ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Λίγες εβδομάδες πριν αναχωρήσει ο Γέροντας Επιφάνιος από τον κόσμο αυτόν, ήταν καθισμένος στην καρέκλα με τους ορούς στα χέρια. Μπαίνει κάποιος επισκέπτης, του φιλάει το χέρι και τον ρωτά:
- Τι γίνεσθε, γέροντα;
- Γίνομαι, παιδί μου.
Και επειδή ο επισκέπτης δεν κατάλαβε, συνέχισε:
- Ωριμάζω!
Και λίγες μέρες πριν κοιμηθεί, απευθυνόμενος σε παρευρισκόμενο πνευματικοπαίδι του, τόνισε:
- Να ξερες, Δ., πόσο λειαίνει τον ακατέργαστο Επιφάνιο όλη αυτή η ταλαιπωρία!
(Υποθήκες Ζωής σελ 92)
«Κατά τα πρώτα χρόνια της εξομολογητικής του διακονίας, ο μακαριστός π. Επιφάνιος μετά από μία εξαντλητική ημέρα ανέβαινε με πολλή δυσκολία τα σκαλοπάτια για το δωμάτιό του κρατώντας τα κάγκελα της σκάλας. Μας διηγείτο λοιπόν:
- Μου ψιθύριζε ο πονηρός στο αυτί: «Τώρα είσαι κουρασμένος. Γιατί να κάνεις το Απόδειπνο; Δε θα καταλάβεις τίποτα. Θα το κάνεις μηχανικά». Κι εγώ απαντούσα:
«Αν δεν το κάνω καθόλου, θα είναι όλη η νίκη δική σου. Αν το κάνω όμως έστω και μηχανικά, η μισή νίκη θα είναι δική μου».
Και το έκανα»
(Υποθήκες Ζωής σελ. 53)
Έχετε δει ποτέ κανένα όραμα;...
Ρωτήθηκε κάποτε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
- Γέροντα έχετε δει ποτέ κανένα όραμα;
- Όχι παιδί μου. Ούτε έχω δει, ούτε θέλω να δω. Το μόνο που θέλω να βλέπω είναι οι αμαρτίες μου.
(Υποθήκες Ζωής σελ.31)
Μια ηλικιωμένη κυρία μου είπε: πάτερ,14 χρόνια τώρα προσεύχομαι συνεχώς και ποτέ δεν αισθάνθηκα την παρουσία του Θεού. Τη ρώτησα: Του δίνετε την ευκαιρία να πει και Εκείνος μια λέξη; Μα του μιλάω εγώ συνεχώς. Αυτό δεν είναι προσευχή; Της απάντησα: Δεν νομίζω πως αυτό που κάνετε είναι προσευχή και σας συμβουλεύω να αποσύρεστε σε μία άκρη με το πλεκτό σας, ενώπιον του Θεού, για 15 λεπτά την ημέρα.
Έκανε όπως της είπα και το αποτέλεσμα ήταν να έρθει πολύ σύντομα να με δει και να μου πει: Μου συμβαίνει κάτι παράξενο. Όταν προσεύχομαι και μιλάω στο Θεό με λόγια, δεν αισθάνομαι τίποτα μέσα μου. Όταν όμως κάθομαι σιωπηλά ενώπιόν του πρόσωπο με πρόσωπο, τότε αισθάνομαι να με τυλίγει από παντού η παρουσία Του.
(επίσκοπος Αντώνιος Bloom)
«Όλη η βάση είναι να πονάει ο άνθρωπος. Αν δεν πονάει, μπορεί να κάθεται ώρες με το κομποσχοίνι, και η προσευχή του να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Αν υπάρχει πόνος για το θέμα για το οποίο προσεύχεται, ακόμη και με έναν αναστεναγμό κάνει καρδιακή προσευχή...
Ένας αναστεναγμός για τον πόνο του άλλου είναι μια καρδιακή προσευχή. Ισοδυναμεί δηλαδή με ώρες προσευχής... Η πραγματική προσευχή ξεκινάει από έναν πόνο. Δεν είναι ευχαρίστηση, «νιρβάνα».Τι πόνος είναι; Βασανίζεται με την καλή έννοια ο άνθρωπος...
Στο Άγιο Όρος έκαναν κάπου Λιτανεία για την ανομβρία και αντί να βρέξει έπιασε πυρκαγιά! Δε γίνεται η Λιτανεία σα να κάνουμε περίπατο. Θέλει να πονέσουμε...
Μας ζητούν να κάνουμε μια αγρυπνία, ας υποθέσουμε, για ένα άρρωστο ,και ψάλλουμε «ανοίξαντός σου την χείρα» και χαιρόμαστε. Εμείς περνάμε ευχάριστα την ώρα μας και ο άλλος εν τω μεταξύ πεθαίνει. Κάνουμε λέει αγρυπνία για τον άρρωστο. Τι αγρυπνία; Εσείς κάνετε διασκέδαση. Αυτό είναι πνευματική διασκέδαση...» (π.Παϊσιος)
«Κάποτε ο στάρετς Βαρσανούφιος άκουσε κάποιον να λέει κακομοιρίστικα:
- Και τι να κάνω; Δόξα σοι ο Θεός.
- Έτσι το λένε το "Δόξα σοι ο Θεός"; φώναξε ο π. Βαρσανούφιος.
- Και πώς να το λέω;
- Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός! είπε ο άγιος με φωνή γεμάτη γαλήνη, ειρήνη και χαρά.
Από τη στιγμή εκείνη κατάλαβα ότι το "Δόξα σοι ο Θεός" δεν επιτρέπεται να είναι ένα κακομοιρίστικο επιφώνημα. Και ότι έχουμε χρέος να δοξάζουμε τον Κύριο από τα βάθη της καρδιάς μας».
Αναφέρει ο στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα:
«Στο σπίτι η μητέρα με έβαζε να διαβάζω τους χαιρετισμούς του Χριστού ή της Παναγίας. Μερικές φορές τύχαινε να στεκόμαστε όρθιοι στην προσευχή και ξαφνικά από το παράθυρο να βλέπουμε τον αρκουδιάρη να περνάει με μια αρκούδα.
Ακολουθούσε πολύς κόσμος και γινόταν πολύ φασαρία. Ήταν κάτι φοβερό. Συνεχίζαμε όμως να προσευχόμαστε με περισσότερο ζήλο και αφοσίωση. Οι επισκέπτες που άκουγαν τις αφηγήσεις του, μερικές φορές τον ρωτούσαν:
- Σίγουρα τα παιδιά δεν ήθελαν να πάνε κοντά στο παράθυρο, για να παρακολουθήσουν αυτό το περίεργο θέαμα;
- Όχι, αυτό ήταν αδύνατο. Η μητέρα μας ήταν πολύ αυστηρή, απαντούσε ο γέροντας».
Τίποτα δεν τους τραβούσε την προσοχή και την περιέργεια...
«Μια μέρα ενώ έμπαινε με το άλογό του σε κάποιο χωριό ένας επίσκοπος, συνάντησε έναν χωρικό που του είπε: -Καλημέρα Δέσποτα. Πρέπει να σας εμπιστευτώ ένα μυστικό. Μπορώ να προσεύχομαι χωρίς περισπασμούς.
- Θαύμα! Απάντησε ο επίσκοπος. Μέχρι τώρα δεν συνάντησα κανέναν άνθρωπο ικανό να προσεύχεται χωρίς να αφαιρείται. Για αυτό σου υπόσχομαι ένα βραβείο. Κοίταξε να δεις. Εάν μπορέσεις να πεις το Πάτερ ημών χωρίς αφηρημάδα, θα σου χαρίσω το άλογό μου. Ο χωρικός ήταν πολύ ευχαριστημένος και άρχισε:
Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου... Θα μου δώσεις και τη σέλλα ή μόνο το άλογο; είπε, διακόπτοντας ξαφνικά την προσευχή. Ο επίσκοπος γέλασε.
-Δυστυχώς, δεν θα έχεις ούτε το άλογο ούτε τη σέλα.
Ο αγρότης κατάλαβε ότι είχε χάσει το στοίχημα. Ούτε αυτή τη σύντομη προσευχή μπόρεσε να πει χωρίς να φύγει ο νους του αλλού».
(Ο γέρος επίσκοπος Αντιοχείας Ιγνάτιος ο Θεοφόρος οδηγείται στη Ρώμη στο Κολοσσαίο να μαρτυρήσει. Οι Χριστιανοί της Ρώμης μόλις το μαθαίνουν κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν και αυτός τους γράφει αυτή την επιστολή παρακαλώντας τους να μην τον σώσουν...!)
«Σας παρακαλώ, μη μου γίνετε εύνοια άκαιρη. Αφήστε με να γίνω τροφή των θηρίων, δια των οποίων θα μπορέσω να κερδίσω το Θεό. Είμαι σιτάρι του Θεού και αλέθομαι με τα δόντια των θηρίων, για να γίνω καθαρός άρτος του Θεού.
Καλύτερα να καλοπιάσετε τα θηρία, ώστε να γίνουν τάφος μου και να μην αφήσουν τίποτα από το σώμα μου, για να μη γίνω βάρος σε κανέναν όταν κοιμηθώ...Θα προτιμούσα τα θηρία που είναι έτοιμα για μένα και προσεύχομαι να τα συναντήσω γρήγορα, τα οποία και θα καλοπιάσω για να με καταφάγουν γρήγορα, και όχι όπως συνέβη σε μερικούς που από δειλία δεν τους άγγιξαν. Και αν αυτά δεν θελήσουν, εγώ θα τα εξαναγκάσω.
Να με συγχωρήσετε, εγώ γνωρίζω τι είναι αυτό που με συμφέρει. Τώρα αρχίζω να γίνομαι μαθητής. Είθε να μην επιθυμήσω τίποτα από τα ορατά και τα αόρατα, για να κερδίσω τον Ιησού Χριστό.
Φωτιά και σταυρός και συμπλοκές θηρίων, κομματιάσματα, διαμελισμοί, σκορπισμοί των οστών μου, τεμαχισμοί των μελών μου, αλεσμοί όλου του σώματος και βασανισμός του διαβόλου, ας έρθουν επάνω μου, αρκεί μόνο να κερδίσω τον Ιησού Χριστό.
Σε τίποτα δεν θα με ωφελήσουν τα πέρατα του κόσμου, ούτε οι βασιλείες αυτού του αιώνα. Είναι για μένα καλύτερο να πεθάνω για τον Ιησού Χριστό, παρά να βασιλεύω στα πέρατα της γης...
Τον Κύριο επιθυμώ...Εκείνον αναζητώ, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε για μας. Να με συγχωρήσετε, αδελφοί μου, μη με εμποδίσετε να φτάσω στη ζωή.
Διότι ο Ιησούς είναι η ζωή των πιστών. Μη θελήσετε να πεθάνω. Διότι η χωρίς Χριστό ζωή είναι θάνατος. Εμένα που θέλω να ανήκω στο Θεό, μη με χαρίσετε στον κόσμο.
Αφήστε με να λάβω καθαρό φως. Όταν φτάσω εκεί θα γίνω άνθρωπος του Θεού. Επιτρέψτε μου να γίνω μιμητής του Πάθους του Χριστού του Θεού μου... Σας γράφω ζωντανός, επιθυμώντας να πεθάνω για το Χριστό.
Ο δικός μου έρωτας σταυρώθηκε και δεν υπάρχει μέσα μου φωτιά που να επιθυμεί κάτι, αλλά υπάρχει νερό ζωντανό, που αναπηδάει μέσα μου και μου λέει. Έλα στον Πατέρα.
Δεν ευχαριστιέμαι με τροφή φθοράς, ούτε με τις ηδονές της ζωής αυτής. Θέλω τον άρτο του Θεού, τον άρτο τον ουράνιο, τον άρτο της ζωής, δηλαδή τη σάρκα του Ιησού Χριστού...και πιοτό θέλω το αίμα του, που είναι αθάνατη αγάπη και αιώνια ζωή.
Δεν θέλω πια να ζω σαν άνθρωπος...»
(Ιγνατίου, απόσπασμα επιστολής προς Ρωμαίους)
«Σταθείτε όλα τα σύμπαντα, όλοι οι υπάρχοντες κόσμοι, και όλα τα όντα! Κάτω όλες οι καρδιές, όλοι οι νόες, όλες οι ζωές, όλες οι αθανασίες, όλες οι αιωνιότητες! Διότι, όλα αυτά χωρίς το Χριστό είναι για μένα κόλαση. Η μία κόλαση δίπλα στην άλλη κόλαση. Όλα είναι αναρίθμητες και ατελεύτητες κολάσεις και στο ύψος και στο βάθος και στο πλάτος.
Η ζωή χωρίς το Χριστό, ο θάνατος χωρίς το Χριστό, η αλήθεια χωρίς το Χριστό, ο ήλιος χωρίς το Χριστό και τα σύμπαντα χωρίς Αυτόν, όλα είναι τρομερή ανοησία, ανυπόφορο μαρτύριο, σισύφειο βάσανο, κόλαση! Δεν θέλω ούτε τη ζωή, ούτε το θάνατο χωρίς Εσένα, γλυκύτατε Κύριε! Δεν θέλω ούτε την αλήθεια, ούτε τη δικαιοσύνη, ούτε τον Παράδεισο, ούτε την αιωνιότητα. Όχι, όχι! Εσένα μόνο θέλω, Εσύ μόνο να είσαι σε όλα, σε όλους και υπεράνω όλων!...
Η αλήθεια, εάν δεν είναι ο Χριστός, δε μου χρειάζεται, είναι μόνο μία κόλαση. Το ίδιο είναι κόλαση και η δικαιοσύνη, και η αγάπη, και το αγαθό, και η ευτυχία. Και αυτός ο Θεός, εάν δεν είναι ο Χριστός, είναι κόλαση.
Δεν θέλω ούτε την αλήθεια χωρίς το Χριστό, ούτε τη δικαιοσύνη χωρίς το Χριστό, ούτε την αγάπη χωρίς το Χριστό, ούτε το Θεό χωρίς το Χριστό. Δεν τα θέλω όλα αυτά κατ' ουδένα τρόπο!
Θα δεχτώ κάθε είδους θάνατο. Ας με θανατώσετε με όποιον τρόπο θέλετε, αλλά χωρίς το Χριστό δεν θέλω τίποτα. Ούτε τον εαυτό μου, ούτε και αυτόν τον ίδιο το Θεό, ούτε κάτι άλλο μεταξύ των δύο τούτων.
Δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω!».
(άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ.183-184)