ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ!

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ!  ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…

¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBANGR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης

Ιούλιος 2001, Κυριακή. Ήρθε στη Μονή ένα πούλμαν με προσκυνητές από τον Γέρακα Αττικής με τον ιερέα π. Σταμάτιο, ο οποίος ζήτησε αν μπορούσαν να κάνουν μία παράκληση στην Παναγία γιατί είχαν μαζί τους έναν άνθρωπο που είχε, όπως οι γιατροί είπαν, καρκίνο στον προστάτη, αλλά την ερχόμενη Τρίτη θα του έλεγαν κάνοντας συμβούλιο αν θα τον χειρουργούσαν.

Μετά την παράκληση πλησίασε ο ασθενής την Ηγουμένη και την ρώτησε:

- Σας είπε κάτι ο παπάς για έναν άρρωστο;

- Ναι, μου είπε, αλλά η Παναγία κάτι θέλει από σένα.

- Το σπίτι μου, απάντησε εκείνος με προθυμία, να Της δώσω, αρκεί να με κάνει καλά.

Και η Ηγουμένη του απαντά:

- Δεν θέλει σπίτι η Παναγία. Έχει μεγάλο και λαμπρό στον ουρανό. Τις αμαρτίες σου θέλει, να εξομολογηθείς.

Ο άνθρωπος αυτομάτως καλεί τον παπά και του λέει:

- Παππούλη, αύριο το πρωί (Δευτέρα) θέλω να ’ρθω να εξομολογηθώ.

Την Τετάρτη το πρωί μας πήρε τηλέφωνο συγκινημένος:

- Τη Δευτέρα το πρωί εξομολογήθηκα και το βράδυ είδα την Παναγία τη Βαρνάκοβα στον ύπνο μου και μου είπε: Αφού καθαρίστηκες (εξομολογήθηκες) και με παρακαλέσατε, τη βοήθειά μου θα την δεις αύριο στα χαρτιά σου (Τρίτη πρωί που θα έπαιρνε την απάντηση από τους γιατρούς). Πάω χθες στο Νοσοκομείο και έκπληκτος ο γιατρός, που για να διαπιστωθεί έκανε μία επαναληπτική ακτινογραφία και βγήκαν όλα καθαρά, νόμισε ότι χάλασε το μηχάνημα. Γι’ αυτό κάλεσε έναν άλλο καρκινοπαθή και του είπε να κάνει μία επαναληπτική, για να διαπιστώσει αν χάλασε το μηχάνημα. Σ’ εκείνον βγήκε ότι είχε καρκίνο, άρα το μηχάνημα δεν χάλασε. Τότε έκπληκτος ο γιατρός μου είπε:

- Τι έκανες;

- Πήγα στην Παναγιά τη γιάτρισσα, του είπα.

- Δεν σου κρύβω πως ήσουν γεμάτος καρκίνο. Γι’ αυτό και θα κάναμε ιατρικό συνέδριο, ν’ αποφασίσουμε περί της εγχειρήσεως, γιατί θεωρούσαμε ότι μάταια θα γινόταν.

Μετά μερικές εβδομάδες ο θεραπευμένος κύριος ήρθε να ευχαριστήσει την Ευεργέτιδά του. Έλαμπε το πρόσωπό του από χαρά κι ευγνωμοσύνη, ανάβοντας τη λαμπάδα του στην Παναγιά.

(πηγή: Θεομητορικά θαύματα στην Ι. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας, Ιερά Μητρόπολις Φωκίδος, Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, Δωρίδα 2011, σελ. 98-99)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13 (στιχ. 8-9)
Η παραβολή της άκαρπης συκιάς.
13.8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς(1) είπεν αὐτῷ, Κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος,
ἕως ὅτου σκάψω(2) περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια(2)·
8 Εκείνος του απάντησε: “άφησέ την, κύριε, κι ετούτη τη χρονιά,
για να τη σκάψω γύρω γύρω και να της βάλω κοπριά.
(1) Απάντησε λόγω της τρυφερής αγάπης του προς το δέντρο, επειδή για τόσο χρόνο
το καλλιεργούσε και το κλάδευε (b). «Παρακαλεί για τους Ιουδαίους,
γιατί από τους Ιουδαίους έγινε άνθρωπος και ικετεύει για τους κατά σάρκα συγγενείς» (Ζ).
(2) Έως ότου ιδιαιτέρως φροντίσω το δέντρο. Αξιόλογη η εκδοχή: «έως ότου σκάψει
την σκληρότητα που υπάρχει γύρω από τις ψυχές τους με το εργαλείο της συμβουλής
και βάλει κοπριά σαν λίπασμα, δηλαδή διδασκαλία που παράγει πλούσια καρποφορία» (Ζ).
Δεν ζητά να αποτραπεί για πάντα το κόψιμο του δέντρου, αλλά ζητά αναβολή μόνο του κοψίματος.
Ο Χριστός είναι αυτός που μεσιτεύει στον Πατέρα για αναβολή της οργής του.
Και τον Χριστό τώρα επικαλούνται στην εκκλησία και οι διάκονοί του.
Αυτοί που κηρύττουν το λόγο του ευαγγελίου οφείλουν και να προσεύχονται να καρποφορήσει
αυτός και να ανοίξει ο Χριστός και τις σκληρότερες καρδιές ώστε και αυτές να τον δεχτούν.
«Κύριε άφησε και αυτό το χρόνο», να παρακαλούν για χάρη τους το Χριστό.
Αλλά οι προσευχές μας αυτές πρέπει να ακολουθούνται και από τις προσπάθειές μας.
Ο αμπελουργός παρουσιάζεται να λέει: Κύριε, ίσως και εγώ δεν φρόντισα επαρκώς τη συκιά.
Άφησε αυτό το έτος να φροντίσω αυτήν πιο συστηματικά. Έτσι σε όλες τις προσευχές μας
για μας και τους άλλους, πρέπει μεν να επικαλούμαστε την χάρη και το έλεος του Θεού,
συγχρόνως όμως να έχουμε και τη σταθερή απόφαση, ώστε και εμείς να πράξουμε ό,τι από εμάς
εξαρτάται για καρποφορία είτε δική μας είτε των άλλων.
Σε αντίθετη περίπτωση κοροϊδεύουμε το Θεό και δείχνουμε ότι δεν εκτιμούμε επάξια το έλεος
και τη χάρη την οποία ζητάμε. Τις προσευχές μας αυτές απαραίτητα πρέπει να συνοδεύουμε
με την ακούραστη επιμέλειά μας στη χρήση των μέσων της χάρης.

13.9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν(1)· εἰ δὲ μήγε(2), εἰς τὸ μέλλον(3) ἐκκόψεις αὐτήν(4).
9 Και αν κάνει καρπό, την αφήνεις· αλλιώς, θα την κόψεις στο μέλλον”».
(1) Υπάρχει και η γραφή: καρπόν εις το μέλλον· ει δε μήγε εκκόψεις αυτήν.
«Είναι ελλειπτικός ο λόγος. Διότι λείπει το «έχει καλώς»» (Ζ)=Και αν μεν κάνει καρπό, έχει καλώς·
έχει καλώς και θα σωθεί για κοινή μας χαρά (δ).
(2) Αν όμως δεν κάνει καρπό (δ).
(3) «Στον μελλοντικό χρόνο» (Ζ). Δεν σημαίνει λοιπόν στο μελλοντικό έτος, αλλά με απόλυτη έννοια,
σε μελλοντικό καιρό ή χρόνο σε αντίθεση με τον τωρινό (δ).
Άκαρποι χριστιανοί ενδείκνυται να αφυπνίζονται σε μετάνοια με τις απειλές του νόμου,
οι οποίες οργώνουν το χέρσο έδαφος και έπειτα να ενθαρρύνονται με τις υποσχέσεις του ευαγγελίου,
οι οποίες εκτρέφουν σαν τα λιπάσματα το δέντρο. Και οι δύο μέθοδοι ως υποβοηθητικές μεταξύ τους
πρέπει να δοκιμάζονται.
(4) Καιρό «υποδηλώνει αυτόν, κατά τον οποίο πολιόρκησαν οι Ρωμαίοι την Παλαιστίνη.
Διότι τότε έκοψε όλο το γένος της συναγωγής των Ιουδαίων…
και φύτεψε αντί για αυτήν την εκκλησία των Χριστιανών, που πάντοτε καρποφορεί» (Ζ).

«Εάν λοιπόν, όπως είπαμε, τον τιμήσεις (το Χριστό) και τον αποδεχθείς, του δώσεις τόπο και του προσφέρεις ησυχία, γνώριζε καλά ότι θα ακούσεις από τους θησαυρούς του Πνεύματος τα απόρρητα· κι αυτό όχι πέφτοντας επάνω στο Δεσποτικό στήθος, όπως παλαιά ο αγαπημένος του Χριστού Ιωάννης, αλλά φέροντας στο στήθος σου όλον τον Λόγο του Θεού. Θα θεολογήσεις καινούργιες και παλαιές θεολογίες, θα κατανοήσεις καλώς όλες τις θεολογίες που ειπώθηκαν κι εγράφηκαν ήδη, και θα γίνεις εύηχο όργανο που θα ανακρούει και θα φθέγγει επάνω από κάθε μουσική» (19Γ,195)

«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους ούτε να πεις, "Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε", αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, "Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;"· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, "Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;". Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).

«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

"Να γίνεις αθάνατος από τώρα"

Σε μια άλλη επίσκεψή μου, ήμουν πολύ λυπημένος, γιατί μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα με είχαν πλήξει αλλεπάλληλες δοκιμασίες, που απειλούσαν να κάμψουν την αντοχή μου.
Μέσα σ' εκείνον το ζόφο, μου έδινε πολλή παρηγοριά και κουράγιο μια σκέψη, που την εξέφρασα στο Γέροντα, μόλις μπήκα στο κελί του.

- "Εσείς ξέρετε, του είπα, πριν σας το φανερώσω, ότι περνώ δοκιμασίες, για μια ακόμη φορά. Να ξέρατε όμως, πόσο με παρηγορεί η σκέψη, ότι στον πήλινο αυτό κόσμο, που ζούμε, όλα είναι μάταια και πρόσκαιρα.
Λίγη παραπάνω υπομονή μας χρειάζεται, αφού και χαρές και λύπες γρήγορα θα περάσουν και θα 'ρθει η μεγάλη ώρα, που ο θάνατος θα με οδηγήσει στην αθανασία που είθε με τις ευχές σας, να αξιωθώ εγώ ο ανάξιος, να τη ζήσω κοντά στο Χριστό".

Περίμενα επιδοκιμασία του γι' αυτά τα "στοχαστικά" που του 'λεγα, αλλά αιφνιδιάστηκα, όταν τον άκουσα να αντιδρά έντονα, λέγοντάς μου:

- "Μη, μωρέ, κάνεις τέτοιες σκέψεις, ότι θα πεθάνεις και έπειτα θα πας στην ουράνια αθανασία.
Αγωνίσου να γίνεις αθάνατος από τώρα, πεθαίνοντας εδώ στη γη για τον κακό εαυτό σου. Έτσι, δε θα στεναχωριέσαι, αλλά θα χαίρεσαι πολύ, ζώντας μαζί με το Χριστό.
Έτσι δε θα φοβάσαι, ούτε τις δοκιμασίες, ούτε το σατανά, ούτε το θάνατο, γιατί θα τα νικήσεις όλα από εδώ, από τη γη, ώστε να είσαι έτοιμος για την αθανασία του ουρανού".

Τον κοίταξα με χαρούμενη έκπληξη και του είπα:

- "Γέροντα, είναι πολύ ωραία αυτά που μου λέτε· με αναπαύουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι σκέψεις που σαςέλεγα πριν· αναπτερώνουν το ηθικό μου και με χαροποιούν.
Μου θυμίζουν μάλιστα, μια επιγραφή στην είσοδο Μοναστηριού του Αγίου Όρους:
"Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δε θα πεθάνεις όταν πεθάνεις".

Ο Γέροντας, μόλις το άκουσε αυτό, ενθουσιάσθηκε και μου λέει με ζωηρή φωνή:
- "Γράψ' το αυτό γρήγορα, στον τηλεφωνικό μου κατάλογο, σε μια λευκή σελίδα".
[Γ 463π.]

("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σ. 202-203)

Ψυχικές ασθένειες

-Γέροντα, όταν μελαγχολεί κανείς, τί πρέπει να κάνει, για να το ξεπεράσει;
-Χρειάζεται θεία παρηγοριά.
-Και πώς θα την πάρει;
-Να γαντζωθή στον Χριστό και ο Χριστός θα του την δώση.
Πολλές φορές μπλέκεται το φιλότιμο με τον εγωισμό.
Οι περισσότεροι σχιζοφρενείς είναι ευαίσθητες ψυχές.
Τυχαίνει να συμβή ένα τιποτένιο πράγμα ή κάτι που δεν μπορούν
να το αντιμετωπίσουν και υποφέρουν πολύ. Αλλος σκοτώνει άνθρωπο
και είναι σαν να μη συμβαίνη τίποτε, ενώ ένας ευαίσθητος,
ένα γατάκι αν πατήση λίγο στο πόδι κατά λάθος, υποφέρει και δεν κοιμάται
από την στενοχώρια του. Και άμα δεν κοιμηθή δυό-τρία βράδια,
μετά φυσικά θα τρέξη στον γιατρό.
-Γέροντα, η ψυχολογία λέει ότι, για να βοηθηθή ένας ψυχοπαθής, πρέπει να λείψη το αίτιο.
-Ναί, αλλά αν υπάρχη αίτιο. Γιατί μερικές φορές, ενώ κάποια πράγματα είναι φυσιολογικά,
δικαιολογούνται κατά κάποιον τρόπο, οι άνθρωποι μπαίνουν σε λογισμούς,
που πάνε να παλαβώσουν. «Μήπως έχω κάτι κληρονομικό; μήπως δεν είμαι καλά;», λένε.
Γνώρισα ένα παλληκάρι που σπούδαζε, διάβαζε έντεκα ώρες το εικοσιτετράωρο
και έπαιρνε υποτροφία. Βοηθούσε και την οικογένειά του, γιατί ο πατέρας του ήταν άρρωστος.
Στο τέλος κουράστηκε, γιατί ήταν ευαίσθητο• είχε συνεχώς πονοκεφάλους
και με πολύ κόπο πήρε το πτυχίο. Είχε μετά λογισμούς μήπως ήταν κληρονομικό.
Τί κληρονομικό; Μά και μόνον αν διαβάζη κανείς έντεκα ώρες την ημέρα,
θα πάθη υπερκόπωση, πόσο μάλλον να βοηθάη και τους γονείς και να είναι και ευαίσθητος.
-Γέροντα, ένα παιδί παρουσίασε κάποια μελαγχολία μετά την αυτοκτονία του πατέρα του.
Μήπως είναι κληρονομικό; -Μπορεί να τραυματίσθηκε ψυχικά το παιδί.
Δεν είναι απόλυτο ότι αυτό είναι κληρονομικό. Ύστερα δεν ξέρουμε και ο πατέρας
σε τί κατάσταση βρέθηκε και αυτοκτόνησε. Βέβαια, ένα παιδί που ο πατέρας του
είναι κλειστός εκ φύσεως χρειάζεται βοήθεια.
Γιατί, αν συνεχίση και αυτό να είναι κλειστό - έχει και τον λογισμό μήπως είναι
κάτι κληρονομικό-, μπορεί να αρρωστήση.
Ο Θεός πάντοτε επιτρέπει να δοκιμασθή ο άνθρωπος όσο αντέχει,
αλλά προστίθενται και οι κοροϊδίες των ανθρώπων, οπότε κάμπτεται η ψυχή
από το επιπλέον βάρος και γογγύζει. Τους τρελλούς οι άνθρωποι τους αποτρελλαίνουν.
Στην αρχή η τρέλλα οικονομιέται. Παλιά δεν υπήρχαν ψυχιατρεία καί,
αν ήταν κανείς τρελλός, τον έκλειναν σε κάποιο δωμάτιο με σιδεριές!
Ήταν μιά, Περιστέρω την έλεγαν, που την είχαν κλεισμένη στο σπίτι!
Τα παιδιά την πετροβολούσαν, την κορόιδευαν. Αγρίευε η φουκαριάρα, έπιανε τις σιδεριές,
φώναζε και ό,τι έβρισκε μπροστά της το πετούσε έξω!
Στην άλλη ζωή όμως θα δής η Περιστέρω να ξεπερνάη πολλές γνωστικές.
Θυμάμαι και μια άλλη περίπτωση. Ήταν μια οικογένεια που η μεγάλη κόρη τους
ήταν λίγο λειψή, αλλά είχε πολλή καλωσύνη. Ήταν σαράντα ετών, αλλά ήταν σαν πέντε.
Τί σκηνές της έκαναν μικροί-μεγάλοι! Μια φορά την άφησαν οι γονείς της
να μαγειρέψη κι εκείνοι πήγαν στο χωράφι. Θα ερχόταν ο αδελφός της από το χωράφι,
για να φέρη τα καλαμπόκια, και θα έπαιρνε το φαγητό να το πάη στο χωράφι
να φάνε οι γονείς τους και οι εργάτες. Μάζεψε η καημένη από τον κήπο κολοκυθάκια,
μελιτζάνες, φασολάκια και τα είχε έτοιμα να τα μαγειρέψη.
Πάει η μικρότερη αδελφή της, που ήταν σωστός πειρασμός, τραβάει τον γάιδαρο
από το αυτί και τον βάζει και τα τρώει όλα! Αντε μετά η καημένη να πάη να μαζέψη άλλα.
Και δεν είπε τίποτε. Μέχρι να τα ετοιμάση ξανά, ήρθε ο αδελφός της,
και αυτή μόλις τότε έβαζε το φαγητό στην φωτιά. Ξεφόρτωσε τα ζώα καί, όταν είδε
ότι δεν ήταν έτοιμο το φαγητό, της έδωσε ένα ξύλο! Τί ταλαιπωρία περνούσε κάθε μέρα!
Η μάνα της η φουκαριάρα παρακαλούσε να πεθάνη πρώτα η κόρη της και μετά αυτή,
γιατί σκεφτόταν ποιός θα την φρόντιζε. Και πράγματι, πέθανε πρώτα η κόρη και ύστερα η μάνα.
Πάντως, αυτοί που δεν είναι καλά στο μυαλό, είναι καλύτερα από πολλούς άλλους.
Έχουν το ακαταλόγιστο και χωρίς εξετάσεις περνούν στην άλλη ζωή.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 239-241)

«Πολλοί είναι αυτοί που απαρνούνται τον βίο τούτον και τα πράγματα του βίου, λίγοι όμως όσοι απαρνούνται και τα θελήματά τους. Γι’ αυτούς καλώς αποφαίνεται ο θείος λόγος λέγοντας "πολλοί είναι οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί"» (τ. 19Α, σ. 411).

«Κέρδος καλό για σένα το να κόψεις τα θελήματά σου, μάρτυρα συνειδήσεως σ’ αναδείχνει» (τ. 19Ε, σ. 87, στιχ. 10-11).

«Μ’ έκαναν να ξεχαστώ πάλι και τίποτε από όσα έγιναν να μην καταλάβω, αλλά νομίζω πως είμαι ανώτερος από όλους και απαθής, άγιος και σοφός θεολόγος και δίκαια με τιμούν όλοι οι άνθρωποι· δέχομαι τους επαίνους, σα να τους αξίζω, και καλώντας κόσμο περιμένω να με τιμήσουν. Κι όταν με περικυκλώσουν φουσκώνω πιο πολύ κι όλο κοιτάζω γύρω, μήπως, λείπει κανένας που δεν ήρθε να με δει και να θαυμάσει. Κι αν κάποιον ανακαλύψω που αδιαφόρησε μνησικακώ, τον βρίζω και τον διασύρω, για ν’ ακούσει και μη υποφέροντας τις κατηγορίες μου να ’ρθει, να μου μιλήσει και να φανεί υποχείριός μου κι ότι κι εκείνος χρειάζεται την προσευχή και την αγάπη μου. Και τότε λέω σ’ όλους τους άλλους έρχεται κι ο τάδε και παίρνει τις ευχές μου κι ακούει τους λόγους μου και τη διδασκαλία μου - βλακεία, αλί μου, πρώτη! Πώς δεν βλέπω τη θλιβερή γύμνια μου, πώς δε νιώθω τα τραύματά μου, πώς δε λυπούμαι, πώς δεν κλαίω, και πεσμένος στον ξενώνα δεν αποζητώ τη θεραπεία μου; Πώς δεν προσκαλώ τους γιατρούς δείχνοντας τα χτυπήματα, δείχνοντας γυμνά σ’ αυτούς και τα κρυμμένα πάθη μου, για να βάλουν σ’ αυτά το νυστέρι και τα έμπλαστρα και τα καυτήρια και να τα υπομείνω καρτερικά για τη θεραπεία μου, αλλά προσθέτω καθημερινά κι άλλα τραύματα; Αλλά, Θεέ μου, λυπήσου με που πλανήθηκα, φύτεψε στην καρδιά μου το φόβο σου, για ν’ αποφύγω τον κόσμο όπως διατάζεις… γι’ αυτό θλίβομαι και λυπούμαι, Θεέ μου, γιατί βλέπω τον εαυτό μου δούλο σ’ αυτά τα πάθη, μα δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε και να ταπεινωθώ ούτε θέλω να ζητήσω τη μόνη δόξα τη δική σου, που μ’ αυτή φαίνεται ότι είμαι πιστός σου δούλος και μ’ αυτή μπορώ να φανώ ψηλότερος από όλους» (τ.19Ε, σ. 127,στιχ. 88-115 & 126-131).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (και από άλλα θέματα)

«Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του» (τ. 19Α, σελ. 57-59).

«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψη να περάση ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθή ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίση τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθή η αίτησή του και να μη εμποδισθή από το εγχείρημα. Eπειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεσι, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθή τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Eκείνος δε αφού εγεύθηκε εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ.19Α, σελ. 111-113).

«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (τ.19Β, σ. 369).

«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πως στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ. 19ΣΤ, σ. 387).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Είχα επισκεφτή τον Πνευματικό μου και του μίλησα για κάποιο σοβαρό πρόβλημα, που αντιμετώπιζε το Μοναστήρι μας, και το οποίον με είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα. Μου είπε πως ο γέροντας Πορφύριος που είναι στο Μήλεσι, οπωσδήποτε θα με βοηθούσε και με παρότρυνε να τον επισκεφτώ.

Πήγα στην Αθήνα, ήταν καλοκαίρι του 1988, ημέρα Κυριακή, και μετά την θεία Λειτουργία μαζί με την αδελφή μου, τον γαμπρό μου και το 17χρονο παιδάκι τους ανηφορήσαμε για το Μήλεσι.

Το σπιτάκι και όλος ο χώρος ήταν πολύ-πολύ φτωχικά. Προσέξαμε και ένα νέο μεγαλοπρεπή Ναό που κτιζόταν. Μία μοναχή βγήκε και μας ενημέρωσε πως ο Γέροντας για εκείνη την ημέρα δεν θα δεχόταν κανέναν, λόγω των ασθενειών και του γήρατός του. Ήταν τότε 82 χρονών (τρία χρόνια πριν την κοίμησή του).

Ήταν λοιπόν άσκοπο να παραμείνουμε εκεί και ο κόσμος άρχισε να φεύγη, ενώ κάποιοι έδειχναν εκνευρισμένοι και αγανακτισμένοι. Και εμείς στεναχωρηθήκαμε και απογοητευθήκαμε. Λέγαμε πως δεν είμαστε άξιοι και λόγω των αμαρτιών μας δεν μας δέχεται.

Ωστόσο δεν φύγαμε, προσπαθώντας να διατηρήσουμε μέσα μας μία ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξη. Ο κόσμος ερχόταν και έφευγε, ενώ εμείς καθήσαμε εκεί κοντά κάτω από τα δέντρα και συζητούσαμε διάφορα πνευματικά θέματα με μία άλλη οικογένεια που είχε έρθει και αυτή για να δη τον Γέροντα. Η σύζυγος επέμενε και μου έλεγε ότι εμείς θα τον βλέπαμε τον Γέροντα.

Η ελπίδα αυτή μας κράτησε εκεί έως το απόγευμα. Τελικά σηκωθήκαμε όλοι μαζί για να φύγουμε. Η οικογένεια εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε. Εμείς ξεκινήσαμε ακριβώς πίσω τους. Καθώς κοίταξα από το παράθυρο του αυτοκινήτου, είδα έναν Γέροντα να βγαίνη από τον Ναό που χτιζόταν και να προχωρά προς το δασάκι, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπαστουνάκι και στο άλλο Σταυρό.

Κατεβήκαμε βιαστικά και τον ακολουθήσαμε. Μόλις μπήκαμε στο δασάκι, τον είδαμε μπροστά μας με κλειστά τα μάτια να μας περιμένη. «Γέροντα, ευλογείτε, δεν θα σας ενοχλήσουμε, μόνο την ευχή σας να πάρουμε και θα φύγουμε», του είπα.

Γονατίσαμε, βάζοντάς του μετάνοια, ενώ εκείνος μας σταύρωσε στο κεφάλι έναν-έναν και τους τέσσερις. Του φιλήσαμε τον Σταυρό και το χέρι του. «Γέροντα, εμείς που είμαστε τόσο αμαρτωλοί θα σωθούμε άραγε;» ρώτησα. Και εκείνος κούνησε τρεις φορές το κεφάλι του καταφατικά. Ο γαμπρός μου του είπε: «Γέροντα, ευλόγησε το παιδί μου» και ο Γέροντας, συνεχίζοντας να έχει κλειστά τα μάτια του, το ευλόγησε.

Ξεκινήσαμε να φύγουμε, αλλά στα δυο-τρία βήματα, σκεφτήκαμε να τον ευχαριστήσουμε και γυρίσαμε να πούμε ένα ευχαριστώ, αλλά ο Γέροντας είχε εξαφανιστή. Μέσα σε τρία-τέσσερα δευτερόλεπτα χάθηκε. Τα δέντρα ήταν λεπτά και ψηλά• δεν μπορούσε να κρυφτή άνθρωπος από πίσω. Ωστόσο ψάξαμε επίμονα όλον τον χώρο εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Στην χαρά μας προστέθηκε και η έκπληξη.

Το βράδυ τηλεφωνήσαμε σε κείνη την οικογένεια που μας κράτησε συντροφιά όλη την ημέρα. Η σύζυγος μου είπε: «Είδατε ότι δεν έκανα λάθος; Δεν σας το έλεγα ότι εσείς θα τον δήτε; Το είχα αισθανθή μέσα μου πολύ έντονα».

Ο Γέροντας ήταν άρρωστος στο κρεββάτι του, αλλά με την Χάρη του Θεού ήρθε και μας ευλόγησε. Έλεγε πως δεν πρέπει να φεύγουμε στεναχωρημένοι όταν δεν τον βλέπουμε, διότι εκείνος μας βλέπει όλους, ξέρει το πρόβλημά μας και μυστικά προσεύχεται για μας.

Μία δεύτερη ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, όταν επέστρεψα στο νησί. Οι αδελφές με ενημέρωσαν, πως το πρόβλημά μας είχε ήδη ολοκληρωτικά επιλυθή.

Μαρτυρία γερόντισσας Μάρθας, Ηγουμένης της Ι. Μονής Αγίου Νικολάου (Φυρρά) Σαντορίνης

(από το βιβλίο: "Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)". Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σ. 154)

“Η νύχτα προχώρησε· η ημέρα πλησίασε”

                                            (Ρωμ. ιγ΄ 12)

Δηλαδή, κοντά είναι η ανάσταση, κοντά η

φοβερή κρίση και πρέπει πλέον ν’ απαλλαγούμε

από την αδιαφορία. Διότι καθώς περνάει ο χρόνος,

ξοδεύεται ο καιρός της παρούσας ζωής, ενώ

έρχεται πιο κοντά ο καιρός της μέλλουσας. Εάν

λοιπόν είσαι προετοιμασμένος και έχεις κάνει όλα

όσα συμβούλεψε ο Κύριος, η ημέρα γίνεται για

σένα Σωτηρία, εάν όμως συμβαίνει το αντίθετο,

δεν είναι ακόμη”.

     (Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις την προς
                       Ρωμαίους, Ομιλία κε΄, ΕΠΕ 17, 529)

«Όποτε ο νους αρπαγή από οίηση, εμβαθύνει σ’ αυτήν και μέσα στον αγώνα του υποθέσει ότι κάτι είναι, τότε η χάρις που τον φωτίζει αοράτως απομακρύνεται και τον αφήνει γρήγορα αδειανό· αμέσως λοιπόν ξεσκεπάζεται η ασθένειά του, ενώ τα πάθη επιτίθενται εναντίον του σαν άγρια σκυλιά και ζητούν να τον καταπιούν. Αυτός λοιπόν, μέσα στην αμηχανία του, καθώς δεν έχει που να φύγει και σωθεί, καταφεύγει με ταπείνωση προς τον δυνάμενο να τον σώσει Κύριο» (τ. 19Α, σ. 437).

«Ούτε αυτές (οι αρετές) μπορούν μόνες να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος. Διότι, όπως ο χαλκεύς την μεν τέχνη του επιδεικνύει με τα εργαλεία του, χωρίς όμως την ενέργεια του πυρός δεν μπορεί να κατασκευάσει κανένα έργο καθόλου, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάμει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τις αρετές, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός μένουν ανενέργητα και ανωφελή, μη μπορώντας να καθαρίσουν τον ρύπο και την ακαθαρσία της ψυχής» (τ. 19Α, σ. 493).

«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίστασι και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν "από πού μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;", ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).

«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς» (τ. 19Α, σ. 571).

«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσομε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ.19Γ, σ. 185).

«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθομε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ.193).

«Πώς είσαι και φωτιά που ξελοχίζεις, πώς είσαι και νερό που με δροσίζει, πώς κατακαίς μα και γλυκαίνεις και πώς εξαφανίζεις τη φθορά;» (τ. 19Ε, σ.91,στιχ. 1-4).

«(Απώλεια της Χάρης)· Ως τη δοκίμασα απαθής κι εγώ έγινα αμέσως καθώς με πύρωνε η ηδονή και μ’ άναβεν ο πόθος κι από το φως μετάλαβα κι έγινα φως κι ο ίδιος από όποιο πάθος πιο ψηλά κι όποια κακία έξω. Γιατί της απάθειας το φως δεν το αγγίζει πάθος καθώς τον ήλιο η σκιά και της νυχτός το σκότος. Τέτοιος ενώ έγινα λοιπόν κι ενώ πια τέτοιος ήμουν, Κύριε, κάπως αφέθηκα θαρρώντας στον εαυτό μου κι η μέριμνα με τράβηξε των αισθητών πραγμάτων και βούλιαξα ο δυστυχής στη βιοτική φροντίδα και κρυώνοντας σαν σίδερο ήρθα κι έγινα μαύρος κι αφού έμεινα πολύν καιρό σκουριά, άρχισα να πιάνω κι είναι γι’ αυτό που κράζω σου, φιλάνθρωπε, ζητώντας και πάλι να καθαριστώ και στο παλιό μου κάλλος να επιστρέψω και το φως να χαρώ το δικό σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 273, στιχ. 34-48).

«(Απώλεια της Χάρης)· Αλλά έστω αν λογισμό μικρό δεχτείς μες στην καρδιά σου, ή αντιπάθεια δίκαιη είτε άδικη για κάποιον, ή πεις λόγο έναν πονηρό ή άνομη κάνεις σκέψη, εάν με κλάματα θερμά πικρά δε μετανιώσεις κι αυτά με τη μετάνοιά σου από σένα δεν τα διώξεις, αλλά και κάθε λογισμό πονηρό της καρδιάς σου, δεν παραμένει αυτό ποτέ· γιατί ’ναι Πνεύμα θείο μ’ εμέ και τον Πατέρα μου σαν ομοούσιό μου, μα ξάφνου φεύγει μυστικά, ήλιος που βασιλεύει, κρύφτηκε σε ριπή οφθαλμού και δεν το βλέπει ούτ’ ένας. Και πώς να υπάρξει σε ψυχή που κάθαρση δεν είδε και σε συναίσθηση ποτέ δεν έφτασε μετάνοιας; Και την ακάθεκτη ορμή πώς της φωτιάς ν’ αντέξει ψυχή, απ’ αγκάθια αμαρτιών, μα και παθών γεμάτη;» (τ. 19ΣΤ, σ. 389, στιχ. 120-132).

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

403. Ευχαριστώ την Αγία Μητέρα μας την Εκκλησία, την ακηλίδωτο Νύμφη του Χριστού, για τη σωτηρία που μου εξασφαλίζει. Με τις Οικουμενικές και τις Τοπικές της Συνόδους, περιτειχίζει την αλήθεια της πίστεώς μου. Με τα αίματα των αγίων Μαρτύρων της, νίκησε και κατετρόπωσε όλους τους εχθρούς της πίστεως και μου ανοίγει τους δρόμους προς την αιώνιο ζωή. Την ευχαριστώ, που διατηρεί όλους τους ιδρυμένους από τον Κύριο σωτηρίους για μένα θεσμούς. Την ευχαριστώ, που συνεκρότησε για μένα τη θεία της λατρεία, αυτή την αγγελική συμφωνία πάνω στη γη. Που, με το εορτολόγιο, φέρει μπροστά στα μάτια της ψυχής μου, κάθε έτος, όλα τα σπουδαία γεγονότα και πρόσωπα της θείας οικονομίας. Που, με τη Θεία Λειτουργία, με κάνει μέτοχο της αθανάτου ζωής του Κυρίου. Την ευχαριστώ, που μου προβάλλει τα ζωηφόρα παραδείγματα των Αγίων, παραδείγματα πίστεως, ελπίδος και αγάπης, που με εμπνέουν και με κεντρίζουν για μία ευαγγελική ζωή. Ευχαριστώ την αγία μου Μητέρα για τις συγγραφές των Πατέρων και Διδασκάλων της, κοιτάσματα λόγων γλυκυτάτων και ψυχωφελών, κληρονομία μας αθάνατο. Την ευχαριστώ για το θεοΐδρυτο Ιερατείο της, που μας ποιμαίνει και μας αγιάζει εν Χριστώ, οδηγώντας μας προς τον Παράδεισο.


(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 173-174)

katafigioti

lifecoaching