Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Τί λένε οι Ρωμαιοκαθολικοί περί του ευχελαίου;

Η Δυτική Εκκλησία δέχεται το ευχέλαιο ως εκκλησιαστικό μυστήριο. Από τον δωδέκατο όμως αιώνα το μεταποίησε σε έσχατη κρίση και σε εφόδιο των αποθνησκόντων, μη επαναλαμβάνουσα αυτό στην ίδια ασθένεια αν αυτή ξαναεμφανισθεί. Ανάλογοι προς την ιδέα αυτή είναι και οι καρποί του μυστηρίου, οι οποίοι αντιστρέφονται, δηλαδή ως κύρια ενέργειά του είναι η εξάλειψη της αμαρτίας και των λειψάνων της και η ενδυνάμωση της ψυχής στον επικείμενο αγώνα της κατά του θανάτου. Η μεταποίηση όμως αυτή του ευχελαίου σε έσχατη χρίση αντιβαίνει προς την αρχαία χρήση του και στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, κατά την οποία το μυστήριο διακονείται σε κάθε ασθένεια και όχι μόνο στις βαρύτατες προ του θανάτου. Εσφαλμένα δε χορηγείται ως εφόδιο ψυχής καθ’ όν χρόνο αυτή εισέρχεται στις αιώνιες μονές, γιατί σαν τέτοιο εφόδιο ήταν πάντοτε στην Εκκλησία όχι το ευχέλαιο αλλά η θεία Ευχαριστία.

Τι λένε σχετικά οι Προτεστάντες;

Δεν τους ενδιαφέρει. Δεν το δέχονται ως μυστήριο και για άλλους λόγους αλλά και γιατί δεν παρέχει πάντοτε τη σωματική ανάρρωση. Οι Λουθηρανοί μόνο το δέχονται σαν μια παραμυθητική τελετή, δηλαδή τελετή που παρέχει παρηγοριά, εάν περιορισθεί στην επίσκεψη του ιερέα στον ασθενή και τη χορήγηση σ’ αυτόν της θείας μεταλήψεως. Οι υπόλοιποι Προτεστάντες το απορρίπτουν παντελώς.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 285)

Όχι, δεν θεραπεύονται. Ως προς το πρώτο σκέλος του μυστηρίου (την ίαση της σωματικής νόσου), η θεία χάρη δεν ενεργεί «εξ ανάγκης», όπως γίνεται στα υπόλοιπα μυστήρια. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα έκλειναν όλα τα νοσοκομεία και τα ιατρεία. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οι περισσότεροι από τους πιστούς σε περίπτωση σωματικής ασθένειας προτιμούν να επισκέπτονται τους φυσικούς γιατρούς (όχι βέβαια αδικαιολόγητα) παρά τους πνευματικούς (τους ιερείς). Το ότι δεν θεραπεύονται παντότε οι σωματικές ασθένειες αυτό δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πίστεως από μέρους του ασθενούντος που δέχεται το ιερό μυστήριο, αλλά γενικότερα στη θεία βούληση, η οποία θέλησε μεν την ίαση των ασθενούντων μελών της Εκκλησίας (η οποία πολλάκις πραγματοποιείται), όχι όμως και να εξαλείψει ολοσχερώς τις σωματικές ασθένειες η ν’ αποσοβήσει το θάνατο, πράγματα που είναι άλλωστε σημαντικά μέσα στους παιδαγωγικούς σκοπούς της θείας πρόνοιας.

Αν όμως το μυστήριο του ευχελαίου δεν λειτουργεί εξ ανάγκης ως προς το πρώτο σκέλος του (την ίαση των ασθενειών), λειτουργεί πάντοτε εξ ανάγκης όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του, δηλαδή την άφεση των αμαρτιών. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία συνδέει το ευχέλαιο με τη μετάνοια, επιτελώντας αυτό και σε υγιείς πιστούς, οι οποίοι ετοιμάζονται για την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων. Δυσκολία αναφύεται μόνο ως προς το είδος των αμαρτιών που συγχωρούνται στο ευχέλαιο, δεδομένου ότι για την άφεση των αμαρτημάτων υπάρχει ειδικό μυστήριο, η μετάνοια και η εξομολόγηση, στο οποίο είναι υποχρεωμένος να προσέλθει ο πιστός.

Το ευχέλαιο μπορεί να αντικαταστήσει τη μετάνοια; Αν δε ο πιστός έλαβε άφεση στο μυστήριο της μετάνοιας, τί περισσό θα έχει από το ευχέλαιο; Να υποθέσουμε, ότι στους ασθενούντες πιστούς το ευχέλαιο εξαφανίζει τα όποια εναπομείναντα λείψανα της αμαρτίας, που συνδέονται με τη σωματική ασθένεια, ή τις αμαρτίες εκείνες που λόγω καταστάσεώς του ο ασθενής αδυνατεί να εξομολογηθεί στον ιερέα; Ποιος άραγε γνωρίζει αυτά τα πράγματα;

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 284-285)

Επειδή οι άνθρωποι αρρωσταίνουν, ο Κύριος εφοδίασε την Εκκλησία του με ειδικό μυστήριο του οποίου σκοπός είναι κατά κύριο λόγο η ίαση των σωματικών ασθενειών, κατά δεύτερο δε η ίαση της πνευματικής νόσου της ψυχής (της αμαρτίας). Είναι, λοιπόν, το ευχέλαιο μυστήριο θείας αρχής κατά το οποίο, όταν χρίεται ο ασθενής με αγιασμένο έλαιο, κατέρχεται η χάρη του Θεού η οποία χορηγεί πρώτως και κυρίως τη σωματική ίαση και δευτερευόντως την ίαση της ψυχής από την αμαρτία.

Οι συστατικοί λόγοι του μυστηρίου βρίσκονται στην καθολική επιστολή Ιακώβου του Αδελφοθέου: «Ασθενεί τις εν υμίν; προσκαλεσάσθω τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, και προσευξάσθωσαν επ’ αυτόν αλείψαντες αυτόν έλαίω εν τω ονόματι του Κυρίου και η ευχή της πίστεως σώσει τον κάμνοντα, και έγερει αυτόν ο Κύριος· καν αμαρτίας η πεποιηκώς, αφεθήσεται αύτω». Και δεν λέγεται μεν ρητώς εδώ ότι η ίδρυση του μυστηρίου προέρχεται από τον Κύριο όμως συνάγεται επαρκώς, καθόσον ο Ιάκωβος δεν θα προέβαινε σε τέτοια σημαντική μαρτυρία, αν δεν είχε την πεποίθηση ότι η μυστηριακή τελετή που συνιστούσε ανάγεται στον ίδιο τον Κύριο.

Οι αιτιάσεις δε κατά του ευχελαίου, ότι τάχα τη θεραπεία της σωματικής νόσου δεν επιτελεί η υπερφυσική ενέργεια της χάριτος, αλλά η θεραπευτική ιδιότητα του ελαίου, δεν ευσταθεί, διότι ως σκοπός του μυστηρίου δεν τίθεται η σωματική ίαση μόνο, αλλά και η πνευματική ίαση της ψυχής, πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με την όποια φυσική ιδιότητα του ελαίου. Άλλωστε αν ήταν έτσι τα πράγματα, την επάλειψη θα την έκανε οποιοσδήποτε άλλος πιστός (άνδρας ή γυναίκα) και δεν θα προσκαλούνταν στο σπίτι του ασθενούς οι πρεσβύτεροι της Εκκλησίας.

Το ορατό μέρος του μυστηρίου είναι η σταυροειδής χρίση με αγιασμένο έλαιο των μελών του ασθενούς εκφωνουμένης της ευχής: «Πάτερ άγιε, ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων, ο πέμψας τον μονογενή σου υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, πάσαν νόσον ιώμενον και εκ θανάτου λυτρούμενον, ίασαι και τον δούλον σου τόνδε εκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής και ψυχικής ασθενείας, και ζωοποίησον αυτόν δια της χάριτος του Χριστού σου».

Οι τελετουργοί του μυστηρίου είναι οι πρεσβύτεροι (οι ιερείς), περισσότεροι του ενός, εν ανάγκη δε και ένας μόνο ιερέας. Χρίονται δε όλοι οι ασθενείς και όχι μόνο οι βαριά ασθενούντες ή όσοι βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 282-283)

Γενικά δεν τους ταιριάζει ο γάμος ως μυστήριο. Δεν βρίσκουν σ’ αυτό ούτε ορατό σημείο ούτε μετάδοση θείας χάριτος ούτε και επαγγελία αφέσεως αμαρτιών, την οποία πρέπει να διακονούν τα γνήσια μυστήρια. Είναι δε γι’ αυτούς μόνο θεία διάταξη δια της οποίας αποσκοπείται η μετάδοση του ανθρώπινου γένους. Από την άποψη αυτή ο γάμος των απίστων και των μη αναγεννημένων θεωρείται εξίσου ιερός, μη υπολειπόμενος του γάμου των Χριστιανών. Από προτεσταντικούς δε κύκλους προέκυψε και ο πολιτικός γάμος, ένα συμβόλαιο κοινωνικό, που καμιά σχέση δεν έχει με την ευλογία της Εκκλησίας και την καθαγίαση αυτού ως ιερού συζυγικού δεσμού. Ο πολιτικός γάμος, ως μη ώφελε, παρεισέφρησε τελευταία και στην ορθόδοξη χώρα μας, αποτελώντας εμπαιγμό του δόγματος, του ήθους και της μυστηριακής υποστάσεως της Ορθοδοξίας!

Ως αιτία διαλύσεως του γάμου οι Διαμαρτυρόμενοι θεωρούν την πορνεία και την εγκατάλειψη. Αυτό όμως δεν είναι και πολύ ακόλουθο με τη βασική τους περί γάμου εκδοχή, γιατί μια και δεν τον θεωρούν ως μυστήριο, αλλά μάλλον ως σχέση φυσική, δεν είναι λογικό να μη δέχονται την αυθαίρετη διάλυσή του. Δέχονται και αυτοί τους μικτούς γάμους, ως κώλυμα δε του γάμου δέχονται μόνο τη συγγένεια του αίματος και όχι την πνευματική.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 281-282)

156. «τις εξειπείν... δυνήσεται την υπέρ λόγον σύλληψιν;
 
Η σύλληψις του Ιησού από τη Θεοτόκο αποτελεί υπέρλογο μυστήριο. Ήταν επομένως πάνω και πέρα απ’ την λογική της Παρθένου. Ωστόσο Εκείνη δέχθηκε να συνεργήση στο υπέρλογο αυτό μυστήριο του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι η συνεργία του ανθρώπου με τον Θεό δεν βασίζεται απαραίτητα στη λογική, στη συλληπτική δηλαδή ικανότητα και την κατανόησι του ανθρώπου, αλλά κυρίως στην πίστι και την αγάπη του ανθρώπου προς τον Θεό.
Στη θέσι αυτή στηρίχθηκε η συνεργασία όλων εκείνων που κάλεσε ο Θεός για ένα συγκεκριμένο σκοπό, (πρβλ. την κλήσι του Αβραάμ, του Μωυσή κλπ.) . Κανένας απ’ όσους κάλεσε ο Θεός δεν πείσθηκε απόλυτα για τη σκοπιμότητα και τα αποτελέσματα της συνεργασίας αυτής. Εκείνο που προέχει στις περιπτώσεις αυτές είναι το πρόσωπο του Καλούντος και η τιμή της συνεργασίας. Όλα τα αλλά περιττεύουν. Η πίστις και η κλήσις αναπληρώνουν και αχρηστεύουν την λογική. Κανένας μεγάλος άνθρωπος δεν είπε το ΝΑΙ στον Θεό, βασισμένος στη λογική του. Κανένας άνθρωπος του Θεού δεν εξάρτησε το έργο του απ’ την λογική: «Ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς (=με την λογική που συναρπάζει) ανθρωπίνης σοφίας λόγοις» (Α’ Κορ. β’ 4) . Και ποτέ ο Θεός δεν βασίσθηκε στο δυναμικό της ανθρωπίνης λογικής και σοφίας για να πετύχη κάτι μέσα στην ιστορία. Όπως βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος. «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς καταισχύνη» (Α' Κορ. α' 27).
Με την λογική γράφεται ένα βιβλίο. Με την πίστι και τη δύναμη του Θεού γράφεται η ιστορία. Και η ιστορία της εν Χριστώ σωτηρίας γράφηκε με την πίστι και την αγάπη της Θεοτόκου στον λόγο και το πρόσωπο του Καλούντος Θεού.
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
155. «ο Πατήρ ηυδόκησε, ο Υιός εσκήνωσε και Πνεύμα το πανάγιον επισκιάσαν σοι...»
 
Η Ενσάρκωσις ήταν έργο της Παναγίας Τριάδος. Κοινή η θέλησις, η απόφασις και η ενέργεια των Τριών Προσώπων της Θεότητος για την Ενσάρκωσι, ιδιαίτερος όμως ο ρόλος του κάθε θεϊκού Προσώπου: ο Πατήρ ευδοκεί, ο Υιός σαρκούται και το Άγιον Πνεύμα επισκιάζει την Παρθένο. Ωστόσο, η Τριαδική Θεότης το έργο της Ενσαρκώσεως δεν το επιτελεί μόνη της. Χρησιμοποιεί σαν συνεργάτη τη Θεοτόκο. «Η Μαρία υπήρξε συνεργός της οικονομίας» (Φ, 133).
Η Τριαδική Θεότης μπορεί να κάνει τα πάντα. Μπορούσε επομένως να δημιουργήση για τον Ιησού σάρκα εκ του μηδενός, όπως «εποίησε δερματίνους χιτώνας» για τους Πρωτοπλάστους. Στην περίπτωσι όμως της Ενσαρκώσεως ο Θεός χρησιμοποιεί και τον άνθρωπο σαν εργαλείο Του. Υψώνει τον άνθρωπο στην τιμή και την αξία του συνεργού. Η συνεργία της Θεοτόκου επομένως είναι υψίστη τιμή για τον άνθρωπο, αλλά και ακατάληπτη συγκατάβασις του Θεού. «Το Θεό, για να φανερώση τη χρηστότητά Του, μόνη από όλα τα όντα τον εβοήθησε η Παρθένος... Ο Θεός... δεν βρήκε απλώς ένα όργανο, που ταίριαζε κατά πάντα στο σκοπό του, αλλά ένα ικανότατο συνεργάτη, τη μακαρία Παρθένο, κι’ έτσι φανέρωσε τον εαυτό του» (Κ, 111). 
Ο Θεός που «μόνος» (Ψαλ. 71,18) εδημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός — το μέγιστο— μπορούσε ασφαλώς και «μόνος» να τον συντηρή και να τον προφυλάη απ’ την καταστροφή — το ελάχιστο. Ωστόσο, ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο και τον υψώνει στην τιμή και τη δόξα του συνεργού: «Και έθεσε ο Θεός τον άνθρωπον εν τω παραδείσω εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (Γεν. β' 15) . Αυτό φανερώνει ότι ο Θεός όχι μόνο χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν συνεργούς του, αλλά και ότι Αυτός τους δημιουργεί και τους καθιερώνει στο τιμητικό αυτό έργο. Έτσι και η Θεοτόκος! Δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε από τον Τριαδικό Θεό σαν συνεργός της θεότητος στο έργο της Ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού.
Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε με την εκλογή και την κλήσι της Θεοτόκου που άρχισε «προ καταβολής κόσμου», προαναγγέλθηκε στο Πρωτευαγγέλιον του Παραδείσου, προτυπώθηκε στα κείμενα της Π. Διαθήκης και τελικά υλοποιήθηκε στο πρόσωπο και τη ζωή της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Στη συνέχεια και ειδικώτερα στο κεφάλαιο αυτό θα εμβαθύνωμε περισσότερο στο θέμα της συνεργίας της Θεοτόκου. Διότι η Θεοτόκος κατέχει την πρώτη θέσι στην τιμητική παράταξι των συνεργών της Τριαδικής Θεότητος, στο σχέδιο και το έργο του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου και την ανακαίνισι του σύμπαντος κόσμου.
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
154.«Ελισάβετ η συγγενής σου» (Λουκ. α’ 36).
 
Συγγενής της Θεοτόκου ήταν και η Ελισάβετ, γυναίκα του ιερέα Ζαχαρίου και μητέρα του προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου. Η Ελισάβετ δέχθηκε την επίσκεψι της Θεοτόκου στην «ορεινή», όταν «κυοφορούσε την άσπορον κυοφορίαν» και την ενίσχυσε στην τιμητική της αποστολή, όπως είδαμε. Ο ιερεύς Ζαχαρίας εξάλλου υποδέχθηκε την μικρή Θεοτόκο στο Ναό του Θεού.
Η Θεοτόκος δεν ήταν μόνη και ούτε αφέθηκε μόνη, όταν εκλήθηκε και ανέλαβε το μεγάλο της έργο. Την περιστοίχιζε ένας κύκλος συγγενών και ευσεβών ανθρώπων, ένας μικρός πυρήνας πίστεως και ευσεβείας. Η Θεοτόκος γεννήθηκε, ανατράφηκε και έζησε μέσα σ’ ένα περιβάλλον πίστεως και ευσεβείας. Το άνθος της Παρθενίας της άνθισε και διατηρήθηκε μέσα στο μικρό αυτό θερμοκήπιο που η πρόνοια και η αγάπη του Θεού είχε δημιουργήσει γι’ αυτήν.
Όταν ο Θεός καλή έναν άνθρωπο για να τον χρησιμοποιήση στο έργο της Εκκλησίας του, δεν τον αφίνει μόνο. Δημιουργεί γύρω του ένα μικρό πυρήνα ανθρώπων που τον περιβάλλουν με κατανόησι και ειλικρινή αγάπη. Ο κύκλος αυτός μπορεί ν’ αρχίζη από τον Πατέρα ή την Μητέρα, στους οποίους έπειτα προστίθενται μερικοί συγγενείς, φίλοι κλπ. ή και αντίστροφα. Πάντως το γεγονός είναι ότι ο Θεός δημιουργεί το κατάλληλο ανθρώπινο περιβάλλον γύρω από ένα κεκλημένο διάκονό του.
Το θέμα όμως μπορούμε να το δούμε και από μια άλλη πλευρά. Να τονίσωμε δηλαδή τη σημασία που έχει η ύπαρξις τέτοιων κύκλων ή ομάδων που περιβάλλουν, προστατεύουν και ενισχύουν αφιερωμένους εργάτες του Ευαγγελίου. Το άνθος της αφιερώσεως δύσκολα ανθίζει και ιδίως σπάνια διατηρείται μέσα στο μολυσμένο σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον. Χρειάζεται ένα μικρό θερμοκήπιο, μια υγιής ανθρώπινη ατμόσφαιρα γύρω του που θα προστατεύη και διατηρή την αγνή ομορφιά του.
Οι άνθρωποι που καλούνται για κάτι μεγάλο είναι συνήθως μόνοι. Ανθρωπολογικά μόνοι (άγαμοι) και συνειδησιακά μόνοι (ως προς τα αποτελέσματα της δράσεώς τους, πρβλ. Ιω. ιε' 20). Ο Θεός, βέβαια, είναι μαζί τους (πρβλ. Ιω. ιστ' 32). Χρειάζεται όμως να είναι μαζί τους και μερικοί άνθρωποι˙ να τους περιβάλλη ένας μικρός, θερμός και ζωντανός πυρήνας πίστεως και αγάπης˙ μια ζεστή ανθρώπινη ατμόσφαιρα. Αν ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν απαραίτητο για τον Ιησού και τη Θεοτόκο πόσο πολύ πιο αναγκαίο είναι για τους αφιερωμένους, αλλά κοινούς ανθρώπους...
«Επί ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, 
σε των πάντων Κτίστην και Θεόν,
η σε ασπόρως τεκούσα, εβόα πικρώς˙
Υιέ μου, που το κάλλος έδυ της μορφής σου; 
ου φέρω καθοράν σε αδίκως σταυρούμενον˙
σπεύσον ουν ανάστηθι, όπως ίδω καγώ 
σου την εκ νεκρών τριήμερον εξανάστασιν».
(Από την Ακολουθία των Αγίων Παθών, Απόστιχον). 
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

«Ποια είναι αυτή… η αρωματισμένη με σμύρνα… και κάθε αρωματική σκόνη…;» (Άσμα 3:6)

Στη Ρουμανία υπάρχει μια απέραντη κοιλάδα, στην οποία καλλιεργούν μόνο τριαντάφυλλα. Το άρωμα που πλημμυρίζει όλη την κοιλάδα την εποχή που ανθίζουν οι τριανταφυλλιές είναι τόσο δυνατό, ώστε αν μείνεις εκεί για λίγα μόνο λεπτά της ώρας, οπουδήποτε πας την υπόλοιπη μέρα, οι άνθρωποι που θα σε πλησιάσουν θα ξέρουν πως ήσουν εκεί. Παίρνεις μαζί σου το άρωμα της κοιλάδας και το μεταφέρεις όπου πας.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το χριστιανό, που έχει στο θρόνο της καρδιάς του τον Κύριο, που οι μοσχοβολιές της παρουσίας Του τον κατακλύζουν. Ο απ. Παύλος γράφει: «Αλλά δόξα στο Θεό που μας κάνει πάντοτε να θριαμβεύουμε με τη δύναμη του Χριστού, και που χρησιμοποιώντας εμάς, σκορπά σε κάθε τόπο το άρωμα της γνώσης του Χριστού» (Β’ Κορ. 2:14). Είμαστε μια ευωδιά Χριστού, συνεχίζει, προς όλους. Σ’ όσους θέλουν να το δεχτούν προς όφελός τους και σε όσους δε θέλουν προς ζημία τους. Μια ευωδιά Χριστού, φυσικά, είμαστε εφόσον δε συμμορφωνόμαστε με τον αιώνα τούτο, αλλά μεταμορφωνόμαστε, εκτελώντας το θέλημά Του.

«Η σοφία του ανθρώπου τον κάνει δυνατό, η γνώση του το σφρίγος του αυξάνει» (Παρ. 24:5)

- Αν γλιστρήσει το πόδι σου, μπορείς να επανακτήσεις την ισορροπία σου. Μα αν γλιστρήσει η γλώσσα σου, δεν μπορείς να πάρεις πίσω τα λόγια σου.
- Αν δε μείνω σταθερός στη διατήρηση των αρχών μου, τότε θα παρασύρομαι με το παραμικρό από το καθετί.
- Ο Θεός έθεσε την εκκλησία μέσα στον κόσμο. Ο Σατανάς προσπαθεί να βάλει τον κόσμο μέσα στην εκκλησία.
- Ο άνθρωπος πρέπει να είναι αρκετά μεγάλος ώστε να παραδεχτεί τα λάθη του, αρκετά σοφός ώστε να διδαχτεί απ’ αυτά, κι αρκετά δυνατός ώστε να τα διορθώσει.
- Αν ο Θεός σε κάλεσε, μη γυρίζεις πίσω να δεις ποιος σε ακολουθεί.
- Ο Κύριος πήγε να προετοιμάσει τόπο για μας, αλλά εμείς πρέπει να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας για εκείνο τον τόπο.
- Ο καθένας μπορεί να κάνει λάθη, αλλά μόνο οι ανόητοι τα επαναλαμβάνουν.
- Πλούτος πραγματικός είναι της καρδιάς ο πλούτος, όχι του πορτοφολιού.

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

    «Η πρώτη δοκιμασία με τις 3.000 μετάνοιες του φάνηκε (του π. Χαραλάμπους Διονυσιάτου) σαν παιχνιδάκι και ενώ ετοιμαζόταν να συναγωνιστεί και αυτόν ακόμα τον νονό του ο οποίος έφτασε ένα διάστημα μέχρι και 5.000 γονυκλισίες το εικοσιτετράωρο, ξαφνικά όμως προσέκρουσε στον διακριτικό βράχο, δηλαδή τον Γέροντά του (Ιωσήφ Ησυχαστή). Ο διακριτικός και έμπειρος γέροντας Ιωσήφ είχε υπόψη του το πατερικό λόγιο «Είδες νέο να τρέχει, κόψε του λίγο τα φτερά». Χαρούμενος ο νέος αγωνιστής αναγγέλλει το νέο ρεκόρ: «Γέροντα σήμερα έφτασα μέχρι τις 5.000 μετάνοιες». Στη συνέχεια ανέμενε τον δίκαιο έπαινο του γέροντά του για το άθλημα. Παραδόξως όμως με κάπως αυστηρό ύφος του απαντά ο γέροντας:
- Και ποιος σου έδωσε την ευλογία αυτή ρε θεληματάρη, να κάνεις τόσες μετάνοιες; Δεν ξέρεις ότι ο κόπος σου χωρίς ευλογία πήγε χαμένος;
- Μα, γέροντα, εδώ για να αγωνιστούμε δεν ήρθαμε; Τι ευλογία χρειάζεται;
- Και παραχρειάζεται.
- Καλά ας είναι· από σήμερα ας γίνεται τούτο με την ευλογία σας.
- Ευλογία; Δηλαδή εσύ θα μας κουμαντάρεις! Λοιπόν, άκουσέ με καλά. Από σήμερα πάνω από χίλιες μετάνοιες απαγορεύεται αυστηρά.
- Αμάν, τι είναι αυτό γέροντα· με έκαψες!
- Αυτό που σου λέω εγώ και τα θελήματα να τα αφήσεις στην άκρη. Έτσι και έγινε. Πραγματικά ο γέροντας διέβλεπε ότι κινδύνευε να πέσει θύμα κλοπής από τα δεξιά (υπερηφάνειας) ο νέος αγωνιστής, όταν στην ίδια αδελφότητα υπήρχαν αδελφοί οι οποίοι για λόγους σωματικής ασθένειας δεν μπορούσαν να κάνουν τόσες πολλές γονυκλισίες. Αλλά και με το διορατικό του βλέμμα ο γέροντας διέβλεπε τον κίνδυνο κάποτε να καταπέσουν οι σωματικές δυνάμεις του παπά-Χαράλαμπου ο οποίος δεν ήταν και μικρός (ήδη τεσσαρακονταετής). Για αυτό και τον παρότρυνε να ρίξει το βάρος στη συγκέντρωση του νου» (Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ., σελ. 77-79).

     «Μία φορά πάλι όταν ήμουν αρχάριος πέρασε ένας μοναχός από τα καλύβια μας και μας λέει: «Άστε! ήρθε εδώ στη σκήτη από τον κόσμο ένας πνευματικός θεοφόρος». Μόλις τον ακούω σκέφτηκα: «Βρε, ευκαιρία να ωφεληθούμε». Τρέχω στον γέροντα.
- Γέροντα, έχει ευλογία να γνωρίσω αυτόν τον θεοφόρο πνευματικό να ωφεληθώ;
- Άμα θέλεις πήγαινε, μου λέει ο γέροντας.
Δεν χάνω καιρό, τρέχω και τον βρίσκω. Μα άκουσα τόσο ωραία λόγια, τόσο ωραίες διδαχές, ώστε με τον λογισμό μου δικαίωσα απόλυτα τον μοναχό που τον σύστησε. Γυρνάω ενθουσιασμένος και λέω στο γέροντα:
- Γέροντα, πολύ ωφελήθηκα· πράγματι είναι θεοφόρος. Ο γέροντας κούνησε το κεφάλι. Φεύγοντας, μου λέει:
- Απόψε μετά την αγρυπνία, να περάσεις από κοντά μου. Πράγματι, πέρασα, αλλά αυτή τη φορά σκυθρωπός και με κατεβασμένο κεφάλι. Ρωτά ο γέροντας.
- Για πες μου, πώς πήγε απόψε η αγρυπνία; Τι να απαντήσω;
- Αχ, γέροντά μου, απόψε όλο σκοτισμό και αμέλεια είχα. Τότε με περιλαμβάνει και μου λέει:
- Μα εσύ χθες είπες, ότι γνώρισες έναν θεοφόρο πνευματικό και τη νύχτα η προσευχή δεν πήγε καλά;
- Ναι, γέροντα δεν πήγε καλά· δεν ξέρω γιατί.
- Να σου πω εγώ το γιατί. Κάθισες κοντά μου τόσο καιρό· σε έκανα Μοναχό, σε έκανα παπά. Κατάλαβες ωφέλεια από τον Γέροντά σου;
- Ναι, γέροντα και πολύ ωφέλεια.
- Ε, λοιπόν, ο υποτακτικός που έχει γέροντα και αναπαύεται κοντά του, δεν έχει δικαίωμα να πάει σε άλλον πνευματικό. Είναι σαν να κόβει την εμπιστοσύνη από αυτόν που του ανέθεσε ο Θεός. Λίγο-πολύ είναι σαν πνευματική μοιχεία. Δυο-τρεις βραδιές κανόνα από το Θεό έφαγα για αυτό το πράγμα για να ξαναβρώ και πάλι τη σειρά μου. Ωστόσο κάποτε μου μπήκε μία απορία. Λέω στο γέροντά μου:
- Εσύ, γέροντα, είπες ότι ο υποτακτικός απαγορεύεται να συμβουλευτεί άλλον πνευματικό. Απορώ όμως, πώς ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έχει άλλον γέροντα και ο ίδιος ομολογεί ότι όλα τα καλά τα οφείλει σε σένα;
- Ε, αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Πες πως ζεις σε μία οικογένεια και ο πατέρας σου δεν σου δίνει να φας· τι θα κάνεις; Θα πεθάνεις από την πείνα; Ε, αυτό έπαθε ο παπά-Εφραίμ. Αναγκάστηκε να φάει από εμένα· με τη διαφορά ότι, δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί ούτε να εγκαταλείψει τον γέροντά του, όσο άξεστος και αν είναι. Για αυτό και με τη συγκατάθεση του παπά-Νικηφόρου (δηλ. του γέροντα του π. Εφραίμ) τα μοιράσαμε· σε αυτόν υπακοή και τα πνευματικά σε εμένα». (ο.π. σελ. 98-101).

     «Τόνιζε και η Γερόντισσα Γαβριηλία: «Για την υγεία ένα ρητό λέει: ένας γιατρός είναι συμβουλή, δύο γιατροί είναι σύγχυση, τρεις γιατροί είναι… νεκροταφείο. Το ίδιο ισχύει και με τα πνευματικά. Ο ένας πνευματικός είναι από το Θεό, ο δεύτερος είναι σύγχυση, ο τρίτος, χάσιμο της ψυχής» (Η ασκητική της αγάπης, σ. 387).

     «Είπε ο γέροντας Ιάκωβος (Τσαλίκης): Δεν επιτρέπεται ο ένας πνευματικός να αλλάζει τον κανόνα του άλλου πνευματικού. Ήλθε σε μένα μία γριά και εξομολογήθηκε και της έβαλα κανόνα να μην κοινωνήσει για 3 χρόνια. Ο ιερέας και πνευματικός της ενορίας της ρώτησε τη γιαγιά γιατί δεν κοινωνά. Αυτή του απάντησε: Μου έβαλε «κανόνα» ο πατήρ Ιάκωβος να μην κοινωνήσω τρία χρόνια.
- Γιατί σου έβαλε τέτοιο κανόνα; τη ρώτησε. Και όταν η γιαγιά είπε την αιτία, της απαντά ο εφημέριος:
- Όχι, γιαγιά, μη στεναχωριέσαι, ο πατήρ Ιάκωβος είναι αγράμματος καλόγερος, τι ξέρει από αυτά, εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω. Όταν η γιαγιά πήγε την Κυριακή να κοινωνήσει ένιωσε στο στόμα της την Αγία λαβίδα άδεια και κρύα. Ένα «χλιαράκι» (κουταλάκι) άδειο και κρύο, όπως είπε, ούτε κατάλαβε γεύση θείας κοινωνίας στο στόμα της και αυτό της έκανε μεγάλη εντύπωση. Όταν επαναλήφθηκε το ίδιο γεγονός άλλες δύο Κυριακές ανησύχησε και ξανανέβηκε στο μοναστήρι και μου εξομολογήθηκε τα γεγονότα. Τότε της είπα:
- Παιδί μου, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα τον οποίο σου έβαλα. Οι Κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται» (Ένας άγιος Γέροντας… σελ. 17-18).

470. Όταν εξορκίζεις τον Διάβολο στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τότε το όνομά του, γλυκύτατο για μας τους πιστούς και φοβερώτατο για τους δαίμονες, μόνο του ενεργεί, σαν δίκοπο σπαθί. Επίσης, όταν ζητής κάτι από τον Ουράνιο Πατέρα ή κάνης κάτι στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, τότε ο Ουράνιος Πατήρ, χάρις στο όνομα του αγαπημένου του Υιού, θα σου δώση το κάθε τι εν Αγίω Πνεύματι, αρκεί να εφαρμόζης τις εντολές του Ευαγγελίου και να αναγνωρίζης την αναξιότητά σου. Γιατί, όπου και όταν το όνομα του Θεού χρησιμοποιήται με πίστι, δημιουργεί δυνάμεις. Το αληθινό όνομα του Θεού, αυτό είναι: δύναμις.

471. Μερικοί ρωτούν: «Γιατί μνημονεύουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων και των ζώντων στις προσευχές που κάνουμε γι’ αυτούς; Ο Θεός, σαν παντογνώστης που είναι, ξέρει τα ονόματά τους και τις ανάγκες καθενός». Αλλά αυτοί που μιλούν έτσι, ξεχνούν ή δεν γνωρίζουν τη σημασία της προσευχής, τη σημασία κάθε λέξεως που πηγάζει από την καρδιά. Ξεχνούν ότι η δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού κινούνται με αφορμή την ολοκάρδιο προσευχή μας. Ότι ο Θεός, μέσα στην αγαθότητά του, καταγράφει προς όφελος του μεταστάντος ή κεκοιμημένου αδελφού μας την προσευχή αυτή, γιατί όλοι είμαστε μέλη της μιας Εκκλησίας, του ενός Μυστικού Σώματος. Αυτοί δεν έχουν υπ’ όψι τους ότι επίσης η «ἐκκλησίᾳ πρωτοτόκων, των ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» (Εβρ. ιβ’ 23), μέσα στην αγάπη της, συνεχώς δέεται στον Θεό για μας και ρητά μνημονεύε ενώπιον του Θεού το όνομα κάθε προσευχομένου για τα μέλη της πιστού, ανταποδίδοντας τη δική μας μνημόνευσι. Εμείς μνημονεύουμε τα ονόματά τους και αυτοί τα δικά μας. Κάθε λέξις πίστεως και αγάπης, στην προσευχή, έχει πολλή δύναμι. «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ιακ. ε’ 16).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 199-200)

katafigioti

lifecoaching