ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

κυτίο ελεημοσύνης στο σπίτι
Κάνε το σπίτι σου εκκλησία. Κάνε το χρηματοκιβώτιό σου κουτί φιλανθρωπίας. Να γίνης φύλακας ιερών χρημάτων, αυτοχειροτόνητος οικονόμος των φτωχών. Η φιλανθρωπία σου δίνει ένα είδος ιερωσύνης.
Ε.Π.Ε. 18α,720
συνεχές κήρυγμα
Λένε, ότι μιλώντας σας για ελεημοσύνη προσπαθούμε να σας παρασύρουμε στο δικό μας συμφέρον, με πρόσχημα τους φτωχούς· κάτι τέτοιο είναι άξιο όχι μόνο ντροπής, αλλά και χιλιάδων κεραυνών. Και όσοι ενεργούν έτσι, δεν είναι άξιοι ούτε να ζουν... Δώστε στους φτωχούς! Δεν θα σταματήσω να σας το λέω. Και αν δεν δίνετε, θα συνεχίσω να είμαι για σας σκληρός κατήγορος.
Ε.Π.Ε. 18α,722
και κενοδοξία
Σε κάθε περίπτωσι πρέπει ν’ αποφεύγης την κενοδοξία, πολύ όμως περισσότερο στην περίπτωσι της ελεημοσύνης. Άλλωστε έτσι δεν γίνεται ελεημοσύνη, αλλά γίνεται επίδειξις και σκληρότητα.
Ε.Π.Ε. 19,372
χάρις και σπουδή
Θέλει ο Παύλος να μιλήση στους Κορινθίους για την ελεημοσύνη. Και για να μην υπερηφανεύωνται καλεί την ελεημοσύνη χάρι. Διηγούμενος τα κατορθώματα των άλλων, με τους επαίνους των άλλων, κινεί και τη δική τους φιλοτιμία προς ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 19,436
με προθυμία
Λέγεται ελεημοσύνη η πράξις, όταν γίνεται με προθυμία, όταν γίνεται χωρίς τσιγγουνιά, όταν νομίσης ότι παίρνεις και όχι ότι δίνεις, ότι εσύ ευεργετείσαι και ότι κερδίζεις και δεν χάνεις... Άφησε την ελεημοσύνη να είναι ελεημοσύνη και όχι συναλλαγή.
Ε.Π.Ε. 19,446
ανώτερη από το χάρισμα
Μεγάλο δώρο του Θεού το να ελεούμε. Αυτό μας εξομοιώνει, όσο γίνεται, με το Θεό. Η ελεημοσύνη είναι σπουδαιότερο από του να ανασταίνη κανείς νεκρούς. Διότι είναι πολύ πιο σπουδαίο να δώσης τροφή στον πεινασμένο Χριστό, παρά να αναστήσης νεκρούς στο όνομα του Χριστού. Εδώ, σε τούτη τη ζωή, ευεργετείς εσύ το Χριστό, ελεώντας τους φτωχούς. Εκεί ο Χριστός θα ευεργετή εσένα.
Ε.Π.Ε. 19,446
χρημάτων και αρετών
Έχετε πολλά χρήματα εσείς; Έχουν εκείνοι αγνότητα ζωής και παρρησία στο Θεό. Δώστε τους, λοιπόν, από τα χρήματα, που σε σας μεν περισσεύουν, ενώ εκείνοι, οι φτωχοί, δεν έχουν. Και θα ωφεληθήτε από την παρρησία, που αυτοί μεν έχουν άφθονη, ενώ από σας λείπει τελείως.
Ε.Π.Ε. 19,458-460
τι φοβάσαι και δεν ελεείς;
Γιατί, λοιπόν, τρέμεις τη φτώχεια; Γιατί προσπαθείς να πλουτίσης; Φοβάμαι, λέει, μήπως και αναγκαστώ να χτυπήσω την πόρτα του συνανθρώπου μου και ζητιανέψω. Αυτό το ακούω πολλές φορές από προσευχομένους, που λένε: «Μη μ’ αφήσης ποτέ να έχω την ανάγκη των συνανθρώπων μου». Και γελάω πολύ σαν ακούω τέτοια. Διότι ο φόβος αυτός είναι παιδικός, αφού κάθε μέρα σε όλα, για να μιλήσω γενικά, έχουμε την ανάγκη ο ένας του άλλου.
Ε.Π.Ε. 19,462
ελεούμε, διότι ελεούμεθα
Θέλεις να σε ελεούν; Κάνε συ ελεημοσύνη. Θέλεις να σε συγχωρούν; Να συγχωρής. Θέλεις να μη σε κακολογούν; Να μη κακολογής κανένα. Θέλεις να σε επαινούν; Να επαινής πρώτα εσύ. Θέλεις να μη σε εκμεταλλεύωνται; Να μην άδικης εσύ. Είδες πώς έδειξε ο Κύριος (ζ' 12), ότι το καλό είναι μέσα στη φύσι μας και ότι δεν έχουμε ανάγκη εξωτερικών νόμων και δασκάλων;
Ε.Π.Ε. 19,468-470
με διαφάνεια
Αναζητήσαμε, λέει ο Παύλος, συνεργάτες εμπιστοσύνης και δεν αναθέσαμε τα πάντα σε ένα μόνο, για να μη μας υποπτευθή κανένας, και για να μη μας κατηγορήση καθόλου, δη τάχα εμείς παίρνουμε κάποιο ποσό από τα χρήματα που μας προσφέρονται. Γι’ αυτό στείλαμε ανεπιλήπτους, και όχι ένα μόνο, αλλά δυο και τρεις.
Ε.Π.Ε. 19,478
υπεράνω πάσης υποψίας
Τι μπορεί να εξισωθή με τον Παύλο; Και διάβολος να ήταν κανείς, δεν θα υποπτευόταν τον μακάριο εκείνο άνθρωπο σ’ αυτό το έργο του. Αλλ’ όμως, αν και ήταν μακριά από κάθε υποψία, ενεργεί το παν και αγωνίζεται, να μην αφήση την παραμικρή αμφιβολία σε όσους έχουν τη διάθεσι να βάλουν κάτι πονηρό στο μυαλό τους. Και προσπαθεί ν’ αποφύγη όχι μόνο τις κατηγορίες, αλλά και τις τυχόν επικρίσεις και την παραμικρή υπόνοια.
Ε.Π.Ε. 19,480
άκων
Όποιος προσφέρει χωρίς τη θέληση του ελεημοσύνη, αυτός προσφέρει πλεονεξία.
Ε.Π.Ε. 19,500
με προθυμία
Ζητάει ο απόστολος Παύλος να ενεργήσουν γρήγορα και απλόχερα και με προθυμία... Επειδή αντιμάχονται η προσφορά εξ ανάγκης με την προθυμία για ελεημοσύνη, και ο ένας που δίνει πολλά δυσανασχετεί πολλές φορές, ενώ ο άλλος δίνει λίγα για να μη στενοχωριέται, πρόσεχε, πως φροντίζει και για τους δυο με την πρέπουσα σύνεσι.
Ε.Π.Ε. 19,500

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 169-172)

 

μετά θάνατον
Οι τότε χριστιανοί, εν ζωή, πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και τα πρόσφερναν στα πόδια των αποστόλων υπέρ των φτωχών. Συ όμως ούτε και μετά το θάνατό σου δεν δίνεις ένα μερίδιο υπέρ των φτωχών. Το καλύτερο βέβαια είναι να ελεής τους φτωχούς όσο ζης· αυτό έχει μεγάλη παρρησία. Αν όμως δεν θελήσης αυτό, τουλάχιστον όταν πεθάνης, κάνε κάτι γενναίο. Αυτό δεν είναι δείγμα αγάπης στο Χριστό, είναι πάντως αγάπη.
Ε.Π.Ε. 17,386
εν ζωή ν’ αφήνουμε σε φτωχούς
Σας παρακαλώ, όσο ζήτε, ν’ αφήνετε το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας σας στους φτωχούς. Αν όμως μερικοί είναι τόσο μικρόψυχοι, ώστε να μη αντέχουν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον ας γίνουν από ανάγκη φιλάνθρωποι (αφήνοντας μετά θάνατον).
Ε.Π.Ε. 17,388
αφειδώλευτα
Δεν αρκεί να ελεή κανείς. Πρέπει να το κάνη γενναιόδωρα και με χαρούμενη διάθεσι. Όχι μόνο χωρίς λύπη, αλλά και με ευχάριστη διάθεσι. Δεν είναι το ίδιο πράγμα το να μη λυπάται κανείς και το να χαίρεται.
Ε.Π.Ε. 17,460
για το Θεό, για το διάβολο
Όταν ο Θεός λέη, «δώσε ελεημοσύνη και θα σου δώσω τη βασιλεία των ουρανών», εσύ δεν ακούς. Για το Διάβολο όμως, που σου δείχνει (στο θέατρο) φριχτά πράγματα, ακόμα και ένα καρφωμένο κεφάλι, είσαι γενναιόδωρος. Ρωτάς ακόμα, γιατί υπάρχει κόλασις; Μη ρωτάς, γιατί υπάρχη κόλασις. Να ρωτάς πώς υπάρχει μια μόνο κόλασις.
Ε.Π.Ε. 18,614
γενναιόδωρη
Ελεημοσύνη δεν είναι το να δώσης, αλλά το να προσφέρης γενναιόδωρα, χωρίς τσιγγουνιά.
Ε.Π.Ε. 18,616
ελεεί τον ελεούντα
Κάνε οικειοθελώς ελεημοσύνη. Έτσι θα έχης διπλό κέρδος. Και τους φτωχούς θα ευεργετής και τον εαυτό σου θα ωφελής, αφού είναι άγνωστη στους άλλους η ελεημοσύνη σου. Όσα λέμε για την ελεημοσύνη, δεν τα λέμε για να προσφέρης σε μας, αλλά για να διακονής εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου.
Ε.Π.Ε. 18,618
φειδωλή, σταγόνα από τον ωκεανό
Τι το όφελος, όταν είσαι πλούσιος και δίνεις για ελεημοσύνη τόσο λίγα, όσο από ένα πέλαγος να δίνη κανείς ένα κύπελλο νερό;
Ε.Π.Ε. 18,618
έργο της Εκκλησίας
Όταν εσείς μεν θησαυρίζετε στη γη και όλα τα μαζεύετε στα θησαυροφυλάκιά σας, η δε Εκκλησία είναι αναγκασμένη να δαπανά πολλά για τα πλήθη των χηρών και των παρθένων, για τις συμφορές των προσφύγων και των ξένων, για τους ταλαίπωρους τους φυλακισμένους, για πολλές άλλες τραγωδίες, τι πρέπει να κάνη;
Ε.Π.Ε. 18,622
και θεία Κοινωνία
Ο Χριστός εξίσου έδωσε το Σώμα Του σε όλους, ενώ εσύ ούτε το φυσικό ψωμί δεν μοιράζεις εξίσου. Τεμαχίστηκε ο άγιος Άρτος εξ ίσου για όλους. Για όλους εξ ίσου έλαβε σώμα και θυσιάστηκε Εκείνος.
Ε.Π.Ε. 18α,200
βαθμίδες της
Άλλοι μοίρασαν όλα τα υπάρχοντά τους, άλλοι φροντίζουν να έχουν μόνο όσα τους χρειάζονται και δεν ζητούν τίποτε περισσότερο από τα αναγκαία, άλλοι δίνουν όσα τους περισσεύουν.
Ε.Π.Ε. 18α,292
μπορούσε να τρέφη ο Θεός!
Γι’ αυτό έχει νομοθετήσει ο Θεός την ελεημοσύνη. Θα μπορούσε και χωρίς την ελεημοσύνη να διατρέφη τους φτωχούς. Αλλ’ έδωσε την ελεημοσύνη, για να συνδέση τους ανθρώπους με την αγάπη. Για να ζεσταίνη με την αγάπη ο ένας τον άλλον, άφησε να τρέφωνται οι φτωχοί από μας.
Ε.Π.Ε. 18α,354
μαζί με το δόγμα
Αφού τελείωσε το λόγο για τα δόγματα και επειδή πρόκειται να προχωρήση στην ηθική παραίνεσι, ανεβαίνει στην κορυφή των αγαθών, για να μιλήση για την ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 18α,716
όλοι, κανείς δεν εξαιρείται
Όχι απλώς ο τάδε και ο τάδε, αλλά καθένας, είτε φτωχός, είτε πλούσιος, είτε γυναίκα, είτε άνδρας, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, όλοι θα εισφέρουν.
Ε.Π.Ε. 18α,720

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 167-169)

 

137. «Το παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι» (Λουκ. β' 40).

Η Θεοτόκος όχι μόνο εγέννησε, αλλά και παρακολούθησε διαδοχικώς όλα τα στάδια της ζωής του Ιησού, την βρεφική, νηπιακή, παιδική, νεανική και ανδρική του ηλικία. Τριάντα ολόκληρα χρόνια κοντά στον Ιησού! Τί μεγάλο και μοναδικό προνόμιο! Γι’ αυτά τα χρόνια όμως ούτε ο Ιησούς ούτε και η Θεοτόκος μίλησε. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει μόνο το περιστατικό της επισκέψεως του δωδεκάχρονου Ιησού στα Ιεροσόλυμα (βλ. επόμενο σημείωμα) . Τα τριάντα επομένως αυτά χρόνια τόσο για τον Ιησού όσο και για την Θεοτόκο ήσαν χρόνια προσωπικών εμπειριών. Πόσες εμπειρίες θα είχε η Θεομήτωρ κάθε μέρα και κάθε στιγμή από τη συμβίωσι της με τον Ιησού! Από το περιστατικό της επισκέψεως στην Ιερουσαλήμ καταλαβαίνομε ότι όλα τα περιστατικά και τα γεγονότα της ζωής του Ιησού ήσαν γεμάτα νόημα. Τα λόγια του, οι κινήσεις του, τα ερωτήματα του, οι απαντήσεις του, οι σιωπές του, τα σκιρτήματα του πρέπει να δημιουργούσαν συγκλονιστικές εμπειρίες στην Παναγία μητέρα του.
Τί προνόμιο να συμβιώσης με τον Ιησού τριάντα ολόκληρα χρόνια! Να σπουδάσης τον Ιησού από την σύλληψι του μέχρι τη γέννησι του και μέχρι την ηλικία των τριάντα χρόνων. Αυτό το προνόμιο χαρίσθηκε μόνο στη Θεοτόκο. Κανείς επομένως άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σαν τη Θεοτόκο. Κανένας χριστιανός δεν βρέθηκε ούτε θα βρεθή στην πλεονεκτική αυτή θέσι. Γι’ αυτό και η Θεοτόκος είναι η πρώτη της Εκκλησίας. «Η πρώτη μετά τον Ένα» και μοναδικό, τον Αρχηγό της Εκκλησίας, τον Κύριο.
Μια αμυδρή απεικόνισις και μίμησις του θεομητορικού αυτού προνομίου είναι «η εν Χριστώ ζωή». Η χριστιανική ζωή είναι και πρέπει να είναι ζωή μαζί με τον Ιησού και ζωή κοντά στον Ιησού. Η χριστιανική ζωή είναι η επαναπραγματοποίησις και συνέχισις της ζωής της Θεομήτορος κοντά στον Ιησού. Η Θεοτόκος άρχισε την πνευματική ζωή κοντά στον Ιησού και η ζωή αυτή συνεχίζεται από την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. Ο κάθε πιστός μετέχει του θεομητορικού χαρίσματος της «εν Χριστώ» συμβιώσεως. Ο κάθε πιστός μπορεί να επαναβιώση μυστικά τις μοναδικές και ανεπανάληπτες εμπειρίες της Θεοτόκου κοντά στον Ιησού. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι για μας τους Ορθοδόξους πνευματική ζωή είναι η μίμησις της Θεοτόκου. Η συμμετοχή στο θεομητορικό προνόμιο της πνευματικής συμβιώσεως με τον Ιησού.

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)

«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος «ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού». Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμη έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρεψε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος «πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου». Αυτός όμως απαντά «το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ». Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Όπως συμβαίνει στην περίπτωση συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 505).

«Σκοπός όλων των αγωνιζομένων κατά Θεόν είναι το να ευαρεστήσουν Χριστόν τον Θεό και να λάβουν την συνδιαλλαγή προς τον Πατέρα δια της μετουσίας του Πνεύματος και να πορισθούν δια τούτου την σωτηρία τους. Διότι πραγματικά σε αυτό συνίσταται η σωτηρία κάθε ψυχής και κάθε ανθρώπου. Αν δεν συμβεί αυτό, είναι αδειανός ο κόπος και μάταιη η προσπάθειά μας, ανωφελής όλη η οδός της ζωής, η οποία δεν φέρει προς αυτό τον τρέχοντα σ’ αυτήν» (τ. 19Α, σελ. 515-7).

«Μη δεχθείς τον λογισμό που σου υποβάλλει· ‘Τι σου χρειάζεται ο πολύς κόπος, λέγει, και η άκαιρη ταλαιπωρία; Έχεις συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο, και δύο και τρεις, και δεν ωφελήθηκες καθόλου’. Μη, αδελφέ μου, μη πέσεις σ’ αυτήν την παγίδα, μη προδώσεις την σωτηρία σου, αλλά επιδώσου με εντονότερο ζήλο και ανδρεία στην άσκηση των αρετών, μη απιστώντας στους λόγους και τις διδασκαλίες των πατέρων σου κατά Θεόν. Βάλε λοιπόν στην ψυχή σου να πεθάνεις πρώτα παρά να απομακρυνθείς από αυτό το ζωτικό ζήτημα. Διότι, αν είχες πράξει αυτό αδίστακτα από την αρχή, δεν θα σε παρέβλεπε ο αγαθός Θεός, αλλά θα σου είχε δώσει σαφώς την απόλαυση του ποθουμένου» (τ. 19Γ, σελ. 313-315).

«Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (τ. 19Β, σ. 363).

«Ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).

«Όποιος άρχισε να πράττει τα καλά με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη πρόθεση και να αισθάνεται την ωφέλεια που απορρέει από αυτά, αυτός θα γνωρίσει από μόνος του, ότι μέγα εμπόδιο, σε όσους προτιμούν να ζουν κατά Θεόν, είναι η μέριμνα του κόσμου και η διαβίωση μέσα σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 265).

«Δόξα σ’ εσένα, βασιλιά, δόξα σ’ εσένα, οικτίρμων, που δίχως τυράννους στη γη, μάρτυρες έχεις δείξει, που μαρτυρούν κάθε στιγμή απ’ τον πόθο σου μονάχα. Πάλι ο Πατέρας μέσω Υιού ‘ναι’ είπε και το Πνεύμα πρόσθεσε· Αλήθεια, όσοι το Θεό με την καρδιά αγαπούνε κι υπομονεύουν μοναχοί με τη δική του αγάπη και με δικό τους θέλημα πεθαίνουνε κάθε ώρα, αυτοί και φίλοι γνήσιοι, αυτοί συγκληρονόμοι, αυτοί είναι και μάρτυρες με την προαίρεση μόνο, χωρίς ξεσμούς και σταυρωμούς και λέβητες κι εσχάρες, χωρίς φωτιά που κατατρώει, ξίφη που κομματιάζουν!» (τ. 19ΣΤ, σελ. 201-203, στιχ. 263-273).

ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)

«Να καταπολεμήσει μεν τα πάθη του μπορεί ο άνθρωπος, να τα εκριζώσει όμως δεν μπορεί καθόλου· και να μη διαπράξη μεν το πονηρό έχει εξουσία, να μη το σκεφθή όμως δεν έχει ακόμη. Ευσέβεια όμως είναι όχι μόνο να πράττη το αγαθό, αλλά και να μη συλλογίζεται τα πονηρά· όποιος συλλογίζεται λοιπόν πονηρά δεν μπορεί ν’ αποκτήση καθαρή καρδιά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτό μολύνεται σαν καθρέπτης από πηλό; Ως καθαρή καρδιά εκλαμβάνω τούτο, όχι μόνο το να μη ενοχλήται κανείς από κάποιο πάθος, αλλά και το να μη σκέπτεται κάτι πονηρό ή βιοτικό, οποτεδήποτε θέλη, να έχη δε μέσα του μόνο την μνήμη του Θεού σε ακράτητο έρωτα· διότι στο καθαρό φως ο οφθαλμός βλέπει καθαρά τον Θεό, αφού δεν μεσολαβεί τίποτε άλλο στην θέα» (τ. 19Α, σ. 493).

«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίσταση και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν «από που μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;», ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).

«Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχουμε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσουμε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσουμε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστον κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ. 19Γ, σελ. 151-153).

«εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιασθεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει. Πρώτη λοιπόν οικία είναι η μακάρια ταπείνωση. Διότι λέγει, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο πνεύμα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών». Αυτός λοιπόν που θέλει να εισέλθει σ’ αυτήν την οικία και ν’ αποκτήσει μαζί μ’ αυτήν την βασιλεία των ουρανών, εάν πρώτα δεν παραδώσει τον εαυτό του για σφαγή δεμένον στα χέρια και στα πόδια του, σαν κριό, προ των πυλών της, για όλους εκείνους που θέλουν και δεν θυσιαστεί και δεν πεθάνει τελείως, θανατώνοντας το δικό του θέλημα, δεν θα εισέλθει ποτέ μέσα σ’ αυτήν, αλλ’ ούτε και θα την αποκτήσει· κι αν όχι αυτήν, τότε ούτε καμμιά από τις άλλες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που υπερβαίνει αυτήν να ευρεθεί ποτέ σε άλλη· ο Θεός τις έθεσε με τάξη και βαθμό» (τ. 19Γ, σ. 181).

«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ. 19Γ, σ. 185).

«Αρκεί για την απώλειά μας και ένα μόνο πάθος… Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, τίποτα δεν θα μας ωφελήσει το να νικήσουμε τα μεγάλα πάθη, εάν κυριευτούμε από τα μικρότερα» (τ. 19Γ, σελ. 483,485).

«Να μην υστερήσουμε από τους πατέρες μας τους αγίους, αλλά με τη φροντίδα για τα καλά και την εργασία των εντολών του Χριστού να φθάσουμε σε τέλειον άνδρα από άποψη πνευματική, στα μέτρα της πνευματικής ωριμότητας κατά την οποία αποκτά κανείς την τελειότητα του Χριστού. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε» (τ. 19Δ, σ. 61).

«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).

«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).

«Συναρμολογούνται (οι αρετές) όλες μεταξύ τους σε ένα, και έτσι κατασκευάζουν, όπως ειπώθηκε, τον άνθρωπο σαν ένα εύχρηστο σκεύος, όπου εισέρχεται η χάρη του Θεού σαν νέος οίνος. Πες μου λοιπόν, εάν παραλείψεις μία απ’ όλες τις παραπάνω αρετές, από τις οποίες και με τις οποίες κατασκευάσθηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, άραγε θα ανεχθεί ο Θεός να βάλει σ’ αυτό κάτι γενικά από τα χαρίσματα του Πνεύματός του, αν και φαίνεται πολύ μικρή η τρύπα του πετάλου που δήθεν παραλείφθηκε, δηλαδή του τόπου της αρετής; Καθόλου! Διότι οπωσδήποτε από τη μικρή εκείνη τρύπα θα τρέξει το περιεχόμενο λίγο λίγο και ανεπαίσθητα θα χυθεί» (τ. 19Δ, σ. 341).

«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (τ. 19Ε, σ. 121, στιχ. 1-5).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Ούτε θα μείνει ποτέ αργός (ο πιστός), ή θα καταφρονήσει κάτι, έστω ευτελέστατο και ελάχιστο· αντιθέτως, κάνοντας και πράττοντας τα πάντα θεαρέστως, θα μείνει αμέριμνος για όλα και σ’ όλον τον βίο. Υπάρχει μέριμνα άπρακτη και πράξη αμέριμνη, όπως και αντιστρόφως υπάρχει αμεριμνησία έμπρακτη και αργία περίφροντις. Αυτές τις καταστάσεις δήλωσε και ο Κύριος με τους λόγους του· την μεν μία στο χωρίο, «ο πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και εγώ επίσης εργάζομαι», και πάλι, «να εργάζεσθε όχι για την φθειρομένη βρώση, αλλά για την διατηρουμένη στην αιώνια ζωή», θέλοντας με αυτά όχι να απαγορεύσει την εργασία αλλά να μας διδάξει την εργασία χωρίς μέριμνα. Την άλλη δε δήλωσε με το ότι είπε πάλι, «ποιος με την φροντίδα του μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;» αναιρώντας την άπρακτη, την χωρίς αποτέλεσμα μέριμνα. Για την έμπρακτη δε αμεριμνησία είπε, «και για ένδυμα και τροφή τι μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς τα πρώτα αυξάνονται και τα δεύτερα διατρέφονται;». Έτσι, αναιρώντας την μία και επικυρώνοντας την άλλη, ο Κύριος μας διδάσκει πώς πρέπει να εργαζόμαστε αμερίμνως χωρίς να μεριμνούμε και πώς όντας αμέριμνοι να απέχουμε της αταίριαστης εργασίας» (τ. 19Α, σελ. 443-5).

«Διότι ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάγει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).

«[συμβουλή σε μοναχό]. Εάν διατάχτηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στο Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλο σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-323).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Ο Θεόδουλος, μου διηγήθηκε κάτι τέτοιο. Κάποτε, λέγει, ο άγιος μου δώρησε έναν από τους χιτωνίσκους του, εγώ δε, αφού τον δέχθηκα με πίστι, αμέσως εκδυόμενος τα ενδύματά μου και αποθέτοντας τον δικό μου χιτώνα, τον ενδύθηκα κατάσαρκα. Όταν λοιπόν ήλθα να πέσω στην κλίνη μου και να δοθώ στον ύπνο, τόσην ευωδία αισθανόμουν σαν από πολύτιμο μύρο, ώστε από το άνοιγμά του να φέρω μέσα σ’ αυτό την κεφαλή μου, για ν’ απολαύω της ευωδίας και να μη χορταίνω από την ευφροσύνη που αναδιδόταν από εκεί. Ενώ δε τον έπλυνα και τον εκαθάρισα πολλές φορές, διατήρησε την ίδια ευωδία, έως ότου με την παλαίωσή του κατακόπηκε και σχίσθηκε σε λεπτά κομμάτια» (τ. 19Α, σελ. 275-7).

«Όταν όμως η ψυχή βγει και χωριστεί από το σώμα, αμέσως κι αυτά (τα σώματα) παραδίδονται στην φθορά και διαλύονται με το παραμικρό. Μερικά όμως διαμένουν για πολλούς χρόνους ούτε εντελώς άφθαρτα, ούτε πάλι τελείως φθειρόμενα, αλλά διασώζουν μέσα τους τα γνωρίσματα της αφθαρσίας και της φθοράς, με σκοπό ν’ αφθαρτωθούν τελείως και ν’ ανακαινισθούν στην τελευταία ανάσταση» (τ. 19Β, σ. 131).

«Και τα σώματα όπως είπαμε επίσης, φθείρονται και σαπίζουνε και των αγίων αλλά τέτοια σηκώνονται που έχουν σπαρεί, σιτάρι καθαρό, σιτάρι αγιασμένο, του Πνεύματος του αγίου άγια σκεύη. Επειδή ολοκάθαρα είχαν ζήσει ξανά τώρα σηκώνονται γεμάτα δόξα και λάμπουνε κι αστράφτουν σαν το φως το θείο. Σ’ αυτά μέσα οι ψυχές των αγίων κατοικώντας θα λάμψουν τότε πέρα από ό,τι ο ήλιος κι όμοιοι θα γίνουνε με το Δεσπότη, εκείνου που φυλάξανε τους θείους τους νόμους. Σηκώνονται και των αμαρτωλών τα σώματα τέτοια κι αυτά που είχαν σπαρεί στη γη γεμάτα βόρβορο και δυσοσμία και σήψη, βέβηλα σκεύη ακάθαρτα, κακίας ζιζάνια, ζόφο γεμάτα, της κακίας καθώς τα έργα έχουνε πράξει κι όργανα όλων των κακών του πονηρού σπορέα έχουν χρηματίσει, και σηκώνονται αθάνατα και τούτα κι ενώ από πνεύμα είναι μοιάζουν με το σκότος. Με τούτα οι άθλιες ψυχές σαν ενωθούν, ζοφερές κι αυτές κι ακάθαρτες ως είναι θα γίνουν με το διάβολο όμοιες, αφού έχουν μιμηθεί τα έργα εκείνου» (τ. 19ΣΤ, σ. 321).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να ζητεί από το Θεό άφεση αμαρτιών δια της προσευχής είναι αναντίρρητο. Αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο μιας αληθινής προσευχής. Αυτό μας διέταξε και ο Κύριος, δίνοντάς μας το πρότυπο της αληθινής προσευχής: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών». Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ιερό μυστήριο της μετάνοιας, Αλλά να γίνεται παράλληλα με αυτό. Άραγε να μη γνώριζε καλά τα πράγματα ο Κύριος όταν ίδρυε το μυστήριο και το παρέδιδε στους μαθητές του με τη μορφή της εξαγορεύσεως; Αλλά και ψυχολογικά, όταν απευθύνουμε στο Θεό το αίτημα αφέσεως των αμαρτιών μας, μήπως έχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως της προσευχής μας; Είμαστε βέβαιοι για την άφεση των αμαρτημάτων μας; Βέβαια όχι. Η πλήρωση ή όχι του αιτήματός μας είναι κρυμμένη βαθιά στη βουλή του Θεού, την οποία αγνοούμε πιστεύοντας βέβαια ότι θα την πετύχουμε.

Αντίθετα, στο ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως, όταν προσερχόμαστε σ’ αυτό καθώς πρέπει, έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για την υπόσχεση του Θεού, ότι η χάρη Του θα μας ελευθερώσει από το βάρος της ενοχής και των ποινών των προσωπικών μας αμαρτημάτων. Η αίσθηση και η πληροφόρηση αυτή είναι υπέρτατο αγαθό, το οποίο γεμίζει ανακούφιση, χαρά και αγαλλίαση τις πονεμένες ψυχές που μαστιγώνονται αλύπητα από την αμαρτία, το φαρμάκι αυτό της ζωής και της υπάρξεώς μας. Να υποθέσουμε ότι οι αιτιάσεις κατά της εξομολογήσεως προέρχονται από ντροπή να φανερώσουμε στον ιερέα τ’ αμαρτήματα μας;

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 265-266)

Είναι η ιδίως μετάνοια και η εξομολόγηση. Η πρώτη είναι η τροφοδοτούμενη από την πίστη και την αγάπη θλίψη και συντριβή της ψυχής για τη θλιβερή αμαρτωλή της κατάσταση, μη αποκλεισμένου και του φόβου εν όψει των ποινών της κολάσεως, μαζί με απόφαση ν’ απαρνηθεί ο αμαρτωλός το βεβαρημένο παρελθόν του και ν’ αλλάξει τρόπο ζωής. Η διαδικασία αυτή, σαφώς ηθικού χαρακτήρα, είναι απαραίτητη συνθήκη για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Όπου δηλαδή υπάρχει αληθής μετάνοια, εκεί η χάρη του Θεού θα δώσει συγχώρηση των αμαρτημάτων. Η δεύτερη δε, η εξομολόγηση, είναι η δια ζώσης εξαγόρευση αμαρτημάτων ενώπιον του πνευματικού πατέρα, δηλαδή του λειτουργού της Εκκλησίας. Η εξαγόρευση επιβάλλεται απο τη φύση του ιερού μυστηρίου. Εδώ έχουμε πνευματική ασθένεια ψυχής. Έχουμε φόρτιση συναισθηματική, αγωνία, άγχος, ανηλεές μαστίγωμα συνειδήσεως ταραγμένης, η οποία επιζητεί ηρεμία και γαλήνευση. Έχουμε και ιατρό πνευματικό, ο οποίος είναι ταγμένος από το Θεό να γιατρεύει τα ψυχικά νοσήματα. Πώς όμως ο ιερέας θα μπορέσει να εκπληρώσει το χρέος του αυτό, να κάνει καλά τον ψυχικώς ασθενούντα αμαρτωλό, αν ο τελευταίος δεν γνωστοποιήσει σ’ αυτόν τα αμαρτήματά του; Πώς θα θεραπεύσει τον αμαρτωλό ο πνευματικός πατέρας αν δεν διαγνώσει πρώτα τη φύση της πνευματικής ασθένειας, τον πόνο και την ταλαιπωρία της ψυχής, τα ελατήρια και την ειλικρίνεια της εξαγορεύσεως; Μήπως και ο φυσικός γιατρός μπορεί να κάνει καλά έναν άρρωστο, αν δεν τον εξετάσει προσεκτικά κι αν δεν διαγνώσει τη φύση της αρρώστιας, ώστε να επιβάλει τη δέουσα ιατρική και φαρμακευτική αγωγή;

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 264-265)

Ναι όλες, όταν υπάρχουν φυσικά οι απαραίτητες συνθήκες, είτε μεγάλες είναι (οι αμαρτίες) είτε μκρές, είτε ελαφρές είτε βαριές, είτε συγγνωστές είτε θανάσιμες. Ότι συγχωρούνται και οι πιο μεγάλες αμαρτίες είναι μυριόλεκτο στην Αγία Γραφή. Του ληστή στο σταυρό συγχωρούνται όλα τα εγκλήματα, όπως και της μοιχαλίδας ο ακάθαρτος βίος, ενώ ο Παύλος συγχωρεί τον αιμομείκτη αφού τον καθυπέβαλε πρώτα σε μετάνοια.

Είναι δε γνωστό από την ιστορία, ότι η Εκκλησία πάντοτε απεδοκίμαζε όλους εκείνους τους αιρετικούς και σχισματικούς (Μοντανιστές, Νοβατιανούς, Δονατιστές, Λουκιφεριανούς), οι οποίοι, έχοντας αυστηρές αρχές, αμφισβητούσαν από την Εκκλησία το δικαίωμα να συγχωρεί βαριά αμαρτήματα, όπως ήταν ο φόνος, τα σαρκικά μολύσματα, η ειδωλολατρία και η έκπτωση από την πίστη κατά τους διωγμούς. Και λέγεται μεν στη Γραφή ότι η αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος δεν συγχωρείται ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε και στον μέλλοντα· όμως αυτό δεν οφείλεται σε αδυναμία της μυστηριακής χάριτος να συγχωρήσει την αμαρτία αυτή, αλλά στις υποκειμενικές συνθήκες του βλασφημούντος, ο οποίος σε έσχατη πώρωση ψυχής περιελθών, διασύρει βάναυσα την αλήθεια του Θεού και ως εκ τούτου δεν μπορεί να μετανοήσει και να συγχωρεθεί.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 263-264)

katafigioti

lifecoaching