ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Όλοι πρέπει να μετανοούμε

Να μετανοούμε για να σωθούμε. Ας αφήσουμε τα έργα του σκότους,

και ας ντυθούμε τα όπλα του φωτός… Είναι αναγκαία σε όλους η μετάνοια

και η εξαγόρευση των σφαλμάτων και πταισμάτων μας.

Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης

«Εσείς είστε το φως του κόσμου» (Ματθ. 5:14)

Ένας ιεροκήρυκας κήρυττε σε μια πόλη, όπου ένας φίλος του είχε οφθαλμίατρο. Ένα πρωινό πέρασε από το οφθαλμιατρείο και βρήκε έξαλλο το φίλο του από χαρά. Όταν τον ρώτησε για το λόγο της μεγάλης του χαράς, εκείνος απάντησε: «Πέτυχε η εγχείρηση ενός μεσήλικα άντρα που ήταν τυφλός 25 χρόνια. Σήμερα το πρωί είδε τα δέντρα, τα λουλούδια, τα πρόσωπα των αγαπημένων του παιδιών… Τι μεγάλο προνόμιο να δώσω το φως σ’ ένα φίλο!»
Σαν χριστιανοί αισθανόμαστε ότι έχουμε το ίδιο προνόμιο, όταν μπορούμε να δώσουμε το πνευματικό φως στους πνευματικά τυφλούς, οδηγώντας τους στην πηγή του φωτός, τον Ιησού Χριστό και δίνοντας τη μαρτυρία μας: «Ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω». Υπάρχει μεγαλύτερο προνόμιο από το να μπορούμε να δώσουμε το φως της γνώσης του Χριστού στον κόσμο του σκοταδιού και της αμαρτίας;

«Τη διδαχή μου προτιμήστε την από τ’ ασήμι, τη γνώση απ’ το χρυσάφι το εκλεκτό» (Παρ. 8:10)

- Ο ευκολότερος τρόπος για να μπορέσεις να κοιμηθείς, όταν έχεις αϋπνίες το βράδια, είναι ν’ αρχίσεις να μετράς τις ευλογίες σου, κι όχι τα προβλήματά σου.
- Τα σφάλματά μας μας ενοχλούν περισσότερο όταν τα βλέπουμε… στους άλλους.
- Μερικών ανθρώπων η θρησκεία μοιάζει με ξύλινο πόδι. Δεν υπάρχει ούτε ζωή ούτε ζεστασιά μέσα της και, παρόλο που τους βοηθάει να κουτσοβαδίζουν, δε γίνεται ποτέ κομμάτι του εαυτού τους, αλλά πρέπει να τη φορούν κάθε πρωί.
- Ο μόνος τρόπος ν’ αποκτήσεις έναν πραγματικά πιστό φίλο είναι να γίνεις πρώτα εσύ ο ίδιος ένας πιστός φίλος.
- Αν καταστεί αναγκαίος ο έλεγχος ενός πνευματικού σου αδελφού, πρέπει ο έλεγχος αυτός να καρυκευθεί προηγουμένως με αγάπη, σεβασμό και ταπεινοφροσύνη.
- Ο Θεός μας έχει δώσει την ελευθερία της θέλησης να εκλέξουμε το θέλημά Του.

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

445. Άνθρωπε, αναγνώρισε την πνευματική σου αθλιότητα και προσεύχου στον Φιλάνθρωπο Κύριο να σε σώση απ’ αυτή. Μη λες μέσα σου: «Δεν κινδυνεύω. Δεν βρίσκομαι σε αθλιότητα. Δεν χρειάζεται να προσευχηθώ για μία αθλιότητα που ποτέ δεν την έχω αντιληφθή και γνωρίσει». Αυτή ακριβώς είναι η αληθινή αθλιότης. Το ότι δηλαδή, ενώ βρίσκεσαι σε αθλιότητα τόσο μεγάλη, δεν την αντιλαμβάνεσαι. Αυτή η αθλιότης είναι τα αμαρτήματά σου.

446. Αν σου συμβή να βρεθής σε μεγάλες συμφορές, θλίψεις και αρρώστιες, μην πέσης σε απόγνωσι. Μη γογγύσης. Μην ευχηθής τον θάνατό σου. Και μην πης στον παντεπόπτη Θεό: «Τι φοβερό κατάντημα για μένα! Τι ανυπόφορο βάσανο! Προτιμότερο να πεθάνω!». Ή: «Ας βάλω μόνος μου τέρμα σε τέτοια ζωή!». Ο Θεός να σε φυλάξη από τέτοια λιποψυχία και αφροσύνη. Υπόφερε ό,τι σε βρήκε, με ανδρείο φρόνημα, ξέροντας ότι το επέτρεψε ο Θεός για τις αμαρτίες σου. Επανάλαβε με τον μετανοημένο Ληστή: «ἄξια ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν» (Λουκ. κγ’ 41). Και ατένισε με τα μάτια της ψυχής τον Θείο Εσταυρωμένο.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 190-191)

442. Στον κόσμο όπου ζούμε, υπάρχουν, από το ένα μέρος, μία απειρία υλικών όντων, εμψύχων και αψύχων. Και από το άλλο μέρος, μία απειρία σκέψεων και αισθημάτων. Αλλά όλα τα υλικά, καθώς και η εκτίμησίς τους με τη σκέψι και το αίσθημα, είναι ένα τίποτε. Ενώ μία και μόνη σκέψις, που την εμπνέει η θεία χάρις στον άνθρωπο, ένα και μόνο αίσθημα αγίας αγάπης, είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερο από όλη την υλική κτίσι.

443. Μόλις εξαγορεύσης τις αμαρτίες σου με καρδιά συντετριμμένη και αληθινή μετάνοια, έφυγαν από πάνω σου. Μόλις λυπηθής κατάκαρδα γι’ αυτές, δεν υπάρχουν πλέον. Μόλις πάρης την απόφασι να ζήσης από εδώ και πέρα σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ο Θεός σε καθαρίζει απ’ αυτές, μέσω του λειτουργού του και των Αγίων Μυστηρίων.

444. Κάθε χριστιανικό σπίτι εκπροσωπεί ένα απείρως μεγαλύτερο σπίτι, όλον τον κόσμο, ουρανούς και γη, όπου βασιλεύει ο Θεός. Και αυτό συμβαίνει, γιατί στο χριστιανικό σπίτι βλέπουμε τις εικόνες του Σωτήρος, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των Αγίων, που ακούουν τις προσευχές των πιστών ενοίκων.

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 190)

"Πώς ένας ιερέας σταμάτησε το κάπνισμα"
Ήταν ένας ιερέας, ο οποίος αγωνιζόταν να κατανικήσει
το πάθος του καπνίσματος. Κι εκεί που πήγαινε να το κατορθώσει,
ο πειρασμός τον νικούσε και ενέδιδε πάλι. Είχε δοκιμάσει πολλές φορές
και με διάφορους τρόπους να σταματήσει το κάπνισμα, όμως πάντοτε αποτύγχανε.
Ώσπου μιά ημέρα επισκέφθηκε το Γέροντα Πορφύριο. Μίλησαν για διάφορα θέματα.
Όταν άρχισαν να μιλούν και για την οικογενειακή κατάσταση του ιερέα
και για κάποιες διαφορές, που είχε με την πρεσβυτέρα, ο Γέρων Πορφύριος του
είπε ότι η πραγματική αιτία των προστριβών του με την πρεσβυτέρα ήταν,
χωρίς ο ίδιος ο ιερέας να το υποψιάζεται, το γεγονός ότι εκείνος κάπνιζε.
"Όταν σταματήσεις να καπνίζεις", του είπε, "θα δεις που κι η παπαδιά σου
θα σ' αγαπήσει περισσότερο κι οι διαφωνίες σας θα σταματήσουν κι όλα θα
πάνε κατ' ευχήν στο σπίτι σας. Εγώ θα προσευχηθώ για εσένα
και δε θα ξανακαπνίσεις. Πέταξε τώρα αμέσως από το παράθυρο το πακέτο
με τα τσιγάρα που κρατάς". Ο ιερέας έκανε υπακοή, πέταξε τα τσιγάρα του
και δεν ξανακάπνισε απότότε, χωρίς να συναντήσει ουδεμία δυσκολία
στην υλοποίηση της απόφασής του αυτής, ενώ τόσες προσπάθειες,
που έκανε χρόνια ολόκληρα προηγουμένως, πάντοτε κατέληγαν σε αποτυχία.
Μόλις τελείωσε αυτή την αφήγησή του ο Γέρων Πορφύριος, φώναξε μιά αδελφή
στο δωμάτιό του και την παρακάλεσε να φέρει μέσα έναν ιερέα,
που ήταν έξω με τη πρεσβυτέρα του. Ήταν ο ιερέας, για τον οποίο μας είχε μιλήσει.
Κι εκεί ακούσαμε από τους ίδιους, τον ιερέα και την πρεσβυτέρα,
να μας αφηγούνται πόσα δεινά είχε επισωρεύσει στις προσωπικές σχέσεις τους
το πάθος εκείνο του ιερέα και πώς, με την παρέμβαση του Γέροντος,
άλλαξαν όλα κι έγιναν και οι δύο άλλοι άνθρωποι.
Στη συνέχεια, ο Γέρων Πορφύριος μας εξήγησε ότι σε άλλη περίπτωση
είχε υποδείξει σε πνευματικό τέκνο του άλλη μέθοδο απαλλαγής από το κάπνισμα:
όχι απότομο σταμάτημα, από τη μιά στιγμή στην άλλη- όπως στην περίπτωση του ιερέα,
τον οποίο συμβούλευσε να πετάξει αμέσως το πακέτο με τα τσιγάρα- αλλά σταδιακά.
Η συγκεκριμένη συμβουλή του σ' αυτή την περίπτωση ήταν μείωση του αριθμού
των τσιγάρων ανά ένα κάθε τρεις ημέρες.
Κι όταν τον ρωτήσαμε γιατί στη μιά περίπτωση υπέδειξε έναν τρόπο
και στην άλλη περίπτωση άλλο, μας απάντησε ότι για κάθε άνθρωπο
ισχύουν διαφορετικά πράγματα και ότι άλλα μπορεί ν' αντέξει ο ένας και
άλλα ο άλλος.
[Ί 293π.]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.226-227)

«Ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννάται από αυτόν είναι επωφελής στον καθένα που αρχίζει να ζει κατά τον Θεό. Ο φανταζόμενος όμως ότι μπορεί ν’ αρχίση χωρίς τέτοιο πόνο και δεσμό και δήμιο, όχι μόνο καταθέτει τα θεμέλια των πράξεών του πάνω στην άμμο, αλλά νομίζει ότι μπορεί να κατασκευάση οικία στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα εντελώς αδύνατο. Πραγματικά ο πόνος αυτός γεννά σε λίγο κάθε χαρά και ο δεσμός αυτός σπάει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και παθών και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο αλλά αιώνια ζωή. Όποιος δεν θελήση ν’ αποσκιρτήση και διαφύγη τον γεννώμενο από τον φόβο της αιώνιας κολάσεως πόνο, αλλά τον ακολουθήση με διάθεσι της καρδιάς του και σφίξη περισσότερο τα δεσμά του επάνω του, αναλόγως θα βαδίση ταχύτερα και θα παρουσιάσει εαυτόν ενώπιον του βασιλέως των βασιλευόντων. Όταν γίνη αυτό, μόλις αντικρύση αυτός κάπως αμυδρώς την δόξα του, αμέσως θα λυθούν τα δεσμά, ο δε δήμιος φόβος θα φύγη μακριά του κι ο πόνος της καρδιάς του θα μετατραπεί σε χαρά και θα γίνη πηγή που χύνει αισθητώς μεν ποταμούς δακρύων ασταμάτητα, νοητώς δε γαλήνη, πραότητα και άφραστο γλυκασμό, προσέτι δε ανδρεία και την τάση να τρέχη ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς κάθε υπακοή των εντολών του Θεού» (τ. 19Α,σ. 485).

«Πιστέψατε, αδελφοί, τα λόγια μου, η ντροπή μας θα είναι χειρότερο βάσανο από την αιώνια κόλαση των κοσμικών. Γιατί όταν εγώ, που αρνήθηκα με όλη μου την ψυχή την ζωή, θα στέκομαι, φερ’ ειπείν, μαζί με κοσμικούς, που έχουν τώρα παιδιά και είναι μπλεγμένοι σε δημόσιες υποθέσεις ή και υπηρετούν στο στρατό, και θα πρόκειται να λάβω την ίδια με εκείνους τιμωρία, εάν στραφούν αυτοί και με δουν και μου πουν, ‘και εσύ, μοναχέ, που άφησες τον κόσμο, στέκεσαι εδώ μαζί μ’ εμάς τους κοσμικούς; Και γιατί και εσύ;’ Τι άραγε θ’ απολογηθώ; τι θα πω προς αυτούς; Γιατί ποιος, αδελφοί, θα μπορέσει επάξια να παρουσιάσει με λόγια το μέγεθος της θλίψεως που πρόκειται τότε να μου γίνει; Οπωσδήποτε κανένας!» (τ. 19Γ, σ. 465).

«Όντας (ο Θεός στη Β΄Παρουσία) ορατός μόνο στους άξιους ανάλογα το μέτρο της πίστεώς τους προς αυτόν, ενώ οι αμαρτωλοί θα είναι στο φως σαν να είναι καλυμμένοι με σκοτάδι, μέσα στη χαρά θα νοιώθουν ντροπή, μέσα στην ευφροσύνη αυτοί θα λειώνουν, θα καίγονται φοβερά και θα κολάζονται με τα διάφορα είδη των ίδιων των παθών τους, όπως επίσης οι δίκαιοι θα στεφανώνονται με τις διάφορες αρετές τους» (τ. 19Δ, σ. 219).

«Έτσι κι αυτός που έχει νου τυφλό, αν πεθάνει, δεν θα θεαστεί εσένα το νοητό ήλιο, Θεέ μου, αλλά από σκοτάδι βγαίνοντας σε σκοτάδι θα κατοικήσει και θα μείνει χωρισμένος από εσένα στους αιώνες» (τ. 19Ε, σ. 57, στιχ. 84-87).

«Βέβαια και τούτοι (όσοι δεν σωθούν) θα είναι μέσα στο παν έξω όμως απ’ το θείο το φως και τον αληθινό Θεό· καθώς όσοι δε βλέπουν ενώ λάμπει ο ήλιος, κι ας λούζει όλους με φως, μένουν αφώτιστοι κι είναι μακριά του χωρίς να τον αισθάνονται και να τον βλέπουν, έτσι το θείο φως της Τριάδας γεμίζει το σύμπαν κι είναι κλεισμένοι οι αμαρτωλοί στη μέση στο σκοτάδι κι ούτε βλέπουν ούτε έχουν καμιά αίσθηση του Θεού, αλλά φωτιά κατακαίει τη συνείδησή τους, και καταδικασμένοι θα έχουν θλίψη ανείπωτη και στους αιώνες οδύνη απερίγραπτη» (τ. 19Ε, σ. 65).

«Κι αφού αυτοκατακριθούν απ’ τα ίδια τους τα έργα θ’ ακούσουν τότε· Φύγετε, μικροί κι όσοι μεγάλοι, που δε με υπακούσατε τον φιλάνθρωπο Κύριο» (τ. 19ΣΤ, σ. 109, στιχ. 175-177).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του οποίος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι «συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με το θεία μυστήρια». Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι ‘πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφοράς’. Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (τ. 19Α, σελ. 87-9).

«Η δε φύση του σώματος αλλοιωνόταν προς την αφθαρσία εξερχόμενη από την ταπείνωσή της με την επενέργεια μιας ανώτερης δύναμης, αρπαζόταν πάλι σε οπτασίες και αποκαλύψεις Κυρίου… Κάποτε λοιπόν, καθώς στεκόταν σε καθαρή προσευχή και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε τούτο. Ο αέρας άρχισε να καταυγάζη τον νου του κι ενώ ήταν μέσα στο κελλί, νόμιζε ότι είναι στο ύπαιθρο· ήταν δε νύκτα στην πρώτη της φυλακή (1ο τρίωρο) περίπου. Καθώς δε άρχισε να φέγγη από πάνω σαν πρωινή αυγή -ω, πόσο φρικτά οράματα του ανδρός-, η οικία και όλα τα άλλα εξαφανίζονταν και δεν πίστευε ότι είναι καθόλου σε σπίτι. Καθώς δε εξίστατο, κατανοώντας με όλον τον νου τελείως εκείνο το δεικνυόμενο φως, αυτό βαθμιαίως αυξανόταν και έκανε τον αέρα να φαίνεται λαμπρότερος και αισθανόταν ότι ο ίδιος με όλο του το σώμα έχει βγει έξω από τα γήινα. Αλλά βεβαίως, επειδή το φως εκείνο συνέχιζε να λαμπρύνεται ζωηρότερα και του φαινόταν σαν μεσουράνημα ήλιου που λάμπει από υψηλά αισθανόταν σαν να στέκεται ο ίδιος στο μέσο του φαινομένου και όλος σε όλο το σώμα να είναι γεμάτος χαρά και δάκρυα που ερχόταν από την εκείθεν γλυκύτητα. Και μάλιστα έβλεπε ότι το ίδιο το φως παραδόξως ήγγισε την σάρκα του και βαθμιαίως διαπερνούσε τα μέλη του. Το παράδοξο λοιπόν του οράματος τούτου τον απομάκρυνε από την προηγουμένη θεωρία του και τον έκανε να διαλογίζεται μόνο το πανεξαισίως γινόμενο μέσα του. Το έβλεπε λοιπόν λίγο λίγο να εισδύη όλο σε όλο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του, έως ότου τον κατέστησε ολόκληρον πυρ και φως. Όπως δε προηγουμένως την οικία, έτσι τώρα τον έκανε να χάση την αίσθησι του σχήματος, της θέσεως, του πάχους και του είδους του σώματος· και σταμάτησε να δακρύζη. Φωνή λοιπόν απευθύνεται σ’ αυτόν από το φως, και λέγει· ‘έτσι αποφασίσθηκε ν’ αλλαγούν οι ζώντες και υπολειπόμενοι άγιοι την ώρα της έσχατης σάλπιγγος και οι κατ’ αυτόν τον τρόπο αλλαγμένοι θ’ αρπαγούν’, όπως λέγει ο Παύλος. Σ’ αυτήν λοιπόν την κατάστασι ευρισκόμενος και ιστάμενος ο μακάριος πολλές ώρες ανυμνώντας τον Θεό ακαταπαύστως με μυστικές φωνές και κατανοώντας την δόξα που τον περιέβαλλε και την μακαριότητα που έμελλε να δοθή αιωνίως στους αγίους, άρχισε να διαλογίζεται και να λέγη μέσα του· ‘άραγε θα επιστρέψω πάλι στο προηγούμενο σχήμα του σώματος ή θα παραμείνω όπως είμαι τώρα;’. Μόλις λοιπόν σκέφθηκε τούτο, αμέσως κατάλαβε ότι περιέφερε πλέον το σχήμα του σώματος σαν σκιά και σαν πνεύμα· διότι, όπως λέχθηκε, αισθανόταν τον εαυτό του ότι είχε γίνει ολόκληρος ανείδεος, ασχημάτιστος και άυλος, και ότι γνώριζε ότι το σώμα συνυπήρχε με αυτόν, αλλά κάπως ασώματο και πνευματικό· διότι δεν αισθανόταν τούτο να έχη πλέον βάρος ή παχύτητα και θαύμαζε βλέποντας τον εαυτό του μέσα σε σώμα ως ασώματον. Εν τούτοις όμως το μέσα του λαλούν φως έλεγε με την προηγουμένη πάλι φωνή· ‘τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβεβλημένοι ασωμάτως πνευματικά σώματα, ή ελαφρότερα και λεπτότερα και υψιπετέστερα ή παχύτερα και βαρύτερα και χαμαιπετέστερα, επί τη βάσει των οποίων θα ορισθεί τότε στον καθένα η στάσις και η τάξις και η οικείωσις προς τον Θεό’. Αφού άκουσε λοιπόν αυτό ο θεοπτικώτατος και θεόληπτος Συμεών, αφού είδε το ανεκλάλητο φως του Θεού και ευχαρίστησε τον Θεό που δόξασε το γένος μας και το κατέστησε κοινωνό της θεότητος και βασιλείας του, επανήλθε αμέσως στον εαυτό του πλήρως και ευρέθηκε πάλι να είναι μέσα στο κελλί του εντελώς άνθρωπος κατά τον προηγούμενο τρόπο και σχήμα. Μόνο που διαβεβαίωνε με όρκους όσους είχε έμπιστους και τους απεκάλυπτε τα μυστικά του, ότι είχε αυτήν την ελαφρότητα του σώματος επί πολλές ημέρες, χωρίς να αισθάνεται καθόλου ούτε κόπο ούτε πόνο ούτε πείνα ούτε δίψα. Αλλά βέβαια, επειδή δι’ αυτών των ενεργειών γινόταν του Πνεύματος μόνου και ήταν γεμάτος με τα ένθεα χαρίσματά του, εύλογα, καθώς ήταν και αυτός καθαρός στο νου, έβλεπε τις φρικτές οράσεις και αποκαλύψεις του Κυρίου, όπως παλαιά οι προφήτες» (τ. 19Α, σελ. 151-5).

«Έως τότε δεν έμεινε ποτέ κανείς μαζί του μέσα στο κελλί. Eνώ λοιπόν κοιμόμουν στο πάτωμα, σε μία γωνιά του κελλιού του, κάποτε κατά τα μεσάνυκτα, σαν να αφυπνίσθηκα από κάποιον, είδα με ξύπνιους οφθαλμούς να συμβαίνη σ’ αυτόν ένα φρικτό θέαμα και να το ιδής και να το ακούσης. Πλησίον της στέγης του κελλιού του ήταν από επάνω κρεμασμένη η μεγάλη εικών της Δεήσεως, και εμπρός της εκαιόταν μια κανδήλα. Και ξαφνικά είδα στο ίδιο ύψος της εικόνος να κρεμιέται — μάρτυς μου ο Χριστός, η αλήθεια— στον αέρα ο άγιος έως τέσσερις πήχες, έχοντας τα χέρια προς το ύψος και προσευχόμενος όλος γεμάτος φως, όλος λαμπρότητα. Καθώς είδα τούτο το φρικτό κι’ εξαίσιο θαύμα, άπειρο παιδί από τέτοιες εμπειρίες, φοβισμένος μπήκα κάτω από το στρώμα και σκέπασα την κεφαλή και το πρόσωπό μου. Μόλις ξημέρωσε κατεχόμενος από το φόβο είπα το όραμα στον άγιο ιδιαιτέρως. Αυτός δε με επέπληξε και μου παρήγγειλε να μη το είπω σε κανένα καθόλου» (τ. 19Α, σελ. 245-247).

«Μία νύκτα λοιπόν, καθώς ήμουν ξαπλωμένος σ’ εκείνη την θήκη και απελάμβανα λίγον ύπνο, αφυπνίσθηκα σαν από κάποιο πρόσωπο, όπως είπα και πρωτύτερα, και βλέπω τον μακάριο και ισάγγελο τούτον, τον οποίο μόλις με ένα μηχάνημα κινούσαμε εδώ και εκεί και στρέφαμε επάνω στην κλίνη, καταβεβλημένον από την αρρώστια —οποίον φρικτό θαύμα— να είναι κρεμασμένος πάλι μετέωρος τέσσερις ή και περισσοτέρους πήχεις επάνω από την γη, και να προσεύχεται στον Θεό του σε ανέκφραστο φως. Όταν λοιπόν τον είδα έτσι, αφού θυμόμουν ήδη την μεγάλη αγιοσύνη του από την προηγουμένη οπτασία και την αγγελική του κατάσταση, θαύμαζα γι’ αυτόν, ευρισκόμενος σε ησυχία και γεμάτος φρίκη. Διαλογιζόμουν λοιπόν μέσα μου και έλεγα· άραγε πώς αυτός ο άνθρωπος που χθες και προχθές δεν μπορούσε να στραφή μόνος του επάνω στην κλίνη ούτε καν να σαλευθή καθόλου και να σηκωθή χωρίς την βοήθεια άλλων χεριών, σηκώθηκε έτσι μόνος του από την κλίνη και προσεύχεται αεροβατώντας με αυτόν τον τρόπο, αυτός που φορεί σάρκα επίγεια και είναι άνθρωπος όπως εμείς; Αυτά λοιπόν στρέφοντας στην σκέψι μου και θαυμάζοντας, βυθίστηκα πάλι στον ύπνο χωρίς να το θέλω, αφήνοντας τον άγιο κρεμασμένον ακόμη στον αέρα. Έπειτα, όταν σε λίγο αφυπνίσθηκα ξαφνικά (διότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά με το παράδοξο και παράξενο εκείνο όραμα), βλέπω τον άγιο να είναι τώρα ξαπλωμένος επί της κλίνης, να έχη σηκώσει μόνος του το σκέπασμα και να έχη σκεπάσει το σώμα του, πράγμα που με κατέπληξε και μου συνεπήρε περισσότερο τον λογισμό... Όταν δε εξημέρωσε και άρχισα την υπηρεσία στον άγιο, πήρα θάρρος και του αποκαλύπτω ιδιαιτέρως το μυστήριο. Αυτός δε λέγει ‘δεσμεύεσαι από τον Θεό και την ταπεινότητά μου να μη ειπής το όραμα τούτο σε κανένα, πριν με ιδής να εκδημήσω από την σάρκα’. Πράγμα που εφύλαξα έως σήμερα και δεν το φανέρωσα σε κανένα» (τ. 19Α, σελ. 267-9).

«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστη, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία, έως ότου με την παλαίωσή του κατακόπηκε και σχίσθηκε σε λεπτά κομμάτια» (τ. 19Α, σελ. 275-7).

«Ο Κύριος που μας χαρίζει τα υπέρ αίσθηση, μας δίδει δια του Πνεύματός του άλλη αίσθηση υπέρ αίσθηση, ώστε δι’ όλων των αισθήσεων να αισθανόμαστε τρανώς και καθαρώς κατά υπερφυή τρόπο τις υπέρ αίσθηση δωρεές και τα χαρίσματά του» (τ. 19Α, σ. 459).
«Μέλη Χριστού γινόμαστε, μέλη ο Χριστός δικά μας· Χέρι ο Χριστός, πόδι ο Χριστός του πανάθλιου εμένα, κι ο άθλιος εγώ χέρι Χριστού και Χριστού πόδι πάλι· κινώ το χέρι και είναι αυτό ο Χριστός ακέραιος και τη θεότητα ακομμάτιαστη στο νου σου βάλε· κινώ το πόδι μου και να που αστράφτει όπως εκείνος. Μην πεις πως βλαστημώ, μα δέξου ό,τι είπα και το Χριστό προσκύνησε που έτσι σε κάνει. Και συ, αν θελήσεις, μέλος του θα γίνεις κι έτσι τα μέλη όταν του καθένα μας θα γίνουν μέλη του Χριστού ως αυτός δικά μας μέλη κι όλα όσα έχουμε άσχημα σε ωραία θα τ’ αλλάξει στολίζοντάς τα με την ομορφιά της θεότητας και τη δόξα, και θεοί θα γίνουμε μαζί με το Θεό όντας όλοι μας και καθόλου πια δε θα βλέπουμε άσχημο το σώμα μας, αλλά θα είμαστε όλοι όμοιοι με όλο το σώμα του Χριστού και θα είναι όλος ο Χριστός μέλος μας ένα ένα» (τ. 19Ε, σελ. 155-7).

«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη, όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται· στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους, πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος, κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σελ. 165-7).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Αγ. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων †23 Οκτωβρίου

Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος από τον πρώτο του γάμο. Ευλογήθηκε παρά Θεού όταν ήταν ακόμη στην κοιλία της μητρός του, και υπήρξε τόσο δίκαιος στον βίο του ώστε όλοι οι Εβραίοι τον αποκαλούσαν «Δίκαιο» και «Ωβλία», που στα εβραϊκά σημαίνει «προμαχών λαού» και «δικαιοσύνη». Από την παιδική ήδη ηλικία, ο Ιάκωβος έζησε με την πιο αυστηρή άσκηση. Δεν έπινε κρασί ούτε άλλα δυνατά ποτά. Μιμούμενος τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, δεν έτρωγε ποτέ τίποτε από όσα έχουν πνοή ζωής μέσα τους. Ξυράφι ποτέ δεν πέρασε επί της κεφαλής του, όπως ορίζει ο Νόμος για όσους αφιερώνονται στον Θεό (Αριθ. 6, 5). Ποτέ του δεν λουζόταν και δεν χριόταν με έλαιο, προκρίνοντας τη μέριμνα της ψυχής έναντι εκείνης του σώματος.

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι ομοφώνως εξέλεξαν τον δίκαιο Ιάκωβο πρώτο επίσκοπο Ιεροσολύμων. Τέλειος σε όλες τις αρετές της πράξεως και της θεωρίας, ο Ιάκωβος μόνος εισερχόταν στα Άγια των Αγίων της Καινής Διαθήκης -όχι μια φορά τον χρόνο όπως έπραττε ο αρχιερεύς των Ιουδαίων- αλλά κάθε μέρα για να τελέσει τα άγια Μυστήρια. Ενδεδυμένος ύφασμα λινό, εισερχόταν μόνος στον Ναό, και επί ώρες στεκόταν γονυπετής πρεσβεύοντας υπέρ του λαού και της σωτηρίας του κόσμου, σε βαθμό που τα γόνατά του έγιναν σκληρά σαν πέτρα.
Προήδρευσε της Αποστολικής Συνόδου και σχετικά με το αν πρέπει να περιτέμνονται οι εθνικοί που ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη, πρότεινε να μην επιβαρύνονται οι προσήλυτοι με τις επιταγές του παλαιού Νόμου αλλά να τους ζητηθεί να απέχουν μόνον της πορνείας και των ειδωλοθύτων (Πραξ. 15, 20). Συνέταξε επίσης την επιστολή που φέρει το όνομα του στην Αγία Γραφή. Στην επιστολή αυτή διορθώνει όσους θεωρούν τον Θεό ως αιτία των κακών: ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε ουδένα· έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος (Ιακ. 1, 13-14).

Προτρέπει επίσης τους χριστιανούς να μην περιοριστούν στην ομολογία της πίστεώς τους στον Χριστό, αλλά να ακτινοβολεί η πίστη τους μέσα από τα έργα της αρετής. Ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν έστιν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά έστι (Ιακ. 2, 26). Προσθέτει πολλές άλλες συμβουλές για το πως να διάγει κανείς βίο θεάρεστο και να αποκτήσει τη σοφία την παρά Θεού, διδάσκοντάς μας να αναγνωρίζουμε εν παντί το δώρο του Κυρίου: πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων, παρ’ ω ουκ ένι παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα (Ιακ. 1, 16). Ο άγιος Ιάκωβος συνέταξε επίσης τη θεία Λειτουργία, που φέρει το όνομά του και αποτελεί πηγή όλων των λειτουργιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Περί το έτος 62, η Ιουδαία βρισκόταν σε αταξία και αναρχία μετά τον θάνατο του ηγεμόνος Φήστου· οι Εβραίοι, που είχαν αποτύχει στην απόπειρά τους να θανατωθεί ο Παύλος (Πραξ. 25-26), στράφηκαν κατά του Ιακώβου, του οποίου η φήμη ως δικαίου έκανε τον λαό να εμπιστεύεται το κήρυγμά του. Πολλοί, κόσμος απλός αλλά και πρόκριτοι, είχαν ασπαστεί την πίστη και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι εφοβούντο ότι εντός ολίγου όλοι θα αναγνώριζαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία.

Παρουσιάστηκαν τότε στον επίσκοπο Ιεροσολύμων, πλήρεις υποκρισίας, επαίνεσαν την αρετή και τη δικαιοσύνη του και του είπαν: «Παρακαλούμεν σε, τον δίκαιο και αμερόληπτο, να προτρέψεις τον λαό που σύντομα θα συναθροιστεί για το Πάσχα να μην υποπέσει σε πλάνη σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού. Παρακαλούμεν σε να ανέλθεις στο πτερύγιο του ναού ώστε να σε βλέπει και να σε ακούει όλος ο λαός, και οι εθνικοί ακόμη που θα συγκεντρωθούν για την εορτή».

Όταν ο Ιάκωβος ανέβηκε στο πτερύγιο του ναού, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι του φώναξαν μέσα από το πλήθος: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, εις τί να πιστεύσωμεν διότι ο λαός πλανάται και ακολουθεί Ιησούν τον σταυρωθέντα, Φανέρωσέ μας ποιος είναι αυτός ο Ιησούς». Ο δε Ιάκωβος, με στεντόρεια φωνή απάντησε: «Διατί με ερωτάτε διά τον Υιόν του Ανθρώπου; Εκείνος κάθεται τώρα στον ουρανό, δεξιά της Δυνάμεως του Πατρός Του και θα έλθει πάλι καθεζόμενος επί νεφελών για να κρίνει εν τη δικαιοσύνη του την οικουμένην άπασα».

Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι πίστεψαν στη μαρτυρία του Ιακώβου και ανέκραξαν: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ!» Οι γραμματείς όμως και οι φαρισαίοι έτριξαν τους οδόντας και φώναξαν: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη!» Έτρεξαν στο πτερύγιο του ναού και έριξαν καταγής τον Δίκαιο, για να πληρωθεί το ρηθέν υπό Ησαΐου του προφήτου: Άρωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν έστι (Ησ. 3, 10). Παρά το ύψος από το οποίο έπεσε, ο Ιάκωβος δεν σκοτώθηκε πέφτοντας και οι Ιουδαίοι άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ο άγιος σηκώθηκε και γονατίζοντας ανέκραξε προς τον Θεό, κατά μίμηση του Χριστού και του αγίου Στεφάνου (Λουκ. 23, 34· Πράξεις 7, 59- 60): «Ικετεύω σε Θεέ μου και Πατέρα επουράνιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν!».

Κι ενώ προσευχόταν για τους διώκτες και δημίους του, ένας Ιουδαίος από το πλήθος, κατελήφθη από μανία βλέποντας την ακλόνητη αγάπη του Δικαίου· πήρε το ξύλο με το οποίο στράγγιζαν τα υφάσματα, τον κτύπησε στην κεφαλή και έτσι ο Ιάκωβος ο Δίκαιος μαρτύρησε την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. Τον ενταφίασαν επί τόπου κοντά στον Ναό. Τόση ήταν η φήμη της αρετής του Ιακώβου ώστε ακόμη και οι πλέον σκεπτικιστές Εβραίοι θεώρησαν τον μαρτυρικό του θάνατο ως αιτία της πολιορκίας και της καταστροφής της Ιερουσαλήμ το έτος 70.

("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", Οκτώβριος, εκδ. "Ίνδικτος", σελ. 273-275)

Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει.
Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη.
Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα.
Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο,
οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο,
ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων,
έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους
πρόσωπα με τον θάνατο. Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος
και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά
χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν:
«Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε».
Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου,
αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Τι λέει ο Απόστολος Παύλος;
«Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».
Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα;
Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια.
Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.
Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε
να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 271-272)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30. Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.26 τότε ἄρξεσθε λέγειν, ᾽Εφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν,
καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας(1)·
26 Τότε θ’ αρχίσετε να λέτε: “εμείς φάγαμε και ήπιαμε μαζί σου,
και μας δίδαξες στις πλατείες μας”.
(1) Τα πρόσωπα αυτά υποτίθεται ότι υπήρξαν φίλοι και γείτονες του οικοδεσπότη.
Για αυτό και υπενθυμίζουν σε αυτόν τις σχέσεις οικειότητας,
στις οποίες κατά το παρελθόν βρισκόντουσαν μαζί του.
Έφαγαν και ήπιαν μαζί του και άκουσαν την δημόσια διδασκαλία του (ο).
«Ποιοι θα μπορούσαν να εννοηθούν ότι είναι αυτοί που λένε στο Χριστό το:
Φάγαμε και ήπιαμε μπροστά σου; Αυτός ο λόγος θα άρμοζε κατ’ εξοχήν στους Ισραηλίτες,
στους οποίους βεβαίως είπε ο Χριστός, ότι: Θα δείτε τον Αβραάμ και τους συντρόφους του
και τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, ενώ τους εαυτούς σας να σας βγάζουν έξω» (Κ).
«Διότι πράγματι, από αυτούς καταγόταν σωματικά ο Χριστός και με αυτούς
μαζί έτρωγε και έπινε» (Θφ). Τα λόγια αυτά που μπαίνουν στο στόμα των Ιουδαίων
που απορρίφθηκαν, χαρακτηρίζουν με τρόπο ζωηρό την τάση του λαού αυτού να στηρίζει
την σωτηρία του σε κάποια θρησκευτικά πλεονεκτήματα τελείως εξωτερικά=Υπήρξες συμπατριώτης μας·
πώς θα αφήσεις να χαθούμε εμείς που ζήσαμε μαζί σου; (g).
«Αλλά μπορούμε να εννοήσουμε και με πιο υψηλό τρόπο το «μπροστά σου φάγαμε και ήπιαμε»» (Θφ).
«Διότι όταν τελούσαν την νομική λατρεία και πρόσφεραν στο Θεό τις αιματηρές θυσίες,
έτρωγαν και ευφραίνονταν και άκουγαν επιπλέον και στις συναγωγές τα βιβλία του Μωϋσή» (Κ).
«Αυτά όμως θα μπορούσαν να αρμόζουν και σε αυτούς που είναι Χριστιανοί, από τη μία,
αλλά με αμέλεια στη ζωή τους, από την άλλη» (Θφ). «Διότι πολλοί έχουν πιστέψει στο Χριστό
και τελούν τις άγιες γιορτές σχετικά με αυτόν και συχνάζοντας στις εκκλησίες,
ακούνε τα ευαγγελικά μαθήματα· αλλά δεν αποθηκεύουν στο νου τίποτα από τα γραμμένα,
αλλά και την καρδιά τους την έχουν γυμνή από πνευματική καρποφορία» (Κ).
Το να έχει γνωρίσει κάποιος το Χριστό σωματικά και τελείως εξωτερικά, δεν παρέχει κανένα
δικαίωμα για είσοδο στην βασιλεία (p). Δεν αρκεί απλώς να τρώμε και να πίνουμε
μπροστά στο Χριστό και με την παρουσία του, αλλά πρέπει να είμαστε και συμμέτοχοι του Χριστού.
Και όχι απλώς να ανοίγουμε τους δρόμους μας στη σωτήρια διδασκαλία του,
αλλά σε αυτές τις καρδιές μας να κλείνουμε αυτήν (b). Δεν ψεύδονται αυτοί λέγοντας αυτά.
Ίσως μάλιστα κάποιοι από αυτούς να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που πήραν χαρίσματα.
Αλλά ο Χριστός τους αγνοεί. «Όχι επειδή είπαν ψέματα, αλλά διότι την χάρη του Θεού
την χρησιμοποίησαν για τα δικά τους θελήματα… Το ότι όμως παίρνει χάρισμα Θεού
και ο ανάξιος, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι ο Θεός στον καιρό της αγαθότητας
και της μακροθυμίας του ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και αγαθούς·
πολλές φορές επίσης, το κάνει και για ωφέλεια ή εκείνου του ίδιου που υποδέχεται το χάρισμα,
μήπως άραγε, αφού ντραπεί από την αγαθότητα του Θεού, αισθανθεί την προτροπή
να φροντίσει να τον ευαρεστήσει, ή το κάνει και για την ωφέλεια και άλλων» (Β).

13.27 καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ(1)· ἀπόστητε(2) ἀπ᾽ ἐμοῦ,
πάντες οι ἐργάται της ἀδικίας(3).
27 Κι εκείνος θα σας πει: “σας λέω, δε σας ξέρω από πού είστε·
φύγετε από κοντά μου όλοι εσείς οι εργάτες του κακού”.
(1) Υπαινίσσεται την ψευδή εμπιστοσύνη των Ιουδαίων στην καταγωγή τους από τον
Αβραάμ=Δεν σας ξέρω από πού κατάγεστε (g). «Δεν σας ξέρω.
Όπως ακριβώς ξέρει αυτούς που τον ξέρουν, έτσι πάλι με τη θέλησή του αγνοεί αυτούς
που με τη θέλησή τους τον αγνοούν… Τον αγνοούν όμως θεληματικά, όχι μόνο οι άπιστοι Ιουδαίοι,
αλλά και οι αμελείς πιστοί· οι μεν με το να είναι θεληματικά τυφλοί και κουφοί
στα θαύματα και τις διδασκαλίες του· οι δε, με το να παραβαίνουν από ραθυμία τις εντολές του,
παρόλο που ξέρουν ότι αυτός που αθετεί αυτές, αθετεί αυτόν» (Ζ).
(2) Παράθεση από το Ψαλμ. στ 9 όπου γράφεται «πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (p).
(3) «Χωρίς αγάπη και αν εφαρμοστούν τα προστάγματα και οι δίκαιες απαιτήσεις του Θεού
και φυλαχθούν οι εντολές του Κυρίου και ενεργοποιηθούν τα μεγάλα χαρίσματα,
θα θεωρηθούν έργα ανομίας, όχι εξαιτίας αυτών καθ’ εαυτών των χαρισμάτων
και των δίκαιων απαιτήσεων του Θεού, αλλά λόγω του σκοπού αυτών που χρησιμοποιούν
αυτά για τα δικά τους θελήματα» (Β). Εργάτες της αδικίας δεν είναι αναγκαστικά
μόνο οι κακοποιοί. Τέτοιος είναι κάθε άνθρωπος, ο οποίος παρά την κλήση του Θεού
παραμένει αμετανόητος και δεν προσπαθεί να πετύχει την συμφιλίωση και αναγέννηση,
χωρίς τα οποία γίνεται αδύνατη η είσοδος στην βασιλεία (g).
Οι εργάτες της δικαιοσύνης λοιπόν θα μπουν στη βασιλεία (b).

katafigioti

lifecoaching