ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
143.«ήν η μήτηρ του Ιησού εκεί» (Ιωαν. β’ 1).
 
Η Θεοτόκος εμφανίζεται στο πρώτο και το τελευταίο επεισόδιο της ζωής του Ιησού. Στην Κανά και τον Γολγοθά. Και τις δύο αυτές εμφανίσεις τις περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Στην Κανά, η Θεοτόκος συμμετέχει σ’ ένα χαρμόσυνο γεγονός: στο γάμο φιλικών ή συγγενικών προσώπων. Στο Γολγοθά, συμπαρίσταται στο μαρτύριο, τον εξευτελισμό και τον θάνατο του Μονογενούς της. Από τα δύο αυτά περιστατικά μπορούμε να συμπεράνωμε ότι η Θεοτόκος συμμετείχε στην κοινωνική ζωή και μάλιστα με τον τρόπο που υποδεικνύει ο απόστολος Παύλος: «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ' 15) .
Η συμμετοχή της Παρθένου στο μυστήριο της Ενσαρκώσεως και η σχέσις της με τον Ιησού δεν την απέκοψε από την κοινωνική ζωή. Το υπόδειγμα άλλωστε της ευρυτάτης κοινωνικότητος του Ιησού την ενεθάρρυνε να συμμετέχη και αυτή στην κοινωνική ζωή κατά ένα θετικό και ουσιαστικό τρόπο.
Στους κύκλους των ευσεβών ανθρώπων γίνεται ένα λάθος. Την ευσέβεια την συνδυάζουν με κάποια κοινωνική απομόνωσι. Νομίζουν δηλαδή, ότι η συμμετοχή στις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής δεν συμβιβάζεται με τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Και αυτό, είναι μεν ορθό, όταν με τον όρο «κοινωνική ζωή» εννοούμε την «κοσμική ζωή». Η κοινωνική όμως ζωή, υπό τη συνήθη έννοια του όρου αναφέρεται στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, στη συμμετοχή σε κοινωνικές και πολιτιστικές. εκδηλώσεις του τόπου κλπ. Υπό την έννοια αυτή, η ευσέβεια όχι μόνο δεν είναι αντικοινωνική, αλλά κατ’ εξοχήν κοινωνική.
Η ευσέβεια δεν είναι μολυσματική ασθένεια, ώστε να συνεπάγεται κοινωνική «καραντίνα» για να μη μεταδοθή και στους άλλους ανθρώπους. Η ευσέβεια, αντίθετα, είναι η καλή «ζύμη», που πρέπει να μπαίνει μέσα στο κοινωνικό σύνολο, «έως ου ζυμωθή όλον», όπως είπε ο Κύριος (Ματθ. ιγ' 33). Η φυγή εκ του κόσμου (fuga mundi) είναι ιδανικό του Μοναχισμού. Αλλ’ αυτό είναι άλλο θέμα. Είναι κλήσις των ολίγων. Η κλήσις των πολλών είναι η κλήσις του Ιησού και της Θεοτόκου: Κλήσις υγιούς κοινωνικότητας.
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
142. «καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ» (Ματθ. δ' 13).
 
Με την έναρξι της δημοσίας δράσεως του ο Ιησούς άλλαξε τόπο κατοικίας. Έφυγε από την Ναζαρέτ και εγκαταστάθηκε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ, την οποία και έκανε κέντρο των ιεραποστολικών του εξορμήσεων σ’ ολόκληρη την Παλαιστίνη. Δεν γνωρίζομε αν η Θεοτόκος τον ακολούθησε στην Καπερναούμ. Εάν ζούσε ακόμα ο Ιωσήφ, ίσως δεν τον ακολούθησε. Εάν όμως ο Ιωσήφ είχε εν τω μεταξύ πεθάνη, τότε είναι πολύ πιθανόν η Θεοτόκος να πήγε μαζί με τον Ιησού στην Καπερναούμ ή έστω να πήγε λίγο αργότερα.
Ας μείνωμε όμως σ’ ένα άλλο σημείο. Στη στιγμή που η Θεοτόκος πληροφορείται είτε από τον Ίδιο είτε από άλλους, ότι ο Ιησούς εγκαταλείπει την άσημη, ιδιωτική ζωή και αρχίζει ένα έργο ευρείας δημοσιότητος. Αυτή η στιγμή πρέπει να ήταν ένας δεύτερος Ευαγγελισμός για την Θεομήτορα. Πρέπει να ήταν ένα φως που φώτισε πιο καλά όλα όσα είχαν προηγηθή. Πρέπει να ήταν ο κρίκος που της έλειπε για να συνδέση όλες τις εμπειρίες της και να βγάλη τα συμπεράσματα της για το πρόσωπο του Υιού της.
Η μετακόμισις αυτή του Ιησού είχε και μια άλλη σημασία για την Θεοτόκο. Από τη στιγμή αυτή ο Ιησούς θα ερχόταν πρώτος και εκείνη θα έπαιρνε τη δεύτερη θέσι. Η αλλαγή βέβαια αυτή δεν θα ήταν εύκολη. Και η Θεοτόκος θ’ αντιμετωπίση τις προσωπικές της δυσκολίες, όπως άλλωστε και όλες οι μητέρες δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την ενηλικίωσι των παιδιών τους. Η δυσκολία αυτή της Θεοτόκου φάνηκε στο «πρώτο σημείο» (= θαύμα) που έκανε δημόσια ο Ιησούς στο γάμο της Κανά. Εκεί η Θεοτόκος παρουσιάζεται σαν να μή έχη ακόμα συνειδητοποιήσει την αλλαγή. Διατηρεί ακόμα την πρωτοβουλία έναντι του Ιησού («λέγει η Μήτηρ του Ιησού προς αυτόν· οίνον ουκ έχουσι»!) ο Ιησούς όμως της υπενθυμίζει ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει πια στον Ίδιο και όχι σ’ Εκείνη. («Τί εμοί και σοί Γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου»). Το ότι όμως η Θεοτόκος δέχθηκε οριστικά τη νέα αυτή κατάστασι μαρτυρεί το γεγονός ότι εξαφανίζεται εντελώς από το προσκήνιο της δημόσιας δράσεως του Ιησού και δεν εμφανίζεται παρά στο Γολγοθά, όπου ο Ιησούς δέχεται ευγνώμονα πια τη συμπαράστασή της (βλ. πιο κάτω).
Όταν έρχεται η ώρα των άλλων πρέπει ν’ αποσυρώμαστε διακριτικά στη δεύτερη ή και την τρίτη θέσι της ζωής. Όταν το παιδί, άνδρας πια, ανοίγη το δικό του σπιτικό, υπακούοντας στο προαιώνιο θέλημα του Θεού: «καταλήψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα...» (Γεν. β' 24), τότε ο πατέρας και η μητέρα πρέπει ν’ αντιληφθούν, ότι ήλθε η ώρα του παιδιού τους και ότι αυτοί πρέπει ν’ αποσυρθούν στη δεύτερη θέσι. Ο καθένας μας έχει μια πρώτη θέσι στη ζωή. Όταν όμως περνούν τα χρόνια και όσο κανείς στέκεται ακόμα στα πόδια του πρέπει να την παραχωρή ευχαρίστως και χωρίς δυσανασχέτησι στο διάδοχό του. Η διαδοχή είναι η δυσκολώτερη διαδικασία στη ζωή, αλλά και η πιο αναγκαία λειτουργία. Το συνηθέστερο που συμβαίνει είναι ότι η πρώτη γενεά αρνείται να παραδώση τη σκυτάλη στην επόμενη. Αρνείται να παραχωρήση την πρώτη θέσι και όχι μόνο αυτό, αλλά και μεταχειρίζεται κάθε τρόπο και μέσο για να μη την παραδώση. Επικαλείται την πείρα, τις δυσκολίες των καιρών, τους Κανόνες της Εκκλησίας κλπ. και θρονιάζεται «ισοβίως» στον πρώτο θρόνο της ζωής.
 Όποιος ριζώνει στην πρώτη θέσι και δεν την αποχωρίζεται φανερώνει ότι η θέσις αυτή δεν του άξιζε. Όποιος θεωρεί τον εαυτόν του αναντικατάστατο αποδεικνύει ότι «αρπαγμόν ηγήσατο το είναι πρώτος» (πρβλ. Φιλ. β’ 6) ότι δηλαδή ανέβηκε στην πρώτη θέσι δι’ αρπαγής ή «γλύφωντας και έρποντας» (Αίσωπος), πράγμα που τον κάνει να φοβάται ότι θα την χάση. Η στάσις αυτή φανερώνει ακόμα υπαρξιακή κενότητα και ότι στην περίπτωσι αυτή η πρώτη θέσις χρησιμοποιείται σαν υπαρξιακό δεκανίκι. Η στάσις τέλος αυτή μαρτυρεί εγωισμό και εγωκεντρισμό πελωρίων διαστάσεων.
Η διαδοχή είναι κυρίως πνευματικό πρόβλημα. Το τραγικόν όμως είναι ότι στην επίλυσι του προβλήματος αυτού σκοντάφτουν και οι πνευματικοί άνθρωποι, όπως συνέβη δυστυχώς και στους κόλπους των μεγάλων χριστιανικών κινήσεων της χώρας μας τα τελευταία χρόνια...
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

«Παιδί μου, πάρε θάρρος! Οι αμαρτίες σου έχουν συγχωρηθεί» (Ματθ. 9:2)

Στο νεκροταφείο μιας μικρής πόλης της Γερμανίας, πάνω σ’ έναν από τους τάφους υπήρχε μια πρωτότυπη επιγραφή. Δεν ήταν γραμμένο ούτε όνομα ούτε ημερομηνία. Μόνο μια λέξη: «Συγχωρημένη».
Η γυναίκα που ήταν θαμμένη εκεί είχε ζήσει μια ζωή βυθισμένη στις διασκεδάσεις αυτού του κόσμου. Παρασυρμένη από τις επιθυμίες της κατέληξε σε μια διεφθαρμένη ζωή.
Στη φυλακή που βρέθηκε εξαιτίας ενός εγκλήματος που διέπραξε, άκουσε για την αγάπη του Θεού και δέχτηκε το Χριστό ως Σωτήρα της. Βγαίνοντας από τη φυλακή, έζησε μια νέα ζωή, δίνοντας τη μαρτυρία της για το Χριστό και υπηρετώντας Τον. Όταν πέθαινε ζήτησε να γράψουν πάνω στον τάφο της μόνο αυτή τη λέξη: «ΣΥΓΧΩΡΗΜΕΝΗ».
Εσύ, φίλε μας, μπορείς να πεις το ίδιο; Πήγες με μετάνοια και πίστη στο Γολγοθά, πήρες τη συγχώρηση των αμαρτιών σου; Τον άκουσες να σου λέει: «Έχε θάρρος, παιδί μου, είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου»; Αν όχι, σπεύσε τώρα. Το αίμα Του θα καθαρίσει την καρδιά σου και θα σε συγχωρήσει.

«Στρέψε τ’ αφτί σου κι άκου τα λόγια των σοφών» (Παροιμίες 22:17)

- Η πείρα διδάσκει μονάχα ό,τι μπορείς να διδαχτείς.
- Η ακολασία πωρώνει το μυαλό και κάνει αναίσθητη την καρδιά.
- Σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο μπορείς να εμπιστεύεσαι απόλυτα το Λόγο του Θεού που δεν αλλάζει ποτέ.
- Αν σκεφτείς τις τρομερές συνέπειες ορισμένων μικρών πραγμάτων θα καταλάβεις ότι δεν υπάρχουν μικρά πράγματα.
- Σοφός είναι εκείνος που είναι πρόθυμος να απαρνηθεί τα πρόσκαιρα, αφού έτσι κι αλλιώς θα χαθούν, για να αποκτήσει τα άφθαρτα και αιώνια, που δεν πρόκειται ποτέ να χαθούν.
- Είναι πολύ ευκολότερο να εκτελέσεις ένα έργο που σου έχει αναθέσει ο Θεός, παρά να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες της μη εκτέλεσής του.
- Μη φοβάσαι το μέλλον. Ο Θεός είναι ήδη εκεί.

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

141. «ήν υποτασσόμενος αυτοίς» (Λουκ. β' 51).

Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ αξιώθηκαν να γνωρίσουν την εκούσια, συνεχή και απόλυτη υποταγή του Ιησού. «Δεν ηξιώθησαν ούτε οι άγγελοι τοιαύτης τιμής, οποίας ηξιώθησαν οι γονείς του Ιησού» (ΥΛ, 121).
Από την πρώτη άνοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (δωδεκάχρονος) και μέχρι την έξοδο του στη δημόσια δράσι (τριάντα χρόνων) μεσολάβησαν δέκα οχτώ χρόνια. Το βασικό χαρακτηριστικό της ζωής του Χριστού στα χρόνια αυτά ήταν η υποταγή στους γονείς του. Η υποταγή αυτή σαν βασική της εκδήλωσι φαίνεται ότι είχε την προσωπική, καθημερινή εργασία του νέου Ιησού μέσα στο ξυλουργικό εργαστήριο του Ιωσήφ «του τέκτονος» (Ματθ. ιγ' 55). Εκεί πιο πολύ έδειχνε την υποταγή στις οδηγίες του Ιωσήφ πάνω στις συγκεκριμένες περιπτώσεις της εργασίας. Και όταν μέσα στα χρόνια αυτά ο Ιωσήφ πέθανε (ΥΛ, 122), ο Ιησούς εξακολούθησε να υποτάσσεται στην Παναγία μητέρα του.
Ο Ιησούς υποτασσόταν στη Θεοτόκο και η Θεοτόκος υποτασσόταν στον Υιό και Θεό της. Το μάθημα της απόλυτης υποταγής στο θέλημα του Θεού η Θεοτόκος αξιώθηκε να το σπουδάση κοντά στον Ιησού. Η Θεοτόκος παρέδωσε έπειτα το μάθημα αυτό στην Εκκλησία. Έτσι η Εκκλησία έμαθε να «υποτάσσεται στο Χριστό», όπως διδάσκει ο απόστολος ΙΙαύλος (Έφεσ. ε' 24). Η υποταγή του Χριστού στον Θεό Πατέρα δια της Θεοτόκου κληροδοτήθηκε στο σώμα της Εκκλησίας, ώστε ν’ αποτελή το βασικό της χαρακτηριστικό.
Ό,τι μαθαίνομε από τον Ιησού πρέπει να το καταθέτωμε και το παραδίδωμε στην Εκκλησία Του. Πρώτον, διότι η Εκκλησία του Χριστού είναι η πνευματική Τράπεζα, στην οποία κατέθεσαν τα πνευματικά πλούτη και τους θησαυρούς τους, όλοι όσοι συμβίωσαν με τον Ιησούν! Στην ίδια Τράπεζα πρέπει να καταθέτωμε και τα πιο ελάχιστα ψήγματα χρυσού που συλλέγομε καθώς πέφτουν από «την τράπεζαν του Κυρίου ημών» (Ματθ. ιε' 27): εμπειρίες, βιώματα, σκιρτήματα...
Και δεύτερον διότι η Εκκλησία είναι κυρίως Παράδοσις. Παραδίδομε στην Εκκλησία ό,τι ο καθένας μας και όλοι μαζί παραλαμβάνομε από τον Κύριο. Οι Απόστολοι παρέλαβον από τον Κύριο το Ευαγγέλιο και το παρέδωσαν στην Εκκλησία. Οι Άγιοι εβίωσαν τις αρετές του Χριστού και τις μετέδωσαν στην Εκκλησία. Ό,τι είναι του Χριστού και ό,τι προέρχεται απ’ Αυτόν πρέπει να επιστρέφη πάλι στον Ίδιο, όπως Εκείνος μας είπε: «Απόδοτε... τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ' 21). Και καθώς ο απόστολος Παύλος προσθέτει: «Εγώ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν» (Α' Κορ. ια 23).

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

140. «ου συνήκαν το ρήμα ο ελάλησεν αυτοίς» (Λουκ. β' 50).

Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ δεν κατάλαβαν την απάντησι του Ιησού περί του «πατρός του» (στ. 49). «Εις το μυστήριον της θείας υιότητος του Ιησού οι γονείς του εισέδυον βαθμηδόν, εξ όσων δε μεταγενεστέρως εμάνθανον περί του Ιησού, απεκόμιζον την πληροφορίαν ότι η προτέρα αυτών γνώσις περί της μεσσιακής ιδιότητος του Ιησού ήτο ανεπαρκής» (ΥΛ, 121).
Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ είχαν τον Ιησού κοντά τους. Όμως δεν τον γνώριζαν απόλυτα. Ο Ιησούς ήταν γι’ αυτούς μια καθημερινή πηγή νέων αποκαλύψεων. Τον Ιησού τον γνώριζαν συνεχώς από ώρα σε ώρα, από μέρα σε μέρα, από λόγο σε λόγο. Χωρίς να το καταλάβουν είχαν γίνει οι πρώτοι μαθηταί του που μάθαιναν καθημερινά όλο και κάτι καινούργιο για την μορφή του και την αποστολή του. Η Θεοτόκος θα γνωρίση τον Ιησού ύστερα από πολλά χρόνια και κυρίως μετά την Ανάστασι και την Πεντηκοστή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Για να γνωρίσωμε και κατανοήσωμε τον Κύριο Ιησού χρειάζεται μακροχρόνια μαθητεία κοντά του, συνεχής αναστροφή μαζί του, καθημερινή μελέτη των λόγων του, διαρκής ανάμνησις των πράξεών του. Χωρίς την μαθητεία αυτή, ο Ιησούς θα παραμένη άγνωστος και ακατανόητος. Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Επίσκοπος Αντιόχειας, λίγο πριν μαρτυρήση στο Αμφιθέατρο της Ρώμης δήλωνε κατηγορηματικά: «νύν άρχομαι μαθητής είναι» (ΒΕΠ, 2,275). Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια γνωριμίας του Ιησού είναι ισόβιος. Η γνώσις του Ιησού υπερβαίνει τον χρόνο, θα συνεχίζεται και σ’ αυτή ακόμη την άχρονη αιωνιότητα, όπως μας βεβαίωσε ο Ίδιος: «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησού Χριστόν» (Ιωαν. ιζ' 3).

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

Στην παραβολή του σπορέως ο Κύριος Ιησούς εξηγεί: «το χωράφι είναι ο κόσμος, ο καλός σπόρος είναι όσοι ανήκουν στη βασιλεία του Θεού. Τα ζιζάνια είναι όσοι ανήκουν στον πονηρό, ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος, ο θερισμός είναι το τέλος του κόσμου και οι θεριστές είναι οι άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει στο τέλος του κόσμου. Θα στείλει ο Υιός του Ανθρώπου τους αγγέλους του και θα μαζέψουν από το χώρο της βασιλείας του όσους προκαλούν την πτώση των άλλων και κάνουν πράγματα αντίθετα με τον νόμο του Θεού, και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατερά τους. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας ακούει». (Ματθ. ιγ΄ 38-43).

Προτού όμως έρθει το τέλος του κόσμου, θα έχει έρθει το τέλος πολλών από μας. Τώρα, όταν πέθανε ο φτωχός Λάζαρος, την ψυχή του την μετέφεραν οι άγγελοι στους κόλπους του Αβραάμ· όταν όμως πέθανε ο άσπλαχνος πλούσιος, πήγε στην κόλαση (βλ. Λουκ. ιστ’ 19-23). Γι’ αυτό, άνθρωπε, να θυμάσαι πως για σένα το τέλος του κόσμου θα είναι το τέλος το δικό σου. Στο θάνατό σου θα σε θερίσουν είτε οι άγγελοι, είτε οι πονηροί δαίμονες. Είναι καλό να εμπιστευτείς τον εαυτό σου στο έλεος του Θεού. Το να εμπιστεύεσαι όμως το Θεό και να εξακολουθείς ν’ αμαρτάνεις χωρίς να μετανοείς, είναι σα να εμπαίζεις το Θεό. Άκου τι λέει ο Σωτήρας μας: «ούτω λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ιε’ 10).

Αλίμονο σ’ εκείνους που πεθαίνουν στην αμαρτία, χωρίς να μετανοήσουν. Ο μεγάλος απόστολος κάνει μια αυστηρή προειδοποίηση: «ο Θεός ούτε τους αγγέλους δε λυπήθηκε όταν αμάρτησαν, αλλά τους έριξε στα τάρταρα όπου φυλάγονται δέσμιοι στο σκοτάδι περιμένοντας την τελική κρίση. Ούτε τον αρχαίο κόσμο δεν λυπήθηκε, έναν κόσμο που ήταν γεμάτος από ασεβείς, αλλά έφερε τον κατακλυσμό· μονό τον Νώε τον κήρυκα της δικαιοσύνης, τον άφησε να σωθεί με άλλους εφτά. Και καταδίκασε σε καταστροφή τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα και τις έκανε στάχτη· κι αυτό, για να παραδειγματίζονται όσοι στο μέλλον δεν σέβονται το Θεό…» (Β΄ Πέτρ. β΄ 4-6). Πολύ περισσότερο δε θα λυπηθεί εκείνους που είναι χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα είναι με λόγια και με έργα υπηρέτες του πονηρού. Μπορεί κάποτε να μεταμεληθούν όπως ο Ιούδας, αλλά θα είναι πολύ αργά. «Μέλλει γαρ ο υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού, και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού» (Ματθ. ιστ’26).

Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού

Η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα είναι πολύ ένδοξος αλλά και πολύ δραματική. Στην πρώτη έλευσή Του εμφανίστηκε ένα πλήθος αγγέλων στους ποιμένες της Βηθλεέμ. Στη δεύτερη έλευσή Του θα Τον συνοδεύουν όλοι οι άγιοι άγγελοί Του. «Και θα στείλει τους αγγέλους του να σαλπίσουν δυνατά και να συνάξουν τους εκλεκτούς του από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από το ένα άκρο του κόσμου ως το άλλο». (Ματθ. κδ΄ 31). «Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους». (Ματθ. ιγ΄ 43). Οι άγγελοι λοιπόν θα είναι οι θεριστές στο θερισμό του Θεού.

Η μεγαλύτερη ανταμοιβή που υποσχέθηκε ο Χριστός στους εκλεκτούς και τους δίκαιους, εκείνους που έζησαν στη γη σύμφωνα με το ευαγγέλιό Του και υπόφεραν γι’ αυτό, είναι ότι θα γίνουν ισοστάσιοι με τους αγγέλους. Είπε ο ίδιος, απαντώντας στο σοφιστικό λόγο των Σαδδουκαίων: «για όσους όμως αξιωθούν να αναστηθούν από τους νεκρούς και να ζήσουν στον καινούριο κόσμο ούτε θα παντρεύονται ούτε θα παντρεύουν. Κι αυτό, γιατί δεν θα υπάρχει γι’ αυτούς θάνατος· σαν αναστημένοι άνθρωποι που θα είναι, θα είναι ίσοι με τους αγγέλους και παιδιά του Θεού». (Λουκ. κ΄ 35-36).

Όταν διαβάζουμε τα λόγια αυτά νιώθουμε να μας καταλαμβάνει ολόκληρους δέος, φόβος. Πώς μπορούμε να γίνουμε ίσοι με τους αγγέλους; Έχει γραφεί γι’ αυτούς: «Ο Θεός έστη εν συναγωγή Θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί». Και λίγο παρακάτω: «θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες». (Ψαλμ. πα’ 1,6).

Εδώ οι άγγελοι καλούνται θεοί όχι επειδή έχουν θεϊκή φύση, αλλά επειδή βρίσκονται σε στενή επαφή με το Θεό. Πώς μπορούν οι άνθρωποι να γίνουν ίσοι μ’ αυτούς; Να, τι λέει ο ιερός ποιητής για τους αγγέλους:

«Ωραιότητι φαιδρύνεσθε πανάγιοι, άγγελοι του Παντοκράτορος, πλησιάζοντες τη αφράστω, δόξη ακραιφνώς, και πόθω κραυγάζοντες αυτώ· Ευλογητός ει ο Θεός, ο των πατέρων ημών» (Όρθρος, ωδή ζ’ πλ. β’ ήχου).

Πώς λοιπόν εμείς, που βλασφημούμε το Χριστό καθημερινά με τις αμαρτίες μας, θα γίνουμε ισάγγελοι, ίσοι με τους αγγέλους που δοξολογούν συνέχεια το Θεό;

Πρώτ’ απ’ όλα ο Χριστός μίλησε για τους «καταξιωθέντες»· και δεύτερο ότι αυτό θα γίνει με «την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην» (Λουκ. κ’ 35 και Εφ. γ΄ Ί9).

Ας ταπεινωθούμε κι ας ακούσουμε τι μας λέει ο θεατής των ουρανίων μυστηρίων απόστολος: «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Β’ Κορ. β’ 9).

Εδώ είναι το κλειδί του μυστηρίου: εκείνοι που αγαπούν το Θεό, είτε άγγελοι είναι είτε άνθρωποι, για το Θεό είναι ίσοι.

Απ’ αυτήν την άποψη ονομάζουμε τους αγγέλους πρεσβύτερους αδελφούς μας, για να τους τιμήσουμε και να προσευχηθούμε σ’ αυτούς από την κοιλάδα αυτή του κλαύθμωνος:

Άγιοι Αρχάγγελοι και Άγγελοι,
πρεσβεύσατε στο Θεό για μας τους αμαρτωλούς!


(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Πάτερ ημών», Αθήνα 2003, σελ. 117-121)

454. Προσευχή είναι η διαρκής συναίσθησις της πνευματικής μας ανέχειας και αδυναμίας, η ενατένισις, -μέσα μας, στους άλλους και στην κτίσι-, των έργων της σοφίας, του ελέους και της παντοδυναμίας του Θεού. Προσευχή είναι μία συνεχής ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο.

455. Μερικές φορές ονομάζουμε προσευχή ό,τι δεν είναι καθόλου προσευχή. Παράδειγμα: Μπαίνει κάποιος στην εκκλησία, στέκεται εκεί λίγη ώρα, βλέπει τις εικόνες ή τους άλλους χριστιανούς, παρατηρώντας τα πρόσωπά τους και το ντύσιμό τους, και λέγει ότι προσευχήθηκε στον Θεό. Ή στέκεται μπροστά σε μία εικόνα, στο σπίτι του, σκύβει το κεφάλι, λέγει μερικά λόγια αποστηθισμένα, χωρίς να τα καταλαβαίνη και να τα αισθάνεται, έχει δε την εντύπωσι ότι προσευχήθηκε, ενώ οι λογισμοί του και η καρδιά του δεν προσευχήθηκαν καθόλου, αλλά είχαν στραφή παντού αλλού εκτός από τον Θεό.

456. Πρέπει να έχουμε πάντοτε στη μνήμη μας ότι ο Θεός, όπως και η ψυχή μας, είναι πνευματικό Όν. Όταν λοιπόν, με τον νου και την καρδιά μας, πλησιάσουμε τον Θεό, γινόμαστε ένα πνεύμα μαζί του. Ενώ, όταν απομακρυνθούμε απ’ Αυτόν, γινόμαστε ένα πνεύμα με τον Εωσφόρο.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 194)

452. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος», λέγει ο Κύριος, «ὑμεῖς τὰ κλήματα» (Ιω. ιε’ 5), δηλαδή η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Έτσι, όπως ο Κύριος είναι άγιος, είναι άγια και η Εκκλησία του. Όπως ο Κύριος είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ’ 6), είναι και η Εκκλησία του. Γιατί η Εκκλησία είναι ένα και το αυτό με τον Κύριο, «μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Εφες. ε’ 30) η τα «κλήματα» του, που φυτεύθηκαν πάνω του, -στη νοητή Άμπελο- και τρέφονται απ’ Αυτόν και αναπτύσσονται χάρις σ’ Αυτόν. Ποτέ ας μη φανταζόμαστε την Εκκλησία χωριστά από τον Κύριο Ιησού Χριστό, από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα.

453. Όταν ο εχθρός σε πειράζη εσωτερικά με σκέψεις αμφιβολίας γύρω από τα λόγια του Σωτήρος, συλλογίσου: «Κάθε λέξις του Θεού μου Ιησού Χριστού είναι ζωή για μένα». Τότε, το δηλητήριο της αμφιβολίας θα βγη από την καρδιά σου και θα ειρηνεύσεις και θα ξανανοιώσης ευεξία στην ψυχή. Και όταν, πάλι, σε πειράζη η αμφιβολία γύρω από κάθε λόγο ή θεσμό της Εκκλησίας, λέγε ξανά ό,τι είπε ο Κύριος απευθυνόμενος στην Εκκλησία: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω. ιστ’ 13. Πρβλ. ιδ’ 16). Αυτό σημαίνει, ότι όλα στην Εκκλησία είναι αληθινά και σωτήρια. Και, άρα, η Εκκλησία μας σώζει, είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ’ 15). Στα λειτουργικά βιβλία, στα κείμενα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, παντού πνέει ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας, της αγάπης και της σωτηρίας.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 193-194)

Είναι η εξωτερική πιστοποίηση της αυθεντικότητας του ιερατείου της Εκκλησίας, ότι δηλαδή αυτό έχει την αρχή του στους Αποστόλους (εξ ου και αποστολική), τους πρώτους χειροτονήσαντες. Η διαδοχή δε αυτή αναφέρεται στον ιερό βαθμό του επισκόπου, από τον οποίο πηγάζει η αρχή και του υπόλοιπου ιερατείου. Η αναγωγή του επισκοπικού βαθμού στους αποστόλους γίνεται δια της επισκοπικής χειροτονίας. Οι Απόστολοι κατά διάταξη του Κυρίου, χειροτόνησαν σας κατά τόπους Εκκλησίες τους διαδόχους των επισκόπους, αυτοί δε με τη σειρά τους χειροτόνησαν τους δικούς τους διαδόχους και αυτοί άλλους κ.ο.κ., ώστε καμία περίοδος της ζωής της Εκκλησίας της διεσπαρμένης στα πέρατα του κόσμου να μένει άμοιρη επισκόπων, του συνεκτικού αυτού κέντρου της εκκλησιαστικής ζωής. Η αλυσίδα αυτή των χειροτονιών είναι αδιάσπαστη, ανελισσόμενη από τους αποστολικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η συνέχεια αυτή διαπιστώνεται ιστορικά στους επισκοπικούς καταλόγους που φυλάσσονται στις κατά τόπους Εκκλησίες. Η αποστολική διαδοχή είναι απόδειξη της αυθεντικότητας όχι μόνο της αρχιερωσύνης αλλά και γενικότερα της Εκκλησίας, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τους επισκόπους της. Σ’ αυτό οφείλεται η σπουδή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, να αποδείξουν ότι η σχέση του ιερατείου τους προς τους αποστόλους είναι συνεχής και αδιάκοπη.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 274-275)

Το μυστήριο της ιεροσύνης τελούμενο δι’ επιθέσεως των χειρών (εξ ου και χειροτονία) μαρτυρείται επαρκώς στην Αγία Γραφή. Έτσι όσοι καθίσταντο σ’ έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς το πετύχαιναν δια της επιθέσεως των χειρών των Αποστόλων και κατόπιν προσευχής. Για τον ιερατικό βαθμό των διακόνων λέγεται, ότι οι Απόστολοι «προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας». Πρεσβυτέρους δε διώριζαν δια χειροτονίας στις κατά τόπους Εκκλησίες ο Παύλος και ο Βαρνάβας. Ομοίως και οι Απόστολοι κατέλιπον δια χειροθεσίας διαδόχους αυτών στο επισκοπικό αξίωμα, όπως ο Παύλος τον Τιμόθεο στην Έφεσο και τον Τίτο στην Κρήτη. Τέλος και οι επτά άγγελοι των Εκκλησιών οι μνημονευόμενοι στην 'Αποκάλυψη, είναι και αυτοί επίσκοποι διαφέροντες των Αποστόλων μόνο κατά το όνομα και όχι κατά το αξίωμα. Βεβαίως σ’ όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν λέγεται ότι η χειροθεσία, που αποτελεί το ορατό μέρος του μυστηρίου, διατάχθηκε από τον Κύριο. Εντούτοις δυνάμεθα να συναγάγουμε, ότι ένα τέτοιο έργο που είναι τόσο σημαντικό για τη ζωή της Εκκλησίας δεν μπορούσε να γίνει απλά και αυθαίρετα από τους Αποστόλους, αν δεν είχαν λάβει ειδική εξουσιοδότηση από τον Κύριο. Αυτό εξυπακούεται και από όσα η Γραφή λέγει για το έργο των πρεσβυτέρων στην Έφεσο, ότι το «Άγιον Πνεύμα έθετο αυτούς επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού».

Η χάρη που χορηγείται δια του μυστηρίου είναι η πνευματική εξουσία προς επιτέλεση των ιερατικών καθηκόντων, μαζί με ειδική αντίληψη από το Θεό για θεάρεστη επιτέλεση των ιερών λειτουργιών και για βίο θεοφιλή και ενάρετο. Όπως είπαμε πιο πάνω, η ιερατική χάρη χορηγείται διαφόρως στους τρεις ιερατικούς βαθμούς.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 273-274)

katafigioti

lifecoaching