Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
159. «ηδονής πάρεξ... συνειληφυίαν» (Δ, 154).
 
Η σύλληψις του Ιησού από την Παρθένο Μαρία έγινε επίσης «ηδονής πάρεξ», χωρίς δηλαδή την μεσολάβησι της γενετησίου ηδονής. Η σύλληψις του Ιησού δεν έγινε κάτω από την πίεσι και την ώθησι της γενετησίου επιθυμίας, αλλά ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης θελήσεως του Θεού και της ελεύθερης συγκαταθέσεως της Θεοτόκου. Για να κατανοήσωμε το θέμα αυτό, πρέπει να επιμείνωμε κάπως περισσότερο. 
Οι Πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν από τον Θεό σε μια κατάστασι «απαθείας», δηλαδή σε μια κατάστασι ελευθερίας από κάθε επιθυμία, ακόμα και από τη γενετήσια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι οι Πρωτόπλαστοι δεν είχαν φυσικές και σωματικές επιθυμίες, ή, ειδικώτερα, ότι δεν είχαν γενετήσιο επιθυμία, αλλ’ ότι όλες οι φυσικές και σωματικές επιθυμίες, επομένως και η γενετήσια λειτουργία, βρίσκονταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του λογικού και εχαλιναγωγούντο από το ανώτερο και κύριο συστατικό του ανθρώπου, το πνεύμα του.
Στην κατάστασι αυτή (της «απαθείας») και για τον πολλαπλασιασμό τους οι άνθρωποι θα χρησιμοποιούσαν τη γεννητική λειτουργία εντελώς ελεύθερα και χωρίς κανένα καταναγκασμό, όπως ακριβώς χρησιμοποιούν σήμερα τις άλλες λειτουργίες και τα όργανα του σώματός των, τα χέρια, τα πόδια κλπ,, για την πραγμάτωσι άλλων σκοπών (άποψις ι. Αυγουστίνου).
Τελικά όμως οι Πρωτόπλαστοι δεν δέχθηκαν τον τρόπο ζωής που σχεδίασε γι’ αυτούς ο Θεός Δημιουργός και ακολούθησαν δικό τους δρόμο. Η «ανυπακοή» αυτή —που συνιστά κυρίως το Προπατορικό αμάρτημα— είχε πολλές αρνητικές συνέπειες πάνω στην ανθρώπινη φύσι και ειδικώτερα στη γενετήσια λειτουργία του ανθρωπίνου οργανισμού, η οποία στη μεταπτωτική πια κατάστασι παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Το στοιχείο της «ηδονής». Είδαμε, ότι στον Παράδεισο η γενετήσια επιθυμία βρισκόταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του ανθρώπου και γενικώτερα η σάρκα του εκυριαρχείτο από το πνεύμα. Μετά όμως από την Πτώσι, οι φυσικές επιθυμίες (και η γενετήσια) αποχαλινώθηκαν και υπόταξαν το πνεύμα στη σάρκα. Έγινε δηλαδή μια ανταρσία και μία επανάστασις, η οποία είχε σαν συνέπεια την ανατροπή της ιεραρχίας ανάμεσα στα δύο συστατικά του ανθρώπου: η σάρκα πήρε τα πρωτεία και το πνεύμα δουλώθηκε στη σάρκα. Έκτοτε, άρχισε να επικρατεί μια δυσαρμονία στην ανθρώπινη ύπαρξι, την οποία περιγράφει χαρακτηριστικά η Αγία Γραφή: «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, ταύτα δε αντίκεινται αλλήλοις» (Ιακ. α’ 14. Γαλ. ε' 17). . .
Ειδικώτερα, στη γενετήσια λειτουργία κυριάρχησε το στοιχείο της «ηδονής», της εμπαθούς δηλαδή φιληδονίας (βλ. «και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστί του κατανοήσαι», Γεν. γ' 6) . Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπων έπαυσε πια να είναι ζήτημα της ελεύθερης θελήσεως των συζύγων και άρχισε να γίνεται κάτω από την ώθησι και την πίεσι της ηδονής. Έτσι, στη σύλληψι των ανθρώπων «υπεισήλθε» το στοιχείο της ηδονής, του «πάθους».
β) Το στοιχείο του «πόνου». Η γέννησις των ανθρώπων στην προπτωτική κατάστασι θα ήταν ανώδυνη (χωρίς μητρικές ώδινες). Η επανάστασις όμως της «ανυπακοής» είχε και άλλη συνέπεια: την είσοδο του πόνου και της οδύνης στη διαδικασία της γεννήσεως των ανθρώπων (πρβλ. «εν λύπαις τέξη τέκνα»!) . «Η ηδονή και ο πόνος έχουν μίαν αιτιολογικήν αλληλεξάρτησιν. Η ηδονή, "η ψευδής και απατηλή ηδονή”, έφερε... τον αναπόφευκτον πόνον και αυτόν τούτον τον θάνατον. Η εμπαθής φιληδονία... είναι "αιτία πόσης κακίας”, κατά τους Πατέρας. Ο πόνος, αντιθέτως, κατά την πρόνοιαν και οικονομίαν του Θεού, είναι αναίρεσις της ηδονής, ο θάνατός της. "Της ηδονής δε θάνατος εστίν ο πόνος” (Δ, 254). «Κατά την ασκητικήν εμπειρίαν των Αγίων... η "ηδονή” και η "οδύνη” τη φύσει της σαρκός ου συνεκτίσθησαν, αλλά τας επενόησεν η παράβασις» (Δ, 266).
Η φυσική επομένως αναπαραγωγή των ανθρώπων είναι πια εμπαθής, «ενήδονος» και «ενώδυνος» (Θεοδώρου, 159). Όλοι δε οι απόγονοι του Αδάμ συλλαμβάνονται και γεννιούνται κάτω από τις αμαρτωλές αυτές συνθήκες (ηδονή, πόνος) της Πτώσεως. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσωμε και τον βαθυστόχαστο λόγο του Δαβίδ: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με (=με εκυοφόρησε) η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7) .
Η σύλληψις όμως του Ιησού από την Παρθένο έγινε «ηδονής πάρεξ», γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στον Θεάνθρωπο να σπάση το φαύλο κύκλο (ηδονή - πόνος - θάνατος - άδης), μέσα στον οποίο είχε περικλεισθή η ανθρώπινη φύσις και να ελευθερώση τον Άνθρωπο από το κύκλωμα αυτό της αμαρτίας (βλ. και Δ, 266).
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
158. «εβλάστησας άνευ σπέρματος, ον εγέννησε Πατήρ αρρεύστως» (II).
 
Η «υπέρ φύσιν» σύλληψις του Ιησού από την Παρθένο αναφέρεται, ειδικώτερα, στο γεγονός ότι έγινε «άνευ σπέρματος» (ανδρός) ή, όπως λέγει ο ι. Δαμασκηνός «ουκ εκ συναφείας ανδρός» (Έκδοσις Όρθ. Πίστεως, III,1) .
Η «άνευ σπέρματος» σύλληψις του Ιησού δεν αποτελεί καταδίκη του ανθρωπίνου «σπέρματος» ούτε συνεπάγεται οποιαδήποτε μορφή εναντίον της γενετησίου λειτουργίας του ανθρώπου. Στην περίπτωσι της «ασπόρου» συλλήψεως του Ιησού εξαίρεται το γεγονός της υγιούς και καινής φύσεως του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού.
Με την πτώσι του πρώτου Αδάμ, η αμαρτία, σαν θανατηφόρο μικρόβιο, μπήκε μέσα στην ανθρώπινη φύσι, γεγονός που προκάλεσε την εξασθένησί της και το θάνατο: «η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος (Ρωμ. ε' 12) . Η κατάστασις αυτή ήταν φυσικό να μεταδοθή κληρονομικά και στους απογόνους των Πρωτοπλάστων. Έτσι, η αμαρτία και ο θάνατος έγιναν κοινός κλήρος ολόκληρης της ανθρωπότητος, (Ρωμ. ε' 12) , που μεταδίδεται κληρονομικά δια της φυσιολογικής γεννήσεως.
Όμως, με την «άνευ σπέρματος» σύλληψι του Ιησού τερματίσθηκε η διαιώνισις του πταίσματος του Αδάμ, στο πρόσωπο δε του Ιησού εμφανίσθηκε ο νέος τύπος της «καινής» και αναμάρτητης ανθρωπίνης φύσεως. Ο Ιησούς, ελεύθερος από τις συνέπειες της πτώσεως του πρώτου Ανθρώπου αποτελεί τον καινούργιο γενάρχη της Ανθρωπότητος. Είναι ο νέος Αδάμ, από τον Οποίο θα πηγάση η ανακαίνισις και αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο άγιος  Γρηγόριος ο Παλαμάς (PG 151, 169) τονίζει σχετικά: «Δια τούτο ο Κύριος δεν γεννάται εκ του γάμου, διότι είπερ εκ σπέρματος συνελήφθη, ουκ αν ην καινός άνθρωπος, ουδ’ αναμάρτητος ην και των αμαρτανόντων σωτήρ»!
Για ν’ ανακαινίσης τους άλλους πρέπει να είσαι καινούργιος άνθρωπος! Το δράμα της ανθρωπίνης ιστορίας είναι ότι οι διάφοροι «σωτήρες» και «ανακαινισταί» των ανθρώπων έχουν οι ίδιοι ανάγκη σωτηρίας και ανακαινίσεως. Οι δούλοι των παθών, οι ένοχοι και διεφθαρμένοι δεν μπορούν ν’ απελευθερώσουν τους ανθρώπους και ν’ ανακαινίσουν την κοινωνία!
Ωστόσο, η «άνευ σπέρματος» σύλληψις του Ιησού αποτελεί και μια υπέρβασι της γενετησίου λειτουργίας. Με τον Ιησού άρχισε η «καινή» βασιλεία του Θεού όπου «ούτε οι άνδρες έρχονται εις γάμον, ούτε αι γυναίκες δίδονται εις γάμον, αλλ’ είναι όλοι σαν άγγελοι Θεού εις τον ουρανόν» (Ματθ. κβ’ 30) . Η «καινή» αυτή κατάστασις θα πραγματοποιηθή βέβαια μετά την κοινή Ανάστασι. Ο Κύριος όμως την καθιέρωσε «από τώρα» σαν θεσμό, για όσους έχουν το σχετικό χάρισμα, την Παρθενία. Η Θεοτόκος ήταν η πρώτη που εβίωσε την «καινή» αυτή κατάστασι. Όσοι έχουν το χάρισμά της Παρθενίας βιώνουν από τώρα, μαζί με τον Ιησού και τη Θεοτόκο, την «καινή» κατάστασι της Αιωνιότητος.
Η «άνευ σπέρματος» σύλληψις του Ιησού συμβολίζει, τέλος, την «καινή» λειτουργία της πνευματικής αναγεννήσεως και αναπλάσεως των ανθρώπων. Η αναγέννησις αυτή γίνεται «ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ του Θεού» (Ιωάν. α' 13) . Έτσι, με την άσπορο σύλληψι του Ιησού, η Θεοτόκος αναδείχθηκε εργαστήριο της πνευματικής αναγεννήσεως των ανθρώπων.
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
 
157. «η πρόσληψις υπέρ λόγον και φύσιν» (ΜΔ).
 
Κατά τον Ευαγγελισμό, η Παρθένος αντιλήφθηκε ότι η σύλληψις του Ιησού ήταν αδύνατη, διότι δεν υπήρχαν οι φυσικές προϋποθέσεις. Γι’ αυτό ρώτησε έκπληκτη τον Άγγελο: «πώς έσται μοι τούτο επεί άνδρα ου γινώσκω»; Εκείνος όμως τη διαβεβαίωσε ότι η σύλληψις αυτή θα γίνη κατά ένα άρρητο τρόπο, έξω και πέρα απ’ τις φυσικές προϋποθέσεις: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι»!
Η πρόσληψις της ανθρώπινης φύσεως από τη θεία είναι λοιπόν υπέρλογο και υπερφυσικό μυστήριο. Είναι δηλαδή γεγονός υπερφυσικό, που ξεπερνάει τους νόμους και τα όρια της φύσεως. Δεν είναι όμως αφύσικο και αντίθετο προς την ανθρώπινη φύσι. Είναι ένα θαύμα. Και όπως σ’ όλα τα θαύματα γίνεται αναστολή των νόμων της φύσεως, έτσι και στην περίπτωσι της συλλήψεως του Ιησού, «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» «η φύσις εκαινοτόμησεν» (II) , έγινε δηλαδή κάτι καινούργιο, «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» (Δ, 66) , κάτι ασυνήθιστο, ένα θαύμα με άμεση επέμβασι του Δημιουργού. Η Ενσάρκωσις ήταν ένα θαύμα! Διότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις» (II) . «Εν τη συλλήψει του Υιού του Θεού οι φυσικοί νόμοι της συλλήψεως παρέμειναν ανενέργητοι» (Θ, 246) . Η Θεοτόκος δέχθηκε να συνεργήση στην Ενσάρκωσι, αν και τούτο ξεπερνούσε τη φύσι της.
Ο Θεός καλεί πολλές φορές τους ανθρώπους για έργα που ξεπερνούν τις φυσικές τους δυνατότητες. Εκείνοι, γνωρίζοντας τα φυσικά τους περιθώρια, εκπλήττονται κατ αρχήν για την κλήσι: «Τις ειμί εγώ, ότι πορεύσομαι προς Φαραώ βασιλέα. Αιγύπτου και ότι εξάξω τους υιούς Ισραήλ εκ της Αιγύπτου»; (Εξοδ. γ’ 11), ρωτάει έκπληκτος ο Μωυσής. Ο Θεός όμως τους καλεί να τον εμπιστευθούν και τους διαβεβαιώνει για την προσωπική του συμπαράστασι και βοήθεια: («έσομαι μετά σου», στ. 12), για την υπερνίκησι οποιουδήποτε φυσικού φράγματος και εμποδίου...
Ο άνθρωπος κινείτο μέσα στα αυστηρά πλαίσια του φυσικού, της φυσικής αναγκαιότητος. Είναι δέσμιος του «φυσικού». Ο Θεός, στις κινήσεις του μέσα στη ζωή και την ιστορία δεν δεσμεύεται από τίποτε ούτε, πολύ περισσότερο, από τα έργα των χειρών του, τους φυσικούς νόμους. Ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος.
Ειδικώτερα, ο Θεός, όπως διαφαίνεται σ’ ολόκληρη την Αγία Γραφή, χρησιμοποιεί τη φύσι σαν εργαλείο του, ανάλογα με την απόλυτη κρίσι και θέλησί του. Οι ενέργειες του Θεού, όπως είναι πέρα και πάνω από την ανθρώπινη λογική, έτσι και δεν εξαρτώνται από οποιαδήποτε φυσική πραγματικότητα: «Ο Θεός ουκ εν τη δυναστεία του ίππου (= δύναμις ισχυρού ιππικού) θελήσει, ουδέ εν ταις κνήμαις του ανδρός (=δύναμις του πολεμιστού) ευδοκεί» (Ψαλμ. 146,10).
Το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, πρωταρχική έκφρασις του οποίου ήταν η Ενσάρκωσις, ήταν έργο πολύ πιο πέρα και πάνω από τις φυσικές δυνατότητες. Γι’ αυτό και είναι έργο κατ’ εξοχήν του Θεού!
Πέρ’ απ’ τα όρια του φυσικού! Ο σύγχρονος άνθρωπος κατώρθωσε να διάσπαση μερικά όρια και φράγματα που μέχρι προ ολίγου εθεωρούντο ανυπέρβλητα, όπως είναι το φράγμα του Ατόμου (πυρηνική ενέργεια), το φράγμα του Ήχου (υπερηχητικά αεροπλάνα), το φράγμα του Διαστήματος (διαστημικοί πύραυλοι, διαστημόπλοια) . Αυτό βοηθάει να καταλάβωμε πώς ο Θεός, που είναι Δημιουργός της Φύσεως και του Ανθρώπου μπορεί πολύ περισσότερο απ’ το δημιούργημά του, τον άνθρωπο, να ξεπερνά οποιαδήποτε φυσικά όρια και φράγματα που ο ίδιος έχει καθορίσει.
Όσοι πιστεύομε στον Θεό, ζούμε καθημερινά παρόμοιες εμπειρίες. Η χριστιανική ζωή σε πολλά της θέματα είναι μια ζωή υπερφυσική, πάνω και πέρα απ’ τα «καθιερωμένα όρια» της φυσικής τάξεως. Η εγκράτεια, η δικαιοσύνη, η ειλικρίνεια, η τιμιότης κλπ. θεωρούνται συνήθως μη φυσιολογικές καταστάσεις. Κι’ όμως ο πιστός αγωνίζεται να είναι εγκρατής, δίκαιος, ειλικρινής, τίμιος κλπ. Και το κατορθώνει, διότι πιστεύει απόλυτα ότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις»!
Τι θαυμάζεις Μαριάμ;
Τι εκθαμβείσαι τω εν σοι;
Ότι άχρονον Υιόν, 
χρόνω εγέννησα φησί,
του τικτομένου και σύλληψιν μη διδαχθείσα.
Άνανδρος ειμί και πώς τέξω Υιόν; 
άσπορον γονήν τις εώρακεν;
Όπου Θεός δε βούλεται, 
νικάται φύσεως τάξις, ως γέγραπται.
Χριστός ετέχθη, εκ της Παρθένου 
εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
(25 Δεκεμβρίου, Κάθισμα του Όρθρου).
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
 
 

«Κάθε καλό χορήγημα και κάθε τέλειο δώρο προέρχεται και κατεβαίνει από πάνω, από τον Πατέρα των φώτων» (Ιακ. 1:17)

Σε μια συζήτηση με τον Σ. Φ. Μορς, τον εφευρέτη του τηλέγραφου, ο αιδ. Τζορτζ Χάρβεϋ τον ρώτησε:
- Κύριε καθηγητά, όταν κάνατε τα πειράματά σας στο εργαστήριο, φτάσατε ποτέ στο σημείο να μην ξέρετε τι να κάνετε;
- Και βέβαια! Πολλές φορές!
- Και σε τέτοιες στιγμές τι κάνατε;
- Προσευχόμουν στο Θεό για περισσότερο φως!
- Και το παίρνατε αυτό το φως;
- Ναι. Και μπορώ να πω ότι, όταν άρχισα να παίρνω τιμητικές διακρίσεις από την Αμερική και την Ευρώπη για την εφεύρεσή μου, ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι αξίζω αυτές τις τιμές. Έκανα μια πολύτιμη εφαρμογή του ηλεκτρισμού όχι γιατί ήμουν ανώτερος από άλλους ανθρώπους, αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί ο Θεός, που το προόριζε για τους ανθρώπους, έπρεπε να το αποκαλύψει σε κάποιον, και το αποκάλυψε σ’ εμένα.

Κάτω από το φως αυτού του περιστατικού, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το πρώτο μήνυμα που έστειλε ο Μορς με την εφεύρεσή του ήταν: «Πόσο θαυμαστά τα έργα του Θεού!».

«…τα λόγια της γνώσης άκου τα με προσοχή» (Παροιμίες 23:12)

- Όποιος βάζει τα προνόμιά του πάνω από τις ηθικές αρχές, σύντομα χάνει και τα δύο.
- Μερικές φορές τα πιο επιβλαβή ψέματα τα λέει κάνεις με τη σιωπή του.
- Δεν μπορείς να ελέγξεις τις περιστάσεις της ζωής, αλλά μπορείς να ελέγξεις τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
- Πάντοτε υπάρχουν πιο ευχάριστα πράγματα από το να κριτικάρεις τους άλλους.
- Η τιμιότητα δεν είναι απλώς μια από τις αρετές, αλλά είναι το κύριο συστατικό κάθε άλλης αρετής.
- Η τιμιότητα θεωρείται η μεγαλύτερη όλων των άλλων αρετών, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί ο άνθρωπος να διατηρήσει καμία άλλη αρετή.
- Το πλοίο είναι ασφαλές στο λιμάνι, αλλά τα πλοία δε φτιάχνονται για να μένουν στο λιμάνι.

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

474. Κατά την προσευχή, πρέπει: α) το θέμα της να εκφρασθή με διαύγεια και με πηγή την καρδιά, β) να γίνη το αίτημα μας με εμπιστοσύνη στο έλεος του Κυρίου ή το έλεος της Θεοτόκου και γ) να υπάρχη μέσα μας η απόφασις να μην ξαναμαρτήσουμε στο μέλλον, αλλά να πραγματοποιούμε πάντοτε το θέλημα του Κυρίου. «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας• μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ιω. ε’ 14).

475. Η πνευματική υπερηφάνεια φανερώνεται με το να είναι κανείς αναίσθητος για τα αμαρτήματά του. Με το να δικαιολογή τον εαυτό του και να τον επαινή φαρισαϊκά. Με το να μην αισθάνεται την ανάγκη να δοξάση τον Θεό, να υμνήση τη θεία μεγαλωσύνη. Όλοι όσοι δεν προσεύχονται στον Θεό, «τον Θεόν τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός», στη Ζωή τους, δεν προσεύχονται γιατί έχουν μέσα τους κρυφή υπερηφάνεια.

476. Η καρδιά που δεν πιστεύει, είναι ανήσυχος, αγχώδης, αδημονούσα. Η καρδιά που πιστεύει, είναι το αντίθετο: ειρηνική, χαρωπή, στερεά σαν το διαμάντι.

477. Όταν προσεύχεσαι στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα –τον εν Τριάδι ένα Θεό – μην έχεις την εντύπωσι ότι βρίσκεται έξω σου. Να του μιλάς μέσα σου, σαν σε ένοικο της καρδιάς σου. Εκεί βρίσκεται ο Θεός για τους αληθινά πιστούς. «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; » (Α’ Κορ. γ’ 16). «Κὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός» (Λεϋιτ. κστ’ 12). «Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός … καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα» (Β’ Κορ. στ’ 16, 18).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 201-202)

472. Όταν προσευχώμαστε υπέρ ζώντων και μεταστάντων και τους μνημονεύουμε με τα ονόματά τους, πρέπει να προφέρουμε αυτά τα ονόματα με αγάπη και μες από την καρδιά μας, θάλπτοντάς τα με στοργή εκεί μέσα «ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα» (Α’ Θεσσ. β’ 7), ενθυμούμενοι ότι «ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη» (Εφεσ. δ’ 25) και «ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ» (Εφεσ. ε’ 30). Υπάρχει μεγάλη απόστασις ανάμεσα στη μηχανική, την απαθή μνημόνευσι των ονομάτων και την ολοκάρδιο μνημόνευσί τους. Το ένα απέχει από το άλλο όσο ο ουρανός από τη γη.

473. Να έχης προς τον λόγο του θεού την ίδια προσοχή και το ίδιο σέβας, που θα είχες μπροστά στον ίδιο τον Θεό. «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς» (Εβρ. δ’ 12). Είναι η ίδια η ζωή του Θεού και η δύναμίς του. Γι’ αυτό, είναι και «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας», όπως λέγει η προς Εβραίους Επιστολή ευθύς παρακάτω. Ο λόγος του Θεού είναι ο ίδιος ο Θεός. Γι’ αυτό, να προφέρης κάθε λέξι του με πίστι και βεβαιότητα. Τα λόγια του Θεού είναι αξετίμητα μαργαριτάρια. «Μὴ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. ζ’ 6).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 200-201)

Ο π. Χερουβείμ Κωνσταμονίτης διηγήθηκε:

Είχε διορατικό χάρισμα ο Γέροντας (ο Ηγούμενος Φιλάρετος Κωνσταμονίτης).

Όταν εξομολογούσε, ενίοτε έλεγε:
– Ναι, καλά, αλλά εκείνο που πήρες, να το επιστρέψης. Εκείνο που έκανες δεν σκεφτόσουν να το εξομολογηθής.

Πολλούς, που πρώτη φορά έρχονταν να εξομολογηθούν, τους αποκαλούσε με τα ονόματά τους. Επίσης είχε καλλιεργήσει και τη νοερά προσευχή.

Όταν είχε γεράσει και δεν μπορούσε να ανέβη τις σκάλες, περίμενε στο πρώτο σκαλοπάτι και κατόπιν σαν πουλί ανέβαινε επάνω.

Ο φύλακας άγγελός του τον ανέβαζε.

Ένα βράδυ που συνέβη το ίδιο τον άκουσα να λέη:
– Σε κουράζω και σένα, Άγγελέ μου!

(από το βιβλίο “Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση”, Άγιον Όρος, 2011. Φωτογραφία: Αρχιμανδρίτης Φιλάρετος, 1890-1963, ηγούμενος της Μονής Κωνσταμονίτου, φωτογραφία: Αγιορειτική Φωτοθήκη)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Στίχ. 31-35. Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν(1) ὁ οἶκος ὑμῶν(2) έρημος(3).
λέγω δὲ(4) ὑμῖν, οὐ μὴ με ἴδητέ ἕως αν ἥξη ὅτε εἴπητε,
Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι κυρίου(5).
35 Γι’ αυτό ο τόπος σας θα ερημωθεί.
Σας βεβαιώνω πως δε θα με δείτε πια,
ώσπου να ’ρθεί ο καιρός που θα πείτε,
ευλογημένος αυτός που έρχεται
σταλμένος απ’ τον Κύριο!»
(1) Αφήνεται σε σας· έχετε αυτόν εξ’ ολοκλήρου δικό σας
με την φροντίδα να τον προστατεύετε μόνοι σας, διότι ο Θεός
δεν θα διαμένει πλέον σε αυτόν και δεν θα τον προστατεύει (p).
(2) Η πόλη Ιερουσαλήμ (p). Κανείς πλέον δεσμός δεν συνδέει
αυτήν με το Θεό, ώστε να ονομάζει αυτήν σπίτι του (L).
Όμοιος με αρπακτικό πτηνό, που πετά πάνω από το θύμα του,
ο εχθρός απειλεί τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς ο οποίος προστάτευε
αυτούς μέχρι τώρα κάτω από τα φτερά του, αποσύρεται
και παραμένουν τώρα ακάλυπτοι, εγκαταλελειμμένοι στο να υπερασπίζουν
μόνοι τους εαυτούς τους. Η έννοια αυτή εκφράζεται στο πρώτο μισό του σ. 35 (g).
Και ο ναός για τον οποίο καυχιόντουσαν, περιλαμβάνεται στο σπίτι τους.
Είχαν μεταβάλλει αυτόν από οίκο του Θεού σε οίκο εμπορίου και σε σπήλαιο ληστών.
(3) Η λέξη δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά αποτελεί γλώσσα
(λέξη-κείμενο) που μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο του χειρογράφου.
Όταν ο Χριστός φύγει και απομακρυνθεί από ένα μέρος,
οσοδήποτε και αν είναι αυτό με επιμέλεια προετοιμασμένο και πολυσύχναστο,
μεταβάλλεται σε έρημο.
(4) Αντιθετικός σύνδεσμος=Φεύγω, αλλά μην εκλαμβάνετε την αναχώρηση
αυτή ως σύντομη απουσία. Σας διακηρύσσω ότι δεν θα με δείτε για πολύ (g).
(5) Τρεις διαφορετικές εξηγήσεις δόθηκαν στο «όταν πείτε· ευλογημένος… Κυρίου».
α) Ελάχιστα πιθανή ερμηνεία: Μετά τον εδώ διάλογο με τους Φαρισαίους
«αφού περιόδευσε την Ιουδαία… επέστρεψε πάλι στα Ιεροσόλυμα·
τότε λοιπόν, τότε κάθισε στο πουλάρι και όχλοι πολλοί και παιδιά
κάτω από την εφηβεία… βάδιζαν μπροστά του και έλεγαν τιμητικά… Ωσαννά…
ευλογημένος ο ερχόμενος… Επομένως τότε λέει ότι θα τον δουν πάλι,
όταν φτάσει ο καιρός του Πάθους» (Κ).
β) Κατά την δευτέρα παρουσία, όταν «βλέποντας αυτόν να έρχεται
από τους ουρανούς με τη θεϊκή δόξα και με την συνοδεία αγγέλων,
θα αναγκαστούν να ομολογήσουν ότι αυτός είναι ο ευλογημένος που έρχεται
στο όνομα του Κυρίου, του Πατέρα του» (Ε).
γ) Για τελειώσει η απουσία μου από εσάς, θα χρειαστεί να δώσετε τους εαυτούς
σας σε μένα, με την μεταβολή των διαθέσεών σας απέναντί μου,
οπότε θα με επικαλεστείτε με φωνή μετάνοιας και ευλάβειας (g).
Αναφέρεται λοιπόν στην διαμέσου των αιώνων επιστροφή των Ισραηλιτών στον Ιησού (p).
Η τελευταία ερμηνεία είναι πιο σοβαρή.

"Ο Γέροντας δεν κατασκεύαζε γύρω του ενόχους"
Ο σύγχρονος φαρισαίος - ηθικιστής ή αμοραλιστής - τέρπεται
με το να κατασκευάζει γύρω του ενόχους, νομίζοντας πώς έτσι
υπηρετεί την αλήθεια. Υπερήφανος και ένοχος ο ίδιος,
δεν αποδέχεται την ενοχή του, αλλά την απωθεί, προβάλλοντάς
την επιθετικά στους άλλους. Ο Γέροντας, με τη ζωή του,
δίδαξε ότι ο χριστιανός οφείλει να κινείται στον αντίθετο άξονα:
Χωρίς να προκαλεί εκείνος τις εναντίον του επικρίσεις,
να τις αποδέχεται ήρεμα, να μην ενοχοποιεί προσωπικά κανέναν
και με την προσευχή "δώρησαί μοι, Κύριε, του οράν τα εμά πταίσματα
και μη κατακρίνειν τον αδελφό μου", να μετανοεί και να απαλλάσσεται
από κάθε προσωπική του ενοχή, συγχωρώντας ειλικρινά τους κατηγόρουςτου.
[Γ 440π.]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.231)

Η μέλλουσα Ζωή
-Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.
-Δές πώς χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τί χαζά χαιρόμασταν!
Τί μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι’ αυτά.
-Γέροντα, πώς θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;
-Αμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο
στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν.
Ξέρεις τί εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
-Γέροντα, γιατί το σώμα του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
-Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο.
Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό.
Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή
με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε.
Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα -,
το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία,
και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια.
Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
-Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλαση θα βλέπουν αυτούς
που θα είναι στον Παράδεισο;
-Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν
όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκωνται
στην κόλαση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο.
Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως,
δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκωνται
στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση.
Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν
για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο,
αλλά εκεί «ουκ έστι πόνος...» . Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν,
αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό ή πατέρα ή μητέρα,
αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολουνται
πάντες οι διαλογισμοί αντου» λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται,
πως θα είναι Παράδεισος; Αυτοί μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο,
θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται
τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους,
δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική.
Αλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή.
Όλοι όμως θα αισθάνωνται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς,
της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί,
αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά,
δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος
να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγώτερη;». Δηλαδή καθένας θα βλέπη
στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα
των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό,
αλλά θα εξαρτηθή από την δική του καθαρότητα.
-Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
-Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος;
Πώς είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές;
Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος.
Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο
και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή,
ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις
συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, ή είναι κυριευμένος
από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση.
Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλωσύνη κ.λπ.,
τότε ζη τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι
που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Νά, πήγαινε σε έναν πεθαμένο
και πές του τα πιο ευχάριστα πράγματα, λ.χ.
«ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε.
Αν του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη.
Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν;
Ή, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι,
χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και δεν θέλεις να τελείωση.
Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ή βλέπεις ένα άσχημο όνειρο,
ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαίς.
Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε,
και λές: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή.
Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα,
όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ’ ό,τι την ημέρα.
Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό.
Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια!
Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο,
άντε τώρα αιώνια - Θεός φυλάξοι - να είσαι μέσα στην θλίψη.
Γι’ αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. Εσείς τί λέτε;
-Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση•
λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
-Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι ή όλοι στον Παράδεισο
ή κανένας στην κόλαση... Καλά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε
ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε.
Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος
σε καλή πνευματική κατάσταση και να αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του.
Αμήν.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης
ο Θεολόγος", σελ.283-286)

katafigioti

lifecoaching