ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος
Δευτέρα: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.15-2 μ. & 8.45 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.15-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.15 -2 μ.
Σάββατο: 12.15-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.30-9 βράδυ
π. Γεώργιος
Τετάρτη απόγευμα & καθημερινές πριν και μετά τις Ιερές Ακολουθίες

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Εβδομήκοντα χρόνια
δίχως γηρατειά!
Στα μαλλιά τα χιόνια
στην καρδιά φωτιά.   
(Γ. Δροσίνης «Φωτερά Σκοτάδια»)

                    ***

Όταν ο Διογένης γέρασε, οι φίλοι του τον παρότρυναν να μην εργάζεται σε τέτοια ηλικία. Εκείνος όμως διαφωνούσε και έλεγε ότι ο δρομέας, όταν πλησιάζει στο τέλος της διαδρομής, δεν σταματά, αλλά τουναντίον εντείνει τις δυνάμεις του και την προσπάθεια του.

                    ***

Τα γηρατειά για τον πιστό είναι το Μέγα Σάββατο. Η παραμονή της Λαμπρής. Η προσμονή μιας ένδοξης Ανάστασης. Γι αυτό τα χριστιανικά γηρατειά είναι γηρατειά γαλήνης και προσδοκίας. Και, όταν ακόμα δεν έρχονται ανώδυνα, είναι πάντοτε ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Ετοιμάζουν την καλήν απολογίαν. Και προγεύονται το πασχαλινό δείπνο. (Κωνσταντίνος Κούρκουλας «Σκηνές από το Πάθος»)

                    ***

Η μεγαλοσύνη σε ένα έθνος δεν μετριέται – καθώς είπεν ο ποιητής – με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το πύρωμα και με το αίμα. Και το μεγαλείο μιας ζωής δεν μετριέται με το μήκος της, με την ηλικία της, αλλά με το περιεχόμενο της. «Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον», είπε ο σοφός Σειράχ.

                    ***

Όταν ο ήλιος δύει, ο λαός λέει, ότι ο ήλιος βασιλεύει. Και ο πιστός όταν γερνάει και γέρνει προς τη δύση του πορεύεται σε βασιλεία. Στη Βασιλεία του θεού, αφήνοντας πίσω του φως ιλαρό.

                    ***

Οι γριές όταν μιλούν για τις νέες, ξεχνούν ότι υπήρξαν κι αυτές νέες, οι δε νέες όταν μιλούν για τις γριές, λησμονούν ότι κι αυτές θα γεράσουν.

                    ***

Οι νέοι ζουν με όνειρα. Οι ηλικιωμένοι με αναμνήσεις. Γι αυτούς ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης είπεν:
Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους.
Και στις γειτονιές τις ίδιες
θα γερνάς.
Και εξαρτάται από τους «δρόμους» και τις «γειτονιές» που ο ηλικιωμένος πέρασε, αν θα ισχύσει αυτό που είπεν ο λαός: «Τα στερνά τιμούν τα πρώτα».

                   ***

Τα γηρατειά παρακαλούν:
Θεέ μου,
Εσύ που πάντα στάθηκες μ’ αγάπη στο πλευρό μου,
και που στον κάθε κίνδυνο σε είχα βοηθό μου,
δος μου και τώρα δύναμη, στις μοναξιάς τις ώρες.
Στις ώρες της απόγνωσης και στης ζωής τις μπόρες,
γυρνώντας με τη σκέψη μου στα χρόνια τα παλιά,
να βρώ στην ευσπλαχνία σου γλυκιά παρηγοριά!
Για όλα όσα μου χάρισες να νιώσω ευγνωμοσύνη,
και ν’ αντικρύσω τη ζωή ξανά με εμπιστοσύνη!
Και την αγάπη του Χριστού έχοντας για πυξίδα,
στα χέρια του Σωτήρα μου ν’ αφήσω κάθε ελπίδα.

                  ***

Και τώρα που δερνόμαστε κατάμονοι και γέροι
από το χειμωνιάτικο των συμφορών αγέρι,
τώρα που σέρνομε βαρύ το κλονισμένο βήμα,
προς το γεμάτο σκοτεινιά και μαύρη φρίκη βήμα μνήμα,
τι άλλο μας παρηγορεί παρά η πίστη μόνη,
πως η βουλή Σου στο καλό όλα κατευοδώνει;
Κι είν’ ανακούφιση γλυκιά στων γηρατειών την κλίνη
να λέμε: Πάτερ Άγιε, το θέλημα Σου ας γίνει!
(Κωνσταντίνος Καλλίνικος, «Δάφναι και Μυρσίναι» )

                 ***

(Στάχυα ,Τόμος Α ,Κωνσταντίνος Κούρκουλας)

Θα με βοηθήσετε;

Το 1989, ένας σεισμός 8.2 βαθμών ισοπέδωσε σχεδόν την Αρμενία, σκοτώνοντας πάνω από 30.000 άτομα σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά.

Μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή και το χάος, ένας πατέρας άφησε τη γυναίκα του στο σπίτι κι έτρεξε στο σχολείο όπου βρισκόταν ο γιος του, όπου ανακάλυψε πως το σχολικό κτίριο ήταν ένας σωρός από ερείπια.

Μετά από το αρχικό τραυματικό σοκ, θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στο γιο του: «Ότι και να συμβεί θα είμαι πάντα δίπλα σου!» και τα μάτια του άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα. Καθώς κοιτούσε το σωρό με τα ερείπια κάθε ελπίδα φαινόταν μάταια, αλλά η υπόσχεση που είχε δώσει στο γιο του εξακολούθησε να τον απασχολεί.

Προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη του στη διαδρομή που ακολούθησε ο γιος του για το σχολείο κάθε πρωί. Καθώς θυμήθηκε ότι η τάξη του βρισκόταν στην πίσω δεξιά γωνία του κτιρίου, έτρεξε προς τα εκεί κι άρχισε να σκάβει.

Στο μεταξύ, άρχισαν να καταφθάνουν κι άλλοι απελπισμένοι γονείς, οι οποίοι φώναζαν: «Ο γιος μου!» «Η κόρη μου!» Κάποιοι γονείς, καλοπροαίρετα, προσπάθησαν να τον τραβήξουν πίσω από τα ερείπια λέγοντας του:

«Τελείωσε πια!» «Έχουν σκοτωθεί!» «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!» «Πήγαινε στο σπίτι σου!» «Έλα , αντιμετώπισε την αλήθεια, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια!» «Απλώς θα χειροτερέψεις τα πράγματα!»

Απαντούσε σε όλους στερεότυπα: «Θα με βοηθήσετε τώρα;» και συνέχιζε να σκάβει για να βρει το γιο του, σηκώνοντας μία μία τις πέτρες.

Ο διοικητής της πυροσβεστικής εμφανίστηκε σε κάποια στιγμή και προσπάθησε να τον απομακρύνει από τα ερείπια λέγοντάς του: «Έχουν ξεσπάσει πυρκαγιές, από παντού ακούγονται εκρήξεις. Κινδυνεύεις. Θα το αναλάβουμε εμείς αυτό. Πήγαινε στο σπίτι σου». Και πάλι ο στοργικός πατέρας είπε: «Θα με βοηθήσετε τώρα;»

Μετά, ήρθε η αστυνομία και του είπε: «Είσαι θυμωμένος, απελπισμένος. Αλλά βάζεις άλλους σε κίνδυνο. Πήγαινε στο σπίτι σου. Θα κάνουμε εμείς αυτό που πρέπει να γίνει». Εκείνος αποκρίθηκε: «Θα με βοηθήσετε τώρα;» Κανένας δεν τον βοήθησε.

Με θάρρος συνέχισε μόνος του να σκάβει, θέλοντας να διαπιστώσει αν το παιδί του ήταν ζωντανό ή νεκρό. Έσκαβε οκτώ ώρες... δώδεκα ώρες… είκοσι τέσσερις ώρες… τριάντα έξι ώρες. Στην τριακοστή όγδοη ώρα, σήκωσε μια μεγάλη πέτρα κι άκουσε τη φωνή του γιου του. Φώναξε τ’ όνομα του παιδιού του: «Αρμάντ!» Από κάτω ήρθε η απάντηση: «Πατέρα! Εγώ είμαι πατέρα! Είπα στα άλλα παιδιά να μην ανησυχούν. Τους είπα ότι αν ήσουν ζωντανός, θα με έσωζες και μαζί μ’ εμένα θα έσωζες κι εκείνα. Υποσχέθηκες: «Ό,τι και να συμβεί θα είμαι δίπλα σου!» Το τήρησες, πατέρα»

«Τι γίνεται εκεί μέσα; Πώς είναι η κατάσταση;» ρώτησε ο πατέρας.

«Είμαστε 14 ζωντανοί από 33, πατέρα. Είμαστε τρομαγμένοι, πεινάμε, διψάμε και χαιρόμαστε που βρίσκεσαι εδώ. Όταν κατέρρευσε το κτίριο, σχηματίστηκε μια σφήνα, ένα τρίγωνο που μας προστάτεψε».

«Έλα βγες έξω αγόρι μου».

«Όχι, πατέρα! Ας βγουν πρώτα τα άλλα παιδιά, εγώ ξέρω πως θα με βγάλεις! Ό,τι και να συμβεί ξέρω πως θα είσαι δίπλα μου!»  Marc V. Hansen

(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 222-224)

Σε μια λαϊκή εξέγερση ο όχλος είχε πετροβολήσει ένα άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του είχε παραμορφώσει το πρόσωπο. Οι αυλικοί τότε του συνέστησαν να προβεί σε παραδειγματική τιμωρία.
-     Δεν υπάρχει –του είπαν- ποινή ισάξια με το έγκλημα που διέπραξαν οι άνθρωποι αυτοί, τολμώντας να λιθοβολήσουν σου το σεπτό σου πρόσωπο
-     Μα τι λέτε εκεί – έκανε ο Μέγας Κωνσταντίνος με αγαθότητα φέρνοντας συγχρόνως τα δάχτυλα του στο πρόσωπο του – εγώ δεν νιώθω καμιά πληγή στο πρόσωπο μου.
Και τους συγχώρεσε όλους.
                         ***
Σε όσους θύμιζαν στον Ιφικράτη την ταπεινή καταγωγή του, εκείνος έλεγε: «Πράγματι δεν είμαι η ουρά κάποιας σπουδαίας οικογένειας,. Θα γίνω αρχηγός μιας μεγάλης γενιάς!». Το ίδιο και ο Μέγας Ναπολέων. Σ’ αυτούς που σχολίαζαν ότι ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, χωρίς να προέρχεται από γένος αυτοκρατορικό, εκείνος απαντούσε:
«Απ’ εμού το Γένος!»
Δεν είμαι απόγονος, είμαι Γενάρχης!
                        ***
Όταν μαθαίνεις τις άδικες κακολογίες εις βάρος σου, να θυμάσαι τις δίκαιες που κανείς δεν τις λέει, γιατί κανείς δεν τις έμαθε.
«’Εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις άπολαμβάνομε».
- Για άλλα φταίμε και σε άλλα πληρώνουμε.
                        ***
Είχε την ονομαστική του ο Ανδρέας Λασκαράτος, όταν έλαβε από έναν βαμμένο εχθρό το δώρο του. Άνοιξε περίεργος το δέμα και έμεινε κατάπληκτος από το περιεχόμενο. Ήσαν … κέρατα. Το ξανάκλεισε και περίμενε. Σε λίγες μέρες ερχόταν η ονομαστική του χυδαίου αυτού ανθρώπου. Νικόλα τον έλεγαν. Κατέβηκε λοιπόν στον κήπο του ο Λασκαράτος έφτιαξε μια ωραία ανθοδέσμη και του την έστειλε μαζί με ένα σημείωμα όπου ο κεφαλλονίτης ποιητής έγραφε: «Έκαστος προσφέρει από αυτά που έχει. Χρόνια πολλά». Και υπέγραψε.
                        ***
Προτιμώ να είμαι καλεσμένος ενός φτωχού που με περιμένει χαμογελαστός στο κατώφλι του παρά ενός πλουσίου που στέλνει το θυρωρό του να μου ανοίξει την πύλη του μεγάρου του. (Σάιξπηρ)
(Από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)

Η ερωτική έξαρση και η τρυφεράδα μέσα στον γάμο εξαντλούνται γρήγορα, όπως το πρώτο κρασί στο γάμο της Κανά. Για να διατηρηθεί όμως η ευφορία και η χαρά μέσα στο σπίτι, πρέπει να έρθει ο «καλός οίνος». Αλλ’ αυτό δεν γίνεται παρά μόνο με θαύμα. Και ένα τέτοιο θαύμα μόνο ένας μπορεί να το κάμει. Ο Χριστός. Αρκεί να είναι προσκεκλημένος, και στο δικό σου γάμο, όπως τότε της Κανά της Γαλιλαίας

                           ***

Ο γάμος είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι η πιο στενή κι η πιο συνεχής. Να ζεις τόσο κοντά με άλλο πρόσωπο –που παραμένει «κάποιος άλλος»-, να συνδέεσαι τόσο στενά με άλλη προσωπικότητα χωρίς προστριβές και χωρίς συγκρούσει είναι δύσκολο. Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι πιο εύκολο να πεθάνεις για τη γυναίκα που αγαπάς, παρά να ζήσεις μαζί της. Και πολλές γυναίκες θα μπορούσαν να πουν: είναι πολύ πιο εύκολο να πεθάνεις για τον άντρα που αγαπάς, παρά να ζήσεις μαζί του.

Ο ένας πρέπει να υποφέρει τον άλλον. Είναι ο μόνος τρόπος ενός ευτυχισμένου γάμου.

                           ***

Κάθε μια από τις ρυτίδες σου –έγραφε ένας τρυφερός σύζυγος στη σύντροφο του- αυτές οι βαθιές γραμμές στις άκρες των ματιών σου, φαντάζουν σαν πεντάγραμμο, που πάνω του εγράψαμε τα ωραιότερα τραγούδια της ζωής μας. Και τώρα ύστερα από την μακριά, την ολονύχτια αγρυπνία της βιοπάλης μας, απολαμβάνουμε το εωθινό εμβατήριο, καθώς πηγαίνουμε να κοιμηθούμε στην πρωινή γαλήνη της Βασιλείας του Θεού.

                           ***

Ρωτούσε επίμονα η μητέρα του τον Θαλή τον Μιλήσιο πότε θα παντρευτεί.
- «Ούπω καιρός». Της έλεγε εκείνος. Δεν είναι ακόμα καιρός.
Έπειτα από πολύ καιρό η μητέρα του επανήλθε.
Πότε επιτέλους θα παντρευτείς; ρώτησε με αγωνία.
-«Ουκέτι καιρός»! απάντησε αυτή τη φορά. Πέρασε πια ο καιρός. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια. Γέρασα.
Από το «ούπω» μέχρι το «ουκέτι» ο χρόνος κύλησε και χάθηκε! Και ο σοφός Θαλής έμεινε μόνος!

                           ***

-Κύριε Πρόεδρε, γιατί μείνατε άγαμος; ρώτησε ένας δημοσιογράφος τον γάλλο πολιτικό Σουμάν.
-Γιατί ζητούσα ιδανική σύζυγο.
-Επειδή δεν βρήκατε λοιπόν;
-Όχι, την βρήκα.
Ο δημοσιογράφος απόρησε:
-Μα τότε γιατί δεν την παντρευτήκατε;
-Γιατί κι εκείνη-κατά σύμπτωση- ζητούσε τον ιδανικό σύζυγο, τον οποίο δεν βρήκε ακόμη…

                          ***

Αλυσίδες δεν μπορούν να κρατήσουν το γάμο στέρεα. Μόνο κλωστές, πολλές λεπτές μεταξωτές κλωστές μπορούν να δέσουν δυο ανθρώπους και να τους κρατήσουν τον ένα κοντά στον άλλο, δια βίου.

                          ***

Για την ευτυχία στο γάμο χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από το να βρεις το σωστό πρόσωπο.

Χρειάζεται να είσαι και εσύ το σωστό πρόσωπο.

                          ***

Χθες παραμονή της Πρωτοχρονιά, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα μεσάνυχτα και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθόταν η γυναίκα μου και έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα, λοιπόν, εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και εκείνη μαζί μου με τη γλυκιά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο το όνομα του, για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτα απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σε έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρυσταλλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται και ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο:

«Καλότυχος ο άνδρας που ‘χει καλή γυναίκα. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωση των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αλήθεια είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος, που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριο ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

Φώτης Κόντογλου

                         ***

Ρώτησαν τον Γέροντα ποια είναι τα πιο κρίσιμα χρόνια στο γάμο.
- Τα πρώτα πέντε και τα τελευταία δέκα, τους απάντησε.
- Τα πρώτα είναι τα χρόνια της προσαρμογής του ενός προς τον άλλον, τα δεύτερα είναι τα χρόνια της υπομονής του ενός προς τον άλλον. Και είναι ίσως τα πιο δύσκολα.

                         ***

Άστραφτε από νιότη κι ομορφιά,
κατ’ απ’ του γάμου τα στεφάνια η κόρη,
παρόμοια με αγγέλου ζωγραφιά,
δίπλα στο τιμημένο της αγόρι.
Μα η σεμνή του γάμου τελετή,
μόλις με τα φιλιά είχε τελειώσει
και η ωραία φεύγει φτερωτή,
χωρίς καμιάν εξήγηση να δώσει.
Που πάει η νύφη έτσι, βιαστικά,
στου ποθητού το χέρι ακουμπισμένη,
κι έχει θολά τα μάτια τα γλυκά
κι είναι στη σκέψη όλο βυθισμένη;
Στον πατρικό της τάφο η φτωχή
πάει για μια στιγμή να γονατίσει
και των νεκρών γονιών της την ευχή
μαζί με τον καλό της να ζητήσει.
Εύγε σου, κόρη, που δεν λησμονείς
μες στις χαρές του γάμου και στα γέλια,
πως οι ευχές, που δίνουν οι γονείς
στο νέο σπίτι, βάζουν τα θεμέλια.
(Κωνσταντίνος Καλλίνικος, «Δάφναι και Μυρσίναι»)

(από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)  

 

Τί αξία έχει αδελφοί μου, εάν μιλώ αιώνια για τον Θεό και ο Θεός αιώνια σιωπά; Μπορώ άραγε να υπερασπιστώ το δίκαιο του Θεού, εάν ο Θεός δεν το θέσει υπό την προστασία Του; Μπορώ να αποδείξω τον Θεό στους άθεους εάν ο Θεός κρύβεται;
Μπορώ να αγαπώ τα παιδιά Του, εάν Αυτός είναι αδιάφορος απέναντι στα παθήματά τους;

Όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν μπορώ. Οι λέξεις μου δεν έχουν φτερά για να μπορούν να υψώσουν στον Θεό όλους τους πεσμένους και ξεπερασμένους από τον Θεό ούτε έχουν φωτιά για να ζεστάνουν τις παγωμένες καρδίες των παιδιών έναντι του Πατέρα τους. Οι λέξεις μου δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι απήχηση και επανάληψη αυτού που ο Θεός με τη δική του δυνατή γλώσσα λέει.

Τί είναι ο ψίθυρος στα βότσαλα της ακτής μπροστά στο φοβερό βουητό του ωκεανού; Έτσι είναι και οι λέξεις μου απέναντι στους λόγους του Θεού. Πώς μπορεί να ακούσει κάποιος τον ψίθυρο στα βότσαλα, τα σκεπασμένα από τον αφρό του μανιώδους στοιχείου, όταν είναι κουφός μπροστά στο βουητό του ωκεανού;

Πώς θα δει τον Θεό στα λόγια μου εκείνος που δεν μπορεί να τον δει στη φύση και στη ζωή;

Πώς οι αδύναμες ανθρώπινες λέξεις μπορούν να πείσουν εκείνον που ούτε οι κεραυνοί δεν είναι σε θέσει να πείσουν;

Πώς θα ζεσταθεί με μία σπίθα εκείνος που άφησε τη φωτιά πίσω του;

Δεν σιωπά ο Θεός αδελφοί μου, αλλά μιλά δυνατότερα από όλες τις θύελλες και τους κεραυνούς. Δεν εγκαταλείπει ο Θεός τον δίκαιο, αλλά τον παρακολουθεί στα παθήματά του και απαλά τον οδηγεί στον θρόνο. Δεν εξαρτάται ο Θεός από οποιουδήποτε την καλή θέληση, αλλά πράττει τα πάντα εξαρτώμενα από τη δική Του καλή θέληση. Θα ήταν κακόμοιρος ο Θεός μας, εάν εξαρτιόταν από τις δικανικές υπερασπίσεις ενός θνητού ανθρώπου.

Ο Θεός είναι αυτός που είναι, είτε εμείς τον μεγαλύνουμε είτε τον υποτιμούμε.

Ο Θεός θα υπάρχει , φωτεινός και μεγάλος όπως και σήμερα, και τότε που οι ακτίνες του ηλίου μάταια θα αναζητούν ένα ανθρώπινο πλάσμα στη γη, και αντί ζωντανών θα ζεσταίνουν μόνον τους τάφους των νεκρών…

Το ζήτημα της υπάρξεως του Θεού και της Θείας του Οικονομίας θα καταστρεφόταν αν εξαρτιόταν από τους λόγους μου και από τις δικές σας συνήθειες. Αλλά το ζήτημα του Θεού, ανεξάρτητα απ’ όλους εμάς θα πετύχει και θα νικήσει. Εκείνος του οποίου τα χρόνια δεν έχουν αριθμό και η οντότητά του δεν έχει αρχή και τέλος δεν μπορεί να αφήσει το «επίγειο σπίτι» του στις διαθέσεις μας, στα αδύναμα δημιουργήματά του, των οποίων η αρχή και το τέλος σχεδόν συναντιόνται σε ένα σημείο και των οποίων η οντότητα είναι μία κουκκίδα.

Δεν είναι ο άνθρωπος φερέγγυος αλλά ο Θεός και πιστός εγγυητής της Βασιλείας της αγάπης στη γη…

Από το βιβλίο: Αργά βαδίζει ο Χριστός, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ.Εν πλω.

 


Τα άλμπατρος είναι πουλιά των μακρινών θαλασσών, που οι ναυτικοί τα πιάνουν για να διασκεδάσουν. Εφοδιασμένα με πολύ μεγάλα φτερά, που σέρνονται χάμω, δυσκολεύουν με κωμικό τρόπο το περπάτημα τους. Πράγμα, που οι ναυτικοί το γλεντούν.
Έτσι και για μερικές εκλεκτές ψυχές. Εξόριστοι εδώ στη γη, «πάροικοι και παρεπίδημοι», τα γιγάντια φτερά τους τούς εμποδίζουν να περπατούν.. «κανονικά» σαν τους άλλους. Και δέχονται γιουχαΐσματα από τα γύρω άπτερα σπονδυλωτά.
*****
Αντάμωσαν, ο αητός με τον σαλίγκαρο, στην κορυφή ενός απότομου βράχου.
- Πώς φτάσατε εδώ πάνω; τους ρώτησαν
- Με τα φτερά μου, πετώντας, απάντησε περήφανα ο αητός.
- Με τα σάλια μου γλείφοντας και έρποντας, μουρμούρισε ο άλλος.
Πολλοί άνθρωποι στέκουν σε μεγάλα αξιώματα και φτάνουν σε υψηλές θέσεις από διαφορετικούς δρόμους. Τι το όφελος όμως; Όλοι ξέρουν, πως ο ένας είναι αητός και ο άλλος γυμνοσάλιαγκας
*****
Για να αποκτήσεις καλό όνομα απαιτούνται πολλές καλές πράξεις. Για να το χάσεις φτάνει μια και μόνο κακή πράξη.
***
Όταν η θέληση μας είναι θέληση του Θεού, αυτό είναι καλό. Όταν η θέληση του Θεού είναι και δική μας θέληση, αυτό είναι καλύτερο.
***
Ένας Άγιος είπε: « Κάθε καλή πράξη που έχω κάνει στη ζωή μου προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι καθόλου». Και όταν τον ρωτούσαν γιατί, απαντούσε χαριτολογώντας:
- Τη σκέφτεται, λυπημένος, νύχτα και μέρα ο διάβολος και αναστενάζει. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία ανάγκη να τη σκεφτόμαστε και οι δύο.
. ***
Ο σταθερός άνθρωπος μοιάζει μα αναμμένη λαμπάδα, που όπου κι αν την γυρίσει, η φλόγα της προς τα επάνω θα στραφεί.
***
Ο όσιος Χριστόδουλος έφερνε γύρα τα σπίτια των πλουσίων, ζητώντας χρήματα για να μοιράσει στους φτωχούς. Ένας από αυτούς τους πλουσίους όμως του αρνήθηκε και μάλιστα του κακομίλησε.
Ο Όσιος σαν μην είχε ακούσει, επέμενε να του ζητά. Τότε εκείνος οργίστηκε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αλλά ο Άγιος του είπε ατάραχος:
- Ευχαριστώ. Αλλά το ράπισμα ήταν για μένα. Τώρα δώσε μου σε παρακαλώ και κάτι για τους φτωχούς. Και ο πλούσιος έκπληκτος και μετανοημένος, του έδωσε χρήματα πολλά…
***
Οι συγγενείς ενός αγίου επισκόπου, που βρισκόταν στην επιθανάτια κλίνη, τον ρώτησαν, με τρόπο, που είχε φυλαγμένα τα χρήματα του. Κι εκείνος τους αποκρίθηκε:
- Στις τσέπες των φτωχών.
***
Συμβαίνει ώστε μερικοί άνθρωποι με μεγάλα προγονικά ονόματα να μοιάζουν με το φυτό της πατάτας. Ό,τι αξίζει από τα ονόματα αυτά βρίσκεται κάτω από τη γη. Στο νεκροταφείο.
*****
Κάποιος ανόητος Αθηναίος κορόιδευε μια μέρα τον Αναχάρσι, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί ήταν «βάρβαρος». Ο Αναχάρσις που ήταν πράγματι Σκύθης, απάντησε χωρίς να ταραχθεί:
- Είναι καλύτερα να συστέλλεται κανείς για την πατρίδα του παρά η πατρίδα του γι αυτόν, τον ίδιο.
Ο άνθρωπος δίνει αξία στον τόπο του και όχι ο τόπος στον άνθρωπο.
***
Σε ένα κύκλο συζητήσεων γινόταν λόγος για το καλύτερο είδος μορφώσεως. Οι μεν έλεγαν ότι η καλύτερη μόρφωση είναι η φιλοσοφία. Άλλοι υποστήριζαν, ότι είναι οι καλές τέχνες. Άλλοι έθεταν την προτίμηση τους στη στρατιωτική κατάρτιση. Και τέλος άλλοι στην πολιτική πείρα.
Αφού είπε ο καθένας τη γνώμη του, ρώτησαν και το φιλόσοφο Αντισθένη, ο οποίος απάντησε:
- Για μένα η καλύτερη μόρφωση είναι το να ξεμάθει κανείς την κακία
***
Κάποιος έχωσε -λέει ο Αίσωπος- και έπιασε στη χούφτα του όσα πιο πολλά φουντούκια μπορούσε. Όταν θέλησε να τραβήξει το χέρι του είδε ότι του ήταν αδύνατο, γιατί ο λαιμός του σταμνιού ήταν στενός. Για να το βγάλει, έπρεπε να ανοίξει τη χούφτα του και ν’ αφήσει τα φουντούκια. Έτσι κι ο άνθρωπος. Δεν μπορεί ν’ απελευθερωθεί, αν δεν ανοίξει το χέρι που κρατάει επίμονα τα φθαρτά και μάταια του κόσμου τούτου, και τα εγκαταλείψει.
***
Στο ολυμπιακό στάδιο των χριστιανικών αγώνων δεν υπάρχουν κερκίδες, ούτε θέσεις για θεατές. Μόνο στίβος. Ο Χριστιανισμός δεν έχει απόμαχους, ούτε συνταξιούχους. Μόνο αθλητές.
***
Πολλοί Χριστιανοί μοιάζουν σαν τα χριστουγεννιάτικα δένδρα. Δεν έχουν καρπούς. Είναι νεκρά και φέρουν πάνω τους κρεμασμένα στολίδια. Έτσι και οι άνθρωποι αυτοί αντί για καρπούς, που είναι οι αρετές, επιδεικνύουν τα ψεύτικα στολίδια μιας επίπλαστης ευσέβειας. Ο Χριστός όμως θέλει τους οπαδούς του όχι νεκρά χριστουγεννιάτικα δένδρα, αλλά δένδρα καρποφόρα. «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός-λέγει ο Παύλος- ἐστιν ἀγάπη, μακροθυμία, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια».
Μόνο με τέτοιους καρπούς παύει να είναι κανείς νεκρό χριστουγεννιάτικο δένδρο, που το πετάμε σε λίγες μέρες, αλλά δένδρο πολύφυλλο γεμάτο καρπούς.
***
Στα κείμενα ενός νεώτερου Αγίου, βρέθηκε και η παρακάτω προσευχή:
«Αν σε αγαπώ, Κύριε δεν το κάνω αυτό για τον παράδεισο που μας υποσχέθηκες. Αν φοβούμαι να πέσω στην αμαρτία, ο λόγος δεν είναι η κόλαση που μας απειλεί. Ό,τι με ελκύει κοντά Σου, Κύριε, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μονάχα Εσύ. Εσύ που αγάπησες τόσο το πλάσμα σου, ώστε να σταυρωθείς γι ‘αυτό σαν κακούργος. Σε αγαπώ τόσο, ώστε κι αν δεν υπήρχε Παράδεισος, θα σε αναζητούσα. Κι αν δεν υπήρχε Κόλαση, θα σε λογάριαζα.»
(Από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)

 

Ένας άθεος σύζυγος έλεγε πειραχτικά στη σύζυγο του.
- Εσύ έζησες όλη σου τη ζωή με την πίστη στην αθανασία. Αλίμονο σου, όμως, εάν δεν υπάρχει παρά μόνο θάνατος.
- Όχι, αγαπητέ μου, απάντησε εκείνη, αλίμονο σε σένα εάν υπάρχει αθανασία, γιατί εσύ στήριξες τη ζωή σου στο θάνατο. Εγώ, στο κάτω-κάτω και με τη δική σου εκδοχή, δεν θα ζήσω να δω τη διάψευση. Εάν όμως υπάρχει όντως αθανασία, τι γίνεται με σένα; Εγώ τουλάχιστον πέρασα τη ζωή μου σε ένα όμορφο όνειρο. Της αθανασίας. Δεν είναι καλύτερα έτσι;
*****
«Ω ξέρω – γράφει προς τη νεκρή κόρη της μια συγγραφέας – ξέρω πως μπορούσες να χαρείς ακόμα τόσα και τόσα πράγματα σε τούτη τη ζωή. Θα χαιρόσουν εκείνα, που απάνω τους άφησαν οι άνθρωποι το καλύτερο μέρος της ψυχής τους: τα βιβλία, τους ζωγραφικούς πίνακες, τους καθεδρικούς ναούς, τις μουσικές συμφωνίες και προ πάντων εκείνα, που επάνω τους ο Θεός έχει βάλει το χαμόγελο Του, τα βουνά με το βυσσινί χρώμα, μέσα στην ομίχλη που τη ξεσκίζει ο ήλιος, τα μεγάλα ορμητικά ή ήσυχα ποτάμια μέσα στις πράσινες όχθες τους, τη θάλασσα που δεν πρόφτασες ακόμα να δεις…
Αλλά αν ο Θεός, αγαπητό μου παιδί, έχει στολίσει με τέτοια χρώματα τους τοίχους της φυλακής μας, τι θαύματα λοιπόν έχει φυλάξει για το παλάτι των εκλεκτών του; Λυπάμαι, γιατί με άφησες μόνη σ’ αυτή τη τερπνή φυλακή. Χαίρω για ότι απολαμβάνεις στο αιώνιο Παλάτι της Ζωής!»
*****
Ξέρω τις δυσκολίες του ανθρώπου να πιστέψει στην αθανασία. Αλλά ξέρω την αδυναμία του πιστού να πιστέψει στον θάνατο. Μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω στην αθανασία. Μου είναι αδύνατο να πιστέψω στο θάνατο. (Αλέξανδρος Τσιριντάνης)
*****
Υπάρχουν Άγιοι και Αγίες, που είναι άγνωστοι και κανείς δεν τους καίει κερί και λιβάνι. Υπάρχουν και παλιάνθρωποι διακεκριμένοι, που πολλοί τους προσφέρουν άνθη και δώρα και σαν πεθάνουν τους καταθέτουν στεφάνια. Πώς να το κάνουμε; Υπάρχουν. Να γιατί χρειάζεται να υπάρχει – όπως είπε και ο Κάντ – μια άλλη ζωή, όπου η ανεστραμμένη πυραμίδα θα αποκατασταθεί. Και το στεφάνι, «τον στέφανον της ζωής», θα τον πάρουν εκείνοι που τους αξίζει.
*****
Οι δύο λέξεις «Μέλλουσα Κρίσις» υπενθυμίζουν την επιγραφή με δύο άλλες λέξεις, που συναντάμε στη διαδρομή μας «Κίνδυνος – Θάνατος».
Πολλούς δεν τους ευχαριστούν αυτές οι λέξεις. Τις θεωρούν.. γρουσούζικες στο ταξίδι τους. Και μάλιστα τη δεύτερη. Όσο όμως κι αν τις αποφεύγουν, αυτές δεν παύουν να αποκαλύπτουν μια πραγματικότητα και να παρέχουν μια σωτήρια υπόμνηση.
Όπως και οι άλλες δύο «Μέλλουσα Κρίσις». Πολλοί τις αποστρέφονται. Άλλοι τις περιγελούν. Αυτές όμως στέκουν εκεί, σε κάθε δύσκολη στροφή του ταξιδιού στη ζωή μας, επιμένοντας: «Μέλλουσα Κρίσις».
*****
Εκλήθηκα κάποτε να κηρύξω σε μια κηδεία. Άνοιξα την Αγία Γραφή για να βρω κάτι σχετικό με επικήδειο. Μα δεν βρήκα. Όπου συνάντησε νεκρό ο Κύριος τον ανάστησε. Στην Γραφή δεν υπάρχει επικήδειος. Υπάρχει μόνο κήρυγμα αναστάσεως και διακήρυξη αθανασίας. «Ο πιστεύων εις εμέ θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα», διαβεβαίωσε ο Κύριος.
*****
Λίγο πριν πεθάνει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ετοίμασε το εξής επίγραμμα για τον τάφο του:
«Ενθάδε κείται ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, πρώην τυπογράφος. Το σώμα του είναι σαν το εξώφυλλο ενός βιβλίου, που οι σελίδες του δεν βρίσκονται εδώ μέσα. Το εξώφυλλο αυτό θα φαγωθεί από τα σκουλήκια. Αλλά το βιβλίο δεν θα χαθεί. Θα ξαναεκδοθεί με άφθαρτες σελίδες κι ωραιότερο εξώφυλλο, κατά την ημέρα της Κρίσεως, απ’ τον Εκδοτικό Οίκο του Ουρανού».
*****
Πολλοί δεν θέλουν να ακούν καν περί Κρίσεως και ανταποδόσεως και μιμούνται έτσι την στρουθοκάμηλο, που, κρύβοντας το κεφάλι της στην άμμο, για να μη βλέπει τους κυνηγούς, που την σκοπεύουν, φαντάζεται πως απομακρύνει έτσι και κρύβει τον κίνδυνο. Παρ’ όλον όμως τούτο, η Μέλλουσα Κρίσις δεν παύει να είναι μια αλήθεια και μια ανάγκη. Που την απαιτεί η ανθρώπινη λογική. Που την ποθεί και την διαισθάνεται η ανθρώπινη καρδιά. Που την εκζητεί η φιλοσοφούσα διάνοια. Που την αποκαλύπτει ο Χριστός.
****
(Από το βιβλίο: Στάχυα ,Τόμος Α ,Κωνσταντίνος Κούρκουλας)

 

Από τους δύο ληστές ο ένας σώθηκε. Μην απελπίζεσθε.
Από τους δύο ληστές ο ένας χάθηκε. Μην επαναπαύεσθε. Αγωνίζεσθε!
(ιερός Αυγουστίνος)
*****
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε στον αββά Σισώη.
- Έπεσα πάτερ! Τι να κάμω τώρα; Ρώτησε απελπισμένος.
- Να σηκωθείς, του απάντησε με την χαρακτηριστική του απλότητα ο Γέροντας.
Έπειτα από κάμποσο καιρό ξανάρθε στον αββά.
- Ξανάπεσα στα ίδια, κλαψούρισε.
- Να ξανασηκωθείς! Επρόσταξε ο Γέροντας.
- Έως πότε; Ρώτησε ο μοναχός
- Έως ότου σε βρει ο θάνατος. Είναι γραμμένο «όπου εύρω σε, εκεί και κρίνω σε», εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή όρθιος.
*****
Ρώτησαν τον ασκητή:
- Πως μπορούμε να αγαπήσουμε το Θεό;
- Αγαπώντας τους ανθρώπους, απάντησε, εκείνος.
- Και πως μπορούμε να αγαπήσουμε τους ανθρώπους;
- Πολεμώντας να τους φέρουμε, με το καλό, στο σωστό δρόμο.
- Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
- Ο ανήφορος!
*****
Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν σου. Μπορεί, όμως, αδιαφορώντας για το παρόν σου να καταστρέψεις το μέλλον σου.
*****
Πολλά είναι τα όσα ήθελες και δεν μπόρεσες. Περισσότερα όσα μπορούσες και δεν θέλησες. Και ακόμα περισσότερα όσα δεν θέλησες και που έπρεπε και να θελήσεις και να μπορέσεις. (Κωνσταντίνος Τσάτσος)
*****
Κάποιος μέθυσος πήγε σε έναν ασκητή και του ζήτησε να τον γιατρέψει από το πάθος του, ραντίζοντας τον με αγιασμένο νερό.
- Πραγματικά, χρειάζεσαι νερό – του απάντησε ο ασκητής- για να γίνεις καλά. Αλλά νερό με το οποίο όχι να ραντίζεις το σώμα σου, αλλά να το ρίχνεις στο ποτήρι σου.
*****
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, όταν κοιμήθηκα αργά και ονειρεύτηκα, πως η ζωή ήταν χαρά.
Ξύπνησα νωρίς και είδα πως η ζωή δεν ήταν, παρά αγώνας.
Ρίχτηκα στον αγώνα και να, στο τέλος της χρονιάς διαπίστωσα, πως με τον αγώνα η ζωή γίνεται χαρά.
*****
Στην αρχαία Σπάρτη, απαγορευόταν στους πολεμιστές να ρωτούν «πόσοι είναι», αλλά μόνο το «που είναι ο εχθρός». Και προς τα εκεί ορμούσαν.
Το ίδιο και για τον πνευματικό αγωνιστή., που μπαίνει στο «στάδιο των αρετών» με την πανοπλία του Πνεύματος για να αγωνισθεί και να νικήσει.
*****
Ένας ασκητής βρήκε πολλούς πειρασμούς στον τόπο που πρωτάρχισε να αγωνίζεται. Έχασε την υπομονή του και αποφάσισε να φύγει μακριά για να βρει την ησυχία του. Καθώς έσκυψε να δέσει τα σανδάλια του για να ξεκινήσει, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλον, να δένει κι αυτός τα δικά του.
- Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε
- Εκείνος που σε βγάζει από δω, του αποκρίθηκε. Και να ΄μαι πάλι έτοιμος να προπορευθώ εκεί που σκοπεύεις να καταφύγεις και να σε περιμένω.
Ήταν ο διάβολος! Έπειτα από αυτό ο ασκητής έμεινε στο κελί του αποφασισμένος αν αγωνισθεί εκεί που «ετάχθη».
*****
(από το βιβλίο: Στάχυα Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)

Για να πλεύσει ο άνθρωπος προς τον Ουρανό, χρειάζεται η βάρκα του δύο κουπιά. Την Πίστη και την Αγάπη. Εάν συνέβαινε σε κάποιο ναυάγιο, να χάσει το ένα από αυτά, θα ήταν προτιμότερο να του μείνει η Αγάπη. Γιατί μέσα στην Αγάπη θα του μείνει κάτι από την Πίστη. Ενώ εάν χάσει την Αγάπη, που κατά τον Παύλο είναι «μείζων», τι να την κάνει την Πίστη; Και ο διάβολος πιστεύει και φρίττει. «Πίστις άνευ έργων νεκρά εστίν». (Αλέξανδρος Τσιριντάνης)
                               ***
Όταν γεννιέται στις Ινδίες ένα παιδί, ο αρχηγός της φυλής το σηκώνει ψηλά και λέει «Έρχεσαι στον κόσμο κλαίγοντας, ενώ όλοι γύρω σου γελάνε». Προσπάθησε να ζήσεις, έτσι ώστε όταν φύγεις από τον κόσμο, εσύ να γελάς, ενώ όλοι γύρω σου θα κλαίνε.
                               ***
Μιλούσε ο Πρόεδρος Λίνκολν σε μια συγκέντρωση για την εντολή της αγάπης προς τους εχθρούς. Σε μια στιγμή, λοιπόν, τον διέκοψε ένας ακροατής.
- Μα, είναι δυνατόν να αγαπάμε αυτούς που, σαν επικίνδυνους εχθρούς, πρέπει να εξαφανίσουμε από προσώπου της γης; Και ο Λίνκολν του απάντησε με ετοιμότητα.
- Ακριβώς αυτό κάνουμε, φίλε μου. Εξαφανίζουμε τους εχθρούς μας, με το να τους κάνουμε δια της αγάπης φίλους μας.
                               ***
Η αγάπη είναι μια πράξη, που δεν πειθαρχεί στους κανόνες της αριθμητικής. Διαιρούμενη πολλαπλασιάζεται. Όσο τη μοιράζεις, τόσο και πληθαίνει. Και όσο σπάταλα την προσφέρεις, τόσο πλουσιοπάροχη γίνεται. Γι’ αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος έλεγε: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις» (Ama et fac quod vis). Γιατί η αγάπη δεν είναι παρά μητέρα παντός αγαθού.
                               ***
Να ένας ευτυχής πολλαπλασιασμός: Κάθε πρωί να παίρνεις την απόφαση να κάνεις ευτυχισμένη τη μέρα σε ένα τουλάχιστον γνωστό σου. Ένα ρούχο σε εκείνον που έχει ανάγκη. Έναν λόγο παρηγορητικό σε κάποιον θλιμμένο. Μια λέξη καθησυχαστική στον ταραγμένο. Εάν το κάνεις κάθε μέρα, ευεργετείς 365 πρόσωπα το χρόνο. Κι αν ζήσεις μόνο 40 χρόνια, από τότε που θα αρχίσεις αυτή τη δουλειά, θα έχεις κάμει 14.600 ευτυχισμένους ανθρώπους. Και θα ‘χεις δημιουργήσει με το τίποτα ένα θησαυρό στον Ουρανό.
                               ***
Ο άλλος, απέναντι μου, δεν είναι η κόλαση μου, αλλά ο παράδεισος μου. Γίνεται η κόλαση μου, όταν εγώ δεν γίνομαι γι’ αυτόν ο παράδεισος του.
                               ***
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, για να καταλάβω πως εκείνο το Α και το Ω στην εικόνα του Ιησού, είναι η αρχή και το τέλος στη λέξη Α Γ Α Π Ω.
                               ***
Είχε στριμώξει η αστυνομία καμιά σαρανταριά κρατούμενους σε ένα μπουντρούμι, που το φώτιζε ένας μικρός φεγγίτης. Αν συμφωνούσαν να μείνουν ήρεμοι θα μπορούσαν με το λίγο οξυγόνο να βγάλουν τη νύχτα. Άρχισαν όμως να καυγαδίζουν ποιος θα πάει πιο κοντά στον φεγγίτη. Ο καυγάς εξελίχθηκε σε άγρια μάχη. Το πρωί όταν ο φύλακας άνοιξε την πόρτα βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Σ’ ένα σωρό από πτώματα, που στην κορυφή καθόταν ο τελευταίος επιζήσας με θολά μάτια, με σαλεμένα τα λογικά του. Ήταν…. ο «νικητής». Είχε καταλάβει την κορυφαία θέση σε μια πυραμίδα από πτώματα και είχε κερδίσει την…παραφροσύνη. Το κέρδος που προσφέρει η απουσία της αγάπης και της συνεργασίας.
                               ***
Κάποτε, ζούσε σε μια μικρή πόλη ένας γιατρός, μιμητής των Αγίων Αναργύρων, που δεχόταν όλους τους πτωχούς αρρώστους χωρίς να τους παίρνει αμοιβή. Ο γιατρός αυτός, κατοικούσε στο επάνω πάτωμα μιας μικρής πολυκατοικίας. Στη θύρα της πολυκατοικίας υπήρχε μια ταμπέλα με το όνομα του και τις λέξεις: ΣΤΟ ΕΠΑΝΩ ΠΑΤΩΜΑ.
Όταν λοιπόν, πέθανε, σκέφτηκαν τι επιγραφή να βάλουν στο μνήμα του. Τότε ένας συμπολίτης του πρότεινε να τοποθετήσουν την ταμπέλα με το όνομα του και τις λέξεις που αναφέραμε. Πραγματικά, ο καλός αυτός γιατρός, βρισκόταν τώρα στο «επάνω πάτωμα».Στη βασιλεία της αγάπης
                               ***
Μην πιέζεις τους άλλους να σε αγαπήσουν. Πίεσε τον εαυτό σου να προσφέρει αγάπη στους άλλους. Είναι ο μόνος τρόπος να κατακτήσεις την αυθόρμητη αγάπη όλων. Ζήσε για να αγαπάς και αγάπα για να ζήσεις. (Τολστόι).
(από το βιβλίο: Στάχυα, Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας.)


Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν Αἴγυπτο, ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια μία ὀρφανὴ κόρη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταϊσία. Ὅταν πέθαναν οἱ καλοὶ γονεῖς της, τῆς ἄφησαν κληρονομιὰ πρῶτα ἀπ' ὅλα τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ξένους, καὶ ὕστερα ἕνα μεγάλο σπίτι καὶ πολλὰ χρήματα.
Ἡ κόρη, ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἐρημίτες, ἔκανε τὸ σπίτι της ξενώνα γιὰ χάρη τους.
Κι ὅταν κατέβαιναν στὴν πόλη νὰ πουλήσουν τὰ ἐργόχειρά τους, τοὺς περιποιόταν μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μὲ τὰ χρόνια ὅμως τὰ χρήματα ξοδεύτηκαν καὶ ἡ ἴδια ἄρχισε νὰ στερῆται. Τότε μπῆκαν στὴ μέση κακοὶ καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ δυστυχία της καὶ μὲ τὴν πονηριά τους τὴν παρέσυραν στὴ διαφθορά. Ἡ ὡραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη ἑταίρα!
Ὅταν ἔμαθαν τὸ κατρακύλισμα τῆς ὀρφανῆς κόρης οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τὴ σώσουν.
— Ἐκείνη, ὅταν εἶχε τὰ μέσα, μᾶς ἔδειχνε ὅλη τὴ συμπάθειά της, ἔλεγαν μεταξύ τους. Τώρα ποὺ κινδυνεύει ἡ ψυχή της, πρέπει κι ἐμεῖς νὰ τὴ βοηθήσουμε.
Ἀνέθεσαν λοιπὸν στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ τὴ λεπτὴ καὶ δύσκολη ἀποστολή. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ δίστασε. Τοῦ φαινόταν ἀκατόρθωτο τὸ ἔργο. Τέλος ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνη παρήκοος στοὺς γέροντες, ἀποφάσισε νὰ κατέβη στὴν πόλη καὶ νὰ παρουσιαστῆ στὸ σπίτι τῆς ἁμαρτωλῆς. Παρακάλεσε τὴ θυρωρὸ νὰ τὸν ὁδήγηση στὴν κυρία της.
—Φύγε ἀπὸ δῶ, παλιοκαλόγερε! τοῦ φώναξε ἐκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρῶτα τὴν περιουσία της κι ἀκόμη δὲν παύετε νὰ τὴν ἐνοχλῆτε.
Ὁ ἀββὰς δὲν ἀπελπίστηκε. Ἐξακολουθοῦσε νὰ παρακαλῆ νὰ δῆ τὴν Ταϊσία. Ἔλεγε πὼς τὴν ἤθελε γιὰ κάτι πολὺ ὠφέλιμο. Μπροστὰ στὴ μεγάλη του ἐπιμονή, ἡ γριὰ ὑποχώρησε καὶ πῆγε νὰ εἰδοποίηση τὴν κυρία της.
—Αυτοί οἱ καλόγεροι ψαρεύουν συχνὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια, εἶπε ἡ Ταϊσία. Φέρε τον ἐπάνω.
Κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη της, ἔφτιαξε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φορέματά της, ἔριξε ἄφθονο ἄρωμα πάνω της καὶ πῆρε τὸ ὕφος τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, γιὰ νὰ ὑποδεχτῆ τὸν ἐρημίτη.
Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ στάθηκε περίλυπος ἀπέναντί της. Τὴν κοίταξε ἀρκετὴ ὥρα ἀμίλητος μὲ οἶκτο. Ὕστερα τῆς εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
—Σε τί σοῦ ἔφταιξε ὁ Χριστός μας, Ταϊσία, καὶ Τὸν προσβάλλεις τόσο ἄσπλαχνα;
Σταμάτησε. Δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίση. Τὸν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί. Ἀπὸ τὰ βαθουλωμένα μάτια του ἔτρεχαν καυτὰ δάκρυα. Ἐκείνη ἔνιωσε ντροπή. Ἄφησε τὴν ἄπρεπη προκλητική της στάση καὶ στενοχωρημένη τὸν ρώτησε:
—Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ;
—Πῶς νὰ μὴν κλάψω, κόρη μου, ποὺ βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ παίζη στὴ μορφή σου;
Ἡ κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ὁλόκληρο τὸ κορμί της.
—Τώρα ποὺ ἦρθες εἶναι πολὺ ἀργά, γέροντα... Δὲν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο μέσα μου. Τὰ κύλισα ὅλα στὴ λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
Ἤθελε καὶ κάτι ἄλλο νὰ πῆ, ἀλλὰ σταμάτησε. Ὁ γέροντας περίμενε μὲ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς κόρης, ποὺ λὲς καὶ γύρευε νὰ τραντάξη τὰ οὐράνια.
—Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ μένα, ἀββᾶ; ψιθύρισε μὲ ἀμφιβολία ἐκείνη.
—Ὦ, ναί, ὑπάρχει, κόρη μου, φώναξε μὲ ἀγωνία ὁ γέροντας. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Τὸ θαῦμα, ποὺ τόση ὥρα γύρευε μὲ τὴν προσευχή του, ἔγινε τὴ στιγμὴ ἐκείνη.
Ἡ Ταϊσία ἔπεσε συντετριμμένη στὰ πόδια του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε:
—Βγάλε με ἀπὸ δῶ μέσα, πάτερ. Δεῖξε μου τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
—Ἀκολούθησέ με.
Χωρὶς ἄλλη κουβέντα ἡ κόρη σηκώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸν γέροντα. Ἐκεῖνος θαύμασε πῶς δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σπιτικό της. Πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο. Μὰ εἶχαν πολὺ διάστημα νὰ βαδίσουν καὶ τοὺς βρῆκε ἡ νύχτα. Σταμάτησαν. Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης ἔκοψε θάμνους κι ἔφτιαξε ἕνα πρόχειρο κρεβάτι γιὰ τὴν κόρη.
—Κοιμήσου ἐσὺ ἐδῶ μέχρι νὰ ξημερώση, τὴ συμβούλεψε.
Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά. Εἶπε τὶς προσευχές του καὶ πλάγιασε στὸ χῶμα νὰ ξαποστάση, παίρνοντας γιὰ προσκεφάλι του μιὰ πέτρα. Κοιμήθηκε λίγο καὶ ξύπνησε πάλι τὰ μεσάνυχτα νὰ συνεχίση τὴν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστὰ στὰ μάτια του ἕνα θέαμα μεγαλειῶδες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο, ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴν κόρη νὰ κοιμᾶται, ἄρχιζε ἕνας δρόμος ὁλοφώτεινος ποὺ ἄγγιζε τὸν οὐρανό! Ἄγγελοι γοργόφτεροι ἀνέβαζαν μία ψυχή, ὁλόλευκη σὰν περιστέρι, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ὁ ὅσιος στάθηκε πολλὴ ὥρα καὶ κοίταζε συνεπαρμένος.
Ὕστερα πῆγε νὰ συνάντηση τὴν Ταϊσία. Τῆς φώναξε νὰ ξυπνήση. Δὲν πῆρε ἀπάντηση. Τὴν κίνησε ἐλαφρά. Δὲν αἰσθανόταν. Ἡ ψυχὴ της εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό.
Ὁ ὅσιος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε θεία φωνὴ τὸν πληροφόρησε ὅτι ἡ σύντομη μετάνοια τῆς πόρνης, εὐαρέστησε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ἄλλων, γιὰ τὴ θερμότητά της.
(Γεροντικὸν, Γερόντισσας Θεοδώρας Χαμπάκη Ἔκδοσις ΛΥΔΙΑ, σελ. 137)

 

katafigioti

lifecoaching