ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Μ.ΕΒΔΟΜΑΔΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ 
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (!!!).

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί  10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί  11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.




 

ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Πρωί 12 - 2 μ.μ. 

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.30 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Πρωί 12 - 2 μ.μ.

Απόγευμα: 5.30 - 7

Βράδυ 8.45 - 10.30

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρωί 10 - 1μ.μ.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Πρωί 10 - 1.30 μ.μ.

Βράδυ 10 - 12

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πρωί 11.30 - 2 μ.μ.

Απόγευμα 5.30 - 7 μ.μ. Βράδυ 10 - 11

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ  Πρωί 10 - 1 μ.μ.

Κείμενα (blog) - Ιερός Ναός Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Όχι, δεν επιτρεπεται. Κατά την ορθόδοξη πίστη για την τέλεση της θείας ευχαριστίας χρησιμοποιούνται ένζυμος άρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) και οίνος «ύδατι κεκραμένος» (να έχει μέσα του ανακατεμένο νερό). Τη θέση αυτή εκφράζει η αγ. Γραφή και η παράδοση της Εκκλησίας. Κατά τη διήγηση του Δ’ Ευαγγελίου το Πάσχα τότε δεν συνέπιπτε την Παρασκευή, 14 του μήνα Νισάν, αλλά το Σάββατο, 15 του ίδιου μήνα. Γιαυτό και οι αρχιερείς και οι γραμματείς δεν εισήλθαν στο πραιτώριο την Παρασκευή, ήμερα του θανάτου του Χριστού, «ίνα μη μιανθώσιν αλλ΄ ίνα φάγωσι το Πάσχα». Ως γνωστόν, η βρώση των άζυμων άρχιζε από την πρώτη ήμερα του Πάσχα, δηλαδή το εσπέρας της Παρασκευής (14 Νισάν) και διαρκούσε επτά ημέρες. Ο Κύριος το τελευταίο Πάσχα της ζωής του το έφαγε το βράδυ της Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σε εποχή που δεν ήταν εν χρήσει άζυμος άρτος. Άρα ο Κύριος, συστήνοντας το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφώς ένζυμο άρτο. Αλλά και οι Χριστιανοί της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας, οι προσκαρτερούντες στα Ιεροσόλυμα «τη κλάσει του άρτου», χρησιμοποιούσαν ένζυμο άρτο, εξαιρουμένων των Ιουδαϊζόντων, που χρησιμοποιούσαν άζυμα.

Από την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας παρεξέκλιναν οι Ρωμαιοκαθολικοί (από τον 10 αιώνα) και οι Διαμαρτυρόμενοι (οι Αγγλικανοί χρησιμοποιούν και ένζυμο άρτο), χρησιμοπιούντες άζυμο άρτο για την τέλεση της θείας ευχαριστίας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 258-259)

Η θεία ευχαριστία είναι το μυστήριο του Θεού, των ανθρώπων και της κτίσεως. Σ’ αυτό παρατείνεται και εφαρμόζεται η σωστική περί τον άνθρωπο θεία οικονομία, ο σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στην ιστορία εφαρμόζοντας το λυτρωτικό έργο Του, ανανεώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας, οι άνθρωποι ενώνονται με το Θεό και μεταξύ τους και η φυσική κτίση αγιάζεται, προσφέροντας τα φυσικά στοιχεία της, το ψωμί και το κρασί της, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού.

Στην ευχαριστία ο άνθρωπος εισχωρεί βαθιά στο Θεό. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα μένει εν εμοί καγώ εν αυτώ», λέγει ο Σωτήρας· εμφυτεύεται μυστικά στο σώμα του Χριστού: «Εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ παντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν». Μετέχοντας στην ευχαριστία ο πιστός γίνεται φοβερός στους δαίμονες, οι οποίοι τρέμουν μπροστά στη θεανθρώπινη συνδρομή (όπως έτρεμαν στη θέαση του χριστολογικού θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τη φωτιά του Θεού που τους δίνει δύναμη να νικήσουν την αμαρτητική της φύσεως ορμή και τα πάθη τους και να λάβουν άφεση των συγγνωστών αμαρτημάτων τους (όχι φυσικά των θανάσιμων, γιατί η άφεση γι΄ αυτά δίνεται μέσα από το μυστήριο της μετάνοιας» που είναι σε σύνδεσμο με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας).

Έχοντας μέσα του το Θεό ο πιστός νιώθει άφατη γλυκύτητα και χαρά σ’ έναν κόσμο που συχνά μόνο πίκρα ξέρει να κερνά τον άνθρωπο· γεύεται μέσα του «την αγαλλίασιν του σωτηρίου», την ψυχή του ωραΐζει η ελπίδα της θείας βασιλείας. Όχυρωμένος στο Θεό ο άνθρωπος δεν φοβάται τίποτε, καμιά εχθρότητα, κανένα αντίξοο σύμβαμα στη ζωή. Νιώθει την ψυχή του σαν τον αγρό στον οποίο ήταν κρυμμένος ο ανεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ο ευτυχέστερος και πλουσιότερος των ανθρώπων που κατέχει το Θεό και τα σύμπαντα. Νιώθει ότι αξίζει να ζεί τη ζωή του, οτιδήποτε κι αν του συμβαίνει. Είναι αισιόδοξος, ειρηνικός και πράος.

Με τη θεία ευχαριστία ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο, γιατί ο άρτος της ευχαριστίας είναι «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτος του μη αποθανείν». Αυτό φυσικά δεν αναφέρεται στη φυσική αθανασία, γιατί των ανθρώπων, είτε αυτοί κοινωνούν είτε όχι, οι μεν ψυχές δεν πεθαίνουν γιατί είναι φύσει αθάνατες, τα δε σώματα όλα ανεξαίρετα θ’ αναστηθούν εκ των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η αθανασία που προέρχεται από την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων είναι αθανασία ποιοτική, δηλαδή αθανασία πνευματική στους κόλπους της θείας βασιλείας, αθανασία ζωής κοντά στον άφθαρτο Θεό, σε αντίθεση με τον πνευματικό θανατο, τη ζωή δηλαδή την αθάνατη μακριά από το Θεό, στον τόπο της βασάνου. Την αθανασία αυτή προετοιμάζει η θεία κοινωνία που σαν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει την ανθρώπινη φύση στη δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της την άφθαρτη ζωή στον άπειρο αιώνα του Θεού.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 257-258)

Όχι δεν υπάρχει. Η θεία ευχαριστία είναι το δείπνο του Θεού. Όπως δε σ’ ένα κοσμικό δείπνο οι προσκαλεσμένοι θα μετάσχουν στην παρατιθέμενη τράπεζα, έτσι και στο δείπνο του Θεού που παρατίθεται στην Εκκλησία όσοι μεταβαίνουν στη θεία λειτουργία εξυπακούεται ότι θα λάβουν μέρος στο ουράνιο θείο δείπνο. Οι εκκλησιαζόμενοι πιστοί είναι συνδαιτυμόνες στη μυστική θεία τροφή. Άλλωστε στο τραπέζι του Θεού όπου παρατίθεται ο σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός, καλούνται οι πιστοί από τον ιερέα να μετάσχουν: «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Η κλήση προσέλευσης είναι συλλογική και ατομική. Επομένως σε κάθε θεία λειτουργία ο πιστός έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να κοινωνήσει. Δεν υπάρχουν φραγμοί αντικειμενικοί στη μυστηριακή προσέλευση.

Μόνο από άποψη υποκειμενική μπορεί να υπάρξουν φραγμοί στην επιτέλεση του υπέρτατου χρέους. Εννοούμε την ψυχική κατάσταση του κοινωνούντος, αν δηλαδή αυτός είναι άξιος να φιλοξενήσει μέσα του τον σφαγιασμένο Αμνό του Θεού· αν είναι καθαρός να δεχτεί τη φωτιά του Θεού. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται η κατάλληλη ηθική και πνευματική προετοιμασία, την οποία θα σταθμίσει στη συνείδησή του ο ίδιος ο πιστός, σε συνεννόηση φυσικά με τον πνευματικό του πατέρα.

Όπως και σε όλα τα άλλα πνευματικά πράγματα, έτσι και εδώ χρειάζεται η δέουσα εξισορρόπηση. Ούτε ν' αργεί κανείς πολύ να προσέρχεται στην μυστική τράπεζα του Θεού, γιατί υπάρχει κίνδυνος να καταποθεί από το δαίμονα ούτε πάλι να είναι πολύ πρόχειρος και βιαστικός, γιατί υπάρχει κίνδυνος να περιπέσει σε μία τυπικότητα και σ' ένα εθισμό, που θ’ αμβλύνουν στην ψυχή του την αίσθηση της σημασίας και της σπουδαιότητας του ιερού μυστηρίου. Πώς να νιώθουν άραγε οι ιερείς, οι οποίοι είναι «υποχρεωμένοι» όχι απλώς να κοινωνούν σε κάθε θεία λειτουργία, αλλά να καταλύουν στο τέλος ολόκληρη την ποσότητα του αγιασμένου άρτου και του οίνου; Βλέπει ορισμένους κανείς και νιώθει άβολα, κυρίως όταν βιάζονται.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 256-257)

«Μα σαν ενωθής με το Θεό και βασιλιά, δεν είσαι μόνος, αλλά στον αριθμό μετριέσαι των αγίων, αγγέλων ομοδίαιτος, συγκάτοικος δικαίων κι όλων στον ουρανό όσοι ζουν συγκληρονόμος γνήσιος. Πώς είναι μοναχός λοιπόν αυτός που ζει εκεί πάνω, όπου των οσίων ο χορός είναι και των μαρτύρων, όπου ο χορός των προφητών, των θείων αποστόλων, όπου είναι το αναρίθμητο το πλήθος των δικαίων, των ιεραρχών, των πατριαρχών, και των λοιπών αγίων; Μα όποιος φτάσει το Χριστό να ’χει ένοικό του μέσα, πέστε, πώς είναι δυνατόν να πούμε ότι είναι μόνος; Με το Χριστό μου είναι μαζί, ο Πατέρας και το Πνεύμα κι όποιος σαν με ένα με τους τρεις δεθεί, πώς είναι μόνος; Μόνος δεν είναι ο μοναχός με το Θεό ενωμένος, στην έρημο κι ας κάθεται κι ας ζει μέσα σε σπήλαιο» (τ. 19Ε, σ. 393, στιχ. 9-23).

«Αυτοί είναι οι γνήσιοι μοναχοί, που ζουν στη μοναξιά τους, που μόνοι είναι με το Θεό κι ο Θεός μ’ εκείνους μόνος» (τ. 19Ε, σ. 397, στιχ. 76-77).

«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Ο Θεός δεν απαιτεί τίποτε άλλο από μας τους ανθρώπους παρά μόνο να μη αμαρτάνουμε· τούτο δε δεν είναι καρπός τηρήσεως του νόμου αλλά απαράβατη φύλαξις της εικόνος και της άνωθεν αξιωσύνης. Παραμένοντας σ’ αυτά κατά φύσι και φορώντας τον λαμπρό χιτώνα του Πνεύματος, μένουμε στον Θεό και αυτός μένει σ’ εμάς, ονομαζόμενοι θέσει θεοί και υιοί Θεού, σημαδευμένοι με το φως της γνώσεως του Θεού» (τ. 19Α, σελ. 429-431).

«Το να μην επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν κατεφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητά την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο. Δεν είναι το ίδιο το να αρκήται κανείς σε ευτελές ένδυμα και να μη επιθυμή λαμπρή στολή και το να ενδύεται το φως του Θεού· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Το μεν ευτελές ένδυμα μερικοί, αν και πιέζονταν από μύριες επιθυμίες, εύκολα το καταφρόνησαν, το δε φως περιβάλλονται μόνο εκείνοι που το επιζητούν ανενδότως με κάθε είδος κακοπάθειας και γίνονται υιοί φωτός και ημέρας δια της εκπληρώσεως των εντολών» (τ. 19Α, σ. 449).

«Ούτε αυτές (οι αρετές) μπορούν μόνες να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος. Διότι, όπως ο χαλκεύς την μεν τέχνη του επιδεικνύει με τα εργαλεία του, χωρίς όμως την ενέργεια του πυράς δεν μπορεί να κατασκευάσει κανένα έργο καθόλου, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάμει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τις αρετές, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός μένουν ανενέργητα και ανωφελή, μη μπορώντας να καθαρίσουν τον ρύπο και την ακαθαρσία της ψυχής» (τ. 19Α, σ. 493).

«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 515).

«Στα πνευματικά όμως δεν είναι το ίδιο, αλλά εκείνον που δεν εκτελεί το αγαθό η θεία Γραφή τον έχει σαν αμαρτάνοντα και υποδηλώνει ότι θα κατακριθεί ‘διότι γι’ αυτόν που γνωρίζει το καλό και δεν το πράττει’, λέγει, ‘αυτό είναι αμαρτία’ και πάλι, ‘κάθε άνθρωπος που εκτελεί αμελώς τις εντολές του Κυρίου είναι επικατάρατος’. Αυτό βέβαια θα αρκέσει πρώτα για την κατάκριση εμού του ίδιου, του χαύνου και αμελούς. Και αν είναι καταραμένος όποιος εκτελεί αμελώς τις εντολές του Θεού, πολύ περισσότερο θα κατακριθεί όποιος εκτελεί μερικά από εκείνα που μπορεί να κάνει, ή δεν εκτελεί καθόλου. Θα εύρεις ότι αυτό γίνεται και στους πολιτικούς νόμους και στις βιοτικές υποθέσεις. Πράγματι τον δούλο που βλέπει να διαρρηγνύεται από κάποιους η οικία του κυρίου του και να διαρπάζεται η περιουσία του, και ούτε να βοηθεί τους κλέφτες ούτε να τους εμποδίζει, αλλά να τους αφήνει να φεύγουν κρυφά, αφού αρπάξουν τα πάντα, αυτόν το δούλο ο κύριός του τον θεωρεί εξ ίσου μ’ εκείνους επίβουλο εναντίον του και κλέφτη. Τι λοιπόν; Δεν θα καταψηφίσετε κι εσείς όλοι τα ίδια κατά του πονηρού δούλου; Έτσι οπωσδήποτε θα συμβεί πρώτα και μ’ εμένα τον άθλιο και ταπεινό (διότι διστάζω να ειπώ, και σε όλους σας), αν απέχουμε βέβαια από τα πονηρά έργα και πράξεις, αλλά δεν αποκτούμε αντί γι’ αυτές με κάθε τρόπο τις αρετές» (τ. 19Γ, σελ. 25-7).

«Εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά (οι αρετές) δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιαστεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει» (τ. 19Γ, σ. 81).

«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).

«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).

«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 261).

«Ως τη δοκίμασα (τη Θ. Χάρη) απαθής κι εγώ έγινα αμέσως καθώς με πύρωνε η ηδονή και μ’ άναβε ο πόθος κι από το φως μετάλαβα κι έγινα φως κι ο ίδιος από όποιο πάθος πιο ψηλά κι όποια κακία έξω. Γιατί της απάθειας το φως δεν το αγγίζει πάθος καθώς τον ήλιον η σκιά και της νυκτός το σκότος. Τέτοιος ενώ έγινα λοιπόν κι ενώ πια τέτοιος ήμουν, Κύριε, κάπως αφέθηκα θαρρώντας στον εαυτό μου κι η μέριμνα με τράβηξε των αισθητών πραγμάτων και βούλιαξα ο δυστυχής στη βιοτική φροντίδα και κρυώνοντας σαν σίδερο ήρθα κι έγινα μαύρος κι αφού έμεινα πολύ καιρό σκουριά άρχισα να πιάνω κι είναι γι’ αυτό που κράζω σου, φιλάνθρωπε, ζητώντας και πάλι να καθαριστώ και στο παλιό μου κάλλος να επιστρέψω και το φως να χαρώ το δικό σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 273, στιχ. 34-48) .

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

“Η πίστη εάν δεν έχει έργα είναι νεκρή καθ’ εαυτήν”
                                                         (Ιακ. 2,17)

“Μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη

στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει».

Αυτό είναι αδύνατο, εάν δεν αποκτήσεις και την

αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα

πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν

και τρέμουν”.

(Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, 400 κεφάλαια περί Αγάπης, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β΄, 52)

3. Ο κενόδοξος φαρισαίος φαντάζεται, ότι ευχαριστεί τον Θεό. «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, λέγει, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων: άρπαγες, άδικοι, μοιχοί». Απαριθμεί τα γνωστά αμαρτήματα, τα ορατά με το μάτι. Για τα εσωτερικά αμαρτήματα: υπερηφάνεια, πονηρία, μίσος, φθόνο, υποκρισία, ούτε λέξη! Όμως αυτά είναι χειρότερα. Αυτά σκοτώνουν και νεκρώνουν την ψυχή. Και την κάνουν ανίκανη για μετάνοια. Αυτά σβήνουν την αγάπη προς τον πλησίον. Αυτά γεννούν το σκανδαλισμό, που γεμίζει την ψυχή παγεράδα, εγωισμό και μίσος.
Ο κενόδοξος φαρισαίος φαντάζεται, πως ευχαριστεί τον Κύριο για τα καλά του έργα. Μα ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Ο Θεός εκφέρει εναντίον του την τρομερή ετυμηγορία: «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται».

4. Όταν ο φαρισαϊσμός δυναμώση και ωριμάση, κατακτάει την ψυχή. Και τότε η ψυχή δίνει φρικαλέους καρπούς.
Δεν υπάρχει ανομία, που θα δίσταζε να την κάμη ένας τέτοιος φαρισαίος. Οι φαρισαίοι δεν δίστασαν να βλασφημήσουν ακόμη και το Άγιο Πνεύμα. Δεν δίσταζαν να αποκαλέσουν τον Υιό του Θεού δαιμονισμένο. Οι φαρισαίοι επέτρεψαν στον εαυτό τους να εκστομίση, ότι ο ενανθρωπήσας Θεός, που ήλθε στη γη για την σωτηρία μας, ήταν απειλή για την δημόσια τάξη, και για την πολιτική ύπαρξη των Ιουδαίων!
Και γιατί αυτές οι δαιδαλώδεις επινοήσεις; Για να μπορέσουν με την μάσκα του ζήλου (τάχα για την σωτηρία του λαού, και για τήρηση του νόμου και της θρησκείας) να κορέσουν την ακόρεστη κακία τους. Και δεν τους ένοιαζε, που χρειαζόταν γι’ αυτό να χύσουν αίμα, θυσία στο μίσος και τον φθόνο τους, και να γίνουν θεοκτόνοι.

5. Ο φαρισαϊσμός είναι ένα φοβερό δηλητήριο.
Ο φαρισαϊσμός είναι μία ψυχική πάθηση, που πρέπει να μας προκαλεί φρίκη. *

* Αξίζει να μελετήσωμε βαθειά και με πολλή προσοχή τα ακόλουθα ιερά λόγια:
Οι πλούσιοι, που λυσσάνε για χρήματα, συνεχώς τινάζουν τα ρούχα τους για να μη τους τα φάη ο σκώρος!
Συ βλέπεις , ότι ένας άλλος σκώρος απειλεί την ψυχή σου! Πώς δεν φροντίζεις να την προφυλάξης; Πώς δεν την περιποιείσαι; Πώς δεν φροντίζεις να μάθης, τι είναι η ψυχή, ποια τα μέλη της; ποια η κεφαλή της;
Ναι! Και μέλη έχει. Και κεφάλι. Και μάλιστα τα πιο ωραία, που μπορεί κανείς να φαντασθή!
Ερωτάς, ποια είναι κεφαλή της ψυχής;
Η ταπεινοφροσύνη.
Για αυτό ο Χριστός άρχισε από αυτήν. Για αυτό πρώτα από όλα είπε: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». (Ιωάννου Χρυσ. Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία 47, γ’).
Και ακριβώς επειδή η ταπεινοφροσύνη είναι η κεφαλή όλων των αρετών της ψυχής, για αυτό, ο μακάριος στάρετς Βαρσανούφιος έλεγε με έμφαση στον υποτακτικό του. Επάνω από όλα και πριν από όλα η ταπείνωση. Έχε ταπείνωση. Έχε ταπείνωση. (Στάρετς Βαρσανούφιος, τ. Β’ Πρέβεζα 1988, σελ. 31).

(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 22-24)

433. Ο Κύριος είναι παντού κκαι όλα τα αγκαλιάζει με την αγάπη και την παντοδυναμία του. Πρεπει λοιπόν να είμαι αμέριμνος εν Κυρίω. Αμέριμνος δεν θα πη αργός και ρίψασπις μπροστά στο καθήκον. Θα πη: άνθρωπος που τρέφει εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού, αφού κάμη το δικό του χρέος. Ο Θεός μας έφερε στην ύπαρξι από την ανυπαρξία. Μόνοι μας, δεν είμαστε τίποτε. Μόνοι μας, ούτε να ζήσουμε απλώς δεν θα μπορούσαμε. Γιατί ο Θεός μας τα δίνει όλα: τη ζωή μας, τη δύναμί μας, το φώς μας, τον αέρα μας, τη βρώσι και πόσι μας, όλα όσα ανήκουν στον πνευματικό χώρο. Και όλα όσα ανήκουν στον υλικό: τον ήλιο, την ατμόσφαιρα, το ψωμί, το νερό, τα ενδύματα, το κατάλυμά μας. Μακάριοι οι «πτωχοί τῷ πνεύματι», που πάντοτε αναγνωρίζουν τη δική τους μηδαμινότητα και την παντοδυναμία και μεγαλωσύνη του Θεού. Μακάριοι όσοι μπορούν να μένουν ελεύθεροι από μικρόκαρδες μέριμνες. Μακάριοι αυτοί που έχουν απλή καρδιά. Μακάριοι όσοι αναθέτουν στον Κύριο την κάθε μέριμνά τους. «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (από τη Θεία Λειτουργία). Αρκεί να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Θεό και τίποτε δεν θα μας στερήση η αγάπη του από όσα έχουμε ανάγκη. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ’ 33). Αρκεί να έχης τον Θεό στην καρδιά σου, να είσαι πάντοτε αχώριστος απ’ Αυτόν, και όλα τα υλικά πράγματα που χρειάζεσαι θα σου προστεθούν. Όπου ο Θεός, εκεί και κάθε ευλογία, κάθε δωρεά. Όποιοι αγαπούν τον Θεό, ακολουθούνται από όλα τα χαρίσματα, όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 185-186)

431. Όπως είναι φυσικό, ευχάριστο και εύκολο να αναπνέουμε τον αέρα, έτσι θα έπρεπε να ήταν φυσικό, ευχάριστο και εύκολο να αναπνέουμε μέσα στο Άγιο Πνεύμα, που είναι η αναπνοή της ψυχής μας. Όπως είναι φυσικό, εύκολο και ευχάριστο να αγαπάμε τον εαυτό μας, έτσι θα έπρεπε να ήταν φυσικό, εύκολο και ευχάριστο να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι είμαστε ένα σώμα, πλασμένοι «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού», παιδιά του Θεού. Έχουμε την ίδια πνοή, την ίδια ψυχή, την ίδια εμφάνισι.

432. Όλες οι θλίψεις, οι αρρώστιες, τα βάσανα, οι στερήσεις επιτρέπονται από τον Θεό για να βγάλουμε από μέσα μας την αμαρτία και να βάλουμε στη θέσι της την αρετή. Για να μάθουμε εκ πείρας πόσο άσχημο πράγμα είναι η αμαρτία και να τη μισήσουμε. Για να μάθουμε, πάλι εκ πείρας, την αλήθεια και την ομορφιά της αρετής και να την αγαπήσουμε με όλο μας το είναι. Ας υπομένω λοιπόν όλες τις θλίψεις γενναία, με ευγνωμοσύνη στον Κύριο, τον Ιατρό των ψυχών μας, τον λατρευτό μας Σωτήρα.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 185)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30 . Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.22 Καὶ διεπορεύετο(1) κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν
ποιούμενος εἰς ῾Ιερουσαλήμ(2).
22 Καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκοντας.
(1) Η πρόθεση «δια» στο διεπορεύετο, αναφέρεται γενικά στη χώρα διαμέσου
της οποίας πορευόταν. Ενώ η πρόθεση «κατά» που ακολουθεί υποδηλώνει την
σε κάθε κατοικημένο τόπο, μικρή ή μεγάλη παραμονή για διδασκαλία (g).
Φαίνεται ο λόγος να συνδέεται πάλι με το Λουκ. θ 51=Εξακολουθούσε την πορεία του (p).
(2) Η πορεία του είχε κανονιστεί με την πρόβλεψη να έλθει στην Ιερουσαλήμ
κατά το τέλος μιας οδοιπορίας ειδικά αξιομνημόνευτης (b).

13.23 εἶπεν(1) δέ τις αὐτῷ, Κύριε, εἰ(2) ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι(3);
ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτούς(4),
23 Κάποιος τον ρώτησε: «Κύριε, είναι λίγοι αυτοί που θα σωθούν;» Εκείνος τους απάντησε:
(1) «Εδώ το «είπε» έχει μπει αντί για το «ρώτησε»» (Ζ).
(2) «Κάποιοι ερμηνεύουν το «ει (=αν)» αντί για το «άρα»· σαν να λέει,
Άρα είναι λίγοι αυτοί που σώζονται;» (Ζ).
(3) Αυτός που ρωτά ίσως υπέθετε, ότι οπωσδήποτε μόνο Ιουδαίοι θα σώζονταν (p).
(4) Είναι αξιοσημείωτος ο πληθυντικός. Όπως στο ιβ 15,42, ο Ιησούς δεν δίνει
απάντηση στο ερώτημα που του προβλήθηκε, αλλά απαντά με τρόπο που μπορεί
να ωφελήσει πολύ περισσότερο τόσο τους άλλους όσο και αυτόν που ρωτά,
από όσο θα ωφελούνταν αυτοί με την άμεση απάντηση στο ερώτημα (p).
«Φαίνεται κάπως ότι η απάντηση είναι έξω από τον σκοπό αυτού που ρώτησε.
Διότι ο μεν, αξίωνε να μάθει αν είναι λίγοι οι σωζόμενοι· αυτός όμως, εξηγούσε
τον δρόμο με τον οποίο μπορεί κάποιος να δικαιωθεί, λέγοντας,
Να αγωνίζεστε να μπείτε από τη στενή πύλη. Τι λοιπόν θα πούμε σχετικά με αυτό;
Συνήθιζε ο Σωτήρας των όλων Χριστός, σε αυτούς που τον ρωτούσαν,
να απαντά όχι οπωσδήποτε όπως αυτοί νόμιζαν, αλλά να βλέπει το χρήσιμο
και αναγκαίο για τους ακροατές. Το έπραττε κατεξοχήν αυτό, όταν κάποιος αξίωνε
να μάθει κάτι από όσα είναι περιττά και ανώφελα. Διότι τι χρειαζόταν η ερώτηση
με περιέργεια, αν είναι πολλοί ή λίγοι οι σωζόμενοι; Τι ωφέλεια θα έβγαινε από αυτό
για τους ακροατές; Ήταν όμως αναγκαίο και ωφέλιμο το να γνωρίζει μάλλον κάποιος
τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί στη σωτηρία.
Επομένως πολύ προνοητικά σιωπά ως προς το μάταιο της ερώτησης, αλλά μεταφέρει τα λόγια
σε αυτό που ήταν αναγκαίο» (Κ). Ίσως η πρόθεση αυτού που ρώτησε να ήταν,
να πειράξει τον Ιησού. Εάν θα έλεγε ότι είναι πολλοί οι σωζόμενοι,
θα τον μέμφονταν ότι έχει πολύ χαλαρές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η σωτηρία
είναι πολύ εύκολη. Εάν θα απαντούσε ότι είναι λίγοι οι σωζόμενοι, θα τον κατηγορούσαν
ως πολύ αυστηρό και ότι προσκρούει στη γνώμη των ραββίνων σύμφωνα με την οποία
όλος ο Ισραήλ θα είχε θέση στη μέλλουσα βασιλεία. Ίσως όμως και το ερώτημα που μπήκε
να ήταν ερώτημα απλής περιέργειας, χωρίς αυτός που ρωτά να ενδιαφέρεται σοβαρά
να μάθει πώς επιτυγχάνεται η σωτηρία αυτή. Ο Κύριος όμως ήλθε για να οδηγήσει
τις συνειδήσεις των ανθρώπων και όχι για να ικανοποιήσει την περιέργειά τους.
Και η απάντηση την οποία δίνει, έχει την έννοια: Μη ρωτάς πόσοι θα σωθούν,
αλλά ρώτησε: είμαι και εγώ μεταξύ αυτών που σώζονται και τι πρέπει να κάνω
για να συγκαταριθμηθώ μεταξύ αυτών.

katafigioti

lifecoaching