E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Το έτος 1780 ό Πρόχορος ασθένησε βαρειά. Πρήσθηκε όλο του το σώμα, ώστε υπέφερε φρικτούς πόνους και έμεινε ακίνητος επάνω στο σκληρό του κρεβάτι. Ιατρός δεν υπήρχε και κανένα φάρμακο δεν τον βοηθούσε. Κατά τα φαινόμενα έπασχε από υδρωπικία πού κράτησε τρία χρόνια, από τα όποια το ένάμισυ το πέρασε κατάκοιτος. Όλο αυτό το διάστημα δεν βγήκε από το στόμα του ούτε μία λέξι γογγυσμού· ολόκληρος, με την ψυχή και το σώμα, είχε παραδοθή στον Κύριο και προσευχόταν αδιάλειπτα, ποτίζοντας την κοίτη του με τα δάκρυα του. 

Όσο ήταν άρρωστος, ό πνευματικός του πατέρας και οδηγός π. Ιωσήφ τον υπηρετούσε σαν κοινός υποτακτικός· ό ηγούμενος π. Παχώμιος δεν απομακρύνθηκε από κοντά του· ό π. Ησαΐας και άλλοι γέροντες και αδελφοί τον φρόντιζαν επίσης πολύ.
Τελικά, φοβούμενος για την ίδια την ζωή τού άρρωστου, ό ηγούμενος π. Παχώμιος πρότεινε αποφασιστικά στον ασθενή να καλέσουν ιατρό, αλλά ό μακάριος ακόμη αποφασιστικότερα αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια. «Πατερά άγιε, τού είπε, εγώ αφιερώθηκα στον Κυριών ημών Ιησού Χριστό και την Άχραντη Μητέρα του· και αν ή αγάπη σας εύαρεστήται, έφοδιάστε με το ουράνιο φάρμακο, την θεία Κοινωνία». Ό π. Ιωσήφ κατόπιν τής παρακλήσεως τού άρρωστου και επειδή και ό ίδιος πολύ το επιθυμούσε, έκανε ολονύκτια αγρυπνία και λειτουργία, οπού συγκεντρώθηκαν οι αδελφοί και προσευχήθηκαν για τον πάσχοντα. Μετά την θ. λειτουργία ό Πρόχορος, όπως ήταν κατάκοιτος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Άχραντων τού Χρίστου Μυστηρίων.
Και να, μετά την θεία Μετάληψη τού εμφανίσθηκε ή Ύπεραγία Θεοτόκος μέσα σε άρρητο φως, συνοδευομένη από τους αγίους αποστόλους Ιωάννη τον Θεολόγο και Πέτρο. Στρέφοντας το θείο πρόσωπο Της προς τον Ιωάννη έδειξε τον Πρόχορο και είπε:
«αυτός είναι από το γένος μας».
Κατόπιν ακούμπησε το δεξί Της χέρι στο κεφάλι τού Προχόρου και αυτοστιγμεί το υγρό, το οποίο είχε γεμίσει το σώμα του, άρχισε να ρέει ποταμηδόν από ένα άνοιγμα πού δημιουργήθηκε στον δεξιό του μηρό. Ό Πρόχορος σύντομα θεραπεύθηκε εντελώς, και μόνον το σημάδι τής πληγής, από τήν οποία έτρεξε τό υγρό, έμεινε στό σώμα του γιά πάντα.
Μετά τό περιστατικό αυτό, στό σημείο οπού είχε εμφανισθεί ή Θεοτόκος κτίσθηκε διώροφος ναός, καί παραπλεύρως, στην θέση οπού υπήρχε τό κελί τού Προχόρου, κτίσθηκε νοσοκομείο.

Μια μέρα ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ προσευχόταν, κατά τη συνήθειά του, μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αφού προσευχήθηκε θερμά και έψαλλε τον Ακάθιστο Ύμνο, κάθισε για λίγο να αναπαυτεί, οπότε λέει ξαφνικά στο μαθητή του Μιχαία:
- Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος, γιατί πρόκειται να δεχτούμε μια θαυμάσια και φοβερή επίσκεψη.
Κι ενώ ακόμη μιλούσε, ακούστηκε μια φωνή:
- Η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται!
Μόλις το άκουσε αυτό ο Όσιος, έσπευσε προς την είσοδο του κελλιού του και ξαφνικά τον κάλυψε μια εκτυφλωτική ακτινοβολία, λαμπρότερη κι από τον ήλιο και είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με δύο Αποστόλους, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, να ακτινοβολούν με ένα ανέκφραστο φως. Μη μπορώντας να αντέξει σε ένα τόσο καταπληκτικό όραμα, ο Όσιος έπεσε στο έδαφος. Η Υπεραγία Θεοτόκος τότε τον έπιασε από το χέρι και είπε:
- Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήρθα να σε επισκεφτώ. Οι προσευχές σου για τους μαθητές και το μοναστήρι σου εισακούστηκαν. Μη στενοχωρείσαι, από τώρα και εμπρός θα ανθίσει! Και όχι μόνο όσο καιρό ζεις εσύ, αλλά και μετά την εκδημία σου στον Κύριο, εγώ θα είμαι κοντά στο μοναστήρι σου, θα καλύπτω πλούσια τις ανάγκες του, θα παρέχω τα απαραίτητα και θα το προστατεύω.
Και λέγοντας αυτά έγινε άφαντη. Εκστατικός ο Όσιος απ’ το φοβερό όραμα, παράμεινε για λίγο έμφοβος και έτρεμε. Αφού συνήλθε, σήκωσε τον τρομοκρατημένο μαθητή του, αυτός όμως έπεσε συγκλονισμένος στα πόδια του Οσίου λέγοντας:
- Για χάρη του Θεού, πατέρα μου, πες μου, τι θαυμάσιο όραμα ήταν αυτό;
Ο Όσιος που ήταν τόσο πλημμυρισμένος από χαρά ώστε το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο, δεν μπορούσε να πει περισσότερα απ’ αυτά τα λόγια:
- Περίμενε λίγο παιδί μου· και η δική μου ψυχή δονείται απ’ το θαυμάσιο αυτό όραμα.
Στάθηκε για λίγο συνεπαρμένος ακόμη απ’ το όραμα και τελικά είπε:
- Παιδί μου, φώναξέ μου τον Ισαάκιο και τον Σίμωνα.
Κι όταν ο Ισαάκιος και ο Σίμων ήρθαν, τους διηγήθηκε καταλεπτώς όλα όσα συνέβησαν, πώς είδε την Υπεραγία Θεοτόκο μαζί με τους Αποστόλους και τις θαυμάσιες υποσχέσεις που τους έδωσε. Εκείνοι μόλις άκουσαν όλα αυτά πλημμύρισαν από χαρά και όλοι μαζί έψαλλαν μια Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και δόξασαν το Θεό. Ο Όσιος παρέμεινε όλη νύχτα άγρυπνος, αναπολώντας το εξαίσιο όραμα. (Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 1388, τέσσερα χρόνια πριν την κοίμηση του Οσίου).

(Η Θηβαΐδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση, εκδ. 1985 σελ. 56-58)

Η μητέρα της αγίας Θηρεσίας του Λιζιέ, αναφέρει μια χαριτωμένη ιστοριούλα για την κόρη της.
Μια μέρα η μικρή Θηρεσία με ρώτησε αν θα πήγαινε στον Παράδεισο.
- Εάν είσαι καλή και φρόνιμη, ναι, της απάντησα εγώ.
- Αχ! Μανούλα -είπε πάλι η μικρή- αν λοιπόν δεν είμαι ούτε καλή, ούτε φρόνιμη, θα πάω στην κόλαση; Τότε ξέρω καλά τι θα κάνω.
Θα πετάξω μαζί σου, ενώ εσύ θα πηγαίνεις στον ουρανό και ασφαλώς θα με κρατήσεις στην αγκαλιά σου. Πώς θα μπορέσει τότε ο καλός Θεός να με απομακρύνει;
- Από το βλέμμα της κατάλαβα ότι η κορούλα μου ήταν πεπεισμένη πως ο Θεός δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα εναντίον της, εάν βρισκόταν στην αγκαλιά της Μάνας

(π. Rosario Scognamiglio, Στοχασμοί και Αποφθέγματα, εκδ. Κ.Ε.Ο σελ. 249)

Όταν ο άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός (είδε σε όραμα τον Παράδεισο) συλλογίστηκε ότι δεν είχε δει την Παναγία στον ουρανό ένας άγγελος τού είπε:
«Ευχήθηκες να δεις εδώ τη Βασίλισσα η Οποία είναι λαμπρότερη κι απ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις;
Δεν είναι εδώ·
επισκέπτεται τον επίγειο κόσμο που βρίσκεται σε μεγάλα δεινά, για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να ανακουφίσει τη θλίψη τους.
Θα σου έδειχνα την ουράνια κατοικία Της, τώρα όμως δεν έχουμε χρόνο, αφού πρέπει και πάλι να γυρίσεις στη γη»

(π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ψυχή μετά το θάνατο,εκδ. Μυριόβιβλος σελ. 223-224)

Όταν ζούσε ακόμα στον κόσμο ο άγιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής, και πήγαινε στην εκκλησία για να προσευχηθεί, όταν δε γνώριζε ακόμη τη μεγάλη αγάπη στους ανθρώπους που εκδηλώνεται στη συγχώρηση, «είδε στο δρόμο έναν άνθρωπο, που έκανε μία αμαρτία, και τον κατέκρινε με το λογισμό του και τον μίσησε· και καθώς μπήκε στο ναό, υψώσας τα μάτια του εις την αγίαν εικόνα της Παναγίας, είδε Αυτήν, ότι τον κοίταζε με άγριο βλέμμα, και τον απεστράφη. Και ταραχθείς πολύ για τούτο, ελυπήθη εις άκρον, μην ηξεύρωντας την αιτία για την οποία τον απεστράφη.
Εξετάζοντας τον εαυτό του, γνώρισε, ότι γιατί κατέκρινε με το λογισμό του εκείνον όπου έκανε την αμαρτία, για αυτό τον απεστράφη η Κυρία Θεοτόκος· και παρευθύς πεσών επί την γην και εξομολογησάμενος την αμαρτίαν του, έκλαυσε πικρώς και εδέετο της Υπεραγίας Θεοτόκου, για να του συγχωρήσει την αμαρτία του.
Και προσευξάμενος ώρα πολλή, είδε πάλι την αγία εικόνα, ότι τον κοίταξε με ιλαρό (χαρωπό) πρόσωπο, και ούτω λαβών πολλή παρηγοριά, βγήκε από το ναό. Και από τότε πλέον, όποτε έφταιγε σε κάτι, ελεγχόταν από την Θεοτόκο δια μέσου της αποστροφής, και εξομολογούμενος την αμαρτία του, και παρακαλών μετά δακρύων την Παναγία, ελάμβανε παρηγοριά, δια του ιλαρού βλέμματός της»

(Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Γεροντικό της Παναγίας, αρχιμ. Θεοφυλάκτου Μαρινάκη σελ. 177-178)

Ο άγιος Πέτρος Κελεστίνος διηγείται ότι υπήρξε ένας στρατιώτης, που παρόλη την κακή διαγωγή του συνέχισε να έχει ευλάβεια προς την Παναγία. Μια φορά έτυχε να περιπλανηθεί σε ένα δάσος και πείνασε. Εκεί του παρουσιάστηκε μία Παρθένος προσφέροντάς του εκλεκτό φαγητό μέσα σε ένα πολύ ρυπαρό δοχείο. Ο στρατιώτης δεν θέλησε να το αγγίξει.

- Είμαι, του λέει, η Παρθένος, η Μητέρα του Θεού, που ήλθα να ανακουφίσω την πείνα σου.

- Ναι, Δέσποινά μου, πώς να φάω σε ένα τόσο ρυπαρό δοχείο;

- Αλλά και εσύ, του απαντά η Παρθένος, θέλεις να δεχτώ τις προσευχές σου που βγαίνουν από τόσο βρώμικη καρδιά, και εξαφανίστηκε.

Το όραμα αυτό έγινε αφορμή να μετανοήσει ο στρατιώτης και να αλλάξει διαγωγή.

(Θησαυρός γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου, επισκόπου Γρατιανουπόλεως, σ. 455)

Ένα πολύ συγκινητικό περιστατικό διηγήθηκε κάποτε ο στάρετς Ζωσιμάς.

- Πρόλαβα στη μονή Κόνεβιτς ένα γέροντα που μπήκε στο μοναστήρι εντελώς αγράμματος. Από τότε παρακαλούσε νύχτα μέρα την Κυρία Θεοτόκο να τον βοηθήσει για να μάθει γράμματα, δίνοντάς της την υπόσχεση ότι κάθε μέρα, ως το τέλος της ζωής του, θα της έλεγε τους Χαιρετισμούς.

Πραγματικά η φιλεύσπλαχνη Παναγία μας εκπλήρωσε την επιθυμία του. Κι εκείνος κάθε μέρα διάβαζε τον Ακάθιστο Ύμνο της, ζητώντας της συνάμα και μια δεύτερη χάρη:

«Δέσποινα του κόσμου, Μητέρα του Θεού, με αξίωσες να μάθω γράμματα και να σε υμνώ. Δώσε μου όμως άλλη μια παρηγοριά: Να πεθάνω την ημέρα της δικής σου Κοιμήσεως».

Κάποια χρονιά λοιπόν, στη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου, ετοιμάστηκε και κοινώνησε την παραμονή της Κοιμήσεως. Ήταν απόλυτα υγιής. Την ίδια νύχτα, στην αγρυπνία της εορτής, έψαλλε πολύ ωραία με τους αδελφούς –γιατί ήταν και καλός ψάλτης. Την ενάτη ωδή των κανόνων την έψαλλαν, σύμφωνα με το τυπικό της Μονής τους, και οι δυο χοροί μαζί, στη μέση του ναού.

Ήταν και οι γέροντας ανάμεσά τους. Μα μόλις άρχισαν τον ειρμό του δεύτερου κανόνα, «Άπας γηγενής σκιρτάτω τω πνεύματι…», άρχισαν να τρέμουν τα πόδια του. Οι αδελφοί τον συγκράτησαν για να μην πέσει. Την ίδια στιγμή παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια της Παναγίας.

(Γεροντικό του Βορρά τόμος Α΄, Πέτρου Μπότση σελ. 94-95)

«Όταν κάποτε ήρθε ο αββάς Ποιμήν να κατοικήσει στην Αίγυπτο, συνέβη να μένει κοντά σε αυτόν ένας αδελφός που είχε γυναίκα. Και ποτέ δεν τον έλεγξε. Κάποια νύχτα η γυναίκα γέννησε. Ο Γέροντας το αντιλήφθηκε και κάλεσε το μικρότερο αδελφό του:
«Πάρε -του είπε- μια κανάτα κρασί και δώσε το στο γείτονα, γιατί θα του χρειαστεί σήμερα».
Οι αδελφοί του δεν γνώριζαν βέβαια την υπόθεση, αλλά αυτός έκανε ό,τι του όρισε ο Γέροντας.
Και ο αδελφός ο γείτονας ωφελήθηκε και ήλθε σε κατάνυξη. Μετά από λίγες μέρες, αφού εφοδίασε τη γυναίκα με ό,τι είχε ανάγκη, την άφησε να φύγει. Είπε κατόπιν στο Γέροντα:
«Εγώ από σήμερα μετανοώ».
Και έχτισε κοντά του ένα κελί για τον εαυτό του. Έτσι πήγαινε συχνά στο Γέροντα και ο Γέροντας του έδειχνε τον φωτεινό δρόμο του Θεού και τον κέρδισε.
(Το Μέγα Γεροντικόν, τόμος Β, εκδ. Ι.Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» σελ.491 παράγρ. 30)

«Ο ίδιος όσιος στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα μάς δείχνει έμπρακτα τι είναι αγάπη.
Κάποια νέα που έμεινε έγκυος και διώχτηκε από την οικογένειά της, ζήτησε καταφύγιο κοντά του. Εκείνος τη δέχτηκε γεμάτος καλοσύνη και την ανέλαβε υπό την προστασία του. Την τακτοποίησε σε μερικούς γνωστούς του, σε μια γειτονική πόλη και φρόντιζε συνέχεια για αυτήν όσο και για το παιδί που απέκτησε, ωσότου επήλθε τελικά η συμφιλίωση με τους δικούς της. Το πρόβατο το απολωλός είχε σωθεί. Αλήθεια πόσο συμμεριζόταν ο στάρετς τις θλίψεις των ανθρώπων! Νόμιζες πως συνταυτιζόταν μαζί τους…»

(Γεροντικό του Βορρά, τομος Α, Πέτρου Μπότση, σελ. 115)

«Η οσία Αθανασία ζούσε μόνη της στην έρημο. Φόβος όμως ποτέ δεν μπήκε στην καρδιά της. Πώς γίνεται αυτό; Να τι διαβάζουμε στο βίο της:
Κάποτε που η οσία επισκέφτηκε τη μητέρα Σεραφίμα, την ηγουμένη ενός μοναστηριού, εκείνη τη ρώτησε:
- Πώς δεν φοβάσαι να μένεις μόνη σου σε μια τόσο ερημική τοποθεσία;
Η Αναστασία (αυτό ήταν το κοσμικό της όνομα, προτού γίνει μοναχή) απάντησε:
- Τι έχω να φοβηθώ;
- Δε φοβάσαι τα άγρια θηρία, τους κακούς ανθρώπους, τους δαίμονες;
- Και τι μπορούν να μου κάνουν; Είναι πιο δυνατοί από τον Κύριό μου Ιησού Χριστό και την Παναγία, τη μητέρα μας; Ούτε που το σκέφτομαι καθόλου αυτό. Φόβος δεν μπαίνει στην καρδιά μου».
(Γεροντικό του Βορρά, τόμος Α, Πέτρου Μπότση, σελ. 94)

«Ανέβηκε κάποτε ο αββάς Μακάριος από Σκήτη στο Τερενούθι. Και εισήλθε στο ιερό για να κοιμηθεί. Ήταν δε εκεί σκελετοί παλαιοί, από νεκρούς ειδωλολάτρες. Και, παίρνοντας ένα, τον έβαλε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Οι δαίμονες λοιπόν, βλέποντας το θάρρος του, φθόνησαν. Και θέλοντας να τον τρομάξουν, φώναζαν τάχα σε μια γυναίκα, λέγοντας:
«Καλή μας, έλα μαζί μας στο λουτρό». Και αποκρίθηκε άλλος δαίμων, από κάτω του, σαν από τους νεκρούς, λέγοντας:
«Ξένο έχω επάνω μου και δεν μπορώ να έλθω».
Αλλά ο γέρων δεν πτοήθηκε και με θάρρος χτυπούσε τον σκελετό, λέγοντας:
«Σήκω, πήγαινε στο σκοτάδι, αν μπορείς».
Και ακούοντάς το οι δαίμονες, φώναξαν δυνατά: «Μας νίκησες!». Και έφυγαν καταντροπιασμένοι».
(Γεροντικόν, εκδ. Αστήρ, αββά Μακαρίου του Αυγυπτίου ιγ)

Ιωάννης 14,28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού(7) ἐστι·
Ηκούσατε ότι σας είπα, πηγαίνω προς τον Πατέρα και πάλιν έρχομαι κοντά σας. Εάν είχατε πλουσίαν και σταθεράν αγάπην προς εμέ, θα εδοκιμάζατε μεγάλην χαράν, διότι σας είπα· Πηγαίνω προς τον Πατέρα. Διότι ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος από εμέ.
«Οι εχθροί του Κυρίου (Αρειανοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α.) προσφεύγουν στο χωρίο αυτό για να πλήξουν τη θεότητα του Λόγου και να αποδείξουν ότι, αφού ο Πατήρ είναι μείζων (μεγαλύτερος) του Υιού, πάει να πει ότι ο Χριστός κατώτερος ων, δεν είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα, είναι κτίσμα του Πατρός.
Κατά την ορθόδοξη δογματική το «μείζον» που έχει ο Πατήρ έναντι του Υιού δεν αναφέρεται στην ουσία, τη δύναμη και το αξίωμα του Λόγου που έχει στην αγία Τριάδα. Ο Υιός είναι «ομοούσιος τω Πατρί» και επομένως δεν μπορεί να είναι άλλης ουσίας (ετερούσιος), ή να είναι υποτεταγμένος στον Πατέρα ή να έχει μειωμένη την τριαδική ενέργεια. Αυτά αποτελούν σαφείς αιρετικές αποκλίσεις.

Η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να δοθεί από δύο πλευρές· από την πλευρά της θεότητος και από την πλευρά της ανθρωπότητος του Ιησού Χριστού.
Από την πλευρά της θεότητος ο Χριστός είναι «έλασσων» του Πατρός όχι κατά τα στοιχεία τα οποία αναφέραμε πιο πάνω (θεία ουσία, θεία ενέργεια, τιμή, δόξα), αλλά κατά τον τρόπο της αϊδίου (=αιωνίου) προελεύσεώς του. Ο Πατήρ είναι άναρχος και αγέννητος. Είναι η πηγαία θεότης στην Αγία Τριάδα. Από αυτόν προέρχεται δια της γεννήσεως ο Υιός και δια της εκπορεύσεως το Άγιο Πνεύμα. Επομένως το «μείζον» δεν αναφέρεται στη θεότητα καθ’ εαυτήν του Πατρός και του Υιού (τούτο αποκλείεται παντελώς), αλλά στο γεγονός ότι ο Πατήρ παρέχει τη θεότητά του, αϊδίως γεννών εκ της ουσίας του τον Υιό, δηλαδή κατά τον «αιτίας λόγον». «Είναι μεγαλύτερος μεν, αλλά όχι στη δύναμη, αλλά μόνο όσον αφορά το αίτιο· διότι είναι αίτιος του υιού με τη γέννηση· διότι από τον πατέρα προέρχεται ο υιός» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος)(Υπόμνημα Τρεμπέλα). Η αιτιότητα αυτή στην Τριάδα δε διαφοροποιεί φύσεις.

Από την ανθρώπινη πλευρά ο Πατήρ είναι μείζων του Χριστού, δια την «του δούλου μορφήν» την οποία ανέλαβε ο Υιός, «με το να αδειάσει τον εαυτό του και να γίνει άνθρωπος». Κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας «Είναι μεγαλύτερος ο Πατέρας επειδή ο Υιός είναι ακόμη δούλος και στη δική μας κατάσταση, αφού εξάλλου ονομάζει τον Πατέρα και Θεό δικό του, και αυτό το αποδίδει στην ανθρώπινη μορφή. Διότι εάν πιστεύουμε ότι άδειασε και ταπείνωσε τον εαυτό του, πώς δεν θα είναι ολοφάνερο σε όλους, ότι κατέβηκε από κάποια υπεροχή σε ελάττωση, ή καλύτερα από ισότητα προς τον Πατέρα σε κατάσταση διαφορετική από αυτήν; Τίποτα από αυτά όμως δεν υπέμεινε ο Πατέρας· αλλά έμεινε και είναι σε αυτά που ήταν από την αρχή. Είναι άρα μεγαλύτερος από αυτόν που από συγκατάβαση διάλεξε την ελάττωση»(Υπόμνημα Τρεμπέλα).

Είναι φανερό ότι η κένωση γενικά, η ταπείνωση και η κακοπάθεια της επίγειας ζωής, τα οποία ανέλαβε ο Λόγος γενόμενος άνθρωπος, είναι το στοιχείο επί του οποίου συγκρινόμενος ο μη έχων αυτά Πατήρ θεωρείται μείζων του Υιού. Ομοίως μέσα στη σκέψη αυτή δεν θα ήταν παράλογο να πούμε, ότι όχι μόνο ο Πατήρ αλλά και το Πνεύμα το Άγιο είναι «μείζον» του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ακόμα δε και ο ίδιος ο Χριστός, ως αληθινός Θεός, είναι «μείζων εαυτού» (έναντι δηλαδή της προσληφθείσης σαρκός).
Οι τοποθετήσεις αυτές, τοποθετήσεις βιβλικές και πατερικές, έχουν μεγάλη σημασία στην αντιμετώπιση της αρειανικής κακοδοξίας, την οποία αναμασούν αηδώς σήμερα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά».

(Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, εκδ. Αποστολική Διακονία σελ. 97-98, οι μεταφράσεις των δύο χωρίων από το Υπόμνημα Τρεμπέλα από π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching