ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΟ ΣΥΣΣΙΤΙΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΜΑΣ! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ…
¨Ρίχνοντας¨ τ’ όποιο χρηματικό ποσό στο Κυτίο στην είσοδο του Ναού… ή/και…
¨Δίνοντάς¨ το, στους υπευθύνους(1) του ΕΦΤ(Ενορ.Φιλόπτ.Ταμείο)
Προσκομίζοντας ΤΡΟΦΙΜΑ στο Συσσίτιο(3) (ή στο Ναό) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του (ή να διανεμηθούν [σε περίπτωση δυνατότητας] σε όσους τα χρειάζονται)… ή/και…
Αγοράζοντας από καταστήματα τροφίμων ΔΩΡΟΕΠΙΤΑΓΕΣ και προσφέροντας τες στο ΕΦΤ, προκειμένου να δοθούν σ’ όσους τις έχουν ανάγκη… ή/και…
Αναθέτοντας τήν αγορά των ΥΛΙΚΩΝ για το συσσίτιο, στους υπευθύνους(2) του … ή/και…
Αναλαμβάνοντας τα έξοδα (όλου ή μέρους) συγκεκριμένου γεύματος (Όσπρια >200 ευρώ, Μακαρόνια κιμά >230, Κοτόπουλο >330), «Υπέρ Αναπαύσεως» αγαπημένου σας προσώπου, σε συνεννόηση με τους υπευθύνους του (2)… ή/και…
Συμμετέχοντας στους κατά καιρούς περιφερόμενους Δίσκους του Ναού...ή/και
Καταθέτοντας στον Τραπεζικό Λογαριασμό του ΕΦΤ:
Τράπεζα Πειραιώς IBAN: GR 66 0172 0380 0050 3807 5349 683
και επικοινωνώντας έγκαιρα μαζί μας για την έκδοση της νόμιμης απόδειξης.
(1)Υπεύθυνος ΕΦΤ:π.Ιωάννης (τηλ. Ναού 210 9335 460)
(2)Συσσίτιο:κα Μαντώ (τηλ. Συσσιτίου 210 93 50 151,Τρίτη και Πέμπτη πρωί:8.00 με 12.00)
(3)Θέση Συσσιτίου: Θεόγνιδος 10, στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, πίσω από το Ιερό τού Ναού).
Μας διηγήθηκε ο οσιότατος Διονύσιος, ο πρεσβύτερος και σκευοφύλακας της αγιότατης Εκκλησίας των Ασκαλωνιτών, για τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή ότι υπήρξε πραγματικά μέγας άνθρωπος κατά Θεόν στη σημερινή γενιά· και για να δείξει την προς Θεόν ευαρέστησή του, διηγιόταν τούτο το θαύμα που συνέβαινε σ’ αυτόν: «Ο γέροντας», λέει, «ησύχαζε στα μέρη του χωριού Σοχούς, είκοσι σχεδόν μίλια από τα Ιεροσόλυμα. Είχε δε ο γέροντας στο σπήλαιό του μια εικόνα της Παναγίας αχράντου Δεσποίνης ημών και αειπάρθενου Μαρίας να κρατά στην αγκαλιά το Θεό μας. Κάθε φορά λοιπόν που ήθελε να πάει σε κάποιο τόπο, ή σε μακρινές ερήμους ή στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τους αγίους Τόπους, ή και στο όρος Σινά, για να προσκυνήσει, και σε ναούς μαρτύρων που απείχαν από τα Ιεροσόλυμα μεγάλη και μακρινή απόσταση -ήταν φιλομάρτυρας ο γέροντας και τώρα μεν πήγαινε στον άγιο Ιωάννη στην Έφεσο, έπειτα στον άγιο Θεόδωρο στα Ευχάιτα, και πριν λίγο μεν στη χώρα των Ισαύρων, στην αγία Θέκλα στη Σελεύκεια, τώρα δε στον άγιο Σέργιο στο Σάφας· και τη μια φορά προς αυτόν, την άλλη δε προς εκείνον τον άγιο πορευόταν ετοίμαζε λοιπόν την καντήλα και την άναβε, όπως είχαν συνήθεια. Έπειτα έστεκε σε προσευχή και ικέτευε το Θεό να κατευθύνει την πορεία του κι έλεγε στη Δέσποινα προσβλέποντας την εικόνα της:
«Αγία Δέσποινα Θεοτόκε, επειδή πρόκειται να βαδίσω μεγάλο δρόμο, που έχει πολλών ημερών απόσταση, φρόντισε την καντήλα σου κι αν πάει να σβήσει, φύλαξέ την, κατά τη διάθεσή μου, επειδή εγώ φεύγω έχοντας τη βοήθειά σου συνοδοιπόρο».
Και λέγοντας αυτά μπροστά στην εικόνα, έφευγε. Έκανε λοιπόν την προγραμματισμένη πορεία και επέστρεφε πότε σε ένα μήνα, πότε σε δύο και τρεις, καμιά φορά και σε πέντε κι έξι κι έβρισκε την καντήλα περιποιημένη κι αναμμένη όπως ακριβώς την άφησε φεύγοντας για την πορεία και ποτέ δεν την είδε σβησμένη από μόνη της, ούτε όταν σηκωνόταν από τον ύπνο ούτε όταν επέστρεφε από ταξίδι ούτε όταν ερχόταν από την έρημο στο σπήλαιο».
(Ιωαν. Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
«[η πνευματική “ελεημοσύνη”]· "Εφ΄ όσον κάνατε κάτι στον καθένα απ’ αυτούς τους ελάχιστους, σ’ εμένα το κάνατε". Και δεν το είπε αυτό ο Κύριος μόνο για τους φτωχούς, όπως νομίζουν μερικοί, και για όσους στερούνται τη σωματική τροφή, αλλά και για όλους τους άλλους αδελφούς μας, που δεν λειώνουν από έλλειψη άρτου και ύδατος, αλλ’ από αδράνεια και ανυπακοή στις εντολές του Κυρίου (διότι όσο πιο τιμιότερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο και η πνευματική τροφή γίνεται αναγκαιότερη από τη σωματική) και νομίζω ότι γι’ αυτήν μάλλον λέγει ο Κύριος "πείνασα και δεν μου δώσατε να φάγω, δίψασα και δεν με ποτίσατε", παρά για τη σωματική τροφή που φθείρεται» (τ. 19Δ, σ. 37).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Αυτός λοιπόν που δίνει σε όλους από τα υπάρχοντα χρήματά του, δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή γι’ αυτά, αλλά μάλλον είναι και υπόδικος για την μέχρι τότε άδικη αποστέρηση. Επί πλέον είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς που κατά καιρούς έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας και της δίψας· αυτούς τους ανθρώπους αυτός τότε, ενώ μπορούσε να τους θρέψει, δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας όσα ανήκουν στους φτωχούς και αφήνοντάς τους να πεθάνουν βιαίως από το κρύο και την πείνα, και έτσι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων που μπορούσε να τους θρέψει» (τ. 19Δ, σ. 49).
«Ποιοι είναι οι ελεήμονες; Εκείνοι που δίνουν χρήματα και διατρέφουν φτωχούς; Όχι! Αλλά ποιοι; Εκείνοι που πτώχευσαν για εκείνον που πτώχευσε για χάρη μας και δεν έχουν να δώσουν τίποτε, αλλά πάντοτε θυμούνται νοερώς τους φτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά και τους ασθενείς και πολλές φορές τους βλέπουν και συμπάσχουν μαζί τους και κλαίνε θερμά γι’ αυτούς, όπως έκανε ο Ιώβ, που έλεγε, "εγώ έκλαψα για κάθε αδύνατο", και όταν αυτοί έχουν τους ελεούν με ιλαρότητα και υπενθυμίζουν με αφθονία σ’ όλους τα σχετικά με τη σωτηρία της ψυχής» (τ. 19Δ, σελ. 443-445).
«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).
«(Μιλά ο Χριστός)· Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (τ. 19ΣΤ, σελ. 403-405).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Εκ του μη όντος»
η δύσκολη δημιουργία
Δεν είναι το ίδιο ν’ ανάψης σβησμένο λυχνάρι με το να παραγάγης φωτιά από το πουθενά. Δεν είναι το ίδιο το ν’ αναστηλώσης ένα πεσμένο σπίτι με το να χτίσης σπίτι από το τίποτα. Στην πρώτη περίπτωσι τουλάχιστον υπάρχει το υλικό, ενώ στη δεύτερη υπάρχει το τίποτα. Γι’ αυτό ο Θεός έκανε πρώτα το δυσκολώτερο, για να παραδεχτής εσύ υστέρα το ευκολώτερο.
Ε.Π.Ε. 18,280
Έκτρωσις
παιδοκτονίες
Τα ζώα πολλές φορές θυσιάζουν τη ζωή τους και δεν λογαριάζουν τη δική τους σωτηρία, προκειμένου να υπερασπιστούν τα μικρά τους. Αυτοί δε, άνθρωποι όντες, και χωρίς καμμιά ανάγκη, έσφαξαν με τα ίδια τους τα χέρια τα παιδιά τους.
Ε.Π.Ε. 34,128
χριστοκτόνοι
Σεις οι Ιουδαίοι τολμήσατε χειρότερα έργα από τις παιδοκτονίες και από άλλες παρανομίες. Φονεύσατε το Χριστό.
Ε.Π.Ε. 34,300
Έλαιον ευλογημένον
από λείψανα και λάρνακες
Να μελετάς με προσοχή τις διηγήσεις για τα κατορθώματα του μάρτυρα. Να αγκαλιάσης τη σορό του. Να δεθής με τη λάρνακά του. Όχι μόνο τα οστά των μαρτύρων, αλλά και οι τάφοι τους και οι λάρνακές τους πηγάζουν πολλή ευλογία. Πάρε και άγιο έλαιο. Άλειψε όλο το σώμα σου, τη γλώσσα, τα χείλη, το λαιμό σου, τα μάτια, και ποτέ δεν θα συρθής στο ναυάγιο της μέθης. Το έλαιο θα σου θυμίζη τα παλαίσματα των μαρτύρων. Βάζει χαλινάρι σε κάθε ακολασία.
Ε.Π.Ε. 36,574
Ελαττώματα
δικά μας, κατορθώματα του Θεού
Τα μεν ελαττώματα τα αποδίδει ο απόστολος Παύλος στον εαυτό του, ενώ από τα κατορθώματα κανένα, αλλ’ όλα τα αποδίδει στον Θεό.
Ε.Π.Ε. 18α,532
όλοι έχουν
Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ελαττώματα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος προτρέπει (Γαλ. στ' 1) να πολυεξετάζουμε τα ελαττώματα των άλλων, αλλά και να τα υπομένουν, ώστε και οι άλλοι να υπομένουν τα δικά τους ελαττώματα.
Ε.Π.Ε. 20,386
ένα μπορεί να μας κολάση
Όταν δεν εφαρμόζουμε το θέλημα του Θεού, βρισκόμαστε στην παγίδα του διαβόλου. Κινδυνεύουμε όχι απλώς από τον τρόπο της ζωής μας, αλλά πολλές φορές και εξ αιτίας ενός και μόνο ελαττώματος.
Ε.Π.Ε. 23,572
Έλαφος
διψαλέα, τρώει φίδια
Το ελάφι είναι ζώο, που διψάει, γι’ αυτό και τρέχει στις πηγές των υδάτων. Γίνεται δε ζώο διψαλέο και λόγω της φύσεώς του, αλλά και διότι τρώει φίδια και τρέφεται με τα σώματά τους. Και συ, λοιπόν, αυτό να κάνης. Να καταφάς το νοητό φίδι. Βάλε κάτω την αμαρτία και πάτησέ την. Και τότε θα νιώσης τη δίψα του Θεού, δηλαδή, τον θεϊκό πόθο. Ας υπομένουμε όλα τα λυπηρά της ζωής αυτής με ευχαριστία. Και θα μπορέσουμε όλα να τα υπομένουμε, αν αγαπήσουμε τον Θεό.
Ε.Π.Ε. 5,600
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β)
417. Πώς μπορούμε να δεχθούμε το υψηλότατο μυστήριο της Θείας Αγάπης μέσα μας; Πώς μπορούμε να δεχθούμε μέσα μας και να οικειωθούμε το μυστήριο της χριστιανικής πίστεως; Με τον νου, με την καρδιά, με τη ζωή μας. Με ένα λόγο: με την ελευθέρα θέλησί μας. Έχουν και οι τρείς αυτές δυνάμεις των ψυχών μας διαποτισθή από την πίστι, όπως συνέβαινε με τις ψυχές των Αγίων; Η βασιλεία των ουρανών «όμοια εστί ζύμη, ην λαβούσα γυνή έκρυψεν εις αλεύρου σάτα (*) τρία, έως ου εζυμώθη όλον» (Λουκ. ιγ’ 21) (τα τρία σάτα θα μπορούσαν να συμβολίζουν τις παρά πάνω τρείς δυνάμεις). Αποδεχόμαστε τα κοσμικά, πρόσκαιρα και αμαρτωλά πράγματα με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματός μας, όχι τα ουράνια και αιώνια και άγια.
418. Προορισμός μας ύψιστος είναι η θέωσίς μας, το να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό. Αυτή την απερίγραπτο τιμή μας κάνει η αγάπη του. «Εγώ είπα· θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. πα’ 6) (πρβλ. και την επίκλησι: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…»). Αφού λοιπόν ο Θεός μας έδωσε, τρόπον τινά, τον εαυτό του, δεν είναι επόμενο να δίνουμε και εμείς τον εαυτό μας στους αδελφούς μας; Ό,τι έχουμε, δεν πρέπει να το προσφέρουμε στον πλησίον μας; Απ’ αυτή την αναλογία εξαρτάται η σωτηρία μας, η θέωσίς μας. «Εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’ 2). Αν ο Θεός μας αξιώνη να γίνουμε κοινωνοί της θείας του φύσεως, με τη μετάληψι του Σώματος και του Αίματος του Υιού του, έτσι και εμείς πρέπει να αφήνουμε στους αδελφούς μας το δικαίωμα να κοινωνούν σε ό,τι έχουμε. Δηλαδή, να ελεούμε τον φτωχό. Να είμαστε φιλόξενοι. Να επισκεπτώμαστε τον άρρωστο. Να παρηγορούμε τον θλιμμένο. Να καταρτίζουμε τον αγνοούντα. Να ξεχνάμε τις αδικίες που μας έκαμαν οι άλλοι, γιατί όλοι ανήκουμε στον Χριστό, είμαστε του Χριστού. Και ο Χριστός θα ανταμείψη για κάθε τέτοια θυσία τον καθένα. «Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν» (Ματθ. κε’ 35).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 179-181)
3. Μα ο Φαρισαίος αυτό συνήθως το ξεχνάει. Και όταν βλέπη στον πλησίον του χρέος πεντακόσια δηνάρια, δεν μπορεί πια, ούτε να τα θυμηθή τα δικά του τα πενήντα, ούτε να τα θεωρήση χρέος! Και το χειρότερο δεν μπορεί να θυμηθή, ότι – όπως μας πληροφορεί η απόφαση του δικαστηρίου του Θεού – αυτό το χρέος δεν μπορεί να το ξεπληρώσει κανένας και με τίποτε στο κόσμο. Και όλοι έχομε εξ ίσου ανάγκη να μας το χαρίση ο Θεός. «Μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο» (Λουκά 7, 42).
Είχαν πολύ λίγη, ανεπαρκή, ταπείνωση. Σ’ αυτό οφείλεται η φτώχεια του φαρισαϊσμού. Και όταν η ταπείνωση είναι ανεπαρκής, πνευματική προκοπή δεν γίνεται.
Εκείνοι που έπεσαν σε αμαρτίες βαριές, μετανοούν με ζήλο φλογερό και με καρδιά συντετριμμένη. Λησμονούν τα πάντα. Έχουν πάντοτε ενώπιον των οφθαλμών τους την αμαρτία τους. Και κλαίουν. Πενθούν για τις αμαρτίες τους. Ενώπιον του Θεού. Μα δεν συμβαίνει το ίδιο με τον φαρισαίο.
4. Στον φαρισαίο, η δική του αμαρτία του φαίνεται ασήμαντη και ανάξια προσοχής. Και δεν στρέφει σ’ αυτήν την προσοχή του. Θυμάται και ξέρει μόνο τα κάποια αγαθά του έργα. Και αποθέτει την ελπίδα του σ’ αυτά.
Μα τις ελλείψεις των άλλων τις βλέπει καλά. Και συγκρίνοντάς τες με τις δικές του, βγάζει για τον εαυτό του ένα ευχάριστο συμπέρασμα: βρίσκει τις δικές του αμαρτίες μικρές και ασήμαντες. Και έτσι, όσο πιο πολύ μεγαλώνει στα μάτια του η προσωπική του αξία και αρετή, τόσο μικραίνει γι’ αυτόν η σημασία της θείας χάρης, που ο Θεός την δίνει δωρεάν σ’ όποιον πενθεί για τις αμαρτίες του. Και έτσι αδυνατίζει και σβήνει μέσα του το αίσθημα της μετανοίας.
Μα όταν σε κάποιον σβήνη το αίσθημα της μετανοίας, του είναι πια δύσκολο να πάρη το δρόμο της πνευματικής προκοπής. Και, το πιο χειρότερο, τότε ο άνθρωπος φεύγει από την σωτήρια οδό των προσταγμάτων του Θεού και παίρνει τον δρόμο της «ελευθερίας»! Κάνει ό,τι του καπνίζει! Ό,τι του αρέσει! Και τότε χάνει κάθε σχέση με την αγάπη. Ούτε Θεό αγαπάει πιά, ούτε πλησίον. Μα ο Κύριος είπε για την αμαρτωλή γυναίκα: «Αφέωνται οι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, διότι ηγάπησε πολύ. Ώ δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά» (Λουκά 7, 47).
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 18-20)
415. Τι συμβαίνει με τους πιο πολλούς χριστιανούς; Είναι κατ’ όνομα χριστιανοί και τίποτε παρά πάνω. Ακόμη και τα πνευματικά τους διαφέροντα είναι κοσμικά, θύραθεν. Έχουν ξεχάσει το Ευαγγέλιο, οι βίοι των Αγίων δεν τους ελκύουν. Εξαντλούν κάθε ικμάδα της ζωής τους σε έργα ξένα προς το πνεύμα της θρησκείας. Ούτε τους περνά από τον νου ότι ο ύψιστος προορισμός του ανθρώπου είναι να γίνη θεάρεστος, να σώση την ψυχή του. Τι θλιβερό κατάντημα!
416. Ο σημερινός λεγόμενος χριστιανικός λαός είναι πεσμένος, κατά μεγάλα τμήματα, σε πραγματική ειδωλολατρία. Τον πρώτο λόγο έχουν η εγωπάθεια, η φιλοδοξία, οι κοσμικές ψυχαγωγίες, το φαγοπότι, το χρήμα, οι σαρκικές απολαύσεις. Τα μάτια και οι καρδιές έχουν στραφή μακριά από τον Θεό και την ουράνια πατρίδα, είναι καρφωμένα στη γη. Έτσι, η αγάπη του αδελφού προς τον αδελφό έχει φυγαδευθή και ο ένας προσπαθεί να βγάλη το μάτι του άλλου. Αλλοίμονο, αλλοίμονο σ’ εμάς!
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 179)
135. «ήλθεν εις γήν Ισραήλ» (Ματθ. β΄ 21).
Μετά, τον θάνατο του Ηρώδη και ύστερα από σχετική ειδοποίησι του Αγγέλου, η Αγία Οικογένεια επέστρεψε «εις γήν Ισραήλ».
Το ότι οι μέρες της δοκιμασίας κάποτε τελειώνουν το γνωρίζομε. Εκείνο που δεν γνωρίζομε είναι το πως τελειώνουν.
Μερικές φορές ο Θεός επεμβαίνει άμεσα και αποτρέπει τη δοκιμασία. Άλλες φορές «κολοβώνει» (Ματθ. κδ' 22) τις μέρες της δοκιμασίας μας. Τις περισσότερες όμως φορές φαίνεται ότι ο Θεός αφίνει τα γεγονότα να εξελιχθούν φυσιολογικά...
Παράδειγμα, η φυγή της Αγίας Οικογένειας στην Αίγυπτο.
Θα μπορούσε να μη συμβή η δοκιμασία αυτή, με άμεσο θάνατο του Ηρώδη. Αυτό όμως δεν έγινε. Ο Θεός γνωρίζει το γιατί. Εκείνο που έγινε ήταν το ότι η Αγία Οικογένεια γνώρισε τη δοκιμασία της προσφυγιάς και γύρισε στην Παλαιστίνη υστέρα από τρεις μήνες. Αυτό σημαίνει ότι στην προκειμένη περίπτωσι εφαρμόσθηκε η δεύτερη τακτική του Θεού. Το ότι δηλαδή ο Θεός «εκολόβωσε τας ημέρας» της δοκιμασίας της Αγίας Οικογένειας.
Στις περιπτώσεις προσωπικής μας δοκιμασίας, εκείνο που πρέπει να ζητούμε από τον Κύριο είναι να «κολοβώνη» τις μέρες της, να συντομεύη τον χρόνο. Σαν αμαρτωλοί άνθρωποι είναι αδύνατο ν’ αποφύγωμε τη δοκιμασία. Αλλά σαν αδύνατα πλάσματα που είμαστε, είναι πάλι αδύνατο ν’ αντέξωμε ολόκληρο το βάρος, το βάθος και τη χρονική διάρκεια της δοκιμασίας μας. Γι’ αυτό, ας καταφεύγωμε σ’ Εκείνον, παρακαλώντας τον να «κολοβώνη» τις μέρες του πόνου για να μη μας συνθλίψη το μακροχρόνιο βάρος του. Διότι ξέρομε, ότι ο Θεός επιτρέπει τη δοκιμασία όχι για την εξουθένωσι, αλλά για την παιδαγωγία του ανθρώπου. Όταν βρισκώμαστε στην «Αίγυπτο» της δοκιμασίας μας, ας ευχόμαστε να γυρίζωμε σύντομα «εις γήν Ισραήλ»...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
… Καταφθάνει με μιά παρέα χίπηδες
Ο Γέροντας μου διηγήθηκε : " Μία φορά με επισκέφθηκε ένας χίπις. Ήταν ντυμένος με κάτι πολύχρωμα, παράξενα ρούχα, φορούσε χαϊμαλιά και κοσμήματα και ζητούσε να με δει. Οι μοναχές ανησύχησαν, ήρθαν και με ρώτησαν και είπα, ας περάσει. Μόλις κάθισε απέναντί μου είδα την ψυχή του. Είχε καλή ψυχή, αλλά πληγωμένη και γι' αυτό επαναστατημένη. Του μίλησα με αγάπη κι εκείνος συγκινήθηκε. Γέροντα, μου λέει, κανείς μέχρι σήμερα δε μου μίλησε έτσι. Είπα το όνομά του κι εκείνος παραξενεύθηκε, πώς το γνώριζα. Ε, του λέω, ο Θεός φανέρωσε και τ' όνομά σου και ότι ταξίδεψε μέχρι την Ινδία και γνώρισες εκεί τους γκουρού και τους ακολούθησες. Απόρησε πιο πολύ. Του είπα κι άλλα πράγματα για τον εαυτό του, κι έφυγε ευχαριστημένος. Την άλλη εβδομάδα, να 'σου και καταφθάνει ο ίδιος με μία παρέα χίπηδες. Ήταν όλοι μαζί στο κελί μου και κάθισαν γύρω μου. Ήταν μαζί τους και μία κοπέλα. Τους συμπάθησα πολύ. Ήταν καλές ψυχές, αλλά πληγωμένες. Δεν τους μίλησα για τον Χριστό, γιατί είδα ότι δεν ήταν έτοιμοι ν' ακούσουν.
Τους μίλησα στη γλώσσα τους, για πράγματα που τους ενδιέφεραν. Όταν τελειώσαμε και σηκώθηκαν να φύγουν, μου είπαν : Γέροντα, θέλουμε μια χάρη : Να μας επιτρέψεις να σου φιλήσουμε τα πόδια. Εγώ ντράπηκα, αλλά τί να κάνω, τους άφησα. Μετά μου έδωσαν δώρο μία κουβέρτα. Θα φωνάξω να τη φέρουν, να τη δεις. Είναι πολύ ωραία. Έπειτα από καιρό με επισκέφθηκε η κοπέλα, η χίπισσα, μόνη της. Την έλεγαν Μαρία. Είδα ότι η Μαρία ήταν πιο προχωρημένη στην ψυχή από τους φίλους της και τις πρωτομίλησα για το Χριστό. Δέχτηκε τα λόγια μου. Ήρθε κι άλλες φορές, έχει πάρει καλό δρόμο. Είπε μάλιστα η Μαρία στους φίλους της : " Βρε παλιόπαιδα, δεν φαντάσθηκα ποτέ, ότι θα γνώριζα το Χριστό, μέσα από μία χίπικη παρέα ".
Μου έκανε εντύπωση στο περιστατικό. Το διορατικό και ποιμαντικό χάρισμα του Γέροντα συνεργάσθηκαν για να ελκύσουν, με την αληθινή αγάπη, τα παραστρατημένα, αλλά αξιοσυμπάθητα αυτά παιδιά, που ίσως κάποιες πιετιστές θα τα αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση. Τα παιδιά αυτά ζήτησαν από το Γέροντα κάτι, που μ' έκανε να ντραπώ για τον εαυτό μου : Να φιλήσουν τα πόδια του • και ήταν η πρώτη τους επίσκεψη. Εγώ τόσα χρόνια πηγαινοερχόμουν και δεν είχα την ταπείνωση να διανοηθώ κάτι τέτοιο. Τα παιδιά, σαν την αμαρτωλή, που Έ
έπλυνε τα πόδια του Χριστού με το μύρο και τα σκουπίσε με τα μαλλιά της, φίλησαν τα πόδια του Γέροντα και του χάρισαν και μιά κουβέρτα. Ο Γέροντας χαιρόταν το δώρο τους σαν παιδί, όχι βέβαια για την υλική αξία του, αλλά για ό,τι πνευματικό συμβόλιζε. Θαύμασα τους απίθανους δρόμους που ακολουθεί η θεία χάρη, για να σώσει ψυχές. Από την ημέρα εκείνη φιλούσα κι εγώ τα πόδια του Γέροντα, όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χωρίς να τον ερωτώ.
[Γ 102-4]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.322-324)
Τα αρχοντόπουλα του Θεού
Μερικοί άνθρωποι, παρόλο που μετάνοιωσαν για κάποιο σφάλμα τους και ο Θεός τους συγχώρεσε,
οπότε έπαψαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αυτοί δεν ξεχνούν το σφάλμα τους.
Ζητούν επίμονα από τον Θεό να τιμωρηθούν σ’ αυτήν την ζωή για το σφάλμα τους, για να εξοφλήσουν.
Αφού λοιπόν επιμένουν, ο Καλός Θεός εκπληρώνει αυτό το φιλότιμο αίτημά τους,
τους κρατάει όμως τοκισμένη την πληρωμή στο Ουράνιο Ταμιευτήριό Του, στον Παράδεισο.
Αυτοί είναι τα αρχοντόπουλα του Θεού, είναι τα πιο φιλότιμα παιδιά του Θεού.
Στο Λειμωνάριο λ.χ. αναφέρεται το εξής για τον αββά Ποιμένα τον βοσκό:
Μια φορά τον επισκέφθηκε κάποιος και ζήτησε να τον φιλοξενήση στο κελλί του.
Επειδή ο αββάς δεν είχε ιδιαίτερο χώρο για φιλοξενία, τακτοποίησε τον επισκέπτη στο κελλί του
και αυτός πήγε να διανυκτερεύση σε μια σπηλιά. Το πρωί που επέστρεψε, τον ρώτησε ο επισκέπτης:
«Πώς τα πέρασες, αββά; Μήπως κρύωσες;». «Όχι, πέρασα καλά. Μπήκα σε μια σπηλιά
και βρήκα μέσα ένα λιοντάρι να κοιμάται. Ξάπλωσα κι εγώ και ακούμπησα την πλάτη μου στην χαίτη του.
Από τα χνώτα του η σπηλιά ήταν σαν φούρνος και δεν κρύωσα».
«Καλά, δεν φοβήθηκες μήπως σε φάη το λιοντάρι;», τον ρώτησε ο επισκέπτης.
«Όχι, του λέει ο αββάς, αλλά, να ξέρης, εμένα θα με φάνε τα θηρία».
«Πώς το ξέρεις αυτό;». «Εγώ στον κόσμο ήμουν βοσκός, του λέει ο αββάς,
και κάποτε που βοσκούσα το κοπάδι μου οι σκύλοι μου καταξέσχισαν κάποιον περαστικό καί,
ενώ μπορούσα να τον σώσω, αδιαφόρησα. Από τότε ζητάω από τον Θεό συνέχεια να με φάνε τα θηρία.
Πιστεύω να μου κάνη ο Θεός αυτό το χατίρι». Και πράγματι αυτόν τον αββά τον έφαγαν τα θηρία.
Στην άλλη όμως ζωή αυτοί οι άνθρωποι θα είναι στον πιο εκλεκτό τόπο.
-Γέροντα, διάβασα σε σχόλια κάποιου πατερικού βιβλίου ότι ο άνθρωπος, όταν κάνη κάποια αμαρτία,
πρέπει να τιμωρηθή, για να πληρώση για το κακό που έκανε.
-Όχι, δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος, αν μετανοιώση, δεν τιμωρείται• τον ελεεί ο Χριστός.
Χρειάζεται πολλή προσοχή στα σχόλια, γιατί μπορεί ένας σχολιαστής να είναι αρκετά καλός,
αλλά καμμιά φορά να κάνη λανθασμένες ερμηνείες.
Αν κανείς δεν είναι σίγουρος ότι ο σχολιαστής είναι καλός,
καλύτερα ας διαβάση μόνον το κείμενο. Και σ’ εμένα είπε κάποιος ότι τον Προφήτη Ησαΐα τον πριόνισαν,
γιατί έπρεπε να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου.
Ενώ ο ίδιος παρακάλεσε τον Θεό να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου και ο Θεός υπέκυψε
στην πολλή αγάπη που είχε για τον λαό. Αλλά για κάθε πριονιά ο Θεός θα του δώση και ένα στεφάνι.
Είναι απαραίτητο να ξέρη κανείς μερικά πράγματα, για να καταλάβη κάποια άλλα.
Ο αββάς Ποιμήν, για τον οποίο ανέφερα προηγουμένως, μπορούσε να καταλάβη τον Προφήτη Ησαΐα
- αν και η περίπτωση του ενός διέφερε από του άλλου, γιατί στην περίπτωση
του Προφήτη Ησαΐα υπήρχε η θυσία για τον κόσμο.
-Έχουμε, Γέροντα, και στην εποχή μας τέτοια περιστατικά;
-Ναί, βέβαια. Θυμάμαι κάποιο γεγονός που συνέβη, όταν ήμουν στην Μονή Φιλοθέου.
Κάποιος μοναχός, όταν ήταν στον κόσμο, είχε κάψει έναν Τούρκο στον φούρνο,
επειδή είχε σφάξει τον πατέρα του. Μετά μετανόησε, ήρθε στο Αγιον Όρος, έγινε μοναχός
και είχε βάλει μια καλή σειρά. Μέρα-νύχτα όμως παρακαλούσε τον Θεό να επιτρέψη να καή και ο ίδιος.
Μια φορά έπιασε πυρκαγιά στο Μοναστήρι. Εγώ τότε ήμουν δοχειάρης.
Ετοίμασα δοχεία με νερό και τρέξαμε όλοι και σβήσαμε την φωτιά.
Τελικά αυτόν τον μοναχό τον βρήκαμε καμένο.
Θα μου μείνη αλησμόνητη η σκηνή... Τί είχε γίνει; Αυτός τότε ήταν ογδόντα πέντε χρονών
και τον διακονούσε ένας μοναχός που ήταν εβδομήντα πέντε.
Εκείνη την ημέρα, για να τον ανακουφίση λίγο από τους πόνους των ρευματισμών,
του έτριψε τα πόδια του με πετρέλαιο και τον κουκούλωσε κοντά στο τζάκι.
Πετάχθηκε όμως μια σκανδαλήθρα από τα ξύλα της καστανιάς, πήρε φωτιά, κάηκε εκείνος
και έπιασε φωτιά και όλο το μοναστήρι. Εγώ στενοχωρήθηκα πολύ για το γεγονός•
δεν μπορούσα να ησυχάσω!
Ύστερα μου είπε ο Πνευματικός: «Μη στενοχωριέσαι• αυτός ζητούσε από τον Θεό να καή,
για να εξιλεωθή• αυτό ήταν δώρο Θεού».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 233-234)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
13.14 ἀποκριθεὶς(1) δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος(2), ἀγανακτῶν(3) ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾽Ιησοῦς,
ἔλεγεν τῷ ὄχλῳ(4)· ἓξ(5) ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι·
ἐν αὐταῖς οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου(6).
14 Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο,
γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς·
μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο».
(1) Πράγματι όσα ο αρχισυνάγωγος λέει αποτελούν απάντηση στην πράξη του Ιησού (g).
Κανείς δεν απευθύνθηκε σε αυτόν αλλά απαντά σε αυτό που έγινε (p).
(2) «Ο σατανάς που από την αρχή έδεσε τη γυναίκα, λυπημένος από την απελευθέρωσή της,
επειδή ήθελε να την ταλαιπωρήσει περισσότερο, δένει τον αρχισυνάγωγο με τον φθόνο
και με το στόμα του εναντιώνεται με θράσος στο θαύμα» (Θφ).
(3) «Αν και πώς δεν έπρεπε μάλλον να θαυμάσει;… Αφού είσαι αρχισυνάγωγος,
ξέρεις κάπως τις γραφές του Μωϋσή, αρχισυνάγωγε. Είδες τον Μωϋσή να προσεύχεται
σε πολλές περιπτώσεις και να μην έκανε τίποτα απολύτως από δική του δύναμη…
Εδώ όμως δες, σε παρακαλώ, τον… Χριστό που δεν απευθύνει προσευχή, αλλά αναθέτει
το κατόρθωμα του πράγματος στη δική του δύναμη, αφού θεραπεύει με τη φωνή του
και με το άγγιγμα του χεριού του… Έπρεπε λοιπόν από αυτό, να καταλάβεις τη δύναμη του μυστηρίου
σχετικά με αυτόν… και να μην λες τέτοια στους όχλους, ούτε να κατηγορείς τους θεραπευμένους ότι παραβιάζουν το νόμο» (Κ).
(4) Δεν τολμά κατ’ ευθείαν να ελέγξει τον Ιησού, αλλά ό,τι λέει, έμμεσα αναφέρεται στο Χριστό.
Και «μαλώνει τους όχλους, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι αγανακτεί για το Σάββατο» (Κ).
(5) Υπεραρκετές (b).
(6) Κατηγορεί εμμέσως το λαό ότι παραβιάζει το Σάββατο, μολονότι στην παρούσα περίπτωση ουδεμία σχέση
είχε ο λαός με τη θεραπεία που συντελέστηκε. Αλλά ούτε η ίδια η θεραπευμένη απηύθυνε κάποιο λόγο στον Ιησού.
Απλώς και μόνο αυτή ανορθώθηκε στη θέση της. Σαν να είχε την αξίωση ο αρχισυνάγωγος
να απαντήσει η γυναίκα στον Κύριο: Όχι Κύριε· είναι Σάββατο σήμερα και δεν πρέπει να σηκωθώ.
Αναβάλλω για αύριο το σήκωμά μου και την δοξολογία του Θεού για αυτό!
Επιπλέον ο αρχισυνάγωγος είναι τόσο σκοτισμένος ώστε την ολοφάνερα υπερφυσική θεραπεία του Κυρίου
θεωρεί ως κάποια εργασία που έγινε με ανθρώπινη ενέργεια και δεν διακρίνεται από τις συνηθισμένες ιατρικές επεμβάσεις (ο).
13.15 ἀπεκρίθη ουν αὐτῷ ὁ κύριος(1) καὶ εἶπεν, ῾Υποκριτά(2), ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ
ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει(3);
15 Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του
από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει;
(1) Σκόπιμα αποκαλείται εδώ, ο Κύριος (L). Η ονομασία αυτή δεν είναι συχνή στις ευαγγελικές αφηγήσεις,
αλλά συναντιέται μόνο εκεί, όπου λάμπει η κυριαρχία του. Δες Λουκ. ζ 13,ι 1,ιζ 5 κλπ. (g).
Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Ποιον πρόσταξε ο Θεός να μην δουλεύει το Σάββατο;
Τον εαυτό του μάλλον ή τους ανθρώπους; Αν μεν λοιπόν τον εαυτό του, ας μην κυβερνούνται τα δικά μας το Σάββατο·
ας σταματήσει και η διαδρομή του ηλίου· ας μην πέφτουν βροχές· ας σταθούν οι πηγές των υδάτων
και οι φορές των ανεξάντλητων ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων» (Κ).
(2) Αυθεντική γραφή: υποκριταί= «Ονόμασε υποκριτές όσους ήταν με το μέρος του αρχισυνάγωγου
διότι υποκρίνονταν, από τη μία, ότι τιμούν το νόμο του σαββάτου, αλλά ζητούσαν την ικανοποίηση,
από την άλλη, του φθόνου του δικού τους και εμπόδιζαν τη θεραπεία το Σάββατο» (Ζ).
Και ελέγχεται ο αρχισυνάγωγος ως «δούλος του φθόνου» (Κ). Ο Χριστός ο οποίος γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων,
μπορεί να χαρακτηρίζει ως υποκριτές εκείνους τους οποίους δεν θα επιτρεπόταν σε μας να αποκαλέσουμε έτσι.
Διότι εμείς εκτός από το ότι οφείλουμε να κρίνουμε τους άλλους με συμπάθεια, αφού και εμείς είμαστε αμαρτωλοί,
δεν βλέπουμε παρά μόνο την εξωτερική όψη τους, ουδέποτε όμως και για κανένα λόγο και τα βάθη των καρδιών τους.
Ο Χριστός ήταν αναμάρτητος και γνώριζε με κάθε σαφήνεια ότι βρισκόταν μπροστά σε πραγματικό εχθρό
του ευαγγελίου του και της δόξας του Θεού, που κρυβόταν κάτω από το πρόσχημα της ευσέβειας.
(3) Ο Χριστός για να ελέγξει την διεστραμμένη ερμηνεία του νόμου, αναφέρεται σε μία λογική ερμηνεία
που ήταν αναγνωρισμένη από την παράδοση (p). «Δες, σε παρακαλώ, ότι για τον αρχισυνάγωγο,
είναι πιο άτιμος ο άνθρωπος από το κτήνος, εφόσον βεβαίως το βόδι και το γαϊδούρι έχει την αξίωση
να τα φροντίζει το Σάββατο· αλλά την σκυμμένη γυναίκα δεν την θέλει να θεραπευτεί, από φθόνο στο Χριστό» (Κ).