρά του Χριστού όμως μπορούμε να υπερβούμε και τα πιο απαιτητικά εμπόδια! (Α.Κ.Β)

    Ένας άνθρωπος που εγκαταλείπει την οικογένεια του επειδή ερωτεύτηκε και θέλει να ζήσει τον έρωτα του, ένας άνθρωπος που υποχωρεί και υποκύπτει στα πάθη του, ένας άνθρωπος που παρασύρεται από τις ορέξεις και τις επιθυμίες του φαινομενικά μπορεί να δείχνουν ευτυχισμένοι και πολλοί να τους ζηλεύουν αλλά στην πραγματικότητα υπονομεύουν τη ζωή τους και το μέλλον τους διακινδυνεύοντας να χάσουν για πάντα την ψυχή τους αν δεν μετανοήσουν. Κάθε φορά που χάνουμε μια μάχη με τα πάθη μας δίνουμε πόντο στο διάβολο και έδαφος να διεισδύσει πιο πολύ στη ζωή μας. Αν δεν προσέξουμε, αν δεν αντισταθούμε, μπορεί στο τέλος αυτός να μας ελέγχει και να μας κυβερνά.
    Πολλοί άνθρωποι ζουν μέσα στην πλάνη της ψεύτικης ευτυχίας που υπόσχεται ο αντίθεος και έτσι χάνουν τις ευκαιρίες της αληθινής ευτυχίας που προσφέρει ο Θεός. Ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο για να αντιμετωπίσουμε τα πάθη μας και όχι να συμφιλιωθούμε με αυτά. Αν συνθηκολογήσουμε μαζί τους θα καταντήσουμε ταλαίπωρα, ρημαγμένα, δυστυχισμένα ανθρωπάκια χωρίς ψυχή. Θα γίνουμε δηλαδή αυτό που επιθυμεί ο διάβολος… θύματα του. Αν όμως δε θέλουμε να γίνει αυτό ας αναλάβουμε δράση, ας αγωνιστούμε ενάντια στα πάθη μας γιατί αυτά είναι που μας χωρίζουν και μας απομακρύνουν από το Θεό. Και αν ζητήσουμε τη βοήθεια Του είναι βέβαιο πως θα μας τη δώσει γιατί μας το υποσχέθηκε (‘Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν’ ). (Λουκ. ια΄, 9-10 ) και γιατί ξέρει πως μόνο με τη Χάρη Του μπορούμε να τα καταφέρουμε. Ο Χριστός με την Ανάσταση Του άλλωστε μας εξασφάλισε αυτή τη δυνατότητα!
     Στην ουσία πρόκειται τελικά για έναν αγώνα επικράτησης του καλού και του κακού, του Θεού και του διαβόλου… μόνο που τον διάβολο τον έχει ήδη νικήσει ο Χριστός. Αυτό που τώρα καλούμαστε να κάνουμε εμείς είναι να νικήσουμε κι εμείς το διάβολο για το Χριστό… με το Χριστό. Άρα οι νίκες μας είναι εξασφαλισμένες! Ας σκεφτούμε λοιπόν ποιον από τους δυο θέλουμε να ευαρεστούμε; Σε ποιον να δίνουμε τους πόντους; Κι αν χάνουμε καμιά φορά δεν πειράζει, αρκεί να έχουμε πάντα τη διάθεση να αγωνιζόμαστε εν Χριστώ για το Χριστό! Χρειάζεται θάρρος και αποφασιστικότητα αλλά κυρίως πόθο… πόθο για το Χριστό. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο … αιώνια μαζί Του στη Βασιλεία Του ή αιώνια με το διάβολο στην κόλασή του; (Α.Κ.Β)

      Ήμασταν στην άκρη του γκρεμού και φωνάζαμε για βοήθεια… γύρω μας άνθρωποι πολλοί μα κανένας δεν μας άκουγε, κι αν μας άκουγε δεν μας καταλάβαινε, κι αν μας καταλάβαινε δεν μας άπλωνε το χέρι… Κραυγάζαμε για βοήθεια και κει που δεν είχαμε άλλη δύναμη, εμφανίστηκε το Άγιο Χέρι του Θεού, μας κράτησε, μας αγκάλιασε και μας έκανε δικούς Του! Μας έδωσε την Αγάπη Του και μας τοποθέτησε στην ‘αγία ποίμνη’ Του, την Εκκλησία. Τώρα νιώθουμε αναπαυμένοι, όπως μας υποσχέθηκε, αντρειωμένοι και δυνατοί!... Ωραία! Και τώρα τί; Τα δικά μας χέρια πού είναι; Στις τσέπες μας; Είμαστε χριστιανοί… Θαυμάσια! Θα μοιάσουμε στο Χριστό; Θα απλώσουμε τα δικά μας χέρια στον αδελφό; Θα θυσιάσουμε γι’ αυτόν τη ζωή μας, τις επιθυμίες μας, το δίκιο μας, τις συνήθειες μας; Είμαστε στην Εκκλησία. Θα αναπαυόμαστε μόνο ή και θα αναπαύουμε; Δίπλα μας ο αδελφός μας είναι μόνος του, άνεργος, λυπημένος, κοντεύει να τρελαθεί. Θα πάμε να του μιλήσουμε ή θα κάνουμε τους αδιάφορους; ‘ Θα τον βοηθήσει ο Χριστός!’ Ναι, φυσικά θα τον βοηθήσει όπως ο Καλός Σαμαρείτης βοήθησε τον πληγωμένο άνθρωπο. Κι εμείς; Θα είμαστε όπως ο ιερέας και ο Λευίτης της παραβολής; ( Λουκ. ι΄,25-37) Θα δούμε τον αδελφό μας και θα φύγουμε;
     Πηγαίνουμε στην εκκλησία από τις 7 το πρωί, κάθε Κυριακή. Έχουμε μάθει απέξω το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς. Είμαστε ελεήμονες και καλοί χριστιανοί. Έχουμε και ονόματα των αδελφών μας και προσευχόμαστε γι’ αυτούς. Όμως, ας σκεφτούμε λίγο… τους αγαπάμε; Θυσιαζόμαστε γι’ αυτούς; Διαβάζουμε τους Πατέρες της Εκκλησίας, το Γεροντικό, τους Κανόνες και είμαστε σε φοβερό επίπεδο γνώσης! Και μαθαίνουμε ότι ο αδελφός μας μάς κατακρίνει. Ξεχνάμε ό,τι έχουμε διαβάσει και πάμε να τον εξευτελίσουμε και να τον βάλουμε στη θέση του ή παίρνουν αξία όσα έχουμε μελετήσει και αυτόν που μας συκοφάντησε τον βάζουμε στην καρδιά μας και στην προσευχή μας; Είμαστε κραταιοί στην πίστη, ακλόνητοι και θαρραλέοι. Δίπλα μας ο αδελφός μας φοβάται κάποια πράγματα… τί κάνουμε; Τον κόβουμε από αδελφό; Τον χλευάζουμε ή μένουμε κοντά του σιωπηλοί με την πιο θερμή μας προσευχή και την πιο θερμή μας αγάπη; να αγωνίζεται. Το να είμαστε στην Εκκλησία του Χριστού, να είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί, είναι τεράστια τιμή και προνόμιο και δώρο από το Χριστό! Είναι όμως και μεγάλη ευθύνη!
    Έχω γνωρίσει αδελφούς που έχουν χρησιμοποιήσει το Χριστό για να ανέλθουν κοινωνικά, να τους θαυμάζουν οι άνθρωποι και ο εαυτός τους, να προοδεύουν αλλά και να υποτιμούν τους υπόλοιπους και ξαφνικά να ξεφουσκώνουν και να γκρεμοτσακίζονται! Γνωρίζω κι άλλους που αξιοποιούν όση Χάρη τους δίνει ο Χριστός στην αγάπη των αδελφών, με τον τρόπο που ο ίδιος ο Κύριος τους διδάσκει και αυτοί μπορεί να μη φαίνονται τόσο ατσαλάκωτοι και σπουδαίοι αλλά θυσιάζοντας τη δική τους προκοπή, χαίρονται με την πρόοδο των αδελφών τους, χωρίς να περιμένουν και να ζητάνε τίποτα άλλο παρά μόνο να τους δίνει κι άλλη αγάπη ο Χριστός για να μπορούν να την προσφέρουν. Άλλωστε και οι προσευχές και τα βιβλία και το Αίμα του Χριστού μας, όλα για τους αδελφούς μας δόθηκαν. Γιατί μέσα στους αδελφούς μας ζει ο Χριστός!(Κ.Δ.Κ)

95. «Από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. α΄ 48).
Η Παρθένος εδώ προφητεύει για τον εαυτό της. Αυτό που για μας σήμερα φαίνεται φυσικό, για την Θεοτόκο ήταν θέμα αποκαλύψεως. Το Άγιο Πνεύμα έσυρε το πέπλο της ιστορίας και έδειξε στην Θεοτόκο την προσωπική της τύχη. «Μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» του μέλλοντος. Εκείνη που έμελλε να γίνη Μητέρα του Υιού του Θεού θα γινόταν ταυτόχρονα και το πιο σημαντικό πρόσωπο όλων των γενεών. Αυτή που θα έδινε την ανθρώπινη φύσι στον Υιό και Λόγο του Θεού, έμελλε να πάρη απ Αυτόν —σαν μια αντίδοσι ιδιωμάτων— υπερχρονική τιμή και δόξα.
Όταν κανείς μπαίνει στον κόσμο του Θεού, η ύπαρξίς του διευρύνεται. Ο Άβραμ όταν συνέδεσε την τύχη του με τον Θεό έγινε Α β ρ α ά μ· από αρχηγός δηλαδή μιας οικογένειας, έγινε γενάρχης και πατριάρχης πολλών λαών: «ιδού η διαθήκη μου μετά σου, και έση πατήρ πλήθους εθνών» (Γεν. ιζ' 4 εξ.). Όποιος, μπαίνει στον κύκλο του Θεού, μπαίνει στον κύκλο της αιωνιότητος. «Το έλαττον από του κρείττονος ευλογείται» (Εβρ. ζ' 7) . Όταν το μηδέν μπαίνει κοντά στην μονάδα, χάνει την μηδαμινότητά του και αποκτά μεγάλη αξία. Εκείνη που αξιώθηκε να γίνη Νύμφη και Μητέρα του Νυμφίου Χριστού, πήρε την πρώτη θέσι κοντά στην Τριαδική Μονάδα.
Ο χριστιανός δεν είναι παρά ένα από τα πολλά μηδενικά που βρίσκονται πίσω από την Τριαδική Μονάδα. Μέσα στον πολυψήφιο αυτό αριθμό ο άνθρωπος αποκτά τρισμέγιστη αξία. Έξω όμως απ’ αυτόν παραμένει ένα άχρηστο μηδενικό...


96. «Εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός» (Λουκ. α΄ 49).
Η δοξολογική προσευχή αναφέρεται συνήθως στα μεγάλα και θαυμαστά έργα της δημιουργίας, η θεώρησις των οποίων προκαλεί στον άνθρωπο τον ύμνο και την δοξολογία του Δημιουργού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δοξολογικοί ψαλμοί. Σχεδόν όλοι αναφέρονται στα μεγαλειώδη έργα της Δημιουργίας και προσφέρονται σε Εκείνον που «εποίησε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς» (Ψαλμ. 145, 6) και ο Οποίος «πάντα όσο ηθέλησεν εποίησεν εν τω ουρανώ και εν τη γη» (Ψαλμ. 134, 6) .
Στην περίπτωσι όμως της Παρθένου ο δοξολογικός ύμνος της αναφέρεται σε όσα εποίησε ο Θεός σε μια ύπαρξη του μικροκόσμου, δηλαδή στην Θεοτόκο. Πρόκειται βέβαια για τη σύλληψι, την κυοφορία και την μέλλουσα γέννησι του Υιού του Θεού. Τα έργα αυτά που συνδέονται με το σχέδιο της ενσαρκώσεως του Θεού είναι πιο μεγαλειώδη από εκείνα που αναφέρονται στον άψυχο μακρόκοσμο.
Τη μεγαλειώδη διαδικασία της Ενσαρκώσεως του Θεού η Παρθένος αποδίδει στην παντοδυναμία και την αγιότητα του Δημιουργού. Η παντοδυναμία του υπερνικά την τάξι της φύσεως (παρθενογέννησις) και η αγιότης του διατηρεί την αγιότητα και την ακεραιότητα της Θεοτόκου (αειπαρθενία) σε όλες τις φάσεις της εφαρμογής του θείου αυτού σχεδίου.
Ο πιστός της Π. Διαθήκης έβλεπε τα «έργα των δακτύλων» του Δημιουργού (Ψαλμ. 8, 4) στον μακρόκοσμο και δοξολογούσε τον Κύριο. Οι πιστοί της Κ. Διαθήκης αρχίζουν να βλέπουν τα μεγαλεία του Θεού στον μικρόκοσμο, τον άνθρωπο. Πρώτη επισημαίνει την αλλαγή η Θεοτόκος. Είναι η πρώτη θεολόγος και ποιήτρια της Κ. Διαθήκης. Ο πρώτος ψαλμωδός και υμνογράφος της Εκκλησίας. Η Παρθένος Μαρία ήταν ποίημα και δημιούργημα της παντοδυναμίας και της αγιότητος του Θεού. Η παναγία μορφή και η ζωή της έμελλε ν' αποτελέσουν το ωραιότερο ποίημα της ανθρωπότητος.

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.122-123 )

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Μαξίμου του Ομολογητού:
Ο Θεός, καθώς λέει η Γραφή, είναι ήλιος δικαιοσύνης, που με τις ακτίνες της καλοσύνης Του ομορφαίνει το σύμπαν. Η ψυχή πάλι, ανάλογα με την προαίρεσή της, γίνεται ή κερί, σαν φιλόθεη, ή πηλός, σαν φιλόϋλη.Όπως λοιπόν ο πηλός όταν εκτεθεί στον ήλιο ξεραίνεται και το κερί μαλακώνει, το ίδιο κι η ψυχή. Εκείνη που είναι δοσμένη στα εγκόσμια και υλικά, όταν έρθει σ’ επαφή με τον Θεό σκληραίνεται σαν τον Φαραώ και χάνει κάθε ελπίδα σωτηρίας. Η φιλόθεη ψυχή όμως όταν εκτεθεί στις φλογερές ακτίνες της θείας αγάπης απαλύνεται, αποτυπώνει τους χαρακτήρες των Αγίων και γίνεται κατοικία Θεού. Έτσι, στην φυσική «κατ’ εικόνα» ομορφιά προσθέτει και την «καθ’ όμοίωσιν».


ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ οι συνασκητές του για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό πως ο νους του πολύ συχνά σταματούσε σε πνευματική θεωρία και την ώρα ακόμη που ήταν απασχολημένος με το εργόχειρό του.
Μια μέρα έπλεξε ψαθί για δυό ζεμπίλια και το έραψε σε ένα. Το κατάλαβε πια όταν πήγε να το κρεμάσει στην θέση του.
Άλλοτε πάλι πέρασε από το κελλί του ένας αδελφός να πάρει στην αγορά τα ζεμπίλια του Γέροντα. Εκείνος πήγε μέσα να τα φέρει αλλά, απορροφημένος στις σκέψεις του καθώς ήταν, λησμόνησε και κάθισε στο πλεξιμό του. Βλέποντας πως αργούσε, ο αδελφός χτύπησε πάλι την πόρτα.
Όταν βγήκε ο Γέροντας, του θύμισε τα ζεμπίλια. Μπήκε εκείνος να τα φέρει, μα πάλι τα ξέχασε. Για τρίτη φορά λοιπόν αναγκάστηκε να χτυπήσει ο αδελφός.
- Τί ζητάς, παιδί μου; ρώτησε προβάλλοντας πάλι στην πόρτα ο Όσιος.
- Τα ζεμπίλια, Αββά.
Ο Γέροντας τότε τον πήρε από το χέρι και τον έφερε μέσα.
- Αν ήρθες για ζεμπίλια, του είπε, να, εδώ είναι. Πάρε όσα σου χρειάζονται, γιατί εγώ δεν ευκαιρώ.


ΝΕΟΣ ΑΚΟΜΗ και αρχάριος στην μοναχική ζωή ο Αββάς Ισαάκ, πήγε μια μέρα στον Όσιο Ποιμένα. Ενώ συνομιλούσαν, ακούστηκε να λαλεί κάποιος πετεινός.
- Υπάρχουν και πετεινοί σ’ αυτήν εδώ την έρημο; διέκοψε την πνευματική συζήτηση, για να ρωτήσει παραξενεμένος.
- Μην μ’ εξαναγκάζεις να σου πω αυτά που δεν θέλω, Ισαάκ, του είπε στενοχωρημένος ο Όσιος. Τέτοιες φωνές ακούνε μόνο εκείνοι που έχουν σκορπισμένο τον νου τους στα γήινα. Όσοι όμως τον προσηλώνουν στον Θεό, δεν ακούνε τίποτε.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 157-158)

" Ν' αποχωρισθείς από την πεθερά σου "
Ο Γέροντας καθοδηγούσε τα πνευματικά του τέκνα, μερικές φορές με τρόπο οδυνηρό, εφόσον το έκρινε πνευματικώς αναγκαίο. Σε μία πνευματική του θυγατέρα, που μόλις είχε πεθάνει ο άντρας της, της είπε : " Τώρα πρέπει ν' αποχωριστείς από την πεθερά σου. Αφού έχει κι άλλα παιδιά, να την αφήσεις να ζεις με ένα παιδί της. Διότι, αν ζήσετε μαζί, βλέπω ότι από την πίκρα της, θα στρέψει τα παιδιά σου και εναντίον σου. Οπότε κι εκείνη θα αμαρτήσει πολύ και θα βάλει σε πνευματικό κίνδυνο την ψυχή τη δική σου και των παιδιών σου και θα αναγκαστείς στο τέλος να τη διώξεις με φιλονικία. Ενώ τώρα, αν φύγει με καλό, θα στεναχωρηθείς λιγότερο, κι εσύ και εκείνη. Να την βοηθάς από μακριά, όσο μπορείς, και οικονομικά και προπάντων με την προσευχή σου. Εμείς οι ιερείς έχουν αποστολή να φέρνουμε τους ανθρώπους κοντά, όταν όμως αυτό δημιουργεί πνευματική ζημιά, ο χωρισμός είναι το μικρότερο κακό ". Η πνευματική του θυγατέρα εφήρμοσε εγκαίρως τις συμβουλές του, που σύντομα επιβεβαιώθηκαν από τα γεγονότα. Επρόκειτο, βέββαια, όχι για γενική, αλλά για ειδική συμβουλή.
[Γ 261π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 335-336)

katafigioti

lifecoaching